Ιερός Ναός Αγίου Νικολάου Παλλήνης
Σταυροειδής εγγεγραμμένος μεταβυζαντινός ναός, με τρούλλο και εγκάρσιο καμαροσκεπή νάρθηκα,
ανακαινισμένος στα τέλη του 19ου αι. Στο εσωτερικό κοσμείται με τοιχογραφίες. Πανηγυρίζει του
Αγίου Νικολάου στις 6 Δεκεμβρίου
Γενικά
Ο ναός του Αγίου Νικολάου βρίσκεται ΒΑ του οικισμού, μεταξύ των οδών Σαλαμίνος-Βυζαντίου-Αγ.
Νικολάου, πίσω από τον Άγιο Τρύφωνα Παλλήνης.
Ο ναός έχει ένα μεγάλο περιβάλλοντα χώρο, που είναι περιφραγμένος και διαμορφωμένος με
ιδιαίτερη επιμέλεια. Στην νοτιοανατολική γωνία υπάρχει η προτομή του Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη,
που είχε ιδιαίτερη συμπάθεια στην περιοχή του Χαρβατίου (της νυν Παλλήνης) και την επισκεπτότανε
συχνά, όπως και το παρεκκλήσι του Αγίου Νικολάου στο οποίο έψελνε.
Πρόκειται για ένα σταυροειδή εγγεγραμμένο μεταβυζαντινό ναό με χαμηλό κυλινδρικό τρούλλο. Ο
ναός είναι ανακαινισμένος, και καλοδιατηρημένος, και η τοιχοποιία του από προσεγμένη
αργολιθοδομή, έχει αποκαλυφθεί μετά από την απόξεση των επιχρισμάτων. Καταλήγει ανατολικά σε
ημιεξαγωνική κόγχη Ιερού, που έχει το ίδιο ύψος με τα γωνιακά διαμερίσματα, τα οποία που
«γεμίζουν» τις γωνίες της σταυροειδούς κάτοψης. Η κόγχη φέρει ένα στενό μονόλοβο παράθυρο. Στη
δυτική πλευρά υπάρχει καμαροσκέπαστος εγκάρσιος νάρθηκας. Οι διαστάσεις του ναού με το
νάρθηκα είναι 6.50 x 9.80 μ. και με την κόγχη είναι 10.50 μ. περίπου. Στη βόρεια και νότια όψη του
εγκαρσίου σκέλους του σταυρού υπάρχουν δύο τοξωτά παράθυρα. Ένα παρόμοιο παράθυρο έχει η
νότια πλευρά του νάρθηκα ενώ η βόρεια πλευρά έχει ένα στενόμακρο παράθυρο τύπου πολεμίστρας.
Η κάτοψη του κυρίως ναού είναι περίπου τετράγωνη ενώ με το νάρθηκα ο ναός αποκτά αρμονικές
αναλογίες (περίπου στα 2/3 η σχέση πλάτους-μήκους). Τα ύψη δεν παρουσιάζουν μεγάλες
διαβαθμίσεις, ένα πρώτο ύψος συγκροτείται από την κόγχη και τα γωνιακά διαμερίσματα των σκελών
του σταυρού, ένα δεύτερο ύψος με μικρές διαφοροποιήσεις συγκροτείται από τα σκέλη του σταυρού,
τα λοφία και το νάρθηκα. Εντύπωση προκαλεί το μικρό ύψος του τρούλλου, που «κρατάει» το ναό
χαμηλά και δεν έχει καθόλου ανοίγματα.
Το ναό περιτρέχει οδοντωτή διακοσμητική ταινία στο ύψος της στέγης. Στην πρόσοψη πάνω από την
είσοδο υπάρχει η αβαθής ημικυκλική κόγχη, που επιστέφεται με διακοσμητική οδοντωτή ταινία, ενώ
πιο πάνω το κεντρικό μέρος του νάρθηκα σχηματίζει αετωματική απόληξη.
Ο ναός έχει ανακαινιστεί στο τέλος του 19ου αιώνα, ενώ έχουν υπάρξει και μεταγενέστερες
επεμβάσεις.
Στο εσωτερικό του ναού σώζεται μόνο αγιογραφία στον τρούλλο, ο «Θεός Πατέρας».
Δεν έχουμε στοιχεία ακριβούς χρονολόγησης του ναού. Ο αρχιτεκτονικός τύπος και κάποια
χαρακτηριστικά του τον τοποθετούν στα χρόνια της Τουρκοκρατίας.
Τα κλειδιά για την επίσκεψη του ναού βρίσκονται στον Άγιο Τρύφωνα Παλλήνης, στην ενορία του
οποίου ανήκει. Πανηγυρίζει την ημέρα της εορτής του Αγίου Νικολάου, στις 6 Δεκεμβρίου, με
πανηγυρικό εσπερινό και θεία Λειτουργία.
Λαογραφικά
Αναφέραμε ότι το ναό του Αγίου Νικολάου, που ήταν το εκκλησάκι του ονομαστού τσιφλικιού του
Χαρβατίου, αγαπούσε ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης και με κάθε ευκαιρία έψελνε σε αυτό. Οι
επισκέψεις του Παπαδιαμάντη στο Χαρβάτι ήταν πολύ τακτικές και αγαπούσε να συναναστρέφεται
ταπεινά τους κολλήγους και τους χωρικούς του τσιφλικοχωρίου. Παραθέτουμε ένα απόσπασμα από το
έργο «ο Επιτάφιος και η Ανάστασις εις τα χωρία», που παρόλο που δεν αναφέρει το όνομα του
Χαρβατίου, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι όσα περιγράφονται αφορούν το Χαρβάτι και το παρεκκλήσι του
Αγίου Νικολάου : «...Βεγγαλικά φώτα καί άλλα βέβηλα πράγματα έκάησαν προκλητικώς έξω τού ναού
ευθύς ώς έξήλθομεν νά κάμωμεν Ανάστασιν, ό δέ άνεκτικώτατος ιερεύς δεν ένόμισε φρόνιμον νά τά
απαγόρευση. Ο καπνός αυτών συνεφύρθη άνευλαβώς μέ τήν ίεράν εύωδίαν τοΰ θυμιάματος, ό κρότος
των πυραύλων άνεμίγη μέ τόν ήχον του κώδωνος. Τέλος έπανήλθομεν εις τόν ναόν καί ήρξατο
ψαλλόμενον τό: “Αναστάσεως ημέρα λαμπρυνθώμεν λαοί”. Οι καλοί χωρικοί μετά μεγίστης εύλαβείας
ήκροώντο τά ιερά άσματα, ό δέ αξιόλογος ποιμήν Ν. Σκούφος, προσενεγκών εύσεβώς, άνήρτησεν επί
τού δεξιού μανουαλίου, ενώπιον τής εικόνος τού δεσπότου Χριστού, τσαντήλαν νωπού τυρού, άλλο
πασχάλιον έθιμον τών αγροτών τής Ελλάδος.
Μεγίστη τάξις καί θρησκευτική προσήλωσις επικρατεί καθ' όλην τήν άκολουθίαν. Μόνον δύο ή τρεις
κύριοι καί άλλαι τόσαι κυρίαι εύρίσκοντο άπ' αρχής έν τώ ναώ, αλλά μετά τήν ' Ανάστασιν άπήλθον νά
κοιμηθώσι, καλώς πράξαντες, διότι τό περεκκλήσιον ήτο στενόχωρον καί αποχωρήσαντες άφήκαν
τόπον διά τους άλλους... ...Γενομένου του ασπασμού, ήρξατο ή λειτουργία μέχρι τής 2ας ώρας προς
όρθρον. Ότε έλάβομεν τό άντίδωρον καί έξηρχόμεθα έκ τού ναού, άλλο γνήσιον έλληνικόν έθιμον
έφείλκυσε τήν προσοχήν μου περί τήν θύραν τής εκκλησίας. Εις τών χωρικών, όστις εκτελεί χρέη
επιτρόπου έν τώ παρεκκλησίω, διένειμεν εις τους εξερχόμενους ώά κόκκινα, προσφωνών ένί έκάστω τό
Χριστός Ανέστη. Έλαβον τό δοθέν μοι ώόν καί εγκαρδίως ηύχήθην εις τόν αγαθόν χωρικόν πάν
καταθύμιον.
Τότε έκαστος τών χωρικών, φέρων άνημμένην τήν λαμπάδα, άπήλθεν οίκαδε. Τό κατ' έμέ, αφού
έπεσκέφθην διά βραχέων τόν φιλόξενον χωρικόν κυρ-Γιάννην, μετέβην εις τό μικρόν μαγαζίον τού
χωρίου καί άπήλαυσα έπί μακρόν χρόνον τήν ήδονήν τής συνδιαλέξεως μετά τών χωρικών, ανθρώπων
μέ άνοικτήν καρδίαν. Εις έξ αυτών είχε φέρει έκ τής οικίας του σούπαν καί βραστόν, τυρόν καί αυγά
κόκκινα, καί έγεύθημεν όμού τό πασχάλιον. Εν τώ μεταξύ είχεν αρχίσει νά γλυκοχαράζη καί επειδή δέν
ένύσταζον, έσκέφθην, ότι τό καλλίτερον ήτο νά περιμείνω τήν άνατολήν τού ηλίου καί τήν διάβασιν τής
αμαξοστοιχίας τοΰ σιδηρόδρομου Λαυρίου. Παρήλθον δέ ανεπαισθήτως αι ώραι έν τώ μέσω τής
φαιδράς συνδιαλέξεως, τού Χριστός Ανέστη, τής συγκρούσεως τών ποτηριών, τής μαρμαρυγής τού
ρητινίτου καί τού εαρινού τών στρουθίων κελαδήματος.
Μεταβαίνων εις τόν σταθμόν, μίαν ώραν μετά τήν άνατολήν του ηλίου, συνήντησα δύο ή τρεις ομίλους
έορταζόντων, καί οι οβελοί τών αμνών περιστρέφοντο ήδη έπί του πυρός. Αλλά μοί έκαμαν έντύπωσιν
δύο ωραίοι νέοι Λιδωρικιώται, οίτινες έψηνον τό άρνίον κατά τόν τελειότερον έκ τών γνωστών καί
παραδεδεγμένων τρόπων...».
Άλλο ένα διήγημα, εμπνευσμένο από το προηγούμενο διήγημα του Παπαδιαμάντη που αναφέρεται
στο Χαρβάτι, και στον ίδιο τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, όπως και την ψαλμωδία του στο παρεκκλήσι
του Αγίου Νικολάου, είναι το διήγημα του Μιχαήλ Περάνθη «ο Κοσμοκαλόγερος», από το οποίο
παραθέτουμε απόσπασμα γύρω από τον Επιτάφιο, που αντλούμε, όπως και το προηγούμενο, από το
βιβλίο «Η Παλλήνη (το Χαρβάτι) (2) :
«...Οι χωριάτες καταφθάνουν ολοένα με τις φαμίλιες τους απ' όλα τα γύρω καλύβια. Φορούν ψηλές
βλαχόκαλτσες, κοντά βρακιά και καθαρά πουκάμισα. Οι γεροντότεροι έχουν μεγάλα στριμένα
μουστάκια και πλατιά θαλασσιά ζωνάρια στη μέση τους. Οι γυναίκες φορούν άσπρα κολόδια και
ποδιές κεντημένες. Τα παιδιά ξεφορτώνουν δάφνες και δεντρολίβανα και οι χωριατοπούλες
κουβαλούν αγκαλιές τα χιόνια και τα τριαντάφυλλα για τον επιτάφιο.
Μια βλαχοπούλα σκουπίζει το προαύλιο μ' ένα πρόχειρο σάρωμα από σχοίνα και ρίγανη. Είναι σα μια
εικόνα φερμένη από τους παιδικούς λόφους της Σκιάθου. Σα να βρίσκεται κιόλας σε κάποιο
μισογκρεμισμένο ναΐσκο του νησιού, όπου σιγά σιγά, με πρόσφορα, με λαμπάδες, με λάδι, αρχίζουν να
καταφθάνουν οι αγροδίαιτοι της περιοχής. Οι βοσκοί της Μυγδαλιάς, οι χωρικοί του Κουρούπη, οι
περβολάρηδες του Μποστανιού, οι γείτονες της Κεχριάς. Ο μπαρμπ' Αναγνώστης, που ξέρει απέξω όλα
τα γράμματα της Λαμπρής, ο Γιάννης ο Λαδίκας, που θα παρασταίνει τον επίτροπο και θα σβήνει τα
κε¬ριά με το τσαρούχι του, ο γερο-Λιας, που βγαίνει με το δί¬σκο: για να φκιαστούν οι εκκλησιές,
χριστιανοί...
Αυτή η ψευδαίσθηση τον ακολουθεί κι όταν μπαίνουν το βράδυ στην εκκλησία. Είναι κατάφωτη και
γεμάτη. Οι εικόνες στίλβουν και στις χάντρες του κεντρικού πολυέλαιου το φως διαθλάται και ιριδίζει.
Η κάτασπρη γενειάδα του παπα- Κωνσταντή σείεται κάθε φορά που ανοίγει τα χείλια του, κάθε φορά
που κουνάει το κεφάλι του. Η ατμόσφαιρα τρεμίζει από τη νοσταλγική ψαλμωδία του Αλέξαντρου. Η
φαντασία του γίνεται ένα με τους λιβανωτούς και αιωρείται. Ας βρίσκεται στο Χαρβάτι, αυτός ψέλνει
στον ενοριακό ναό του νησιού του. Ακούει την αγαπημένη φωνή του πατέρα του, ακούει τα εγκώμια
και τα πάθη από τα χείλη της μαθητικής παρέας των εξαδέλφων του. Κι όταν σηκώνουν τον επιτάφιο
για την περιφορά, περπατάει στα σοκάκια της πολίχνης. Ακούει να τρίζουν παραθυρόφυλλα, Βλέπει τις
γυναίκες, όσες έμειναν σπίτια τους, να δυναμώνουν το μοσκολίβανο στο πήλινο θυμιατό τους, εκεί στο
γίσωμα του παραθυριού και να στεγάζουν με κυρτήν απαλάμη τη φλόγα της λαμπάδας τους να μη
σβήσει...
Το βράδυ ο Αλέξαντρος κοιμάται τον πολυτελέστερον ύπνο του...»
Βιβλιογραφία:
1) Κατάλογος χριστιανικών μνημείων Μεσογείων και Λαυρεωτικής – 1ης εφορείας Βυζαντινών
Αρχαιοτήτων
2) Η Παλλήνη (το Χαρβάτι), Ένας τόπος, δύο ιστορίες, Γιάννη Οικονόμου, 1994