Ιερός Ναός Παναγίας Βαραμπά Μαρκοπούλου

 

Κομψός ναός στον τύπο του ελεύθερου σταυρού με τρούλλο, του 12ου-13ου αι., ο οποίος κοσμείται στο εσωτερικό με τοιχογραφίες τριών εποχών, του 13ου αι., του 1792 και νεώτερες. Πανηγυρίζει την 8η Σεπτεμβρίου, την ημέραν του Γενεθλίου της Υπεραγίας Θεοτόκου.

Γενικά
Ο ναός της Παναγίας Βαραμπά, βρίσκεται τρία περίπου χλμ. βορείως της πόλης του Μαρκόπουλου κοντά στα βορειοανατολικά όρια του Κορωπίου και στα νότια όρια του αεροδρομίου. Η περιοχή είναι υπαίθρια, τελείως επίπεδη, ελάχιστα κτίσματα και γύρω αμπέλια, αγροί και ελαιόδεντρα.

Γύρω από το ναό ο ελεύθερος ζωτικός χώρος του επιτρέπει την ανάδειξη της μορφής του ναού και των κομψών αναλογιών του. Οι μικρές οριζόντιες διαστάσεις του και οι περιορισμένες σταυρικές απολήξεις, συντελούν στο να τονίζεται ελαφρά το ύψος - ιδιαίτερα στο ανέβασμα των πρώτων όγκων - ενώ στη συνέχεια η κλιμάκωση των άλλων επιφανειών και ο χαμηλός σχετικά τρούλλος, επιφέρουν μια συγκράτηση και εξισορρόπηση της κατακορυφότητας. Στην πλοκή των επιφανειών και των όγκων υποκρύπτονται δυνατότητες που δεν εξαντλούνται στο εξωτερικό του ναού. Μαζί με το αίσθημα χαράς και αγαλλίασης που ξεπηδά στη θέα του ναού, μια αδιόρατη μυστική ένταση έλκει προς το εσωτερικό του.

Η Παναγία Βαραμπά είναι ένα αξιοπρόσεκτο βυζαντινό εκκλησάκι του 12ου-13ου αιώνα, με μικρές σχετικά διαστάσεις, χαριτωμένο εξωτερικά, από τα πιο όμορφα και ιδιαίτερα των Μεσογείων. Όμως ακόμα μεγαλύτερη ιδιαιτερότητα βρίσκεται στο μικρό και κατανυκτικό εσωτερικό του ναού. Διασώζονται τοιχογραφίες από το 13ο έως το 19ο αιώνα.

Ο ναός της Παναγίας Βαραμπά είναι ανοικτός και από την ευλάβεια με την οποία τον επισκέπτονται οι προσκυνητές γίνεται φανερή η ιδιαίτερη σχέση των κατοίκων με το εκκλησάκι. Ανήκει στην ενορία του Αγίου Νικολάου. Είναι αφιερωμένη στο Γενέσιον της Θεοτόκου και πανηγυρίζει στις 8 Σεπτεμβρίου με πανηγυρικό εσπερινό και θεία Λειτουργία.

Αρχιτεκτονική Περιγραφή του ναού
Η Παναγία Βαραμπά είναι ένας μονόκλιτος βυζαντινός ναός, στον τύπο του ελευθέρου σταυρού με οκταγωνικό τρούλλο και ημιεξαγωνική αψίδα Ιερού, που παρουσιάζει μια χαρακτηριστική μοναδικότητα στην περιοχή των Μεσογείων. Ίσως κοντινότερη συνολική εξωτερική εικόνα να δίδει ο Άγιος Δημήτριος Σαρωνικού στο Κορωπί, αν στη θέση των εγκάρσιων σκελών του σταυρού της Παναγίας, τοποθετήσουμε τις δύο πλάγιες κόγχες του Αγίου Δημητρίου. Όμως οι διαστάσεις είναι διαφορετικές και η πιο προσεκτική εξέταση καταγράφει πολλές διαφορές στα επί μέρους στοιχεία, ιδίως στο εσωτερικό των ναών. Παρόμοιοι τυπολογικά με την Παναγία είναι ο βυζαντινός ναός Ταξιάρχες Ντάγλα και ο μεταβυζαντινός Προφήτης Ηλίας στη Στρογγύλη του Κορωπίου. Οι Ταξιάρχες, είναι της ίδιας περίπου εποχής με την Παναγία - χωρίς να λάβουμε υπόψη τις προσθήκες. Όμως το διαφορετικό ύψος του κυλινδρικού τρούλλου σε συνδυασμό με το αισθητά χαμηλότερο ύψος του κυρίως ναού, αλλά και οι προσθήκες, δημιουργούν μεγάλες αποκλίσεις στη συνολική μορφή και στα συναισθήματα. Διαφορετική μορφική εικόνα, παρά την ίδια τυπολογία, δίνει και ο Προφήτης Ηλίας στη Στρογγύλη.

Οι διαστάσεις του ναού κατά μήκος είναι 3.30 x 5.70 μ. περίπου χωρίς την κόγχη και 4.50 x 3.10 μ. περίπου του εγκαρσίου σκέλους του σταυρού. Οι κεραίες του σταυρού προεξέχουν κατά 0.60 μ. του εγκάρσιου σκέλους και 1.30 μ. του κατά μήκος σκέλους. Το ύψος του τρούλλου από το έδαφος είναι περίπου 6 μ. Σε όλες τις διαστάσεις παρουσιάζονται μικροαποκλίσεις από την συμμετρία, όπως συνηθίζεται στη βυζαντινή τεχνοτροπία.

Η τοιχοδομία του ναού παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και δίνει ξεχωριστό χαρακτήρα στο μνημείο, παρόλο που με τα αλλεπάλληλα ασβεστώματα δύσκολα διακρίνεται. Στα κάτω τμήματα των τοίχων έχει γίνει μεγάλη χρήση αρχαίου οικοδομικού υλικού και αρχιτεκτονικών μελών, ενώ στα άνω τμήματα έχουν χρησιμοποιηθεί ογκώδεις λίθοι. Στις γωνίες, στην κόγχη και στο τρούλλο, έχει δοθεί ιδιαίτερη επιμέλεια και η κατασκευή έχει γίνει με λαξευτούς λίθους κατά το κανονικό πλινθοπερίκλειστο σύστημα. Στη βόρεια μόνο πλευρά (δες φωτογραφία από βιβλίο κ. Μπούρα) (1), οι λίθοι διαφέρουν και η κατασκευή δεν μαρτυρεί ανάλογη επιμέλεια.

Τα ανοίγματα των παραθύρων είναι όλα μονόλοβα, και βρίσκονται στην κόγχη του Ιερού και στις 4 πλευρές του τρούλλου, που είναι προσανατολισμένες στα σημεία του ορίζοντα. Τα παράθυρα του τρούλλου, όπως και όλα τα παράθυρα, είχαν κλειστεί από τους πιστούς, σε κάποιους ίσως δύσκολους καιρούς, και ανοίχτηκαν πριν 35-40 έτη, εκτός από δύο άλλα παράθυρα στο βόρειο και νότιο αέτωμα των κεραιών του εγκαρσίου σκέλους του σταυρού που παραμένουν κλειστά.

Στη δυτική πλευρά η παλαιότερη ύπαρξη ενός προχειρόκτιστου 5 μ. τοίχου (1), που σήμερα έχει απομακρυνθεί, θεωρείται ότι ήταν μέρος από ημιτελή ή κατεστραμμένο νάρθηκα του 19ου πιθανά αιώνα (3). Παλιά η εκκλησία της Παναγίας ήταν προστατευμένη με ψηλό τοίχο που τα θεμέλια του διακρίνονται ακόμη. Η είσοδος γινότανε από πύλη στο δυτικό μέρος. Στη μέση του περιτοιχίσματος ήταν ο ναός.

Οι λαξευτοί λίθοι στους θόλους και τα τόξα στο εσωτερικό του ναού χρονολογούν το μνημείο στο 12ο- 13ο αιώνα.

Εσωτερικό του ναού - Τοιχογραφίες
Το εσωτερικό του ναού χωρίζεται με το τέμπλο στον κυρίως ναό και το Άγιο Βήμα, που καταλαμβάνει την ανατολική κεραία του σταυρού. Το τέμπλο είναι κτιστό, με μία είσοδο, την Ωραία Πύλη και είναι νεώτερο. Το παλαιότερο τέμπλο έχει καταστραφεί και ήταν πιθανά παρόμοιο με το αναστυλωμένο εικονοστάσι της Παναγίας Μερρέντα. Αξιοσημείωτη είναι η γεωμετρική κανονικότητα των τόξων και των θόλων ενώ εξαιρετική είναι η κατασκευή του τρούλλου και στο εσωτερικό του.

Ο ναός κάποτε θα πρέπει να ήταν κατάγραφος, όπως προκύπτει από σωζόμενα λείψανα. Οι τοιχογραφίες κατατάσσονται σε τρεις περιόδους. Στις παλιότερες του 13ου αιώνα, ανήκει η Σταύρωση, που καταλαμβάνει όλο το δυτικό τοίχο πάνω από την είσοδο. Η σκηνή είναι ωραιότατη και εκφραστική, θυμίζοντας τη Σταύρωση στο Δαφνί. Διακρίνονται τα πρόσωπα της Θεοτόκου και του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου. Στο τύμπανο του τρούλλου αποκαλύφτηκαν πολύ ενδιαφέροντα σπαράγματα τοιχογραφιών, που αφορούν τέσσερις μορφές προφητών με χαρακτηριστικά μοτίβα της ζωγραφικής του 12ου-13ου αιώνα (4).

Ενδιαφέρον επίσης παρουσιάζουν διάφορα ακιδογραφήματα, που δύσκολα διακρίνονται με κυριότερα ένα πλοίο και το δέντρο της ζωής.

Η δεύτερη περίοδος αγιογραφιών είναι το 1792, βάσει επιγραφής, και αφορά τις τοιχογραφίες της κόγχης του Ιερού (Πλατυτέρα, Ιεράρχες) και τον Άγιο Αντώνιο. Η τρίτη περίοδος τα μέσα του 19ου αιώνα, αφορά τις εικόνες του τέμπλου, όπως και τον Άγιο Δημήτριο και την Άκρα Ταπείνωση.

Παράδοση
Η παράδοση έχει διασώσει ότι η περιοχή αυτή ήταν πευκόφυτη, ονομαζότανε «Κτήμα Βραυρώνος» και ανήκε στο μοναστήρι Πεντέλης. Στη συνέχεια η περιοχή δόθηκε σε ακτήμονες και στη θέση των πεύκων φυτεύτηκαν ελιές και αμπέλια.

Σύμφωνα με άλλη παράδοση, τον καιρό της τουρκοκρατίας απόσπασμα τούρκων ξεκίνησε από τα Σπάτα και αφού έκαψε τις εκκλησίας Παναγία στου Βαραμπά, Παναγία Μερρέντα, Ταξιάρχες Ντάγλα, έκαψε όλο το χωριό και όσοι κάτοικοι σώθηκαν πήγαν στα μέρη της Κερατέας και της Αναβύσσου.

Αισθητική Θεώρηση
Η Παναγία Βαραμπά παρ’ όλες τις φθορές, τις καταστροφές και τις επεμβάσεις, αποτελεί, όπως και γενικότερα η βυζαντινή Τέχνη, σύζευξη δύο πολιτισμών με διαφορετικά ιδεώδη, του αρχαίου κλασσικού πολιτισμού και του χριστιανικού.

Σύμφωνα με τον καθηγητή κ. Μιχελή το αισθητικό ιδεώδες του αρχαίου ήταν το Ωραίο του χριστιανικού το Υψηλό. Παραθέτουμε μερικές από τις διαπιστώσεις του : «α) Το Υψηλό το διακρίνει ο δυναμισμός, ενώ το Ωραίο ή στατικότητα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι τα ωραία έργα είναι άψυχα. Αλλά το αίσθημα τού Υψηλού γεννιέται μέσα από μια διάσταση, από μια «τάση» έντονη συναισθημάτων, πού ζητάει μια λύση, ενώ του Ωραίου το αίσθημα γεννιέται μέσα από την ισορροπία των τάσεων, μέσα από τη “λύση” των ανταγωνιζόμενων δυνάμεων. Στο Ωραίο χαίρουμε, στο Υψηλό θαυμάζουμε.

β) Ο δυναμισμός τού Υψηλού απαιτεί από μας να μεθέξουμε ψυχικότερα στη δράση με λαχτάρα, ενώ του Ωραίου ή στατικότητα μας επιτρέπει να μείνουμε θεωροί της αρμονίας του, ηρεμώτεροι, γαλήνιοι. Τα ψηλά έργα αποτείνονται στο συναίσθημα περισσότερο, στην ψυχή, ενώ τα ωραία έργα στην αντίληψη περισσότερο, στο πνεύμα, γι αυτό και το μέγεθος και ή τάξη στα ωραία έργα είναι πάντα «μετρημένα» και σαφή.

γ) Επόμενο είναι λοιπόν ή μορφή να πρωτεύει στα ωραία έργα, ενώ στα Υψηλά πρωτεύει το περιεχόμενο, χωρίς αυτή ή διάκριση να σημαίνει ότι στο καλλιτέχνημα μορφή και περιεχόμενο δεν ταυτίζονται αδιάσπαστα. Αλλά το Ωραίο είναι στραμμένο προς τα έξω, είναι μια κατάφαση της φαινόμενης αρμονίας του κόσμου, ενώ το Υψηλό είναι στραμμένο προς τα έσω, είναι μια άρνηση της φαινόμενης αρμονίας του κόσμου, πού μας αποκαλύπτει το θείο στου άπειρου τη σφαίρα…» (5).

Αναλογιζόμενοι τις αισθητικές κατηγορίες της Ωραίου και του Υψηλού στην Παναγία Βαραμπά, θα λέγαμε ότι στο εξωτερικό του ναού, μέσα από την προσεγμένη δόμηση, τις ανθρώπινες κλίμακες, τα κλιμακούμενα ύψη και την λεπτότητα των αναλογιών, επικρατεί το Ωραίο, η Χάρις, το ανθρώπινο, χωρίς όμως το μνημείο να αποπνέει στατικότητα. Η πλοκή των επιφανειών και των όγκων, η δυναμική ισορροπία τους, υποκρύπτει, όπως αναφέραμε, μυστικές δυνατότητες, η ψυχή δεν αναπαύεται σε αυτό που βλέπει, μια ανάλαφρη ένταση μας κάνει αισθητή την παρουσία του Υψηλού. Θα λέγαμε ότι στο εξωτερικό του ναού το Υψηλό υπηρετεί το Ωραίο χωρίς όμως να εξαντλείται σε αυτό.

Αντίθετα στο εσωτερικό του ναού, ο ελάχιστος φωτισμός, η απουσία σχολαστικής φροντίδας, η φυσική παλαιότης των δομικών υλικών, οι πολύ μικρές οριζόντιες διαστάσεις, η αισθητή υπερίσχυση της κατακόρυφης διάστασης αλλά με κλιμάκωση των υψών από τις τοξωτές επιφάνειες στο δεσπόζοντα τρούλλο, οι αγιογραφήσεις, κ.α., συμβάλλουν σε μια κατανυκτική ατμόσφαιρα, που ενεργοποιεί τις ψυχικές διεργασίες και υποβάλει την ψυχική ανάταση, αναδεικνύοντας το Υψηλό και το θείο, χωρίς όμως να αφανίζει την Χάρι, την ωραιότητα και το ανθρώπινο. Στο εσωτερικό του ναού, το Ωραίο υπηρετεί το Υψηλό, χωρίς όμως να απορροφάται από αυτό.

Εδώ βρίσκεται, κατά τον κ. Μιχελή, «… και η ριζική διαφορά ανάμεσα από τη Δυτική και την Ανατολική χριστιανική τέχνη. Ή πρώτη είναι εξωτερικότερη, υλιστικό¬τερη στην έκφραση, υποβάλλει το Υψηλό με τον όγκο και το φανατισμό της δύναμης, κινδυνεύοντας να καταστεί και άμορφη• ή άλλη είναι εσωτερικότερη, πνευματικότερη στην έκφραση, υποβάλλει το Υψηλό με το βάθος και την αξία της πνοής της, γι αυτό και παραμένει γαλήνια, στα όρια του μέτρου και στον όγκο και στη δύναμη• σώζει τη μορφή. Κ’ έτσι εξηγείται πως ή βυζαντινή τέχνη μπορεί να υποβάλλει το Υψηλό και μέσα από τη σιωπηλή ένταση, πού μελωδεί στα μικροσκοπικά της εκκλησάκια, όπως στη Γοργοεπήκοο, ίδια με τη φύση πού το υποβάλλει και μέσα από το σιγαλό μουρμούρισμα τού ρυακιού ή από της φυλλωσιάς το μυστηριακό θρόισμα» (5).

Βιβλιογραφία:
(1) Μπούρας Χαρ.- Ανδρεάδη Ρ.- Καλογεροπούλου Α., Εκκλησίες της Αττικής, Αθήνα 1969 σ. 153

(2) Το Ναΰδριον της Παναγίας Βαραμπά παρά το Μαρκόπουλον Δημ. Θ. Καρακατσάνη Αθήνα 1975

(3) Μαρκόπουλο Μεσογαίας, Εκκλησίες, Τοιχογραφίες, Πορεία στο Χρόνο, αρχιμανδρίτου Ελευθερίου-Ειρηνάρχου Θεοδώρου, Αθήνα 1994, σ. 33

(4) Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών - Βυζαντινά μνημεία - www.eie.gr/byzantineattica

(5) «Αισθητική Θεώρηση της Βυζαντινής Τέχνης», Π. Μιχελής, Ε.Μ.Π, 1946, σελ. 11