Ιερός Ναός Αγίου Γεωργίου Βραυρώνα Μαρκοπούλου
Μικρός χαριτωμένος μονόχωρος σταυροειδής ναός τρούλλο των πρώιμων μεταβυζαντινών χρόνων,
ασκητήριο του Αγίου Τιμοθέου. Τοιχογραφίες καλής τέχνης του τέλους του 16ου αι. Πανηγυρίζει του
Αγίου Γεωργίου, στις 23 Απριλίου ή τη Δευτέρα του Πάσχα.
Γενικά
Το εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου βρίσκεται εντός του αρχαιολογικού χώρου της Βραυρώνας, στη
Λεωφόρο Μαρκοπούλου – Βραυρώνας, δίπλα στο ιερό της Αρτέμιδος, στη βόρεια παρυφή του λόφου
της Ακρόπολης.
Μέσα στο μεγάλο αρχαιολογικό χώρο, τα ερείπια του αρχαίου ναού της Αρτέμιδος, ένα από τα
αρχαιότερα και πιο σεβάσμια ιερά, όπου λατρεύονταν η Βραυρωνία Άρτεμις και η Ιφιγένεια, που ήταν
προστάτιδες της γονιμότητας και της ευτοκίας των γυναικών. Ανάμεσα στα θεμέλια, υψώνεται
αναστηλωμένο ότι έχει απομείνει από τον αρχαίο ναό της Αρτέμιδος, ένα τμήμα της δωρικής στοάς,
κτίριο του 420 π.Χ. Απέναντι στη ρίζα του βράχου, ο Άη Γιώργης, ένα πανέμορφο, ταπεινό και
χαριτωμένο εκκλησάκι, κτίσμα του 15ου-16ου αιώνα, ξεπροβάλλει διακριτικά μέσα από το βράχο, σα
φυσική προέκταση του.
Κοιτώντας τον αρχαίο ναό χαίρεται, αγαλλιάζει και ησυχάζει το πνεύμα μας, κοιτώντας το εκκλησάκι
χαίρεται, αγαλλιάζει και κινητοποιείται ήρεμα η ψυχή μας, αναζητώντας κάτι βαθύτερο.
Το ναΐσκο επισκεύασε και ανακαίνισε με προσωπικό μόχθο, το 1580 περίπου, ο ιδρυτής της Ιεράς
Μονής Πεντέλης Άγιος Τιμόθεος, επίσκοπος Ευρίπου. Το χώρο αυτό και συγκεκριμένα ένα παρακείμενο
μικρό σπήλαιο, διάλεξε για ασκητήριο του, όταν ήλθε από την Πεντέλη στη Βραυρώνα, σε αναζήτηση
μεγαλύτερης ησυχίας.
Το εκκλησάκι βρίσκεται, όπως αναφέραμε, μέσα στον αρχαιολογικό χώρο Βραυρώνας και η είσοδος
επιτρέπεται τις ώρες λειτουργίας του αρχαιολογικού χώρου. Ο ναΐσκος όμως είναι κλειστός καθόσον
προστατεύεται από την αρχαιολογική υπηρεσία. Ανήκει στην ενορία του Αγίου Νικολάου
Μαρκοπούλου. Πανηγυρίζει την ημέρα της εορτής του Αγίου Γεωργίου, την 23η Απριλίου ή τη Δευτέρα
του Πάσχα, με πανηγυρικό εσπερινό και Θεία Λειτουργία.
Περιγραφή του Ναού
Ο Άγιος Γεώργιος Βραυρώνος είναι ένας μικρός μονόχωρος σταυροειδής ναός τρούλλο των πρώιμων
μεταβυζαντινών χρόνων. Είναι οικοδομημένος από αρχαίους λίθους και άφθονο αρχαίο και
παλαιοχριστιανικό υλικό. Ο τρούλλος καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος της κάτοψης του κυρίως
ναού και είναι χαμηλός, οκταγωνικός, με πολύ μικρά πολεμιστροειδή παράθυρα στα σημεία του
ορίζοντα. Στην ανατολική πλευρά υπάρχει μια πολύ μικρή κυλινδροειδής, κάπως ακανόνιστη, τυφλή
κόγχη Ιερού, που έχει κτιστεί σε όλο το ύψος μέχρι το επίπεδο των κεραμιδιών. Δυτικά υπάρχει
θολοσκεπής νάρθηκας, με υπερυψωμένη κεραμωτή στέγαση, που μαζί με τον τρούλλο δημιουργεί ένα
δίδυμο υπερυψωμένων απολήξεων.
Ο ναΐσκος είναι κτισμένος πάνω σε παλαιότερο χριστιανικό ναό, πράγμα που συμπεραίνεται από τα
σωζόμενα παλαιοχριστιανικά αρχιτεκτονικά μέλη, όπως αρράβδωτους κίονες, τμήμα ημικυκλικής
αψίδας, κ.α. (1). Πολύ παλιά στην ίδια θέση υπήρχε αρχαϊκός ναός. Γύρω στο 1580 ο άγιος Τιμόθεος
αγόρασε την περιοχή «Παλαιός Βραώνας», ανακαίνισε το ναΐσκο, ανανέωσε τις παλιές τοιχογραφίες
και έκτισε νέα κελιά.
Στο εσωτερικό ό ναός φέρει καλής τέχνης τοιχογραφίες, του τέλους του 16ου αιώνα, ανάμεσα στις
οποίες ξεχωρίζει η σπάνια απεικόνιση του αγίου Τιμοθέου, ενώ κατά τις εργασίες συντήρησης και
καθαρισμού του 1960, από τον έφορο βυζαντινών αρχαιοτήτων, αποκαλύφτηκε ένα μέρος από τις
παλιότερες (προ του 1589) τοιχογραφίες (Ο άγιος Κοσμάς και 4 στιθάρια και κόσμημα στη βάση του
νοτίου τοίχου).
Αισθητική Θεώρηση
Στο ίδιο χώρο συναντώνται τα ιερά δύο διαφορετικών λατρευτικών παραδόσεων. Φυσικά πρόκειται για
δύο διαφορετικής κλίμακας και διαφορετικής εποχής έργα, που εκφράζουν και δύο πολιτισμικά
ιδεώδη, του αρχαίου κλασσικού πολιτισμού και του βυζαντινού πολιτισμού. Δύο ιδεώδη που δεν
αφίστανται αλλά τέμνονται, έχουν κοινή περιοχή, μια και το βυζαντινό ιδεώδες αποτελεί σύζευξη του
αρχαίου κλασσικού και του χριστιανικού (3). Γιατί αν, κατά τον καθηγητή κ. Μιχελή, το κλασσικό
ιδεώδες υλοποιούσε την αισθητική κατηγορία του Ωραίου και το χριστιανικό ιδεώδες την αισθητική
κατηγορία του Υψηλού, το βυζαντινό αισθητικό ιδεώδες, διαφυλάσσοντας τη μορφή και τις αναλογίες,
κατάφερε να αποτελέσει έκφραση του Υψηλού χωρίς να απεμπολήσει το Ωραίο, όπως συνέβη στο
αντίστοιχο δυτικό χριστιανικό ιδεώδες, που το Υψηλό εκφράστηκε με υπερμεγέθη αύξηση της
κατακόρυφης διάστασης (π.χ. καθεδρικοί ναοί). Κ’ έτσι εξηγείται πως ή βυζαντινή τέχνη «μπορεί να
υποβάλλει το Υψηλό με το βάθος και την αξία της πνοής της, γι αυτό και παραμένει γαλήνια, στα όρια
του μέτρου και στον όγκο και στη δύναμη, …, και μέσα από τη σιωπηλή ένταση, πού μελωδεί στα
μικροσκοπικά της εκκλησάκια, …, και μέσα από το σιγαλό μουρμούρισμα τού ρυακιού ή από της
φυλλωσιάς το μυστηριακό θρόισμα» (3).
Κι έτσι ο Αϊ Γιώργης μπορεί να ατενίζει γαλήνια τον αρχαίο ναό χωρίς να σκανδαλίζεται από την
ομορφιά του και ο αρχαίος ναός να παρηγορείται για τη χαμένη αίγλη του, αναγνωρίζοντας στον
ταπεινό ναΐσκο κάτι από τη βαθύτερη ουσία του, που μετουσιώθηκε πρώτα στην κοντινή
παλαιοχριστιανική της Βραυρώνας και αποτυπώθηκε αργότερα πάνω στο βυζαντινό εκκλησάκι,
διασώζοντας κάποια συνέχεια.
Ο Άγιος Τιμόθεος
Κατά την περίοδο της πρώιμης Τουρκοκρατίας, κατά τα τέλη του 16ου αιώνα, η περιοχή της Πεντέλης
και του Γέρακα έγινε κέντρο έντονης μοναστικής δραστηριότητας, με προεξάρχοντα τον άγιο Τιμόθεο,
επίσκοπο Ευρίπου Χαλκίδος. Το 1572, ο Άγιος αναγκάζεται να εγκαταλείψει τη Μητρόπολή Ευρίπου
(σημερινή Εύβοια) και βρίσκει κατάλυμα στην Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως Σωτήρος, κοντά στη
γενέτειρά του, τον Κάλαμο. Λίγο αργότερα, το 1578, ο Άγιος έρχεται στο Πεντελικό όρος και ιδρύει την
Ιερά Μονή Πεντέλης και οργανώνει τις Σκήτες και τους ασκητές της περιοχής. Ποθώντας ησυχία,
ασκητεύει στη Σκήτη του Αγίου Γεωργίου Χωστού, στο Γαργηττό, στους πρόποδες του Πεντελικού
όρους. Σύντομα όμως αναζητώντας μεγαλύτερη ησυχία, αγοράζει την περιοχή «Παλαιός Βραώνας» και
αποσύρεται στον Άγιο Γεώργιο Βραυρώνος, στις εκβολές του Ερασίνου ποταμού. Επισκευάζει το ναό
και κτίζει νέα κελιά ενώ ο ίδιος χρησιμοποιεί σαν ασκητήριο του γειτονικό σπήλαιο. Η παραμονή του
στη Βραυρώνα διήρκεσε λιγότερο από δύο χρόνια. Στο διάστημα αυτό ο Άγιος θαυματουργεί,
ακινητοποιώντας το πλοιάριο πειρατών, που είχαν απαγάγει τα παιδιά μιας Οθωμανίδας, πλούσιας
γαιοκτήμονος της περιοχής, και τους αναγκάζει να τα επιστρέψουν. Η Οθωμανή και η οικογένεια της
βαπτίζονται Χριστιανοί και η ίδια για να ευχαριστήσει τον Άγιο του παραχωρεί έκταση, την οποία αυτός
περιφράσσει και εκχωρεί στη Μονή Πεντέλης. Όμως οι χωρικοί από φόβο μήπως χάσουν τα κτήματα
τους, που βρίσκονταν στην εγγύς περιοχή, συσπειρώνονται εναντίον του Αγίου και καίνε τη βάρκα του.
Ο ίδιος αισθανόμενος ανεπιθύμητος, αποχωρεί από την περιοχή και με θαυματουργικό τρόπο, όπως
αναφέρει ο συναξαριστής, χρησιμοποιώντας τη καμένη του βάρκα, με κατάρτι τη δεσποτική του ράβδο
και το ράσο του για πανί, μεταβαίνει στην Κέα. Εκεί εκοιμήθη στην Ιερά Μονή Αγίου Παντελεήμονος, το
1590 (5).
Ιστορία Περιοχής
Η περιοχή της Βραυρώνας κατοικήθηκε για πρώτη φορά γύρω στο 3500 π.Χ., δηλαδή στην Ύστερη
Νεολιθική Εποχή. Ακολουθεί η Εποχή του Χαλκού, κατά την οποία κτίζεται μια σημαντική οχυρωμένη
ακρόπολη στην κορυφή του λόφου Χαμολιά. Το ιερό βρίσκεται σε μια μικρή κοιλάδα, που σχηματίζεται
ανάμεσα σε δύο λοφίσκους και καταλήγει στη θάλασσα σε ένα βαθύ φυσικό λιμάνι. Ο χείμαρρος
Ερασίνος, που την διαρρέει, απειλούσε πάντα το ιερό με τις πλημμύρες του.
Στο ιερό εκτός από την Αρτέμιδα, που αποτελεί μια από τις αρχαιότερες θεές στο πάνθεον των θεών
λατρευόταν η Ιφιγένεια, η Λητώ, ο Απόλλων και ο Διόνυσος.
Το Μουσείο είναι ένα από τα πιο σημαντικά της Αττικής και υπάρχουν ευρήματα της Βραυρώνας και
άλλων οικισμών και νεκροταφείων της Αττικής όπως από το Πόρτο Ράφτη, τη Μερέντα, την Περάτη και
την Ανάβυσσο. Τα πλούσια αναθήματα που βρέθηκαν, αποδεικνύουν τη λατρεία της Αρτέμιδας ως
θεάς της φύσης, κουροτρόφου, προστάτιδας των παιδιών, καθώς και των μικρών ζώων. Μια
μεγαλοπρεπής πομπή (θεωρία) ξεκινούσε κάθε 5 χρόνια από την Ακρόπολη για να γιορτάσει τα
Βραυρώνια στο ιερό της θεάς, κατά τη διάρκεια των οποίων εκτός από τις θυσίες πραγματοποιούνταν
αθλητικοί και μουσικοί αγώνες, καθώς και αρματοδρομίες. Σημαντική στιγμή της γιορτής ήταν η τελετή
των αρκτείων με την οποίας τα νεαρά παιδιά ολοκλήρωναν τη μύησή τους. (Επρόκειτο για μια τελετή
μυστηριακού χαρακτήρα, στην οποία έπαιρναν μέρος τα κορίτσια, πριν φθάσουν στην ηλικία της ήβης.
Οι παρθένες, που ονομάζονταν άρκτοι, έπαιρναν υποχρεωτικά μέρος στην τελετή των Βραυρωνίων,
που γινόταν κάθε τέσσερα χρόνια).
Άρτεμις και Άγιος Γεώργιος
Πάρα πολλές είναι οι ιδιότητες που έχουν αποδοθεί στη θεά Αρτέμιδα. Η θεϊκή υπόσταση της,
συμπυκνώνεται στα παρακάτω λόγια της αρχαιολόγου Κλαίρης Ευστρατίου (4) : «... Ολάκερο το
βασίλειο της φύσης ανήκε σ’ αυτήν. Επιστατούσε πάνου στην ανοιξιάτική άνθηση και τη γονιμοποίηση
της γης. Βασίλευε πάνου στα στοιχεία, κυβερνούσε τον αέρα και τα νερά. Διαφέντευε τη ζωή των ζώων,
μερώνοντας τ’ άγρια και προστατεύοντας τα μερωμένα. Με τη σειρά σαν ευεργέτρια και μοιράστρα
του θανάτου, γιάτρισσα της αρρώστιας και θεά της υγείας, ήταν ακόμα και η οδηγήτρα των ψυχών στο
ταξίδι τους πέρα από τον τάφο».
Είναι προφανές ότι πολλές από τις ιδιότητες αυτές μεταβιβάστηκαν στον Άγιο Γεώργιο, που όμως
έχουν ενταχθεί σε μια νέα πνευματικότητα. Έτσι και ο Άγιος Γεώργιος, στα τροπάρια περιγράφεται
σαν «ελευθερωτής αιχμαλώτων», «ιατρός ασθενούντων», «υπερασπιστής φτωχών», «αρωγός ψυχών
και σωμάτων», «της αληθείας το έαρ που νεουργεί την κτίση», «εμμελής γεωργός του σπόρου των
θείων εντολών», «καλλιεργητής των αρετών», κ.α. Γιορτάζεται την άνοιξη, κατά την αναζωογόνηση της
Φύσης, που συμπίπτει με την πνευματική αναζωογόνηση μέσα από τον κύκλο του Πάθους, του
Θανάτου και της Ανάστασης. Είναι και αυτός οδηγός των ψυχών μετά θάνατον, σαν κοιμητηριακός
Άγιος, που συχνά συναντάται σε ναούς κοιμητηρίων. Είναι ακόμα προστάτης των γεωργών και των
κτηνοτρόφων, όπως και η Άρτεμις και μαχητής που απεικονίζεται με το ακόντιό του, αντίστοιχο του
τόξου που κρατάει η θεά.
Παρά την ευρύτατη προστασία που προσφέρει απλόχερα σε όσους έχει υπό την εύνοιά της, η θεά
Άρτεμις είναι απόκοσμη, σκληρή, εκδικητική και τιμωρός στους παραβάτες της φυσικής τάξης και των
νόμων της. Με τις τελετές και τη μύηση, εκπροσωπείται η εξημέρωση της άγριας φύσης και η
κοινωνικοποίηση, όπου τα νεαρά κορίτσια (μικρές άρκτοι) στα πλαίσια της αρχαιότητας
αντιμετωπίζονται σαν φυσικά υποκείμενα και όχι σαν πρόσωπα.
Από τους στίχους των τροπαρίων διαφαίνεται η διαφορετική πνευματικότητα του Αγίου. Απέναντι
στην κυριαρχία της φυσικής αναγκαιότητας, ο Αϊ Γιώργης, «γεωργός τιμιότατος της ευσεβείας», με
αγώνες καταβάλει των «ειδώλων τα σεβάσματα», «γεωργεί αυτοβούλως τον καταβληθέντα σπόρο του
Λόγου», και «καλλιεργεί τις αρετές», «ευσεβεί επιγνώσει».
Βιβλιογραφία:
(1) Μαρκόπουλο Μεσογαίας, Εκκλησίες, Τοιχογραφίες, Πορεία στο Χρόνο, αρχιμανδρίτου
Ελευθερίου-Ειρηνάρχου Θεοδώρου, Αθήνα 1994, σ. 52
(2) Κατάλογος χριστιανικών μνημείων Μεσογείων και Λαυρεωτικής – 1ης εφορείας Βυζαντινών
Αρχαιοτήτων
(3) «Αισθητική Θεώρηση της Βυζαντινής Τέχνης», Π. Μιχελής, Ε.Μ.Π, 1946, σελ. 11
(4) Το ιερό της Αρτέμιδος στη Βραυρώνα, Κλαίρη Ευστρατίου, αρχαιολόγος, www.arxaiologia.gr
(5) «Βίος, Ακολουθία και Παρακλητικός Κανών», του Αγίου Τιμοθέου, Δρος Χαραλάμπους Μ.
Μπούσια, σελ. 16, 2009