Ιερός Ναός Αγίου Νικολάου Λεονταρίου Κάντζα Παλλήνης

 

Μικρός μονόχωρος θολωτός μεταβυζαντινός ναός, κτισμένος στη θέση βυζαντινού ναού. Δίπλα του το μαρμάρινο λιοντάρι, του 4ου π.Χ. αιώνα, που έχει συνδεθεί με θρύλους της περιοχής. Πανηγυρίζει του Αγίου Νικολάου στις 6 Δεκεμβρίου.

Γενικά
Ο ναός του Αγίου Νικολάου βρίσκεται στην Κάντζα Παλλήνης, ανατολικά της λεωφόρου Λαυρίου, δίπλα στις εγκαταστάσεις της ΔΕΗ. Εκεί βρισκόταν η αρχαία πεδιάδα της δωρικής Παλλάνας. Ο περιβάλλον χώρος του ναού είναι απλά και διακριτικά διαμορφωμένος ώστε να μην χάνει τη φυσική ομορφιά του. Παραπλεύρως, βορειοδυτικά του ναού, εκτίθεται σε ένα στεγασμένο χώρο το μαρμάρινο λιοντάρι (από μάρμαρο Πεντέλης), ένα άγαλμα του 4ου π.Χ. αιώνα, που πιθανόν να αποτελούσε τμήμα ενός μεγάλου ταφικού μνημείου. Το μαρμαρωμένο λιοντάρι έχει συνδεθεί με πολλούς θρύλους της περιοχής.

Ο ναΐσκος είναι μια μονόχωρη καμαροσκέπαστη βασιλική των μεταβυζαντινών χρόνων, με δικλινή κεραμοσκεπή στέγη. Ο ναός κτίστηκε το 1592 πάνω σε βυζαντινό ναό του 12ου αιώνος, τα θεμέλια του οποίου ανακαλύφθηκαν σε ανασκαφές του 1984. Στη συνέχεια επισκευάστηκε το 1872, από κάποιον Ι. Θεοφιλάτο, που τον αγόρασε σε ερειπιώδη κατάσταση. Κάποια λείψανα τοιχοποιίας που βρέθηκαν ανατολικά θα πρέπει να ανήκαν σε ημικυκλική αψίδα του βυζαντινού ναού. Πάνω στη βάση της παλαιάς βυζαντινής αψίδας υπάρχει η σημερινή ημιεξαγωνική αψίδα, που φέρει πολεμιστροειδές παράθυρο, ενώ άλλο ένα παρόμοιο παράθυρο βρίσκεται έκκεντρα πάνω από την βόρεια άκρη της κόγχης.

Στην πρόσοψη είναι εντειχισμένα κάποια παλαιά μέλη, όπως το ανώφλιο της θύρας εισόδου με εγχάρακτη παράσταση. Πάνω από τη θύρα υπάρχει μικρή προεξέχουσα τοξωτή κόγχη με αετωματική επίστεψη και εκατέρωθεν δύο ανοίγματα.

Η εκκλησία υπήρξε μετόχι της κοντινής Μονής Αγίου Ιωάννου Κυνηγού των Φιλοσόφων του Υμηττού.

Στην εκκλησία υπήρχε επιγραφή που ανέγραφε ότι ο πανσεβάσμιος ναός του Αγίου Νικολάου ανιστορήθηκε το 1592, όπως και τα ονόματα του ιερέα και όσων συνέδραμαν με έξοδα στο έργο.

Στο ναό τελείται Θεία Λειτουργία κάθε Σάββατο εκτός από τις μεγάλες εορτές. Είναι παρεκκλήσιο του ναού της Κοιμήσεως Θεοτόκου Κάντζας. Πανηγυρίζει την ημέρα της εορτής του Αγίου στις 6 Δεκεμβρίου, με πανηγυρικό εσπερινό και θεία Λειτουργία.

Αρχαιολογικά Ευρήματα – Αρχαία Ιστορία
Στις ανασκαφές του 1984, εκτός από τα θεμέλια της βυζαντινής εκκλησίας, ανακαλύφτηκαν λείψανα νεκροταφείου στη νότια πλευρά της εκκλησίας, όπως και λείψανα κτιρίου του 12ου αιώνα, που οδηγούν στην ύπαρξη την εποχή εκείνη ενός μοναστηριού, με το χαρακτηριστικό τύπο της μονής όπου τα δωμάτια περιβάλλουν μια εσωτερική αυλή στο μέσον της οποίας βρίσκεται ο ναός. Στα ευρήματα επίσης ανήκουν κεραμικά σκεύη και αγγεία με ωραία πολύχρωμη διακόσμηση, σπαράγματα τοιχογραφιών σε τεμάχια σοβάδων καθώς και τμήμα αρχαίας μαρμάρινης ληκύθου. Επίσης σημαντική μαρμάρινη σαρκοφάγος του 4ου π.Χ. αιώνα, αποκαλύφθηκε το 1981 κατά τη διάνοιξη του δρόμου προς τη Δ.Ε.Η.

Αναφέρεται συχνά ότι στην περιοχή του ναού, βρισκότανε ο ναός της Παλληνίδος Αθηνάς, όπου έγινε γύρω στο 540 π.Χ., η περίφημη μάχη του τύραννου Πεισίστρατου με τους Αθηναίους, «η επί Παλληνίδι μάχη», όπου ο Πεισίστρατος νίκησε τους αντιπάλους του και εγκατέστησε τυραννία στην Αθήνα. Μετά τη νίκη του, για να τιμήσει τους πεσόντες «Κούρους Αθηναίους», ανέγειρε ένα επιτύμβιο μνημείο στο χώρο της μάχης. Θεωρείται ότι στο επιτάφιο μνημείο ανήκε και το μαρμάρινο λιοντάρι, που βρίσκεται σήμερα μπροστά από το ναό. Όμως ο ναός της Αθηνάς δεν βρίσκεται τελικά σε αυτή τη θέση αφού τα ερείπια του βρέθηκαν στο Γέρακα, κοντά στο Σταυρό, σε ανασκαφές του 1994. Αμφιβολίες υπάρχουν και για το άγαλμα του λιονταριού, αφού κάποιοι αρχαιολόγοι το θεωρούν επιτάφιο μνημείο του 4ου π.Χ. αιώνα.

Παραδόσεις και Θρύλοι
Πολλοί έχουν γράψει για το λιοντάρι της Κάντζας, οι πιο γνωστοί αναφέρονται στο βιβλίο του Γ. Χατζησωτηρίου «Ιστορίες από τα χωριά των Μεσογείων» (3), από όπου και έχουν ληφθεί τα ακόλουθα αποσπάσματα :

Κάτω από τη βορινή κορυφή του Υμηττού και της ανατολικής ράχης, είναι μια σπηλιά που λέγεται σπηλιά του λιονταριού, γιατί σ' αυτή κατοικούσε τον παλαιό καιρό ένα φοβερό λιοντάρι που έφερνε μεγάλη καταστροφή γύρω. Από τούτο το άγριο θηρίο εμποδίζονταν οι χριστιανοί να πηγαίνουν στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου που είναι εκεί κοντά, δυτικά από τη Κάντζα. Και η εκκλησία έμενε έρημη και αλειτούργητη για πολλά χρό¬νια...

Όταν μια φορά, την παραμονή του Αγίου Νικολάου, εφάνη ο Άγιος σε πολλούς χωριάτες στον ύπνο τους και τους είπε να πάνε το πρωί άφοβα στην εκκλησία. Και πραγματικά επήγαν. Το λεοντάρι, όταν

μαζεύτηκαν στην εκκλησία, όρμησε κατά πάνω τους να τους φάει. Αλλά μόλις έφτασε μπροστά στην εκκλησία βγήκε από μέσα ο άγιος και το χτύπησε δυνατά και το μαρμάρωσε, και έτσι μαρμαρωμένο είναι εκεί ως τα τώρα.

(Νικ. Πολίτης) Βλ. και περιοδικό «Φυσιολάτρης», Ιαν. - Φεβρ. 1967, τ. 219-220 ...«Την παραμονήν (οι κάτοικοι της Κάντζας) βλέπουνε στον ύπνο τους ένα γέρο κοντό και ασπρογένη και τους λέει: Ή πάτε ταχιά να λειτουργήσετε ή θα σας κάψω όλους. Σηκωθήκανε αυτοί τρομαγμένοι τη νύχτα και πήγανε στον παπά. Το πρωί είδαν απάνω από την εκκλησία ένα συννεφάκι μαύρο» -εκ του οποίου εξηκοντίσθη ο κεραυνός υ κατακαύσαςτον λέοντα... Και συνεχίζει: «Η αυτή παράδοση φέρεται μετά της τροπολογίας ότι ο λέων ήρπαζε κατ' έτος ανά μίαν παρθένον μόνον και την ωδήγει εις το σπήλαιόν του».

(Δημ. Γρ. Καμπούρογλου «Ιστορία των Αθηνών» τομ. Α', σ. 215 (1959).

«Περί μαρμάρινου τινός λέοντος ευρισκομένου προ του εκκλησιδίου Αγίου Νικολάου εν τω χωρίω της Αττικής Κάντζα, υπάρ¬χει παράδοσις καθ' άπασαν την Αττικήν διαδεδομένη, δημο¬σιευθείσα εν τω "Βύρωνι" του 1876 υπό του Κ. Ζησίου...»

(Δημ. Καμπούρογλον «Ιστορία των Αθηνών», τομ. Ι, σελ. 215.Cop. Γ. Παπαδημητρίου)

Γιαγιά, γιατί είναι μαρμαρωμένο το λιοντάρι, εκεί μπροστά στον Αη-Νικόλα;»
«Πάλι, ρε παιδάκι μου, όλο με ρωτάς. Δεν μπορώ, έχω δουλειά τώρα. Αφού σ' το έχω πει».

«Όχι, στ' αλήθεια, δεν μου το 'χεις πει. Έλα, πες το μου, ρε γιαγιάκα..»

Η γιαγιά Αθηνά, η Νταβαρίνα, λύγισε... Παράτησε το γνέσιμο, απόθεσε τη φούρκα με το μαλλί και το αδράχτι με το σφο¬ντύλι και άρχισε...

«Αχ! παιδάκι μου... να 'ξερες τι τράβηξε αυτός ο κόσμος τότε, μ' εκείνο το λιοντάρι!... Η χάρη Του όμως το τιμώρησε».

«Τι έγινε, γιαγιούλα; Τι έγινε;»

Η γιαγιά στάθηκε για λίγο αμίλητη, σκεφτική. Σαν να ήθελε να συγκεντρώσει όλες τις μνήμες που είχε ακούσει, μικρή τότε, από τις γιαγιάδες και γερόντους και τις απλές αιωνόβιες γυναίκες του χωριού... μνήμες που ξεπηδούσαν όλες μαζί, ανακατωμένες, για να τις βάλει σε μια σειρά, σε μια τάξη. Κι ύστερα, πήρε φόρα και ξανάρχισε.

«Στα παλιά τα χρόνια, παιδάκι μου, όπως μου έλεγε η μακαρίτισσα η μαμμήτσα μου, Θεός σχωρέσ' την, αλαφρό να 'ναι το χώμα που τη σκέπασε και "μπότα θυμίαμα" να της είναι. Στα πολύ παλιά εκείνα χρόνια πήγαινε όλος ο κόσμος... ντυμένος με τα καλά του ρούχα στον Αη - Νικόλα. Τότε, παιδάκι μου, δεν υπήρχαν χωριά, όπως ξέρουμε σήμερα. Ήταν σκόρπιος παντού και πού και πού έβλεπες μαζεμένα περισσότερα σπίτια, όπως στην Μπαλλάνα και στην Κάντζα. Αυτό το λιοντάρι (που ζούσε στη σπηλιά του, εκεί πάνω κοντά, στα νότια του Αη-Γιάννη του Κυνηγού) όποτε έβλεπε πολύ κόσμο να πηγαίνει στη λειτουργία, όπως στη γιορτή του Αη-Νικόλα, έφευγε από τη σπηλιά του και κρυβόταν εκεί στο δάσος, όπου βρίσκονταν τα πεύκα του Θανάσ(η) Κουτσού και του Νίκου Ταρλαμπούμπα, παραμονεύοντας, όταν θα βγει ο κόσμος με την "απόλυση" για να αρπάξει και καμιά νέα κοπέλα. Τον τελευταίο καιρό έτσι είχαν χαθεί δύο νέες.

»Ύστερ' από αυτά, ο κόσμος άρχισε να φοβάται και δεν πήγαινε στην εκκλησία. Ήταν, τότε, παραμονές της γιορτής του Αγίου και η γριά Κούζα η (εκ)κλησάρισσα δεν πήγε να "σκουπίσει" την εκκλησία και ν' ανάψει τα καντήλια.

»Το βράδυ, παρουσιάστηκε στον ύπνο της ο Άγιος. "Γιατί δεν πας να μου ανάψεις τα καντήλια και να καθαρίσεις το σπίτι μου;" της είπε. "Πώς να πάω η κακομοίρα", απαντάει η γριά-Κάντζαινα, "πώς να πάω που θα με φάει το λιοντάρι;"

»"Να πας και να μη φοβηθείς", της απαντάει ο Άγιος. "Και να διοποιήσεις όλο τον κόσμο να έρθει την ημέρα της γιορτής μου καινά λειτουργηθεί. Να φέρεις και τους νιόνυφους, το γιο σου και τη γυναίκα του. Θα είμαι κι εγώ εκεί". Αυτά της είπε ο Άγιος και χάθηκε...

»Η γριούλα ξύπνησε αναστατωμένη και με βαρύ κεφάλι από τούτο το "ολοζώντανο" όνειρο. Πρωί-πρωί πήγε στο ναό, άναψε τα καντήλια, γονάτισε μπρος στα κονίσματα, πιότερο όμως σ' εκείνο του Αη- Νικόλα, κάνοντας σαράντα, ναι! σαράντα μετάνοιες. Κι αμέσως ύστερα πήρε "μπάλα" τους δρόμους και ξεσήκωσε το χωριό, εξιστορώντας το όνειρο και την επιθυμία του Αγίου για πάνδημο εκκλησιασμό.

»Έτσι τη μέρα της γιορτής τ' Αη-Νικόλα, χαρά Θεού, όλος ο κόσμος φόρεσε τα καλά του και πήγε στην εκκλησιά να λειτουργηθεί. Πρώτη και καλύτερη η γριά Κάντζαινα που καμάρωνε έχοντας στα δεξιά της το παιδί της και τη νύφη της -καλοστολισμένη, γελαστή κι όμορφη σαν τριαντάφυλλο...

»Ο κόσμος παρακολουθούσε τη θεία λειτουργία με κατάνυξη κι όσο αυτή κόντευε να τελειώσει, τόσο κι έπαιρνε περισσότερο κουράγιο, μια και δεν είχε συμβεί τίποτα, μια κι ο Άγιος είχε πει στην Κούζα ο κόσμος να πάει και να μη φοβηθεί, αφού θα ήταν κι ο ίδιος εκεί να τους προστατέψει. Με το "δι' ευχών των αγίων πατέρων ημών" ο κόσμος χαρούμενος έβγαινε έξω με πρώτη και καλύτερη τη νιόνυφη, ντυμένη σαν βασιλοπούλα στα χρυσά. Εκείνη τη στιγμή πετιέται ξαφνικά από το πυκνό δάσος, μόλις τριάντα σαράντα βήματα από την εκκλησία-εκεί, στα πεύκα του Ταρλαμπούμπα-το λιοντάρι μουγκρίζοντας. Ο κόσμος σκόρπι¬σε, τρέχοντας εδώ κι εκεί να γλιτώσει. Το λιοντάρι όρμησε κατά της νύφης και με ένα πήδημα την άρπαξε με το στόμα του, την έριξε στην πλάτη του κι ύστερα γύρισε κατά τη δύση, για να την πάει στη σπηλιά και να τη φάει με την ησυχία του...

»Εκείνη τη στιγμή, παιδάκι μου (η γιαγιά άρχισε να σταυροκοπιέται), ο ουρανός σκοτείνιασε απότομα. Μια λάμψη θάμπωσε τον κόσμο κι αμέσως μετά ένας κρότος ακούστηκε, σαν κανόνι, Ύστερ' από λίγες στιγμές βλέπουν μαρμαρωμένο το λιοντάρι να κοιτάει πονεμένο κατά τη σπηλιά και την κοπέλα ελεύθερη από τα δόντια του».

«Βρε γιαγιά, λένε ότι το λιοντάρι δεν το μαρμάρωσε ο Άγιος Νικόλαος. Λένε ότι το έφτιαξε κάποιος μεγάλος αρχαίος επειδή νίκησε...»

Η γιαγιά με διέκοψε απότομα. «Άκου να σου πω, άλλη φορά να μη μου ζητήσεις να σου λέω τέτοιες ιστορίες. Εδώ την ξέρουν οι παππούδες μας, που τους τα είπαν οι παππούδες τους. Και που κι αυτοί τα έμαθαν πάλι από τους παππούδες τους "πάππου προς πάππου". Τι, ψέματα θα έλεγαν; Τι κέρδος είχαν που τα είπαν έτσι;»

«Να! Τα βιβλία λένε ότι...»

Η γιαγιά ξεχείλισε. Ούτε ο Δημοσθένης να ήτανε... «Αυτά τα βιβλία, παιδάκι μου, δεν είναι ιερά. Τα έχουν γράψει κάποιοι γραμματισμένοι, άπιστοι κι αντίχριστοι. Να μην τους πιστεύεις, να 'χεις την ευχή μου»...

Βιβλιογραφία:
(1) www.eie.gr/byzantineattica Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών - Βυζαντινά μνημεία.

(2) «Ιστορία της Παιανίας» και των ανατολικά του Υμηττού περιοχών, εκδ. 1973, του ιατρού Γεωργίου Δ. Χατζησωτηρίου, σελ. 212

(3) «Ιστορίες από τα χωριά των Μεσογείων», Πνευματικό κέντρο Δήμου Καλυβίων 2000, Γεωργίου Δ. Χατζησωτηρίου, σ. 90

(4) ΟΤΑ Ανατολικής Αττικής / Δήμος Παλλήνης, www.anat-attiki.gr