Ιερός Ναός Παναγίας Κοιμητηρίου Μαρκοπούλου
Μονόχωρη θολωτή κεραμοσκεπής βασιλική της μεταβυζαντινής εποχής. Τοιχογραφίες του έτους 1767.
Κάποιες από αυτές είναι επιζωγραφισμένες με λαδομπογιά. Πανηγυρίζει της Ζωοδόχου Πηγής, την
Παρασκευή της Διακαινησίμου και την 31η Αυγούστου, ημέρα της Καταθέσεως της Τιμίας Ζώνης της
Θεοτόκου.
Γενικά
Ο μεταβυζαντινός ναός της Κοίμησης της Θεοτόκου βρίσκεται μέσα στο Κοιμητήριο Μαρκοπούλου, στο
πλάι της κεντρικής Λεωφόρου Αθηνών – Σουνίου, στην αρχή της πόλης.
Ο ναΐσκος «βυθισμένος» στο έδαφος, βρίσκεται δίπλα στον αρκετά ογκωδέστερο νεώτερο
κοιμητηριακό ναό του Αγίου Ελευθερίου. Σε παλιές περιγραφές ο ναός αναφέρεται σαν ημιυπόγειος
από το γεγονός ότι κατεβαίνει κανείς τέσσερα σκαλιά για να έλθει στο επίπεδο του ναού. Πιθανά όμως
η διαφορά αυτή του ύψους να έχει επέλθει από τη διαμόρφωση του περιβάλλοντος χώρου, που
δημιουργήθηκε γύρω στο 1890-1900, όπως υποδεικνύει και η τάφρος που περιτρέχει το ναό. Πάντως
οι χριστιανοί συνήθιζαν αρκετές φορές, στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, να οικοδομούν τους ναούς
εντός της γης ώστε να μην μπορούν οι Τούρκοι να τους χρησιμοποιούν για στάβλους ή αποθήκες.
O ναός εξωτερικά δεν παρουσιάζει κάτι το ιδιαίτερο. Ανήκει στο συνηθισμένο, για τους ναούς της
τουρκοκρατίας, τύπο της μονόχωρης θολωτής βασιλικής και έχει αρχικά ιστορηθεί κατά το 18ο αιώνα
πιθανά από τον Γ. Μάρκο ή άλλον αγιογράφο της Σχολής του.
Ο ναός είναι σήμερα προσβάσιμος στους επισκέπτες και ανήκει στην ενορία Αγίου Νικολάου. Παρόλο
που είναι αφιερωμένος στην Κοίμηση της Θεοτόκου δεν εορτάζεται τον Δεκαπενταύγουστο, επειδή
στην περιοχή υπάρχει και άλλος ναός που είναι αφιερωμένος στην Κοίμηση της Θεοτόκου (η Παναγία
Κουτάλα). Έτσι ο ναός έπαψε – άγνωστο πότε – να εορτάζεται τον Δεκαπενταύγουστο και πανηγυρίζει
την Παρασκευή του Πάσχα, της Ζωοδόχου Πηγής. Επίσης εορτάζεται στις 31 Αυγούστου, εορτή της
καταθέσεως της Τίμιας Ζώνης της Θεοτόκου.
Περιγραφή του Ναού
Ο ναός της Κοιμήσεως είναι μια μονόκλιτη καμαροσκέπαστη βασιλική των μεταβυζαντινών χρόνων με
αμφικλινή στέγη με κεραμίδια. Οι διαστάσεις του ναού είναι 5.10 x 9.30 μ. περίπου χωρίς την αψίδα.
Ανατολικά καταλήγει σε μια μικρή ημιεξαγωνική κόγχη Ιερού, έκκεντρη ως προς τον άξονα, με ένα
μικρό τετράγωνο παράθυρο ενώ ένα άλλο στενόμακρο πολεμιστροειδές παράθυρο υπάρχει πάνω από
την κόγχη. Οι μεγάλοι τοίχοι είναι χωρίς άνοιγμα ενώ στην πρόσοψη υπάρχει άλλο ένα φωτιστικό
πολεμιστροειδές παράθυρο, πάνω ακριβώς από το τυφλό τόξο, όπου ήταν παλιά τοποθετημένη η
αγιογραφία της «Κοιμήσεως της Θεοτόκου». Η είσοδος ήταν χαμηλή και καμπυλόσχημη ενώ σήμερα,
μετά από κάποιες εργασίες συντήρησης του 1900, έχει γίνει ψηλότερη και ορθογωνική. Παλιότερα
επίσης υπήρχε κάποια προσπάθεια διακόσμησης στην ανατολική πλευρά, όπου πάνω από την
επίστεψη της κόγχης του Ιερού, υπήρχαν εντοιχισμένα δέκα πινάκια (ρόδια και βυζαντινά)
τοποθετημένα σε σχήμα σταυρού. Σήμερα μόνο κάποια αποτυπώματα έχουν απομείνει ενώ δε
γνωρίζουμε αν υπήρχαν αλλού στοιχεία διακόσμησης. Ο ακριβής χρόνος οικοδόμησης του ναού δεν
είναι γνωστός, τοποθετείται πάντως γύρω στις αρχές του 18ου αιώνα, με ασφαλές σημείο αναφοράς το
1767, όταν έγιναν, βάσει επιγραφής οι πρώτες τοιχογραφίες.
Το εσωτερικό του ναού απλό, με χαμηλό φυσικό φωτισμό από τα ελάχιστα ανοίγματα, δίνει κάπως την
αίσθηση του ημιτελούς λόγω των μισοκατεστραμένων τοιχογραφιών. Ο θόλος ενισχύεται στο μέσο του
από εγκάρσιο τόξο με μικρό «κρέμασμα», που στηρίζεται στην τοιχοποιία ενώ δυο ξυλοδοκοί (η μία
στη βάση του τόξου) ενώνουν τους δύο τοίχους. Στο βόρειο και νότιο τοίχο υπάρχουν από δύο σειρές
τυφλών τόξων (αρκοσόλια) που είναι ελαφρά οξυκόρυφα. Το τέμπλο είναι κτιστό με τοξωτή Ωραία
Πύλη και παραπύλιο προς την Αγία Πρόθεση. Η επίστρωση του δαπέδου είναι μεταγενέστερη με
τετράγωνα άσπρα και μαύρα πλακίδια.
Εσωτερικός διάκοσμος
Ο ναός αγιογραφήθηκε το 1767, βάσει επιγραφής που υπάρχει ακριβώς πάνω από την Ωραία Πύλη, με
τοιχογραφίες, όπως αναφέραμε, αξιόλογου αγιογράφου, μαθητή της Σχολής του Γ. Μάρκου ή ίσως του
ιδίου του Γ. Μάρκου. Οι τοιχογραφίες ακολουθούν το δογματικό, λειτουργικό και ιστορικό κύκλο της
Ορθόδοξης εικονογραφίας και μοιάζουν με αυτές άλλων ναών της περιοχής, όπως του Αγίου
Δημητρίου Ντάγλα, του Προφήτη Ηλία Υδραγωγείου, της Αγίας Παρασκευής και Αγίας Θέκλης στο
κέντρο της πόλης. Παλιότερα ο ναός θα πρέπει να ήταν κατάγραφος, όμως με τις προσπάθειες
συντήρησης που έγιναν γύρω στο 1890-1900 και τα νέα επιχρίσματα, κατεστράφησαν αρκετές
αγιογραφίες, όπως αυτές του θόλου. Σήμερα διασώζονται λίγες από τις αρχικές τοιχογραφίες, άλλες
είναι μισοκατεστραμμένες και άλλες διακρίνονται δύσκολα μέσα από την αιθάλη. Κάποιες από αυτές
(στο εικονοστάσι) είναι επιζωγραφισμένες με λαδομπογιά.
Οι αγιογραφίες που υπάρχουν σήμερα έχουν κάποια τμήματα κατεστραμμένα και είναι οι ακόλουθες.
Στο τέμπλο η Παναγία, ο Χριστός και ο Άγιος Ιωάννης. Στο βόρειο τοίχο οι άγιοι Δημήτριος και Γεώργιος
στο πρώτο τόξο, η «Κοίμηση της Θεοτόκου» στο δεύτερο τόξο επιζωγραφισμένη και κάποιοι άλλοι
άγιοι. Στο νότιο τοίχο, δυτικά 4 άγιοι, στο πρώτο τόξο οι άγιοι Κωνσταντίνος και Ελένη, οι Αρχάγγελοι
και ο Χριστός, στο δεύτερο τόξο έχει μείνει μόνο ένα πολύ μικρό μέρος από τα «Εισόδια της
Θεοτόκου». Στην κόγχη του Ιερού η Πλατυτέρα και κάτω οι Ιεράρχες και στη μετόπη πάνω από την
κόγχη η Αγία Τριάδα και ο Ευαγγελισμός. Υπάρχουν και άλλες αγιογραφίες στο Άγιο Βήμα, όπως και
στο δυτικό τοίχο του ναού.
Ιστορία - Παράδοση
Ο ναός βρίσκεται στο συνοικισμό Τζώρτζανη. Παλιότερα αποτελούσε την εκκλησία του συνοικισμού.
Το όνομα του προέρχεται από το όνομα Τζώρτζης, που ήταν πιθανά κάποιος γαιοκτήμονας ή αρχηγος
μεγάλης οικογένειας ή ίσως και κτήτορας της εκκλησίας, που όπως συνηθιζότανε έγινε αργότερα
τοπωνύμιο. Άλλωστε στους Έλληνες της Β. Ηπείρου, στο Δυρράχιο, υπάρχει το ίδιο επίθετο. Ο
συνοικισμός θα πρέπει να ήταν σχετικά μεγάλος και με κάποια οικονομική άνθηση, αν κρίνει κανείς
από τις διαστάσεις του ναού που είναι κάπως μεγαλύτερες από του γειτονικούς και από την αξιόλογη
αγιογράφηση που αρχικά θα πρέπει να κατελάμβανε το σύνολο του ναού.
Αρχικά ο ναός δεν ήταν κοιμητηριακός. Αυτό έγινε με απόφαση της «Βασιλικής Νομαρχίας» το 1882,
με την οποία το νεκροταφείο του Μαρκόπουλου μεταφέρθηκε από τον παλιό Άγιο Ιωάννη και την Αγία
Παρασκευή, στην εκκλησία της Παναγίας στην περιοχή Τζώρτζανη.
Στην πόλη του Μαρκόπουλου υπάρχουν, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, τρεις ναοί αφιερωμένοι στην
Κοίμηση της Θεοτόκου. Η ύπαρξη περισσότερων ναών αφιερωμένων στον ίδιο Άγιο ή στην Παναγία, σε
μικρή σχετικά απόσταση μεταξύ τους οφείλεται στο γεγονός ότι παλιότερα υπήρχαν διάφοροι
μικροσυνοικισμοί που ανήκαν συχνά σε οικογένειες (φάρες) και κάθε μια είχε την εκκλησία της – ίσως
και τον ιερέα της - που την αφιέρωνε στον προστάτη της Άγιο ή στην Παναγία, ανεξάρτητα αν υπήρχε
ίδια εκκλησία σε γειτονικό συνοικισμό. Όταν αργότερα, μετά το 1821, οι συνοικισμοί ενώθηκαν για
μεγαλύτερη ασφάλεια, κυρίως μετά την αποχώρηση των Τούρκων και των τσιφλικάδων, κάποιοι ναοί
που συνέπιπτε η εορτή τους, όπως π.χ. η Κοίμηση, χρειάστηκε να αλλάξουν την πανήγυρι.
Ο ναός είναι ένας από τους πέντε ναούς που είναι αφιερωμένοι στην Παναγία και δημιουργούν το
σχήμα του σταυρού (λίγο λοξού). Σύμφωνα με μια παλιά παράδοση, όταν ένας τόπος μαστιζότανε από
επιδημία πανώλης, οι κάτοικοι αφιέρωναν τις εκκλησίες σε ένα Άγιο ή στην Παναγία, δημιουργώντας
με αυτές το σχήμα του Σταυρού. Αν δεν υπήρχαν εκκλησίες που να «σταυρώνουν» τον οικισμό
οικοδομούσαν καινούργιες ενώ στις παλιές άλλαζαν το όνομα ώστε να είναι αφιερωμένες σε ένα Άγιο.
Στο Μαρκόπουλο στο πάνω μέρος του σταυρού βρίσκεται η Κοίμηση κοιμητηρίου (εορτάζεται της
Ζωοδόχου Πηγής) και στο κάτω μέρος η Παναγία Μερρέντα (Εισόδια Θεοτόκου), αριστερά της
οριζόντιας κεραίας είναι η Παναγία Κουτάλα (Δεκαπενταύγουστο) και δεξιά η Παναγία Βαραμπά
(Γενέσιο της Θεοτόκου). Στο μέσο περίπου βρίσκεται η Παναγία την Ευαγγελίστρια. Με αυτό τον τρόπο
ο τόπος τέθηκε υπό την προστασία της Παναγίας, μετά από κάποια επιδημία που συνέβη σε άγνωστο
χρόνο.
Βιβλιογραφία:
Μαρκόπουλο Μεσογαίας, Εκκλησίες, Τοιχογραφίες, Πορεία στο Χρόνο, αρχιμανδρίτου Ελευθερίου-
Ειρηνάρχου Θεοδώρου, Αθήνα 1994, σ. 88