Εκκλησία – Θρησκεία
Ποτέ το αφύσικο δεν θα νικήσει το φυσικό
Θα σταθώ σε ένα θέμα που τέμνει οριζόντια τη μεγάλη επιστροφή του συντηρητισμού σε ολόκληρο τον κόσμο. Τη θρησκεία. Τις αξίες του χριστιανισμού. Στην πατρίδα μας υπάρχουν κάποιοι γραφικοί που προσπαθούν να πάρουν αξία επιτιθέμενοι προκλητικότατα στον χριστιανισμό, στους ορθοδόξους και στο φρόνημά τους. Το χριστιανικό ήθος, όμως, πια τους προσπερνά. ∆εν τους δίνει αξία και σημασία, όπως κάποτε. ∆εν σοκάρεται από τις προσβολές τους. Στη θέα τους στρέφει την κεφαλή του αλλού. Τους στέλνει σιωπηρά στα αζήτητα της Ιστορίας. Προσέξτε μερικά διαδοχικά γεγονότα στην Ελλάδα και στον κόσμο αυτό το διάστημα.
Λονδίνο, γήπεδο Wembley, 10 Οκτωβρίου.
Η Εθνική ομάδα ποδοσφαίρου της Ελλάδος αντιμετωπίζει την Εθνική ομάδα της Αγγλίας. Μετά το 70ό λεπτό μπαίνουν αλλαγές στον αγώνα ο Μάνταλος, ο Κωνσταντέλιας και ο Πέλκας. Όλοι κάνουν τον σταυρό τους τρέχοντας τα πρώτα μέτρα στον αγωνιστικό χώρο του ιστορικού γηπέδου. Στο τέλος του αγώνα ο σκόρερ του νικητήριου τέρμα- τος για την Ελλάδα, Παυλίδης, κάνει επίσης τον σταυρό του.
Το σίριαλ
Σίριαλ «Φαμαγκούστα», 2 Νοεμβρίου. ∆ύο Κύπριοι που σε ηλικία 12 ετών συνελήφθησαν τον Ιούλιο του 1974 από στρατιώτες του «Αττίλα» στα Κατεχόμενα και θάφτηκαν ζωντανοί σε τάφους που τους διέταξαν να ανοίξουν με τα ίδια τους τα χέρια (μόνο το κεφάλι τους εξείχε) διηγούνται στην κάμερα πώς διασώθηκαν. Άρχισαν και οι δύο να κάνουν δυνατά την προσευχή τους κοιτώντας προς τον ουρανό και να ψάλλουν με όλη τη δύναμη της ψυχής τους το «πάτερ ημών». Λίγο αργότερα, τους εντόπισε μία περίπολος ανδρών του ΟΗΕ.
Το θεώρησαν και ήταν θαύμα. Γιατί στο σημείο όπου τους έθαψαν οι βασανιστές τους δεν περνούσαν συνήθως περίπολα. Ήταν στη μέση του πουθενά. Ένας από τους δύο άνδρες, ηλικίας 70 ετών σήμερα, με τα μαλλιά δεμένα κοτσίδα, όπως ο Τσίπρας στα νιάτα του, είπε στην κάμερα συγκινημένος: «Μη χάνουμε ποτέ την πίστη μας στον Θεό, αυτή την υπέρτατη δύναμη της καλοσύνης. Όσα χρόνια κι αν περάσουν». Και άφησε ένα δάκρυ να κυλήσει από τα μάτια του.
Αμερικανικές προεδρικές εκλογές, 20 Οκτωβρίου: Η υποψήφια πρόεδρος των ∆ημοκρατικών και του ρεύματος του ορθολογισμού Κάμαλα Χάρις, βλέποντας τις δημοσκοπήσεις, αποφασίζει και εορτάζει τα εξηκοστά γενέθλιά της σε δύο εκκλησίες Μεθοδιστών και Ευαγγελικών στην Τζόρτζια, οι χορωδίες των οποίων της ψάλλουν το «happy birthday».
Θεσσαλονίκη, 26 Οκτωβρίου, εορτή αγίου ∆ημητρίου. Στον περίλαμπρο ναό εκτίθενται τα λείψανα του αγίου, τα οποία επέστρεψαν στη Θεσσαλονίκη το 1978. Όποιος θέλει να προσκυνήσει στον άγιο γνωρίζει ότι θα πρέπει να περιμένει στην ουρά υπομονετικά τουλάχιστον μία ώρα. Οικογένειες σαραντάρηδων με τα παιδιά τους, νεαροί φοιτητές, υπερήλικες κυρίες, το μωσαϊκό των γενεών, στέκονται και περιμένουν για να προσκυνήσουν τον Άγιο. ∆εν ακούς φωνές. ∆εν βλέπεις σπρωξίματα. ∆εν παρατηρείς θυμωμένα πρόσωπα. Μόνο γαλήνη. Καθένας ξέρει καλά γιατί βρίσκεται εκεί.
Βραδιά αμερικανικών προεδρικών εκλογών, 4 προς 5 Νοεμβρίου: Ο εκλεγείς πλέον πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ απευθύνεται τη βραδιά της νίκης του στους οπαδούς του και κλείνει την ομιλία του με τη φράση «Ο Θεός να σας έχει καλά. Ο Θεός να σας ευλογεί».
Αίγινα, παραλία, εορτή αγίου Νεκταρίου, Σάββατο 9 Νοεμβρίου. Χιλιάδες κόσμου, κυριολεκτικά χιλιάδες, ανάμεσά τους δεκάδες Ρουμάνοι, είναι παρατεταγμένες στις δύο άκρες του δρόμου του λιμανιού και περιμένουν τη λιτανεία, κατά τη διάρκεια της οποίας κατεβαίνει στην πόλη η κάρα του αγίου. Του οικουμενικού αυτού αγίου που στο πέρασμά του από την Αλεξάνδρεια, από τη Ριζάρειο Σχολή, από την Εύβοια, από τη Σκόπελο, από την Αίγινα βοηθούσε αδιακρίτως πολίτες, ανεξαρτήτως θρησκεύματος, με την απέραντη καλοσύνη του. Η πομπή, στην κεφαλή της οποίας είναι η ηλικίας 50 ετών ηγουμένη Τιμοθέη (προγραμματίστρια, που επισκεπτόταν κάποτε το μοναστήρι επιβαίνοντας σε μηχανή χάρλεϊ, φορώντας μπότες), σταματά έξω από το παλαιό δημαρχείο. Και ανάμεσα σε αυτούς που ψάλλουν ακούγεται και η φωνή ενός ιεράρχη από τη Ρουμανία να αναπέμπει ύμνους στη γλώσσα του. Γιατί; Γιατί ο άγιος φανερώθηκε στους κατοίκους αυτής της περιοχής σε δύσκολα χρόνια για να τους βοηθήσει και από τότε χιλιάδες Ρουμάνοι κάνουν κάθε χρόνο 1.200 km και πλέον για να έρθουν στην Αίγινα για να προσκυνήσουν τη χάρη του. Αυτό κάποιοι το βαφτίζουν «ανορθολογισμό».
Στο στόχαστρο
∆εν ξέρω τι γίνεται στην Αμερική. Αλλά οι δυνάμεις του ορθολογισμού, όλους αυτούς που παίρνουν δύναμη από τις ιδέες του χριστιανισμού εδώ στην πατρίδα μας τους λοιδορούν ως καθυστερημένους και ως ψεκασμένους. Λοιδορούν όσους κοινωνούν των αχράντων μυστηρίων. Λοιδορούν όσους νηστεύουν. Λοιδορούν όσους πιστεύουν στα θαύματα. Παίζουν, διακωμωδούν την πίστη τους.
Την παραμονή της πανηγύρεως του αγίου ο μητροπολίτης Ύδρας, Σπετσών και Αιγίνης Εφραίμ, περιστοιχιζόμενος από τον παναγιότατο μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Φιλόθεο και τον σεβασμιότατο μητροπολίτη ∆ράμας ∆ωρόθεο, λέει στους συγκεντρωμένους στο δείπνο που ακολούθησε μετά τον μέγα εσπερινό: «Νηστεία σημαίνει αγαπώ τον Χριστό. Αν κάνεις νηστεία και δεν αγαπάς τον Χριστό, στην πραγματικότητα βασανίζεις τον εαυτό σου. Τον καταπιέζεις να φέρει σε πέρας κάτι που δεν του αρέσει. Αλλά η νηστεία είναι μία πράξη ελευθερίας. Όχι καταπίεσης. Όχι στέρησης».
Μεγάλη δύναμη
Στην πραγματικότητα, λοιπόν, ο χριστιανισμός, δρώντας μέσα στον αποτυχημένο κόσμο του ορθολογισμού, που μας έφερε ως εδώ, είναι μία νέα ιδέα. Μία ιδέα που όσοι την ασπάζονται παίρνουν δύναμη. Τους χαρίζεται δύναμη. Και αυτή η νέα ιδέα «ποτίζεται» από τη woke ατζέντα. Όποιος αμφισβητεί τα θεμέλια του κόσμου στην πραγματικότητα είναι ο καλύτερος χορηγός της νέας αυτής ιδέας. Ποτέ το αφύσικο δεν θα νικήσει το φυσικό.
Για εκείνους που θεωρούν ότι ξυπνήσαμε μια ωραία πρωία στο έτος μηδέν και τα φτιάξαμε όλα μόνοι μας οι άνθρωποι χωρίς την παραμικρή βοήθεια από πουθενά, ή ότι τα βρήκαμε όλα έτοιμα ως διά μαγείας, αυτά είναι θέματα ακατανόητα. Αδιανόητα. Απίστευτα. Η δημιουργία του κόσμου για εκείνους είναι μόνο έργο των ανθρώπων.
Και γι’ αυτό όχι απλώς δεν θα καταλάβουν, αλλά θα συνεχίζουν να τα μάχονται και να τα λοιδορούν. Αλλά εκεί βρίσκεται και το μυστικό της μεγάλης επιστροφής του νεοσυντηρητισμού. Στην υποτίμηση. Στη βαθιά υποτίμηση των πεποιθήσεων του άλλου. Και για αυτό η μάχη αυτή, ανεξαρτήτως του χρόνου που θα πάρει μέχρι να ζήσουμε την τελική έκβασή της, δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο εκτός από νικηφόρα. Οι νέες αξίες δοκιμάστηκαν και φέρνουν την καταστροφή. Όλο και περισσότεροι άνθρωποι νιώθουν την ανάγκη να επιστρέψουν στις παραδοσιακές αξίες. Στις κοινότητες και στον άνθρωπο, εγκαταλείποντας την απληστία και το άτομο.
Ο Θεός περνά κάθε μέρα μπροστά από τα μάτια μας. Στο πρόσωπο ενός ποδοσφαιριστή που κάνει τον σταυρό του, ενός αγνοουμένου που σώθηκε λέγοντας το «πάτερ ημών», ενός πολιτικού που τον ευχαριστεί, ενός νέου ζευγαριού που με φούτερ και σακίδιο περιμένει στις 12 η ώρα τη νύχτα στα σκαλιά του αγίου Νεκταρίου να ανέβει για να προσκυνήσει τη Χάρη του, και να ακούσει τον πατέρα ∆αμασκηνό, γέροντα πρωτοψάλτη Καλυβίων, νέας Σκήτης Αγίων Αναργύρων. Άλλοι τον βλέπουμε. Άλλοι δεν τον βλέπουμε.
Εγκύκλιος του Μητροπολίτη Σάμου για την επέτειο Ένωσης της Σάμου με την Ελλάδα
Ἡ σήμερα ἑορταζόμενη Ἕνωση τῆς Σάμου μὲ τὴν Ἑλλάδα ὑπῆρξε στὴν πραγματικότητα ἡ συνέχεια καὶ ἡ ὁλοκλήρωση τῆς ἀδικαίωτης Σαμιακῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1821, κι αὐτὸ τὸ εἶχαν συνειδητοποιήσει οἱ πρωταγωνιστὲς τῶν γεγονότων, καὶ τὸ διακήρυσσαν μὲ τὰ κείμενα, τοὺς λόγους καὶ τὶς πράξεις τους. Καὶ εἶχε τὰ βασικὰ χαρακτηριστικὰ τῆς Ἐπανάστασης: ἑνότητα τοῦ λαοῦ καὶ τῶν Ἀρχόντων του, πνευματικὴ στήριξη, σκέπη καὶ εὐλογία ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ καὶ τοὺς Ἐπισκόπους της, ἐνεργούς πρωταγωνιστὲς τῶν γεγονότων.
Τόσο ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κύριλλος, τὸ 1821, ὅσο καὶ ὁ Μητροπολίτης Κωνσταντῖνος, τὸ 1912, δὲν περιορίστηκαν στὸ νὰ παρακολουθοῦν ἢ νὰ εὐλογοῦν μόνο τὰ γεγονότα, ἀλλὰ ὑπῆρξαν ἀπὸ τοὺς πρωταγωνιστές τους. Κι αὐτὸ ἔδωσε στὸ λαὸ τὸ μήνυμα τῆς οὐσιαστικῆς συστράτευσης καὶ τῆς ἑνότητας, τὸ ὁποῖο πάντοτε ἡ Ἐκκλησία μας ἀποσκοπεῖ νὰ διδάξει στὸ ποίμνιό της.
Ἂς μὴν ξεχνοῦμε ὅτι οἱ παραδόσεις τοῦ Γένους, σὲ ὅλες τὶς περιπτώσεις καὶ τὶς ἐποχὲς τῆς δουλείας, ὅταν ἡ Ἐκκλησία ἐθναρχοῦσε, ὑπῆρξαν ἡ Ὀρθόδοξη χριστιανικὴ πίστη καὶ τὰ Ἑλληνικὰ γράμματα. Οἱ παράγοντες αὐτοὶ προσδιόριζαν ἀνέκαθεν τὴν ταυτότητα τοῦ Γένους, τὴ συνοχὴ τοῦ ὁποίου διαφύλαττε ἡ συλλογικὴ ἐνοριακὴ καὶ κοινοτικὴ ζωή, στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ βέβαια, ἡ παιδεία, διὰ τῆς ὁποίας λειτουργοῦσε ἡ παράδοση τῶν Ἑλληνικῶν γραμμάτων, ποὺ ὑπῆρξε τὸ ἀντικείμενο συνεχοῦς μέριμνας τῆς Ἐκκλησίας, πάνω στὸ ὁποῖο θεμελιώθηκε καὶ τὸ ὅραμα ἐλευθερίας των Σαμίων, ποὺ κατέληξε στὴν ἐπιτυχῆ ἔκβαση τῆς Ἑνώσεως τῆς Σάμου μὲ τὴν Ἑλλάδα, τὸ Νοέμβριο τοῦ 1912.
Ἔτσι μπόρεσε ἡ μικρή, ἀλλὰ ἑνωμένη καὶ ἀποφασισμένη Σάμος, νὰ ἀντισταθεῖ, νὰ διεκδικήσει, νὰ ἐπιτύχει. Ἔτσι διασφαλίστηκε, τὸ Νοέμβριο τοῦ 1912, καὶ ἡ Ἑλληνικὴ ταυτότητα τοῦ νησιοῦ μας, καθὼς οἱ σαρωτικὲς ἱστορικὲς ἐξελίξεις ποὺ ἀκολούθησαν, μὲ τὴν Μικρασιατικὴ Καταστροφὴ τοῦ 1922, μόλις δέκα χρόνια μετά, ἔδειξαν ὅτι ἂν ἡ Ἕνωση δὲν εἶχε γίνει, ἡ Σάμος σήμερα οὔτε ἐλεύθερη θὰ ἦταν, οὔτε Ἑλληνική, καθὼς πιθανότατα θὰ εἶχε ἀκολουθήσει τὴν τραγικὴ μοῖρα ἄλλων ἑλληνικῶν νησιῶν ποὺ δὲν ἐντάχθηκαν στὸ ἑλληνικὸ κράτος, ὅπως ἡ Ἴμβρος, ἡ Τένεδος καὶ ἡ μαρτυρικὴ μεγαλόνησος Κύπρος.
Αὐτὴ εἶναι ἡ οὐσιαστικὴ σημασία τῆς Ἑνώσεως τοῦ νησιοῦ μας μὲ τὴν Μητέρα Πατρίδα, καὶ βασικοὶ γιὰ τὴν ἐπίτευξή της ὑπῆρξαν οἱ παράγοντες ποὺ προαναφέρθηκαν. Συνθῆκες ποὺ καὶ σήμερα, στὶς ὁριακὲς συνθῆκες τῆς ὁλοένα μεταβαλλόμενης ἐποχῆς μας, εἶναι ἀπαραίτητες, ὥστε νὰ ἀποφευχθεῖ μιὰ ἄλλη ἀλλοτρίωση, ποὺ εἶναι ἴσως πιὸ ἐπικίνδυνη, ἀκριβῶς ἐπειδὴ εἶναι σταδιακή, εἰρηνικὴ καὶ κάποτε ἀδιόρατη. Πρόκειται γιὰ τὴν ἀλλοτρίωση ποὺ φέρνουν ἡ ἀλόγιστη χρήση τῶν ἀναγκαίων, στὴ λογική τους διαχείριση, τεχνολογικῶν ἐπιτευγμάτων, ἡ ξενολατρία καὶ ἡ προϊοῦσα οὐδετεροπατρία.
Ἔχουμε μπροστά μας μιὰ διαδικασία σὲ ἐξέλιξη, ἀπέναντι στὴν ὁποία ἡ Ἐκκλησία μας ἔχει τοποθετηθεῖ μὲ καθαρὸ λόγο καὶ ποιμαντικὴ εὐθύνη. Μιὰ πορεία ποὺ ὁδηγεῖ στὸν ἐθνικὸ ἀποχρωματισμὸ καὶ στὸν θρησκευτικὸ ἀποχαρακτηρισμό, καὶ ἡ ὁποία ἂν δὲν ἀνακοπεῖ θὰ ὁδηγήσει στὰ πιὸ ὀδυνηρὰ καὶ καταστρεπτικὰ ἀποτελέσματα τῆς νεώτερης καὶ σύγχρονης ἱστορίας μας.
Ἀγαπητοί μου,
Τὸ μήνυμα τῆς σημερινῆς ἑορτῆς εἶναι νὰ πάρουμε διδάγματα ἀπὸ τὸ παράδειγμα τῶν προγόνων μας, ὥστε νὰ ἀντιμετωπίσουμε τὶς σύγχρονες αὐτὲς Σειρῆνες, κρατῶντας ἀλώβητη τὴν παράδοση τῶν προγόνων μας, τὴν ἐθνικὴ καὶ πολιτιστικὴ ταυτότητά μας, τὴν ἰδιοπροσωπία μας, τὴν περηφάνεια, τὴν ἀξιοπρέπεια, τὸν πατριωτισμὸ καὶ τὴν ἑλληνορθόδοξη συνείδησή μας. Οἱ ἀγωνιστὲς τοῦ 1912, τῶν ὁποίων τὴ μνήμη σήμερα τιμοῦμε, γι’ αὐτὰ ἀγωνίστηκαν καὶ θυσιάστηκαν. Καὶ ἡ καλύτερη ἀπόδοση τιμῆς στὴν ἱερὴ μνήμη τους εἶναι βέβαια ἡ μίμηση τοῦ παραδείγματός τους καὶ ἡ ἐγκόλπωση καὶ προάσπιση τῶν ἀρχῶν ποὺ ἀποτέλεσαν τὴν προμετωπίδα ἀλλὰ καὶ τὴν κορωνίδα τοῦ ἀγῶνα τους.
Πορευόμενοι μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο, θὰ ἔχουμε τιμήσει τὴ μνήμη τους ἐπάξια, καὶ θὰ μποροῦμε νὰ περηφανευόμαστε ὅτι εἴμαστε ἄξιοι ἀπόγονοί τους. Μόνον ἔτσι ὁ ἀγῶνας τους θὰ δικαιωθεῖ διαχρονικὰ καὶ οἱ ψυχές τους θὰ ἀναπαυθοῦν ἐν εἰρήνῃ, στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Θεοῦ. Τότε καὶ μόνο τότε ὁ σημερινὸς ἑορτασμὸς τῆς Ἑνώσεως τῆς Σάμου μὲ τὴν Ἑλλάδα, θὰ ἔχει ἐπιτύχει τὸν οὐσιαστικὸ σκοπό του καὶ θὰ ἀποτελεῖ τὴν ἁρμόζουσα τιμὴ στοὺς ἥρωες προγόνους μας, ποὺ τὸ ἐπιδίωξαν καὶ τὴν ἐπέτυχαν μὲ αἷμα καὶ θυσίες.
Μετ’ εὐχῶν καί πατρικῆς ἀγάπης
ὉἘπίσκοπός σας
+ Ὁ Σάμου καί Ἰκαρίας Εὐσέβιος
ΠΡΩΤΑΘΛΗΤΗΣ ΤΟΥ ΤΖΟΥΝΤΟ ΤΙΜΩΡΗΘΗΚΕ ΓΙΑΤΙ ΕΚΑΝΕ ΤΟΝ ΣΤΑΥΡΟ ΤΟΥ
Η Διεθνής Ομοσπονδία Τζούντο ενημέρωσε τον Σέρβο πρωταθλητή ότι του απαγορεύει την οποιαδήποτε ενασχόληση με το άθλημα για τους επόμενους πέντε μήνες – «Θα το ξανακάνω» δηλώνει – Στήριξη από Σέρβους αθλητές, όπως ο Ραντούλιτσα και ο Τζόκοβιτς.
Στην τεράστια καριέρα του στο τζούντο, ο Νεμάνια Μάιντοβ, μετρά 7 μετάλλια σε ευρωπαϊκά πρωταθλήματα κι άλλα τρία σε παγκόσμια.
Αυτό που έλειπε από τη συλλογή του ήταν το Ολυμπιακό μετάλλιο και του το στέρησε στο Παρίσι ο γίγαντας Θόδωρης Τσελίδης ο οποίος τον απέκλεισε στη φάση των 16. Ο Σέρβος τζουντόκα ήταν το μεγάλο φαβορί για το χρυσό κι ο αποκλεισμός του πέρα από τη επιβεβαίωση της αξίας του Έλληνα αθλητή ήταν ένα σοκ για τον ιδιο και τους συμπατριώτες του…
Ωστόσο σχεδόν ένα μήνα μετά τη λήξη των Ολυμπιακών Αγώνων το σοκ έγινε ακόμη μεγαλύτερο για τον 28χρονο αθλητή ο οποίος ενημερώθηκε από τη Διεθνή Ομοσπονδία Τζούντο ότι τιμωρείται με πεντάμηνο αποκλεισμό από κάθε δραστηριότητα (αγώνες, προπονητικά καμπ, προετοιμασία) γιατί έκανε τον σταυρό του, πριν και μετά το τέλος του αγώνα με τον Τσελίδη στο Παρίσι, με την δικαιολόγηση της παραβίασης του αγωνιστικού πρωτοκόλλου που αφορά την επίδειξη θρησκευτικών πεποιθήσεων.
Η IJF (International Judo Federation) έχει πλέον ένα πολύ αυστηρό αγωνιστικό πρωτόκολλο σε θέματα συμπεριφοράς και όντως απαγορεύει ρητά από τη στιγμή που ο αθλητής θα εμφανιστεί για να αγωνιστεί την οποιαδήποτε ενέργεια αφορά την πολιτική ή την θρησκεία.
Ο Μάιντοβ το γνώριζε αυτό και πολύ πριν τους Ολυμπιακούς Αγώνες είχε συμμετάσχει σε δύο διεθνή τουρνουά, όπου και πάλι τόσο πριν μπει όσο και αποχωρώντας από τον αγωνιστικό χώρο έκανε τον σταυρό του, λαμβάνοντας ισάριθμες προειδοποιήσεις από τη Διεθνή Ομοσπονδία. Βλέπετε, ο έμπειρος τζουντούκα κατάγεται από το σερβικό κομμάτι της Βοσνίας, καθώς έχει γεννηθεί στο Ίστοτσνο μία μικρή πόλη κοντά στο Σαράγεβο. Κι η γενέτειρα του είναι ακριβώς απέναντι από το Σαράγεβο με τον ίδιο σε μικρή ηλικία να απορεί για τη διαχωριστική γραμμή που ξεχώριζε το βοσνιακό κομμάτι της χώρας από το σερβικό.
Ο Μάιντοβ δεν έζησε τον εμφύλιο αλλά μεγάλωσε βιώνοντας έντονα τα σημάδια του και δεν έκρυψε ποτέ την πιστή του κάνοντας πάντα τον σταυρό του σε κάθε αγώνα που συμμετείχε… Κι όταν ταξίδεψε στο Παρίσι ήξερε ότι στην τρίτη παραβίαση του πρωτοκόλλου θα ακολουθούσε τιμωρία όπως και έγινε με τον ίδιο να ενημερώνει για την συγκεκριμένη εξέλιξη.
Πέρα όμως από την είδηση της τιμωρίας του ο Σέρβος ξεκαθάρισε πως όποιες συνέπειες κι αν έχει να αντιμετωπίσει δεν πρόκειται να αλλάξει στάση και μετά την επιστροφή του στη δράση, κάτι που έδειξε και με την επιστολή του στη Διεθνή Ομοσπονδία όπου πολύ απλά δεν ζήτησε συγγνώμη καθώς θεωρεί ότι δεν έκανε κάτι κακό.
Αναλυτικά στο ποστάρισμα του ο Μάιντοβ αναφέρει:
«Πριν από 15 ημέρες, έλαβα ειδοποίηση ότι έχω τιμωρηθεί με αποκλεισμό 5 μηνών από τη Διεθνή Ομοσπονδία Τζούντο (IJF) λόγω παραβίασης των θρησκευτικών τους κωδίκων. Συγκεκριμένα, για το ότι έκανα το σταυρό μου κατά την είσοδό μου στον αγώνα στους Ολυμπιακούς Αγώνες.
Μου απαγορεύτηκε η συμμετοχή σε όλα τα τουρνουά, τα καμπ και τις προετοιμασίες.
Η αλήθεια είναι πως, στην απολογητική επιστολή προς την πειθαρχική επιτροπή, δεν ήθελα να ζητήσω συγγνώμη για το ότι έκανα το σταυρό μου και δήλωσα ότι δεν το έκανα, ούτε θα το κάνω ποτέ, παρόλο που δεν γνώριζα πόσο μεγάλη θα μπορούσε να είναι η τιμωρία.
Ο Θεός μου έδωσε τα πάντα, τόσο στην προσωπική μου ζωή όσο και στην καριέρα μου, και για εμένα είναι το νούμερο ένα, και είμαι περήφανος γι’ αυτό. Αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει υπό οποιεσδήποτε συνθήκες. Πάντα θα τον δοξάζω και θα τον ευχαριστώ.
Τίποτα καινούργιο για μένα προσωπικά, απλά μια νέα σελίδα στην καριέρα μου και μια νέα εμπειρία ζωής. Λυπάμαι όμως που ένα τόσο όμορφο και δύσκολο άθλημα όπως το τζούντο έχει καταντήσει έτσι.
Ο Θεός μου χάρισε μια σπουδαία καριέρα, με 7 ευρωπαϊκά και 3 παγκόσμια μετάλλια. Όταν ξεκινούσα, ονειρευόμουν να κερδίσω έστω ένα από αυτά τα μεγάλα μετάλλια και να κάνω περήφανους τον εαυτό μου και την οικογένειά μου, η οποία θυσίασε τα πάντα για την καριέρα μου. Μου έδωσαν τόσα πολλά, χρεώθηκαν για να φτάσω εδώ και δεν μπορώ απλά να σκύψω το κεφάλι σε μια τέτοια απαίτηση.
Θα ξεκουραστώ μέχρι να λήξει η τιμωρία μου και μετά θα επιστρέψω με τη βοήθεια του Κυρίου μας για μια νέα αρχή και νέες νίκες. Σας αγαπώ όλους, Νεμάνια Μάιντοβ».
Αμέσως μόλις εμφανίστηκε το συγκεκριμένο ποστάρισμα το διαδίκτυο πήρε φωτιά με τον έναν μετά τον άλλον τους Σέρβους αθλητές (παλαίμαχους και εν ενεργεία) να εκφράζουν τη συμπαράσταση τους (ανάμεσα τους ο Νόβακ Τζόκοβιτς, ο Ολυμπιονίκης του βόλεϊ Βλάντιμιρ Γκρίμπιτς, ο άσος του βολεϊκού Ολυμπιακού Μπάτα Ατανασίεβιτς, ο μπασκετμπολίστας του Αμαρουσία Ραντούλοβιτς), όπως και ξένοι συναθλητές του, την ίδια ώρα που τα ΜΜΕ της Σερβίας έκαναν λόγω για πρωτοφανή δίωξη λόγω θρησκευτικών πεποιθήσεων.
Ο πεντάμηνος αποκλεισμός του Μάιντοβ ακούγεται πολύ αυστηρός ωστόσο στην πραγματικότητα ο Σέρβος δεν χάνει καμία σημαντική διογάνωση, καθώς τα επόμενα μεγάλα τουρνουά είναι προγραμματισμένα για τον Μάιο του 2025…
Με τον ίδιο όμως να δηλώνει ότι δεν πρόκειται να σταματήσει να κάνει τον σταυρό του και να ευχαριστεί τον Θεό, το ερώτημα είναι αν η Διεθνής Ομοσπονδία συνεχίσει αυτή τη σκληρή στάση που κανείς δεν ξέρει που μπορεί να οδηγήσει…
Πηγή κειμένου & φωτογραφιών: www.protothema.gr
Όσιος Ευμένιος Σαριδάκης· Ο κρυφός άγιος της εποχής μας († 23 Μαΐου 1999)
Καταγωγή
Η Εθιά, η πατρίδα του πατρός Ευμενίου, είναι ένα ορεινό χωριό στα νότια του νομού Ηρακλείου Κρήτης. Βρίσκεται σε υψόμετρο 740μ. και απέχει από το Ηράκλειο 38 χλμ. Είναι πολύ άγονο μέρος, γι’ αυτό και οι κάτοικοί του μετοίκησαν σ’ ένα χαμηλότερο μέρος, στο χωριό Ροτάσι.
Στην Εθιά υπάρχουν δύο εκκλησίες: Η κεντρική είναι αφιερωμένη στην Παναγία μας και φυλάσσει θαυματουργό εικόνα της. Εκεί η Παναγία είχε εμφανισθεί σαν γυναίκα ντυμένη στα μαύρα κάποια ημέρα, που ο πατήρ Ευμένιος, μικρό παιδί τότε, άναβε τα κανδήλια του ναού, και του είπε: Εσύ μια μέρα θα γίνης ιερεύς». Εκεί, στον αύλιο χώρο της, έμελλε να είναι και ο τάφος, όπου αναπαύεται το σεπτό σκήνωμα του Οσίου Γέροντος μας. Η άλλη είναι του Προφήτου Ηλιού. Εκεί κοντά υπάρχει και αγίασμα.
Υπάρχουν και πολλά μικρά εκκλησάκια, για την ανακαίνισι των οποίων ο πατήρ Ευμένιος έστελνε χρήματα.
Ο πατήρ Ευμένιος ήταν γόνος μιας πολυμελούς και πάμπτωχης οικογενείας. Γεννήθηκε την 1η Ιανουαρίου του έτους 1931.
Οι γονείς του, Γεώργιος και Σοφία Σαριδάκη, ήταν άνθρωποι ευσεβείς και ενάρετοι. Είχαν οκτώ παιδιά. Το όγδοο και τελευταίο τους παιδί ήταν ο πατήρ Ευμένιος, που στην βάπτισί του πήρε το όνομα Κωνσταντίνος. Τα αδέλφια του, κατά σειρά ηλικίας, ήταν: Ελένη, Μιχαήλ, Αικατερίνη, Βασίλειος, Αμαλία, Μαρία και Ευγενία.
Ο μικρός Κωνσταντίνος ορφάνεψε από πατέρα σε ηλικία μόλις δύο ετών, δηλαδή η οικογένειά του έχασε τον προστάτη της πολύ νωρίς. Ήταν που ήταν φτωχή, χάνοντας και το στήριγμά της βρέθηκε σε πολύ δύσκολη κατάστασι. Η χήρα μάνα του με τι δυνατότητες να θρέψη τόσα στόματα; Ξενοδούλευε για να τα φέρη κάπως βόλτα. Μετά ήρθε και η γερμανική κατοχή, η οποία χειροτέρευσε κατά πολύ τα πράγματα. Σ’ αυτό το περιβάλλον και με πολλές στερήσεις μεγάλωσε ο Παππούλης μας. Παπούτσια φόρεσε στα δώδεκά του χρόνια. Παρ’ όλα αυτά, δηλαδή τις στερήσεις, την πείνα και την ανέχεια, το ήθος και το φρόνημα του μικρού αυτού παιδιού δεν αλλοιώθηκαν.
Για παράδειγμα, ο Ιερεύς του χωριού τους ήθελε να του δίνη μια μικρή βοήθεια, επειδή πήγαινε και τον βοηθούσε στον ναό. Ο μικρός Κωνσταντίνος, όμως, του έλεγε: «Όχι, Παπα-Γιάννη, δεν παίρνουμε ποτέ χρήματα από την Εκκλησία». (Μαρτυρία Αριστέας Σαριδάκη).
Η, όταν του έδιναν μισή κουλούρα ψωμί για κάποια δουλειά που έκανε, ποτέ δεν την έτρωγε μόνος του, αλλά την πήγαινε στο σπίτι του και την έτρωγε με τ’ αδέλφια του, όλοι μαζί.
Χαρισματικό παιδί
Η Εκκλησία αγάλλεται και καυχάται, διότι εγέννησε και ανέδειξε ένα τέτοιο λαμπρό αστέρι και κόσμημα της˙ και η Κρήτη πρέπει να σεμνύνεται για το ηγιασμένο τέκνο της. Ο Παππούλης, από την νηπιακή του ηλικία, έδειχνε ότι ήταν σκεύος εκλεκτόν του Κυρίου μας. Από την βρεφική του ηλικία, όταν ακόμα δεν καταλάβαινε, προσπαθούσε να ευχαριστή τον Κύριό μας, αφού δεν θήλαζε Τετάρτη και Παρασκευή, αλλά κοιμόταν όλη την ημέρα, σύμφωνα με την μαρτυρία της αδελφής του Ευγενίας, η οποία το είχε ακούσει από την μητέρα τους να το ομολογή.
Οίνον και μεθύσματα ουδέποτε εγεύθη ο πατήρ Ευμένιος, δηλαδή οινοπνευματώδη ποτά, μπύρα, κρασί και αλκοολούχα ποτά δεν ήπιε ποτέ στην ζωή του.
Χαρακτηριστικό είναι ότι, όταν λειτούργησε για πρώτη φορά μόνος του ως Ιερεύς, ζαλίστηκε λίγο από την κατάλυσι της Θείας Κοινωνίας και γι’ αυτό, μετά, έβαζε λιγώτερο νάμα και περισσότερο ζέον.
Ο Κωστάκης, όπως τον έλεγαν, ήταν ένα χαριτωμένο και χαρισματικό παιδί, ακόμα και για τα κοσμικά δεδομένα, ενώ δεν είχε μάθει σχεδόν καθόλου γράμματα.
Οι δυσκολίες, η Κατοχή, κατά την διάρκεια της οποίας τα σχολεία υπολειτουργούσαν, δεν του επέτρεψαν να γευθή το αγαθόν της μαθήσεως. Παρ’ όλα αυτά μπορούσε, όπως ο ίδιος έλεγε, να κάνη πράξεις μαθηματικές, λογαριασμούς δύσκολους, όλα από μνήμης, γι’ αυτό οι χωριανοί του, όταν ήθελαν κάτι σχετικό, τον φώναξαν: «Έλα, Κωστάκη, να μας πής πόσο κάνει αυτό κι αυτό», η κάτι πιο δύσκολο. Κι όταν τους τα έκανε, μετά τον γέμιζαν λουκούμια.
Κάποια φορά, όταν ο Παππούλης ήταν μικρό παιδί ακόμη, πέθανε στο χωριό τους ένα κοριτσάκι οκτώ-εννέα ετών. Οι γονείς και oι συγγενείς του κοριτσιού έκλαιγαν απαρηγόρητοι για τον χαμό του παιδιού τους. Ο Παππούλης μας έλεγε σχετικά:
«Κάποτε, είχε πεθάνει ένα κοριτσάκι και περνούσε από μπροστά μας η νεκρώσιμη πομπή. Πέρασαν μπροστά κι από την δική μας αυλή. Έτσι έκαναν τότε. Έκαναν την βόλτα, για να γίνη πιο επίσημη η κηδεία. Έκλαιγαν όλοι κι εγώ έβλεπα τα στολίδια, πολλά στολίδια, που είχε το φέρετρο. Κι αυτοί έκλαιγαν. Κι εγώ έτρεχα κι έβλεπα τα στολίδια, που είχε το φέρετρο. Ήμουν έξι-επτά χρόνων τότε. Δεν είχα δει καλύτερα και ωραιότερα στολίδια. Οι άλλοι έκλαιγαν κι εγώ χαιρόμουν, που έβλεπα τα στολίδια. Έβλεπα τα στολίδια και χαιρόμουν. Μου άρεσαν.Δέν ήταν στολισμένα από τους ανθρώπους, όμως εγώ τα έβλεπα έτσι. Στολίδια… στολίδια… όχι ότι τα έβαλαν οι άνθρωποι. Κι αυτοί έκλαιγαν, που έχασαν το παιδί, κι εγώ έβλεπα τα στολίδια, που είχε πάνω του, τα στολίδια του Θεού, και χαιρόμουν».
Ο Μητροπολίτης Μόρφου Νεόφυτος θυμάται, σχετικά με την Χάρι, που από νωρίς είχε δοθεί στον Παππούλη μας: «Ο πατήρ Ευμένιος, όταν ήταν μικρός, είχε δει για πρώτη φορά την χάριν της αρχιερωσύνης. Την είχε δει στο πρόσωπο ενός Αρχιεπισκόπου, που είχε πάει στο χωριό του. «Έβλεπα», μου είπε, «το φως του Αγίου Πνεύματος πάνω στο πρόσωπό του. Το φως της αρχιερωσύνης, την χάρι της αρχιερωσύνης. Την έβλεπα και πήγαινα συνεχώς μπροστά του». Και είπε ο Αρχιεπίσκοπος: «Αυτό το παιδί τι βλέπει;».» Εγώ δεν έλεγα τι έβλεπα, αλλά μου άρεσε να βλέπω την χάρι της αρχιερωσύνης»».
Μοναχός Θεόκλητος δια φωτοφανείας
Ο πατήρ Ευμένιος ήταν θεόκλητος στον μοναχισμό. Ο ίδιος μας έλεγε:«Εγώ, δεκαεπτά χρόνων πήγα στο μοναστήρι. Ήμουν δεκαέξι χρόνια στο χωριό μου. Αγαπούσα τον Θεό, βέβαια, σκεπτόμουν πολλές φορές να γίνω καλόγερος. Μια μέρα μου λέει ο παπάς: «Έλα να σε κάνω νεωκόρο». Πήγα κι εγώ. Άναβα τα καντήλια πρωί-βράδυ, διάβαζα κιόλας, ο,τι βιβλία έβλεπα τα διάβαζα. Ανήμερα της Πρωτοχρονιάς του 1944, το απόγευμα, πήγα, άναψα τα καντήλια στην εκκλησία και, μετά, πήγα στο σπίτι μας. Ήταν εκεί η αδελφή μου η Ευγενία. Φάγαμε ξεροτήγανα, τηγανίτες και μακαρόνες. Εκεί που τρώγαμε, ήρθε μια λάμψι και με τύφλωσε και μπήκε μέσα στα βάθη της ψυχής μου. Κι αμέσως, την ίδια στιγμή, φώναξα της Ευγενίας: «Ευγενία, θα γίνω καλόγέρος». Την ίδια στιγμή. Εκείνη την στιγμή με φώτισε ο Θεός. Την είδα με τα μάτια μου εκείνη την λάμψι, που μπήκε μέσα μου.
Μόλις είδα αυτή την λάμψι, είπα κατ’ ευθείαν: «Θα γίνω καλόγερος».
Όταν ο άνθρωπος έχει την κλήσι από τον Θεό για να κάνη κάτι καλό, ο Θεός ενεργεί και τον βοηθά».
Στο ίδιο θέμα αναφέρεται και ο Μιχαήλ Χατζηγεωργίου:
«Τόλμησα, κάποτε, να τον ρωτήσω: «Γέροντα, είχες δίλημμα για το ποιόν δρόμο θα ακολουθήσης; Σκέφθηκες να γνωρίσης κάποια γυναίκα, να την ερωτευθής, να κάνης οικογένεια;»
Τότε μου αποκάλυψε την απόλυτη απόφασί του να ακολουθήση την παρθενική ζωή, που την σηματοδότησε ένα εξαιρετικό γεγονός.
«Χειμώνας του 1944, Κωστής τότε, δεκατριών ετών», μου είπε. «Ήμουν στο πατρικό μου σπίτι. Ζεσταινόμαστε στο τζάκι. Τότε είδα μια τεράστια φωτιά, που μπήκε μέσα μου. Και από εκείνη την στιγμή, γεμάτος χαρά, έλεγα: Εγώ θα γίνω μοναχός. Θα γίνω μοναχός». Και μου συμπλήρωσε: «Αν με πίεζαν αργότερα να παντρευτώ, θα πέθαινα, θα πέθαινα!».
Από το 1944 η ψυχή του νεαρού Κωστή είχε ένα μόνο προσανατολισμό: την αφιέρωσι στον Χριστό. Η κλίσι υπήρχε. Η κλήσι με εμφατικό τρόπο συντελέστηκε και ο μικρός Κωστής βιαζόταν να ενηλικιωθή, να λάβη ζωή η επιθυμία της καρδιάς του.
Η φλόγα έκαιγε άσβεστος μεσά του. Στα 1951 ο Κωνσταντίνος κείρεται Σωφρόνιος μοναχός».
Με ζήλο στον μοναχικό αγώνα
Σε ηλικία δεκαεπτά ετών ο Κωνσταντίνος αφήνει τα εγκόσμια και οδεύει εκεί, που τον οδηγεί η καρδιά του, η ψυχή του και όλο του το είναι. Εκεί, που το Άγιο Πνεύμα, εν είδει λαμπρού φωτός, τον φωτίζει, στην πλήρη αφιέρωσί του στον Χριστό, στον αγαπημένο του Ιησού, Τον οποίο από μικρός λατρεύει και υπηρετεί, είτε στα εξωκκλήσια του χωριού του, είτε κατά μόνας.
Τα βήματά του τον οδηγούν στην Ιερά Μονή Αγίου Νικήτα, στα νότια της Κρήτης, κάπως κοντά στο χωριό του, αφού απέχει μόνο δύο-δυόμισυ ώρες με τα πόδια.
Ο Κωνσταντίνος έγινε δεκτός από τον Ηγούμενο π. Ιερόθεο (Κωστομανωλάκη), στον οποίο έβαλε μετάνοια και άρχισε η δοκιμή του.
Στην Μονή τότε υπήρχαν, εκτός του Ηγουμένου, και δύο υπερήλικες και τυφλοί μοναχοί, τους οποίους ο Κωνσταντίνος φρόντιζε παντοιοτρόπως και ποικιλοτρόπως, λόγω του νεαρού της ηλικίας του, αλλά, κυρίως και πρωτίστως, λόγω της υπέρμετρου αγάπης που είχε.
Ως νέος, δόκιμος μοναχός, έκανε σχεδόν όλα τα διακονήματα της Μονής, ήταν πρόθυμος και φιλότιμος.
Μετά την τριετή του δοκιμασία, εκάρη μοναχός, μετονομασθείς Σωφρόνιος. Ως μοναχός, ο Σωφρόνιος έβαλε θεμέλιο της μοναχικής του ζωής την ταπεινοφροσύνη, την υπακοή και την εργατικότητα. Επιδόθηκε σε νέους αγώνες. Τις ημέρες εκοπίαζε σωματικά και τις νύκτες παρέμενε άϋπνος και προσευχόμενος. Αυτό το τυπικό το κράτησε μέχρι τέλους της ζωής του.
Καθημερινά ο πατήρ Σωφρόνιος έδινε αγώνα σε όλα τα διακονήματα, σε όλες τις εργασίες, στο ν’ ανοίξουν καλύτερους δρόμους για να διευκολυνθή η έλευσι των προσκυνητών, στους κήπους, στο να καλλιεργούν τα κτήματα, στο να φέρνουν νερό από μακρυά, γιατί δεν επαρκούσε το υπάρχον.
Αυτά έβλεπε ο διάβολος και εμηχανεύετο τρόπους για να ρίξη τον αγωνιστή. Δεν αρκείτο μόνον στον πόλεμο των λογισμών, αφού μόνον με αυτούς δεν μπορούσε να ανακόψη την αγωνιστικότητα του πατρός Σωφρονίου. Γι’ αυτό του παρουσιαζόταν, και αισθητώς και οφθαλμοφανώς, και του μιλούσε. Κάποια μέρα, μάλιστα, καθώς ο ίδιος ο Παππούλης μας έλεγε, ο διάβολος εμφανίσθηκε μπροστά του και του είπε: «Εγώ είμαι άγγελος και πέσε κάτω να με προσκύνησης». Όταν, όμως, εκείνος τα έλεγε αυτά, ο πατήρ Σωφρόνιος πρόσεξε ότι του έλειπε ένα δόντι και του λέει γελώντας και κοροϊδευτικά: «Δεν είσαι άγγελος, δεν είσαι άγγελος, γιατί σου λείπει ένα δόντι!». Τότε ο διάβολος γυρίζει εξαγριωμένος και του δίνει ένα δυνατό χαστούκι και αμέσως εξαφανίζεται από μπροστά του.
Κάποια άλλη μέρα, ο πατήρ Σωφρόνιος κατέβηκε κοντά στην θάλασσα, όπως ο ίδιος έλεγε, και άκουσε μέσα από την θάλασσα την Παναγία μας να του μιλάη και να του λέη, με την γλυκειά φωνή της: «Παιδί μου, μη φοβάσαι κι εγώ δεν θα σε αφήσω να χαθής». Σε ερώτησι, πως κατάλαβε ότι ήταν η Παναγία μας, απάντησε πολύ φυσικά: «Ε, την Παναγία μας δεν γνωρίζω;».
Και άλλοτε πάλι, έλεγε ότι η Παναγία μας τον αγκάλιασε. «Η Παναγία μου έκανε μια αγκαλιά», μας έλεγε.
Είδε την Αγία Μαρίνα
«Από ενωρίς ο ευλογημένος Κωνσταντίνος εκάρη μοναχός. Η ωριμότητα και η αποφασιστικότητά του φάνηκε αμέσως. Το αίσθημα και το χρέος της ξενιτείας τον συνείχε απόλυτα. Επεδίωκε να μην ξενυχτάη ποτέ έξω από το μοναστήρι. Όταν, κάποια φορά, αυτό στάθηκε αδύνατο και αναγκάσθηκε να παραμείνη στο πατρικό του σπίτι, είδε στο εικονοστάσι να βγαίνει η Αγία Μαρίνα από την εικόνα της, κρατώντας τον πειρασμό από τα κέρατα και δείχνοντάς του τον, του είπε: «Αυτός σας βάζει τους λογισμούς, να μην ακούτε τον Γέροντα και να νυστάζετε στις Ακολουθίες».
Στρατιωτική θητεία
Ο πατήρ Σωφρόνιος, όταν έφθασε την ηλικία των εικοσιτριών ετών, έπρεπε να πάη στρατιώτης, διότι τότε οι μοναχοί δεν απαλλάσσοντο των στρατιωτικών τους υποχρεώσεων.
Η Μονή τον ετοίμασε σχετικά, τον εκούρεψε, του έκοψε δηλαδή τα μαλλιά και τα γένεια, και του τα φύλαξε, γιατί έτσι γινόταν τότε.
Παρουσιάσθηκε στο Μεγάλο Πεύκο, στις 24 Ιανουαρίου του 1954. Υπηρέτησε στο Μηχανικό και ήταν βοηθός μαγείρου. Κατόπιν, πήρε μετάθεσι για την Θεσσαλονίκη.
Στον στρατό ο Γέροντας ήταν υπόδειγμα υπακοής και εργατικώτατος, γι’ αυτό τον αγαπούσαν όλοι, από τον Διοικητή έως τον πιο απλό στρατιώτη. Ποτέ δεν θεώρησε αγγαρεία οποιαδήποτε εργασία του ανέθεταν, αλλά την έκανε με αγάπη, σωστά και καλά. Ο αξιωματικός υπηρεσίας τον σταματούσε πολλές φορές με το ζόρι, για να ξεκουρασθή.
Το ήθος και ο ακέραιος χαρακτήρας του πατρός Σωφρονίου έκανε ακόμη και τα πειραχτήρια του στρατού να αργούν, παρ’ όλο που ξέρανε ότι είναι καλόγερος.
Τις νηστείες τις κρατούσε όλες: Πάσχα, Χριστούγεννα, 15 Αυγούστου, Αγίων Αποστόλων και, φυσικά, Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή. Πώς τα κατάφερνε; Ένας συνάδελφός του, μάγειρας, έλεγε σχετικά: «Μέχρι και ελιές, ψωμί και κρεμμύδι έτρωγε μόνον, αρκεί να μη χαλούσε τις διατεταγμένες νηστείες της Εκκλησίας μας».
Κάθε ημέρα, ο Διοικητής του επέτρεπε να αποσύρεται για λίγο να προσεύχεται, πέραν της γενικής Προσευχής, επειδή εγνώριζε ότι ήταν καλόγερος. Τις Κυριακές και τις μεγάλες γιορτές του έδινε άδεια να πηγαίνη στον Ιερό Ναό του Αγίου Ελευθερίου Θεσσαλονίκης, να εκκλησιάζεται και να ψέλνη.
Το επίδομα των στρατιωτών, τότε, ήταν 53 δραχμές τον μήνα. Φυσικά, του Παππούλη αυτό το ελάχιστο ποσό όχι μόνο του έφθανε, αλλά με αυτό έκανε ελεημοσύνες, «δάνειζε» τους συναδέλφους του, έδινε σ’ όποιον του ζητούσε.
Στον στρατό ο πατήρ Σωφρόνιος αρρώστησε βαρειά. Έκανε υψηλό πυρετό 40°-41°, που δεν έπεφτε. Η κατάστασί του ήταν απελπιστική. Τότε του έκαναν έφοδο χιλιάδες δαίμονες, για να τον τρομάξουν και να τον τρομοκρατήσουν. Όμως, μόνο μέχρι γύρω-γύρω στο κρεββάτι μπορούσαν να φθάσουν. «Αγγίζανε το κρεββάτι», όπως έλεγε ο ίδιος, «αλλά επάνω δεν μπορούσαν να ανέβουν. Γύρω-γύρω μόνο».
Οι γιατροί δεν μπορούσαν να βρουν την αιτία. Νοσηλεύθηκε στο 424 Στρατιωτικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Η κατάστασί του, αντί να βελτιώνεται, χειροτέρευε. Τον έφεραν στην Αθήνα και νοσηλεύθηκε σε διάφορα νοσοκομεία. Τελικά, βρέθηκε ότι πάσχει από την νόσο του Χάνσεν, την γνωστή λέπρα, και μεταφέρθηκε στον Αντιλεπρικό Σταθμό Αθηνών.
Ο πατήρ Ευάγγελος Παπανικολάου, ο και ιατρός, θυμάται που του έλεγε ο Παππούλης μας:
«»Με παίρνουν φαντάρο και με στέλνουν στην Θεσσαλονίκη. Εκεί αρρώστησα κι άλλο. Με πάνε στον στρατιωτικό γιατρό, μου λέει: «Έχεις αφροδίσια».»Τί έχω;».»Αφροδίσια, τα κόλλησες από γυναίκα». Γελώ, Βαγγέλη μου, γελώ. «Γιατρέ μου, άλλο πράγμα έχω», του λέω. «Δεν έχω αφροδίσια». Ακούς, Βαγγέλη, αφροδίσια», και γέλαγε, γέλαγε. «Και τι έγινε, Γέροντα;», ερώτησα. «Είμαι στο λεωφορείο και έλεγα: «Παναγία μου, Καλυβιανή, τι αρρώστια έχω εγώ;».Με πλησιάζει ένας άνθρωπος και μου λέει: «Πάτερ, να σου πω, είσαι άρρωστος από λέπρα, να πας στο νοσοκομείο, στην Αθήνα. Είμαι κι εγώ άρρωστος άπ’ αύτό.Να πάς στο νοσοκομείο στην Αγία Βαρβάρα»». Επήγε ο πατήρ Ευμένιος στο νοσοκομείο, τον είδαν και του άρχισαν την θεραπεία. Εκεί συνάντησε τον πατέρα Νικηφόρο, που ευωδιάζουν τα λείψανά του».
Και ο Μόρφου Νεόφυτος μας έλεγε:
«Υπήρχε τότε ένας νόμος, που έλεγε ότι έπρεπε οι καλόγεροι, όταν ήταν σε νεανική ηλικία, να πάνε στρατιωτικό. Και τον ξύρισαν. Φανταστείτε τώρα, τον κούρεψαν. Κι αυτός πήγε. Πήγε στον στρατό, στην Θεσσαλονίκη, κι εκεί, για πρώτη φορά, φάνηκε το πρόβλημα της ασθένειας του Χάνσεν, της λέπρας.
«Και ήμουν», λέει, «ξαπλωμένος σ’ ένα κρεββάτι και είχα πάρα πολύ πυρετό. Κι εκείνη την ώρα μου είπαν: «Άκουσε, πάτερ Σωφρόνιε, είσαι άρρωστος, πολύ βαρειά άρρωστος, και δεν μπορείς πια να επιστρέψης στο μοναστήρι σου. Αν πας, θα πρέπη να πας για λίγο και μετά θα πρέπη να σε πάνε στο Νοσοκομείο».
Όταν έμαθε ότι έπασχε από λέπρα, έλεγε: «Χάρηκα πάρα πολύ». «Χάρηκες;», του λέω. «Ναι, με γέμισε απέραντη χαρά. «Οσο πιο μεγάλη ασθένεια, τόσο πιο μεγάλος σταυρός, τόσο πιο μεγάλη Ανάστασι. Και είπα: Πώ, πώ, πώ, μεγάλο δώρο μου έδωσες, Θεέ μου. Σ’ ευχαριστώ, Χριστέ μου, που μου έδωσες μεγάλο σταυρό. Θα έχω μαζί Σου μεγαλύτερη συμμετοχή στα πάθη Σου, αλλά και μεγαλύτερη συμμετοχή στην Ανάστασί Σου». Άκου ο άνθρωπος! Και ήταν μόλις 20 χρόνων».
Αδιάλειπτος αγώνας
Στον αντιλεπρικό Σταθμό Αθηνών, ο πατήρ Σωφρόνιος νοσηλεύτηκε επιτυχώς και θεραπεύτηκε τελείως. Η ασθένεια δεν του άφησε καμμία παραμόρφωσι, ούτε το παραμικρό σημάδι.
Μετά την θεραπεία του από αυτή τη σοβαρή ασθένεια, παρέμεινε μέσα στον Αντιλεπρικό Σταθμό, από αγάπη για τους πάσχοντας αδελφούς του. Η Διεύθυνσι του Σταθμού, επειδή ήταν μοναχός, του παρεχώρησε ατομικό κελλάκι, δίπλα στο εκκλησάκι των Αγίων Αναργύρων. Στο κελλάκι αυτό ο Παππούλης πέρασε όλη την υπόλοιπη ζωή του.
Εκεί ξανάρχισε τους πνευματικούς αγώνες, που είχε στερηθεί λόγω του στρατού και της ασθενείας του.
Καθημερινές ασχολίες του πατρός Σωφρονίου ήταν η φροντίδα για την ευπρέπεια του Ναού, στον οποίο ανέλαβε και καθήκοντα ιεροψάλτου, και η περιποίησι ασθενών, που ήταν παράλυτοι και δεν είχαν κανένα να τους φροντίση.
Ακόμη, έφτιαχνε λιβάνι και το μοίραζε σε μοναστήρια και ναούς, και γέμισε τους θαλάμους με ιερές εικόνες και πνευματικά βιβλία.
Τα καλοκαίρια πήγαινε για μήνες στο Άγιο Όρος, στο οποίο αναπαυόταν πολύ.
Πήγαινε επίσης στην Κρήτη, στην Μονή της μετανοίας του και στην Ιερά Μονή Καλυβιανής, όπου συνεδέθη με τον ιδρυτή της Μητροπολίτη Τιμόθεο, μετέπειτα Αρχιεπίσκοπο Κρήτης.
Όταν έκλεισε το Λωβοκομείο της Χίου, του έστειλε ο Άγιος Άνθιμος τον Οσιώτατο μοναχό Νικηφόρο, τυφλό και παράλυτο. Ο πατήρ Σωφρόνιος τον υπηρέτησε με όλη του την ψυχή και καρδιά και τον είχε πνευματικό πατέρα και οδηγό.
Ο αντίδικος, όμως, διάβολος φθόνησε την καλή πολιτεία του αγωνιστού Σωφρονίου και τον πολέμησε με σφοδρότητα και τον ταλαιπώρησε πολύ. Τον απάλλαξε διά παντός άπ’ αυτόν η Χάρις του Θεού και της Κυρίας Θεοτόκου.
Το 1975, σε ηλικία σαραντατεσσάρων ετών, ο μοναχός Σωφρόνιος χειροτονήθηκε εις πρεσβύτερον και πήρε το όνομα Ευμένιος. Ο πατήρ Ευμένιος συνέχισε τη ζωή του στο Λοιμωδών ως Ιερεύς, διεκρίθη δε και ως άριστος πνευματικός.
Μετά την πτώσι του κομμουνιστικού καθεστώτος στην Ρωσσία, πήγε προσκυνηματικό ταξείδι στη Μόσχα, στην Πετρούπολη και στο Κίεβο.
Με την επιστροφή από εκεί, άρχισαν τα άλλα μεγάλα προβλήματα υγείας: σάκχαρο, ανεπάρκεια νεφρών, προβλήματα οράσεως και τα πόδια του, που έλεγαν οι γιατροί να του τα κόψουν. Έμπαινε και έβγαινε συνεχώς σε νοσοκομεία.
Παρ’ όλα αυτά, όμως, έκανε ακόμη μερικά ταξείδια και συνέχιζε τα ιερατικά του καθήκοντα εις το ακέραιον: Ιερές Ακολουθίες και ατελείωτες επισκέψεις σε σπίτια πνευματικών του παιδιών για αγιασμούς, ευχέλαια και εξορκισμούς.
Αυτό κράτησε πάνω από οκτώ-δέκα χρόνια, οπότε μπήκε για τελευταία φορά στο νοσοκομείο Ευαγγελισμός, όπου, στις 23 Μαΐου 1999, απεδήμησε εις Κύριον σε ηλικία έξηνταοκτώ ετών.
Ακολουθούν κάποιες μαρτυρίες από τις τελευταίες εκείνες ώρες.
Τέλος, ἂς ἴδωμεν καὶ πῶς βιοῦται ἐν Ἁγίῳ Ὄρει ἡ προσευχή.
Λέγει ἕνας ἀσκητὴς ἁγιορείτης (δὲν λέγω τὸ ὄνομά του, διότι ζῇ): «Ἄχ! εἰκοσιτέσσαρες ὧρες τὸ εἰκοσιτετράωρον δὲν μοῦ φθάνουν νὰ προσεύχωμαι!» Νιώθετε, τί προσευχὴ κάνει αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος; Ἀντιλαμβάνεσθε πόσον ἔχει ἡδύτητα, ἐφ᾿ ὅσον τὰ μάτια του καὶ ἡ καρδιά του νοερῶς στρέφονται ὁλονὲν πρὸς τὸν Θεόν; Ὅποιος δοκιμάση τὴν γλυκύτητα τοῦ Θεοῦ, ἔτσι θὰ λέγῃ καὶ αὐτός.
Ναί, προσεύχονται εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος, μέσα εἰς τὰ Μοναστήρια καὶ ἔξω ἀπὸ τὰ Μοναστήρια. Μορφαὶ μεγάλαι ἀνεδείχθησαν τὰ τελευταῖα χρόνια, ὅπως ὁ Δανιὴλ ὁ Κατουνακιώτης, ὁ Καλλίνικος ὁ Ἡσυχαστὴς καὶ τόσοι ἄλλοι.
Ἕνας ἰδικός μας μοναχός, ποὺ ἐκοιμήθη ἐδῶ καὶ ὀλίγα χρόνια, ὁ γερο-Ἀρσένιος, ὁ εὐλογημένος, οὔτε νὰ κοιμηθῇ δὲν ἤθελε, ἀλλὰ ἐκρέματο ἀπὸ κάτι σχοινιά – κρεμαστήρας – καὶ προσηύχετο ἀκουμβῶν εἰς ἓν ξύλον διὰ νὰ προσεύχεται, ὅπως καὶ πάμπολλοι μοναχοὶ ἔπραττον. Ὅταν προσηύχετο καὶ ἔκαμε μετανοίας, κτυποῦσε τὸ κεφάλι του εἰς τὸ πάτωμα. Ἔλεγεν: «Εἶμαι ἁμαρτωλὸς καὶ δὲν θ᾿ ἀκούῃ τὴν προσευχήν μου ὁ Θεός- ν᾿ ἀκούῃ τουλάχιστον τὰ κτυπήματα τῆς κεφαλῆς μου. Ἡ ἁμαρτία μου εἶναι τόση, ποὺ δὲν βγαίνει ἡ εὐχὴ ἀπὸ τὸ λαρύγγι μου». Καὶ εἶχε μίαν χαράν! Συνεχῶς προσηύχετο. Νὰ ἐβλέπατε τὸ πρόσωπόν του. Ἂν ἐβλέπατε πῶς ἐκοιμήθη, θὰ ἐλέγατε: «Ἀλήθεια, μακάριος ὁ θάνατος ἑνὸς ὁσίου».
Ἕνας ἄλλος μοναχός, προσευχόμενος μίαν νύκτα, μέσα εἰς τὴν ἀκολουθίαν, ὁ νοῦς του ξέφυγε καὶ ἐπέταξεν ἐπάνω εἰς τὴν θάλασσαν, ἐπῆγεν εἰς τὰ βουνὰ καὶ εἰς τὰ λαγκάδια, ἀγνάντεψε τὰ δένδρα, τὰ λουλούδια, τὰ ψάρια τῆς θαλάσσης, τὰ βουνά, τὰ νησιά, ἐπεσκόπευσε τὴν γῆν καὶ τὸν οὐρανόν, καὶ εἶδε καὶ ἤκουσεν, ὅτι ὅλα δοξολογοῦν τὸν Θεόν. Ἀπὸ τὴν ἡμέραν ἐκείνην δὲν ἠμποροῦσε νὰ σταθῇ καθόλου- καὶ ἀπὸ τοὺς ὀξυδρόμους ὀφθαλμούς του δὲν ἐσταμάτησαν τὰ δάκρυα- εἶδε καὶ ἔλεγεν ὅτι ἡ ἄψυχος κτίσις ἐκχέει τὰ δάκρυά της μὲ τὴν δοξολογίαν- «καὶ ἐγώ, ποὺ ἔχω ψυχήν, εἶμαι μέσα εἰς τὴν ἁμαρτίαν».
Εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος δὲν ἔλειψαν ποτὲ οἱ ἡσυχαστικοὶ καὶ νηπτικοὶ μοναχοί, ἀδιακόπως ἕως σήμερα. Ἂς μνημονεύσωμεν ἐδῶ καὶ τὸν ἅγιον Σιλουανόν, ποὺ ἡ ζωή τοΥ ἦτο διαρκὴς καὶ ἀστείρευτος προσευχή.
Τὰ τελευταῖα χρόνια ἕνας ἄλλος ἀσκητής, ὁ Γερό-Ἰωσὴφ ὁ Σπηλαιώτης, ἀφιέρωσε τὴν ζωήν του εἰς τὴν εὐχήν, τὴν ὁποίαν ἐρρόφησε βαθειά, τὴν ἔκανε ἰσχὺν αὐτοῦ καὶ τὴν ἔζησε μὲ ἓν βίωμᾳ γλυκείας ἐντρυφήσεως τοῦ Παραδείσου. Πολλοὶ καὶ τώρα εἶναι πνευματικά του ἔγγονα.
Ἀπὸ τὸ Ὄρος μετεδόθη πανταχοῦ ἡ νοερὰ προσευχή. Ἀπ᾿ ἐδῶ διέδωσεν ὁ ἁγιορείτης Παΐσιος Βελιτσκόφσκι τὴν εὐχὴν εἰς τοὺς Σλαύους. Ὡσαύτως ὁ π. Σωφρόνιος, ἁγιορείτης καὶ αὐτός, εἰς τὴν Εὐρώπην.
Ἐπέδρασεν ὁ Ἄθως καὶ εἰς τὸν Ἅγιον Ἀθανάσιον τῶν Μετεώρων, εἰς τὸν Ἅγιον Διονύσιον Ὀλύμπου, ποὺ ἐνέπνευσαν πολλοὺς ἄλλους. Δὲν ἀριθμοῦνται. Συμεὼν Μονοχίτων, Ἰάκωβος ὁ Γέρων, ἅγιος Θεωνᾶς, Κολλυβᾶδες. Ἡ εὐχὴ ἔτρεξεν εἰς ὅλον τὸν κόσμον. Ἔτσι εἰς τὴν Ρωσίαν ἔχομεν Ἅγια Ὄρη! Καὶ εἰς τὴν Σερβίαν ἔχομεν Ἅγια Ὄρη! Ὅπου καὶ ἂν πάῃ κανείς. Σήμερον ἔχομεν καὶ εἰς τὴν Εὐρώπην Μοναστήρια ἀπὸ ἁγιορείτας, οἱ ὁποῖοι τί ἄλλο κάνουν, ἀπὸ τὸ νὰ διαδίδουν τὴν νοερὰν προσευχὴν ὅσον δύνανται.
Στην ημέρα της εορτής τους…
Τον σεβαστό Πατέρα Ευμένιο, τον αγαπημένο μας «Παππούλη», εκάλεσε ο Κύριός μας κοντά του στις 23 Μαΐου του έτους 1999, ημέρα Κυριακή, στην μνήμη των Αγίων 318 Θεοφόρων Πατέρων, της εν Νικαία Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, γύρω στις τέσσερεις το απόγευμα, ενώ ευρισκόταν στο θεραπευτήριον Ευαγγελισμός.
Ας σημειωθή, ότι ο Πατήρ Ευμένιος ανήκε στην Μητρόπολι Νικαίας και είναι άξιον θαυμασμού το ότι εφάνη ωσάν να ήλθαν οι Άγιοι προστάτες της μητροπολιτικής του περιφέρειας να παραλάβουν το εκλεκτό και υπερευλογημένο τέκνο τους, την ημέρα της εορτής τους.
Η εξόδιος Ακολουθία εψάλη εις τον Ιερό Ναό των Αγίων Αναργύρων, τον οποίο διεκόνησε η αγιότητά του με περίσσια αυταπάρνησι.
Ο ενταφιασμός του έγινε την επομένη ημέρα στην ιδιαιτέρα του πατρίδα, το χωριό Εθιά, του νομού Ηρακλείου.
Αποχαιρετισμός
«Δεν μπορώ να περιγράψω την θλίψι, που είχε στο πρόσωπό του, όταν για τελευταία φορά κλείδωνε την εκκλησία των Αγίων Αναργύρων, των γλυκύτατων και αγαπημένων του Αγίων, όπως συνήθιζε να λέη, και αποχαιρετούσε το άγιο κελλί του. Και τις τελευταίες ευχές για το Ίδρυμα: «Την ευχή μου να έχετε όλοι, την ευχή μου να έχετε όλοι», επαναλάμβανε, ενώ τον έπνιγε ένα βουβό κλάμα, καθώς περνούσαμε για τελευταία φορά τους δρόμους της αγαπημένης του Αθήνας.
Ευλογούσε συνέχεια και έλεγε: «Ωραία που είναι η Αθήνα! Ωραία Αθήνα, ευλογημένη Αθήνα! Τίποτε άλλο δεν υπάρχει πιο ωραίο από την Αθήνα». Ευλογούσε τους δρόμους, την Ομόνοια, την Αγορά, την Μητρόπολι, την Βουλή των Ελλήνων, τους πάντες και τα πάντα.
Ανεξίτηλα έχουν μείνει στην μνήμη μου τα λόγια, που είπε την Πέμπτη 29 Απριλίου του 1999, τα μεσάνυκτα: «Σήμερα ήθελαν πάλι να μου κάνουν αιμοκάθαρσι δύο ώρες. Με τρύπησαν επτά-οκτώ φορές. Με τρύπαγαν αυτές, με τρύπαγαν σαν τον Δεσπότη Χριστό. Μαρτύρησα, μαρτύρησα σαν τον Δεσπότη Χριστό. Γιατί το κάνουν αυτές αυτό;» «Γέροντα», του απαντώ, «δεν θα ήξεραν οι νοσοκόμες». «Θέλετε να αλλάξουμε γιατρούς και νοσοκομείο», του πρότεινα. «Μπά, δεν χρειάζεται», μου απαντάει. «Μου αρέσει πολύ ο Ευαγγελισμός…»».
Ο τελευταίος Εσπερινός
«Για τελευταία φορά ο Γέροντας εισήχθη στον Ευαγγελισμό στις 17 Δεκεμβρίου του 1997 (εορτή του Αγίου Διονυσίου).
1η Μαΐου του 1999. Δεν αισθάνεται καθόλου καλά.
2α Μαΐου. Τον θυμάμαι το βράδυ εκείνο της Κυριακής, με το ραδιοφωνάκι στα χέρια, να παρακολουθή τον Εσπερινό του Αγίου Πέτρου, πολιούχου Άργους. Ήταν ο τελευταίος Εσπερινός, που άκουγε.
3η Μαΐου, 4η Μαΐου, ο Γέροντας χειροτέρευε. Από τους γιατρούς καμμία βοήθεια. Έλεγε συνέχεια: » Ελάτε, πεθαίνω, πεθαίνω, πεθαίνω…».
5η Μαΐου έως 23η Μαΐου, πονούσε φοβερά όλες αυτές τις ημέρες.
Στις 23 Μαΐου του 1999, την Κυριακή των Αγίων Θεοφόρων Πατέρων, στις 4:10 μ.μ., εκοιμήθη».
Μετά την κοίμησί του επιτελεί πολλά και μεγάλα θαύματα, όπως το ομολογούν άνθρωποι που υεργετήθηκαν η αυτόπτες μάρτυρες. Ο βίος του υπήρξε αρετή και η αρετή βίος.
Πηγή: Σίμωνος Μοναχού, Πατήρ Ευμένιος – Ο κρυφός άγιος της εποχής μας, Επιμέλεια κειμένου: Μαίρη Αποστολάρα, Πρώτη Έκδοσι, Δεκέμβριος 2009.
Πηγή: https://www.pemptousia.gr/2023/05/patir-evmenios-o-krifos-agios-tis-epo/
ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΕΛΕΤΗ ΕΝΑΡΞΗΣ ΤΩΝ ΟΛΥΜΠΙΑΚΩΝ ΑΓΩΝΩΝ ΣΤΟ ΠΑΡΙΣΙ 2024
ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟ
Οι Ολυμπιακοί αγώνες αποτελούν κορυφαίο αθλητικό γεγονός, το οποίο προσελκύει το ενδιαφέρον εκατομμυρίων συνανθρώπων μας από κάθε γωνία της υφηλίου και η τελετή έναρξής τους έχει βαρύνουσα σημασία, καθώς προσφέρεται για την ανάδειξη της ιστορίας και του πολιτισμού της διοργανώτριας χώρας και τη διάχυση θετικών μηνυμάτων σε παγκόσμιο επίπεδο.
Με πολλή θλίψη παρακολουθήσαμε να προβάλλονται, κατά τη διάρκεια της τελετής στο Παρίσι, προσβλητικές παραστάσεις για τον Χριστιανισμό και το ιερό Ευαγγέλιο, αλλά και για κάθε πολιτισμένο άνθρωπο, ο οποίος αναγνωρίζει το δικαίωμα της πίστης και του σεβασμού στα θρησκευτικά σύμβολα.
Οι εικόνες αυτές όχι μόνο δεν ελάμπρυναν την τελετή αλλά την αμαύρωσαν. Δεν είναι πρόοδος η βλασφημία προς τον Θεό, ούτε δικαίωμα η προσβολή των θρησκευτικών πεποιθήσεων των συνανθρώπων μας. Η αυθόρμητη έκφραση αποστροφής και αποδοκιμασίας από πλευράς του κόσμου, ευελπιστούμε ότι έστειλε ένα αρκούντως ηχηρό μήνυμα στους ιθύνοντες και αποτελεί πηγή ελπίδας για αποφυγή παρόμοιων ενεργειών στο μέλλον.
Φανάρι, 29 Ιουλίου 2024.
ΙΕΡΑ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΗ ΚΡΗΤΗΣ
Ἡ Εὐρώπη ὅλο καί περισσότερο ἀποστρέφεται τίς χριστιανικές ρίζες τοῦ πολιτισμοῦ της.
Στήν τελετή ἔναρξης τῶν ὀλυμπιακῶν ἀγώνων 2024, στό Παρίσι, περιλαμβανόταν ἕνα θλιβερό σκηνικό μέ μιά προκλητική ἀνακατασκευή τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου, γελοιοποιῶντας ἔτσι τή χριστιανική πίστη καί τό Ἱερό Εὐαγγέλιο.
Πραγματικά καί ἡ ντροπή ντροπιάστηκε ἀπό τόν πειρασμικό εὐτελισμό τῆς Ἐκκλησίας. Τί σχέση μπορεῖ νά ἔχει τό πνεῦμα τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν ὀλυμπιακῶν ἀγώνων μέ τή χλεύη τῆς παρωδίας τοῦ ὡς ἄνω δρώμενου, πού πραγματοποιήθηκε στήν πόλη τοῦ «φωτός», τό Παρίσι;
Δέν εἶναι, βέβαια, ἡ πρώτη φορά ὅπου ἀπό τόν εὐρωπαϊκό χῶρο ἐκδηλώνεται ἡ ἀπαξίωση τῆς χριστιανικῆς πίστης, ἡ περιφρόνηση τοῦ χριστιανικοῦ πολιτισμοῦ, ἡ χριστιανοφοβία καί ὁ ἐμπαιγμός τῶν ἱερῶν συμβόλων της.
Ἡ Εὐρώπη ὅλο καί περισσότερο ἀποστρέφεται τίς χριστιανικές ρίζες τοῦ πολιτισμοῦ της. Τώρα, στό Παρίσι, ξεπεράστηκαν τά ἐσκαμμένα. Ἔφθασαν στή διακωμώδηση τοῦ κέντρου τῶν ἱερῶν Μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας, τόν Μυστικό Δεῖπνο, δηλαδή τή Θεία Εὐχαριστία.
Ἡ Ἱερά Ἐπαρχιακή Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης, ἀπό τήν Κρήτη, τόν τόπο ὅπου κατά τήν ἑλληνική μυθολογία γεννήθηκε ἡ Εὐρώπη, καταθέτει τήν ἔντονη διαμαρτυρία της σέ ὅλους ὅσοι εὐθύνονται γιά τό παραπάνω γεγονός, σέ αὐτούς πού λένε ὅτι πᾶνε μπροστά τή ζωή χωρίς διακρίσεις, ἀλλά νά πού στήν πράξη ἐνεργοῦν μέ βλάσφημες διακρίσεις εἰς βάρος τῶν Χριστιανῶν.
Ἡ Εὐρώπη, ἀρνεῖται πεισματικά τόν χριστιανικό πολιτισμό της. Τή θέση του παίρνουν νέα ἀνθρωπολογικά πρότυπα μέ τά συστατικά καί τά γνωρίσματα μιᾶς κηρυγμένης ἀθεΐας, πολύυλης οὐδετερότητας καί παγανιστικοῦ σχετικισμοῦ ἤ συμπερίληψης, ὅπως λέγεται μέ τό λεξιλόγιο τῶν νέων εἰσαγόμενων ἠθῶν τοῦ σύγχρονου δικαιωματισμοῦ.
Τά θλιβερά ἀποτελέσματα τῶν καταστάσεων αὐτῶν εἶναι ὁρατά παντοῦ. Οἱ ἄθεες κοσμοθεωρίες κατακερματίζουν δραματικά τήν ἀνθρώπινη συμφυΐα ψυχῆς καί σώματος, ὅπως ὁ Θεός τήν ἔπλασε. Ἡ χριστιανική ἀνθρωπολογία ἀπαξιώνεται. Ἡ ἀνθρώπινη ὕπαρξη στενάζει. Μέ τόν ἀνθρωπισμό χάσαμε τόν ἄνθρωπο καί πολεμοῦμε τόν ἐν Χριστῷ θεούμενο ἄνθρωπο.
Ἡ Ὀρθόδοξη Χριστιανική Κρήτη, κλῆρος καί πιστός λαός, προσευχητικῶς, ἐκζητεῖ ἀπό τόν Θεό, τόν φωτισμό, καρδιᾶς καί νοῦ, τῆς σημερινῆς εὐρωπαϊκῆς ἐλίτ καί τῶν περί αὐτῆς γιά νά αἰσθανθοῦν τίς εὐθύνες τους. Γιά νά μή θεωρητικολογοῦμε γιά τό φίδι καί γιά νά μή ζήσουμε μοιραία, αὔριο καί μεθαύριο, μέ τά αὐγά πού ἐπωάζει.
ΙΕΡΑ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΗ ΘΥΑΤΕΙΡΩΝ
ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΣ ΒΡΕΤΑΝΙΑΣ
“Ο εορτασμός οποιασδήποτε Τελετής Έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων είναι ένα αξιοσημείωτο επίτευγμα για την ανθρωπότητα. Αποτελεί μία ευκαιρία ενοποίησης και ανανέωσης της δέσμευσής μας για αρμονία μεταξύ των εθνών”.
“Η φετινή Τελετή Έναρξης, ωστόσο, αμαυρώθηκε από την αναίσθητη απόφαση να σκηνοθετηθεί μια σκηνή που αναπαριστά μια ιερή και εξαιρετικά σημαντική ιστορική στιγμή για τον Χριστιανισμό. Αυτό το δρώμενο προκάλεσε το αίσθημα της μεγαλύτερης θρησκευτικής ομάδας στον κόσμο και πολλοί βρήκαν αυτή την παρωδία βαθιά προσβλητική“.
“Επί αιώνες, οι ιερές εικόνες νοούνται ως το «έγχρωμο ευαγγέλιο» και πρέπει να γίνονται σεβαστά και να αποδίδεται η ίδια τιμή με αυτή του κειμένου του Ευαγγελίου. Ως χριστιανική κοινότητα που τιμά και λατρεύει τον Θεό μέσω της Θείας Λειτουργίας, της προσκύνησης των αγίων εικόνων και των ιερών λειψάνων, με επίκεντρο την Αγία Γραφή, εκφράζουμε την μεγάλη θλίψη και απογοήτευσή μας όταν αυτές οι εικόνες ιδιοποιούνται επιπόλαια χωρίς να αναγνωρίζεται η βαθιά τους σημασία”.
“Ενώ η ελευθερία της καλλιτεχνικής έκφρασης και της δημιουργικότητας είναι βασικές πτυχές του ανθρώπινου πολιτισμού, είναι εξίσου σημαντικό να ασκούμε την ευθύνη και την υποχρέωση να αντιμετωπίζουμε τα αγαπημένα θρησκευτικά σύμβολα με τον μέγιστο σεβασμό και ευαισθησία. Η ανεκτικότητα δεν μπορεί να είναι αυτοαναφορικό αξίωμα. Λειτουργεί ως αρετή στο μέτρο που φέρνει κοντά τους ανθρώπους και προάγει την πραγματική ειρήνη και τον αμοιβαίο σεβασμό μεταξύ όλων των ανθρώπων”.
“Τα άτομα που ευθύνονται για το αναχρονιστικό στοιχείο της Τελετής Έναρξης δήλωσαν ότι δεν ήταν πρόθεσή τους να προβούν σε ασέβεια σε καμία θρησκευτική ομάδα. Ωστόσο, η παγκόσμια κατακραυγή και ο αντίκτυπος της απόφασής τους έδειξαν ότι έγινε αποδεκτή σε συντριπτική πλειοψηφία ως κατάφωρη και σκληρή περιφρόνηση του πνεύματος αλληλεγγύης που προορίζονται να καλλιεργήσουν οι Ολυμπιακοί Αγώνες. Πολλοί χριστιανοί αθλητές και θεατές ένιωσαν αποξενωμένοι από την Τελετή Έναρξης και ότι υφίστανται διακρίσεις ως άνθρωποι της πίστης, διότι παραβίαζε το αίσθημα υποδοχής και συμμετοχής τους σε αυτό το παγκόσμιο γεγονός“.
“Ως Αρχιεπισκοπή που αποτελείται κυρίως από Χριστιανούς Έλληνες διαφορετικών γενεών, θρηνούμε που ένα μεγάλο κατόρθωμα του γένους μας – το αυθεντικό πνεύμα της Ολυμπιάδας, που στοχεύει να υπερβεί τους διαχωρισμούς εστιάζοντας στον αμοιβαίο σεβασμό, την αριστεία και την ειρηνική συνύπαρξη – ανατράπηκε με τρόπο που απειλεί να σβήσει την Ολυμπιακή φλόγα, που έχει σκοπό να μας οδηγήσει σε μια αρμονική και ειρηνική ύπαρξη“.
“Προσευχόμαστε στον Κύριός μας ώστε η ανθρωπότητα να δείξει μεγαλύτερη ευαισθησία και ειλικρινή σεβασμό στην αξιοπρέπεια κάθε πιστού”.
ΓΑΛΛΙΚΗ ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
«Ενόψει των αγώνων του Παρισιού το έργο «Ιερά Παιχνίδια», εμπνευσμένο από τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, κινητοποιεί εδώ και σχεδόν τρία χρόνια μεγάλο αριθμό καθολικών, για να μοιραστούν τον αθλητικό και λαϊκό ενθουσιασμό που περιβάλλει τους Αγώνες του Παρισιού, αυτό το μεγαλειώδες γεγονός που διοργανώνει η χώρα μας..
Την περασμένη εβδομάδα, με χαρά διοργανώσαμε και την εναρκτήρια λειτουργία της Ολυμπιακής εκεχειρίας παρουσία πολλών θρησκευτικών, πολιτικών και αθλητικών προσωπικοτήτων.
Πιστεύουμε ότι οι αξίες και οι αρχές που εκφράζονται και διαδίδονται από τον αθλητισμό και τους Ολυμπιακούς Αγώνες συμβάλλουν σε αυτή την ανάγκη για ενότητα και αδελφότητα που τόσο απεγνωσμένα χρειάζεται ο κόσμος μας, με σεβασμό στις πεποιθήσεις όλων, γύρω από τον αθλητισμό που μας ενώνει και προωθεί την ειρήνη στα έθνη και τις καρδιές.
Η χθεσινοβραδινή τελετή έναρξης, που διοργανώθηκε από τη γαλλική COJOP, προσέφερε στον κόσμο μια θαυμάσια επίδειξη ομορφιάς και χαράς, πλούσια σε συγκίνηση και παγκοσμίως καταξιωμένη.
Η τελετή αυτή δυστυχώς περιλάμβανε σκηνές χλευασμού και εμπαιγμού του Χριστιανισμού, για τις οποίες λυπούμαστε βαθύτατα. Θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε τα μέλη άλλων θρησκευτικών δογμάτων που εξέφρασαν την αλληλεγγύη τους προς εμάς.
Σήμερα το πρωί, σκεφτόμαστε όλους τους Χριστιανούς σε κάθε ήπειρο που έχουν πληγωθεί από την εξωφρενική πρόκληση ορισμένων σκηνών. Θέλουμε να καταλάβουν ότι ο Ολυμπιακός εορτασμός υπερβαίνει κατά πολύ τις ιδεολογικές προκαταλήψεις μερικών καλλιτεχνών.
Ο αθλητισμός είναι μια θαυμάσια ανθρώπινη δραστηριότητα που ενθουσιάζει βαθιά τις καρδιές των αθλητών και των θεατών. Ο Ολυμπισμός είναι ένα κίνημα στην υπηρεσία αυτής της πραγματικότητας της ανθρώπινης ενότητας και αδελφοσύνης. Τώρα ήρθε η ώρα να βγούμε στο γήπεδο, και μακάρι να φέρει αλήθεια, παρηγοριά και χαρά σε όλους!»
«Ἡ προσευχὴ τοῦ Ἁγίου Ὄρους χθὲς καὶ σήμερον»
(Ἀρχιμανδρίτης Αἰμιλιανός, Προηγούμενος Ἱ.M. Σίμωνος Πέτρας)
Κανείς μας δὲν ἀγνοεῖ, ὅτι ἡ προσευχὴ εἶναι πρωταρχικὴ ἀνάγκη κάθε ψυχῆς, δένδρον ζωῆς, τὸ ὁποῖον τρέφει τὸν ἄνθρωπον καὶ τὸν ἀφθαρτοποιεῖ, διότι τὸν καθιστᾶ κοινωνὸν τοῦ ἀϊδίου καὶ ἀφθάρτου Θεοῦ. Ὅπως δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος χωρὶς ψυχήν, ἔτσι καὶ δὲν νοεῖται τὶς ζωντανὸς ἐν Χριστῷ ἄνευ προσευχῆς.
Ἡ νοερὰ προσευχὴ εἶναι ἀδιάλειπτος ἐνέργεια τῶν ἀγγελικῶν ταγμάτων, ὁ ἄρτος, ἡ ζωὴ καὶ ἡ γλῶσσα τῶν ἀΰλων αὐτῶν ὄντων, εἶναι ἔκφρασις τῆς ἀγάπης τῶν πρὸς τὸν Θεόν. Οὕτω καὶ οἱ μοναχοί, ἐν σαρκὶ μιμούμενοι καὶ ἀγωνιζόμενοι βιοῦν τὴν ἀγγελικὴν πολιτείαν, ζωπυροῦν τὸν θεϊκὸν αὐτῶν ἔρωτα διὰ τῆς ἀδιαλείπτου νοερᾶς προσευχῆς.
Διὰ τοῦτο, πάλιν καὶ πολλάκις, καὶ μέσα εἰς τὴν ἱστορίαν, βλέπομεν μοναχοὺς ποὺ λησμονοῦν ἀκόμη καὶ ἐπὶ ὥρας καὶ ἡμέρας νὰ φάγουν, ξεχνοῦν καὶ τὸν ἑαυτό τους, ἀφωσιωμένοι εἰς τὴν νοερὰν ἐνατένισιν τοῦ Κυρίου. Πόσες φορὲς κτυποῦσαν τὴν θύραν ἁγίων ἢ ἐλάλει ὁ πετεινὸς καὶ ἐκεῖνοι δὲν ἀντελαμβάνοντο τίποτε, διότι ὁ νοῦς των εὑρίσκετο εἰς μετάρσιον κοινωνίαν μετὰ τοῦ Θεοῦ! Ἡ προσευχὴ εἶναι δι᾿ αὐτοὺς ἡ πνευματικωτέρα ἄθλησις, ποὺ γίνεται ἀναφορὰ εἰς τὸν Πατέρα καὶ Κτίστην τοῦ κόσμου, εἶναι θαλπωρὴ τῆς καρδίας των, ἀνέβασμα εἰς τὰ οὐράνια- εἶναι ἀγκάλιασμα καὶ τρυφερὸς ἀσπασμὸς τοῦ μοναχοῦ πρὸς τὸν Νυμφίον καὶ Σωτῆρα τῶν ψυχῶν μας.
Ἡ Ἐκκλησία μας ζῇ μὲ τὴν προσευχήν- ζῇ μὲ τὰς προσευχὰς τῶν τέκνων της. Βεβαίως ὑπάρχουν πολλὰ εἴδη προσευχῆς. Ἂν ὅμως θελήσωμεν νὰ ἴδωμεν ποία εἶναι ἡ κατ᾿ ἐξοχὴν προσευχὴ τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ἀειῤῥύτως συντηρεῖ τὴν πνευματικότητά της «ἐν παντὶ καιρῷ καὶ πάσῃ ὥρᾳ», τότε θὰ πρέπῃ νὰ ἀνατρέξωμεν εἰς τὰ φωτοφόρα τέκνα της, τὰ ἀποτελοῦντα τὴν μοναχικὴν πολιτείαν. Διότι, ὅπως λέγει ἕνας Πατὴρ τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ἅγιος Ἰσαάκ, αὕτη ἀποτελεῖ τὸ «καύχημα τῆς Χριστοῦ Ἐκκλησίας» καὶ ἐκφράζει τὸ σαρκωμένον καὶ βιωμένον Εὐαγγέλιον. Εἶναι ὁ μοναχισμὸς τὸ ἱερώτατον θησαυροφυλάκιόν της, εἰς τὸ ὁποῖον διατηροῦνται ἀλώβητα τὰ δόγματά της, ἀληθὴς ἡ εὐσέβεια, ἀκέραιον τὸ μαρτυρικὸν φρόνημα, ἀνόθευτος ἡ πνευματικὴ παράδοσις, δραστικὴ καὶ σωτήριος ἡ ἀποστολή της, συνεχὲς τὸ ἡδύμολπον τραγούδι της, μὲ τὸ ὁποῖον προκαλεῖ καὶ ἔξυπνα τὸν ἠγαπημένον Χριστόν της καὶ θηρεύει τὴν ὁλόφωτον περιστεράν, τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, τὸ ὁποῖον ἐκ τοῦ Πατρὸς ἐκπορεύεται.
Διὰ νὰ γνωρίσωμεν δὲ πὼς διατηρεῖ ἡ Ἐκκλησία μέσα εἰς τὸν μοναχισμὸν τὴν προσευχήν της, τὴν θεοπρεπὴ ταύτην φωνήν της, δὲν χρειάζεται νὰ τρέξωμεν μακρυὰ εἰς τὴν Ἀνατολὴν καὶ Δύσιν. Ἐδῶ, εἰς τὴν γειτονιά μας, ἔχομεν τὸ Ἅγιον Ὄρος, τὴν πνευματέμφορον ἱεροθήκην τῶν παραδόσεών μας, τὴν θεόῤῥιπτον σανίδα, διὰ τῆς ὁποίας διαρκῶς σῴζονται ἀπὸ τὸν κλύδωνα τῆς ἁμαρτίας πολλοὶ καὶ γεμίζουν τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ.
Τὴν προσευχὴν τοῦ Ἁγίου Ὄρους ποιὸς δὲν τὴν γνωρίζει; Ἀποτελεῖται ἀπὸ μίαν φράσιν μικρᾶν, ἀπὸ μετρημένας τὰς λέξεις.
Μὲ τὴν βοερᾶν κραυγὴν «Κύριε», δοξολογοῦμεν τὸν Θεόν, τὴν ἔνδοξον μεγαλειότητά Του, τὸν βασιλέα τοῦ Ἰσραήλ, τὸν δημιουργόν της ὁρατῆς καὶ ἀοράτου κτίσεως, ὃν φρίττουσι τὰ Σεραφεὶμ καὶ τὰ Χερουβείμ.
Μὲ τὴν γλυκυτάτην ἐπίκλησιν καὶ πρόσκλησιν «Ἰησοῦ», μαρτυροῦμεν, ὅτι εἶναι παρὼν ὁ Χριστός, ὁ σωτὴρ ἡμῶν, καὶ εὐγνωμόνως τὸν εὐχαριστοῦμεν, διότι μας ἡτοίμασε ζωὴν αἰώνιον. Μὲ τὴν τρίτην λέξιν «Χριστέ», θεολογοῦμεν, ὁμολογοῦντες ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι αὐτὸς ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ Θεός. Δὲν μᾶς ἔσωσε κάποιος ἄνθρωπος, οὔτε ἄγγελος, ἀλλὰ ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ ἀληθινὸς Θεός.
Ἐν συνέχειᾳ, μὲ τὴν ἐνδόμυχον αἴτησιν «ἐλέησόν με», προσκυνοῦμεν καὶ παρακαλοῦμεν νὰ γίνῃ ἴλεως ὁ Θεός, ἐκπληρῶν τὰ σωτήρια αἰτήματά μας, τοὺς πόθους καὶ τὰς ἀνάγκας τῶν καρδιῶν μας. Καὶ ἐκεῖνο τὸ «με», τί εὖρος ἔχει! Δὲν εἶναι μόνον ὁ ἑαυτός μου- εἶναι ἅπαντες οἱ πολιτογραφηθέντες εἰς τὸ κράτος τοῦ Χριστοῦ, εἰς τὴν ἁγίαν Ἐκκλησίαν, εἶναι ὅλοι αὐτοὶ ποὺ ἀποτελοῦν μέλος τοῦ ἰδικοῦ μου σώματος.
Καί, τέλος, διὰ νὰ εἶναι πληρεστάτη ἡ προσευχή μας, κατακλείομεν μὲ τὴν λέξιν «τὸν ἁμαρτωλόν», ἐξομολογούμενοι – πάντες γὰρ ἁμαρτωλοί ἐσμεν – καθὼς ἐξωμολογοῦντο καὶ ὅλοι οἱ Ἅγιοι καὶ ἐγίνοντο διὰ ταύτης τῆς φωνῆς υἱοὶ φωτὸς καὶ ἡμέρας.
Ἐξ αὐτῶν ἀντιλαμβανόμεθα, ὅτι ἡ εὐχὴ ἐμπεριέχει δοξολογίαν, εὐχαριστίαν, θεολογίαν, παράκλησιν καὶ ἐξομολόγησιν.
Τί νὰ εἴπωμεν, λοιπόν, ἀγαπητοί μου, τώρα διὰ τὴν νοερᾶν προσευχήν, ἀφοῦ εἰς τὴν ἐποχήν μας, δόξα σοὶ ὁ Θεός, παντοῦ γίνεται λόγος περὶ αὐτῆς καὶ ἀπειράριθμα βιβλία ἐκδίδονται ἀναφερόμενα εἰς τὴν «εὐχήν»; Καὶ τὰ μικρὰ παιδάκια πλέον τὴν γνωρίζουν καὶ τὴν λέγουν- μικροὶ καὶ μεγάλοι σῴζονται μὲ αὐτήν.
Καὶ εἶναι καλὸν τοῦτο, ἀκόμη καὶ διὰ τὸ γεγονὸς ὅτι εἰς τὴν Ἀνατολὴν τὰ ψευδώνυμα θρησκεύματα καὶ αἱ ἀπατηλαὶ «ἱεραποστολαί» των ἐπιδεικνύουν τὴν ἰδικήν των δῆθεν προσευχήν, ποὺ εἶναι ὅμως ψυχική, ψευδὴς καὶ δαιμονική. Εἴμεθα χρεώσται νὰ ἀνακαλύπτωμεν τὸν ἰδικόν μας ἀληθῆ θησαυρόν, τὴν νοερᾶν προσευχήν, τὴν μνήμην τοῦ θείου ὀνόματος. Ὀρθῶς λέγει ὁ ψαλμῳδός, ὅτι τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ μας δίδει ζωήν. Καὶ τί ὡραία ποὺ λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης ὅτι ἡ προσευχὴ εἶναι «ὡς πῦρ εὐφροσύνης, ὡς φῶς εὐωδιάζον, Ἀποστόλων κήρυγμα, εὐαγγέλιον Θεοῦ, πληροφορία καρδίας, Θεοῦ ἐπίγνωσις, τὸ τοῦ Ἰησοῦ ἀγαλλίαμα, εὐφροσύνη ψυχῆς, ἔλεος Θεοῦ, ἀκτὶς νοητοῦ ἡλίου, χάρις Θεοῦ. Προσευχὴ ἐστιν ὁ Θεός, ὁ ἐνεργῶν τὰ πάντα ἐν πάσι» .
Ναί, μέσα εἰς τοὺς αἰῶνας ἡ Ἐκκλησία διὰ τῆς εὐχῆς, ἀφ᾿ ἑνὸς μὲν ὁμιλεῖ εἰς τὸν Θεόν, ἀφ᾿ ἑτέρου δὲ μὲ αὐτὴν ἐνθουσιάζει τὰ τέκνα της καὶ τὰ θεοποιεῖ. Ὁ ἀπόηχός της γεμίζει ὁλόκληρον τὴν κτίσιν καὶ ἡ ἐνέργειά της συνεργεῖ εἰς τὴν ἀνακαίνισιν τοῦ κόσμου.
Καὶ τώρα, λοιπόν, τί νὰ εἴπωμεν διὰ τὸ θαυμαστὸν τοῦτο δώρημα τῆς θείας Χάριτος, τὸ ὁποῖον ἔδωσε καὶ εἰς ἡμᾶς;
Δι᾿ αὐτὸ ἂς ἑρμηνεύσωμεν τὴν ἔννοιαν τῆς εὐχῆς, νὰ ρίψωμεν καὶ μιὰ ματιὰ εἰς τὴν ἱστορίαν της, νὰ ἴδωμεν καὶ μερικὰς πνευματικὰς προϋποθέσεις αὐτῆς καὶ ὡρισμένας κοινωνικὰς ὑποχρεώσεις μας, ἀναγκαίας διὰ τὴν προσευχήν.
Εἰς τὴν Παλαιὰν Διαθήκην ὁ Θεὸς ἀπαιτεῖ ἀπὸ τοὺς Ἰσραηλίτας νὰ ἁγιάζουν τὸ ὄνομά Του- π.χ. εἰς τὸν Ἡσαΐαν ἀναφέρει ὅτι, «δι᾿ ἐμὲ ἁγιάσουσι τὸ ὄνομά μου». Ὀκτακόσια χρόνια πρὸ τοῦ Χριστοῦ ὁ Θεὸς διὰ τοῦ Προφήτου αὐτοῦ λέγει: Θὰ μοῦ ἀποδίδουν δόξαν καὶ θὰ μὲ ὁμολογοῦν ὡς μόνον Ἅγιον, ἐπικαλούμενοι τὸ ἄστεκτον καὶ ὑπερύμνητον ὄνομά μου. Ἡ θεϊκὴ αὐτὴ προσφώνησις εἶναι προσευχή, ἁγιασμός, δόξα καὶ προσκύνησις τοῦ Θεοῦ.
Ἀκόμη λέγει ἡ Παλαιὰ Διαθήκη, ὅτι ἐν ὀνόματι αὐτοῦ καυχώμεθα, ἐξομολογούμεθα Αὐτῷ, δι᾿ Αὐτοῦ λυτρούμεθα, δι᾿ Αὐτοῦ σωζόμεθα, ἐν Αὐτῷ ἀγαλλιώμεθα, διότι ὅπου τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου ἐκεῖ καὶ ἡ παρουσία Του.
Καὶ εἰς τὴν Καινὴν Διαθήκην, ὁ Κύριος ἐζήτει νὰ κάνωμεν τὰς αἰτήσεις μας πρὸς τὸν Θεὸν ἐν τῷ ὀνόματι Αὐτοῦ, τοῦ Χριστοῦ. Ὁ δὲ Ἀπόστολος Παῦλος, ὅπως ἐνθυμεῖσθε, λέγει, ὅτι ὁ Θεὸς ἐχάρισεν εἰς τὸν Υἱόν Του ὄνομα, τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα, ὥστε ἐν τῷ ὀνόματί Του νὰ Τὸν προσκυνῶμεν προσευχόμενοι. Τὴν δὲ προσευχήν μας τὴν θέλει ἀδιάλειπτον.
Ὁ ἀποστολικὸς Πατὴρ Ἑρμᾶς, θέλων τόσο πολὺ νὰ εἶναι εἰς τὸν νοῦν καὶ εἰς τὴν καρδίαν μας τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ, λέγει, ὅτι πρέπει νὰ δεθῶμεν μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ὡσὰν νὰ τὸ ἔχωμε φορέσει ἐπάνω μας καὶ δὲν τὸ βγάζομε ποτέ.
Ὁ Μέγας Βασίλειος ἐγνώριζε καὶ ὡμιλοῦσε διὰ τὴν νοερὰν προσευχήν, διὰ τῶν αὐτῶν λέξεων ποὺ χρησιμοποιοῦμεν καὶ σήμερα- καί, ἔλεγεν, ὅτι εἶναι ἡ καθολικὴ προσευχὴ τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος φέρεται λέγων- «βοᾶτε ἀπὸ πρωὶ ἕως ἑσπέρας τὸ Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησον ἡμᾶς».
Ἂς μνημονεύσωμεν τώρα σποράδην μερικοὺς ἀσκητικοὺς Πατέρας, οἱ ὁποῖοι δὲν τονίζουν τίποτε ἄλλο τόσον, ὅσον συνιστοῦν μοναδικῶς τὴν εὐχήν.
Πολὺ γνωστή μας εἶναι ἡ τριὰς τῶν ἁγίων Ἰωάννου τοῦ τῆς Κλίμακος τοῦ ἰσαγγέλου, Ἰσαὰκ τοῦ Σύρου ποὺ σὲ συνεπαίρνει, καὶ τοῦ Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου τοῦ πνευματοδύτου. Ἀναλύουν τὴν προσευχήν, καὶ δι᾿ αὐτοὺς ποὺ ζοῦν εἰς τὴν ἔρημον καὶ δι᾿ ἐκείνους ποὺ εἶναι εἰς μοναστήρια καὶ δι᾿ αὐτοὺς ποὺ εἶναι εἰς τὸν κόσμον.
Νὰ ἐνθυμηθῶμεν καὶ τοὺς ἄλλους ἀετούς, τὸν ὅσιον Νεῖλον τὸν ὑπερβάμονα, τοὺς ὁσίους Βαρσανούφιον καὶ Ἰωάννην τοὺς διακριτικωτάτους, τὸν Διάδοχον Φωτικῆς τὸν θαυμάσιον.
Τί νὰ εἴπωμεν καὶ διὰ τὸν Γρηγόριον τὸν Σιναΐτην, ὁ ὁποῖος μετέφερε ἀπὸ τὰ μέρη τοῦ Σινᾶ τὴν προσευχήν, τὴν ἐζωοποίησε καὶ τὴν ἀνέπτυξεν εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος τὸν IΔ´ αἰῶνα; Ἀσφαλῶς δέ, ἡ προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ ὑπῆρχε καὶ προηγουμένως εἰς τὸ Ὄρος- ἀλλ᾿ αὐτὸς ἐγύρισε γῆν καὶ οὐρανόν, εἰς τὸ Ὄρος καὶ παντοῦ διὰ νὰ τὴν διαδώσῃ καὶ τὴν κατέστησε προσευχὴν καθημερινήν. Βεβαίως, τὸ Ὄρος καὶ πρὶν οὐδέποτε ἐστερεῖτο ἀθλητῶν τῆς εὐχῆς, κατὰ πρῶτον ζώντων ἀπομεμονωμένως, διότι ὁ ἡσυχασμὸς προεβλήθη ὡς ἡ τελειοτέρα ὁδὸς πνευματικῆς ζωῆς.
Καὶ ποιὸς δὲν γνωρίζει ἀκόμη τὸν περίφημον Μάξιμον τὸν Καυσοκαλυβίτην, τὸν Γρηγόριον τὸν Παλαμᾶν τὸν παμμέγιστον, ὅστις συνέθεσεν ἄριστα τὴν δογματικὴν καὶ πρακτικὴν περὶ νοερᾶς προσευχῆς ὀρθόδοξον διδασκαλίαν, τὸν ἅγιον Κάλλιστον, τὸν Ἰσίδωρον καὶ τὸν Φιλόθεον τοὺς Πατριάρχας, καὶ ἄλλους πολλούς, ὅπως οἱ Θεόληπτος Φιλαδελφείας, Κάλλιστος καὶ Ἰγνάτιος Ξανθόπουλοι κ.ἄ., οἱ ὁποῖοι καὶ θεωρητικῶς καὶ πρακτικῶς ἔζησαν, ἐφήρμοσαν καὶ ἔγραψαν περὶ τῆς προσευχῆς;
Ὤ, τί νὰ ξεχωρίσωμεν ἀπὸ τὰ τόσα ποὺ ἔγραψε καὶ ἔζησεν ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ὁ νέος αὐτὸς μυσταγωγὸς εἰς τὴν προσευχὴν καὶ εἰς τὸ πατερικὸν φρόνημα τῶν ἀνθρώπων καὶ τοῦ κόσμου; Τὸ Ἐγχειρίδιόν του καὶ ἡ Φιλοκαλία εἶναι πλέον κλασσικοὶ ὁδηγοὶ εἰς ὅλον τὸν κόσμον.
Ἂς ὑπάγωμεν τώρα καὶ εἰς μίαν Μονήν.
Γνωρίζομεν ὅτι εἰς τὸ Μοναστήρι εἶναι μία ἀδιάλειπτος σύναξις τῆς ἀδελφότητος καὶ ὁλοκλήρου της καθολικῆς Ἐκκλησίας. Δὲν θὰ ὑπῆρχε λόγος νὰ ὑπῆρχαν Μοναστήρια, ἂν δὲν ἦσαν, ὄντως, μία καθ᾿ ἡμέραν καὶ κατὰ νύκτα σύναξις. Δι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ κέντρον τῆς μοναχικῆς ζωῆς εἶναι ἡ καθημερινὴ λατρευτικὴ ζωή, καὶ μάλιστα ἡ Θεία Λειτουργία.
Ἐκεῖ ὁ μοναχὸς προσοικειοῦται καὶ ἀφομοιώνει τὸ μαρτυρικόν, ἀσκητικὸν καὶ λειτουργικὸν φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας μας. Τὰ λειτουργικὰ κείμενα τὸν διαποτίζουν καὶ γίνονται προσωπικά του βιώματα.
Συναθροίζονται οἱ μοναχοὶ εἰς τὸν Ναὸν γνωρίζοντες, ὅτι δὲν εἶναι μόνοι, ἀλλὰ μεθ᾿ ὅλων τῶν ἀγγέλων καὶ τῶν ἁγίων, δοξάζοντες τὸν Θεὸν καὶ τιμῶντες τὸν Ἅγιον ἢ τὴν ἑορτήν. Ἡ Θεία Εὐχαριστία καὶ ἡ ὅλη λατρευτικὴ συναγωγὴ τοὺς προσφέρει μίαν βαθεῖαν αἴσθησιν, ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι παρὼν καὶ αὐτοὶ κοινωνοὶ Αὐτοῦ μυστηριακῶς κατὰ Θείαν ἐνέργειαν. Καὶ ὅσον ἀόρατος εἶναι ὁ Θεός, κατ᾿ ἀναλογίαν καὶ τόσον ἀληθεστέρα εἶναι ἡ μυστικὴ κοινωνία καὶ ἡ ἐντρύφησις.
Ἡ τοῦ Θεοῦ αὕτη κοινωνία, ἐν τῇ λατρείᾳ, ποὺ εἶναι πρωταρχική, συνεχίζεται ἐν τῷ κελλίῳ καὶ ὅπου ἀλλαχοῦ διὰ τῆς εὐχῆς. Διότι ἡ εὐχὴ δὲν εἶναι ἁπλῶς μία προσευχή. Δὲν θὰ ὑπῆρχε λόγος νὰ ἐκαθήμεθᾳ ὅλην τὴν ἡμέραν καὶ νὰ ὁμιλῶμεν εἰς τὸν Θεόν, ἂν ἦτο μόνον αὐτό, ἀφοῦ ἀκούει ὁ Θεὸς ἀκόμη καὶ τὰ σπλάγχνα μας, ὅταν κινοῦνται. Καλὸν αὐτό, ἀλλ᾿ ἔτι πλέον εἶναι ἡ εὐχὴ βρῶσις τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ἀμνοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦ παρόντος ἐν τῇ μνήμῃ καὶ ἐπικλήσει τοῦ Θείου καὶ φρικτοῦ καὶ γλυκυτάτου ὀνόματός Του. Εἶναι καὶ πόσις μεθυστικοῦ γλεύκους τῆς Χάριτος, ποὺ καθιστᾶ τὸν ἄνθρωπον μετάρσιον. Ὅλος ὁ Χριστὸς προσλαμβάνεται καὶ εὑρισκόμεθα ἡμεῖς ἀντανακλῶντες τὰς ἰδιότητας τοῦ Θεοῦ, θεοὶ ἐκ Θεοῦ θεούμενοι, φωτιζόμενοι καὶ μυστικῶς ἐνεργούμενοι.
Ὁ μοναχὸς διὰ τῆς νοερᾶς αὐτῆς «λειτουργίας», ὡς λέγουν οἱ ὅσιοι Πατέρες, «ἀληθῶς μάννα διὰ παντὸς ἐσθίει πνευματικόν». Τοῦτο εἶναι πλήρωσις, «πλεῖον ὧδε» ἀπὸ τὸ «μάννα», ποὺ συμβολικῶς καὶ προτυπωτικῶς ἔῤῥιχνε ὁ Θεὸς εἰς τοὺς Ἰσραηλίτας διὰ νὰ ζήσουν μὲ αὐτό. Τὸ ὠνόμασαν «μάννα», ποὺ σημαίνει: Δὲν καταλαβαίνω τί πρᾶγμα εἶναι αὐτό. Ἔτσι καὶ ἡμεῖς ἠμποροῦμεν νὰ λέγωμεν: Τί μεγάλο γεγονὸς εἶναι αὐτὴ ἡ εὐχή, ἡ μνήμη τοῦ Ἰησοῦ, αὐτὴ ἡ μυστικὴ μετάληψις τοῦ Χριστοῦ μας ἀνὰ πᾶσαν στιγμήν, ὅπως τότε ἔπιπτον ἐξ οὐρανοῦ αἱ νιφάδες τοῦ «μάννα» καὶ ὁ λαὸς ἤσθιε καὶ ηὐφραίνετο.
Ἑπομένως βασικὴ προϋπόθεσις νοερᾶς προσευχῆς εἶναι ἡ πίστις ὅτι αὕτη εἶναι ἀληθὴς Θεοῦ κοινωνία καὶ βάθρον θεώσεως διὰ τῶν θείων ἐνεργημάτων τοῦ ἀπροσλήπτου Κυρίου, ὅστις δι᾿ αὐτῶν κατέρχεται ἐφ᾿ ἡμᾶς καὶ ἑνοῦται μεθ᾿ ἡμῶν τῶν ἁμαρτωλῶν. Ὁ ἴδιος ὁ σαρκωθεῖς Λόγος, ὁ βασιλεὺς τῶν οὐρανῶν, Αὐτὸς ποὺ εἰς τὸ ἓν δακτυλάκι του ἠμπορεῖ νὰ κρατάῃ ὅλον τὸν ντουνιά, Αὐτὸς κρατεῖται ἀπὸ ἡμᾶς! Καὶ εἰσέρχεται ἐν ἡμῖν καὶ συνδιατρίβει καὶ ἐμπεριπατεῖ μέσα μας. Ὅπως εἰς τὴν θάλασσαν τῆς Τιβεριάδος, ὅταν ἤγρευσαν οἱ Μαθηταὶ πλῆθος ἰχθύων, εἶπεν ὁ Ἰωάννης εἰς τὸν Πέτρον «ὁ Κύριος ἐστιν», οὕτω καὶ ἡμεῖς, ὅταν ἁπλώνωμεν τὰ δίκτυα τῆς προσευχῆς, ἠμποροῦμεν νὰ ἐπαναλαμβάνωμεν «ὁ Κύριός ἐστι» μετὰ πλήρους πεποιθήσεως, διότι μας τὸ βεβαιοῖ ἡ Ἐκκλησία μας, ὅτι ἐκεῖ ὑπάρχει Αὐτός. Νάτος! Παρών, ὁ ἴδιος ὁ Θεός!
Διὰ νὰ φωταγωγῆται ὅμως καὶ νὰ λαμπρύνεται διὰ τῆς παρουσίας τοῦ Κυρίου ὁ πιστὸς μὲ τὴν εὐχήν, πρέπει νὰ προσέχῃ ὁ ἴδιος νὰ εἶναι ὁ βίος τοῦ ἀνάλογος μὲ τὴν ζωὴν ποὺ ἁρμόζει εἰς τὸν Θεόν. Ἀφοῦ θέλει τὸν Θεόν, πρέπει νὰ ζῇ θεοπρεπῶς. Νὰ ἐπιδιώκῃ νὰ ξεφύγῃ μέσα ἀπὸ τὴν ἀνθρωπίνην μιζέρια καὶ τὴν κακομοιριά, νὰ ἐνδυναμώνῃ τὸν ἑαυτό του διὰ τῆς θείας δυνάμεως, νὰ ἀσκῆται, νὰ γίνεται σκεῦος χωρητικὸν τῶν θείων χαρισμάτων. Ἀκόμη, νὰ ἐπιθυμῇ τὴν κάθαρσίν του ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας, πληροφορούμενος ἀπὸ τὸν λόγον τῆς ἀληθείας, ὅτι αὐτὸ εἶναι κατορθωτόν. Μὲ τὴν ἔμπρακτον θέλησίν του καὶ τὴν εὐδοκίαν τοῦ Θεοῦ νὰ φέρεται πρὸς τὴν δυνατὴν ἀπάθειαν ὁ ἴδιος, καὶ μάλιστα γινόμενος ὁλονὲν θεοειδέστερος.
Τώρα ἔχομεν ἓν πρόβλημα, προκειμένου νὰ ἀφιερωθῶμεν εἰς τὴν εὐχήν. Εἴμεθα κεκλεισμένοι μέσα εἰς τὰς ἀπασχολήσεις μας, βιαζόμεθα, κουραζόμεθα, ἀπογοητευόμεθα, ζῶμεν μὲ τὸ ἄγχος, δὲν κατορθώνομεν νὰ εἴμεθα ἐλεύθεροι ἀπὸ λογισμούς, ἀπὸ πάθη, ἀπὸ τρικυμίας. Διὰ νὰ ὑπνώσωμεν ταλαιπωρούμεθα, διὰ νὰ εἴμεθα χαρούμενοι πρέπει νὰ παίζωμεν κιθάρα ἢ νὰ εὕρωμεν μίαν διασκέδασιν. Δὲν εἶναι ζωὴ αὐτή! Μᾶς κουράζει καὶ δὲν μᾶς ἀφήνει νὰ προσευχώμεθα ὅσον καὶ ὅπως θέλομεν.
Δι᾿ αὐτὸ βεβαιοῦν οἱ Πατέρες, ὅτι οἱ λόγοι τοῦ Θεοῦ εἶναι ποὺ δροσίζουν τὴν ψυχὴν καὶ ὁ λόγος τοῦ θεοῦ «ῥώννυσι τὴν ψυχήν, καθὼς ὁ οἶνος τὸ σῶμα».
Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ὑπάρχει εἰς τὴν Γραφὴν καὶ εἰς τοὺς ἁγίους Πατέρας. Ὅταν μελετῶμεν τοιαῦτα βιβλία, καὶ μάλιστα, ἀσκητικῶν Πατέρων, ὅταν εἴμεθα εἰς τὴν ἐργασίαν μας προσεκτικοί, ὅταν κοπιάζωμεν εἰς τὴν ζωὴν μὴ σπαταλῶντες τὰς δυνάμεις μας, ἀλλὰ δίδοντες αὐτὰ εἰς τὸ καθημερινόν μας καθῆκον, ὅταν οὕτω πὼς ἡ ζωὴ ἡμῶν εἶναι μία ἄσκησις καθημερινή, τότε αὐτὴ ἡ ἄσκησις καὶ ἡ μελέτη προλειαίνουν τὸ ἔδαφος τῆς ψυχῆς, ὥστε νὰ καθίσταται ἱκανὴ νὰ ἀναβαίνῃ πρὸς τὰ ἄνω.
Διὰ νὰ προσεύχεσαι πρέπει νὰ ἔχῃς ἓν στοιχεῖον, τὸ ὁποῖον εἶναι ἀνάγκη νὰ τὸ καλλιεργῇς. Ὅπως προσέχωμεν τὴν ὑγείαν τοῦ σώματός μας, ἔτσι νὰ προσέχωμεν καὶ τὴν ὑγείαν τῆς ψυχῆς. Εἶναι ἀνάγκη νὰ εἴμεθα χαρούμενοι. Ὅταν συνηθίζωμεν νὰ προσευχώμεθα, μᾶς χαρίζεται ἡ χαρὰ τοῦ Χριστοῦ καὶ περισσότερον ἀκόμη. Ἂν προσευχόμενος θλίβεσαι, ἂν βαρυθυμῇς, κάτι μέσα σου δὲν πηγαίνει καλά. Νὰ τὸ κυττάξης, νὰ δώσης προσοχήν, διότι ὁ χαρακτὴρ τοῦ ἀνθρώπου ἐπιδρᾷ πολύ.
Ἴδετε τί ὡραία ποὺ λέγεται περὶ τοῦ ἁγίου Σάββα τοῦ Βατοπαιδινοῦ, ὅστις ὑπέστη τὰ πάνδεινα- ὅτι οὗτος «ἦν τὴν ἔντευξιν ἱλαρώτατος καὶ τὴν ὄψιν ἤδιστος καὶ χαριέστατος». Εἰς τὰς συναναστροφάς του τὸ χαμόγελόν του ἦτο φαιδρότατον, γλυκύτατον τὸ πρόσωπόν του καὶ ὁλόκληρος πλήρης χάριτος. Πόσον μᾶλλον ἦτο εἰς τὴν ἀναστροφήν του μὲ τὸν Θεόν, εἰς τὴν προσευχήν του ὡς ἥλιος φωτεινός!
Ἕνας ἄλλος δὲ ἀσκητικὸς Πατήρ, ὁ ὅσιος Νεῖλος, σημειώνει πολὺ ὄμορφα: «Προσευχὴ ἐστι χαρᾶς καὶ εὐχαριστίας πρόβλημα». Θέλεις νὰ γνωρίσῃς, ἐὰν ἡ προσευχή σου εἶναι ἀληθινὴ καὶ ταπεινή; Παρατήρησε- προβάλλει ἡ ἀγαλλίασις, ἀναδίδεται εὐχαριστία ἐκ καρδίας; Καὶ «ὅταν παριστάμενος εἰς προσευχήν, ὑπὲρ πᾶσαν ἄλλην χαρὰν γενήσῃ, τότε ἀληθῶς εὕρηκας προσευχήν».
Ἡ προσευχή, ἑπομένως, εἶναι χαροποιός. Ὁπωσδήποτε ὅμως θὰ ἔχωμεν καὶ τὸν ἀγῶνά μας κατὰ τῆς ἁμαρτίας, κατὰ τῶν παθῶν. Οὔτε αὐτὸ νὰ μᾶς καταθλίβῃ, ἀφοῦ παρεδώσαμεν εἰς τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν τὴν ζωήν μας. Ὅμως ὁ ἀγὼν εἶναι ἀναγκαῖος, διὰ νὰ εὐλογῆται ἡ ζωή μας. Ἂν θέλωμεν νὰ τὸ ἐπιτύχωμεν, νὰ μὴ κρατῶμεν ἐντὸς ἡμῶν καμμίαν πικρίαν ἐναντίον ἑτέρου, νὰ μὴ ἀναμειγνυώμεθα εἰς τὴν ζωὴν κανενὸς ἀνθρώπου, νὰ μὴ ἐξαναγκάζωμεν κανένα, νὰ μὴ πληγώνωμεν, νὰ μὴ τὸν στενοχωρῶμεν, οὔτε νὰ στενοχωρούμεθα ἀπὸ τὸν ἄλλον. Νὰ εἶναι αἱ κοινωνικαὶ σχέσεις μας φυσικαὶ καὶ ἀπλαί. Νὰ νιώθωμεν ὅτι οἱ ἄλλοι, πάντες καὶ ἐγώ, εἴμεθα ἓν καὶ τὸ αὐτό, θεωροῦντες «ἕνα ἑαυτὸν μετὰ πάντων», χωρίς, βεβαίως, νὰ ἀλλοιούμεθα εἰς τὸ φρόνημα ἢ νὰ ἐκτρεπώμεθᾳ εἰς τὴν ζωήν μας καὶ τὰς ἀναστροφάς. Τότε ἡ προσευχὴ εἶναι εὔκολος. Ἀρκεῖ νὰ ἀφήσωμεν τὸν Θεὸν νὰ ἐργάζεται μέσα μας, ὅπως ὁ χωρικὸς ποὺ σπέρνει καὶ περιμένει τὴν βροχούλα τοῦ Θεοῦ.
Ἡμεῖς θὰ ἐνεργῶμεν τὸ ἰδικόν μας ἀγώνισμα, θὰ μνημονεύωμεν τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ, ἄλλοι μὲ τὸ στόμα, ἄλλοι μὲ τὸν νοῦν, ἄλλοι μὲ τὸν νοῦν εἰς τὴν καρδίαν, ἄλλοι ὅπως τοὺς δίδει ἡ θεία Χάρις, ὅταν τοὺς ἐπισκέπτεται, ὅποτε ἀστράπτει τὸ πνεῦμα τους καὶ κραυγάζοντας συναντάει τὸν Θεόν.
Ἀσφαλῶς ἀξίζει νὰ δίδωμεν χρόνον πολύν, ὅσον δυνάμεθα, ὥστε νὰ ἐφαρμόζωμεν τὸ πατερικὸν λόγιον «ἀνάγκασον ἑαυτὸν εὐχὰς πολλὰς ποιῆσαι», ἀφήνοντας τὰ πάντα εἰς τὸν Κύριον. Ἀλλ᾿ ἔστω καὶ μίαν εὐχὴν ἂν εἴπωμεν, καὶ τοῦτο ἔχει ἀξίαν μεγάλην. Ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Ἰσαὰκ «πάσα εὐχή, ἣν προσφέρεις ἐν τῇ νυκτί, πασῶν τῶν τῆς ἡμέρας πράξεων ἔστω ἐν ὀφθαλμοῖς σου τιμιωτέρα». Καὶ γίνεται ἀκόμη ἀποδοτικωτέρα, ἐὰν τὴν προσφέρωμεν κατὰ τὰς νυκτερινὰς ὥρας.
Ἄφησε τὰ πάντα εἰς τὸν Θεόν, μᾶς λέγει ὁ ἴδιος εἰς κάθε ἕνα. Κάνε τὸ ἔργον σου καὶ ὁ νοῦς σου εἰς τὴν εὐχήν! Καὶ διάλεξε καλὸν ὁδηγόν, χειραγωγὸν εἰς Χριστόν.
Πρέπει ὅμως νὰ ὑπογραμμίσωμεν, ὅτι εἰς τὸ θέμα τῆς πνευματικῆς ζωῆς τὰ πάντα ἐνεργεῖ ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, καί, ἑπομένως, ἠμποροῦμεν νὰ εἴμεθα ἥσυχοι.
Τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ, ἡ νοερὰ προσευχὴ εἶναι, λέγουν οἱ ἅγιοι Πατέρες, μυροδοχεῖον. Τὸ ἀνοίγεις, τὸ γέρνεις καὶ χύνεται τὸ μύρον, πληροῦται εὐοσμίας ὁ τόπος. Βοᾷς τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ» καὶ ἀναδίδεται ἡ εὐωδία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, λαμβάνεις «ἀῤῥαβῶνα Θείου Πνεύματος». Διότι «τὸ ἅγιον Πνεῦμα συμπάσχον ἡμῖν ἐπιφοιτᾷ» καὶ «προτρέπεται εἰς ἔρωτα πνευματικῆς προσευχῆς». Καί, μάλιστα, προσεύχεται καὶ αὐτό, ἀντὶ δι᾿ ἡμᾶς ποὺ ξεχνούμεθα καὶ ἀναλαμβάνει τὰ ὑστερήματά μας, τὰς ἀκαθαρσίας ἡμῶν, τὴν πτωχείαν τῆς ὑπάρξεώς μας. Διότι εἴμεθα ἕκαστος ναὸς τοῦ Θεοῦ καὶ ὅταν προσευχώμεθα γινόμεθα ἱερουργοὶ τοῦ μεγάλου μυστηρίου. Δι᾿ αὐτὸ λέγει πολύ-πολὺ ὄμορφα ἕνας Πατὴρ τῆς Ἐκκλησίας: «Πάρε ἕνα θυμιατὸ νὰ θυμιάσῃς, διότι ὁ Χριστὸς εἶναι ἐδῶ εἰς τὴν καρδίαν σου, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἀνατέλλει τὸ Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ». Καὶ πάλιν ἀλλαχοῦ λέγει- «ὅταν ἀκούωμεν κανένα θυμιατὸ νὰ κτυπάῃ, ἂς ἐνθυμούμεθα ὅτι ναὸς εἴμεθα ἡμεῖς, καὶ ἂς νιώθωμεν νοερῶς ὅτι θυμιάζομεν τὸν Χριστόν, ποὺ εἶναι μέσα εἰς «ἡμᾶς, καί, ἔτσι, νὰ προσκυνῶμεν ταύτην τὴν σκηνὴν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».
Σκεφθῆτε, μέσα μας εἶναι ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ, ἡ κατοικία Του, ὅπου «τὸν ἀσώματον ἐν σώματι περιορίζομεν», δι᾿ ὃ καὶ μέσα μας ἐπιτελεῖται μία «τῶν ἐπουρανίων προσκύνησις». Μαζί Του εἶναι καὶ ὅλοι οἱ ὁμογάλακτοί μας Ἅγιοι, ποὺ ἐθήλασαν ἀπὸ τὸν μαστὸν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Εἶναι ἰδικοί μας ἀδελφοὶ καὶ φίλοι, ποὺ μᾶς περιμένουν, μᾶς ἀγαποῦν καὶ μᾶς καθιστοῦν μακαρίους, ὅπως λέγει ὁ Προφήτης Ἡσαΐας- «μακάριος ὃς ἔχει οἰκείους ἐν Ἱερουσαλήμ», εἰς τὸν οὐρανόν. Ἐνθυμεῖσθαι αὐτὸ ποῦ ἔλεγεν ὁ Χριστός; «Εἰσὶ τινὲς τῶν ὧδε ἐστηκότων, οἵτινες οὐ μὴ γεύσωνται θανάτου, ἕως ἂν ἴδωσι τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ἐληλυθυίαν ἐν δυνάμει». Αὐτὸ ἐφαρμόζεται καὶ εἰς ἡμᾶς. Τὸ Πνεῦμα μας ἀξιώνει, ὅταν προσευχώμεθα, νὰ κατανοῶμεν τὸν Θεὸν καὶ νὰ ζῶμεν τὰ μυστήρια αὐτά. Καὶ φθάνουν οἱ Ἅγιοι νὰ γνωρίζουν τὸν Χριστόν, Αὐτὸν διὰ τὸν ὁποῖον λέγουν, ὅτι κανεὶς δὲν Τὸν βλέπει καὶ κανεὶς δὲν Τὸν ἠξεύρει. Καὶ ὅμως! Διὰ τῆς προσευχῆς κατανοοῦμεν «τὸ ἀπερινόητον καὶ τὸ ὑπερφαὲς περιεχόμενον τοῦ Θεοῦ μας», ἀφοῦ ἡ τοῦ Πνεύματος Χάρις πάσης πηγῆς ἀναβλύζει, δι᾿ ἧς καὶ τὸ ἄῤῥητον κάλλος τοῦ Θεοῦ μας διδάσκει.
Καὶ ἂν ἡμεῖς δὲν φθάσωμεν ἐκεῖ, πάλιν θὰ μᾶς φέρῃ ἡ εὐχὴ εὐλογίας, παρηγορίαν, εὐχαρίστησιν, συγχώρησιν, σωτηρίαν, «ἐκάστῳ ὡς συμφέρει».
Τέλος, ἂς ἴδωμεν καὶ πῶς βιοῦται ἐν Ἁγίῳ Ὄρει ἡ προσευχή.
Λέγει ἕνας ἀσκητὴς ἁγιορείτης (δὲν λέγω τὸ ὄνομά του, διότι ζῇ): «Ἄχ! εἰκοσιτέσσαρες ὧρες τὸ εἰκοσιτετράωρον δὲν μοῦ φθάνουν νὰ προσεύχωμαι!» Νιώθετε, τί προσευχὴ κάνει αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος; Ἀντιλαμβάνεσθε πόσον ἔχει ἡδύτητα, ἐφ᾿ ὅσον τὰ μάτια του καὶ ἡ καρδιά του νοερῶς στρέφονται ὁλονὲν πρὸς τὸν Θεόν; Ὅποιος δοκιμάση τὴν γλυκύτητα τοῦ Θεοῦ, ἔτσι θὰ λέγῃ καὶ αὐτός.
Ναί, προσεύχονται εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος, μέσα εἰς τὰ Μοναστήρια καὶ ἔξω ἀπὸ τὰ Μοναστήρια. Μορφαὶ μεγάλαι ἀνεδείχθησαν τὰ τελευταῖα χρόνια, ὅπως ὁ Δανιὴλ ὁ Κατουνακιώτης, ὁ Καλλίνικος ὁ Ἡσυχαστὴς καὶ τόσοι ἄλλοι.
Ἕνας ἰδικός μας μοναχός, ποὺ ἐκοιμήθη ἐδῶ καὶ ὀλίγα χρόνια, ὁ γερο-Ἀρσένιος, ὁ εὐλογημένος, οὔτε νὰ κοιμηθῇ δὲν ἤθελε, ἀλλὰ ἐκρέματο ἀπὸ κάτι σχοινιά – κρεμαστήρας – καὶ προσηύχετο ἀκουμβῶν εἰς ἓν ξύλον διὰ νὰ προσεύχεται, ὅπως καὶ πάμπολλοι μοναχοὶ ἔπραττον. Ὅταν προσηύχετο καὶ ἔκαμε μετανοίας, κτυποῦσε τὸ κεφάλι του εἰς τὸ πάτωμα. Ἔλεγεν: «Εἶμαι ἁμαρτωλὸς καὶ δὲν θ᾿ ἀκούῃ τὴν προσευχήν μου ὁ Θεός- ν᾿ ἀκούῃ τουλάχιστον τὰ κτυπήματα τῆς κεφαλῆς μου. Ἡ ἁμαρτία μου εἶναι τόση, ποὺ δὲν βγαίνει ἡ εὐχὴ ἀπὸ τὸ λαρύγγι μου». Καὶ εἶχε μίαν χαράν! Συνεχῶς προσηύχετο. Νὰ ἐβλέπατε τὸ πρόσωπόν του. Ἂν ἐβλέπατε πῶς ἐκοιμήθη, θὰ ἐλέγατε: «Ἀλήθεια, μακάριος ὁ θάνατος ἑνὸς ὁσίου».
Ἕνας ἄλλος μοναχός, προσευχόμενος μίαν νύκτα, μέσα εἰς τὴν ἀκολουθίαν, ὁ νοῦς του ξέφυγε καὶ ἐπέταξεν ἐπάνω εἰς τὴν θάλασσαν, ἐπῆγεν εἰς τὰ βουνὰ καὶ εἰς τὰ λαγκάδια, ἀγνάντεψε τὰ δένδρα, τὰ λουλούδια, τὰ ψάρια τῆς θαλάσσης, τὰ βουνά, τὰ νησιά, ἐπεσκόπευσε τὴν γῆν καὶ τὸν οὐρανόν, καὶ εἶδε καὶ ἤκουσεν, ὅτι ὅλα δοξολογοῦν τὸν Θεόν. Ἀπὸ τὴν ἡμέραν ἐκείνην δὲν ἠμποροῦσε νὰ σταθῇ καθόλου- καὶ ἀπὸ τοὺς ὀξυδρόμους ὀφθαλμούς του δὲν ἐσταμάτησαν τὰ δάκρυα- εἶδε καὶ ἔλεγεν ὅτι ἡ ἄψυχος κτίσις ἐκχέει τὰ δάκρυά της μὲ τὴν δοξολογίαν- «καὶ ἐγώ, ποὺ ἔχω ψυχήν, εἶμαι μέσα εἰς τὴν ἁμαρτίαν».
Εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος δὲν ἔλειψαν ποτὲ οἱ ἡσυχαστικοὶ καὶ νηπτικοὶ μοναχοί, ἀδιακόπως ἕως σήμερα. Ἂς μνημονεύσωμεν ἐδῶ καὶ τὸν ἅγιον Σιλουανόν, ποὺ ἡ ζωή τοΥ ἦτο διαρκὴς καὶ ἀστείρευτος προσευχή.
Τὰ τελευταῖα χρόνια ἕνας ἄλλος ἀσκητής, ὁ Γερό-Ἰωσὴφ ὁ Σπηλαιώτης, ἀφιέρωσε τὴν ζωήν του εἰς τὴν εὐχήν, τὴν ὁποίαν ἐρρόφησε βαθειά, τὴν ἔκανε ἰσχὺν αὐτοῦ καὶ τὴν ἔζησε μὲ ἓν βίωμᾳ γλυκείας ἐντρυφήσεως τοῦ Παραδείσου. Πολλοὶ καὶ τώρα εἶναι πνευματικά του ἔγγονα.
Ἀπὸ τὸ Ὄρος μετεδόθη πανταχοῦ ἡ νοερὰ προσευχή. Ἀπ᾿ ἐδῶ διέδωσεν ὁ ἁγιορείτης Παΐσιος Βελιτσκόφσκι τὴν εὐχὴν εἰς τοὺς Σλαύους. Ὡσαύτως ὁ π. Σωφρόνιος, ἁγιορείτης καὶ αὐτός, εἰς τὴν Εὐρώπην.
Ἐπέδρασεν ὁ Ἄθως καὶ εἰς τὸν Ἅγιον Ἀθανάσιον τῶν Μετεώρων, εἰς τὸν Ἅγιον Διονύσιον Ὀλύμπου, ποὺ ἐνέπνευσαν πολλοὺς ἄλλους. Δὲν ἀριθμοῦνται. Συμεὼν Μονοχίτων, Ἰάκωβος ὁ Γέρων, ἅγιος Θεωνᾶς, Κολλυβᾶδες. Ἡ εὐχὴ ἔτρεξεν εἰς ὅλον τὸν κόσμον. Ἔτσι εἰς τὴν Ρωσίαν ἔχομεν Ἅγια Ὄρη! Καὶ εἰς τὴν Σερβίαν ἔχομεν Ἅγια Ὄρη! Ὅπου καὶ ἂν πάῃ κανείς. Σήμερον ἔχομεν καὶ εἰς τὴν Εὐρώπην Μοναστήρια ἀπὸ ἁγιορείτας, οἱ ὁποῖοι τί ἄλλο κάνουν, ἀπὸ τὸ νὰ διαδίδουν τὴν νοερὰν προσευχὴν ὅσον δύνανται.
Τί θὰ ἦτο, ἀγαπητοί μου, ἡ ζωή μας χωρὶς τὴν προσευχὴν αὐτήν;
Καὶ τί εἶναι ὁλόκληρος ὁ κόσμος χωρὶς τὴν εὐχήν;
Μία καρδιὰ ποὺ δὲν ἔχει τὴν προσευχὴν αὐτήν, μοῦ φαίνεται, ὅτι ὁμοιάζει μὲ μίαν νάϋλον σακκούλα, ποὺ βάζεις τώρα κάτι μέσα, ἀλλὰ ποὺ θὰ σχισθῇ γρήγορα καὶ θὰ τὴν πετάξῃς.
Ἐκεῖνο ποὺ νοηματίζει τὴν ζωὴν ὅλην καὶ τὴν ὕπαρξίν μας, διότι δίδει τὸν Θεόν, εἶναι ἡ προσευχή μας.
Λέγουν, ὅτι θὰ ἔλθῃ ἡ συντέλεια τῆς ζωῆς, ὅταν σταματήσουν νὰ προσεύχωνται οἱ ἄνθρωποι. Ἀλλὰ εἶναι δυνατὸν νὰ σταματήσουν ποτὲ νὰ προσεύχωνται; Ὄχι, διότι πάντοτε θὰ ὑπάρχουν οἱ ἀγαπῶντες τὸν Κύριον. Καὶ ὅσον τοιαῦται ψυχαὶ ὑπάρχουν, δὲν θὰ χαθῇ ὁ κόσμος. Ἡ προσευχὴ ἡ ἀδιάλειπτος τὸν ποτίζει μυστικά.
Ἀντιθέτως κάποτε θὰ ἀνακαινισθῇ ὁ κόσμος καί, ὅπως ἕως τώρα συνώδινε καὶ συνωδίνει μετὰ τοῦ ἀνθρώπου διὰ τὴν φθορὰν τῆς φύσεως, τότε ποὺ θὰ γίνῃ καινὴ γῆ καὶ καινοὶ οὐρανοί, θὰ συναγάλλεται ἐπὶ τῇ αἰωνίῳ εὐφροσύνῃ καὶ δόξῃ τοῦ ἀνθρωπίνου γένους μέσα εἰς τὴν θεϊκὴν φωτοχυσίαν.
«Όταν επισκέπτεται ο πόνος τον άνθρωπο, τότε του κάνει επίσκεψη ο Χριστός!»
(Αγ. Παΐσίου του Αγιορείτου)
(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)
Οι δοκιμασίες βοηθούν να συνέλθουν οι άνθρωποι
Γέροντα, μαθαίνω για την ταλαιπωρία των δικών μου. Θα τελειώσουν ποτέ τα βάσανά τους;
– Κάνε υπομονή, αδελφή μου, και μη χάνεις την ελπίδα σου στον Θεό. Όπως κατάλαβα από όλες τις δοκιμασίες που περνούν οι δικοί σου, ο Θεός σας αγαπάει και επιτρέπει όλες αυτές τις δοκιμασίες για ένα λαμπικάρισμα πνευματικό ολόκληρης της οικογένειας. Εάν εξετάσουμε κοσμικά τις δοκιμασίες της οικογένειάς σου, φαίνεστε δυστυχισμένοι.
Εάν όμως τις εξετάσουμε πνευματικά, είστε ευτυχισμένοι, και στην άλλη ζωή θα σας ζηλεύουν όσοι θεωρούνται σε τούτη την ζωή ευτυχισμένοι. Με αυτόν τον τρόπο ασκούνται και οι γονείς σου, μια που τον αρχοντικό τρόπο, τον πνευματικό, δεν τον γνωρίζουν η δεν τον καταλαβαίνουν. Πάντως, κρύβεται ένα μυστήριο στις δοκιμασίες του σπιτιού σου, αλλά και σε ωρισμένα άλλα σπίτια, ενώ γίνεται τόση προσευχή! «Τις οίδε τα κρίματα του Θεού;». Ο Θεός να βάλη το χέρι Του και να δώση τέρμα στις δοκιμασίες.
Γέροντα, δεν γίνεται οι άνθρωποι να συνέλθουν με άλλον τρόπο και όχι με κάποια δοκιμασία;
– Πριν επιτρέψη ο Θεός να έρθη μια δοκιμασία, εργάστηκε με καλό τρόπο, αλλά δεν τον καταλάβαιναν, γι ̓ αυτό μετά επέτρεψε την δοκιμασία. Βλέπετε, και όταν ένα παιδί είναι ανάποδο, στην αρχή ο πατέρας του το παίρνει με το καλό, του κάνει τα χατίρια, αλλά, όταν εκείνο δεν αλλάζη, τότε του φέρεται αυστηρά, για να διορθωθή. Έτσι και ο Θεός μερικές φορές, όταν κάποιος δεν καταλαβαίνη με το καλό, του δίνει μια δοκιμασία, για να συνέλθη.
Αν δεν υπήρχε λίγος πόνος, αρρώστιες κ.λπ., θα γίνονταν θηρία οι άνθρωποι· δεν θα πλησίαζαν καθόλου στον Θεό.
Η ζωή αυτή είναι ψεύτικη και σύντομη· λίγα είναι τα χρόνια της. Και ευτυχώς που είναι λίγα, γιατί γρήγορα θα περάσουν οι πίκρες, οι οποίες θα θεραπεύσουν τις ψυχές μας σαν τα πικροφάρμακα. Βλέπεις, οι γιατροί, ενώ οι καημένοι οι άρρωστοι πονούν, τους δίνουν πικρό φάρμακο, γιατί με το πικρό θα γίνουν καλά, όχι με το γλυκό. Θέλω να πω ότι και η υγεία από το πικρό βγαίνει, και η σωτηρία της ψυχής από το πικρό βγαίνει.
Με τον πόνο μας επισκέπτεται ο Χριστός
Άνθρωπος που δεν περνάει δοκιμασίες, που δεν θέλει να πονάη, να ταλαιπωρήται, που δεν θέλει να τον στενοχωρούν η να του κάνουν μια παρατηρήση, αλλά θέλει να καλοπερνάη, είναι εκτός πραγματικότητος. «Διήλθομεν διά πυρός και ύδατος, και εξήγαγες ημάς εις αναψυχήν», λέει ο Ψαλμωδός.
Βλέπεις, και η Παναγία μας πόνεσε και οι Άγιοί μας πόνεσαν, γι ̓ αυτό και εμείς πρέπει να πονέσουμε, μια που τον ίδιο δρόμο ακολουθούμε. Με την διαφορά ότι εμείς, όταν έχουμε λίγη ταλαιπωρία σ ̓ αυτήν την ζωή, ξοφλούμε λογαριασμούς και σωζόμαστε. Αλλά και ο Χριστός με πόνο ήρθε στην γη. Κατέβηκε από τον Ουρανό, σαρκώθηκε, ταλαιπωρήθηκε, σταυρώθηκε. Και τώρα ο Χριστιανός την επίσκεψη του Χριστού έτσι την καταλαβαίνει, με τον πόνο.
Όταν επισκέπτεται ο πόνος τον άνθρωπο, τότε του κάνει επίσκεψη ο Χριστός.
Ενώ, όταν δεν περνάη ο άνθρωπος καμμιά δοκιμασία, είναι σαν μία εγκατάλειψη του Θεού. Ούτε ξοφλάει, ούτε αποταμιεύει. Μιλάω βέβαια για έναν ο οποίος δεν θέλει την κακοπάθεια για την αγάπη του Χριστού. Σου λέει: «Έχω την υγεία μου, έχω την όρεξή μου, τρώω, περνάω μια χαρά, ήσυχα…», και δεν λέει ένα «δόξα Σοι ο Θεός».
Τουλάχιστον, αν αναγνωρίζη όλες αυτές τις ευλογίες του Θεού, κάπως τακτοποιείται η υπόθεση. «Δεν μου άξιζαν αυτά, να πη, αλλά, επειδή είμαι αδύνατος, γι ̓ αυτό ο Θεός με οικονομάει». Στον βίο του Αγίου Αμβροσίου αναφέρεται ότι κάποτε ο Άγιος φιλοξενήθηκε με την συνοδεία του στο σπίτι κάποιου πλουσίου.
Βλέποντας ο Άγιος τα αμύθητα πλούτη του τον ρώτησε αν είχε καμμιά φορά δοκιμάσει κάποια θλίψη. «Όχι, ποτέ, του απάντησε εκείνος. Τα πλούτη μου συνέχεια αυξάνονται, τα κτήματά μου ευφορούν, ούτε πόνο έχω, ούτε αρρώστια είδα ποτέ». Τότε ο Άγιος δάκρυσε και είπε στην συνοδεία του: «Ετοιμάστε τα αμάξια να φύγουμε γρήγορα από ̓δω, γιατί αυτόν δεν τον επισκέφθηκε ο Θεός!». Και μόλις βγήκαν στον δρόμο, το σπίτι του πλουσίου βούλιαξε! Η καλοπέραση που είχε ήταν εγκατάλειψη Θεού.
Πηγή: Από το βιβλίο Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου (νυν οσίου Παϊσίου) «Οικογενειακή Ζωή, Λόγοι δ’» έκδοση Ιερού Ησυχαστηρίου «Ευαγγελιστής Ιωάννης Θεολόγος» Σουρωτή Θεσσαλονίκης. – pemptousia.gr
Γη, άκουσε τα λόγια ενός ανθρώπου που μετανοεί
(Αγίου Σωφρονίου του Έσσεξ)
Όταν προσευχόμαστε: «Καταξίωσον, Κύριε, εν τη ημέρα ταύτη αναμαρτήτους φυλαχθήναι ημάς», είναι φοβερά δύσκολο να κρίνουμε εμείς οι ίδιοι, αν η ημέρα πέρασε καλά, αναμάρτητα ή, αντίθετα, εάν διαπράξαμε αμαρτίες χωρίς να το καταλάβουμε, όπως λέει ο Ψαλμωδός: «Εκ των κρυφίων μου καθάρισόν με» (Ψαλμ. 18:13). Όντως, η αμαρτία ενεργεί συχνά μέσα μας κατά τρόπο τόσο λεπτό, ώστε να μη μπορούμε να την αντιληφθούμε.
Την τελευταία φορά σας ανέφερα μερικούς λόγους από τον Μέγα Κανόνα του αγίου Ανδρέα Κρήτης. Ασφαλώς πρόκειται περί ενός εξαιρετικού έργου, από το οποίο μπορούμε να μάθουμε πολλά. Προφανώς είναι πράγμα θαυμαστό να βλέπει κανείς τον άγιο Ανδρέα να προσφέρει την προσευχή του στον Θεό ανακαλώντας στη μνήμη όλο το περιεχόμενο της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, ως και τις προφητείες που αφορούν το τέλος του κόσμου, την τελική κρίση των ανθρώπων.
Πόσο αξιοπρόσεκτη είναι η περικοπή του αγίου Ανδρέα που λέει: «Πρόσεχε, Ουρανέ, και λαλήσω. Γη, ενωτίζου φωνής μετανοούσης Θεώ» (β’ ωδή, 1ο τροπάριο. Βλ. Δευτερ. 32:1, Ησ. 1:2).
Παρατηρήστε το παράδοξο αυτής της καταστάσεως: Ένας μόνος άνθρωπος μετανοεί για τις αμαρτίες του, αλλά το γεγονός αυτό λαμβάνει υπερκόσμιες διαστάσεις. Και αυτή η τόλμη μας εκπλήσσει: «Ουρανέ, πρόσεχε αυτό που θα σου πω». Είναι φωνή ενός ανθρώπου που μετανοεί.
Ο Σιλουανός εξ ιδίας πείρας γράφει ότι ο θρήνος του Αδάμ ανάγκασε όλη την κτίση να σιωπήσει και να προσέξει τα δάκρυά του. Είναι καλό να συνειδητοποιήσουμε ότι μέσα στη μοναχική ζωή εισερχόμαστε σ’ αυτήν ακριβώς την πραγματικότητα. Αντιλαμβάνεσθε τη διαφορά που υπάρχει μεταξύ του εν Χριστώ ανθρώπου, του «αναγεννημένου» ανθρώπου και εκείνου που δεν γνωρίζει τον Χριστό. Ο Μωυσής, και μετά απ’ αυτόν και άλλα τέκνα του Αδάμ, χρησιμοποίησαν με τόλμη αυτούς τους λόγους. Η μετάνοια ενός ανθρώπου είναι ένα γεγονός εξαιρετικά τραγικό, εξαιρετικά μεγάλο.
Εάν ο Δημιουργός Θεός αποφάσισε να σαρκωθεί και να ζήσει με τους ανθρώπους, είναι για να δείξει σ’ όλους μας ότι είμαστε πλασμένοι κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να μπορούμε να δεχτούμε τη ζωή του ιδίου του Θεού και να την κατέχουμε αιωνίως. Αλλά αυτή η μυστική ζωή δεν μπορεί να εκφραστεί με ανθρώπινους λόγους.
Συγχωρείστε με, εάν δεν μιλώ γι’ αυτήν την εσχάτη πραγματικότητα, διότι η ανθρώπινη γλώσσα παραμορφώνει το αληθινό πνεύμα. Όμως παρ’ όλα αυτά θα βιώσετε το νόημα της προσευχής: «Καταξίωσον, Κύριε, εν τη ημέρα ταύτη – εν τη νυκτί ταύτη, εν τη ώρα ταύτη – αναμαρτήτους φυλαχθήναι ημάς», δηλαδή σε μία θεία κατάσταση, η οποία και μόνο είναι «αναμάρτητη».
Όπως ακριβώς ο άγιος Ανδρέας Κρήτης αρχίζει τον Κανόνα του με τη δημιουργία του κόσμου: «Τον πρωτόπλαστον Αδάμ τη παραβάσει παραζηλώσας» (α’ ωδή, 3ο τροπ.), από τον πρώτο άνθρωπο έως την τελική Κρίση, κατά τον ίδιο τρόπο και μεις φέρουμε τη μνήμη τους μέσα μας.
Ο Θεός και όλοι οι Άγιοι γνωρίζουν καθεμιά από τις εξωτερικές κινήσεις μου και ειδικά τις κινήσεις του πνεύματος και της καρδίας μου. Έχοντας μαρτυρία αυτής της τάξεως θα προσπαθούμε να ζούμε απλά, αλλά προσέχοντας να μη διαπράττουμε κανένα αμάρτημα. Αλλά δεν μπορούμε να το επιτύχουμε αυτό, εκτός εάν ικετεύουμε τον Θεό μετά δακρύων να μας φυλάξει από κάθε αμαρτία.
Όταν ο άνθρωπος φυλάσσεται από τον Θεό, εκφράζεται στο εξής ως αληθινό πρόσωπο: «Πρόσεχε, Ουρανέ, σ’ αυτά που θα πω· Γη, άκουσε τα λόγια ενός ανθρώπου που μετανοεί». Τότε κάθε τι που συμβαίνει στη γη θα προκαλεί στον νου και στην καρδιά μας αντιδράσεις διαφορετικές από εκείνες που συνήθως παρατηρεί κανείς. Όλη η ζωή μας μπορεί να λάβει χαρακτήρα αγιότητας, σύμφωνα με τον λόγο του Κυρίου που είπε: «Ο ουρανός και η γη παρελεύσονται, οι δε λόγοι μου ου μη παρέλθωσι» (Ματθ. 24:35).
Βλέπετε τι λόγους μας απευθύνει ο Κύριος: «Εγώ νενίκηκα τον κόσμον» (Ιω. 16:33). Ο Κύριος ανήλθε στον Ουρανό για να καθίσει εκ δεξιών του Πατρός. Με ποια συνείδηση ζουν οι Χριστιανοί; Όσο ζούμε, ας προσπαθούμε να γνωρίσουμε αυτό το πνεύμα και τότε ο λόγος που απηύθυνε ο άγιος Ανδρέας στον Κανόνα του θα γίνει κατανοητός: «Ημαύρωσα της ψυχής το ωραίον ταις των παθών ηδοναίς…» (β’ ωδή, 6ο τροπ.).
Πηγή: Από το περιοδικό “Ο ΟΣΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ”, Έκδ. Ι. Μ. Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, τ. 18 (1993), άρθρο: «Πρόσεχε ουρανέ και λαλήσω, γη ενωτίζου φωνής μετανοούσης Θεώ», σελ. 12 (αποσπάσματα).
Λόγος εις την πάνσεπτον Κοίμησιν της Υπεραγίας Θεοτόκου
(Αγίου Ιωάννη Ευχαΐτων)
ΙΗ. Τα τωρινά αποτελούν την επισφράγιση όλων εκείνων και την ακλόνητη συμπλήρωση τους· είναι συγχρόνως η τελευταία και η πρώτη και η σπουδαιότερη από τις εορτές· ως προς το χρόνο και τη σειρά τελευταία, ως προς δε τα άλλα, κατά τη σημασία της και την αξία της σπουδαιότατη.
Αναπηδά το πνεύμα μου σ’ αυτά τα παρόντα και η καρδιά μου δονείται και εξετάζει με προσοχή μερικούς λόγους βαθείς κατά το συλλογισμό και άξιους της μεγαλοπρέπειας του θαύματος· υψώνεται, μεταφέρεται στον ουρανό ο έμψυχος θρόνος του Θεού· ανυψώνεται η κιβωτός της δόξας· η πηγή του φωτός μετοικεί κοντά στο φως· ο θησαυρός της ζωής πηγαίνει κοντά στη ζωή. Ακόμα πόσο σπουδαία είναι τα θαύματα που συμβαίνουν κατά την αποδημία!
ΙΘ’.Ο Χριστός ο ίδιος από πάνω τότε την υποδέχεται περιστοιχιζόμενος από τις προσφιλείς και υπηρετικές σ’ αυτόν δυνάμεις που περιφέρονται κυκλικά· και σ’ αυτήν που τον εναγκαλιζόταν ως φιλόστοργη σε πολύ μεγάλο βαθμό αληθινά ανταποδίδει τον εναγκαλισμό· και συμβαίνει θαυμαστή μείξη και αρμονία του γεγονότος. Ο Δεσπότης οδηγεί τη Δέσποινα, ο Βασιλιάς τη Βασίλισσα, ο Γαμπρός τη Νύφη, ο Γιός τη Μητέρα, την Παρθένο ο αμόλυντος, την Αγία ο Άγιος, αυτός που βρίσκεται πέρα απ’ όλα την υψηλοτέρα όλων και συνοδεύουν οι άγγελοι την ενδοξότερη από τους αγγέλους· και προστρέχουν οι άνθρωποι και θλίβονται οι απόστολοι αφού αμέσως παρουσιάστηκαν αθρόα ο καθένας από αλλού, και για να μιλήσω κάπως καταλληλότερα, δε γνωρίζω από που, από τον αέρα, αφού συντόμευσαν την απόσταση προς τη γη.
Παράδοξη αφθονία βροχής! οδοιπόρα πτηνά! Μετακινούμενα σύννεφα! «Τίνες οίδε, ως νεφέλαι, πέτανται» όλως διόλου μαζί μας απορεί ο Ησαΐας. Ποιός είναι ο λόγος του τόσο παράδοξου νεωτερισμού; πώς τόσο επίγειο στράτευμα από τον ουρανό; Γιατί δεν είναι τοιουτοτρόπως ένας, μόνο ο Ηλίας που περιπατεί στον αέρα· ούτε ένας ο Αββακούμ μετέωρος πάνω στα σύννεφα· αλλά ούτε μόνο ο Παύλος ανέβηκε από τη γη στον τρίτο ουρανό· αλλά από τον ουρανό στη γη μαζί με πολλούς άλλους παρευρίσκεται. Γιατί για πολύ μεγάλο μυστήριο απαιτούνταν και πολλοί λειτουργοί.
Κ’. Αυτή μεν λοιπόν στα αληθινά δεσποτικά χέρια παραδομένη οδηγείται στο βασιλικό θρόνο «εν ιματισμώ διαχρύσω περιβεβλημένη πεποικιλμένη» σύμφωνα με τη γνωστή παλιά προφητεία γι’ αυτήν και αναλαμβάνει τη δική της βασιλεία και δόξα, αφού τοποθετήθηκε σαν βασίλισσα στα δεξιά του Βασιλιά σε συμμετοχή ίση της παντοτινής ευδαιμονίας. Άλλοι δε κάνουν λόγο για ταφή και ενασχολούνται με το αμόλυντο και θεοδόχο σώμα…
Αλλά κανείς ας μην είναι επιφυλακτικός, ούτε να εμπλέκεται σε επικίνδυνο πειραματισμό· γιατί σε πρωτοφανέρωτα γεγονότα συμβαίνουν πρωτοφανέρωτα πράγματα και σ’ αυτά που είναι πάντοτε παράδοξα συμβαίνουν παράδοξα. Γι’ αυτό και η γη δε θα άντεχε να κρατά το επουράνιο, ούτε η φθορά το άφθαρτο. Γι’ αυτό λοιπόν κι εκείνο ακολούθως την σηκώνει αυτήν και την απομακρύνει και τη ψυχή καθ’ ολοκληρίαν αμόλυντη, το καθ’ ολοκληρίαν άφθαρτο σώμα ακολουθεί από κοντά μεταφερόμενο από τέτοιους «δορυφόρους» με την ίδια τιμή προς την ίδια ανάπαυση και τέρμα μ’ αυτή. Εν τω μεταξύ σαν νεκρό κατά το νόμο της φύσεως οδηγούνταν σε τάφο, ανυψωνόμενο από τα αποστολικά και ιερατικά χέρια μα εγκωμιαζόμενο από γλώσσες και στόματα όσια…
Και συνακολουθείτε· ας υψώσουμε ψηλά τη φωνή μας· ας χτυπήσουμε τα χέρια μας· ας δοξάσουμε το Θεό με ψαλμούς, που κάνει τέτοια θαυμαστά πράγματα και ένδοξα και συναρπαστικά αναρίθμητα, τον «επί την ταπείνωσιν επιβλέψαντα της δούλης αυτού» όπως ακριβώς ομολογεί αυτή που είναι ανώτερη από τα Χερουβίμ και που τόσο λαμπρά ενήργησε από κοινού μ’ αυτήν. Ας μακαρίσουμε εμείς οι άνθρωποι τη μητέρα του Πλάστη, απ’ την οποία προήλθε η ανόρθωση και αναγέννηση του πλάσματος. Αψευδής προμαντεία αυτής της μεγάλης προφήτιδος είναι αυτό που είπε ότι θα καλοτυχισθεί απ’ όλες τις γενεές των ανθρώπων.
Μεγαλόπρεπα μεν λοιπόν και επάξια πρώτα μεν δέχεται το κατάλληλο καλοτύχισμα από τα ίδια τα άχραντα Ευαγγέλια που αναβοούν προς το δεσπότη τους συχνά «Μακαρία η κοιλία η βαστάσασά σε και μαστοί ους εθήλασας»· κατόπιν απ’ όλες τις γενεές των ανθρώπων, όπως έχει ήδη προλεχθεί, έχει καλοτυχισθεί και θα καλοτυχίζεται και στο μέλλον συνεχώς.
Ας μακαριστεί λοιπόν και τώρα κατ’ εξοχήν από μας και ας εκπληρωθεί πλουσιοπάροχα η οφειλόμενη φιλοφροσύνη από το τωρινό γένος μας. «Δότε αυτή από καρπού χειλέων αυτής» η σοφή παροιμία μάς προτρέπει στην κατάλληλη στιγμή· ο ίδιος θά ’λεγα μάλλον «από καρπού κοιλίας αυτής» και ας μεταφερθεί μέσα από κάθε ευλογία η ευλογημένη πρόξενος της ευλογίας· ας μην είναι κανείς αφιλόστοργος προς την ευεργέτιδα· ούτε κανείς να καταφρονήσει τη βασίλισσα, ούτε να φανεί κανείς αδιάφορος προς τη Δέσποινα· αλλά όλοι μας και όλες μας συγχρόνως με την αρμόζουσα κοσμιότητα ας παραστούμε στην κοινή αυτή γιορτή και μεταξύ μας από κοινού ας χαροποιηθούμε πανηγυρίζοντας, πλούσιοι και φτωχοί σπουδαίοι και ασήμαντοι, κλήρος και λαός, προερχόμενοι από ομόφυλους και ετερόφυλους και τόσο από τους άρχοντες, τόσο από τους αρχόμενους, τόσο από τους άνδρες όσο κι από τις γυναίκες.
Πηγή: «Κοίμηση», εκδ. Ακρίτας, σ. 116-120, απόσπασμα.
https://www.pemptousia.gr/2014/08/logos-is-tin-pansepton-kimisin-tis-i/
Λόγος εις την Μεταμόρφωσιν του Κυρίου Περί του Θαββωρίου φωτός
Oι Παναγίες της προσφυγιάς
Τα δύο μεγάλα ιστορικά γεγονότα της Γενοκτονίας του Ποντιακού Ελληνισμού (1919) και της Μικρασιατικής καταστροφής (1922) έγιναν αφορμή να μεταφερθούν ιερές Θεομητορικές εικόνες από τον Πόντο και την Μικρά Ασία στην Ελλάδα.
Παναγία Σουμελά
Σύμφωνα με την παράδοση, το 386 οι Aθηναίοι μοναχοί Bαρνάβας και Σωφρόνιος οδηγήθηκαν στις απάτητες βουνοκορφές του Πόντου μετά από αποκάλυψη της Παναγίας, με σκοπό να ιδρύσουν το μοναχικό της κατάλυμα. Eκεί, σε σπήλαιο της απόκρημνης κατωφέρειας του όρους, σε υψόμετρο 1063 μέτρα, είχε μεταφερθεί από αγγέλους η ιερή εικόνα της Παναγίας της Aθηνιώτισσας, την οποία, πάντα κατά την παράδοση, εικονογράφησε ο Eυαγγελιστής Λουκάς.
Mε ενέργειες του πρωθυπουργού της Eλλάδας Eλευθερίου Bενιζέλου, το 1930, όταν στα πλαίσια της προωθούμενης τότε ελληνοτουρκικής φιλίας ο Tούρκος Πρωθυπουργός Ισμέτ Ινονού επισκέφτηκε την Αθήνα, δέχτηκε μια αντιπροσωπεία να πάει στον Πόντο και να παραλάβει τα σύμβολα της Ορθοδοξίας και του Ελληνισμού.
Ήταν 9 Νοεμβρίου του 1931 όταν η εικόνα της Παναγίας Σουμελά επέστρεφε μαζί με τα άλλα ιερά κειμήλια της μονής στην Αθήνα από την Τραπεζούντα. Την αποστολή είχε αναλάβει ο ιερομόναχος Αμβρόσιος Σουμελιώτης.
H εικόνα φιλοξενήθηκε για 20 χρόνια στο Bυζαντινό Mουσείο της Aθήνας. Το 1951 ο Kρωμναίος οραματιστής και κτήτωρ Φίλων Kτενίδης έκανε πράξη την επιθυμία όλων των Ποντίων, με τη θεμελίωση της Νέας Παναγίας Σουμελά στις πλαγιές του Βερμίου στην Καστανιά της Βέροιας.
Παναγία η Μηχανιώτισσα
Η Νέα Μηχανιώνα συνδέεται άρρηκτα με την Παναγία Φανερωμένη, στην οποία οφείλει και την μεγάλη φήμη της. Είναι ο νέος τόπος, τον οποίο «ηηρετίσατο είς κατοικίαν έαυτής», όταν, μετά την φοβερή Μικρασιατική Καταστροφή, οι ξεριζωμένοι Μηχανιώτες της Χερσονήσου της Κυζίκου εγκαταστήθηκαν, ως πρόσφυγες, εδώ, φέρνοντας μαζί τους ό,τι ποιο ιερό είχαν, την Αγία και Θαυματουργό Εικόνα της Παναγίας Φανερωμένης, η οποία ήταν γι΄αυτούς πάντοτε «έν ταίς θλίψεσι βοηθός» και «έν τοίς κινδύνοις ρύστις και προστάτις έν τοίς πειρατηρίοις .»
Παναγία η Βουρλιώτισσα
Η Παναγία η επονομαζόμενη Βουρλιώτισσα της οποίας ο Ιερός Ναός βρίσκεται στην συμβολή της ομώνυμης οδού με την οδό Βρυούλων, τιμάται ως πολιούχος της Νέας Φιλαδέλφειας, μιας αμιγώς προσφυγικής μητρόπολης. Ο εορτασμός της Ιεράς Θαυματουργού εικόνας της Θεοτόκου της Οδηγήτριας, η οποία φυλάσσεται ως πολύτιμο θησαύρισμα από το έτος 1927, οπότε και μεταφέρθηκε από τα μαρτυρικά Βουρλά της Μικράς Ασίας, θα πραγματοποιείται την πρώτη Κυριακή του μήνα Οκτωβρίου όπως άλλωστε έχει ήδη αποφασιστεί από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος, μετά από πρόταση του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου κ. Κωνσταντίνου. Λέγεται ότι η εικόνα είχε φιλοτεχνιθεί από τον Αγιο Λουκά.
Παναγία η Γρηγορούσα
Μεταξύ των αρχαιολογικών χώρων της Βιβλιοθήκης του Αδριανού και της Ρωμαϊκής Αγοράς βρίσκεται ο ναός των Ταξιαρχών (Αρχάγγελοι Μιχαήλ και Γαβριήλ), ο οποίος ανοικοδομήθηκε εκ βάθρων το 1852. Αλλά και ο νεότερος ναός, εγεγραμμένος σταυροειδής μετά τρούλλου (με αξιοσημείωτη εικονογράφηση του επτανήσιου αγιογράφου Δ. Πελεκάση), υπέστη με τη σειρά του εκτεταμένη ανακαίνιση το 1922.
Το 1945 αφιερώθηκε στο ναό η μικρασιατική εικόνα της Παναγίας της Γρηγορούσας και το 1948 αναγνωρίστηκε ως προσκύνημα.
Παναγία Γουμερά
Βρίσκεται βόρεια και σε μικρή απόσταση από την Κοινότητα Μακρυνίτσας, στις νότιες υπώρειες του όρους Μπέλλες. Η επωνυμία της «Παναγία Γουμερά» αποτελεί ανάμνηση ομώνυμης μονής που υπήρχε σε περιοχή του Πόντου από το 10ο αιώνα.
Η Μονή Γενεθλίου της Θεοτόκου κτίστηκε το 1971 από τον εδρεύοντα στην Αθήνα σύλλογο «Παναγία Γουμερά», αποτελούμενο από πρόσφυγες του Πόντου και συγκεκριμένα από την περιοχή της «Παναγίας Γουμερά». Οι πρόσφυγες μετέφεραν από τη μονή του Πόντου παλαιό ευαγγέλιο, φορητή εικόνα της Θεοτόκου και κειμήλια εναποκείμενα σήμερα στη νέα ομώνυμη Μονή. Το καθολικό της μονής είναι μονόκλιτη βασιλική με τρούλλο.
Γοργοεπήκοος Μάνδρα Αττικής
Γύρω στα 1800 κάποιος μοναχός από το Άγιον Όρος ξεκίνησε να πάει στη Μικρά Ασία όπου υπήρχαν μετόχια αγιορείτικα, φέρνοντας μαζί του και αγιογραφημένες εικόνες για να τις πουλήσει. Μια από αυτές τις εικόνες, ποιος ξέρει με πόσες νηστείες και προσευχές αγιογραφημένη, ήταν της Παναγίας της επονομαζόμενης Γοργοεπηκόου. Την εικόνα αγόρασε στη Σμύρνη μια οικογένεια ευσεβής, πού με τα χρόνια την έδινε πολύτιμη κληρονομια σε κάθε πρωτότοκο. Έτσι ήρθε και στα χέρια της Ιφιγένειας.
Παναγία Παντοβασίλισσα
Οι πρώτοι κάτοικοι της Ραφήνας ήταν πρόσφυγες από την Τρίγλια της Βιθυνίας. Μετά την Μικρασιατική καταστροφή το 1923 εγκαθίστανται στην σημερινή περιοχή (με την βοήθεια του πλοιοκτήτη Φίλιππου Καβουνίδη, γαμπρού του Αγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης) φέρνοντας μαζί τους πολλά ιερά κειμήλια όπως η εικόνα της “Αγίας Επίσκεψης”, η οποία σήμερα φυλάσσεται στο Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών.
Ανάμεσα στα ιερά που έφεραν μαζί τους οι πρόσφυγες ήταν και η “εφέστιος” εικόνα της Παναγίας, γνωστή ως «Παναγία η Παντοβασίλισσα». Είναι η θαυματουργός Παναγία, η κυρά των προσφύγων Τριγλιανών που εναπόθεσαν τις ελπίδες τους κατά τα δύσκολα χρόνια του ξεριζωμού, αλλά και για όλους τους μετέπειτα κατοίκους της Ραφήνας και ευλαβείς προσκυνητές. Η πάνσεπτη εικόνα της Παναγίας πριν την Μικρασιατική καταστροφή κοσμούσε την παλαίφατη Σταυροπηγιακή Μονή Τρίγλιας και μετέπειτα Ενοριακό Ναό Παναγίας της Παντοβασίλισσας στην Τρίγλια της Βιθυνίας.
Η Ιερά εικόνα είναι έργο των πρώτων μεταβυζαντινών χρονών 14ος – 15ος αιώνας. Στην μπροστινή πλευρά η Παναγία “αριστεροκρατούσα” το Θείο Βρέφος στον τύπο της Οδηγήτριας ενδεδυμένη με ασημένιο σκαλιστό πουκάμισο. (εμφαίνονται μόνο τα πρόσωπα). Στο πίσω μέρος απεικονίζεται η Σταύρωση του Κυρίου μας από την οποία λείπει η μορφή της Παναγίας (αμφιπρόσωπη εικόνα ).
Η εικόνα φυλάσσεται στον ομώνυμο Ιερό Ναό της Ραφήνας.
«…και για την ψυχή του ανθρώπου καθισμένη στα γόνατα της Υπερμάχου Στρατηγού, πού ειχε στα μάτια ψηφιδωτό τον καημό της Ρωμιοσύνης, εκείνου του πελάγου τον καημό σαν ήβρε το ζύγιασμα της καλοσύνης…»
Γιώργος Σεφέρης, Ημερολόγιο καταστρώματος, Γ΄
Πηγές:
α) orthodoxianewsagency.gr
β) https://pantovasilissa.gr/
«Ο σκοπός της χριστιανικής ζωής είναι απόκτηση του Αγίου Πνεύματος Διάλογος με τον Μοτοβίλωφ»
(Άγιος Σεραφείμ του Σαρώφ)
Τον Σεπτέμβριο του 1831 ο γαιοκτήμων Νικόλαος Μοτοβίλωφ, ο οποίος ήταν βαρειά ασθενής, θεραπεύθηκε θαυματουργικά με την προσευχή του οσίου Σεραφείμ.
Μετά την θεραπεία του ο Μοτοβίλωφ έγινε πολύ τακτικός επισκέπτης της μονής. Κατά την διάρκεια μίας συνομιλίας του με τον όσιο Σεραφείμ, τέλη Νοεμβρίου του 1831, ευτύχησε να τον δει καταγλαϊσμένο από τη Χάρη και λάμποντα μέσα στο φως, και να ακούσει από αυτόν ότι η χριστιανική ζωή πρέπει να γίνει ζωή εν Αγίω Πνεύματι.
Να τι έγραψε σχετικά ο Μοτοβίλωφ στο σημειωματάριό του, το οποίο βρέθηκε στο αρχείο της μονής Ντιβιέγιεβο, όπου είχε γίνει μοναχή η χήρα Ελένη Μοτοβίλοβα:
Η ημέρα ήταν συννεφιασμένη· η γη είχε καλυφθεί από παχύ στρώμα χιονιού, το οποίο έπεφτε συνεχώς, όταν ο στάρετς Σεραφείμ με έβαλε να καθίσω δίπλα του σ’ ένα πεσμένο κορμό δένδρου.
«Ο Κύριος μού αποκάλυψε», μου είπε, «ότι στην παιδική σας ηλικία επιθυμούσατε να μάθετε ποιος είναι ο σκοπός της χριστιανικής ζωής. Σας συμβούλευαν να εκκλησιάζεσθε, να προσεύχεσθε, να κάνετε καλές πράξεις, διότι σε αυτά, σας έλεγαν, συνίσταται ο σκοπός της χριστιανικής ζωής. Αυτή η απάντηση όμως δεν μπορούσε να σας ικανοποιήσει. Όντως η προσευχή, η νηστεία, η αγρυπνία, όπως και όλη η χριστιανική άσκηση είναι καλά καθ’ εαυτά. Αλλά ο σκοπός τής ζωής μας δεν είναι μόνο να εκπληρώσουμε αυτά, διότι αυτά είναι μόνο μέσα. Ο πραγματικός σκοπός της χριστιανικής ζωής είναι να αποκτήσουμε το Άγιο Πνεύμα. Πρέπει να γνωρίζετε ότι μόνο εκείνο το καλό έργο που έχει γίνει από αγάπη προς τον Χριστό φέρει τους καρπούς τού Αγίου Πνεύματος. Σύμφωνα με αυτά η απόκτηση του Αγίου Πνεύματος είναι ο σκοπός της ζωής μας».
«Με ποια έννοια λέτε ότι πρέπει να κερδίσουμε το Άγιο Πνεύμα», ερώτησα εγώ, «δεν το καταλαβαίνω καλά αυτό». «Κερδίζω σημαίνει αποκτώ», μου απάντησε. «Εσείς γνωρίζετε σίγουρα τι σημαίνει αποκτώ χρήματα. Αυτό το ίδιο ισχύει και για το Άγιο Πνεύμα. Ο σκοπός της επίγειας ζωής για τον κοινό άνθρωπο είναι να κερδίσει χρήματα ή να αποκτήσει τιμές, διακρίσεις και βραβεία. Το Άγιο Πνεύμα είναι επίσης κεφάλαιο, και μάλιστα το αιώνιο κεφάλαιο και ο μοναδικός θησαυρός, αστείρευτος στον αιώνα. Κάθε έργο που έγινε από αγάπη Χριστού, φέρει την χάρη του Αγίου Πνεύματος· όμως τούτο κατορθώνεται ευκολότερα με την προσευχή, διότι αυτή αποτελεί το όργανο που διαθέτουμε. Μπορεί να τύχει να θέλετε να πάτε στην εκκλησία, αλλά η εκκλησία να μην είναι κοντά ή να έχει τελειώσει η ακολουθία. Ή έχετε ενδεχομένως επιθυμία να ελεήσετε κάποιον φτωχό, αλλά φτωχός δεν υπάρχει. Ίσως επιθυμείτε να γίνετε απαθής, αλλά δεν έχετε γι’ αυτό δυνάμεις. Για την προσευχή όμως υπάρχει πάντοτε δυνατότητα· αυτή είναι προσιτή τόσο στον πλούσιο, όσο και στον φτωχό, τόσο στον εγγράμματο, όσο και στον απλοϊκό, στον ισχυρό, όσο και στον αδύναμο, στον υγιή όσο και στον ασθενή, στον δίκαιο όσο και στον αμαρτωλό. Η δύναμη της προσευχής είναι τεράστια και περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο αυτή ελκύει το Άγιο Πνεύμα».
«Γέροντα», είπα, «όλη την ώρα μιλάτε για την χάρη του Αγίου Πνεύματος, την οποία πρέπει να αποκτήσουμε, αλλά πώς και πού μπορώ να την δω; Τα καλά έργα είναι ορατά. Άραγε το Άγιο Πνεύμα μπορεί να γίνει ορατό; Πώς μπορώ να γνωρίζω αν Αυτό είναι μαζί μου ή όχι;» «Η χάρη του Αγίου Πνεύματος, η οποία μας έχει δοθεί στο βάπτισμα, λάμπει στην καρδιά μας παρά τις αμαρτίες και τα σκοτάδια που μας περικυκλώνουν. Αυτή εμφανίζεται μέσα σε άρρητο φως σ’ εκείνους, με τους οποίους ο Κύριος αναγγέλλει την παρουσία Του. Οι άγιοι Απόστολοι αισθάνθηκαν χειροπιαστά την παρουσία του Αγίου Πνεύματος».
Εγώ τότε ερώτησα: «Πώς θα μπορούσα να γίνω και εγώ προσωπικά μάρτυς αυτού του πράγματος;» Ο π. Σεραφείμ με αγκάλιασε και μου είπε: «Αγαπητέ μου, εμείς είμαστε και οι δύο τώρα εν Πνεύματι. Γιατί δεν με κοιτάζετε;» «Γέροντα, δεν μπορώ να σας κοιτάξω διότι το πρόσωπό σας έγινε φωτεινότερο από τον ήλιο και τα μάτια μου έχουν θαμβωθεί». «Μη φοβείσθε, διότι και εσείς έχετε γίνει τώρα φωτοφόρος όπως και εγώ. Έχετε και εσείς τώρα πληρωθεί από το Άγιο Πνεύμα, αλλιώς δεν θα μπορούσατε να με δείτε έτσι όπως με βλέπετε». Και σκύβοντας κοντά μου, μου ψιθύρισε: «Παρακαλούσα τον Κύριο με όλη μου την καρδιά να σας αξιώσει να δείτε με τα σωματικά σας μάτια αυτή την κάθοδο του Αγίου Του Πνεύματος. Και να, με το μέγα Του έλεος παρηγόρησε την καρδιά σας, όπως θάλπει η μητέρα τα παιδιά της. Λοιπόν, αγαπητέ μου, γιατί δεν με κοιτάζετε; Μη φοβείσθε τίποτε, ο Κύριος είναι μαζί σας!»
Τον κοίταξα και με διαπέρασε ρίγος. Φαντασθείτε τον ήλιο στην πιο δυνατή λάμψη της μεσημβρινής ακτινοβολίας του και στο κέντρο του ήλιου να βλέπετε πρόσωπο ανθρώπου, ο οποίος συνομιλεί μαζί σας. Βλέπετε τις κινήσεις των χειλιών του, την έκφραση των ματιών του, ακούτε την φωνή του, αισθάνεστε ότι το ένα του χέρι είναι απλωμένο γύρω από τον ώμο σας, αλλά δεν βλέπετε ούτε αυτό το χέρι ούτε το πρόσωπο, παρά μόνο το εκτυφλωτικό φως που απλώνεται παντού γύρω σας και φωτίζει με την λάμψη του το χιόνι που καλύπτει το ξέφωτο και τις χιονονιφάδες που πέφτουν.
«Τι αισθάνεστε;» με ερώτησε. «Ησυχία και ειρήνη ανέκφραστη», είπα. «Και τι ακόμη αισθάνεστε;» «Να γεμίζει η καρδιά μου από άρρητη χαρά». «Αυτή η χαρά που αισθάνεστε είναι μηδαμινή όταν συγκριθεί με εκείνη την χαρά, για την οποία έχει γραφεί: οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη, α ητοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσιν αυτόν (Α’ Κορ. 2:9). Σε μας δόθηκε μία σκιά μόνο της χαράς αυτής· τι να πει κανείς για την πραγματική χαρά; Τι αισθάνεστε ακόμη, φιλόθεε;»
«Ανέκφραστη θερμότητα», είπα. «Τι είδους θερμότητα; Είμαστε στο δάσος, τώρα είναι χειμώνας και παντού γύρω μας χιόνι… Τι είδους θερμότητα είναι αυτή που αισθάνεστε;» Και εγώ αποκρίθηκα: «Όπως όταν λούζομαι με ζεστό νερό. Αισθάνομαι ακόμη ευωδία τέτοια που ποτέ μέχρι τώρα δεν έχω αισθανθεί». «Ξέρω, ξέρω», είπε εκείνος· «σας ερωτώ επίτηδες. Αυτή η ευωδία που αισθάνεστε είναι η ευωδία του Αγίου Πνεύματος. Και αυτή η θερμότητα για την οποία μιλάτε δεν υπάρχει στην ατμόσφαιρα, αλλά μέσα μας. Θερμαινόμενοι από αυτήν οι ερημίτες δεν φοβούνταν τον χειμώνα, διότι φορούσαν τον χιτώνα της χάριτος, ο οποίος αντικαθιστούσε το ένδυμα. Η βασιλεία του Θεού εντός υμών εστιν (Λουκ. 17:21). Η κατάσταση στην οποία τώρα βρισκόμαστε το αποδεικνύει. Να τι σημαίνει να είσαι πλήρης Πνεύματος Αγίου».
«Θα θυμάμαι το έλεος αυτό που μας επισκέφθηκε σήμερα;» ερώτησα. «Πιστεύω ότι ο Κύριος θα σας βοηθήσει να το διαφυλάξετε στην καρδιά σας, διότι αυτό δόθηκε όχι μόνο για μας, αλλά δια μέσου ημών και για τον υπόλοιπο κόσμο. Πορεύεσθε εν ειρήνη! Ο Κύριος και η Παναγία ας είναι μαζί σας!»
Όταν τον άφησα το όραμα δεν είχε παύσει: ο γέροντας βρισκόταν στην ίδια θέση που είχε στην αρχή της συνομιλίας μας και το άρρητο φως που είχα ιδεί με τα μάτια μου συνέχιζε να τον περιβάλλει.
Πηγή: Από το βιβλίο: Αρχιμ. Ιουστίνου Πόποβιτς, Οσίου Σεραφείμ του Σαρώφ Βίος, Εκδόσεις «Το Περιβόλι της Παναγίας», Θεσσαλονίκη 1991, σελ. 70.
«Η Ανάληψη. Τί θα έπρεπε να είναι για μας η γιορτή της Αναλήψεως;»
(Lev Gillet)
Εάν έχουμε ζήσει τη χαρά της Πασχαλινής περιόδου, είναι σπάνιο να μην νιώσουμε ένα σφίξιμο στην καρδιά, όταν έρχεται η μέρα της Αναλήψεως. Ξέρουμε πολύ καλά ότι είναι μία από τις μεγαλύτερες γιορτές της Χριστιανοσύνης. Κι όμως, μας φαίνεται σαν αναχώρηση, σαν χωρισμός, ότι ο Κύριός μας δεν είναι πια παρών με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Οι μαθητές δεν αντέδρασαν έτσι. Θα μπορούσε η λύπη να τους έχει καταβάλει, αυτοί όμως αντιθέτως «υπέστρεψαν εις Ιερουσαλήμ μετά χαράς μεγάλης» (Λουκ. 24:36-53). Γιατί η Ανάληψη χαροποιεί τους χριστιανούς;
Καταρχάς, διότι η δόξα του Κυρίου μας είναι πολύτιμη για μας. Η Ανάληψη επιστέφει την επίγεια αποστολή Του. Ολοκλήρωσε το έργο που Του ανέθεσε ο Πατήρ, και προς Αυτόν τείνει τώρα με όλο το είναι Του. Σε λίγο ο Πατέρας θα Τον υποδεχθεί, όπως αρμόζει στη, νίκη που κέρδισε κατά της αμαρτίας και του θανάτου, μια νίκη που κατακτήθηκε με τόσο πόνο. Σε λίγο θα δοξαστεί στον ουρανό. Η δόξα και η επιθυμία του Κυρίου μας πρέπει να είναι σημαντικότερες για μας από την «αισθητή παρηγοριά» που αντλούμε από την παρουσία Του. Ας μάθουμε να αγαπούμε τόσο τον Κύριό μας, ώστε να χαιρόμαστε με τη δική Του χαρά.
Στη συνέχεια, η Ανάληψη σηματοδοτεί το γεγονός ότι ο Πατήρ αποδέχεται όλο το λυτρωτικό έργο του Υιού. Η Ανάσταση ήταν το πρώτο εκτυφλωτικό σημείο αυτής της αποδοχής. Η Πεντηκοστή θα είναι το τελικό. Η νεφέλη που σήμερα περιβάλλει τον Ιησού και ανεβαίνει μαζί Του στον ουρανό αντιπροσωπεύει τον καπνό του ολοκαυτώματος που ανεβαίνει από το θυσιαστήριο προς τον Θεό. Η θυσία έγινε δεκτή. Ο Πατήρ υποδέχεται το Θύμα, όπου κοντά Του θα συνεχίσει να προσφέρει αιωνίως τη θυσία Του. Το έργο της σωτηρίας μας ολοκληρώθηκε.
Ο Ιησούς δεν επιστρέφει μόνος στον Πατέρα. Είναι ο ασώματος Λόγος που κατέβηκε και έζησε μετά των ανθρώπων. Σήμερα είναι ο Λόγος που εγένετο Σαρξ, αληθινός Θεός και τέλειος άνθρωπος, που εισέρχεται στη βασιλεία των Ουρανών. Φέρνει μαζί Του την ανθρώπινη φύση την οποία είχε ενδυθεί. Ανοίγει τις πύλες της Βασιλείας για την ανθρωπότητα. Κατακτούμε «μέσω πληρεξουσίου» τα επουράνια αγαθά: Όντας ημάς νεκρούς τοις παραπτώμασι… συνήγειρε και συνεκάθισεν εν τοις επουρανίοις εν Χριστώ Ιησού». Εάν είμαστε πιστοί, προόρισε για μας θέση στη Βασιλεία. Η παρουσία μας εκεί είναι αυτό που επιθυμεί και περιμένει.
Η Ανάληψη καθιστά για μας τη σκέψη του ουρανού περισσότερο παρούσα και επίκαιρη. Σκεπτόμαστε άραγε αρκετά τη μόνιμη κατοικία μας; Για τους περισσότερους χριστιανούς, η ουράνια ζωή είναι κάτι σαν συμπλήρωμα της επίγειας. Κάτι σαν υστερόγραφο, σαν το παράρτημα ενός βιβλίου, του οποίου το κυρίως κείμενο έχει γραφτεί στη γη. Το αντίθετο όμως είναι το αληθινό. Η επίγεια ζωή μας δεν είναι παρά ο πρόλογος του βιβλίου. Η ζωή στον ουρανό θα είναι το κείμενο· και το κείμενο δεν θα έχει τέλος. Για να χρησιμοποιήσουμε μια άλλη εικόνα, η γήινη ζωή μας είναι μια σήραγγα στενή, σκοτεινή και πολύ σύντομη που οδηγεί σ’ ένα υπέροχο και ηλιόλουστο τοπίο. Σκεπτόμαστε πάρα πολύ αυτό που είναι η ζωή μας τώρα. Δεν σκεπτόμαστε αρκετά αυτό που θα είναι στο μέλλον: «Ά οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε… ά ητοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσιν Αυτόν». Στον Όρθρο της σημερινής εορτής ψάλλουμε: «Αγγελικώς οι εν κόσμω πανηγυρίσωμεν…». Πράγμα που σημαίνει, ας σκεπτόμαστε περισσότερο τους αγγέλους, ας προσπαθήσουμε να εισέλθουμε στα δικά τους αισθήματα, να γευθούμε κάτι από αυτά που γεύθηκαν αυτοί, όταν ο Υιός επέστρεψε εν δεξιά του Πατρός. Ας μεταφερθούμε πρώτα πρώτα κοντά στην Υπεραγία Θεοτόκο και τους αγίους, που θα είναι οι αληθινοί συμπολίτες μας: «Το πολίτευμα ημών εν ουρανοίς υπάρχει, εξ ου και απεκδεχόμεθα σωτήρα Κύριον Ιησούν Χριστόν». Η ζωή μας θα μεταμορφωνόταν, εάν, ήδη από τώρα, ρίχναμε την καρδιά μας στην αντίπερα όχθη, πέρα από αυτόν τον κόσμο, στη Βασιλεία, όπου βρίσκονται όχι μόνον τα αληθινά αγαθά μας, αλλά και τα αγαθά όλων εκείνων που αγαπούμε.
Οι μαθητές, αφού αποχωρίστηκαν τον Ιησού, παρέμεναν πλήρεις ελπίδας, διότι ήξεραν ότι θα τους εδίδετο το Πνεύμα. Τους παρήγγειλε «από Ιεροσολύμων μη χωρίζεσθαι, αλλά περιμένειν την επαγγελίαν του πατρός…». Η νεφέλη περιβάλλει τον Ιησού, αλλά δεν έχει πάρει ακόμη το χρώμα της φλόγας της Πεντηκοστής. Ο Ιησούς φεύγοντας μας σταθεροποιεί σε μια στάση, όχι λύπης αλλά χαρούμενης και γεμάτης εμπιστοσύνη προσμονής.
«Και εγένετο εν τω ευλογείν αυτόν αυτούς διέστη απ’ αυτών και ανεφέρετο εις τον ουρανόν. Και αυτοί προσκυνήσαντες αυτόν επέστρεψαν εις Ιερουσαλήμ μετά χαράς μεγάλης.» Να τι θα έπρεπε να είναι για μας η γιορτή της Αναλήψεως. Εάν ο Ιησούς απομακρύνεται ευλογώντας, κι αν εμείς Τον προσκυνούμε γονατιστοί ενώ ανεβαίνει, θα σηκωθούμε γεμάτοι με καινούργια δύναμη καρπό της ευλογίας και της προσκύνησης και θα επιστρέψουμε, όπως οι απόστολοι, «μετά χαράς μεγάλης».
(Lev Gillet, «Πασχαλινή Κατάνυξη», εκδ. Ακρίτας, σ. 124-128).
«Aφιέρωμα στην Ι. Μονή Σίμωνος Πέτρας του Αγίου Όρους»
(Βίντεο)
Αφιέρωμα της εκπομπής «24 ώρες» με τον Κωνσταντίνο Κωνσταντίνου στην Ι. μονή Σίμωνος Πέτρας του Αγίου Όρους.
«Γέροντας Εφραίμ της Αριζόνας»
(Ντοκιμαντέρ)
Ντοκιμαντέρ του Cosmote TV για τον Γέροντα Εφραίμ τον Φιλοθεΐτη που ίδρυσε 19 Μοναστήρια στην Αμερικανική Ήπειρο.
Δείτε το βίντεο
«Ομιλία εις την Κυριακήν των Βαΐων»
(Αγ. Γρηγορίου Παλαμά)
Σέ καιρό εὐνοίας σέ ἐπήκουσα καί σέ ἡμέρα σωτηρίας σ’ ἐβοήθησα», εἶπε ὁ Θεός μέ τό στόμα τοῦ προφήτη Ἡσαΐα (Ἡσ. 49, 8). Καλό λοιπόν εἶναι νά εἰπῶ σήμερα τό ἀποστολικό ἐκεῖνο πρός τήν ἀγάπη σας: «Ἰδού καιρός εὐπρόσδεκτος, ἰδού ἡμέρα σωτηρίας ἄς ἀπορρίψωμε λοιπόν τά ἔργα τοῦ σκότους καί ἄς ἐκτελέσουμε τά ἔργα τοῦ φωτός, ἄς περπατήσουμε μέ σεμνότητα, σάν σέ ἡμέρα» (Β΄ Κορ. 6, 2· Ρωμ. 13, 12). .
Διότι προσεγγίζει ἡ ἀνάμνησις τῶν σωτηριωδῶν παθημάτων τοῦ Χριστοῦ καί τό νέο καί μέγα καί πνευματικό Πάσχα, τό βραβεῖο τῆς ἀπαθείας, τό προοίμιο τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Καί τό προκηρύσσει ὁ Λάζαρος πού ἐπανῆλθε ἀπό τά βάραθρα τοῦ Ἅδη, -ἀφοῦ, μέ μόνο τόν λόγο καί τό πρόσταγμα τοῦ Θεοῦ, πού ἔχει τήν ἐξουσία ζωῆς καί θανάτου, ἀναστήθηκε ἀπό τούς νεκρούς τήν τέταρτη ἡμέρα- καί προανυμνοῦν παιδιά ἄκακα καί πλήθη λαοῦ, μέ τήν ἔμπνευση τοῦ Θείου Πνεύματος, Αὐτόν πού λυτρώνει ἀπό τόν θάνατο, πού ἀνεβάζει τίς ψυχές ἀπό τόν Ἅδη καί πού χαρίζει ἀΐδια ζωή στήν ψυχή καί στό σῶμα.
Ἄν λοιπόν κανείς θέλη ν’ ἀγαπᾶ τή ζωή, νά ἰδῆ ἀγαθές ἡμέρες, ἄς φυλάττη τήν γλῶσσα του ἀπό κακό καί τά χείλη του ἄς μή προφέρουν δόλο ἄς ἐκκλίνη ἀπό τό κακό καί ἄς πράττη τό ἀγαθό (Α΄ Πέτρ. 3, 10 ε. Ψαλμ. 33, 13-15). Κακό λοιπόν εἶναι ἡ γαστριμαργία, ἡ μέθη καί ἡ ἀσωτία κακό εἶναι ἡ φιλαργυρία, ἡ πλεονεξία καί ἡ ἀδικία κακό εἶναι ἡ κενοδοξία, ἡ θρασύτης καί ἡ ὑπερηφάνεια.
Ἄς ἀποφύγη λοιπόν ὁ καθένας τέτοια κακά καί ἄς ἐπιτελεῖ τά ἀγαθά. Ποιά εἶναι αὐτά; ἡ ἐγκράτεια, ἡ νηστεία, ἡ σωφροσύνη, ἡ δικαιοσύνη, ἡ ἐλεημοσύνη, ἡ μακροθυμία, ἡ ἀγάπη, ἡ ταπείνωσις.
Ἄς ἐπιτελοῦμε λοιπόν αὐτά, γιά νά μεταλάβουμε ἀξίως τοῦ θυσιασθέντος γιά χάρι μας Ἀμνοῦ τοῦ Θεοῦ· καί ἄς λάβουμε ἀπό Αὐτόν τόν ἀρραβῶνα τῆς ἀφθαρσίας γιά νά τόν φυλάξουμε κοντά μας σ’ ἐπιβεβαίωσι τῆς ὑπεσχημένης πρός ἐμᾶς κληρονομίας στούς οὐρανούς.
Ἀλλά εἶναι μήπως δυσκατόρθωτο τό ἀγαθό καί οἱ ἀρετές εἶναι δυσκολώτερες ἀπό τίς κακίες; Ἐγώ πάντως δέν τό βλέπω διότι περισσότερους πόνους ὑφίσταται ἀπό ἐδῶ ὁ μέθυσος καί ὁ ἀκρατής ἀπό τόν ἐγκρατή, ὁ ἀκόλαστος ἀπό τόν σώφρονα, ὁ ἀγωνιζόμενος νά πλουτήση ἀπό τόν ζῶντα μέ αὐτάρκεια, αὐτός πού ἐπιζητεῖ ν’ ἀποκτήση δόξα ἀπό τόν διάγοντα σέ ἀφάνεια ἀλλ’ ἐπειδή, λόγω τῆς ἡδυπάθειάς μας, οἱ ἀρετές μᾶς φαίνονται δυσκολώτερες, ἄς βιάσουμε τούς ἑαυτούς μας διότι ὁ Κύριος λέγει «ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι βιαστή καί οἱ βιασταί τήν ἁρπάζουν» (Ματθ.11,12).
Χρειαζόμαστε λοιπόν ὅλοι προσπάθεια καί προσοχή, ἔνδοξοι καί ἄδοξοι, ἄρχοντες καί ἀρχόμενοι, πλούσιοι καί πτωχοί, ὥστε ν’ ἀπομακρύνουμε ἀπό τήν ψυχή μας τά πονηρά αὐτά πάθη καί ἀντί αὐτῶν νά εἰσαγάγωμε σ’ αὐτήν ὅλη τή σειρά τῶν ἀρετῶν.
Πραγματικά ὁ γεωργός καί ὁ σκυτοτόμος, ὁ οἰκοδόμος καί ὁ ράπτης, ὁ ὑφαντής καί γενικῶς ὁ καθένας πού ἐξασφαλίζει τή ζωή του μέ τούς κόπους καί τήν ἐργασία τῶν χεριῶν του, ἐάν ἀποβάλουν ἀπό τήν ψυχή τους τήν ἐπιθυμία τοῦ πλούτου καί τῆς δόξας καί τῆς τρυφῆς, θά εἶναι μακάριοι· διότι αὐτοί εἶναι οἱ πτωχοί γιά τούς ὁποίους προορίζεται ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, καί γι’ αὐτούς εἶπε ὁ Κύριος, «μακάριοι εἶναι οἱ πτωχοί κατά τό πνεῦμα» (Ματθ. 5,3). Πτωχοί δέ κατά τό πνεῦμα εἶναι αὐτοί πού, λόγω τοῦ ἀκαυχήτου καί ἀφιλοδόξου καί ἀφιληδόνου τοῦ πνεύματος, δηλαδή τῆς ψυχῆς, ἤ ἔχουν ἑκουσίαν καί τήν ἐξωτερική πτωχεία ἤ τήν βαστάζουν γενναίως, ἔστω καί ἄν αὐτή εἶναι ἀκούσια.
Αὐτοί ὅμως πού πλουτοῦν καί εὐημεροῦν καί ἀπολαύουν τήν πρόσκαιρη δόξα καί γενικῶς ὅσοι εἶναι ἐπιθυμητοί αὐτῶν τῶν καταστάσεων θά περιπέσουν σέ δεινότερα πάθη καί θά ἐμπέσουν σέ μεγαλύτερες, περισσότερες καί δυσχερέστερες παγίδες τοῦ Διαβόλου· διότι αὐτός πού πλούτησε δέν ἀποβάλλει τήν επιθυμία τοῦ πλουτισμοῦ, ἀλλά μᾶλλον τήν αὐξάνει, ὀρεγόμενος περισσότερα ἀπό προηγουμένως. Ἔτσι καί ὁ φιλήδονος καί ὁ φίλαρχος καί ὁ ἄσωτος καί ὁ ἀκόλαστος αὐξάνουν μᾶλλον τίς ἐπιθυμίες των παρά τίς ἀποβάλλουν. Οἱ δέ ἄρχοντες καί οἱ ἀξιωματοῦχοι προσλαμβάνουν καί δύναμι, ὥστε νά ἐκτελοῦν ἀδικίες καί ἁμαρτίες.
Γι’ αὐτό εἶναι δύσκολο νά σωθεῖ ἄρχων καί νά εἰσέλθη στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ πλούσιος. «Πῶς», λέγει, «μπορεῖτε νά πιστεύετε σ’ ἐμένα λαμβάνοντας δόξα ἀπό τούς ἀνθρώπους καί μή ζητώντας τήν δόξα ἀπό τόν Θεό μόνο» (Ἰω. 5, 44); Ἀλλ’ ὅποιος εἶναι εὔπορος ἤ ἀξιωματοῦχος ἤ ἄρχων ἄς μή ταράσσεται διότι μπορεῖ, ἄν θέλη, νά ζητήση τή δόξα τοῦ Θεοῦ καί νά πιέση τόν ἑαυτό του, ὥστε ἀνακόπτοντας τήν πρός τά χειρότερα ροπή νά ἀναπτύξη μεγάλες ἀρετές καί ν’ ἀπωθήση μεγάλες κακίες, ὄχι μόνο ἀπό τόν ἑαυτό του, ἀλλά καί ἀπό πολλούς ἄλλους πού δέν θέλουν.
Μπορεῖ, πραγματικά, ὄχι μόνο νά δικαιοπραγεῖ καί νά σωφρονεῖ, ἀλλά καί αὐτούς πού θέλουν ν’ ἀδικοῦν καί νά ζοῦν ἀκόλαστα νά τούς ἐμποδίζη ποικιλοτρόπως, καί ὄχι μόνο νά παρουσιάζεται ὁ ἴδιος εὐπειθής στό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ καί στούς κήρυκές του, ἀλλά καί αὐτούς πού θέλουν ν’ ἀπειθοῦν νά τούς φέρη σέ ὑποταγή στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καί στούς προϊσταμένους της κατά Χριστόν, ὄχι μόνο διά τῆς δυνάμεως καί ἐξουσίας πού ἔλαβε ἀπό τόν Θεό, ἀλλά καί μέ τό νά γίνεται τύπος στούς ὑποδιέστερους σέ ὅλα τά ἀγαθά διότι οἱ ἀρχόμενοι ἐξομοιοῦνται μέ τόν ἄρχοντα.
Χρειάζεται λοιπόν προσπάθεια καί βία καί προσοχή σέ ὅλους, ἀλλά, βέβαια, ὄχι ἐξίσου. Σ’ αὐτούς πού εὑρίσκονται σέ δόξα, πλοῦτο καί ἐξουσία, καθώς καί στούς ἀσχολούμενους μέ τούς λόγους καί τήν ἀπόκτηση τῆς σοφίας, ἄν θά ἤθελαν νά σωθοῦν, χρειάζεται περισσότερη βία καί προσπάθεια, ἐπειδή ἀπό τήν φύσι τους εἶναι δυσπειθέστεροι. Αὐτό μάλιστα γίνεται καταφανές καί ἀπό τά Εὐαγγέλια τοῦ Χριστοῦ πού ἀναγνώσθηκαν χθές καί σήμερα. Πραγματικά, μέ τό θαῦμα πού τελέσθηκε στόν Λάζαρο καί παρέστησε ὁλοφάνερα ὅτι αὐτός πού τό ἔκαμε εἶναι Θεός, οἱ μέν ἄνθρωποι τοῦ λαοῦ πείσθηκαν καί πίστευσαν, οἱ δέ τότε ἄρχοντες, δηλαδή οἱ Γραμματεῖς καί οἱ Φαρισαῖοι, τόσο ἀμετάπειστοι ἔμειναν, ὥστε νά ἐκμανοῦν περισσότερο ἐναντίον του καί νά θέλουν, λόγω φρενοβλαβείας, νά παραδώσουν σέ θάνατο, Αὐτόν πού καί μέ ὅσα εἶπε καί μέ ὅσα ἔπραξε ἀναφάνηκε Κύριος ζωῆς καί θανάτου. Δέν ἔχει δέ νά εἰπεῖ κανείς ὅτι ἐπειδή τότε ὁ Χριστός σήκωσε τούς ὀφθαλμούς του καί εἶπε, «Πάτερ, σ’ εὐχαριστῶ πού μέ ἄκουσες», στάθηκε ἐμπόδιο ὥστε γιά τό νά θεωρήσουν ὅτι Αὐτός εἶναι ἴσος μέ τόν Πατέρα διότι Αὐτός προσθέτει ἐκεῖ, λέγοντας πρός τόν Πατέρα, «ἐγώ γνώριζα ὅτι πάντοτε μέ ἀκούεις, ἀλλά τά εἶπα γιά χάρι τοῦ λαοῦ πού παρευρίσκονταν, γιά νά πιστεύσουν ὅτι ἐσύ μέ ἀπέστειλες» (Ιω. 11,42).
Γιά νά γνωρίσουν δηλαδή ἀφ’ ἑνός μέν ὅτι εἶναι Θεός καί ἔρχεται ἀπό τόν Πατέρα, ἀφ’ ἑτέρου δέ ὅτι ἐνεργεῖ τά θαύματα ὄχι ἐναντίον ἀλλά μέ συναίνεσι τοῦ Πατρός, σήκωσε μέν ἐμπρός σέ ὅλους τούς ὀφθαλμούς του πρός τόν Πατέρα, εἶπε δέ πρός αὐτόν ἐκεῖνα πού ἀποδεικνύουν ὅτι αὐτός πού μίλησε ἐπί γῆς εἶναι ἴσος μέ τόν ὑψηλά στούς οὐρανούς Πατέρα. Ἔτσι, ὅπως στήν ἀρχή, ὅπου ἐπρόκειτο νά πλασθεῖ ὁ ἄνθρωπος, προηγήθηκε βουλή, ἔτσι καί τώρα στό Λάζαρο, ὅπου ἐπρόκειτο ν’ ἀναπλασθεῖ ὁ ἄνθρωπος, προηγήθηκε βουλή. Ἄλλά ἐκεῖ, πού ἐπρόκειτο νά πλασθεῖ ὁ ἄνθρωπος, εἶπε ὁ Πατήρ πρός τόν Υἱό «ἄς κατασκευάσουμε ἄνθρωπο» καί ὁ Υἱός ἄκουσε, καί ἔτσι ὁ ἄνθρωπος ἦρθε στήν ὕπαρξι•ἐδῶ δέ τώρα εἶπε ὁ Υἱός καί ὁ Πατήρ ἄκουσε, καἰ ἔτσι ζωοποιήθηκε ὁ Λάζαρος.
Βλέπετε πόση εἶναι ἡ ὁμοτιμία καί ἡ ὁμοβουλία; Διότι ἡ μέν μορφή τῆς προσευχῆς χρησιμοποιήθηκε γιά τόν παρευρισκόμενο ὄχλο, τά δέ λόγια δέν ἦταν λόγια προσευχῆς, ἀλλά δεσποτείας καί ἐξουσίας «Λάζαρε, ἔλα ἔξω», καί ἀμέσως ὁ τετραήμερος νεκρός παρουσιάσθηκε σ’ αὐτόν ζωντανός ἄραγε τοῦτο ἔγινε μέ πρόσταγμα ἀναζωοῦντος ἤ μέ προσευχή ζωοποιοῦντος; Φώναξε ἐπίσης μέ μεγάλη φωνή γιά τούς παρευρισκομένους διότι μποροῦσε ὄχι μόνο μέ μετρία φωνή, ἀλλά καί μέ τήν θέληση μόνο νά τόν ἀναστήση, ὅπως μποροῦσε νά τό κάμη καί ἀπό μακριά, ἀλλά καί μέ τήν πέτρα ἐπάνω στόν τάφο. Προσῆλθε ὅμως στόν τάφο καί εἶπε στούς παρευρισκομένους, πού σήκωσαν τήν πέτρα καί αἰσθάνθηκαν τή δυσωδία, κι φώναξε μέ μεγάλη φωνή τόν κάλεσε κι ἔτσι τόν ἀνέστησε, ὥστε καί μέ τήν ὅρασί τους (διότι τόν ἔβλεπαν πάνω στόν τάφο) καί μέ τήν ὄσφρησί τους (διότι αἰσθάνονταν τή δυσωδία τοῦ νεκροῦ πού ἦταν ἤδη στήν τέταρτη μέρα) καί μέ τήν ἁφή (διότι χρησιμοποιώντας τά χέρια τους κατά πρῶτον σήκωσαν τήν πέτρα ἀπό τό μνημεῖο, ὕστερα ἔλυσαν τό δέσιμο στό σῶμα καί τό σουδάριο στό πρόσωπο) καί μέ τά αὐτιά τους (ἀφοῦ ἡ φωνή τοῦ Κυρίου ἔφθανε σέ ὅλων τίς ἀκοές), νά καταλάβουν ὅλοι καί νά πιστεύσουν, ὅτι Αὐτός εἶναι πού καλεῖ τά μή ὄντα σέ ὄντα, πού βαστάζει τά πάντα μέ τόν λόγο τῆς δυνάμεώς του, πού καί στήν ἀρχή μέ λόγο μόνο δημιούργησε τά ὄντα ἀπό μή ὄντα.
Ὁ ἄκακος λαός, λοιπόν, πίστευσε σ’ Αὐτόν μέ ὅλα αὐτά ἔτσι, ὥστε νά μή κρατοῦν τήν πίστι σιωπηρά, ἀλλά νά γίνουν κήρυκες τῆς θεότητός του μέ ἔργα καί λόγια. Διότι μετά τήν τετραήμερη ἔγερσι τοῦ Λαζάρου ὁ Κύριος βρῆκε ἕνα γαϊδουράκι, πού προετοιμάσθηκε ἀπό τούς μαθητάς, ὅπως λέγει ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος, κάθησε σ’ αυτό, εἰσῆλθε στά Ἱεροσόλυμα κατά τήν προφητεία τοῦ Ζαχαρίου πού προεῖπε, «μή φοβᾶσαι, θυγατέρα Σιών, ἰδού ἔρχεται ὁ βασιλεύς σου δίκαιος καί σωτήριος, πράος ἐπάνω σέ ὑποζύγιο, σέ πουλάρι ὄνου» (Ζαχ. 9, 9· Ματθ. 21, 5).
Μέ τά λόγια αὐτά ὁ προφήτης δείκνυε ὅτι Αὐτός εἶναι ὁ προφητευόμενος βασιλεύς, πού εἶναι ὁ μόνος πραγματικά βασιλεύς τῆς Σιών διότι, λέγει, ὁ βασιλεύς σου δέν εἶναι φοβερός στούς παρατηρητάς, οὔτε εἶναι κάποιος βαρύς καί κακοποιός, συνοδευόμενος ἀπό ὑπασπιστάς καί δορυφόρους, ἤ σύροντας πλῆθος πεζῶν καί ἱππέων, ζώντας μέ πλεονεξία καί ἀπαιτώντας τέλη καί φόρους, δουλεῖες καί ὑπηρεσίες ἀγενεῖς καί ἐπιβλαβεῖς· ἀντίθετα, σημαία του εἶναι ἡ ταπείνωσις, ἡ πτωχεία καί ἡ εὐτέλεια, ἐφόσον εἰσέρχεται ἐπάνω σέ ὄνο χωρίς καμμιά ἔπαρσι. Γι’ αὐτό, Ἐκεῖνος εἶναι ὁ μόνος δίκαιος βασιλεύς πού σώζει μέ δικαιοσύνη καί Αὐτός εἶναι πράος, ἔχοντας ὡς ἰδιότητά του τήν πραότητα διότι ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος λέγει γιά τόν Ἑαυτό του, «μάθετε ἀπό ἐμένα, ὅτι εἶμαι πράος καί ταπεινός στήν καρδιά».
Ὁ βασιλεύς λοιπόν πού ἀνέστησε τόν Λάζαρο εἰσῆλθε τότε στά Ἱεροσόλυμα καθήμενος ἐπάνω σέ ὄνο ἀμέσως δέ ὅλοι οἱ λαοί, παιδιά, ἄνδρες, γέροντες, στρώνοντας τά ἐνδύματα καί παίρνοντας βαΐα ἀπό φοίνικες, πού εἶναι σύμβολα νίκης, τόν προϋπαντοῦσαν σάν ζωοποιό καί νικητή τοῦ θανάτου, τόν προσκυνοῦσαν, τόν προέπεμπαν, ψάλλοντας μέ μιά φωνή ὄχι μόνο ἔξω, ἀλλά καί μέσα στόν ἱερό περίβολο, «ὡσαννά στόν υἱό τοῦ Δαβίδ, ὡσαννά ἐν τοῖς ὑψίστοις». Τό ὡσαννά εἶναι ὕμνος πού ἀναπέμπεται πρός τόν Θεό καί ἑρμηνευόμενο σημαίνει «σῶσε μας λοιπόν» ἡ δέ προσθήκη «ἐν τοῖς ὑψίστοις» δεικνύει ὅτι αὐτός δέν ἀνυμνεῖται μόνο ἐπί γῆς οὔτε ἀπό τούς ἀνθρώπους μόνο, ἀλλά στά ὕψη ἀπό τούς οὐράνιους ἀγγέλους.
Καί ὄχι μόνο τόν ἀνυμνοῦν καί τόν θεολογοῦν ἔτσι, ἀλλά στή συνέχεια ἐναντιώνονται καί στήν κακόβουλη καί θεομάχο γνώμη τῶν Γραμματέων καί Φαρισαίων καί στίς φονικές προθέσεις των. Αὐτοί ἔλεγαν γιά Ἐκεῖνον φρενοβλαβῶς, «αὐτός ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι ἀπό τόν Θεό κι ἐπειδή πραγματοποιεῖ πολλά θαύματα, ἄν τόν ἀφήσωμε ζωντανό, ὅλοι θά πιστεύσουν σ’ αὐτόν καί θά ἔλθουν οἱ Ρωμαῖοι καί θά μᾶς πάρουν τήν πόλι καί τό ἔθνος» (Ιω. 11,47). Καί ὁ λαός τί λέγει; «Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος στό ὄνομα τοῦ Κυρίου εὐλογημένη ἡ ἐρχόμενη βασιλεία τοῦ πατρός μας Δαβίδ» (Μάρκ. 11, 10). Μέ τή φράσι «εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος στό ὄνομα τοῦ Κυρίου», ὑπεδείκνυαν ὅτι εἶναι ἀπό τόν Θεό καί Πατέρα καί ὅτι ἦλθε στό ὄνομα τοῦ Πατρός, ὅπως λέγει καί ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος γιά τόν Ἑαυτό του, «ὅτι ἐγώ ἦλθα στό ὄνομα τοῦ Πατρός μου καί ἀπό τόν Θεό ἐξῆλθα καί σ’ αὐτόν πηγαίνω» (Ιω. 8, 42). Μέ τή φράσι δέ «εὐλογημένη ἡ βασιλεία τοῦ πατρός μας Δαβίδ», ὑπεδείκνυαν ὅτι αὐτή εἶναι ἡ βασιλεία στήν ὁποία πρόκειται νά πιστεύσουν τά ἔθνη κατά τήν προφητεία, καί μάλιστα οἱ Ρωμαῖοι. Διότι ὁ βασιλεύς αὐτός ὄχι μόνο εἶναι ἐλπίς τοῦ Ἰσραήλ, ἀλλά καί προσδοκία τῶν ἐθνῶν κατά τήν προφητεία τοῦ Ιακώβ (Γεν. 49, 10), «δένοντας στήν ἄμπελο τήν ὄνο του», δηλαδή τόν ὑποκείμενο σ’ αὐτόν λαό ἀπό τούς Ἰουδαίους, «καί στό κλῆμα τό πουλάρι τῆς ὄνου του» (Γεν. 49,11). Κλάδος δέ τοῦ κλήματος εἶναι οἱ μαθηταί τοῦ Κυρίου, πρός τούς ὁποίους ἔλεγε, «ἐγώ εἶμαι ἡ ἄμπελος, ἐσεῖς τά κλήματα» (Ιω. 15, 5).
Μέ τό κλῆμα λοιπόν αὐτό συνέδεσε ὁ Κύριος πρός τόν Ἑαυτό του τό πουλάρι τῆς ὄνου του, δηλαδή τό νέο Ἰσραήλ ἀπό τά ἔθνη, τοῦ ὁποίου τά μέλη ἔγιναν κατά χάρι υἱοί τοῦ Ἀβραάμ. Ἐάν λοιπόν ἡ βασιλεία αὐτή εἶναι ἐλπίς καί τῶν ἐθνῶν, πῶς τότε, λέει ὁ λαός, ἀφοῦ ἐπιστεύσαμε σ’ αὐτήν ἐμεῖς, θά φοβηθοῦμε τούς Ρωμαίους; Ἔτσι λοιπόν οἱ νηπιάζοντες ὄχι στά μυαλά ἀλλά στήν κακία, ἐμπνευσθέντες ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἀνέπεμψαν στόν Κύριο πλήρη καί τέλειον ὕμνο, μαρτυρώντας ὅτι ὡς Θεός ζωοποίησε τόν Λάζαρο, ἐνῶ ἦταν τετραήμερος νεκρός. Οἱ δέ Γραμματεῖς καί Φαρισαῖοι, μόλις εἶδαν τά θαυμάσια αὐτά καί τά παιδιά νά κράζουν στό ἱερό λέγοντας, «αἶνος στόν Σωτήρα μας υἱό τοῦ Δαβίδ», ἀγανάκτησαν κι ἔλεγαν πρός τόν Κύριο «δέν ἀκούεις τί λέγουν αὐτά;», πράγμα πού ἔπρεπε μᾶλλον ὁ Κύριος νά εἰπεῖ τότε πρός αὐτούς, ὅτι δηλαδή, “δέν βλέπετε καί δέν ἀκοῦτε καί δέν καταλαβαίνετε;”.
Γι’ αὐτό ὁ Ἴδιος ἀντικρούοντάς τους πού τόν κατηγοροῦσαν ὅτι ἀνέχεται τήν ὑμνωδία πού μόνο στόν Θεό ταιριάζει, λέγει, ναί, ἀκούω αὐτούς πού σοφίζονται ἀπό ἐμέ ἀοράτως καί ἐκφέρουν τέτοιους λόγους γιά μένα καί ἐάν σιωπήσουν αὐτοί, θά κράξουν οἱ λίθοι (Λουκ. 19, 40). Ἐσεῖς ὅμως δέν ἀνεγνώσατε ποτέ ἐκεῖνον τόν προφητικό λόγο, ὅτι ἀπό στόμα νηπίων πού θηλάζουν συντόνισες ὕμνον (Ματθ. 21,16); Διότι καί τοῦτο ἦταν ἄξιο μεγάλου θαυμασμοῦ, ὅτι τά ἀμόρφωτα καί ἀμαθῆ παιδιά θεολογοῦσαν τελείως τόν Θεό πού ἐνανθρώπησε γιά μᾶς, παίρνοντας στό στόμα τους ἀγγελικό ὕμνο· ὅπως δηλαδή οἱ ἄγγελοι ἔψαλλαν γιά τή γέννησι τοῦ Κυρίου, «δόξα πρός τόν Θεό στά ὕψη καί ἐπί γῆς» (Λουκ. 2, 14· 19, 38), ἔτσι καί αὐτά τώρα κατά τήν εἴσοδό του ἀναπέμπουν τόν ἴδιο ὕμνο, λέγοντας, «δόξα στό σωτήρα μας τόν υἱό τοῦ Δαβίδ, δόξα στό σωτήρα μας στά οὐράνια» (Ματθ. 21,9).
Ἀλλά, ἄς νηπιάσουμε κι ἐμεῖς ἀδελφοί, κατά τήν κακία, νέοι καί γέροντες, ἄρχοντες μαζί καί ἀρχόμενοι, γιά νά ἐνδυναμωθοῦμε ἀπό τόν Θεό, νά στήσουμε τρόπαιο καί νά βαστάσουμε τά σύμβολα τῆς νίκης, ὄχι μόνο κατά τῶν πονηρῶν παθῶν, ἀλλά καί κατά τῶν ὁρατῶν καί ἀοράτων ἐχθρῶν, ὥστε νά βροῦμε τήν χάρι τοῦ λόγου γιά βοήθεια εὔκαιρη. Διότι ὁ νέος πῶλος, ὅπου καταξίωσε ὁ Κύριος νά καθήση γιά χάρι μας, ἄν καί εἶναι ἕνας, προετύπωνε τήν πρός αὐτόν ὑποταγή τῶν ἐθνῶν, ἀπό τά ὁποῖα προερχόμαστε ὅλοι ἐμεῖς, ἄρχοντες μαζί καί ἀρχόμενοι.
Ὅπως, λοιπόν, στόν Ἰησοῦ Χριστό δέν ὑπάρχει ἀρσενικό καί θηλυκό, οὔτε Ἕλληνας οὔτε Ἰουδαῖος, ἀλλά ὅλοι εἶναι ἕνα κατά τόν Θεῖο ἀπόστολο (Γαλ. 3, 28), ἔτσι σ’ Αὐτόν δέν ὑπάρχει ἄρχων καί ἀρχόμενος, ἀλλά μέ τήν χάρι του, εἴμαστε ἕνα κατά τήν πίστι σ’ αὐτόν καί ἀνήκουμε στό ἕνα σῶμα τῆς Ἐκκλησίας του, ἔχοντας μία κεφαλή, Αὐτόν καί ἕνα Πνεῦμα ποτισθήκαμε διά τῆς παναγίας χάριτος τοῦ Πνεύματος καί ἕνα βάπτισμα λάβαμε ὅλοι καί μία εἶναι ἡ ἐλπίδα ὅλων καί ἕνας ὁ Θεός μας, ὁ ἐπάνω ἀπό ὅλους καί διά μέσου ὅλων καί μέσα σέ ὅλους μας (Ἐφ. 4, 6).
Ἄς ἀγαποῦμε λοιπόν ἀλλήλους, ἄς ἀνεχώμαστε καί ἄς φροντίζουμε ὁ ἕνας τόν ἄλλον, ἀφοῦ εἴμαστε μέλη ἀλλήλων διότι τό σῆμα τῆς μαθητείας μας πρός Ἐκεῖνον, ὅπως εἶπε ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος, εἶναι ἡ ἀγάπη καί ἡ πατρική κληρονομία πού μᾶς ἄφησε ἀναχωρώντας ἀπό αὐτόν τόν κόσμο καί ἡ τελευταία εὐχή πού μᾶς ἔδωσε ἀνεβαίνοντας πρός τόν Πατέρα ἀναφέρεται στήν πρός ἀλλήλους ἀγάπη μας (Ἰω. 13, 33ε.). Ἄς σπεύδουμε λοιπόν νά ἐπιτύχουμε τήν πατρική εὐχή καί ἄς μή ἀποβάλλουμε τήν ἀπό αὐτόν κληρονομία οὔτε τό σῆμα πού μᾶς ἔδωσε, γιά νά μή ἀποβάλλουμε καί τήν υἱοθεσία καί τήν εὐλογία καί τήν πρός Αὐτόν μαθητεία, καί τότε θά ξεπέσουμε ἀπό τήν ἐλπίδα πού μᾶς ἀναμένει καί θά κλεισθοῦμε ἔξω ἀπό τόν πνευματικό νυμφῶνα.
Καί, ὅπως πρίν ἀπό τό σωτηριῶδες Πάθος, καθώς ὁ Κύριος εἰσερχόταν στήν κάτω Ἱερουσαλήμ, τοῦ ἔστρωναν τά ἱμάτια ὄχι μόνο ὁ λαός, ἀλλά καί οἱ πραγματικοί ἄρχοντες τῶν ἐθνῶν, δηλαδή, οἱ Ἀπόστολοι τοῦ Κυρίου, ἔτσι κι’ ἐμεῖς ἄρχοντες μαζί καί ἀρχόμενοι, ἄς στρώσουμε τά ἔμφυτα ἱμάτιά μας, ὑποτάσσοντας τήν σάρκα καί τά θελήματά της στό πνεῦμα.
Ἔτσι, ὄχι μόνο θ’ ἀξιωθοῦμε νά δοῦμε καί νά προσκυνήσουμε τό σωτηριῶδες Πάθος τοῦ Χριστοῦ καί τήν Ἁγία ἀνάστασι, ἀλλά καί ν’ ἀπολαύσουμε τήν κοινωνία πρός Αὐτόν, «διότι», λέγει ὁ Ἀπόστολος, «ἐάν γίναμε σύμφυτοι μέ τό ὁμοίωμα τοῦ θανάτου του, εἶναι φανερό ὅτι θά γίνουμε σύμφυτοι καί τῆς ἀναστάσεως» (Ρωμ. 6, 5). Αὐτήν τήν ἀνάστασι εἴθε νά ἐπιτύχωμε ὅλοι ἐμεῖς, μέ τήν χάρι καί φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, στόν Ὁποῖο πρέπει κάθε δόξα, τιμή καί προσκύνησις, μαζί μέ τόν ἄναρχο Πατέρα του καί τό ζωοποιό Πνεῦμα, τώρα καί πάντοτε καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Γένοιτο.
«Το προοίμιο του Σταυρού»
(π. Αλέξανδρου Σμέμαν)
«Την ψυχωφελή, πληρώσαντες Τεσσαρακοστήν, και την Αγίαν Εβδομάδα τον πάθους σον, αιτούμεν κατιδείν Φιλάνθρωπε …» Με αυτά τα λόγια του στιχηρού στον εσπερινό της Παρασκευής, πριν την Κυριακή των Βαΐων, τελειώνει η Μεγάλη Σαρακοστή. Μπαίνουμε πια στην «Αγία Εβδομάδα», στην περίοδο του εορτασμού των παθών του Χριστού, του Θανάτου και της Αναστάσεως Του. Περίοδος που αρχίζει από το Σάββατο του Λαζάρου .
Τα γεγονότα της διπλής γιορτής, η ανάσταση του Λαζάρου και η είσοδος του Κυρίου στα Ιεροσόλυμα, αναφέρονται στα λειτουργικά κείμενα σαν «προοίμιο του Σταυρού». Έτσι, για να καταλάβουμε καλύτερα αυτά τα γεγονότα, θα πρέπει να τα δούμε μέσα στα πλαίσια της Μεγάλης Εβδομάδας.
Το κοινό απολυτίκιο των δύο αυτών ημερών: «την κοινήν ανάστασιν προ του σου πάθους πιστούμενος, εκ νεκρών ήγειρας τον Λάζαρον, Χριστέ ο Θεός…» μας βεβαιώνει, με κατηγορηματικό τρόπο, για την αλήθεια της κοινής ανάστασης. Είναι πολύ σημαντικό ότι μια από τις μεγάλες γιορτές της Εκκλησίας μας, η θριαμβευτική είσοδος του Κυρίου στα Ιεροσόλυμα, γίνεται ο οδηγός στην πορεία μας μέσα στο σκοτάδι του Σταυρού. Έτσι το φως και η χαρά λάμπουν όχι μόνο στο τέλος της Μεγάλης Εβδομάδας αλλά και στην αρχή της. Το φως και η χαρά φωτίζουν αυτό το σκοτάδι και αποκαλύπτουν το βαθύ και τελικό νόημα του.
Όλοι όσοι είναι εξοικειωμένοι με την Ορθόδοξη λατρεία γνωρίζουν τον ιδιότυπο, σχεδόν παράδοξο, χαρακτήρα των ακολουθιών του Σαββάτου του Λαζάρου. Είναι, θα λέγαμε, Κυριακή και όχι Σάββατο, δηλαδή έχουμε μέσα στο Σάββατο αναστάσιμη ακολουθία. Ξέρουμε ότι το Σάββατο είναι βασικά αφιερωμένο στους τεθνεώτες και η Θεία Λειτουργία γίνεται στη μνήμη τους. Όμως το Σάββατο του Λαζάρου είναι διαφορετικό. Η χαρά που διαποτίζει τις ακολουθίες αυτής της ημέρας τονίζει ένα κεντρικό θέμα: την επερχόμενη νίκη του Χριστού κατά του Άδη.
Άδης είναι ο βιβλικός όρος που χρησιμοποιείται για να ορίσει το θάνατο με την παγκόσμια δύναμη του, που με τα αδιαπέραστα σκότη και τη φθορά καταπίνει κάθε ζωή και δηλητηριάζει ολόκληρο το σύμπαν. Αλλά τώρα, με την ανάσταση του Λαζάρου, ο «θάνατος αρχίζει να τρέμει». Ακριβώς από δω αρχίζει η αποφασιστική μονομαχία ανάμεσα στη Ζωή και το Θάνατο και μας προσφέρει το κλειδί για μια πλήρη κατανόηση του λειτουργικού μυστηρίου του Πάσχα.
Στην πρώτη Εκκλησία, το Σάββατο του Λαζάρου ονομαζόταν «αναγγελία του Πάσχα». Πραγματικά αυτό το Σάββατο αναγγέλει, προμηνύει, το υπέροχο φως και τη γαλήνη του επομένου Σαββάτου, του Αγίου και Μεγάλου Σαββάτου, που είναι ημέρα του Ζωηφόρου Τάφου.
Το πρώτο μας βήμα ας είναι η προσπάθεια να καταλάβουμε το εξής: ο Λάζαρος, ο φίλος του Ιησού Χριστού, είναι η προσωποποίηση όλου του ανθρωπίνου γένους και φυσικά κάθε ανθρώπου ξεχωριστά . Η Βηθανία, η πατρίδα του Λαζάρου, είναι το σύμβολο όλου του κόσμου, είναι η πατρίδα του καθενός. Ο καθένας από μας δημιουργήθηκε να είναι φίλος του Θεού και κλήθηκε σ’ αυτή τη θεϊκή Φιλία που είναι η γνώση του Θεού, η κοινωνία μαζί Του, η συμμετοχή στη ζωή Του. «Εν αύτω ζωή ην, και η ζωή ην το φως των ανθρώπων» (Ιω. 1, 4). Και όμως αυτός ο φίλος (ο άνθρωπος), τον οποίο τόσο αγαπάει ο Θεός και τον οποίο μόνο από αγάπη δημιούργησε , δηλαδή τον έφερε στη ζωή, τώρα καταστρέφεται, εκμηδενίζεται από μια δύναμη που δεν τη δημιούργησε ο Θεός: το θάνατο . Ο Θεός συναντάει μέσα στον κόσμο, που Αυτός δημιούργησε, μια δύναμη που καταστρέφει το έργο Του και εκμηδενίζει το σχέδιο Του. Έτσι ο κόσμος δεν είναι πια παρά θρήνος και πόνος, δάκρυα και θάνατος.
Πως είναι δυνατόν αυτό; Πως συνέβηκε κάτι τέτοιο; Αυτά είναι ερωτήματα που διαφαίνονται στη λεπτομερή διήγηση που κάνει ο Ιωάννης στο Ευαγγέλιο του για τον Ιησού Χριστό όταν έφτασε στον τάφο του φίλου Του Λαζάρου. «Που τεθείκατε αυτόν; λέγουσι αυτώ · Κύριε έρχου και ίδε. Εδάκρυσεν ο Ιησούς». (Ιω. 11, 35). Γιατί, αλήθεια, ο Κύριος δακρύζει βλέποντας το νεκρό Λάζαρο αφού γνωρίζει ότι σε λίγα λεπτά ο ίδιος θα του δώσει ζωή; Μερικοί Βυζαντινοί υμνογράφοι βρίσκονται σε αμηχανία σχετικά με το αληθινό νόημα αυτών των δακρύων. Μιλάνε για δάκρυα που χύνει η ανθρώπινη φύση του Χριστού, ενώ η δύναμη της ανάστασης ανήκει στη θεϊκή Του φύση. Η Ορθόδοξη όμως Εκκλησία μας διδάσκει ότι όλες οι πράξεις του Χριστού ήταν «Θεανδρικές», δηλαδή θεϊκές και ανθρώπινες ταυτόχρονα. Οι πράξεις Του είναι πράξεις ενός και του αυτού Θεού-Ανθρώπου, του σαρκωμένου Υιού του θεού. Αυτός, λοιπόν, που δακρύζει δεν είναι μόνο Άνθρωπος αλλά και Θεός, και Αυτός που καλεί το Λάζαρο να βγει από τον τάφο δεν είναι μόνο Θεός αλλά και Άνθρωπος ταυτόχρονα. Επομένως αυτά τα δάκρυα είναι θεία δάκρυα. Ο Ιησούς κλαίει γιατί βλέπει το θρίαμβο του θανάτου και της καταστροφής στον κόσμο το δημιουργημένο από τον Θεό.
«Κύριε, ήδη όζει…», λέει η Μάρθα και μαζί της oι παρεστώτες Ιουδαίοι, προσπαθώντας να εμποδίσουν τον Ιησού να πλησιάσει το νεκρό. Αυτή η φοβερή προειδοποίηση αφορά ολόκληρο τον κόσμο, όλη τη ζωή. Ο Θεός είναι η ζωή και η πηγή της ζωής. Αυτός κάλεσε τον άνθρωπο να ζήσει μέσα στη θεία πραγματικότητα της ζωής και εκείνος τώρα «όζει» (μυρίζει άσχημα). Ο κόσμος δημιουργήθηκε να αντανακλά και να φανερώνει τη δόξα του Θεού και εκείνος «όζει»…
Στον τάφο του Λαζάρου ο Θεός συναντά το Θάνατο, την πραγματικότητα που είναι αντι-ζωή, που είναι διάλυση και απόγνωση. Ο Θεός συναντά τον εχθρό Του, ο οποίος του απέσπασε τον κόσμο Του και έγινε ο ίδιος «άρχων του κόσμου τούτου». Και όλοι εμείς που ακολουθούμε τον Ιησού Χριστό καθώς πλησιάζει στον τάφο του Λαζάρου, μπαίνουμε μαζί Του στη «δική Του ώρα» («ιδού ήγγικεν η ώρα…») · στην ώρα για την όποια πολύ συχνά είχε μιλήσει και την είχε παρουσιάσει σαν το αποκορύφωμα, το πλήρωμα ολοκλήρου του έργου Του.
Ο Σταυρός, η αναγκαιότητα του και το παγκόσμιο νόημα του αποκαλύπτονται με την πολύ σύντομη φράση του Ευαγγελίου: «και εδάκρυσεν ο Ιησούς…». Τώρα μπορούμε να καταλάβουμε γιατί δάκρυσε : αγαπούσε το φίλο Του Λάζαρο και γι’ αυτό είχε τη δύναμη να τον φέρει πίσω στη ζωή. Η δύναμη της Ανάστασης δεν είναι απλά μια θεϊκή «δύναμη αυτή καθ’ εαυτή», αλλά είναι δύναμη αγάπης, ή μάλλον η αγάπη είναι δύναμη.
Ο Θεός είναι Αγάπη και η Αγάπη είναι Ζωή. Η Αγάπη δημιουργεί Ζωή… Η Αγάπη, λοιπόν, είναι εκείνη που κλαίει μπροστά στον τάφο και η Αγάπη είναι εκείνη που επαναφέρει τη ζωή. Αυτό είναι το νόημα των θεϊκών δακρύων του Ιησού. Μέσα απ’ αυτά η αγάπη ενεργοποιείται και πάλι – αναδημιουργεί, απολυτρώνει, αποκαθιστά τη σκοτεινή ζωή του ανθρώπου: «Λάζαρε, δεύρο έξω!..» Προσταγή απολύτρωσης. Κάλεσμα στο φως. Ακριβώς γι’ αυτό το Σάββατο του Λαζάρου είναι το προοίμιο και του Σταυρού, σαν τη μέγιστη θυσία της αγάπης, και της Ανάστασης, σαν τον τελικό θρίαμβο της αγάπης.
Πηγή: π. Αλεξάνδρου Σμέμαν, Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ, Σύντομη λειτουργική εξήγηση των ημερών της Μεγάλης Εβδομάδας. Εκδ. Ακρίτας 1990.
Ο επικήδειος του πατέρα του Κυπριανού Παπαϊωάννου
Βίντεο
Ο συγκλονιστικός επικήδειος του πατέρα του Κυπριανού Παπαϊωάννου.
Δείτε το βίντεο.
"Το Τριώδιο και το μυστήριο του συνανθρώπου"
Ομιλία μακ. π. Γεωργίου Μεταλληνού
Το Τρίωδιο είναι η πιο σημαντική περίοδος της Εκκλησίας μας. Ξεκινά από την Κυριακή του Τελώνου και του Φαρισαίου και τελειώνει το Μ. Σάββατο.
Είναι μία πορεία πνευματική που μας οδηγεί στην Ανάσταση.
Ο μακαριστός π. Γεώργιος Μεταλληνός αναλύει το νόημα και τη σημασία του Τριωδίου.
Δείτε το βίντεο.
"Η μεγάλη πνευματική ασθένεια του εγωισμού"
(Ομιλία του Γέροντος Εφραίμ του Φιλοθεΐτου)
Ομιλία του μακαριστού Γέροντος Εφραίμ του Φιλοθεΐτου με θέμα τον εγωισμό.
Ακούστε την ομιλία εδώ.
Πηγή: www.pemptousia.gr
«I. Μονή Αγίας Αικατερίνης Σινά»
από την εκπομπή Φωτεινά Μονοπάτια
Η Ιερά Μονή της Αγίας Αικατερίνης του όρους Σινά είναι από τα πιο παλιά και γνωστά μοναστήρια της Ορθοδοξίας. Η εκπομπή «Φωτεινά Μονοπάτια» της ΕΡΤ2 επισκέφτηκε τη Μονή και μας ξεναγεί.
«Τα Εισόδια της Θεοτόκου»
Κήρυγμα του π. Ζαχαρία Ζαχάρου
Κήρυγμα του π. Ζαχαρία Ζαχάρου στην αγρυπνία της εορτής των Εισοδίων της Θεοτόκου στις 20.11.2018 στην Ι. Μονή Τιμίου Προδρόμου του ‘Εσσεξ.
"Ιωάννης Χασιώτης: Ο τυφλός βοσκός που γνωρίζει από στήθους τα 27 βιβλία της Καινής Διαθήκης"
Μια «ξεχωριστή» εκδήλωση πραγματοποιήθηκε την Δευτέρα 7 Νοεμβρίου από τη Σχολή Γονέων – Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κατερίνης σε Συνδιοργάνωση με την Ένωση Θεολόγων Πιερίας.
Την παρουσίαση του βασικού ομιλητή έκανε ο Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ. κ. Μιχαήλ Τρίτος, προλογίζοντας τον βοσκό Ιωάννη Χασιώτη ως ένα παγκόσμιο φαινόμενο.
Στο βλαχόφωνο ορεινό χωρίο Μηλιά Μετσόβου (Υψόμετρο 1300μ) τελευταίο χωρίο του Νομού Ιωαννίνων προς τα Γρεβενά, γεννήθηκε το 1947 ο βοσκός Ιωάννης Χασιώτης. Πρόκειται για ένα παγκόσμιο φαινόμενο εκμαθήσεως και από στήθους απαγγελίας ολόκληρης της Καινής Διαθήκης, δηλαδή των 27 βιβλίων της.
Απόφοιτος δημοτικού σχολείου ακολουθούσε το επάγγελμα του πατέρα του, βόσκοντας τα πρόβατα στις πλαγιές της κεντρικής Πίνδου. Εκεί τον πλησίασε κάποιος συγχωριανός του και του δώρισε ένα προσευχητάρι για να διαβάζει τις ώρες της αναγκαστικής του μοναξιάς. Καθώς το διάβαζε είδε να γίνεται λόγος για την Καινή Διαθήκη και του γεννήθηκε η επιθυμία να την αποκτήσει.
Πήγε στα Τρίκαλα και αγόρασε την Καινή Διαθήκη σε μετάφραση Παναγιώτη Τρεμπέλα. Εν το μεταξύ διέγνωσε κάποιο πρόβλημα στα μάτια του και οι γιατροί τον είπαν ότι σε είκοσι χρόνια σταδιακά θα χάσει το φώς του. Φοβούμενος ότι λόγω του προβλήματος δεν θα μπορούσε να διαβάσει την Καινή Διαθήκη επιδόθηκε σε μία μεγάλη προσπάθεια της από στήθους εκμαθήσεώς της. Έτσι κατάφερε σε τρία χρόνια να μάθει από στήθους ολόκληρη την Καινή Διαθήκη σε ηλικία 25 ετών. Όπως μας δήλωσε ο ίδιος τις 14 επιστολές του Απόστολου Παύλου, που είναι δυσκολότερες από τις ευαγγελικές περικοπές, τις έμαθε σε 8 μήνες και 10 ημέρες. Είναι πράγματι εντυπωσιακό το φαινόμενο του Ιωάννη Χασιώτη. Δεν γνωρίζει απλώς μηχανικά την Καινή Διαθήκη , που και αυτό είναι τρομερά δύσκολο, αλλά κριτικά. Γνωρίζει σε ποιο κεφάλαιο και σε ποιο στίχο βρίσκεται ένα χωρίο της Καινής Διαθήκης. Πώς αρχίζει και πώς τελειώνει ένα οποιοδήποτε από τα 27 βιβλία της. Πού απαντάται το τάδε ρήμα. Τι χωρία μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε σε εκείνους που αμφισβητούν π.χ. τη θεότητα του Χριστού , τη θεότητα του Αγίου Πνεύματος και ο,τιδήποτε άλλο αμφισβητούν οι σύγχρονοι αιρετικοί. Είναι ο τρόμος και ο φόβος των χιλιαστών αφού παίζει κυριολεκτικά στα δάχτυλα την Καινή Διαθήκη.
Αν και απόφοιτος μόνο του Δημοτικού, από την μεγάλη τριβή με το αρχαίο κείμενο έμαθε και αρχαία ελληνικά. Εντοπίζει αμέσως κάθε λεκτικό σφάλμα κατά την ανάγνωση του ευαγγελικού ή αποστολικού αναγνώσματος. Πρόκειται για μια κινητή κορκοντάτσια της Καινής Διαθήκης. Ένα κομπιούτερ που βγάζει οποιαδήποτε πληροφορία του ιερού κειμένου και τις εξιστορεί κατά τρόπο εντυπωσιακό! Είναι συνειρμικός τύπος με πολύ ισχυρή μνήμη. Ο αείμνηστος καθηγητής της Καινής Διαθήκης Στέργιος Σάκκος τον εκτιμούσε απεριόριστα και πάντοτε τον έπαιρνε στις ομιλίες του για να θαυμάζουν οι ακροατές του τα μεγαλεία του Θεού.
Σήμερα ο Ιωάννης Χασιώτης είναι 76 ετών. Είναι συνταξιούχος ΟΓΑ παντρεμένος και έχει τρία παιδιά. Τους χειμερινούς μήνες διαμένει στα Γρεβενά και τους θερινούς στο χωριό του, τη Μηλία Μετσόβου. Είναι ένας σεμνός και ταπεινός άνθρωπος, με μυστηριακή ζωή και βιωματική συμμετοχή στη ζωή της Εκκλησίας. Σηκώνει με υπομονή το βαρύ σταυρό της σωματικής τύφλωσης και δοξάζει το Θεό που έχει ανοιχτά τα μάτια της ψυχής του. Είναι πανευτυχής που έμαθε από στήθους την Καινή Διαθήκη και την απαγγέλει ολόκληρη τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα. Συνολικά έχει διαβάσει και απαγγείλει την Καινή Διαθήκη πάνω από 3000 φορές. Όταν τον προσκαλούν για διαλέξεις εντυπωσιάζει με το πλούτο των θεολογικών του γνώσεων και την άριστη βιβλική θεμελίωση των ομιλιών του. Είναι κρίμα που η επίσημη Εκκλησία δεν στήριξε και δεν αξιοποίησε το εκπληκτικό αυτό παγκόσμιο φαινόμενο.
Στη συνέχεια από την πλευρά του ο κ. Ιωάννης Χασιώτης αφού ευχαρίστησε τον Καθηγητή της Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ. κ. Μιχαήλ Τρίτο και τον πρόεδρο της Σχολής Γονέων – Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κατερίνης κ. Κωνσταντίνο Κορομπίλη ξεκίνησε την ομιλία του αναφέροντας 10 προφητείες σχετικά με την γέννηση του Χριστού.
Ανάφερε παραβολές και περικοπές μέσα από την Καινή Διαθήκη που ο Χριστός μας διδάσκει να εξομολογούμαστε να προσευχόμαστε και να μετανοούμε.
Ο κ. Ιωάννης Χασιώτης τόνισε ότι 3 πράγματα πρέπει να κάνουμε. Η Αγία Γραφή είναι ο λόγος του Θεού.
1) Να πιστεύουμε σε αυτήν.
2) Να την μελετούμε.
3) Να την τηρούμε.
Στη συνέχεια δόθηκε ο λόγος στο κοινό για ερωτήσεις και μέσα από μια δια δραστική επαφή δόθηκαν απαντήσεις σύμφωνα με τα σημεία και χωρία της Καινής Διαθήκης.
Τέλος ο κ. Ιωάννης Χασιώτης έκλεισε την ομιλία του απαγγέλοντας το σημείο του 13ου Κεφαλαίου της Προς Κορινθίους Α’ Επιστολής του Αποστόλου Παύλου προς την εκκλησία της Αρχαίας Κορίνθου και διασώζεται μέσω της Καινής Διαθήκης, ένα από τα πιο αξιόλογα κείμενα της Αγίας Γραφής ο ΥΜΝΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ.
Ακολουθεί βίντεο του κ. Ιωάννη Χασιώτη που αναλύει το ευαγγελικό χωρίο: «Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν, καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ, καὶ ἀκολουθείτω μοι».
«Eλπίς κι απελπισία»
Συνέντευξη στον σταθμό 4Ε (Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησιαστική Ενημερωτική Εκπομπή) του Γέροντα Ιωσήφ τον Βατοπαιδινού στον μακαριστό π. Θεόφιλο Ζησόπουλο. Ο Γέροντας Ιωσήφ αναπτύσσει το θέμα της Ελπίδας που έχουμε στον Θεό αλλά και της απελπισίας που μας βάζει ο πονηρός για να μας κλέψει την χαρά.
Ακούστε την ομιλία εδώ
Τί σημαίνει «αρχή της ινδίκτου»;
Η Εκκλησία του Χριστού εορτάζει την 1η Σεπτεμβρίου την αρχή της Ινδικτιώνος – από την λατινική λέξη «indictio», η οποία σημαίνει ορισμός – δηλαδή την έναρξι του εκκλησιαστικού έτους. Ο όρος προήλθε από την συνήθεια των Ρωμαίων αυτοκρατόρων να ορίζουν δια θεσπίσματος για διάστημα δεκαπέντε ετών το ποσόν του ετησίου φόρου, που εισέπρατταν αυτήν την εποχή για την συντήρησι του στρατού. Κατ’ επέκτασιν καθιερώθηκε να ονομάζωνται ινδικτιώνες και οι δεκαπενταετείς αυτοί κύκλοι που άρχισαν επί Καίσαρος Αυγούστου, τρία χρόνια πριν από την γέννησι του Χριστού.
Επειδή ο Σεπτέμβριος είναι εποχή συγκομιδής καρπών και προετοιμασίας για τον νέο κύκλο βλαστήσεως, ταίριαζε να εορτάζουν οι χριστιανοί την αρχή της γεωργικής περιόδου αποδίδοντας ευχαριστίες στον Θεό για την εύνοιά του προς την κτίσι. Είναι αυτό που ήδη έκαναν οι Ιουδαίοι σύμφωνα με τις εντολές του Μωσαϊκού Νόμου· την πρώτη δηλαδή ημέρα του εβδόμου ιουδαϊκού μηνός, αρχές Σεπτεμβρίου, τελούσαν την εορτή της Νεομηνίας ή των Σαλπίγγων, κατά την οποίαν εσχόλαζαν από κάθε εργασία, για να προσφέρουν θυσίες ολοκαυτωμάτων «εις οσμήν ευωδίας Κυρίω» (Λευϊτ. 23,18).
Ο Χριστός, ο Υιός και Λόγος του Θεού, ο δημιουργός του χρόνου και του σύμπαντος, ο προάναρχος Βασιλεύς των αιώνων, ο οποίος εσαρκώθη, για να αποκαταλλάξη τα πάντα εις Εαυτόν και να συναγάγη Ιουδαίους και εθνικούς εις μίαν Εκκλησίαν, ήθελε να ανακεφαλαιώση εν Εαυτώ τον αισθητό κόσμο και τον γραπτό Νόμο. Έτσι, αυτήν την ημέρα που η φύσις ετοιμάζεται να διατρέξη ένα νέο κύκλο εποχών, εορτάζουμε το γεγονός, κατά το οποίο ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός εισήλθε στην Συναγωγή και ανοίγοντας το βιβλίο του Ησαϊου ανέγνωσε το χωρίο, όπου ο Προφήτης ομιλεί επ’ ονόματι του Σωτήρος «Πνεύμα Κυρίου επ’ εμέ, ού είνεκεν έχρισέ με, ευαγγελίσασθαι πτωχοίς απέσταλκέ με, κηρύξαι ενιαυτόν (= έτος) Κυρίου δεκτόν» (Λουκ. 4,18).
Όλες οι Εκκλησίες, συναθροισμένες «επί το αυτό», αναπέμπουν σήμερα δοξολογία προς τον ένα τρισυπόστατο Θεό, ο οποίος διαμένει στην αιώνια μακαριότητα, διακρατεί τα πάντα εν τη ζωή και στέλνει άφθονες τις ευλογίες του κάθε εποχή στα κτίσματά του. Ο ίδιος ο Χριστός ανοίγει τις θύρες του νέου έτους και μας προσκαλεί να τον ακολουθήσωμε, για να γίνωμε μέτοχοι της αιωνιότητός του.
Πηγή: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, υπό Μακαρίου ιερομονάχου Σιμωνοπετρίτου, εκδ. Ίνδικτος, τόμος πρώτος (Σεπτέμβριος)
Πηγή: www.pemptousia.gr
Εὐχὴ ἐξομολογητικὴ εἰς τὴν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον
Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ
Παρθένε Δέσποινα Θεοτόκε, ἡ τὸν Θεὸν Λόγον κατὰ σάρκα γεννήσασα, οἶδα μέν, ὅτι οὐκ ἔστιν εὐπρεπές, οὐδὲ ἄξιον ἐμὲ τὸν οὕτω πανάσωτον εἰκόνα καθαρὰν σοῦ τῆς ἁγνῆς, σοῦ τῆς ἀειπαρθένου, σοῦ τῆς σῶμα καὶ ψυχὴν ἐχούσης καθαρὰ καὶ ἀμόλυντα, ὀφθαλμοῖς μεμολυσμένοις ὁρᾶν καὶ χείλεσιν ἀκαθάρτοις καὶ βεβήλοις περιπτύσσεσθαι, ἢ παρακαλεῖν. Δίκαιον γάρ ἐστιν ἐμὲ τὸν οὕτω πανάσωτον ὑπὸ τῆς σῆς καθαρότητος μισεῖσθαι καὶ βδελύττεσθαι· πλήν, ἐπειδήπερ διὰ τοῦτο γέγονεν ὁ Θεός, ὃν ἐγέννησας, ἄνθρωπος, ὅπως καλέσῃ τοὺς ἁμαρτωλοὺς εἰς μετάνοιαν, θαρρῶν κἀγὼ προσέρχομαί σοι μετὰ δακρύων δεόμενος.
Δέξαι μου τὴν παροῦσαν τῶν πολλῶν καὶ χαλεπῶν πταισμάτων ἐξομολόγησιν, καὶ προσάγαγε τῷ μονογενεῖ σου Υἱῷ καὶ Θεῷ, ἱκετηρίαν ποιοῦσα, ὅπως ἵλεως γένηται τῇ ἀθλίᾳ καὶ ταλαιπώρῳ μου ψυχῇ· διὰ γὰρ τὸ πλῆθος τῶν ἀνομιῶν μου κωλύομαι τοῦ πρὸς αὐτὸν ἀτενίσαι καὶ αἰτῆσαι συγχώρησιν. Διὰ τοῦτο σὲ προβάλλομαι πρέσβυν τε καὶ μεσῖτιν, διότι πολλῶν καὶ μεγάλων ἀπολαύσας δωρεῶν παρὰ τοῦ πλαστουργήσαντός με Θεοῦ, ἀμνήμων πάντων φανεὶς ὁ ἄθλιος καὶ ἀχάριστος, εἰκότως παρασυνεβλήθην τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὡμοιώθην αὐτοῖς· πτωχεύων ταῖς ἀρεταῖς, πλουτῶν τοῖς πάθεσιν, αἰσχύνης πεπληρωμένος, παρρησίας θείας ἐστερημένος, κατακρινόμενος ὑπὸ Θεοῦ, θρηνούμενος ὑπὸ Ἀγγέλων, γελώμενος ὑπὸ δαιμόνων, μισούμενος παρὰ ἀνθρώπων, ἐλεγχόμενος ὑπὸ τοῦ συνειδότος, ὑπὸ τῶν πονηρῶν μου πράξεων καταισχυνόμενος, καὶ πρὸ θανάτου νεκρὸς ὑπάρχων, καὶ πρὸ τῆς κρίσεως αὐτοκατάκριτος ὤν, καὶ πρὸ τῆς ἀτελευτήτου κολάσεως αὐτοτιμώρητος ὑπὸ τῆς ἀπογνώσεως τυγχάνων. Διὸ δὴ εἰς τὴν σὴν καὶ μόνην καταφεύγω θερμοτάτην ἀντίληψιν, Δέσποινα Θεοτόκε, ὁ τῶν μυρίων ὀφειλέτης ταλάντων ἐγώ, ὁ ἀσώτως δαπανήσας τὴν πατρικὴν οὐσίαν μετὰ πορνῶν, ὁ πορνεύσας ὑπὲρ τὴν πόρνην, ὁ παρανομήσας ὑπὲρ τὸν Μανασσῆν, ὁ ὑπὲρ τὸν πλούσιον ἄσπλαγχνος γεγονώς, ὁ λαιμαργιῶν δοῦλος, τὸ τῶν πονηρῶν λογισμῶν δοχεῖον, ὁ τῶν αἰσχρῶν καὶ ῥυπαρῶν λόγων θησαυροφύλαξ, ὁ πάσης ἀκαθαρσίας ἔμπλεως καὶ πάσης ἀγαθῆς ἐργασίας ἀλλότριος.
Ἐλέησόν μου τὴν ταπείνωσιν, οἰκτείρησόν μου τὴν ἀσθένειαν. Μεγάλην ἔχεις πρὸς τὸν ἐκ σοῦ τεχθέντα τὴν παρρησίαν, ὡς οὐδεὶς ἕτερος. Πάντα δύνασαι, ὡς Θεοῦ Μήτηρ. Πάντα ἰσχύεις, ὡς πάντων ὑπερέχουσα κτισμάτων. Οὐδέν σοι ἀδυνατεῖ, ἐὰν θελήσῃς μόνον. Μὴ τὰ δάκρυά μου παρίδῃς· μὴ βδελύξῃ μου τὸν στεναγμόν· μὴ ἀπώσῃ μου τὸν ἐγκάρδιον πόνον· μὴ καταισχύνῃς μου τὴν εἰς σὲ προσδοκίαν· ἀλλὰ ταῖς μητρικαῖς σου δεήσεσι τὴν τοῦ ἀγαθοῦ Υἱοῦ καὶ Θεοῦ σου ἀβίαστον βιασαμένη εὐσπλαγχνίαν, ἀξίωσόν με τὸν ταλαίπωρον καὶ ἀνάξιον δοῦλόν σου τὸ πρῶτον καὶ ἀρχαῖον ἐπαναλαβεῖν κάλλος τῆς ψυχῆς, τὴν τῶν παθῶν ἀμορφίαν ἀποβαλεῖν, ἐλευθερωθῆναι ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας, δουλωθῆναι τῇ δικαιοσύνῃ, ἐκδύσασθαι τὸν μιασμὸν τῆς σαρκικῆς ἡδονῆς, ἐνδύσασθαι τὸν ἁγιασμὸν τῆς ψυχικῆς καθαρότητος, νεκρωθῆναι τῷ κόσμῳ, ζῆσαι τῇ ἀρετῇ· ὁδοιποροῦντί μοι συνοδεύουσα, ἐν θαλάσσῃ πλέοντι συμπλέουσα, ἀεὶ πολεμοῦντάς με δαίμονας νικῶσα, ἀγρυπνοῦντά με ἐνισχύουσα, ὑπνοῦντα διαφυλάττουσα, θλιβόμενον παραμυθουμένη, ὀλιγοψυχοῦντα παρακαλοῦσα, ἀσθενοῦντα ῥωννύουσα, ἀδικούμενον ῥυομένη, συκοφαντούμενον ἀθωοῦσα, εἰς θάνατον κινδυνεύοντα συντόμως προφθάνουσα, φοβερόν με ὁρατοῖς ἐχθροῖς καὶ ἀοράτοις δεικνύουσα καθ᾿ ἑκάστην, ἵνα γνώσωσι πάντες οἱ ἀδίκως τυραννοῦντές με δαίμονες τίνος δοῦλος ὑπάρχω.
Ναί, ὑπεραγία μου Δέσποινα Θεοτόκε, ἐπάκουσόν μου τῆς οἰκτροτάτης ταύτης δεήσεως, καὶ μὴ καταισχύνῃς με ἀπὸ τῆς προσδοκίας μου, ἡ ἐλπὶς πάντων τῶν περάτων τῆς γῆς. Τὸν βρασμὸν τῆς σαρκός μου κατάσβεσον· τὸν ἐν τῇ ψυχῇ μου ἐγειρόμενον ἀγριώτατον κλύδωνα τοῦ ἀκαίρου θυμοῦ καταπράϋνον· τὸν τῦφον καὶ τὴν ἀλαζονείαν τῆς ματαίας νεότητος ἐκ τοῦ νοός μου ἀφάνισον· τὰς νυκτερινὰς φαντασίας τῶν πονηρῶν πνευμάτων καὶ τὰς καθημερινὰς τῶν ἀκαθάρτων ἐννοιῶν προσβολὰς ἐκ τῆς καρδίας μου μείωσον· παίδευσόν μου τὴν γλῶτταν λαλεῖν τὰ συμφέροντα· δίδαξον τοὺς ὀφθαλμούς μου τοῦ βλέπειν ὀρθῶς τῆς ἀρετῆς τὴν εὐθύτητα· τοὺς πόδας μου τρέχειν ἀσκελίστως ποίησον τὴν μακαρίαν ὁδὸν τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ· τὰς χεῖράς μου ἁγιασθῆναι παρασκεύασον, ἵνα ἀξίως αἴρωνται πρὸς τὸν Ὕψιστον· κάθαρόν μου τὸ στόμα, ἵνα μετὰ παρρησίας ἐπικαλέσωμαι Πατέρα τὸν φοβερὸν Θεὸν καὶ πανάγιον. Ἄνοιξόν μου τὰ ὦτα, ἵνα ἀκούσω αἰσθητῶς καὶ νοερῶς τὰ γλυκύτερα μέλιτος καὶ κηρίου τῶν ἁγίων Γραφῶν λόγια· δεχόμενος ποιῶ αὐτὰ ὑπὸ σοῦ κραταιούμενος.
Δός μοι καιρὸν μετανοίας καὶ λογισμὸν ἐπιστροφῆς. Αἰφνιδίου με ἐλευθέρωσον θανάτου. Κατακεκριμένου με συνειδότος ἀπάλλαξον. Τέλος παράστηθί μοι ἐν τῷ χωρισμῷ τῆς ταπεινῆς μου ψυχῆς ἐκ τοῦ ἀθλίου τούτου σώματος, τὴν ἀφόρητον ἐκείνην ἐλαφρύνουσα βίαν, τὸν ἀνέκφραστον ἐκεῖνον ἐπικουφίζουσα πόνον, τὴν ἀπαραμύθητον ἐκείνην παραμυθουμένη στενοχωρίαν, τῆς σκοτεινῆς με τῶν δαιμόνων λυτρουμένη μορφῆς, τοῦ πικροτάτου λογοθεσίου τῶν τελωνῶν τοῦ ἀέρος καὶ τῶν ἀρχόντων τοῦ σκότους ἐξαίρουσα, τὰ χειρόγραφα τῶν πολλῶν μου ἁμαρτιῶν διαρρήσουσα, τῷ Θεῷ με οἰκειοῦσα, τῆς ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ καὶ μακαρίας στάσεως, τῆς ἐν τῷ φοβερῷ κριτηρίῳ, καταξιοῦσα, τῶν αἰωνίων καὶ ἀνυποίστων ῥυομένη κολάσεων, τῶν ἀοιδίμων καὶ ἀκηράτων ἀγαθῶν ποιοῦσα κληρονόμον.
Ταύτην σοι προσφέρω τὴν ἐξομολόγησιν, Δέσποινα Θεοτόκε, τὸ φῶς τῶν ἐσκοτισμένων μου ὀφθαλμῶν, ἡ παραμυθία ἐμῆς ψυχῆς, ἡ μετὰ Θεόν μου ἐλπὶς καὶ προστασία· ἣν εὐμενῶς πρόσδεξαι, καὶ καθάρισόν με ἀπὸ παντὸς μολυσμοῦ σαρκὸς καὶ πνεύματος, ἀξιοῦσά με ἐν τῷ παρόντι αἰῶνι ἀκατακρίτως μετέχειν τοῦ ἀχράντου σώματος καὶ αἵματος τοῦ Υἱοῦ καὶ Θεοῦ σου, ἐν τῷ μέλλοντι δὲ τῆς γλυκύτητος τοῦ οὐρανίου δείπνου, τῆς τρυφῆς τοῦ παραδείσου, τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἔνθα πάντων ἐστὶν εὐφραινομένων ἡ κατοικία. Καὶ τούτων τυχὼν τῶν ἀγαθῶν ὁ ἀνάξιος, δοξάσω εἰς αἰῶνα αἰῶνος τὸ πάντιμον καὶ μεγαλοπρεπὲς ὄνομα τοῦ Υἱοῦ καὶ Θεοῦ σου, τοῦ δεχομένου πάντας τοὺς ἐξ ὅλης μετανοοῦντας ψυχῆς, διὰ τὸ σὲ γενομένην πάντων τῶν ἁμαρτωλῶν μεσῖτιν καὶ ἐγγυήτριαν, καὶ διὰ σοῦ, πανύμνητε καὶ ὑπεράγαθε Δέσποινα, περισῴζεται πᾶσα βροτεῖα φύσις, αἰνοῦσα καὶ εὐλογοῦσα Πατέρα καὶ Υἱὸν καὶ Ἅγιον Πνεῦμα, τὴν παναγίαν Τριάδα καὶ ὁμοούσιον, πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
«Εν αναμονή της χάριτος του Αγ. Πνεύματος - π. Ζαχαρίας Zαχάρου (Έσσεξ)»
Η ομιλία αναφέρεται στην περίοδο του Πεντηκοσταρίου. Γίνεται μικρή αναφορά σε κάθε εορτή των μεθεόρτων του Πάσχα, της Μεσοπεντηκοστής, της Αναλήψεως, με κορύφωση την Κυριακή της Πεντηκοστής. Έγινε στην Ιερά Μονή Μαχαιρά, στις 5 Ιουνίου 2022, Κυριακή των 318 Αγίων Πατέρων της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου.
Δείτε το βίντεο
Πηγή: Όρος Αλατόμητον – Ι.Μ. Μαχαιρά Κύπρου
«Ο μακαριστός επίσκοπος Αθανάσιος Γιέφτιτς μιλά για τον Άγιο Ιουστίνο Πόποβιτς»
Ο μακαριστός επίσκοπος Ερζεγοβίνης και Ζαχουμίου Αθανάσιος (Γιέφτιτς) μιλά για το πρόσωπο και το έργο του Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς.
Δείτε το βίντεο
«Περί του Αγίου και Μυστηριώδους Μύρου»
Ντοκιμανταίρ με αφορμή την παρασκευή του Αγίου Μύρου στο Οικουμενικό Πατριαρχείο στην Κωνσταντινούπολη. Μεγάλη Εβδομάδα 2002
«Ἰδοὺ ἀναβαίνομεν εἰς Ἱεροσόλυμα»
Στον Όρθρο της Τετάρτης της Ε’ έβδομαδας ακούμε ακόμα μία φορά το Μεγάλο Κανόνα του αγίου Ανδρέα Κρήτης, αλλά αυτή τη φορά ολόκληρο. Αν στην αρχή της νηστείας αυτός ο Κανόνας ήταν μία πόρτα που μας οδήγησε στη μετάνοια, τώρα, προς το τέλος, φαίνεται σαν μια «ανακεφαλαίωση» της μετάνοιας και της πραγματοποίησής της. Αν στην αρχή μόνο ακούγαμε τον Κανόνα, τώρα ελπίζουμε τα λόγια του να έχουν γίνει λόγια μας, θρήνος μας, ελπίδα μας, μετάνοια και ακόμα μία αξιολόγηση της προσπάθειάς μας στην περίοδο της Σαρακοστής: πόσα απ’ όλα αυτά έγιναν αληθινά δικά μας; Πόσο μακριά προχωρήσαμε στο μονοπάτι της μετάνοιας; Γιατί τώρα, όλα αυτά που αφορούν εμάς, πλησιάζουν στο τέλος. Από εδώ και μπρος πια ακολουθούμε κι εμείς τους μαθητές που «ἦσαν δὲ ἐν τῇ ὁδῷ ἀναβαίνοντες εἰς Ἱεροσόλυμα· καὶ ἦν προάγων αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς». Τους έλεγε δε: «Ἰδοὺ ἀναβαίνομεν εἰς Ἱεροσόλυμα καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδοθήσεται τοῖς ἀρχιερεῦσι καὶ γραμματεῦσι, καὶ κατακρινοῦσιν αὐτὸν θανάτῳ καὶ παραδώσουσιν αὐτὸν τοῖς ἔθνεσι, καὶ ἐμπαίξουσιν αὐτῷ καὶ μαστιγώσουσιν αὐτὸν καὶ ἐμπτύσουσιν αὐτῷ καὶ ἀποκτενοῦσιν αὐτόν, καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται» (Μαρκ. 10,32-45). Αυτό είναι το Ευαγγέλιο της Ε’ Κυριακής.
Ο τόνος στις ακολουθίες της Σαρακοστής αλλάζει. Αν στο πρώτο μέρος της η προσπάθειά μας σκόπευε στο να εξαγνιστούμε εμείς οι ίδιοι, τώρα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι αυτή η καθαρότητα δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά πρέπει να μας οδηγήσει στο στοχασμό, στην αυτοσυγκέντρωση και την οικειοποίηση του μυστηρίου του Σταυρού και της Ανάστασης. Το νόημα της προσπάθειάς μας τώρα μάς παρουσιάζεται σαν συμμετοχή σ’ αυτό το μυστήριο με το οποίο ήμασταν τόσο εξοικειωμένοι και το θεωρούσαμε δεδομένο ώστε το ξεχνούσαμε. Και τώρα, καθώς Τον ακολουθούμε πηγαίνοντας προς τα Ιεροσόλυμα μαζί με τους μαθητές Του, είμαστε «έκθαμβοι και έντρομοι».
Πηγή: Από το βιβλίο «ΜΕΓΑΛΗ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗ – ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟ ΠΑΣΧΑ» SCHMEMANN ALEXANDER (σελ. 91-92)
Εάν συγχωρήσουμε τον αδελφό μας, θα συγχωρεθούμε από τον Θεό
(Γέροντας Εφραίμ, Προηγούμενος Ι.Μ. Φιλοθέου (+2019))
Ο Γέρων Εφραίμ Φιλοθεΐτης μιλάει για την αξία της συγχώρησης του πλησίον, η οποία μας οδηγεί στην συμφιλίωση με τον Θεό, τονίζοντας ότι, μόνον εάν συγχωρήσουμε, θα συγχωρεθούμε.
Ακούστε την ομιλία
Η πνευματική καρδιά
(π. Ζαχαρίας Ζαχάρου – Ηγούμενος Ι. Μονής Τιμίου Προδρόμου Έσσεξ Αγγλίας)
Ο Αρχιμανδρίτης Ζαχαρίας (Ζάχαρου) της Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου του Έσσεξ, σε συνέντευξή του στην Πεμπτουσία, μιλά για την εύρεση και την αξία της καρδιάς στην ορθόδοξη πνευματική ζωή.
Δείτε το βίντεο
Το αντίδοτο στον πειρασμό του νεωτερισμού
(π. Ζαχαρίας Ζαχάρου – Ηγούμενος Ι. Μονής Τιμίου Προδρόμου Έσσεξ Αγγλίας)
Ο άνθρωπος είναι από τη φύση του δυναμικό ον. Ως εκ τούτου, ανέκαθεν αντιμετώπιζε τον πειρασμό του νεωτερισμού. Η ψυχή του ανθρώπου φέρει έμφυτη την έφεση αναζητήσεως καινοφανών πραγμάτων, ενώ το πνεύμα του δεν μπορεί να παραμείνει στάσιμο. Χωρίς τη δυναμική της εν Θεώ ζωής χάνει την έμπνευση και πνίγεται στην ακηδία, «καθήμενος εν χώρα και σκιά θανάτου»[1]. Γι’ αυτό χρειάζεται συνεχώς να αναπτύσσεται και να αποκτά νέες γνώσεις. Σύμφωνα με τον απόστολο Παύλο ο άνθρωπος έχει ως προορισμό να αυξάνει «την αύξησιν του Θεού»[2], και οφείλει «εν καινότητι ζωής περιπατείν»[3]. Και ο τρόπος να αυξηθεί κάποιος εν Θεώ είναι να βάζει διαρκώς καινή αρχή στην πνευματική του ζωή.
Η καινή αρχή στη ζωή του Χριστιανού δεν είναι κάποια αφηρημένη ιδέα, αλλά πολύ συγκεκριμένο γεγονός. Συνίσταται στην τήρηση της εντολής που έδωσε ο Χριστός, όταν άρχισε το έργο του ευαγγελισμού των ανθρώπων: «Μετανοείτε, ήγγικε γαρ η Βασιλεία των ουρανών»[4]. Είναι δηλαδή αρχή μετανοίας. Η μετάνοια είναι το κατεξοχήν έργο του ανθρώπου, που ποθεί τον ανακαινισμό και τον αγιασμό του. Και ο αγιασμός του είναι ο αληθινός πλουτισμός, με τον οποίο αποκτά την όραση του μέλλοντος αιώνος και το αντίκρισμα στην αιωνιότητα.
Ο άνθρωπος μετά την πτώση, μολονότι φέρει μέσα του τη δυνατότητα της δυναμικής αυξήσεως, επειδή στην προσπάθειά του να την πραγματοποιήσει, δεν έχει τον σωστό προσανατολισμό, υπόκειται στον πειρασμό να εκδαπανάται, αναζητώντας διαρκώς ψευδή υποκατάστατα. Αναζητά ολοένα κάτι πρωτόφαντο, αλλά το γυρεύει στη σφαίρα των κτιστών, σε τομείς όπως η τεχνολογία, η φιλοσοφία, οι καλές τέχνες ή εν γένει οι ενασχολήσεις του κόσμου τούτου. Οι τομείς όμως αυτοί ούτως ή άλλως καταλήγουν στο μνήμα, και βεβαίως αδυνατούν να του μεταδώσουν τη μόνη αληθινή γνώση, τη γνώση του Θεού. Στον αντίποδά τους η γνώση του Θεού είναι παρεκτική της αιώνιας ζωής, σύμφωνα με τους λόγους του Κυρίου: «Αύτη δε εστιν η αιώνιος ζωή, ίνα γινώσκωσί Σε τον μόνον αληθινόν Θεόν και ον απέστειλας Ιησούν Χριστόν»[5].
Συνέχεια ο άνθρωπος στον κόσμο αγωνίζεται να αποκτήσει κάποια σταθερότητα και όταν την κατορθώνει, αισθάνεται ικανοποίηση. Κατ’ ουσίαν όμως η ικανοποίηση αυτή είναι δουλεία στην ακηδία. Ενώ η αύξηση του Θεού παρέχει ατελεύτητη έμπνευση και αληθινή γνώση: «Ημέρα τη ημέρα ερεύγεται ρήμα και νυξ νυκτί αναγγέλλει γνώσιν»[6]. Η σταθερότητα έρχεται καθόσον ο άνθρωπος πλησιάζει τον στόχο του, «το πλήρωμα του τα πάντα εν πάσι πληρουμένου»[7], τον Χριστό, που είναι «χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνας»[8].
Η μοναδική περίπτωση που η συνεχής ανανέωση της ζωής στον κόσμο αποβαίνει χρήσιμη και είναι ευλογημένη, είναι όταν κάθε φορά που ανακαλύπτουμε κάτι καινούργιο στην επιστήμη ή στην τέχνη, παριστάμεθα ενώπιον του Θεού παρουσιάζοντας σε Αυτόν την επίτευξή μας και λέγοντας: «Σε ευχαριστούμε, Κύριε, που μας παρέχεις τα μέσα, τα οποία καθιστούν δυνατή και πιο άνετη την επί γης παροίκησή μας». Αν κάθε φορά που κατακτούμε κάποιον καινούργιο τομέα ζωής μέσω της επιστήμης, ή της τέχνης, ή χρησιμοποιώντας την κτιστή διάνοια του ανθρώπου, αποδίδουμε ευχαριστία στον Θεό, τότε είμαστε μακάριοι και σίγουρα οι καρποί της επιτεύξεως θα είναι προς ωφέλεια όλων. Δυστυχώς όμως, ως επί το πλείστον, αντί να ευλογούμε τον Θεό, Τον αποδιώχνουμε από αυτόν τον τομέα της ζωής μας με τη σκέψη ότι τώρα είμαστε σπουδαίοι, είμαστε μεγάλοι· τώρα γνωρίζουμε καλύτερα· τώρα μπορούμε να ζήσουμε χωρίς τον Θεό. Συνεπώς, ο νεωτερισμός αυτός μετατρέπεται σε κατάρα.
Είναι απολύτως αναγκαίο να κατανοήσουμε την αληθινή δυναμική της ζωής, διότι περισσότερο από ποτέ άλλοτε ο σύγχρονος άνθρωπος πάσχει από τον πειρασμό της καινοθηρίας, ενώ την πίστη την περιφρονεί ως φαινόμενο στατικό, ανιαρό, οπισθοδρομικό, παρωχημένο, αμετάβλητο, παλιομοδίτικο. Οικοδομεί τη δήθεν «υπόστασή» του συσσωρεύοντας κτιστή γνώση, ποικίλες εντυπώσεις και εμπειρίες με πρόσκαιρη αξία. Στην κατανόηση αυτής της αληθινής δυναμικής έγκειται η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην ακηδία των πολιτών του κόσμου τούτου και στον ζήλο των τέκνων του Θεού.
Το έργο της μετανοίας που αναλαμβάνει ο Χριστιανός αθλητής έχει παράδοξο χαρακτήρα. Στα μάτια του κόσμου ο άνθρωπος που μετανοεί φαίνεται να αυτοεκμηδενίζεται. Ωστόσο, στην πραγματικότητα μέσα από αυτήν την εργασία αυξάνει συνεχώς κατά Θεόν. Θεωρεί τα πολύτιμα αυτού του κόσμου ως «σκύβαλα», «διά το υπερέχον της γνώσεως Χριστού Ιησού»[9].
Στην αρχή ο Θεός δημιούργησε τον ουρανό και τη γη και έβαλε τον Αδάμ και την Εύα στον Παράδεισο, δίνοντάς τους την εντολή, «εργάζεσθαι αυτόν και φυλάττειν»[10]. Επομένως, αν διαρκώς αγωνιζόμαστε να προσεγγίσουμε τον Κύριο, εργαζόμενοι στην καρδιά μας, δηλαδή καλλιεργώντας την, ξεριζώνοντας από εκεί όλα τα ζιζάνια, συσσωρεύοντας και φυλάσσοντας μέσα της τα ίχνη της χάριτος, τότε η ζωή μας έχει δυναμικό χαρακτήρα. Όσο πιο επιμελώς εργαζόμαστε και φυλάσσουμε τον Παράδεισο με τη μετάνοια και το πένθος, τόσο περισσότερο αυξάνει και η εν Πνεύματι ζωή. «Ος γαρ έχει, δοθήσεται αυτώ· και ος ουκ έχει, και ο νομίζει έχειν αρθήσεται απ’ αυτού»[11].
Το θέμα της δυναμικής εν Θεώ αυξήσεως, της αυξήσεως δηλαδή του ανθρώπου στη δικαιοσύνη και στην αγιότητά Του, ήταν πάντοτε παρόν στην Παλαιά Διαθήκη, όπου δίκαιη και πνευματική ζωή σήμαινε την πορεία στην οδό των εντολών, σύμφωνα με τον μεγάλο ψαλμό: «Οδόν εντολών Σου έδραμον, όταν επλάτυνας την καρδίαν μου»[12]. Στον Παράδεισο πριν την πτώση ο Θεός πρόβαλλε τον Εαυτό Του στον άνθρωπο προς μίμηση. Και για τον άνθρωπο αρκούσε να βλέπει το Πρόσωπο του Θεού, για να επιτελέσει το έργο του, διότι αντίκριζε την τελειότητα· γνώριζε ποιος ήταν ο σκοπός του ερχομού του στον κόσμο ως δημιούργημα κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση του Θεού· εννοούσε τι είναι πρωτεύον, τι έχει αιώνιο αντίκρισμα και μόνον αυτό μάθαινε να θεωρεί προορισμό της ζωής του.
Μετά την πτώση, ωστόσο, χάνοντας τη θεωρία του Ζώντος Θεού, ο άνθρωπος υπέστη φοβερή στέρηση και ερήμωση· έχασε τον προσανατολισμό του. Τότε άρχισε να φοβάται την παρουσία του Θεού, διότι είχε τη διαίσθηση ότι ήταν αδύνατον να δει κάποιος τον Θεό και να παραμείνει ζωντανός. Ήταν ασύμμετρη και ασύμβατη η εναρμόνισή τους.
Στην Καινή Διαθήκη όλα γίνονται πλέον πιο ψηλαφητά και συγκεκριμένα στο Πρόσωπο του Κυρίου Ιησού Χριστού. Όταν ήλθε στη γη και προσέλαβε την ανθρώπινη φύση από την Παναγία Παρθένο, φανέρωσε και πάλι στους ανθρώπους το Πρόσωπο του αιωνίου Πατρός[13], ούτως ώστε ο άνθρωπος να μην παραμείνει χωρίς προσανατολισμό, αλλά τρέχοντας την οδό των εντολών Του, να έχει τον Κύριο ως υπόδειγμα προς μίμηση. Ο απόστολος Παύλος επίσης επανειλημμένα κάνει λόγο για τη δυναμική εν Θεώ αύξηση. Στην Προς Φιλιππησίους επιστολή του αναφέρει: «Διώκω δε ει και καταλάβω, εφ’ ω και κατελήφθην υπό Χριστού Ιησού»[14]. Με άλλα λόγια, «τρέχω για να αρπάξω Εκείνον που Πρώτος με άρπαξε».
Το αντίδοτο για τον πειρασμό του νεωτερισμού είναι ο ακατάπαυστος ανακαινισμός· είναι ο καθορισμός μας να βάζουμε καινούργια αρχή μετανοίας κάθε μέρα, ώστε να δεχθούμε «καινά ελέη» από τον Θεό, διότι, όπως αναγγέλλει ο Προφήτης, «τα ελέη Κυρίου καινά εις τας πρωΐας»[15]. Τότε και εμείς κάθε μέρα ψάλλουμε «άσμα καινόν» ευγνωμοσύνης και αγάπης στον Κύριο[16].
Η σταθερότητα στην πνευματική ζωή δεν είναι καν αναμενόμενη, γι’ αυτό και οι ταλαντεύσεις δεν θα έπρεπε να μας αποθαρρύνουν, επειδή γίνονται το έναυσμα για να καταβάλλουμε σταθερή προσπάθεια να μην παραμείνουμε χαμηλά επί μακρόν. Ο Θεός μας μυεί σε ένα μεγάλο μυστήριο, διδάσκοντάς μας να κάνουμε καινούργια αρχή καθ’ εκάστην. Στις αμφιταλαντεύσεις που υπομένουμε για να αποκτήσουμε αυτήν τη γνώση, οι καταβάσεις είναι εξίσου, μάλλον πιο πολύτιμες, από τις αναβάσεις, διότι μας μυούν σε όλο το μήκος της οδού του Χριστού. Πρώτα γνωρίζουμε την κατάβασή Του μέχρι και των καταχθονίων, και έπειτα την ανάβασή Του υπεράνω των ουρανών. Και αυτή ακριβώς είναι η γνώση την οποία μεταδίδει το έργο της μετανοίας. Όποιος προσκαρτερεί στο έργο αυτό, φανερώνει την πιστότητα και την αγάπη του για την πρώτη ταπεινή επιφάνεια του Κυρίου Ιησού, με τις οποίες κερδίζει τον στέφανο της θεογνωσίας σε αυτήν τη ζωή και αποθησαυρίζει ανείκαστο αντίκρισμα στην αιωνιότητα.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, κατεχόμενοι από αγάπη για την πρώτη επιφάνειά Του, πορευόμαστε και εμείς στα ίχνη του Κυρίου· πρώτα κατεβαίνουμε και από εκεί εγειρόμαστε πάλι, και το πέρασμα αυτό από το σκοτάδι στο φως συνιστά το προσωπικό μας Πάσχα. Αποσύροντας από εμάς τη χάρη Του και «εκβιάζοντάς» μας, τρόπον τινα, να βάλουμε καινούργια αρχή, ο Θεός μας καθιστά ικανούς να γνωρίσουμε το μυστήριο της οδού που οδηγεί στο αιώνιο Πάσχα, το μυστήριο της Ημέρας του Κυρίου, που «είδε Αβραάμ και εχάρη»[17].
Η χριστιανική ζωή είναι δυναμική. Εξωτερικά εμφανίζεται ανιαρή. Εντούτοις, στην πραγματικότητα ομοιάζει με ηλεκτρικό καλώδιο, μέσα από το οποίο διέρχεται φοβερό ρεύμα ενέργειας. Οι Χριστιανοί με γνήσια έμπνευση ουδέποτε ικανοποιούνται με εκείνο που κατόρθωσαν, αλλά πάντοτε αγωνίζονται να φθάσουν την τελειότητα, για την οποία τους προόρισε ο Θεός, σύμφωνα με τον λόγο του αποστόλου Παύλου, «τα μεν όπισθεν επιλανθανόμενος τοις δε έμπροσθεν επεκτεινόμενος κατά σκοπόν διώκω επί το βραβείον της άνω κλήσεως του Θεού εν Χριστώ Ιησού»[18]. Στα μάτια του κόσμου οι Χριστιανοί φαίνονται αδύναμοι και ευτελείς, αλλά γίνονται σκήνωμα Θεού και φορείς του πληρώματος της ενέργειάς Του.
Ο άνθρωπος ζει επάξια τον προορισμό του και την κατά Θεόν αύξησή του, μόνον όταν επιτελεί «αγιωσύνην» μέρα με τη μέρα. Στην Καινή Διαθήκη αναφέρεται ότι ο άνθρωπος πρέπει να μεταβαίνει «εκ πίστεως εις πίστιν»[19], από ελπίδα σε ελπίδα, από ένα πλήρωμα αγάπης σε μεγαλύτερο πλήρωμα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο υπάρχει συνεχής αύξηση στη ζωή του, όπως υποδεικνύει και η παρότρυνση του Αποστόλου: «Μη συσχηματίζεσθε τω αιώνι τούτω, αλλά μεταμορφούσθε τη ανακαινώσει του νοός, εις το δοκιμάζειν υμάς τι το θέλημα του Θεού, το αγαθόν και ευάρεστον και τέλειον»[20].
Ακόμη και ο Κύριος είπε στον Ναθαναήλ: «Από του νυν όψεσθε τον ουρανόν ανεωγότα και τους αγγέλους του Θεού αναβαίνοντας και καταβαίνοντας επί τον Υιόν του ανθρώπου»[21]. Οι παραπάνω λόγοι εκφράζουν τη διαρκή μύηση και αύξηση στο μυστήριο του Θεού, οπόταν ο άνθρωπος θεωρεί τα «αεί μείζονα» του Θεού[22] και εμβαθύνει στη γνώση του μυστηρίου της αγάπης Του.
Επομένως, εάν ο άνθρωπος δεν αγωνίζεται ακατάπαυστα για τον αγιασμό του, «επιτελών αγιωσύνην εν φόβω Θεού», δεν θα αποφύγει τον πειρασμό του νεωτερισμού. Θα αναλώνεται στις βιοτικές μέριμνες και θα σπαταλά τον πολύτιμο καιρό της σωτηρίας, τη στιγμή που ο χρόνος του δόθηκε για να τον εξαγοράσει και να τον μετατρέψει σε αιωνιότητα· του δόθηκε ως καιρός προετοιμασίας για τη μεγάλη και θαυμαστή συνάντηση με τον Δημιουργό του.
Ο απόστολος Παύλος λέει ότι η σωτηρία συντελείται «κατά την δύναμιν την ενεργουμένην εν ημίν»[23]. Αν αυτή είναι η δύναμη του Θεού, τότε κατά πόσο μπορούμε να έχουμε συνείδηση της αυξήσεως αυτής;
Δεν προσευχόμαστε στον Θεό να μας βοηθήσει να δούμε την αύξηση στη ζωή μας, για να Του προσφέρουμε ευχαριστία, αλλά Τον παρακαλούμε να μας βοηθήσει να δούμε τις αμαρτίες μας, να δούμε που υστερούμε και να αυξηθούμε στην επίγνωση της πνευματικής μας πτωχείας. Οι άνθρωποι στον κόσμο επιδιώκουν την αύξηση στα περιορισμένα όρια της γης, και σε αυτή στηρίζουν την ευδαιμονία τους. Για παράδειγμα, οι τρεις κατηγορίες ανθρώπων στην παραβολή του Μεγάλου Δείπνου σίγουρα θα διαπίστωσαν αύξηση στην περιορισμένη κτιστή ζωή τους. Εκείνος που είχε αγοράσει τον αγρό, θα πρέπει να είδε τον θερισμό. Εκείνος που μόλις είχε νυμφευθεί γυναίκα, είδε πιθανόν τη χαρά της τεκνογονίας.
Στην πνευματική ζωή επίσης, εάν εργασθούμε επιμελώς, θα δούμε καρπούς. Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακας λέει: «Δίψα και αγρυπνία εξέθλιψαν καρδίαν. Καρδίας δε θλιβείσης απεπήδησαν ύδατα»[24]. Όταν νηστεύουμε και πεινούμε τη γνώση του Θεού, η καρδιά μας τρόπον τινα συνθλίβεται, αλλά αυτή η κατά Θεόν συνοχή εκπηγάζει «διεξόδους υδάτων», που μας καθαρίζουν, μας αγιάζουν και προσκομίζουν τη χαρά της σωτηρίας. Ο Θεός ουδέποτε αφήνει τον Εαυτό Του «αμάρτυρον»[25]. Πάντοτε δίνει τεκμήρια της Παρουσίας Του και της ζωής Του.
Οι εντολές του Θεού έχουν αυτόν τον χαρακτήρα. Θέτοντας για παράδειγμα σε εφαρμογή τον λόγο του Κυρίου, «μακάριοι οι πενθούντες, ότι αυτοί παρακληθήσονται», αρχίζουμε να πενθούμε, αλλά καθώς πενθούμε βρίσκουμε παράκληση. Γινόμαστε μακάριοι και παρακεκλημένοι με την άφθαρτη παράκληση του Αγίου Πνεύματος. Έτσι επέρχεται η πνευματική πρόοδος με τρόπο φυσικό.
Βεβαίως, όταν προσευχόμαστε, ο νους δεν πρέπει να στρέφεται καθόλου στον εαυτό μας, για να εξετάσει αν έχουμε μέσα μας χάρη, δύναμη ή την κατά Θεόν αύξηση. Η μοναδική μας μέριμνα είναι πως να καθαρίσουμε την καρδιά μας από «παντός κοινού»[26]· πως να θεραπεύσουμε την ψυχή μας από τον λοιμό της αμαρτίας. Εντούτοις, καθόσον προσκαρτερούμε στον αγώνα αυτόν, ανεπαίσθητα, με μυστικό τρόπο, η αύξηση αυτή αρχίζει να κυβερνά τη ζωή μας, διότι η Βασιλεία του Θεού έρχεται «χωρίς παρατηρήσεως»[27].
Ο άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης αναφέρει ότι στον μέλλοντα αιώνα και οι Άγιοι και οι Άγγελοι δεν θα παύσουν να αυξάνουν κατά Θεόν και να μεταβαίνουν από ένα πλήρωμα τελειότητας σε μεγαλύτερο πλήρωμα. Σύμφωνα με αυτήν τη θεώρηση, η σωτηρία είναι μια δυναμική αύξηση εν Θεώ. Ο άγιος Σωφρόνιος ισορροπεί τη θεωρία αυτήν προσθέτοντας και την πτυχή της σταθερότητας ή της αιώνιας καταπαύσεως, σύμφωνα με τη διδασκαλία του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού[28]. Παρατηρεί ότι στην Παλαιά Διαθήκη και στην Προς Εβραίους επιστολή, η σωτηρία παρουσιάζεται ως η «αιώνια κατάπαυσις» στο Πνεύμα του Θεού. Γράφει:
«Η πνευματική ζωή του Χριστιανού έχει ιδιαίτερα δυναμικό χαρακτήρα. Δεν είναι ποτέ στατική. Είναι απείρως πλούσια στις εκδηλώσεις της. Αυτό αφενός αποτελεί τον πλούτο της, και αφετέρου συνιστά ένδειξη ότι ακόμη δεν αποκτήσαμε την τελειότητα. Στη ζωή της ίδιας της Τριαδικής Θεότητος η δυναμική και η στατική “στιγμή” ταυτίζονται σε μια ακατάληπτη για μας ενότητα. Και σε αυτήν την “ενότητα” περικλείεται η αληθινή μακαριότητα, που δόθηκε ως υπόσχεση σε όλους όσοι προσφέρουν γνήσια μετάνοια. Η ζωή του κόσμου προσεγγίζει τη στιγμή, που “πάντες αλλαγησόμεθα εν ριπή οφθαλμού”· που οι “ουρανοί πυρούμενοι λυθήσονται και στοιχεία καυσούμενα τήκεται”, όταν θα συντελεσθεί “των σαλευομένων η μετάθεσις ως πεποιημένων, ίνα μείνη τα μη σαλευόμενα”. Στον άνθρωπο θα δοθεί η διαμονή στη Θεια και ασάλευτη σταθερότητα, την αιώνια και άκρως δυναμική. Και αυτό είναι πραγματικά η αιώνια κατάπαυση»[29].
Οι δυο πτυχές, επομένως, συμβαδίζουν· υπάρχει η δυναμική αύξηση, αλλά παράλληλα και η τέλεια πνευματική ανάπαυση σε κάθε στάδιο. Δεν υφίσταται ψυχολογική αδημονία ή ανησυχία σε κανένα σημείο της κατά Θεόν αυξήσεως και πορείας του ανθρώπου. Είτε έχει λίγη, είτε πολλή, είτε άπειρη χάρη, ο Χριστιανός ουδέποτε αγωνιά, αλλά αισθάνεται μακαρίως πεπληρωμένος κατά το μέτρο της χάριτος που του έχει δοθεί. Και οι δυο πτυχές συνυπάρχουν στη σωτηρία, αφενός η δυναμική και συνεχής κατά Θεόν αύξηση και αφετέρου η τέλεια κατάπαυση εν Θεώ «πέραν του καταπετάσματος» της ζωής αυτής. Η αντίληψη αυτή μας βοηθάει να κατανοήσουμε εναργέστερα την Ορθόδοξη θεωρία της απολυτρώσεως, η οποία δεν υπόκειται στους νόμους της φύσεως· δεν είναι δικανική, αλλά δυναμική, υπερφυσική.
Ο Χριστός δεν μας έσωσε διαπραγματευόμενος με τον Θεό Πατέρα και προσφέροντας θυσία, για να εξευμενίσει την οργή Του. Μας έσωσε με τον ερχομό Του στη γη, ζώντας αναμάρτητα ανάμεσά μας και υπομένοντας τις περιστάσεις αυτής της ζωής. Ενέπλησε κάθε σπιθαμή της δημιουργίας με την ενέργεια της Παρουσίας Του· τα ύδατα του Ιορδάνη με τη χάρη της Θεοφανείας Του· τη γη ζώντας ανάμεσα στους ανθρώπους και συναναστρεφόμενος μαζί τους. Ο άγιος Νικόλαος ο Καβάσιλας αναφέρει ότι ο Χριστός μετά την Ανάστασή Του αναλήφθηκε στους ουρανούς «σχολή και βαδήν και ουκ αθρόον», ἀργὰ-ἀργά, ώστε να εμπλήσει και τους αιθέρες με την ενέργειά Του.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο Κύριος ενέπλησε όλες τις καταστάσεις της ζωής αυτής με τη σωτήρια ενέργεια του Προσώπου Του, ώστε να έχει ο άνθρωπος τη δυνατότητα να συναντήσει τον Χριστό και να σωθεί υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, ανεξάρτητα από τον τόπο και την περίσταση που βρίσκεται· είτε είναι σε απόγνωση, είτε σε τέλεια ευδαιμονία, είτε σε άκρα περιφρόνηση· είτε στην έρημο είτε στην πόλη. Πρόκειται για μια δυναμική θεωρία της απολυτρώσεως του ανθρώπου, για την οποία κάνει λόγο ο Μέγας Αθανάσιος.
Η ιδέα αυτή της δυναμικής αυξήσεως βρίσκεται σε συμφωνία με τους λόγους του αποστόλου Παύλου, όσον αφορά τον προορισμό μας και την κλήση μας, να γίνουμε «ναός Θεού ζώντος»[30]. Ο ναός αυτός οικοδομείται μέσα μας, καθώς τα ίχνη της χάριτος συσσωρεύονται στις καρδιές μας. Και τα τρία πιο σημαντικά μέσα για την οικοδομή αυτή είναι· η επίκληση του αγίου Ονόματος του Χριστού, ο ζωοποιός λόγος Του και το απειροβαθές Μυστήριο του Σώματος και του Αίματός Του. Χωρίς τη δυναμική αύξηση της πνευματικής ζωής, η οικοδομή αυτή είναι ανέφικτη.
Ουσιαστικά η οικοδομή του ανθρώπου ως ναού του Θεού του Ζώντος είναι ένας άλλος τρόπος να εκφράσουμε τη δυναμική ζωή του πνεύματος, κατά την οποία ακατάπαυστα καταρτιζόμαστε σε αγιασμό, όπως εξηγεί ο απόστολος Παύλος στην Προς Εφεσίους επιστολή. Ο Κύριος εγκαινίασε και κατήρτισε το Σώμα της Εκκλησίας στην ιστορία. Χάρισε σε αυτήν όλα τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος «προς τον καταρτισμόν των αγίων εις έργον διακονίας, εις οικοδομήν του σώματος του Χριστού»[31]. Οφείλουμε συνεχώς να καταρτιζόμαστε και να αυξάνουμε, μετέχοντας στα χαρίσματα όλων των Αγίων, ώστε να φθάσουμε στην τελειότητα που προόρισε για μας ο Θεός και να γίνουμε ναός του Θεού του Ζώντος, «ίνα εξισχύσωμεν καταλαβέσθαι συν πάσι τοις αγίοις τι το πλάτος και μήκος και ύψος και βάθος της αγάπης του Χριστού»[32].
Ο άνθρωπος πρέπει να βιώνει τη συνεχή κατά Θεόν αύξηση ήδη από αυτήν τη ζωή, για να εισέλθει στην αληθινή κατά Θεόν αύξηση στον μέλλοντα αιώνα, καθώς η ορμητική ώθηση που τον οδηγεί στη Βασιλεία έχει τις απαρχές της πάνω στη γη. Γι’ αυτό εκείνο που πραγματικά έχει σημασία καθ’ όλη τη ζωή του ανθρώπου, είναι η σχέση του με τον Χριστό, μέσα από την οποία μυείται ολοένα και βαθύτερα στο μυστήριο του Προσώπου Του.
Οι άνθρωποι του αιώνος τούτου προσπαθούν να αποκτήσουν γνώσεις, τις οποίες συνήθως χρησιμοποιούν για να κατάρχουν των ελαχίστων αδελφών και να καταστήσουν πιο «άνετη» την πρόσκαιρη ζωή τους. Ενώ ο Χριστιανός πάσχει και οδυνάται στην έμπονη μετάνοιά του. Μέσα από αυτήν όμως καλλιεργεί τη σχέση του με τον Χριστό, και αποκτά γνώση του αληθινού Θεού. Ο Χριστός είναι για μας η αιώνια ζωή, και όταν η σχέση μας μαζί Του είναι ισχυρή και αυξάνει, γινόμαστε αληθινά πλούσιοι, και έχουμε ελπίδα κραταιά να μας επιχορηγηθεί «πλουσία είσοδος» στη Βασιλεία Του. «Ο ακολουθών εμοί ου μη περιπατήσει εν τη σκοτία, αλλ’ έξει το φως της ζωής»[33].
Όταν ο άνθρωπος δέχεται τέτοια γνώση και οικοδομείται συνεχώς μέσα από τη σχέση αυτή, φθάνει να γνωρίσει τα βάθη του νου Κυρίου[34], τα άπειρα βάθη του Θεού, τα οποία μόνον «το Πνεύμα ερευνά»[35]. Γίνεται φίλος και μύστης του μεγάλου μυστηρίου του Θεού. Μοιράζεται τη γνώση του με τους αδελφούς του, ποθώντας την πάγκοινη σωτηρία. Καθίσταται συνεργός Θεού σε ένα μεγαλειώδες έργο παλιγγενεσίας.
Παραπομπές:
[1]. Βλ. Ησ. 9.2· βλ. Ματθ. 4,16.
[2]. Βλ. Κολ. 2,19.
[3]. Ρωμ. 6,4.
[4]. Ματθ. 4,17.
[5]. Ιωάν. 17,3.
[6]. Ψαλμ. 18,3.
[7]. Εφ. 1,23.
[8]. Εβρ. 13,8.
[9]. Φιλιπ. 3,8.
[10]. Γεν. 2,15.
[11]. Μάρκ. 4,25.
[12]. Ψαλμ. 118,32.
[13]. Πρβλ. Ιωάν. 14,9.
[14]. Φιλιπ. 3,12.
[15]. Θρήνοι Ιερεμίου 3,22-23.
[16]. Βλ. Ψαλμ. 96,1.
[17]. Ιωάν. 8,56.
[18]. Φιλιπ. 3,14.
[19]. Ρωμ. 1,17.
[20]. Ρωμ. 12,2.
[21]. Ιωάν. 1,52.
[22]. Βλ. Ιωάν. 1,51.
[23]. Εφ. 3,20.
[24]. Ιωάννου Σιναΐτου, Κλίμαξ 6, 14, σ. 136.
[25]. Πράξ. 14,17.
[26]. Αποκ. 21,27.
[27]. Λουκ. 17,20.
[28]. Βλ. Άσκησις και Θεωρία, Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας 32019, σ. 134.
[29]Βλ. Α’ Κορ. 15,51-52· Β’ Πέτρ. 3,12· Εβρ. 12,26-28· Αποκ. 21,1· Αρχιμ. Σωφρονίου, Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστι, Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας 72016, σ. 98.
[30]. Β’ Κορ. 6,16.
[31]. Εφ. 4,11-12.
[32]. Εφ. 3,18-19.
[33]. Ιωάν. 8,12.
[34]. Βλ. Α’ Κορ. 2,10.
[35]. Βλ. Α’ Κορ. 2,10.
Λόγος του Αγίου Ανδρέου, Αρχιεπισκόπου Κρήτης του Ιεροσολυμίτου εις την Περιτομήν του Κυρίου…(PG 97, 913-929).
«Και όταν συμπληρώθηκαν οι οκτώ μέρες για να γίνει η περιτομή του παιδιού,ονομάστηκε Ιησούς, όπως είχε ήδη ονομαστεί από τους αγγέλους πριν ακόμη συλληφθεί στην κοιλιά της μητέρας του» (Λουκάς 2:21).
«Χριστού περιτμηθέντος, ετμήθη νόμος. Και του νόμου τμηθέντος, εισήχθη χάρις»
1. Προοίμιο: Η 1η Ιανουαρίου είναι η Δεσποτική Γιορτή της Περιτομής του Χριστού που γιορτάζει ένα γεγονός που έγινε οκτώ μέρες μετά την κατά σάρκα γέννησή του και κατά το οποίο πήρε το όνομά του Ιησούς (=Σωτήρας). Η Γιορτή αυτή συνδέει την Δεσποτική Γιορτή των Χριστουγέννων δηλ. των Γενεθλίων του Χριστού (25 Δεκεμβρίου) με την Δεσποτική Γιορτή των Θεοφανείων ή Φώτων δηλ. της Βαπτίσεως του Χριστού (6 Ιανουαρίου), και αποτελεί μαζί τους την λεγόμενη εορταστική περίοδο του Δωδεκαημέρου.
Αρχικά οι τρεις αυτές Δεσποτικές Γιορτές του Δωδεκαημέρου συμπεριλαμβάνονταν σε μία και αρχαία γιορτή, την Γιορτή των Θεοφανείων (6 Ιανουαρίου), της οποίας κεντρικό θέμα ήταν η αποκάλυψη του Τριαδικού Θεού στο πρόσωπο του Κυρίου Ιησού Χριστού. Η επιλογή της ημερομηνίας 6 Ιανουαρίου για την Γιορτή αυτή φαίνεται ότι οφειλόταν στο ότι ήταν ήδη ημέρα γιορτής στο παλαιό ρωμαϊκό ημερολόγιο ως ημέρα του χειμερινού ηλιοστασίου (ίσης ημέρας και νύχτας) από την οποία άρχιζε να μεγαλώνει η ημέρα και να μικραίνει η νύχτα.
Οι ρωμαίοι ειδωλολάτρες γιόρταζαν τα γενέθλια του αήττητου ορατού ήλιου ως του θεού του φωτός που στηρίζει την φυσική ζωή στον κόσμο. Οι Χριστιανοί αντιμετώπισαν αυτήν την πρόσκληση γιορτάζοντας τον ερχομό του Χριστού στον κόσμο και προβάλλοντας τον Χριστό σαν τον ήλιο της δικαιοσύνης που μεταδίδει το άκτιστο θείο Φως του ενός Θεού «εν Τριάδι» και φωτίζει κάθε άνθρωπο που έρχεται στον κόσμο. Αργότερα επικράτησε η 25η Δεκεμβρίου ως η ημέρα του χειμερινού ηλιοστασίου και της γιορτής των γενεθλίων του ορατού ήλιου. Η απάντηση των χριστιανών στη νέα αυτή ειδωλολατρική πρόκληση ήταν η μεταφορά της Γιορτής της Γεννήσεως του Χριστού στην ημερομηνία αυτή,[1] ενώ η 6η Ιανουαρίου παρέμεινε πλέον ως η Γιορτή της Βαπτίσεως του Χριστού. Η Γιορτή της Περιτομής του Χριστού ακολούθησε λογικά την Γιορτή των Χριστουγέννων οκτώ μέρες μετά.
Ο Λόγος περί της Περιτομής του Χριστού του μεγάλου πατρός της Εκκλησίας αγίου Ανδρέου Κρήτης (660-740), γνωστού από το υμνολογικό και κηρυγματικό έργο του, που ακολουθεί, μας εξηγεί την ιδιαίτερη σημασία της Δεσποτικής αυτής Γιορτής, η οποία εντάσσεται μέσα στο όλο έργο της αποκάλυψης του Θεού και της σωτηρίας μας που επιτέλεσε ο ενσαρκωθείς Υιός και Λόγος του Θεού, ο Κύριος και Λυτρωτής μας Ιησούς Χριστός. Επειδή ο Λόγος αυτός είναι εννοιολογικά πάρα πολύ πυκνός, τον παρουσιάζουμε αναλυτικότερα και επεξηγηματικά στην παρούσα μεταγλώττιση.
2. Οι Δεσποτικές Γιορτές και τα Γεγονότα του Βίου του Χριστού: Αρχίζει ο άγιος Ανδρέας με την επισήμανση ότι «είναι καλό και θεάρεστο να δοξάζουμε τον Θεό και να γιορτάζουμε για όλα όσα έκανε ο Σωτήρας μας Χριστός γιατί τα έκανε σαν Θεάνθρωπος και όχι σαν απλός άνθρωπος». Όλα όσα έκανε ο Χριστός, λέει ο άγιος, «αποτελούν εκπληκτικά θαύματα, γιατί έχουν θεανθρωπική βάση και θεανθρωπικό χαρακτήρα. Γι’ αυτό είναι και μοναδικά και σωτήρια. Και δεν θα μπορούσαν τα γεγονότα αυτά να ήσαν διαφορετικά! Γιατί ο Χριστός είναι Θεός αληθινός που έγινε και άνθρωπος αληθινός». Τα έκανε αυτά γιατί ήθελε «να φανερωθεί στους ανθρώπους που είχαν αποξενωθεί από αυτόν και τον αγνοούσαν, και να υπομείνει σαν άνθρωπος αληθινός όλα τα ανθρώπινα ώστε να εκτελέσει όλα τα παραγγέλματα του θείου νόμου που είχαν δοθεί από τον Θεό στον άνθρωπο, με απώτερο σκοπό να δώσει αντί για αυτά άλλα καλλίτερα και τελειότερα (αντιδώσειεν)».
Το ρήμα «αντιδίδω» που χρησιμοποιείται εδώ από τον άγιο Ανδρέα Κρήτης, χαρακτηρίζει όλο το έργο (την κατά σάρκα οικονομία) του Χριστού που είναι μια σωτήρια αντίδοση. Με την ενανθρώπησή του πήρε ο Θεός όλα όσα έχουμε και τα αντάλλαξε όλα με άλλα δικά του που είναι γεμάτα με χάρη και αλήθεια.
Το ήθελε και το έκανε αυτό από φιλανθρωπία, γιατί έτσι μόνο θα αποκαθιστούσε τον άνθρωπο στην πραγματική και φυσική του κατάσταση, όπως τον είχε αρχικά πλάσει ο ίδιος ως Θεός αληθινός. Η ενανθρώπιση του Θεού ήταν το αντίδοτο του Θεού στην αποστασία του ανθρώπου που τον έκανε τον άνθρωπο να χάσει το δρόμο του και αποξενωθεί από τη θεία χάρη. Έγινε άνθρωπος ο Θεός για να θεοποιήσει τους ανθρώπους με την θεανθρώπινη υπόσταση του.
3. Η Δεσποτική Γιορτή της Περιτομής του Χριστού: Η περιτομή που υπέστη ο Χριστός οκτώ μέρες μετά την κατά σάρκα γέννηση του και την άσπορη προέλευσή του από την Παρθένο Μαρία φανερώνει αυτήν την αντίδοση που οδηγεί στη θέωση του ανθρώπου. Το γιορτάζουμε αυτό το γεγονός με ιδιαίτερη γιορτή επειδή αποτελεί πραγματικά, όπως λέει ο Άγιος Ανδρέας, «μέγιστο θαύμα». Γιατί; Γιατί με αυτό ο Θεάνθρωπος Χριστός «όχι μόνον εκπλήρωσε τον νόμο, αλλά και φανέρωσε ταυτόχρονα και την υπέρβασή του, αποκαλύπτοντας τις πραγματικές διαστάσεις της σωτηρίας μας». Στον Λόγο του αυτό, μας δίνει ο άγιος Ανδρέας Κρήτης με ένα τρόπο συνοπτικό αυτές τις διαστάσεις της σωτηρίας που μας προσφέρει ο ενσαρκωμένος Θεός.
4. Τι Σημαίνει η Περιτομή του Χριστού: Άνθρωπος Αληθινός αν και Θεός Αληθινός. Με το να υποστεί την περιτομή και να πάρει ένα συγκεκριμένο ανθρώπινο όνομα, σύμφωνα με το ιουδαϊκό πλαίσιο μέσα στο οποίο γεννήθηκε, απόδειξε ο Χριστός ότι ήταν πραγματικός άνθρωπος, αν και προϋπήρχε ως αληθινός Θεός, άπειρος και ασύγκριτος όπως ήταν πάντοτε.
Έγινε άνθρωπος μέσα σε ένα συγκεκριμένο χώρο-χρονικό και θρησκευτικό ανθρωπολογικό πλαίσιο και ακολούθησε την πορεία και τις προδιαγραφές της ανθρώπινης φύσης και της σχέσης της με τον Δημιουργό της Θεό. Η περιτομή του, λέει ο άγιος Ανδρέας, «φανερώνει ότι δεν είναι πλέον μόνον Υιός Θεού αλλά και Υιός της Παρθένου.
Είναι και παραμένει Υιός Θεού κατά κυριολεξία, όπως και ο Πατήρ είναι Πατήρ κατά κυριολεξία επειδή γεννάει τον Υιό, και το Πνεύμα το Άγιο είναι Πνεύμα κατά κυριολεξία επειδή εκπορεύεται από τον Πατέρα, και έτσι τα τρία αυτά θεία πρόσωπα, ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα, είναι ένας Θεός και υπάρχει σ’ αυτά η (μία) θεότητα». Ο Χριστός όμως «είναι και Υιός της Παρθένου και ακριβώς για αυτό το λόγο είναι και καταληπτός και προσιτός σε μας τους ανθρώπους».
Η ενανθρώπησής του δεν σημαίνει ότι έπαψε να είναι Θεός. Σημαίνει μάλλον ότι «έγινε και άνθρωπός μας, αυθεντικός, αληθινός, τέλειος άνθρωπος, τον οποίον μπορούμε τώρα να πλησιάζουμε με θάρρος όχι μόνον σαν Δεσπότη και Κτίστη αλλά και Σωτήρα μας γιατί είναι ένα μαζί μας. Πήρε την φύση μας, ακολούθησε την αληθινή πορεία της και την οδήγησε στην τελείωσή της.
Και τώρα μας την προσφέρει σαν ανταλλαγή και αντίδοτο για να γίνουμε και εμείς άνθρωποι αληθινοί, αυθεντικοί και τέλειοι όπως είναι εκείνος». Έτσι ακριβώς τον παρουσιάζει ο Λουκάς στην ευαγγελική αφήγησή του, την οποία αναφέρει ρητά ο άγιος Ανδρέας Κρήτης γιατί θέλει να δείξει αυτό το θεανθρώπινο θαύμα που παρουσιάζει ο Χριστός, δηλ. την ενανθρώπηση του Θεού και την θεοποίηση του ανθρώπου εν Χριστώ.
5. Η Γέννηση και η Περιτομή του Χριστού στο κατά Λουκά Ευαγγέλιο: «Και συνέβη, αμέσως μετά την αναχώρηση των αγγέλων στους ουρανούς, να πουν οι άνθρωποι, δηλ. οι ποιμένες, μεταξύ τους, ας πάμε μέχρι την Βηθλεέμ για να δούμε τι είναι αυτό το γεγονός για το οποίο ακούσαμε, και το οποίο μας γνωστοποίησε ο Κύριος. Έσπευσαν λοιπόν και ήρθαν, και βρήκαν την Μαριάμ και τον Ιωσήφ, και το βρέφος που βρισκόταν μέσα στην φάτνη.
Βλέποντάς το λοιπόν, κατάλαβαν τη σημασία που είχαν τα λόγια που τους ειπώθηκαν σχετικά με το παιδί αυτό. Αλλά και όλοι οι άλλοι που άκουσαν έμειναν έκθαμβοι από όσα τους ανακοίνωσαν οι ποιμένες. Η Μαριάμ όμως συγκρατούσε τα λόγια αυτά μέσα της γιατί τα είχε βάλλει βαθιά στην καρδιά της. Γύρισαν λοιπόν οι ποιμένες στον τόπο τους δοξάζοντας και υμνολογώντας τον Θεό για όλα όσα άκουσαν και είδαν, όπως τους είχε ειπωθεί από πριν. Και όταν συμπληρώθηκαν οι οκτώ μέρες για να γίνει η περιτομή του παιδιού, ονομάστηκε Ιησούς, όπως είχε ήδη ονομαστεί από τους αγγέλους πριν ακόμη συλληφθεί στην κοιλιά της μητέρας του»![2]
6. Η Μεγάλη Σημασία της Ευαγγελικής Αφήγησης του Λουκά: «Είναι μεγάλος ο Λουκάς», λέει ο άγιος πατήρ, «γιατί μας εξηγεί τα μεγάλα και θαυμαστά μυστήρια που συνδέονται με το πρόσωπο, την ζωή και το έργο του Χριστού»! Σε τελευταία ανάλυση βέβαια, ο άγιος Ανδρέας λέει, με βάση την αρχαία εκκλησιαστική και πατερική παράδοση, ότι «το Ευαγγέλιό του Λουκά προέρχεται από τον απόστολο Παύλο, ο οποίος μιλάει με καύχηση γι’ αυτό όταν γράφει «κατά το Ευαγγέλιό μου» στις επιστολές του».[3]
«Αν δεν είχαμε αυτό το Ευαγγέλιο», λέει ο άγιος Ανδρέας Κρήτης, «τότε δεν θα γνωρίζαμε ότι η Παρθένος ευαγγελίστηκε», δηλαδή έμαθε τα εκπληκτικά νέα για την πραγματική ταυτότητα του υιού της•[4] «ότι ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, ο μεγαλύτερος των προφητών, γεννήθηκε λίγο πριν από τον Χριστό για να γίνει πρόδρομος του Χριστού» σύμφωνα με το θείο σχέδιο της σωτηρίας του ανθρώπου•[5] «ότι ο Σωτήρας μας Χριστός πολιτογραφήθηκε σαν άνθρωπος» μαζί με την μητέρα του και τον Ιωσήφ που πιστοποίησαν την γέννησή του•[6] «ότι ο Χριστός γεννήθηκε σε σπήλαιο της Βηθλεέμ»•[7] «ότι οι ποιμένες που βρίσκονταν στην συγκεκριμένη εκείνη περιοχή επίσης ευαγγελίστηκαν, δηλ. πληροφορήθηκαν για το θαύμα της ενανθρώπησης» και έγιναν οι πρώτοι αυτόπτες μάρτυρες του•[8] «ότι ο ύμνος», που αποδίδει το κύριο γνώρισμα των Χριστουγέννων, «το Δόξα εν υψίστοις Θεώ, και επί γης ειρήνη πρωτο-ειπώθηκε από τους αγγέλους»•[9] «ότι η ειρήνη αυτή διαδηλώθηκε με την απογραφή που έγινε κατά διαταγή του Αυγούστου»•[10] «ότι ο αρχιερέας Συμεών διακήρυξε το ευαγγέλιο της έλευσης του Χριστού και ότι η προφήτιδα Άννα το ομολόγησε και επιβεβαίωσε την σημασία του (ανθωμολογήσατο)»•[11] «ότι ο Χριστός ως άνθρωπος συγκεκριμένος έλκυε την καταγωγή του μέσω του Ιωσήφ, του μνήστωρος της παρθένου Μαρίας, λόγω συγγένειας εξ αγχιστείας, από τον Δαυίδ και τελικά από τον Αδάμ και από τον ίδιο τον Θεό»•[12]
Αλλά το ίδιο ισχύει και με «τα περισσότερα γεγονότα μέχρι και εκείνα του πάθους, εκείνα που αναφέρονται στον Ηρώδη και στον Πιλάτο, στους δύο ληστές, και τα άλλα που δεν αναφέρονται στους άλλους Ευαγγελιστές».
7. Η Περιτομή του Χριστού και το Όνομα που έλαβε τότε: Η περιτομή του νεογέννητου Χριστού δεν δηλώνει μόνο την αληθινή ανθρωπότητά του αλλά και το θεανθρώπινο πρόσωπό του. Αυτό φανερώνει ιδιαίτερα το Όνομα που δόθηκε τότε στον νεογέννητο Χριστό και ήταν προκαθορισμένο από τον Θεό.
«Ποιο όνομα», ρωτάει ο άγιος Ανδρέας, εννοεί ο Λουκάς όταν λέει ότι «ονομάστηκε από τον άγγελο πριν συλληφθεί στην κοιλιά της μητέρας του»;[13] «Ο ίδιος ο ευαγγελιστής», λέει ο άγιος πατήρ, το εξηγεί αυτό παρουσιάζοντας τον άγγελο να λέει στην Μαρία: «Θα γεννήσεις υιό και θα του δώσεις το όνομα Ιησούς. Αυτός θα είναι μέγας, και θα αποκληθεί Υιός του Υψίστου».[14]
Το ίδιο λέει και ο Ματθαίος στο σημείο που αναφέρει για την απιστία του Ιωσήφ και για το πως πείστηκε με το αγγελικό όραμα που είδε στον ύπνο του: «Γιατί αφού μνηστεύτηκε η μητέρα του Μαρία με τον Ιωσήφ, και πριν συνέλθουν, βρέθηκε έγκυος από το Πνεύμα το Άγιο. Ο Ιωσήφ όμως, ο άνδρας της, που ήταν δίκαιος, και δεν ήθελε να την εκθέσει, θέλησε να την διώξει στα κρυφά.
Αλλά καθώς διαλογιζόταν αυτό, ένας άγγελος του Κυρίου του παρουσιάστηκε στον ύπνο του και του είπε: Ιωσήφ, υιέ του Δαυίδ, μη διστάσεις να παραλάβεις την Μαριάμ την γυναίκα σου, γιατί το νεογνό που θα γεννήσει είναι από το Άγιο Πνεύμα. Θα γεννήσει υιό, και θα του δώσεις το όνομα Ιησούς, γιατί αυτός θα σώσει τον λαό του από τις αμαρτίες του».[15]
Και αμέσως μετά προσθέτει το εξής: «Και όλο αυτό έγινε για να εκπληρωθεί ο λόγος του προφήτου (Ησαία) που έλεγε, Ιδού η Παρθένος θα μείνει έγκυος και θα γεννήσει υιό, και θα τον αποκαλέσουν Εμμανουήλ, που σημαίνει ο Θεός μεθ’ ημών».[16]
«Βλέπεις», λέει ο άγιος, «πώς συμφωνούν τα λόγια του προφήτη και του ευαγγελιστή; Γιατί η ερμηνεία του «Μεθ’ ημών ο Θεός» σημαίνει τη σωτηρία του λαού –ότι δηλαδή ο Δεσπότης έρχεται να συνοικήσει με τους δούλους; Το ίδιο με την αγγελική ρήση λέει και το όνομα Ιησούς. Διότι Ιησούς σημαίνει αυτόν που από συμπάθεια εργάζεται τα πάντα για να σώσει σύμφωνα με την οικονομία».
8. Το Όνομα Ιησούς ως το κύριο μήνυμα της Γιορτής της Περιτομής του Χριστού: Αυτό λοιπόν που μας προσφέρει πρωταρχικά η παρούσα Γιορτή είναι η αποκάλυψη της πραγματικής ταυτότητας του Χριστού. Όπως λέει ο άγιος Ανδρέας, μας δίνει την βαθύτερη σημασία της γιατί μας δείχνει πως «η μια χάρη (της ενσάρκωσης) μας παρουσιάζει μιαν άλλη (της οικονομίας της σωτηρίας), και τις ενώνει με τη γνώση (του Σωτήρα) φωτίζοντάς μας με την ιδιαίτερη λαμπρότητα και δόξα του προσώπου του».
«Ήδη», λέει ο άγιος πατήρ, «γιορτάσαμε το γεγονός της γέννησης του, και αντιληφθήκαμε ότι ήταν απόρρητη, και αναγνωρίσαμε ότι η παρθένος μητέρα γέννησε τον υιό της με άσπορο τρόπο. Τώρα όμως καλούμαστε να στραφούμε στον Υιό που γεννήθηκε χωρίς δισταγμό και δειλία. Η σημερινή Γιορτή μας καλεί να τον κατανοήσουμε από το όνομα που πήρε για χάρη μας».
Πρόκειται για το όνομα Ιησούς που σημαίνει Σωτήρας, Εμμανουήλ, ο Θεός μεθ’ ημών, δηλαδή Εκείνος που ήρθε να συμφιλιώσει, να εξοικειώσει και να εξομοιώσει εμάς τους ανθρώπους με τον Θεό χαρίζοντάς μας αιώνια σωτηρία.
«Αυτό ακριβώς», λέει ο άγιος, «κατανόησαν και οι ποιμένες που πλησίασαν το νεογέννητο της Βηθλεέμ γιατί παρακινήθηκαν από τα όσα τους αποκάλυψαν οι άγγελοι. Στην αρχή φοβήθηκαν αν και τους καθησύχασε ο άγγελος λέγοντάς τους, Μη φοβάστε».[17]
Εκείνοι όμως φοβήθηκαν, γιατί με την παρουσία του αγγέλου, «δόξα Κυρίου έλαμψε γύρω τους», και, όπως γράφει ο Λουκάς, «τους κατέλαβε μεγάλος φόβος».[18] Τότε όμως ο άγγελος τους φανέρωσε την ταυτότητα του νεογέννητου βρέφους και διέλυσε τον φόβο τους. «Σας φέρνω καλά νέα μεγάλης χαράς που θα λάβει όλος ο λαός, γιατί σήμερα στην πόλη του Δαυίδ γεννήθηκε ο Σωτήρας σας, ο οποίος ονομάζεται Χριστός Κύριος».[19]
9. Η δύναμη που έχει το Όνομα Ιησούς: Την δύναμη του Ονόματος Ιησούς που πήρε ο Χριστός στην περιτομή του τονίζει ο άγιος Ανδρέας με ένα διάλογο τον οποίον κάνει με τον άγγελο του Ευαγγελίου! «Τι λες άγγελε; Έχει τέτοια δύναμη το Όνομα Ιησούς; Ναι (λέει αυτός). Διότι το Όνομα Ιησούς σημαίνει τον Σωτήρα, που είναι ο Χριστός Κύριος, Θεός και άνθρωπος, εξουσιαστής και ελεήμων. Γι’ αυτό και παράγγειλα στους ποιμένες να έχουν θάρρος, και στον Ιωσήφ να του δώσει το Όνομα την Όγδοη Ημέρα, και έτσι τον έκανα να φαίνεται προσιτός σε όλους τους ανθρώπους. Πήρα από το νεογέννητο την εντολή να το παρουσιάσω με τα κατάλληλα λόγια. Ούτε και ο Ιωσήφ θα συμπαραστεκόταν άφοβα και με λαχτάρα στην μητέρα του βρέφους αν δεν του έδινα την εντολή να προσέξει σαν άνδρας την γυναίκα του. Παρόμοια έκανα και στην περίπτωση των ποιμένων.
Τους έκανα να τρέξουν σε εκείνον σαν σε Δεσπότη και Ευεργέτη και Κύριο, και τους έπεισα να τον δοξάσουν και να τον πλησιάσουν σαν τον Ιησού που υπέστη περιτομή την Όγδοη Ημέρα και ευαρεστήθηκε να λάβει τούτο το Όνομα. Έτσι λοιπόν, βλέποντάς τον να έχει συνταυτισθεί μαζί σας φυσικά και ουσιαστικά πρέπει να τολμήστε να τον πλησιάσετε ανενδοίαστα.
Και επειδή αντιλαμβανόσαστε το μέγεθος της συγκατάβασής του προς εσάς, οφείλετε να τον δοξολογήσετε για την χάρη αυτής της ημέρας. Είναι σημαντικό ότι στον διάλογο αυτό το Όνομα Ιησούς συνδέεται με την Όγδοη Ημέρα της οποίας την βαθύτερη σωτηριολογική σημασία εξηγεί συνοπτικά αλλά περιεκτικά ο άγιος πατήρ στην τελευταία και πάρα πολύ πυκνή νοηματικά παράγραφο του.
10. Η Όγδοη Ημέρα δηλώνει μετάβαση από την βρεφική ηλικία στην προσωπική τελειότητα, διότι την ημέρα αυτή, σύμφωνα με τις ιουδαϊκές θρησκευτικές προδιαγραφές, το βρέφος γίνεται παιδί, ενηλικιώνεται, αποκτά συγκεκριμένο πρόσωπο.
Ο άγιος πατήρ διαχωρίζει τις 7 πρώτες ημέρες από τη γέννηση ενός βρέφους από την 8η, λέγοντας ότι «η ογδοάδα είναι συμπλήρωση της εβδομάδας και αρχή του μέλλοντος». Γιατί; Διότι σύμφωνα με το ιουδαϊκό θρησκευτικό πλαίσιο η όγδοη μέρα αποτελεί σπουδαίο ορόσημο για κάθε νεογέννητη ανθρώπινη ύπαρξη εφόσον συμπληρώνει την βρεφική ηλικία ωριμότητας που οδηγεί στην ολοκλήρωση της (τελειότητα).
Λέει το εξής: «Η εβδομάδα συμπληρώνει το βρέφος και η ογδοάδα το τελειοποιεί και το συμπεριλαμβάνει μεταξύ των τελείων». Και πώς γίνεται αυτό; «Γίνεται», όπως λέει ο άγιος πατήρ, «μέσω του ονόματος που του δίνεται την όγδοη μέρα».
Η ονοματοδοσία, δηλαδή, προσφέρει στο βρέφος μια συγκεκριμένη προσωπική ταυτότητα, το κάνει από ανώνυμο νήπιο, επώνυμο άνθρωπο. Του αναγνωρίζει με λειτουργική ιεροπρέπεια το φυσικό δικαίωμα του να είναι μια συγκεκριμένη ονομαστική (προσωπική) οντότητα, ένας ολοκληρωμένος, τέλειος, δηλ. τέλεια σχηματισμένος άνθρωπος ανάμεσα σε άλλους συγκεκριμένους ανθρώπους. Κατά την διατύπωση του αγίου Ανδρέα, «Η ογδοάδα είναι η αρχή της ενηλικίωσης, γιατί το βρέφος που καταρτίστηκε κατά τον εβδομαδιαίο χρόνο (της δημιουργίας του), εγγράφεται (με το δικό του προσωπικό όνομα) στον κατάλογο των παιδιών που θα παρακολουθήσουν μαθήματα» και θα μορφωθούν σαν μια ιδιαίτερη προσωπικότητα.
«Η ογδοάδα, λοιπόν, είναι πάρα πολύ σημαντική γιατί αλλάζει όλα όσα είναι νηπιώδη. Η εβδομάδα εισάγει την (φυσική) νηπιώδη αύξηση. Η ογδοάδα, όμως, εισάγει την προοπτική της (προσωπικής) τελειότητας». Είναι σαφές ότι η τελειότητα αναφέρεται εδώ στην προσωπική ταυτότητα την οποία αποκτά κάθε βρέφος που ονοματίζεται. Γιατί όμως γίνεται αυτό με την περιτομή, την όγδοη ημέρα;
11. Η περιτομή της όγδοης ημέρας δηλώνει μετάβαση από την σαρκική στην πνευματική κατάσταση. Η τελετουργική (μυστηριακή) περιτομή (αποκοπή) ενός σωματικού μορίου συνεπάγεται την απόρριψη μιας σαρκικής κατάστασης στην οποία εισέρχεται ο άνθρωπος με την γέννησή του, ενώ η αντικατάστασή της από την ονοματοδοσία συνεπιφέρει την είσοδο του ανθρώπου σε μια άλλη πνευματική κατάσταση η οποία τον οδηγεί στην τελείωσή του. Ο άγιος Ανδρέας αναφέρει τον Αβραάμ και τον πατέρα του τον Θάρα για να διευκρινίσει τις δύο αυτές καταστάσεις.
Ο Θάρα αντιπροσωπεύει την σαρκική κατάσταση της ειδωλολατρίας που θεωρεί τον υλικό σαρκικό κόσμο μέσα στον οποίο γεννιέται ο άνθρωπος ως το κύριο σημείο αναφοράς για τη ζωή του, γι’ αυτό και τον κάνει θεό του. Η άλλη είναι η πνευματική κατάσταση που θεωρεί τον Κτίστη του κόσμου ως το κύριο και καίριο σημείο αναφοράς για την ζωή του ανθρώπου που καθιστά τον άνθρωπο μέλος του λαού του Θεού και τον προετοιμάζει για την τελική ολοκλήρωση και τελείωσή του.
Λέει λοιπόν ο άγιος πατήρ: «Επειδή επρόκειτο η φύση να ζυμωθεί με είδωλα από τον Θάρα τον πατέρα του Αβραάμ, έπρεπε να ξεχωριστεί με κάποια σφραγίδα ένας λαός από τον Αβραάμ για τον Κτίστη, μέχρι την παρουσία του, την οποία χρειαζόταν ο άνθρωπος για να ανακαινισθεί. Η περιτομή αποβάλλει ένα υπόλειμμα της σάρκας και δίνει την σφραγίδα της ογδοάδας που αναφέρεται στα μέλλοντα.»
12. Η αντικατάσταση της ογδοήμερης περιτομής με το ιερό βάπτισμα και την αιώνια ζωή που χάρισε στον άνθρωπο η οκταήμερη ανάσταση του Χριστού. Είναι ξεκάθαρο ότι η ογδοάδα και τα μέλλοντα αναφέρονται στην έλευση (ενσάρκωση) του Κτίστη που σηματοδοτεί και την τελική φάση της αποκατάστασης και σωτηρίας του ανθρώπου σύμφωνα με το θέλημά του, δηλ. τον ερχομό του Χριστού. Όπως λέει ο άγιος πατήρ, «Η περιτομή δηλώνει ότι η Παρουσία του Χριστού θα παραγκωνίσει και θα αντικαταστήσει την περιτομή της σαρκός με την αναγέννηση που χορηγείται υπό του Αγίου Πνεύματος (δια του Βαπτίσματος).
Η σφραγίδα της περιτομής δόθηκε για να προσδιορίσει ένα λαό του Θεού (τον Ισραηλιτικό) εξ αιτίας της ειδωλολατρίας και για την κατάλυση των ειδώλων.Μετά όμως από την κατάργηση των ειδώλων καταργείται και η περιτομή».
Αυτό ακριβώς έκανε ο Χριστός, όπως εξηγεί περαιτέρω ο άγιος πατήρ: μας χάρισε την όγδοη ημέρα (της αναστάσεως) και την αιώνια διαθήκη (νομοθεσία) του Θεού στον άνθρωπο αντικαθιστώντας τις προηγούμενες 7 διαθήκες του οι οποίες ήσαν προπαρασκευαστικά σύμβολα. Όπως το λέει ρητά, «Τα παλαιά ήσαν σύμβολα των νέων». Και ποια είναι αυτά «τα παλαιά»; Είναι 7 νομοθεσίες (δηλ. διαθήκες) που συνδέονται με τους εξής νομοθέτες: 1) τον Αδάμ, 2) τον Νώε, 3) τον Αβραάμ, 4) τον Μωυσή, 5) τον Δαυίδ, 6) τον Έσδρα, και 7) τον Ιωάννη τον Βαπτιστή. «Ο Χριστός είναι ο όγδοος νομοθέτης μετά τον Αδάμ» που σηματοδοτεί την τελευταία μετάθεση του ανθρώπου από τις κατά καιρούς νομοθεσίες στην τελευταία και τέλεια που οδηγεί στην τελείωση του ανθρώπου στην απόλαυση της αιώνιας ζωής. Ιδού τα λόγια του αγίου πατρός: «Ο Αδάμ ήταν πρώτος που δέχτηκε ένα νόμο. Ο Νώε ήταν ο δεύτερος, και ο Αβραάμ ο τρίτος. Ο Μωυσής ήταν τέταρτος, και ο Δαυίδ πέμπτος γιατί έγινε νομοθέτης στις δοξολογίες για τους βασιλείς και τις σκηνοπηγίες.
Ο Έσδρας ήταν έκτος γιατί δευτέρωσε τον νόμο και παράδωσε ορισμένα έθιμα. Έπειτα φανερώθηκε ο Ιωάννης ο Βαπτιστής ως έβδομος, γιατί κήρυξε το βάπτισμα της μετάνοιας στον λαό και την κάθαρση των αμαρτιών μέσω του ύδατος.
Ο Ιησούς Χριστός είναι ο όγδοος, τελευταίος και μέγιστος νομοθέτης, όπως λέει ο Μωυσής: «Κύριος ο Θεός θα αναστήσει ανάμεσά σας ένα Προφήτη από τους αδελφούς σας σαν εμένα, και σ’ Αυτόν θα υπακούσετε, γιατί όποια ψυχή δεν υπακούσει σ’ εκείνον τον Προφήτη θα εξολοθρευτεί».[20]
«Μόνον αυτός είναι δυνατός να εκπληρώσει όσα νομοθετήθηκαν μέσω εμού γιατί προήλθαν από αυτόν, και αυτός θα είναι πλήρως χρισμένος με το Άγιο Πνεύμα και θα νομοθετήσει όσα είναι θεία και πνευματικά (νοερά) σαν Κύριος και Δημιουργός αν και προέρχεται από εσάς (κατά σάρκα)».
Ο Χριστός σαν Θεός και άνθρωπος έχει «σαββατίσει» (εκπληρώσει και καταργήσει) όλα όσα λέει ο αρχαίος νόμος με την σάρκα του. Με την όγδοη ημέρα της Αναστάσεώς του έγινε νομοθέτης όλου του κόσμου, όχι μόνον των Ιουδαίων αλλά και όλων των εθνών, προσφέρει σε όλους χωρίς διάκριση το χρίσμα και την τελείωση του Αγίου Πνεύματος και τους αποκαλεί με το δικό του όνομα, χριστούς (χριστιανούς). Αντικατάστησε την σαρκική περιτομή με την απόρριψη όλων των σαρκικών και εμπαθών φρονημάτων, και την αναζωπύρωση κάθε έργου αγαθού και πράξης αγαθής που οδηγούν στην αιώνια βασιλεία των ουρανών.
Αυτός είναι αληθινά «ο Άγγελος της Μεγάλης Βουλής του Πατρός, Θεός ισχυρός, Εξουσιαστής, Άρχων της ειρήνης, Πατήρ του μέλλοντος αιώνος» τον οποίον δοξολογούμε και λατρεύουμε στην Δεσποτική Γιορτή της Περιτομής του Χριστού.[21]
Απολυτίκιον Της Περιτομής του Χριστού (1 Ιανουαρίου) (’Ηχος Α’)
Μορφήν αναλλοίωτος ανθρώπινην προσέλαβες, Θεός ων κατ’ ουσίαν, πολυεύσπλαχνε Κύριε, και νόμον εκπληρών, περιτομήν θελήσει καταδέχει σαρκικήν, ίνα παύσης τα σκιώδη και περιέλθης το κάλυμμα των παθών ημών. Δόξα τη αγαθότητι τη ση δόξα την ευσπλαχνία σου, δόξα τη ανεκφράστω Λόγε συγκαταβάσει σου.
[1] Σύμφωνα με τον αείμνηστο λειτουργιολόγο καθηγητή Ιωάννη Φουντούλη η Γιορτή των Χριστουγέννων εισήχθηκε πρώτα στη Ρώμη το 330 και έπειτα στην Ανατολή το 376. Ο ιερός Χρυσόστομος στον «Λόγον του είς την γενέθλιον ημέραν του Σωτήρος» της 25ης Δεκεμβρίου του 386, αναφέρει ότι μόλις 10 χρόνια πριν είχε εισαχθεί η Γιορτή αυτή στο εορτολόγιο της Εκκλησίας.
[2] Λουκ. 2: 15-21
[3] Ρωμ. 2:16, 16:25, Α Κορ. 15:1, Γαλ. 1:11, Β Τιμ. 2:8., κτ.λ.
[4] πρβλ. Λουκ. 1:26-38.
[5] Λουκ. 1:57-80.
[6] Λουκ. 2:1συν
[7] Λουκ. 2:7,12,16.
[8] Λουκ. 2:8-18.
[9] Λουκ. 2:13
[10] Λουκ. 1:79
[11] Λουκ. 2:25-36, 37-38
[12] Πρβλ. «του Θεού», Λουκ. 3:38 αλλά και την γενεαλογία του Χριστού στο 3:23-38.
[13] Λουκ. 2:21
[14] Λουκ. 1:31-32
[15] Ματθ. 1:18-22
[16] Ησ. 7:14, Ματθ. 1:22-23
[17] Λουκ 2:10
[18] Λουκ. 2:9
[19] Λουκ. 2:11
[20] Δευτ. 18:15,19
[21] Ησ. 9:6
Λόγος στον Άγιο Πατέρα, Μέγα Ιεράρχη, Μυροβλύτην και Θαυματουργό Νικόλαο*
Του Αγ. Νικολάου Καβάσιλα
1. Ήλθαμε, ω άριστε των ποιμένων, για να σου ανταποδώσουμε την ευγνωμοσύνη μας και τις ευχαριστήριες ευχές για όλες τις ευεργεσίες σου και να πούμε κατάλληλους λόγους, όσον είναι αυτό δυνατό σε μας. Διότι δεν νομίζω ότι πρέπει να αναφέρω όλα όσα άλλοι συγγραφείς έγραψαν γι’ αυτόν ή αναφέρει η προφορική παράδοση, που αφορούν άλλα μεν στον βίο, άλλα δε στη θαυμαστή και φιλάνθρωπη πολιτεία του, αφού δεν θα είχα τη δυνατότητα να πράξω κάτι τέτοιο για όλα αυτά. Άλλωστε εάν ο Άγιος Νικόλαος είχε ανάγκη επαινετικών λόγων για να φανεί καλύτερος, θα έπρεπε να αναφέρω όλους τους εγκωμιαστικούς λόγους χωρίς να παραλείψω κανένα. Τώρα όμως άλλος είναι ο σκοπός και επιθυμώ να παραθέσω τους λόγους που αναφέρονται στο ήθος της χριστιανικής του πολιτείας και να αποδώσω τις ευχαριστήριες ευχές. Μου φαίνεται λοιπόν ότι θα πρέπει να παραλείψω όλα όσα αφορούν την καταγωγή και τους γονείς του -άν και κάτι θα ήθελα και απ’ αυτά να πω, έστω και λίγα- και να έλθω σε ό,τι αναφέρεται στην προσωπική χριστιανική πολιτεία του. Αλλά ποιός επαινετικός λόγος θα μπορούσε να εγκωμιάσει αξίως εκείνον για τον οποίον ο Θεός έγινε στεφάνι του και ισχύει γι’ αυτόν το «η γαρ δόξα μου ο Θεός μου»;
2. Διότι γι’ αυτόν όχι μόνο δόξα, περιστατικό ή κάτι άλλο από αυτά που επιθυμούν συνήθως οι άνθρωποι δεν έγινε στο βίο του ανώτερο από τον Θεό, αλλά και τη ψυχή του διαμόρφωσε κατά τέτοιο τρόπο, ώστε και την ύπαρξή του και τη ζωή του και την σκέψη του αφιέρωσε σ’ Αυτόν, Γι’ αυτό και πριν ακόμη εισέλθει πλήρως στο στάδιο του ανθρώπινου βίου φαινόταν ότι θα γίνει άγιος, ιερός και θείος χαρακτήρας. Διότι όπως κατάλαβε ότι οφείλει να ευγνωμονεί τον Θεό και να θυμάται τις πολλές ευεργεσίες του, έτσι προσπαθούσε να αρκείται με όσα είχε. Η τροφή του ήταν λιτή, συνήθως το γάλα, και σεβόταν τους χριστιανικούς νόμους της εγκράτειας, τρώγοντας όταν επιτρεπόταν και απέχοντας όταν απαγορευόταν. Εφάρμοζε και στην περίπτωση του φαγητού το λόγο του Παύλου που λέει ότι πρέπει να βάζουμε τη δόξα του Θεού ως σκοπό κάθε έργου μας «είτε τρώμε είτε πίνουμε». Ίσχυε και γι’ αυτόν αυτό που λέγεται στη Γραφή για τον Σωτήρα Χριστό «πριν γνώναι το παιδίον πονηρά ή αγαθά, εκδέξεται τα αγαθά». Διότι και αν ακόμη έφθασε στο σημείο αυτό με τη θέλησή του, αυτό πράγματι είναι σπουδαίο και εξαιρετικό γεγονός, σπάνιο μεταξύ των ανθρώπων αν δε ο Θεός τον παρακίνησε σ’ αυτό, τί άλλο αποδεικνύει αυτό, παρά ότι οδηγείτο από Πνεύμα Θεού και ότι είναι μιμητής του Χριστού του Θεού, που έδειχνε με αυτόν τον τρόπο το θαυμάσιο μέλλον του Αγίου ανδρός; Μέγα αγαθό λοιπόν το να μιμηθεί κανείς τον βίο του Αγίου Νικολάου.
3. Αυτά αποδεικνύονται και από το γεγονός ότι δεν οδηγούσε ο ίδιος τον εαυτόν του, ούτε έπραττε εκείνα που, κατά τη γνώμη του, ήσαν καλά και άρεσαν σ’ αυτόν, όπως και ο Χριστός «ουχί εαυτώ ήρεσεν», αλλά έπραττε τα πάντα έχοντας «νουν Χριστού», όπως θα έλεγε ο Παύλος. Αυτά μπορούμε να τα συμπεράνουμε από όσα είπαμε, φαίνονται δε από όσα ο Άγιος έπραξε, φανέρωσε δε και ο Θεός από όσα τον καταξίωσε στη συνέχεια. Διότι ο μεν Άγιος είχε τον μετέπειτα βίο του σύμφωνο με την νεανική του ζωή, ώστε μπορούσε να καταλάβει κανείς από τη νηπιακή του ηλικία ποιά επρόκειτο να είναι η νεανική του· να συμπεράνει δε από τα μετέπειτα τα προηγούμενα, ενώ παράλληλα συμπεριφερόταν με περισσότερη ωριμότητα από την ηλικία του. Ενώ δε προσείλκυε όλων τις ψυχές, φαινόταν σαν ένα θείο και ιερό πρόσωπο αφιερωμένο στον Θεό, άξιο κάθε τιμής. Και ήταν ιερέας του Θεού, που με τα λαμπρά του ήθη κόσμησε την ιερωσύνη. Ήταν παρθένος και στη ψυχή και στο σώμα, δίκαιος, μετριόφρονας, χωρίς κενοδοξία, πράος, φιλάνθρωπος και πολλούς απάλλαξε από διάφορες βιοτικές συμφορές.
4. Ποία λοιπόν ήταν η συνέχεια; Έλαβε την επισκοπική έδρα όχι από μόνος του ή από άλλον άνθρωπο, αλλά με τη συγκατάθεση του Θεού, όπως αρμόζει στον δούλο του. Διότι όταν κοιμήθηκε ο επίσκοπος των Μύρων της Λυκίας αναζήτησαν οι κάτοικοι ποιμένα και παρακαλούσαν τον Θεό, να τους στείλει τον κατάλληλο. Προσεύχονταν, αγρυπνούσαν, με δάκρυα ζητούσαν τη θεία βοήθεια, και με πολλή προθυμία έκαναν τα πάντα. Και ο μεν λαός ικέτευε, ο δε Θεός έδωσε την απάντηση. Διότι ενώ τον παρακαλούσαν να τους υποδείξει τον εκλεκτό του, τους έδωσε τον καλύτερο. Ο Θεός με αποκάλυψή του φανέρωσε το όνομα εκείνου που θα γινόταν αρχιερέας δηλ. του Νικόλαου, γιατί αυτός κατευθύνετο από το Πνεύμα του. Τί άλλο θα μπορούσε να πει κάποιος, όταν ο ίδιος ο Θεός αποφασίζει γι’ αυτόν και τον εκλέγει ως ποιμένα; Γι’ αυτόν δίκαια θα μπορούσε να αναφερθεί, αυτό που είπε ο Κύριος για τον Πέτρο και τους άλλους Αποστόλους, δηλαδή το «εγώ εξελεξάμην υμάς», και να ονομασθεί «σκεύος εκλογής» όπως και ο Παύλος. Μπορούμε από αυτά να συμπεράνουμε ότι ήταν αξιοθαύμαστος φίλος του Σωτήρα και ότι είχε υπερβολική προς Αυτόν αγάπη, αφού από Αυτόν πήρε την ευλογία να ποιμαίνει τα λογικά πρόβατά του. Είναι ο «ποιμήν ο καλός, ο τιθείς την ψυχήν αυτού υπέρ των προβάτων», και για τα οποία ο Θεός αποφάσισε ότι αυτός ήταν ο πιό φιλάνθρωπος από όλους τους ποιμένες. Αυτά θα μπορούσε κάποιος να τα γνωρίσει και από τα μετέπειτα κατορθώματά του, τα οποία υπερβαίνουν κάθε ανθρώπινη ευσέβεια και φιλανθρωπία. Νομίζω ότι φανερό σημάδι της αγάπης του προς τον Θεό είναι ότι ευχαρίστως προτιμούσε να πεθάνει για χάρη του και θεωρούσε ανώτερο τον Σωτήρα από την ζωή του.
5. Ρωμαίος αυτοκράτορας ήταν τότε ο Μαξιμιανός, που έδειχνε πολλή προθυμία και φροντίδα για τους δαίμονες και την ειδωλολατρία. Μεγάλος δε πνευματικός χειμώνας επικρατούσε και μεγάλη προσπάθεια καταβαλλόταν, ώστε ο μεν αληθινός Δημιουργός των όντων να διώκεται. Προσπαθούσε ο βασιλιάς να εισάγει νόμους και να πείθει όλους τους ανθρώπους ότι το ψέμα είναι αλήθεια, η απώλεια να θεωρείται σωτηρία και να πιστεύουν ότι τα ανύπαρκτα είδωλα είναι ανώτερα από τον αληθινό Θεό. Εκείνοι οι οποίοι θα ακολουθούσαν την άποψη του βασιλιά θα αμείβονταν με δόξες, απολαύσεις και ηδονές. Όσοι θα είχαν αντίθετη γνώμη τους περίμενε φτώχεια, δυστυχία, περιφρόνηση, φυλακή, πείνα, άγρια θηρία, ακρωτηριασμοί μελών, γδάρσιμο του δέρματος, βασανιστήρια και άτιμος θάνατος. Άλλοι τότε περιφρόνησαν τον μόνον Αγαθό, Σωτήρα και Ευεργέτη Θεό. Άλλοι αναγνωρίζοντας ως ευεργέτη τους τον Θεό έδειξαν γενναιότητα και σταθερή γνώμη περιφρονώντας τα πράγματα του κόσμου, την εξουσία, τις ηδονές, τα χρήματα, το σώμα και τη ψυχή τους, θεώρησαν δε ως πιο αγαπητό τον Θεό. Ανάμεσα σ’ αυτούς κορυφαίος ήταν ο Νικόλαος, που καταφρόνησε το σώμα για την αγάπη του Θεού και δεν σκέφθηκε τίποτε άλλο παραμένοντας έτσι σταθερός στην πίστη.
6. Στη φυλακή ήταν ο γενναίος και χαιρόταν γιατί «αξιώθηκε να διωχθεί για το όνομα του Χριστού» όπως οι Απόστολοι, και με χαρά θα πέθαινε, εάν δεν απομάκρυνε ο Θεός τον πονηρό εκείνο βασιλιά και στη θέση του τοποθετούσε τον ευσεβέστατο ανάμεσα στους ηγεμόνες Κωνσταντίνο. Τόσο πολύ αγαπούσε τον Χριστό. Θα άρμοζε γι’ αυτόν ο λόγος του Κυρίου: «μείζονα ταύτης της αγάπης μηδένα των ανθρώπων έχειν». Για δε τη φιλανθρωπία του, νομίζω ότι σε όλα τα χρόνια σε κανένα χριστιανό δεν συγκεντρώθηκαν περισσότερα ή ανώτερα ή φανερότερα σημεία από ό,τι σ’ αυτόν. Φρόντιζε για το λαό περισσότερο από ό,τι άλλοι για τον εαυτόν τους, ευτυχία δε γι’ αυτόν ήταν η σωτηρία των ψυχών, τα έργα δε και οι λόγοι του και γενικά όλη του η ζωή, ήταν αφιερωμένα σ’ αυτόν το σκοπό. Διακρινόταν για την ευγλωττία του και το μεστό ευσέβειας κήρυγμά του, με το οποίο πολλούς οδήγησε στην επίγνωση του Θεού· προκαλούσε δε πολλή και θεία ικανοποίηση στο ακροατήριο του, το οποίον καθοδηγούσε στο δρόμο του Ευαγγελίου της ειρήνης όπως λέει ο Παύλος. Οι νύκτες τον εύρισκαν προσευχόμενο, όταν έπρεπε να ξεκουράζει το σώμα του. «Διότι η μέριμνα των Εκκλησιών», την οποίαν είχε ο Παύλος, δεν του επέτρεπε να αναπαύεται, αλλά στέναζε μεν για τους αμαρτάνοντες, φοβόταν δε για όσους νόμιζαν ότι είναι καλά. Παρακαλούσε δε τον Θεό να στείλει τη βοήθειά του και στους δύο· και τους μεν να σταματήσει από τη συμφορά της αμαρτίας, τους δε να στηρίξει στην καλή πορεία, ώστε να διατηρούν την αρετή τους και να επιδιώκουν ανώτερη ζωή. Για όλα αυτά ο Θεός ανέτειλε φως αληθινό από την γλώσσα του για τους ανθρώπους, ώστε στους μεν πονηρούς διαλυόταν το σκοτάδι της ψυχής, στους δε αγαθούς διατηρούσε υψηλό το ήθος. Ήταν σαν τον επί κεφαλής ενός χορού ψαλλόντων, ο οποίος συντόνιζε την αρμονία του και παρακινούσε όλους να ακολουθούν την καλή υμνωδία και που δεν επέτρεπε σε κανένα να την χαλάσει. Διότι ο Παράκλητος, το Πνεύμα το Άγιον, το οποίον έκανε γλυκούς τους λόγους των Αποστόλων, ώστε να πείθουν αν και κήρυτταν παράδοξα δόγματα, αυτό ενέπνεε και εκείνον, ιδιαιτέρως δε όταν βρισκόταν σε συνάξεις ποιμένων. Είχε δε τόση χάρη, όχι μόνο στους λόγους, αλλά και στην όψη του και καθοδηγούσε το λαό που πειθόταν όχι μόνο από τη διδασκαλία του αλλά μόνο με την παρουσία του. Και αν κάποιος ήταν αιρετικός και είχε πλανημένα φρονήματα, μόνον βλέποντας και συναναστρεφόμενος τον άγιο αμέσως μεταστρεφόταν και γινόταν αληθινός προσκυνητής της Αγίας Τριάδος. Τόσο πολύ φρόντιζε για τη σωτηρία των ανθρώπων.
7. Δεν ήταν μισθωτός φύλακας των λογικών προβάτων, αλλά ποιμένας και μάλιστα από τους καλύτερους. Αυτό φαίνεται από το ότι δεν κοιμόταν, ούτε έφευγε όταν εμφανίζονταν οι λύκοι, αλλά διακινδύνευε τη ζωή του χάριν του ποιμνίου, και θεωρούσε δική του σωτηρία κάθε αγαθή πράξη για τους άλλους. Κάποιος άρχοντας διέπραξε την αδικία να αποφασίσει τον θάνατο ανδρών, οι οποίοι δεν έκαναν κανένα κακό, ούτε μικρό ούτε μεγάλο. Ήταν λοιπόν έτοιμος να τους αποκεφαλίσει. Ο Άγιος το πληροφορήθηκε και στενοχωρήθηκε. Δεν θέλησε δε να στείλει μεσίτες υπέρ των αδικουμένων προς τον πονηρό άρχοντα και δικαστή, αλλά έχοντας στη ψυχή του δίκαιο θυμό, ο ίδιος πήγε και πρόλαβε τη συμφορά και απέτρεψε τη σφαγή. Έπειτα όταν ο άρχοντας εκείνος προσποιόταν τον αθώο ρίχνοντας το βάρος και την ευθύνη στους δήθεν συκοφάντες και όχι στην προαίρεσή του, ο άγιος τον ελέγχει και τον ντροπιάζει και φανερώνει ότι δεν εξαπατήθηκε, αλλά ότι ήταν φαύλος επειδή δωροδοκήθηκε και εκούσια καταπάτησε το δίκαιο και για λίγα χρήματα θα θανάτωνε ανθρώπους· στο τέλος δε είπε ότι θα δώσει μεγάλο λόγο στο Θεό και θα προκαλέσει την τιμωρία του. Για ποιό λόγο όλα αυτά τα έκανε, τα έλεγε και είχε τόσο θάρρος ο Άγιος; Κινούμενος από την αγάπη προς τους ανθρώπους, και για να μάθουν όσοι ήταν πονηροί άρχοντες ότι δεν θα έμεναν ατιμώρητοι αδικώντας τους αδυνάτους υπηκόους τους. Από ποιά άλλα περιστατικά έκτος από αυτά φαίνεται η φιλανθρωπία του και ότι χαιρόταν για τα αγαθά όλων; Εφάρμοζε στη ζωή του το λόγο του Κυρίου: «Μη καταφρονήσητε ενός των μικρών τούτων» γιατί οι προστάτες άγγελοί τους συνεχώς βλέπουν το πρόσωπο του Θεού, και έχουν τη δυνατότητα να τους υπερασπίζονται.
8. Ήταν μιμητής των αγαθών Αγγέλων της προνοίας και της φιλανθρωπίας στο γένος των ανθρώπων, οι οποίοι αλλάζουν την κατάσταση στους πάσχοντες, ελέγχουν τους υπερήφανους, και όπως πιστεύουμε, μερικοί από τους Αγίους Αγγέλους εξουσιάζουν και φροντίζουν τους κατοίκους της γης. Γιατί κατά τον Παύλο είναι «λειτουργικά, πνεύματα εις διακονίαν αποστελλόμενα». Έτσι και ο Άγιος γύριζε όλο τον κόσμο, γη και θάλασσα, ευεργετώντας. Και το σπουδαιότερο και θαυμαστό είναι ότι πρόφθανε αυτούς που είχαν ανάγκη ταχύτερα απ’ ότι μπορεί το ανθρώπινο σώμα που σε τίποτε δεν εμπόδιζε την φιλάνθρωπη ψυχή του, αλλά όσοι σε όλη τη γη βρίσκονταν σε δύσκολη κατάσταση και φώναζαν το όνομά του απαντούσε αμέσως και απάλλασσε από κάθε κακό πέρα από κάθε προσδοκία. «Είτε εν σώματι ουκ οίδα, είτε εκτός του σώματος ουκ οίδα, ο Θεός οίδεν». Αυτό που λέει ο Παύλος για τον εαυτό του, νομίζω ότι είναι ακατάληπτο για τους ανθρώπους.
Αποδείξεις ευεργεσίας και παροχής της σωτηρίου βοηθείας του αμέσως μόλις τον επικαλούνταν είναι τα παρακάτω. Φθόνησαν κάποτε έμπιστους ανθρώπους του βασιλιά, οι οποίοι είχαν κάνει πολλά καλά και σ’ αυτόν και στους πολίτες, και εντελώς άδικα υπέφεραν και κινδύνευαν να θανατωθούν. Συκοφαντήθηκαν, δηλαδή, ότι σκέπτονται να επαναστατήσουν και να ανατρέψουν τον βασιλέα. Στην συκοφαντία βοηθούσε κάποιος πονηρός έπαρχος, ο Αβλάβιος. Το σχέδιο της συκοφαντίας πέτυχε και οι φυλακισμένοι επρόκειτο να θανατωθούν. Χάθηκε κάθε ελπίδα γι’ αυτούς, πίστευαν δε ότι μόνον ο άγιος μπορούσε να απομακρύνει το κακό και να τους γλυτώσει από τη δύσκολη θέση που βρίσκονταν. Και επειδή ο άγιος δεν ήταν παρών, μέσα στη φυλακή φώναζαν το όνομά του με δάκρυα, και ήσαν βέβαιοι ότι εκείνος τους ακούει και μπορεί και να παρευρεθεί και να τους βοηθήσει· διότι έβλεπαν τον Νικόλαο ως Άγγελο Θεού. Η αρετή του, που ξεπερνούσε την ανθρώπινη δύναμη, έπεισε όλους τους ανθρώπους να πιστεύουν ότι ήταν ανώτερος από αυτούς.
Στην ελπίδα τους αυτή δεν διαψεύσθηκαν, ούτε κατηγόρησαν τους εαυτούς τους ότι απατήθηκαν, αλλά ευχαριστήθηκαν από τα γεγονότα πολύ περισσότερο από ό,τι περίμεναν. Ο άγιος παρουσιάσθηκε σε όνειρο στο βασιλιά. Τον πληροφόρησε ότι οι κατήγοροι αυτών των ανθρώπων είναι συκοφάντες και τον απείλησε με μεγάλες τιμωρίες αν δεν τους απελευθερώσει αποδίδοντας το δίκαιο. Έτσι ο βασιλιάς χάρισε τη ζωή στους συκοφαντηθέντες. Ήταν αρκετή η εμφάνιση του αγίου στο όνειρο για να σβήσει το θυμό του βασιλιά.
Αλλά και στους πλέοντες ναυτικούς πολλές φορές παρουσιάσθηκε και διέσωσε το πλοίο που κινδύνευε, κρατώντας το πηδάλιο και γαλήνεψε τους ανέμους και τη θάλασσα, όπως άλλοτε ο Σωτήρας. Όπως ο Κύριος με τη δύναμη της Θεότητάς του ως άνθρωπος μπορούσε να περπατά πάνω στη θάλασσα, να ακτινοβολεί δε περισσότερο από τον ήλιο, να ανασταίνει δε τους νεκρούς μόνο με το λόγο του, κατά παρόμοιο τρόπο και το σώμα του αγίου Νικολάου, με την ενέργεια του αγίου Πνεύματος δέχθηκε την καλή και μακαρία αλλοίωση, και δεν τον εμπόδιζαν ούτε τόποι ούτε χρόνος, ώστε να παραβρίσκεται και να εμφανίζεται σ’ όσους είχαν ανάγκη. Και δικαίως. Διότι ο Θεός υποσχέθηκε σ’ αυτούς που τον αγαπούν: «Ο γαρ πιστεύων εις εμέ, τα έργα ά εγώ ποιώ, κακείνος ποιήσει».
9. Ποιός θα μπορούσε να θεωρηθεί περισσότερο ενάρετος από εκείνον, που θα μπορούσε κάποιος να ονομάσει και μάρτυρα από αυτά τα έργα του; Διότι νομίζω ότι οι άγιοι ονομάζονται μάρτυρες και το όνομα αυτό δίνει τη δυνατότητα να συμπεράνουμε όχι μόνον ότι πεθαίνουν από τα βασανιστήρια, αλλά και γιατί ενώ πολλοί τους παροτρύνουν στο ψέμα, στα ευχάριστα και τα αντίθετα προς την πίστη, αυτοί ομολογούν την αλήθεια και μαρτυρούν τη θεότητα του Χριστού. Το ότι δε αυτά συνέβησαν στον άγιο Νικόλαο όλοι το γνωρίζουμε. Όταν όμως δεν συμβαίνουν αυτά, οι ψυχές των ακολάστων και αυτών που έχουν δεθεί με την ύλη, σωματοποιούνται κατά κάποιο τρόπο, ώστε και οι επιθυμίες και οι σκέψεις να στρέφονται στην ύλη, κάποιος δε από αυτούς να χαρίζει σωματικά αγαθά στη ψυχή λέγοντας: «ψυχή έχεις πολλά αγαθά». Για το λόγο αυτό και ο Θεός απομακρύνθηκε από αυτούς λέγοντας: «Ου μη καταμείνη το πνεύμα μου εν τοις ανθρώποις τούτοις εις τον αιώνα διά το είναι αυτούς σάρκας». Επομένως και το αντίθετο συμβαίνει στο σώμα του αγίου Νικολάου και των άλλων αγίων. Ακόμη νομίζω ότι και Βασιλεία των Ουρανών μπορούμε να ονομάσουμε το θάνατο των δικαίων, διότι απ’ την παρούσα ζωή γεύονταν τα αγαθά της. Διότι στον παρόντα αιώνα, ούτε οι ψυχές απολαμβάνουν εκείνα που επιθυμούν, αλλά υπάρχουν αγαθά τα οποία υπερβαίνουν τις ανθρώπινες προσδοκίες. Τα σώματα όλα τα εγκαταλείπουν για να εργάζονται χάριν του μέλλοντος αιώνος· και παγώνουν στον ψυχρό αέρα, έχουν δε ανάγκη από ζέστη και για την κίνησή τους απαιτείται και τόπος και χρόνος• και όλα αυτά δεν είναι παρά μια δουλεία. Στον μέλλοντα δε αιώνα οι δίκαιοι του Θεού απολαμβάνουν όσα επιθυμούν και τα σώματα τους είναι απαλλαγμένα από κάθε δουλεία, βασιλεύουν δε στον ουρανό, χωρίς να παθαίνουν καμμία μεταβολή. Αυτής της Βασιλείας είναι εύλογο να είναι εικόνες της οι δίκαιοι στον παρόντα αιώνα. Μία τέτοια εικόνα ήταν ο άγιος Νικόλαος και γι’ αυτό το σώμα του απολάμβανε μια τέτοια ελευθερία.
10. Αλλά και ο Θεός τίμησε τον πιστό φίλο του και τον ανέδειξε όργανο φιλανθρωπίας και με αυτόν έκανε πολλές ευεργεσίες στους ανθρώπους και όσο ζούσε στη γη και όταν πήγε στους ουρανούς. Έτσι η ζωή του ήταν μία προσφορά, όπως κάνουν οι άγγελοι που βοηθούν τους ανθρώπους όχι διότι το απαιτεί η φύση τους, αλλά για χάρη της φιλανθρωπίας. Ούτε η κοίμηση του αγίου λιγόστευσε την φιλανθρωπία του, ούτε άλλαξε τη γνώμη του Αγίου Νικολάου η μεταβολή αυτή της ζωής. Την επίγεια ζωή του τελειώνει ειρηνικά, αφού έζησε αρκετό χρόνο, δεν σταμάτησε όμως καθόλου να δείχνει σε μας την αγάπη και προθυμία του. Προσεύχεται για όλους τα καλύτερα, ευεργετεί δε αμέσως ακούοντας τις προσευχές όσων έχουν ανάγκη. Έτσι οι άνθρωποι απόκτησαν αγαθή εκτίμηση γι’ αυτόν, ώστε μερικοί μάλιστα έλαβαν θάρρος να ζητήσουν από τον Άγιο Νικόλαο αιτήματα υπερφυσικά. Κάποιος ταξιδεύοντας με το πλοίο με δυνατή θαλασσοταραχή γλίστρησε και βρέθηκε μέσα στα ανεμοδαρμένα κύματα. Ενώ δεν πίστευε ότι θα βρει από αλλού σωτηρία, θυμήθηκε τον Άγιο Νικόλαο και τον παρακάλεσε να τον βοηθήσει• Και ενώ είχε ακόμη στο στόμα του το όνομα του Αγίου αμέσως βρέθηκε στη στεριά, σαν να κινήθηκαν τα όρια της θάλασσας προς την κατεύθυνση της ξηράς. Τόσον πολύ φιλάνθρωπος ήταν, ώστε όπως λέει ο Παύλος, ήταν ποιμένας ανθρώπων χωρίς να διαψεύδεται για τον χαρακτηρισμό αυτό.
11. Άφησε δε στους ανθρώπους το άγιο σώμα του, ως πατρική κληρονομιά, αφορμή ευφροσύνης, και θησαυρό ποικίλων ευεργεσιών, που φωνάζει πόσο μεγάλη ήταν η αγάπη του προς τους ανθρώπους και δείχνει την εικόνα της αγίας του ψυχής. Το σώμα του τώρα δεν ζει την ανθρώπινη ζωή, αλλ’ ούτε μπορεί να ονομασθεί έρημο ψυχής και νεκρό. Έχει δε ζωή λόγω της παρουσίας του Αγίου Πνεύματος. Είναι δε φανερά τα σημεία της χάριτος και αναβλύζει πηγές θείου μύρου που αποτελούν μεγάλη βοήθεια για την παρηγοριά των ανθρώπων. Όταν ζούσε ο Άγιος Νικόλαος έδειχνε τη μεγάλη αγάπη του προς τον Θεό και τους ανθρώπους, τώρα δε μετά την κοίμησή του φανερώνεται πνευματοφόρος και προστάτης των ανθρώπων. Τότε μεν, αφ’ ενός αγωνιζόταν με όλες του τις δυνάμεις, ψυχικές και σωματικές, για να μη προδώσει την αληθινή πίστη προς τον Θεό, αφ’ έτερου ήλεγχε βασιλείς και ηγεμόνες που αδικούσαν τους υπηκόους τους. Τώρα δε μετά την κοίμησή του φανερώνει την ευσέβεια και την φιλανθρωπία του. Και τον μεν Σωτήρα Χριστό εγκωμιάζει, αναδεικνύοντας τον δίκαιον και φιλότιμον για τα βραβεία που δίνει στους αγωνιζόμενους, από τα χαρίσματα του σώματος, στα σώματα δε και στις ψυχές των χριστιανών δωρίζει μεγάλη ευχαρίστηση και ωφέλεια με τα μύρα του.
12. Αλλ’ ω άριστε και φιλανθρωπότατε ποιμένα, συ που όλα τα περιφρονούσες για χάρη του ποιμνίου, μιμητά, φίλε και μαθητή του Χριστού· συ που πρέπει να ονομάζεσαι απόστολος, επειδή είσαι δίκαιος και σκεύος εκλογής και φίλος και ζηλωτής και με όποια άλλη ονομασία, με την οποίαν ο Σωτήρας τιμά τους κορυφαίους από τους φίλους του· συ που μιμήθηκες τον Χριστό και αναδείχθηκες καλός ποιμένας και μάρτυρας της αλήθειας· συ που κατανίκησες τον πονηρό και έκανες τη ψυχή σου εικόνα του καλού και του αγαθού· συ που έγινες αγαθό για όλους. Συ μεν μας έδωσες όλα όσα σε παρακάλεσα, προσευχήθηκα δε εγώ για χάρη αυτών εδώ, που θυμηθήκαμε τη ζωή σου για να σε εγκωμιάσουμε. Δέξου δε τον κατά τη δύναμή μας λόγο, και αφού μας αξιώσεις μεγαλύτερων χαρισμάτων δώσε μας και την ικανότητα για να τα εγκωμιάσουμε καλύτερα.
(Απόδοση: Α. Χριστοδούλου, Θεολόγου)
* Το κείμενο του Λόγου υπάρχει στο βιβλίο: Βασιλείου Σ. Ψευτογκά, Νικολάου Καβάσιλα, Επτά ανέκδοτοι λόγοι το πρώτον νυν εκδιδόμενοι, Θεσ/νίκη 1976, σ. 124- 134].
Παλαιά Μονή Φιλοσόφου: Η «ιερή χρονοκάψουλα» της Ελλάδας που ελάχιστοι γνωρίζουν
(Βίντεο)
Ένα ξεχωριστό ταξίδι στον χρόνο μέσω της «Ιερής χρονοκάψουλας» της Παλαιάς Μονής Φιλοσόφου παρουσίασε η ομάδα του «Up Stories», μέσα από ένα εντυπωσιακό βίντεο με drone στην Αρκαδία.
Πρόκειται για ένα μνημείο 1050 σχεδόν ετών με τεράστια ιστορία αλλά και μοναδικό ως κατασκεύασμα που προκαλεί ρίγος σε κάθε επισκέπτη.Πρόκειται για ένα μνημείο 1050 σχεδόν ετών με τεράστια ιστορία αλλά και μοναδικό ως κατασκεύασμα που προκαλεί ρίγος σε κάθε επισκέπτη.
Η παλαιά Μονή Φιλοσόφου είναι η πιο ιστορική και παλαιά μονή της Αρκαδίας (10ος αιώνας) και από τα παλαιότερα βυζαντινά μνημεία της Ελλάδας. Σύμφωνα με την παράδοση, ιδρύθηκε το 963 από τον Ιωάννη Λαμπαρδόπουλο, τον επονομαζόμενο «φιλόσοφο», γραμματέα του αυτοκράτορα Νικηφόρου Φωκά. Από την επωνυμία αυτή του ιδρυτού πήρε η Μονή το όνομά της.
Η παλαιά Μονή βρίσκεται μέσα σε άγρια και μεγαλοπρεπή χαράδρα και 200 μέτρα πάνω από την κοίτη του ποταμού Λούσιου, στο κοίλωμα ενός ψηλού και απότομου βράχου. Εκτείνεται σε μία στενή και επιμήκη κοιλότητα. Σώζεται ακέραια και αποτελεί θαυμαστό δείγμα βυζαντινής αρχιτεκτονικής του 10ου αιώνα με αξιόλογες τοιχογραφίες. Είναι χτισμένη με απλή λιθοδομή και στην εξωτερική της εμφάνιση δημιουργεί την εντύπωση ενός στερεού αρχιτεκτονικού χτίσματος χωρίς ιδιαίτερη χάρη. Στη θέση αυτή σώζονται σήμερα ο βυζαντινός ναός (Καθολικό), πραγματικό αριστούργημα αρχιτεκτονικής. Είναι ναός τετράστυλος σταυροειδής εγγεγραμμένος με οκτάπλευρο τρούλο. Ο ναός εκοσμείτο από τοιχογραφίες εξαιρετικής τέχνης, από τις οποίες σήμερα σώζονται μόνον σπαράγματα. Σώζονται επίσης ερείπια κελιών και άλλων κτισμάτων, το εξωτερικό προστατευτικό τείχος – κτισμένο μετά την Άλωση – ερείπια δύο πυργίσκων πάνω από τη μονή στο βράχο, αγωγός νερού που τροφοδοτούσε τη Μονή με νερό από πηγή, και μια στέρνα.
Η μονή είναι γνωστή σαν «Κρυφό Σχολειό», γιατί σύμφωνα με την παράδοση λειτουργούσε εκεί στα χρόνια της Τουρκοκρατίας σχολείο που αργότερα εξελίχθηκε – στη Νέα Μονή – σε σημαντική ιερατική σχολή. Η Μονή γνώρισε μεγάλη άνθιση τον 17ο αι. Περίοδο κατά την οποία κτίσθηκε και η Νέα Μονή, χωρίς όμως να εγκαταλειφθεί η παλαιά.
Πηγή: www.iefimerida.gr
"Ἐγκώμιον εἰς τήν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου"
Αγ. Ιωάννου Δαμασκηνού
Τί εἶναι αὐτό τό μυστήριο τό μέγα, πού συντελεῖται γύρω ἀπό τό πρόσωπό σου, ἱερή Μητέρα καί Παρθένε; «Εὐλογημένη σύ ἐν γυναιξί καί εὐλογημένος ὁ καρπός τῆς κοιλίας σου». Ὅσο ὑπάρχουν ἄνθρωποι θά σέ μακαρίζουν, γιατί μονάχα Σύ εἶσαι ἄξια γιά μακαρισμό!
Καί νά πού ὅλες οἱ γενιές Σέ μακαρίζουν. Ἐσένα εἶδαν οἱ θυγατέρες τῆς Ἱερουσαλήμ, δηλαδή τῆς Ἐκκλησίας, καί σέ μακάρισαν οἱ βασίλισσες, δηλαδή οἱ ψυχές τῶν δικαίων, καί θά σέ ὑμνοῦν αἰώνια. Γιατί Σύ εἶσαι ὁ θρόνος ὁ βασιλικός, στόν ὁποῖον παραστέκονται Ἄγγελοι κοιτάζοντας τόν Βασιλέα καί Δημιουργό νά κάθεται ἐπάνω του. Σύ ἔγινες Ἐδέμ νοητή, πιό ἱερή καί πιό θεϊκή ἀπό τήν παλιά. Γιατί σ’ ἐκείνη τήν Ἐδέμ ἔμεινε ὁ Ἀδάμ ὁ γήϊνος, ἐνῶ σ’ Ἐσένα ὁ Κύριος τοῦ οὐρανοῦ. Ἐσένα προεικόνισε ἡ κιβωτός, γιατί Σύ γέννησες τόν Χριστό, τή σωτηρία τοῦ κόσμου, πού καταπόντισε τήν ἁμαρτία καί κατασίγασε τά κύματά της.
Ἐσένα προεικόνισε ἡ βάτος. Ἐσένα εἶχαν ἐπιγράψει προφητικῶς οἱ θεοχάρακτες πλάκες. Ἐσένα προζωγράφισε ἡ κιβωτός τοῦ Νόμου κι Ἐσένα εἶχαν φανερά προτυπώσει ἡ στάμνα ἡ χρυσή καί ἡ λυχνία καί ἡ τράπεζα καί ἡ ράβδος τοῦ Ἀαρών πού ’χε βλαστήσει. Ἀπό Σένα προῆλθε ἡ φλόγα τῆς θεότητος, τό μέτρο καί ὁ Λόγος τοῦ Πατρός, τό γλυκύτατο καί οὐράνιο μάννα, τό ὄνομα τό ἀπερίγραπτο καί πάνω ἀπ\’ ὅλα τά ὀνόματα, τό φῶς τό αἰώνιο καί ἀπρόσιτο, ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς ὁ οὐράνιος, ὁ καρπός πού δέν γεωργήθηκε, ἀλλά βλάστησε ἀπό Σένα μέ σῶμα ἀνθρώπινο.
Ἐσένα δέν προμηνοῦσε τό καμίνι πού ἔβγαζε φωτιά καί ταυτόχρονα δρόσιζε ἀλλά καί ἔκαιγε κι ἦταν ἀντίτυπο τῆς θείας φωτιᾶς πού μέσα Σου κατοίκησε; Παρά λίγο ὅμως θά ξεχνοῦσα τή σκάλα τοῦ Ἰακώβ. Τί δηλαδή; Δέν εἶναι φανερό σέ ὅλους ὅτι Ἐσένα προεικόνιζε κι ἦταν προτύπωσή Σου; Ὅπως ὁ Ἰακώβ εἶχε δεῖ τίς ἄκρες τῆς σκάλας νά ἑνώνουν τόν οὐρανό μέ τή γῆ καί νά ἀνεβοκατεβαίνουν σ’ αὐτήν ἄγγελοι, ἔτσι κι Ἐσύ ἕνωσες αὐτά πού ἦσαν πρίν χωρισμένα, ἀφοῦ μπῆκες στή μέση Θεοῦ καί ἀνθρώπων κι ἔγινες σκάλα, γιά νά κατεβεῖ σ’ ἐμᾶς ὁ Θεός, πού πῆρε τό ἀδύναμο προζύμι μας καί τό ἕνωσε μέ τόν ἑαυτό Του κι ἔκανε τόν ἀνθρώπινο νοῦ νά βλέπει τόν Θεό.
Ποῦ θά ἀποδώσουμε ἀκόμη τά κηρύγματα τῶν Προφητῶν; Σ’ Ἐσένα, ἄν θέλουμε νά δείξουμε ὅτι εἶναι ἀληθινά! Γιατί, ποιό εἶναι τό Δαυϊτικό μαλλί τοῦ προβάτου πού πάνω του ἔπεσε σάν βροχή ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι συνάναρχος μέ τόν Πατέρα; Δέν εἶσαι Σύ ὁλοφάνερα; Ποιά εἶναι ἐπίσης ἡ παρθένος πού ὁ Ἠσαΐας προορατικῶς προφήτευσε ὅτι θά συλλάβει καί θά γεννήσει Υἱόν, δηλ. τόν Θεό πού εἶναι μαζί μας; Καί ποιό εἶναι τό βουνό τοῦ Δανιήλ, ἀπό τό ὁποῖο κόπηκε πέτρα, ἀγκωνάρι, χωρίς νά ὑποκύψει σέ ἀνθρώπινο ἐργαλεῖο; Ἄς ἔρθει ὁ Ἱεζεκιήλ ὁ θεϊκότατος κι ἄς δείξει τήν κλειστή πύλη πού πέρασε ἀπό μέσα της μόνο ὁ Κύριος καί παραμένει κλειστή.
Ἐσένα, λοιπόν, κηρύττουν οἱ Προφῆτες. Ἐσένα διακονοῦν οἱ Ἄγγελοι καί ὑπηρετοῦν οἱ Ἀπόστολοι. Ἐσένα σήμερα, καθώς ἀναχωροῦσες πρός τόν Υἱό Σου, περιτριγύριζαν ψυχές Δικαίων καί Πατριαρχῶν καί τό ἄπειρο πλῆθος τῶν θεοφόρων Πατέρων, πού συγκεντρώθηκαν ἀπό τά πέρατα τῆς γῆς, σάν μέσα σέ σύννεφο, ψάλλοντας ὕμνους ἱερούς σ’ Ἐσένα, τήν πηγή τοῦ ζωαρχικοῦ σώματος τοῦ Κυρίου, πλημμυρισμένοι ἀπό τά θεία συναισθήματα.
Ὦ, πῶς ἡ πηγή τῆς ζωῆς μεταφέρεται πρός τήν ζωή διά μέσου τοῦ θανάτου! Πῶς νά ὀνομάσουμε τό μυστήριο τοῦτο πού σχετίζεται μ’ Ἐσένα; Θάνατο; Μά, ἄν καί ἡ πανίερη και μακαρία ψυχή Σου χωρίζεται ἀπό τό ἀμίαντο σῶμα Σου καί αὐτό τό σῶμα Σου παραδίδεται στήν ταφή, ὅμως δέν παραμένει στό θάνατο κι οὔτε διαλύεται ἀπό τή φθορά. Ὅπως ὁ ἥλιος, ὁ ὁλόλαμπρος καί πάντα φωτεινός, ὅταν σκεπαστεῖ γιά λίγο ἀπό τό σῶμα τῆς σελήνης, φαίνεται σάν νά χάνεται καί τό σκοτάδι νά παίρνει τή θέση τῆς λάμψης του, μά αὐτός δέν χάνει τό φῶς του, ἀλλά ἔχει μέσα του τήν πηγή τοῦ φωτός. Ἔτσι κι Ἐσύ, ἄν καί καλύπτεσαι σωματικά ἀπό τόν θάνατο γιά κάποιο χρονικό διάστημα, ἐντούτοις ἀναβλύζεις πλούσια, καθαρά κι ἀτελείωτα τά νάματα τοῦ θείου φωτός καί τῆς ἀθάνατης ζωῆς, ποταμούς χάριτος καί πηγές ἰαμάτων.
Ἐσύ ἄνθισες σάν δένδρο γλυκύτατο κι εἶναι ὁ καρπός Σου εὐλογία στό στόμα τῶν πιστῶν! Γι’ αὐτό καί δέν θά ὀνομάσω θάνατο τήν ἱερή μετάστασή Σου, ἀλλά κοίμηση ἤ ἀποδημία ἤ ἐνδημία, γιά νά ἐκφρασθῶ καλύτερα, ἀφοῦ, φεύγοντας ἀπό τήν κατοικία τοῦ σώματος, πηγαίνεις νά κατοικήσεις στά καλύτερα, στά δεξιά τοῦ θρόνου τοῦ Υἱοῦ Σου.
Ἄγγελοι μαζί μέ Ἀρχαγγέλους Σέ μεταφέρουν ἀπό τή γῆ στούς οὐρανούς. Καθώς περνᾶς εὐλογεῖται ὁ ἀέρας καί ὁ αἰθέρας καθαγιάζεται. Χαίροντας ὑποδέχεται ὁ οὐρανός τήν ψυχή Σου. Σέ προϋπαντοῦν οἱ οὐράνιες δυνάμεις μέ ὕμνους ἱερούς καί τελετή χαρμόσυνη: «τίς αὕτη ἡ ἀναβαίνουσα λελευκανθισμένη, ἐγκύπτουσα ὡσεί ὄρθρος;». Εἶσαι ὡραία, λένε οἱ οὐράνιες δυνάμεις, σάν τό φεγγάρι, κι ὅλα τά Χερουβείμ ἐκπλήσσονται καί τά Σεραφείμ Σέ δοξάζουν, Ἐσένα πού δέν ἀνέβηκες μονάχα ὡς τόν οὐρανό, σάν τόν προφήτη Ἠλία, οὔτε μονάχα μέχρι τόν τρίτο οὐρανό, σάν τόν ἀπόστολο Παῦλο, ἀλλά ἔφτασες μέχρις αὐτόν τόν θρόνο τοῦ Υἱοῦ Σου καί στέκεις κοντά Του μέ πολλή κι ἀνείπωτη παρρησία.
Πῶς ὑποδέχθηκε ὁ οὐρανός Αὐτήν πού ἔγινε πλατύτερη ἀπ’ αὐτόν; Καί πῶς ὁ τάφος δέχθηκε Αὐτήν πού δέχθηκε μέσα Της τόν Θεό; Ὦ, μνῆμα ἱερό καί θαυμαστό καί σεβάσμιο καί προσκυνητό, πού καί τώρα τό περιποιοῦνται Ἄγγελοι, παρευρισκόμενοι μέ πολύν σεβασμό καί φόβο, καί ἄνθρωποι πού ἔρχονται σ’ αὐτό μέ πίστη, τιμώντας το, προσκυνώντας το, φιλώντας το μέ μάτια καί χείλια καί μέ πόθο ψυχῆς, ἀντλώντας πλοῦτο ἀγαθῶν.Ἔγινες λοιπόν εὐλογία γιά ὅλον τόν κόσμο, ἁγιασμός γιά τό σύμπαν, ἄνεση γιά τούς κουρασμένους, παρηγοριά γιά τούς πενθοῦντες, θεραπεία γιά τούς ἀρρώστους, λιμάνι γιά τούς θαλασσοδαρμένους, συγχώρηση γιά τούς ἁμαρτωλούς, παρηγοριά γιά τούς λυπημένους, πρόθυμη βοήθεια γιά ὅλους πού σέ ἐπικαλοῦνται, ἀρχή καί μέση καί τέλος ὅλων τῶν ἀγαθῶν πού ξεπερνοῦν τόν νοῦν μας.
Ἐμπρός, λοιπόν, ἄς ταξιδέψουμε νοερά μακριά ἀπ’ τή ζωή αὐτή μαζί μέ τήν Παρθένο πού φεύγει ἀπ’ τή γῆ αὐτή. Ἐλᾶτε ὅλοι μέ πόθο καρδιακό, ἄς κατεβοῦμε στόν τάφο μαζί μέ τήν Παρθένο πού κατέρχεται σ’ αὐτόν. Ἄς παρασταθοῦμε ὁλόγυρα στό ἱερότατο κρεβάτι της. Ἄς ψάλλουμε ὕμνους ἱερούς, τέτοια περίπου λέγοντας μελωδικά ᾅσματα:
Χαῖρε ἀμνάς πού γέννησες τόν Ἀμνό τοῦ Θεοῦ.
Χαῖρε Σύ πού εἶσαι πάνω ἀπό τίς ἀγγελικές δυνάμεις.
Χαῖρε ἡ δούλη καί Μητέρα τοῦ Θεοῦ.»
Ἀμήν.
"Οι ευχές του Εσπερινού της Γονυκλισίας την Κυριακή της Πεντηκοστής"
Ιερομoνάχου Γενναδίου Μανώλη
Την ημέρα της Πεντηκοστής, ημέρα κατά την οποία αποκαλύφθηκε και προσκυνείται το μυστήριο της Αγίας Τριάδος, του Ενός και Μόνου Θεού, του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, αμέσως μετά την πανηγυρική Θεία Λειτουργία, τελείται κατά την λειτουργική πράξη ο «Εσπερινός της Γονυκλισίας». Πρόκειται για τον εσπερινό της Δευτέρας του Αγίου Πνεύµατος Στο παρόν κείμενο δεν θα αναφερθούμε στην όλη διάταξη του Εσπερινού αυτού, αλλά θα ψηλαφίσουμε εν συντοµία ένα μέρος της ακολουθίας αυτής και συγκεκριμένα τις ευχές της γονυκλισίας.
Ακολουθώντας και αυτός ο Εσπερινός στη βάση του τη συνήθη διάταξη της ακολουθίας του Εσπερινού, διαφοροποιείται μετά τη είσοδο, όπου ψάλλεται το «Φως ιλαρόν…», καθώς ακολουθεί η ανάγνωση των επτά ευχών της γονυκλισίας, οι οποίες χωρίζονται σε τρεις οµάδες. Μετά την πρώτη και δεύτερη ευχή ακολουθεί η εκτενής δέηση. Μετά την τρίτη και την τέταρτη ευχή ακολουθεί το «Καταξίωσον, Κύριε, εν τη εσπέρα ταύτη…». Έπονται οι τελευταίες τρεις ευχές και µετά ακολουθούν τα Πληρωτικά και από το σηµείο αυτό ο εσπερινός συνεχίζεται κατά τη συνήθη τάξη.
Οι ευχές της γονυκλισίας αναγιγνώσκονται κατά την κρατούσα σημερινή παράδοση από τους επισκόπους και τους πρεσβυτέρους από του ιερού βήματος και μάλιστα έμπροσθεν της Ωραίας Πύλης εις επήκοον όλης της Εκκλησίας, σε πολλά χειρόγραφα συναντάται και η διάταξη η οποία θέλει οι ευχές να διαβάζονται ενώπιον της αγίας Τραπέζης. Κατά την ώρα της αναγνώσεως των ευχών αυτών όλοι κλίνουν τα γόνατα (γονατίζουν), για αυτό και οι ευχές αυτές καλούνται ευχές της γονυκλισίας.
Οι ευχές αυτές είναι χωρισμένες σε τρεις ομάδες, όσες είναι και οι γονυκλισίες. Κατά την πρώτη γονυκλισία αναγιγνώσκονται οι δύο πρώτες ευχές, κατά τη δεύτερη γονυκλισία η τρίτη και η τέταρτη και κατά την τρίτη γονυκλισία η πέμπτη, η έκτη και η εβδόμη. Την έναρξη κάθε γονυκλισίας την κηρύσσει ο διάκονος η ο εφημέριος με τη φράση «Έτι και έτι, κλίναντες τα γόνατα, του Κυρίου δεηθώμεν» και τη λήξη με τη φράση «Αντιλαβού, σώσον, ελέησον, ανάστησον, και διαφύλαξον ημάς ο Θεός».
Οι επτά αυτές ευχές είναι απλές στη μορφή αλλά πλούσιες στο περιεχόμενο. Οι επτά αυτές ευχές δείχνουν τον ειδικό χαρακτήρα του εσπερινού της γονυκλισίας, καθώς σε αυτές γίνεται επίκληση της Αγίας Τριάδος και µνηµονεύονται τα επτά δώρα του Αγίου Πνεύµατος. Περιέχουν δογματικά στοιχεία κυρίως για την ενότητα και τριαδικότητα του αληθινού Θεού, για την ομοουσιότητα των τριών προσώπων της Θεότητος, για το σωτηριώδες έργο του Ιησού Χριστού και για τη χάρη, την ενέργεια και το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος. Τονίζουν το μέγεθος της αγάπης και υποχωρητικότητας του Θεού, υπενθυμίζουν τις ευεργετικές συνέπειες της μετανοίας και αναφέρονται στο σύνδεσμο μεταξύ ζώντων και κεκοιμημένων.
Σχετικά με τους συντάκτες των ευχών αυτών υποστηρίζεται από ορισμένους ότι οι ευχές αυτές είναι πόνημα του Μεγάλου Βασιλείου, ενώ έτεροι υποστηρίζουν ότι συγγραφέας τους είναι ο Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύµων, το σίγουρο όμως είναι ότι πρόκειται για ευχές πλούσιες σε νοήματα πνευματικά και υψηλής θεολογικής παιδείας συνθέσεις.
Στη συνέχεια θα αναφέρουμε επιγραμματικά το περιεχόμενο των ευχών διατηρώντας την λειτουργική διάταξη των τριών Γονυκλισιών.
Α΄ Γονυκλισία
Η πρώτη ευχή απευθύνεται στο πρώτο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, τον Θεό-Πατέρα, πού ευδόκησε για την σωτηρία του ανθρωπίνου γένους να στείλει στον κόσμο τον Υιό Του και μετά την Ανάληψη Του το Άγιο Πνεύμα. Η ευχή αποτελεί μία παράκληση στο Θεό να δεχθεί την συγγνώμη για τα αμαρτήματα μας και να μας καθαρίσει με την ενέργεια του Αγίου Του Πνεύματος.
Συγκεκριμένα δια της ευχής ο λειτουργός απευθύνεται στο Θεό Πατέρα και µετά την απαρίθµηση των ιδιοτήτων του Θεού-Πατρός προσεύχεται στον Θεό–Πατέρα να δεχτεί τις προσευχές που προσφέρονται για τη συγχώρηση των αµαρτιών όλων όσοι είναι παρόντες. Επίσης, ζητεί από το Θεό να εισακούει τις προσευχές των ανθρώπων πάντοτε, κάθε µέρα εξαιρέτως δε, την ημέρα της Πεντηκοστής. Οι πιστοί που λαµβάνουν µέρος σ’ αυτή την ακολουθία αυτή αναγνωρίζουν τις αµαρτίες τους και οµολογούν ότι έφταιξαν, αλλά έχουν την ελπίδα τους στο έλεος και τη φιλανθρωπία του Θεού και ζητούν την άφεση των αµαρτιών δια του έργου του Αγίου Πνεύµατος.
Η δεύτερη ευχή έχει έναν εσπερινό χαρακτήρα. Ο λειτουργός ευλογεί το Θεό για την ηµέρα που πέρασε, ζητώντας συγχώρηση των αµαρτιών που έγιναν κατά τη διάρκεια της ηµέρας. Επειδή η νύχτα πλησιάζει ο λειτουργός προσεύχεται για την προστασία όλων των πιστών κατά τη διάρκεια της νύχτας. Επομένως η δεύτερη ευχή αποτελεί μια ευχαριστία προς τον παντοκράτορα Θεό, για όλα όσα μας χαρίζει και ταυτοχρόνως μια δέηση προς αυτόν για την συνέχιση της παροχής των αγαθών Του και για την ενδυνάμωση μας για την υπερνίκηση των πάσης φύσεως δεινών και πειρασμών.
Β΄ Γονυκλισία
Διά του έργου του Αγίου Πνεύµατος, ο άνθρωπος έφτασε στη κοινωνία µε τον Τριαδικό Θεό οµολόγησε τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύµα ως µία θεότητα, µία δύναµη και µία εξουσία. Η τρίτη λοιπόν ευχή απευθύνεται στον Ιησού Χριστό και αφού τον αποκαλεί απάγαυσμα του Πατρός (πού εκπέμπει, δηλαδή, την λάμψη του Πατέρα, που αντανακλά την ακτινοβολία Του), Τον καλεί να διδάξει πώς πρέπει να προσεύχεται ο άθρωπος. Οι Πατέρες θεωρούν την άρνηση της πίστεως και την αλλαγή θρησκείας ως βλασφημία του Αγίου Πνεύματος, κατά την οποία ο αρνητής και ο αλλαξοπιστήσας δεν επιτρέπει στο Άγιο Πνεύμα να ενεργήσει την μετάνοια και τη συγχώρηση και ως αμετανόητος παραμένει ασυγχώρητος. Όποιος, όμως, μένει στην αληθινή πίστη, όσο και αν είναι αμαρτωλός, έχει ελπίδα μετανοίας και συγχωρήσεως.
Από τον Χριστό ο άνθρωπος έχοντας επίγνωση των αδυναµιών του ζητεί την άφεση των αµαρτιών και το χάρισµα της σοφίας ώστε να µπορεί να διακρίνει µεταξύ των επίγειων και των αιώνιων αγαθών και, επιπλέον ο λειτουργός εύχεται ώστε ο Θεός να εκπληρώσει τα προς σωτηρία αιτήµατα των πιστών και να δεχτεί την προσευχή τους που προσφέρεται προς το Θεό ως θυµίαµα.
Η τέταρτη ευχή αποτελεί μια έκκληση στον ελεήμονα Χριστό να φανεί φιλεύσπλαχνος προς το δημιούργημα Του, τον άνθρωπο, και να τον προστατεύει από κάθε κακό, τόσο την ήμερα όσο και την νύχτα. Έχοντας και αυτή εσπερινό χαρακτήρα, το κείµενό της µοιάζει πολύ µε την δεύτερη ευχή, συμπληρώνοντας αυτή τη φορά ο λειτουργός και το αίτημα προς τον Θεό για την ηµέρα που έρχεται, ώστε ο άνθρωπος να είναι στηριγμένος στη πίστη και να προκόβει στο θέλημα του Θεού.
Γ΄ Γονυκλισία
Η πέµπτη και η έκτη ευχή αναφέρονται στους κεκοιµηµένους. Η Εκκλησία προσεύχεται στο Θεό για την ανάπαυση και λύτρωση των κεκοιµηµένων. Η πέμπτη ευχή απευθύνεται στον Σωτήρα Χριστό και αναφέρει τις ευεργεσίες που μας προσέφερε με το Σταυρό, την Ταφή και την Ανάσταση Του ως και τη νίκη Του επί των πονηρών πνευμάτων. Εκφράζει, επίσης, ευχαριστίες για την αποστολή του Αγίου Πνεύματος και δεήσεις υπέρ αναπαύσεως των προκεκοιμημένων πιστών.
Η έκτη ευχή αποτελεί μια ικεσία για συγχώρηση των αμαρτιών και ενδυνάμωση του ανθρώπου. Η πίστη στην μεταθανάτια ζωή και μάλιστα στην αιώνια ζωή αποτελεί βασικό δόγμα της Εκκλησίας, το όποιο περιέχεται και στο σύμβολο της Πίστεως και συναρτάται με την Ανάσταση του Κυρίου. Άλλωστε, όλη η επί γης ζωή του ανθρώπου είναι μία προετοιμασία για την αιώνια ζωή και ακριβώς γι’ αυτό και η παρούσα ζωή είναι σημαντικότατη, αφού απ’ αυτήν εξαρτάται και η αιώνια. Οι πιστοί, διά του λειτουργού ευχαριστούν το Θεό για όλα ακόµα και για την έξοδο από αυτό τον κόσµο, παρότι αυτή δε πραγµατοποιήθηκε για τους παρόντες ακόµα, καθόσον για τους πιστούς που ακολουθούν τις εντολές του Θεού και ζουν την αληθινή ζωή δεν υπάρχει θάνατος.
Προς το τέλος της έκτης ευχής, ο λειτουργός προσεύχεται ακόµα µία φορά για την ανάπαυση και την άφεση των αµαρτιών όλων των πιστών ζητώντας ανάπαυση και συγχώρηση και για τους κεκοιµηµένους και ευλογία και ειρηνικά και αγαθά τέλη για τους ζώντες.
Τέλος η έβδοµη ευχή ταυτίζεται µε την έβδοµη ευχή του Λυχνικού, η οποία διαβάζεται σε κάθε εσπερινό. Η ευχή περιέχει δοξολογία προς τον σοφό δημιουργό και παράκληση, όπως φυλάττει τα πλάσματα Του και κατά την εσπέρα και κατά την νύκτα και γενικώς καθ’ όλον τον επί γης βίο μας και να μας διατηρεί την ελπίδα της αιωνίου ζωής, ακόμη και κατά τον ύπνο μας. Τέλος είναι µία εσπερινή ευχή στην οποία η Παναγία Θεοτόκος καλείται να µεσιτεύσει προς το Θεό για τη συγχώρηση των αµαρτιών του λαού.
Συμπερασματικά θα λέγαμε πως τόσο οι ίδιες οι ευχές ως προς το περιεχόμενο τους, όσο και η λειτουργική πράξη κατά την ανάγνωση τους συμβολίζουν την φωνή όλης της Εκκλησίας που ζητά από το Θεό, την ηµέρα της Πεντηκοστής, την επιφοίτηση και τη δωρεά του Αγίου Πνεύµατος. Του Αγίου Πνεύματος, το οποίο χαρίζει τα πάντα στους πιστούς. Σαν βρύση ρέουν οι προφητείες από το στόμα των προφητών, που Αυτό φωτίζει, αναδεικνύει τέλειους τους ιερείς, διδάσκει τη σοφία στους αγράμματους, τους ψαράδες τους αναδεικνύει θεολόγους και τον θεσμό της Εκκλησίας, ο οποίος είναι απλωμένος σε όλο τον κόσμο, τον κρατάει ενωμένο. Είναι εκείνο το Πνεύμα Άγιο που στηρίζει και παρηγορεί τους ανθρώπους, όπως πολύ εύστοχα περιγράφει ο ιερός υμνογράφος τη διδασκαλία της Εκκλησίας για το Άγιο Πνεύμα.
Επομένως δια του Αγίου Πνεύματος συντελείται η άνοδός μας στη Βασιλεία του Θεού, η επάνοδος στη θεία υιοθεσία και η δυνατότητα να γίνουμε κοινωνοί της χάριτος του Χριστού, να μετάσχουμε της δόξης του Θεού και να απολαύσουμε από τον Θεό κάθε ευλογίας, όπως σημειώνει ο Μέγας Βασίλειος. Το Άγιο Πνεύμα είναι η πηγή του αγιασμού και κάθε ευλογίας και χάριτος εντός της Εκκλησίας.
"Xριστός Ανέστη"
Στέλιος Πισσής
Ο Στέλιος Πισσής, βραβευμένος μουσικοσυνθέτης, παίζει τον Πασχαλινό, βυζαντινό ύμνο με το EyeHarp και ήχο παραδοσιακού κλαρίνου.
Ακούστε εδώ.
"H Aνάσταση του ανθρώπου"
Γερ. Ελισαίου Σιμωνοπετρίτου
Ομιλία του Γέροντα Ελισαίου, Ηγούμενου της Ι. Μονής της Σίμωνος Πέτρας για την Ανάσταση του Χριστού.
Διαβάστε την ομιλία εδώ.
Κατηχητικός Λόγος Αγ. Ιωάννου Χρυσοστόμου
Eἴ τις εὐσεβής καί φιλόθεος, ἀπολαυέτω τῆς καλῆς ταύτης καί λαμπρᾶς πανηγύρεως.
Εἴ τις εὐγνώμων, εἰσελθέτω χαίρων εἰς τήν χαράν τοῦ Κυρίου αὐτοῦ.
Εἴ τις ἔκαμε νηστεύων, ἀπολαυέτω νῦν τό δηνάριον.
Εἴ τις ἀπό τῆς πρώτης ὥρας εἰργάσατο, δεχέσθω σήμερον τό δίκαιον ὄφλημα.
Εἴ τις μετά τήν τρίτην ἦλθεν, εὐχαρίστως ἑορτασάτω.
Εἴ τις μετά τήν ἕκτην ἔφθασε, μηδέν ἀμφιβαλλέτω˙ καί γάρ οὐδέν ζημειοῦται.
Εἴ τις ὑστέρησεν εἰς τήν ἐνάτην, προσελθέτω, μηδέν ἐνδοιάζων.
Εἴ τις εἰς μόνην ἔφθασε τήν ἐνδεκάτην, μή φοβηθῆ τήν βραδύτητα˙ φιλότιμος γάρ ὤν ὁ Δεσπότης, δέχεται τόν ἔσχατον καθάπερ καί τόν πρῶτον˙ ἀναπαύει τόν τῆς ἐνδεκάτης, ὡς τόν ἐργασάμενον ἀπό τῆς πρώτης˙ καί τόν ὕστερον ἐλεεῖ καί τόν πρῶτον θεραπεύει˙ κακείνω δίδωσι καί τούτω χαρίζεται˙ καί τά ἔργα δέχεται καί τήν γνώμην ἀσπάζεται˙ καί τήν πρᾶξιν τιμᾶ καί τήν πρόθεσιν ἐπαινεῖ. Οὐκοῦν εἰσέλθετε πάντες εἰς τήν χαράν τοῦ Κυρίου ὑμῶν˙ καί πρῶτοι καί δεύτεροι τόν μισθόν ἀπολαύετε. Πλούσιοι καί πένητες μετ’ ἀλλήλων χορεύσατε˙ ἐγκρατεῖς καί ράθυμοι τήν ἡμέραν τιμήσατε˙ νηστεύσαντες καί μή νηστεύσαντες, εὐφράνθητε σήμερον. Ἡ τράπεζα γέμει, τρυφήσατε πάντες. Ὁ μόσχος πολύς, μηδείς ἐξέλθη πεινῶν. Πάντες ἀπολαύσατε τοῦ συμποσίου τῆς πίστεως˙ πάντες ἀπολαύσατε τοῦ πλούτου τῆς χρηστότητος. Μηδείς θρηνείτω πενίαν˙ ἐφάνη γάρ ἡ κοινή Βασιλεία. Μηδείς ὀδυρέσθω πταίσματα˙ συγνώμη γάρ ἐκ τοῦ τάφου ἀνέτειλε. Μηδείς φοβείσθω θάνατον˙ ἠλευθέρωσε γάρ ἡμᾶς ὁ τοῦ Σωτῆρος θάνατος. Ἔσβεσεν αὐτόν, ὑπ’ αὐτοῦ κατεχόμενος. Ἐσκύλευσε τόν ἅδην ὁ κατελθών εἰς τόν ἅδην. Ἐπίκρανεν αὐτόν, γευσάμενον τῆς σαρκός αὐτοῦ. Καί τοῦτο προλαβών Ἠσαϊας ἐβόησεν˙ ὁ ἅδης φησίν, ἐπικράνθη, συναντήσας σοι κάτω.
Ἐπικράνθη˙ καί γάρ κατηργήθη.
Ἐπικράνθη˙ καί γάρ ἐνεπαίχθη.
Ἐπικράνθη˙ καί γάρ ἐνεκρώθη.
Ἐπικράνθη˙ καί γάρ καθηρέθη.
Ἐπικράνθη˙ καί γάρ ἐδεσμεύθη.
Ἔλαβε σῶμα καί Θεῶ περιέτυχεν.
Ἔλαβε γῆν καί συνήντησεν οὐρανῶ.
Ἔλαβεν ὅπερ ἔβλεπε καί πέπτωκεν ὅθεν οὐκ ἔβλεπε.
Ποῦ σου, θάνατε, τό κέντρον;
Ποῦ σου, ἅδη, τό νῖκος;
Ἀνέστη Χριστός καί σύ καταβέβλησαι.
Ἀνέστη Χριστός καί πεπτώκασι δαίμονες.
Ἀνέστη Χριστός καί χαίρουσιν ἄγγελοι.
Ἀνέστη Χριστός, καί ζωή πολιτεύεται.
Ἀνέστη Χριστός καί νεκρός οὐδείς ἐπί μνήματος.
Χριστός γάρ ἐγερθείς ἐκ νεκρῶν, ἀπαρχή τῶν κεκοιμημένων ἐγένετο.
Αὐτῶ ἡ δόξα καί τό κράτος εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ἑρμηνευτική ἀπόδοση
Ὅποιος εἶναι εὐσεβής καί φιλόθεος, ἄς ἀπολαύσει τήν ὡραία καί λαμπρή αὐτή ἑορτή.
Ὅποιος δοῦλος ἔχει διαθέσεις ἀγαθές, ἄς εἰσέλθει στή χαρά, γεμᾶτος μέ εὐφροσύνη πού χαρίζει ὁ ἀναστημένος Κύριός του.
Ὅποιος καταπονήθηκε μέ τή νηστεία, ἄς ἀπολαύσει τώρα τήν ἀμοιβή του.
Ὅποιος ἀπό τήν ἕκτη ὥρα ὑπηρέτησε τόν Κύριο, ἄς πάρει σήμερα τήν ἀμοιβή πού δικαιοῦται.
Ὅποιος προσῆλθε στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας μετά τήν ἐνάτη, ἄς πάρει κι αὐτός πρόθυμα μέρος στήν Ἀναστάσιμη γιορτή.
Ὅποιος προσῆλθε μετά τήν δωδεκάτην, ἄς μήν ἔχει καμμιά ἀμφιβολία˙ καθόλου δέν θά τιμωρηθεῖ.
Ὅποιος καθυστέρησε κι ἦ ρθε μετά τήν τρίτην, ἄς πλησιάσει τόν Κύριο χωρίς κανένα δισταγμό καί φόβο.
Ὅποιος προσῆλθε κατά τήν πέμπτην ὥραν, ἄς μήν ἔχει κανένα φόβο, ὅτι τάχα, ἐπειδή ἔχει φτάσει καθυστερημένος, δέν θά τόν δεχθεῖ ὁ Θεός. Γιατί ὁ Κύριος δίνει πλουσιοπάροχα τίς δωρεές Του. Γι’ αὐτό δέχεται καί τόν τελευταῖο, μέ τήν ἴδια προθυμία πού εἶχε δεχτεῖ καί τόν πρῶτο. Χαρίζει ἀνάπαυση καί εἰρήνη σ’ ἐκεῖνον πού ἔφτασε ἀργά, ὅπως ἀκριβῶς κάνει καί μέ τόν πρῶτο. Ἐλεεῖ κι ἐκεῖνον πού ἔφτασε τελευταῖος, ἀλλά περιποιεῖται κι ἐκεῖνον πού πρῶτος ἦρθε. Καί στόν ἕναν δίνει καί στόν ἄλλο προσφέρει. Καί τά ἔργα τῆς ἀρετῆς δέχεται, ἀλλά καί τήν ἁπλή διάθεση ἀναγνωρίζει. Καί τήν πράξη τήν ἀγαθή τιμᾶ , ἀλλά καί τήν ἁπλήν πρόθεση ἐπαινεῖ.
Εἰσέλθετε λοιπόν ὅλοι στή χαρά τοῦ Κυρίου σας. Καί ἐκεῖνοι πού πρῶτοι φτάσατε κι ὅσοι ἤρθατε δεύτεροι, λάβετε τόν μισθόν σας. Πλούσιοι καί φτωχοί πανηγυρίστε. Ὅσοι ἐγκρατευτήκατε, ἀλλά κι ἐκεῖνοι πού ἔχετε βραδυπορήσει στήν ἐργασία τῶν ἐντολῶν τιμῆστε τήν σημερινή ἡμέρα.Ὅσοι νηστέψατε καί ἐκεῖνοι πού δέν νηστέψατε, εὐφρανθεῖτε σήμερα.Ἡ (Ἁγία Τράπεζα) εἶναι γεμάτη, ἀπολαύστε την ὅλοι. Ὁ Μόσχος εἶναι ἄφθονος καί ἀνεξάντλητος. Δέν ἐπιτρέπεται λοιπόν νά φύγει κάποιος πεινασμένος. Ὅλοι ἀπολαύστε τό Συμπόσιο πού παρατίθεται γιά τούς πιστούς. Ὅλοι ἀπολαύστε τά θεῖα δῶρα πού προσφέρει ἡ Θεία ἀγαθοσύνη. Κανένας πιά νά μή θρηνεῖ τή φτώχεια του, γιατί τώρα ἔγινε φανερή ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἐκείνη πού προσφέρεται σ’ ὅλους ἐξίσου. Κανένας νά μήν κλαίει πιά τά πταίσματά του, γιατί συγχώρεσή μας εἶναι ὁ Ἀναστημένος. Κανένας ἄς μή φοβᾶται πιά τό θάνατο, γιατί ὁ θάνατος τοῦ Σωτήρα μας μᾶς ἐλευθέρωσε ἀπό τό θάνατο καί τή φθορά.
Γιατί ἄν κι ὁ Σωτήρας μας κρατήθηκε ἀπό τό θάνατο, τελικά τόν ἐξαφάνισε. Ὁ Κύριός μας πού κατέβηκε στόν ἅδη ἅρπαξε κι ἀνέσυρε μαζί Του ὅσους κρατοῦσε ὁ ἅδης. Ὁ Κύριος πίκρανε τόν ἅδη, ὅταν ἐκεῖνος ὁ παμφάγος Τόν κατάπιε. Κι αὐτό ἦταν πού προβλέποντας το παλιά ὁ προφήτης Ἠσαϊας εἶχε βροντοφωνήσει: Χριστέ μου, ὅταν ὁ ἅδης ἐκεῖ κάτω στό σκοτάδι σέ συνάντησε, πικράνθηκε. Καί πολύ σωστά πικράνθηκε, γιατί ἀπό τότε καταργήθηκε.
Πικράνθηκε γιατί ξεγελάστηκε. Πικράνθηκε γιατί θανατώθηκε.
Πικράνθηκε γιατί ἔχασε πιά τήν ἐξουσία του.
Πικράνθηκε γιατί ὁ ἴδιος τώρα ὑποδουλώθηκε. Ἐκεῖνος, καθώς νόμιζε, εἶχε λάβει σῶμα θνητό καί βρέθηκε ἀπρόσμενα μπροστά σέ Θεό. Ἐκεῖνος εἶχε πάρει χῶμα ἀπό τή γῆ καί συνάντησε Θεό, πού εἶχε κατεβεῖ ἀπό τόν οὐρανό. Ἐκεῖνος εἶχε πάρει ἕνα σῶμα ὁρατό καί καταισχύνθηκε ἀπό τόν Ἀόρατο.
Ποῦ εἶναι λοιπόν ἅδη ἡ νίκη σου;
Ἀναστήθηκε ὁ Χριστός καί ἔχεις πιά ὁριστικά κατανικηθεῖ.
Ἀναστήθηκε ὁ Χριστός καί οἱ δαίμονες ἔχουν στά βάραθρα τῆς ἀπώλειας γκρεμιστεῖ.
Ἀναστήθηκε ὁ Χριστός καί χαίρουν οἱ Ἄγγελοι.
Ἀναστήθηκε ὁ Χριστός καί ἡ ζωή παντοῦ βασιλεύει.
Ἀναστήθηκε ὁ Χριστός καί δέν θά μείνει πιά κανένας νεκρός στό μνῆμα. Γιατί μέ τήν Ἀνάστασή Του ὁ Χριστός ἔγινε ἡ ἀρχή τῆς ἀναστάσεως ὅλων ὅσων ἔχουν κοιμηθεῖ. Σ’ Αὐτόν ἀνήκει ἡ δόξα καί ἡ ἐξουσία στούς ἀπέραντους αἰῶνες. Ἀμήν.
Πηγή: http://www.imkby.gr/
Μια γνωριμία Εβραίου από το διαδίκτυο που κατέληξε σε ... βάπτιση!
Χαιρόμαστε και δοξάζουμε τον Θεό με την πρόσφατη ομαδική βάπτιση της οικογένειας του Δανιήλ, της Φιλοθέης και των τριών τέκνων τους. Η οικογένεια αυτή μας γνώρισε μέσα από το διαδίκτυο. Ο κ. Δανιήλ είναι εβραϊκής καταγωγής και εργάζεται ως καθηγητής μαθηματικών, χρόνια τώρα, στο Πανεπιστήμιο της Ταϊπέι. Με την σύζυγό του, που είναι Ταϊβανέζα, πήγαιναν για αρκετά χρόνια στην εκκλησία των Προτεσταντών, όμως δεν τους άρεσε ο τρόπος λατρείας και οι διδασκαλίες τους.
Όταν άρχισαν να έρχονται στην Εκκλησία μας, παρακολουθώντας τις Θείες Λειτουργίες και τις εορταστικές μας εκδηλώσεις, άρχισε να ζεσταίνεται η καρδιά τους και να θέλουν να μάθουν τα πάντα για την Ορθόδοξη Θεολογία. Μέσα από την κατήχηση που ξεκινήσαμε, έπαιρναν τις απαντήσεις στα ερωτήματα και τις απορίες που είχαν. Τους προμηθεύσαμε δε και βιβλία Δογματικής στην αγγλική γλώσσα.
Οι γονείς με την κατήχηση και τη μελέτη έγιναν πάρα πολύ θερμοί Χριστιανοί. Έτσι, σιγά-σιγά αποφάσισαν να διδάσκουν και τα παιδιά τους, χωρίς εμείς να το γνωρίζουμε. Μια μέρα, ζήτησαν μόνοι τους να βαπτιστούν. Ο πατέρας κράτησε το όνομά του, Δανιήλ. Η μητέρα ζήτησε να την ονομάσουμε Φιλοθέη, διότι συγκινήθηκε πάρα πολύ διαβάζοντας στο διαδίκτυο τον βίο της Αγίας. Τα δύο αγόρια έλαβαν τα ονόματα Βασίλειος και Γρηγόριος, το δε κορίτσι πήρε το όνομα της Αγίας Μακρίνας.
Όπως και στους πρωτοχριστιανικούς χρόνους, πρώτα τελέσαμε τις βαπτίσεις και στην συνέχεια τον γάμο του ζεύγους. Την ώρα της Θείας Κοινωνίας, η οικογένεια προσήλθε με το υπόλοιπο εκκλησίασμα, για να μεταλάβουν Σώμα και Αίμα Χριστού.
Η συγκίνηση όλων μας ήταν μεγάλη. Εύχεσθε και προσεύχεσθε, αδελφοί μου, για τον λαό της Ταϊβάν.
*Το κείμενο της οικογενειακής βάπτισης μας έστειλε ο Ιεραπόστολος π. Ιωνάς που εδώ και 20 χρόνια διακονεί στην Ταϊπέι της Ταιβάν. Το έργο του πατρός Ιωνά απαντάει στον προβληματισμό πολλών συνανθρώπων μας ότι οι λαοί των ασιατικών χωρών δεν έχουν τη δυνατότητα να προσλάβουν το μήνυμα του Ευαγγελίου, γιατί, όπως νομίζουν, δεν ανταποκρίνεται στην ψυχοσύνθεσή τους και δε συνάδει με τις πανάρχαιες, προγονικές δοξασίες τους. Ο π. Ιωνάς, εν αντιθέσει, αποδεικνύει ότι ακόμη και στην Κίνα υπάρχουν ψυχές ανοιχτές που μπορούν και ανταποκρίνονται στο κάλεσμα του Χριστού μας.
Πηγή: http://amfoterodexios.blogspot.com/
Γεωργία †. Η ιερόδουλη, που "έκλεψε" τον Παράδεισο 2 ώρες πριν πεθάνει...
Ήταν έξι το απόγευμα..
Είχε ήδη βραδιάσει, όταν μια άγνωστη για μένα κοπέλα χτύπησε την πόρτα του σπιτιού μου επίμονα για να την ανοίξω.
Τη δέχθηκα και ρώτησα τι θα ήθελε.
– “Πάτερ, θέλω να μου διαβάσετε μια ευχή”.
Το πρόσωπό της ήταν ταραγμένο, μιλούσε απότομα.
Δε μου είπε πολλά πράγματα, απλά μου ζήτησε να προσευχηθώ γι’ αυτήν.
Πήγαμε στην Εκκλησία και της διάβασα μια ευχή.
Έφυγε αμίλητη χωρίς να μου δώσει περαιτέρω πληροφορίες για τη ζωή της, ούτε και να μοιραστεί τον λόγο που ήθελε να της διαβάσω την ευχή.
Μετά από τρεις μέρες, ξαναήρθε.
Ζητούσε και πάλι να προσευχηθώ γι’ αυτήν.
Μπήκαμε στον Ναό, της διάβασα μια ευχή και, όταν τελείωσα, με ρώτησε:
“Πάτερ, με φοβάστε;”.
“Όχι”, της απάντησα.
Το πρόσωπό της ήταν πιο ήρεμο από την προηγούμενη φορά.
Έφυγε και πάλι αμίλητη με σκυμμένο το κεφάλι.
Πέρασαν τρεις μέρες και ξαναήρθε αργά την νύχτα.
Όταν της διάβασα την ευχή, την παρακάλεσα να μην έρχεται τόσο αργά.
Με κοίταξε και είδα τα μάτια της γεμάτα δάκρυα.
Μου είπε:
“Πάτερ, είμαι ιερόδουλη, αυτή είναι η δουλειά μου. Δεν κυκλοφορώ τη μέρα, γιατί όλος ο κόσμος γνωρίζει ποια είμαι και ντρέπομαι να κυκλοφορώ. Γι’ αυτό ήρθα και ξαναήρθα βράδυ. Έρχομαι σε εσάς, γιατί νιώθω καλά όταν μπαίνω στην Εκκλησία. Θέλω να σας πω ότι την πρώτη φορά που ήρθα ένιωσα μια ανεξήγητη δύναμη μέσα μου και εκείνο το βράδυ δεν έκανα την αμαρτία. Δεν έχω σχέση με την Εκκλησία, ούτε είμαι Ορθόδοξη.”
Από τότε έφυγε και δεν την ξαναείδα.
Κάποιες φορές ρωτούσα τον φύλακα αν βλέπει την κοπέλα αυτή να κυκλοφορεί στην πόλη μας και μου απαντούσε αρνητικά.
Πέρασαν έξι μήνες και ένα απόγευμα ξαναήρθε, υποβασταζόμενη από μια φίλη της.
Χαμογέλασε όταν με είδε.
Την αναγνώρισα αμέσως.
Την έφερα και την έβαλα να ξαπλώσει σε έναν πάγκο που είχαμε μέσα στην Εκκλησία.
Όπως μου εξήγησε η φίλη της, ζήτησε την βοήθειά της και της είπε:
“Θέλω να με πας στην Ορθόδοξη Εκκλησία, που χτυπούν πολλές καμπάνες. Σήμερα θέλω να με πας, όχι αύριο!”.
Την κοίταξα και μου είπε:
“Την ευχή σου, πάτερ, την ευχή σου.”
Σκέφτηκα αμέσως και την ρώτησα:
“Μήπως θέλεις να σε βαπτίσω, να γίνεις Χριστιανή;”
Μου απάντησε:
“Ναι, πάτερ, θα μου δώσεις πολλή χαρά αν με βαπτίσεις. Θα με βοηθήσει ο Θεός.”
Ξεκίνησα την προετοιμασία για τη βάπτιση.
Της έδωσα και φόρεσε έναν χιτώνα.
Αφού διάβασα τον Κατηχητικό Λόγο, τη βάπτισα “Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος” και της έδωσα το όνομα Γεωργία.
Της φόρεσα και έναν Σταυρό και, στη συνέχεια, έβγαλα τη Θεία Κοινωνία που έχουμε στο Αρτοφόριο και την κοινώνησα.
Το πρόσωπό της ήταν ήρεμο και χαρούμενο.
“Πάτερ, μου είπε, σε ευχαριστώ πάρα πολύ. Δοξάζω τον Θεό για αυτή την ώρα, που με αξίωσε να βαπτιστώ. Οι γιατροί κουράστηκαν με την αρρώστια μου και μου είπαν να πάω στο σπίτι. Παρακαλώ τον Θεό να με συγχωρέσει για όλα αυτά που έκανα στη ζωή μου. Σε παρακαλώ, πάτερ, θέλω τον χιτώνα αυτό να τον πάρω μαζί μου για να μου τον φορέσουν όταν πεθάνω. Δε θέλω τίποτα άλλο!” Θαύμασα ακούγοντας αυτά τα λόγια και της έδωσα τον χιτώνα.
Η φίλη της με ευχαρίστησε, πήρε τη Γεωργία και φύγανε.
Καθώς φεύγανε, είδα την ώρα.
Ήταν 6:30 το απόγευμα.
Πέρασαν δύο ώρες και ήρθαν να με ενημερώσουν ότι κοιμήθηκε η Γεωργία η ιερόδουλη.
Την κάλεσε ο Θεός στη Βασιλεία των Ουρανών!
Ο Θεός μας είναι δίκαιος, την προετοίμαζε με τρόπο που το μυαλό μας δεν μπορεί να συλλάβει.
Ο κόσμος την έβριζε, όλοι την είχαν για σκουπίδι.
Όχι όμως ο Δημιουργός της.
Τη θάψαμε με τον χιτώνα της βάπτισης και με τον σταυρό της.
Τι ωραία που ήταν η Γεωργία μας!
Άλλη η δικαιοσύνη του Θεού και άλλη των ανθρώπων.
Ο Θεός δε θέλει να χαθεί ούτε μια ψυχή αρκεί να τον αναγνωρίσει ως Σωτήρα και Λυτρωτή».
Το γεγονός της βάπτισης και του θανάτου της Γεωργίας μας εξιστόρησε με επιστολή του ο π. Χαρίτων Musungayi από την Γκόμα του Ανατολικού Κονγκό. ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟΥ ΣΥΝΔΕΣΜΟΥ “ΑΓΙΟΣ ΚΟΣΜΑΣ Ο ΑΙΤΩΛΟΣ”.
Μια συγκλονιστική αληθινή ιστορία!
“Τελείωσε το κήρυγμα, τελείωσε και η Θεία Λειτουργία και μοιράστηκε το αντίδωρο.
Κάποια κυρία, τη στιγμή που έπαιρνε το αντίδωρο από το χέρι μου, είπε:
– Πάτερ θέλω να σας δω στο τέλος, θα σας περιμένω.
Πράγματι στο τέλος την συνήντησα.
Σας τα λέγω αυτά, διότι προχτές το βράδυ, ψάχνοντας το αρχείο μου, βρήκα ένα φάκελο που έγραφε: «Ιστορίες για κηρύγματα που δεν ελέχθησαν». Έτσι βρήκα και την ιστορία που σας άρχισα και που είναι αληθινή.
Η κυρία λοιπόν αυτή ήλθε να επιβεβαιώσει εμπράκτως όσα ελέχθησαν από την αθλιότητά μου σε κείνο το κήρυγμα.
Είχε πολύτεκνη οικογένεια.
Ο σύζυγός της, αυτή και έξι παιδιά. Σύνολον οκτώ.
Ο μικρότερός της γιος, ο Γιωργάκης, που ήτο τότε ετών δώδεκα, προσεβλήθηκε από καλπάζουσα λευχαιμία.
Ξέχασα να σας πω ότι κατήγοντο από μια κωμόπολη που ευρίσκετο στα σύνορα μεταξύ Αρκαδίας και Μεσσηνίας.
Μόλις αρρώστησε το παιδί οι γιατροί από την Καλαμάτα, συνέστησαν αμέσως να έλθει στο αντικαρκινικό νοσοκομείο του Μεταξά.
Ήταν τότε το έτος 1970.
Έτσι το έφεραν στο νοσοκομείο.
Ύστερα από λίγες μέρες είπαν οι γιατροί στους γονείς ότι το παιδί σε δυο τρείς μέρες θα πεθάνει.
Είχε ήδη πέσει σε κώμα.
Αμέσως εκείνη η ευλογημένη μάνα, σε συνεννόηση με τον άντρα της και τα δυό της τα παιδιά τα πιο μεγάλα, που ήταν εικοσιτριών και εικοσιπέντε ετών, πήραν την απόφαση να πάρουν το παιδί τους.
Υπέγραψαν, πήραν εξιτήριο,..
Και με πολλή προσευχή μετέφεραν το παιδί τους που εξακολουθούσε να ήταν σε κώμα, στο χωριό τους.
Έκαναν μια σύσκεψη όλοι μαζί, και πήραν μια καταπληκτική απόφαση που φανέρωνε και την μεγάλη τους πίστη.
Σ’ ένα μικρό βουνό, απέναντι από την κωμόπολη, στην κορφή του ήταν κτισμένο ένα ερημοκκλήσι της Θείας Μεταμορφώσεως.
Εκεί λοιπόν μετέφεραν το παιδί τους.
Το ξάπλωσαν μπροστά στο τέμπλο και κάτω από τις εικόνες της Μεταμορφώσεως και της Παναγίας.
Η εικόνα πάντοτε του Αγίου που γιορτάζει ένας ναός, ή είναι αφιερωμένο σε μια εορτή Θεομητορική ή Δεσποτική, είναι πάντοτε όπως βλέπω εγώ, όπως είμαι εγώ δεξιά μου, και όπως βλέπετε εσείς αριστερά, δίπλα στην Παναγία δηλαδή, ήταν η εικόνα της Μεταμορφώσεως και εδώ μπροστά που βρίσκονται τα παιδιά, ξάπλωσαν το δικό τους το παιδάκι.
Έβαλαν λοιπόν ένα στρωματάκι και το σκέπασαν με δυο τρείς κουβέρτες.
Και άρχισαν και οι οκτώ νηστεία, αγρυπνία και προσευχή με πίστη.
Νηστεία με τελεία ασιτία.
Χωρίς ψωμί, χωρίς φαΐ, χωρίς νερό.
Υπήρχε στο Αναλόγιο ένα παλιό Ωρολόγιο….μου φέρνετε παρακαλώ ένα Ωρολόγιο…και το Μηναίο του Αυγούστου, διότι μόνον αυτό χρειάζετο, αφού και το παρεκκλήσι ήταν αφιερωμένο στην εορτή τη μεγάλη, τη Δεσποτική, της Θείας Μεταμορφώσεως του Κυρίου.
Προσευχή λοιπόν όλο το εικοσιτετράωρο, την ημέρα όλοι μαζί και το βράδυ με βάρδιες, δύο δύο ή ένας ένας.
Διάβαζαν τα γράμματα της έκτης Αυγούστου, δηλαδή της εορτής της Μεταμορφώσεως, του Εσπερινού και του Όρθρου, και το Ωρολόγιον ολόκληρο από την αρχή μέχρι το τέλος, αυτό το βιβλίο δηλαδή, το χοντρό που βλέπετε.
Το άρχιζαν απ’ την αρχή και το τελείωναν.
Και όταν το τελείωναν πάλι από την αρχή.
Μέχρι το τέλος και πάλι από την αρχή μέχρι το τέλος και ούτω κάθε εξής.
Tις πρώτες μέρες άντεξαν τα τρία τους παιδιά, ετών δεκατεσσάρων, δεκαεπτά και δεκαεννιά, και από την τετάρτη ημέρα άρχισαν να πίνουν μόνο νερό από μια παρακείμενη πηγή.
Οι γονείς και τα δυό μεγάλα αδέλφια κράτησαν την τελεία αποχή.
Στο τέλος κάθε προσευχής ζητούσαν από τον φιλάνθρωπο Κύριο και από τα μητρικά σπλάχνα της Υπεραγίας Θεοτόκου να κάμουν το θαύμα τους.
Η νηστεία, η προσευχή, η αγρυπνία, τα δάκρυα της μετανοίας, ..
Προσέξτε τι μου είπε, δάκρυα μετανοίας έριχναν..
Ομολογούσαν εις τον Θεόν και εις την Παναγία ότι ήσαν αμαρτωλοί και ότι εξαιτίας της αμαρτίας των αρρώστησε το παιδί τους, και η ζωντανή πίστις, ήσαν συνεχείς και ακλόνητες καταστάσεις μέσα στην καρδιά τους.
Την εβδόμη νύχτα, την ώρα που διάβαζαν τον Όρθρο, της έκτης Αυγούστου, της εορτής δηλαδή της Μεταμορφώσεως, και ήσαν όλοι ξυπνητοί εκτός από το δωδεκάχρονο αγόρι, που εξακολουθούσε να ευρίσκετο σε κώμα,
ξαφνικά φωτίστηκε όλο το εκκλησάκι με ένα φως υπερκόσμιο.
Πιο φωτεινό και πιο λαμπερό και από αυτόν τον ήλιο…!!!
Βουβάθηκαν όλοι τους από την έκπληξη και τον θαυμασμό, ενώ συγχρόνως τα μάτια τους ήσαν στραμμένα στην εικόνα της Θείας Μεταμορφώσεως. Και τότε εντελώς απροσδόκητα, βγήκε μια ολόλαμπρη ακτίνα, μια φοβερή αστραπή, η οποία έπεσε πάνω στο ξαπλωμένο παιδί…!!!
Αυτό το γεγονός, ζήτημα μου είπε η ευλογημένη αυτή μητέρα αν κράτησε 10 δευτερόλεπτα.
Ξανάγινε σκοτάδι με μοναδικό φως το φως απ’ τα καντήλια, και τα κεριά που κρατούσαν για το διάβασμα.
Και τότε ακούστηκε η φωνή του αρρώστου παιδιού να φωνάζει :
Μαμά, μπαμπά, που είστε;» ..!!!
Έτρεξαν αμέσως κοντά του και κλαίγοντας το αγκάλιασαν.
“Διψώ», ψιθύρισε, «διψώ». «Πεινάω».
Το παιδί συνήλθε.
Έγινε τελείως καλά. .!!
Ο Θεός έκαμε το θαύμα του. !
Ευλογημένοι τέτοιοι γονείς που παίρνουν τέτοιες αποφάσεις ηρωικές.
Ευλογημένα και τέτοια αδέλφια που συνακολουθούν τέτοιους γονείς.
Ευλογημένη οικογένεια.
Ήπιαν όλοι τους λίγο νερό, λίγο ψωμάκι πολύ λίγο, ένα τέταρτο της φετούλας για να συνέλθουν λίγο.
Το πρωί κατέβηκαν στο χωριό δοξάζοντας το Θεό, φροντίζοντας πλέον για την πλήρη αποκατάσταση της υγείας του παιδιού.
Την άλλη μέρα όμως οι γονείς, είπαν στα παιδιά τους το εξής: “Φροντίστε σεις το Γιωργάκη, και μείς θα επιστρέψουμε στο εκκλησάκι της Μεταμορφώσεως, για να ευχαριστήσουμε το Θεό, για ένα ακόμα τριήμερο με τελεία και πάλι ασιτία…”
Και έτσι έγινε.
Θυμάστε τους δέκα λεπρούς;
Ο ένας επέστρεψε από τους θεραπευμένους για να ευχαριστήσει τον Κύριο. Ο ένας.
Στα δύο χρόνια που είχαν περάσει από τότε, το παιδί τους ήταν, έγινε τελείως καλά, υγιέστατο, χωρίς ίχνος της φοβερής εκείνης αρρώστιας του καρκίνου του αίματος, που λέγεται λευχαιμία.
Στον Άγιο Βασίλειο ξαναήλθε η μητέρα αυτή, επειδή εν τω μεταξύ είχε παντρέψει το γιό της, εκεί που έμεινε, στην ενορία του Αγίου Βασιλείου, και έτσι έμαθα την ιστορία.
Κράτησα κάποιες σημειώσεις και σήμερα σας είπα την αληθινή ιστορία τους.
Στο τέλος όμως έκαμα και την εξής ερώτηση:
-Πώς αποφασίσατε να προβείτε σε μια τέτοια ενέργεια, ποιος σας το πρότεινε αυτό, πώς σας ήλθε;
Κάπου το διαβάσατε;
Σας φώτισε μήπως ο Θεός;
Και μου απάντησε :
Πριν από χρόνια πέρασε από το χωριό μας ένας μοναχός Αγιορείτης που ήτανε από την Ιερά Μονή Σίμωνος Πέτρας του Αγίου Όρους.
Αυτός μας μίλησε πολύ για την αξία της νηστείας, όταν αυτή η νηστεία, μας είπε, συνοδεύεται από καθαρή προσευχή, από εγκράτεια, από δάκρυα μετανοίας, από υπομονή και πίστη.
Μας είπε ακόμα αυτός ο μοναχός, για κάποιον Άγιο γέροντα, τον πατέρα Ιερώνυμο τον Σιμωνοπετρίτη.
Ίσως κάποιοι από σας έχετε διαβάσει την βιογραφία του.
Όταν λοιπόν αυτός ήταν πολύ μικρός είχε αρρωστήσει βαριά. Τότε οι γονείς του τον πήγαν στην εκκλησία του χωριού, και κει παρέμειναν μαζί με το παιδί τους νηστεύοντας και προσευχόμενοι σαράντα ημέρες οι γονείς του πατρός Ιερωνύμου, γι’ αυτό και έγινε ο γιος αυτός Άγιος.
Το παιδί τους έγινε καλά, μεγάλωσε και αργότερα κατέστη ο φημισμένος αυτός γέροντας, …είναι αυτός που ανακάλυψε και συνέγραψε την βιογραφία της ερημίτιδος Φωτεινής του Ιορδάνου ποταμού.
Οι δε γονείς του μικρού Ιερωνύμου, μετά την θεραπείαν του γιού τους, παρέμειναν για άλλες δέκα μέρες στο ναό, ευχαριστώντας τον Θεόν, πάλι με νηστεία και προσευχή, σύνολον πενήντα ημέρες.
Κάθε δε φορά που ετελείτο Θεία Λειτουργία, κοινωνούσαν το άρρωστο παιδί, μαζί και οι γονείς.
Αυτά θυμήθηκα, … μου είπε η ευλογημένη αυτή μητέρα … και αυτά περίπου κάναμε με όσες δυνάμεις είχαμε ο άντρας μου, εγώ και τα παιδιά μου. Πίστεψα πάτερ μου, ότι η απόλυτη καθαρή νηστεία, μαζί με την προσευχή, την ταπείνωση και την μετάνοια, ο Θεός θα σώσει το παιδί μου … και το έσωσε.
Δόξα να΄χει το όνομά Του.
Αυτά μου είπε η μακαρία αυτή μάνα και τελείωσε.
ΔΟΞΑ ΣΟΙ ΚΥΡΙΕ ΔΟΞΑ ΣΟΙ.!
~ π.Στεφάνου Αναγνωστόπουλου
(πηγή: Το Μέγα Γεροντικόν)
ΥΓ: Επί τη ευκαιρία, άκου ολόκληρο και αυτό το συγκλονιστικό ντοκουμέντο, λίγες μονάχα μέρες πριν μπει ο π.Στέφανος σε αυτήν την περιπέτεια της υγείας της δικής του και κάποιων μελών της οικογένειάς του…
[Και μια ευχούλα από τον καθένα μας για τον π.Στέφανο είναι το λιγότερο που μπορούμε να κάνουμε για αυτόν τον αγιασμένο Ιερέα του Θεού του Υψίστου! Μην ακούς φήμες που κυκλοφορούν δεξιά και αριστερά. Αντέχει ακόμα. Για όσο θέλει ο Θεός…]
Μια γλάστρα πίστης που ψάχνει κάποιον να την φροντίσει
Ένα μικρό παιδάκι (5 ετών) την ώρα του σεισμού της 4ης Μαρτίου έπαιρνε αγκαλιά το μικρό του αδερφάκι (3 ετών) και του έλεγε: «Μην φοβάσαι, η Παναγίτσα μας θα μας προστατέψει…Να κοίτα την εικόνα της, πώς μας κοιτάει, μας αγαπάει και θα μας βοηθήσει… Και τον παρότρυνε να κάνουν τον Σταυρό τους.
Κοίτα Έλληνα, πόση πίστη έχουν τα παιδιά μας, με αυτή την πίστη μεγαλώνουν το μικρό ανάστημα τους απέναντι σε κάθε απειλή, αυτή η πίστη ενεργοποιεί τα τάγματα Των Αγγέλων που έρχονται και μας προστατεύουν… Αυτή την αγνή πίστη την καταστέλλουμε εμείς οι μεγαλύτεροι με την σκληράδα και την εξυπνάδα της ανάδειξης του υπεράνθρωπου…
Βάζουμε σε αυτή την αγνότητα που δίνει ασφάλεια και ηρεμία στις ψυχές την δήθεν ικανότητα του ανθρώπου να ελέγχει τα πάντα ανά πάσα στιγμή… Να που όμως έρχονται καταστάσεις που η σιγουριά που έχουμε περάσει στα παιδιά μας απομακρύνοντας τα από τον Θεό και πλάθοντας μια εικόνα του Υπεράνθρωπου κλονίζεται και πέφτει σαν χάρτινος πύργος.
Η πίστη έχει δείξει πολλές φορές ότι πραγματώνει το αφύσικο, το αδύνατο… Η πίστη ελευθέρωσε μια χώρα από μια σκλαβιά αιώνων, μόνο με μια χούφτα ανθρώπους… Η πίστη έφερε ξανά ζωή σε σώματα που για τα μάτια των ανθρώπων ήταν νεκρά…..Η πίστη οδήγησε το χέρι γιατρών σε απέλπιδες προσπάθειες να επιτύχουν το ιατρικώς απίθανο… Η πίστη οδηγεί τη χώρα μας από αιώνες και ξέρετε γιατί! Διότι εμείς ως Έλληνες είμαστε οι πιο αμαρτωλοί, εγωιστές, κατακτητές, υπερόπτες, πολυλογάδες, χωρίς εγκράτεια και διάκριση, αλλά όμως είμαστε και αυτοί που ξέρουμε να γονατίζουμε και να χύνουμε δάκρυα μετανοίας, είμαστε αυτοί που πιστεύουμε Έναν Θεό με το βίωμα και όχι κατά παράδοση… Αυτό μας σώζει, αυτό μας δίνει ελπίδες, αυτό προσπαθούμε όλοι μας να το μεγαλώσουμε και να αφυπνίσουμε σε κάθε Έλληνα… Υπάρχει μέσα μας εμφυτευμένο από τον Θεό…
Απόδειξη αυτά τα δύο μικρά παιδάκια.
Μια γλάστρα πίστεως που αν την ποτίσουμε με χριστιανικό ήθος θα γίνει ένας κήπος όπου το οξυγόνο του θα καθαρίζει κάθε ψυχή και θα οδηγεί την Ελλάδα μας στο σωστό δρόμο… Αν όμως αρχίζουμε και την παραμελούμε αυτή την γλάστρα, αν την γεμίζουμε με σκουπίδια και ρυπαίνουμε την ατμόσφαιρα της τότε αυτή η γλάστρα θα πνιγεί από την τοξική ουσία που θα της δώσουμε… Από εκεί ξεκινά και η σωτηρία όλων των προβλημάτων, από αυτή την γλάστρα πίστης που ψάχνει κάποιον να την φροντίσει. Να δημιουργούμε τέτοιους ανθρώπους που να ξέρουν ποιος είναι ο Θεός και όχι ανθρώπους που χάνονται στα ερωτήματα και στην άγνοια.
Πολλές φορές ρωτάμε τι θέλει ο Θεός από εμάς;
Πολλοί απαντούν θέλει μετάνοια και προσευχή.
Από ποιόν όμως ζητά ο Θεός;
Ζητά από αυτόν που ποτέ δεν του τα έδωσε, αλλά ο Θεός τον προίκισε στην ζωή του με ευλογίες….Ο Θεός δίνει ζωή, τάλαντα, ευκαιρίες, για να πάρει πίσω αμαρτίες και μετάνοια…Τι άλλο θέλουμε από Αυτόν Τον Θεό; Τι άλλο θέλουμε να γίνει στην ζωή μας για να καταλάβουμε; Γιατί δεν βλέπουμε την εικόνα όπως την βλέπουν οι αγνές ψυχές των παιδιών;
Να δούμε την εικόνα που μας λέει ότι μας αγαπά.
"Aγνή Παρθένε" από την Ινδία
“Αγνή Παρθένε” από το Θεοτοκάριο του Αγ. Νεκταρίου ψάλλει στα ινδικά η χορωδία EnChristos.
Δείτε το βίντεο εδώ.
"Εθελοντισμός, έργο ζωής"
Της Σοφίας Σπυράτου
Βρισκόμαστε ήδη λίγο πριν από τα Χριστούγεννα, διανύοντας την ευλογημένη περίοδο της Σαρακοστής. Όλοι μας προετοιμαζόμαστε σωματικά, πνευματικά και ψυχικά, να υποδεχθούμε την γέννηση του Θεανθρώπου και να πλημμυρίσει η καρδιά μας από αγάπη, ευτυχία και ελπίδα. Τούτες τις μέρες προσμονής της πιο χαρούμενης και ελπιδοφόρας γιορτής της Χριστιανοσύνης, σκέφθηκα να ασχοληθώ με ένα θέμα, το οποίο άπτεται της σημερινής πραγματικότητας και θα πρέπει να απασχολήσει όλους μας. Αναφέρομαι στον εθελοντισμό και τον σημαντικό ρόλο που παίζει στην βελτίωση του ανθρώπινου χαρακτήρα, στην εξέλιξη των κοινωνιών αλλά και της ανθρωπότητας γενικότερα.
Εθελοντισμός, μία λέξη που περικλείει όλες τις μεγάλες έννοιες που δίνουν αξία στην ζωή μας. Αλληλεγγύη, αλτρουϊσμός, καλοσύνη, γενναιοδωρία, φιλευσπλαχνία, αυτοθυσία, υπομονή, καρτερικότητα, ταπεινοφροσύνη, ανιδιοτέλεια, ειλικρίνεια, μεγαλοψυχία, φιλανθρωπία και πάνω από όλα αληθινή αγάπη. Τι μεγάλη ευλογία να κοσμείται η ψυχή μας από όλες αυτές τις αρετές! Μέσω του εθελοντισμού μας δίνεται η δυνατότητα να καλλιεργήσουμε και να βελτιώσουμε τον χαρακτήρα μας και να τον στολίσουμε με όλον αυτόν τον υπέροχο διάκοσμο των αρετών.
Τα τελευταία δέκα χρόνια που η οικονομική κρίση έπληξε την πατρίδα μας, δημιουργήθηκαν τεράστια προβλήματα ανεργίας, οικονομικής δυσπραγίας και ανέχειας, που δυστυχώς οδήγησαν σε μεγάλες κοινωνικές ανισότητες και στην εξαθλίωση. Στην δύσκολη αυτή εποχή και παρά τις αντίξοες συνθήκες, οι Έλληνες απέδειξαν το μεγαλείο της ψυχής τους. Χιλιάδες άνθρωποι κινητοποιήθηκαν και προσέφεραν την βοήθειά τους με όποιον τρόπο μπορούσε ο καθένας, τις περισσότερες φορές ακόμη και από το υστέρημά τους. Έτσι άνθισε ο εθελοντισμός, ο οποίος μετέτρεψε την οικονομική και πνευματική κρίση σε ευλογία.
Η μεγάλη σημασία όμως του εθελοντισμού φάνηκε και σε μεγάλες καταστροφές που υπέστη η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, όπως οι τρομερές πλημμύρες και η περσινή καταστροφική πυρκαγιά στο Μάτι. Χιλιάδες άτομα, εγκατέλειψαν τις διακοπές τους, στην μέση του καλοκαιριού και συνέδραμαν ουσιαστικά και καθοριστικά στην βοήθεια των πυρόπληκτων. Χάρη στους εθελοντές σώθηκαν εκατοντάδες άνθρωποι που κινδύνεψαν από την φωτιά και συγκεντρώθηκαν άπειρα είδη πρώτης ανάγκης για τους ανθρώπους που περνούσαν μία τόσο μεγάλη δοκιμασία. Μέρα με την ημέρα ολοένα και περισσότεροι εθελοντές συνέρρεαν για να βοηθήσουν όπου και όπως μπορούσαν.
Προσφέροντας βοήθεια σε ανθρώπους που έχουν την ανάγκη μας, χωρίς κανένα αντάλλαγμα, πλημμυρίζει η καρδιά και όλο μας το είναι από συναισθήματα ικανοποίησης, χαράς, γαλήνης, αγαλλίασης, πληρότητας και αληθινής ευτυχίας. Δεν υπάρχει τίποτα ωραιότερο από το να βλέπεις χαρούμενα πρόσωπα φτωχών, ασθενών και τόσων άλλων πληγωμένων από τα ανελέητα χτυπήματα της ζωής. Ένας καλός λόγος, ένα γλυκό χαμόγελο πολλές φορές αρκούν για να απαλυνθεί ο πόνος. Ο Όμηρος στην ζ ραψωδία της Οδύσσειας γράφει χαρακτηριστικά « Στον φτωχό ακόμα και το λίγο που θα δώσεις, νομίζεται καλόδεχτο.» Αυτή η φράση συνοψίζει όλη την έννοια του εθελοντισμού.
Η εθελοντική προσφορά θα πρέπει να μας προβληματίσει και να μας αφυπνίσει από μικρή ηλικία. Είναι πολύ ευχάριστο και παρήγορο ότι τα τελευταία χρόνια σημειώνεται ολοένα και μεγαλύτερη αύξηση των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, κυρίως σχολείων Μέσης Εκπαίδευσης, τα οποία οργανώνουν δράσεις που βασίζονται αποκλειστικά και μόνο στον εθελοντισμό. Δωροεκθέσεις, επισκέψεις σε γηροκομεία, νοσοκομεία, ιδρύματα ατόμων με ειδικές ανάγκες και άλλα, μυούν τα παιδιά στην έννοια της εθελοντικής εργασίας και προσφοράς και συμβάλλουν ενεργά και ουσιαστικά στην διάπλαση καλών και σωστών χαρακτήρων.
Ένθερμος υποστηρικτής του εθελοντισμού με συνεχή και ενεργή δράση η Εκκλησία, η οποία έπαιξε και συνεχίζει να παίζει πρωτεύοντα ρόλο αναδεικνύοντας ένα πολύ μεγάλο και αξιοσημείωτο έργο. Η διδασκαλία του Ιησού Χριστού βασίζεται στην αγάπη, αυτό πρεσβεύει η θρησκεία μας και η Εκκλησία είναι μία μεγάλη αγκαλιά στην οποία είμαστε όλοι αδέλφια, μία ζεστή και αγαπημένη οικογένεια. Αυτή ακριβώς είναι και η αρχή του εθελοντισμού, η ειλικρινής και ανιδιοτελής αγάπη. Σε αυτό το σημείο θα ήθελα να αναφερθώ σε ένα μεγάλο έργο, το οποίο τελεί υπό την σκέπη της Ιεράς Μητροπόλεως Μεσογαίας και Λαυρεωτικής και υλοποιήθηκε από ένα όραμα του Μητροπολίτη κ. Νικολάου και στηρίζεται αποκλειστικά και μόνο στην αρχή του εθελοντισμού. Πρόκειται για την Μονάδα Ανακουφιστικής Φροντίδας « ΓΑΛΙΛΑΙΑ».
Η «ΓΑΛΙΛΑΙΑ», η οποία ας σημειωθεί ότι είναι η μόνη υπάρχουσα Μονάδα Ανακουφιστικής Φροντίδας στην Ελλάδα, φροντίζει σωματικά, ψυχικά, κοινωνικά και πνευματικά, ασθενείς με καρκίνο και νόσο του κινητικού νευρώνα και τις οικογένειές τους, δίνοντάς τους ελπίδα και εξασφαλίζοντάς τους μία καλύτερη ποιότητα ζωής. Ιδρύθηκε το 2010 ξεκινώντας με την κατ’ οίκον παροχή φροντίδας, το 2011 προχώρησε στην δημιουργία Κέντρου Ημερήσιας Φροντίδας και Απασχόλησης και το 2018 ξεκίνησε να λειτουργεί ο Ξενώνας Ανακουφιστικής Φροντίδας, το πρώτο Hospice στην Ελλάδα, που παρέχει την δυνατότητα βραχείας νοσηλείας στους ασθενείς σε έναν πολύ όμορφο χώρο, μοναδικής αισθητικής και αρχιτεκτονικής, πλήρως εξοπλισμένο με όλα τα απαραίτητα μέσα εξυπηρέτησης των ασθενών και στον οποίο όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο κ. Νικόλαος «προσφέρεται η ασφάλεια του νοσοκομείου, η άνεση του ξενοδοχείου και η ζεστασιά και θαλπωρή του σπιτιού.» Η « ΓΑΛΙΛΑΙΑ» στελεχώνεται από εξειδικευμένη Διεπιστημονική Ομάδα λειτουργών υγείας που περιλαμβάνει γιατρούς, νοσηλευτές, ψυχολόγο, φυσιοθεραπευτή, κοινωνικούς λειτουργούς, ιερέα και υποστηρίζεται από Διοικητική Ομάδα και ειδικευμένους εθελοντές.
Οι εθελοντές είναι σημαντικοί και πολύτιμοι συνεργάτες της «ΓΑΛΙΛΑΙΑΣ». Η συμμετοχή τους είναι απαραίτητη για την εξασφάλιση της ολοκληρωμένης φροντίδας των ασθενών και των οικογενειών τους.
Για την πληρέστερη και αποτελεσματικότερη παροχή βοήθειας, όλοι οι εθελοντές παρακολουθούν το εκπαιδευτικό πρόγραμμα της Μονάδας, συνολικής διάρκειας 40 ωρών. Μερικοί από τους τομείς δράσης των εθελοντών είναι η λειτουργία του Κέντρου Ημερήσιας Φροντίδας και Απασχόλησης, συντροφιά στους ασθενείς στο σπίτι ή στο νοσοκομείο, μεταφορές ασθενών, διεκπεραίωση γραφειοκρατικών υποχρεώσεων των ασθενών, γραμματειακή υποστήριξη, οργάνωση εκδηλώσεων, κλπ.
«Σκοπός μας είναι να ανακουφίσουμε τον πόνο, να αγκαλιάσουμε την δυσκολία, να μοιραστούμε το βάρος με τον ασθενή και την οικογένειά του και να συμπαρασταθούμε με κάθε δυνατό μέσο». Με αυτά τα λίγα μα τόσο περιεκτικά λόγια, ο κ. Νικόλαος αναφέρθηκε στο έργο της «ΓΑΛΙΛΑΙΑΣ» και νομίζω ότι πίσω από αυτές τις λέξεις κρύβεται ολόκληρη η έννοια του εθελοντισμού. Οι άνθρωποι που προσφέρουν τις υπηρεσίες τους εθελοντικά στην «ΓΑΛΙΛΑΙΑ», κάνουν πραγματικά έργο ζωής. Δίνουν τόσα πολλά στους ασθενείς και τον συγγενικό τους περίγυρο, αλλά παίρνουν ακόμα περισσότερα από τα άτομα που βιώνουν απίστευτο πόνο και είναι ευγνώμονες για αυτό.
Όλοι οι εθελοντές, σε οποιοδήποτε τομέα και αν υπηρετούν, έχουν καταφέρει να κοσμήσουν την ψυχή τους με τον λαμπρό διάκοσμο των αρετών που ανέφερα παραπάνω. Τούτες τις μέρες της Σαρακοστής που διανύουμε, ας ανοίξουμε την καρδιά μας και ας βάλουμε στην ζωή μας τον εθελοντισμό. Ας χαρίσουμε ένα γλυκό χαμόγελο στον πικραμένο, ας δώσουμε μία σπίθα ελπίδας στον απελπισμένο, ας προφέρουμε λίγο φαγητό στον άστεγο, ας αγκαλιάσουμε τον άρρωστο, ας δωρίσουμε σε ένα φτωχό παιδάκι ένα παιχνίδι και τότε θα φωτιστεί η ψυχή μας από την λάμψη της γέννησης του Θείου Βρέφους και θα νοιώσουμε αληθινή ευτυχία, παίρνοντας, αλλά κυρίως δίνοντας ΑΓΑΠΗ.
Σας εύχομαι Καλά και Ευλογημένα Χριστούγεννα με υγεία και αγάπη και Καλή Πρωτοχρονιά!
ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟ ΑΓΙΟ ΦΩΣ
«Διάλογος ανάμεσα σ' έναν Γέροντα κι έναν άθεο»*
(Πραγματική ιστορία)
Ένα πρωινό συζητά ο Γέροντας με δυο-τρεις επισκέπτες στο σπίτι του. Ο ένας είναι ιδεολόγος κομμουνιστής. Σε μια στιγμή έρχεται κάποιος απ’ έξω και τους πληροφορεί ότι η Αθήνα έχει γεμίσει από φωτογραφίες του Μαο Τσε Τουγκ με την επιγραφή: «Δόξα στον μεγάλο Μάο». Ήταν η ημέρα κατά την οποία είχε πεθάνει ο Κινέζος δικτάτορας.
Γέροντας: Έτσι είναι, παιδάκι μου. Δεν υπάρχουν άθεοι. Ειδωλολάτρες υπάρχουν, οι οποίοι βγάζουν τον Χριστό από τον θρόνό Του και στη θέση Του τοποθετούν τα είδωλά τους. Εμείς λέμε: «Δόξα τω Πατρί και τω Υιώ και τω Αγίω Πνεύματι». Αυτοί λένε: «Δόξα στον μεγάλο Μάο». Διαλέγεις και παίρνεις.
Κομμουνιστής: Και σεις, παππούλη, το παίρνετε το ναρκωτικό σας. Μόνο που εσείς το λέτε Χριστό, ο άλλος το λέει Αλλάχ, ο τρίτος Βούδδα κ.ο.κ.
– Ο Χριστός, παιδί μου, δεν είναι ναρκωτικό. Ο Χριστός είναι ο Δημιουργός του σύμπαντος κόσμου. Αυτός που με σοφία κυβερνά τα πάντα: από το πλήθος των απέραντων γαλαξιών μέχρι τα απειροελάχιστα σωματίδια του μικροκόσμου. Αυτός που δίνει ζωή σε όλους μας. Αυτός που σ’ έφερε στον κόσμο και σου’ χει δώσει τόση ελευθερία, ώστε να μπορής να Τον αμφισβητής, αλλά και να Τον αρνήσαι ακόμη.
– Παππούλη, δικαίωμά σας είναι να τα πιστεύετε όλα αυτά. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι είναι και αληθινά. Αποδείξεις έχετε;
– Εσύ όλα αυτά τα θεωρείς παραμύθια, έτσι δεν είναι;
– Βεβαίως.
– Αποδείξεις έχεις; Μπορείς να μου αποδείξεις ότι όσα πιστεύω εγώ είναι ψεύτικα;
– …
– Δεν απαντάς, διότι και συ δεν έχεις αποδείξεις. Άρα και συ πιστεύεις ότι είναι παραμύθια. Κι εγώ μεν ομιλώ περί πίστεως, όταν αναφέρωμαι στον Θεό. Εσύ όμως, ενώ απορρίπτεις τη δική μου πίστη, στην ουσία πιστεύεις στην απιστία σου, αφού δεν μπορείς να την τεκμηριώσης με αποδείξεις. Πρέπει όμως να σου πω ότι η πίστη η δική μου δεν είναι ξεκάρφωτη. Υπάρχουν κάποια υπερφυσικά γεγονότα, πάνω στα οποία θεμελιώνεται.
– Μια στιγμή! Μια και μιλάτε για πίστη, τι θα πείτε στους Μωαμεθανούς π.χ. ή στους Βουδδιστές; Διότι κι εκείνοι ομιλούν περί πίστεως. Κι εκείνοι διδάσκουν υψηλές ηθικές διδασκαλίες. Γιατί η δική σας πίστη είναι καλύτερη από εκείνων;
– Μ’ αυτή την ερώτησή σου τίθεται το κριτήριο της αληθείας∙ διότι βεβαίως η αλήθεια είναι μία και μόνη. Δεν υπάρχουν πολλές αλήθειες. Ποιος όμως κατέχει την αλήθεια; Ιδού το μεγάλο ερώτημα. Έτσι, δεν πρόκειται για καλύτερη ή χειρότερη πίστη! Πρόκειται για τη μόνη αληθινή πίστη! Δέχομαι ότι ηθικές διδασκαλίες έχουν και τα άλλα πιστεύω. Βεβαίως οι ηθικές διδασκαλίες του Χριστιανισμού υπερέχουν ασυγκρίτως. Εμείς όμως δεν πιστεύουμε στον Χριστό για τις ηθικές Του διδασκαλίες. Ούτε για το «Αγαπάτε αλλήλους», ούτε για τα κηρύγματά Του περί ειρήνης και δικαιοσύνης, ελευθερίας και ισότητος. Εμείς πιστεύουμε στον Χριστό, διότι η επί γης παρουσία Του συνοδεύθηκε από υπερφυσικά γεγονότα, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι είναι Θεός.
– Κοιτάξτε. Κι εγώ παραδέχομαι ότι ο Χριστός ήταν σπουδαίος φιλόσοφος και μεγάλος επαναστάτης, αλλά μην τον κάνουμε και Θεό τώρα…
– Αχ, παιδί μου! Όλοι οι μεγάλοι άπιστοι της ιστορίας εκεί σκάλωσαν. Το ψαροκόκκαλο που τους κάθησε στο λαιμό και δεν μπορούσαν να το καταπιούν, αυτό ακριβώς ήταν. Το ότι ο Χριστός είναι και Θεός.
Πολλοί από αυτούς ήσαν διατεθειμένοι να πουν στον Κύριο: Μη λες ότι είσαι Θεός ενανθρωπήσας. Πες ότι είσαι απλός άνθρωπος και μεις είμαστε έτοιμοι να σε θεοποιήσουμε. Γιατί θέλεις να είσαι Θεός ενανθρωπήσας και όχι άνθρωπος αποθεωθείς; Εμείς δεχόμαστε να σε αποθεώσουμε, να σε αποκηρύξουμε τον μέγιστο των ανθρώπων , τον αγιώτατο, τον ηθικώτατο, τον ευγενέστατο, τον ανυπέρβλητο, τον μοναδικό, τον ανεπανάληπτο. Δεν σου αρκούν όλα αυτά;
Ο κορυφαίος του χορού των αρνητών, ο Ερνέστος Ρενάν, βροντοφωνεί περί του Χριστού: «Για δεκάδες χιλιάδες χρόνια ο κόσμος θα ανυψώνεται δια σου», είσαι «ο ακρογωνιαίος λίθος της ανθρωπότητος ώστε το να αποσπάση κάποιος το όνομά σου από τον κόσμο τούτο θα ήταν ίσο με τον εκ θεμελίων κλονισμό του», «οι αιώνες θα διακηρύσσουν ότι μεταξύ των υιών των ανθρώπων δεν γεννήθηκε κανένας υπέρτερός» σου. Εδώ όμως σταματούν, και αυτός και οι όμοιοί του. Η επόμενη φράσι τους; «Θεός όμως δεν είσαι!» Και δεν αντιλαμβάνονται οι ταλαίπωροι ότι όλα αυτά συνιστούν για την ψυχή τους μια ανέκφραστη τραγωδία! Το δίλημμα αναπόφευκτα είναι αμείλικτο: Ή είναι Θεός ενανθρωπήσας ο Χριστός, οπότε πράγματι, και μόνον τότε, αποτελεί την ηθικωτέρα, την αγιωτέρα και την ευγενεστέρα μορφή της ανθρωπότητος∙ ή δεν είναι Θεός ενανθρωπήσας, οπότε όμως δεν είναι δυνατόν να είναι τίποτε απ’ όλα αυτά. Αντιθέτως∙ αν ο Χριστός δεν είναι Θεός, τότε πρόκειται για την απαισιοτέρα, τη φρικτοτέρα και την απεχθεστέρα ύπαρξη της ανθρωπίνης ιστορίας.
– Τι είπατε;
– Αυτό που άκουσες! Βαρύς ο λόγος, απολύτως όμως αληθής. Και ιδού γιατί: Τι είπαν για τον εαυτό τους, ή ποια ιδέα είχαν για τον εαυτό τους όλοι οι πράγματι μεγάλοι άνδρες της ανθρωπότητος;
Ο «ανδρών απάντων σοφώτατος» Σωκράτης διεκήρυσσε το: «Εν οίδα ότι ουδέν οίδα».
Όλοι οι σπουδαίοι άνδρες της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, από τον Αβραάμ και τον Μωϋσή μέχρι τον Ιωάννη τον Πρόδρομο και τον Παύλο, αυτοχαρακτηρίζονται «γη και σποδός (=στάχτη)», «ταλαίπωροι», «εκτρώματα» κ.τ.τ.[1] Η συμπεριφορά, αντιθέτως, του Ιησού είναι παραδόξως διαφορετική! Και λέω παραδόξως διαφορετική, διότι το φυσικό και το λογικό θα ήταν να είναι παρόμοια η συμπεριφορά Του. Αυτός μάλιστα, ως ανώτερος και υπέρτερος από όλους του άλλους, θα έπρεπε να έχη ακόμα κατώτερη και ταπεινότερη ιδέα για τον εαυτό Του[2]. Ηθικώς τελειότερος από κάθε άλλον έπρεπε να υπερακοντίζη σε αυτομεμψία και ταπεινό φρόνημα όλους τους παραπάνω και οποιονδήποτε άλλον, από την δημιουργία του κόσμου μέχρι τη συντέλεια των αιώνων.
Συμβαίνει όμως το ακριβώς αντίθετο!
Πρώτα – πρώτα διακηρύσσει ότι είναι αναμάρτητος: «Τις εξ υμών ελέγχει με περί αμαρτίας;» (Ιωάν. η’ 46). «Έρχεται ο του κόσμου τούτου άρχων, και εν εμοί ουκ έχει ουδέν» (Ιωάν. ιδ’ 30).
Εκφράζει επίσης πολύ υψηλές ιδέες περί Εαυτού: «Εγώ ειμί το φως του κόσμου» (Ιωάν. η’ 12). «Εγώ ειμί η οδός και η αλήθεια και η ζωή» (Ιωάν. ιδ’ 6).
Εκτός όμως αυτών, προβάλλει και αξιώσεις απολύτου αφιερώσεως στο Πρόσωπό Του. Εισχωρεί ακόμη και στις ιερώτερες σχέσεις των ανθρώπων και λέει: «Ο φιλών πατέρα ή μητέρα υπέρ εμέ ουκ έστι μου άξιος∙ και ο φιλών υιόν ή θυγατέρα υπέρ εμέ ουκ έστι μου άξιος» (Ματθ. ι’ 37). «Ήλθον διχάσαι άνθρωπον κατά του πατρός αυτού και θυγατέρα κατά της μητρός αυτής και νύμφην κατά της πενθεράς αυτής» (Ματθ. ι’ 35). Απαιτεί ακόμη και μαρτυρική ζωή και θάνατο από τους μαθητές Του: «Παραδώσουσιν υμάς εις συνέδρια και εν ταις συναγωγαίς αυτών μαστιγώσουσιν υμάς∙ και επί ηγεμόνας δε και βασιλείς αχθήσεσθε ένεκεν εμού… Παραδώσει δε αδελφός αδελφόν εις θάνατον και πατήρ τέκνον, και επαναστήσονται τέκνα επί γονείς και θανατώσουσιν αυτούς∙ και έσεσθε μισούμενοι υπό πάντων δια το όνομά μου∙ ο δε υπομείνας εις τέλος ούτος σωθήσεται… Μη φοβηθήτε από των αποκτεννόντων το σώμα… Όστις αν αρνήσηταί με έμπροσθεν των ανθρώπων, αρνήσομαι αυτόν καγώ… Ο απολέσας την ψυχήν αυτού ένεκεν εμού ευρήσει αυτήν» (Ματθ. ι’ 17 κ.ε.).
Και τώρα σε ρωτώ: Τόλμησε ποτέ κανείς να διεκδικήση υπέρ αυτού την αγάπη των ανθρώπων πάνω κι απ’ την ίδια τους τη ζωή; Τόλμησε ποτέ κανείς να διακηρύξη την απόλυτη αναμαρτησία του; Τόλμησε ποτέ κανείς να εκστομίση το: «Εγώ ειμί η αλήθεια»; (Ιωάν. ιδ’ 6). Κανείς και πουθενά! Μόνο ένας Θεός θα μπορούσε να τα κάνη αυτά. Φαντάζεσαι τον δικό σας τον Μαρξ να ‘λεγε κάτι τέτοια; Θα τον περνούσαν για τρελλό και δεν θα βρισκόταν κανείς να τον ακολουθήση. Για σκέψου, τώρα, πόσα εκατομμύρια άνθρωποι θυσίασαν τα πάντα για χάρη του Χριστού, ακόμα και αυτή τη ζωή τους, πιστεύοντας στην περί εαυτού αλήθεια των λόγων Του! Εάν οι περί εαυτού διακηρύξεις του ήσαν ψευδείς, ο Ιησούς θα ήταν η απαισιοτέρα μορφή της ιστορίας οδηγώντας τόσους πολλούς σε τόσο βαρειά θυσία. Ποιος άνθρωπος, όσο μεγάλος, όσο σπουδαίος, όσο σοφός κι αν είναι, θα άξιζε αυτή τη μεγάλη προσφορά και θυσία; Ποιος; Κανένας! Μόνο εάν ήταν Θεός! Μ’ άλλα λόγια: Όποιος άνθρωπος απαιτούσε αυτή τη θυσία από τους οπαδούς του, θα ήταν η απαισιοτέρα μορφή της ιστορίας. Ο Χριστός όμως και την απαίτησε και την πέτυχε. Παρά ταύτα από τους αρνητές της θεότητός Του αναγορεύθηκε η ευγενεστέρα και αγιωτέρα μορφή της ιστορίας. Οπότε: Ή παραλογίζονται οι αρνητές ονομάζοντας αγιώτερο τον απαισιώτερο, ή, για να μην υπάρχη παραλογισμός, αλλά να έχη λογική η συνύπαρξη απαιτήσεων του Χριστού και αγιότητός Του, θα πρέπει αναγκαστικά να δεχθούν ότι ο Χριστός εξακολουθεί να παραμένη η ευγενεστέρα και αγιωτέρα μορφή της ανθρωπότητος μόνο όμως υπό την προϋπόθεσι ότι είναι και Θεός! Αλλοιώς είναι, όπως είπαμε, όχι η αγιωτέρα, αλλά η φρικτοτέρα μορφή της ιστορίας, ως αιτία της μεγαλυτέρας θυσίας των αιώνων, εν ονόματι ενός ψεύδους! Έτσι η θεότητα του Χριστού αποδεικνύεται με βάση αυτούς τους ίδιους τους περί αυτού χαρακτηρισμούς των αρνητών Του!…
– Όσα είπατε είναι πράγματι εντυπωσιακά, δεν αποτελούν όμως παρά συλλογισμούς. Ιστορικά στοιχεία, που να θεμελιώνουν την Θεότητά του, έχετε;
– Σου είπα και προηγουμένως ότι τα πειστήρια της Θεότητός Του είναι τα υπερφυσικά γεγονότα που συνέβησαν όσο καιρό ήταν εδώ στη γη. Ο Χριστός δεν αρκέσθηκε μόνο να διακηρύσση τις παραπάνω αλήθειες, αλλά επικύρωνε τους λόγους Του και με πλήθος θαυμάτων. Έκανε τυφλούς να βλέπουν, παράλυτους να περπατούν, έθρεψε με δύο ψάρια και πέντε ψωμιά πέντε χιλιάδες άνδρες και πολλαπλάσιες γυναίκες και παιδιά, διέτασσε τα στοιχεία της φύσεως και αυτά υπάκουαν, ανέστησε νεκρούς μεταξύ των οποίων και τον Λάζαρο τέσσερεις μέρες μετά τον θάνατό του. Μεγαλύτερο όμως από όλα τα θαύματα είναι η Ανάστασή Του.
Όλο το οικοδόμημα του Χριστιανισμού στηρίζεται στο γεγονός της Αναστάσεως. Αυτό δεν το λέω εγώ. Το λέει ο Απόστολος Παύλος: «Ει Χριστός ουκ εγήγερται, ματαία η πίστις ημών» (Α’ Κορ. ιε’ 17). Αν ο Χριστός δεν ανέστη, τότε όλα καταρρέουν. Ο Χριστός όμως ανέστη, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι είναι Κύριος της ζωής και του θανάτου, άρα Θεός.
– Εσείς τα είδατε όλα αυτά; Πως τα πιστεύετε;
– Όχι, εγώ δεν τα είδα. Τα είδαν όμως άλλοι, οι Απόστολοι. Αυτοί στη συνέχεια τα γνωστοποίησαν και μάλιστα προσυπέγραψαν τη μαρτυρία τους με το αίμα τους. Κι όπως όλοι δέχονται, η μαρτυρία της ζωής είναι η υψίστη μαρτυρία.
Φέρε μου και συ κάποιον να μου πη πως ο Μαρξ απέθανε και ανέστη και να θυσιάση τη ζωή του για την μαρτυρία αυτή κι εγώ θα τον πιστεύσω ως τίμιος άνθρωπος.
– Να σας πω. Χιλιάδες κομμουνιστές βασανίσθηκαν και πέθαναν για την ιδεολογία τους. Γιατί δεν ασπάζεσθε και τον κομμουνισμό;
– Το είπες και μόνος σου. Οι κομμουνιστές πέθαναν για την ιδεολογία τους. Δεν πέθαναν για γεγονότα. Σε μια ιδεολογία όμως είναι πολύ εύκολο να υπεισέλθη πλάνη. Επειδή δε είναι ίδιον της ανθρωπίνης ψυχής να θυσιάζεται για κάτι στο οποίο πιστεύει, εξηγείται γιατί πολλοί κομμουνιστές πέθαναν για την ιδεολογία τους. Αυτό όμως δεν μας υποχρεώνει να την δεχθούμε και ως σωστή.
Είναι άλλο πράγμα να πεθαίνης για ιδέες κι άλλο για γεγονότα. Οι Απόστολοι όμως δεν πέθαναν για ιδέες. Ούτε για το «Αγαπάτε αλλήλους» ούτε για τις άλλες ηθικές διδασκαλίες του Χριστιανισμού. Οι Απόστολοι πέθαναν μαρτυρούντες υπερφυσικά γεγονότα. Κι όταν λέμε γεγονός, εννοούμε ό,τι υποπίπτει στις αισθήσεις μας και γίνεται αντιληπτό από αυτές. Οι Απόστολοι εμαρτύρησαν δι’ «ο ακηκόασι, ο εωράκασι τοις οφθαλμοίς αυτών, ο εθεάσαντο και αι χείρες αυτών εψηλάφησαν» (Α’ Ιωάν. α’ 1)[3].
Με βάση έναν πολύ ωραίο συλλογισμό του Πασκάλ λέμε ότι με τους Αποστόλους συνέβη ένα από τα τρία: Ή απατήθηκαν ή μας εξαπάτησαν ή μας είπαν την αλήθεια.
Ας πάρουμε την πρώτη εκδοχή. Δεν είναι δυνατόν να απατήθηκαν οι Απόστολοι, διότι όσα αναφέρουν δεν τα έμαθαν από άλλους. Αυτοί οι ίδιοι ήσαν αυτόπτες και αυτήκοοι μάρτυρες όλων αυτών. Εξ άλλου δεν ήσαν καθόλου φαντασιόπληκτοι ούτε είχαν καμμιά ψυχολογική προδιάθεση για την αποδοχή του γεγονότος της Αναστάσεως. Αντιθέτως ήσαν τρομερά δύσπιστοι. Τα Ευαγγέλια είναι πλήρως αποκαλυπτικά αυτών των ψυχικών τους διαθέσεων: δυσπιστούσαν στις διαβεβαιώσεις ότι κάποιοι Τον είχαν δει αναστάντα [4].
Και κάτι άλλο. Τι ήσαν οι Απόστολοι πριν τους καλέσει ο Χριστός; Μήπως ήσαν φιλόδοξοι πολιτικοί ή οραματιστές φιλοσοφικών και κοινωνικών συστημάτων, που περίμεναν να κατακτήσουν την ανθρωπότητα και να ικανοποιήσουν έτσι τις φαντασιώσεις τους; Κάθε άλλο. Αγράμματοι ψαράδες ήσαν. Και το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν να πιάσουν κανένα ψάρι να θρέψουν τις οικογένειές τους. Γι’ αυτό και μετά τη Σταύρωσι του Κυρίου, παρά τα όσα είχαν ακούσει και δει, επέστρεψαν στα πλοιάρια και στα δίχτυα τους. Δεν υπήρχε δηλ. σ’ αυτούς, όπως αναφέραμε, ούτε ίχνος προδιαθέσεως για όσα επρόκειτο να επακολουθήσουν. Και μόνο μετά την Πεντηκοστή, «ότε έλαβον δύναμιν εξ ύψους», έγιναν οι διδάσκαλοι της οικουμένης.
Η δεύτερη εκδοχή: Μήπως μας εξαπάτησαν; Μήπως μας είπαν ψέματα; Αλλά γιατί να μας εξαπατήσουν; Τι θα κέρδιζαν με τα ψέματα; Μήπως χρήματα, μήπως αξιώματα, μήπως δόξα; Για να πη κάποιος ένα ψέμα, περιμένει κάποιο όφελος. Οι Απόστολοι όμως, κηρύσσοντες Χριστόν και Τούτον εσταυρωμένον και Αναστάντα εκ νεκρών, τα μόνα τα οποία εξασφάλισαν ήσαν: ταλαιπωρίες, κόποι, μαστιγώσεις, λιθοβολισμοί, ναυάγια, πείνα, δίψα, γυμνότητα, κίνδυνοι από ληστές, ραβδισμοί, φυλακίσεις και τέλος ο θάνατος. Και όλα αυτά για ένα ψέμα; Είναι εντελώς ανόητο και να το σκεφθή κάποιος.
Συνεπώς ούτε εξαπατήθηκαν ούτε μας εξαπάτησαν οι Απόστολοι. Μένει επομένως η Τρίτη εκδοχή∙ ότι μας είπαν την αλήθεια.
Θα πρέπει μάλιστα να σου τονίσω και το εξής: Οι Ευαγγελιστές είναι οι μόνοι οι οποίοι έγραψαν πραγματική ιστορία. Διηγούνται τα γεγονότα και μόνον αυτά. Δεν προβαίνουν σε καμμία προσωπική κρίση. Κανένα δεν επαινούν, κανένα δεν κατακρίνουν. Δεν κάνουν καμμία προσπάθεια να διογκώσουν κάποιο γεγονός ή να εξαφανίσουν ή να υποτιμήσουν κάποιο άλλο. Αφήνουν τα γεγονότα να μιλούν μόνα τους.
– Αποκλείεται να έγινε στην περίπτωση του Χριστού νεκροφάνεια; Τις προάλλες έγραψαν οι εφημερίδες για κάποιον Ινδό, τον οποίο έθαψαν και μετά από τρεις μέρες τον ξέθαψαν και ήταν ζωντανός.
– Αχ, παιδάκι μου. Θα θυμηθώ και πάλι το λόγο του ιερού Αυγουστίνου: «Άπιστοι, δεν είσθε δύσπιστοι. Είσθε οι πλέον εύπιστοι. Δέχεσθε τα πιο απίθανα, τα πιο παράλογα, τα πιο αντιφατικά, για να αρνηθήτε το θαύμα!».
Όχι, παιδί μου. Δεν έχουμε νεκροφάνεια στον Χριστό. Πρώτα – πρώτα έχουμε την μαρτυρία του Ρωμαίου κεντυρίωνος, ο οποίος βεβαίωσε τον Πιλάτο ότι ο θάνατος είχε επέλθει. Έπειτα το Ευαγγέλιο μας πληροφορεί ότι ο Κύριος κατά την ίδια την ημέρα της Αναστάσεώς Του συμπορεύθηκε συζητώντας με δύο μαθητές Του προς Εμμαούς, που απείχε πάνω από δέκα χιλιόμετρα από τα Ιεροσόλυμα.
Φαντάζεσαι κάποιον να έχη υποστή όσα υπέστη ο Χριστός και τρεις μέρες μετά το «θάνατό» του να του συνέβαινε νεκροφάνεια; Αν μη τι άλλο θα ‘πρεπε για σαράντα μέρες να τον ποτίζουν κοτόζουμο για να μπορή να ανοίγη τα μάτια του, κι όχι να περπατά και να συζητά σαν να μη συνέβη τίποτα.
Όσο για τον Ινδό, φέρε τον εδώ να τον μαστιγώσουμε με φραγγέλιο – και ξέρεις τι εστί φραγγέλιο; Μαστίγιο στα άκρα του οποίου πρόσθεταν σφαιρίδια μολύβδου ή σπασμένα κόκκαλα ή μυτερά καρφιά -, φέρε τον, λοιπόν, να τον φραγγελώσουμε, να του φορέσουμε ακάνθινο στεφάνι, να τον σταυρώσουμε, να του δώσουμε χολή και ξύδι, να τον λογχίσουμε, να τον βάλουμε στον τάφο, κι αν αναστηθή, τότε τα λέμε.
– Παρά ταύτα όλες οι μαρτυρίες, τις οποίες επικαλεσθήκατε, προέρχονται από Μαθητές του Χριστού. Υπάρχει κάποια μαρτυρία περί αυτού, που να μην προέρχεται από τον κύκλο των Μαθητών του; Υπάρχουν δηλ. ιστορικοί, που να πιστοποιούν την Ανάσταση του Χριστού; Αν ναι, τότε θα πιστέψω κι εγώ.
– Ταλαίπωρο παιδί! Δεν ξέρεις τι ζητάς! Αν υπήρχαν τέτοιοι ιστορικοί που να είχαν δει τον Χριστό αναστημένο, τότε αναγκαστικά θα πίστευαν στην Ανάστασή Του και θα την ανέφεραν πλέον ως πιστοί, οπότε και πάλι θα αρνιόσουν τη μαρτυρία τους, όπως ακριβώς απορρίπτεις τη μαρτυρία του Πέτρου, του Ιωάννου κ.λ.π. Πως είναι δυνατόν να βεβαιώνει κάποιος την Ανάσταση και ταυτόχρονα να μη γίνεται Χριστιανός; Μας ζητάς «πέρδικα ψητή σε κέρινο σουβλί και να λαλή»! Αι, δεν γίνεται!
Σου θυμίζω πάντως, εφ’ όσον ζητάς ιστορικούς, αυτό το οποίο σου ανέφερα και προηγουμένως: ότι δηλ. οι μόνοι πραγματικοί ιστορικοί είναι οι Απόστολοι. Παρ’ όλα αυτά όμως έχουμε και μαρτυρία τέτοια όπως την θέλεις: από κάποιον δηλ. που δεν ανήκε στον κύκλο των Μαθητών Του. Του Παύλου. Ο Παύλος όχι μόνο δεν ήταν Μαθητής του Χριστού, αλλά και εδίωκε μετά μανίας την Εκκλησία Του.
– Γι’ αυτόν όμως λένε ότι έπαθε ηλίαση και εξ αιτίας της είχε παραίσθηση.
– Βρε παιδάκι μου, αν είχε παραίσθηση ο Παύλος, αυτό που θα ανεδύετο θα ήταν το υποσυνείδητό του. Και στο υποσυνείδητο του Παύλου θέση υψηλή κατείχαν οι Πατριάρχες και οι Προφήτες. Τον Αβραάμ και τον Ιακώβ και τον Μωυσή έπρεπε να δη κι όχι τον Ιησού, τον οποίο θεωρούσε λαοπλάνο και απατεώνα!
Φαντάζεσαι καμμιά πιστή γριούλα στο όνειρό της ή στο παραλήρημά της να βλέπη τον Βούδδα ή τον Δία; Τον Άι Νικόλα θα δη και την Αγία Βαρβάρα. Διότι αυτούς πιστεύει. Και κάτι ακόμη. Στον Παύλο, όπως σημειώνει ο Παπίνι, υπάρχουν και τα εξής θαυμαστά: Πρώτον, το αιφνίδιο της μεταστροφής. Κατ’ ευθείαν από την απιστία στην πίστη. Δεν μεσολάβησε προπαρασκευαστικό στάδιο. Δεύτερον, το ισχυρόν της πίστεως. Χωρίς ταλαντεύσεις και αμφιβολίες. Και τρίτον, πίστη δια βίου. Πιστεύεις ότι αυτά μπορεί να λάβουν χώρα μετά από μια ηλίαση; Δεν εξηγούνται αυτά με τέτοιους τρόπους. Αν μπορείς, εξήγησέ τα. Αν δεν μπορείς, παραδέξου το θαύμα. Και πρέπει να ξέρεις ότι ο Παύλος με τα δεδομένα της εποχής του ήταν άνδρας εξόχως πεπαιδευμένος. Δεν ήταν κανένα ανθρωπάκι να μην ξέρει τι του γίνεται.Θα προσθέσω όμως και κάτι επί πλέον. Εμείς, παιδί μου, ζούμε σήμερα σε εξαιρετική εποχή. Ζούμε το θαύμα της Εκκλησίας του Χριστού.
Όταν ο Χριστός είπε για την Εκκλησία Του ότι «και πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής» (Ματθ. ις’ 18), οι οπαδοί Του αριθμούσαν μόνο μερικές δεκάδες πρόσωπα. Έκτοτε πέρασαν δυο χιλιάδες περίπου χρόνια. Διαλύθηκαν αυτοκρατορίες, ξεχάσθηκαν φιλοσοφικά συστήματα, κατέρρευσαν κοσμοθεωρίες, η Εκκλησία όμως του Χριστού παραμένει ακλόνητη παρά τους συνεχείς και φοβερούς διωγμούς εναντίον της. Αυτό δεν είναι ένα θαύμα;
Και κάτι τελευταίο. Στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο αναφέρεται πως, όταν η Παναγία μετά τον Ευαγγελισμό επισκέφθηκε την Ελισάβετ, τη μητέρα του Προδρόμου, εκείνη την εμακάρισε με τα λόγια: «Ευλογημένη συ εν γυναιξί». Και η Παναγία απάντησε ως εξής: «Μεγαλύνει η ψυχή μου τον Κύριον.. Ιδού γαρ από του νυν μακαριούσί με πάσαι αι γενεαί» (α’ 48). Τι ήταν τότε η Παναγία; Μια άσημη κόρη της Ναζαρέτ ήταν. Ποιος την ήξερε; Παρά ταύτα από τότε ξεχάσθηκαν αυτοκράτειρες, έσβησαν λαμπρά ονόματα γυναικών, λησμονήθηκαν σύζυγοι και μητέρες στρατηλατών. Ποιος ξέρει ή ποιος θυμάται τη μητέρα του Μεγ. Ναπολέοντος ή τη μητέρα του Μεγ. Αλεξάνδρου; Σχεδόν κανείς. Όμως εκατομμύρια χείλη σ’ όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης και σ’ όλους τους αιώνες υμνούν την ταπεινή κόρη της Ναζαρέτ, «την τιμιωτέραν των Χερουβείμ και ενδοξοτέραν ασυγκρίτως των Σεραφείμ». Ζούμε ή δεν ζούμε εμείς σήμερα, οι άνθρωποι του εικοστού αιώνα, την επαλήθευση του προφητικού αυτού λόγου της Παναγίας;
Τα ίδια ακριβώς συμβαίνουν όσον αφορά και σε μια «δευτερεύουσα» προφητεία του Χριστού: Όταν στην οικία του Σίμωνος του λεπρού μια γυναίκα περιέχυσε στο κεφάλι Του το πολύτιμο μύρο, είπε ο Κύριος: «Αμήν λέγω υμίν, όπου εάν κηρυχθή το ευαγγέλιον τούτο εν όλω τω κόσμω, λαληθήσεται και ο εποίησεν αύτη εις μνημόσυνον αυτής» (Ματθ. κς’ 13). Πόσος ήταν ο κύκλος των οπαδών Του τότε, για να πει κανείς ότι αυτοί θα έκαναν τα αδύνατα δυνατά ώστε να εκπληρωθεί η προφητεία αυτή του Διδασκάλου τους; Και μάλιστα μια τέτοια προφητεία, η οποία με τα κριτήρια του κόσμου δεν έχει και καμμιά σημασία για τους πολλούς;
Είναι ή δεν είναι θαύματα αυτά; Αν μπορείς, εξήγησέ τα. Αν δεν μπορείς όμως, παραδέξου τα ως τέτοια.
– Ομολογώ ότι τα επιχειρήματα σας είναι ισχυρά. Έχω όμως να σας ρωτήσω κάτι ακόμη: Δεν νομίζετε ότι ο Χριστός άφησε το έργο του ημιτελές; Εκτός κι αν μας εγκατέλειψε. Δεν μπορώ να φαντασθώ έναν Θεό να παραμένει αδιάφορος στο δράμα του ανθρώπου. Εμείς να βολοδέρνουμε εδώ κι εκείνος από ψηλά να στέκεται απαθής.
– Όχι, παιδί μου. Δεν έχεις δίκιο. Ο Χριστός δεν άφησε το έργο Του ημιτελές. Αντιθέτως είναι η μοναδική περίπτωση ανθρώπου στην ιστορία, ο οποίος είχε τη βεβαιότητα ότι ολοκλήρωσε την αποστολή Του και δεν είχε τίποτα άλλο να κάνει και να πει.
Ακόμη κι ο μέγιστος των σοφών, ο Σωκράτης, ο οποίος μια ολόκληρη ζωή μιλούσε και δίδασκε, στο τέλος συνέθεσε και μια περίτεχνη απολογία και, αν ζούσε, θα είχε κι άλλα να πει.
Μόνο ο Χριστός σε τρία χρόνια δίδαξε ό,τι είχε να διδάξει, έπραξε ό,τι ήθελε να πράξει και είπε το «τετέλεσται». Δείγμα κι αυτό της θεϊκής Του τελειότητος και αυθεντίας. Όσο για την εγκατάλειψη, την οποία ανέφερες, σε καταλαβαίνω. Χωρίς Χριστό ο κόσμος είναι θέατρο του παραλόγου. Χωρίς Χριστό δεν μπορείς να εξηγήσεις τίποτε. Γιατί οι θλίψεις, γιατί οι αδικίες, γιατί οι αποτυχίες, γιατί οι ασθένειες, γιατί, γιατί, γιατί; Χιλιάδες πελώρια «γιατί».
Κατάλαβέ το! Δεν μπορεί ο άνθρωπος να προσεγγίσει με την πεπερασμένη λογική του τα «γιατί» αυτά. Μόνο με τον Χριστό εξηγούνται όλα: Μας προετοιμάζουν για την αιωνιότητα. Ίσως εκεί μας αξιώση ο Κύριος να πάρουμε απάντησι σε μερικά από τα «γιατί» αυτά.
Αξίζει τον κόπο να σου διαβάσω ένα ωραίο ποίημα από τη συλλογή του Κωνσταντίνου Καλλινίκου «Δάφναι και Μυρσίναι» με τον τίτλο «Ερωτηματικά».
Είπα στον γέροντα ασκητή τον εβδομηκοντάρη,
που κυματούσε η κόμη του σαν πασχαλιάς κλωνάρι:
Πες μου, πατέρα μου, γιατί σε τούτη ‘δω τη σφαίρα
αχώριστα περιπατούν η νύχτα και η μέρα;
Γιατί, σαν να ‘σαν δίδυμα, φυτρώνουμε αντάματ’ αγκάθι
και το λούλουδο, το γέλιο και το κλάμα;
Γιατί στην πιο ελκυστική του δάσους πρασινάδασκορπιοί φωλιάζουν
κι όχεντρες και κρύα φαρμακάδα;
Γιατί, προτού το τρυφερό μπουμπούκι ξεπροβάλει
και ξεδιπλώσει μπρος στο φως τ’ αμύριστά του κάλλη,
μαύρο σκουλήκι έρχεται, μια μαχαιριά του δίνει
κι ένα κουρέλι άψυχο στην κούνια του τ’ αφήνει;
Γιατί αλέτρι και σπορά και δουλευτάδες θέλει
το στάχυ, ώσπου να γενή ψωμάκι και καρβέλι
και κάθε τι ωφέλιμο κι ευγενικό και θείο
πληρώνεται με δάκρυα και αίματα στο βίο,
ενώ ο παρασιτισμός αυτόματα θεριεύει
κι η προστυχιά όλη τη γη να καταπιή γυρεύει;
Τέλος, γιατί εις του παντός την τόση αρμονία
να χώνεται η σύγχυσι κι η ακαταστασία;
Απήντησε ο ασκητής με τη βαρειά φωνή του
προς ουρανούς υψώνοντας το χέρι το δεξί του:
Οπίσω από τα χρυσά εκεί επάνω νέφη
κεντά ο Μεγαλόχαρος ατίμητο γκεργκέφι (=κέντημα).
Κι εφόσον εις τα χαμηλά εμείς περιπατούμεν
την όψι την ξανάστροφη, παιδί μου, θεωρούμε.
Και είναι άρα φυσικό λάθη ο νους να βλέπη
εκεί που να ευχαριστή και να δοξάζη πρέπει.
Πρέπει σαν Χριστιανός να έλθη η ημέρα
που η ψυχή σου φτερωτή θα σχίση τον αιθέρα
και του Θεού το κέντημα απ’ την καλή κοιτάξης
και τότε… όλα σύστημα θα σου φανούν και τάξις!
Ο Χριστός, παιδί μου, δεν μας εγκατέλειψε ποτέ. Παραμένει κοντά μας, βοηθός και συμπαραστάτης, μέχρι συντελείας των αιώνων. Αυτό όμως θα το καταλάβης, μόνο αν γίνεις συνειδητό μέλος της Εκκλησίας Του και συνδεθείς με τα Μυστήριά της.
*Αναδημοσίευση από το βιβλίο: ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ ΚΕΧΑΡΙΤΩΜΕΝΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ, «ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΕΠΙΦΑΝΙΟΥ»
Xριστός Ανέστη! ...σε διάφορες γλώσσες
(Βίντεο)
Το “Χριστός Ανέστη” αφορά όλους τους ανθρώπους, σε όλο τον κόσμο. Γι’ αυτό και ψέλνεται σε όλες τις γλώσσες του κόσμου.
Δείτε το σχετικό βίντεο εδώ.
Λόγος εἰς τὸ Ἅγιον Πάσχα
(Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου)
αʹ. Εὔκαιρον σήμερον ἅπαντας ἡμᾶς ἀναβοῆσαι τὸ παρὰ τοῦ μακαρίου Δαυῒδ εἰρημένον· Τίς λαλήσει τὰς δυναστείας τοῦ Κυρίου, ἀκουστὰς ποιήσει πάσας τὰς αἰνέσεις αὐτοῦ; Ἰδοὺ γὰρ ἡμῖν παραγέγονεν ἡ ποθεινὴ καὶ σωτήριος ἑορτὴ, ἡ ἀναστάσιμος ἡμέρα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἡ τῆς εἰρήνης ὑπόθεσις, ἡ τῆς καταλλαγῆς ἀφορμὴ, ἡ τῶν πολέμων ἀναίρεσις, ἡ τοῦ θανάτου κατάλυσις, ἡ τοῦ διαβόλου ἧττα. Σήμερον ἄνθρωποι τοῖς ἀγγέλοις ἀνεμίγησαν, καὶ οἱ σῶμα περικείμενοι μετὰ τῶν ἀσωμάτων δυνάμεων λοιπὸν τὰς ὑμνῳδίας ἀναφέρουσι. Σήμερον καταλύεται τοῦ διαβόλου ἡ τυραννίς· σήμερον τὰ δεσμὰ τοῦ θανάτου ἐλύθη, τοῦ ᾅδου τὸ νῖκος ἠφάνισται· σήμερον εὔκαιρον πάλιν εἰπεῖν τὴν προφητικὴν ἐκείνην φωνήν· Ποῦ σου, θάνατε, τὸ κέντρον; ποῦ σου, ᾅδη, τὸ νῖκος; Σήμερον τὰς χαλκᾶς πύλας συνέθλασεν ὁ Δεσπότης ἡμῶν Χριστὸς, καὶ αὐτὸ τοῦ θανάτου τὸ πρόσωπον ἠφάνισε.
Τί δὲ λέγω τὸ πρόσωπον; Αὐτοῦ τὴν προσηγορίαν μετέβαλεν· οὐκ ἔτι γὰρ θάνατος λέγεται, ἀλλὰ κοίμησις καὶ ὕπνος· πρὸ μὲν γὰρ τῆς Χριστοῦ παρουσίας, καὶ τῆς τοῦ σταυροῦ οἰκονομίας, καὶ αὐτὸ τοῦ θανάτου τὸ ὄνομα φοβερὸν ἐτύγχανε. Καὶ γὰρ ὁ πρῶτος ἄνθρωπος γενόμενος ἀντὶ μεγάλου ἐπιτιμίου τοῦτο κατεδικάζετο ἀκούων· Ἧι δ᾿ ἂν ἡμέρᾳ φαγῇ, θανάτῳ ἀποθανῇ. Καὶ ὁ μακάριος δὲ Ἰὼβ τούτῳ τῷ ὀνόματι αὐτὸν προσηγόρευσε, λέγων· Θάνατος ἀνδρὶ ἀνάπαυσις. Καὶ ὁ προφήτης Δαυῒδ ἔλεγε· Θάνατος ἁμαρτωλῶν πονηρός. Οὐ μόνον δὲ θάνατος ἐκαλεῖτο ἡ διάλυσις τῆς ψυχῆς ἀπὸ τοῦ σώματος, ἀλλὰ καὶ ᾅδης. Ἄκουε γὰρ τοῦ μὲν πατριάρχου Ἰακὼβ λέγοντος· Κατάξετε τὸ γῆράς μου μετὰ λύπης εἰς ᾅδου· τοῦ δὲ προφήτου πάλιν· Ἔχανεν ὁ ᾅδης τὸ στόμα αὐτοῦ· καὶ πάλιν ἑτέρου προφήτου λέγοντος· Ῥύσεταί με ἐξ ᾅδου κατωτάτου· καὶ πολλαχοῦ εὑρήσεις ἐπὶ τῆς Παλαιᾶς θάνατον καὶ ᾅδην καλουμένην τὴν ἐντεῦθεν μετάστασιν. Ἐπειδὴ δὲ Χριστὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν θυσία προσηνέχθη, καὶ τὰ τῆς ἀναστάσεως προεχώρησε, περιῆρε δὲ τὰς προσηγορίας αὐτὰς ὁ φιλάνθρωπος Δεσπότης, καὶ καινὴν καὶ ξένην πολιτείαν εἰς τὸν βίον εἰσήγαγε τὸν ἡμέτερον· ἀντὶ γὰρ θανάτου λοιπὸν κοίμησις καὶ ὕπνος λέγεται ἡ ἐντεῦθεν μετάστασις.
Καὶ πόθεν τοῦτο δῆλον; Ἄκουε αὐτοῦ τοῦ Χριστοῦ λέγοντος· Λάζαρος ὁ φίλος ἡμῶν κεκοίμηται, ἀλλὰ πορεύομαι ἐξυπνίσαι αὐτόν. Ὥσπερ γὰρ ἡμῖν εὔκολον τὸν καθεύδοντα διυπνίσαι καὶ διεγεῖραι, οὕτω καὶ τῷ κοινῷ πάντων ἡμῶν Δεσπότῃ τὸ ἀναστῆσαι. Καὶ ἐπειδὴ καινὸν ἦν καὶ ξένον τὸ παρ᾿ αὐτοῦ εἰρημένον, οὐδὲ οἱ μαθηταὶ συνῆκαν τὸ λεχθὲν, μέχρις ὅτου συγκαταβαίνων αὐτῶν τῇ ἀσθενείᾳ, φανερώτερον αὐτὸ εἴρηκε. Καὶ ὁ τῆς οἰκουμένης δὲ διδάσκαλος ὁ μακάριος Παῦλος, γράφων Θεσσαλονικεῦσί φησιν· Οὐ θέλω ὑμᾶς ἀγνοεῖν περὶ τῶν κεκοιμημένων, ἵνα μὴ λυπῆσθε, ὡς καὶ οἱ λοιποὶ οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα. Καὶ πάλιν ἀλλαχοῦ· Ἄρα οἱ κοιμηθέντες ἐν Χριστῷ, ἀπώλοντο. Καὶ πάλιν· Ἡμεῖς οἱ ζῶντες, οἱ περιλειπόμενοι, οὐ μὴ φθάσωμεν τοὺς κοιμηθέντας. Καὶ ἑτέρωθι πάλιν· Εἰ γὰρ πιστεύομεν, ὅτι Ἰησοῦς ἀπέθανε, καὶ ἀνέστη, οὕτω καὶ ὁ Θεὸς τοὺς κοιμηθέντας ἄξει σὺν αὐτῷ.
βʹ. Εἶδες πανταχοῦ λοιπὸν κοίμησιν καὶ ὕπνον τὸν θάνατον καλούμενον; καὶ τὸν πρὸ τούτου φοβερὸν ἔχοντα τὸ πρόσωπον, νῦν εὐκαταφρόνητον μετὰ τὴν ἀνάστασιν γινόμενον; Εἶδες λαμπρὸν τῆς ἀναστάσεως τὸ τρόπαιον; Διὰ ταύτην ἡμῖν τὰ μυρία ἀγαθὰ εἰσενήνεκται· διὰ ταύτην ἡ τῶν δαιμόνων ἀπάτη κατελύθη· διὰ ταύτην καταγελῶμεν θανάτου· διὰ ταύτην ὑπερορῶμεν τῆς παρούσης ζωῆς· διὰ ταύτην πρὸς τὴν τῶν μελλόντων ἐπιθυμίαν ἐπειγόμεθα· διὰ ταύτην, σῶμα περικείμενοι, οὑδὲν ἔλαττον τῶν ἀσωμάτων ἔχομεν, ἐὰν βουλώμεθα. Σήμερον ἡμῶν τὰ λαμπρὰ νικητήρια γέγονε· σήμερον ἡμῶν ὁ Δεσπότης τὸ κατὰ τοῦ θανάτου τρόπαιον στήσας, καὶ τοῦ διαβόλου τὴν τυραννίδα καταλύσας, τὴν διὰ τῆς ἀναστάσεως ὁδὸν εἰς σωτηρίαν ἐχαρίσατο. Πάντες τοίνυν χαίρωμεν, σκιρτῶμεν, ἀγαλλώμεθα. Εἰ γὰρ καὶ ὁ Δεσπότης ἡμῶν ἐνίκησε καὶ τὸ τρόπαιον ἔστησεν, ἀλλὰ κοινὴ καὶ ἡμῶν ἡ εὐφροσύνη καὶ ἡ χαρά. Διὰ γὰρ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν πάντα εἰργάσατο· καὶ δι᾿ ὧν ἡμᾶς κατεπάλαισεν ὁ διάβολος, διὰ τούτων αὐτοῦ περιεγένετο ὁ Χριστός.
Αὐτὰ τὰ ὅπλα ἔλαβε, καὶ τούτοις αὐτὸν κατηγωνίσατο· καὶ πῶς, ἄκουε. Παρθένος καὶ ξύλον καὶ θάνατος τῆς ἡμετέρας ἥττης γέγονε τὰ σύμβολα. Καὶ γὰρ παρθένος ἦν ἡ Εὔα· οὐδέπω γὰρ ἄνδρα ἐγίνωσκεν, ὅτε τὴν ἀγάπην ὑπέμεινε· ξύλον ἦν τὸ δένδρον· θάνατος τὸ ἐπιτίμιον τὸ κατὰ τοῦ Ἀδάμ. Εἶδες πῶς παρθένος καὶ ξύλον καὶ θάνατος γέγονεν ἡμῖν τῆς ἥττης τὰ σύμβολα; Ὅρα τοίνυν πῶς καὶ τῆς νίκης αὐτὰ πάλιν γέγονε παραίτια. Ἀντὶ τῆς Εὔας ἡ Μαρία· ἀντὶ τοῦ ξύλου τοῦ εἰδέναι γνωστὸν καλοῦ καὶ πονηροῦ, τὸ ξύλον τοῦ σταυροῦ· ἀντὶ τοῦ θανάτου τοῦ Ἀδὰμ, ὁ Δεσποτικὸς θάνατος. Εἶδες δι᾿ ὧν ἐνίκησε, διὰ τούτων αὐτὸν ἡττώμενον; Περὶ τὸ δένδρον κατηγωνίσατο τὸν Ἀδὰμ ὁ διάβολος· περὶ τὸν σταυρὸν κατεπάλαισε τὸν διάβολον ὁ Χριστός. Κἀκεῖνο μὲν τὸ ξύλον εἰς ᾅδην ἔπεμπε, τοῦτο δὲ τὸ ξύλον, τὸ τοῦ σταυροῦ, καὶ τοὺς ἀπελθόντας ἐκ τοῦ ᾅδου πάλιν ἀνεκαλεῖτο· κἀκεῖνο μὲν καθάπερ αἰχμάλωτον καὶ γυμνὸν ἔκρυπτε τὸν ἡττηθέντα, τοῦτο δὲ τὸν νικητὴν γυμνὸν προσηλωμένον ἐφ᾿ ὑψηλοῦ πᾶσιν ἐδείκνυ. Καὶ θάνατος ὁ μὲν καὶ τοὺς μετ᾿ αὐτὸν κατέκρινεν· ὁ δὲ καὶ τοὺς πρὸ αὐτοῦ ἀνέστησεν ἀληθῶς. Τίς λαλήσει τὰς δυναστείας τοῦ Κυρίου, ἀκουστὰς ποιήσει πάσας τὰς αἰνέσεις αὐτοῦ; Ἀπὸ θανάτου γεγόναμεν ἀθάνατοι, ἀπὸ πτώσεως ἀνέστημεν, ἀπὸ ἡττήματος κατέστημεν νικηταί.
γʹ. Ταῦτα τοῦ σταυροῦ τὰ κατορθώματα, ταῦτα τῆς ἀναστάσεως μεγίστη ἀπόδειξις. Σήμερον ἅγγελοι σκιρτῶσι, καὶ πᾶσαι αἱ οὐράνιαι δυνάμεις ἀγάλλονται, συνηδόμεναι ἐπὶ τῇ σωτηρίᾳ τοῦ κοινοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων. Εἰ γὰρ ἐπὶ ἑνὶ ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι χαρὰ γίνεται ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ γῆς, πολλῷ μᾶλλον ἐπὶ τῇ σωτηρίᾳ τῆς οἰκουμένης. Σήμερον τὴν ἀνθρωπείαν φύσιν, τῆς τοῦ διαβόλου τυραννίδος ἐλευθερώσας, πρὸς τὴν προτέραν εὐγένειαν ἐπανήγαγεν. Ὅταν γὰρ ἴδω τὴν ἀπαρχὴν τὴν ἐμὴν οὕτω τοῦ θανάτου περιγεγενημένην, οὐκ ἔτι δέδοικα, οὐκ ἔτι φρίττω τὸν πόλεμον· οὐδὲ πρὸς τὴν ἀσθένειαν ὁρῶ τὴν ἐμαυτοῦ, ἀλλ᾿ ἐννοῶ τοῦ μέλλοντός μοι συμμαχεῖν τὴν ἄφατον δύναμιν. Ὁ γὰρ τῆς τοῦ θανάτου τυραννίδος περιγενόμενος, καὶ πᾶσαν αὐτοῦ τὴν ἰσχὺν ἀφελόμενος, τί λοιπὸν οὐκ ἐργάσεται περὶ τὸ ὁμογενὲς, καὶ οὗ τὴν μορφὴν ἀναλαβεῖν διὰ πολλὴν φιλανθρωπίαν κατηξίωσε, καὶ διὰ ταύτης τὴν πρὸς τὸν διάβολον πάλην ποιήσασθαι; Σήμερον χαρὰ πανταχοῦ τῆς οἰκουμένης καὶ εὐφροσύνη πνευματική. Σήμερον καὶ τῶν ἀγγέλων ὁ δῆμος καὶ πασῶν τῶν ἄνω δυνάμεων ὁ χορὸς διὰ τὴν τῶν ἀνθρώπων σωτηρίαν ἀγάλλονται.
Ἐννόησον τοίνυν, ἀγαπητὲ, χαρᾶς μέγεθος, ὅτι καὶ αἱ ἄνω δυνάμεις ἡμῖν συνεορτάζουσι· συγχαίρουσι γὰρ τοῖς ἡμετέροις ἀγαθοῖς. Καὶ γὰρ εἰ καὶ ἡμετέρα ἡ χάρις ἡ παρὰ τοῦ Δεσπότου, ἀλλὰ καὶ ἐκείνων ἡ ἡδονή. Διὰ τοῦτο οὐκ ἐπαισχύνονται ἡμῖν συνεορτάσαι. Καὶ τί λέγω, ὅτι οἱ σύνδουλοι ἡμῖν οὐκ ἐπαισχύνονται συνεορτάσαι; Αὐτὸς ὁ Δεσπότης αὐτῶν τε καὶ ἡμῶν οὐκ ἐπαισχύνεται ἡμῖν συνεορτάσαι. Τί δὲ εἶπον, οὐκ ἐπαισχύνεται; Καὶ ἐπιθυμεῖ συνεορτάσαι ἡμῖν. Πόθεν τοῦτο δῆλον; Ἄκουε αὐτοῦ λέγοντος· Ἐπιθυμίᾳ ἐπεθύμησα τοῦτο τὸ Πάσχα φαγεῖν μεθ᾿ ὑμῶν· εἰ δὲ τὸ Πάσχα ἐπεθύμησε φαγεῖν, καὶ συνεορτάσαι δηλονότι. Ὅταν οὖν ἴδῃς μὴ μόνον ἀγγέλους καὶ πάντων τῶν οὐρανίων δυνάμεων τὸν δῆμον, ἀλλὰ καὶ αὐτὸν τὸν Δεσπότην τῶν ἀγγέλων ἡμῖν συνεορτάζοντα, τί σοι λείπεται λοιπὸν εἰς εὐφροσύνης λόγον; Μηδεὶς τοίνυν ἔστω κατηφὴς σήμερον διὰ τὴν πενίαν· ἑορτὴ γάρ ἐστι πνευματική.
Μηδεὶς πλούσιος ἐπαιρέσθω διὰ τὸν πλοῦτον· οὐδὲ γὰρ ἀπὸ τῶν χρημάτων εἰσενεγκεῖν εἰς τὴν ἑορτὴν ταύτην δύναται. Ἐπὶ μὲν γὰρ τῶν ἔξωθεν ἑορτῶν, τῶν βιωτικῶν λέγω, ἔνθα πολλὴ ἡ φαντασία καὶ τῆς ἔξωθεν περιβολῆς, καὶ τῆς ἐν τῇ τραπέζῃ πολυτελείας, εἰκότως ἐκεῖ ὁ μὲν πένης ἐν ἀθυμίᾳ καὶ κατηφείᾳ ἔσται, ὁ δὲ πλούσιος ἐν ἡδονῇ καὶ φαιδρότητι. Τί δήποτε; Ὅτι ὁ μὲν λαμπρὰν ἐσθῆτα περιβάλλεται, καὶ πλουσιωτέραν παρατίθεται τὴν τράπεζαν· ὁ δὲ πένης ὑπὸ τῆς πενίας κωλύεται τὴν αὐτὴν φιλοτιμίαν ἐπιδείξασθαι. Ἐνταῦθα δὲ οὐδὲν τοιοῦτον, ἀλλὰ πᾶσα αὕτη ἡ ἀνωμαλία ἐκποδὼν, μία δὲ τράπεζα καὶ πλουσίῳ καὶ πένητι, καὶ δούλῳ καὶ ἐλευθέρῳ. Κἂν πλούσιος ᾖς, οὐδὲν πλεονάζεις τοῦ πένητος· κἂν πένης ᾖς, οὐδὲν ἔλαττον ἕξεις τοῦ πλουσίου, οὐδὲ διὰ τὴν πενίαν ἐλαττοῦταί σου τὰ τῆς εὐωχίας τῆς πνευματικῆς· θεία γάρ ἐστιν ἡ χάρις, καὶ οὐκ εἶδε προσώπων διαφοράν. Καὶ τί λέγω, πλουσίῳ καὶ πένητι ἡ αὐτὴ τράπεζα πρόκειται; Καὶ αὐτῷ τῷ τὸ διάδημα περικειμένῳ, καὶ τὴν ἁλουργίδα ἔχοντι, τῷ τὴν ἐξουσίαν τῆς οἰκουμένης ἀνῃρημένῳ, καὶ τῷ πτωχῷ τῷ πρὸς τὴν ἐλεημοσύνην καθημένῳ, μία τράπεζα πρόκειται.
Τοιαῦτα γὰρ τὰ δῶρα τὰ πνευματικά· οὐ τοῖς ἀξιώμασι διαιρεῖ τὴν κοινωνίαν, ἀλλὰ τῇ προαιρέσει καὶ τῇ γνώμῃ. Μετὰ τῆς αὐτῆς παῤῥησίας καὶ τιμῆς καὶ ὁ βασιλεὺς καὶ ὁ πτωχὸς πρὸς τὴν ἀπόλαυσιν καὶ κοινωνίαν τῶν θείων τούτων μυστηρίων ὁρμῶσι. Καὶ τί λέγω, μετὰ τῆς αὐτῆς τιμῆς; Πολλάκις ὁ πένης μετὰ πλείονος τῆς παῤῥησίας. Τί δήποτε; Ὅτι ὁ μὲν βασιλεὺς κυκλούμενος πραγμάτων φροντίσι, καὶ ὑπὸ πολλῶν περιστάσεων περιστοιχιζόμενος, ὥσπερ ἐν πελάγει τυγχάνων, οὕτω πανταχόθεν ὑπὸ τῶν ἐπαλλήλων κυμάτων περιῤῥαντίζεται, καὶ πολλὰ προστρίβεται τὰ ἁμαρτήματα· ὁ δὲ πένης, πάντων τούτων ἀπηλλαγμένος, καὶ ὑπὲρ τῆς ἀναγκαίας μόνης φροντίζων τροφῆς, καὶ τὸν ἀπράγμονα καὶ ἡσύχιον βίον μετιὼν, ὥσπερ ἐν λιμένι καὶ γαλήνῃ καθήμενος, μετὰ πολλῆς τῆς εὐλαβείας τῇ τραπέζῃ πρόσεισι.
δʹ. Καὶ οὐ τοῦτο μόνον, ἀλλὰ καὶ ἐξ ἑτέρων πολλῶν ἀθυμίαι διάφοροι τίκτονται τοῖς περὶ τὰς βιωτικὰς ἑορτὰς ἠσχολημένοις. Πάλιν γὰρ ἐκεῖ μὲν πένης ἐν κατηφείᾳ, ὁ δὲ πλούσιος ἐν φαιδρότητι, οὐ διὰ τὴν τράπεζαν μόνην, καὶ τὴν πολυτέλειαν, ἀλλὰ καὶ διὰ τὰ ἱμάτια τὰ φαιδρὰ, καὶ τῆς ἐσθῆτος τὴν φαντασίαν. Ὅπερ γοῦν ἐπὶ τῆς τραπέζης πάσχουσι, τοῦτο καὶ ἐπὶ τῶν ἱματίων ὑπομένουσιν. Ὅταν οὖν ἴδῃ τὸν πλούσιον ὁ πένης πολυτελεστέραν περιβεβλημένον στολὴν, ἐπλήγη τῇ ὀδύνῃ, ἐταλάνισεν ἑαυτόν, μυρία ἐπηράσατο. Ἐνταῦθα δὲ καὶ αὐτὴ ἡ ἀθυμία ἀνῄρηται· ἓν γὰρ ἅπασίν ἐστιν ἱμάτιον τὸ ἔνδυμα τὸ σωτήριον· καὶ βοᾷ Παῦλος λέγων· Ὅσοι εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε.
Μὴ τοίνυν καταισχύνωμεν τὴν τοιαύτην ἑορτὴν, παρακαλῶ, ἀλλὰ ἄξιον φρόνημα τῶν δεδωρημένων ἡμῖν παρὰ τῆς τοῦ Χριστοῦ χάριτος ἀναλάβωμεν. Μὴ μέθῃ καὶ ἀδηφαγίᾳ ἑαυτοὺς ἐκδώσωμεν, ἀλλ᾿ ἐννοήσαντες τοῦ ἡμετέρου Δεσπότου τὴν φιλοτιμίαν, καὶ ὅτι καὶ πλουσίους καὶ πένητας ὁμοίως ἐτίμησε καὶ δούλους καὶ ἐλευθέρους, καὶ εἰς πάντας κοινὴν τὴν δωρεὰν ἐξέχεεν, ἀμειψώμεθα τὸν εὐεργέτην τῆς περὶ ἡμᾶς εὐνοίας· ἀμοιβὴ δὲ ἀρκοῦσα πολιτεία ἀρέσκουσα, καὶ ψυχὴ νήφουσα καὶ διεγηγερμένη. Αὕτη ἡ ἑορτὴ καὶ πανήγυρις οὐ χρημάτων δεῖται, οὐ δαπάνης, ἀλλὰ προαιρέσεως μόνης καὶ διανοίας καθαρᾶς. Οὐδὲν σωματικόν ἐστιν ἐντεῦθεν ὠνήσασθαι, ἀλλὰ πάντα πνευματικά· ἀκρόασιν θείων λογίων, εὐχὰς Πατέρων, εὐλογίας ἱερέων, τῶν θείων καὶ ἀποῤῥήτων μυστηρίων τὴν κοινωνίαν, εἰρήνην καὶ ὁμόνοιαν, καὶ πνευματικὰ δῶρα καὶ ἄξια τῆς τοῦ δωρουμένου φιλοτιμίας.
Ἑορτάσωμεν τοίνυν τὴν ἑορτὴν ταύτην ἐν ᾗ ἀνέστη ὁ Κύριος. Ἀνέστη γὰρ, καὶ τὴν οἰκουμένην ἑαυτῷ συνανέστησε. Καὶ αὐτὸς μὲν ἀνέστη, τὰ δεσμὰ τοῦ θανάτου διαῤῥήξας· ἡμᾶς δὲ ἀνέστησε, τὰς σειρὰς τῶν ἡμετέρων ἁμαρτιῶν διαλύσας. Ἥμαρτεν ὁ Ἀδὰμ, καὶ ἀπέθανεν· οὐχ ἥμαρτεν ὁ Χριστὸς, καὶ ἀπέθανε. Καινὸν καὶ παράδοξον· ἐκεῖνος ἥμαρτε, καὶ ἀπέθανεν· οὗτος οὐχ ἥμαρτε, καὶ ἀπέθανε. Τίνος ἕνεκεν, καὶ διὰ τί; Ἵνα ὁ ἁμαρτὼν καὶ ἀποθανὼν, διὰ τοῦ μὴ ἁμαρτόντος καὶ ἀποθανόντος δυνηθῇ τῶν θανάτου δεσμῶν ἐλευθερωθῆναι. Οὕτω πολλάκις καὶ ἐπὶ τῶν τὰ χρήματα ὀφειλόντων γίνεται· ὀφείλει τίς τινι ἀργύριον, καὶ οὐκ ἔχει καταβαλεῖν, καὶ διὰ τοῦτο κατέχεται· ἄλλος οὐκ ὀφείλων, δυνάμενος δὲ καταβαλεῖν, καταθεὶς ἀπέλυσε τὸν ὑπεύθυνον. Οὕτω καὶ ἐπὶ τοῦ Ἀδὰμ γέγονε, καὶ ἐπὶ τοῦ Χριστοῦ. Ὤφειλεν ὁ Ἀδὰμ τὸν θάνατον, καὶ κατείχετο ὑπὸ τοῦ διαβόλου· οὐκ ὤφειλεν ὁ Χριστὸς, οὐδὲ κατείχετο· ἦλθε δὲ καὶ κατέβαλε τὸν θάνατον ὑπὲρ τοῦ κατεχομένου, ἵνα ἐκεῖνον ἀπολύσῃ τῶν τοῦ θανάτου δεσμῶν. Εἶδες τῆς ἀναστάσεως τὰ κατορθώματα; εἶδες τοῦ Δεσπότου τὴν φιλανθρωπίαν; εἶδες μέγεθος κηδεμονίας;
Μὴ τοίνυν ἀγνώμονες γινώμεθα περὶ τὸν οὕτως εὐεργέτην, μηδὲ ἐπειδὴ ἡ νηστεία παρῆλθε, ῥᾳθυμότεροι καταστῶμεν· ἀλλὰ νῦν μᾶλλον ἢ πρότερον πλείονα τῆς ψυχῆς ποιώμεθα τὴν ἐπιμέλειαν, ἵνα μὴ τῆς σαρκὸς πιαινομένης, αὕτη ἀσθενεστέρα γένηται, ἵνα μὴ τῆς δούλης φροντίζοντες, τῆς δεσποίνης καταμελῶμεν. Τί γὰρ ὄφελος, εἰπέ μοι, ὑπὲρ τὴν χρείαν διαῤῥήγνυσθαι, καὶ τὴν συμμετρίαν ὑπερβαίνειν; Τοῦτο καὶ τὸ σῶμα λυμαίνεται, καὶ τῆς ψυχῆς τὴν εὐγένειαν προδίδωσιν. Ἀλλὰ τῆς αὐταρκείας καὶ τῆς χρείας γενώμεθα, ἵνα καὶ ψυχῇ καὶ σώματι τὸ προσῆκον ἀποπληρώσωμεν, ἵνα μὴ τὰ ἀπὸ τῆς νηστείας συλλεγέντα ἀθρόον ἅπαντα ἐκχέωμεν. Μὴ γὰρ κωλύω ἀπολαύειν τροφῆς καὶ ἀνίεσθαι; Οὐ κωλύω τοῦτο, ἀλλὰ παραινῶ τῆς χρείας γίνεσθαι, καὶ τὴν πολλὴν τρυφὴν ἐκκόπτειν, καὶ μὴ τὸ μέτρον ὑπερβαίνοντας, λυμαίνεσθαι τῆς ψυχῆς τὴν ὑγείαν. Οὐδὲ γὰρ ἡδονῆς λοιπὸν ἀπολαύσεται ὁ τοιοῦτος ὑπερβὰς τῆς χρείας τοὺς ὅρους· καὶ τοῦτο μάλιστα ἴσασιν ἀκριβῶς οἱ διὰ τῆς πείρας αὐτῆς ἐλθόντες· καὶ μυρία ἐντεῦθεν ἑαυτοῖς τεκόντες νοσημάτων εἴδη, καὶ πολλὴν τὴν ἀηδίαν ὑπομείναντες. Ἀλλ᾿ ὅτι μὲν πεισθήσεσθε ταῖς ἡμετέραις παραινέσεσιν οὐκ ἀμφιβάλλω· οἶδα γὰρ ὑμῶν τὸ πειθήνιον.
εʹ. Καὶ διὰ τοῦτο ἐνταῦθα τὴν περὶ τούτου στήσας παραίνεσιν, πρὸς τοὺς κατὰ τὴν νύκτα τὴν φωτοφόρον ταύτην καταξιωθέντας τῆς τοῦ θείου βαπτίσματος δωρεᾶς τρέψαι βούλομαι τὸν λόγον, τὰ καλὰ ταῦτα τῆς Ἐκκλησίας φυτὰ, τὰ ἄνθη τὰ πνευματικὰ, τοὺς νέους τοῦ Χριστοῦ στρατιώτας. Πρὸ τῆς χθὲς ὁ Δεσπότης ἐν σταυρῷ ἐτύγχανεν, ἀλλ᾿ ἀνέστη νῦν· οὕτω καὶ οὗτοι, πρὸ τῆς χθὲς ὑπὸ τῆς ἁμαρτίας κατείχοντο, ἀλλὰ νῦν συνανέστησαν τῷ Χριστῷ· ἐκεῖνος σώματι ἀπέθανε καὶ ἀνέστη, οὗτοι ἁμαρτίᾳ ἦσαν τεθνηκότες, καὶ ἀπὸ ἁμαρτίας ἀνέστησαν. Ἡ μὲν οὖν γῆ κατὰ τὸν καιρὸν τοῦτον τοῦ ἔαρος ῥόδα καὶ ἴα καὶ ἄλλα ἡμῖν ἐκδίδωσιν ἄνθη· τὰ μέντοι ὕδατα σήμερον τῆς γῆς τερπνότερον ἡμῖν λειμῶνα ἀνέδειξε.
Καὶ μὴ θαυμάσῃς, ἀγαπητὲ, εἰ ἀπὸ τῶν ὑδάτων λειμῶνες ἀνθῶν ἀνεδείχθησαν· οὐδὲ γὰρ ἐξ ἀρχῆς ἡ γῆ κατὰ τὴν οἰκείαν φύσιν τὴν βλάστην ἐξέδωκε τῶν βοτανῶν, ἀλλὰ τῷ ἐπιτάγματι εἴκουσα τοῦ Δεσπότου, Καὶ τὰ ὕδατα δὲ τότε ζῶα ἐξέδωκε κινούμενα, ἐπειδὴ ἤκουσεν· Ἐξαγαγέτω τὰ ὕδατα ἑρπετὰ ψυχῶν ζωσῶν· καὶ τὸ ἐπίταγμα ἔργον ἐγένετο· ἡ ἄψυχος οὐσία ἔμψυχα ζῶα ἐξέβαλεν. Οὕτω καὶ νῦν τὸ αὐτὸ ἐπίταγμα πάντα εἰργάσατο. Τότε εἶπεν· Ἐξαγαγέτω τὰ ὕδατα ἑρπετὰ ψυχῶν ζωσῶν· νῦν δὲ οὐχὶ ἑρπετὰ, ἀλλὰ πνευματικὰ χαρίσματα ἀνέδωκε. Τότε ἰχθύας ἀλόγους ἐξήγαγε τὰ ὕδατα· νῦν δὲ ἰχθύας λογικοὺς καὶ πνευματικοὺς ἡμῖν ἀπέτεκεν ὑπὸ τῶν ἀποστόλων ἁλιευθέντας. Δεῦτε γὰρ, φησὶν, ὀπίσω μου, καὶ ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων. Καινὸς ὄντως τῆς ἁλείας ταύτης ὁ τρόπος. Οἱ γὰρ ἁλιεύοντες ἐκ τῶν ὑδάτων ἐκβάλλουσι τοὺς ἰχθύας, καὶ νεκροῦσι τὰ ἁλιευόμενα· ἡμεῖς δὲ εἰς τὰ ὕδατα ἐμβάλλομεν, καὶ ζωογονοῦνται οἱ ἁλιευόμενοι.
Ἦν μέν ποτε καὶ ἐπὶ τῶν Ἰουδαίων κολυμβήθρα ὕδατος· ἀλλὰ μάθε τί ἴσχυσεν, ἵνα γνῷς ἀκριβῶς τὴν πτωχείαν τὴν Ἰουδαϊκὴν, καὶ εἰδέναι ἔχῃς τὸν πλοῦτον τὸν ἡμέτερον. Κατήρχετο ἐκεῖ, φησὶν, ἄγγελος, καὶ ἐτάρασσε τὸ ὕδωρ, καὶ ὁ πρῶτος καταβαίνων μετὰ τὴν ταραχὴν ἀπήλαυε τῆς θεραπείας. Κατῆλθεν ὁ τῶν ἀγγέλων Δεσπότης εἰς τὰ Ἰορδάνεια ῥεῖθρα, καὶ ἁγιάσας τῶν ὑδάτων τὴν φύσιν πᾶσαν τὴν οἰκουμένην ἐθεράπευσε. Διὰ τοῦτο ἐκεῖ μὲν μετὰ τὸν πρῶτον ὁ καταβὰς οὐκ ἔτι ἐθεραπεύετο· Ἰουδαίοις γὰρ ἐδίδοτο ἡ χάρις τοῖς ἀσθενοῦσι, τοῖς χαμαὶ συρομένοις· ἐνταῦθα δὲ μετὰ τὸν πρῶτον ὁ δεύτερος κάτεισι, μετὰ τὸν δεύτερον ὁ τρίτος καὶ τέταρτος· κἂν μυρίους εἴπῃς, κἂν τὴν οἰκουμένην ἅπασαν ἐμβάλῃς εἰς τὰ νάματα ταῦτα τὰ πνευματικὰ, οὐκ ἀναλίσκεται ἡ χάρις, οὐ δαπανᾶται ἡ δωρεὰ, οὐ ῥυποῦται τὰ νάματα, οὐκ ἐλαττοῦται ἡ φιλοτιμία.
Εἶδες μέγεθος δωρεᾶς; Ἀκούετε οἱ σήμερον καὶ κατὰ τὴν νύκτα ταύτην εἰς τὴν ἄνω Ἱερουσαλὴμ πολιτογραφηθέντες, καὶ ἀξίαν τοῦ μεγέθους τῶν δωρεῶν τὴν φυλακὴν ἐπιδείξασθε, ἵνα καὶ δαψιλεστέραν τὴν χάριν ἐπισπάσησθε· ἡ γὰρ ἐπὶ τοῖς ἤδη ὑπηργμένοις εὐγνωμοσύνη τὴν φιλοτιμίαν ἐκκαλεῖται τοῦ Δεσπότου. Οὐκ ἔξεστί σοι, ἀγαπητὲ, λοιπὸν ἀδιαφόρως ζῆν· ἀλλὰ θὲς σαυτῷ νόμους καὶ κανόνας, ὥστε μετὰ ἀκριβείας ἅπαντα διαπράττεσθαι, καὶ πολλὴν τὴν φυλακὴν καὶ περὶ τὰ ἀδιάφορα νομιζόμενα εἶναι ἐπιδείκνυσθαι. Ἀγὼν γάρ ἐστι καὶ πάλη πᾶς ὁ παρὼν βίος, καὶ τοὺς ἐν τῷ σταδίῳ τούτῳ τῆς ἀρετῆς ἅπαξ εἰσελθόντας προσήκει πάντα ἐγκρατεύεσθαι· Πᾶς γὰρ ὁ ἀγωνιζόμενος πάντα ἐγκρατεύεται. Οὐχ ὁρᾷς ἐν τοῖς γυμνικοῖς ἀγῶσιν ὅπως πολλὴν ποιοῦνται τὴν ἑαυτῶν ἐπιμέλειαν οἱ πρὸς ἀνθρώπους τὴν πάλην ἀναδεχόμενοι, καὶ μετὰ πόσης ἐγκρατείας τὴν τοῦ σώματος ἄσκησιν ἐπιδείκνυνται; Οὕτω δὴ ἐνταῦθα. Ἐπειδὴ οὐ πρὸς ἀνθρώπους ἡμῖν ἐστιν ἡ πάλη, ἀλλὰ πρὸς τὰ πνευματικὰ τῆς πονηρίας, καὶ ἡ ἄσκησις ἡμῶν καὶ ἡ ἐγκράτεια πνευματικὴ ἔστω· ἐπειδὴ καὶ τὰ ὅπλα ἡμῶν, ἅπερ ἡμᾶς ἐνέδυσεν ὁ Δεσπότης, πνευματικὰ τυγχάνει.
Ἐχέτω τοίνυν καὶ ὀφθαλμὸς ὅρους καὶ κανόνας, ὥστε μὴ ἁπλῶς ἐπιπηδᾷν πᾶσι τοῖς προσπίπτουσι· καὶ ἡ γλῶσσα τειχίον ἐχέτω, ὥστε μὴ προτρέχειν τῆς διανοίας. Διὰ γὰρ τοῦτο καὶ οἱ ὀδόντες καὶ τὰ χείλη πρὸς τὴν τῆς γλώττης ἀσφάλειαν δεδημιούργηται, ἵνα μηδέποτε ἁπλῶς ἀναπετάσασα τὰς θύρας ἡ γλῶσσα ἐξίῃ, ἀλλ᾿ ἐπειδὰν καλῶς τὰ καθ᾿ ἑαυτὴν διαθῇ, τότε μετὰ πάσης εὐκοσμίας προΐῃ, καὶ τοιαῦτα προφέρῃ ῥήματα, ἵνα δῷ χάριν τοῖς ἀκούουσι, κἀκεῖνα φθέγγηται, ἃ πρὸς οἰκοδομὴν συντείνει τῶν ἀκουόντων. Καὶ τὸν ἄτακτον δὲ γέλωτα πάντη ἐκκλίνειν δεῖ, καὶ τὸ βάδισμα ἤρεμον ἔχειν καὶ ἡσύχιον, καὶ τὴν στολὴν κατεσταλμένην, καὶ διὰ πάντων ἁπαξαπλῶς ῥυθμίζεσθαι προσήκει τὸν ἀπογραψάμενον εἰς τὸ τῆς ἀρετῆς στάδιον· ἡ γὰρ τῶν μελῶν τῶν ἔξωθεν εὐταξία εἰκών τίς ἐστι τῆς ἐν τῇ ψυχῇ καταστάσεως.
Ϛʹ. Ἐὰν εἰς τοιαύτην συνήθειαν ἐκ προοιμίων ἑαυτοὺς καταστήσωμεν, ὁδῷ βαδίζοντες λοιπὸν μετ᾿ εὐκολίας, τὴν ἀρετὴν ἅπασαν διανύσομεν, καὶ οὐδὲ πολλοῦ πόνου δεησόμεθα, καὶ πολλὴν ἐπισπασόμεθα τὴν ἄνωθεν ῥοπήν. Οὕτω γὰρ δυνησόμεθα καὶ τὰ κύματα τοῦ παρόντος βίου μετὰ ἀσφαλείας διαδραμεῖν, καὶ τῶν τοῦ διαβόλου παγίδων ἀνώτεροι καταστάντες, τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν ἐπιτυχεῖν, χάριτι καὶ φιλανθρωπίᾳ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, μεθ᾿ οὗ τῷ Πατρὶ ἅμα τῷ ἁγίῳ Πνεύματι δόξα, κράτος, τιμὴ, νῦν καὶ ἀεὶ, καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
α. Εἶναι κατάλληλη στιγμὴ σήμερα ν᾿ ἀναφωνήσουμε ὅλοι ἐμεῖς ἐκεῖνο ποὺ εἶπε ὁ μακάριος Δαυΐδ· «Ποιός μπορεῖ νὰ διηγηθεῖ τὴ δύναμη τοῦ Κυρίου, νὰ ἐξυμνήσει ὅλες τὶς δόξες του;» (Ψαλμ. 105, 2). Νὰ λοιπόν ἔφθασε ἡ ποθητὴ γιὰ μᾶς καὶ σωτήρια ἑορτή, ἡ ἀναστάσιμη ἡμέρα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἡ προϋπόθεση τῆς εἰρήνης, ἡ ἀφορμὴ τῆς συμφιλίωσης, ἡ ἐξαφάνιση τῶν πολέμων, ἡ κατάργηση τοῦ θανάτου, ἡ ἥττα τοῦ διαβόλου. Σήμερα οἱ ἄνθρωποι ἀναμείχθηκαν μὲ τοὺς ἀγγέλους καὶ αὐτοὶ ποὺ ἔχουν σῶμα προσφέρουν τὴ δοξολογία τους μαζὶ μὲ τὶς ἀσώματες δυνάμεις. Σήμερα καταργεῖται ἡ ἐξουσία τοῦ διαβόλου, σήμερα λύθηκαν τὰ δεσμὰ τοῦ θανάτου, ἐξαφανίσθηκε ἡ νίκη τοῦ ἅδη. Σήμερα εἶναι εὐκαιρία νὰ ποῦμε τὰ προφητικὰ ἐκεῖνα λόγια· «Ποῦ εἶναι, θάνατε, τὸ κεντρί σου; ποῦ εἶναι, ἅδη, ἡ νίκη σου;» (Α´ Κορ. 15, 55). Σήμερα ὁ Κύριός μας ὁ Χριστὸς συνέτριψε τὶς χάλκινες πύλες καὶ ἐξαφάνισε τὸν ἴδιο τὸ θάνατο.
Καὶ γιατί λέγω τὸν ἴδιο τὸ θάνατο; Ἄλλαξε τὸ ὄνομά του, γιατὶ δὲ λέγεται πιὰ θάνατος, ἀλλὰ κοίμηση καὶ ὕπνος. Γιατὶ πρὶν ἀπὸ τὸν ἐρχομὸ τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴ φροντίδα του γιὰ τὸν ἄνθρωπο μὲ τὴ σταύρωσή Του, ἦταν φοβερὸ καὶ τὸ ἴδιο τὸ ὄνομα τοῦ θανάτου. Γιατὶ ὁ πρῶτος ἄνθρωπος, ἀφοῦ δημιουργήθηκε, καταδικαζόταν ν᾿ ἀκούει αὐτό, σὰν μιὰ κάποια μεγάλη τιμωρία· «Τὴν ἡμέρα ποὺ θὰ φάγεις, θὰ πεθάνεις ὁπωσδήποτε» (Γεν. 2, 17). Καὶ ὁ μακάριος Ἰὼβ μ᾿ αὐτὸ τὸ ὄνομα τὸν ὀνόμασε, λέγοντας· «Ὁ θάνατος εἶναι ἀνάπαυση στὸν ἄνθρωπο» (Ἰὼβ 3, 23). Καὶ ὁ προφήτης Δαυῒδ ἔλεγε· «Ὁ θάνατος τῶν ἁμαρτωλῶν εἶναι κακός» (Ψαλμ. 33, 22). Καὶ ὀνομαζόταν ὄχι μόνο θάνατος ὁ χωρισμὸς τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα, ἀλλὰ καὶ ἅδης. Ἄκουσε λοιπόν τὸν πατριάρχη Ἰακὼβ ποὺ λέγει· «Θὰ κατεβάσετε τὰ γηρατειὰ μου μὲ λύπη στὸν ἅδη» (Γεν. 42, 38). Ἄκουσε πάλι τὸν προφήτη· «Ἄνοιξε πολὺ τὸ στόμα του ὁ ἅδης» (Ἠσ. 5, 14). Καὶ ἄκουσε πάλι ἄλλον προφήτη ποὺ λέγει· «Θὰ μὲ σώσει ἀπὸ τὸν κατώτατο ἅδη» (Ψαλμ. 85 13). Καὶ σὲ πολλὰ σημεῖα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης θὰ βρεῖς νὰ ὀνομάζεται θάνατος καὶ ἅδης ἡ ἀναχώρηση ἀπὸ τὴν παρούσα ζωή. Ἀφ᾿ ὅτου ὅμως ὁ Χριστός, ὁ Θεός μας, προσφέρθηκε θυσία καὶ ἀναστήθηκε, ἔβγαλε ἀπὸ τὴ μέση καὶ αὐτές τὶς ὀνομασίες ὁ φιλάνθρωπος Κύριος καὶ ἔφερε καινούργια καὶ παράξενη συμπεριφορὰ στὴ ζωή μας. Γιατὶ ἀντὶ γιὰ θάνατος λέγεται στὸ ἑξῆς κοίμηση καὶ ὕπνος ἡ ἀναχώρηση ἀπὸ τὴν παρούσα ζωή.
Καὶ ἀπὸ ποῦ εἶναι φανερὸ αὐτό; Ἄκουσε τὸν ἴδιο τὸ Χριστὸ ποὺ λέγει· «Ὁ φίλος μας Λάζαρος ἔχει κοιμηθεῖ, ὅμως πηγαίνω νὰ τὸν ξυπνήσω» (Ἰω. 11, 11). Ὅπως λοιπόν εἶναι εὔκολο σ᾿ ἐμᾶς νὰ ξυπνήσουμε καὶ νὰ σηκώσουμε ἐπάνω ἐκεῖνον ποὺ κοιμᾶται, ἔτσι καὶ στὸν Κύριο ὅλων μας εἶναι εὔκολο τὸ νὰ ἀναστήσει νεκρό. Καὶ ἐπειδὴ ἦταν καινούργια καὶ παράξενα τὰ λόγια του, οὔτε οἱ μαθητές τὰ κατάλαβαν, ὥσπου συγκαταβαίνοντας στὴν ἀδυναμία τους τὰ εἶπε πιὸ καθαρά. Καὶ ὁ διδάσκαλος τῆς οἰκουμένης, ὁ μακάριος Παῦλος, γράφοντας στοὺς Θεσσαλονικεῖς, λέγει· «Δὲ θέλω νὰ ἔχετε ἄγνοια γιὰ ἐκείνους ποὺ ἔχουν κοιμηθεῖ, γιὰ νὰ μὴ λυπᾶστε, ὅπως καὶ οἱ ἄλλοι ποὺ δὲν ἔχουν ἐλπίδα» (Α´ Θεσ. 4, 13). Καὶ ἀλλοῦ πάλι· «Συνεπῶς καὶ ἐκεῖνοι ποὺ κοιμήθηκαν μὲ τὴν πίστη στὸ Χριστό, χάθηκαν» (Α´ Κορ. 15, 18). Καὶ πάλι· «Ἐμεῖς οἱ ζωντανοί, ποὺ ἀπομείναμε στὴ ζωή, δὲ θὰ προφθάσουμε ἐκείνους ποὺ κοιμήθηκαν» (Α´ Θεσ. 4, 15). Καὶ ἀλλοῦ πάλι λέγει· «Γιατὶ ἂν πιστεύουμε καὶ ὅτι ὁ Ἰησοῦς πέθανε καὶ ἀναστήθηκε, ἔτσι πρέπει νὰ πιστεύουμε ὅτι ὁ Θεὸς θὰ φέρει μαζί του ἐκείνους ποὺ κοιμήθηκαν» (Α´ Θεσ. 4, 14).
β. Εἶδες ὅτι παντοῦ ἀπὸ τότε ὁ θάνατος ὀνομάζεται κοίμηση καὶ ὕπνος; καὶ ὅτι ἐκεῖνος ποὺ πρὶν εἶχε φοβερὸ ὄνομα, τώρα γίνεται εὐκαταφρόνητος μετὰ τὴν ἀνάσταση; Εἶδες ὅτι εἶναι λαμπρὸ τὸ τρόπαιο τῆς ἀνάστασης; Μὲ αὐτὴν ἔχουν ἔρθει σ᾿ ἐμᾶς τὰ ἄπειρα ἀγαθά, μὲ αὐτὴν διαλύθηκε ἡ ἀπάτη τῶν δαιμόνων, μὲ αὐτὴν περιγελοῦμε τὸ θάνατο. Μὲ τὴν ἀνάσταση περιφρονοῦμε τὴν παρούσα ζωή, μὲ αὐτὴν ἐπιθυμοῦμε σφοδρὰ τὰ μέλλοντα ἀγαθά. Μὲ αὐτήν, ἐνῶ ἔχουμε σῶμα, δὲν ἔχουμε τίποτε λιγότερο ἀπὸ τὶς ἀσώματες δυνάμεις, ἐάν θέλουμε.* Σήμερα ἔγινε ἡ λαμπρή μας νίκη. Σήμερα ὁ Κύριός μας, ἀφοῦ ἔστησε τὸ τρόπαιο τῆς νίκης του ἐναντίον τοῦ θανάτου καὶ διέλυσε τὴν ἐξουσία τοῦ διαβόλου, μᾶς χάρισε μὲ τὴν ἀνάστασή του τὸ δρόμο γιὰ τὴ σωτηρία μας. Ἂς χαιρόμαστε λοιπόν ὅλοι, ἂς χορεύουμε, ἂς εὐφραινόμαστε. Γιατί, ἂν καὶ ὁ Κύριός μας νίκησε καὶ ἔστησε τὸ τρόπαιο, εἶναι δική μας ὅμως ἡ εὐφροσύνη καὶ ἡ χαρά. Γιατὶ ὅλα τὰ ἔκαμε γιὰ τὴν δική μας σωτηρία, καὶ μὲ ἐκεῖνα τὰ μέσα ποὺ μᾶς πολέμησε ὁ διάβολος, μὲ τὰ ἴδια τὸν νίκησε ὁ Χριστός.
Τὰ ἴδια τὰ ὅπλα πῆρε ὁ Χριστός, καὶ μὲ αὐτὰ τὸν νίκησε. Καὶ ἄκουσε μὲ ποιὸ τρόπο. Ἡ παρθένος καὶ τὸ ξύλο καὶ ὁ θάνατος ἦταν τὰ σύμβολα τῆς ἥττας μας. Καὶ πράγματι ἡ Εὔα ἦταν παρθένος, ἀφοῦ δὲ γνώριζε ἀκόμη ἄνδρα, ὅταν ἐξαπατήθηκε. Ξύλο ἦταν τὸ δένδρο, θάνατος ἡ τιμωρία στὸν Ἀδάμ. Εἶδες πῶς τὰ σύμβολα τῆς ἥττας μας ἦταν παρθένος καὶ ξύλο καὶ θάνατος; Πρόσεχε λοιπόν πῶς αὐτὰ ἔγιναν πάλι τὰ σύνεργα τῆς νίκης μας. Στὴ θέση τῆς Εὔας εἶναι ἡ Μαρία. Στὴ θέση τοῦ ξύλου γιὰ τὴ γνώση τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ, εἶναι τὸ ξύλο τοῦ σταυροῦ. Στὴ θέση τοῦ θανάτου τοῦ Ἀδάμ, εἶναι ὁ θάνατος τοῦ Κυρίου. Εἶδες ὅτι μ᾿ αὐτὰ ποὺ μας νίκησε, μὲ τὰ ἴδια νικήθηκε; Κοντὰ στὸ δένδρο νίκησε τὸν Ἀδάμ ὁ διάβολος. Κοντὰ στὸ σταυρὸ νίκησε τὸ διάβολο ὁ Χριστός. Καὶ τὸ ξύλο ἐκεῖνο ἔστελνε στὸν ἅδη, τὸ ξύλο ὅμως αὐτό, δηλαδὴ τὸ ξύλο τοῦ σταυροῦ, ξανάφερε πάλι ἀπὸ τὸν ἅδη καὶ αὐτοὺς ποὺ πέθαναν. Καὶ ἐκεῖνο ἔκρυβε τὸν νικημένο σὰν αἰχμάλωτο καὶ γυμνό, αὐτὸ ὅμως ἔδειχνε σ᾿ ὅλους τὸν νικητὴ γυμνό, καρφωμένο στὰ ψηλά. Καὶ ὁ θάνατος τοῦ Ἀδάμ καταδίκαζε καὶ αὐτοὺς ποὺ ἔζησαν ὕστερα ἀπὸ αὐτόν, ὁ θάνατος ὅμως τοῦ Χριστοῦ ἀνάστησε πραγματικὰ καὶ αὐτοὺς ποὺ ἔζησαν πρὶν ἀπὸ αὐτόν. «Ποιὸς μπορεῖ νὰ διηγηθεῖ τὴ δύναμη τοῦ Κυρίου, νὰ ἐξυμνήσει ὅλες τὶς δόξες του;». Ἀπὸ θνητοὶ ἔχουμε γίνει ἀθάνατοι, ἀπὸ νεκροὶ ἀναστηθήκαμε, ἀπὸ νικημένοι γίναμε νικητές.
γ. Αὐτὰ εἶναι τὰ κατορθώματα τοῦ σταυροῦ, αὐτὰ ἀποτελοῦν τὴν πιὸ μεγάλη ἀπόδειξη τῆς ἀνάστασης. Σήμερα χορεύουν οἱ ἄγγελοι καὶ ἀγάλλονται ὅλες οἱ οὐράνιες δυνάμεις, ἐπειδὴ χαίρονται γιὰ τὴ σωτηρία ὅλου τοῦ ἀνθρώπινου γένους. Γιατί, ἂν γίνεται χαρὰ στὸν οὐρανὸ καὶ τὴ γῆ, ὅταν μετανοεῖ ἕνας ἁμαρτωλός, πολὺ περισσότερο θὰ γίνεται γιὰ τὴ σωτηρία ὅλης τῆς οἰκουμένης. Σήμερα ἀφοῦ ἐλευθέρωσε τὸ ἀνθρώπινο γένος ἀπὸ τὴν ἐξουσία τοῦ διαβόλου, τὸ ξανάφερε στὴν προηγούμενη τιμητική του θέση. Ὅταν λοιπόν δῶ ὅτι ἡ ἐκλεκτὴ προσφορὰ μας νίκησε τόσο πολὺ τὸ θάνατο, δὲ φοβοῦμαι πιά, δὲν τρέμω πιὰ τὸν πόλεμο. Οὔτε βλέπω στὴν ἀδυναμία μου, ἀλλὰ προσέχω στὴν ἀνέκφραστη δύναμη ἐκείνου ποὺ πρόκειται νὰ γίνει σύμμαχός μου. Γιατὶ ἐκεῖνος ποὺ νίκησε τὴν ἐξουσία τοῦ θανάτου καὶ τοῦ ἀφαίρεσε ὅλη του τὴ δύναμη, τί δὲ θὰ κάμνει στὸ ἑξῆς γιὰ τὸ γένος ποὺ εἶναι ὅμοιό του, τὴ μορφὴ τοῦ ὁποίου ἀπὸ τὴ μεγάλη του φιλανθρωπία θεώρησε ἄξιο νὰ πάρει, καὶ μ᾿ αὐτὴν νὰ παλέψει μὲ τὸ διάβολο; Σήμερα παντοῦ στὴν οἰκουμένη ἐπικρατεῖ χαρὰ καὶ πνευματικὴ εὐφροσύνη. Σήμερα ὅλοι οἱ ἄγγελοι καὶ ὅλες οἱ οὐράνιες δυνάμεις ἀγάλλονται γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων.
Σκέψου λοιπόν, ἀγαπητὲ μου, πόσο μεγάλη εἶναι ἡ χαρά, ἀφοῦ καὶ οἱ οὐράνιες δυνάμεις ἑορτάζουν μαζί μας, γιατὶ χαίρονται μαζί μας γιὰ τὰ δικά μας ἀγαθά. Γιατὶ ἂν καὶ εἶναι δική μας ἡ χάρη ποὺ ἔδωσε ὁ Κύριος, εἶναι ὅμως καὶ δική τους ἡ εὐχαρίστηση. Γι᾿ αὐτὸ δὲν ντρέπονται νὰ ἑορτάσουν μαζί μας. Καὶ γιατί λέγω, ὅτι οἱ σύνδουλοί μας δὲν ντρέπονται νὰ ἑορτάσουν μαζί μας; Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, ποὺ εἶναι δικός τους καὶ δικός μας, δὲν ντρέπεται νὰ ἑορτάσει μαζί μας. Καὶ γιατὶ εἶπα, δὲν ντρέπεται; Αὐτὸς μάλιστα ἐπιθυμεῖ νὰ ἑορτάσει μαζί μας. Ἀπὸ ποῦ εἶναι φανερὸ αὐτό; Ἄκουσε τὸν ἴδιο ποὺ λέγει· «Ἐπιθύμησα πολὺ νὰ φάγω αὐτὸ τὸ Πάσχα μαζί σας» (Λουκ. 22, 15). Ἐάν ὅμως ἐπιθύμησε νὰ φάγει τὸ Πάσχα, εἶναι φανερὸ ὅτι ἐπιθυμεῖ καὶ νὰ ἑορτάσει μαζί μας. Ὅταν λοιπόν βλέπεις ὅτι ὄχι μόνο οἱ ἄγγελοι καὶ ὅλες οἱ οὐράνιες δυνάμεις, ἀλλὰ καὶ ὁ Κύριος τῶν ἀγγέλων ἑορτάζει μαζί μας, τὶ σοῦ λείπει πιὰ γιὰ νὰ χαίρεσαι πολύ; Κανένας λοιπόν ἂς μὴν εἶναι θλιμμένος σήμερα ἐξ αἰτίας τῆς φτώχειας του, γιατὶ σήμερα εἶναι ἑορτὴ πνευματική.
Ἂς μὴν ὑπερηφανεύεται κανένας πλούσιος γιὰ τὸν πλοῦτο του, γιατὶ δὲν μπορεῖ νὰ προσφέρει τίποτε στὴν ἑορτὴ αὐτὴ ἀπὸ τὰ χρήματά του. Στὶς ἑορτὲς βέβαια ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἐννοῶ τὶς κοσμικές, ὅπου γίνεται μεγάλη ἐπίδειξη καὶ τῆς ἐξωτερικῆς περιβολῆς καὶ τῆς πολυτέλειας στὰ τραπέζια, δικαιολογημένα ἐκεῖ θὰ εἶναι ὁ φτωχὸς στενοχωρημένος καὶ θλιμμένος, καὶ ὁ πλούσιος χαρούμενος καὶ εὐχαριστημένος. Γιατί ὅμως; Γιατὶ ὁ πλούσιος φορᾶ λαμπρὰ ροῦχα καὶ προσφέρει πλουσιότερο τραπέζι, ὁ φτωχὸς ὅμως ἐμποδίζεται ἀπὸ τὴ φτώχεια του νὰ δείξει τὴν ἴδια γενναιοδωρία. Ἐδῶ ὅμως δὲ συμβαίνει τίποτε τέτοιο, ἀλλὰ λείπει κάθε τέτοια διάκριση καὶ ὑπάρχει ἕνα τραπέζι καὶ γιὰ τὸν πλούσιο καὶ γιὰ τὸ φτωχό, καὶ γιὰ τὸ δοῦλο καὶ γιὰ τὸν ἐλεύθερο. Καὶ ἂν εἶσαι πλούσιος, δὲν ἔχεις τίποτε περισσότερο ἀπὸ τὸ φτωχό. Καὶ ἂν εἶσαι φτωχός, δὲν ἔχεις τίποτε λιγότερο ἀπὸ τὸν πλούσιο, οὔτε θὰ ἐλαττωθεῖ ἡ πνευματική σου εὐωχία ἐξ αἰτίας τῆς φτώχειας σου. Γιατὶ ἡ χάρη εἶναι τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν ξεχωρίζει τὰ πρόσωπα. Καὶ γιατί λέγω, ὅτι τὸ ἴδιο τραπέζι βρίσκεται μπροστὰ στὸν πλούσιο καὶ στὸ φτωχό; Καὶ σ᾿ αὐτὸν ποὺ ἔχει τὸ βασιλικὸ στέμμα καὶ φορᾶ τὴ βασιλικὴ πορφύρα, ποὺ ἔχει ἀναλάβει τὴν ἐξουσία τῆς οἰκουμένης, καὶ στὸ φτωχὸ ποὺ κάθεται γιὰ ἐλεημοσύνη, ὑπάρχει τὸ ἴδιο τραπέζι.
Τέτοια λοιπὸν εἶναι τὰ πνευματικὰ δῶρα. Δὲ διαιροῦν τὴν κοινωνία ἀνάλογα μὲ τὴ διάθεση καὶ τὶς σκέψεις τοῦ καθενός. Μὲ τὸ ἴδιο θάρρος καὶ τὴν ἴδια τιμὴ ὁρμοῦν καὶ ὁ βασιλιὰς καὶ ὁ φτωχὸς γιὰ ν᾿ ἀπολαύσουν καὶ νὰ κοινωνήσουν τὰ θεῖα αὐτὰ μυστήρια. Καὶ γιατί λέγω, μὲ τὴν ἴδια τιμή; Πολλές φορές ὁ φτωχὸς ἔρχεται μὲ περισσότερο θάρρος. Γιατί λοιπόν γίνεται αὐτό; Γιατὶ τὸ βασιλιά, ποὺ εἶναι κυκλωμένος ἀπὸ φροντίδες καὶ περιστοιχισμένος ἀπὸ πολλὰ ζητήματα, σὰν νὰ εἶναι μέσα σὲ πέλαγος, ἔτσι ἀπὸ παντοῦ τὸν κτυποῦν τὰ κύματα συνεχῶς καὶ τὸν καταστρέφουν τὰ πολλὰ ἁμαρτήματα. Ὁ φτωχὸς ὅμως, ἀπαλλαγμένος ἀπ᾿ ὅλα αὐτά, καὶ φροντίζοντας μόνο γιὰ τὴν ἀπαραίτητη τροφή του, καὶ κάμνοντας μιὰ ἀμέριμνη καὶ ἥσυχη ζωή, σὰν νὰ κάθεται σὲ λιμάνι καὶ γαλήνη, πλησιάζει μὲ πολλὴ εὐλάβεια τὸ τραπέζι.
δ. Καὶ ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ πολλὰ ἄλλα προέρχονται διάφορες στενοχώριες σ᾿ ἐκείνους ποὺ ἀσχολοῦνται μὲ τὶς κοσμικές ἑορτές. Γιατὶ ἐκεῖ πάλι ὁ φτωχὸς εἶναι στενοχωρημένος καὶ ὁ πλούσιος χαρούμενος, ὄχι μόνο γιὰ τὸ τραπέζι καὶ τὴν πολυτέλεια, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὰ πολυτελὴ ροῦχα καὶ τὴ φανταστικὴ ἐμφάνισή τους. Ἐκεῖνο λοιπόν ποὺ παθαίνουν στὸ τραπέζι, αὐτὸ παθαίνουν καὶ στὰ ροῦχα. Ὅταν λοιπόν δεῖ τὸν πλούσιο ὁ φτωχὸς νὰ φορᾶ πολυτελέστερη στολή, τὸν κυριεύει μεγάλη λύπη, θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του δυστυχισμένο, ξεστομίζει πολλές κατάρες. Ἐδῶ ὅμως καὶ αὐτὴ ἡ στενοχώρια ἐξαφανίζεται, γιατὶ ἕνα εἶναι τὸ ἔνδυμα τῆς σωτηρίας γιὰ ὅλους. Καὶ φωνάζει ὁ Παῦλος λέγοντας: «Ὅσοι βαπτισθήκατε στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ντυθήκατε τὸ Χριστό» (Γαλ. 3, 27).
Ἂς μὴν προσβάλλουμε λοιπόν αὐτὴν τὴν ἑορτή, σᾶς παρακαλῶ, ἀλλὰ ἂς ἀποκτήσουμε φρόνημα ἄξιο ἐκείνων ποὺ μᾶς δώρησε ἡ χάρη τοῦ Χριστοῦ. Ἂς μὴν παραδοθοῦμε στὴ μέθη καὶ στὴν πολυφαγία, ἀλλ᾿ ἀφοῦ κατανοήσουμε τὴ γενναιοδωρία τοῦ Κυρίου μας, καὶ ὅτι τίμησε τὸ ἴδιο καὶ τοὺς πλούσιους καὶ τοὺς φτωχοὺς καὶ τοὺς δούλους καὶ τοὺς ἐλεύθερους, καὶ ἔστειλε σ᾿ ὅλους τὴν ἴδια χάρη, ἂς ἀμείψουμε τὸν εὐεργέτη γιὰ τὴν ἀγάπη του ποὺ δείχνει σ᾿ ἐμᾶς. Καὶ ἀμοιβὴ ἱκανοποιητικὴ εἶναι συμπεριφορὰ ποὺ ἀρέσει σ᾿ Αὐτὸν καὶ ψυχὴ νηφάλια καὶ ἄγρυπνη. Αὐτὴ ἡ ἑορτὴ καὶ πανήγυρη δὲ χρειάζεται χρήματα, οὔτε ἔξοδα, ἀλλὰ διάθεση μόνο καὶ καθαρὴ σκέψη. Τίποτε τὸ ὑλικὸ δὲν μποροῦμε νὰ ὠφεληθοῦμε ἐδῶ, ἀλλ᾿ ὅλα τὰ πνευματικά, τὴν ἀκρόαση τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, τὶς εὐχές τῶν πατέρων, τὶς εὐλογίες τῶν ἱερέων, τὴν κοινωνία τῶν θείων καὶ ἀπόρρητων μυστηρίων, τὴν εἰρήνη καὶ τὴν ὁμόνοια, καὶ δῶρα πνευματικὰ καὶ ἄξια τῆς γενναιοδωρίας ἐκείνου ποὺ τὰ δωρίζει.
Ἂς ἑορτάσουμε λοιπόν τὴν ἑορτὴ αὐτὴ κατὰ τὴν ὁποία ἀναστήθηκε ὁ Κύριος. Γιατὶ ἀναστήθηκε καὶ ἀνέστησε μαζί του τὴν οἰκουμένη. Καὶ αὐτὸς βέβαια ἀναστήθηκε, ἀφοῦ ἔσπασε τὰ δεσμὰ τοῦ θανάτου, ἐμᾶς ὅμως μᾶς ἀνέστησε ἀφοῦ διέλυσε τοὺς σωροὺς τῶν ἁμαρτιῶν μας. Ἁμάρτησε ὁ Ἀδάμ καὶ πέθανε, δὲν ἁμάρτησε ὁ Χριστὸς καὶ πέθανε. Καινούργιο καὶ παράδοξο πράγμα. Ἐκεῖνος ἁμάρτησε καὶ πέθανε, αὐτὸς δὲν ἁμάρτησε καὶ πέθανε. Γιὰ ποιὸ λόγο καὶ γιὰ ποιὸ σκοπό; Γιὰ νὰ μπορέσει ἐκεῖνος ποὺ ἁμάρτησε καὶ πέθανε νὰ ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοῦ θανάτου μὲ τὴ βοήθεια ἐκείνου ποὺ δὲν ἁμάρτησε καὶ πέθανε. Ἔτσι γίνεται πολλές φορὲς καὶ σ᾿ ἐκείνους ποὺ ὀφείλουν χρήματα. Ὀφείλει κάποιος χρήματα σὲ κάποιον καὶ δὲν μπορεῖ νὰ τὰ ἐπιστρέψει, καὶ γι᾿ αὐτὸ φυλακίζεται. Κάποιος ἄλλος ποὺ δὲν ὀφείλει, ἀλλὰ ποὺ μπορεῖ νὰ τὰ ἐπιστρέψει, ἀφοῦ τὰ δώσει ἐλευθερώνει τὸν ὑπεύθυνο. Ἔτσι ἔγινε καὶ στὸν Ἀδάμ καὶ στὸ Χριστό. Χρεωστοῦσε ὁ Ἀδὰμ τὸ θάνατο, καὶ τὸν κρατοῦσε φυλακισμένο ὁ διάβολος. Δὲ χρεωστοῦσε ὁ Χριστός, οὔτε τὸν κρατοῦσε ὁ διάβολος. Ἦρθε καὶ κατέθεσε τὸ θάνατό του γιὰ χάρη τοῦ φυλακισμένου, μὲ σκοπὸ νὰ τὸν ἐλευθερώσει ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοῦ θανάτου. Εἶδες τὰ κατορθώματα τῆς ἀνάστασης; εἶδες τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου; εἶδες τὸ μέγεθος τῆς φροντίδας του;
Ἂς μὴ γινόμαστε λοιπόν ἀχάριστοι πρὸς αὐτὸν τὸν τόσο μεγάλο εὐεργέτη, οὔτε ἐπειδὴ πέρασε ἡ νηστεία νὰ γίνουμε πιὸ ἀδιάφοροι. Ἀλλὰ τώρα ἂς φροντίζουμε τὴν ψυχή μας περισσότερο ἀπὸ προηγουμένως, γιὰ νὰ μὴ γίνει πιὸ ἀδύνατη, ἐπειδὴ παχαίνει τὸ σῶμα μας, γιὰ νὰ μὴ παραμελοῦμε τὴν οἰκοδέσποινα φροντίζοντας τὴ δούλη. Γιατὶ ποιὸ εἶναι τὸ ὄφειλος, πές μου, νὰ σκάνουμε ἀπὸ τὴν πολυφαγία καὶ νὰ ξεπερνᾶμε τὸ μέτρο; Αὐτὸ καὶ τὸ σῶμα καταστρέφει καὶ τὴν εὐγένεια τῆς ψυχῆς ζημιώνουμε. Ἀλλὰ ἂς μᾶς ἱκανοποιοῦν τὰ λίγα καὶ τὰ ἀπαραίτητα, γιὰ νὰ ξεπληρώσουμε ἐκεῖνο ποὺ πρέπει καὶ στὴν ψυχὴ καὶ στὸ σῶμα, γιὰ νὰ μὴ σκορπίσουμε ἀμέσως ἐκεῖνα ποὺ συγκεντρώσαμε ἀπὸ τὴ νηστεία. Μήπως λοιπὸν σᾶς ἐμποδίζω νὰ ἀπολαμβάνετε τὰ φαγητὰ καὶ νὰ διασκεδάζετε; Δέν ἐμποδίζω αὐτά, ἀλλὰ συμβουλεύω νὰ γίνονται τὰ ἀπαραίτητα, καὶ νὰ σταματήσουμε τὴν πολλὴ διασκέδαση καὶ νὰ μὴ καταστρέφουμε τὴν ὑγεία τῆς ψυχῆς μας ξεπερνώντας τὸ μέτρο. Γιατὶ ἐκεῖνος ποὺ ξεπερνᾶ τὰ ὅρια τῆς ἀνάγκης δὲ θὰ ἀπολαύσει καμιὰ εὐχαρίστηση, καὶ τὸ γνωρίζουν αὐτὸ πολὺ καλὰ ἐκεῖνοι ποὺ τὸ δοκίμασαν, ἀφοῦ προξενοῦν ἀπὸ αὐτὸ πολλές ἀρρώστιες στὸν ἑαυτό τους καὶ ὑποφέρουν πολλές στενοχώριες. Ἀλλὰ τὸ ὅτι θὰ ὑπακούσετε στὶς παραινέσεις μου, δὲν ἀμφιβάλλω, γιατὶ γνωρίζω πόσο ὑπάκουοι εἶστε.
ε. Καὶ γι᾿ αὐτὸ ἀφοῦ σταματήσω ἐδῶ τὶς παραινέσεις γιὰ τὸ ζήτημα αὐτό, θέλω νὰ μεταφέρω τὸ λόγο πρὸς αὐτοὺς ποὺ ἀξιώθηκαν τὴ λαμπρὴ αὐτὴ νύχτα νὰ πάρουν τὴ χάρη τοῦ θείου βαπτίσματος, τὰ καλὰ αὐτὰ φυτὰ τῆς Ἐκκλησίας, τὰ πνευματικὰ ἄνθη, τοὺς νέους στρατιῶτες τοῦ Χριστοῦ. Προχθές ὁ Κύριος βρισκόταν στὸ σταυρό, ἀλλὰ ἀναστήθηκε τώρα. Ἔτσι καὶ αὐτοί, προχθές τοὺς κρατοῦσε δούλους ἡ ἁμαρτία, ἀλλὰ τώρα ἀναστήθηκαν μαζὶ μὲ τὸ Χριστό. Ἐκεῖνος μὲ τὸ σῶμα του πέθανε καὶ ἀναστήθηκε, αὐτοὶ ἦταν μὲ τὶς ἁμαρτίες τους νεκροί, καὶ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία ἀναστήθηκαν. Ἡ γῆ λοιπὸν τὴν ἐποχὴ αὐτὴ τῆς ἄνοιξης μᾶς προσφέρει τριαντάφυλλα καὶ μενεξέδες καὶ ἄλλα λουλούδια. Τὰ νερὰ ὅμως μᾶς παρουσίασαν σήμερα λιβάδι πιὸ ὄμορφο ἀπὸ τὸ τῆς γῆς.
Καὶ μὴν ἀπορήσεις, ἀγαπητέ μου, ἂν βγῆκαν ἀπὸ τὰ νερὰ λιβάδια μὲ λουλούδια. Γιατὶ οὔτε ἡ γῆ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἔβγαλε τὰ εἴδη τῶν φυτῶν γιατὶ τὸ ἀπαιτοῦσε ἡ φύση της, ἀλλὰ γιατὶ ὑπάκουσε στὸ πρόσταγμα τοῦ Κυρίου. Καὶ τὰ νερὰ ὅμως τότε ἔβγαλαν ζῶα μὲ ζωή, ἐπειδὴ ἄκουσαν· «Ἂς βγάλουν τὰ νερὰ ἑρπετὰ ζωντανά» (Γεν. 1, 20). Καὶ ἡ προσταγὴ πραγματοποιήθηκε, ἡ ἄψυχη οὐσία ἔβγαλε ζωντανὰ ζῶα. Ἔτσι καὶ τώρα ἡ ἴδια προσταγὴ ἔκαμε τὰ πάντα. Τότε εἶπε· «Ἂς βγάλουν τὰ νερὰ ἑρπετὰ ζωντανά», τώρα ὅμως δὲ ἔβγαλαν ἑρπετά, ἀλλὰ πνευματικὰ χαρίσματα. Τότε τὰ νερὰ ἔβγαλαν ψάρια χωρίς λογικό, τώρα ὅμως μᾶς γέννησαν ψάρια λογικὰ καὶ πνευματικὰ ποὺ τὰ ψάρεψαν οἱ ἀπόστολοι. Γιατὶ λέγει· «Ἀκολουθῆστε με καὶ θὰ σᾶς κάνω ἱκανοὺς νὰ ψαρεύετε ἀνθρώπους» (Ματθ. 4, 19). Εἶναι ἀλήθεια καινούργιος αὐτὸς ὁ τρόπος ψαρέματος. Γιατὶ αὐτοὶ ποὺ ψαρεύουν βγάζουν ἀπὸ τὰ νερὰ τὰ ψάρια, καὶ ὅσα ψαρέψουν τὰ νεκρώνουν. Ἐμεῖς ἀντίθετα τοὺς ρίχνουμε μέσα στὰ νερὰ καὶ παίρνουν ζωὴ ἐκεῖνοι ποὺ ψαρεύονται.
Ὑπῆρχε κάποτε καὶ στοὺς Ἰουδαίους κολυμβήθρα μὲ νερό. Ἀλλὰ μάθε ποιὰ δύναμη εἶχε, γιὰ νὰ γνωρίσεις καλὰ τὴ φτώχεια τῶν Ἰουδαίων καὶ νὰ μπορέσεις νὰ ἀντιληφθεῖς τὸ δικό μας πλοῦτο. «Κατέβαινε ἐκεῖ», λέγει, «ἕνας ἄγγελος καὶ τάραζε τὸ νερό, καὶ ἐκεῖνος ποὺ θὰ ἔμπαινε πρῶτος ὕστερα ἀπὸ τὸ κούνημα τοῦ νεροῦ, θεραπευόταν» (Ἰω. 5, 4). Κατέβηκε ὁ Κύριος τῶν ἀγγέλων στὰ νερὰ τοῦ Ἰορδάνη, καὶ ἀφοῦ ἁγίασε τὰ νερὰ θεράπευσε ὅλη τὴν οἰκουμένη. Γι᾿ αὐτὸ ἐκεῖ ἐκεῖνος ποὺ κατέβαινε ὕστερα ἀπὸ τὸν πρῶτο δὲ θεραπευόταν πιά, γιατὶ στοὺς Ἰουδαίους ἡ χάρη δινόταν στοὺς ἄρρωστους, σ᾿ ἐκείνους ποὺ σύρονταν στὸ ἔδαφος. Ἐδῶ ὅμως ὕστερα ἀπὸ τὸν πρῶτο μπαίνει ὁ δεύτερος, ὕστερα ἀπὸ τὸ δεύτερο ὁ τρίτος καὶ ὁ τέταρτος. Καὶ ἂν ἀκόμη πεῖς πάρα πολλούς, καὶ ἂν ἀκόμη ὅλη τὴν οἰκουμένη βάλεις μέσα σ᾿ αὐτὰ τὰ πνευματικὰ νερά, δὲν ξοδεύεται ἡ χάρη, δὲν τελειώνει ἡ δωρεά, δὲ μολύνονται τὰ νερά, δὲν ἐλαττώνεται ἡ γενναιοδωρία του.
Εἶδες πόσο μεγάλη εἶναι ἡ δωρεά; Ἀκοῦτε αὐτὰ ἐσεῖς ποὺ σήμερα καὶ αὐτὴ τὴ νύχτα γίνατε πολίτες στὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ, καὶ φυλάξτε τα ὅπως ἀξίζει στὶς πολλές δωρεές, γιὰ ν᾿ ἀποσπάσετε πιὸ ἄφθονη τὴ χάρη. Γιατὶ ἡ εὐγνωμοσύνη γι᾿ αὐτὰ ποὺ μᾶς ἔδωσε ἤδη προσκαλεῖ τὴ γενναιοδωρία τοῦ Κυρίου. Δέν ἐπιτρέπεται, ἀγαπητέ, νὰ ζεῖς ἀδιάφορα στὸ ἑξῆς, ἀλλὰ ὅρισε στὸν ἑαυτό σου νόμους καὶ κανόνες, ὥστε νὰ κάνεις τὰ πάντα στὴν ἐντέλεια καὶ νὰ φυλάγεσαι πολὺ καὶ ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ θεωροῦνται ὅτι εἶναι κακά. Γιατὶ ὅλη ἡ παρούσα ζωὴ εἶναι ἀγώνας καὶ πάλη, καὶ πρέπει ἐκεῖνοι ποὺ μπαίνουν μιὰ γιὰ πάντα στὸ στάδιο αὐτὸ τῆς ἀρετῆς νὰ εἶναι ἐγκρατεῖς σ᾿ ὅλα. «Γιατὶ καθένας ποὺ ἀγωνίζεται, εἶναι ἐγκρατὴς σ᾿ ὅλα» (Α´ Κορ. 9, 25). Δὲ βλέπεις στοὺς γυμνικοὺς ἀγῶνες πῶς φροντίζουν πολὺ γιὰ τὸν ἑαυτό τους ἐκεῖνοι ποὺ δέχονται νὰ παλέψουν μὲ ἀνθρώπους, καὶ μὲ πόση ἐγκράτεια κάνουν τὴν ἄσκηση τοῦ σώματός τους; Ἔτσι βέβαια καὶ ἐδῶ πρέπει νὰ γίνεται. Ἐπειδὴ ἡ πάλη μας δὲν εἶναι μὲ ἀνθρώπους, ἀλλὰ μὲ τὰ πονηρὰ πνεύματα, καὶ ἡ ἄσκηση καὶ ἡ ἐγκράτειά μας ἂς εἶναι πνευματική, ἀφοῦ καὶ τὰ ὅπλα μας, ποὺ μᾶς ἔδωσε ὁ Κύριος, εἶναι πνευματικά.
Ἂς ἔχουν λοιπὸν καὶ τὰ μάτια περιορισμοὺς καὶ κανόνες, ὥστε νὰ μὴν πέφτουν χωρίς σκέψη σ᾿ ὅλα ποὺ συναντοῦν. Καὶ ἡ γλώσσα ἂς ἔχει φράχτη, ὥστε νὰ μὴ τρέχει πρὶν ἀπὸ τὸ νοῦ. Γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν καὶ τὰ δόντια καὶ τὰ χείλη δημιουργήθηκαν γιὰ τὴν προφύλαξη τῆς γλώσσας, γιὰ νὰ μὴ βγεῖ ποτὲ χωρίς σκέψη ἀφοῦ ἀνοίξει τὶς πόρτες, ἀλλ᾿ ὅταν τακτοποιήσει καλὰ τὰ δικά της, τότε μὲ κάθε σεμνότητα νὰ προχωρήσει καὶ νὰ προφέρει τέτοια λόγια, γιὰ νὰ ὠφελεῖ ἐκείνους ποὺ ἀκούουν καὶ νὰ λέγει ἐκεῖνα ποὺ συντελοῦν στὴν οἰκοδομὴ τῶν ἀκροατῶν. Καὶ πρέπει νὰ ἀποφεύγει ἐντελῶς τὰ ἄπρεπα γέλια, νὰ ἔχει ἤρεμο καὶ ἥσυχο βάδισμα νὰ ἔχει σεμνὸ ντύσιμο, καὶ γενικὰ πρέπει νὰ ρυθμίζει τὰ πάντα ἐκεῖνος ποὺ διάλεξε τὸ στάδιο τῆς ἀρετῆς. Γιατὶ ἡ καλὴ διαγωγὴ τῶν ἐξωτερικῶν μας μελῶν εἶναι εἰκόνα τῆς κατάστασης ποὺ ἐπικρατεῖ στὴν ψυχή μας.
στ. Ἑάν φέρουμε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τοὺς ἑαυτούς μας σὲ τέτοια συνήθεια, βαδίζοντας στὸ ἑξῆς μὲ εὐκολία τὸ δρόμο μας, θὰ κατορθώσουμε ὅλη τὴν ἀρετή, καὶ δὲ θὰ χρειασθοῦμε πολὺ κόπο καὶ θὰ προσελκύσουμε μεγάλη βοήθεια ἀπὸ τὸ Θεό. Ἔτσι λοιπόν θὰ μπορέσουμε καὶ τὰ κύματα τῆς παρούσας ζωῆς νὰ περάσουμε μὲ ἀσφάλεια καί, ἀφοῦ ἐξουδετερώσουμε τὶς παγίδες τοῦ διαβόλου, νὰ ἐπιτύχουμε τὰ αἰώνια ἀγαθά, μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ, μαζὶ μὲ τὸν ὁποῖο στὸν Πατέρα καὶ συγχρόνως στὸ ἅγιο Πνεῦμα ἀνήκει ἡ δόξα, ἡ δύναμη, ἡ τιμή, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Πηγή: http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/paterikon/iwannhs_xrysostomos_eis_to_agion_pasxa.htm
«Αφετηρία συμμορφώσεως με τον Χριστό»
(Αρχιμ. Γεωργίου Καψάνη)
Οι άγιες αυτές ημέρες της Επιφάνειας του Θεού, που η αγαθότης Του μας επιτρέπει και εφέτος να εορτάσουμε, δίδουν και πάλι την ευκαιρία να καταπαύσουμε για λίγο από τις κοσμικές μέριμνες και να εμβαθύνουμε στα ύψιστα και τιμιώτατα της ζωής μας, αυτά που μόνο μπορούν να δικαιώσουν την ύπαρξή μας, να μας δώσουν ελπίδα, χαρά και δύναμη να αγωνισθούμε για την επιτέλεση του υψηλού προορισμού μας.
Μας υπενθυμίζουν λοιπόν οι άγιες αυτές ημέρες ότι ο Θεός μας αγαπά. Και από αγάπη για μας λαμβάνει δούλου μορφή, σαρκώνεται, πτωχεύει, νηπιάζει. Λαμβάνει με ανέκφραστη ταπείνωση και από απερίγραπτη αγάπη για μας ό,τι δεν είχε, την ανθρώπινη φύσι, για να μας μεταδώσει ό,τι δεν είχαμε, τη θέωση και την αιώνιο ζωή.
Όσες κι αν είναι οι πίκρες της καθημερινής ζωής, η χαρά μας για το δώρο της ενανθρωπήσεως του Θεού ας είναι πάντα ζωντανή μέσα μας, φως και παρηγορία μας.
Και ακόμη βλέπουμε τώρα καθαρότερα και την ιδική μας μεγάλη ευθύνη να αγωνισθούμε και να αξιοποιήσουμε το δώρο της ενανθρωπήσεως του Θεού.
Τι απολογία αλήθεια θα δώσουμε στον ενανθρωπήσαντα Κύριό μας, που εταπείνωσε τον εαυτό του μέχρι Σταυρού και ταφής, αν δεν αγωνισθούμε με συνέπεια και πόθο να αποδυθούμε τον παλαιό άνθρωπο και να ενδυθούμε τον καινό άνθρωπο, δηλαδή τον ίδιο τον Χριστό.
Εκείνος έλαβε την ιδική μας μορφή, για να λάβουμε εμείς την ιδική Του μορφή.
Οι χαρακτήρες της μορφής του Χριστού είναι η ταπείνωσις, η αγάπη, η φιλανθρωπία, η υπομονή, η συγχωρητικότης, η αγνότης.
Είναι άραγε η πορεία μας στην παρούσα ζωή πορεία μορφώσεώς μας κατά Χριστόν;
Αργά ή γρήγορα το τέλος της επιγείου υπάρξεώς μας θα έλθη για όλους μας. Όλη τότε η γήινη ύπαρξίς μας θα κριθεί εάν και κατά πόσον ελάβαμε την μορφήν του εν Βηθλεέμ τεχθέντος Κυρίου Ιησού, εάν και εμείς ακολουθήσαμε τις κατά τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή πνευματικές μεθηλικιώσεις του Χριστού, δηλαδή εάν κατακτήσαμε με την Χάρι Του μίαν προς μίαν τις άγιες αρετές Του και έτσι ενηληκιωθήκαμε πνευματικά, φθάνοντες “εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ” (Εφ. δ’ 13).
Προσκυνούμε εν πίστει, εν ευγνωμοσύνη, εν χαρά την πάνσεπτο Γέννησή Του Τον ικετεύουμε να αποτυπώσει και σε μας, πρεσβίαιας της γεννησάσης αυτόν ασπόρως Κυρίας Θεοτόκου, τα ίχνη και τους χαρακτήρες του Παναγίου του θεανθρωπίνου Προσώπου, ώστε “σύμμορφοι της εικόνος αυτού” (πρβλ. Ρωμ. η’ 29) να ευρεθούμε έτοιμοι να συζήσουμε μαζί του στην ατελεύτητο αιωνιότητα. Γιατί τότε ο “ὡραῖος κάλλει παρὰ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων” (Ψαλμ. μδ’ 3) δεν θα είναι δυνατόν να συνοδεύεται από όσους διατηρούν την δυσμρφία του εγωισμού και των παθών.
Σας γράφομε εν χαρά πνευματική και εν κοινωνία πίστεως και αγάπης του επιφανέντος Μεγάλου της Βουλής του Θεού Αγγέλου, Κυρίου και Θεού μας Ιησού Χριστού, για να σας ευχαριστήσουμε για τις εόρτιες ευχές σας και να σας ευχηθούμε όπως “ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦν φρουρήσει τὰς καρδίας ὑμῶν καὶ τὰ νοήματα ὑμῶν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ” (Φιλιπ. δ’ 7) κατά την αγία αυτή και πανεφρόσυνο περίοδο και κατά το νέο έτος της χρηστότητός Του, χαριζόμενος Υμίν και την υπέρ πάντα ποθητήν κατά χάριν σωτηρίαν και θέωσιν.
Άγια Χριστούγεννα 1993
Πηγή: Bιβλίο “Χριστούγεννα” – Εκδόσεις Ακρίτας
"Λόγος στα Εισόδια της Θεοτόκου"
(Αγ. Γρηγορίου του Παλαμά)
«…Εάν το δένδρο αναγνωρίζεται από τον καρπό, και το καλό δένδρο παράγει επίσης καλό καρπό, η μητέρα της αυτοαγαθότητος, η γεννήτρια της αιώνιας καλλονής, πως δεν θα υπερείχε ασύγκριτα κατά την καλοκαγαθία από κάθε αγαθό εγκόσμιο και υπερκόσμιο;
Διότι η δύναμη που καλλιέργησε τα πάντα, ο προαιώνιος και υπερούσιος Λόγος, από ανέκφραστη φιλανθρωπία και ευσπλαχνία για χάρη μας θέλησε να περιβληθεί τη δική μας εικόνα, για να ανακαλέσει τη φύση πού σύρθηκε στον Άδη και να την ανακαινίσει, γιατί είχε παλαιωθεί και να την αναβιβάσει προς το υπερουράνιο ύψος της βασιλείας και θεότητός του.
Και βρίσκει αυτήν την αειπάρθενη η οποία υμνείται από μας σήμερα που γιορτάζουμε την παράδοξη είσοδό της στα άγια των αγίων και την εκλέγει ανάμεσα από όλους ανά τους αιώνες εκλεκτούς και θαυμαστούς και περιβόητους για την ευσέβεια και σύνεση και σε λόγια και σε έργα.
Ήταν αδύνατο η υψίστη και υπεράνω του νου καθαρότης, ο σαρκωθείς Λόγος, να ενωθεί με μολυσμένη φύση, γιατί ένα μόνο πράγμα είναι αδύνατο στο θεό, το να έλθει σε ένωση με ακάθαρτο, πριν αυτό καθαρισθεί. Γι’ αυτό και χρειαζόταν κατ’ ανάγκη μια τελείως αμόλυντη και καθαρότατη παρθένο για κυοφορία και γέννηση εκείνου που είναι και εραστής της και δοτήρας της καθαρότητας, η οποία και προορίσθηκε και φανερώθηκε και το σχετικό με αυτήν μυστήριο τελέσθηκε, με πολλά παράδοξα γεγονότα.
Πρώτα η γέννησή της από το ζεύγος που ζητούσε με άσκηση και προσευχή τη λήξη της ατεκνίας τους και έλαβαν την υπόσχεση και συνέλαβαν τη τωρινή Θεομήτωρ. Και επειδή οι πολυάρετοι γονείς της πέτυχαν το ζητούμενο, έσπευσαν να εκπληρώσουν την προς το Θεό υπόσχεσή τους και μετά τον απογαλακτισμό την οδηγούν στο ιερό του Θεού και στον ιεράρχη που ευρίσκετο εκεί, αλλά και αυτή μόνη της με ελεύθερη γνώμη προσήλθε στο Θεό και διέμενε στα άγια των αγίων. Τρεφόταν δε από πάνω με άγγελο με απόρρητη τροφή που δυνάμωνε καλύτερα τη φύση της και τελειοποιούσε τον εαυτό της κατά το σώμα, ώστε το κατάλληλο καιρό να ανοιχθούν οι ουράνιες μονές και να δοθούν για αιώνια κατοίκηση σε όσους πιστεύουν στη παράδοξη γέννα της.
Έχοντας πλέον από τη μητρική ακόμη κοιλιά τέτοια θεία χαρίσματα και φυσικά δώρα, δεν δέχθηκε ούτε καμιά άλλη επίκτητη φύση (διότι έτσι νομίζω ότι πρέπει να ονομάζουμε τα από τους δασκάλους αποκτήματα) να εισφέρει μέσα της φοιτώντας σε δασκάλους. Αντίθετα, αφού παρέδωσε στο Θεό τον ηγεμονικό νου ως υπήκοο σε όλα, εγκατέλειψε δε τελείως τα διδάγματα των ανθρώπων και έτσι δέχθηκε άφθονη την από τα άνω σοφία, στο σημείο της ηλικίας που οι γονείς τοποθετούν τα παιδιά χωρίς τη θέλησή τους ως νήπια κάτω από τη καθοδήγηση νηπιαγωγού και τα παραδίδουν σε γραμματοδιδασκάλους, αυτή παρακάθεται μαζί με το Θεό σε άγια άδυτα σαν θεσπέσια ανάκτορα, ως βασιλικός έμψυχος θρόνος ανώτερος από κάθε έδρα, στολισμένος ολόκληρος με αρετές που πρέπουν σε τέτοιο βασιλέα που κάθεται σε αυτόν.
Μόλις τριών ετών που μόλις είχε αποκοπεί από το θήλασμα και τη δίαιτα της αγκαλιάς δείκνυε το πρέπον σε όσους γνωρίζουν να κρίνουν αλάθευτα. Όταν έφθασε κοντά στα πρόθυρα του ιερού, ενώ νεάνιδες ευγενείς ντυμένες επάξια προς το γένος τους την περιστοίχιζαν κρατώντας λαμπάδες και έτσι με επισημότατη πομπή την προέπεμπαν με ευταξία προς το εσωτερικό, σε αυτό το σημείο φάνηκε ότι αισθανόταν καλύτερα από όλους όσα συμβαίνουν και πρόκειται να της συμβούν. Σεμνή τότε και χαρούμενη και θαυμαστή με το κατάλληλο παράστημα και ήθος και φρόνημα προχωρούσε και έρχεται σε συνάντηση με τον αρχιερέα.
Ας δούμε λοιπόν, πως τίθεται τέλος στους τύπους, πως πάνω σε εκείνη ακριβώς τη σκιαγραφία τελετουργείται η μορφή της αλήθειας. Εισήλθε στα πρόσκαιρα άγια των αγίων η παντοτινή αγία των αγίων. Εισήλθε η αχειροποίητη σκηνή του Λόγου, η λογική και έμψυχη κιβωτός του άρτου της ζωής που αληθινά αποστάλθηκε σε εμάς από τους ουρανούς. Εισήλθε η βίβλος της ζωής, που δεν δέχθηκε τύπους λόγου, αλλά τον ίδιο το Λόγο του Πατρός απορρήτως. Σε αυτήν την αληθινή κιβωτό παρίστανται όχι οι τύποι των αγγέλων, αλλά οι ίδιοι οι άγγελοι και το σπουδαιότερο είναι ότι δεν επεσκίαζαν απλά, αλλά διακονούσαν και υπηρετούσαν στη διατροφή. Διατροφή που δεν είναι δυνατό να πούμε ούτε τι ήταν, τόσο ξεπερνούσε σε θαυμασμό και το πολυθρύλητο εκείνο μάννα.
Ο διακομιστής ήταν καθαρό σύμβολο της αγγελικής πολιτείας της Παρθένου σε αυτό το στάδιο της ηλικίας την υπηρετούσε συνεχώς και δεν την επεσκίαζε, υποσχόμενος σε αυτήν το μελλοντικό μεγαλείο. Αυτήν άλλωστε πρόκειτο να επισκιάσει, όχι άγγελος ούτε αρχάγγελος ούτε τα ίδια τα Χερουβίμ και τα Σεραφείμ, αλλά η ίδια η ενυπόστατη δύναμη του Υψίστου. Τούτο μάλιστα δεν είναι επισκίαση αλλά καθαρά ένωση, όχι μόνο στη γαστέρα αλλά και μόρφωση. Και το μορφωμένο από τα δύο, δηλαδή από τη δύναμη του Υψίστου και στη παναγία και παρθενική εκείνη γαστέρα ήταν ο Λόγος Θεού σαρκωμένος.
Πω πω, σε ποιό βάθος μυστηρίου κατεβάσαμε το λογο! Και έτσι ζούσε λοιπόν σαν στο παράδεισο, βίο απαράσκευο, αφρόντιστο, αμέριμνο, αμέτοχο αγενών παθών, ζώντας μόνο για το Θεό, βλεπόμενη μόνο από το Θεό, τρεφόμενη μόνο από το Θεό και γενικά αφιερωμένη συνεχώς στο Θεό.
Ζούσε την ιερά ησυχία, τη στάση του νου και του κόσμου, τη λησμονιά των κάτω, την μύηση των άνω, την απόθεση των νοημάτων προς το καλύτερο, δια της παιδείας από την ησυχία που θεωρούμε μέσα το Θεό. Αφού λύθηκε από κάθε υλικό δεσμό ανυψώθηκε πάνω και από αυτή τη συμπάθεια προς το σώμα της, σύνηψε το νου της με τη προς τον εαυτό στροφή και προσοχή και με τη αδιάλειπτο θεία προσευχή. Και δι’ αυτής ερχόμενη τελείως στον εαυτό της και υπερβαίνοντας το πολύμορφο συρφετό των λογισμών, διέκρινε νέα και απόρρητη οδό στους ουρανούς, που θα την έλεγα νοητή σιγή.
Αφού έτσι μυήθηκε στα ανώτατα μυστήρια με αυτές τις ακρότατες θεωρίες και κατά το τρόπο αυτόν ενώθηκε και αφομοιώθηκε με το Θεό, μόνη αυτή στους αιώνες επετέλεσε αυτή την υπερφυά πρεσβεία για χάρη μας και μόνη της την αποπεράτωσε, πραγματοποιώντας το μέγα και το πάνω από το μέγα κατόρθωμα. Διότι δεν έγινε μόνο καθ’ ομοίωση Θεού, αλλά και έκαμε το Θεό καθ’ ομοίωση ανθρώπου. Και δεν το έκανε αυτό πείθοντάς τον, αλλά και τον κυοφόρησε ασπόρως και τον γέννησε αφράστως, κατά την χάρη από το Θεό (γι’ αυτό και προσαγορεύθηκε από τον αρχάγγελο, κεχαριτωμένη).
Ποιος μπορεί να περιγράψει τα μεγαλεία σου, παρθένε; Έγινες Θεομήτωρ, ένωσες το νου με το Θεό, ένωσες το Θεό με τη σάρκα, έκανες το Θεό υιό ανθρώπου και τον άνθρωπο υιό Θεού, συμφιλίωσες τον κόσμο με τον ποιητή του κόσμου. Μας δίδαξες με έργα ότι το θεωρείν δεν προσγίνεται μόνο με αίσθηση ή και λογισμό στους πραγματικούς ανθρώπους (διότι τότε θα ήσαν λίγο μόνο καλύτεροι από τα άλογα), αλλά πολύ περισσότερο με τη κάθαρση του νου και τη μέθεξη της θείας χάριτος, κατά την οποία εντρυφούμε στα θεοειδή κάλλη όχι με λογισμούς, αλλά με άυλες επαφές. Έκαμες τους ανθρώπους ομοδίαιτους με τους αγγέλους, ή μάλλον αξίωσες και μεγαλύτερων βραβείων, αφού συνέλαβες από το άγιο Πνεύμα θεανδρική μορφή και την γέννησες παράδοξα και κατέστησες την ανθρώπινη φύση απορρήτως συμφυή και, θα λέγαμε, ομόθεη με τη θεία φύση.
Ας φυλάττουμε επομένως τη προς το Θεό και προς αλλήλους ενότητα, που έχει εντυπωθεί σ’ εμάς από το Θεό θείως, δια των δεσμών της αγάπης. Ας βλέπουμε πάντοτε προς τον άνω γεννήτορα. Ας υψώσουμε άνω προς αυτόν τη καρδιά μας. Ας παρατηρήσουμε το μέγα τούτο θέαμα, τη φύση μας να συνδιαιωνίζει αύλως με το πυρ της Θεότητος, και, αποβάλλοντας τους δερμάτινους χιτώνες, που έχουμε ενδυθεί από τη παράβαση, ας σταθούμε σε αγία γη, αναδεικνύοντας ο καθένας μας τη δική του γη αγία δια της αρετής και της προς το Θεό σταθερής αφοσιώσεως, να φωτισθούμε και φωτιζόμενοι να συνδιαιωνίσουμε σε δόξα της τρισηλίας Θεότητος που πρέπει κάθε δόξα, κράτος, τιμή και προσκύνηση τώρα και στους ατέλειωτους αιώνες. Γένοιτο…».
* Πηγή: απόσπασμα από τις Πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς», τόμος 11ο
"Λόγος στην Κοίμηση της Υπεραγίας Θεοτόκου"
(Αγ. Λουκά Αρχιεπ. Συμφερουπόλεως και Κριμαίας)
Τον καθένα από μας τον βασανίζει το ερώτημα: τι θα γίνει με μας και τι μας περιμένει μετά το θάνατο; Μία σαφή απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα μόνοι μας δεν μπορούμε να την βρούμε. Αλλά η Αγία Γραφή και πρώτα απ’ όλα ο λόγος του Κυρίου μας Ιησού Χριστού μας αποκαλύπτουν αυτό το μυστικό. Μας το αποκαλύπτουν επίσης το απολυτίκιο και το κοντάκιο της μεγάλης αυτής γιορτής της Κοιμήσεως της Υπεραγίας Θεοτόκου και οι εκκλησιαστικοί ύμνοι που ψάλλονται σ’ αυτή τη γιορτή.
Θέλω όλοι σας να καταλάβετε, γιατί ο θάνατος της Υπεραγίας Θεοτόκου και Παρθένου Μαρίας λέγεται Κοίμησή της. Ο μέγας απόστολος Ιωάννης ο Θεολόγος στο 20ο κεφάλαιο της Αποκαλύψεως μιλάει για τον πρώτο και το δεύτερο θάνατο. Ο πρώτος μόνο θάνατος, ο οποίος είναι αναπόφευκτος για όλους τους ανθρώπους, περιμένει και τους αγίους και τους δικαίους. Αλλά ο δεύτερος, ο φοβερός και αιώνιος θάνατος, περιμένει τους μεγάλους και αμετανόητους αμαρτωλούς, οι οποίοι αρνήθηκαν την αγάπη και την δικαιοσύνη του Θεού και είναι καταδικασμένοι να βρίσκονται αιωνίως σε κοινωνία με το διάβολο και τους αγγέλους του.
Στο Ευαγγέλιο του ίδιου μεγάλου αποστόλου και ευαγγελιστού Ιωάννου του Θεολόγου διαβάζουμε τα λόγια του Χριστού, τα οποία είναι πολύ στενά συνδεδεμένα με όσα γράφει η Αποκάλυψη: «αμήν αμήν λέγω υμίν ότι ο τον λόγον μου ακούων και πιστεύων τω πέμψαντί με έχει ζωήν αιώνιον και εις κρίσιν ουκ έρχεται, αλλά μεταβέβηκεν εκ του θανάτου εις την ζωήν» (Ίωάν. 5, 24).
Το ακούτε, το καταλαβαίνετε; Νομίζω ότι ακόμα και θα πρέπει να σας κινήσει την περιέργεια το γεγονός ότι όλοι όσοι υπακούουν στο λόγο του Χριστού και πιστεύουν στον Ουράνιο Πατέρα του, ο οποίος τον έστειλε, αμέσως μετά το θάνατο τους θα περάσουν στην αιώνια ζωή. Δεν υπάρχει λόγος να δικαστούν αυτοί που έχουν ζωντανή πίστη στο Θεό και υπακούουν στις εντολές του.
Και στους μεγάλους δώδεκα αποστόλους είπε ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός: «αμήν λέγω υμίν ότι υμείς οι ακολουθήσαντές μοι, εν τη παλιγγενεσία, όταν καθίση ο Υιός του ανθρώπου επί θρόνου δόξης αυτού, καθίσεσθε και υμείς επί δώδεκα θρόνους κρίνοντες τας δώδεκα φυλάς του Ισραήλ» (Ματθ. 19, 28).
Δικαστές και κατήγοροι θα είναι κατά την Φοβερά Κρίση του Θεού οι Απόστολοι του Χριστού και, βεβαίως, είναι τελείως αδύνατο να φανταστούμε να δικάζονται η Υπεραγία Θεοτόκος και Αειπάρθενος Μαρία, ο Βαπτιστής του Κυρίου Ιωάννης, οι μεγάλοι προφήτες του Θεού, ο Ηλίας και ο Ενώχ τους οποίους ζωντανούς τους πήρε ο Θεός στον Ουρανό, όλο το αμέτρητο πλήθος των μαρτύρων του Χριστού, οι δοξασμένοι από τον Θεό άγιοι αρχιερείς και θαυματουργοί με επί κεφαλής τον άγιο Νικόλαο, αρχιεπίσκοπο Μύρων της Λυκίας.
Είναι αδύνατον ακόμα και να περάσει από το μυαλό μας η σκέψη πως θα δικαστούν αυτοί, οι όποιοι άκουσαν από το στόμα του Χριστού: «Η βασιλεία του Θεού εντός υμών εστίν» (Λκ. 17, 21). Σ’ αυτούς τους μεγάλους αγωνιστές του Χριστού, σαν σε πολύτιμους ναούς κατοικούσε το Άγιο Πνεύμα. Ακόμα και ζώντας στη γη, αυτοί βρισκόταν στην άμεση κοινωνία με τον Θεό, επειδή έτσι είπε ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός: «Εάν τις αγαπήση με, τον λόγον μου τηρήσει, και ο πατήρ μου αγαπήσει αυτόν, και προς αυτόν ελευσόμεθα και μονήν παρ’ αυτώ ποιήσομεν» (Ίωάν. 14, 23).
Ή Υπεραγία Παρθένος Μαρία υπήρξε άχραντος ναός του Σωτήρος και σ’ αυτήν κατοίκησε το Άγιο Πνεύμα και από την αγιότατη μήτρα της έλαβε το ανθρώπινο σώμα ο Υιός του Θεού, ο Οποίος κατέβηκε από τους Ουρανούς. Γι’ αυτό ο σωματικός της θάνατος δεν ήταν θάνατος αλλά Κοίμηση, δηλαδή ένα άμεσο πέρασμα από τη Βασιλεία του Θεού εντός της στη Βασιλεία των Ουρανών και την αιώνια ζωή.
Μού ήρθε τώρα στο μυαλό και κάτι καινούριο. Σ’ ένα από τα προηγούμενα κηρύγματα μου σάς έλεγα, ότι έχουμε κάθε λόγο να πιστεύουμε, ότι και το σώμα της Υπεραγίας Θεοτόκου με τη δύναμη του Θεού έγινε άφθαρτο και ανελήφθη στους ουρανούς. Αυτό μάς λέει και το κοντάκιο της μεγάλης γιορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου: «Την εν πρεσβείαις ακοίμητον Θεοτόκον, και προστασίαις αμετάθετον ελπίδα, τάφος και νέκρωσις ουκ εκράτησεν ως γαρ ζωής Μητέρα, προς την ζωήν μετέστησεν, ο μήτραν οικήσας αειπάρθενον».
Προσέξτε: «τάφος και νέκρωσις ουκ εκράτησεν». Σκεπτόμενοι αυτό, ας θυμηθούμε και τι γράφει η Αγία Γραφή για το θάνατο του μεγαλυτέρου προφήτη της Παλαιάς Διαθήκης, του Μωυσή στο 34ο κεφάλαιο του βιβλίου του Δευτερονομίου, ότι πέθανε σύμφωνα με το λόγο του Θεού στο όρος Νεβώ και τάφηκε στη γη Μωάβ. Ο τάφος του μεγάλου αυτού προφήτη έπρεπε να είναι για πάντα τόπος προσκυνήματος για όλο το λαό του Ισραήλ. Όμως στη Βίβλο διαβάζουμε, ότι: «ουκ οίδεν ουδείς την ταφήν αυτού έως της ημέρας ταύτης» (Δευτ. 34, 6). Όμως κατά τη Μεταμόρφωση του Κυρίου στο όρος Θαβώρ εμφανίστηκε ο Μωυσής στον Κύριο και Δεσπότη του τον Ιησού μαζί με τον προφήτη Ηλία, ο οποίος αρπάχτηκε ζωντανός στους ουρανούς.
Νομίζω ότι δεν θα είναι αμαρτία αν θα πούμε, ότι το σώμα του μεγάλου Μωυσή, όπως και το σώμα της Υπεραγίας Θεοτόκου, με τη δύναμη του Θεού, έμεινε άφθαρτο. Γι’ αυτό και ο τάφος του είναι άγνωστος.Νομίζω ότι δεν θα είναι αμαρτία αν θα πούμε, ότι το σώμα του μεγάλου Μωυσή, όπως και το σώμα της Υπεραγίας Θεοτόκου, με τη δύναμη του Θεού, έμεινε άφθαρτο. Γι’ αυτό και ο τάφος του είναι άγνωστος. Να σκεφτόμαστε, αδελφοί και αδελφές μου, την μακάρια Κοίμηση της Υπεραγίας Παρθένου Μαρίας και να θυμόμαστε τα λόγια του Κυρίου μας Ιησού Χριστού: «Αμήν αμήν λέγω υμίν ότι ο τον λόγον μου ακούων και πιστεύων τω πέμψαντί με έχει ζωήν αιώνιον, και εις κρίσιν ουκ έρχεται, αλλά μεταβέβηκεν εκ του θανάτου εις την ζωήν» (Ίωάν. 5, 24).
Να μάς αξιώσει ο Θεός να γευθούμε και εμείς οι αμαρτωλοί τη μεγάλη αυτή χαρά, με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, ου η δόξα και το κράτος συν τω ανάρχω αυτού Πατρί και τω Παναγίω Αυτού Πνεύματι εις τους αιώνας. Αμήν.
ΑΓΙΟΣ ΛΟΥΚΑΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΡΙΜΑΙΑΣ
* Από το βιβλίο :”ΛΟΓΟΙ ΚΑΙ ΟΜΙΛΙΕΣ – ΤΟΜΟΣ Γ’ – ΕΚΔΟΣΕΙΣ “ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ”
Πηγή: http://www.impantokratoros.gr
"H Ρωσική Εκκλησία επιθυμεί την απαγόρευση της λειτουργίας των καταστημάτων τις Κυριακές"
Ακόμα μία εξαιρετική πρόταση από την Εκκλησία! Οι Ρώσοι τρελαίνονται να ψωνίζουν στα φανταχτερά πολυκαταστήματα τους, τα οποία πωλούν ένα σωρό άχρηστα και κυρίως ανόητα καταναλωτικά αντικείμενα. Το να παραμένουν κλειστά το Σαββατοκύριακο θα ωφελούσε την κοινωνία. Αυτό είναι ένα από τα σωστά πράγματα που κάνει η Γερμανία
Όπως αναφέρει η RIA-Novosti, ο επικεφαλής του Τμήματος Εξωτερικών Υποθέσεων του Πατριαρχείου Μόσχας, Μητροπολίτης Ιλαρίων Αλφέγιεφ δήλωσε στην 24-ωρη ρωσική τηλεοπτική εκπομπή «Η Εκκλησία και ο Κόσμος» ὅτι υποστηρίζει την πρωτοβουλία του Ομοσπονδιακού Συμβουλίου να παραμένουν κλειστά τα εμπορικά καταστήματα την Κυριακή.
Νωρίτερα είχε γίνει γνωστό ότι το Ομοσπονδιακό Συμβούλιο, το ανώτατο δηλαδή όργανο της Ρωσικής Βουλής, είχε ολοκληρώσει την προετοιμασία ενός διορθωτικού διατάγματος για τον νόμο «Περί Εμπορίου», σύμφωνα με το οποίο τα σούπερ μάρκετ δεν θα είναι ανοικτά πλέον σε 24ωρη βάση, αλλά θα κλείνουν στις 9μ.μ. μέσα στην εβδομάδα, στις 4μ.μ. το Σάββατο και θα παραμένουν κλειστά την Κυριακή.
Σύμφωνα με τον Μητροπολίτη, τα ψώνια στα καταστήματα περιορίζουν κατά πολύ τον ελεύθερο χρόνο των Ρώσων. «Ίσως μία από τις αιτίες που τόσες οικογένειες διαλύονται είναι ότι δεν βρίσκουν αρκετό χρόνο να είναι όλοι μαζί», τόνισε.
Επίσης, συνέχισε, οι υπάλληλοι των μεγάλων καταστημάτων στερούνται της άδειας του Σαββατοκύριακου, συμπεριλαμβανομένου και του χρόνου που χρειάζονται για να εκκλησιάζονται. «Το πρόβλημα αυτό αφορά τους ανθρώπους που δουλεύουν σε αυτές τις εταιρείες». Δεν έχουν την ευκαιρία να πηγαίνουν στην εκκλησία την Κυριακή, και επιπλέον στερούνται της ευκαιρίας να είναι μαζί με την οικογένειά τους. Όταν οι άνθρωποι δουλεύουν δίχως διακοπή καθ΄ όλες τις μέρες της εβδομάδας, μετατρέπονται σε ρομπότ, δήλωσε ο Σεβασμιώτατος.
Russian Insider, 11 Μαḯου 2017
«Ο τσομπάνος που πήγε στον Παράδεισο!»
(Iστορία*)
Αυτός ό τσοµπάνος, πού πήγε στόν Παράδεισο, τόν λέγανε Μαυρογένη, γιατί είχε µαύρα γένια καί ζούσε µέ τήν γυναίκα του απ’ τόν κόσµο µακρυά, µέ τά ζωντανά του καί δέν κατέβαινε στό χωριό, παρά µονάχα γιά νά πουλήση τά τυριά του καί νά ψουνίση τά χρειαζούµενα, ξεκίνησε νά λέη ό Προκόπης.
Μιάν ήµέρα τό λοιπόν, όπου βρέθηκε στό χωριό γιά τίς δουλειές του, πήγε νά άνάψη ενα κερί στήν εκκλτισιά, γιατί ήτανε θεοφοβούµενος καί καλής ψυχής άνθρωπος. Εκεί µιλούσεν ό παπάς στούς χωριανούς του καί τούς έλεγε τό κήρυγµα γιά τόν ίσιον δρόµο του Θεού, πού πάει ολόισια στόν Παράδεισον, αν δέν στρίβουµε δεξιά κι αριστερά.
Πρέπει νά τραβούµεν ίσια καί νά είµαστε συµπονετικοί γιά κάθε άνθρωπον, όταν εχει τήν ανάγκην µας. Νάµαστεν δηλαδή ψυχηκάρη δες καί νά έλεούµε, γιατί τό ίδιο κάνει καί ο Θεός καί έλεεί τόν κόσµον όλον γιά νά ζη καί νά πορεύεται. Κι όποιον δει πώς κάνει κι αυτός τό ίδιο, τόν συµπαθα πολύ καί τόν παίρνει στόν Παράδεισον, όπου είναι ή ζωή µεγαλείο άτελείωτον! «Ετσι τά έλεγεν ο παπάς κι ετσι πρέπει νά είναι, κατά τήν γνώµην µου. Ή Έκκλησία δέν λέγει ποτέ της ψέµατα καί γιατί νά τά πη, µαθές;
‘Όλοι ακούγαµε τόν άπλοϊκόν τσοµπάνο, πού µιλούσε µέ τόν δικό του παραστατικόν τρόπο καί κάθε λίγο σκούπιζε τά µουστάκια του, άγνωστον γιατί, καί δέν εδειχνε δυσκολία στό νά έκφραστή αυθόρµητα καί νά πη τήν πίστη του. Ό φίλος µου, πού είχε ένθουσιασθή, ρώτησε, συντοµεύοντας τήν µικρή παύση στήν διήγηση του Προκόπη:
– Καί µετά τί έγινε: Πως πήγε στόν Παράδεισον;
– ‘Όταν γύρισε στό καλύβι του, τό είπε στήν γυναίκα του χαρούµενος αυτό τό ευχάριστο µαντάτο καί της είπε πώς θά πάει τήν άλλη µέρα νά συναντήση τόν Θεό. ‘Ετσι κι έγινε.
Τήν άλλη µέρα πηρε ψωµοτύρι µαζί του, χαιρέτισε τήν κυρά του καί ξεκίνησε γιά τόν Παράδεισο. Πήρε τόν ίσιον δρόµο καί προχωρούσε ανάµεσα στά χωράφια, χωρίς νά στρίβη δεξιά τι αριστερά, όπως είπεν ο παπάς καί τό βραδινό κοιµήθηκε κάτω από ένα δέντρο καί συνέχισε τήν άλλη µέρα τόν ίσιο δρόµο γιά τόν Παράδεισο.
Εφαγε καί τό ψωµοτύρι, που είχε µαζί του καί συνέχισε καί τήν τρίτη µέρα καί τήν τέταρτη. Τό ένα βουνό ανέβαινε, τό άλλο κατέβαινε. Τήν πέµπτη µέρα πεί νασε πολύ καί σκέφτηκε τί νά κάνη καί που νά βρη τροφή. Κι όταν άνέβηκε τό βουνό, πού ηταν µπροστά του, είδε στήν απέναντι πλαγιά ένα Μοναστήρι. ‘Έσυρε λοιπόν καί πήγε. Χτύπησε τήν πόρτα καί ζήτησε βοήθεια. Ευτυχώς τό Μοναστήρι βρισκόταν πάνω στόν δρόµο του. Τόν βάλανε λοιπόν µέσα στήν εκκλησιά του Μοναστηριού νά περιµένη, ώσπου νά του φέρουνε τίποτε φαγώσιµο. Κι έβλεπε ολόγυρα τίς εικόνες καί τίς θαύµαζε, όλες του φαινότανε ζωντανές, όλοζώντανες. Μόνο, πού δεν µιλούσανε. Κι όντας έστρεψε τό µάτι του καί εΙδε στόν σταυρό σταυρωµένον κι όλόγυµνο καί µατωµένον τόν Χριστό, άναφώνησε:
– Ωχου, τό παλληκάρι, τό λαβώσανε οί άτιµοι! Ωχου καί τόν έχουν κρεµασµένον ακόµα!
– Τήν ίδια στιγµή, ένας καλόγερος του εφερε λίγα φαγώσιµα, τά βαλε πάνω στον πάγκο καί τούπε νά φάη, συνέχισε ο Προκόπης.Ό καλόγερος όµως µπαίνοντας τόν άκουσε, πού µιλούσε στόν σταυρωµένον καί τόν ρώτησε:
Μιλούσες µέ κανέναν, άδερφέ; Ό Μαυρογένης, πού υποψιάστηκε τόν καλόγερον, πώς είναι απ’ αύτούς, πού τόν σταυρώσανε, δέν είπε τίποτα. Κι όταν έφυγε ο καλόγερος φώναξε στόν σταυρωµένον:
– Έ, παλληκάρι! Μπορείς νά κατεβη; από κεί πάνω, νά ‘ρθης νά φαµε µαζί αυτά, πού µου φέρανε; Θές νά ‘ρθώ νά σέ κατεβάσω εγώ;
– Οχι. Μπορώ καί µόνος µου νά κατέβω. Ερχοµαι.
– Κατέβηκε τό λοιπόν ο Σταυρωµένος κάτω, συνέχισε ο Προκόπης τήν άφήγησή του, καθησε στον πάγκο κι έφαγε κι έπιασε κουβέντα µέ τόν τσοµπάνο. ‘Εκείνος τούπε νά τόν πάρη µαζί του, τώρα πού πάει νά συναντήσει τόν Θεό.
Θέλεις νά σέ πάρω κι εσένα; Ό Θεός είναι καλός καί θά σε λυπηθή καί θά σέ βάλη καί σένα στόν Παράδεισο. Εγώ γι’ αυτό πάω στόν Θεό. ‘Ερχεσαι µαζί µου; Δέν πρόλαβε όµως ο Σταυρωµένος ν’ άποκριθή, γιατί ακούστηκε νά ερχεται ο καλόγερος. Τότε ο Σταυρωµένος ξανανέβηκε γρήγορα πάνω στόν σταυρό κι έµεινε µέ ανοιγµένα χέρια.
Καί ο καλόγερος ρώτησε τόν τσοµπάνο:
– Τώρα µή µου πης πώς δέν µίλαγες µέ κανέναν. Σ’ ακουσα µέ τά ίδια µου τ’ αυτιά. Λέγε µέ ποιόν µιλούσες;
– Ό Μαυρογένης φοβήθηκε στήν αρχή, δίστασε καί στό τέλος είπε στόν καλόγερο πώς μιλούσε μέ τό κρεμασμένο αυτό παλληκάρι, πού τό λυπήθηκε καί τό κάλεσε νά φάνε μαζί τό βρισκάμενο. Καί είπε στόν καλόγερο:
– Μή μέ μαρτυρήσεις, άγιε καλόγερε, αλλά θέλω νά πάω στόν Παράδεισο καί ό παπάς του χωριού μας είπε νά πάρουμε τόν ίσιο δρόμο καί νά είμαστε ψυχοπονιάρηδα;
Κατάλαβες; Τό λυπήθηκα λοιπόν τό παλληκάρι καί τό κάλεσα νά πάρη κι αυτό μιά μπουκιά ψωμί. Κακό εκανα;
– ‘Οχι, όχι, καλά εκανες καί πάντα νά συμπονας τούς άναγκεμένους, αποκρίθηκε κατάπληκτος ό καλόγερος μέ τά όσα του είπε ό τσομπανος. Κι ετρεξε καί τά φανέρωσε όλα στόν Ήγούμενό του.
Ύστερα, λέγει η ιστορία, φτάσανε όλοι οί καλόγεροι μέ τόν Ήγούμενο στήν εκκλησιά καί βάλανε μετάνοια στόν τσομπανο, πού έφαγε μαζί με τόν Σταυρωμένο Χριστό καί τόν παρακαλέσανε νά πει καμμιά καλή κουβέντα καί γι’ αύτούς, όταν συναντήσει τόν Θεό.
– Άμα τόν δω τόν Θεό, θά του πω καί γιά σας, αλλά γιατί τό κρατατε σταυρωμένο τό παλληκάρι; Τί σας εκανε; Κατεβάστε το νά φάη καί νά ντυθη, πού είναι όλόγυμνος καί πληγωμένος. Κι αν δέν τόν θέλετε έσεις εδώ, τόν παίρνω εγώ μαζί μου.
– Έκείνοι κοκκαλώσανε απ’ τήν καλωσύνη καί τήν αθωότητα τοϋ Μαυρογένη καί, άφού του δώσανε όλα τα χρειαζούμενα, τόν συνόδεψαν κάμποσο στόν ίσιο δρόμο. πού ακολουθούσε κι όταν έκείνος απομακρύνθηκε, τόν βλέπανε πού δέν πάταγε στήν γη, αλλά περπατούσε στόν αέρα μέχρι, πού χάθηκε απ’ τά μάτια τους.
Αυτός ό καλός άνθρωπος γιά μένα θά πήγε στόν Παράδεισο τό δίχως άλλο. Γιατί λυπότανε όλους τούς πονεμένους, όπως κάνει κι ό Θεός. Έγώ γράμματα δέν ξέρω γιά νά τά πώ πιο όμορφα, αλλά θυμάμαι τόν παππού μου τόν Χαραλάμπη, πού έλεγε πώς ό,τι κάνεις σ’ αυτήν τήν ζωή τά ίδια θά σου κάνουνε κι εσένα στήν άλλη. Κι αυτό τό πιστεύω. Αυτή εναι n Ιστορία, πού άκουσα.
*Από το βιβλίο του Π.M.Σωτήρχου «Οι εραστές του παραδείσου»
Πηγή: www.vimaorthodoxias.gr
"Ο Θεός μιλά σιγά μέσα μας και όχι με κορόνες. Είναι πνοή αύρας λεπτής!"
(Συνέντευξη της ηθοποιού Όλιας Λαζαρίδου*)
Μια φράση που είχατε πει πριν από καιρό, ότι «πρέπει να φυσήξει Θεός», ομολογώ ότι αποπνέει μια ιδιαίτερη αίσθηση και συγχρόνως απελευθερώνει την φλόγα μιας εσωτερικής δύναμης…
Αυτήν την περίοδο -πέρα από τα προφανώς σοβαρά οικονομικά προβλήματα- θεωρώ ότι η κρίση που βιώνουμε ως χώρα είναι κυρίως πνευματική. Υπάρχει πολύ μεγάλη ένδεια πνευματική. Αισθάνομαι ότι ζούμε το παρόν, το νυν, αλλά εάν αυτό δεν εμπεριέχει και το «αεί» τότε η ζωή γίνεται πολύ στενή. Για εμένα τουλάχιστον θα ήτανε αφόρητη. Νιώθω ότι αυτό το κομμάτι της ζωής μας είναι σαν ένα παράθυρο, που επιτρέπει στον αέρα να έρχεται προς τα μέσα αλλά συγχρόνως και να βγαίνει. Να κυκλοφορεί, δηλαδή, ανεμπόδιστα…
Η παρουσία μέσα σας του Θεού είναι αρκετή για να θέσει σε κίνηση το πιο δημιουργικό κομμάτι της ύπαρξής σας; Να γονιμοποιήσει το ταλέντο σας;
Δεν νομίζω ότι είναι έτσι τα πράγματα…Δεν τον βρήκα εγώ τον Θεό, Αυτός με βρήκε. Έτσι νομίζω ότι συμβαίνει. Τον Θεό δεν Τον χρησιμοποιείς, Εκείνος σε κυριεύει. Ο Θεός μιλά πολύ σιγά μέσα μας και όχι με κορώνες. Είναι πνοή αύρας λεπτής. Σε βρίσκει Αυτός, και εσύ από εκεί και πέρα το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να χαμηλώσεις λίγο. Και αυτό επειδή στα μεγάλα αναστήματα δεν πολύ χωράει ο Θεός. Χωράει στα μικρά. Επομένως, να παραδίνεσαι πρέπει και όχι να χρησι-μοποιείς. Αυτή είναι η σχέση, που εγώ τουλάχιστον έχω νιώσει απέναντι στον Θεό. Από εκεί και πέρα ότι ο Θεός σε γεμίζει με «δώρα», σε εμπλουτίζει ψυχικά, αυτό ασφαλώς και είναι σίγουρο. Αυτό όμως είναι ένα διαφορετικό πράγμα …
Και ποια αλλαγή έχετε νοιώσει έως σήμερα στην ζωή σας μέσα από την σχέση με τον Θεό;
Ένα μόνο πράγμα: την χαρά. Αυτή είναι η μεγάλη αλλαγή που έχω νιώσει μέσα στο πέρασμα των χρόνων. Ότι άνοιξε στη ζωή μου ένα παράθυρο χαράς. Σε παλαιότερες περιόδους της ζωής μου με γοήτευε το μαύρο, το σκοτεινό… Σιγά-σιγά όμως κατάλαβα ότι αυτό στην πραγματικότητα ναι μεν ήταν γοητευτικό, αλλά ρηχό. Και ότι αυτό που όχι μόνο δεν έχει τέλος, αλλά μπορεί να σε συντροφέψει για μια ολόκληρη ζωή, είναι ο πραγματικός αγώνας να βρεθείς σε μια πορεία προς το φως.
Ο Θεός συμβολίζει την εγκατάλειψη του παλαιού εαυτού μας και την κατοίκηση εντός μας του αληθινού λόγου;
Εγώ αυτά δεν τα πολυσκέφτομαι και δεν τα ψάχνω κατ’ αυτόν τον τρόπο. Απέναντι σε αυτά εγώ τοποθετούμαι σαν παιδί. Προσπαθώ να έχω την απλότητα του παιδιού. Όταν προσπαθείς να ερμηνεύσεις κάτι πολύ σχολαστικά, τότε νομίζω ότι χάνεις την ουσία. Μοιάζει κατά κάποιον τρόπο με μια σκέψη που είχα κάνει στο παρελθόν σχετικά με το τί σημαίνει ταλέντο: Ότι, δηλαδή, το ταλέντο είναι κάτι που εάν το έχεις πρέπει να κάνεις σαν να μην το έχεις, γιατί αλλιώς θα πάψεις να το έχεις. Ορισμένα πράγματα, είναι από μόνα τους τόσο μεγάλα, που μόνο με ευγνωμοσύνη πρέπει να τα προσεγγίζουμε και όχι με το μυαλό. Η σκέψη, νομίζω, δεν σε οδηγεί μακριά.
Ποια ερμηνεία θα μπορούσατε να δώσετε στην θρησκευτική πίστη;
Δεν ξέρω, αλλά όσον αφορά εμένα, ήρθε και με βρήκε. Ήταν κάτι τελείως διαφορετικό με τις αναζητήσεις που είχα στην εφηβεία π.χ. με τις ιδεολογίες, τα κόμματα, την τέχνη κ.α. Κάτι που μου ξαναθύμισε, με βοήθησε να ενωθώ ξανά με ξεχασμένα συναισθήματα του παιδικού μου κόσμου. Να βρω ξανά αυτό το νήμα.
Και σε ποια περίοδο της ζωής σας νοιώσατε να γεμίζετε και να νοηματοδοτείται η ύπαρξή σας από αυτό το συναίσθημα της σύνδεσης με τον Θεό;
Πριν από 20 χρόνια βρέθηκα κοντά στο περιβάλλον της Εκκλησίας. Με πολύ δυσκολία, ομολογώ, και αρκετή δυσπιστία και φόβο στην αρχή. Και χωρίς να μεσολαβήσουν για αυτό οι άνθρωποι της οικογένειάς μου ή άλλοι γνωστοί. Άλλωστε, στο παρελθόν ήμουν πιο κοντά στην αριστερή ιδεολογία, αυτός ήταν ο χώρος μου . Ήταν όμως μια δίψα που γεννήθηκε μέσα μου. Βρέθηκα βέβαια και στο σωστό πλαίσιο, που με βοήθησε να ξεπεράσω τους φόβους μου και να προχωρήσω. Σιγά-σιγά έγινα πιο δεκτική στην αγάπη του Θεού. Σίγουρα, σε προσωπικό επίπεδο μού συνέβησαν κάποια πράγματα που διαδραμάτισαν τον δικό τους ρόλο, αλλά δεν θα ήθελα να πω περισσότερα πράγματα. Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε όπως συμβαίνει με το θέατρο, όπου συναντάς έναν σκηνοθέτη και αυτός σε καθοδηγεί για να προχωρήσεις. Πρόκειται για κάτι βαθύτατα εσωτερικό που το γνωρίζει μόνο ο Θεός και αυτός που έχει βιώσει αυτή την εμπειρία.
Τελικά, αυτή η προσωπική εμπειρία δεν είναι εύκολο να την μεταδώσει και να την εξηγήσει κάποιος στους δικούς του ανθρώπους;
Αυτό που είναι ο κάθε άνθρωπος είναι ωραίο, νομίζω, να δηλώνεται μόνο μέσα από την παρουσία και τις πράξεις του! Και να γίνεται έτσι αντιληπτό από τους υπόλοιπους χωρίς καν να γνωρίζουν αυτοί πολλά πράγματα για την προσωπικότητά του. Να ζει κάποιος διακριτικά. Σε αυτούς βέβαια τους ανθρώπους έχω πιο μεγάλη εμπιστοσύνη. Το μεγαλύτερο επιχείρημα κάποιου είναι οι πράξεις και η ίδια του η ζωή. Και να σας αναφέρω και ένα παράδειγμα: Ανοίγετε την τηλεόραση και βλέπετε να μιλάνε κάποιοι πολιτικοί. Εάν κλείσετε την φωνή και βλέπετε μόνο τα πρόσωπα, χωρίς να ακούτε τί λένε, τότε αμέσως τους περισσότερους θα τους απορρίψετε. Αυτό που θα δείτε δεν θα σας εμπνέει.
Η αλλαγή που νοιώθατε ότι σας κυρίευε συντελέστηκε σταδιακά ή συνέβη άμεσα;
Ο Θεός ήρθε και άνοιξε ένα παράθυρο στην ζωή μου. Η αγάπη του Θεού υπάρχει, αλλά είμαστε φορτωμένοι με τόσα πολλά άχρηστα πράγματα, που μας εμποδίζουν να τη νοιώσουμε. Η πίστη προς τον Θεό με βοήθησε ακόμη να χαλαρώσω και ως προς μερικά εξωτερικά πράγματα. Σιγά-σιγά μεγαλώνοντας μπόρεσα να ξεχωρίσω μέσα μου ότι άλλο είναι η Εκκλησία των ανθρώπων και διαφορετική είναι η Εκκλησία, στην οποία υπάρχει μέσα της ο Θεός. Είπα στον εαυτό μου πολλές φορές ότι υπάρχει καθαρό νερό μέσα σε αυτό το ποτήρι, οπότε για να πλησιάσεις και να πιείς αυτό το νερό θα πρέπει να παραβλέψεις ότι μερικές φορές το κύπελλο μπορεί να είναι βρώμικο. Πιο παλιά στεκόμουν πολύ στην θέα αυτού του βρώμικου κυπέλλου, επειδή ήμουν σαν φοβισμένο γατί. Έχω την αίσθηση ότι μπορεί κάποιοι άνθρωποι να θέλουν να πλησιάσουν, αλλά δυσκολεύονται να βρουν πόρτα να μπουν… κι αυτό είναι κρίμα. Το ότι εγώ μπόρεσα να βρω μια χαραμάδα και να μπω, να γευτώ το αληθινό πρόσωπο της Εκκλησίας, νοιώθω ότι ήταν μεγάλη τύχη. Και μεγάλο δώρο.
Τώρα, λοιπόν, είστε πιο δυνατή από ποτέ;
Παλιά ήμουν σαν το καρυδότσουφλο που το χτυπούσε η τρικυμία και πήγαινε μια δεξιά και μια αριστερά. Τώρα, αυτό που νοιώθω να έχει αλλάξει είναι, ότι ξέρω πως μπορεί να καραβοτσακιστώ αλλά στο τέλος το καραβάκι θα ισιώσει. Κι αυτό είναι η ελπίδα.
Στο θέατρο πόσο εύκολο είναι να συναντηθεί και να συνεργαστεί ένας θρησκευόμενος άνθρωπος με τον δεδηλωμένο άθεο;
Όταν κάτι έχει χαρακτήρα πνευματικό, τότε είναι λάθος να παίρνει ιδεολογική χροιά. Αυτό δημιουργεί φανατισμό και διαχωριστικές γραμμές. Είμαστε άνθρωποι. Και το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να αγαπήσουμε τον διπλανό μας. Αυτό είναι το χαμένο στοίχημα της ανθρωπότητας. Οι αδυναμίες μας είναι που μας κάνουν να μην μπορούμε να αγαπηθούμε και όχι οι διαφορές. Δεν αγαπάμε πραγματικά. Ούτε αρκετά. Εμείς οι άνθρωποι είμαστε ένα ύφασμα γεμάτο μαύρες τρύπες και ευτυχώς που υπάρχει ο Θεός και τις καλύπτει.
Το πρόσωπο του Θεού πώς γίνεται στην καθημερινή ζωή ευδιάκριτο σε εσάς εκπέμποντας τα δικά Του μηνύματα;
Το βλέπω σε ένα εκκλησάκι στο κέντρο της Αθήνας, που όταν το επισκέπτομαι βρίσκονται εκεί έξω τοξικομανείς σε μια άθλια κατάσταση. Για αυτά τα πλάσματα, που υποφέρουν τόσο, νοιώθω ότι αφού υπάρχει τόση λύπη δεν μπορεί παρά να υπάρχει και απέραντο έλεος. Σε κάτι τέτοιες βασανισμένες ψυχές αντικρίζω την τόσο λειψή δικαιοσύνη που υπάρχει επί της Γης. Και σκέφτομαι: «αφού υπάρχει αυτό δεν μπορεί να μην υπάρχει από την άλλη πλευρά και το έλεος του Θεού». Σε αυτά τα πρόσωπα βλέπω τον Θεό ολοζώντανο. Στα αδύναμα αυτού του κόσμου βλέπω τον Θεό όσο πουθενά αλλού.
Εσάς οι άλλοι θα θέλατε να σας βλέπουν ως έναν άνθρωπο που πιστεύει στο καλό;
Η μεγαλύτερη παγίδα του ανθρώπου είναι η ματαιοδοξία. Δεν είναι σωστό να βάζεις ταμπέλες στον εαυτό σου νομίζοντας π.χ. ότι είσαι καλός και έτσι να προχωράς. Το σημαντικότερο είναι να προσπαθείς να απελευθερώνεσαι από την οποιαδήποτε ταμπέλα. Με εμπνέει πάρα πολύ να σκέφτομαι ότι ο Θεός μας βλέπει όλους ίδιους και τον καθένα ξεχωριστά. Τι ωραίο!
Ποιος είναι ο πλέον αγαπημένος σας προσκυνηματικός τόπος;
Πρόσφατα ταξίδεψα στα Ιεροσόλυμα και εκεί ένοιωσα μοναδικά συναισθήματα που δεν μπορώ καν να σας μεταφέρω με λόγια. Ένοιωσα μια τρομερή έλξη προς τον Πανάγιο Τάφο, σε σημείο τέτοιο ώστε ήθελα να πηγαίνω εκεί συνέχεια. Η αίσθηση της αφής του προσώπου μου πάνω στο μάρμαρο του Τάφου με έκανε να πιστέψω, ότι δεν έχω ακουμπήσει στο δέρμα μου ποτέ πιο ζωντανό πράγμα από αυτό.
Και η πιο αγαπημένη σας μορφή από την πλευρά των Αγίων;
Με έχει συγκινήσει πάρα πολύ το συναξάρι που είχα διαβάσει, μιας πολύ ταπεινής μορφής μοναχού, του Όσιου Ευφρόσυνου του μάγειρα. Αυτή η ταπεινότητά του είναι το πιο ζωντανό παράδειγμα για όλους εμάς, που είμαστε σκλάβοι στο «εγώ» μας. Όταν είμαστε τόσο απόλυτα κυριευμένοι από τον εαυτό μας, πώς είναι δυνατόν να χωρέσουν άλλοι;
Επικαλείστε συχνά την βοήθεια του Θεού;
Αυτό που προσπαθώ κυρίως να κάνω είναι να αφήνω χώρο για τον Θεό. Και να μην μπλέκομαι και πολύ στα πόδια Του…
* Συνέντευξη στον Σωτήρη Λέτσιο στην εφημερίδα “Ορθόδοξη Αλήθεια”, Τετάρτη 3 Μαϊου 2017.
Xριστούγεννα: Μία συμφωνία μεταξύ Θεού και ανθρώπων*
Μια επίσκεψη θα γιορτάσουμε σε λίγες ημέρες. Δεν πρόκειται να υποδεχθούμε κάποιον αρχηγό κράτους, ούτε κάποιον πρόεδρο ενός παγκόσμιου οργανισμού.
Κάποιο ανώτερο πρόσωπο περιμένουμε. Το πρόσωπο αυτό έρχεται από τον ουρανό. Κι αυτό το πρόσωπο είναι ο Χριστός που έρχεται να γίνει άνθρωπος.
Είναι ο Θεός ο οποίος έρχεται στον κόσμο, με έναν και μοναδικό σκοπό. Να υπογράψει μία συμφωνία μεταξύ ουρανού και γης, μεταξύ Θεού και ανθρώπων. Μία συμφωνία διαφορετική, από τις συμφωνίες που εμείς γνωρίζουμε. Μια συμφωνία, η οποία έχει τρεις παραγράφους.
Η πρώτη παράγραφος είναι οι όροι, οι ανταλλαγές. Η δεύτερη έχει περίεργο περιεχόμενο, αφού είναι παρακλητικό. Και η τρίτη παράγραφος έχει κι αυτή κάτι διαφορετικό, αναφέρεται στην ονομασία αυτής της συμφωνίας.
Η συμφωνία αυτή δεν συντάχθηκε μέσα σε μία αίθουσα, σε κάποιο παλάτι, σε κάποιο ανάκτορο, αλλά επάνω στον Γολγοθά. Και μάλιστα επάνω στον Τίμιο Σταυρό. Και το πιο σπουδαίο είναι ότι δεν υπεγράφη με κάποια πένα και με μελάνι, αλλά με το αίμα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού.
Είναι μία συμφωνία η οποία περιέχει τους εξής όρους. Λέει ο Θεός, θα μου δώσετε το πιο ακριβό για μένα πράγμα, το πιο φθηνό για εσάς, που είναι οι αμαρτίες σας, κι εγώ θα σας δώσω το πιο ακριβό, που είναι η χάρις μου και το έλεος μου.
Εσείς θα μου δώσετε αυτό που δεν σας χρειάζεται κι εγώ θα σας δώσω αυτό που σας είναι απαραίτητο. Εσείς θα μου δώσετε τον θάνατο κι εγώ θα σας δώσω τη ζωή.
Αν το βάλουμε στην λογική του ανθρώπου, βλέπουμε ότι δεν είναι παράλογο, αλλά είναι υπέρλογο. Να του δώσουμε εμείς ότι πιο άχρηστο κι Εκείνος να μας δώσει ότι πιο πολύτιμο.
Αυτό το κάνει ο Θεός, αυτοί είναι οι όροι τους οποίους θέτει ερχόμενος στον κόσμο.
Η δεύτερη παράγραφος αυτής της συμφωνίας, έχει παρακλητικό περιεχόμενο. Το ένα από τα δύο συμβαλλόμενα μέρη, δεν έρχεται να απαιτήσει κάτι, αλλά να επαιτήσει κάτι.
Δεν έρχεται ως το πρόσωπο που κυριαρχικά θα μας πάρει κάτι, αλλά έρχεται ως επαίτης, ζητιάνος που μας ζητάει κάτι τριπλό.
Είναι η αγάπη μας στο πρόσωπο Του, η εμπιστοσύνη μας στο πρόσωπο Του και η δυνατότητα να του προσφέρουμε να δώσει στη ζωή μας, το παρόν Του, να δώσει μια άλλη διάσταση που δεν είναι πτωτική, αλλά είναι ανορθωτική. Να μας οδηγήσει εκεί ψηλά όπου ζει Εκείνος.
Έρχεται στον κόσμο ο Χριστός να γίνει άνθρωπος, για να μετατρέψει τον άνθρωπο σε δοχείο της χάριτός Του και να τον κάνει κατά χάριν Θεό.
Αυτό είναι το υπέρλογο, που γεμίζει χαρά στις καρδιές των ανθρώπων. Έρχεται, όχι για να μας δώσει κάτι από αυτό που έχει, αλλά να μας δώσει όλο αυτό που είναι, το Σώμα Του και το Αίμα Του. Και σε αντάλλαγμα όλων αυτών, εμείς να του δώσουμε την αμαρτία μας.
Και η τρίτη παράγραφος αυτής της ιδιαίτερης συμφωνίας έχει σαν τίτλο, το όνομα. Στην ουσία δεν είναι συμφωνία, αλλά είναι κληρονομιά, είναι μια διαθήκη που έρχεται να συνάψει με τον άνθρωπο, διαθήκη καινή την οποία υπέγραψε με το αίμα Του.
Ποιος συμμετέχει σε μία διαθήκη; Ο συγγενής, αυτός ο οποίος χωρίς να κοπιάσει, κληρονομεί τον κόπο εκείνου που κοπίασε.
Κι αυτός που κοπιάζει, είναι ο Θεός, ο οποίος φθάνει μέχρι σημείου θυσίας, για να μας προσφέρει εμάς, αυτό που είναι ο ίδιος και να μας μετατρέψει σε κληρονόμους της βασιλείας Του.
Και για να γίνει αυτό, μας έχει κάνει κατά χάριν, υιούς Του. Γιατί την βασιλεία των ουρανών την κληρονομούν οι συγγενείς του Χριστού. Και συγγενής είναι αυτός που έχει το ίδιο αίμα με Εκείνον που κληρονομεί.
Αυτό που πρέπει να συνειδητοποιήσουμε, είναι ότι έχουμε ένα Θεό, ο οποίος δεν στέκεται σε συμβατικές σχέσεις, αλλά θέλει να ορίσει μία καινούργια κατάσταση, ανάμεσα στον Θεό και τον άνθρωπο.
Ο Θεάνθρωπος Χριστός έρχεται για να γίνει η οδός, η αλήθεια και η ζωή. Όχι απλώς να έχουμε ζωή, αλλά να συμμετάσχουμε στην άκτιστη δόξα Του, στην απερίγραπτη μακαριότητα Του, στην ζωή της Παναγίας Τριάδος.
* Την Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου τελέστηκε Ιερά αγρυπνία στον Ιερό Ναό Ευαγγελιστρίας Πειραιώς παραμονή της μνήμης των αγίων Ιγνατίου του Θεοφόρου, Φιλογονίου Αντιοχείας και Ιωάννου του νεομάρτυρος εκ Θάσου.
Τον θείο λόγο κήρυξε ο Πρωτοπρεσβύτερος Ματθαίος Χάλαρης, από την Ιερά Αρχιεπισκοπή Αθηνών.
Η αγρυπνία και η ομιλία εντάσσονται στο πλαίσιο του προγράμματος «ΕΝΟΡΙΑ εν δράσει…».
Πηγή: Ενορία εν δράσει
«Το Πάσχα του Γεωργακού»
Απ’ όλες τις διηγήσεις των παλαιών γερόντων, που κατά καιρούς έχω ακούσει, την πιο όμορφη και την πιο συγκινητική θεωρώ πως την άκουσα από τον μπάρμπα-Θανάση Παπαντώνη, τον, για πολλά χρόνια, ψάλτη της εκκλησίας μας.
Την άκουσα το Μεγάλο Σαββατο του έτους 1970, μέσα στο σπιτοκάλυβό του, που βρισκόταν στον κάτω μαχαλά του χωριού μας.
Είχε τελειώσει, θυμάμαι, η θεία λειτουργία με την πρώτη Ανάσταση. Εγώ, φεύγοντας από την εκκλησία, ακολούθησα τον μπάρμπα-Θανάση στο σπίτι του. Με αγαπούσε ο γέροντας και η αγάπη του με τραβούσε κοντά του και, όπως μου ‘λεγε, με προετοίμαζε για διάδοχό του στο αναλόγιο.
Όταν φθάσαμε στο σπίτι, καθίσαμε κοντά στο αναμμένο τζάκι. Η θεια Θανάσαινα, αφού με καλωσόρισε, έσπευσε να γεμίσει τη χούφτα μου με ξερά σύκα, καρύδια και σταφίδες.
«Σήμερα παιδί μου», μου είπε, «έχουμε αυστηρή νηστεία, γι’ αυτό σου δίνω, να φας, ξηρούς καρπούς. Αύριο, που θα είναι Λαμπρή, έλα να σε κεράσω κόκκινο αυγό και γλυκιά καρυδόπαστα που έφτιαξα για τη γιορτή».
Την ώρα που η θεια Θανάσαινα μου έλεγε αυτά, είδα τον μπάρμπα-Θανάση να κουνάει δακρυσμένος το κεφάλι του και αυθόρμητα τον ερώτησα: «Τι συμβαίνει μπάρμπα, γιατί κλαις;»
«Αχ, Δημήτρη μου, (αυτό ήταν το κοσμικό μου όνομα) μου είπε, μέρα που είναι σήμερα, ο νους μου πήγε στους παλιότερους χωριανούς μας που έζησαν εδώ στον τόπο μας και που τώρα αναπαύονται κάτω στο κοιμητήριο του χωριού. Ήταν άλλοι άνθρωποι αυτοί, παιδί μου, δεν τούς φτάνουμε εμείς στην πίστη και στην αγιότητα. Αυτοί, χωρίς αμφιβολία, μιλούσαν με τον Θεό και τούς αγίους Του.
Θυμάμαι, σαν απόψε, Μεγάλο Σάββατο, κάτι θαυμαστό που συνέβη εδώ στον διπλανό συνοικισμό. Όταν χτύπησε η καμπάνα της εκκλησιάς, για την Ανάσταση, όλο το χωριό, κατά οικογένειες, ξεκίνησε για την εκκλησιά.
Μαζί τους ανέβαιναν και ο γερο-Γεωργακός, ο τσέλιγκας, με τη φαμελιά του.
Μολις πέρασαν τη μεγάλη ανηφόρα, άκουσαν, μέσα στην ησυχία της νύχτας, πέρα στα μαντριά του Γεωργακού, μεγάλο θόρυβο.
Ο Γεωργακός έκαμε λίγο πιο πέρα και έβαλε αυτί για ν’ ακούσει καλύτερα τι συμβαίνει. Μαζί του στάθηκαν και άλλοι χωριανοί.
«Λύκοι μπήκαν στο μαντρί μου, είπε. Απόψε διάλεξαν να το κάνουν. Ξέρω εγώ, ο σατανάς τούς έστειλε για να με εμποδίσει να πάω στην Ανάσταση, αλλά, έννοια του, δεν θα του κάνω το χατίρι.»
Κοίταξε πέρα προς τα μαντριά και φώναξε δυνατά: «Απόψε προβατάκια μου σας δίνω του Θεού μου». Και στρέφοντας το πρόσωπό του στους συνοδοιπόρους του χωριανούς, τούς είπε: «Εγώ θα πάω στην εκκλησιά να ακούσω το «Χριστός Ανέστη», που τόσο πολύ το περιμένω και το λαχταρώ. Θέλω να λειτουργηθώ με τη φαμελιά μου και να κοινωνήσουμε τα Άχραντα Μυστήρια. Πενήντα μέρες ετοιμαζόμαστε για τη μεγάλη αυτή νύχτα, δεν τη χάνω με τίποτα.»
«Τι είναι αυτά που λες Γεωργακέ;» του είπαν οι πλησιέστεροι συνοδοιπόροι του.
«Τρέξε γρήγορα να γλυτώσεις τα πρόβατά σου και να σώσεις την περιουσία σου που με πολλούς και πολύχρονους κόπους έφτιαξες. Φύγε γρήγορα, μη χασομεράς. Κάθε λεπτό που περνάει η ζημιά που σου κάνουν οι λύκοι γίνεται και πιο μεγάλη. Σκέψου, σε παρακαλούμε, την οικογένειά σου που ζει απ’ αυτά τα πρόβατα.»
«Ένα να μην μείνει, τούς αποκρίθηκε ο τσέλιγκας, εγώ θα πάω στην Ανάσταση και ό,τι θέλει ο Θεός ας γίνει».
Αυτά είπε και κίνησε για το ναό, σκορπίζοντας σ’ όλους τούς χωριανούς του τον θαυμασμό για τη μεγάλη του πίστη!
Στην εκκλησιά, πρώτος και καλύτερος ο τσέλιγκας! Στεκόταν, αγέρωχος, στο στασίδι του κρατώντας στα χέρια του την ολοφώτεινη λαμπάδα του, που με το φως της χάϊδευε το ρυτιδωμένο πρόσωπό του.
Στο κάλεσμα του ιερέα: «Μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε», πήγε πρώτος αυτός και μαζί του ιεραρχικά όλη η φαμελιά του και κοινώνησαν τα Άχραντα Μυστήρια.
Όταν ο λειτουργός διάβαζε τον Κατηχητικό Λογο του Ιερού Χρυσοστόμου, ο Γεωργακός στεκόταν μπροστά στην Ωραία Πυλη και άκουγε με προσοχή.
Στα λόγια του παπά: «Ο Άδης, φησίν, επικράνθη», επαναλάμβανε το «επικράνθη» με πείσμα και θυμό, λες και εκδικιόταν τον Άδη και μαζί του τον διάβολο με τη σκοτεινή δυναστεία του. Και όταν το κείμενο έφτασε στο: «Ανέστη Χριστός και ζωη πολιτεύεται», ο τσέλιγκας, στην κάθε επανάληψη του «Ανέστη», φώναζε δυνατά και θριαμβευτικά, με φωνή που σκέπαζε εκείνες των συνεορταστών του, το δικό του «Ανέστη».
Παρότι δεν ήξερε πολλά γράμματα, ο τρόπος που αντιδρούσε στο άκουσμα των ρημάτων «επικράνθη και Ανέστη», έδειχνε πως όχι μόνον τα καταλάβαινε, αλλά κυριολεκτικά τα βίωνε μέσα στην ψυχή του. Χωρίς, δηλαδή, να το ξέρει, θεολογούσε!
Βγαίνοντας από την εκκλησιά, αφού είπε το «Χριστός Ανέστη» με τη φαμελιά του και τούς χωριανούς και άκουσε το «Αληθώς Ανέστη», κίνησε για το σπίτι του, γεμάτος αναστάσιμη χαρά και αγαλλίαση.
Όταν έφτασαν στο σπίτι, αφού πρώτα άναψαν το καντήλι με το Αναστάσιμο Φως, έστρωσαν τραπέζι για να φάνε την παραδοσιακή μαγειρίτσα και να τσουγκρίσουν το κόκκινο αυγό.
Αφού φάγανε και οι άλλοι αποσύρθηκαν για ύπνο, ο Γεωργακός, που δεν τον χωρούσε ο τόπος, πήρε την γκλίτσα του και βγήκε από το σπίτι για να πάει στα μαντριά να δει τι ζημιά του έκαναν οι λύκοι και πόσα από τα πρόβατα του απόμειναν. Ανέβαινε τον ανηφορικό δρόμο που οδηγούσε στις στάνες του, με γρήγορο βηματισμό, έχοντας διαρκώς το νου του στα ζωντανά του.
Όταν έφτασε πολύ κοντά τον ανησύχησε η μεγάλη ησυχία που επικρατούσε εκεί.
«Άϊντε, είπε, πάνε τα προβατάκια μου, δεν θα γλύτωσε κανένα», και μ’ αυτές τις σκέψεις, μπήκε στο μαντρί. Εκεί, έζησε όλο το θαύμα της Ανάστασης.
Τα πρόβατά του είχαν στριμωχθεί όλα μαζί στην αριστερή πλευρά του μαντριού, ακίνητα, σαν μαρμαρωμένα. Στην άλλη πλευρά, είδε να γυαλίζουν, μέσα στο σκοτάδι, τέσσερα μάτια.
Πανω στα ξερά χορτάρια που στρώνουν οι βλάχοι για νά ‘ναι τα ζωντανά τους στεγνά και ζεστά, κάθονταν, σαν τα ήμερα σκυλιά, δυο λύκοι και τον κοίταζαν.
Συγκλονισμένος απ’ αυτό που έβλεπε, πήγε αθόρυβα και άνοιξε τη μαντρόπορτα. Ύστερα, στάθηκε λίγο παράμερα και για να διώξει τούς λύκους, κτύπησε με δύναμη τις παλάμες των χεριών του. Οι λύκοι πετάχτηκαν αμέσως έξω απ’ το μαντρί και εξαφανίστηκαν.
Ο Γεωργακός τότε στράφηκε προς τα πρόβατα. Τα μέτρησε ένα προς ένα και ω του θαύματος! Τα βρήκε όλα, όχι μόνο ζωντανά και σωστά στον αριθμό, αλλά και ανέγγιχτα! Οι λύκοι, δηλαδή δεν τα είχαν ακουμπήσει. Ούτε καν μια σταλαγματιά αίματος δεν βρέθηκε πάνω στο μαλλί τους και στο δάπεδο!
Ο πολύπειρος βοσκός, που στα τόσα χρόνια που φρόντιζε τα πρόβατά του, γνώρισε κι άλλες τέτοιες «επισκέψεις», που όλες είχαν το κόστος τους, άλλες μικρό και άλλες μεγάλο, κατάλαβε πως αυτό που του συνέβηκε την Αναστάσιμη αυτή νύχτα, ήταν θεία παρέμβαση!
Χωρίς καμιά, γι’ αυτόν, αμφιβολία, ο Αναστάς Κύριος φίμωσε τα στόματα των λύκων και προστάτευσε τα πρόβατά του. Γι’ αυτό, πήγε και γονάτισε ανάμεσά τους και αφού έκανε τρεις φορές τον σταυρό του, φώναξε θριαμβευτικά: «Χριστός Ανέστη»! Και τότε, ω των θαυμασίων Σου Κυριε, όπως έλεγε στους χωριανούς του, άκουσε τα πρόβατα να του αποκρίνονται, με ανθρώπινη φωνή: «Αληθώς Ανέστη»!
«Τέτοιοι άνθρωποι, παιδί μου, ζούσαν στα χωριά μας εκείνα τα χρόνια», είπε ο μπάρμπα-Θανάσης τελειώνοντας την ιστορία του, «άνθρωποι, φτωχοί μεν, αλλά αληθινοί χριστιανοί, με μεγάλη πίστη και ευσέβεια». Και συνέχισε:
«Ήταν αδιανόητο, για όλους μας ανεξαιρέτως, να λείψουμε, την αγιασμένη νύχτα του Μεγάλου Σαββάτου, απ’ την Ανάσταση του Χριστού μας. Ο παπάς μας δεν «έβγαζε» Ανάσταση αν δεν ήσαν όλοι οι χωριανοί παρόντες, από τα βυζανιάρικα παιδιά μέχρι τούς γέροντες, μόνον οι κατάκοιτοι εξαιρούνταν».
Η ιστορία του μπάρμπα-Θανάση κυριολεκτικά με μάγεψε και από τότε φυτεύτηκε για πάντα μέσα στην ψυχή μου και ποτέ δεν ξαναβγήκε από εκεί.
Κάθε Μεγάλο Σάββατο την αναπολώ και η θύμησή της με συγκινεί βαθύτατα. Την θεωρώ πνευματική ένεση που με δυναμώνει και με ενισχύει πνευματικά για να γιορτάζω και εγώ, με την πρέπουσα ευλάβεια, την Ανάσταση του Κυρίου μου. Την διηγούμαι και στους πιστούς που έρχονται στο μοναστήρι μας για να ωφελούνται και αυτοί.
Γέροντας Δαμασκηνός Ζαχαράκης
Καθηγούμενος Ιεράς Μονής Αγάθωνος Φθιώτιδος
“Το Πάσχα του Γεωργακού”
*Πηγή εικόνας: βιβλίο «Πάσχα των Ελλήνων» (εκδόσεις «Άγκυρα»)
«Γράμμα από τον Αγ. Παΐσιο»
(Επιστολή του Γέροντα σε ιερέα)
Εν Αγίω Όρει τη 23η Ιανουαρίου 1969
Σεβαστέ πάτερ Χαράλαμπε.
Επειδή βλέπω τον μεγάλον σάλον που γίνεται εις την Εκκλησίαν μας, εξ αιτίας των διαφόρων φιλενωτικών κινήσεων και των επαφών του Πατριάρχου μετά του Πάπα, επόνεσα και εγώ σαν τέκνον Της και εθεώρησα καλόν, εκτός από τις προσευχές μου, να στείλω και ένα μικρό κομματάκι κλωστή (που έχω σαν φτωχός μοναχός), δια να χρησιμοποιηθή και αυτό, έστω και για μια βελονιά, δια το πολυκομματιασμένο φόρεμα της Μητέρας μας. Πιστεύω ότι θα κάμετε αγάπην και θα το χρησιμοποιήσετε δια μέσου του θρησκευτικού σας φύλλου. Σας ευχαριστώ.
Θα ήθελα να ζητήσω συγγνώμην εν πρώτοις απ’ όλους, που τολμώ να γράψω κάτι, ενώ δεν είμαι ούτε άγιος, ούτε θεολόγος. Φαντάζομαι ότι θα με καταλάβουν όλοι, ότι τα γραφόμενά μου δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας βαθύς μου πόνος δια την γραμμήν και κοσμικήν αγάπην, δυστυχώς, του πατέρα μας κ. Αθηναγόρα. Όπως φαίνεται, αγάπησε μίαν άλλην γυναίκα μοντέρνα, που λέγεται Παπική Εκκλησία, διότι η Ορθόδοξος Μητέρα μας δεν του κάμνει καμμίαν εντύπωσι, επειδή είναι πολύ σεμνή. Αυτή η αγάπη, που ακούσθηκε από την Πόλι, βρήκε απήχησι σε πολλά παιδιά του, που την ζούν εις τας πόλεις. Άλλωστε αυτό είναι και το πνεύμα της εποχής μας: η οικογένεια να χάση το ιερό νόημά της από τέτοιου είδους αγάπες, που ως σκοπόν έχουν την διάλυσιν και όχι την ένωσιν.
Με μία τέτοια περίπου κοσμική αγάπη και ο Πατριάρχης μας φθάνει στη Ρώμη. Ενώ θα έπρεπε να δείξη αγάπη πρώτα σε μας τα παιδιά του και στη Μητέρα μας Εκκλησία, αυτός, δυστυχώς, έστειλε την αγάπη του πολύ μακριά. Το αποτέλεσμα ήταν να αναπαύση μεν όλα τα κοσμικά παιδιά, που αγαπούν τον κόσμον και έχουν την κοσμικήν αυτήν αγάπην, να κατασκανδαλίση όμως όλους εμάς, τα τέκνα της Ορθοδοξίας, μικρά και μεγάλα, που έχουν φόβο Θεού.
Μετά λύπης μου, από όσους φιλενωτικούς έχω γνωρίσει, δεν είδα να έχουν ούτε ψίχα πνευματική ούτε φλοιό. Ξέρουν, όμως, να ομιλούν για αγάπη και ενότητα, ενώ οι ίδιοι δεν είναι ενωμένοι με τον Θεόν, διότι δεν Τον έχουν αγαπήσει.
Θα ήθελα να παρακαλέσω θερμά όλους τους φιλενωτικούς αδελφούς μας: Επειδή το θέμα της ενώσεως των Εκκλησιών είναι κάτι το πνευματικόν και ανάγκην έχουμε πνευματικής αγάπης, ας το αφήσουμε σε αυτούς που αγαπήσανε πολύ τον Θεόν και είναι θεολόγοι, σαν τους Πατέρας της Εκκλησίας, και όχι νομολόγοι, που προσφέρανε και προσφέρουν ολόκληρο τον εαυτόν τους εις την διακονίαν της Εκκλησίας (αντί μεγάλης λαμπάδας), τους οποίους άναψε το πύρ της αγάπης του Θεού και όχι ο αναπτήρας του νεωκόρου. Ας γνωρίζωμεν ότι δεν υπάρχουν μόνον φυσικοί νόμοι, αλλά και πνευματικοί. Επομένως, η μέλλουσα οργή του Θεού δεν μπορεί να αντιμετωπισθή με συνεταιρισμόν αμαρτωλών (διότι διπλήν οργήν θα λάβωμεν), αλλά με μετάνοιαν και τήρησιν των εντολών του Κυρίου.
Επίσης, ας γνωρίσωμεν καλά ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία μας δεν έχει καμμίαν έλλειψιν. Η μόνη έλλειψις, που παρουσιάζεται, είναι η έλλειψις σοβαρών Ίεραρχών και Ποιμένων με πατερικές αρχές. Είναι ολίγοι οι εκλεκτοί. Όμως, δεν είναι ανησυχητικόν. Η Εκκλησία είναι Εκκλησία του Χρίστου και Αυτός την κυβερνάει. Δεν είναι Ναός, που χτίζεται από πέτρες, άμμο και ασβέστη από ευσεβείς και καταστρέφεται με φωτιά βαρβάρων, αλλά είναι ο ίδιος ο Χριστός. «Και ο πεσών επί τον λίθον τούτον συνθλασθήσεται, εφ’ ον δ’ αν πέση λικμήσει αυτόν» (Ματθ. και 44-45). Ο Κύριος, όταν θα πρέπη, θά παρουσιάση τους Μάρκους τους Ευγενικούς και τους Γρηγόριους Παλαμάδες, δια να συγκεντρώσουν όλα τα κατασκανδαλισμένα αδέλφια μας, δια να ομολογήσουν την Ορθόδοξον Πίστιν, να στερεώσουν την Παράδοσιν και να δώσουν χαράν μεγάλην εις την Μητέρα μας.
Εις τους καιρούς μας βλέπομεν ότι πολλά πιστά τέκνα της Εκκλησίας μας, μοναχοί και λαϊκοί, έχουν, δυστυχώς, αποσχισθή από αυτήν, εξ αιτίας των φιλενωτικών. Έχω την γνώμην ότι δεν είναι καθόλου καλόν να αποχωριζώμεθα από την Εκκλησίαν κάθε φορά που θα πταίη ο Πατριάρχης. Αλλά από μέσα, κοντά στην Μητέρα Εκκλησία έχει καθήκον και υποχρέωσι ο καθένας ν’ αγωνίζεται με τον τρόπον του. Το να διακόψη το μνημόσυνον του Πατριάρχου, να αποσχισθή και να δημιουργήση ιδικήν του Εκκλησίαν και να εξακολουθή να ομιλή υβρίζοντας τον Πατριάρχην, αυτό, νομίζω, είναι παράλογον.
Εάν δια την α ή την β λοξοδρόμησι των κατά καιρούς Πατριαρχών χωριζώμεθα και κάνωμε δικές μας Εκκλησίες – Θεός φυλάξει! – θα ξεπεράσωμε και τους Προτεστάντες ακόμη. Εύκολα χωρίζει κανείς και δύσκολα επιστρέφει. Δυστυχώς, έχουμε πολλές «εκκλησίες» στην εποχή μας. Δημιουργήθηκαν είτε από μεγάλες ομάδες η και από ένα άτομο ακόμη. Επειδή συνέβη στο καλύβι των (ομιλώ δια τα εν Αγίω Όρει συμβαίνοντα) να υπάρχη και ναός, ενόμισαν ότι μπορούν να κάνουν και δική τους ανεξάρτητη Εκκλησία. Εάν οι φιλενωτικοί δίνουν το πρώτο πλήγμα στην Εκκλησία, αυτοί, οι ανωτέρω, δίνουν το δεύτερο. Ας ευχηθούμε να δώση ο Θεός τον φωτισμόν Του σε όλους μας και εις τον Πατριάρχην μας κ. Αθηναγόραν, δια να γίνη πρώτον η ένωσις αυτών των «εκκλησιών», να πραγματοποιηθή η γαλήνη ανάμεσα στο σκανδαλισμένο ορθόδοξο πλήρωμα, η ειρήνη και η αγάπη μεταξύ των Ορθοδόξων Ανατολικών Εκκλησιών και κατόπιν ας γίνη σκέψις δια την ένωσιν μετά των άλλων «Ομολογιών», εάν και εφ’ όσον ειλικρινώς επιθυμούν να ασπασθούν το Ορθόδοξον Δόγμα.
Θα ήθελα ακόμη να ειπώ ότι υπάρχει και μία τρίτη μερίδα μέσα εις την Εκκλησίαν μας. Είναι εκείνοι οι αδελφοί, που παραμένουν μεν πιστά τέκνα Αυτής, δεν έχουν όμως συμφωνίαν πνευματικήν αναμεταξύ τους. Ασχολούνται με την κριτικήν ο ένας του άλλου και όχι δια το γενικώτερον καλόν του αγώνος. Παρακολουθεί δε ο ένας τον άλλον (περισσότερον από τον έαυτόν του) εις το τι θα ειπή η τι θα γράψη, δια να τον κτυπήση κατόπιν αλύπητα. Ενώ ο ιδιος αν έλεγε η έγραφε το ίδιο πράγμα, θα το υπεστήριζε και με πολλές μάλιστα μαρτυρίες της Αγίας Γραφής και των Πατέρων. Το κακό που γίνεται είναι μεγάλο, διότι άφ’ ενός μεν αδικεί τον πλησίον του, αφ’ ετέρου δε και τον γκρεμίζει μπροστά στα μάτια των άλλων πιστών. Πολλές φορές σπέρνει και την απιστία στις ψυχές των αδυνάτων, διότι τους σκανδαλίζει. Δυστυχώς, μερικοί από εμάς έχουμε παράλογες απαιτήσεις από τους άλλους. Θέλουμε οι άλλοι να έχουν τον ίδιο με εμάς πνευματικόν χαρακτήρα. Όταν κάποιος άλλος δεν συμφωνή με τον χαρακτήρα μας, δηλαδή η είναι ολίγον επιεικής η ολίγον οξύς, αμέσως βγάζομε το συμπέρασμα ότι δεν είναι πνευματικός άνθρωπος. Όλοι χρειάζονται εις την Εκκλησίαν. Όλοι οι Πατέρες προσέφεραν τας υπηρεσίας των εις Αυτήν. Και οι ήπιοι χαρακτήρες και οι αυστηροί. Όπως δια το σώμα του ανθρώπου είναι απαραίτητα και τα γλυκά και τα ξινά και τα πικρά ακόμη ραδίκια (το καθένα έχει τις δικές του ουσίες και βιταμίνες), έτσι και δια το Σώμα της Εκκλησίας. Όλοι είναι απαραίτητοι. Ο ένας συμπληρώνει τον πνευματικόν χαρακτήρα του άλλου και όλοι είμεθα υποχρεωμένοι να ανεχώμεθα όχι μόνον τον πνευματικόν του χαρακτήρα, αλλά ακόμη και τις αδυναμίες, που έχει σαν άνθρωπος.
Και πάλιν έρχομαι να ζητήσω ειλικρινώς συγγνώμην από όλους, διότι ετόλμησα να γράψω. Εγώ είμαι ένας απλός μοναχός και το έργον μου είναι να προσπαθώ, όσο μπορώ, να απεκδύωμαι τον παλαιόν ανθρωπον και να βοηθώ τους άλλους και την Εκκλησίαν, μέσω του Θεού δια της προσευχής. Αλλ’ επειδή έφθασαν μέχρι το ερημητήριό μου θλιβερές ειδήσεις δια την Αγίαν Όρθοδοξίαν μας, επόνεσα πολύ και εθεώρησα καλό να γράψω αυτά που ένοιωθα.
Ας ευχηθούμε όλοι να δώση ο Θεός την χάριν Του και ο καθένας μας ας βοηθήση με τον τρόπον του δια την δόξαν της Εκκλησίας μας.
Με πολύν σεβασμόν προς όλους Παΐσιος μοναχός
«Λόγος εἰς τὸ Πάσχα»*
(Ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου)
Ἄν εἶσαι Σίμων Κυρηναῖος (Λουκ. 23, 26), σήκωσε τόν Σταυρόν καί ἀκολούθησέ Τον. Ἄν σταυρωθῇς μαζί Του ὡς ληστής (Λουκ. 23, 40 ἑ.), δεῖξε καλήν προαίρεσιν καί γνώρισε τόν Θεόν. Ἐάν Ἐκεῖνος ἐτοποθετήθη μεταξύ τῶν παρανόμων ἐξ αἰτίας σου καί ἐξ αἰτίας τῆς ἁμαρτίας σου, σύ νά γίνῃς πρός χάριν Του πιστός εἰς τόν νόμον Του.
Προσκύνησε Ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος ὑψώθη πρός χάριν σου εἰς τόν Σταυρόν, ἀκόμη καί ἄν ἔχῃς ὑψωθῆ καί σύ. Κέρδισε κάτι καί ἀπό τήν κακίαν. Ἐξαγόρασε μέ τόν θάνατον τήν σωτηρίαν. Εἴσελθε εἰς τόν Παράδεισον μαζί μέ τόν Ἰησοῦν, διά νά μάθῃς ἀπό ποῖα ἀγαθά ἔχεις ἀπομακρυνθῆ. Παρατήρησε τά κάλλη τά ὁποῖα ὑπάρχουν ἐκεῖ. Τόν ληστήν ὁ ὁποῖος διαμαρτύρεται καί ὑβρίζει, ἄφησέ τον νά ἀποθάνῃ ἔξω μαζί μέ τήν βλασφημίαν του. Καί ἄν εἶσαι ὁ Ἰωσήφ ὁ ἀπό Ἀριμαθαίας (Λουκ. 23, 50), ζήτησε τό Σῶμα ἀπό ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος τόν σταυρώνει. Ἄς γίνῃ ἰδικόν σου τό Σῶμα ἐκεῖνο τό ὁποῖον καθαρίζει τόν κόσμον. Καί ἄν εἶσαι ὁ Νικόδημος, ὁ θεοσεβής ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος Τόν ἐπεσκέφθη τήν νύκτα (Ἰω. 19, 39), ἐνταφίασέ Τον μέ μύρα. Καί ἄν εἶσαι κάποια Μαρία, ἤ ἡ ἄλλη Μαρία, ἤ ἡ Σαλώμη, ἤ ἡ Ἰωάννα, πήγαινε πρωί-πρωί νά Τόν θρηνήσῃς (Μάρκ. 16,1). Δές πρώτη κυλισμένον τόν λίθον, ἐνδεχομένως καί τούς ἀγγέλους καί τόν ἴδιον τόν Ἰησοῦν. Πές Του κάτι καί ἄκουσε τήν φωνήν Του. Ἄν ἀκούσῃς «μή μέ ἐγγίζῃς» (Ἰω. 20, 17), σταμάτησε μακρυά, δεῖξε σεβασμόν πρός τόν Λόγον, ἀλλά μή λυπηθῇς. Διότι γνωρίζει εἰς ποίους θά ἐμφανισθῇ πρῶτα.
Βοήθησε τήν Εὔαν, ἡ ὁποία ἔπεσε πρώτη, νά χαιρετήσῃ καί πρώτη τόν Χριστόν καί νά τό ἀνακοινώσῃ εἰς τούς μαθητάς (Ἰω. 20, 14 καί 18). Γίνε Πέτρος ἤ Ἰωάννης καί σπεῦσε εἰς τόν τάφον, τρέχων μαζί ἤ προπορευόμενος (Ἰω. 20, 4) καί συναγωνιζόμενος εἰς τόν καλόν συναγωνισμόν. Καί ἄν σέ προλάβῃ εἰς τήν ταχύτητα, νίκησέ τον μέ τήν συστηματικότητά σου καί μήν ἀρκεσθῇς μόνον νά πλησιάσῃς τό μνημεῖον, ἀλλά νά εἰσέλθῃς καί μέσα (Ἰω. 20, 5-6). Καί ἄν λείψῃς, ὅπως ὁ Θωμᾶς, ἀπό τήν συγκέντρωσιν τῶν μαθητῶν εἰς τούς ὁποίους ἐμφανίζεται ὁ Ἰησοῦς, ὅταν Τόν ἴδῃς, ἄς μήν ἀπιστήσῃς (Ἰω. 20, 24 ἑ.). Καί ἄν ἀπιστήσῃς, πίστευσε εἰς ἐκείνους οἱ ὁποῖοι σοῦ τό λέγουν. Ἐάν δέ δέν τούς πιστεύσῃς οὔτε αὐτούς, ἄς πεισθῇς ἀπό τά σημάδια τῶν καρφιῶν. Ἄν κατεβαίνῃ εἰς τόν Ἅδην, κατέβα μαζί Του. Γνώρισε καί τά ἐκεῖ μυστήρια τοῦ Χριστοῦ, ποῖον εἶναι τό σωτηριῶδες σχέδιον τῆς διπλῆς καταβάσεως καί ποῖος ὁ λόγος της: Σώζει μέ τήν ἐμφάνισίν Του ἐκεῖ τούς πάντας, ἤ καί ἐκεῖ σώζει μόνον ἐκείνους οἱ ὁποῖοι Τόν πιστεύουν;
Καί ἄν ἀνεβαίνῃ εἰς τούς οὐρανούς, ἀνέβα μαζί Του. Ἐντάξου εἰς τούς ἀγγέλους οἱ ὁποῖοι Τόν προπέμπουν ἤ εἰς ἐκείνους οἱ ὁποῖοι Τόν ὑποδέχονται. Πρόσταξε νά σηκωθοῦν αἱ πύλαι καί νά γίνουν ὑψηλότεραι (Ψαλμ. 23, 7), διά νά ὑποδεχθοῦν πιό μεγαλόπρεπα Ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος ἐπιστρέφει ἀπό τό πάθος. Ἀπάντησε εἰς ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἀποροῦν διά τό σῶμα καί τά σύμβολα τοῦ Πάθους, μέ τά ὁποῖα ἀνέρχεται, ἐνῷ δέν τά εἶχε μαζί Του ὅταν εἶχε κατέβει, καί οἱ ὁποῖοι διά τόν λόγον αὐτόν ἐρωτοῦν νά μάθουν «ποῖος εἶναι αὐτός ὁ βασιλεύς τῆς δόξης;», ὅτι εἶναι «Κύριος κραταιός καί δυνατός» (Ψαλμ. 23, 7-8) μέ ὅλα ὅσα ἀνέκαθεν ἔχει κάνει καί μέ ὅσα κάνει καί μέ τόν τωρινόν πόλεμον καί τήν περίλαμπρον νίκην Του πρός χάριν τῆς ἀνθρωπότητος, καί δῶσε εἰς τήν διπλῆν ἐρώτησιν διπλῆν τήν ἀπάντησιν. Καί ἄν ἀποροῦν λέγοντες, συμφώνως πρός τήν δραματικήν προφητείαν τοῦ Ἠσαΐου, «ποῖος εἶναι αὐτός ὁ ὁποῖος ἔχει ἔλθει ἀπό τήν Ἐδώμ (Ἠσ. 63, 1) καί ἀπό τά γήϊνα πράγματα;», ἤ «διατί εἶναι κόκκινα τά ἐνδύματα ἐκείνου ὁ ὁποῖος δέν ἔχει οὔτε αἷμα οὔτε σῶμα, ὡσάν νά ἔχῃ ἔλθει ἀπό πατητῆρι καί νά ἔχῃ πατήσει ὁλόκληρον πατητῆρι γεμᾶτον ἀπό σταφύλια;»(Ἠσ. 63, 2),νά τούς ἐκθειάσῃς τήν ὡραιότητα τῆς στολῆς τοῦ σώματος τό ὁποῖον ἔχει πάθη καί τό ὁποῖον ἔχει καλλωπισθῆ ἀπό τό Πάθος καί ἔχει ἀποκτήσει ἀπό τήν Θεότητα τήν λαμπρότητα ἐκείνην ἀπό τήν ὁποίαν δέν ὑπάρχει τίποτε πιό ἐπιθυμητόν καί πιό ὡραῖον.
Τί θά μᾶς εἴπουν δι᾽ αὐτά οἱ συκοφάνται, οἱ πικρόχολοι ἐλεγκταί τῆς Θεότητος, οἱ κατήγοροι ἐκείνων τά ὁποία ἐπαινοῦνται, οἱ σκοτεινοί ἐν σχέσει πρός τό φῶς, οἱ ἀστοιχείωτοι ἐν σχέσει πρός τήν σοφίαν, ἐκεῖνοι χάριν τῶν ὁποίων ἀπέθανεν ὁ Χριστός χωρίς νά ζητήσῃ ἀντάλλαγμα, τά ἀχάριστα δημιουργήματα, τά πλάσματα τοῦ πονηροῦ; Κατηγορεῖς τόν Θεόν διά τήν εὐεργεσίαν Του; Διά τοῦτο εἶναι μικρός, ἐπειδή ἐταπεινώθη πρός χάριν σου; Ἐπειδή ὁ καλός Ποιμήν, ὁ Ὁποῖος δίνει καί τήν ψυχήν Του διά τά πρόβατα (Ἰω. 10, 11), ἦλθε πρός τό πρόβατον τό ὁποῖον εἶχε χαθῆ (βλ. Λουκ. 15, 4-10), ἐπάνω εἰς τούς λόφους καί τά βουνά εἰς τά ὁποῖα ἐθυσίαζες (πρβλ. Ὠσ. 4, 13), καί ἀφοῦ τό εὗρε τό ἐσήκωσεν ἐπάνω εἰς τούς ὤμους Του, ἐπάνω εἰς τούς ὁποίους ἐσήκωσε καί τόν Σταυρόν, καί τό ἐπανέφερεν εἰς τήν οὐρανίαν ζωήν καί ἀφοῦ τό ἀνύψωσεν ἐκεῖ τό ἔβαλεν εἰς τήν ἰδίαν θέσιν μέ ἐκεῖνα τά ὁποῖα εἶχαν μείνει ἐκεῖ;
Τόν κατηγορεῖς ἐπειδή ἤναψε λύχνον, τήν ἰδίαν τήν σάρκα Του, καί ἐσκούπισε τήν οἰκίαν (καθαρίζων τόν κόσμον ἀπό τήν ἁμαρτίαν) καί ἀνεζήτησε τήν δραχμήν, τήν εἰκόνα δηλαδή τοῦ Θεοῦ ἡ ὁποία εἶχε καταχωνιασθῆ ἀπό τά πάθη, καί ἐπειδή συγκεντρώνει διά τήν εὕρεσιν τῆς δραχμῆς τάς φιλικάς πρός Αὐτόν δυνάμεις, τάς ὁποίας εἶχε μυήσει καί εἰς τό μυστήριον τῆς σωτηρίας, καί τάς κάνει μετόχους εἰς τήν χαράν Του; Τόν κατηγορεῖς ἐπειδή τόν λύχνον, ὀ ὁποῖος ἑτοιμάζει τόν δρόμον, καί ὁ ὁποῖος ἑτοιμάζει εἰς τόν Κύριον λαόν ἐκλεκτόν καί καθαρίζει καί προετοιμάζει διά τό Πνεῦμα μέ τό ὕδωρ, τόν ἀκολουθεῖ τό ὑπέρλαμπρον Φῶς, τήν φωνήν τήν ἀκολουθεῖ ὁ Λόγος καί τόν ὁδηγόν τοῦ νυμφίου ὁ Νυμφίος; Δι᾽ αὐτό κατηγορεῖς τόν Θεόν; Δι᾽ αὐτά Τόν θεωρεῖς κατώτερον, ἐπειδή βάζει εἰς τήν μέσην Του τήν ποδιάν καί πλύνει τά πόδια τῶν μαθητῶν Του (Ἰω. 13, 4) καί δείχνει τόν καλύτερον τρόπον νά ὑψωθῇ κανείς, δηλαδή τήν ταπείνωσιν; Ἐπειδή ταπεινώνεται χάριν τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία ἔχει κυρτώσει πρός τά κάτω διά νά ἀνυψώσῃ μαζί του ἐκεῖνο τό ὁποῖον κλίνει πρός τά κάτω ἀπό τήν ἁμαρτίαν; Πῶς δέ δέν τόν κατηγορεῖς διά τό ὅτι γευματίζει μαζί μέ τούς τελώνας (Λουκᾶ 5, 27 ἑ.) καί εἰς τάς οἰκίας τελωνῶν, καί ὅτι κάνει μαθητάς Του τελώνας διά νά κερδίσῃ καί Αὐτός κάτι; Τί δηλαδή; Τήν σωτηρίαν τῶν ἁμαρτωλῶν. Ὡσάν νά ἠμποροῦσε κανείς νά κατηγορήσῃ τόν ἰατρόν, ὅτι σκύβει μέ κατανόησιν ἐπάνω εἰς τάς πληγάς καί ἀνέχεται τήν δυσωδίαν, διά νά δώσῃ τήν ὑγείαν εἰς τούς ἀσθενεῖς, ἤ ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος σκύβει ἀπό εὐσπλαγχνίαν ἐπάνω ἀπό τόν βόθρον διά νά βγάλῃ ἀπό ἐκεῖ τό ζῶον τό ὁποῖον ἔχει πέσει μέσα (πρβλ. Δευτερον. 22, 4, Ματθ. 12, 11), ὅπως λέγει ὁ νόμος.
Ἀπεστάλη μέν, ἀλλά ὡς ἄνθρωπος (ἐπειδή ἦτο διπλοῦς τήν φύσιν), ἐπειδή καί ἔνιωσε κούρασιν καί ἐπείνασε καί ἐδίψασε καί ἐδάκρυσε κατά τούς φυσικούς νόμους. Ἐάν δέ ἐστάλη καί ὡς Θεός, τί σέ ἐνοχλεῖ αὐτό; Τήν θέλησιν τοῦ Πατρός, ἀπό τόν Ὁποῖον προέρχεται, καί τόν Ὁποῖον τιμᾷ ὡς ἀρχήν ἄχρονον, νά τήν θεωρῇς ὡς ἀποστολήν, καί νά μή πιστεύῃς ὅτι εἶναι κάτι τό ἀταίριαστον διά τόν Θεόν. Ἐπειδή λέγεται καί ὅτι ἔχει παραδοθῆ, ἀλλά ἔχει γραφῆ ἐπίσης ὅτι ἔχει παραδώσει τόν Ἑαυτόν του. Καί ὅτι ἔχει ἀναστηθῆ ἀπό τόν Πατέρα καί ἔχει ἀναληφθῆ, ἀλλά καί ὅτι ἔχει ἀναστήσει τόν Ἑαυτόν του καί ὅτι θά ἔλθῃ πάλιν. Ἐκεῖνα προέρχονται ἀπό τήν θέλησιν τοῦ Πατρός, αὐτά ἀπό τήν δύναμίν του. Σύ δέ τά μέν πρῶτα τά θεωρεῖς μειωτικά, τά δέ ἄλλα, τά ὁποῖα ἐξυψώνουν, τά παραβλέπεις. Καί τό ὅτι μέν ἔπαθε, τό ὑπολογίζεις. Τό ὅτι δέ ἔπαθε μέ τήν θέλησίν Του, δέν τό ἀναφέρεις.
Τί παθαίνει ἀκόμη καί τώρα ὁ Λόγος! Ἀπό ἄλλους μέν τιμᾶται ὡς Θεός καί ταυτίζεται μέ αὐτόν, ἀπό ἄλλους δέ περιφρονεῖται, ἐπειδή εἶναι ἄνθρωπος, καί χωρίζεται ἀπό τόν Θεόν. Ἐναντίον ποίων νά ὀργισθῇ περισσότερον; Ἤ, καλύτερα, ποίους νά συγχωρήσῃ; Ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἑνώνουν λανθασμένα, ἤ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι χωρίζουν; Διότι καί ἐκεῖνοι ἔπρεπε νά διαχωρίζουν καί τοῦτοι νά ἑνώνουν. οἱ μέν μέ τόν ἀριθμόν, οἱ δέ μέ τήν Θεότητα. Ἐμποδίζεσαι ἀπό τήν σάρκα; Αὐτό κάνουν καί οἱ Ἰουδαῖοι. Μήπως τυχόν Τόν ὀνομάζεις καί Σαμαρείτην; Τήν συνέχειαν ὅμως δέν θά τήν ἀναφέρω (πρβλ. Ἰω. 8, 48).
Δέν πιστεύεις εἰς τήν Θεότητα; Αὐτό δέν συμβαίνει οὔτε μέ τούς δαίμονας. Δύστυχε, πόσον πιό ἄπιστος εἶσαι ἀκόμη καί ἀπό τούς δαίμονας, καί πόσον πιό ἀχάριστος ἀπό τούς Ἰουδαίους! Ἐκεῖνοι τήν ὀνομασίαν τοῦ Υἱοῦ τήν ἐθεώρησαν ὡς ἔκφρασιν ἰσοτιμίας (πρβλ. Ἰω. 8, 19), διότι δέν ἐγνώριζαν ἀκόμη τόν Θεόν ὁ ὁποῖος τόν εἶχε στείλει. Διότι ἐπίστευαν μόνον ἀφοῦ ἐπάθαιναν. Σύ δέ δέν δέχεσαι οὔτε τήν ἰσότητα, οὔτε καί ἀναγνωρίζεις τήν Θεότητα. Θά ἦταν καλύτερα διά σέ νά εἶσαι περιτετμημένος καί νά εὑρίσκεσαι ὑπό τήν ἐπήρειαν τοῦ δαίμονος, διά νά ἐκφρασθῶ κατά τρόπον ἀστεῖον, παρά νά κατέχεσαι ἀπό πονηρίαν καί ἀθεΐαν, ἐνῷ εἶσαι ὑγιής καί ἀπερίτμητος. Ἀλλ᾽ ὅμως ὁ πόλεμος ἐναντίον τούτων ἤ ἄς σταματήσῃ, ἐάν βεβαίως θά ἤθελαν νά συνετισθοῦν ἔστω καί τήν τελευταίαν στιγμήν, ἤ ἄς ἀναβληθῇ, ἐάν δέν θέλουν νά συνετισθοῦν καί παραμένουν ὅπως ἔχουν. Πάντως ἐμεῖς δέν θά φοβηθοῦμεν τίποτε ἐνῷ θά ἀγωνιζώμεθα διά τήν Τριάδα, μέ σύμμαχόν μας τήν ἰδίαν τήν Τριάδα.
Τώρα δέ εἴμεθα πλέον ἀναγκασμένοι νά ἀνακεφαλαιώσωμεν ὡς ἑξῆς τόν λόγον. Ἔχομεν δημιουργηθῆ διά νά εὐεργετηθοῦμεν. Ἔχομεν εὐεργετηθῆ ἐπειδή ἔχομεν δημιουργηθῆ. Μᾶς παρεδόθη ὁ Παράδεισος διά νά εὐτυχήσωμεν. Ἐλάβαμεν τήν ἐντολήν, διά νά δοξασθῶμεν ἀφοῦ τήν φυλάξωμεν, ὄχι ἐπειδή τυχόν ἀγνοοῦσε ὁ Θεός ἐκεῖνο τόν ὁποῖον θά ἐγίνετο, ἀλλά ἐπειδή ἤθελε νά μᾶς παραχωρήσῃ τό αὐτεξούσιον. Ἔχομεν ἐξαπατηθῆ, ἐπειδή μᾶς ἐφθόνησαν.
Ἔχομεν πέσει, ἐπειδή ἔχομεν παραβῆ τήν ἐντολήν, ἔχομεν ἀναγκασθῆ εἰς νηστείαν ἐπειδή δέν ἐνηστεύσαμεν καί μᾶς κατανίκησεν ἡ ἐπιθυμία τῆς γεύσεως τοῦ καρποῦ τοῦ δένδρου τῆς γνώσεως. Διότι ἡ ἐντολή ἦτο παλαιά καί σύγχρονος μέ ἡμᾶς, ἕνα μέσον διαπαιδαγωγήσεως τῆς ψυχῆς καί σωφρονισμοῦ ἀπό τάς ἀπολαύσεις. Τήν ἐλάβαμεν δέ εὐλόγως διά νά ἀπολαύσωμεν, ἀφοῦ τήν τηρήσωμεν, ἐκεῖνο τό ὁποῖο ἐχάσαμεν ἐπειδή δέν τήν ἐτηρήσαμεν. Εἴχαμεν ἀνάγκην ἀπό Θεόν ὁ Ὁποῖος ἐσαρκώθη καί ἀπέθανε, διά νά ζήσωμεν. Ἔχομεν ἀποθάνει μαζί Του διά νά καθαρισθῶμεν. Ἔχομεν ἀναστηθῆ μαζί Του ἐπειδή ἔχομεν συναποθάνει καί ἔχομεν δοξασθῆ ἐπειδή ἔχομεν συναναστηθῆ.
Πολλά μέν λοιπόν εἶναι τά θαύματα ἐκείνης τῆς ἐποχῆς. Ὁ Θεός σταυρώνεται, ὁ ἥλιος σκεπάζεται ἀπό σκότος καί κατόπιν ἀνατέλλει πάλιν (διότι ἔπρεπε καί τά δημιουργήματα νά συμπάσχουν μέ τόν Δημιουργόν), τό καταπέτασμα τοῦ ναοῦ σχίζεται (Λουκ. 23, 44-45, Ματθ. 27, 51), αἷμα καί ὕδωρ χύνεται ἀπό τήν πλευράν (Ἰω. 19, 34) (τό μέν ἐπειδή ἦτο ἄνθρωπος, τό δέ ἐπειδή ἦτο ἀνώτερος ἀπό τόν ἄνθρωπον), ἡ γῆ συγκλονίζεται, αἱ πέτραι σχίζονται πρός χάριν τῆς Πέτρας (Ματθ. 27, 51, Α’ Κορ. 10, 4), οἱ νεκροί ἀνασταίνονται (Ματθ. 27, 52), ὡς ἀπόδειξις διά τήν τελευταίαν καί κοινήν Ἀνάστασιν. Τά σημεῖα δέ τά ὁποῖα ἔγιναν εἰς τόν τάφον καί τά μετά τήν ταφήν (Ματθ. 28, 1 ἑ., Μάρκ. 16, 1 ἑ., Λουκ. 24, 1 ἑ. καί Ἰω. 20, 1 ἑ.), ποῖος θά ἠμποροῦσε νά τά ἐξυμνήσῃ ἐπαξίως; Τίποτε δέ δέν εἶναι ἰσάξιον μέ τό θαῦμα τῆς σωτηρίας μου. Ὀλίγαι σταγόνες αἵματος αἱ ὁποῖαι ἀναδημιουργοῦν ὁλόκληρον τόν κόσμον καί γίνονται ὡσάν χυμός γάλακτος δι᾽ ὅλους τούς ἀνθρώπους καί μᾶς συνδέουν καί μᾶς συγκεντρώνουν εἰς ἕνα σύνολον.
Ἀλλά, ὦ Πάσχα, τό μέγα καί ἱερόν, τό ὁποῖον καθαρίζεις ὁλόκληρον τόν κόσμον! Διότι θά σοῦ ὁμιλήσω ὡσάν νά ἤσουν ἔμψυχον. Ὦ Λόγε τοῦ Θεοῦ καί Φῶς καί Ζωή καί Σοφία καί Δύναμις! Διότι χαίρομαι μέ ὅλα Σου τά ὀνόματα. Ὦ γέννημα καί κίνησις καί σφραγίς τοῦ μεγάλου νοῦ! Ὦ Λόγε, ὁ ὁποῖος κατανοεῖσαι καί, ἄνθρωπε, ὁ ὁποῖος φαίνεσαι, καί ὁ ὁποῖος φέρεις τά πάντα συγκεντρωμένα εἰς τόν λόγον τῆς δυνάμεώς σου! Τώρα μέν ἄς δεχθῇς τόν λόγον αὐτόν ὄχι ὡς τόν πρῶτον καί καλύτερον καρπόν τῆς καρποφορίας μας, ἀλλά ὡς συμπλήρωμά της ἴσως, εὐχαριστήριον ἀλλά καί συγχρόνως παρακλητικόν, διά νά μήν ὑποφέρωμεν διά τάς ἐντολάς Σου τίποτε περισσότερον ἐκτός ἀπό τά ἀναγκαῖα καί τούς ἱερούς κόπους καί πόνους, μέ τούς ὁποίους ἔχομεν ζήσει μέχρι σήμερον.
Καί ἄς σταματήσῃς τήν τυραννίαν τοῦ σώματος ἐναντίον μας (βλέπεις πόσον μεγάλη εἶναι, Κύριε, καί πόσον μᾶς γονατίζει!), ἤ τήν κρίσιν Σου, ἐάν πρόκειται νά καθαρισθῶμεν ἀπ᾽ αὐτό. Ἐάν δέ φθάσωμεν ἐπαξίως εἰς τό ποθούμενον τέρμα καί γίνωμεν δεκτοί εἰς τάς οὐρανίους σκηνάς, θά Σοῦ προσφέρωμεν μέ προθυμίαν θυσίας δεκτάς εἰς τό ἅγιόν Σου θυσιαστήριον, ὦ Πάτερ καί Λόγε καί Ἅγιον Πνεῦμα, ἐπειδή εἰς Σέ ὀφείλεται κάθε δόξα, τιμή καί ἐξουσία εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Αμήν.
*ἀπόσπασμα με’ λόγου Ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου
«Η EΒΔΟΜΑΣ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΘΩΝ»
(Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη)
ΜΕΓΑΛΗ ΔΕΥΤΕΡΑ
Τὴν ἑσπέραν ταύτην κατ᾿ ἀρχαίαν παράδοσιν τῆς Ἐκκλησίας ψάλλεται ἐν τοῖς ἱεροῖς ναοῖς περὶ λύχνων ἁφὰς ὁ Ὄρθρος τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Δευτέρας, τῆς πρώτης ἡμέρας τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος, καθ᾿ ἣν ὅλην τελοῦμεν ἑορτὰς εἰς ἀνάμνησιν τῶν σωτηρίων Παθῶν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἅτινα ὑπέστη διὰ τὴν σωτηρίαν τοῦ ἀνθρώπου.
Καὶ κατὰ μὲν τὴν πρώτην ταύτην ἑσπέραν «μνείαν ποιούμεθα Ἰωσὴφ τοῦ Παγκάλου καὶ τῆς ὑπὸ τοῦ Κυρίου καταρασθείσης καὶ ξηρανθείσης συκῆς». Λαμβάνεται δ᾿ ἀπ᾿ ἀρχῆς Ἰωσὴφ ὁ υἱὸς τοῦ Ἰακώβ, ὡς τύπος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Καθὼς δηλαδὴ ὁ Ἰωσὴφ δεινὰ ἔπαθεν ὑπὸ τῶν ἀδελφῶν του καὶ τέλος ἐπωλήθη εἰς Ἰσμαηλίτας, οὕτω καὶ ὁ κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς τοσαῦτα μέλλει νὰ πάθῃ ὑπὸ τῶν ἀγνωμόνων Ἰουδαίων, ἀλλὰ μετὰ τὰ πάθη καὶ τὰ δεινὰ μέλλει νὰ δοξασθῇ ὡς Βασιλεὺς ὕψιστος τοῦ κόσμου ὅλου σῴζων τὸν μετανοοῦντα ἄνθρωπον ἀπὸ τῆς καταπτώσεως καὶ τῆς ἐσχάτης διαφθορᾶς, ὅπερ ὁμοίως ὑπεδήλου ὁ Ἰωσήφ, ὅστις πωληθεὶς ἐδοξάσθη, καὶ τοὺς ἀδελφούς του ἔσωσεν. Οἱ ὑμνογράφοι τῆς Ἐκκλησίας καὶ μάλιστα ὁ ὑψιπέτης μουσουργὸς Κοσμᾶς, συνέθεντο τροπάρια κατανυκτικώτατα καὶ τρυφερά, ἅτινα ἐν ἤχῳ ἁρμόζοντι ψάλλονται ἀπὸ τῆς ἑσπέρας ταύτης. Ὀνομάζεται δὲ συνήθως ἡ ἀκολουθία αὕτη ἡ ψαλλομένη κατὰ τὰς τρεῖς πρώτας ἑσπέρας Νυμφίος ἐκ τοῦ ἐν ἀρχῇ ψαλλομένου μελῳδικοῦ τροπαρίου τοῦ γνωστοῦ εἰς ὅλους: «Ἰδοὺ ὁ Νυμφίος ἔρχεται ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός· καὶ μακάριος ὁ δοῦλος ὃν εὑρήσει γρηγοροῦντα, ἀνάξιος δὲ πάλιν ὃν εὑρήσει ῥᾳθυμοῦντα. Βλέπε οὖν, ψυχή μου, μὴ τῷ ὕπνῳ κατενεχθῇς, ἵνα μὴ τῷ θανάτῳ παραδοθῇς καὶ τῆς βασιλείας ἔξω κλεισθῇς. Ἀλλὰ ἀνάνηψον κράζουσα, ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος εἶ ὁ Θεὸς ἡμῶν, πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου ἐλέησον ἡμᾶς». Κατανυκτικώτατον εἶναι ἐπίσης συντομώτατον τροπάριον, ὅπερ περὶ τὸ τέλος ψάλλεται εἰς μουσικώτατον ἦχον, τὸ ἑξῆς: «Τὸν νυμφῶνά σου βλέπω, Σωτήρ μου κεκοσμημένον, καὶ ἔνδυμα οὐκ ἔχω, ἵνα εἰσέλθω ἐν αὐτῷ. Λάμπρυνόν μου τὴν στολὴν τῆς ψυχῆς, φωτοδότα, καὶ σῶσόν με». Ἐν γένει δὲ ὅλα τὰ τροπάρια εἶναι ἀμιμήτου καλλονῆς καὶ μελῳδίας, καὶ συνιστῶμεν νὰ προσέξωσιν οἱ φιλόχριστοι ἀναγνῶσται ὄχι διὰ τῶν ἐξωτερικῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν, ἀλλὰ διὰ τῶν ὀμμάτων τῆς ψυχῆς ἐν καθαρῷ τῷ συνειδότι.
ΜΕΓΑΛΗ TΡΙΤΗ
Τὴν ἑσπέραν ταύτην ψάλλεται εἰς τὰς ἐκκλησίας ὁ Ὄρθρος τῆς αὔριον, καθ᾿ ἣν «τῆς τῶν δέκα παρθένων παραβολῆς τῆς ἐκ τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου μνείαν ποιούμεθα». Ἡ ὡραία καὶ ποιητικὴ αὕτη παραβολὴ εἶναι εἰλημμένη ἐκ τοῦ Ματθαίου. Ἐκ τῶν δέκα προσκεκλημένων παρθένων αἱ μὲν πέντε φρόνιμοι ἀνέμενον τὸ μεσονύκτιον ἕτοιμοι νὰ δεχθῶσι τὸν Νυμφίον, αἱ δ᾿ ἄλλαι πέντε μωραὶ ἐνύσταξαν καὶ ἀπεκοιμήθησαν γλυκύν, ἀλλὰ κατάρατον ὕπνον. Ἐντούτοις ἠκούσθη ἡ φωνή, ὅτι ὁ Νυμφίος ἦλθεν ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός. Καὶ αἱ μὲν φρόνιμοι ἀναμένουσαι ἤναψαν ἀμέσως τὰς αἰωνίας τῆς πίστεως καὶ τῆς ἐλπίδος φαιδρὰς λαμπάδας, καὶ ἐν ἀγαλλιάσει προϋπήντησαν τὸν ἱερὸν Νυμφίον, τὸν ὡραῖον κάλλει ὑπὲρ πάντας τοὺς ἀνθρώπους, καὶ ἑώρτασαν τοὺς γάμους αὐτοῦ. Αἱ δὲ μωραὶ ἐγερθεῖσαι ἐν τῇ ταραχῇ ἐκείνῃ καὶ τρίβουσαι τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῶν βεβαρημένους μέχρι θανάτου ἀπὸ τοῦ μοιραίου ἐκείνου ὕπνου, ἔσπευσαν ν᾿ ἀνάψωσι τὰς ἑαυτῶν λαμπάδας καὶ ἐξέλθωσι καὶ αὐταὶ εἰς ἀπάντησιν τοῦ Κυρίου, ἀλλ᾿ ἡ ἁμαρτία εἶχεν ἀποτυφλώσει αὐτὰς – ἔλαιον δὲν ὑπῆρχεν εἰς τὰς λαμπάδας, τὸ μεσονύκτιον εἶχεν ἀποκοιμίσει τοὺς πωλοῦντας τὸ ἔλαιον, καὶ ὁ Νυμφίος εἰσήρχετο ἤδη ἐν ψαλμοῖς καὶ ὕμνοις καὶ ὑπὸ τὰ φαιδρὰ φῶτα τῶν φρονίμων παρθένων εἰς τὰ περικαλλῆ αὑτοῦ μέγαρα. Αἱ θύραι μετὰ τὴν εἰσελθοῦσαν ταύτην τῶν ἁγίων χορείαν ἐκλείσθησαν στερεῶς, καὶ αἱ πέντε δυστυχεῖς ἐκ τῆς μωρίας των Παρθένοι ἐκλείσθησαν ἔξω τοῦ νυμφῶνος. Κοπετοὶ καὶ θρῆνοι τότε ἔξω τοῦ πυλῶνος ἠκούσθησαν, ἀλλὰ τί τὸ ὄφελος!
Ἀξιοσημείωτος εἶναι ἡ ἀναγινωσκομένη ἀπόψε περικοπὴ τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου. Ὁ Ἰησοῦς μετ᾿ ἀγανακτήσεως ἐκτοξεύει ἐναντίον τῶν Φαρισαίων δεκάκις καὶ τετράκις τὸ οὐαὶ ὑμῖν γραμματεῖς καὶ φαρισαῖοι ὑποκριταί, ἐλέγχων τὴν ψευδῆ ἐξωτερικὴν τῶν τοιούτων εὐλάβειαν. Ὡραῖα ἐπίσης εἶναι τὰ ψαλλόμενα καὶ κατὰ τὴν ἑσπέραν ταύτην τροπάρια, ἐν οἷς τὸ ἑξῆς: «Ἐν ταῖς λαμπρότησι τῶν ἁγίων σου πῶς εἰσελεύσομαι ὁ ἀνάξιος; Ἐὰν γὰρ τολμήσω συνεισελθεῖν εἰς τὸν νυμφῶνα ὁ χιτὼν μὲ ἐλέγχει, ὅτι οὐκ ἔστι τοῦ γάμου καὶ δέσμιος ἐκβαλοῦμαι ὑπὸ τῶν ἀγγέλων. Καθάρισον, Κύριε, τὸν ῥύπον τῆς ψυχῆς μου, καὶ σῶσόν με, ὡς φιλάνθρωπος». Ὁμοίως τὸ ἑξῆς: «Ὁ νυμφίος ὁ κάλλει ὡραῖος παρὰ πάντας ἀνθρώπους, ὁ συγκαλέσας ἡμᾶς πρὸς ἑστίασιν πνευματικὴν τοῦ νυμφῶνός σου, τὴν δυσείμονά μου μορφὴν τῶν πταισμάτων ἀπαμφίασον, τῇ μεθέξει τῶν παθημάτων σου, καὶ στολὴν δόξης κοσμήσας τῆς σῆς ὡραιότητος, δαιτυμόνα φαιδρὸν ἀνάδειξον τῆς βασιλείας σου ὡς εὔσπλαγχνος».
ΜΕΓΑΛΗ TETAΡΤΗ
Τῆς ἀλειψάσης τὸν Κύριον μύρῳ γυναικὸς μνείαν ποιεῖσθαι οἱ θειότατοι Πατέρες ἐθέσπισαν, ὅτι πρὸ τοῦ σωτηρίου πάθους τοῦτο γέγονε.
Κατὰ τὸ Εὐαγγέλιον, δύο ἡμέρας πρὸ τοῦ Πάσχα, τοῦ Ἰησοῦ εὑρισκομένου ἐν τῇ οἰκίᾳ Σίμωνος τοῦ λεπροῦ, προσῆλθεν αὐτῷ γυνὴ ἁμαρτωλὸς ἔχουσα ἀλάβαστρον μύρου βαρυτίμου, τὸ ὁποῖον κατέχεεν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ. Ἐπειδὴ δὲ οἱ μαθηταὶ ἐσκανδαλίσθησαν διὰ τοῦτο, ὁ Ἰησοῦς εἶπεν: «Ἔργον καλὸν εἰργάσατο εἰς ἐμέ. . . βαλοῦσα γὰρ αὕτη τὸ μύρον τοῦτο ἐπὶ τοῦ σώματός μου πρὸς τὸ ἐνταφιάσαι με ἐποίησεν. Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὅπου ἐὰν κηρυχθῇ τὸ Εὐαγγέλιον τοῦτο, ἐν ὅλω τῷ κόσμῳ λαληθήσεται καὶ ὃ ἐποίησεν αὕτη εἰς μνημόσυνον αὐτῆς».
Ταύτῃ δὲ τῇ ἡμέρᾳ βλέποντες οἱ Γραμματεῖς καὶ Ἀρχιερεῖς, ὅτι ἡ εὔνοια τοῦ λαοῦ ἔτι μᾶλλον ηὔξανε πρὸς τὸν Ἰησοῦν, συνεφώνησαν μετὰ τοῦ Ἰούδα νὰ δώσωσιν αὐτῷ 30 ἀργύρια ἵνα παραδώσῃ τὸν Ἰησοῦν. Ἀπὸ ταύτης δὲ τῆς στιγμῆς ἐζήτει ὁ προδότης εὐκαιρίαν, ἵνα αὐτὸν αὐτοῖς παραδῷ.
Ἐν συνόλῳ ἀριστουργήματα εἶναι τὰ ψαλλόμενα κατὰ τὴν ἑσπέραν ταύτην τροπάρια, ἀναφερόμενα εἰς τὴν πρᾶξιν τῆς ἁμαρτωλοῦ γυναικὸς καὶ εἰς τὴν προδοσίαν τοῦ Ἰούδα. Ἐξέχουσι δὲ προπάντων τὰ ἐν τοῖς «Αἴνοις» ψαλλόμενα εἰς τρυφερώτατον ἦχον, καὶ τούτων πάλιν ὑπερέχει διὰ τὴν ἱστορικήν του μάλιστα ἀξίαν τὸ διάσημον τῆς Κασσιανῆς τροπάριον, γνωστὸν τοῖς πᾶσι, τὸ ἑξῆς, ὅπερ ψάλλεται ἀργῶς καὶ μετὰ μέλους εἰς τὸν σοβαρώτερον τῶν ἤχων, τὸν πλ. δ´: «Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή, τὴν σὴν αἰσθομένη θεότητα, μυροφόρου ἀναλαβοῦσα τάξιν, ὀδυρομένη μύρα σοι πρὸ τοῦ ἐνταφιασμοῦ κομίζει, οἴμοι λέγουσα, ὅτι νύξ μοι ὑπάρχει, οἶστρος ἀκολασίας, ζοφώδης τε καὶ ἀσέληνος, ἔρως τῆς ἁμαρτίας. Δέξαι μου τὰς πηγὰς τῶν δακρύων, ὁ νεφέλαις διεξάγων τῆς θαλάσσης τὸ ὕδωρ· κάμφθητί μοι πρὸς τοὺς στεναγμοὺς τῆς καρδίας, ὁ κλίνας τοὺς οὐρανοὺς τῇ ἀφάτῳ σου κενώσει. Καταφιλήσω τοὺς ἀχράντους σου πόδας, ἀποσμήξω τούτους δὲ πάλιν τοῖς τῆς κεφαλῆς μου βοστρύχοις. . . ὧν ἐν τῷ παραδείσῳ Εὔα τὸ δειλινὸν κρότον τοῖς ὠσὶν ἠχηθεῖσα τῷ φόβῳ ἐκρύβη. Ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη καὶ κριμάτων σου ἀβύσσους τίς ἐξιχνιάσει, ψυχοσῶστα σωτήρ μου; Μή με τὴν σὴν δούλην παρίδῃς ὁ ἀμέτρητον ἔχων τὸ ἔλεος».
Τὸ μεγαλοπρεπὲς τοῦτο τροπάριον εἶναι ποίημα Κασσιανῆς ἢ Κασσίας ἢ Εἰκασίας. Αὕτη ἦτο κατὰ τὸν Ζωναρᾶν παρθένος τῷ εἴδει καλὴ καὶ τῶν λοιπῶν ὑπερφέρουσα καὶ λόγοις ὁμιλοῦσα καὶ τὸ γένος ἐπίσημος. Ὁ αὐτοκράτωρ Θεόφιλος θελήσας τότε νὰ νυμφευθῇ, συνήθροισε πολλαχόθεν τὰς ὡραιοτέρας παρθένους τοῦ Βυζαντινοῦ κράτους, ὅπως μεταξὺ αὐτῶν ἐκλέξῃ τὴν μέλλουσαν βασίλισσαν. Μία τούτων ἦτο καὶ ἡ κόρη Κασσιανὴ θέλουσα διὰ τοῦ κάλλους αὑτῆς νὰ περικοσμήσῃ τὴν βυζαντινὴν αὐλήν. Ὁ αὐτοκράτωρ, φαιδρὸς εἴπερ ποτέ, ἐκράτει μῆλον ἐν χερσὶ καὶ περιήρχετο τὰς τάξεις τῶν παρθένων ἀναζητῶν τὴν ὡραιοτέραν. Ἦσαν ἐκεῖ ποικίλαι ὡραιότητες· ὀφθαλμοὶ μαῦροι καὶ ὀφθαλμοὶ γαλανοί, ξανθαὶ καὶ κασταναὶ παρθένοι, τινὲς δὲ μαύρους ὡς τὰ πτερὰ τοῦ κόρακος ἔχουσαι τοὺς βοστρύχους. Ὁ αὐτοκράτωρ φθὰς πρὸ τῆς Κασσιανῆς ἐσταμάτησεν ὡς δεσμευθεὶς ἐκ τῆς ἐξαισίου ὡραιότητος τῆς δειλῆς κόρης, καὶ εἶπεν ἔκθαμβος: Ἐκ τῆς γυναικὸς προῆλθον τὰ κακά. Ἀλλ᾿ ἡ Κασσιανὴ ἦτο ποιήτρια καὶ δὲν ἄφησεν ἀνανταπόδοτον τὸν λόγον τοῦ βασιλέως, ὅσον βασιλικὸς καὶ ἂν ἦτο, καὶ εἶπε διὰ φωνῆς γλυκείας: ἀλλὰ καὶ διὰ τῆς γυναικὸς πηγάζουσι τὰ καλύτερα. Καὶ ἐρύθημα κατεκάλυψε τὰς τρυφερὰς παρειὰς τῆς παρθένου, ὅπερ κατέστησεν αὐτὴν ἀκόμη ὡραιοτέραν.
Ὁ Θεόφιλος κατακεραυνωθεὶς ἐκ τῆς ἀπαντήσεως τῆς κόρης παρέδραμεν αὐτήν, καὶ τὸ χρυσοῦν μῆλον ἐπάλλετο μετ᾿ ὀλίγον εἰς τὰς χεῖρας τῆς ἐκ Παφλαγονίας Θεοδώρας.
Παρῆλθον ἔκτοτε ἔτη πολλά, καὶ μελανείμων παρθένος ηὔχετό ποτε εἰς μοναστήριον πρὸ τῆς εἰκόνος τῆς Θεοτόκου ὑπὸ τὸ ἔνδυμα τῆς μοναχῆς.
Ἦτο ἡ Κασσιανή.
Ἡμέραν τινά, ἐνῷ ἔγραφεν ἡ μοναχὴ εἰς τὸ μονῆρες γραφεῖόν της, ἀκούει κρότον, ὃν ἀνεγνώρισεν ὡς τοὺς βηματισμοὺς τοῦ αὐτοκράτορος Θεοφίλου, ἐλθόντος πρὸς ἐπίσκεψιν αὐτῆς. Ἡ μοναχὴ μὴ θέλουσα νὰ παρουσιασθῇ κατέλιπεν ἔρημον τὸ γραφεῖόν της καὶ ἐκλείσθη εἴς τι πλησίον κελλίον. Ὁ αὐτοκράτωρ εἰσῆλθεν, ἀλλὰ κανεὶς δὲν ἦτο εἰς τὸ γραφεῖον· βλέπει τὸν χάρτην, λαμβάνει αὐτὸν φέροντα νωποὺς ἀκόμη τοὺς χαρακτῆρας, καὶ ἀναγινώσκει· τὸ Κύριε ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις, ὅπερ συνέγραφε τότε ἡ Κασσιανή. Εἶχε δὲ φθάσει μέχρι τοῦ: καταφιλήσω τοὺς ἀχράντους σου πόδας, ἀποσμήξω τούτους δὲ πάλιν τοῖς τῆς κεφαλῆς μου βοστρύχοις καὶ ἦτο τὸ τροπάριον ἡμιτελὲς οὕτως. Ὁ δ᾿ αὐτοκράτωρ ἔλαβε τότε τὸν κάλαμον καὶ ὀξυγράφως προσέθεσε τὸ τέλος τοῦ τροπαρίου, ἐν ᾧ ὑπαινίττεται μετὰ τῆς ἱερᾶς ἱστορίας τὴν φυγὴν τῆς Κασσιανῆς.
Τοῦτο τὸ ἱστορικὸν τοῦ ὡραίου αὐτοῦ τροπαρίου.
ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΜΠΤΗ
Τὴν ἑσπέραν ταύτην, ὡς εἴθισται, ψάλλεται εἰς τοὺς ἱεροὺς ναοὺς ἡ ἀκολουθία τῆς Μεγάλης Πέμπτης καθ᾿ ἣν ἑορτάζομεν τέσσερά τινα: τὸν ἱερὸν Νιπτῆρα, τὸν μυστικὸν Δεῖπνον, τὴν ὑπερφυᾶ Προσευχὴν καὶ τὴν Παράδοσιν αὐτήν. Τὰ ἱστορικὰ γεγονότα εἶναι γνωστὰ ἐκ τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου, πάντες δ᾿ οἱ χριστιανοὶ ὡς μεταλαμβάνοντες αὔριον μέλλουσι ν᾿ ἀκούσωσι τὸ μακρότατον ἱερὸν Εὐαγγέλιον ἐν τῇ Θείᾳ λειτουργίᾳ, ἐν ᾧ περιέχεται ἅπασα ἡ ἱστορία τῶν τελεσθέντων, τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου δηλαδὴ καὶ τῆς ὑπὸ τοῦ προδότου Ἰούδα παραδόσεως τοῦ Ἰησοῦ εἰς τοὺς Ἑβραίους. Τὴν ἑσπέραν ταύτην δὲν ψάλλεται πλέον τὸ Ἰδοὺ ὁ Νυμφίος ἐν ἀρχῇ τῆς ἀκολουθίας, ἀλλ᾿ ἕτερον τροπάριον κατὰ τὸν αὐτὸν μὲν ἦχον πεποιημένον, ἀλλὰ φαιδρότερον, διότι περιέχει τὸ μέγα τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου μυστήριον. Εἶναι τὸ ἑξῆς: «Ὅτε οἱ ἔνδοξοι μαθηταὶ ἐν τῷ νιπτῆρι τοῦ δείπνου ἐφωτίζοντο, τότε Ἰούδας ὁ δυσσεβὴς φιλαργυρίαν νοσήσας ἐσκοτίζετο, καὶ ἀνόμοις κριταῖς σὲ τὸν δίκαιον κριτὴν παραδίδωσι. Βλέπε χρημάτων ἐραστὰ τὸν διὰ ταῦτα ἀγχόνῃ χρησάμενον, φεῦγε ἀκόρεστον ψυχὴν τὴν διδασκάλῳ τοιαῦτα τολμήσασαν. Ὁ περὶ πάντας ἀγαθὸς Κύριε δόξα σοι». Ἀλλὰ τὸ κάλλιστον ἔργον τῶν ψαλλομένων κατὰ τὴν ἑσπέραν ταύτην τροπαρίων εἶναι ὁ κανών, ποίημα τοῦ ἐπιφανοῦς ὑμνογράφου Κοσμᾶ, περιέχων ὑψηλὰς δογματικὰς ἐννοίας περιστρεφομένας ἰδίως περὶ τὸ μυστήριον τῆς Εὐχαριστίας, ἐν ἐκφράσει ποιητικωτάτῃ. Κάλλος δὲ τρυφερὸν καὶ ὕψος ἀληθείας περιέχει τὸ ἑξῆς τροπάριον ψαλλόμενον περὶ τὸ τέλος τῆς ἀκολουθίας: «Μυσταγωγῶν σου, Κύριε, τοὺς μαθητὰς ἐδίδασκες λέγων· ὦ φίλοι ὁρᾶτε, μηδεὶς ὑμᾶς χωρίσῃ μου φόβος· εἰ γὰρ καὶ πάσχω ἀλλ᾿ ὑπὲρ τοῦ κόσμου. Μὴ οὖν σκανδαλίζεσθε ἐν ἐμοί· οὐ γὰρ ἦλθον διακονηθῆναι, ἀλλὰ διακονῆσαι καὶ δοῦναι τὴν ψυχήν μου λύτρον ὑπὲρ τοῦ κόσμου. Εἰ οὖν φίλοι μου ἐστέ, ἐμὲ μιμεῖσθε· ὁ θέλων πρῶτος εἶναι, ἔστω ἔσχατος· ὁ δεσπότης ὡς ὁ διάκονος· μείνατε ἐν ἐμοί, ἵνα βότρυν φέρητε· ἐγὼ γάρ εἰμι τῆς ζωῆς ἡ ἄμπελος». Ὁ ἦχος εἰς ὃν ψάλλεται τὸ τροπάριον τοῦτο, ὅστις εἶναι ὁ πλ. α´, τὸ καθιστᾷ ἔτι τρυφερώτερον καὶ μελῳδικώτερον.
Αὔριον δὲ πρωὶ ψάλλεται ἡ λειτουργία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. Ἐπειδὴ δὲ αὔριον συνήθως πλεῖστοι μεταλαμβάνουσι τῶν ἀχράντων μυστηρίων, ἰδοὺ καὶ τὸ τροπάριον τὸ ὁποῖον ὀφείλει ἕκαστος μεταλαμβάνων νὰ ἔχῃ ἐν νῷ: «Τοῦ δείπνου σου τοῦ μυστικοῦ σήμερον, υἱὲ Θεοῦ, κοινωνόν με παράλαβε· οὐ μὴ γὰρ τοῖς ἐχθροῖς σου τὸ μυστήριον εἴπω, οὐ φίλημά σοι δώσω καθάπερ ὁ Ἰούδας, ἀλλ᾿ ὡς ὁ λῃστὴς ὁμολογῶ σοι μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου».
ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
Τῇ ἑσπέρᾳ ταύτῃ ψάλλεται ὁ Ὄρθρος τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς, καθ᾿ ἣν τὰ ἅγια καὶ σωτήρια καὶ φρικτὰ Πάθη τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐπιτελοῦμεν· τοὺς ἐμπτυσμούς, τὰ ῥαπίσματα, τὰς ὕβρεις, τοὺς γέλωτας, τὰ κολαφίσματα, τὴν πορφυρᾶν χλαῖναν, τὸν κάλαμον, τὸν σπόγγον, τὸ ὄξος, τοὺς ἥλους, τὴν λόγχην καὶ πρὸ πάντων τὸν Σταυρὸν καὶ τὸν θάνατον, ἃ δι᾿ ἡμᾶς ἑκὼν κατεδέξατο· ἔτι δὲ καὶ τὴν τοῦ εὐγνώμονος λῃστοῦ, τοῦ συσταυρωθέντος αὐτῷ, σωτήριον ἐν τῷ σταυρῷ ὁμολογίαν. Ἡ ἑσπερινὴ τῆς σήμερον ἀκολουθία, διακρινομένη καθ᾿ ὅλα ἀπὸ τῆς τῶν παρελθουσῶν ἡμερῶν, ἄρχεται κατανυκτικώτατα ἀναγινωσκομένου ὡς πρώτου τοῦ εὐαγγελίου τοῦ ὀνομαζομένου Διαθήκη ἐκ τοῦ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγελίου. Ἐν αὐτῷ ὁ ὑψιπέτης ἀετός, ὡς ὀνομάζεται ἀπό τινα ἐκκλησιαστικὸν συγγραφέα Ἰωάννης ὁ Θεολόγος, περιλαμβάνει τὴν μακρὰν ὁμιλίαν τοῦ Χριστοῦ πρὸς τοὺς μαθητάς του ἣν ἀπήγγειλε μετὰ τὸν Δεῖπνον. Ἐν αὐτῇ ἀναπτύσσεται μάλιστα ἡ ὅλως νέα διὰ τὸν κόσμον ἐντολὴ τῆς χριστιανικῆς πρὸς τὸν κόσμον ἀγάπης. Ἐν γένει τὸ εὐαγγέλιον τοῦτο διακρίνεται διὰ τὸ μεγαλεῖον καὶ τὸ κάλλος τῶν ἐν αὐτῷ περιεχομένων διδαγμάτων. Μετὰ τοῦτο ἀναγινώσκονται περιπαθέστατα τροπάρια, κατὰ διαλείμματα δ᾿ ἐν ὅλῳ 12 εὐαγγέλια ἀναφερόμενα ἀπὸ τῆς προδοσίας μέχρι τῆς ταφῆς τοῦ Χριστοῦ. Πρὸ τῆς ἀναγνώσεως δὲ τοῦ Ϛ´ Εὐαγγελίου τοῦ ἀναφερομένου κυρίως εἰς τὴν Σταύρωσιν, προσάγεται ἐν ἐκκλησιαστικῇ παρατάξει λιτανευόντων τῶν ἱερέων ὁ Ἐσταυρωμένος καὶ τίθεται ἐν τῷ μέσῳ τοῦ ναοῦ, ἀναγινωσκομένου τοῦ ἑξῆς περιπαθοῦς τροπαρίου ὑπὸ τοῦ βαστάζοντος τὸν τίμιον σταυρὸν ἱερέως: «Σήμερον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου ὁ ἐν ὕδασι τὴν γῆν κρεμάσας. Στέφανον ἐξ ἀκανθῶν περιτίθεται ὁ τῶν ἀγγέλων βασιλεύς. Ψευδῆ πορφύραν περιβάλλεται ὁ περιβάλλων τὸν οὐρανὸν ἐν νεφέλαις. Ῥάπισμα κατεδέξατο ὁ ἐν Ἰορδάνῃ ἐλευθερώσας τὸν Ἀδάμ. Ἥλοις προσηλώθη ὁ Νυμφίος τῆς Ἐκκλησίας. Λόγχῃ ἐκεντήθη ὁ υἱὸς τῆς Παρθένου. Προσκυνοῦμέν σου τὰ πάθη Χριστέ, δεῖξον ἡμῖν καὶ τὴν ἔνδοξόν σου Ἀνάστασιν». Ἀκολούθως τὸ αὐτὸ τροπάριον ψάλλεται εἰς ἦχον περιπαθέστατον. Ἐν γένει ὅλα τὰ κατὰ τὴν ἑσπέραν ταύτην ψαλλόμενα τροπάρια εἶναι κάλλιστα εἰς τὸ εἶδός των, ὧν παραθέτομέν τινα.
«Ποῖός σε τρόπος, Ἰούδα, προδότην τοῦ Σωτῆρος εἰργάσατο; μὴ τοῦ χοροῦ σε τῶν Ἀποστόλων ἐχώρισε; μὴ τοῦ χαρίσματος τῶν ἰαμάτων ἐστέρησε; μὴ συνδειπνήσας ἐκείνοις, σὲ τῆς Τραπέζης ἀπώσατο; μὴ τῶν ἄλλων νίψας τοὺς πόδας, τοὺς σοὺς ὑπερεῖδεν; ὢ πόσων ἀγαθῶν ἀμνήμων ἐγένου». «Τάδε λέγει Κύριος τοῖς Ἰουδαίοις· λαός μου, τί ἐποίησά σοι, ἢ τί σοι παρηνώχλησα; τοὺς τυφλούς σου ἐφώτισα, τοὺς λεπρούς σου ἐκαθάρισα, ἄνδρα ὄντα ἐπὶ κλίνης ἠνωρθωσάμην. Λαός μου, τί ἐποίησα σοι καί τί μοι ἀνταπέδωκας; ἀντὶ τοῦ μάννα χολήν, ἀντὶ τοῦ ὕδατος ὄξος, ἀντί τοῦ ἀγαπᾶν με Σταυρῷ με προσηλώσατε. Οὐκέτι στέγω λοιπόν. Καλέσω μου τὰ ἔθνη, κἀκεῖνα μὲ δοξάσουσιν, σὺν τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Πνεύματι, κἀγὼ αὐτοῖς δωρήσομαι ζωὴν τὴν αἰώνιον».
Τὸ πρῶτον Εὐαγγέλιον κατὰ τὰ ἐκκλησιαστικὰ τυπικὰ ἀναγινώσκει ὁ ἀρχιεπίσκοπος, τὰ λοιπὰ οἱ ἱερεῖς κατὰ τάξιν, καὶ τὸ τελευταίον ὁ ἀρχιδιάκονος ἀπ᾿ ἄμβωνος.
ΤΟ ΑΓΙΟΝ ΚΑΙ ΜΕΓΑ ΣΑΒΒΑΤΟΝ
«Πεπλήρωται μὲν ὁ τῆς νηστείας ἀγών, ἔληξε δὲ εἰς τὸν Σταυρόν. Ποῦ γὰρ ἐχρῆν τῆς νίκης τὸ τέλος ἢ ἐπὶ τὸ τοῦ Χριστοῦ τροπαῖον λήγειν; Τροπαῖον γὰρ Χριστοῦ ὁ Σταυρὸς ἅπαξ μὲν παγεὶς ἀεὶ δὲ δαίμονας τρεπόμενος. Ποῦ γὰρ εἴδωλα καὶ ζῴων ματαίων οἱ φόνοι; Ποῦ δὲ ναοὶ καὶ τῆς δυσσεβείας τὸ πῦρ; Ἐσβέσθη πάντα δι᾿ ἓν ἅγιον αἷμα καὶ πέπτωκε καὶ ἔστι Σταυρὸς πολυδύναμος δύναμις, βέλος ἀόρατον, φάρμακον ἄυλον, πληγὴ λυσίπονος, ἐπονείδιστος δόξα, ὥστε κἂν μυρία ἕτερα λέγω περὶ Χριστοῦ, κἂν μυρία θαύματα διηγούμενος καταπλήσσω τὸν ἀκροατήν, οὐχ οὕτως ἐπ᾿ ἐκείνοις ὡς ἐπὶ Σταυρῷ σεμνύνομαι». Οὕτως ἄρχεται τοῦ εἰς τὴν Σταύρωσιν λόγου αὐτοῦ Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, οὗτινος ἡ μελίρρυτος μοῦσα ἀνεπαύθη κατὰ τὴν ἑβδομάδα ταύτην, ὅπως ἀκουσθῇ γλυκεία καὶ φαιδρὰ εἴπερ ποτὲ τὴν ἡμέραν τῆς Ἀναστάσεως.
Σήμερον λοιπὸν τὴν Σταύρωσιν τοῦ Χριστοῦ ἑορτάζομεν. Οἱ κώδωνες τῶν ἐκκλησιῶν ἠχοῦσι πένθιμοι, ἄνθη δὲ ἐαρινὰ ἀπὸ πρωίας στολίζουσι τὸν Ἐπιτάφιον, ὅστις τεθήσεται ἐν τῷ μέσῳ τῶν ἱερῶν ναῶν περὶ τὴν μεσημβρίαν εἰς προσκύνησιν τῶν ὀρθοδόξων. Ἀλλὰ ἐν τῷ πενθίμῳ αὐτῆς φαιδροτέρα ἀποβαίνει ἡ ἱερὰ ἀκολουθία τὴν ἑσπέραν ταύτην, ἥτις εἶναι ὁ Ὄρθρος τοῦ ἁγίου καὶ Μεγάλου Σαββάτου, ἐν ᾧ τὴν Θεόσωμον ταφὴν τοῦ Χριστοῦ ἑορτάζομεν. Ὁ Ἐπιτάφιος θρῆνος εἶναι ἐλεγειακὴ οὕτως εἰπεῖν ἐκκλησιαστικὴ ποίησις, ἅπασα ἡ ἀκολουθία περιπαθὴς λίαν καὶ τὸ ἓν τροπάριον συγκινητικώτερον τοῦ ἄλλου. Ὁποῖον πάθος εἰς τὰ θρηνώδη ἐγκώμια, ὁποία λυρικὴ δύναμις ἐν αὐτοῖς συγκινοῦσα μέχρι ἐνδομύχων τὸν ἄνθρωπον! Ὅλος ὁ κόσμος ὁ ἑλληνικὸς γνωρίζει τοῦτο καὶ ὅλοι τὴν ἑσπέραν ταύτην θὰ παρευρεθῶσιν εἰς τοὺς ἱεροὺς ναοὺς κατὰ τὴν πενθιμωτέραν καὶ φαιδροτέραν συνάμα ἀκολουθίαν τῆς ἡμετέρας Ἐκκλησίας, ὅπως ἀκούσωσι τά ἐγκώμια τοῦ Ἐπιταφίου, ὧν ἀμίμητος εἶναι καὶ ἡ ποίησις καὶ ἡ μελῳδία. Ὁ «Κανών», κελάδημα ποιητικώτατον, εἶναι κατὰ τὸ πλεῖστον ἀπὸ τῆς Ϛ´ δηλαδὴ ᾠδῆς μέχρι τῆς Θ´, ποίημα τοῦ ἀκαμάτου μουσουργοῦ καὶ ἀμιμήτου καλλιτέχνου Κοσμᾶ, ὃν καθ᾿ ἑκάστην ἑσπέραν ἠκούομεν τὴν ἑβδομάδα ταύτην. Οἱ «Εἰρμοὶ» ἀπὸ τῆς Α´ ᾠδῆς μέχρι τῆς Ϛ´ εἶναι ποίημα τῆς παρθένου Κασσιανῆς, περὶ ἧς προχθὲς εἴπομεν, τὰ δὲ λοιπὰ τροπάρια τῶν τεσσάρων πρώτων ᾠδῶν εἶναι ἔργον Μάρκου τινὸς ἐπισκόπου Ὑδροῦντος μετὰ ταῦτα συμπληρώσαντος τὸν Κανόνα τοῦτον τόσον ἐπιτυχῶς, ὥστε οὐδόλως διαφέρει ὁ κάλαμος καὶ ἡ τέχνη ἀπ᾿ ἀρχῆς μέχρι τέλους, ὡς εἷς καὶ μόνος νὰ συνέγραψεν αὐτόν. Ὁ πένθιμος ἦχος, ὁ πλ. β´, εἰς ὃν εἶναι τονισμένα τὰ τροπάρια ταῦτα, καθιστῶσιν αὐτὰ θρηνώδη λίαν καὶ περιπαθέστατα, ψαλλόμενα μάλιστα ἀπὸ καλὸν ψάλτην. Ὁ Κανὼν ἄρχεται ἀπὸ τροπαρίου τῆς Κασσιανῆς τοῦ ἑξῆς: «Κύματι θαλάσσης τὸν κρύψαντα πάλαι διώκτην τύραννον, ὑπὸ γῆν ἔκρυψαν τῶν σεσωσμένων οἱ παῖδες, ἀλλ᾿ ἡμεῖς ὡς αἱ νεάνιδες τῷ Κυρίῳ ᾄσωμεν, ἐνδόξως γὰρ δεδόξασται». Καὶ ἐξακολουθεῖ ὁ Ἐπίσκοπος Ὑδροῦντος: «Κύριε Θεέ μου ἐξόδιον ὕμνον καὶ ἐπιτάτάφιον ᾠδήν σοι ᾄσομαι, τῷ τῇ ταφῇ σου ζωῆς μοι τὰς εἰσόδους διανοίξαντι καὶ θανάτῳ θάνατον καὶ ᾍδην θανατώσαντι». Ἀλλ᾿ ὁποία δύναμις, ὁποῖον ὕψος, ὅτε ἐν τῇ Θ´ ᾠδῇ λαμβάνει τὸν ἐμπνευσμένον κάλαμόν του ὁ περιπαθέστατος Κοσμᾶς καὶ ψάλλει τὸ πλῆρες ἐλπίδος τροπάριον: «Μὴ ἐποδύρου μου, μῆτερ, καθορῶσα ἐν τάφῳ ὃν ἐν γαστρὶ ἄνευ σπορᾶς συνέλαβες υἱόν, ἀναστήσομαι γὰρ καὶ δοξασθήσομαι καὶ ὑψώσω ἐν δόξῃ ἀπαύστως ὡς Θεὸς τοὺς ἐν πίστει καὶ πόθῳ σὲ μεγαλύνοντας».
ΜΕΓΑ ΣΑΒΒΑΤΟΝ
«Τὴν σήμερον μυστικῶς ὁ μέγας Μωυσῆς προδιετυποῦτο λέγων· καὶ εὐλόγησεν ὁ Θεὸς τὴν ἡμέραν τὴν ἑβδόμην. Τοῦτο γάρ ἐστι τὸ εὐλογημένον σάββατον, αὕτη ἐστὶν ἡ τῆς καταπαύσεως ἡμέρα, ἐν ᾗ κατέπαυσεν ἀπὸ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ ὁ Μονογενὴς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ».
Ἱερὰ σιγὴ ἀπανταχοῦ σήμερον ὅπου χριστιανικὸς ὀρθόδοξος κόσμος. «Τί τοῦτο; σήμερον σιγὴ ἐπικρατεῖ ἐν τῇ γῇ», λέγει ὁ Ἐπιφάνιος Κύπρου. «Σιγησάτω πᾶσα σὰρξ βροτεία καὶ στήτω μετὰ φόβου καὶ τρόμου καὶ μηδὲν γήινον ἐν ἑαυτῇ λογιζέσθω».
Ἐν τάφῳ κεῖται σήμερον ἡ ζωὴ τῶν ἁπάντων, ὡς θνητὸς ὁ ἀθάνατος. Καὶ αὐτὴ ἡ φύσις ἠρεμεῖ τὴν ἐπίσημον ταύτην ἡμέραν τιμῶσα.
Διὰ τοῦτο κατὰ τὴν ἡμέραν ταύτην αὐστηρὰ νηστεία διατάσσεται. Εἶναι τὸ μόνον Σάββατον, καθ᾿ ὃ οἱ Χριστιανοὶ ὀφείλουσι νὰ νηστεύωσι. Κατ᾿ αὐτὴν τὴν ἡμέραν ἐν τῇ πρώτῃ ἑκατονταετηρίδι ἐβαπτίζοντο οἱ καθ᾿ ὅλην τὴν Τεσσαρακοστὴν κατηχηθέντες. Περὶ τὴν 9ην ὥραν σήμερον ἀπὸ πρωίας ψάλλεται εἰς τοὺς ναοὺς ὁ ἑσπερινὸς τῆς Ἀναστάσεως καὶ τελεῖται ἡ Λειτουργία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. Τοῦτο δὲ γίνεται πρὸς εὐκολίαν τῶν ἐν ταῖς πόλεσι, διότι κατὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴν παράδοσιν ἡ Λειτουργία ἔπρεπε νὰ γίνεται περὶ τὴν ἑσπέραν. Πάντες δ᾿ ἀκολούθως λαβόντες ἐκ τοῦ ναοῦ τὰς πρώτας ἀγγελτηρίους τῆς Ἀναστάσεως δάφνας προετοιμάζονται διὰ τὴν αὔριον χαράν.
Χάριν τῶν ἡμετέρων ἀναγνωστῶν σημειοῦμεν, ὅτι ὁ τάφος τοῦ Χριστοῦ ἦτο σπηλαιοειδής, μέγας κατὰ τὸ ἑβραϊκὸν ἔθος καὶ λελαξευμένος ἐν τῇ πέτρᾳ. Καινὸς δὲ καθ᾿ ὅλου, διότι οὐδεὶς εἶχε ταφῆ ἐν αὐτῷ πρότερον. Ἰωσὴφ ὁ ἀπὸ Ἀριμαθαίας λαβὼν παρὰ τοῦ Πιλάτου τὴν ἄδειαν ἔθαψε τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ καταβιβάσας αὐτὸ ἀπὸ τοῦ σταυροῦ τὴν χθὲς νύκτα, καὶ ἐκύλισε λίθον μέγαν ἐπὶ τῆς θύρας τοῦ τάφου καὶ ἀπῆλθε. Μακρόθεν δὲ ἔμειναν αἱ διακονοῦσαι τῷ Ἰησοῦ γυναῖκες καθήμεναι ἀπέναντι τοῦ τάφου καὶ ἀναλογιζόμεναι τὸ γλυκὺ τοῦ Χριστοῦ λόγιον, ὅτι μετὰ τρεῖς ἡμέρας ἐγείρομαι.
Ἀριθμοῦνται δὲ οὕτως αἱ τρεῖς ἡμέραι καθ᾿ ἃς ἔμεινεν ὁ Χριστὸς ἐν τῷ τάφῳ. Πρώτη ἡ Παρασκευή, διότι τῇ 9 ὥρᾳ τῆς ἡμέρας ἀπέθανεν, ἣτις ἀντιστοιχεῖ πρὸς τὴν 3ην ὥραν μ.μ. καθ᾿ ἡμᾶς. Δευτέρα εἶναι ὁλόκληρος ἡ ἡμέρα τοῦ Σαββάτου, τρίτη δὲ ἡ Κυριακή, διότι τὸ μεσονύκτιον ἀκριβῶς ἀνέστη, αἱ δ᾿ ἡμέραι κατὰ τοὺς Ἑβραίους ἐμετροῦντο ἀπὸ τῆς ἑσπέρας.
Οὕτω λοιπὸν ἔληξε σήμερον ἡ Ἁγία Ἑβδομὰς καὶ μετ᾿ αὐτῆς ἡ Ἁγία Τεσσαρακοστή.
Ἡ ἡμέρα αὕτη ἐν πομπῇ ἑωρτάζετο ἐν τῇ Βυζαντινῇ αὐλῇ. Κατ᾿ αὐτὴν προσήρχοντο εἰς τὰ ἀνάκτορα οἱ Πράσινοι καὶ Βένετοι καὶ ἐχαιρέτιζον τὸν αὐτοκράτορα προσφωνοῦντες αὐτῷ τὸ ἀνάστα ὁ Θεός, καὶ ἄλλους τινὰς βυζαντινοὺς χαιρετισμοὺς καταλλήλους, πολυχρονίζοντες τὸν βασιλέα.
ΤΟ ΑΓΙΟΝ ΠΑΣΧΑ
«Εἴ τις εὐσεβὴς καὶ φιλόθεος ἀπολαυέτω τῆς καλῆς ταύτης καὶ λαμπρᾶς πανηγύρεως, εἴ τις δοῦλος εὐγνώμων εἰσελθέτω χαίρων εἰς τὴν χαρὰν τοῦ Κυρίου αὐτοῦ. Πλούσιοι καὶ πένητες μετ᾿ ἀλλήλων χορεύσατε, ἐγκρατεῖς καὶ ῥάθυμοι τὴν ἡμέραν τιμήσατε, νηστεύσαντες καὶ μὴ νηστεύσαντες εὐφράνθητε σήμερον». Μὲ ταῦτα τὰ λόγια ἡ χρυσῆ τοῦ Χρυσοστόμου γλῶσσα κατὰ τὴν φαιδρὰν ταύτην ἡμέραν, τὸν περιούσιον λαόν, τὸ χριστεπώνυμον πλήρωμα χαιρετίζει.
Αὕτη ἐστὶν ἡ ἡμέρα ἣν ἐποίησεν ὁ Κύριος, ἀγαλλιασώμεθα καὶ εὐφρανθῶμεν ἐν αὐτῇ.
Ἰδοὺ δὲ πῶς ἐγένετο ἡ τοῦ Κυρίου Ἀνάστασις.
Ἐνῷ οἱ στρατιῶται τοῦ Πιλάτου ἐφύλαττον παρὰ τὸν τάφον τοῦ Χριστοῦ, σεισμὸς περὶ τὸ μεσονύκτιον ἀφυπνίζει αὐτούς, συνάμα δ᾿ ἄγγελος Κυρίου στολὴν λευκὴν περιβεβλημένος κυλίει τὸν λίθον τὸν ἐν τῇ θύρᾳ τοῦ μνημείου καὶ κάθηται ἐπάνω αὐτοῦ. Ὁ Χριστὸς καθὰ εὐηγγελίσατο ἀνέστη ἐκ νεκρῶν.
Αἱ μυροφόροι γυναῖκες λαβοῦσαι ἀρώματα ἔρχονται, ἵνα κατὰ τὴν ἑβραϊκὴν συνήθειαν ἀλείψωσι τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ, ἀλλ᾿ ἐκπεπληγμέναι ἵστανται ἐνώπιον τοῦ ἀπαστράπτοντος ἀγγέλου, ὅστις λέγει αὐταῖς: «Ἠγέρθη, οὐκ ἔστιν ὧδε. Εἴπατε τοῖς μαθηταῖς». Αἱ γυναῖκες σπεύδουσιν ἀμέσως πρὸς τὴν πόλιν, ἀλλὰ καθ᾿ ὁδὸν συναντᾷ αὐτὰς ὁ Χριστὸς καὶ λέγει αὐταῖς χαίρετε. Αἱ γυναῖκες δὲν ἀνεγνώρισαν τὸν Θεόν. Ἐπὶ τέλους ὅμως βεβαιοῦνται ἅπαντες περὶ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐν χαρᾷ οἱ μαθηταὶ κηρύττουσι τοῦτο.
Ἡ Ἐκκλησία ἡμῶν δικαίως ἐθεώρησεν ἀπ᾿ ἀρχῆς τὴν ἡμέραν ταύτην ὡς τὴν βασίλισσαν τῶν ἑορτῶν, ὡς τὴν πανήγυριν τῶν πανηγύρεων.
Ὁ καλλιτέχνης ὑμνογράφος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ὅστις ἐποίησεν ἅπασαν τὴν ἰερὰν ἀκολουθίαν τῆς Ἀναστάσεως, ἀνέπτυξεν ὅλον τὸ ὕψος τῆς ἱερᾶς ποιήσεως ἀπαραμίλλως ἐν τῷ Κανόνι τούτῳ, ὅστις εἰς ἑκάστην λέξιν περιέχει τὴν χαρὰν καὶ τὴν ἐλπίδα καὶ πληροῖ ἀρρήτου θυμηδίας τὸν χριστιανόν. Πρὸς τὸν νέον χριστιανικὸν κόσμον ἀποτεινόμενος ὁ δαιμόνιος μουσουργὸς «Φωτίζου, φωτίζου», λέγει, «ἡ νέα Ἱερουσαλήμ. Ἡ γὰρ δόξα Κυρίου ἐπὶ σὲ ἀνέτειλε. Χόρευε νῦν καὶ ἀγάλλου Σιών. Σὺ δὲ ἁγνὴ τέρπου, Θεοτόκε, ἐν τῇ ἐγέρσει τοῦ τόκου σου».
Σύντομος εἶναι ἡ ἀκολουθία αὕτη, ἀλλὰ καὶ ἡ λέξις Χαίρετε μία μόνη εἶναι.
Καὶ ὅμως πόσα δὲν χαρίζει εἰς τὴν ψυχὴν τοῦ ἀνθρώπου!
Πηγή: http://papadiamantis.net
«Η έννοια του χρόνου μέσα στην Εκκλησία»
(Μητροπολίτου Λεμεσού κ. Αθανασίου)
Είναι συνήθεια στους ανθρώπους να γιορτάζουν το τέλος του χρόνου και την έναρξη του επόμενου και να γίνονται διάφορες εορταστικές εκδηλώσεις.
Όλα αυτά είναι ωφέλιμα γιατί στη ζωή του ανθρώπου είναι καλό να υπάρχουν αυτές οι εκδηλώσεις ώστε να μην υπάρχει μονοτονία στη σημερινή ζωή.
Ωστόσο εμείς, ως μέλη της Εκκλησίας, πρέπει να βλέπουμε τα πράγματα ακριβώς μέσα στο πνεύμα της Εκκλησίας μας και να δούμε πως η Εκκλησία αποδέχεται και προσλαμβάνει αυτό το γεγονός του χρόνου.
Θα έπρεπε βέβαια, αν βλέπαμε τα πράγματα μέσα από την ανθρώπινη λογική μόνο και αν βλέπαμε τη ζωή μας μέσα στα περιθώρια αυτού του κόσμου και του παρόντος αιώνος, όταν περνά ένας χρόνος να είμαστε θλιμμένοι γιατί ο κάθε χρόνος που περνά κατεργάζεται πάνω μας το μυστήριο της φθοράς μας και του θανάτου μας, αφού είμαστε θνητά όντα και ο χρόνος μας είναι περιορισμένος.
Έτσι όταν χάνουμε χρόνο τότε για μας αυτό το γεγονός δεν θα έπρεπε να είναι τόσο χαρούμενο αλλά ένα γεγονός θλιβερό.
Όμως μέσα στην Εκκλησία συμβαίνει κάτι το παράδοξο. Όπως είπε ο Χριστός «Εγώ είμαι η αρχή και το τέλος, το Α και το Ω», δηλαδή είναι το ίδιο πρόσωπο αυτός που ήρθε και αυτός που θα έρθει, έτσι και στην Εκκλησία γιορτάζουμε το πέρασμα του χρόνου και ταυτόχρονα γιορτάζουμε την έλευση του νέου χρόνου. Ακόμη και μέσα στα απλά λειτουργικά πλαίσια της Εκκλησίας μας, όπως στην ακολουθία του εσπερινού, όταν δύει ο ήλιος μαζευόμαστε στο ναό και υμνούμε και ευχαριστούμε το Θεό διηγούμενοι τα μεγαλεία του Θεού και πως ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο εκ του μηδενός με τόση σοφία και μεγαλοπρέπεια για τον άνθρωπο. Και την ίδια ώρα που ευχαριστούμε για τη δύση του ήλιου ταυτόχρονα δοξολογούμε και το Θεό διότι δεχόμαστε και την ανατολή της νέας ημέρας εφόσον γιορτάζουμε πλέον την έναρξη της επόμενης. Με το τροπάριο του εσπερινού «Φως ιλαρόν άγιας δόξης, αθανάτου Πατρός, ουρανίου, αγίου, μάκαρος, Ιησού Χριστέ. Ελθόντες επί την ηλίου δύσιν, ιδόντες φως εσπερινόν, υμνούμεν Πατέρα, Υιόν και Άγιον Πνεύμα Θεόν…» οι άνθρωποι της Εκκλησίας βιώνουμε όχι μόνο την απλή ωρολογιακή δύση της ημέρας αλλά ταυτόχρονα βλέπουμε και προσδοκούμε και βιώνουμε την παρουσία του ιλαρού φωτός του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος στη ζωή μας. Δεν μας αφήνει δηλαδή η Εκκλησία να ζήσουμε αυτή την κατάθλιψη της απώλειας μίας μέρας αφού ταυτόχρονα μας δίνει την παρηγοριά της παρουσίας του Φωτός της Αγίας Τριάδος.
Όλη η ζωή της Εκκλησίας μας είναι μια ταυτόχρονη παρουσία δυο αντιθέτων φαινομενικά πραγμάτων. Εκεί που πεθαίνει κανείς βρίσκει την ανάσταση και τη ζωή, εκεί που στερείται βρίσκει πλούτο, εκεί που αγρυπνά βρίσκει πιο μεγάλη ξεκούραση, εκεί που νηστεύει βρίσκει την πιο μεγάλη ευχαρίστηση, εκεί που πτωχαίνει για το Χριστό γίνεται πλούσιος, όπου υπάρχει ο Χριστός το σκότος γίνεται φως και η κόλαση παράδεισος. Μπορούμε να παρομοιάσουμε και τη ζωή μας μέσα σ’ αυτό τον κόσμο σαν ένα ταξίδι. Λέει ένας Άγιος «να ξέρεις ότι σ’ αυτό τον κόσμο είσαι ένας διαβάτης, ένας περαστικός και όχι ένα πολίτης» και γνωρίζοντας ότι δεν είσαι μόνιμος σ’ αυτό τον κόσμο τότε θα μπορέσεις να καταλάβεις πως θα αξιοποιήσεις τα γεγονότα του παρόντος κόσμου.
Αυτά δεν είναι για να μας πιάνει η κατάθλιψη, αυτό το γεγονός που εξελίσσεται σε ψυχική νόσο, αλλά ξεκινά πολλές φορές από πνευματικές αιτίες, ότι δηλαδή όλα γύρω μας μάς φαίνονται μαύρα, τα πάντα γύρω μας μυρίζουν θάνατο και μοιάζουν σαν να μην έχουν νόημα. Και αυτό φαίνεται έντονα στους νέους, οι οποίοι δεν ευχαριστιούνται με τίποτα και δεν προσδοκούν τίποτα.
Η πραγματικότητα του σύγχρονου κόσμου είναι θλιβερή. Από παντού βομβαρδιζόμαστε με ειδήσεις οι οποίες είναι καταθλιπτικές και αυτό επιδρά άσχημα στην ψυχολογία μας έστω και υποσυνείδητα και μας καλλιεργεί το φόβο για την πορεία μας μέσα στο χρόνο του κόσμου τούτου. Βέβαια βρίσκουμε τρόπο να ξεχνιόμαστε και να ξεγελούμε τον εαυτό μας, όμως στο βάθος της καρδιάς μας δεν είναι εύκολο να εισχωρήσουμε και να αλλάξουμε τα γεγονότα. Ακόμη ξέρουμε πως βαδίζουμε προς το τέλος και το τέλος είναι για όλους μας κάτι φοβερό. Για την εκκλησία όμως το τέλος δεν είναι καθόλου φοβερό αλλά είναι άκρως χαρούμενο και αισιόδοξο γιατί στο τέλος του χρόνου είναι ο ίδιος ο Χριστός. Κι όταν εμείς που ταξιδεύουμε μέσα σ’αυτό το χρόνο με τις ποικίλες τρικυμίες βλέπουμε στο τέλος του χρόνου και του δικού μας χρόνου αλλά και ολόκληρου του κόσμου τον ίδιο το Χριστό, τότε λαμβάνει το τέλος για μας μια μεγάλη ωφέλεια και χαρά.
Όταν κανείς στο τέλος του χρόνου δεν βλέπει το χάος, αλλά τον Κύριό μας τότε τα πάντα μεταμορφώνονται. Και είναι πολύ σπουδαίο το γεγονός ότι η Εκκλησία βλέπει την πορεία της ακριβώς μέσα στο χρόνο σαν ένα ευχάριστο ταξίδι το οποίο είναι μεν επικίνδυνο και πολύπλοκο, αλλά αποβλέποντας στο τέλος, λαμβάνει μεγάλη αισιοδοξία, αφού κανένα εμπόδιο δεν είναι δυνατό να μας σταματήσει. Στο Σύμβολο της πίστεως λέμε «Προσδοκώ Ανάστασιν νεκρών» δεν λέμε πιστεύω στην ανάσταση των νεκρών, αλλά την περιμένουμε με λαχτάρα γιατί είναι ένα γεγονός άκρως αισιόδοξο και ευχάριστο, δηλαδή η παρουσία του Χριστού στον κόσμο είναι το τέλος της Ιστορίας. Αυτό σημαίνει οτι δεν καταργεί την Εκκλησία ούτε εκμηδενίζει τον άνθρωπο, αλλά κατεξοχήν μας ολοκληρώνει γιατί η παρουσία του Χριστού στα έσχατα του χρόνου αποτελεί για την Εκκλησία την απαρχή της αιωνίου Βασιλείας του Θεού σ’αυτό τον κόσμο.
Όταν τελούμε τα μυστήρια της Εκκλησίας αρχίζουμε ευλογούντες τη Βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Αυτόματα σαν να βρισκόμαστε σ’ένα άλλο πνευματικό χώρο, σε μια καινούρια κτήση, όπου τα πάντα παύουν. Όπως λέμε και στο Χερουβικό ύμνο «πάσαν την βιοτικήν αποθώμεθα μέριμναν», διότι βρισκόμαστε ενώπιον της Αγίας Τριάδος και εικονίζουμε τα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ και τις ουράνιες δυνάμεις και μέσα στο χώρο όπου εκφράζεται η Εκκλησία που είναι κατεξοχήν το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας: Εκεί δεν μπορει να μπει τίποτα αφού τα πάντα καταργούνται και ο χρόνος και ο χώρος και οι περιστάσεις εκμηδενίζονται και παραμένει μόνο η παρουσία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.
Ενας μοναχός αρχάριος την περίοδο των πνευματικών αγώνων τον έπνιγαν οι λογισμοί, κυρίως στην ψυχική σφαίρα, δηλαδή η ψυχή του δεχόταν τον πνιγμό των δαιμονικών προσβολών και έτσι η ζωή στο μοναστήρι του φαινόταν καταθλιπτική, δύσκολη και δεν υπήρχε διέξοδος αφού τα πάντα ήταν σκοτεινά μπροστά του, η ψυχική του διάθεση βρισκόταν σ’ένα πνευματικό σκοτάδι και μέσα σ’αυτό το σκοτάδι προσπαθούσε να προσευχηθεί και να βρει μία άκρη. Τότε ήταν η ακολουθία του εσπερινού. Έτσι όπως απεγνωσμένα πάλευε μέσα σ’αυτή τη θάλασσα των λογισμών και πρόφερε την ευχή τότε ο Θεός του έδωσε μία έμπειρία διά της θείας χάριτος. Τότε ακούγοντας τον ιερέα να αρχίζει τον εσπερινό λέγοντας «ευλογητός ο Θεός ήμων πάντοτε νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων» τότε αυτή η φράση γι’αυτόν ήταν μία αποκάλυψη διότι διά της θείας χάριτος ο άνθρωπος γεύεται την πείρα της αιωνιότητος. Κατάλαβε διά της εμπειρίας ότι ο άνθρωπος ευρισκόμενος σε σχέση με το Θεό και ευλογώντας το Θεό επεκτείνεται εις τους αιώνες, γίνεται άπειρος και αυτός όπως ο Θεός.
Και κάθε φράση που λέει, κάθε πράξη που κάνει και μόνο η στάση του και η παραμονή του σ’ αυτό το χώρο τον πνευματικό επεκτείνεται στους αιώνες των αιώνων γιατί απευθύνεται προς το Θεό. Έτσι βγήκε από τη σκοτεινή ατμόσφαιρα που βρισκόταν σ’ένα πνευματικό φως και κατάλαβε οτι τα όρια της υπάρξεως του είναι ίσα με τα όρια της υπάρξεως του Θεού κατά χάρη. Μία αισιοδοξία κατέλαβε τη ψυχή του γιατί κατάλαβε την αίσθηση της νίκης του χρόνου.
Η Εκκλησία δεν νικάται από τα γεγονότα του κόσμου αυτού και δεν φοβάται οτι και αν συμβαίνει, όχι γιατί έχει κοσμική δύναμη αφού δεν πρέπει να στηρίζεται η να ταυτίζεται με την κοσμική εξουσία αφού πρέπει να πορεύεται κατά μίμηση του Ιησού Χριστού. Επομένως δεν θέλει την κοσμική φαντασία αλλά θέλει αυτή την παρουσία του γεγονότος του Χριστού μέσα της. Αυτό είναι που καθιστά την Εκκλησία αήττητη, διότι πορεύεται διά του δρόμου του Χριστού και διά της χάριτος του Αγίου Πνεύματος.
Έτσι κι εμείς, ζώντες μέσα στην Εκκλησία μεγαλώνουμε, προχωρούμε, τελειοποιούμεθα και έρχεται ώρα που η μητέρα Εκκλησία μας γεννά σ’ένα θείο τοκετό και μας παραδίδει στα χέρια του Βασιλέως Χριστού. Επειδή κόσμος για τους πατέρες είναι το σαρκικό φρόνημα, τα πάθη και οι αμαρτίες, έτσι οι άνθρωποι της Εκκλησίας δεν είναι κόσμος ακόμη κι αν ζούν σ’αυτόν, είναι οι άνθρωποι για τους οποίους ο Χριστός απέθανε. Επομένως επειδή είμαστε τέκνα του Θεού, και της Εκκλησίας, πρέπει να λέμε τα πράγματα ως έχουν και είμαστε άφρονες όταν πιστεύουμε πως θα ζήσουμε εδώ αιώνια.
Βέβαια η Εκκλησία δεν μας βουλιάζει στην απελπισία αλλά μας βγάζει πιο πάνω από ό,τι είμαστε προηγουμένως. Μας διδάσκει πως εμείς δεν είμαστε πλασμένοι γι’αυτό τον κόσμο, αλλά υπάρχει ένας άλλος του οποίου είμαστε πολίτες. Είναι μία απάτη να ξεγελιόμαστε από τα ωραία που βλέπουμε γύρω μας και να ξεχνούμε ότι υπάρχει κάτι πιο ωραίο και ουσιαστικό από τα ωραία του παρόντος κόσμου. Γιατί αν μείνουμε στον επίγειο αυτό κόσμο κλείνουμε τον εαυτό μας σ’ένα πνευματικό θάνατο, ενώ αν βγούμε έξω από τα όρια του παρόντος τότε μπορούμε να αναπνέουμε το οξυγόνο της ουράνιας Βασιλείας του Θεού.
Ο Χριστός μας απηύθυνε το λόγο του σ’ένα σύγχρονο Άγιο, τον Άγιο Σιλουανό: «κράτα το νου σου στον Άδη και μην απελπίζεσαι» Αυτός είναι ο λόγος του Θεού, ιδιαίτερα σήμερα. Δηλαδή κράτα τον εαυτό σου μέσα στον Άδη, μη φοβάσαι τον Άδη, άσε τον εαυτό σου εκεί γιατί εκεί είναι το όριο, είναι το έσχατο όριο της απώλειας, της αβύσσου. Κράτησε όμως μόνο ένα σχοινί, μην απελπίζεσαι, να έχεις την ελπίδα σου στο Χριστό. Έτσι λοιπόν η πορεία μας, η ζωή μας, ο κόπος στη ζωή μας με τις θλίψεις παίρνει ενίσχυση από το λόγο του Θεού. Και το πέρασμα του χρόνου, το πέρασμα των ημερών, το τελείωμα της ζωής μας και του χρόνου μας και η έναρξη του άλλου χρόνου φορτίζεται μόνο με την ελπίδα στο Θεό. Το «μην απελπίζεσαι, αλλά να έχεις την ελπίδα σου σε Μένα» σημαίνει, μη φοβάσαι γιατί εγώ νίκησα το χρόνο και μαζί με το χρόνο νίκησα και τις περιστάσεις του χρόνου, νίκησα και τα γεγονότα του χρόνου και οτιδήποτε υπήρξε σ’αυτό το χρόνο» διότι όλα αυτά είναι μή μένοντα.
Όλα εκμηδενίζονται οταν ο άνθρωπος έρθει στο χώρο της αιωνίου Βασιλείας του Θεού. Οι Άγιοι, έζησαν και ζούν την εμπειρία αυτή και ξέρουν ότι το να ακολουθεί κανείς τον Χριστό σημαίνει αυτή τη μαρτυρική οδό διά μέσου του Σταυρού, και του θανάτου στον παρόντα κόσμο και όχι σε φανταστικούς κόσμους και εν συνέχεια στη μετοχή τους αιώνια πλέον στην ανάσταση του Χριστού.
(απόσπασμα απομαγνητοφωνημένης ομιλίας)
Πηγή: περιοδικό «Παράκληση» http://isagiastriados.com/
«Η εορτή των Χριστουγέννων»
(Μητροπολίτου Λεμεσού κ. Αθανασίου)
Ομιλία του Μητροπολίτου Λεμεσού κ. Αθανασίου για την εορτή των Χριστουγέννων και την προετοιμασία των χριστιανών.
"42 χρόνια μετά... πόσο αλλάξαμε"
(Συνέντευξη του Μητροπολίτου Μόρφου Νεόφυτου)
Ο Πανιερώτατος Μητροπολίτης Μόρφου κ. Νεόφυτος με αφορμή τα 42 χρόνια από την εισβολή της Κύπρου, σε συνέντευξη στην δημοσιογράφο του ΡΙΚ κα Ελίτα Μιχαηλίδου, μιλά για την σημερινή κατάσταση στην Ευρώπη και στον κόσμο.
Aγ. Γεώργιος ο Κουδουνάς
Βίντεο
Στην Πρίγκηπο, στην κορυφή του λόφου βρίσκεται η Ι. Μονή Αγ. Γεωργίου του Κουδουνά. Το προσωνύμιο “Κουδουνάς” δόθηκε στον Αγ. Γεώργιο από τον λαό επειδή ο Άγιος θεράπευε τους ψυχικά ασθενείς. Στον Άγιο Γεώργιο πιστεύουν πολύ και οι μουσουλμάνοι οι οποίοι συρρέουν κατά χιλιάδες στη γιορτή του.
"Αντιλαμβάνομαι τη σύγχρονη Ελλάδα ως έναν συνδυασμό κλασικής Ελλάδας με τη ρωμιοσύνη"
(Συνέντευξη του Μητροπολίτου Καλλίστου Ware)
Ο Σεβασμιώτατος Κάλλιστος Γουέαρ, ο πρώτος Βρετανός ορθόδοξος επίσκοπος μετά το σχίσμα των εκκλησιών και κορυφαίος θεολόγος της ορθοδοξίας μας μιλά για την σχέση του με την Ελλάδα αλλά και για το πως αντιλαμβάνεται την ελληνική ταυτότητα.
"Γιατί δεν φοβάμαι τον θάνατο;" Μητροπολίτη Σουρόζ Anthony Bloom
(Video)
Ο μακαριστός Μητροπολίτης Σουρόζ κυρός Αντώνιος Μπλούμ μιλάει για την θεώρηση του θανάτου στην ορθόδοξη πίστη και ζωή, καταθέτοντας τις προσωπικές του εμπειρίες ως ιατρού και ιερέως που έζησε τον πόλεμο και τις συνέπειές του.
"Ο οικουμενικός αγιορείτης Γέροντας Παΐσιος"
Ρωσική Ταινία – Επεισόδιο 6ο
Μία μοναδική ταινία ρωσικής παραγωγής σε 6 συνέχειες που περιδιαβαίνει τα μέρη όπου γεννήθηκε, έζησε, ασκήτεψε και δίδαξε ο Γέροντας Παΐσιος ο Αγιορείτης.
Επεισόδιο 6ο: To τέλος της επίγειας ζωής
Παραγωγή: ΕΠΕ Παραγωγικό Κέντρο “POKROV”, 2012
"Ο οικουμενικός αγιορείτης Γέροντας Παΐσιος"
Ρωσική Ταινία – Επεισόδιο 5ο
Μία μοναδική ταινία ρωσικής παραγωγής σε 6 συνέχειες που περιδιαβαίνει τα μέρη όπου γεννήθηκε, έζησε, ασκήτεψε και δίδαξε ο Γέροντας Παΐσιος ο Αγιορείτης.
Επεισόδιο 5ο: Παναγούδα
Παραγωγή: ΕΠΕ Παραγωγικό Κέντρο “POKROV”, 2012
"Ο οικουμενικός αγιορείτης Γέροντας Παΐσιος"
Ρωσική Ταινία – Επεισόδιο 4ο
Μία μοναδική ταινία ρωσικής παραγωγής σε 6 συνέχειες που περιδιαβαίνει τα μέρη όπου γεννήθηκε, έζησε, ασκήτεψε και δίδαξε ο Γέροντας Παΐσιος ο Αγιορείτης.
Επεισόδιο 4ο: Επιστροφή στον Άθω
Παραγωγή: ΕΠΕ Παραγωγικό Κέντρο “POKROV”, 2012
"Χριστός Ανέστη σε εμπορικό κέντρο της Βηρυτού και στα ελληνικά"
Βίντεο
Μία παρέα τραγουδιστών του Λιβάνου, ψέλνει και τραγουδά το Χριστός Ανέστη και στα ελληνικά σε εμπορικό κέντρο της Βηρυτού εν ώρα λειτουργίας.
"Ύμνοι της Μ. Εβδομάδας και του Πάσχα από την εθνική τραγουδίστρια του Λιβάνου, Φαϊρούζ"
Hχητικά αρχεία
Η εθνική τραγουδίστρια του Λιβάνου, η Φαϊρούζ ψέλνει ύμνους της Μ. Εβδομάδας και του Πάσχα (Σήμερον κρεμάται επί ξύλου, η ζωή εν τάφω και Χριστός Ανέστη).
Ηχητικά αρχεία:
"H συγχώρεση της 10χρονης Μύριαμ"
Βίντεο
Η 10χρονη Μύριαμ από το Ιράκ που συγχώρεσε την ISIS (video)
Η οικογένειά της ζει εδώ και τέσσερις μήνες σε έναν καταυλισμό εκτοπισμένων ατόμων αφού έχασε το σπίτι της στο Qarakosh του Ιράκ, από την ISIS – αλλά η όμορφη πίστη και συγχώρεση της 10χρονης χριστιανής Myriam που έζησε την τραγωδία, φέρνουν δάκρυα στα μάτια του δημοσιογράφου που της πήρε συνέντευξη.
Τον Αύγουστο, εκατοντάδες χιλιάδες Ιρακινοί χριστιανοί εγκατέλειψαν τα σπίτια τους εξ αιτίας των ισλαμιστών του ISIS. Υπάρχουν τώρα πάνω από 2 εκατομμύρια εκτοπισμένοι Ιρακινοί που ζουν σε καταυλισμούς, και η οικογένεια της μικρής Μύριαμ είναι μια από αυτές.
«Είχαμε ένα σπίτι και περνούσαμε καλά», εξηγεί σε έναν δημοσιογράφο του ‘SAT-7 Arabic’ η Myriam που τώρα είναι στον καταυλισμό για τους εκτοπισμένους. “Αλλά δόξα τω Θεώ, ο Θεός μας φροντίζει”.
«Τι εννοείς σας φροντίζει ο Θεός;» ρωτά ο δημοσιογράφος.
«Ο Θεός μας αγαπά, και δεν θα άφηνε την ISIS να μας σκοτώσουν», απαντά χωρίς δισταγμό. “Ο Θεός μας αγαπά όλους, όχι μόνο εμένα, ο Θεός αγαπάει τους πάντες.”
“Πιστεύεις ότι ο Θεός αγαπάει και όσους σε έβλαψαν [ISIS] ή όχι;» λέει ο δημοσιογράφος.
“Τους αγαπάει, αλλά δεν αγαπά τον Σατανά,” απαντά η Myriam.
“Ποια είναι τα συναισθήματά σου για αυτούς που σε έδιωξαν από το σπίτι σου και σου προκάλεσαν αυτή την ταλαιπωρία;» ρωτά. «Δεν έχω να κάνω τίποτα για αυτούς, ζητώ μόνο ο Θεός να τους συγχωρήσει», απάντησε.
Ο δημοσιογράφος την ρωτά αν είναι δύσκολο να συγχωρήσει την ISIS, και η Myriam απαντά «Δεν θα τους σκοτώσω. Γιατί να τους σκοτώσω; Είμαι απλά λυπημένη που μας έδιωξαν από τα σπίτια μας. Γιατί το έκαναν αυτό;»
Μιλά για το σχολείο της που άφησε, όπου ήταν η πρώτη στην τάξη της, και μια φίλη που είχε με το όνομα Σάντρα. Υπάρχει πόνος στα μάτια της, καθώς εξηγεί ότι δεν μπορεί να βρει την φίλη της στο στρατόπεδο. Αλλά φωτίζεται το πρόσωπό της όταν ο δημοσιογράφος της λέει ότι ίσως συναντηθούν και πάλι.
“Ας το ελπίσουμε”, λέει. «Ελπίζω να πάμε πίσω στο σπίτι, και να πάει και εκείνη πίσω στο σπίτι της”.
«Ελπίζω να επιστρέψεις σε ένα σπίτι που θα είναι καλύτερο από το πρώτο σπίτι σου», λέει ο δημοσιογράφος χαμογελώντας σε μια προσπάθεια να φτιάξει το κέφι της Myriam.
Κοιτάζει προς τον ουρανό, “Αν ο Θεός έτσι θέλει.”
«Όχι γιατί το θέλουμε εμείς, αλλά ο Θεός, γιατί Εκείνος ξέρει», προσθέτει.
«Δεν αισθάνεσαι μερικές φορές λυπημένη; Δεν αισθάνεσαι ότι ο Ιησούς σε έχει εγκαταλείψει, για παράδειγμα;», λέει ο δημοσιογράφος.
“Όχι, μερικές φορές κλαίω γιατί έφυγα από το σπίτι μας και το Qaraquosh, αλλά δεν είμαι θυμωμένη με τον Θεό, επειδή αφήσαμε το Qaraquosh», δηλώνει η Myriam. “Τον ευχαριστώ γιατί μας φροντίζει, ακόμη και αν υποφέρουμε εδώ, μας φροντίζει”.
«Μου έμαθες τόσα πολλά πράγματα», λέει ο δημοσιογράφος, φανερά συγκινημένος.
Η Myriam τον ευχαριστεί που νοιάστηκε γι’ αυτήν. “Νοιάστηκες για μένα. Είχα κάποια συναισθήματα και ήθελα οι άνθρωποι να ξέρουν πώς αισθάνομαι, και πως αισθάνονται τα παιδιά εδώ», προσθέτει.
«Αν είσαι ένας αληθινός πιστός, [ο Ιησούς] ποτέ δεν θα σε εγκαταλείψει», λέει η Myriam.
Ο δημοσιογράφος την ρωτά αν θυμάται κάποια τραγούδια.
Δακρύζει καθώς εκείνη τραγουδά αυτό το όμορφο τραγούδι: “Πόσο όμορφη είναι η ημέρα που πίστεψα στο Χριστό. Η χαρά μου έγινε πλήρης την αυγή και η φωνή μου έψαλε με ευγνωμοσύνη … Μια νέα ζωή, μια χαρούμενη μέρα, όταν ξανά ενώθηκα με τον Αγαπημένο μου”.
Ο Χριστός με φράκο (αληθινή ιστορία)
Του Βασιλείου Ιωαχείμοβιτς Νιχηφόρωφ (1901-1941)
Φαίνεται πώς είχαν σχεδιάσει από καιρό να κάνουν αντιπερισπασμό στη νυχτερινή ακολουθία της Αναστάσεως. Ολόκληρη τη Μεγάλη Εβδομάδα ήταν αναρτημένα πλακάτ σ’ όλα τα κεντρικά και πολυσύχναστα σημεία της πόλης:
Όρθρος της Κομσομόλ!
Ακριβώς στις 12 τα μεσάνυχτα!
Ελατέ να δείτε τη νέα κωμωδία του Αντώνη Ίζιουμωφ
Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΜΕ ΦΡΑΚΟ
Στον κεντρικό ρόλο ο ηθοποιός του θεάτρου Μόσχας Αλέξανδρος Ροστόβτσεφ.
Χείμαρρος ευφυολογίας! Τρελό γέλιο!
Το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου, η δημοτική μπάντα πέρασε απ’ όλους τους δρόμους της πόλης, καλώντας το λαό στην παράσταση. Μπροστά από τους οργανοπαίχτες πήγαινε ένας σωματώδης νεαρός με Ιερατική αμφίεση και καλυμμαύχι. Κρατούσε ένα πλακάτ σαν λάβαρο, οπού ήταν ζωγραφισμένος ο Χριστός με φράκο και ψηλό καπέλο! Στα πλάγια βάδιζαν κομσομόλοι με αναμμένες δάδες. Όλη η πόλη είχε σηκωθεί στο πόδι. Πλήθος άρχισε να καταφθάνει στο θέατρο. Πάνω από την κεντρική είσοδο του έγραφε με κόκκινα φωτεινά γράμματα: Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΜΕ ΦΡΑΚΟ
Στη μεγάλη αίθουσα τα μεγάφωνα μετέδιδαν ραδιοφωνική ομιλία από το σταθμό της Μόσχας με θέμα: «Ό αισχρός ρόλος του χριστιανισμού στην Ιστορία των λαών». Όταν σταμάτησαν τα μεγάφωνα, η χορωδία των κομσομόλων, με συνοδεία ακορντεόν, άρχισε να τραγουδάει:
Το πλήθος ξέσπασε σε αλαλαγμούς, βρισιές και χαχανητά. Έβαλαν τα χέρια στους γοφούς, έτριξαν τα δόντια, βρυχήθηκαν:
— Κι άλλο, παιδιά! Πιο άγρια! Βαράτε!…
— Πιο δυνατά! Δώστε του! Πιο ζωντανά!
— Πιό-δυ-να-τά! Και-πιο-σκλη-ρά!
Σαν είδαν τη λιτανεία οι κομσομόλοι, ξελαρυγγιάστηκαν στα γιουχαίσματα και τα σφυρίγματα. Το ‘στησαν πάλι στο τραγούδι:
Οι φλόγες των κεριών ήταν τώρα ακίνητες μπροστά στην είσοδο του ναΐσκου. Από κει ήρθε η απόκριση στο τραγούδι των κομσομόλων:
Στο διάλειμμα οι υπεύθυνοι της παραστάσεως έλεγαν:
— Όσα είδατε είναι μόνο τα λουλούδια, καρποί θα ‘ρθουν σε λίγο! Περιμένετε… Στη δεύτερη πράξη θα βγει ο Ροστόβτσεφ, και τότε πραγματικά θα τρελαθείτε!…
— Πρόσχωμεν!
Στην αίθουσα ξαφνικά βασίλεψε απόλυτη σιωπή. Ο Ροστόβστεφ άνοιξε το Ιερό βιβλίο και άρχισε να διαβάζει:
— Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι, ότι αυτών εστίν η βασιλεία των ουρανών…
Μακάριοι οι πενθούντες, ότι αυτοί παρακληθήσονται…
Στο σημείο αυτό έπρεπε να σταματήσει. Εδώ ακριβώς θα απάγγελλε έναν φοβερό, χλευαστικό, βλάσφημο μονόλογο, πού θα τελείωνε με τη φράση: “Φέρτε μου το φράκο και το καπέλο!”
Δεν έγινε όμως αυτό!
— Μακάριοι οι πεινώντες και διψώντες την δικαιοσύνην, ότι αυτοί χορτασθήσονται. Μακάριοι οι ελεήμονες, ότι αυτοί ελεηθήσονται…
Είναι απίστευτο: Στο θέατρο, πού πριν από λίγο το δονούσαν οι βλαστήμιες και οι εμπαιγμοί, επικρατεί τώρα νεκρική σιγή. Και μέσα σ’ αυτή τη σιγή κυκλοφορούν, σαν τις πασχαλινές λαμπάδες ολόγυρα στην εκκλησία, τα λόγια του Χρίστου:
— Υμείς έστε το φως του κόσμου… αγαπάτε τους εχθρούς υμών… προσεύχεσθε υπέρ των επηρεαζόντων υμάς και διωκόντων υμάς…
Ο Ροστόβτσεφ σχημάτισε μ’ ευλαβική επίδεκτικότητα πάνω στο σώμα του το σημείο του σταυρού, και είπε:
– Μνήσθητί μου. Κύριε, όταν έλθης εν τη βασιλεία σου!…
Κάτι ακόμα πήγε να πει, αλλά τη στιγμή εκείνη κατέβασαν την αυλαία. Μετά από λίγα λεπτά, μια νευρική φωνή ανακοίνωσε από τα μεγάφωνα:
— Λόγω ξαφνικής ασθένειας του συντρόφου Ροστόβτσεφ, η σημερινή θεατρική παράσταση ματαιώνεται!
* Υπονοούν τον Λένιν, του οποίου ο πατέρας λεγόταν Ηλίας.
Πηγή: http://iereasanatolikisekklisias.blogspot.com/2010/02/blog-post 20202.html.
"Ο οικουμενικός αγιορείτης Γέροντας Παΐσιος"
Ρωσική Ταινία – Επεισόδιο 3ο
Μία μοναδική ταινία ρωσικής παραγωγής σε 6 συνέχειες που περιδιαβαίνει τα μέρη όπου γεννήθηκε, έζησε, ασκήτεψε και δίδαξε ο Γέροντας Παΐσιος ο Αγιορείτης.
Επεισόδιο 3ο: Ο αναχωρητής του Σινά.
Παραγωγή: ΕΠΕ Παραγωγικό Κέντρο “POKROV”, 2012
«Oι τρεις γέροντες»
Λέων Τολστόι
Ταξίδευε ὁ Δεσπότης ἀπό τόν Ἀρχάγγελο γιά τό Σολόβσκι. Μέ τό ἴδιο καράβι ταξίδευαν καί προσκυνητές. Ὁ καιρός ἦταν θαυμάσιος, φύλλο δέν τρεμοσάλευε. Οἱ προσκυνητές ἀπολάμβαναν τό ταξίδι ἄλλοι κολατσίζοντας, ἄλλοι σιγοτραγουδῶντας, κάποιοι ξαπλωμένοι στήν κουβέρτα τοῦ πλοίου. Κάμποσοι συζητοῦσαν μαζεμένοι σέ συντροφιές. Ἔτσι συλλογίστηκε κι ὁ Δεσπότης νά βγεῖ λίγο νά ἀνασάνει καί νά χαρεῖ τό ὡραῖο ταξίδι. Πλησίασε στήν κουπαστή γιά νά παρακολουθήσει τήν κουβέντα τῆς συντροφιᾶς. Εἶναι περίεργος νά καταλάβει τί λέει ἐκεῖνος ὁ χωρικός μέ τό μαῦρο σκοῦφο πού ὅλο δείχνει μέ τό δεξί του χέρι κι οἱ ἄλλοι τόν ἀκοῦνε μέ προσήλωση καί τόσο ἐνδιαφέρον. Κοίταξε κι ὁ Δεσπότης πρός τήν ἴδια κατεύθυνση πού ἔστρεφαν νά δοῦν κι οἱ ἄλλοι μά δέν ἔβλεπε παρά μονάχα μιά ἀπέραντη γαλάζια θάλασσα πού ἄστραφτε κάτω ἀπό τό φῶς τοῦ ἥλιου. Ὅταν ὁ χωρικός πρόσεξε πώς κοίταζε ὁ Δεσπότης, σά νά ντράπηκε λίγο καί σταμάτησε τήν κουβέντα του, βγάζοντας τοn σκοῦφο καί χαιρετῶντας μέ σεβασμό. Τότε πρόσεξαν κι οἱ ἄλλοι τῆς συντροφιᾶς τό σεβάσμιο πρόσωπο καί χαιρέτησαν βγάζοντας τούς σκούφους τους.
ーΜήν ἀσχολεῖσθε, παιδιά μου, εἶπε ὁ Δεσπότης. Στάθηκα κι ἐγώ νά ἀκούσω τί τούς διηγεῖσαι ἐσύ, καλέ μου ἄνθρωπε.
Ἕνας ἐμπορευόμενος, ὁ λιγότερο ντροπαλός μουρμούρισε:
ーΜᾶς διηγεῖται ὁ ψαρᾶς γιά μιά περιπέτεια πού εἶχε σέ ἕνα νησάκι ὁπού ζοῦνε τρεῖς Γέροντες μακρυά ἀπό τόν κόσμο.
ーΑὐτό μέ ἐνδιαφέρει. Γιά νά ἀκούσω κι ἐγώ! εἶπε ὁ Δεσπότης. Πλησίασε περισσότερο στήν παρέα καί κάθισε πάνω σέ μιά παλιά κάσα πού βρέθηκε κοντά του.
Κι ὁ ψαρᾶς, ἄρχισε νά λέει:
ーΣτό νησάκι πού διακρίνετε – κι ἔδειξε κατευθεῖαν μπροστά του – ζοῦνε τρεῖς Γέροντες πού μονάζουν γιά νά σώσουν τήν ψυχή τους.
ーΠοῦ εἶναι τό νησάκι αὐτό; ρώτησε.
ーἈκολουθῆστε μέ τό μάτι τή γραμμή ἀπό τό χέρι μου πρός ἐκεῖνο τό συννεφάκι. Φαίνεται σά μιά λουρίδα.
Κοίταξε προσεχτικά, μέ προσήλωση. Ὁ Δεσπότης, ξανακοίταξε. Ὁ ἥλιος τοῦ σφάλιζε μέ τίς ἀχτῖνες του τά μάτια. Δέν μποροῦσε νά ξεχωρίσει τίποτα.
ーΔέν βλέπω! τούς λέει. Πές μου, λοιπόν, τί εἴδους ἄνθρωποι εἶναι αὐτά τά γεροντάκια πού ζοῦν στό νησάκι;
ーἌνθρωποι τοῦ Θεοῦ, ἅγιοι ἄνθρωποι! ἀποκρίθηκε ὁ χωρικός. Πρίν χρόνια εἶχα ἀκούσει γι΄ αὐτούς μά ποτέ δέν ἔτυχε νά τούς δῶ. Ὥσπου, πρόπερσι τό καλοκαίρι τούς εἶδα μέ τά μάτια μου κι ἔζησα κοντά τους. Κι ὁ ψαρᾶς διηγήθηκε τό ναυάγιό του καί πῶς καί τί ἔγινε σάν βρέθηκε κοντά τους:
Ἔφτασε στή στεριά τό πρωῒ κι ἄρχισε νά περπατάει σά χαμένος ἀπό δῶ κι ἀπό κεῖ. Σέ λίγο βρῆκε μιά καλύβα καί κοντά της στεκόταν ἕνας γεροντάκος. Τότε βγῆκαν κι ἄλλοι δύο.
ーΘυμᾶμαι πώς μέ περιποιήθηκαν καί μοῦ στέγνωσαν τά ροῦχα. Μοῦ γύρισαν τή βάρκα καί τήν διόρθωσαν.
ーΚαί πῶς ἦταν οἱ ἄνθρωποι αὐτοί; ρώτησε πάλι ὁ Δεσπότης.
ーΜά, πῶς νά σᾶς πῶ; Ὁ πιό γέρος ἦταν κι ὁ πιό κοντός. Φοροῦσε ἕνα παλιό ξεβαμμένο ράσο. Θἆχε περάσει τούς ἑκατό χρόνους. Τά μαλλιά του, τά γένια του, πρασίνιζαν ἀπό τήν πολυκαιρία ἀλλά ἦταν ἀγαθός καί καλόκαρδος, γελαστός σάν ἄγγελος. Ἄν σᾶς πῶ γιά τόν δεύτερο, τόν ψηλότερο …ξέρω κι ἐγώ; Πολύ γέρος ἦταν κι αὐτός, ἄσπρα γένια καί μαλλιά, σκισμένο τό καφτάνι του, μά δυνατός, πολύ δυνατός.
Ἀκοῦστε τί θαυμαστό: χωρίς κόπο καί βοήθεια γύρισε ἀνάποδα τή βάρκα μου μέ τό χαμόγελο στά χείλη.
Ὅσο γιά τόν τρίτο, ἦταν μεγαλόσωμος, ἀδύνατος, μέ γένια πού ποτάμιζαν ὥς τά γόνατα, ἄσπρα σά τό χιόνι, ἀλλά ἐτοῦτος ἦταν σκυθρωπός μέ παχειά σμιχτά φρύδια πού κρέμονταν πάνω ἀπό τά μάτια του, σχεδόν γυμνός μέ ἕνα ροῦχο κουρελιασμένο πού τοῦ κρεμόταν ἀπό τήν μέση.
ーΚαί σάν τί νά σοῦ ἔλεγαν, καλέ μου ψαρά, αὐτοί οἱ Γέροντες; ρώτησε ὁ Δεσπότης.
ーΜά …δέν εἶχαν ὄρεξη γιά κουβέντα. Ὅ,τι ἔκαναν, τό ἔκαναν σχεδόν βουβοί καί μέ τό βλέμμα καταλάβαινε ὁ ἕνας τόν ἄλλο. Ἐγώ πού εἶμαι περίερ-γος, ρώτησα τόν ψηλότερο ἄν ζοῦσαν ἀπό χρόνια στό νησάκι. Κάτι μοῦ φάνηκε πώς ἀποκρίθηκε θυμωμένα, μουρμουρίζοντας. Μά τότε εἶδα τόν γεροντότερο νά τοῦ ἀγγίζει τό χέρι, νά τοῦ χαμογελᾶ, καί ξαφνικά ἄκουσα τόν πρῶτο νά λέει «συγχώρα μας!’»
Ὅσο κρατοῦσε ἡ κουβέντα τοῦ ψαρά, τό καράβι ὅλο καί πλησίαζε στό νησί.
ーΝά πού φαίνεται πιά! εἶπε ξαφνικά ὁ ἔμπορος δείχνοντας στόν ὀρίζοντα. Κάνετε τόν κόπο νά κοιτάξετε προσεχτικά!
ーΚάτι διακρίνω στό βάθος σά μιά σκούρα λουρίδα, εἶπε ὁ Δεσπότης. Λέτε νά εἶναι τό νησί;
Καί προχώρησε πρός τήν πρύμνη ὅπου βρισκόταν ὁ πηδαλιοῦχος.
ーἜ, καλό μου παιδί, τί λές; Μήπως ἐκεῖνο τό σκοῦρο στίγμα εἶναι τό νησάκι τῶν Γερόντων πού λέει ὁ ψαράς; Ἄκουσες τίποτα ἐσύ γι αὐτήν τήν ἱστορία;
ーΠολλά λένε οἱ ἄνθρωποι. Ποῦ νά ξέρω ἄν ἀληθεύουν. Πολλές φορές λένε κι ἀνοησίες.
ーΘά ἤθελα νά πάω στό νησί, νά βεβαιωθῶ, εἶπε ὁ Δεσπότης. Νά ἰδῶ τούς Γέροντες, νά τούς μιλήσω. Πῶς μπορεῖ νά γίνει;
ーὉλόκληρο καράβι δέ μπορεῖ, Δέσποτα, νά πάει ἐκεῖ, ἀποκρίθηκε ὁ πηδαλιοῦχος. Μπορεῖτε ὅμως νά πᾶτε μέ τή βάρκα πού εἶναι δυνατό νά πλευρίσει. Ἄς ρωτήσουμε τόν καπετάνιο.
Φώναξαν στή γέφυρα τόν καπετάνιο κι ὅλοι μαζί ἄρχισαν νά τόν παρακαλοῦν νά πᾶνε ὥς ἐκεῖ ὅπου ἁγιάζουν οἱ Γέροντες. Ἐκεῖνος ἀπόμενε δισταχτικός.
ーΜποροῦμε νά πᾶμε, εἶπε, ἀλλά χρειάζεται χρόνος, σεβαστέ μου. Τολμῶ νά σᾶς βεβαιώσω πώς δέν ἀξίζει νά τούς δεῖτε. Ἄκουσα νά λένε πώς κάποιοι κουτοί γέροι ζοῦν ἐκεῖ καί τίποτα δέν καταλαβαίνουν, καί τίποτα δέν μποροῦν νά ποῦν. Εἶναι μουγγοί σάν τά θαλασσινά ψάρια.
ーἘπιμένω! εἶπε ὁ Δεσπότης. Θά σᾶς ἀμείψω γιά τόν κόπο σας.
Δέν γινόταν ἀλλιώτικα. Οἱ ναυτικοί ὑπάκουσαν στήν ἐπιθυμία τοῦ Δεσπότη, ἔστρεψαν τό τιμόνι, ἄλλαξαν πορεία, ἔσιαξαν τά πανιά κι ἔβαλαν πλώρη γιά τό νησάκι. Ἔβγαλαν στήν κουβέρτα τοῦ καραβιοῦ μιά καρέκλα γιά νά καθίσει ὁ γέροντας. Οἱ ταξιδιῶτες μαζεύτηκαν τριγύρω του κι ὅλοι μαζί κοίταζαν πέρα. Ὅσοι εἶχαν μάτια γερά διέκριναν πιά τό νησί, μιά καπνοδόχο, μιά καλύβα… Ἔδειχναν:
ー«Νάτοι, νάτοι!»
Ἕνας ἀπό αὐτούς εἶδε κιόλας τούς τρεῖς Γέροντες. Γύρισε κι ὁ καπετάνιος τό κυάλι:
ーΚοίταξε, λέει τοῦ Δεσπότη. Σά νά βλέπω στή στεριά, δεξιώτερα ἀπό τήν μεγάλη ἐκείνη πέτρα, τρεῖς ἀνθρώπους νά στέκονται.
Κοίταξε κι ὁ Δεσπότης:
ーΠραγματικά, ψιθύρισε, σά νά στέκονται τρεῖς, ἕνας ψηλός, ἄλλος πιό κοντός κι ὁ τρίτος πολύ κοντός. Στέκονται στήν ἄκρη καί σά νά κρατιοῦνται ἀπό τό χέρι.
Ὁ καπετάνιος πλησίασε στό Δεσπότη:
ーΘά σταματήσει τό πλοῖο. Μπεῖτε ἄν θέλετε σέ μιά βάρκα καί πηγαίνετε. Ἐμεῖς θά ρίξουμε ἄγκυρα καί θά σᾶς περιμένουμε.
Τό πλοῖο σταμάτησε, κατέβασαν τή βάρκα, πήδησαν μέσα οἱ κωπηλάτες, κατέβηκε ἀπό μιά σκαλίτσα κι ὁ Δεσπότης, κάθισε στήν πρύμνη κι ἡ βάρκα ξεκίνησε γιά τό νησί.
Πλησίασαν στή στεριά καί τότε εἶδαν μπροστά τους νά στέκονται οἱ τρεῖς γέροντες πού τούς εἶχε πεῖ ὁ ψαράς. Βγαίνει πρῶτος ὁ Δεσπότης ἀπό τή βάρκα, πηδοῦν κι οἱ ἄλλοι. Προσκυνοῦν οἱ τρεῖς γέροντες. Τούς εὐλογεῖ ὁ Δεσπότης, ξανασκύβουν ἐκεῖνοι τό κεφάλι τους μέ ἄπειρο σέβας καί κατάνυξη κι ὁ Δεσπότης ἀρχίζει νά λέει:
ーἘσεῖς ἐδῶ, ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, ἤρθατε καί ζεῖτε μόνοι σας, μακρυά ἀπό τούς ἄλλους, γιά νά σώσετε τήν ψυχή σας καί νά μπορεῖτε νά προσεύχεσθε στόν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό γιά τίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων. Ἐμένα μέ στέλνει Ἐκεῖνος ἐδῶ, γιατί εἶναι Πανάγαθος, γιά νά διδάξω τό ποίμνιό Του καί νά σᾶς φωτίσω.
Τά γεροντάκια κοιτᾶνε τό ἕνα τό ἄλλο καί χαμογελοῦν.
ーΠέστε μου πῶς σώζεστε καί πῶς ὑπηρετεῖτε τόν Θεό; ρωτᾶ ὁ Δεσπότης.
Χαμογελοῦν ξανά οἱ γέροντες καί ὁ γεροντότερος ἀνάμεσά τους ἀποκρίνεται: δέν ξέρουμε νά ὑπηρετοῦμε τόν Θεό. Μόνο τόν ἑαυτό μας ὑπηρετοῦμε, τόν ἑαυτό μας τρέφουμε.
ーΠῶς λοιπόν προσεύχεσθε; ρώτησε πάλι ὁ Δεσπότης.
ーἜτσι προσευχόμαστε, ἀποκρίθηκε ὁ γεροντότερος: «Τρεῖς ἐσεῖς, τρεῖς ἐμεῖς, συγχώρεσέ μας».
Μόλις πρόφερε τά λόγια αὐτά, γύρισαν κι οἱ ἄλλοι δύο πρός τό μέρος του καί ἐπανέλαβαν: ‘
ー«Τρεῖς ἐσεῖς, τρεῖς ἐμεῖς, συγχώρα μας!’’
Γέλασε ὁ Δεσπότης.
ーΑὐτή εἶναι ἡ προσευχή γιά τήν Ἀγία Τριάδα, ἀλλά δέν εἶναι σωστή! εἶπε. Σᾶς ἀγάπησε ἡ καρδιά μου, ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ. Βλέπω πώς θέλετε νά Τοῦ ἀρέσετε ἀλλά δέν ξέρετε πῶς νά Τόν ὑπηρετήσετε. Δέν πρέπει νά προσεύχεσθε κατ αὐτόν τόν τρόπο. Ἀκοῦστε πῶς ὅρισε ὁ Θεός στό Εὐαγγέλιό Του νά προσευχόμαστε.
Κι ἄρχισε νά τούς διηγεῖται καί νά τούς ἐξηγεῖ πῶς ὁ Θεός παρουσιάστηκε στούς ἀνθρώπους, τούς μίλησε γιά τόν Θεό – Πατέρα, τόν Θεό – Ὑιό καί τόν Θεό – Ἅγιο πνεῦμα καί τούς εἶπε: Ὁ Θεός -Ὑιός κατέβηκε στή γῆ γιά νά σώσει τούς ἀνθρώπους κι ἔτσι δίδαξε σέ ὅλους πῶς νά προσεύχονται. Ἀκοῦστε με καί ἐπαναλάβετε ὕστερα ἀπό μένα.
Καί εἶπε τό «Πάτερ ἡμῶν».
Οἱ γέροντες τό ἐπαναλάβαιναν, κι αὐτό, ὤσπου ἔδυσε ὁ ἥλιος. Ἐκεῖνοι ἔβαζαν ὅλη τους τή θέληση καί τή δύναμη νά τά λένε σωστά καί ὁ Δεσπότης δέν παραιτοῦνταν ἀπό τήν προσπάθειά του, ὤσπου νά ἀκούσει νά λένε σωστά, ἄψογα τήν προσευχή. Ἔτσι τήν εἶπαν καί τήν ξαναεῖπαν χίλιες φορές.
Ὅταν βράδιασε καί πρόβαλε τό φεγγάρι πάνω ἀπό τό πέλαγος, ὁ Δεσπότης ἑτοιμάστηκε κι ἀφοῦ ξαναευλόγησε τούς γέροντες καί τούς ἔδωσε τήν συμβουλή του πῶς νά προσεύχονται, ἔφυγε γιά τό καράβι. Μόλις πάτησε τό πόδι του στήν κουβέρτα, σήκωσαν πανιά κι ἄγκυρα καί ξεκίνησαν.
Ὁ Δεσπότης κάθισε στήν πρύμνη κι ἀγνάντευε τό νησάκι, ἔβλεπε ἀμυδρά τίς τρεῖς σιλουέτες πού σιγά – σιγά χάθηκαν. Χάθηκε καί τό νησάκι. Ἔπε-σαν οἱ προσκυνητές νά κοιμηθοῦν, ὅλα σώπασαν πάνω στό καράβι, μά ὁ Δεσπότης δέν εἶχε ὄρεξη γιά ὕπνο. Σκέφτονταν τούς καλούς ἀνθρώπους τοῦ νησιοῦ. Θυμόταν πόση χαρά ἔδειχναν ὅταν τούς ἔμαθε νά προσεύχονται σωστά.
Ἔτσι κάθονταν κι αὐτά σκέφτονταν κοιτάζοντας τή θάλασσα ἐκεῖ πού εἶχε κρυφτεῖ τό νησί. Ξαφνικά, κάποιο φῶς ἄρχισε νά ἀναπηδᾶ ἐδῶ κι ἐκεῖ ἀπό τά κύματα. Πάνω στή φωτεινή γραμμή τοῦ φεγγαριοῦ κάτι γυαλίζει. Νά εἶναι πουλί; Νά εἶναι βάρκα μέ πανί αὐτό πού ἀσπρίζει;
ーΒάρκα μέ πανί θά εἶναι, εἶπε ὁ Δεσπότης προσηλωμένος. Θά μᾶς κυνηγάει ἀλλά σάν πολύ γρήγορα τρέχει.
Ξανασκέφτεται:
ーΠουλί θά εἶναι. Βάρκα ὄχι, δέν εἶναι. Μήπως εἶναι ψάρι. Μοιάζει γιά ἄνθρωπος, μά πολύ μεγάλος εἶναι… Κι ἔπειτα, πῶς μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά περπατήσει πάνω στή θάλασσα;’’
Σηκώθηκε ὁ Δεσπότης, πλησίασε στήν κουπαστή, ἔσκυψε καί λέει στόν ἑαυτό του:
ーΤί νἆναι αὐτό; Τί εἶναι, ἀδερφούλη μου; Τά τρία γεροντάκια τρέχουν πάνω στή θάλασσα, ἀσπρίζουν καί γυαλίζουν τά ἄσπρα τους γένια, τό καράβι σά νά κοντοστέκεται, κι αὐτά, ὅλο καί πλησιάζουν.
Ὁ τιμονιέρης τούς βλέπει, ξαφνιάζεται, ἀφήνει τό τιμόνι, μπήγει φωνή δυνατή:
ーΘεέ μου! Οἱ γέροντες πάνω στή θάλασσα τρέχουν πίσω μας σά νἆναι στή στεριά!
Οἱ ἐπιβάτες ἄκουσαν τίς φωνές του, πετάχτηκαν ἀπό τά στρώματα, τρέξανε στή γέφυρα νά ἰδοῦν τί συμβαίνει. Βλέπουν τούς τρεῖς γέροντες νά κρατιοῦνται ἀπό τό χέρι καί νά τρέχουν πάνω στά κύματα χωρίς κἄν νά κινοῦνται καί μονάχα ὁ ἀκρινός κάτι νά γνέφει μέ τό χέρι σάν νά τούς λέει «σταθεῖτε».
Δέν πρόλαβε τό καράβι νά σταματήσει καί οἱ τρεῖς γέροντες ἦρθαν πλάϊ, σήκωσαν τό κεφάλι καί εἶπαν μέ μιά φωνή στό Δεσπότη:
ーΞεχάσαμε, δοῦλε τοῦ Θεοῦ, τί μᾶς δίδαξες. Ὅσο ἐπαναλαβαίναμε τήν προσευχή, τή θυμόμασταν. Τήν ἀφήσαμε γιά λίγο, μᾶς ξέφυγε μιά λέξη καί τότε ὅλα ξηλώθηκαν, τήν ξεχάσαμε. Τίποτε πιά δέν θυμόμαστε. Μάθε την μας πάλι.
Σταυροκοπήθηκε ὁ Δεσπότης, κοίταξε τούς γέροντες, καί εἶπε:
ーἈρκεῖ. Εἰσακούεται ἀπό τόν Θεό κι ἡ δική σας προσευχή, γέροντες. Δέν εἶμαι ἐγώ ἄξιος νά σᾶς διδάξω. Προσευχηθεῖτε καί γιά μᾶς τούς ἁμαρτωλούς.
Κι ἔσκυψε στά πόδια τῶν γερόντων κι ἐκεῖνος. Ἔφυγαν περπατῶντας πάνω στή θάλασσα. Ὥς τό χάραμα, ὁ δρόμος τους φεγγοβολοῦσε.
"Τρισδιάστατη απεικόνιση της Ι. Μονής Αγ. Iωάννου Θεολόγου Πάτμου"
"Ο οικουμενικός αγιορείτης Γέροντας Παΐσιος"
Ρωσική Ταινία – Επεισόδιο 2ο
Μία μοναδική ταινία ρωσικής παραγωγής σε 3 συνέχειες που περιδιαβαίνει τα μέρη όπου γεννήθηκε, έζησε, ασκήτεψε και δίδαξε ο Γέροντας Παΐσιος ο Αγιορείτης.
Επεισόδιο 2ο: Η απαρχή της μοναχικής πορείας.
Κεφάλαιο 5: Κοινοβιάτης στη Μονή Εσφιγμένου.
Κεφάλαιο 6: Πρόθυμος διακονητής και αφανής αγωνιστής.
Kεφάλαιο 7: Ανακαίνιση του μοναστηριού.
Παραγωγή: ΕΠΕ Παραγωγικό Κέντρο “POKROV”, 2012
"Ο οικουμενικός αγιορείτης Γέροντας Παΐσιος"
Ρωσική Ταινία – Επεισόδιο 1ο
Μία μοναδική ταινία ρωσικής παραγωγής σε 3 συνέχειες που περιδιαβαίνει τα μέρη όπου γεννήθηκε, έζησε, ασκήτεψε και δίδαξε ο Γέροντας Παΐσιος ο Αγιορείτης.
Επεισόδιο 1ο: Οι απαρχές του βίου του.
Κεφάλαιο 1: Γέννηση και βάπτιση.
Κεφάλαιο 2: Στήριγμα για την οικογένειά του.
Kεφάλαιο 3: Η στρατιωτική θητεία. Η αυτοθυσία.
Κεφάλαιο 4: Αναζήτηση και προετοιμασία για τη Θεία Χάρη.
Παραγωγή: ΕΠΕ Παραγωγικό Κέντρο “POKROV”, 2012
Συνέντευξη του μητροπολίτη Χαλεπίου κ. Παύλου στην "Πεμπτουσία"
(Video)
O Μητροπολίτης Χαλεπίου κ. Παύλος μιλά στην “Πεμπτουσία Web tv” για τo Πατριαρχείο Αντιοχείας, την Θεολογική σχολή του Μπαλαμάντ, το ορθόδοξο ήθος κ.λπ.
"Η παρουσία της Εκκλησίας στα σύγχρονα προβλήματα" Συνέντευξη του Παν. Μητροπολίτη Λεμεσού κ. Αθανασίου
(Video)
Συνέντευξη του Πανιερώτατου Μητροπολίτη Λεμεσού κ. Αθανασίου για την παρουσία και θέση της Εκκλησίας στα σύγχρονα προβλήματα όπως την οικονομική κρίση, τον ρατσισμό, τον εθνικισμό, την ομοφυλοφιλία κ.ά.
Πηγή: www.pemptousia.gr
"Τo φρούριο"
Ρωσική Ταινία
Ρωσική Ταινία που προβλήθηκε στο φεστιβάλ ορθόδοξης ταινίας και βραβεύθηκε σε όλες τις κατηγορίες, με ομοφωνία κοινού και επιτροπής.
Παραγωγή: 2007
Σκηνοθέτης: Μιχαήλ Σάδριν
Προβολή: ορθόδοξο τηλεοπτικό κανάλι «Γκλας»
Archbishop Jovan of Ohrid sentenced to three years of imprisonment, property of the Orthodox Ohrid Archbishopric to be confiscated
The latest, politically rigged court process against Archbishop Jovan of Ohrid, Bishop Marko of Bregalnica, Bishop David of Stobi, priest-monks, abbesses, nuns and faithful people of the Orthodox Ohrid Archbishopric, concluded today. The judge Ivica Stefanovski pronounced the verdict: all accused are guilty! The court sentenced Archbishop Jovan of Ohrid to three years of imprisonment, and the other accused are sentenced on probation, if they repeat the same deed in the next five years they will be facing two years of imprisonment! The court also decided that property of the Orthodox Ohrid Archbishopric should be confiscated.
The fact that for many years, in all international reports, the FYROM judiciary is being pointed out as one of the most problematic segments of our society, exactly due to its subjectiveness to corruption and political influences, is already proverbial. This politically rigged court process became an evidence for the abovementioned international reports on FYROM. These kind of staged court processes prove that the courts are being used for political confrontations, thus confirming once again the stance about the state sponsoring and protection of the monopoly of the schismatic so-called “Macedonian orthodox church” and, at the same time, the violation of religious freedoms, and persecution on religious basis of the Orthodox Ohrid Archbishopric. The pronounced verdict is the seventh imprisonment sentence for Archbishop Jovan, who is a political prisoner in FYROM already for a long period of time!
Finally, with this verdict also the so-called “Macedonian orthodox church” loses its chances for solving the problem with the schism it dwells in, at the same time confirming to the orthodox world its image of a religious organization that is a creation of a previous political system, an organization which actively partakes in the persecution of the canonical Orthodox Ohrid Archbishopric in FYROM.
In regard to the media insinuations, we are informing the public that only the superstitious or the ones who do not know the faith, could understand the conditional sentences as curses! The Orthodox Ohrid Archbishopric never cursed anyone, although such examples are known in the history of the Church. Following, we will name one example, as an illustration: St Basil of Ostrog bought land for the Church, and then he was unjustly accused for that land, so the land was confiscated by the local ruler. When St Basil of Ostrog complained about this to Patriarch Maxim, the Patriarch sent a letter to that ruler, with the following contents: “… and if any one of you, the Christians, attempts to take that land from the monastery named Ostrog, to that violator may God take his home, his life, his sons, his cattle, and may God suddenly destroy his whole property and may his trace and root extinguish forever. Amen.” The knowers of the faith are familiar with the subsequent events.
When the earthly judicial laws cease to function, then the spiritual laws come to force! Everybody in the Orthodox Ohrid Archbishopric are praying that the mentioned spiritual laws do not touch anyone, and that the reason would prevail, for the well-being of all citizens, for the well-being of the whole country.
Information Service of the Orthodox Ohrid Archbishopric
Πηγή: www.diakonima.gr
«Περί του Αγίου και Μυστηριώδους Μύρου»
Ντοκιμανταίρ με αφορμή την παρασκευή του Αγίου Μύρου στο Οικουμενικό Πατριαρχείο στην Κωνσταντινούπολη. Μεγάλη Εβδομάδα 2002
Κυριακὴ τῆς Σταυροπροσκυνήσεως
(Μαρκ. 8, 34-39,1)
Ἀλλὰ τί εἶναι αὐτὸς ὁ Σταυρός; Εἶναι ὅλες οἰ δοκιμασίες, τὰ ἐμπόδια καὶ οἱ θλίψεις – ποὺ τὸ μεγάλο βάρος τους ἀκουμπᾶ στοὺς ὤμους μας ἐσωτερικὰ καὶ ἐξωτερικά – καθώς βαδίζουμε τὸ δρόμο τῆς συνειδητῆς ἐκπλήρωσης τῶν ἐντολῶν τοῦ Κυρίου. Ἕνας τέτοιος σταυρὸς εἶναι σὲ τέτοιο βαθμὸ αὐτονόητος γιὰ τὸν Χριστιανό, ὥστε ὅπου ὑπάρχει κι Χριστιανός, ὑπάρχει κι ἕνας σταυρός, καὶ ὄπου δὲν ὑπάρχει σταυρός, ἐκεῖ δὲν ὑπάρχει καὶ Χριστιανός.
Τὰ ἄφθονα προνόμια καὶ μιὰ ζωὴ γεμάτη ἀπολαύσεις δὲν ταιριάζουν στὸν ἀληθινὸ Χριστιανό. Ἔργο του εἶναι νὰ καθαρίσει καὶ νὰ ἀνακαινίσει τὸν ἐαυτό του. Μοιάζει μὲ τὸν ἀσθενῆ ποὺ ἔχει ἀνάγκη καυτηριασμοῦ ἢ ἀκρωτηριασμοῦ. Πῶς γίνεται νὰ μὴν πονέσει; Θέλει νὰ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσία ἑνὸς ἰσχυροῦ ἐχθροῦ, ἀλλὰ πῶς μπορεῖ νὰ γίνει αὐτὸ χωρὶς ἀγώνα καὶ πληγές;
Θὰ πρέπει νὰ βαδίζει κόντρα σὲ ὅλες τὶς πρακτικὲς ποὺ ἰσχύουν γύρω του, ἀλλὰ πῶς νὰ τὸ ἐπιτύχει χωρὶς νὰ ξεβολευτεῖ καὶ νὰ περιοριστεῖ; Νὰ χαίρεστε, ὅταν αἰσθάνεστε τὸ φορτίο τοῦ σταυροῦ ἐπάνω σας, γιατὶ εἶναι σημάδι ὅτι ἀκολουθεῖτε τὸν Κύριο στὸ δρόμο τῆς σωτηρίας ποὺ ὁδηγεῖ στὸν οὐρανό. Κάντε λίγο ὑπομονή. Τὸ τέρμα καὶ ὁ στέφανος τῆς νίκης εἶναι πολὺ κοντά!
"Πώς θα έπρεπε να ζει η Εκκλησία το μυστήριό της και πως δυστυχώς λειτουργούμε σήμερα"
«Απολιπών τον βίον ο Αρχιερεύς των Ιεροσολύμων Ζαχαρίας (609-632), συνηθροίσθη όλον το πλήθος εις την Εκκλησίαν και κλείσαντες τάς πύλας του Ναού και σφραγίσαντες επιμελώς, ανέμενον έξωθεν, ίνα ίδωσι ποίον Αρχιερέα και Ποιμένα θέλει τους εξαποστείλει ο Θεός, διότι τοιαύτην καλήν συνήθειαν είχον οι άνθρωποι εκείνοι.
Οπόταν δηλαδή ήθελον να εκλέξουν νέον Αρχιερέα, έκλειον καλώς τας θύρας του Ναού και όστις ήθελε δυνηθή να ανοίξη αυτάς διά προσευχής, εκείνον ευθύς ως άξιον εχειροτονούσαν.
Τότε λοιπόν, ως υπό θείας Χάριτος οδηγηθείς ο ιερός Μόδεστος, έφθασεν εις τάς πύλας του Ναού και ευθύς διά της προσευχής του αι θύραι ηνοίχθησαν και ο θείος Μόδεστος Αρχιερεύς του Θεού αποκατεστάθη, διά την απλότητα, την καθαρότητα και την αγάπην την οποίαν είχεν εις τον Θεόν.
Χειροτονηθείς δε Αρχιερεύς ο Άγιος και αγωνιζόμενος καθ΄ εκάστην έτι περισσότερον, του εδόθη τοιαύτη Χάρις εκ Θεού και τοιαύτη πλουσιωτάτη δύναμις, ώστε εκτός από τα άλλα θαύματα και τας ιατρείας, τας οποίας έκαμεν εις τους ανθρώπους, εθεράπευε και τα ζώα».
(Από τον Συναξαριστήν της Ορθοδόξου Εκκλησίας ημών, τόμος ΙΒ σελ.521)
Οι Τρεις Ιεράρχες και η συνάντηση Χριστιανισμού κι Ελληνισμού*
(ομιλία του π.Δημ.Μπαθρέλλου)
Οι τρεις Ιεράρχες και η συνάντηση Ελληνισμού και Χριστιανισμού
Σεβασμιώτατε,
Κύριοι Βουλευτές,
Κύριε Νομάρχη,
Κύριοι Διευθυντές της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης,
Κύριοι Δήμαρχοι,
Κύριοι Εκπαιδευτικοί,
Κυρίες και Κύριοι
Συγκεντρωθήκαμε απόψε στο χώρο αυτό, για να τιμήσουμε τη μνήμη των τριών Ιεραρχών: του Μεγάλου Βασιλείου, του Γρηγορίου του Θεολόγου και του Ιωάννου του Χρυσοστόμου, των ανθρώπων δηλαδή εκείνων οι οποίοι δικαιολογημένα θεωρούνται ως οι προστάτες της παιδείας, ή, πιο συγκεκριμένα, των ελληνικών και χριστιανικών γραμμάτων. Ο αποψινός εορτασμός οφείλεται στη βαθύτατη επίδρασή των τριών Ιεραρχών στην παιδεία, και γενικότερα στην πνευματική πορεία του ελληνισμού και του χριστιανισμού. Το ότι όμως τους εορτάζουμε και τους τιμάμε, και μάλιστα με τόσο μεγάλη λαμπρότητα, φανερώνει και τη δική μας πίστη σε δύο πράγματα. Πρώτον στην αξία της παιδείας, όχι μόνο, ή ενδεχομένως, όχι τόσο ως απόκτησης χρήσιμων για την επαγγελματική και οικονομική μας αποκατάσταση τεχνικών δεξιοτήτων, αλλά και ως καλλιέργειας του όλου ανθρώπινου προσώπου. Της παιδείας την οποία υπηρετούν οι εκπαιδευτικοί μας, και προς την οποία δικαιολογημένα προσανατολίζονται οι ελπίδες μας για το μέλλον. Δεύτερον, ο αποψινός εορτασμός φανερώνει την πεποίθησή μας πώς ο συνδυασμός ελληνικής παιδείας και χριστιανικής πίστης που πραγματοποίησαν οι τρεις Ιεράρχες αποτελεί πολύτιμη παρακαταθήκη και για τη σύγχρονη εποχή.
Σε τι όμως, πιο συγκεκριμένα, συνίσταται η συμβολή των τριών Ιεραρχών; Ποια είναι η σημασία της όχι μόνο για την Ελλάδα του χθες, αλλά και για την Ελλάδα του 21ου αιώνα, όπως επίσης και για ολόκληρη την σημερινή ανθρωπότητα; Το ερώτημα αυτό είναι καίριο, διότι, εάν η μελέτη της ζωής και του έργου των τριών Ιεραρχών έχει κάποια αξία και για μάς σήμερα, δεν είναι επειδή θα μάς ικανοποιήσει ενδεχομένως κάποια ιστορική περιέργεια σχετικά με το παρελθόν μας, αλλά επειδή μπορεί, και στη σημερινή εποχή, να μάς διευκολύνει στο να κατανοήσουμε καλύτερα το Θεό, τον κόσμο και τον ίδιο τον εαυτό μας, και να πάρουμε κάποια χρήσιμα μηνύματα για το μέλλον μας.
Στην αποψινή ομιλία μου δεν πρόκειται να αναφερθώ με λεπτομέρειες στη ζωή και το έργο των τριών Ιεραρχών. Πληροφορίες για το θέμα αυτό μπορεί εύκολα να αντλήσει ο καθένας μας ανατρέχοντας σε κάποιο βιβλίο βυζαντινής ιστορίας ή ακόμα και σε κάποια εγκυκλοπαίδεια. Θα ήθελα αντιθέτως να εστιάσω την προσοχή μας στη συμβολή των τριών Ιεραρχών όσον αφορά την πραγματικά κοσμοιστορική συνάντηση ελληνισμού και χριστιανισμού, μια συνάντηση που σε μεγάλο βαθμό πραγματοποιήθηκε αλλά και ωρίμασε στην εποχή τους, δηλαδή στον τέταρτο μετά Χριστόν αιώνα, και η οποία καθορίζει την ιστορία μας και τη ζωή μας μέχρι και σήμερα.
Ο χριστιανισμός, όπως γνωρίζουμε, προήλθε από την πολιτιστική και θρησκευτική μήτρα του ιουδαισμού. Ο Χριστός ήταν ο Μεσσίας για τον οποίο είχαν μιλήσει οι προφήτες, αυτός τον οποίον ανέμενε επί αιώνες ο λαός της Παλαιάς Διαθήκης ως σωτήρα και λυτρωτή. Μετά το θάνατο του Χριστού, την Ανάστασή του και την Πεντηκοστή, η πρώτη χριστιανική Εκκλησία συγκροτείται στην πόλη των Ιεροσολύμων και αποτελείται από εξ ιουδαίων χριστιανούς, οι οποίοι εξακολουθούσαν να πηγαίνουν στις Ιουδαικές συναγωγές, και να λατρεύουν το Θεό στον ιουδαικό Ναό των Ιεροσολύμων. Ήδη βέβαια, όπως γνωρίζουμε, πολύ πριν από τη γέννηση του Χριστού ο ιουδαισμός είχε έρθει σε επαφή με τον ελληνισμό – να θυμίσω σχετικά την περίφημη μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης στα ελληνικά τον τρίτο αιώνα προ Χριστού, η οποία είναι γνωστή ως η μετάφραση των εβδομήκοντα, και η οποία παραμένει ως σήμερα το επίσημο κείμενο της Παλαιάς Διαθήκης για την Ορθόδοξη Εκκλησία. Ωστόσο, παρά τις ιουδαικές του καταβολές, ο χριστιανισμός επρόκειτο πολύ σύντομα να βγει από τα στενά όρια του Ιουδαισμού και να απευθυνθεί σε ολόκληρη την οικουμένη. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η χριστιανική πίστη ήταν κάτι το καινούργιο, που είχε από την αφετηρία του, παγκόσμια, οικουμενική προοπτική. Ο Θεός των χριστιανών είναι Θεός όλων των ανθρώπων, θέλει, όπως μάς λέει το ευαγγέλιο, όλοι οι άνθρωποι να σωθούν και να έλθουν στην επίγνωση της αλήθειας. Ο ίδιος ο Χριστός, μετά την Ανάστασή του, είπε στους αποστόλους του, ‘πορευθέντες εις τον κόσμον άπαντα κηρύξατε το Ευαγγέλιον πάση τη κτίσει’, πηγαίνετε να κηρύξετε το Ευαγγέλιο σε ολόκληρο τον κόσμο. Πιστοί στην εντολή του Χριστού, οι πρώτοι μαθητές του πολύ σύντομα μετέφεραν το χριστιανικό μήνυμα έξω από τα εθνικά, θρησκευτικά, και γεωγραφικά όρια του ιουδαισμού. Για λόγους όμως που είναι γνωστοί μόνο στην πρόνοια του Θεού, η χριστιανική πίστη δεν εξαπλώθηκε ιδιαίτερα, για παράδειγμα, στη νότια Αφρική ή την ανατολική Ασία. Αντιθέτως, ήδη από τις πρώτες μεταχριστιανικές δεκαετίες, η χριστιανική Εκκλησία εξαπλώνεται με ιδιαίτερη επιτυχία στον λεγόμενο Ελληνορωμαικό κόσμο. Στον κόσμο αυτό η ελληνική γλώσσα, φιλοσοφία, τέχνη, και θρησκευτικότητα ήταν κυρίαρχες. Ο χριστιανισμός επρόκειτο να συναντήσει τον ελληνισμό, μέσα από μια συνάντηση σωτήρια για τον δεύτερο και γόνιμη για τον πρώτο.
Οι τρεις πρώτοι βέβαια χριστιανικοί αιώνες ήταν αιώνες αργής και μαρτυρικής ανάπτυξης της χριστιανικής Εκκλησίας, την οποία συγκλόνιζαν κατά καιρούς τοπικοί ή γενικότεροι διωγμοί. Αυτοί ήταν οι αιώνες όχι τόσο της θεολογικής μαρτυρίας όσο του χριστιανικού μαρτυρίου, της μέχρι θανάτου δηλαδή πιστότητας στην ευαγγελική αλήθεια. Από τον τέταρτο όμως αιώνα και μετά, καθώς ο χριστιανισμός καταρχάς νομιμοποιείται και στη συνέχεια μετατρέπεται σε επίσημη θρησκεία της αυτοκρατορίας, ο ελληνισμός και ο χριστιανισμός, τα δύο αυτά κορυφαία πολιτιστικά και θρησκευτικά ρεύματα της εποχής, έρχονται σε στενότερη επικοινωνία, και μάλιστα μέσα σε ένα κόσμο εθνικής, πολιτιστικής, γλωσσικής, και θρησκευτικής πανσπερμίας, ο οποίος δεν διαφέρει ίσως από την άποψη αυτή και τόσο πολύ από τον δικό μας.
Έχουν διατυπωθεί τρεις βασικές θεωρίες σχετικά με τη συνάντηση ελληνισμού και χριστιανισμού και τα αποτελέσματά της. Η πρώτη είναι γνωστή ως ‘εξελληνισμός του χριστιανισμού’, και η πατρότητά της ανήκει στον Αντολφ φον Χάρνακ, τον μεγαλύτερο Γερμανό Εκκλησιαστικό Ιστορικό του 19ου και των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, μέσα από τη συνάντησή του με τον ελληνισμό, ο χριστιανισμός αλλοτριώθηκε, υποτάχθηκε σε ελληνικές φιλοσοφικές και θρησκευτικές κατηγορίες σκέψης και πράξης, και έχασε την αυθεντικότητά του. Θα πρέπει κατά συνέπεια ο χριστιανισμός, έστω και τώρα, να απαλλαγεί από τις επιδράσεις αυτές, και να ανακαλύψει το ‘απλό Ευαγγέλιο’ που κατά τη γνώμη του Χάρνακ κήρυξε ο Ιησούς Χριστός.
Η θεωρία αυτή, παρά τον εσφαλμένο χαρακτήρα της και τις ακρότητές της, μάς επισημαίνει δύο σημαντικά πράγματα. Πρώτον τους τεράστιους κινδύνους που συνεπαγόταν για το χριστιανισμό η συνάντηση με ένα τόσο βαρυσήμαντο πολιτιστικό μέγεθος όπως ο ελληνισμός. Αρκεί να θυμίσουμε εδώ ότι πολλές χριστιανικές αιρέσεις οφείλονταν σε αρνητικές επιδράσεις της ελληνικής φιλοσοφίας. Δεύτερον, η θεωρία αυτή μάς βοηθά να συνειδητοποιήσουμε το πόσο βαθιά ‘ελληνικός’ έγινε ο χριστιανισμός. Ελληνικός όχι με την αρνητική έννοια της νόθευσης του χριστιανικού μηνύματος, όπως υποστήριξε ο Χάρνακ, αλλά με την έννοια της χρησιμοποίησης πολλών ελληνικών πολιτιστικών στοιχείων για την έκφραση και τη διάδοσή του. Πράγματι, οι μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας μιλούν και γράφουν στη γλώσσα της εποχής, δηλαδή την ελληνική, γνωρίζουν και χρησιμοποιούν την ελληνική φιλοσοφία και ορολογία για να διατυπώσουν τα χριστιανικά δόγματα, διαπρέπουν ως εκκλησιαστικοί ρήτορες χάρις στην άρτια εκπαίδευσή τους στην ελληνική ρητορική, δίνουν σε αρχαιοελληνικές εορτές καινούργιο χριστιανικό περιεχόμενο, αξιοποιούν την αρχαιοελληνική τέχνη. Οι μεγάλοι Πατέρες δεν κινήθηκαν μέσα σε ένα θρησκευτικό γκέτο, ούτε ενδιαφέρονταν να συγκροτήσουν μια φυγόκοσμη κλειστή χριστιανική σέκτα. Γνώριζαν και ζούσαν τον κόσμο ο οποίος τους περιέβαλε. Χρησιμοποίησαν τη βαθύτατη ελληνική τους παιδεία για να απευθυνθούν, όχι μόνο στους απλούς ανθρώπους, αλλά και στα μεγαλύτερα και πιο ανοιχτά και προοδευτικά πνεύματα της εποχής τους.
Η δεύτερη θεωρία σχετικά με τη συνάντηση ελληνισμού και χριστιανισμού υποστηρίζει ότι τον τέταρτο μετά Χριστόν αιώνα πραγματοποιήθηκε ένα είδος εναρμόνισης, δηλαδή λίγο πολύ αρμονικής σύνθεσης μεταξύ των δύο αυτών μεγεθών. Η θεωρία αυτή μάς είναι αρκετά γνωστή και οικεία. Η αδυναμία της βρίσκεται κυρίως στο ότι παραβλέπει και αποσιωπά το γεγονός ότι μεταξύ ελληνισμού και χριστιανισμού δεν υπήρχαν μόνο συνθέσιμα στοιχεία αλλά και αγεφύρωτες αντιθέσεις. Στην πραγματικότητα, μεταξύ τους δεν υπήρξε μόνο σύνθεση αλλά και αντίθεση.
Και η θεωρία όμως αυτή, παρά τις αδυναμίες της, μάς βοηθά να καταλάβουμε κάτι πολύ σημαντικό για τον τρόπο με τον οποίο ο χριστιανισμός προσέγγισε τον ελληνισμό. Ο τρόπος αυτός χαρακτηριζόταν από μια διάθεση πρόσληψης των όποιων θετικών στοιχείων του ελληνισμού. Είναι γνωστό ότι στο κλασσικό έργο του Προς τους νέους, όπως αν εξ ελληνικών ωφελοίντο λόγων, ο Μέγας Βασίλειος προτρέπει τους νέους να προσεγγίζουν την κλασσική ελληνική παιδεία όπως οι μέλισσες τα λουλούδια. Οι μέλισσες παίρνουν από τα άνθη το νέκταρ ενώ αφήνουν παράμερα ό,τι άχρηστο και βλαβερό. Το ίδιο θα πρέπει λοιπόν να κάνουν και όσοι προσεγγίζουν τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό. Η διαδικασία αυτή δεν είναι εύκολη, ούτε ενδεχομένως ακίνδυνη, προυποθέτει όμως την πεποίθηση ότι μπορεί κανείς να αντλήσει ωφέλιμα στοιχεία από την ελληνική παιδεία, αλλά κατ’ επέκταση και από κάθε πνευματικό και πολιτιστικό μέγεθος. Ο χριστιανισμός ήταν και πρέπει να παραμείνει ανοιχτός προς κάθε τι θετικό, έστω και αν αυτό προέρχεται από χώρους, φαινομενικά τουλάχιστον, ξένους προς αυτόν.
Η τρίτη σχετική θεωρία έχει ερμηνεύσει τη συνάντηση ελληνισμού και χριστιανισμού ως ‘εκχριστιανισμό του ελληνισμού’ – η φράση ανήκει σε ένα μεγάλο ορθόδοξο θεολόγο του 20ου αιώνα, τον αείμνηστο πατέρα Γεώργιο Φλωρόφσκυ. Σύμφωνα με τον Φλωρόφσκυ, ο ελληνισμός, μέσα από τη συνάντησή του με τον χριστιανισμό, αναθεώρησε αρκετές από τις αρχές του, και μεταμορφώθηκε, ασπαζόμενος τη χριστιανική πίστη. Αυτή η θεωρία νομίζω ότι εκφράζει με επιτυχία την καλή αλλοίωση που υπέστη ο ελληνισμός μέσα από το βάπτισμά του στη χριστιανική πίστη και ζωή.
Στο σημείο αυτό όμως τίθεται το ερώτημα, σε τί ακριβώς διέφερε ο ελληνισμός από τον χριστιανισμό; Τι το καινούργιο και προφανώς συγκλονιστικό κόμισε ο χριστιανισμός στους Έλληνες, ώστε αυτοί να αποφασίσουν να γίνουν χριστιανοί; Στα πλαίσια της αποψινής ομιλίας, θα περιοριστώ σε τρία μόνο βασικά σημεία της χριστιανικής διδασκαλίας: τη θεολογία, τη διδασκαλία δηλαδή για το Θεό, την κοσμολογία, τη διδασκαλία δηλαδή για τον φυσικό κόσμο, και την ανθρωπολογία, τη διδασκαλία δηλαδή για τον άνθρωπο.
Ξεκινώ λοιπόν με τη θεολογία.
Η αρχαία ελληνική θρησκεία είναι ένα πολυσύνθετο φαινόμενο, το οποίο δεν μπορούμε να παρουσιάσουμε στα περιορισμένα πλαίσια της ομιλίας μας χωρίς τον κίνδυνο να περιπέσουμε σε απαράδεκτες γενικεύσεις. Δεν θα ήταν όμως άστοχο, νομίζω, να κάνουμε μια βασική διάκριση μεταξύ της αρχαίας ελληνικής λαικής θρησκευτικής πίστης, της πίστης λόγου χάρη στο ολυμπιακό δωδεκάθεο από τη μια μεριά, και από την άλλη μιας πιο ραφιναρισμένης θρησκευτικής και φιλοσοφικής αντίληψης, όπως αυτή που συναντάμε για παράδειγμα στον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη. Δεν θα αναφερθώ στην πρώτη, την πολυθειστική δηλαδή μορφή της αρχαίας ελληνικής θρησκείας, διότι οι αδυναμίες της είναι νομίζω εμφανείς. Αρκεί να θυμίσω ότι πολλοί από τους ίδιους τους Έλληνες, ήδη προ του χριστιανισμού και ανεξάρτητα από αυτόν, είχαν ασκήσει σ’ αυτή την πολυθειστική θρησκεία σκληρή κριτική, ενώ κάποιοι άλλοι είχαν καταφύγει ευρύτατα στην αλληγορική ερμηνεία των ιστοριών από τη ζωή των αρχαίων ελληνικών ‘θεών’, στην προσπάθειά τους να διασώσουν το κύρος και την αξιοπρέπειά τους. Τί γίνεται όμως με τον αρχαιοελληνικό φιλοσοφικό μονοθεισμό; Σε τι διαφέρει ο Θεός του Πλάτωνα ή του Αριστοτέλη από τον χριστιανικό Θεό;
Για να το καταλάβουμε αυτό θα πρέπει ίσως να φέρουμε στο νού μας το γνωστό σε όλους μας απολυτίκιο των τριών Ιεραρχών. Με τη φράση ‘τους τρεις μεγίστους φωστήρας της τρισηλίου θεότητος’, το απολυτίκιο μάς θυμίζει τη συμβολή των μεγάλων αυτών πατέρων στη διαμόρφωση του δόγματος της Αγίας Τριάδος. Σύμφωνα με το δόγμα αυτό, ο Θεός είναι ένας, αλλά ταυτόχρονα και τριαδικός, Πατέρας, Υιός, και Άγιο Πνεύμα. Σε τι διαφέρει αυτός ο Τριαδικός Θεός από το Θεό της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας;
Δεν θα ήταν, νομίζω, υπερβολή να πούμε ότι ο θεός και του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη ήταν ένας θεός απρόσωπος και μόνος. Ο μεν θεός του Πλάτωνα ήταν λίγο πολύ ταυτόσημος με την ιδέα του αγαθού, ο δε θεός του Αριστοτέλη προσδιορίζεται ως ‘το πρώτο κινούν ακίνητο’ και ως ‘νόησις νοήσεως’, ένας θεός δηλαδή που δεν έχει ιδιαίτερη επικοινωνία με τον κόσμο, ένας θεός μάλλον απασχολημένος με τον εαυτό του, ένας θεός προς τον οποίο στρέφονται οι άλλοι, χωρίς όμως αυτός να στρέφεται προς κανέναν άλλο εκτός από τον ίδιο του τον εαυτό. Αντιθέτως, ο Χριστιανικός Θεός είναι προσωπικός και Τριαδικός. Ο Θεός Πατέρας γεννάει τον Υιό και εκπορεύει το Άγιο Πνεύμα ‘αχρόνως και αγαπητικώς’. Ο χριστιανικός Θεός δεν είναι μια ψυχρή και απρόσωπη μονάδα, αλλά μία τριάδα προσώπων που βρίσκονται μεταξύ τους σε σχέσεις αγαπητικής κοινωνίας.
Το γεγονός ότι στο χριστιανικό Θεό έχουμε τρία πρόσωπα δεν σημαίνει ότι ο Θεός αυτός παύει να είναι ένας Θεός. Αλλά και η ενότητα του χριστιανικού Θεού δεν καταργεί την ύπαρξη και τη διαφορετικότητα των τριών προσώπων. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι, στο Χριστιανικό Θεό, ενότητα και διαφορετικότητα των προσώπων, αγάπη και ελευθερία, συνυπάρχουν. Ο Τριαδικός Θεός μάς αποκαλύπτει ότι η αγάπη σέβεται την προσωπική ετερότητα, αλλά και ότι η προσωπική ετερότητα με τη σειρά της δεν αντιμάχεται την ενότητα και την αγάπη.
Ο Χριστιανικός λοιπόν Θεός είναι Θεός προσωπικός, Θεός ελευθερίας αλλά και αγάπης. Και είναι αυτή ακριβώς η αγάπη του Θεού που στη συνέχεια στρέφεται προς τον κόσμο και προς τον άνθρωπο. Αλλά αυτό μάς φέρνει στο δεύτερο κρίσιμο σταυροδρόμι της συνάντησης ελληνισμού και χριστιανισμού, που έχει να κάνει με το δόγμα της δημιουργίας του κόσμου.
Η αρχαία ελληνική σκέψη και ζωή ήταν σε μεγάλο βαθμό προσανατολισμένη προς το φυσικό κόσμο. Η παρατήρηση του κόσμου και ο θαυμασμός γι’ αυτόν αποτελούσαν βασικό συστατικό του αρχαιοελληνικού πολιτισμού. Οι Έλληνες γενικά θεωρούσαν ότι όλα μέσα στο σύμπαν βρίσκονταν σε θαυμαστή αρμονία, την οποία ενέπνεε και συγκροτούσε κάποιος λόγος, κάποια δηλαδή δύναμη που γινόταν κατανοητή άλλοτε ως δύναμη θεική, άλλοτε ως δύναμη κοσμική, και άλλοτε πάλι ως δύναμη θεική και κοσμική ταυτόχρονα. Αυτό όμως που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι ότι στην αρχαία ελληνική σκέψη ακόμη και ο θεός αποτελούσε κατά κάποιο τρόπο μέρος, τμήμα αυτής της κοσμικής συμπαντικής ενότητας. Θεός και κόσμος εκλαμβάνονται ως περίπου ισότιμοι. Για παράδειγμα ο κόσμος υπάρχει προαιωνίως, όπως και ο Θεός. Ο θεός–δημιουργός που εμφανίζεται, λόγου χάρη, στον Τίμαιο του Πλάτωνα, δεν δημιουργεί στην πραγματικότητα τον κόσμο, αλλά απλώς τον μορφοποιεί με βάση αφενός προυπάρχουσα ύλη και αφετέρου προυπάρχουσες ιδέες. Έτσι ο Θεός δεν είναι ανεξάρτητος και ελεύθερος από τον κόσμο, αλλά κατά κάποιο τρόπο δεσμευμένος από την πρώτη ύλη του κόσμου και από τις ιδεατές του μορφές, οι οποίες υπάρχουν ανεξάρτητα από τη θέληση και την αγάπη του Θεού.
Αντίθετα, οι τρεις Ιεράρχες τονίζουν τη βιβλική διδασκαλία ότι ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο από το μηδέν, δηλαδή από το τίποτα, από το μη ον. Αυτή η φαινομενικά απλή ίσως παρατήρηση εμπερικλείει δύο πολύ μεγάλες αλήθειες. Πρώτον επισημαίνει την απόλυτη ελευθερία του Θεού. Ο Θεός δεν εξαρτάται από τον κόσμο. Είναι πραγματικά Θεός, δηλαδή απόλυτα ελεύθερος και απόλυτα παντοδύναμος. Εκφράζει όμως την ελευθερία και την παντοδυναμία του ως αγάπη. Δημιουργεί τον κόσμο και τον άνθρωπο από αγάπη. Δημιουργεί για να κάνει τον άνθρωπο κοινωνό της δικής του ζωής, της δικής του αγάπης, ευτυχίας και ελευθερίας. Και όχι μόνο δημιουργεί, αλλά και φροντίζει διαρκώς τον κόσμο και ιδιαίτερα τον άνθρωπο, τον οποίο θεωρεί πάντοτε παιδί του, ακόμη και όταν αυτός δεν ανταποκρίνεται στην αγάπη του.
Η διαφοροποίηση της βιβλικής σκέψης των τριών Ιεραρχών από την αρχαιοελληνική κοσμολογία έχει βαθύτατα υπαρξιακό χαρακτήρα. Η ύπαρξη για το χριστιανισμό δεν είναι προιόν ανάγκης αλλά δώρο αγάπης και ελευθερίας. Ο κόσμος υπάρχει, όχι διότι δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά, αλλά διότι κάποιος τον έφερε στην ύπαρξη ελεύθερα και αγαπητικά. Όλοι εμείς υπάρχουμε επειδή μάς αγαπά ο Θεός. Και εφόσον η ύπαρξη είναι δωρεά, οδηγεί σε ευχαριστία. Δεν είναι τυχαίο που το κεντρικό μυστήριο της Εκκλησίας μας, το οποίο τελούμε σε κάθε Θεία Λειτουργία, είναι ακριβώς το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Στίς ευχές της Λειτουργίας του Μεγάλου Βασιλείου και του Ιωάννου του Χρυσοστόμου, τις οποίες μέχρι σήμερα τελούμε στις Εκκλησίες μας, ευχαριστούμε το Θεό γιατί μάς έφερε στη ζωή. Σε μία από αυτές τις ευχές, απευθυνόμενος προς το Θεό, ο Χρυσόστομος γράφει:, ‘Συ γαρ εξ ουκ όντων εις το είναι ημάς παρήγαγες, και παραπεσόντας ανέστησας πάλιν, και ουκ απέστης πάντα ποιών, έως ημάς εις τον ουρανόν ανήγαγες και την βασιλείαν σου εχαρίσω την μέλλουσαν.’ Διότι εσύ από την ανυπαρξία μάς έφερες στην ύπαρξη, και όταν πέσαμε λόγω της αμαρτίας, πάλι μάς σήκωσες, και δεν απομακρύνθηκες από κοντά μας, κάνοντας τα πάντα, έως ότου μάς ανέβασες στον ουρανό και μάς χάρισες τη μελλοντική σου βασιλεία’. Αυτή η ευχή ευχαριστεί το Θεό, όχι μόνο διότι μάς έφερε στην ύπαρξη από το μη ον, αλλά και διότι, παρά τα δικά μας λάθη, εκείνος δεν έπαψε, και δεν παύει ποτέ να μάς αγαπά, και να κάνει τα πάντα για τη σωτηρία μας. Το γεγονός ότι η ύπαρξη του κόσμου οφείλεται στην αγάπη του Θεού, μάς βοηθά να καταλάβουμε ότι η ζωή μας δεν κυβερνάται από τις τυφλές και απρόσωπες δυνάμεις της τύχης, της ειμαρμένης, του κακού, του παραλόγου, ή ακόμα και των φυσικών νόμων, αλλά εξαρτάται πρωτίστως από την πρόνοια του Θεού. Το κακό και το παράλογο υπάρχουν, αλλά τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο δεν τον έχουν εκείνα, τον έχει η αγάπη του Θεού.
Με τις παραπάνω όμως παρατηρήσεις έχουμε ήδη οδηγηθεί στο τρίτο κομβικό σημείο συνάντησης ελληνισμού και χριστιανισμού, το οποίο έχει να κάνει με τον ίδιο τον άνθρωπο. Σύμφωνα με τη βιβλική και πατερική θεολογία, κάθε άνθρωπος, ο καθένας από μάς, είναι όχι απλώς σημαντικότερος από ολόκληρο τον κόσμο, αλλά και εικόνα του ίδιου του Θεού. Είναι προικισμένος με δύο βασικά ιδιώματα του Θεού, στα οποία ήδη αναφερθήκαμε, δηλαδή την ελευθερία και την αγάπη, αλλά έχει επίσης και τη σπουδαία δυνατότητα να γίνει όμοιος με το Θεό. Η ομοίωση με το Θεό δεν σημαίνει βέβαια την υποτίμηση ή την εξαφάνιση του ανθρώπου, αλλά, αντιθέτως, τη σωτηρία του, μέσα από την ένωσή του με το Θεό. Σημαίνει στην πραγματικότητα την αξιοποίηση όλων των ανθρωπίνων χαρισμάτων στον ύψιστο δυνατό βαθμό, σημαίνει τη μεγαλύτερη δυνατή κατάφαση της ανθρώπινης αξίας και της ανθρώπινης ζωής.
Σύμφωνα όμως με τη χριστιανική διδασκαλία, ο Θεός προίκισε τον άνθρωπο και με ένα ακόμα δώρο, το δώρο της αθανασίας. Πράγματι, δεν θα είχε νόημα αυτή η ζωή, αν όλα τελείωναν τόσο σύντομα με το θάνατο. Το δώρο της αθανασίας, που απορρέει από την ανάσταση του Χριστού, ανυψώνει αφάνταστα τον άνθρωπο, δίνει στην ύπαρξή του αιώνια αξία. Η αθανασία αυτή ωστόσο δεν είναι απλώς και μόνο αθανασία της ψυχής, αλλά συγχρόνως και ανάσταση του σώματος, αιώνια ζωή του όλου ανθρώπου. Πόσο μεγάλη διαφορά υπάρχει και εδώ ανάμεσα στον ελληνισμό και τον χριστιανισμό! Όταν, για παράδειγμα, στον Άρειο Πάγο ο Απόστολος Παύλος μίλησε στους Έλληνες για τη σωματική ανάσταση του Χριστού, οι ακροατές του κατά κάποιο τρόπο τον χλεύασαν, λέγοντάς του ‘ακουσόμεθά σου και πάλιν’, θα σε ακούσουμε ξανά. Η σωματική ανάσταση του Χριστού προοιωνίζεται τη σωματική ανάσταση όλων των ανθρώπων, αλλά οι ακροατές του Αποστόλου Παύλου δεν φαίνεται ότι ήταν διατεθειμένοι να αναστηθούν και να ζήσουν αιώνια με το σώμα τους. Οι Έλληνες ακροατές του Παύλου επιθυμούσαν ίσως την αθανασία της ψυχής, προφανώς όμως όχι και την ανάσταση και αθανασία του σώματος, το οποίο συχνά θεωρούνταν όχι ως σύντροφος αλλά ως φυλακή της ψυχής.
Μια τέτοια όμως αντίληψη δεν μπορούσε να σταθεί με τον απαιτούμενο σεβασμό απέναντι στο ανθρώπινο σώμα και στην ψυχοσωματική ενότητα και ακεραιότητα του όλου ανθρώπινου προσώπου. Είναι γνωστό, για παράδειγμα, ότι ο μεν Πλάτωνας θεωρούσε δυνατή τη μετενσάρκωση της ψυχής μετά το θάνατο σε άλλα σώματα. Αυτό όμως σημαίνει την υποτίμηση του συγκεκριμένου ανθρώπινου σώματος ως αναπόσπαστου στοιχείου του συγκεκριμένου ανθρώπινου προσώπου. Σημαίνει τελικά υποτίμηση του ίδιου του ανθρώπινου προσώπου ως συγκεκριμένης, μοναδικής και ανεπανάληπτης ψυχοσωματικής ενότητας. Όταν αγαπάμε ένα πρόσωπο, το σύζυγό μας, το παιδί μας, τους γονείς μας, τους μαθητές μας, ή κάποιο φίλο μας, αγαπάμε όχι μόνο την ψυχή τους αλλά και τη σωματική παρουσία τους. Τους αγαπάμε όχι μόνο ως ψυχές ή μόνο ως σώματα – αλλοίμονο εάν συνέβαινε κάτι τέτοιο – τους αγαπάμε ως ανθρώπους. Και ο άνθρωπος δεν είναι μόνο ψυχή ή μόνο σώμα αλλά μαζί και τα δύο. Αθανασία του ανθρώπου σημαίνει αθάνατη ζωή και του σώματος και της ψυχής στην ενότητά τους. Έτσι μάς έπλασε και έτσι μάς αγαπά ο Θεός, και έτσι εμείς οι άνθρωποι αγαπάμε ο ένας τον άλλο.
Εάν όμως ο Πλάτωνας υποτιμούσε το ανθρώπινο πρόσωπο με το να παραθεωρεί τη σωματική διάσταση της ανθρώπινης μοναδικότητας, ο Αριστοτέλης πήγαινε ένα βήμα παραπέρα, υποστηρίζοντας ότι κάθε συγκεκριμένος άνθρωπος μετέχει στην αθανασία κυρίως μέσω της διαιώνισης του είδους του. Όχι ο συγκεκριμένος άνθρωπος λοιπόν, αλλά το ανθρώπινο είδος, αυτό διαιωνίζεται και έτσι μετέχει στην αθανασία. Πόση διαφορά υπάρχει και εδώ από τη χριστιανική διδασκαλία! Θα ήταν πράγματι πολύ μικρή παρηγοριά για τον άνθρωπο που έχασε κάποιον δικό του να του πούμε ‘μην στενοχωριέσαι, αυτό που έχει σημασία είναι ότι επιβιώνει η ανθρωπότητα’. Η επιβίωση της ανθρωπότητας έχει φυσικά τη δική της αξία, αλλά δεν μπορεί ποτέ να χρησιμοποιηθεί ως υποκατάστατο της αθανασίας των μοναδικών και ανεπανάληπτων προσώπων και εικόνων του Θεού που τη συναποτελούν, δηλαδή του καθενός από μάς.
Τη μεγάλη αξία κάθε ανθρώπινου προσώπου, για την οποία μίλησαν επανειλημμένα οι τρεις Ιεράρχες, την ανέδειξε πρώτος με την ενσάρκωση, τη διδασκαλία του και τη ζωή του ο ίδιος ο Χριστός. Ο Υιός του Θεού έγινε άνθρωπος, για να τονίσει τη μοναδική και ανεπανάληπτη αξία κάθε ανθρώπου. Έγινε παιδί, για να μάς φανερώσει την αξία κάθε παιδιού, το οποίο δικαιούται την αμέριστη αγάπη και τον απόλυτο σεβασμό μας. Γεννήθηκε και έζησε σε μία χώρα υπόδουλη στο Ρωμαίο κατακτητή, για να θυμίζει στους κατακτητές όλων των εποχών ότι αυτοί τους οποίους έχουν υποτάξει εξακολουθούν να παραμένουν παιδιά του Θεού. Σε νηπιακή ηλικία ξενιτεύτηκε στην Αίγυπτο, για να μάς θυμίζει την αξιοπρέπεια του πρόσφυγα και του ξενιτεμένου. Σταυρώθηκε, για να μάς δείξει ότι δεν υπάρχει τίποτε σημαντικότερο στη ζωή από το να θυσιαζόμαστε από αγάπη για τους ανθρώπους. Ταύτισε τον εαυτό του όχι τόσο με τους μεγάλους και τους δυνατούς αυτού του κόσμου, αλλά με τους ελάχιστους, με αυτούς δηλαδή που έχουν κατεξοχήν ανάγκη την αγάπη μας. Μάς δίδαξε ότι όποιος ευεργετεί τον ξένο, τον άρρωστο, τον φυλακισμένο, τον πεινασμένο, και τον γυμνό, ευεργετεί στο πρόσωπό του τον ίδιο το Θεό, του οποίου κάθε άνθρωπος είναι εικόνα, ενώ, αντίθετα, όποιος αμαρτάνει απέναντι στον οποιοδήποτε άνθρωπο αμαρτάνει τελικά απέναντι στον ίδιο το Θεό.
Αυτές υπήρξαν, με δυο λόγια, μερικές από τις βασικές ζυμώσεις τις οποίες βίωσε ο ελληνισμός μέσα από τη συνάντησή του με το χριστιανισμό. Γνώρισε τον αληθινό Θεό της προσωπικής, αγαπητικής, Τριαδικής κοινωνίας. Κατανόησε τον κόσμο αλλά και την ίδια του την ύπαρξη ως δωρεά του αγαπώντος Θεού. Είδε τέλος κάθε ανθρώπινο πρόσωπο ως εικόνα του Θεού, ως αξία μοναδική, για την οποία ο ίδιος ο Θεός έγινε άνθρωπος, σταυρώθηκε και αναστήθηκε, χαρίζοντάς μας την αιώνια ζωή.
Τιμούμε τους τρεις Ιεράρχες διότι συνέβαλαν αποφασιστικά στην πραγματοποίηση των παραπάνω ζυμώσεων. Οι τρεις αυτές προσωπικότητες ήταν Έλληνες και εγκρατείς κάτοχοι της ελληνικής παιδείας. Η προσωπική τους όμως συνάντηση με το Χριστό, τούς άλλαξε τη ζωή. Χωρίς να απαρνηθούν την ελληνική τους ταυτότητα, την μεταμόρφωσαν κάτω από το φώς της χριστιανικής αλήθειας. Με τη θεολογία τους βοήθησαν τον ελληνισμό να διατηρήσει όλα τα θετικά του στοιχεία, τη δίψα για την ομορφιά και την αλήθεια, την επιθυμία για το φιλόσοφο βίο, το ενδιαφέρον για τα κοινά, την αγάπη για την αρετή, το σύνδεσμο της επιστήμηs με την αρετή για την κατάκτηση της σοφίας. Ταυτόχρονα όμως οι τρεις αυτοί Πατέρες κόμισαν και μία νέα αντίληψη για το Θεό, τον κόσμο και τον άνθρωπο, όπως αναφέραμε παραπάνω. Ο ελληνισμός ελεύθερα ασπάστηκε αυτή τη μεγαλειώδη θεολογία, έγινε χριστιανικός ελληνισμός, και δημιούργησε έναν απαράμιλλο πνευματικό πολιτισμό με διαχρονική και πανανθρώπινη αξία.
Αλλά η θεολογία των τριών Ιεραρχών δεν ήταν απλώς μια θεωρητική και αφηρημένη διδασκαλία˙ ήταν μια πραγματικότητα ζωής, την οποία μπορούσε κανείς να γνωρίσει και να βιώσει μέσα στην Εκκλησία, συναντώντας τους αδελφούς του και τον κοινό μας Πατέρα. Οι Έλληνες μετεστράφηκαν όχι μόνο διότι γνώρισαν τη χριστιανική διδασκαλία αλλά και διότι την είδαν εφαρμοσμένη ως πράξη ζωής. Οι τρεις Ιεράρχες, τους οποίους σήμερα τιμάμε, δίδαξαν και διδάσκουν όχι μόνο με τη θεολογία τους αλλά και με τη ζωή τους. Δεν ήταν άνθρωποι μόνο των λόγων αλλά και των έργων. Δεν ήταν μόνο μεγάλοι θεολόγοι, αλλά και μεγάλοι άγιοι. Ο Μέγας Βασίλειος για παράδειγμα, προτού γίνει μοναχός, μοίρασε τη μεγάλη περιουσία του στους φτωχούς, δείχνοντάς μας ότι η ευτυχία δεν βρίσκεται στα χρήματα, και ότι τα χρήματα στην πραγματικότητα ανήκουν σε εκείνους που τα έχουν μεγαλύτερη ανάγκη από εμάς. Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος περιφρονούσε τα αξιώματα. Δεν δίστασε να παραιτηθεί από τη θέση του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως και Προέδρου της Δευτέρας Οικουμενικής Συνόδου, όταν έκρινε ότι αυτό εξυπηρετούσε την ειρήνη και την ενότητα της Εκκλησίας, και τούτο, διότι έβλεπε τα αξιώματα ως ευκαιρίες, όχι εξουσίας και προσωπικής προβολής, αλλά ταπεινής και σταυρικής διακονίας. Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος χρησιμοποιούσε το απαράμιλλο ρητορικό του χάρισμα, όχι για να κολακεύει και να εξαπατά το λαό με σκοπό την απόκτηση προσωπικής δύναμης, αλλά ως εργαλείο για να εκφράζει τον παρήγορο και ζωογόνο λόγο του Θεού. Δεν δημαγώγησε για να αποκτήσει πολιτική δύναμη, αλλά και δεν δίστασε, όταν χρειάστηκε, να ελέγξει ακόμα και την ίδια την Αυτοκράτειρα. Γνώριζε ο Άγιος ότι η Εκκλησία δεν πρέπει να στοχεύει στην απόκτηση πολιτικής εξουσίας, αλλά και δεν ξεχνούσε ότι είναι χρέος της ενίοτε να θυμίζει στους φορείς αυτής της εξουσίας το πραγματικό τους καθήκον, που είναι η ευσυνείδητη και σύμφωνη με το θέλημα του Θεού ζωή και διακονία των ανθρώπων τους οποίους έχουν ταχθεί να υπηρετούν. Τέλος και οι τρεις Ιεράρχες με τα έργα τους και τη ζωή τους θυμίζουν σε όλους μας, κληρικούς, εκπαιδευτικούς, φορείς πολιτικής εξουσίας, γονείς κλπ. ότι δεν υπάρχει τίποτε σημαντικότερο στο οποίο θα μπορούσε να αφιερώσει κανείς το χρόνο και τις δυνάμεις του από τη φροντίδα και την καλλιέργεια των ανθρώπων.
Σεβασμιώτατε,
Εκλεκτή ομήγυρη,
Όπως και τον τέταρτο αιώνα, έτσι και σήμερα ο ελληνισμός βρίσκεται μπροστά σε κοσμοιστορικές εξελίξεις. Η ραγδαία ανάπτυξη της τεχνολογίας μετατρέπει τον κόσμο ολόκληρο σε μια γειτονιά. Ο άνθρωπος αποκτά γνωστικές και τεχνολογικές δυνατότητες αδιανόητες ακόμη και πριν από μερικές δεκαετίες. Βλέπουμε με ανακούφιση στις μέρες μας ότι ο μέσος όρος της ανθρώπινης ζωής αυξάνεται, ο πόνος που προξενούν οι αρρώστιες απαλύνεται, η πρόσβαση στη γνώση και τη δημιουργία γίνονται απόκτημα όλο και περισσότερων ανθρώπων. Ταυτόχρονα όμως παρακολουθούμε με αγωνία την καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος, τη βαθιά κρίση στις ανθρώπινες σχέσεις, την απομάκρυνση πολλών ανθρώπων από το Θεό. Θέτουμε όλοι νομίζω στους εαυτούς μας το ερώτημα, σε τί είδους φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον θα ζήσουν άραγε τα παιδιά μας;
Επιπλέον, εμείς οι Έλληνες ειδικότερα, περνάμε μια έντονη θα έλεγα κρίση ταυτότητας. Ανήκουμε στη Δύση ή στην Ανατολή; Θα πρέπει να ταυτιστούμε με την παράδοση ή, αντίθετα, να την διαγράψουμε αποφασιστικά εν ονόματι της προόδου; Είναι η παγκοσμιοποίηση απειλή ή μήπως είναι ευκαιρία; Πιστεύω ότι μία, όχι απλώς ιστορική αλλά δημιουργική προσέγγιση στην προσωπικότητα, τη ζωή, και το έργο των τριών Ιεραρχών, θα μπορούσε να μάς βοηθήσει να δώσουμε απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα. Εάν είμαστε ανοιχτοί, όχι στο παλιό ή το νέο, αλλά στο αληθινό, εάν σεβόμαστε το φυσικό περιβάλλον, όχι ως ειδωλολατρική θεότητα αλλά ως δημιούργημα του αληθινού θεού, εάν γνώμονας της ζωής μας είναι το πραγματικό μας συμφέρον, δηλαδή η καλλιέργεια σχέσεων αγάπης με τον Τριαδικό Θεό και την εικόνα του τον άνθρωπο, εάν εντασσόμαστε στην Εκκλησία, όχι απλώς για να καλύψουμε κάποιες θρησκευτικές ή εθιμικές μας υποχρεώσεις, αλλά για να συναντήσουμε και να λατρεύσουμε το Θεό και να αγαπήσουμε το συνάνθρωπο, τότε δικαιούμαστε να ατενίζουμε το μέλλον με την αισιοδοξία των παιδιών του Θεού, με την αισιοδοξία δηλαδή εκείνων που γνωρίζουν ότι ο Θεός τους αγαπά και ότι το μέλλον τους είναι στα χέρια του. Τότε, και μόνο τότε, θα μπορούμε όχι μόνο να καυχόμαστε για το παρελθόν αλλά και να ελπίζουμε βάσιμα για το μέλλον.
Σάς ευχαριστώ.
*Η ομιλία μας αυτή οφείλει την έμπνευσή της αλλά και αρκετά στοιχεία του περιεχομένου της σε αντίστοιχη ομιλία του Μητροπολίτη Περγάμου Ιωάννη (Ζιζιούλα), με τίτλο ‘Ελληνισμός και Χριστιανισμός: Οι Τρεις Ιεράρχαι και η ελληνική ταυτότητα’.
Κυριακή της Ορθοδοξίας
(ομιλία του π.Δημ.Μπαθρέλλου)
Η Εκκλησία μας εορτάζει σήμερα την Κυριακή της Ορθοδοξίας με ιδιαίτερη λαμπρότητα. Το γεγονός αυτό μάς κάνει όχι μόνο να χαιρόμαστε και να δοξάζουμε το Θεό, αλλά ενδεχομένως και να απορούμε. Για ποιο λόγο άραγε τοποθετείται μια τόσο μεγάλη και χαρμόσυνη εορτή κατά την πένθιμη και κατανυκτική περίοδο της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής, και μάλιστα τιμητικά κατά την πρώτη Κυριακή της; Δεν θα ήταν άραγε καλύτερα να εορταζόταν την ημέρα αυτή κάποιος μεγάλος ασκητής της Εκκλησίας μας, για να μας διδάσκει με τη βιοτή του ‘την τρίβον’ της ασκήσεως ‘την όντως ευθείαν’, και συγχρόνως να μας εμπνέει, αλλά και να μας ταπεινώνει, με τα ασκητικά του κατορθώματα; Η απάντηση στο ερώτημα είναι προφανώς αρνητική. Οι Άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας, οι τα πάντα καλώς διαταξάμενοι, αποφάσισαν διαφορετικά. Και τούτο διότι γνώριζαν ότι τα ανθρώπινα έργα της ασκήσεως και της αγάπης μάς ενώνουν με το Θεό εφόσον παραμένουν θεμελιωμένα στο αρραγές θεμέλιο της πίστεως και αμόλυντα από το μικρόβιο των αιρέσεων. Η πίστη αποτελεί το θεμέλιο της άσκησης και της αρετής. Και η αληθινή πίστη δεν μπορεί να είναι παρά ορθόδοξη πίστη.
Τη σημασία της ορθής πίστης ως θεμέλιου λίθου της χριστιανικής και εκκλησιαστικής ύπαρξης και ζωής την τονίζει στο Ευαγγέλιο ο ίδιος ο Χριστός. Όταν ο Χριστός ρώτησε τους μαθητές του ‘τίνα με λέγουσιν οι άνθρωποι είναι’, ο Πέτρος του απάντησε ‘συ ει ο Χριστός, ο Υιός του Θεού του ζώντος’. Ο Χριστός τον επαίνεσε για την απάντησή του αυτή με τα λόγια ‘μακάριος ει Σίμων Βαριωνά, ότι σαρξ και αίμα ουκ απεκάλυψέ σοι, αλλ’ ο πατήρ μου ο εν τοις ουρανοίς. Καγώ δε σοι λέγω ότι συ ει πέτρος και επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την Εκκλησίαν και πύλαι Άδου ου κατισχύσουσιν αυτής’. Η Εκκλησία οικοδομείται πάνω στην πέτρα της πίστεως. Μια χριστιανική κοινότητα που δεν πιστεύει ορθά στο Θεό έχει νοθεύσει την ταυτότητα και την αποστολή της. Διδάσκει στους ανθρώπους μια πίστη που δεν παραπέμπει στον τριαδικό Θεό όπως αυτός είναι αλλά όπως εκείνη τον φαντάζεται. Και κάτι τέτοιο τραυματίζει καίρια τη σχέση των ανθρώπων με το Θεό.
Είναι γνωστή μια ιστορία από το Γεροντικό, που μας διηγείται ότι κάποιοι μοναχοί για να δοκιμάσουν ένα ξακουστό Γέροντα άρχισαν να τον κατηγορούν για διάφορα πάθη και αμαρτήματα. Εκείνος δεχόταν αγόγγυστα και ταπεινά όλες τις κατηγορίες χωρίς να διαμαρτύρεται. Όταν όμως τον αποκάλεσαν αιρετικό, διαμαρτυρήθηκε έντονα ομολογώντας την oρθοδοξία του. Όταν στη συνέχεια οι μοναχοί τον ρώτησαν γιατί δεν αντέδρασε για όσα αμαρτήματα εσφαλμένα του απέδιδαν, διαμαρτυρήθηκε όμως όταν τον αποκάλεσαν αιρετικό, εκείνος απάντησε ότι εάν δεχόταν ότι είναι αιρετικός θα χωριζόταν από το Θεό.
Υπάρχει μία ακόμη χαρακτηριστική ιστορία που φανερώνει τη μεγάλη σημασία της ορθής πίστης, και την οποία μας έχει παραδώσει ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, αυτός ο μεγάλος υπερασπιστής της ορθοδοξίας των εικόνων. Κάποιος, λέει, ασκητής αντιμετώπιζε για μεγάλη χρονική περίοδο πολύ έντονους σαρκικούς πειρασμούς. Είχε στην καλύβη του μια εικόνα του Χριστού και της Θεοτόκου, μπροστά στην οποία προσευχόταν καθημερινά. Παρόλα αυτά ο πόλεμος του διαβόλου συνεχιζόταν τόσο έντονα ώστε να έχει καταστεί σχεδόν ανυπόφορος. Κάποια λοιπόν από τις ημέρες εκείνες, εμφανίστηκε στον ασκητή ο δαίμονας που τον πολεμούσε, και του πρότεινε να σταματήσει να τον πολεμά, αρκεί ο ασκητής να απομάκρυνε από το κελί του την εικόνα. Ο μοναχός προβληματίστηκε και, μαθημένος καθώς ήταν να επιζητεί πάντοτε τη συμβουλή και την ευλογία των Γερόντων, απευθύνθηκε σε κάποιον άγιο και έμπειρο συνασκητή του. Εκείνος τότε τον συμβούλευσε ότι θα ήταν πολύ καλύτερο γι’ αυτόν να διαπράξει κάθε είδος σαρκικής αμαρτίας, παρά να απομακρύνει την εικόνα από το κελί του. Αυτό έδωσε κουράγιο και δύναμη στο μοναχό να συνεχίσει τον αγώνα του περιφρονώντας τον πόλεμο και τα τεχνάσματα του διαβόλου και παραμένοντας φυσικά σταθερός στην πίστη της Εκκλησίας.
Η προάσπιση της ορθόδοξης πίστης είναι κάτι στο οποίο η Εκκλησία αφιέρωσε μεγάλο μέρος του χρόνου της και του δυναμισμού της. Ήδη τον 4ο αιώνα, με το τέλος των διωγμών, εμφανίστηκε η πρώτη μεγάλη αίρεση, η αίρεση του Αρείου και των οπαδών του, οι οποίοι αρνούνταν τη θεότητα του Χριστού και του Αγίου Πνεύματος. Εάν όμως ο Χριστός δεν ήταν Θεός, όπως ισχυριζόταν ο Άρειος, αλλά απλώς και μόνο ένα δημιούργημα του Θεού, τότε με την ενσάρκωσή του δεν θα ενωνόταν η ανθρώπινη φύση με τη θεία. Η απόσταση ανάμεσα στο Θεό και τον άνθρωπο θα παρέμενε αγεφύρωτη. Εξάλλου, οι χριστιανοί που από τις πρώτες στιγμές της ύπαρξης της Εκκλησίας λάτρευαν το Χριστό, έφεραν το όνομά του, και καλούνταν να μαρτυρήσουν για την πίστη τους σ’ Εκείνον, δεν θα διέφεραν στην πραγματικότητα από τους ειδωλολάτρες. Επιπλέον, η αγιοπνευματική χαρισματική εμπειρία της Εκκλησίας θα έχανε το νόημά της, καθώς δεν θα αποτελούσε μετοχή στη ζωή και τη χάρη του Θεού.
Τον ίδιο αιώνα η Εκκλησία καταδίκασε την αιρετική διδασκαλία του Απολλιναρίου, ο οποίος ισχυριζόταν ότι ο Χριστός δεν είχε ανθρώπινο νου, διότι δήθεν ο ανθρώπινος νους και η ανθρώπινη σκέψη οδηγούν αναπόφευκτα στην αμαρτία, και άρα δεν έχουν θέση στην ύπαρξη και τη ζωή του Θεανθρώπου. Η δεύτερη οικουμενική σύνοδος καταδικάζοντας την παραπάνω θεωρία τόνισε τη σημασία της λογικότητας του ανθρώπου ως δώρου του Θεού, ενός δώρου το οποίο ο ίδιος ο Υιός του Θεού και Θεός με την ενανθρώπησή του προσέλαβε, θεράπευσε, και αγίασε. Ο Χριστός έγινε άνθρωπος και σταυρώθηκε για να μας απαλλάξει από τις αμαρτίες μας, όχι από το μυαλό μας. Οι χριστιανοί καλούνται να αποκτήσουν ‘νουν Χριστού’, ‘αιχμαλωτίζοντες παν νόημα εις υπακοήν Του’. Τα προϊόντα του ανθρώπινου στοχασμού δεν είναι αμαρτωλά όταν προέρχονται από ένα νου εξαγιασμένο.
Η επόμενη μεγάλη δογματική πρόκληση για την Εκκλησία ήρθε μετά από μισό περίπου αιώνα. Γύρω στα 430 μ.Χ. ο Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως Νεστόριος ισχυρίστηκε ότι στο Χριστό έχουμε όχι ένα αλλά δύο πρόσωπα, το Θεό Λόγο και τον άνθρωπο Ιησού, δύο πρόσωπα που ήταν ενωμένα μεταξύ τους με μια ‘σχετική’ ένωση, με ένα είδος δηλαδή λίγο-πολύ εξωτερικής και χαλαρής συνάφειας, που θεμελιωνόταν στην κοινή τιμή και αξία των δύο αυτών προσώπων. Ένας όμως τέτοιος διχασμός του Χριστού θα σήμαινε ότι ο Θεός δεν ενώθηκε πραγματικά με τον άνθρωπο και ότι κατά συνέπεια ούτε ο άνθρωπος θα μπορούσε εν Χριστώ να ενωθεί με το Θεό. Η Τρίτη Οικουμενική Σύνοδος, καταδικάζοντας την αίρεση του Νεστορίου, επανεπικύρωσε τη θεολογία του Μεγάλου Αθανασίου, σύμφωνα με την οποία ‘ο Θεός ενηνθρώπισεν, ίνα ημείς θεοποιηθώμεν’, ο Θεός ενώθηκε πλήρως με τον άνθρωπο, έγινε άνθρωπος, ώστε και ο άνθρωπος να μπορεί να γίνει κατά χάριν θεός.
Είκοσι χρόνια αργότερα, το 451μ.Χ., συνήλθε η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος στη Χαλκηδόνα, με αφορμή τη διδασκαλία του Ευτυχή, ενός διάσημου μοναχού εκείνης της εποχής. Ο Ευτυχής ισχυριζόταν ότι το σώμα του Χριστού δεν ήταν ομοούσιο με το δικό μας, ο Χριστός δηλαδή δεν ήταν πραγματικός άνθρωπος, επειδή η ανθρώπινη φύση του είχε αλλοιωθεί ως αποτέλεσμα της ενώσεώς της με τη θεία φύση. Εάν όμως όντως είχε συμβεί κάτι τέτοιο, αυτό θα σήμαινε ότι η ένωση του ανθρώπου με το Θεό δεν συνεπάγεται την τελείωση αλλά την καταστροφή του ανθρώπου. Η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος καταδίκασε τον Ευτυχή και τη διδασκαλία του και διακήρυξε ότι ο ένας Χριστός δεν είναι μόνο τέλειος Θεός αλλά και τέλειος άνθρωπος. Κάθε άνθρωπος που ενώνεται με το Θεό δεν χάνει τα στοιχεία που συνιστούν την ιδιαιτερότητα και την ομορφιά της ανθρώπινης φύσης και της ανθρώπινης ζωής, αλλά αντιθέτως τα αγιάζει και τα μεταμορφώνει μέσα από την ανακαινιστική ενέργεια του Θεού. Το μόνο που έχει να χάσει ο άνθρωπος που ενώνεται με το Θεό είναι τα πάθη και οι αμαρτίες του.
Η Πέμπτη Οικουμενική Σύνοδος στα μέσα του 6ου αιώνα καταδίκασε, μεταξύ άλλων, τη διδασκαλία του Ωριγένη, σύμφωνα με την οποία όλοι οι άνθρωποι, αλλά ακόμη και οι δαίμονες, τελικά θα σωθούν. Η διδασκαλία αυτή, που βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με την ευαγγελική περικοπή που ακούσαμε στην Εκκλησία μας μόλις πριν από δύο Κυριακές, πλήττει καίρια τη ζωή και τη σωτηρία των ανθρώπων. Σχετικοποιεί τη διαφορά του καλού από το κακό, εφόσον και τα δύο οδηγούν τελικά στο ίδιο αποτέλεσμα. Επιπλέον χρησιμεύει ως εύκολη και φτηνή δικαιολογία για την επιτέλεση του κακού, εφόσον, ούτως ή άλλως, η σωτηρία του ανθρώπου είναι εξασφαλισμένη. Δικαιολογημένα λοιπόν ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, τη μνήμη του οποίου θα γιορτάσουμε μετά από τρεις Κυριακές, προειδοποιεί τους αναγνώστες του με τα παρακάτω λόγια: ‘πρόσχωμεν πάντες, επί πλείον δε οι πεπτωκότες, μη νοσήσαι εν καρδία την Ωριγένους του αθέου νόσον˙ την γαρ του Θεού φιλανθρωπίαν προβαλλομένη η μιαρά, ευπαράδεκτος τοις φιληδόνοις γίνεται’. ‘Ας προσέξουμε όλοι, ιδίως όσοι έχουμε διαπράξει μεγάλα αμαρτήματα, να μην νοσήσει η καρδιά μας με τη νόσο του άθεου Ωριγένη˙ διότι η μιαρή αυτή αρρώστια, υπερτονίζοντας τη φιλανθρωπία του Θεού, γίνεται εύκολα παραδεκτή από τους φιλήδονους’.
Η έκτη οικουμενική σύνοδος συνήλθε για να καταδικάσει μία ακόμη αίρεση, εκείνη του μονοθελητισμού. Η αίρεση αυτή ισχυριζόταν ότι ο Χριστός δεν είχε ανθρώπινη θέληση, διότι αυτή είχε κατακυριευτεί από τη θεία θέληση. Η Σύνοδος, βασισμένη στη θεολογία ενός απλού μοναχού αλλά συνάμα και μέγιστου ονόματι και πράγματι θεολόγου, του Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, επανέλαβε ότι ο Χριστός είχε όχι μόνο θεία αλλά και ανθρώπινη θέληση, η οποία όμως δεν αντιμαχόταν τη θεία θέληση, αλλά υποτασσόταν ελεύθερα σ’ αυτήν. Ο Χριστός, ως τέλειος άνθρωπος, ήθελε ελεύθερα αυτό που ήθελε ο Θεός. Αυτό σημαίνει για μας ότι ο Θεός δεν καταστρέφει αλλά τελειοποιεί και εξαγιάζει την ελευθερία των ανθρώπων μέσα από μια υγιή διαδικασία ελεύθερης κατά Θεόν υπακοής.
Τέλος, η έβδομη οικουμενική σύνοδος υπερασπίστηκε την προσκύνηση των εικόνων. Εφόσον ο Χριστός είναι τέλειος άνθρωπος, είναι περιγραπτός και εικονιστός κατά το ανθρώπινον, η δε τιμή που αποδίδουμε στην εικόνα, ‘επί το πρωτότυπον διαβαίνει’ σύμφωνα με την περίφημη ρήση του Μεγάλου Βασιλείου.
Ήδη από τις προηγηθείσες αναφορές γίνεται σαφής μια βασική διάσταση της Ορθόδοξης Πίστης. Η Ορθοδοξία δεν είναι ιδεολογία, δεν είναι απλώς και μόνο μια θεωρητική γνώση της αλήθειας για το Θεό. Η Εκκλησία δεν υπήρξε ποτέ ένα είδος ‘φιλοφοφικής σχολής’, και η μαθητεία στις αλήθειες της δεν είχε ποτέ το χαρακτήρα μιας ξερής, έστω και ορθής, θρησκευτικής γνώσης. Η λέξη ορθοδοξία σημαίνει ορθή δόξα. Η λέξη όμως δόξα σημαίνει τόσο το δόγμα, δηλαδή την πίστη, όσο και τη λατρεία, τη δοξολογία δηλαδή του Θεού. Ορθόδοξος είναι αυτός που πιστεύει, δηλαδή λατρεύει, ορθά το Θεό, ή αντίστροφα, αυτός που λατρεύει, δηλαδή πιστεύει, ορθά το Θεό. Ήδη τον τρίτο αιώνα ο Άγιος Ειρηναίος τόνιζε ότι ‘ημών σύμφωνος η γνώμη τη ευχαριστία και η ευχαριστία βεβαιοί την γνώμην’˙ η γνώμη, δηλαδή η πίστη, και η ευχαριστία συνδέονται άρρηκτα. Δύο περίπου αιώνες αργότερα, ένας διακεκριμένος μοναχός θα γράψει ότι ‘ει θεολόγος ει, προσεύξει αληθώς, ει δε προσεύχει αληθώς, θεολόγος εί’. Εάν είσαι θεολόγος, θα προσεύχεσαι αληθινά, και εάν προσεύχεσαι αληθινά, είσαι θεολόγος’.
Τη στενή σύνδεση της πίστης με τη λατρεία την κατανοούμε εάν φέρουμε για μια στιγμή στο μυαλό μας το μυστήριο της θείας ευχαριστίας. Η τέλεση του μυστηρίου της θείας ευχαριστίας θα αποτελούσε χονδροειδή ειδωλολατρική πράξη χωρίς την πίστη στη θεότητα του Χριστού που διακήρυξε η πρώτη οικουμενική σύνοδος. Κάτι παρόμοιο θα συνέβαινε εάν γινόταν δεκτή η διδασκαλία του Νεστορίου, που απέκοπτε την ανθρωπότητα του Χριστού από τη θεότητά του. Στην περίπτωση αυτή θα κοινωνούσαμε το σώμα και το αίμα ενός ανθρώπου ενωμένου απλώς και μόνο κατά χάριν, θέλησιν, και ευδοκίαν με το Θεό, και όχι το σώμα και του αίμα του ίδιου του σαρκωμένου Θεού. Τέλος, το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας θα έχανε το νόημά του εάν ίσχυε αυτό που ισχυρίζονταν ορισμένοι εικονομάχοι, ότι δηλαδή ο καθαγιασμένος άρτος και οίνος αποτελούν απλώς και μόνο εικόνα του Χριστού – στην πραγματικότητα εδώ δεν έχουμε απλώς και μόνο εικόνα του Χριστού αλλά τον ίδιο το Χριστό, το ίδιο το σώμα του και το ίδιο αίμα του. Αυτή η βαθιά σύνδεση της πίστης με τη λατρεία αναδεικνύεται και από τη σημερινή εορτή. Διότι δεν είναι φυσικά τυχαίο που η Κυριακή της Ορθοδοξίας συνδέεται με την αναστήλωση των εικόνων, ενός δηλαδή σημαντικού λειτουργικού αντικειμένου.
Η σημερινή όμως εορτή της Ορθοδοξίας συνδέεται και με μερικά ακόμη στοιχεία στα οποία θα αναφερθώ στη συνέχεια εν πάση δυνατή συντομία. Πρώτον, η σημερινή εορτή συνδέεται με την πίστη στο Θεό όχι μόνο ως υπόθεση του νου αλλά και ως βίωμα της καρδιάς. Το πρώτο είναι πολύ λίγο χωρίς το δεύτερο. Ένας από τους λόγους για τους οποίους ο Χριστός κατέκρινε τους Ιουδαίους συμπυκνώνεται στα προφητικά λόγια του Ησαϊα, τα οποία ο Χριστός επαναλαμβάνει: ‘ο λαός ούτος τοις χείλεσιν αυτών με τιμά, η δε καρδία αυτών πόρρω απέχει απ’ εμού’. Ο Χριστός ζητά να έχει την πρώτη θέση όχι μόνο στο μυαλό μας ή το λόγο μας, αλλά και στην καρδιά μας. Ο Θεός απευθύνει σε όλους μας την έκκληση που διαβάζουμε στις Παροιμίες: ‘υιέ, δος μοι σην καρδίαν’.
Δεύτερον, η σημερινή εορτή μας θυμίζει ότι η πίστη συνδέεται με τα έργα. Όπως μας γράφει ο Άγιος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος, ‘η πίστις άνευ των έργων νεκρά εστι’. Ο Χριστός, άλλωστε, στο Ευαγγέλιο μας τονίζει ότι ‘ου πας ο λέγων μοι Κύριε, Κύριε εισελεύσεται εις την βασιλεία του Θεού, αλλ’ ο ποιών το θέλημα του Πατρός μου του εν τοις ουρανοίς’. Σήμερα τιμήσαμε και τιμούμε τους μεγάλους ομολογητές της πίστης: τους αυτοκράτορες που την υπερασπίστηκαν και που συχνά αντήλλαξαν τη βασιλική πορφύρα με το ταπεινό ένδυμα του μοναχικού σχήματος. Τους ποιμένες της Εκκλησίας, αρχιερείς και ιερείς, που ορθοτόμησαν το λόγο της αληθείας και υπέστησαν τις συνέπειες. Τους μοναχούς και τους λαϊκούς που αγωνίστηκαν για το μεγάλο δώρο της ορθοδοξίας θυσιάζοντας πολλές φορές ακόμη και τη ζωή τους. Τα υποδείγματα των ομολογητών και των αγίων μάς θυμίζουν ότι το να χρησιμοποιείται το καύχημα της ορθοδοξίας ως άλλοθι για την έλλειψη ορθοπραξίας αποτελεί τεράστιο λάθος.
Τρίτον, η σημερινή εορτή συνδέεται με την ενότητα της Εκκλησίας. Η ενότητα της Εκκλησίας θεμελιώνεται στην ενότητα της πίστεως, την οποία σε κάθε θεία λειτουργία ζητάμε από το Θεό. Όποιος τραυματίζει την ενότητα της Εκκλησίας, δεν είναι πια σε θέση να ομολογεί την πίστη της Εκκλησίας. Η λέξη ομολογία συνδέεται με το ρήμα ομολογώ, που σημαίνει ‘ομού’ λέγω, το να λέγω δηλαδή το ίδιο πράγμα μαζί με τους άλλους, μαζί, δηλαδή, με την Εκκλησία. Όποιος εγκαταλείπει την Εκκλησία, εγκαταλείπει και τη δυνατότητα να ‘ομολογεί’ την πίστη της. Όποιος τραυματίζει την ενότητα της Εκκλησίας διαπράττει σχεδόν εξίσου σοβαρό αμάρτημα με εκείνον που τραυματίζει την αυθεντικότητα της πίστεως στην οποία αυτή η ενότης θεμελιώνεται.
Τα παραπάνω συνδέονται με ένα τέταρτο στοιχείο, με το ότι δηλαδή η ορθοδοξία, ήτοι η αλήθεια, δεν είναι μία ιδέα αλλά ένα πρόσωπο. ‘Εγώ ειμι η οδός, και η αλήθεια, και η ζωή’, διακήρυξε ο Χριστός. Όπως ακούσαμε στο σημερινό ευαγγέλιο, όταν ο Φίλιππος κάλεσε το Ναθαναήλ, δεν επικαλέστηκε μια θεωρία, αλλά τον προσκάλεσε να δει ένα πρόσωπο: ‘έρχου’, του είπε, ‘και είδε’. Η αλήθεια ταυτίζεται με το Χριστό, και οι χριστιανοί καλούν τους ανθρώπους στο Χριστό, όχι απλώς και μόνο σε μία, έστω και ορθή, θρησκευτική θεωρία. Για να το θέσουμε ακριβέστερα, οι χριστιανοί καλούν τους ανθρώπους στον όλο Χριστό και ο όλος Χριστός, σώμα και κεφαλή, συμπεριλαμβάνει, όπως έγραψε ο Άγιος Αυγουστίνος και επανέλαβε ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, την Εκκλησία, ‘το πλήρωμα’, κατά τον Απόστολο Παύλο, ‘του τα πάντα εν πάσι πληρουμένου’.
Η κλήση όμως του Φίλιππου προς το Ναθαναήλ μας θυμίζει το πέμπτο και τελευταίο στοιχείο με το οποία συνδέεται η σημερινή εορτή, και αυτό δεν είναι άλλο από την ιεραποστολή. Δεν είναι καθόλου τυχαίο που η σημερινή ημέρα έχει οριστεί από την Εκκλησία της Ελλάδος ως η αφετηρία της εβδομάδος που είναι αφιερωμένη στην εξωτερική ιεραποστολή. Ο Χριστός, που είναι η αλήθεια, είναι και ο πρώτος και μεγάλος ιεραπόστολος. Στους ύμνους που ψάλλαμε σήμερα το πρωί και στο Συνοδικό της Ορθοδοξίας που διαβάσαμε εκφράσαμε την ευγνωμοσύνη μας στο Χριστό για το μεγάλο δώρο της ορθόδοξης πίστης που κληρονομήσαμε. Το δώρο όμως αυτό δημιουργεί ευθύνες. Όπως διαβάζουμε στις Πράξεις των Αποστόλων, οι Ιουδαίοι, λίγο μετά την Πεντηκοστή, συνέλαβαν τον Πέτρο και τον Ιωάννη με αφορμή το θαύμα της θεραπείας του παραλύτου από τον Απόστολο Πέτρο. Όταν μετά από λίγο τους άφησαν ελεύθερους, τους απείλησαν να μην μιλούν καθόλου για τον Ιησού. Η απάντηση των Αποστόλων σ’ αυτή την απειλή ήταν η εξής: ‘εμείς δεν μπορούμε να μη μιλάμε γι’ αυτά που είδαμε και ακούσαμε’. Το ίδιο θα πρέπει να ισχύει σήμερα και για μας. Η Εκκλησία δεν ήταν ποτέ μια εσωστρεφής και αυτοαπασχολούμενη κοινότητα. Την συνείχε πάντοτε το χρέος να μεταδώσει το ευαγγέλιο του Χριστού στους εγγύς και τους μακράν, με το λόγο της και τη ζωή της. Το χρέος της ιεραποστολής αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της Ορθόδοξης πίστης. ‘Ουδέν ψυχρότερον χριστιανού ετέρους μη σώζοντος’ γράφει ο Χρυσόστομος. Πολύ δικαιολογημένα λοιπόν ο Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος συνέγραψε πριν από δεκαετίες ένα σχετικό κείμενο με τον ενδεχομένως προκλητικό αλλά στην πραγματικότητα πολύ εύστοχο τίτλο ‘αδιαφορία για την ιεραποστολή σημαίνει άρνηση της Ορθοδοξίας’.
Σεβασμιώτατε,
Το μεγάλο έργο της διαφύλαξης και της μαρτυρίας της Ορθόδοξης πίστης η Εκκλησία μας το έχει αναθέσει στους κληρικούς και μάλιστα στον επίσκοπο. Ο επίσκοπος κατά τη χειροτονία του ομολογεί την ορθόδοξη πίστη, χειροτονείται δε ακριβώς προ της αναγνώσεως των βιβλικών αναγνωσμάτων της λειτουργίας για να τονιστεί με τον τρόπο αυτό η ευθύνη του να ορθοτομεί το λόγο της αληθείας κατά το κήρυγμα του Ευαγγελίου. Το κήρυγμα όμως αυτό είχε, έχει, και θα έχει πάντοτε ανταγωνιστές και αντιπάλους. Ποιοι είναι άραγε σήμερα οι κίνδυνοι που απειλούν την ορθόδοξη πίστη;
Στις μέρες μας ζούμε την τραγωδία της διηρημένης χριστιανοσύνης. Οι προκλήσεις της πολυπολιτισμικότητας, της εκκοσμίκευσης, και της αθεϊας σημαδεύουν την καθημερινότητά μας. Η ειδωλοποίηση της δύναμης και του πλούτου απειλούν να μας παραλύσουν. Νέα Ευαγγέλια, από το χώρο της φιλοσοφίας, της ψυχολογίας, των κοινωνικών επιστημών, της πολιτικής θεωρίας, και της τέχνης προσπαθούν να εκτοπίσουν την πίστη από τις ψυχές των ανθρώπων και να τοποθετήσουν την Εκκλησία στο περιθώριο. Τα ψεύδη, επαναλαμβανόμενα από χιλιάδες στόματα, εμφανίζονται, σχεδόν αυτονόητα, ως αλήθειες. Την ίδια στιγμή, η αλήθεια πολλές φορές σιωπά, ελλείψει μαρτύρων ικανών και πρόθυμων να την υπερασπιστούν και να την ομολογήσουν. Η ευθύνη της μαρτυρίας της πίστεως είναι σήμερα τόσο επίκαιρη όσο ποτέ.
Η μαρτυρία όμως αυτή θα πρέπει να δίνεται στην εποχή μας μετά λόγου γνώσεως. Η εποχή των αυτονοήτων και της συνθηματολογίας, η εποχή των εύκολων λύσεων κατά την οποία αρκούσε απλώς και μόνο η επίκληση της αυθεντίας και της παράδοσης, έχει παρέλθει. Η μαρτυρία της πίστεως σήμερα δεν έχει συνήθως ανάγκη από θορύβους και συγκρούσεις, υψηλούς τόνους, αμυντισμό, και φανατισμούς. Πολλές φορές η μαρτυρία της πίστεως είναι πολύ αποτελεσματικότερη όταν εκφράζεται με την ήρεμη και ειρηνική αυτοπεποίθηση όσων πραγματικά πιστεύουν ότι ο λόγος του Ευαγγελίου είναι ο μόνος λόγος που αξίζει να ακούγεται.
Η μαρτυρία αυτού του λόγου δεν είναι πάντοτε υπόθεση απλή. Προϋποθέτει, ιδίως εκ μέρους των ποιμένων της Εκκλησίας, επίπονη και μακρά μαθητεία στις πηγές της πίστης, αλλά και γνώση των αντίζηλων ‘ευαγγέλιων’ που την παρερμηνεύουν ή την αρνούνται, ούτως ώστε να είναι δυνατή η αντίκρουσή τους. Προϋποθέτει τέλος την αναθέρμανση της πνευματικής και εκκκλησιαστικής μας ζωής, αλλά και της αγάπης μας προς τον Θεό και τον άνθρωπο. Με τον τρόπο αυτό η Ορθοδοξία δεν θα αποτελεί απλώς και μόνο καύχημα και μουσειακό θησαυρό του παρελθόντος, αλλά και πηγή ζωής για τους εγγύς και τους μακράν, για το σήμερα και το αύριο.
Η εκκλησιαστική περιουσία και οι υποχρεώσεις του κράτους
Μετά την απελευθέρωση και τη δημιουργία του ελληνικού κράτους (1828), ενώ διατηρείται στη συνείδηση του πληρώματος της εκκλησίας η πίστη στο ιερό και αναπαλλοτρίωτο της εκκλησιαστικής περιουσίας με διάφορα νομοθετήματα επιβάλλεται κατά καιρούς η αναγκαστική απαλλοτρίωση τμημάτων της.
Η αντιβασιλεία του Όθωνα (αλλοεθνής και προτεσταντική) πιστεύοντας ότι η περιουσία της Εκκλησίας αποτελεί θησαυρό που κληροδοτήθηκε από τους προγόνους στο ελληνικό έθνος και λησμονώντας την ανεκτίμητη προσφορά των ορθοδόξων μοναστηριών στους παλαιότερους και στους ακόμα νωπούς τότε αγώνες της εθνικής παλιγγενεσίας, με τα βασιλικά διατάγματα του 1833 και 1834 απεφάσισε τη διάλυση 416 μοναστηριών και τη διάθεση της κινητής και ακίνητης περιουσίας τους με το πρόσχημα να συσταθεί το “Εκκλησιαστικό Ταμείο”. Ήταν όμως τόσο κακή η σύσταση και οργάνωση του ταμείου αυτού, ώστε το μόνο που συνέβη ήταν η διαρπαγή της εκκλησιαστικής περιουσίας και η πώληση – εκ μέρους επιτηδείων – ιερών σκευών και κειμηλίων στα παζάρια. Το 1836 η απαλλοτριωτική διάθεση της Αντιβασιλείας επεκτάθηκε και στην περιουσία των Μοναστηριών που διατηρήθηκαν σε λειτουργία “χάριν θεάρεστων έργων και προς οικοδομήν ιερών και αγαθοεργών καταστημάτων”. Έτσι απαλλοτριώθηκαν υποχρεωτικά και άλλες μοναστηριακές εκτάσεις, ενώ σε όσες απέμειναν επιβλήθηκε βαρύτατη έμμεση φορολογία.
Στη διάρκεια της δεύτερης και τρίτης δεκαετίας του 20ου αιώνα, μετά τους Βαλκανικούς και τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο κυρίως δε έπειτα από τη Μικρασιατική Καταστροφή (1922), το ελληνικό κράτος επέτεινε την απαλλοτριωτική του επιβολή σε βάρος της εκκλησιαστικής περιουσίας. Με τους νόμους 1072/1917 και 2050/1920 (“αγροτικός νόμος”) και άλλους μεταγενέστερους απαλλοτριώθηκαν αναγκαστικά πολλές μοναστηριακές εκτάσεις για την αποκατάσταση προσφύγων και ακτημόνων και για λόγους “προφανούς ανάγκης και δημόσιας ασφαλείας”. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην περίοδο 1917 μέχρι 1930 απαλλοτριώθηκαν εκκλησιαστικές εκτάσεις αξίας άνω του ενός δισεκατομυρίου προπολεμικών δραχμών και το Κράτος κατέβαλε στο Γενικό Εκκλησιαστικό Ταμείο μόνο το 4% (40 εκατομύρια δραχμές). Τα υπόλοιπα 960 εκατομύρια οφείλονται ακόμα! Τα περισσότερα μοναστήρια καταδικάστηκαν με τον τρόπο αυτό σε μαρασμό και λειψανδρία! Να σημειωθεί ότι σύμφωνα με υπολογισμούς κατά την πρώτη φάση μόνο, το 50% της γεωργική γης της εκκλησίας δόθηκε σε ακτήμονες, ενώ καη η δεύτερη φάση που ολοκληρώθηκε γύρω στο 1930 ήταν εξίσου μεγάλο το κομμάτι γης της εκκλησίας που απαλλοτριώθηκε.
Με τον κωδ. νόμο 4684/1931 περί “Οργανισμοί Διοικήσεως Εκκλησιαστικής και Μοναστηριακής Περιουσίας” αποφασίσθηκε από την Πολιτεία η ρευστοποίηση της ακίνητης περιουσίας των Μονών παρά τις επιφυλάξεις της Εκκλησίας. Ό,τι εισπράχθηκε από τη ρευστοποίηση σχεδόν στο σύνολό του εξανεμίστηκε εξαιτίας του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και της ξενικής κατοχής (1940-44).
Με την από 18/9/1952 “Σύμβαση περί εξαγοράς υπό του Δημοσίου κτημάτων της Εκκλησίας προς αποκατάστασιν ακτημόνων γεωργικών κτηνοτρόφων”, η Εκκλησία της Ελλάδος υποχρεώθηκε να παραχωρήσει στο Κράτος το 80% της καλλιεργούμενης ή καλλιεργίσιμης αγροτικής περιουσίας της με αντάλλαγμα να λάβει κάποια αστικά ακίνητα και 45.000.000 δραχμές νέας (τότε) εκδόσεως. Στη σύμβαση του 1952 περιέχεται η διακύρηξη του κράτους ότι η απαλλοτρίωση αυτή είναι η τελευταία και δεν πρόκειται να υπάρξει νεότερη στο μέλλον, ενώ υπάρχει και η δέσμευση ότι η Πολιτεία θα παρέχει κάθε αναγκαία υποστήριξη (υλική και τεχνική), ώστε η Εκκλησία να μπορέσει να αξιοποιήσει την εναπομείνουσα περιουσία της. Στην ίδια σύμβαση καθιερώθηκε και η “μισθοδοσία” των κληρικών από τον Κρατικό Προϋπολογισμό – του δε Αρχιεπισκόπου και των Μητροπολιτών από το έτος 1980 – ως υποχρέωσις του Κράτους έναντι των μεγάλων παραχωρήσεων γης στις οποίες είχε προβεί η Εκκλησία της Ελλάδος κατά την δεκαετία 1922-32. Δηλαδή, επειδή το Κράτος αδυνατούσε να καταβάλει οποιοδήποτε αντίτιμο – όπως προέβλεπε ο νόμος του 1932 – συνεφωνήθη να μισθοδοτούνται επ’ άπειρον οι κληρικοί και το Κράτος δεσμεύθηκε επ’ αυτού. Καταρρίπτεται έτσι ο μύθος που προσπαθεί μάταια να διαιωνίσει ο κ. Πάγκαλος με τις αναφορές του σε “δημόσιους υπαλλήλους”. Όταν η άγνοια συναντά τη θρασύτητα, το αποτέλεσμα είναι επικίνδυνο για τους θεσμούς και τη δημοκρατία.
Όταν το 1987 ψηφίστηκε από τη Βουλή ο νόμος 1700/87 (νόμος Τρίτση) που αποτελεί μία ακόμη προσπάθεια για την οριστική αποψίλωση της εκκλησιαστικής περιουσίας, δόθηκε αφορμή να δημοσιευθούν σημαντικά κείμενα. Μεταξύ αυτών και ένα υπό τον τίτλο “ιδιοκτησιακό καθεστώς και αξιοποίηση της αγροτικής γης στην Ελλάδα” (περιοδικό “Εκκλησία” 1-15/4/1987, σελίδες 254-55). Με αναμφισβήτητα στοιχεία, στηριγμένο σε μελέτη των Θ. Τσούμα και Δ. Τασιούλα που εκδόθηκε επίσημως από την Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος λίγο αργότερα, το 1988, αποδεικνύεται ότι στο σύνολο της αγροτικής γης της Ελλάδος ανήκουν.
ΔΗΜΟΣΙΟ | 43.598.000 στρέμματα | |||
ΤΟΠΙΚΗ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ | 15.553.200 στρέμματα | |||
ΕΚΚΛΗΣΙΑ | 1.282.300 στρέμματα | |||
ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΙ | 1.098.400 στρέμματα |
Από αυτά τα 1.282.300 στρέμματα ιδιοκτησίας της Εκκλησίας, τα 367.000 είναι δασικές εκτάσεις, τα 745.400 βοσκότοποι και μόνο τα 169.900 γεωργική καλλιεργίσιμη γη. Δηλαδή οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις της αντιστοιχούν μόλις στο 0.48% του συνόλου της γεωργικής γης της χώρας μας!
Και να ληφθεί υπόψη ότι κατά τη δεκαετία 1974-1983 “εγκαταλείπονται κάθε χρόνο από τους αγρότες και κτηνοτρόφους κατά μέσο όρο 162.400 αγροτικής γης ακαλλιέργητα και ανεκμετάλλευτα”. Το 1983 υπολογίστηκαν ως 4.380.000 στρέμματα οι εγκαταλελειμμένες εκτάσεις γης (σχεδόν 3.5 φορές μεγαλύτερες από το σύνολο της γης που ανήκει στην εκκλησία, ενώ σήμερα θα είναι ασφαλώς πολύ περισσότερο).
Παρά ταύτα, στα μάτια κάποιων και η εναπομείνασα περιουσία φαντάζει μεγάλη. Δε λαμβάνεται όμως υπόψη ότι αυτή δεν ανήκει στην Κεντρική Διοίκηση (Ιερά Σύνοδο), αλλά σε περισσότερα από 10.000 εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα (Μητροπόλεις, Ναούς, Μονές, Προσκυνήματα, Ιδρύματα, Κληροδοτήματα και άλλα) το καθένα από τα οποία αγωνίζεται – μέσα από τον κυκεώνα των νομικών και διοικητικών δεσμέυσεων – να διαφυλάξει την κυριότητα και να αξιοποιήσει τα όσα του ανήκουν περιουσιακά στοιχεία, για το καλό του πληρώματος και της εκκλησίας.
Δηλαδή κάθε Μονή και κάθε Ιερός Ναός που είναι ΝΠΔΔ (Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου), μεριμνούν για τη συνήθως μικρή περιουσία που έχουν, φροντίζοντας για την έντιμη διαχείρισή της και τηρώντας τις αυστηρές διατάξεις που ισχύουν για τα νομικά πρόσωπα. Η διαχείριση αυτή υπόκειται σε τακτικό έλεγχο τόσο από την Εκκλησία όσο και από τα αρμόδια όργανα της Πολιτείας. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα κοινωνικής προσφοράς, όχι και το μοναδικό, αποτελεί η Ιερά Μονή Ασωμάτων Πετράκη (Αθήνα). Έχοντας στην κατοχή της σημαντική περιουσία που την απέκτησε κατά τον 17ο και 18ο αιώνα με αγορές των ηγουμένων της (σώζονται στο αρχείο της τα σχετικά έγγραφα), αναδείχθηκε ο μεγαλύτερος κοινωνικός ευεργέτης των Αθηνών. Σε δωρηθέντα ακίνητά της έχουν ανεγερθεί:
η Ριζάρειος Σχολή | |||
η Ακαδημία Αθηνών | |||
το Αιγινήτειο Νοσοκομείο | |||
το Μετσόβειο Πολυτεχνείο | |||
το Σκοπευτήριο | |||
το Πτωχοκομείο | |||
η Μαράσλειος Ακαδημία | |||
το Θεραπευτήριο “Ευαγγελισμός” | |||
το Αρεταίειο νοσοκομείο | |||
η Αγγλική Αρχαιολογική Σχολή | |||
οι Αστυνομικές Σχολές στην οδό Μεσογείων | |||
το Νοσοκομείο Παίδων | |||
το Νοσοκομείο Συγγρού | |||
το Λαϊκό Νοσοκομείο “Σωτηρία” | |||
το Ασκληπείο Βούλας | |||
η Γεννάδειος Βιβλιοθήκη | |||
το Ορφανοτροφείο Βουλιαγμένης | |||
το ΠΙΠΚΑ Βούλας | |||
Ιπποκράτειο Νοσοκομείο | |||
Γηροκομείο | |||
Εθνική Βιβλιοθήκη | |||
Πανεπιστήμιο Αθηνών | |||
142 Δημοτικά, Γυμνάσια και Λύκεια της Αττικής | |||
και πολλά άλλα… |
Βεβαίως, κανείς δε φρόντισε να μνημονεύονται αυτά, έστω σε μία επιγραφή επί των ανεγερθέντων κτιρίων.
Το δε Δημόσιο έχει γίνει πολλές φορές αποδέκτης εκτάσεων μεγάλης αξίας, τις οποίες παραχώρησε η Εκκλησία προκειμένου να λειτουργήσουν κατασκηνώσεις, να ανεγερθούν σχολεία, ιδρύματα, γυμναστήρια, στρατόπεδα ή να δημιουργηθούν κοινόχρηστοι χώροι για την αναψυχή του λαού. Αυτή, εν συντομία, είναι η αλήθεια.
Η Εκκλησια δικαιούται να έχει περιουσία, όπως δέχθηκαν με πληθώρα αποφάσεών τους όχι μόνο ελληνικά δικαστήρια, αλλά και η Ευρωπαική Επιτροπή Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του Συμβουλίου της Ευρώπης, στην οποία προσέφυγαν Ορθόδοξες Μονές κατά του νόμου 1700/87. Και είναι σε θέση να την αξιοποιήσουν επωφελώς για τον ελληνικό λαό, αρκεί να αφαιρεθούν τα νομικά και διοικητικά δεσμά που της έχουν κατά καιρούς επιβληθεί.
Μετά από όλα αυτά, μπορούμε να αντιληφθούμε το πραγματικό μέγεθος της προσφοράς της Εκκλησίας στην ανάπτυξη της Ελλάδος, όπως επίσης και το πραγματικό μέγεθος της εναπομείνουσας περιουσίας της, το οποίο επαναλαμβάνουμε, ανήκει σε περισσότερο από δέκα χιλιάδες διαφορετικά νομικά πρόσωπα. Όσο για τη μισθοδοσία την κληρικών, αυτή αποτελεί υποχρέωση του κράτους προς την εκκλησία, την οποία αποδέχτηκε και υπέγραψε με δική του πρωτοβουλία το ίδιο το κράτος το 1952, επειδή ακριβώς αδυνατούσε να καταβάλλει το αντίτιμο που είχε συμφωνηθεί 20 χρόνια νωρίτερα και που είχε διογκωθεί πολλαπλάσια και είχε ήδη καταστεί δυσβάσταχτο χρέος ακόμη και για το κράτος.
Ανάλυση της θεολογίας της εικόνας της Γεννήσεως του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού
"Η αγία εικόνα της Γέννησης του Χριστού"
Συνεχίζουμε με την εικόνα της Γεννήσεως που είχαμε αρχίσει την προηγούμενη φορά και δεν είναι η ίδια ακριβώς εικόνα. Η σημερινή εικόνα έχει παραλλαγές και στοιχεία που δεν έχει η προηγούμενη εικόνα. Απλώς υπενθυμίζω ορισμένα, σκιαγραφικώς, πέρα από τις γενικές αρχές που σας είχα δώσει. Μίλησα για το σκοτάδι που υπάρχει μέσα στην εικόνα· μέσα σε αυτόν το χώρο που είναι το σκότος και η σκιά του θανάτου, όπως περιγράφει ο προφήτης Ησαΐας, δηλαδή στον κόσμο στον οποίο γεννήθηκε ο Χριστός. Θυμίζω τα δύο ζώα που εκφράζουν τους εξ εθνών και εξ Ιουδαίων Χριστιανούς, όπως περιγράφεται βιβλικά η λέξη αυτή από τον Μιχαία και από τον προφήτη Ησαΐα. Ο Χριστός αγιογραφείται πάντα ανάμεσα σε δυο ζώα που ήταν όλοι οι άνθρωποι· άλογοι [ήταν] ακόμη και οι Ιουδαίοι που ενώ ήξεραν ένα μέρος της αλήθειας, αλόγως φέρθηκαν. Ακόμη και οι εξ εθνών Χριστιανοί και αυτοί αλόγως φέρθηκαν. Άρα εν μέσω δύο ζώων «γνωσθείς» ο Χριστός που είναι εδώ στη μέση….
…. Ο Χριστός είναι τυλιγμένος με κάποια σουδάρια νεκρικά. Εδώ, δηλώνεται ότι ο Χριστός γεννήθηκε για να πεθάνει για εμάς. Δεν είναι απλώς ο θρίαμβος της Γεννήσεως του Χριστού. Η Γέννηση του Χριστού ετοιμάζει το Πάσχα. Γι’ αυτό ο Χριστός κείται, κοιμάται μέσα σε έναν τάφο. Δεν κοιμάται στο οποιοδήποτε κρεβάτι· πράγμα που αποτελεί το γεγονός το οποίο θα μας συνδέσει αναγωγικά προς το χώρο της Αναστάσεως. Εδώ, έχουμε την Παρθένο, την Παναγία. Η Παρθένος έχει πάντοτε – σε όλες τις αγιογραφικές εκφράσεις – στο κεφάλι της και τις δύο πλάτες, τρία αστεράκια. Οκτάκτινα αστεράκια. Τα τρία αστεράκια δηλώνουν ότι η Παναγία ήταν Παρθένος προ, κατά και μετά τον τόκο. Είναι ακριβώς Παρθένος. Και το οκτάκτινο αστεράκι σημαίνει το μυστήριο της όγδοης ημέρας. Ο Θεός έφτιαξε τον άνθρωπο σε εφτά ημέρες. Την έβδομη ημέρα ο άνθρωπος απέτυχε. Και ο Θεός εγκαινίζει δια του έργου της Θείας Οικονομίας και της του Χριστού συγκαταβάσεως, το έργο της ογδόης ημέρας της Δημιουργίας- που είναι ακριβώς το έργο της Θείας Οικονομίας. Γι’ αυτό η Παναγία μετέχει στο έργο της Θείας Οικονομίας. Είναι διάκονος στο μυστήριο αυτό. Και γι’ αυτό ακριβώς έχει αυτά τα αστεράκια….
Να υπενθυμίσω ότι η αγιογραφία εκφράζει μία θεολογία. Βλέπετε, έχουμε ως πηγές μελέτης την Αγία Γραφή, έχουμε τους ύμνους της Εκκλησίας που είναι η υμνολογική απόδοση της θεολογίας, και έχουμε τις εικόνες που είναι η ζωγραφική απεικόνιση της θεολογίας. Άρα εδώ ό,τι κάνουμε είναι μια θεολογία. Γι’ αυτό πολλές φορές απεικονίζουμε με γραφικές εκφράσεις, ακόμη και τροπάρια. Λέει το τροπάριο των Χριστουγέννων «Παρθένος καθέζεται τα Χερουβίμ μιμουμένη». Κι εδώ ακριβώς στην εικόνα, η Παναγία «καθέζεται τα Χερουβίμ μιμουμένη» με έναν τρόπο. Βλέπετε, τα χέρια της τα έχει χερουβικώς-πως, σε μια στάση προσευχής και καθέζεται. Το καθεζόμενον δηλώνει πάντοτε στη θεολογία μας μία βεβαιότητα. Υπάρχει κείμενο της Παλαιάς Διαθήκης, νομίζω του προφήτου Ωσηέ, ο οποίος προφήτης Ωσηέ λέει αναφερόμενος στο Θεό : «Συ, ο καθήμενος, ημείς δε απολλύμεθα. Συ ο καθήμενος εις τους αιώνας». Βλέπετε τη συγκριτική; Ο καθήμενος και όχι ο όρθιος, ο απολλύμενος. Δηλαδή η θέση της καθήσεως σημαίνει βεβαιότητα. Ο Θεός είναι καθήμενος. Γι’ αυτό τους αγίους δεν τους κάνουμε καθημένους. Είναι λανθασμένη και ρομαντική έκφραση να κάνεις έναν άγιο ένθρονο. Ένθρονος είναι μονάχα ο Χριστός ή η Παναγία. Δηλαδή ακρότατες μορφές. Ο καθήμενος σημαίνει μία απόλυτη βεβαιότητα. Και βλέπετε η Παναγία, μετά από την αποδοχή του γεγονότος της Θείας οικονομίας που θα λειτουργηθεί επάνω της, γίνεται η Παναγία μας. Δηλαδή, γίνεται η οριστικά αμετάπτωτος προς την αμαρτία. Γι΄ αυτό είναι καθεζόμενη η Παναγία.
Να δούμε τώρα και τα περιφερειακά, γύρω-γύρω, στοιχεία. Έχουμε τους αγγέλους οι οποίοι δοξολογούν. Υποχρεωτικά, όλοι οι άγγελοι έχουν στο κεφάλι τους μία κορδέλα. Έχουν πάντοτε πλουσία κόμη και πάντοτε – δογματικό στοιχείο είναι αυτό, δεν είναι στοιχείο δευτερεύον – μία κορδέλα. Τι σημαίνει αυτή η κορδέλα; Οι ουράνιες δυνάμεις, όπως και τα επίγεια λογικά όντα, δηλαδή οι άνθρωποι, είναι τα έλλογα ζώα – όντα. Ζώον θεούμενον είναι ο άνθρωπος. Οι άγγελοι στρέφουν το νου τους στο Θεό και ζουν εξ αυτής της τροφής. Ακόμη και η θεραπευτική της Ορθοδόξου Εκκλησίας είναι προς έναν άνθρωπο, που είναι αρρωστημένος. Και κατερραγμένος καθώς είναι να στρέψει το νου του στο Θεό. Αυτή είναι η θεραπεία. Η στροφή προς το Θεό είναι η θεραπεία. Οι άγγελοι λοιπόν, αυτό το έχουν απόλυτα. Αυτή τη στροφή προς το Θεό. Ειδικά, μετά την ημέρα που έπεσαν οι δαίμονες και δεν έπεσαν οι άγγελοι. Η ημέρα που γιορτάζουμε στις 8 Νοεμβρίου είναι η στάση των αγγέλων· και λέμε στη Θεία Λειτουργία «στώμεν καλώς, στώμεν μετά φόβου», όπου οι άγγελοι δεν έπεσαν όπως ο Εωσφόρος. Μετά από αυτή τη στάση, ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός σε ένα πολύ σπουδαίο δογματικό του κείμενο -πολύ σπουδαία δογματική, λιτή και ουσιαστική- που ονομάζεται «Έκθεσις ακριβής ορθοδόξου πίστεως»· λέει (και αυτό αποτελεί παράδοση δογματική των Πατέρων), πως οι άγγελοι μετά από αυτό το γεγονός είναι αμετάπτωτοι προς την αμαρτία. Δεν μπορούν να πέσουν ποτέ πια γιατί «έστησαν καλώς». Πράγμα το οποίο μπορεί να συνέβαινε στον άνθρωπο, αν δεν υπέκυπτε στον πειρασμό του διαβόλου. Γι’ αυτό αυτή η κορδέλα δηλώνει το μάζεμα. Επειδή το νου – το εσωτερικό μέγεθος ή το αφηρημένο μέγεθος της λέξεως «νους»· όχι απλώς «εγκέφαλος» – δεν μπορώ να το ζωγραφίσω, στην αγιογραφία προσπαθώ με εξωτερικά συμβολικά μεγέθη να εκφράσω αυτά τα οποία δεν φαίνονται. Εμείς για παράδειγμα, αγιογραφούμε την προσευχή. Ενώ αν πεις σε ένα ζωγράφο «ζωγράφισε την προσευχή», άλλος θα το κάνει τελείως νατουραλιστικά· ένας άνθρωπος που προσεύχεται στο δάσος. Άλλος θα το κάνει αφηρημένα· με μια πινελιά κόκκινη πάνω σε έναν άσπρο καμβά. Δεν γνωρίζω πώς θα το κάνει. Εμείς λοιπόν ούτε νατουραλιστικά, ούτε αφηρημένα κινούμεθα. Αλλά εκφράζουμε μεγάλες έννοιες με συμβολισμούς. Και επειδή οι άγγελοι συγκεντρώνουν το νου τους στο Θεό, βάζουμε πάνω στην πλουσία κόμη τους, που είναι τα πλούσια χαρίσματα που έχουν, αυτήν την κορδέλα. Κι αυτό το στοιχείο είναι δογματικό. Δεν υπάρχει άγγελος χωρίς κορδέλα. Θα το δούμε και σε άλλες εικόνες αυτό. Επίσης, έχουμε τους τρεις μάγους. Τη λέξη «μάγος» (μαγεία) μη την συνδέσετε με τα γεγονότα της δαιμονιώδους πράξεως της μαγείας· της επικλήσεως, δηλαδή, δαιμόνων για το καλό ή το κακό, δηλαδή την εσφαλμένη, κατά κόσμον, διάκριση μαύρης και λευκής μαγείας. Μάγοι σημαίνει σοφοί άνθρωποι. Οι σοφοί έτσι αποκαλούνταν τότε. Επιστήμονες ήταν και φέρνουν -από ό,τι ξέρετε- τρία δώρα… χρυσό, λιβάνι και σμύρνα. Αυτά τα δώρα είναι δογματικά στοιχεία. Χρυσάφι φέρνουν στο Χριστό γιατί είναι βασιλιάς. Στο βασιλιά πηγαίνανε χρυσάφι. Λιβάνι γιατί είναι Θεός. Και σμύρνα· αυτό το άρωμα είναι σμύρνα, το υλικό με το οποίο ήλειφαν τους νεκρούς· κατά την παράδοση την εβραϊκή μεν, αλλά και σύμφωνα με άλλες εξωτερικές του εβραϊκού κόσμου παραδόσεις, υπάρχει η μύρωση. Η άλειψη, η χρίση των νεκρών για λόγους καθάρσεως, όπως κάνουμε κι εμείς. Πλένουμε τους νεκρούς μας πριν τους θάψουμε. Τον Χριστό τον ήλειψαν με σμύρνα και αλόη. Άρα είναι Θεός, είναι Βασιλιάς και είναι Αυτός ο οποίος θα πεθάνει για εμάς. Και είναι η σμύρνα, ο χρυσός και το λιβάνι -βλέπετε- συγκεκριμένα δογματικά στοιχεία.
Επίσης, έχουμε τον Ιωσήφ τον Μνήστορα. Ο Ιωσήφ ο Μνήστωρ ο οποίος πέρασε τον πειρασμό και σκέφτεται να δεχθεί την Παναγία ή όχι. Ο Ιωσήφ είναι στο κάτω άκρο της εικόνας αγιογραφημένος. Προσέξτε, όσοι είναι στο κέντρο μιας πράξεως λειτουργικής είναι στο κέντρο της εικόνας. Όσοι υπηρετούν αυτό το μυστήριο είναι στο άκρο της εικόνας. Και το κεντρικό πρόσωπο είναι πάντοτε ο Χριστός, σε μια τέτοια πολυποίκιλη εικόνα· όχι σε μία μονοπρόσωπη εικόνα του αγίου όπου ο άγιος είναι κεντρικό πρόσωπο. Ο Ιωσήφ, όπως και η Παναγία, είναι λειτουργοί του μυστηρίου. Είναι λειτουργοί του μυστηρίου ή υπουργοί [σημ. «υπουργός» στα αρχαία είναι ο βοηθός, ο υπηρέτης] του μυστηρίου. Εδώ και η Παναγία βλέπετε δεν είναι ακριβώς στο κέντρο. Λίγο πιο πλάι και πιο κάτω είναι ο Ιωσήφ. Είναι υπουργοί του μυστηρίου. Υπουργούν το μυστήριο. Συνήθως οι υπουργοί του μυστηρίου γιορτάζουν τη δεύτερη ημέρα της κυριωνύμου εορτής. Η Παναγία εορτάζεται στις 26 Δεκεμβρίου. Μία μέρα μετά τα Χριστούγεννα γιορτάζουμε -προσέξτε- τη σύναξη της Παναγίας. Είναι η γιορτή της Παναγίας και για να μη συμπέσει ταυτόχρονα και για να μη χαθεί η γιορτή του Ιωσήφ του Μνήστορος, μετατίθεται την αμέσως επόμενη Κυριακή που γιορτάζουμε τον Ιωσήφ τον Μνήστορα, μαζί με άλλους δύο προφήτες. Με αυτόν τον τρόπο γιορτάζουμε τους υπουργούς του μυστηρίου. Βλέπετε, ο Ιωάννης ο Πρόδρομος απετμήθη στις 29 Αυγούστου, που είναι το μαρτύριό του, αλλά τον γιορτάζουμε κατ’ εξοχήν τη δεύτερη ημέρα των Θεοφανείων, στις 7 Ιανουαρίου, επειδή υπούργησε, λειτούργησε δηλαδή το Μυστήριο της Βαπτίσεως. Είναι θεολογικές έννοιες πάρα πολύ ουσιαστικές και είναι ο άγιος υπουργός. Υπουργός σημαίνει είναι «υπό το έργον».
Να δίνετε σημασία στη διεισδυτική έκφραση των λεκτικών σχημάτων της Ελληνικής γλώσσης. Είναι υπουργός του μυστηρίου. Υπουργεί το μυστήριο πάντοτε και διακονεί το μυστήριο. Αλλά δεν είναι πολλοί έκδηλοι υπουργοί του μυστηρίου. Είναι ο Ιωσήφ Μνήστωρ και -προσέξτε- στην Ορθόδοξη αγιογραφία ποτέ δεν αγιογραφούμε τη λεγομένη κατά τα μέτρα της Δύσεως «αγία οικογένεια». Εμείς δεν έχουμε κάποια αγία οικογένεια. Έχουμε την Παναγία που είναι πάντοτε αειπάρθενος. Διατήρησε πάντα την παρθενία της και ο Ιωσήφ υπουργεί το μυστήριο. Δεν αγιογραφούμε ποτέ «αγία οικογένεια», Χριστό, Παναγία και Ιωσήφ. Παρά μόνο σε μία περίπτωση. Είναι η φυγή στην Αίγυπτο. Όπου είναι πάνω σε ένα γαϊδουράκι η Παναγία με το Χριστό και πάλι υπουργεί ο Ιωσήφ, κρατώντας το γαϊδουράκι κι ακολουθώντας για να βοηθήσει το δρόμο τους. Δεν είναι η αγία οικογένεια. Είναι η απεικόνιση της φυγής στην Αίγυπτο με θεολογικές προδιαγραφές, όπως έχει κάθε εικόνα.
Έχουμε ακόμη το λουτρό του θείου Βρέφους, μια παράσταση πολύ παρεξηγημένη. Η παράσταση αυτή μάλιστα, μετά από τον 17ο αιώνα όταν εισχώρησαν δογματικές, ρωμαιοκαθολικές θεολογικές αντιλήψεις στο χώρο της Ορθοδοξίας – που ξεκίνησαν από τη Ρωσία και πέρασαν ακόμα και στο Άγιον Όρος – η παράσταση αυτή ήταν σοβαντισμένη σχεδόν σε όλα τα καθολικά του Αγίου Όρους. Την παράσταση του λουτρού την είχαν καλύψει γιατί θεώρησαν απαράδεκτο να παρουσιαστεί το λουτρό του Θείου Βρέφους. Αυτό ήταν δογματικό λάθος. Τώρα έχουν καθαριστεί οι εικόνες από τον σοβά. Βλέπετε και στο Άγιον Όρος κανείς δεν είναι εκφραστής μοναδικός της Ορθοδοξίας. Η Ορθοδοξία έχει τις αλήθειές της που είναι γενικότητα της αλήθειας και όχι τι λέει μόνο ένας τόπος. Κανένας τόπος δεν είναι βατικάνειος στην Ορθοδοξία. Θεωρούσαν απαράδεκτο να είναι ο Χριστός γυμνός και να λούζεται. Μα γιατί το βάζει εδώ ο αγιογράφος; Το βάζει εδώ ακριβώς ο αγιογράφος για να δηλώσει τι γινόταν σε όλα τα μωρά. Όταν γεννιόντουσαν, τα έλουζαν. Την ογδόη ημέρα – θυμάστε – γινόταν η απόλουση. Η πλήρης απόλουση. Ο Χριστός ήταν τέλειος άνθρωπος και θα περάσει από όλα τα ανθρώπινα. Παρ’ εκτός από την αμαρτία. Αν ο Χριστός δεν ελούζετο επειδή είναι Θεός και δε χρειάζεται να λουσθεί, δεν θα ήταν τέλειος άνθρωπος. Οπότε πέφτουμε σε δογματικό λάθος αφού τότε [αυτό θα σήμαινε ότι] ο Χριστός δε μας σώζει. Γιατί ως τέλειος άνθρωπος ο Χριστός, σώζει τον άνθρωπο και τον τελειώνει (σημ.: τον κάνει τέλειο). Αν ήταν κάτι παραπάνω από εμάς στην ανθρώπινή του φύση, δε θα χρειαζόταν να κοιμηθεί, δε θα χρειαζόταν να φάει -όλα αυτά μπορεί να τα κάνει ο Χριστός, είναι δεδομένα- αλλά τότε δεν θα ήταν τέλειος άνθρωπος. Θα ήταν ένας υπεράνθρωπος που δεν θα έσωζε τον άνθρωπο. Είναι η φράση του Γρηγορίου του Θεολόγου «το απρόσληπτον και αθεράπευτον». Ό,τι δεν προσλαμβάνεται δεν θεραπεύεται. Και ο Χριστός προσέλαβε τα πάντα τα δικά μας. Και τα προσέλαβε ο Χριστός όλα. Προσέξτε, τα αδιάβλητα πάθη μας. Ο Χριστός είχε πάθη, αλλά αδιάβλητα πάθη. Τι είναι αδιάβλητα πάθη; Η πείνα είναι πάθος αλλά δεν είναι αμαρτωλό. Η δίψα, ο ύπνος είναι αδιάβλητα πάθη. Τα διαβλητά τα πάθη είναι ακριβώς η εκμαύλιση αυτών των αδιαβλήτων παθών. Η γαστριμαργία σε σχέση με την πείνα. Αυτά τα λέει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός και άλλοι Πατέρες της Εκκλησίας μας.
Και φυσικά έχουμε τους ποιμένες που βρίσκονται εδώ με έναν πολυποίκιλο τρόπο. Η ανθρώπινη παρουσία, η ανθρώπινη δοξολογική παρουσία την ώρα που έρχεται ο Χριστός. Και από τον ουρανό κατεβαίνει το Θείο Φως, το άκτιστο Φως, το οποίο καταυγάζει το μυστήριο αυτό της Γεννήσεως. Σας είπα την προηγούμενη φορά πως αγιογραφούμε ό,τι φανερώθηκε, ό,τι είδαμε -ό,τι είδαμε εμείς. Προσέξτε, εμείς. Βλέπετε το Χριστό τον είδαμε. Αλλά λέμε εμείς τον είδαμε. Μην πείτε εκείνοι. Τον Χριστό τον βλέπουμε όλοι μας εφόσον ζούμε στην Εκκλησία. Και η Εκκλησία είναι σώμα. Αυτό που είδε ένας, το βλέπουν και οι άλλοι. Η εμπειρία του σώματος
είναι μοναδική. Δηλαδή αν εγώ θέλω να πάρω την αίσθηση του κρύου ή του ζεστού ενός μεταλλικού σκεύους κι ακουμπήσω μόνο τα κύτταρα της αφής μου πάνω του, δια της αφής αυτών των κυττάρων και μόνο, αποκτά όλο μου το σώμα την εμπειρία του θερμού. Δεν χρειάζεται όλο μου το σώμα να περιτυλιχτεί – τα εκατομμύρια κύτταρα που έχω πάνω στο σώμα μου – σε αυτό το σκεύος για να αποκτήσουν όλα την εγωιστική εμπειρία αυτού που κι εγώ κατάλαβα ότι είναι θερμό. Αυτή είναι η εγωιστική μας εμπειρία που λέμε: «μα εγώ δεν είδα το Χριστό». Εφόσον ζούμε στην Εκκλησία, είναι η δική μας εμπειρία. Εμείς λοιπόν αγιογραφούμε ό,τι είδαμε. Τον Χριστό τον είδαμε· Τον αγιογραφούμε. Το άγιο το Πνεύμα το είδαμε, «ωσεί περιστερά»· το αγιογραφούμε. Τον Πατέρα ποτέ δεν Τον είδαμε. Ποτέ δεν Τον αγιογραφούμε. Το τονίζω αυτό το πράγμα. Είμαστε πρακτικοί, ρεαλιστές και βαθιά θεολογικοί ταυτόχρονα. Και ό,τι δεν είδαμε δεν το αγιογραφούμε. Είδαμε Χερουβίμ· τα αγιογραφούμε. Είδαμε Σεραφίμ· τα αγιογραφούμε. Είδαμε αγγέλους, αρχαγγέλους, τους αγιογραφούμε. Δεν είδαμε τι είναι οι θρόνοι, οι κυριότητες, οι αρχές, οι εξουσίες, οι δυνάμεις, άλλες ουράνιες δυνάμεις στον ουρανό. Δεν τις αγιογραφούμε.
Ερώτηση: Συγγνώμη υπάρχει μια εικόνα που δείχνει το Θεό να αγιογραφείται …
Απάντηση: Εμείς δε δεχόμαστε ποτέ να αγιογραφήσουμε τον Θεό Πατέρα.
Ερώτηση: Τότε γιατί…
Απάντηση: Το κάνουν γιατί δεν ξέρουν θεολογία της εικόνας. Εμείς ποτέ δεν κάνουμε Αγία Τριάδα -Πατέρα, Υιό και Άγιο Πνεύμα. Ένα γέροντα με μαλλιά. Είναι λάθος. Αφού δεν φανερώθηκε ο Πατέρας. «Ου μη είδητε το πρόσωπό μου και ζήσετε», είπε ο Πατέρας. Δεν βλέπει κανείς τον Πατέρα. Και ο Χριστός εμφανίστηκε κατά τα μέτρα της ανθρώπινης κατανοήσεως. Και το Άγιο το Πνεύμα «ωσεί περιστερά». Άλλο ο Χριστός που ήταν άνθρωπος και σαρκώθηκε. Και άλλο το άγιο το Πνεύμα που δε σαρκώθηκε στο περιστέρι. Ήταν «ωσεί» – που σημαίνει «σαν». Είναι πολύ μεγάλες διαφορές. Αυτή ήταν η δογματική προσέγγιση αυτής της εικόνας. Εδώ κινούμαστε δογματικά. Και κανείς δεν αλλοιώνει δια δικών του ιδιοτύπων αντιλήψεων τη θεολογία της Εικόνας.
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία του πρωτοπρεσβύτερου Κωνσταντίνου Στρατηγόπουλου, στα πλαίσια των μαθημάτων Αγιογραφίας των Αγίων Εικόνων της Ορθοδοξίας μας, που έγινε την Παρασκευή, 11-11-2005.
Αναδημοσίευση από: http://www.floga.gr/50/04/2005-6/02_2005111104.asp
Πηγή: http://www.oodegr.com/oode/orthod/ag_eikones/gennisi_1.htm
Ομιλία του Αλεξ. Ι. Σολζενίτσυν
Πάνω από μισό αιώνα, ενώ ήμουν παιδάκι ακόμη, άκουγα από διαφόρους ηλικιωμένους ανθρώπους τα εξής λόγια, με τα οποία εξηγούσαν τις μεγάλες ταραχές και συμφορές στην Ρωσία: «Οι άνθρωποι λησμόνησαν τον Θεό˙ από εκεί έρχονται όλα τα κακά».
Από τότε κοπίασα επάνω στην ιστορία της επαναστάσεως κάτι περισσότερο από μισό αιώνα˙ διάβασα σχετικά εκατοντάδες βιβλία˙ συγκέντρωσα εκατοντάδες προσωπικές μαρτυρίες και έγραψα και ο ίδιος προς εκκαθάριση αυτής της καταστροφής οκτώ τόμους. Εν τούτοις σήμερα, αν κάποιος με παρακαλέσει να κατονομάσω, όσο γίνεται συντομότερα, την βασική αιτία αυτής της εξολοθρευτικής επαναστάσεως που καταβρόχθισε περίπου 60.000.000 ανθρώπους δεν θα μπορούσα να εκφρασθώ ακριβέστερα από το να επαναλάβω: Οι άνθρωποι λησμόνησαν τον Θεό˙ από εκεί έρχονται όλα τα κακά.
Από τότε κοπίασα επάνω στην ιστορία της επαναστάσεως κάτι περισσότερο από μισό αιώνα˙ διάβασα σχετικά εκατοντάδες βιβλία˙ συγκέντρωσα εκατοντάδες προσωπικές μαρτυρίες και έγραψα και ο ίδιος προς εκκαθάριση αυτής της καταστροφής οκτώ τόμους. Εν τούτοις σήμερα, αν κάποιος με παρακαλέσει να κατονομάσω, όσο γίνεται συντομότερα, την βασική αιτία αυτής της εξολοθρευτικής επαναστάσεως που καταβρόχθισε περίπου 60.000.000 ανθρώπους δεν θα μπορούσα να εκφρασθώ ακριβέστερα από το να επαναλάβω: Οι άνθρωποι λησμόνησαν τον Θεό˙ από εκεί έρχονται όλα τα κακά.
Αλλά και πέρα από αυτό, τα γεγονότα της ρωσικής επανάστασης μπορούν να κατανοηθούν μόνο σήμερα, στο τέλος του αιώνα και, μάλιστα, κάτω από το πρίσμα των όσων έχουν συμβεί από τότε και στον υπόλοιπο κόσμο. Φανερώνεται μία γενική διαδικασία. Αν θα απαιτούσε κάποιος από μένα να του δώσω ένα γενικότερο χαρακτηρισμό του 20ου αιώνα, δεν θα εύρισκα τίποτε ακριβέστερο και περιεκτικότερο από τα λόγια: Οι άνθρωποι λησμόνησαν τον Θεό. Τα πάθη της ανθρώπινης συνείδησης, της αποστερημένης των θείων κορυφών, καθόρισαν και όλα τα κυριότερα εγκλήματα του 20ου αιώνα.
Το πρώτο από τα εγκλήματα αυτά είναι ο Πρώτος Παγκόσμιος πόλεμος. Πολλά από όσα ζούμε στην εποχή μας έχουν τη ρίζα τους στον πόλεμο εκείνον, – κατά τον οποίο η Ευρώπη με την αφθονία, το σφρίγος και την ανθηρότητά της, όρμησε σαν μαινάδα κατά του εαυτού της και τον τραυμάτισε για έναν αιώνα και επάνω, ίσως και δια παντός – δεν μπορούμε να τον εξηγήσουμε διαφορετικά, παρά μόνο δια της ολοκληρωτικής σκοτίσεως του νου των ιθυνόντων και δια της απωλείας από τη συνείδηση της ανωτέρας δυνάμεως επάνω μας. Μόνο μέσα σ’ αυτή την ατμόσφαιρα της αθεΐας και της μανίας μπορούσαν τα χριστιανικά κράτη να αποφασίσουν την εφαρμογή των χημικών αερίων, πράγμα που υπερβαίνει σαφώς τα όρια του ανθρωπίνου.
Όμοια κολόβωση της συνείδησης της στερημένης των θείων κορυφών, ήταν αυτή η τελευταία μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο, να παραδοθεί η ανθρωπότητα στην σατανική παγίδα της «πυρηνικής ομπρέλας». Ας διώξουμε από πάνω μας τη μέριμνα˙ ας βγάλουμε το καθήκον και την υποχρέωση από τη νεολαία μας˙ ας μην προσπαθούμε να προστατεύσουμε τους εαυτούς μας – για την προστασία των άλλων δεν γίνεται ούτε λόγος˙ ας κλείσουμε τα αυτιά μας να μην ακούμε τους αναστεναγμούς που έρχονται από την Ανατολή και ας ζήσουμε κυνηγώντας της ευτυχία. Και αν, παρ’ ελπίδα, εμφανισθεί και πάνω από μας ο κίνδυνος, τότε θα μας προστατεύσει η ατομική βόμβα. Εάν ούτε αυτή μας προστατεύσει, τότε ας καταστραφεί, ας πάει κατά διαβόλου ολόκληρος ο κόσμος. Η αξιοθρήνητη και χωρίς βοήθεια κατάσταση, στην οποία έχει σήμερα καταντήσει η Δύση πήγασε κυρίως απ’ αυτό το μοιραίο σφάλμα: η υπεράσπιση της ειρήνης δεν επιτυγχάνεται με την αρετή των καρδιών ούτε με την σταθερότητα των ανθρώπων, αλλά μόνο με την ατομική βόμβα. Μόνο λόγω της απώλειας της θεϊκής υπερσυνειδήσεως μπόρεσε η Δύση μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο, να βλέπει ήσυχη την χρόνια καταστροφή της Ρωσίας που κατασπαράσσεται από τους ανθρωποφάγους και μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο να βλέπει, επίσης ήσυχη, την όμοια καταστροφή ολόκληρης της Ανατολικής Ευρώπης, οπότε και άρχισε να πραγματοποιείται η μακροχρόνια διαδικασία της καταστροφής του κόσμου. Αλλά η Δύση δεν το έχει αυτό αντιληφθεί. Αντίθετα έχει βοηθήσει πολύ την διαδικασία αυτή. Κατά τη διάρκεια του αιώνα μας μία και μοναδική φορά συγκέντρωσε τις δυνάμεις της για να πολεμήσει το Χίτλερ. Οι καρποί όμως της νίκης κατά του Χίτλερ είναι ήδη χαμένοι. Στον άθεο αυτό αιώνα, έχει εξευρεθεί ένα αναισθητικό μέσο εναντίον των ανθρωποφάγων: Με τους ανθρωποφάγους πρέπει να διεξάγουμε εμπόριο. Αυτό είναι το κατόρθωμα της σημερινής μας ιστορίας.
Αν θα μπορούσαμε να διαζωγραφούσαμε στα μάτια των περασμένων αιώνων το μεθόριο, στο οποίο έχει φθάσει σήμερα ο κόσμος, όλοι θα αναστέναζαν και με μία φωνή θα αναφωνούσαν: Η Αποκάλυψις.
Όλα όμως τα έχουμε συνηθίσει και επιπλέον έχουμε ταυτισθεί βιωματικά με αυτά.
Ο Ντοστογέφσκυ προειδοποιούσε: «Ίσως ακολουθήσουν μεγάλα γεγονότα που θα αιφνιδιάσουν τις λόγιες δυνάμεις μας». Έτσι και συνέβη. Και προφήτευσε: «Ο κόσμος θα σωθεί μόνον, αφού προηγουμένως τον επισκεφθεί το ακάθαρτο Πνεύμα». Θα σωθεί άραγε; Πρόκειται να το δούμε. Η σωτηρία μας θα εξαρτηθεί από τη συνείδησή μας, από το φωτισμό μας, από τις προσωπικές και κοινές προσπάθειές μας σ’ αυτή την καταστροφική ατμόσφαιρα. Ήδη όμως έχει πραγματωθεί η πρόρρηση ότι το πονηρό πνεύμα περιφέρεται με τη σκοτεινή μορφή του επάνω από τις πέντε Ηπείρους.
Είμαστε μάρτυρες της καταστροφής του κόσμου, η οποία σε άλλα μέρη είναι ακούσια και σε άλλα εκούσια. Όλος ο 20ος αιώνας αποτελεί μια αλυσίδα αθεΐας και αυτοκαταστροφής. Και μέσα σ’ αυτή την πτώση του κόσμου στην άβυσσο υπάρχουν χαρακτηριστικά αναμφίβολα γενικά που δεν εξαρτώνται ούτε από τα κρατικά, πολιτικά συστήματα ούτε από τις εθνικές ιδιαιτερότητες. Και η σημερινή Ευρώπη που φαινομενικά μοιάζει τόσο λίγο με τη Ρωσία του 1913, βρίσκεται μπροστά στην ίδια πτώση, παρ’ ότι στην κατάσταση αυτή έφθασε από διαφορετικό δρόμο. Τα διάφορα διαμερίσματα του κόσμου βάδισαν το καθένα ιδιαίτερο δρόμο. Αλλά όλοι βρίσκονται σήμερα στο κατώφλι του κοινού ολέθρου.
Η Ρωσία γνώρισε στην ιστορία της αιώνες, όταν το κοινωνικό ιδεώδες της δεν ήταν ούτε η μεγαλοσύνη, ούτε ο πλούτος, ούτε η υλική ευμάρεια, αλλά η αγιότητα ως τρόπος ζωής. Η Ρωσία τότε ήταν διαποτισμένη από την Ορθοδοξία και διαφύλαττε την πιστότητα στην Εκκλησία των πρώτων αιώνων. Η αρχαία αυτή Ορθοδοξία κατάφερε να προφυλάξει τον λαό της δύο-τρεις αιώνες από το ζυγό των αλλοφύλων (Τατάρων) και παράλληλα να αποκρούσει τα άδικα χτυπήματα των σπαθιών των σταυροφόρων από τη Δύση. Τους αιώνες εκείνους η Ορθόδοξη πίστη είχε εισέλθει στον τρόπο σκέψης και στους χαρακτήρες των ανθρώπων, στην διαγωγή, στην δομή της οικογένειας στον καθημερινό βίο στον εργατικό ημερολόγιο, στην σειρά των εργασιών της εβδομάδας και του έτους. Η πίστη ήταν η ενοποιητική και ζωτική δύναμη του έθνους.
Κατά τον 17ο όμως αιώνα το τραγικό εσωτερικό σχίσμα (υπόθεση των παλαιοπίστων) υπέσκαψε τα θεμέλια της Ορθοδοξίας μας και, τον 18ο αιώνα, η Ρωσία συγκλονίσθηκε από τους βίαιους μετασχηματισμούς του Μεγάλου Πέτρου, ο οποίος κατέπνιξε το θρησκευτικό πνεύμα και την εθνική ζωή χάριν της οικονομίας, του κράτους και του στρατού. Παράλληλα προς τη μονομερή «διαφώτιση» του Πέτρου έφθασε και η λεπτή μεν, αλλά δηλητηριώδης αύρα της εκκοσμίκευσης, η οποία τον 19ο αιώνα διαπότισε όλα το μορφωμένα στρώματα του πληθυσμού και άνοιξε διάπλατα τις πύλες στον μαρξισμό. Λίγο πριν από την επανάσταση, η πίστη στην Ρωσία είχε εξατμισθεί στους κύκλους των μορφωμένων και είχε αρκετά τραυματισθεί στα στρώματα των αγραμμάτων. Ο Ντοστογέφσκυ, κρίνοντας με βάση την Γαλλική επανάσταση, η οποία εμαίνετο από μίσος προς την Εκκλησία, συμπέρανε: «Η επανάσταση πρέπει να αρχίσει οπωσδήποτε από την αθεΐα». Έτσι και συνέβη. Μία όμως τόσο οργανωμένη, στρατικοποιημένη και επίμονη αθεΐα, σαν αυτή του μαρξισμού, δεν γνώρισε μέχρι σήμερα ο κόσμος. Στο φιλοσοφικό σύστημα και στην ψυχολογική βάση του Μαρξ και του Λένιν, το μίσος εναντίον του Θεού αποτελεί την κύρια κινητήρια δύναμη και προηγείται όλων των πολιτικών και οικονομικών διεκδικήσεών τους. Η μαχητική αθεΐα δεν είναι λεπτομέρεια, δεν είναι περιφέρεια, δεν είναι δευτερεύουσας σημασίας συνέπεια της κομμουνιστικής πολιτικής. Είναι το κύριο νήμα της. Για να επιτύχει τους διαβολικούς στόχους της η πολιτική αυτή έπρεπε να κατακυριεύσει έναν πληθυσμό άθρησκο και χωρίς εθνική ταυτότητα˙ έπρεπε να καταστρέψει την πίστη και το έθνος. Και οι κομμουνιστές διακηρύττουν εντελώς φανερά και το ένα και το άλλο και τα πραγματοποιούν επίσης ολοφάνερα. Το πόση ανάγκη αισθάνεται ο άθεος κόσμος ν’ ανατινάξει τη θρησκεία και πόσο έντονα νοιώθει ότι είναι εμπόδιο στο δρόμο του, όπως το κόκκαλο στον λαιμό, το καταλαβαίνουμε και από τον πρόσφατο πλέγμα αποπείρων κατά του Πάπα της Ρώμης.
Η δεκαετία του 1920 στην Ε.Σ.Σ.Δ. αποτελεί την μακριά αλυσίδα του καθολικού μαρτυρίου των ορθοδόξων ιερωμένων. Έχουν τουφεκισθεί δύο μητροπολίτες, μεταξύ των οποίων ο Πετρουπόλεως Βενιαμίν που είχε προηγουμένως εκλεγεί με παλλαϊκή ψηφοφορία. Ο ίδιος ο Πατριάρχης Τύχων πέρασε από την Τσεκά-Γκεπεού (ČK-GPU) και αργότερα απεβίωσε υπό αινιγματικές περιστάσεις. Οι τσεκιστές ανάγκαζαν δεκάδες αρχιεπισκόπους και επισκόπους, δεκάδες χιλιάδες ιερείς, μοναχούς και μοναχές να αρνηθούν το Λόγο του Θεού˙ τους βασάνιζαν, τους τουφέκιζαν, τους έκλειναν στα μπουντρούμια, τους έστελναν στα στρατόπεδα, τους εξόριζαν στην έρημη Τούνδρα και στον άπω Βορρά. Πετούσαν έξω γέροντες χωρίς τροφή και στέγη. Και όλοι αυτοί οι χριστανοί-μάρτυρες προχωρούσαν σταθερά στον θάνατο υπέρ της πίστεως. Πολύ σπάνιες εξαιρέσεις ήταν αυτοί που λύγισαν και αρνήθηκαν την πίστη. Σε δεκάδες εκατομμύρια λαϊκούς απέκλεισαν να ανατρέφουν τα παιδιά τους στην πίστη. Φυλάκιζαν τους γονείς, άρπαζαν το παιδιά τους και με απειλές και ψεύδη ξερίζωναν από μέσα τους την πίστη. Μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι η στερημένη νοήματος καταστροφή της ρωσικής αγροτικής οικονομίας στην δεκαετία του τριάντα, η λεγόμενη αποκουλακοποίηση και συλλογικοποίηση που εξόντωσε 15.000.000 αγρότες χωρίς κανένα οικονομικό νόημα, διεξήχθη με σκληρότητα και με κύριο στόχο να εξοντωθεί ο παραδοσιακός, εθνικός τρόπος ζωής και να εξολοθρευθεί η θρησκεία από την ύπαιθρο.
Το ίδιο αυτό σχέδιο της ψυχικής διαφθοράς εξαπλώθηκε πάνω στο κτηνώδες αρχιπέλαγος Γκουλάγκ, όπου υπεδείκνυαν στους κατάδικους να επιζήσουν με αντίτιμο το θάνατο των άλλων. Μόνο οι μωροί άθεοι μπορούσαν ν’ αποφασίσουν και την τελευταία καταστροφή που θέλουν να πραγματοποιήσουν σήμερα, τη δόλια καταστροφή της ίδιας της φύσης της Ρωσίας: να καταρδεύσουν τον ρωσικό Βορρά, να ανατρέψουν το ροή των βορείων ποταμών, να διασαλεύσουν τη ζωή του παγωμένου Ωκεανού και να ωθήσουν τα νερά προς το Νότο τον οποίο έχουν ήδη καταστρέψει με τις προηγούμενες, εξ’ ίσου ανόητες, «μεγάλες ανοικοδομήσεις του κομμουνισμού».
Μόνο για ένα σύντομο χρονικό διάστημα, όταν ο Στάλιν είχε ανάγκη να συγκεντρώσει δυνάμεις εναντίον του Χίτλερ, άρχισε ένα κυνικό παιχνίδι με την Εκκλησία. Αυτό το παραπλανητικό παιχνίδι που συνεχίσθηκε έπειτα από τις διακοσμήσεις του Μπρέζνιεφ και τα διαφημιστικά δημοσιεύματα, στην Δύση το εγκολπώθηκαν και το δέχθηκαν σαν ακίβδηλο νόμισμα. Αλλά πόσο ριζωμένο μέσα στον κομμουνισμό είναι το μίσος κατά της θρησκείας, μπορεί να το κρίνει κανείς από τον πιο φιλελεύθερο ηγέτη των κομμουνιστών, τον Κρουστσώφ. Ο Κρουστσώφ, ενώ αποφάσισε να προβεί σε ορισμένα ουσιώδη απελευθερωτικά διαβήματα, παράλληλα με τις μεταρρυθμίσεις του, άνοιξε για μια ακόμη φορά τον ασκό του Αιόλου της θηριώδους λενινικής φλογώσεως για την εξολόθρευση της θρησκείας.
Αλλά να, τι δεν μπορούσαν να περιμένουν οι άνθρωποι αυτοί. Σε χώρα χωρίς ναούς, όπου η αθεΐα θριαμβεύει και μαίνεται ήδη τα δύο τρίτα του αιώνα, όπου οι ιεράρχες είναι μέχρι εσχάτων ορίων ταπεινωμένοι και στερημένοι βουλήσεως, όπου τα υπολείμματα της εξωτερικής Εκκλησίας είναι ανεκτά μόνο για προπαγάνδα στο δυτικό κόσμο, όπου και σήμερα, όχι απλώς φυλακίζουν για την πίστη και στέλνουν στα στρατόπεδα, αλλά και μέσα στο ίδιο το στρατόπεδο πετούν σε αυστηρή κάθειρξη τους συγκεντρωμένους να προσευχηθούν την ημέρα του Πάσχα, σε μια τέτοια λοιπόν χώρα, κάτω από τον κομμουνιστικό ζυγό, η χριστιανική παράδοση επιβίωσε! Μάλιστα. Ναι μεν πολλά εκατομμύρια σε μας εκεί είναι πνευματικώς ερημωμένα και διεφθαρμένα από την επιβεβλημένη από τις Αρχές αθεΐα, πλην όμως, διατηρήθηκαν εκατομμύρια πιστοί, οι οποίοι μόνο εξωτερικά αναγκάζονται να σιωπούν. Η επίγνωση του Θεού στην πατρίδα μου έχει φθάσει σε μεγάλο βάθος, όπως, εξ άλλου, συμβαίνει πάντοτε σε εποχές διωγμών και δεινοπαθημάτων. Και εδώ βλέπουμε τη χαραυγή της ελπίδας: Όσο εξοπλισμένος και αν είναι ο κομμουνισμός με πυραύλους και άρματα μάχης και με όση επιτυχία και αν προσπαθεί να καταλάβει τον πλανήτη, είναι καταδικασμένος να μη νικήσει ποτέ τον χριστιανισμό.
Η Δύση μέχρι στιγμής δεν δέχθηκε την κομμουνιστική επιδρομή. Η θρησκεία στην Δύση είναι ελεύθερη, αλλά και ο δικός της ιστορικός δρόμος την οδήγησε σήμερα στο μαρασμό της θρησκευτικής συνείδησης. Αιτία του μαρασμού αυτού ήσαν τα διχάζοντα σχίσματα, οι αιματηροί θρησκευτικοί πόλεμοι και η έχθρα. Και αυτονόητα, από τον όψιμο ακόμη μεσαίωνα, την Δύση την κατέκλυζε ολοένα και περισσότερο το πνεύμα της εκκοσμίκευσης. Και αυτή η απειλή κατά της πίστεως – μη προερχόμενη από εξωτερική καταπίεση, αλλά από εσωτερική διαβρωτική δύναμη – φαίνεται ότι είναι ακόμη πιο επικίνδυνη.
Στην Δύση, με την πάροδο των δεκαετηρίδων χανόταν απαρατήρητα η έννοια του νοήματος της ζωής που είναι ανώτερο από την απόκτηση της «ευτυχίας», η οποία ενισχυόταν ζηλότυπα ακόμη και με κρατικά συντάγματα. Ο αιώνας μας δεν είναι ο πρώτος αιώνας, κατά τον οποίο στη Δύση περιγελούν τις έννοιες του καλού και του κακού και τις έχουν εκδιώξει με επιτυχία από την κοινή χρήση, αφού τις υποκατέστησαν με πολιτικούς και ταξικούς υπολογισμούς, των οποίων τα χρόνια ζωής είναι εφήμερα. Είναι ντροπή να αναφέρεις επιχειρηματολογία που βασίζεται στις προαιώνιες αξιολογικές έννοιες. Είναι ντροπή να αρθρώσεις ότι το κακό φωλιάζει στην καρδιά κάθε ανθρώπου, πριν εγκαθιδρυθεί μέσα σ’ ένα πολιτικό σύστημα. Δεν θεωρείται όμως ντροπή, να υποχωρούμε καθημερινά στο ολοκληρωτικό κακό. Και εάν κρίνει κανείς από τις ολισθήσεις των υποχωρήσεων μπροστά στα μάτια μόνο της δικής μας γενεάς, τότε η Δύση ολισθαίνει όλο και περισσότερο προς τον εξαφανισμό της. Οι δυτικές κοινωνίες χάνουν όλο και περισσότερο τη θρησκευτική τους ουσία και παραδίδουν τη νεολαία τους στην αθεΐα. Τι ανάγκη έχουμε για περισσότερους μάρτυρες της αθεΐας, όταν στις Ηνωμένες Πολιτείες γυρίσθηκε εμπαικτική κινηματογραφική ταινία για τον Ιησού Χριστό; Και όταν εφημερίδα της αμερικανικής πρωτεύουσας δημοσιεύει χωρίς αισχύνη γελοιογραφία της Θεομήτορος; Όταν διευρύνονται τα εξωτερικά δικαιώματα, για ποιο λόγο να εγκρατευόμαστε εσωτερικά οι ίδιοι από την αναξιότητα;…
Ή γιατί να απέχουμε από την έξαψη του φυλετικού, ταξικού, και μανιακού ιδεολογικού μίσους; Το μίσος κατατρώγει σήμερα πολλές ψυχές. Οι άθεοι διδάσκαλοι διαπαιδαγωγούν τη νεολαία στο μίσος έναντι της κοινωνίας τους. Μέσα σ’ όλη αυτή την μαστίγωση λησμονείται ότι τα ελαττώματα της κεφαλαιοκρατίας είναι τα ριζικά ελαττώματα της ανθρώπινης φύσεως, ότι δηλαδή πρόκειται, μαζί με την χωρίς όρους και όρια απελευθέρωση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και για την απελευθέρωση των ελαττωμάτων του˙ επίσης λησμονείται ότι στον κομμουνισμό (και η πνοή του κομμουνισμού είναι αισθητή πίσω από τον σβέρκο όλων των μετριοπαθών μορφών του σοσιαλισμού, οι οποίες είναι ασταθείς), τα ίδια αυτά ελαττώματα εκτυλίσσονται ανεξέλεγκτα σε όλους, όσοι έχουν και την παραμικρή εξουσία, ενώ όλοι οι άλλοι έχουν πράγματι φθάσει στην «ισότητα» – ισότητα των πτωχών δούλων.
Αυτό το αναφλεγόμενο μίσος έχει γίνει η ατμόσφαιρα του σημερινού ελεύθερου κόσμου˙ όσο ευρύτερες είναι οι δεδομένες ελευθερίες, και όσο περισσότερο έχει εξασφαλισθεί στην κοινωνία η κοινωνική ασφάλεια και ευζωΐα, τόσο εντονώτερο είναι, κατά παράδοξο τρόπο, και αυτό το τυφλό μίσος. Έτσι η σημερινή ανεπτυγμένη Δύση έδειξε με το παράδειγμά της ότι η σωτηρία του ανθρώπου δεν επιτυγχάνεται με υλική ευμάρεια ούτε με επιτυχείς επιχειρήσεις (μπίζνες).
Το αναφλεγόμενο αυτό μίσος επεκτείνεται όλο και περισσότερο σε ο,τιδήποτε το ζωντανό στην ίδια τη ζωή στον κόσμο, στα χρώματά του, στους ήχους του, στις μορφές του, στο ανθρώπινο σώμα – και η σκληρή τέχνη του 20ου αιώνα καταστρέφεται από αυτό το έκφυλο μίσος, διότι η τέχνη δίχως αγάπη είναι στείρα. Στην Ανατολή η αγάπη αυτή έχει εκπέσει, διότι την κατεδίωξαν και την ποδοπάτησαν, ενώ στη Δύση κατέπεσε οικειοθελώς και οι εξεζητημένες μεγαλεπήβολες αναζητήσεις την αντικατέστησαν, διότι ο άνθρωπος προσπαθεί όχι να φανερώσει το σχέδιο του Θεού για μας, αλλά να υποκαταστήσει με τον εαυτό του το Θεό.
Έχομε πάλι και εδώ την ενιαία έκβαση μιας παγκόσμιας διαδικασίας, την σύμπτωση δηλαδή των δυτικών και ανατολικών αποτελεσμάτων για τον ίδιο πάλι λόγο: οι άνθρωποι λησμόνησαν τον Θεό. Ενώπιον της πιέσεως του παγκοσμίου αθεϊσμού οι πιστοί κατακερματίζονται και πολλοί απ’ αυτούς τα έχουν χαμένα. Θα ήταν όμως καλό και ο χριστιανικός και ο πρώην χριστιανικός κόσμος να μη χάσουν από το πεδίο της οράσεώς τους το παράδειγμα της Άπω, φερ’ ειπείν, Ανατολής. Τελευταία είχα την ευκαιρία να παρατηρήσω στην Ιαπωνία και στην Ελεύθερη Κίνα – παρά την, όπως φαίνεται, μικρότερη σαφήνεια των θρησκευτικών τους παραστάσεων και παρά την ίδια, πλήρη «ελευθερία εκλογής», την οποία έχει και η Δύση – ότι και η κοινωνία και η νεολαία διατηρούνται περισσότερο ηθικές απ’ ότι στην Δύση και είναι λιγότερο επηρεασμένες από το σαρωτικό, εκκοσμικευτικό πνεύμα. Και τι να πω σχετικά με το ότι τα διάφορα θρησκεύματα δεν έχουν μεταξύ τους ενότητα, αφού και ο ίδιος ο χριστιανισμός εμφανίζεται τόσο κατακερματισμένος; Τα τελευταία χρόνια έγιναν, μεταξύ της Ορθοδοξίας και των κυρίων χριστιανικών ομολογιών συμφιλιωτικά βήματα. Τα βήματα όμως αυτά είναι υπερβολικά αργά. Ο κόσμος δεν περιμένει την συγχώνευση των Εκκλησιών ούτε την ανταλλαγή των δογμάτων αλλά μόνο την κοινή, φιλική αντίσταση εναντίον του αθεϊσμού και, προς τον σκοπό αυτό, τα βήματα που γίνονται, είναι πολύ αργά.
Υπάρχει, βέβαια, και το οργανωμένο κίνημα για την ένωση των Εκκλησιών, το οποίο είναι τόσο απασχολημένο με τις επιτυχίες των επαναστατικών κινημάτων στις χώρες του τρίτου κόσμου˙ εν τούτοις είναι τυφλό και κωφό στους πιο συνεπείς διωγμούς της θρησκείας στην Ε.Σ.Σ.Δ. Το γεγονός αυτό είναι οφθαλμοφανές. Δεν μένει παρά να έχει κάνει την πολιτική του επιλογή: να μη βλέπουμε και να μην ανακατευόμαστε; Αλλά τότε τι μένει από τον Χριστιανισμό;
Με βαθειά πικρία οφείλω εδώ να πω – δεν τολμώ να το αποσιωπήσω – ότι ο προκάτοχός μου στο βραβείο αυτό, το προηγούμενο έτος, ακόμη και τους μήνες εκείνους, όταν έλαβε το βραβείο, υποστήριξε δημόσια το κομμουνιστικό ψέμα, δηλώνοντας κραυγαλέα ότι δεν έχει παρατηρήσει την καταδίωξη της θρησκείας στην Ε.Σ.Σ.Δ. Ενώπιον όλων των σκοτωμένων και καταπιεσμένων λέγω: Ας τον κρίνουν οι Ουρανοί.
Σήμερα φαίνεται όλο και ευρύτερα ότι, παρά τις τόσο εκλεπτυσμένες πολιτικές ζυγοσταθμίσεις, η θηλιά στο λαιμό της ανθρωπότητας συσφίγγεται με την κάθε δεκαετία ολοένα και στενότερα και απελπιστικότερα˙ διέξοδος δεν υπάρχει πουθενά για κανένα, ούτε πυρηνική, ούτε οικονομική, ούτε οικολογική. Μάλιστα, η πραγματικότητα μοιάζει πολύ μ’ αυτό που λέγω.
Και μπροστά στα βουνά ή, μάλλον, στις οροσειρές τέτοιων παγκοσμίων γεγονότων, μου φαίνεται ακατάλληλο και απρεπές να υπενθυμίζω ότι το κλειδί της υπάρξεως ή της ανυπαρξίας βρίσκεται στην κάθε επιμέρους ανθρώπινη καρδιά, στην προσωπική προτίμηση του όντως δεδομένου Αγαθού ή Κακού. Το κλειδί αυτό είναι και σήμερα το πιο αληθινό. Οι κοινωνικές θεωρίες, οι οποίες τόσο πολλά υπόσχονται, έχουν χρεοκοπήσει και μας άφησαν σε αδιέξοδο. Οι ελεύθεροι άνθρωποι της Δύσεως θα μπορούσαν, φυσικά, να εννοήσουν ότι γύρω τους υπάρχει και πολύ ψέμα, ελεύθερα καλλιεργημένο και να μην επιτρέψουν να τους επιβληθεί αυτό τόσο εύκολα. Οι προσπάθειες αναζητήσεως διεξόδου από την σημερινή κατάσταση του κόσμου είναι άκαρπες, χωρίς την επιστροφή της συνειδήσεώς μας με μετάνοια προς τον Δημιουργό του παντός. Χωρίς αυτό δεν θα φωτίσει καμία διέξοδος εμπρός μας. Τα μέσα που κρατήσαμε για τον εαυτό μας είναι πολύ πτωχά. Πρέπει προ πάντων να συνειδητοποιήσουμε όλη την φρίκη, την οποία δεν έχει προξενήσει κάποιος απ’ έξω ούτε οι ταξικοί ή εθνικοί εχθροί, αλλά έχει δημιουργηθεί μέσα στον καθένα μας και μέσα στην κάθε κοινωνία, ακόμη και την πιο ανεπτυγμένη˙ ιδίως «εκεί», διότι εκεί τα έχουμε πράξει όλα εμείς οι ίδιοι με την ελεύθερη βούλησή μας και με τον καθημερινό απερίσκεπτο εγωισμό μας. Εμείς οι ίδιοι σφίγγουμε όλο και περισσότερο τη θηλιά, για την οποία μιλώ.
Ας αναρωτηθούμε: Μήπως είναι ψεύτικα τα ιδανικά του αιώνα μας; Μήπως η γεμάτη αυτοπεποίθηση ορολογία μας είναι του συρμού; Μήπως προέρχονται από εκεί οι επιπόλαιες συνταγές προς διόρθωση της καταστάσεως; Προτού να είναι αργά, πρέπει στον κάθε στίβο να αναθεωρήσουμε τις συνταγές αυτές με βλέμμα αθόλωτο. Η λύση της κρίσεως δεν βρίσκεται στον δρόμο των καθημερινών αντιλήψεων, οι οποίες είναι κοινώς παραδεκτές.
Η ζωή μας δεν εξαρτάται από την αναζήτηση της υλικής επιτυχίας, αλλά από την επιδίωξη της πνευματικής αυξήσεως. Ολόκληρη η επίγεια ζωή μας είναι, απλώς, ένα ενδιάμεσο στάδιο αναπτύξεως για μια υψηλότερη ζωή˙ και από το στάδιο αυτό δεν πρέπει να κατακρημνιζόμαστε και να κατασπαταλούμε την προοπτική μας άκαρπα. Μόνοι οι υλικοί νόμοι δεν εξηγούν την ζωή μας και δεν φανερώνουν τον δρόμο της. Από τους νόμους της φυσικής και της φυσιολογίας δεν θα μας αποκαλυφθεί ποτέ η αναμφίβολη αλήθεια ότι ο Δημιουργός συνεχώς και καθημερινώς συμμετέχει στην ζωή του καθενός μας, ότι οπωσδήποτε προσθέτει στην ύπαρξή μας ενέργειες και ότι, όταν μας εγκαταλείπει Εκείνος, πεθαίνουμε. Η συμμετοχή του δεν είναι λιγότερη στη ζωή όλου του πλανήτη. Αυτό πρέπει να το αισθανθούμε στην σκοτεινή και φρικαλέα αυτή στιγμή.
Στις απερίσκεπτες ελπίδες των δύο τελευταίων αιώνων, οι οποίες μας οδήγησαν στον εκμηδενισμό μας και στο χείλος του πυρηνικού ή και μη πυρηνικού θανάτου, μπορούμε να αντιτάξουμε μόνο την επίμονη αναζήτηση του ζεστού χεριού του Θεού, το οποίο τόσο ανέμελα και με τόση αυτοπεποίθηση, έχουμε, εν τω μεταξύ, απωθήσει. Μόνο τότε θα διανοιχθούν τα μάτια μας για τα σφάλματα αυτού του κακοδαίμονος 20ου αιώνα και τα χέρια μας θα κατευθυνθούν προς διόρθωση των σφαλμάτων αυτών. Ειδ’ άλλως, δεν έχουμε με τι να συγκρατηθούμε από την κατολίσθηση˙ όλοι οι στοχαστές του Διαφωτισμού δεν κατόρθωσαν να μας διαφυλάξουν απ’ αυτή την κατολίσθηση.
Οι πέντε ήπειροί μας βρίσκονται στο σκοτάδι. Αλλά μέσα σε τέτοιου είδους δοκιμασίες φανερώνονται και οι υπέρτατες ικανότητες των ανθρώπινων ψυχών. Εάν καταστραφούμε και χάσουμε τον κόσμο μας αυτό, υπαίτιος θα είναι ο ίδιος ο εαυτός μας.
[1] Το βραβείο Templeton χορηγείται κάθε χρόνο για την ανάπτυξη και διάδοση της θρησκείας στον κόσμο. Έχει καθιερωθεί προ δεκαετίας. Για το έτος 1983 το βραβείο αυτό δόθηκε στον Αλεξ. Ι. Σολζενίτσυν για την συμβολή του στην ανάπτυξη της χριστιανικής συνείδησης.-
ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΑΠΟ ΤΗ ΦΥΛΑΚΗ ΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΧΡΙΔΟΣ ΙΩΑΝΝΗ
Ελέω Θεού, αρχιεπίσκοπος Αχρίδος και μητροπολίτης Σκοπίων, προς την Εκκλησίαν εις την οποίαν από Θεού ετοποθετήθη ως Αρχιποιμήν Αυτής και προς πάσας τας ανά την οικουμένην Εκκλησίας συναγομένας εν ενί του Χριστού Σώματι και εν Πνεύματι Αγίω συνδεδεμένας, από τας φυλακάς της πόλεως των Σκοπίων, όπου έχει εγκλειστεί για έκτη φορά κατά τα δέκα τελευταία έτη εκπέμπει αυτήν την Δευτέραν, από φυλακάς, Εγκύκλιον επιστολήν,
Όταν αποκτήσωμεν την αγάπη του Χριστού και την αρετή, τότε αξίζει να υποστούμε ακόμη και διωγμούς ένεκεν Αυτού, αν χρειαστεί και εξορία να ανεχτούμε, αλλά και έτοιμοι να ακούσουμε γιά τους εαυτούς μας τις πιο απρεπείς συκοφαντίες, και ακόμη, να χαιρόμαστε για όλα αυτά, λέει ο άγιος Νικόλαος о Καβάσιλας. Όταν μέσα στον άνθρωπο ανάψει αυτή η αγάπη του Θεού και όταν οι αρετές λάμψουν μέσα του, τότε ο άνθρωπος είναι έτοιμος όχι μόνον να υποφέρει βάσανα, όχι μόνον να υπομένει φαύλα έργα εναντίον του και δεσμά εγκλεισμού, αλλά είναι ακόμη έτοιμος και να χαίρεται για όλα αυτά. Η χαρά όμως αυτή δεν διαδίδεται ανάλογα με το πόσο την αξίζει κάποιος, δεν αποτελεί επ΄ουδενί ανταμοιβή για τις ασκήσεις, αλλά είναι χάρις, υπέροχη και τέλεια δωρεά του ελέους του Θεού που Αυτός μόνος ο Πατήρ ευδοκεί, όπως εισέλθωμεν εις την χαράν του Κυρίου ημών (Ματθ. 25,21-23). Διότι, εκείνοι που εισήλθαν εις την χαράν του Πατρός, χαίρονται με την χαράν του Χριστού και έτσι, εκείνο το οποίον χαροποιεί τον Χριστόν, Αυτός κάνει να χαίρονται με αυτό και εκείνοι που είναι δικοί Του, ενώ ουσιαστικά ο Ίδιος χαίρεται εν Αυτώ. Επειδή Εσείς, οι οποίοι είσαστε εν τω Σώματι Αυτού και χαίρεστε με τη χαρά του Χριστού, εύκολα θα αναγνωρίσετε τη χαρά με την οποίαν χαρήκαμε εκ νέου εγκλωβισμένοι στα δεσμά ένεκεν Αυτού, σε Εσάς απευθύνομεν την Δευτέραν κατά σειράν αυτήν Εγκύκλιον επιστολήν, γεγραμμένην μέσα εις τας φυλακάς, διά να Σας παρακαλέσωμεν, όπως διατηρείτε εις την μνήμην Υμών τα δεσμά ημών και όπως μην αισχύνεσθε ένεκεν ημών, διότι και περαιτέρω υπ΄ αυτά παραμένομεν. Όταν ο θείος Παύλος ζητά από τον Τιμόθεο να μην εντραπεί για το μαρτύριόν του (Β΄Τιμοθ. 1,8), δεν το κάνει αυτό για να τον επικρίνει επειδή αισχυνόταν αυτός από τα δεσμά του Παύλου, αλλά το έκανε για να τον ενθαρρύνει, έτσι ώστε και ο ίδιος να δεχθεί να υποφέρει τα δικά του δεινά, εάν και εφ΄ όσον βρεθεί στην ίδια κατάσταση. Εάν λοιπόν, έως κάποιου σημείου, θα ήταν επιτρεπτό στον Παύλο να έχει έστω και την ελάχιστην αμφιβολίαν και υποψίαν έναντι κάποιων οι οποίοι ακόμη δεν ήταν σταθεροί εις την πίστην, κι είχαν ανάγκη ακόμη όχι από στερεά τροφή αλλά από βρεφικό γάλα (Α΄Κορ. 3,2), δεδομένου του ότι στην πρώτη του απολογία στο δικαστήριο κανείς δεν του είχε συμπαρασταθεί αλλά όλοι τον είχαν εγκαταλείψει (Β΄Τιμοθ. 4,16), και γι΄ αυτό λέει στον Τιμόθεο ότι το Πνεύμα το οποίον ο Θεός μάς έδωσε δεν είναι πνεύμα φόβου αλλά πνεύμα δυνάμεως, αγάπης και σοφίας (Β΄Τιμοθ. 1,2), εις ημάς δεν είναι επιτρεπτή καμία αμφιβολία έναντι Υμών, διότι Εσείς μας υποστηρίξατε και κατά την πρώτην και κατά την δευτέραν, όσο και σε όλες κατά σειράν μέχρι και αυτήν την έκτην απολογίαν της πίστεως ημών, ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων της ΠΓΔΜ.
Ως εκ τούτου, αυτήν την επιστολήν δεν την αναγράφομεν διά να ενθαρύνωμεν την ανδρείαν Υμών εν τη πίστη, η οποία αποδείχθηκε ημίν μέσω των μαρτυριών Υμών και κατά τας προηγούμενας φοράς, καθ΄ ον χρόνον τελούσαμεν υπό κράτησιν, παρά, την αποστέλλομεν προς Υμάς, όπως μοιρασθώμεν μεθ΄ Υμών την χαράν με την οποίαν ο Κύριος μάς χαροποίησε, χαράν η οποία πηγάζει από τα δεσμά του Χριστού, και με την οποίαν χαίρεται καθείς, όστις και ο ίδιος υπομένει τοιαύτα με τον έναν ή τον άλλον τρόπον. Εκείνοι όμως οι οποίοι θα αγαπήσουν τα δεσμά Αυτού έναντι κάθε είδους φυσικής ελευθερίας, θα καταλάβουν και την δική μας χαρά, χαράν με την οποίαν χαίρεται η καρδία ημών όταν φέρομεν εις την μνήμην μας Εσάς και την μέριμναν Υμών δι΄ ημάς. Διότι, κανείς άλλος εκτός από εκείνον που επλήγη από την τρελή αγάπη του Θεού δεν δύναται να ανακαλύπτει και να αναγνωρίζει αυτήν την χαράν, η οποία εκχέεται από τα πάθη, από τη λύπη, τις δυσκολίες, τις φυλακίσεις, τις διώξεις ή τις εξορίες. Εκείνος όμως, που άνοιξε την καρδιά του στο έλεος του Θεού και επέτρεψε να τον τραυματίσει αυτή η ανείπωτη αγάπη, όχι μόνον επιτρέπει αυτή να τον πληγώνει συχνά, αλλά τις πληγές που δέχεται από αυτήν την αγάπη τις εκτιμά περισσότερο απ΄ οτιδήποτε άλλο. Εκείνοι δε, οι οποίοι γνωρίζουν ότι οι πειρασμοί που υπομένει κανείς ένεκεν του Χριστού αυξάνουν το χάρισμα της χαράς, αυτοί ζηλεύουν τα δεσμά με τα οποία είμαστε δεμένοι στη φυλακή των Σκοπίων, μάλιστα όχι με αρρωστημένη ζήλεια αλλά με συναγωνιστικό καλό ζήλο και αυτός ο ζήλος δεν είναι ίδιος με εκείνων που με κάθε τρόπο προσπαθούν να μας αποτρέψουν από τον σκοπόν μας, ο οποίος δεν είναι άλλος από την ίδιαν την ενότητα της Εκκλησίας. Οι μεν πρώτοι, ζηλεύουν άδολα, με ζήλεια που φαίνεται ότι είναι ζήλος προς τον Θεόν, οι δε άλλοι, ζηλεύουν ημάς με κακεντρέχεια και απροκάλυπτη επιθυμία να κάνουν κακό, υποτιμώντας ακόμη και τα δεινά του Χριστού, μόνον και μόνον επειδή σε αυτήν την στιγμή αυτά έγιναν και δικά μας πάθη. Τι λοιπόν; Ένα είναι το ζητούμενον, λέει ο απόστολος: «πλὴν παντὶ τρόπῳ, εἴτε προφάσει, εἴτε ἀληθείᾳ, Χριστὸς καταγγέλλεται» (Φιλ.1,18). Όποιος μπορεί να καταλάβει, θα καταλάβει και εκείνο που ακολουθεί: «Ἐμοὶ γὰρ τὸ ζῆν Χριστὸς καὶ τὸ ἀποθανεῖν κέρδος» (Φιλ. 1, 21). Μπορεί να εκληφθεί ο θάνατος ως κέρδος μόνον εάν προηγουμένως με χαρά αποδεχθεί κάποιος και τις δυσβάσταχτες ταπεινώσεις, τους λοιδωρισμούς, τις βλασφημίες και συκοφαντίες, τους διωγμούς και τις φυλακίσεις διά Χριστόν (Α΄Κορ. 4,9-13). Και αυτό, εάν και εφ΄όσον, στην αδικία που υπομένει δεν απαντάει εκδικητικά, με οργή, με μίσος, πεπεισμένος για της αρετές του. Διότι, κάθε είδος αρετής ξευτίζει όταν έρθει σε επαφή με το μίσος. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον ο απόστολος προτρέπει τους Κορινθίους στους λοιδωρισμούς να απαντούν με ευλογία, στους διωγμούς με ανοχή και στις βλασφημίες με λόγους φιλικούς. Όπλον στον πνευματικόν αγώνα αποτελεί η αδυναμία του σταυρού· όπλο για το οποίο οι περισσότεροι σε αυτόν τον κόσμο δεν πιστεύουν ότι είναι νικηφόρο. Στην ουσία όμως, όταν όλα δείχνουν ότι απωλέσαμε όλη μας τη δύναμη, τότε είμαστε αληθινά δυνατοί (Β΄Κορ.12,10). Γι΄ αυτό εμάς, που επιλέξαμε αυτόν τον αγώνα, μας θεωρούν μωρούς, όπως ακριβώς συνέβαινε και στα χρόνια των αποστόλων (Α΄Κορ.1,23-24). Ποιος, όμως, υπέφερε περισσότερα δεινά από τον ίδιο τον θείον Παύλο; Φυλακισμένος πολλές φορές, ραβδισμένος με ασύλληπτη αυστηρότητα, πολλάκις εν κινδύνοις ακόμη και εις θάνατον. Διήλθε όλων των ειδών τους πειρασμούς, εν ξηρά, εν ερήμω, εν θαλάσση (Β΄Κορ.11,23-29). Όμως δεν προκάλεσαν όλ΄ αυτά, το να χαραχθεί βαθιά μέσα του η πεποίθησις, ότι οι δοκιμασίες οδηγούν στην υπομονή, η υπομονή στο δοκιμασμένο χαρακτήρα και ο δοκιμασμένος χαρακτήρας στην ελπίδα. Η ελπίδα τελικά δεν απογοητεύει (Ρωμ.5,3-5). Μπορεί, άραγε, να βρεθεί κανείς κακοπροαίρετος που θα πει ότι ο Απόστολος Παύλος ήταν μακράν του Θεού και ότι η οργή του Θεού στράφηκε εναντίον του, και ότι γι΄αυτό του συνέβησαν όλα τα παραπάνω; Αντιθέτως, όλα αυτά εκείνος τα υπομένει με χαρά, λόγω ακριβώς της ζωντανής και φανερής παρουσίας του Θεού σ’ Αυτόν. «Ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου», του λέει, διότι «ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται» (Β΄Κορ.12,9). Μακάριος ο υπομένων τους πειρασμούς με ελπίδα. Διότι, εάν τους υπομείνει με αταλάντευτη την πίστη εις τα επαγγελλόμενα, «λήψεται τὸν στέφανον τῆς ζωῆς, ὃν ἐπηγγείλατο ὁ Κύριος τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν» (Ιακωβ.1,12). Κανένας όμως πειρασμός δεν είναι επάνω από τα όρια αντοχής αυτού που δοκιμάζεται. Ο Θεός, που είναι καρδιογνώστης και ετάζων τα βάθη της ανθρώπινης ψυχής, που γνωρίζει τις πνευματικές δυνάμεις και ικανότητες του καθενός ξεχωριστά, δεν επιτρέπει στους πειρασμούς που αντιμετωπίζουμε να υπερβαίνουν τα όρια της ανθεκτικότητος ημών. Εκείνος που πιστεύει, σε κάθε δοκιμασία που του δίδεται να αντιμετωπίσει, ταυτόχρονα λαμβάνει και την δύναμιν να την υπερβεί (Α΄Κορ.10,13). Αυτή η υπέρβασις, εντούτοις, δεν είναι πάντοτε ορατή στην αρχή της δοκιμασίας. Είναι κεκρυμμένη μέσα σε ένα πλέγμα υπομονής και ελπίδος, και αποκαλύπτεται μόνον όταν φανούμε υπομονετικοί ως προς τα ελπιζόμενα (Ιακωβ.1,4). Σε κάθε περίπτωση, δεν είναι ο Θεός εκείνος ο Οποίος μας θέτει εις πειρασμόν. Εις πειρασμόν οδηγούμεθα υπό της προς λάθος κατεύθυνση στραμμένης ιδίας επιθυμίας (Ιακωβ.1,13-14). Αλλά, σε πειρασμούς, και χωρίς την συμμετοχή της θελήσεώς μας, δύνανται να μας οδηγήσουν και εκείνοι οι οποίοι μας ζηλεύουν, που μας μισούν ή έχουν για σκοπό τους να αφαιρέσουν από εμάς την περιουσία μας. Κάποιες φορές λοιπόν, χωρίς αυτό να είναι θέλημα Θεού αλλά ούτε και εξαιτίας δικής μας υπαιτιότητος, υποφέρουμε διάφορους πειρασμούς· σε αυτές τις περιπτώσεις, ο στέφανος που προορίζεται για εμάς θα είναι κατά πολύ ενδοξότερος από εκείνον που θα στεφώμασταν, εάν αντέχαμε κάποια δοκιμασία στην οποία υποπέσαμε εξαιτίας της εσφαλμένα παρασυρόμενης ημών βουλήσεως. Όταν οι άλλοι μας παρασύρουν στο πειρασμό, τότε αυτό μπορεί να ονομαστεί πάθος. Ο μισθός, δηλαδή, για τα υπομείναντα πάθη τα οποία ανεχθήκαμε με ευχαριστία και χωρίς γογγυσμούς, χωρίς να καταβληθούμε από μίσος προς εκείνους που μας έσπρωξαν στο ακούσιον πάθος και τα ανεπιθύμητα δεινά, θα είναι μεγαλύτερος και από εκείνον που χαρίζεται για την ενάρετη και στολισμένη με κάθε αγαθοεργία ζωή κάποιου. Παράδειγμα όλων αυτών είναι ο μακάριος Ιώβ. Πότε αυτός αποδείχθηκε περισσότερο άξιος για το στέφανο; όταν διέπρεψε με έργα αγαθά όπως η φιλοξενία, η συμπόνοια, οι ελεημοσύνες, οι φιλανθρωπίες, η δικαιοσύνη, η φιλοπονία, η πραότητα, η σοφία, η εγκράτεια και πολλά άλλα; ή μήπως, όταν φάνηκε υπομονετικός στα δεινά τα οποία επ΄ ουδενί δεν άξιζε, δεχόμενος επιθέσεις από διαβολική ζήλεια και μὀνον; Οπωσδήπωτε, οι αγαθοεργίες του Ιώβ είναι αναμφισβήτητες και υπέρ αρκετές για την απόκτηση του στεφάνου, όμως η υπομονή των αδίκως προκληθέντων αυτώ παθημάτων αναδεικνύει τον Ιώβ ακόμη πιο άξιο. Η υπομονή των παθών αποτελεί το δυσκολότερο μέρος του αγώνος μας, κατά το οποίον για τη νίκη, πέραν της μεγάλης επιμονής και καρτερίας, είναι απαραίτητη και η ανυπολόγιστη αγάπη προς τον Θεόν. Όταν υποφέρουμε αδίκως και ένεκεν της αγάπης του Χριστού, στην ουσία γινόμαστε συμμέτοχοι των αδίκων Αυτού παθών, αλλά συνάμα και Εκείνος γίνεται μέτοχος του δικού μας πόνου. Τοιαύτη ακριβώς συσσωμάτωση μετά του Χριστού είναι που μας δίδει και την μεγαλύτερη παρηγορίαν στα πάθη μας. Η ζωή μας είναι κεκρυμμένη στην ζωή του Χριστού και ημείς ήδη έχουμε αποθάνει εν Χριστώ (Κολ.3,3), όπως και ο Ίδιος έχει αποθάνει για εμάς εφάπαξ. Εντούτοις, όταν οι πολιτικές αρχές στην πατρίδα μας συνειδητοποίησαν ότι για εκείνον που έχει αποθάνει εν Χριστώ και εκ νέου έχει γεννηθεί ως αιχμάλωτος της αγάπης Αυτού, η κάθειρξη σε φυλακές δεν μπορεί να προξενήσει ούτε πόνο ούτε πληγές, αποφάσισαν να επιτεθούν στους πιο αγαπημένους, στους αξιοσέβαστους Επισκόπους και τους ευλαβεστάτους ιερείς, στους μοναχούς και τις μοναχές, χωρίς να εξαιρέσουν ούτε το λογικόν ποίμνιον, μεταξύ αυτού και ανήμπορους ηλικιωμένους ανθρώπους. Τους σέρνουν σε δικαστικές αγωγές με κατηγορίες εναντίων των, προκειμένου να τους καταστήσουν συμμέτοχους κακών για τα οποία πρώτον ημάς, ψευδώς και χωρίς καμία τύψη συνειδήσεως κατηγόρησαν και επιβάρυναν. Τοιουτοτρόπως, εξισώθησαν με εκείνους τους διώκτες της Εκκλησίας των πρώτων αιώνων, γενόμενοι και οι αυτοί διώκτες του Ιδίου του Χριστού, διότι εκείνος που καταδιώκει τα μέλη του Σώματος Αυτού, που δεν είναι άλλο από την Εκκλησίαν Του, διώκει Αυτόν τον Ίδιον τον Κύριον ημών, ο Οποίος κατοικεί μέσα εις τον καθένα από εμάς ξεχωριστά και μέσα σε όλους εμάς μαζί. Εάν τα δεσμά της φυλακής δεν μας έχουν καταβάλει με την βαρύτητά τους, ο πόνος για τα δεινά στα οποία υποβλήθηκαν οι αδελφοί ημών αρχιερείς, οι κληρικοί, οι μοναχοί και ο πιστός καθ΄ ημάς λαός του Θεού, μας έχουν κόψει σαν το πιο κοφτερό δρεπάνι και έχουν ενχύσει εις τα σπλάχνα ημών πικρόν ποτήριον όξους και χολής. Ασυγκρίτως οδυνηρότερη είναι η πληγή που προκλήθηκε εις ημάς από τα δεινά αυτών που αγαπούμε, από την πληγή για τα δικά μας πάθη. Διότι, όντως, σε εκείνον που είναι εν Χριστώ νεκρός, η αγάπη ακριβώς προς τα αγαπημένα του πρόσωπα δεν του επιτρέπει αληθώς και καθ΄ ολοκληρίαν να αποθάνει. Ο αγαπών, θέτει εαυτόν εις διάθεσιν εκείνου που αγαπάει, καρτερώντας την στιγμή που, αν χρειαστεί, και θα αποθάνει χάριν αυτού. Έτσι μας δίδαξε ο Σωτήρ ημών, όταν μας είπε, ότι μείζον αυτού δεν υφίσταται, από το να δίδουμε την ίδια μας τη ζωή για εκείνους που αγαπούμε (Ιωαν.15,13). Μας είπε όμως και το εξής: «Μὴ φοβηθῆτε ἀπὸ τῶν ἀποκτεννόντων τὸ σῶμα, τὴν δὲ ψυχὴν μὴ δυναμένων ἀποκτεῖναι» (Ματθ.10,28). Δεν δύνανται οι διώκτες ημών να βλάψουν τις ψυχές μας, αν και ήδη έχουν καταφέρει να βλάψουν την σωματική υγεία κάποιων από εμάς. Δεν κατάφεραν όμως, με τη δύναμη της εξουσίας, να μας ταλαντεύσουν εις την πίστην προς Εκείνον που προσδωκούμε να έλθει για να μας ενδύσει το νέο σώμα, αυτό που είναι αντάξιο των ανεκτίμητων ψυχών μας, με τις οποίες μας προίκησε ο Κύριος. Και όταν είναι ο Θεός μεθ΄ ημών, τις δύναται εναντίον ημών; Δεν εφείσθη, όμως, ο Θεός, ούτε του μονογενούς Αυτού Υιού, μας θυμίζει ο ιερώτατος Παύλος, και παρέδωκεν Αυτόν θανάτω δι΄ ημάς. Συνεπώς, αδελφοί μου, εάν δι΄ ημάς παραδίδει τον Υιόν Του τον αγαπητόν εις το πάθος, αυτό σημαίνει ότι δεν θα παραμείνει αδιάφορος και αδρανής ούτε όταν κάποιος αποπειραθεί να αγγίξει όχι μόνον το σώμα μας, αλλά και την ψυχή μας. Έχουν την δύναμιν οι διώκτες ημών ψευδώς να μας ενοχοποιήσουν και με τον πιο απρεπή τρόπο να μας συκοφαντήσουν, μπορούν να μας δικάσουν και να μας καταδικάσουν, μπορούν να μας φυλακίσουν και διώξουν, μπορούν με τη δύναμη του εξαναγκασμού σε κάτι στο οποίο μπορεί να καταφεύγει κάθε ανεύθυνη γήινη εξουσία, να πολλαπλασιάσουν τα σωματικά μας βάσανα έως τα όρια της ανθεκτικότητός μας. Μπορούν, όμως, έτσι άραγε, να μας χωρίσουν από την αγάπη του Χριστού; Δύνανται, μήπως, τα δεινά, οι απειλές, οι διώξεις, η πείνα, η γύμνια, οι κίνδυνοι, ή ακόμη και αυτός ο μαρτυρικός θάνατος, να μας χωρίσουν από τον Χριστό; – ρωτάει ο απόστολος Παύλος τους Ρωμαίους. Και απαντάει έτσι όπως θα απαντούσε κάθε ένας από εμάς, τους χτυπημένους και σκλαβωμένους από την τρελή αγάπη του Θεού «πέπεισμαι γὰρ ὅτι οὔτε θάνατος οὔτε ζωὴ οὔτε ἄγγελοι οὔτε ἀρχαὶ οὔτε δυνάμεις οὔτε ἐνεστῶτα οὔτε μέλλοντα οὔτε ὕψωμα οὔτε βάθος οὔτε τις κτίσις ἑτέρα δυνήσεται ἡμᾶς χωρίσαι ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν» (Ρωμ.8,38-39). Γι΄ αυτό, μην ανησυχείτε υπέρ του δέοντος, αδελφοί, ούτε για τα δικά μας δεσμά ούτε για τους διωγμούς εναντίον μας, των οποίων το τέλος δεν λέει να φανεί στον ορίζοντα. Γιατί δεν έχουμε εδώ μόνιμη πολιτεία αλλά λαχταρούμε την μελλοντική (Εβρ. 13,14). Ας μην Σας ανησυχούν ούτε οι ψευδείς κατηγορίες με τις οποίες κάποιους από Εσάς σας αντιμετωπίζουν σαν συμμέτοχους στις συκοφαντίες εναντίον ημών, θέλοντας έτσι να εντροπιάσουν την αφοσίωσήν μας στον Θεό και την Εκκλησία. Ο Κύριος μάς διδάσκει να μην μεριμνούμεν για το τι θα απολογηθούμε όταν μας παραδώσουν στα δικαστήρια. Αυτός θα μας φωτίσει εκείνη την ώρα τι να είπωμεν, διότι δεν θα είμαστε εμείς εκείνοι που θα μιλούμε ενώπιον των δικαστών, αλλά το Πνεύμα του Πατρός ημών το λαλούν εν ημίν (Ματθ. 10,19-20). Για εμάς που είμαστε στην Εκκλησία και προικιστήκαμε από το Θεό με όλα τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, επειδή η συμμετοχή έστω και σε ένα μέρος και μόνον του πιο μικρού χαρίσματος είναι αρκετό να μας καταστήσει κοινωνούς των μεγαλυτέρων δωρεών του Θεού, είναι χαρακτηριστικό να λέμε μόνον την αλήθεια, διότι αυτή για εμάς σημαίνει την ίδια τη ζωή. Εντούτοις, δεχτείτε σαν κάποια εκ των προτέρων γνώση, και την καθόλου μικρή δική μας εμπειρία από τα δικαστήρια της πατρίδος μας και τις εναντίον ημών άδικες και παράνομες αποφάσεις τους. Όταν οι δικαστικές αποφάσεις είναι υπό επιρροή από τις πολιτικές καταστάσεις, όπως άλλωστε συμβαίνει με όλες τις σχετικές με την Ορθόδοξο Αρχιεπισκοπή Αχρίδος δικαστικές διαδικασίες τα τελευταία δέκα χρόνια, τότε η δικαιοσύνη στερείται της αισθήσεως του δικαίου και η αλήθεια ουσιαστικά παραγνωρίζεται. Και παρ΄ όλο που έχουν θεσμοθετηθεί για να κρίνουν με βάση το δίκαιο και την αλήθεια, τα δικαστήρια που κρίνουν εμάς, είναι σαν να έθεσαν για σκοπό τους να κάνουν ακριβώς το αντίθετο. Ως εκ τούτου, είναι δυνατόν να μας δημιουργηθεί η εντύπωσις, ότι από μια τέτοια εν γένει κατάσταση δεν διαφαίνεται καμία διέξοδος. Αλλ΄ όμως, δεν υπάρχει χώρος για απογοήτευση. Εμείς είμεθα πήλινα δοχεία αδύναμοι, ευθραύστοι, φτωχοί για κάποιους ίσως μηδαμινοί και ανάξιοι. Για το Θεό, όμως, έχουμε ανεκτίμητη αξία (Β’Κορ. 4, 7-8). Ας επιρρίψομεν επ΄ Αυτόν πάσαν τήν μέριμναν ημών, διότι Αυτός νοιάζεται και ενδιαφέρεται δι΄ ημάς (Α΄Πετρ. 5, 7). Όσο περισσότερο συμμετέχουμε εις τα πάθη του Χριστού, τόσο περισσότερο έχουμε τη δική Του στήριξη. Ακόμα και τότε όταν περνάμε μέσα από λύπες εξαιτίας αναξιοπαθούντων δεινών που μας βρίσκουν στη ζωή, αυτό συμβαίνει ένεκεν της υποστηρίξεως και της σωτηρίας μας. Κι όταν ο Θεός στηρίζει κάποιον που πάσχει, δι΄ αυτού στηρίζει και εκείνους που μέσω των δεσμών της αγάπης συμμετέχουν στα δεινά του αναξιοπαθούντος. Όπως οι Κορίνθιοι, μέσω των δεσμών της αγάπης, συνέπασχον με τον απόστολο Παύλο, και ως εκ τούτου, εύλογα Εκείνος ανέμενε να βοηθηθούν αυτοί από τον Θεόν (Β΄Κορ. 1,3-11), ούτως και ημείς ικετεύομεν τον Κύριον και αναμένομεν να Σας αναζωπυρώσει την πίστη εις την επαγγελία Αυτού, να Σας κραταιώνει και να Σας παρηγορεί στον αγώνα με τις δοκιμασίες στις οποίες Σας έσπρωξε η κακία των σχισματικών και να Σας ρυσθεί οριστικώς από αυτά που θα μπορούσαν να υπερβούν τις δυνάμεις Σας εις το να αντέξετε και να νικήσετε. Αλλά σε εκείνους που γεύτηκαν τον πόνο που προκαλούν τα βάσανα στα οποία τους έριξε ο φθόνος των εχθρών τους, δεν χρειάζονται περαιτέρω εξηγήσεις γιατί είναι «ἀγαθὸν πεποιθέναι ἐπὶ Κύριον ἢ πεποιθέναι ἐπ᾿ ἄνθρωπον» (Ψαλ. 117,8), όπως είναι καλύτερο και το να αναζητούμε καταφύγιο στο Θεό παρά να ελπίζουμε μόνον στους ανθρώπους και στους κοσμοκράτορες του αιώνος τούτου (Ψαλ. 117,8-9). Η ωμότητα και η αναισθησία των ανθρώπων μπορούν συχνά να είναι χειρότερες και από εκείνη την κακία του διαβόλου, και γι΄ αυτό ο θεόπνευστος Δαυίδ επιλέγει ως καλύτερο το να πέσει κανείς στα χέρια του Θεού, ακόμη κι αν πρόκειται για θεία τιμωρία, παρά να πέσει στα χέρια ανθρώπων και να γίνει έρμαιο της εκδίκησής τους (Β΄Σαμ. 24,12). Οι υποσχέσεις που δίνει ο άνθρωπος είναι άστατες και συχνά εξαρτώνται από το ατομικό συμφέρον. Οι υποσχέσεις που επαγγέλλεται ο Θεός εκπληρώνονται σίγουρα, κάθε μια στην ώρα της, όταν ο Κύριος αποφασίσει ότι είναι το πιο ωφέλιμο. Εκείνο που ο Θεός υπόσχεται το σφραγίζει και το υπογράφει με το αίμα που έχυσε στο σταυρό. Γι΄ αυτό, όταν μας έρχεται να αναστενάξουμε βαθιά, θλιμμένοι από το βάρος των δυσκολιών, αισθανόμενοι ότι δεν έχουμε κανένα άλλο στήριγμα παρά μόνον τον Θεό, αναστενάζουμε αλλά χωρίς να απελπιζόμαστε, διότι «τί γάρ μοι ὑπάρχει ἐν τῷ οὐρανῷ, καὶ παρὰ σοῦ τί ἠθέλησα ἐπὶ τῆς γῆς;» (Ψαλ. 72,25). Ο Θεός ημών, εντούτοις, θα εισακούσει και θα παρηγορήσει σίγουρα ημάς, ιδιαιτέρως δε, εφόσον καταφέραμε να εφαρμόσουμε εκείνο το τελειώτερο το οποίο εντέλλεται ημίν, να αγαπούμε τους εχθρούς μας (Ματθ. 5,44). Να προσεύχεσθε για το καλό των διωκτών Υμών, να ζητάτε την ευλογία του Θεού γι΄ αυτούς, και όχι να τους καταριέστε (Ρωμ. 12,14). Ω, ποία μεγαλειότις, ω, ποία τελειότις! Το να σεβόμαστε τις αρχές του κράτους φαίνεται κάπως φυσικό ύστερα από αυτό που λέει ο απόστολος των εθνών στους Ρωμαίους, (Ρωμ. 13,1-7), ακόμη και το να προσευχόμαστε για τους έχοντας την εξουσία (Α΄Τιμ. 2,2), αλλά το να προσευχόμαστε για τους εχθρούς, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων των αρχόντων που είναι εχθρικά διακείμενοι προς την Εκκλησία, ε, αυτό πια, είναι παράδοξο! Παρ΄ όλα αυτά, δεν είναι άραγε γεμάτη η Εκκλησία μας από διαφόρων ειδών παράδοξα; Δεν είναι ακατανόητα παράδοξον η ενσάρκωση της υποστάσεως του Υιού του Θεού; Δεν είναι παράδοξον η άσπορος σύλληψις του Χριστού και η υπέρ φύσιν γέννησίς Του από Παρθένο; Δεν είναι άραγε παράδοξον το ότι τρώγοντας ψωμί και πίνοντας κρασί γινόμαστε μέλη του Σώματος του Χριστού και με αυτό και μέτοχοι της εν Θεώ ζωής; Οπότε, το να αγαπάει κάποιος τους εχθρούς του, και να ζητάει το έλεος του Θεού γι΄ αυτούς είναι όντως παράδοξον. Όμως, ακριβώς αυτή η παραδοξότητα είναι που μας κάνει να ομοιάζουμε με τον Ίδιον τον Θεόν. Η κρίσις και η εκδίκησις είναι του Θεού. Εκείνος είπε ότι σε Αυτόν ανήκουν η εκδίκησις και η ανταπόδωσις. Ο Κύριος θα δικαιώσει τον αδικημένον (Δευτ. 32,35-36) και είναι φοβερό να πέσει κανείς στα χέρια του αληθινού Θεού (Εβρ. 10, 31). Αυτός δεν τιμωρεί πάντοτε τους αδίκους· αλλά ακόμη, κι όταν τους τιμωρεί δεν το κάνει πάντοτε με ορατό τον τρόπο. Διότι, εάν τιμωρούσε όλους τους ενόχους κατά τάξην, και εάν το έκανε αυτό με ορατό τρόπο, τί θα απέμενε να συντελεστεί για την τελευταία Κρίση; Σε τούτον τον κόσμο, αγαπημένοι μας αδελφοί, υποφέρουν και οι καλοί και οι κακοί. Αλλά, αν και τα παθήματα είναι ίδια, και για αυτούς που κατά κάποιο τρόπο τα αξίζουν και για εκείνους που δεν έχουν καμία υπαιτιότητα, εντούτοις, η διάκρισις μεταξύ των μεν και των δε, δεν εξαφανίζεται, λέει ο ιερός Αυγουστίνος. Υπάρχει διαφορά μεταξύ αυτών που υποφέρουν, ακόμη κι αν ο τρόπος που υποφέρουν τα δεινά είναι όμοιος, έστω και ο πόνος ακόμη να είναι ίδιος, όμως ούτε η καταδίκη, αλλά ούτε η βοήθεια που είναι του Θεού είναι ίδιες. Όπως ακριβώς μέσα στην ίδια φωτιά ο χρυσός αστράφτει ενώ τα άχυρα καίγονται, ή όπως κάτω από το ίδιο αλώνι, τα στάχια κόβονται ενώ το σιτάρι αλωνίζεται, έτσι και όταν η ίδια δύναμη χτυπάει, τους μεν καλούς τους δοκιμάζει, τους καθαρίζει, τους διορθώνει, τους δε κακούς τους τιμωρεί, τους συντρίβει και τους διαλύει. Έτσι, κατά τον ίδιο πειρασμό, οι κακοί καταρώνται και βλασφημούν τον Θεό ενώ οι καλοί προσεύχονται και Τον δοξολογούν. Δεν είναι, λοιπόν, πρωτίστως σημαντικό το ποια και πόσα είναι τα βάσανα, αλλά το ποιος και πώς τα υπομένει. Εν τέλει, δεν είναι, άραγε, περισσότερο μακάριοι εκείνοι ακριβώς οι ονειδιζόμενοι, οι δεδιωγμένοι και υβριζόμενοι με ψευδείς και πονηρές κατηγορίες ένεκεν του Χριστού (Ματθ. 5,11); Το αποκορύφωμα όλων των μακαρισμών δεν είναι στην πραότητα, ούτε στην καθαρότητα της καρδίας, ούτε ακόμη, στην ειρήνη της ψυχής και στην μετάδοση αυτής, ούτε καν, στην δικαιοσύνη. Το αποκορύφωμα είναι στο χάρισμα του να υπομένει κάποιος την αδικία, τους ονειδισμούς, τους διωγμούς και τις συκοφαντίες χάριν της ζωής εν Χριστώ. Κι όταν ο άνθρωπος αγγίξει αυτήν την κορυφή τότε η χαρά μόνη της τον επισκέπτεται, μη ερχόμενη αυτή κατ΄ αναλογίαν με τα έργα, ούτε πάλι ως αμοιβή για τους μεγάλους άθλους και τις αρνήσεις, αλλ΄ όπως είπαμε στην αρχή, έρχεται ως χάρις, ως υπέροχο και τέλειο δώρο του ελέους του Θεού. Αυτή η εγκύκλιος επιστολή, αγαπημένοι μας εν Χριστώ αδελφοί και αδελφές, είναι γραμμένη στο κελί των προφυλακισμένων των φυλακών των Σκοπίων όπου είμεθα εγκλεισμένοι ήδη εδώ και δέκα μήνες. Οι συνθήκες κάτω από τις οποίες κρατούμεθα είναι ωμές και απάνθρωπες. Κατά τους θερινούς μήνες, σχεδόν καθ΄ όλη τη διάρκεια της ημέρας δεν είχαμε νερό, με λίγη τροφή και κανενός είδους ιατρική παρακολούθηση. Κλειδωμένοι για 23 ώρες και με μία μόνον ώρα παραμονής στον καθαρό αέρα την ημέρα. Κάθε τι που λαμβάνουμε περνάει από ενδελεχή έλεγχο και για οτιδήποτε είναι γραμμένο σε ξένη γλώσσα περιμένουμε μήνες την άδεια από το δικαστήριο για να μας παραδοθεί. Παρ΄ όλα αυτά, ο άνθρωπος είναι εικόνα του Θεού και διαθέτει χαρίσματα ώστε να μπορεί να προσαρμόζεται στις εξωτερικές συνθήκες, και έτσι, κάθε προφυλακισμένος, αργά ή γρήγορα, αποδέχεται την ωμά διαγραφόμενη πραγματικότητα και ζει σ΄ αυτήν και μαζί μ΄ αυτήν. Οι περισσότεροι από τους προφυλακισμένους δεν έχουν καταδικαστεί, αυτοί ή περιμένουν την ημέρα της δίκης τους ή την απόφαση της καταδίκης τους. Αυτή ακριβώς η αβεβαιότητα είναι το πιο δύσκολο πράγμα στην προφυλάκιση. Ο άνθρωπος μπορεί να συνηθίσει τον αποπνικτικά μικρό χώρο του κελίου των ελάχιστων τετραγωνικών μέτρων να τον μοιράζει και με άλλους συγκρατούμενους του, μπορεί να προσαρμοστεί και σε μια ζωή μέσα σε τέσσερις υγρούς και μουχλιασμένους τοίχους, ακόμη και η έλλειψη τροφής και ιατροφαρμακευτικής περιθάλψεως δεν μπορούν να τον πτοήσουν τόσο, όσο έχει τη δύναμη αυτό να το κάνει και να τον πτοήσει η αναμονή της εκδικάσεως της υποθέσεώς του και η δικαστική απόφασις. Η κατάστασις των προφυλακισμένων ίσως μπορεί να συγκριθεί με αυτήν των εγκληματιών που μετά τον θάνατό τους αναμένουν την προσωρινή τους καταδίκη. Αυτοί, αργότερα, ύστερα από την τελική κρίση, θα εκτίσουν την ποινή τους, αλλά η ίδια η αναμονή της ποινής είναι ήδη ποινή. Εάν θα μπορέσουμε να ισχυριστούμε για τους εγκληματίες, ότι και πριν από την δίκαια απόφαση για την κόλαση ήδη την περιμένουν αυτή σε ένα είδος κολάσεως, τότε για τους προφυλακισμένους μπορούμε να πούμε, ότι τελούν υπό δεσμά, συχνά πιο βαριά από εκείνα που θα αντιμετωπίσουν ύστερα από την εκδίκαση και την απόφαση. Ύστερα από όλα αυτά, θα θέλαμε μόνον να Σας παρακαλέσουμε έτσι όπως ο Απόστολος Παύλος παρακαλεί τους φωτισμένους «μιμνήσκεσθε τῶν δεσμίων ὡς συνδεδεμένοι, τῶν κακοχουμένων ὡς καὶ αὐτοὶ ὄντες ἐν σώματι» (Εβρ. 13, 3). Ενθυμήσθε ημάς αλλά μην μεριμνάτε υπέρ του δέοντος περί ημών. Τα άδικα δεσμά ελευθέρωσαν πολλούς από τις αμαρτίες τους, τις εκούσιες και τις ακούσιες. Έτσι και τα δικά μας αυτά δεσμά και δεινά, εάν τα υπομένουμε εξ αιτίας κάποιας αμαρτίας με την οποίαν κάποιον αδικήσαμε ή βλάψαμε, είναι δίκαια. Εάν πάλι, δεν υποφέρουμε εξ αιτίας κάποιων δικών μας αμαρτιών, τότε αυτοί οι πόνοι και τα βάσανα που υπομένουμε θα συντελέσουν μόνον εις το εκτυπώτερον μετασχείν του Χριστού και Υμών. Τα από αδικία πάθη, εν Χριστώ αγαπημένοι αδελφοί, είναι ο συντομότερος δρόμος προς τα βάθη της θεογνωσίας. Οπωσδήποτε, όταν τα πάθη αυτά γίνουν αποδεκτά εκουσίως, χωρίς εναντιόσεις και αντιρρήσεις και όταν υποστούν με χαρά. Με τα παθήματα και τις συμφορές που μας βρίσκουν, ιδιαιτέρως δε, εάν αυτά είναι αναξιοπαθούντα βάσανα, ανακαλύπτουμε και αληθινά επιβεβαιώνουμε το κατά πόσον είμεθα πλησίον του Θεού, ή καλύτερα, το πόσον Αυτός μας πλησίασε. Ημείς πλησιάζουμε Αυτού, όταν με τα παθήματα μας συμμετέχουμε στη δική Του θυσία για τη ζωή του κόσμου. Μόνον η δική μας θυσία δεν είναι αρκετή για την συμφιλίωσή μας με το Θεό. Γι΄ αυτό και ήταν απαραίτητη η θυσία του Χριστού. Όμως, η θυσία που εμείς προσφέρουμε, κάποτε μπορεί να μας συμφιλιώσει μεταξύ μας. Εάν αυτή η δική μας ελάχιστη θυσία, την οποίαν εκουσίως και εθελουσίως προσφέρομεν εις τον Θεόν, συντελέσει εις το να επέλθει πλήρης συμφιλίωσις μετά των σχισματικών και εις την υπέρβασιν του υπάρχοντος σχίσματος, τότε όλα όσα υπομένουμε τα δέκα τελευταία χρόνια, μεταξύ των άλλων μερικές διώξεις, εξορίες και μεγάλο αριθμό φυλακίσεων, ας είναι από εμάς μόνον ένα μικρό λιθαράκι προς εκείνο το οποίον είναι το πιο πολύτιμο για την Εκκλησίαν, και αυτό είναι η Ενότητά Της. Έτι ευχόμεθα, προς τον Θεόν και Πατέρα, να Σας ενισχύει και να Σας στερεώνει στην ενότητα μετά του αγαπημένου Αυτού Υιού, ώστε συναζόμενοι εν ενί Σώματι συνεργεία του Αγίου Πνεύματος, από κοινού να δοξάζομεν τον εν Τριάδι Θεόν, αναμένοντας την παρουσία του Χριστού, διότι εν Αυτώ απεθάνομεν, και η ζωή ημών κέκρυπται σύν τω Χριστώ εν τω Θεώ. Και όταν ο Χριστός φανερωθεί, η ζωή ημών, τότε και ημείς συν Αυτώ θα φανερωθούμε δοξασμένοι στην παρουσία Του (Κολ. 3, 3-4).8/21 Σεπτεμβρίου 2012
η Γέννηση της Θεοτόκου
Τμήμα προφυλακίσεως του ποινικού σωφρονιστικού ιδρύματος
Φυλακών Σκοπίων
Ο υπέρ Υμών ευχέτης προς Κύριον
Ο Αρχιεπίσκοπος Αχρίδος και Μητροπολίτης Σκοπίων Ι ω ά ν ν η ς
SIR STEVEN RUNCIMAN
Ο ΜΕΓΙΣΤΟΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ
θά εἶναι ἡ μόνη ἱστορική Ἐκκλησία πού θά ὑφίσταται»
Ὁ ἱστορικός, συγγραφέας, ἀκούραστος περιηγητής καί σαγηνευτικός ἀφηγητής Sir Steven Runciman γεννήθηκε στίς 7 Ἰουλίου τοῦ 1903 στή Βόρεια Ἀγγλία καί ἔζησε 97 χρόνια, γιά νά συνδεθεῖ καί νά ἀγαπήσει ὅσοι λίγοι τή χώρα μας. Ὡς ἕνας ἀπό τούς σημαντικότερους βυζαντινολόγους κατάφερε κι ἔσυρε ἀπό τή λήθη, ὅ,τι θαυμαστό εἶχε νά ἐπιδείξει τό Βυζάντιο. Τό πολυσχιδές ἔργο του, πράγματι, ἀποτελεῖ μία τεκμηριωμένη καταγραφή, ἀλλά καί ἑρμηνεία τῆς βυζαντινῆς ἱστορίας. Στό σύνολό του τό ἔργο τοῦ Runciman, ἰχνογραφεῖ καί διαφωτίζει τή βυζαντινή ἱστορία μέσα ἀπό τόν χαρακτήρα τῶν ἀνθρώπων, τήν ποικιλία τῶν θεσμῶν, τῶν τρόπων σκέψης καί τῶν πολιτισμικῶν ἐκφράσεών του. Ὡς κλασικός ἱστορικός, ὁ Runciman ἐπιμελῶς ἐπιστρέφει στίς βυζαντινές πηγές, προσφέροντάς μας μία σύνθετη εἰκόνα τῆς πολιτιστικῆς, κοινωνικῆς, καί πολιτικῆς δομῆς τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας. Γιά τό λόγο αὐτό, οἱ νεότεροι βυζα-ντινολόγοι, θά πρέπει νά τοῦ εἶναι εὐγνώμονες, γιατί δημιούργησε τήν πιό ἔγκυρη καί περιεκτική ἱστορική ἐπισκόπηση τῆς βυζαντινῆς περιόδου.
Ἡ συνέντευξη ποὺ άκολουθεῖ δόθηκε ἀπὸ τὸν Sir Steven Runciman στὸ Elsishields τῆς Σκωτίας στὸν πατρογονικό του πύργο τόν Ὀκτώβρη τοῦ 1994, γιά λογαριασμό τῆς ΕΤ3 στίς δημοσιογράφους Χρύσα Ἀράπογλου καί Λαμπρινή Χ. Θωμά. Γιά τεχνικούς λόγους, δέν «βγῆκε» ποτέ στόν ἀέρα. Καί οἱ δύο δημο-σιογράφοι θεωροῦν τή συνέντευξη αὐτή ἀπό τίς πιό σημαντικές τῆς καριέρας τους, μία καί ἀνήκει στό εἶδος τῶν «συζητήσεων» πού σέ διαμορφώνουν καί δέν ξεχνᾶς ποτέ. Θεωροῦν ὅτι πρέπει νά δεῖ τό φῶς τῆς δημοσιότητας, ἔστω καί μέ μία τόσο θλιβερή ἀφορμή, ὅπως ὁ θάνατος τοῦ μεγάλου φιλέλληνα.
Δημοσιογράφος: Πῶς νοιώθει ἕνας ἄνθρωπος πού ἀσχολεῖται τόσο χρόνια μέ τό Βυζάντιο; Κουραστήκατε;
Runciman: Δύσκολο νά ἀπαντήσω. Τό ἐνδιαφέρον μου ποτέ δέν ἐξανεμί-στηκε. Ὅταν ἄρχισα νά μελετῶ τό Βυζάντιο, ὑπῆρχαν πολλοί λίγοι ἄνθρωποι σ’ αὐτή τή χώρα (σ.σ. τή Μεγάλη Βρετανία) πού ἐνδιαφέρονταν, ἔστω καί ἐλάχιστα, γιά τό Βυζάντιο. Μ’ ἀρέσει νά πιστεύω πώς «δημιούργησα» ἐνδιαφέρον γιά τό Βυζάντιο. Αὐτό πού μέ ἱκανοποιεῖ, ἰδιαίτερα σήμερα, εἶναι ὅτι πλέον ὑπάρχουν ἀρκετοί, πολύ καλοί ἐκπρόσωποι (σ.σ. τῆς σπουδῆς τοῦ Βυζαντίου) στή Βρετανία. Μπορῶ νά πῶ ὅτι αἰσθάνομαι πατρικά ἀπέναντί τους. Εἶμαι εὐτυχής, λοιπόν, πού ἐπέλεξα τό Βυζάντιο ὡς τό κύριο ἱστορικό μου ἐνδιαφέρον.
Δ: Κι ἦταν ἑλκυστικό γιά σᾶς ὅλα αὐτά τά χρόνια;
R: Πιστεύω πώς κάθε γεγονός τῆς ἱστορίας, ἄν ἀρχίσεις νά τό μελετᾶς σέ βάθος, μπορεῖ νά γίνει συναρπαστικό. Τό δέ Βυζάντιο τό βρίσκω ἐξαιρετικά συναρπαστικό, γιατί ἦταν ἕνας αὐθύπαρκτος πολιτισμός. Γιά νά μελετήσεις τό Βυζάντιο, πρέπει νά μελετήσεις τήν τέχνη, νά μελετήσεις τή θρησκεία, νά μελετήσεις ἕναν ὁλόκληρο τρόπο ζωῆς, πού εἶναι πολύ διαφορετικός ἀπό τόν σημερινό.
Δ: Καλύτερος ἤ χειρότερος;
R: Κοιτάξτε, δέν εἶμαι σίγουρος ἄν θά μοῦ ἄρεσε νά ζήσω στούς βυζαντιν-ούς χρόνους. Δέν θά μοῦ ἄρεσε, λόγου χάριν, νά ἀφήσω γένια. Ὡστόσο, στό Βυζάντιο εἶχαν ἕναν τρόπο ζωῆς πού ἦταν καλύτερα δομημένος. Ἄλλωστε, ὅταν ἔχεις ἔντονο θρησκευτικό συναίσθημα, ἡ ζωή σου «μορφοποιεῖται» κι εἶναι πολύ πιό ἱκανοποιητική ἀπό τή σημερινή, ὅπου κανείς δέν πιστεύει σέ τίποτε ἀρκετά.
Δ: Ἄρα ἦταν μία θρησκευτική Πολιτεία;
R: Ἦταν ἕνας πολιτισμός, στόν ὁποῖο ἡ θρησκεία ἀποτελοῦσε μέρος τῆς ζωῆς.
Δ: Καί στούς ἕντεκα αὐτούς αἰῶνες;
R: Νομίζω ὅτι ὁ κόσμος μιλᾶ γιά τό Βυζάντιο λές κι παρέμεινε τό ἴδιο, ἕνας πολιτισμός ἀμετάβλητος κατά τή διάρκεια ὅλων αὐτῶν τῶν αἰώνων. Εἶχε ἀλλά-ξει πολύ ἀπό τήν ἀρχή ὡς τό τέλος του, ἄν καί κάποια συγκεκριμένα βασικά στοιχεῖα κράτησαν σέ ὅλη τή διάρκειά του, ὅπως τό θρησκευτικό αἴσθημα. Μπορεῖ νά διαφωνοῦσαν γιά θρησκευτικά ζητήματα ἀλλά πίστευαν ὅλοι, κι αὐτό τό αἴσθημα εἶναι μόνιμο. Ὁ σεβασμός, ἡ ἐκτίμηση στίς τέχνες, ὡς ἐκεῖνες πού εὐχαριστοῦν τό Θεό, κι αὐτά διατηρήθηκαν. Κι ἔτσι, παρ’ ὅτι οἱ μόδες ἄλλαζαν, ἡ οἰκονομική κατάσταση ἄλλαζε, οἱ πολιτικές καταστάσεις ἄλλαζαν, ὑπῆρχε μία ἀκεραιότητα πολύ ἐνδιαφέρουσα μέσα στό σύνολο.
Δ: Μιλᾶμε γιά θρησκεία κι ἠθική. Τό Βυζάντιο πολλοί τό θεωροῦν μία περίοδο πολέμων, δολοφονιῶν, δολοπλοκιῶν, «βυζαντινισμῶν» πού οὐδε-μία σχέση εἶχε μέ τήν ἠθική.
R: Γίνονταν καί τότε πολλοί φόνοι, ἀλλά δέν ὑπάρχει περίοδος τῆς ἱστορίας πού αὐτοί νά λείπουν. Κάποτε ἔδινα μία διάλεξη στίς Η.Π.Α. καί στό ἀκροατήριό μου ἦταν κι ἡ κόρη τοῦ προέδρου Τζόνσον, πού μελετοῦσε τό Βυζάντιο. Ἦρθε στή διάλεξη μέ δύο σωματοφύλακες, δύο σκληρούς κυρίους πού τήν πρόσεχαν. Μοῦ ἐξήγησε ὅτι ἀγαποῦν τή βυζαντινή ἱστορία, γιατί εἶναι γεμάτη φόνους καί φαντάζει σάν σχολικό μάθημα (homework). Εἶχα τό τάκτ νά μήν τῆς πῶ ὅτι, ὡς τότε, τό ποσοστό τῶν ἀμερικανῶν προέδρων πού εἶχαν δολοφονηθεῖ ἦταν πολύ μεγαλύτερο σέ σχέση μέ τά χρόνια ὕπαρξης τῶν Η.Π.Α. ἀπό τό ποσοστό τῶν δολοφονημένων βυζαντινῶν αὐτοκρατόρων στή διάρκεια τῆς αὐτοκρατορίας. Οἱ ἄνθρωποι συνεχίζουν νά δολοφονοῦν.
Δ: Γράφετε στό Βυζαντινό πολιτισμό ὅτι δέν ὑπῆρχε θανατική ποινή στό Βυζάντιο.
R: Ὄντως δέν σκότωναν καί η μαγέλη διαφρά φαίνεται στούς ορωτους χρόνους. Ὅταν ἡ Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία ἔγινε χριστιανική, μία ἀπό τίς βασικότερες ἀλλαγές ἦταν νά σταματήσουν οἱ μονομαχίες, νά μήν πετοῦν πιά ἀνθρώ-πους στά λιοντάρια κι ὅλα τά σχετικά. Ἡ αὐτοκρατορία ἔγινε πολύ πιό ἀνθρωπi-στική. Καί πάντα ἀπέφευγαν, ὅσο μποροῦσαν, τή θανατική ποινή. Κατά καιρούς, κάποιοι αὐτοκράτορες κατέφευγαν σέ αὐτή, ἀλλά οἱ περισσότεροι χρησιμοποιοῦσαν ὡς ἐσχάτη τιμωρία, μία μέθοδο πού σήμερα μᾶς φαίνεται ἀποτρόπαια: τόν ἀκρωτηριασμό κάποιας μορφῆς. Ἀλλά μοῦ φαίνεται ὅτι οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι θά προτιμοῦσαν νά τούς κόψουν π.χ. ἕνα χέρι, παρά νά τούς θανατώσουν.
Δ: Ὑπάρχει ἐδῶ καί καιρό ἕνας διάλογος ἀνοικτός στήν Ἑλλάδα. Ὑπάρχουν σύγχρονοι Ἕλληνες διανοούμενοι πού ὑποστηρίζουν ὅτι τό Βυζάντιο δέν ἀξίζει νά μελετηθεῖ ἰδιαίτερα, ὅτι δέν δημιούργησε τίποτε, ὅτι εἶχε σχολιαστές τῶν γρα-φῶν κι ὄχι διανοούμενους. Μέ μία φράση «δέν ἦταν καί τίποτε ἀξιομνημόνευτο».
R: Νομίζω ὅτι αὐτοί οἱ Ἕλληνες εἶναι πολύ ἄδικοι μέ τούς βυζαντινούς τους προγόνους. Δέν ἦταν μία κοινωνία χωρίς διανοούμενους, ἀρκεῖ νά δεῖς τή δουλειά καί τήν πρόοδο τῆς βυζαντινῆς ἰατρικῆς. Μπορεῖ νά μήν συμπαθεῖ κάποιος τή θρησκεία, ἀλλά μερικοί ἀπό τούς ἐκκλησιαστικούς συγγραφεῖς, ὅπως οἱ Καππα-δόκες πατέρες καί πολλοί ἀκόμη ὡς τόν Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, ἦταν ἄνθρωποι μοναδικῆς πνευματικότητας. Ὑπῆρχε ἔντονη διανόηση καί πνευματική ζωή στό Βυζάντιο. Κυρίως δέ, στό τέλος τῶν βυζαντινῶν χρόνων, π.χ. στήν Παλαιολόγεια περίοδο. Εἶναι ἀρκετά περίεργο πώς, τήν ὥρα πού ἡ αὐτοκρατορία συρρι-κνωνόταν, ἡ διανόηση ἦταν πιό ἀνθηρή ἀπό ποτέ.
Δ: Κάποιοι ἄλλοι ὑποστηρίζουν ὅτι δέν εἶχε τέχνη.
R: Τότε αὐτοί δέν πρέπει νά ξέρουν τίποτε ἀπό τέχνη. Ἡ βυζαντινή τέχνη ἦταν ἀπό τίς μεγαλύτερες σχολές τέχνης παγκοσμίως. Κανένας ἀρχαῖος Ἕλληνας δέν θά μποροῦσε νά χτίσει τήν Ἁγία Σοφία, αὐτό ἀπαιτοῦσε πολύ βαθιά τεχνική γνώση. Κάποιοι, ξέρετε, ὑποστηρίζουν ὅτι ἡ βυζαντινή τέχνη εἶναι στατι-κή. Δέν ἦταν καθόλου στατική, ἀλλά ἦταν μία σχολή τέχνης ἀπό τίς σημαντικό-τερες στόν κόσμο, πού, ὅσο περνᾶ ὁ καιρός, ἐκτιμᾶται ὅλο καί περισσότερο, κι ὅσοι ἕλληνες διανοούμενοί σας λένε ὅτι τό βυζάντιο δέ δημιούργησε τίποτε, εἶναι τυφλοί.
Δ: Ἄρα, ὅσοι χαρακτηρίζουν «ἁπλή μίμηση κι ἀντιγραφή» τή βυζαντι-νή τέχνη, μᾶλλον σφάλλουν.
R: Ἄν κάνεις κάτι ἄριστα, μπορεῖς νά τό ἐπαναλάβεις ἄριστα. Ἀλλά ὑπῆρχαν πάντα διαφορές. Βλέποντας μία εἰκόνα μποροῦμε νά τή χρονολογήσουμε, ἄν ἦταν ὅλες ἴδιες, αὐτό δέν θά συνέβαινε. Ὑπάρχουν συγκεκριμένες παραδόσεις πού διατηροῦνταν, ἀλλά ἡ τέχνη αὐτή παρουσιάζει μεγάλες διαφορές ἀπό αἰώνα σέ αἰώνα. «Κόλλησε» καί παρέμεινε ἡ ἴδια μετά τήν πτώση τῆς «Τουρκοκρατίας», διότι ἔλειπαν ἀπό τή χώρα σας οἱ φωτισμένοι χορηγοί. Ἡ τέχνη τῶν Παλαιολόγων εἶναι πολύ διαφορετική ἀπό τήν Ἰουστινιάνεια. Φυσικά, εἶχε καί ἀναλογίες, ἀλλά δέν ἦταν μιμητική. Τά πράγματα εἶναι ἁπλά: οἱ ἄνθρωποι πού κατατρέχουν τό Βυζάντιο ποτέ δέν τό μελέτησαν, ξεκίνησαν μέ προκαταλήψεις ἐναντίον του. Δέν γνωρίζουν τί κατόρθωσε, τί ἐπετεύχθη.
Δ: Ὑποστηρίζεται ἀπό ὁρισμένους ὅτι τό Βυζάντιο δέν ἦταν ἑλληνικό καί δέν ἀποτέλεσε κανενός εἴδους συνέχεια τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδας. Δέν εἶχε δημο-κρατία ἤ ἔστω δημοκρατικούς θεσμούς.
R: Δέν νομίζω ὅτι οἱ σύγχρονοι Ἕλληνες εἶναι περισσότερο Ἕλληνες ἀπό τούς βυζαντινούς. Μέσα στόν χρόνο, μές στούς αἰῶνες, οἱ φυλές δέν μένουν καθαρές, ὑπάρχουν ὅμως ὁρισμένα χαρακτηριστικά τῶν πολιτισμῶν πού παραμέ-νουν ἐθνικά. Οἱ βυζαντινοί χρησιμοποιοῦσαν τήν ἑλληνική γλώσσα πού ἄλλαξε λίγο, ἀλλά οἱ γλῶσσες ἀλλάζουν• ἐνδιαφέρονταν γιά τή φιλοσοφία καί τή φιλοσοφική ζωή πάρα πολύ, ἦταν μέν ὑπήκοοι ἑνός αὐτοκράτορα, ἀλλά αὐτός ὁ αὐτοκράτορας ἔπρεπε νά φέρεται σωστά, γιατί γίνονταν εὔκολα λαϊκές ἐξεγέρσεις. Τό χειρότερο πού θά μποροῦσαν νά ποῦν γιά τό Βυζάντιο εἶναι πώς ἦταν, μᾶλλον, ἕνα γραφειοκρατικό κράτος. Ὅμως εἶχε μία πολύ μορφωμένη γραφειο-κρατία, πολύ πιό μορφωμένη ἀπό τούς γραφειοκράτες τοῦ σημερινοῦ κόσμου. Καί τί ἐννοεῖτε μέ τή λέξη «δημοκρατία»; Ἦταν ὅλη ἡ ἀρχαία Ἑλλάδα δημο-κρατική; Ὄχι. Θά ἔλεγα στούς Ἕλληνες, πού ὑποστηρίζουν κάτι τέτοιο, νά διαβάσουν τήν ἴδια τους τήν ἱστορία, εἰδικότερα τῆς κλασικῆς Ἑλλάδας. Ἐκεῖ, θά βροῦν πολλά νά κατακρίνουν. Ποτέ μου δέν κατάλαβα τί ἀκριβῶς σημαίνει «δημοκρατία». Στά περισσότερα μέρη τοῦ κόσμου σήμερα, δημοκρατία σημαίνει νά σέ κυβερνοῦν τά μέσα μαζικῆς ἐνημέρωσης, οἱ ἐφημερίδες, ἡ τηλεόραση. Διότι, εἶναι θεμιτό νά ἔχουμε αὐτό πού ὀνομάζεται «λαϊκή ψῆφος» ἀλλά, ἀπό τή στιγμή πού οἱ ἄνθρωποι δέν μποροῦν νά κρίνουν μόνοι τους κι ὑπάρχουν πολλοί ἄνθρωποι στόν σύγχρονο κόσμο πού δέν σκέφτονται, τότε μεταφέρουν τήν ἐξουσία στά χέρια ὅσων κατέχουν τά ΜΜΕ, οἱ ὁποῖοι, μέ τή δύναμη πού ἔχουν, θά ἔπρεπε νά ἐπιλέξουν τον δύσκολο δρόμο καί νά μορφώσουν ὅλο τόν κόσμο. Πολλοί ἐξ αὐτῶν, ὄχι ὅλοι εὐτυχῶς, εἶναι ἀνεύθυνοι. Δημοκρατία μπορεῖ νά ὑπάρξει μόνον ἐάν ἔχουμε ἕνα ὑψηλῆς μόρφωσης κοινό. Σέ μία πόλη σάν τήν ἀρχαία Ἀθήνα ὑπῆρχε δημοκρατία χωρίς νά σκεφτόμαστε πῶς περνοῦσαν οἱ σκλάβοι ἤ οἱ γυναῖκες, διότι οἱ ἄνδρες εἶχαν ὅλοι πολύ καλή μόρφωση. Συνήθως δέν ἐξέλεγαν τούς κυβερνῆτές τους, τραβοῦσαν κλῆρο, σάν νά τό ἄφηναν στά χέρια τοῦ Θεοῦ, καμία σχέση μέ τή βουλή τῶν κοινοτήτων.
Δ: Ὑπῆρχε κοινωνικό κράτος στό Βυζάντιο;
R: Ἡ Ἐκκλησία ἔκανε πολλά γιά τούς ἀνθρώπους. Τό Βυζάντιο εἶχε πλήρη κοινωνική αἴσθηση. Τά νοσοκομεῖα ἦταν πολύ καλά, ὅπως καί τά γηροκομεῖα, τά ὁποῖα ἀνῆκαν κυρίως στήν Ἐκκλησία, ἀλλά ὄχι μόνο σέ αὐτή, ὑπῆρχαν καί κρα-τικά. Ἄς μήν ξεχνᾶμε ὅτι ἕνας ἀπό τούς πιό ὑψηλόβαθμους ἀξιωματούχους τοῦ κράτους ἦταν ὁ Ὀρφανοτρόφος. Σίγουρα ἡ Ἐκκλησία ἔπαιξε βασικό κοινωνικό ρόλο. Δέν ἦταν ἁπλά ἕνα καθεστώς ἐρημιτῶν πού κάθονταν στό Ἅγιον Ὅρος• ἦταν κι αὐτό, ἀλλά ὑπῆρχε ἕνα σύστημα ἀπό μοναστήρια στίς πόλεις. Τά μοναστήρια φρόντιζαν τούς Οἴκους γιά τούς γέροντες, τῶν ὁποίων οἱ μοναχοί μόρφωναν τή νεολαία, κυρίως τά ἀγόρια, γιατί τά κορίτσια μορφώνονταν στό σπίτι, καί τά περισσότερα παρεῖχαν πολύ καλή μόρφωση. Τά κορίτσια τοῦ Βυζα-ντίου εἶχαν πολλές φορές καλύτερη παιδεία, διότι «ἀπολάμβαναν» περισσότερη ἰδιωτική προσοχή. Νομίζω ὅτι ἡ βαθμολογία, πού θά δίναμε στό κοινωνικό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας στό Βυζάντιο, εἶναι ἰδιαίτερα ὑψηλή.
Δ: Καί ἡ παιδεία τους, κατά τό Μέγα Βασίλειο, ὄφειλε νά στηρίζεται στόν Ὅμηρο, τόν «διδάσκαλο τῶν ἀρετῶν».
R: Ἦταν γνῶστες τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γραμματείας. Εἶναι ἀξιομνη-μόνευτο, ὡστόσο, ὅτι δέν ἔδιναν μεγάλη σημασία στούς Ἀττικούς Τραγωδούς, ἀλλά στούς λοιπούς ποιητές. Ὑπάρχει ἡ διάσημη ἱστορία μίας ἑλκυστικῆς κυρίας, φίλης ἑνός αὐτοκράτορα, πού μᾶς διηγεῖται ἡ Ἄννα Κομνηνή. Τήν ὥρα πού ἡ κυρία περνοῦσε, κάποιος τῆς φώναξε ἕναν ὁμηρικό στίχο, πού μιλοῦσε γιά τήν Ἑλένη στήν Τροία, κι ἐκείνη κατάλαβε τό ὑπονοούμενο. Δέν ὑπῆρχε κανείς λόγος νά τῆς ἐξηγήσει κάποιος, ποιανοῦ ἦταν οἱ στίχοι. Ὅλα ἀνεξαιρέτως τά ἀγόρια καί τά κορίτσια ἤξεραν τόν Ὅμηρο. Ἡ Ἄννα Κομνηνή δέν ἐξηγεῖ ποτέ τά σημεῖα στά ὁποῖα ἀναφέρεται στόν Ὅμηρο, ὅλοι οἱ ἀναγνῶστές της τά γνώριζαν.
Δ: Ἀμόρφωτοι δέν ὑπῆρχαν στό Βυζάντιο;
R: Ἂλλα ἦταν τά προβλήματα τῆς βυζαντινῆς γραμματείας. Ἦταν τόσο καλοί γνῶστες τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γραμματείας, ὥστε ἐπηρεάστηκαν στή διαμόρφωση τῆς γλώσσας. Πολλοί ἱστορικοί ἤθελαν νά γράψουν σάν τόν Θου-κυδίδη, δέν ἤθελαν νά γράψουν στή γλώσσα πού τούς ἦταν πιό φυσική, ἀλλά στήν ἀρχαία. Ἡ μεγάλη τραγωδία τῶν βυζαντινῶν γραμμάτων ἦταν ἡ ἐξάρτησή της ἀπό τήν κλασική γραμματεία. Ὄχι γιατί δέν γνώριζαν ἀρκετά, ἀλλά γιατί γνώριζαν πολύ περισσότερα ἀπό ὅσα ἦταν ἀπαραίτητα, γιά τό δικό τους «δημι-ουργικό» καλό.
Δ: Θά θέλατε νά ζεῖτε στό Βυζάντιο;
R: Δέν ξέρω ἄν προσωπικά θά ταίριαζα στήν ἐποχή τοῦ Βυζαντίου. Ἄν ζοῦσα τότε, σκέφτομαι ὅτι θά ἀναπαυόμουν σέ κάποιο μοναστήρι, ζῶντας, ὅπως πολλοί μοναχοί ζοῦσαν, μία ζωή διανοούμενου, χωμένος στίς θαυμάσιες βιβλιοθῆκες πού διέθεταν. Δέν νομίζω πώς θά ἤθελα μία ζωή στή Βυζαντινή πολιτική, ἀλλά εἶναι πολύ δύσκολο νά βρεῖς μία περίοδο στήν παγκόσμια ἱστορία στήν ὁποία θά ἤθελες νά ζήσεις. Ὅλα ἐξαρτῶνται ἀπό τό πολίτευμα, τήν κοινωνία, τήν τάξη στήν ὁποία γεννιέσαι. Θά ἤθελα νά ζῶ στή Βρετανία τοῦ 18ου αἰώνα ἄν εἶχα γεννηθεῖ ἀριστοκράτης, ἀλλιῶς δέν θά μοῦ ἄρεσε καθόλου. Εἶναι πολύ δύσκολο νά ἀπαντηθεῖ τό ἐρώτημά σας.
Δ: Ἡ κατάσταση στή Βαλκανική σᾶς ἀνησυχεῖ;
R: Μέ ἐνδιαφέρουν πολύ τά Βαλκάνια, εἶναι ἕνα μέρος τοῦ κόσμου πού μέ «συντροφεύει» πολλά χρόνια, κι ἔτσι, φυσικά, καί ἐνδιαφέρομαι καί θλίβομαι.
Δεν γνωρίζω τί μπορεῖ νά φέρει τό μέλλον. Ἕνα ἀπό τά πράγματα, πού μέ ἐνοχλεῖ ἐλαφρῶς στά γηρατειά μου, εἶναι ὅτι θά ἤθελα νά γνωρίσω τί θά συμβεῖ σέ συγκεκριμένα μέρη τοῦ κόσμου καί κυρίως στά Βαλκάνια σέ μερικά χρόνια. Ἡ Ἑλλάδα θά προχωρήσει καί ἀπό τίς ὑπόλοιπες Βαλκανικές χῶρες μᾶλλον καί ἡ Βουλγαρία. Ἀλλά γιά τή Ρουμανία καί τή Γιουγκοσλαβία, νοιώθω ἀπελπισμένος, ὅταν σκέφτομαι τό μέλλον τους.
Δ: Μήπως τά Βαλκάνια πληρώνουν τήν ἱστορία τους, σήμερα;
R: Κατά κάποιο τρόπο, ναί. Εἶναι μεγάλο πρόβλημα νά ἔχεις μεγάλη ἱστορία. Διότι, ἔχεις πολύ περισσότερες μνῆμες ἀπό ὅ,τι μπορεῖς νά σηκώσεις. Εἶναι μία τραγωδία στήν περιοχή αὐτές οἱ μνῆμες, διότι ἔχεις νά νοιαστεῖς γιά πάρα πολλά. Δέν κυλοῦν εὔκολα τά πράγματα, λόγω τῆς ἀρχαίας, μέ βαθιές ρίζες, μνήμης.
Δ: Πρόσφατα ἄνοιξε ἕνας παγκόσμιος διάλογος καί στή χώρα σας γιά τό κατά πόσον ὁ Γ΄ Παγκόσμιος Πόλεμος θά εἶναι θρησκευτικός.
Ρ: Ἀνησυχῶ γιὰ συγκεκριμένες θρησκεῖες• μὲ ἀνησυχοῦ οἱ ἐξτρεμιστές μουσουλμάνοι, οἱ ὁποῖοι ἀποτελοῦν ἕνα πού ρεαλιστικό κίνδυνο γιά τόν πολτισμό, ἀλλά ἡ θρησκεία χρειάζεται. Οἱ ἄνθρωποι θά νοιώσουν εὐτυχέστεροι, λιγότερο χαμένοι, μέ τή θρησκεία σήμερα. Τό πρόβλημα εἶναι ὅτι δέν μποροῦμε νά ἔχουμε μία παγκόσμια θρησκεία, καί οἱ διάφορες θρησκεῖες ποτέ δέν συμπά-θησαν ἰδιαιτέρως ἡ μία τήν ἄλλη. Ἡ φιλανθρωπία δέν καλύπτει καί τό γείτονα τῆς διπλανῆς πόρτας, ἄν αὐτός πρεσβεύει ἄλλη θρησκεία. Δέ νομίζω, δηλαδή, ὅτι ἡ θρησκεία θά εἶναι ἡ σωτηρία, ἀλλά δέν γνωρίζω καί τίποτε πού νά μπορεῖ νά εἶναι ἡ σωτηρία. Μέ τόν πληθυσμό νά αὐξάνεται, εἶναι πολύ δύσκολο νά βελτιωθοῦν τά δεδομένα τῆς ἐκπαίδευσης, σέ παγκόσμια κλίμακα. Ἁπλῶς, ποτέ δέ θά ὑπάρ-ξουν ἀρκετοί δάσκαλοι στόν κόσμο, τουλάχιστον μορφωμένοι δάσκαλοι. Φοβᾶμαι πώς εἶμαι ἀπαισιόδοξος.
Δ: Πῶς βλέπετε τήν Ὀρθοδοξία μέσα σ’ αὐτό τόν κύκλο;
Ρ: Ἔχω μεγάλο σεβασμό γιά τά χριστιανικά δόγματα καί κυρίως γιά τήν Ὀρθοδοξία, διότι μόνον ἡ Ὀρθοδοξία ἀναγνωρίζει πώς ἡ θρησκεία εἶναι μυστή-ριο. Οἱ ρωμαιοκαθολικοί καί οἱ προτεστάντες θέλουν νά τά ἐξηγήσουν ὅλα. Εἶναι ἄσκοπο νά πιστεύεις σέ μία θρησκεία, θεωρῶντας ὅτι αὐτή ἡ θρησκεία θά σέ βοηθήσει νά τά καταλάβεις ὅλα. Ὁ σκοπός τῆς θρησκείας εἶναι ἀκριβῶς γιά νά μᾶς βοηθάει νά κατανοήσουμε τό γεγονός ὅτι δέν μποροῦμε νά τά ἐξηγήσουμε ὅλα. Νομίζω πώς ἡ Ὀρθοδοξία συντηρεῖ αὐτό τό πολύτιμο αἴσθημα τοῦ μυστη-ρίου.
Δ: Μά, χρειαζόμαστε τό μυστήριο;
Ρ: Τό χρειαζόμαστε• χρειαζόμαστε αὐτή τή γνώση πού λέει πώς στό σύμπαν ὑπάρχουν πολύ περισσότερα ἀπό αὐτά πού μποροῦμε νά κατανοήσουμε. Χρεια-ζόμαστε τήν διανοητική μετριοφροσύνη, κι αὐτή ἀπουσιάζει, εἰδικά μεταξύ τῶν δυτικῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀνδρῶν.
Δ: Αὐτό εἶναι χαρακτηριστικό της σχέσης τῶν Ὀρθοδόξων μέ τούς ἁγίους τους, ὁ σεβασμός τῆς ταπεινότητας. Πῶς σχολιάζετε τό γεγονός ὅτι ἀρκετοί ἅγιοι ἀνακατεύτηκαν στήν πολιτική ἤ ἄσκησαν πολιτική;
R: Ὅλοι, ὅσοι θέλουν νά ἐπηρεάσουν ἄλλους ἀνθρώπους, ἀσκοῦν πολιτική καί εἶναι πολιτικοί. Πολιτική σημαίνει νά προσπαθεῖς νά ὀργανώσεις τήν Πόλιν μέ ἕνα τρόπο σκέψης. Οἱ ἅγιοι εἶναι πολιτικοί. Ποτέ δέν πίστεψα ὅτι μπορεῖς νά διαχωρίσεις τήν πίστη πρός τούς Ἁγίους ἀπό τή διανόηση. Ἐπιστρέφω σέ ὅσα εἶπα γιά τίς ἐκκλησίες. Ἀπό τή στιγμή πού προσπαθεῖς νά ἐξηγήσεις τά πάντα, καταστρέφεις οὐσιαστικά αὐτό πού θά ἔπρεπε νά ἀποτελεῖ τήν ἀνθρώπινη διαίσθηση, αὐτή πού συνδέει τή διανόηση μέ τούς ἁγίους καί τήν αἴσθηση τοῦ Θεοῦ.
Δ: Διανόηση, πολιτική καί πίστη στά Θεῖα, λοιπόν, μποροῦν νά βαδίζουν μαζί;
R: Ἀποτελεῖ παράδειγμα ἡ πόλη σας, ἡ Θεσσαλονίκη. Ἦταν πολύ φημισμένη γιά τούς διανοητές της, εἰδικά στά ὕστερα βυζαντινά χρόνια. Ἀλλά εἶχε καί βοήθεια ἀπό τούς στρατιωτικούς της πού, ὅπως ὁ Ἅγιος Δημήτριος, ἔρχονταν νά τή σώσουν στή σωστή στιγμή. Ἡ πίστη στούς Ἁγίους σοῦ δίνει κουράγιο νά ὑπερασπιστεῖς τήν πόλη ἀπό τίς ἐπιθέσεις, ὅπως ἔκανε κι ὁ Ἀη Δημήτρης.
Δ: Πῶς βλέπετε τίς ἄλλες ἐκκλησίες;
Ρ: Ἡ ρωμαιοκαθολική ἐκκλησία ἦταν πάντα καί πολιτικό ἵδρυμα, ἐκτός ἀπό θρησκευτικό, καί πάντα ἐνδιαφερόταν γιά τόν νόμο. Πρέπει νά θυμόμαστε πώς, ὅταν ἡ ρωμαϊκή αὐτοκρατορία κατέρρευσε στή Δύση καί ἦρθαν τά βαρβαρικά βασίλεια, οἱ ρωμαῖοι ἄρχοντες χάθηκαν, ἀλλά οἱ ἐκκλησιαστικοί ἄνδρες παρέ-μειναν κι ἦταν κι οἱ μόνοι μέ ρωμαϊκή μόρφωση, ὁπότε αὐτοί χρησιμοποιήθηκαν ἀπό τούς βάρβαρους βασιλεῖς γιά νά ἐφαρμόσουν τόν νόμο. Ἔτσι, ἡ δυτική ἐκκλησία «ἀνακατεύτηκε» μέ τόν νόμο. Τόν βλέπεις τόν νόμο στή ρωμαιοκα-θολική ἐκκλησία: θέλει νά εἶναι ὅλα νομικά κατοχυρωμένα. Στό Βυζάντιο, καί εἶναι ἐνδιαφέρον πώς μετά τήν τουρκική κατάκτηση τά ὑποστρώματα παραμένουν, ἡ Ἐκκλησία ἐνδιαφέρεται μόνον γιά τόν Κανόνα, τόν νόμο τῶν γραφῶν. Δέν ἔχει τήν ἐπιθυμία νά καθορίσει τά πάντα. Στίς δυτικές ἐκκλησίες πού ἀποσχίστηκαν ἀπό τή ρωμαιοκαθολική, ἡ ἀνάγκη τοῦ νόμου, τοῦ ἀπόλυτου καθορισμοῦ, ἔχει κληρονομηθεῖ. Ἔχει πολύ ἐνδιαφέρον νά μελετήσει κανείς, καί μελετῶ ἐδῶ καί καιρό, τόν διάλογο ἀνάμεσα στήν ἀγγλικανική ἐκκλησία τοῦ 17ου αἰώνα καί τήν Ὀρθόδοξη. Οἱ ἀγγλικανοί ἦταν ἰδιαίτερα ἀνάστατοι διότι δέν μποροῦσαν νά καταλάβουν τί πίστευαν οἱ Ὀρθόδοξοι σχετικά μέ τήν μεταβολή τοῦ οἴνου καί τοῦ ἄρτου σέ αἷμα καί σῶμα. Οἱ Ὀρθόδοξοι ἔλεγαν «εἶναι μυστήριο, πού δέν μπο-ροῦμε νά κατανοήσουμε. Πιστεύουμε ὅτι γίνεται, ἀλλά τό πῶς δέν τό γνωρί-ζουμε». Οἱ ἀγγλικανοί ὅπως καί οἱ ρωμαιοκαθολικοί ἤθελαν μία καθαρή ἐξήγηση. Αὐτή εἶναι ἡ τυπική διαφορά τῶν ἐκκλησιῶν καί γι’ αὐτό ἀκριβῶς ἀγαπῶ τούς Ὀρθοδόξους.
Δ: Τί γνώμη ἔχετε γιά τούς νεοέλληνες;
R: Ὑπάρχει ἀκόμη ζωντανή στόν λαό αὐτή ἡ γρήγορη κατανόηση τῶν πραγμάτων καί τῶν καταστάσεων. Ὑπάρχει ἔντονη, ἐπίσης, ἡ ἄλλη ποιότητα τῶν Βυζαντινῶν: ἡ ζωηρή περιέργεια. Καί οἱ νεοέλληνες ἔχουν, ὅπως εἶχαν κι οἱ Βυζαντινοί, ἀντίληψη τῆς σημασίας τους στήν ἱστορία τοῦ πολιτισμοῦ. Ὅλα αὐτά δείχνουν μία ἱστορική ἑνότητα, ἄλλωστε κανείς λαός δέν διατηρεῖ ὅλα τά χαρακτηριστικά του ἀπείραχτα. Πολλά ἐξαρτῶνται ἀπό τή γλώσσα, πού εἶναι ὁ καλύτερος τρόπος συντήρησης τῆς παράδοσης.
Ἡ γραμματεία τοῦ Βυζαντίου πληγώθηκε ἀπό τή σχέση της μέ τήν ἀρχαία γραμματεία. Εὐτυχῶς, οἱ νεοέλληνες ἔχουν τή δημοτική πού ἐπέτρεψε στη νεοελληνική γραμματεία νά προχωρήσει, νά ἐξελιχθεῖ μ’ ἕναν τρόπο πού οἱ βυζαντινοί δέν κατάφεραν, μέ ἐξαίρεση τήν κρητική λογοτεχνία καί τόν Διγενῆ. Τά μεγάλα βυζαντινά ἀριστουργήματα ἦταν μᾶλλον λαϊκά. Πρωτογνώρισα τόν Σεφέρη ὅταν ἤμουν στήν Ἑλλάδα, ἀμέσως μετά τόν πόλεμο. Ὅταν ἦρθε πρεσβευτής στό Λονδίνο, τόν ἔβλεπα πολύ συχνά. Ἐκείνη τήν ἐποχή, περνοῦσα πολύ καιρό σέ ἕνα νησί στή Δυτική Ἀκτή τῆς Σκωτίας, μέ πολύ μαλακό κλίμα λόγω τοῦ ρεύματος τοῦ κόλπου. Μία ἀλέα μέ φοινικιές ὁδηγοῦσε στό σπίτι μου. Ἦρθε κι ἔμεινε μαζί μέ τή γυναίκα του. Ὁ καιρός ἦταν ὑπέροχος, ὅπως συμβαίνει συχνά ἐκεῖ, καί μοῦ εἶπε: «Εἶναι πιό ὄμορφα κι ἀπό τά ἑλληνικά νησιά» κάτι πολύ εὐγενικό ἐκ μέρους του. Εἴχαμε τακτική ἀλληλογραφία μέχρι τόν θάνατό του. Ὅταν ἔφυγε ἀπό τό Λονδίνο γιά τήν Ἀθήνα, μοῦ χάρισε τήν κάβα του, μία κάβα ἀποτελούμενη ἀποκλειστικά ἀπό οὖζο καί ρετσίνα. Ἀκόμη δέν ἔχω πιεῖ ὅλο τό οὖζο. Εἶχε πεῖ ὅτι «Οἱ Κέλτες εἶναι οἱ ρωμαῖοι τοῦ Βορρᾶ»• ναί, τό διασκέδαζε νά κάνει τέτοια σχόλια, ἂν κι ἐδῶ ἔχει ἀρκετό δίκαιο.
Ὁ Καβάφης εἶναι ἀπό τούς μεγαλύτερους ποιητές τοῦ κόσμου καί μάλιστα πρωτότυπος. Ἐκεῖνον πού δέν μπορῶ νά διαβάσω εἶναι ὁ Καζαντζάκης• τόν γνώριζα προσωπικά, ἀλλά δέν μπορῶ νά τόν διαβάσω, ποτέ δέ μοῦ ἄρεσε γιά νά εἶμαι εἰλικρινής. Μ’ ἀρέσει ὁ Ἐλύτης καί πότε – πότε βρίσκω κάτι σημαντικό στόν Σικελιανό. Τούς νεώτερους δέν τούς γνωρίζω, σταμάτησα νά παρακολουθῶ, κι ὅπως ξέρετε ἀνήκω σέ μία πολύ παλιά γενιά.
"Τό πρόβλημα τῆς καύσης τῶν νεκρῶν καί ἡ ἀντιμετώπισή τοῦ στόν χώρο τῆς ποιμαντικῆς μας διακονίας"
Ἐπισκόπου Ἀμβροσίου Ζωγράφου Μητροπολίτου Κορέας
Ὃταν γίνεται λόγος περί Ἱεραποστολῆς ἡ σκέψη μας συνήθως φαντάζεται ὠραῖες εἰκόνες καί ρομαντικές ἱστορίες μέ ἀθρόα προσέλευση πιστῶν, ὁμαδικές βαπτίσεις, φιλανθρωπικές ἐκδηλώσεις πρός τούς φτωχούς κ.λπ. Ἀλλά Ἱεραποστολή δεν εἶναι αὐτό, ἰδιαιτέρως στίς χώρες τῆς Ἄπω Ἀνατολῆς…