Ιερός Ναός Αγίου Γεωργίου Κόχλα Παιανίας

 

Μονόχωρος μεταβυζαντινός ναός με ξύλινη κεραμοσκεπή στέγη και λαϊκότροπες επεμβάσεις των νεωτέρων χρόνων. Υπάρχουν ήσσονος σημασίας τοιχογραφίες. Πανηγυρίζει στις 23 Απριλίου ή τη Δευτέρα του Πάσχα, του Αγίου Μεγαλομόρτυρος Γεωργίου του Τροπαιοφόρου.

Γενικά
Το εξωκλήσι του Αγίου Γεωργίου ανήκει μεν στο Δήμο Παιανίας, όμως βρίσκεται πολύ πλησιέστερα στα Σπάτα, 1.5 χλμ. από τα νοτιοδυτικά άκρα του οικισμού, δίπλα από τον περιφερειακό δρόμο που οδηγεί από τα Σπάτα στο Μαρκόπουλο. Βρίσκεται σε ένα πολύ ομαλό υψωματάκι, στη θέση Κόκλα, ανάμεσα στους αγρούς, σε μια ελεύθερη από οικοδομές περιοχή. Χαρακτηρίζεται από τα τρία κυπαρίσσια μπροστά από την είσοδο της εκκλησίας και από το αίσθημα της «απλωσιάς» που αναδύει η θέα του ανοιχτού ορίζοντα που τελειώνει δυτικά στους πρόποδες του Υμηττού και στο βάθος νότια στο Πάνειο όρος και στη Μερρέντα του Μαρκόπουλου.

Στην κοντινή περιοχή βρίσκονταν τα αρχαία Ερχεία. Ανασκαφές που έγιναν, ιδιαίτερα από Γερμανούς, οδήγησαν σε ευρήματα, όπως ενεπίγραφες πλάκες, γλυπτά, κλπ.

Το εκκλησάκι διατηρείται ανοιχτό και είναι σήμερα (2009), προσβάσιμο στον επισκέπτη. Ανήκει στην ενορία της Ζωοδόχου Πηγής. Πανηγυρίζει την ημέρα της εορτής του Αγίου Γεωργίου την 23η Απριλίου ή τη Δευτέρα του Πάσχα, με πανηγυρικό εσπερινό και θεία Λειτουργία.

Περιγραφή Ναού
Ο ναός είναι μονόχωρος διαστάσεων 4.60 x 7.40 μ. με τρίπλευρη (ημιεξαγωνική) αψίδα ιερού. Ύψος 2.75 μ. χωρίς το ύψος της στέγης. Η στέγη είναι δικλινής, ξυλίνης κατασκευής με κεραμίδια, με καμάρα (σφενδόνιον) στο μέσο της.

Υπάρχουν ενσωματωμένα στην τοιχοποιία, όπως υπήρχαν και διάσπαρτα στον περίβολο του ναΐσκου, αρχιτεκτονικά μέλη δεύτερης χρήσης (spolia).

Στο εσωτερικό του ναού υπάρχουν οι εξίτηλες τοιχογραφίες της Πλατυτέρας και των Ιεραρχών της κόγχης του Ιερού. Οι τοιχογραφίες του τέμπλου είναι παλαιές, με δυσανάγνωστη τη χρονολόγησή τους,πιθανότατα των χρόνων της όψιμης Τουρκοκρατίας. Έχουν όμως υποστεί σημαντική αλλοίωση από την άτεχνη επιζωγράφιση.

Η εκκλησία φαίνεται ότι είναι των χρόνων της Τουρκοκρατίας, και ξαναχτίστηκε, σύμφωνα με πληροφορίες, λίγο μετά την Επανάσταση, από κάποιον παπα - Δάβαρη.

Μέχρι το 1950, το εξωτερικό της εκκλησίας είχε βαφεί με φαρδιές οριζόντιες λωρίδες, με εναλλαγή χρώματος κεραμιδιού και χρυσαφιού, κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο που ήταν βαμμένος παλιότερα ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος της Παιανίας και είναι σήμερα βαμμένη η Αγία Τριάδα στο Αγγελήσι του Μαρκόπουλου. Παρόμοια βαμμένες ήταν και οι εκκλησίες της Αγίας Παρασκευής και Αγίας Θέκλας στο Μαρκόπουλο παρόλο που στις τελευταίες οι αποχρώσεις έχουν ξεθωριάσει. Δεν είναι γνωστό αν αυτό έχει καμιά συμβολική σημασία και γιατί έγινε ειδικά και μόνο σ' αυτές τις εκκλησίες κι όχι σε άλλες.

Σήμερα πάντως το εκκλησάκι έχει υποστεί πολλές επεμβάσεις και έχουν συσσωρευτεί ετερόκλητα στοιχεία που μπορεί να υστερούν αισθητικά και να προδίδουν λαϊκότροπες επεμβάσεις των νεωτέρων χρόνων, όμως μαρτυρούν ιδιαίτερη φροντίδα και ευσέβεια.

Λαογραφικά
Παραθέτουμε ένα λαογραφικό απόσπασμα από το βιβλίο «Ιστορίες του τόπου μου» (3), που αναφέρεται στην διήγηση ενός Σπαταναίου, όχι φυσικά για να πιστοποιήσουμε αντικειμενικά πιθανές θαυματουργικές επεμβάσεις του Αγίου αλλά για να δείξουμε τον μυστηριακό τρόπο με τον οποίο ήταν δεμένη η σχέση των κατοίκων με τα εκκλησάκια και τους αγίους των. Ο μπάρμπα Γιώργης λοιπόν είχε πάει στα κτήματα του, κοντά στο εκκλησάκι του Αη-Γιώργη του Κόκλα, για κλάδεμα.

Ξαφνικά άρχισε να «χαλάει ο καιρός - κατέβασε μούτρα». Αστραπές, μπουμπουνητά κι αμέσως μετά βροχή «με το τουλούμι». Έτρεξε για να προστατευτεί στην εκκλησία... Τα καντήλια ήσαν αναμμένα. «Ανήσπασε» (έκανε το σταυρό του), φίλησε τις εικόνες, μουρμούρισε το τροπάρι «Ως των αιχμαλώτων ελευθερωτής» και περιεργάστηκε τις αγιογραφίες. Εκεί, στην καλυμμένη με τζάμι εικόνα του Αγίου είδε μερικά κέρματα διάσπαρτα και ακίνητα, παρότι η εικόνα βρισκόταν σε είδος αναλογίου με τη γνωστή ελαφρά επικλινή θέση. «Έκανε έτσι το χέρι του» στα νομίσματα και παρατήρησε, έκπληκτος, ότι ήσαν ακίνητα «κολλημένα» στο τζάμι... «Κάποιος τα 'χει κολλήσει, είπε, μήπως κάποιος αθεόφοβος βάλει το χέρι του για να τα πάρει». Από περιέργεια, έβαλε το νύχι του και με μεγάλη δυσκολία ξεκόλλησε ένα. Κοίταξε τη μία όψη, κοίταξε και την άλλη, έβαλε το δάχτυλο του μήπως δει κάτι που κολλάει, κερί ή κόλλα... Τίποτα! Έκανε ό,τι του «κατέβηκε» - τότε... Έβαλε σάλιο, έλιωσε κερί, αλλά το νόμισμα δεν ξεκολλούσε. Έριξε κάποιο δικό του και παρατήρησε ότι κουνιόταν με δυσκολία. «Ίσως θα πρέπει να περάσουν ώρες - σκέφτηκε - για να κολλήσει». Στο μεταξύ, είχε περάσει αρκετή ώρα, η βροχή σταμάτησε, αλλά τα σύννεφα εξακολουθούσαν «να κρέμονται» - να είναι βαριά, πυκνά, μαύρα, απειλητικά. «Ώρα να φεύγω, να πάω σπίτι μου, πριν με προλάβει καμιά νέα μπόρα»...

...Προσευχήθηκε, έκλεισε καλά πίσω του την πόρτα, ξανάκανε το σταυρό του, έκανε μεταβολή κι έφυγε...

Βιβλιογραφία:
(1) «Ιστορία της Παιανίας και των ανατολικά του Υμηττού περιοχών», εκδ. 1973, του ιατρού Γεωργίου Δ. Χατζησωτηρίου

(2) «Παιανικά Μελετήματα», Συμβολή, Παιανία 1987, Κώστας Ν. Πρίφτης, σελ. 141

(3) «Ιστορίες του Τόπου μου», εκδ. 1999, του ιατρού Γεωργίου Δ. Χατζησωτηρίου

(4) Κατάλογος χριστιανικών μνημείων Μεσογείων και Λαυρεωτικής – 1ης εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων