Ιερός Ναός Παναγίας Κουτάλα Μαρκοπούλου

 

Απλή και απέριττη μονόχωρη ξυλόστεγη βασιλική της μεταβυζαντινής εποχής. Η κόγχη του Ιερού κοσμείται με επιζωγραφισμένες τοιχογραφίες λαϊκής τέχνης. Το παρεκκλήσιο πανηγυρίζει την 15η Αυγούστου, ημέρα της Κοιμήσεως της Υπεραγίας Θεοτόκου.

Γενικά
Το εκκλησάκι της Παναγίας Κουτάλα βρίσκεται νοτίως του Μαρκόπουλου, δίπλα στη Λεωφόρο Αθηνών-Σουνίου, αμέσως μετά τη διασταύρωση προς τον Ιππόδρομο, πηγαίνοντας για Κερατέα. Είναι μία από τις τέσσερις Παναγίες που περιστοιχίζουν το Μαρκόπουλο από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, η Παναγία Βαραμπά βορείως, η Παναγία Μερρέντα ανατολικά, η Παναγία Κουτάλα νοτίως και η Παναγία στο Κοιμητήριο δυτικά της πόλης.

Παλιότερα η εκκλησία ήταν περιτριγυρισμένη από αρκετά ψηλό περίβολο όπως συνηθιζότανε εκείνη την εποχή όμως σήμερα ο περίβολος έχει απομακρυνθεί και ο χώρος γύρω από την Παναγία οριοθετείται ανατολικά από την πολύβουη Λεωφ. Σουνίου και δυτικά από ένα μικρό δευτερεύοντα δρόμο που διασχίζει τα αμπέλια μέχρι τα όρια των Καλυβίων. Μια μεγάλη παλιά βελανιδιά που σκίαζε με τα κλαδιά της το χώρο της εισόδου και είχε επιζήσει μέχρι τα πρόσφατα χρόνια, έχει κοπεί και στη θέση της έχει κατασκευαστεί ένα ξύλινο κάπως πρόχειρο υπόστεγο και μία κρήνη που δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί.

Η Παναγία Κουτάλα είναι ένα απλό, απέριττο, μακρόστενο εκκλησάκι, με λαϊκότροπα χαρακτηριστικά και ταπεινές αναλογίες που παραπέμπουν σε ανθρώπινη κλίμακα και γήινη υπόσταση. Ο ναΐσκος διατηρεί σε γενικές γραμμές την αρχική μορφή του και είναι το μόνο στην περιοχή του Μαρκόπουλου που είναι ξυλοσκεπές και διατηρεί την παλαιά ακατέργαστη ξυλεία της στέγης. Στο εσωτερικό της εκκλησίας τα οξυκόρυφα τόξα στήριξης σε συνδυασμό με τη στενότητα του πλάτους δημιουργούν ένα αίσθημα ανύψωσης ενώ από τον πιθανολογούμενο πλούσιο αρχικό τοιχογραφικό διάκοσμο έχουν απομείνει πολύ λίγες αγιογραφίες και αυτές έχουν επιζωγραφιστεί χωρίς μεγάλη επιτυχία.

Ο ναός είναι σήμερα ανοικτός προσβάσιμος στον επισκέπτη και ανήκει στην ενορία του Αγίου Ιωάννου. Είναι αφιερωμένος στην Κοίμηση της Θεοτόκου και πανηγυρίζει το δεκαπενταύγουστο με πανηγυρικό εσπερινό και Θεία Λειτουργία.

Περιγραφή του Ναού
Ο αρχικός ναΐσκος έχει όλα τα ιδιαίτερα γνωρίσματα που χαρακτηρίζουν τους ναούς της τουρκοκρατίας, δηλαδή τον τύπο της μονόχωρης κεραμοσκεπούς βασιλικής με τη δίρριχτη στέγη, τις μικρές διαστάσεις, την απλότητα χωρίς περιττά στοιχεία κατασκευής, την έλλειψη εξωτερικού διακόσμου και τα ελάχιστα ανοίγματα (τα μόνα παλιά ανοίγματα φωτός ήταν δύο πολεμιστροειδή παράθυρα στην κόγχη Ιερού και πάνω από την είσοδο). Τα χαρακτηριστικά αυτά τοποθετούν την ανέγερση του ναϋδρίου στο 18ο αιώνα, χωρίς όμως να υπάρχουν μαρτυρίες γι αυτό από την παράδοση.

Οι διαστάσεις του είναι 3.80 x 8.80 μ. περίπου χωρίς την κόγχη. Ανατολικά υπάρχει ευρύχωρη ημικυκλική κόγχη Ιερού με ένα μικρό άνοιγμα. Η κόγχη καταλαμβάνει σχεδόν ολόκληρη την ανατολική πλευρά. Στην τοιχοποιία που είναι από αργολιθοδομή καθώς και στο κτιστό τέμπλο έχουν χρησιμοποιηθεί αρχιτεκτονικά μέλη, που έχουν μεταφερθεί πιθανότατα από άλλους ειδωλολατρικούς ή πρωτοχριστιανικούς ναούς.

Στο εσωτερικό του ναού εντύπωση προξενούν τα τρία οξυκόρυφα τόξα (σφενδόνια) που στηρίζουν την ξύλινη αμφικλινή στέγη. Η στέγη αποτελείται από ακανόνιστα και αφρόντιστα ξύλα από διάφορα δέντρα, με αντοχή στα βάρη και στη διάβρωση. Τα τόξα στηρίζονται σε πεσσοκολώνες που εισέρχονται στο χώρο του κυρίως ναού και τον χωρίζουν υποτυπωδώς σε τρία μέρη ενώ η οξυκόρυφη καμάρα των τόξων εισάγει την προς τα Άνω κατεύθυνση. Η ξύλινη στέγη της Παναγίας, όπως και η ύπαρξη τριών εγκαρσίων τόξων στήριξης, θα πρέπει να αποδοθεί σεισμικότητα της περιοχής και στη γειτνίαση με σεισμικά ρήγματα κάτι που δε συμβαίνει με τα υπόλοιπα εκκλησάκια του Μαρκοπούλου (3). Γι αυτό άλλωστε και τα παρόμοια εκκλησάκια του Κορωπίου, με το οποίο γειτνιάζει η Παναγία, είναι κατά βάση ξυλόστεγες βασιλικές, καθόσον βρίσκονται σε ακτίνα σεισμικού ρήγματος, σε αντίθεση με τις άλλες, εκτός ρήγματος, δρομικές βασιλικές του Μαρκόπουλου, που είναι θολωτές,

Αρχικά ο φωτισμός του ναού ήταν ελάχιστος από τα δύο πολεμιστροειδή παράθυρα της αψίδας του Ιερού και της πρόσοψης. Μεταγενέστερα όμως ο φυσικός φωτισμός αυξήθηκε από τη νότια θύρα και το βορεινό παράθυρο που προσετέθησαν αργότερα στο ναό.

Εσωτερικός διάκοσμος
Ο αρχικός ναΐσκος θεωρείται ότι ήταν αγιογραφημένος στο σύνολό του από πολύ καλής τέχνης τοιχογραφίες του 18ου αιώνος από τον αγιογράφο Γεώργιο Μάρκο από το Άργος και τους μαθητές του που έχουν αγιογραφήσει πολλά εκκλησάκια των Μεσογείων. Σήμερα έχουν απομείνει μόνο οι αγιογραφίες του τέμπλου και του Ιερού Βήματος, που έχουν όμως επιζωγραφιστεί γύρω στα τέλη του 19ου αιώνος από αγιογράφο που έχει ενστερνιστεί τη δυτική νοοτροπία ενώ από τις τοιχογραφίες της ίδιας εποχής άλλου αγιογράφου διασώζεται η Κοίμηση της Θεοτόκου στον βόρειο πεσσό δίπλα στο τέμπλο. Ένας τέταρτος αγιογράφος με φτηνά υλικά και κακή τέχνη επεμβαίνει στην Πλατυτέρα του Ιερού στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα (1).

Όψεις από το παρελθόν
Παραθέτουμε απόσπασμα από το βιβλίο του π. Ελευθερίου από μνήμες του 1983 (1) : «… η πολύχρονη ευσκιόφυλλος βελανιδιά, που βρίσκεται εμπρός στην είσοδο του ναού και χρόνια τώρα βαστά ακούραστη συντροφιά στην Παναγία. Ίσως τα ευλαβικά χέρια που "φύτεψαν" τα πρώτα λιθάρια της εκκλησίας να φύτεψαν και την βελανιδιά για να φιλοξενεί στον ίσκιο της τους πιστούς που το κατακαλόκαιρο έρχονται να λατρέψουν την Παναγία στη μνήμη της, και στα κλαδιά της τα φλύαρα πουλιά.

Γύρω από το γηρασμένο της κορμό κτιστό θρανίο, στρογγυλό, φτιαγμένο στα μεταγενέστερα χρόνια και ασπρισμένο από τις νοικοκυρές της πόλης, προσφέρεται για το ξεκούρασμα του προσκυνητή και του διαβάτη.

Μπροστά από το ναό απλώνονται τ' αμπέλια μέχρι το χωριό Καλύβια και τα ριζά των αντικρυνών βουνών. Η λευκή παρουσία του ναού που αστράφτει στον καλοκαιρινό ήλιο και το σκούρο βαθυπράσινο της βελανιδιάς δένουν σ' ένα αρμονικό συνταίριασμα φωτός και χρώματος, που μαγευτικά προσκαλούν τους περαστικούς.

Τριγύρω στο ναό μισογκρεμισμένοι τοίχοι και χαλάσματα από παλιές οικίες -ίσως παλιός οικισμός- μαρτυρούν την κάποια κίνηση που θα είχε στους αλλοτινούς καιρούς. Λίγο πιο πέρα, βορειοδυτικά, δύο παλιά πηγάδια, περιφραγμένα σήμερα, με λίθινες, λαξευτές σκάφες χρησιμοποιούνται για το πότισμα των ζώων. Παλαιότερα το νερό τους το χρησιμοποιούσαν και για το πότισμα των κηπευτικών. Τα πηγάδια έχουν κοινή ονομασία που την πήραν από την περιοχή. Ονομάζονται Πούσι-Κουτάλα».

Βιβλιογραφία:
(1) Μαρκόπουλο Μεσογαίας, Εκκλησίες, Τοιχογραφίες, Πορεία στο Χρόνο, αρχιμανδρίτου Ελευθερίου-Ειρηνάρχου Θεοδώρου, Αθήνα 1994, σ. 98

(2) Προσωπικές Παρατηρήσεις

(3) Μελετώντας την εξέλιξη της ναοδομίας στη ΝΑ. Αττική κατά την όψιμη Τουρκοκρατία, Παπαγιαννάκος Νίκος, ΙΒ’ Επιστημονική συνάντηση ΝΑ Αττικής