Ιερός Ναός Αγίου Αθανασίου Παιανίας
Τρίκλιτη ξυλόστεγη βασιλική του 16ου αιώνα, κτισμένη στα ερείπια παλαιοχριστιανικής βασιλικής.
Τέσσερα στρώματα τοιχογραφιών χρονολογούνται από τον 16ο αι. ως τα τέλη του 18ου αιώνα.
Πανηγυρίζει στις 18 Ιανουαρίου, στη μνήμη του Αγίου Αθανασίου και στις 2 Μαΐου σαν πολιούχος της
Παιανίας.
Γενικά
Ο ναός του Αγίου Αθανασίου βρίσκεται μέσα σε ένα περίβολο με όμορφο κήπο, περιτριγυρισμένος από
ένα μαντρότοιχο, στο σταυροδρόμι των οδών Ιωάννου Γ. Σιδέρη και Αμπελώνος, στο ανατολικό άκρο
της Παιανίας πολύ κοντά στη συμβολή της Λεωφ. Λαυρίου με την Αγίου Θωμά (η οδός που ενώνει την
Παιανία με την Αττική Οδό και τα Σπάτα).
Ο Άγιος Αθανάσιος είναι ο πολιούχος της Παιανίας και θεωρείται δε από την τουρκοκρατία ο
προστάτης των χριστιανών της περιοχής. Η μνήμη του εορτάζεται στις 2 Μαΐου, οπότε και ενεργείται
πανήγυρις και εορταστικές εκδηλώσεις από το Δήμο που διαρκούν 3-4 μέρες.
Ο ναός ανήκει στην ενορία της Ζωοδόχου Πηγής. Πανηγυρίζει στις 18 Ιανουαρίου, ημέρα ονομαστικής
εορτής του Αγίου και στις 2 Μαΐου, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, ημέρα ανακομιδής των λειψάνων του
Αγίου. Εκτός από τις πανηγύρεις ο ναός ανοίγει σε περιπτώσεις ιδιωτικών λειτουργιών, μετά από
αίτημα των κατοίκων της περιοχής ή σε περιπτώσεις τελέσεως μυστηρίων.
Ο ναός, όπως μας έχει διασωθεί, ανήκει στην πρώιμη μεταβυζαντινή εποχή. Έχει ανακηρυχτεί σε
διατηρητέο μνημείο.
Παρόλο που ο ναός με τον καταπράσινο περιβάλλοντα χώρο του, ανασύρουν μνήμες από μια άλλη
εποχή, ο θόρυβος και η κυκλοφορία στην γύρω περιοχή, ιδιαίτερα τις καθημερινές, δεν αφήνουν πολλά
περιθώρια στο νου να αναλογιστεί όσα γενικότερα αναφέρονται σαν ιστορία του ναού, άμεσα
συνδεδεμένη με την ιστορία της περιοχής και τις θρυλούμενες παρεμβάσεις του αγίου πολιούχου της.
Το σημερινό κτίσμα είναι μια τρίκλιτη βασιλική* του 17ου αιώνα, διαστάσεων 10.25 x 8.30 μ., με
δίκλιτη κεραμοσκεπής ξυλόστεγη στέγη, που έχει χτιστεί πάνω σε μια μεγαλύτερη παλαιοχριστιανική
βασιλική και στην κατασκευή του έχουν ενσωματωθεί αρχαιότερα αρχιτεκτονικά μέλη και υλικά από
αυτήν.
Ο ναός έχει ιδιαίτερο ιστορικό ενδιαφέρον και σημασία για την περιοχή, καθόσον είναι η αρχαιότερη
εκκλησία της Παιανίας (πρώην Λιόπεσι) και μητροπολιτικός ναός την περίοδο της τουρκοκρατίας, μέχρι
το 1720 περίπου. Επίσης εδώ βρισκόταν το παλιότερο νεκροταφείο όπου αναπαύονται οι νεκροί της
περιοχής από το 1660 μέχρι το 1750 περίπου.
Ευρήματα που έχουν κατά καιρούς εντοπιστεί τόσο στον ιερό χώρο όσο και γύρω από το ναό,
μαρτυρούν την ύπαρξη ανθηρού παλαιοχριστιανικού οικισμού, ο οποίος φαίνεται να συνεχίζεται όχι
μόνο κατά τον 11ο και 12ο αιώνα αλλά και στους χρόνους της Τουρκοκρατίας. Ο ναός αναφέρεται από
περιηγητές των μέσων του 18ου αι.
Ο ναός έχει επίσης αρχιτεκτονικό και αρχαιολογικό ενδιαφέρον, όπως ενδιαφέρον παρουσιάζει και η
ζωγραφική του διακόσμηση.
Αρχιτεκτονικά και Αρχαιολογικά στοιχεία
Το αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον εστιάζεται κυρίως στην ενσωμάτωση στην κατασκευή παλαιοτέρων
αρχιτεκτονικών μελών (ακόμα και ενεπίγραφης πλάκας του 4 π.Χ. αιώνα), όπως και της μεγάλης χρήσης
του παλαιότερου οικοδομικού υλικού. Εξωτερικά ολόκληρη η εκκλησία είναι ασβεστόχριστη. Η
νεότερη τρίκλιτη βασιλική (διαστάσεων 10.25 x 8.30) χτίστηκε επάνω σε μια παλαιοχριστιανική τρίκλιτη
βασιλική αρκετά μεγαλυτέρων διαστάσεων (19.50 x 20.78 μ.), χρησιμοποιώντας και κάποια τμήματα
της παλιάς τοιχοποιίας. Χαρακτηριστική είναι η διατήρηση σε σημαντικό ύψος εξωτερικά της
τοιχοποιίας της κόγχης του Ιερού της παλαιότερης βασιλικής, εξωτερικής διαμέτρου 10 μ. Στις
τοξοστοιχίες οι κίονες όπως και οι επιστέψεις τους προέρχονται από την παλαιοχριστιανική βασιλική
(αράβδωτοι κίονες και επιστέψεις με βάση ιωνική τοποθετημένοι ανάστροφα). Πολλά από τα μέλη που
βρίσκονται στο προαύλιο, όπως αυτά που αποτελούν την μαρμάρινη τράπεζα ή τα ενσωματωμένα στα
πεζούλια της πρόσοψης, επίσης προέρχονται από την παλαιοχριστιανική βασιλική. Ο Δημ. Σιδέρης
αναφέρει ότι είχε διαπιστώσει παλιότερα, έξω από τον περίβολο κατακόμβες και υπόγειες στοές σε
μερικές από τις οποίες φαίνεται ότι κυκλοφορούσε νερό. Θεωρεί ότι ο χώρος είχε χρησιμοποιηθεί από
τους Ρωμαίους ως λουτρώνας.
Η εκκλησία του Αγίου Αθανασίου χρησίμευε και σαν καθολικό μονής, όπως δείχνουν τα ονόματα και ο
χρόνος (1669 και 1671) του θανάτου των δύο μοναχών που έχουν εκεί αναγραφεί.
Ιδιαίτερο αρχαιολογικό ενδιαφέρον παρουσιάζει επιτύμβια επιγραφή από παλαιοχριστιανικό τάφο που
βρέθηκε εντοιχισμένη στο τέμπλο του ναού. Αναφέρεται στην Ευφημία τη μειζοτέρα, που πιθανά ήταν
επικεφαλής στην υπηρεσία κάποιου σημαντικού γαιοκτήμονα της Αττικής. Παρουσιάζεται ως ελεήμων
ενώ απειλεί με αρές (κατάρες) να μη θάψουν κανέναν άλλον στον τάφο της, αλλά ούτε και τα λείψανα
όσων είναι εδώ θαμμένοι να μεταφέρουν αλλού.
Εσωτερικός Διάκοσμος
Ο τοιχογραφικός διάκοσμος του ναού παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη μελέτη της
μεταβυζαντινής ζωγραφικής στην περιοχή. Στο εσωτερικό του ναού είναι κατάγραφο και διακρίνονται
τέσσερα στρώματα τοιχογραφιών που χρονολογούνται από τον 16° αι. ως τους όψιμους
μεταβυζαντινούς χρόνους. Ο ακαδημαϊκός και βυζαντινολόγος Μανόλης Χατζηδάκης, το έχει θεωρήσει
«... δειγματολόγιο μεταβυζαντινής ζωγραφικής της Αττικής». Ο αγιογραφικός διάκοσμος του τέμπλου
τοποθετείται χρονολογικά στο 1773 και οι τοιχογραφίες του τετάρτου στρώματος, που είναι ορατό
σήμερα, προς τα τέλη του 18ου αιώνα. Τα χρώματα, τα σχέδια και η έκφραση των προσώπων
παρουσιάζουν αρκετό ενδιαφέρον, αναδεικνύοντας τη λαϊκή ταυτότητα του καλλιτέχνη και τον
πλούσιο ψυχισμό του, ενώ καταγράφεται η διατήρηση από τον καλλιτέχνη της παλιάς εικονογραφικής
παραδόσεως χωρίς την εισαγωγή πρωτοτυπιών (1).
Λαογραφικά στοιχεία και Παραδόσεις
Τον Άγιο περιβάλλουν θρύλοι και παραδόσεις από όπου προκύπτει ότι τον οποίο σέβονταν και
τιμούσαν ακόμα και οι Τούρκοι της περιοχής.
Από το βιβλίο «Ιστορία της Παιανίας» (1) : Στον Άη-Θανάση —αφηγείται η αιωνόβιος Παγώνα Χούντα
— πήγαιναν οι παππούδες μας για να λειτουργηθούν. Τότε, πριν χτιστεί το χωριό (εννοεί προ του 1690)
δεν ήταν άλλη εκκλησία εκεί γύρω. Όλος ο κόσμος που έμενε στο χωριό του Κόκλα πήγαινε κι έπαιρνε
νερό στο πηγάδι του Άη-Θανάση, γιατί δεν υπήρχε άλλο. Στο ίδιο πηγάδι πότιζαν και τα άλογα τους οι
Τούρκοι. Εκεί έπλεναν τα ρούχα των Τούρκων και τα δικά τους οι Έλληνες. Το νερό τότε ήταν άφθονο
και τρεχούμενο, ερχόταν από τη Σέζα. Το πηγάδι, ήταν ανάβαθο και αστείρευτο. Γύρω από το πηγάδι
υπήρχαν δώδεκα πολύ παλιές γούρνες για πλύσιμο και για πότισμα. Τις θυμάμαι όταν ήμουν ακόμη
μικρή. Τώρα είναι λίγες (σημ. δεν υπάρχει καμιά). Οι γιαγιάδες μας, συνεχίζει η αφηγήτρια, όταν ήταν
γιορτή, χόρευαν γύρω από εκείνο το πηγάδι. Οι Τούρκοι είχαν διατάξει μία φορά τον χρόνο να
μαζεύονται εκεί οι νέες και να χορεύουν μπροστά τους. Ήθελαν να δουν ποια κορίτσια ήσαν όμορφα
για να τα πάρουν. Αυτή η συνήθεια κρατήθηκε και όταν ακόμη «τραβήχτηκε» το χωριό αργότερα, πιο
πάνω (εννοεί την ίδρυση του χωριού, μετά το 1690)˙ Και συνεχίζει:
«Τα βάσανα όμως των παιδιών που χόρευαν γύρω από το πηγάδι, μπρος στα μάτια του Τούρκου, τα
έβλεπε ο Άη-Θανάσης. Αυτοί όμως δεν τον λογάριαζαν. Για πολύ καιρό οι Τούρκοι είχαν απαγορεύσει
να ανάβουν οι παππούδες μας τα καντήλια του. Κάποιο βράδυ, ο Άγιος φανερώθηκε στην προγιαγιά
του Θανάση Χριστόδουλου και της είπε : «Γιατί μένει η εκκλησία θεοσκότεινη; Να μου ανάβετε κάθε
μέρα τα καντήλια». - «Πώς να τα ανάψω αφού είναι οι Τούρκοι»; - «Να πας και να μη φοβηθείς», είπε
ο Άγιος. Από τότε πήγαινε αυτή ή ο γιος της νύχτα για να κάνει τη χάρη του. Περνούσαν μέσα από τα
άλογα των Τούρκων που έμεναν εκεί κοντά. Τα άλογα χλιμίντριζαν και τα σκυλιά γαύγιζαν, αλλά οι
Τούρκοι δεν τους έβλεπαν. Ένα βράδυ είδαν τον Χριστόδουλο και του έριξαν. Η σφαίρα όμως
εξοστρακίστηκε, γύρισε πίσω και σκότωσε τον Τούρκο που τον τουφέκισε…
Μία άλλη αφήγηση (της Ευγενίας Γεωρ. Μητροθανάση) ανήκει σε απόγονο των Χριστόδουλων. Ο
προπάππος της Θανάσης είχε αποθηκεύσει στην εκκλησία μερικά από τα αγαθά του, βέβαιος ότι με
αυτό τον τρόπο δεν θα κινούσε την υποψία των Τούρκων. Δύο όμως γνωστοί του χριστιανοί που
παρακολουθούσαν τις κινήσεις του, πήγαν στον Τουρκαλβανό διοικητή και τον πρόδωσαν, λέγοντας ότι
έκρυβε πολεμοφόδια. Οι στρατιώτες όρμησαν στην εκκλησία και με μία πιστολιά επιχείρησαν να
σπάσουν την κλειδαριά. Η σφαίρα εξοστρακίστηκε και σκότωσε εκείνον που πυροβόλησε. Η πόρτα
τελικά δεν παραβιάστηκε. Δεύτερος στρατιώτης, που επιχείρησε να αποπατήσει στην είσοδο της
εκκλησίας, έμεινε ξερός. Οι άλλοι στρατιώτες φοβήθηκαν για ότι έγινε και ζήτησαν τον υπεύθυνο της
εκκλησίας, τον προπάππο της Θανάση, ο οποίος τους άνοιξε την πόρτα. Έψαξαν, αλλά δεν βρήκαν
πολεμοφόδια. Από τότε έδωσαν άδεια σ' αυτόν και στη γυναίκα του Γεωργούλα να ανάβουν κάθε
Σάββατο τα καντήλια.
Και η αφηγήτρια συνεχίζει: «Το πηγάδι του Άη-Θανάση είναι πολύ παλιό. Είχε πολλές γούρνες, για να
ποτίζουν οι Τούρκοι τα ζώα τους. Εκεί έπλεναν και οι οικογένειες του χωριού τα ρούχα τους, με σειρά
καθορισμένη. Το 1897, αν θυμάμαι καλά, ήταν μεγάλη ανυδρία και για πρώτη φορά το πηγάδι είχε
σχεδόν στερέψει. Οι επίτροποι καθάρισαν το πηγάδι και βρήκαν πήλινα παλιά κανάτια και ασημένιες
βλάχικες ζωστήρες γυναικών (ζάβες), που είχαν πέσει στο πηγάδι από τον καιρό της σκλαβιάς. Τότε,
όποιος χριστιανός έπαιρνε νερό, έπρεπε να πληρώσει στους Τούρκους. Όποιος δεν είχε χρήματα, ο
Τούρκος τους έριχνε την κανάτα ή τον ζωστήρα στο πηγάδι. Ένα από αυτά τα πήλινα κανάτια είχε κι
αυτή φυλάξει στο σπίτι της.
Μια άλλη αφήγηση είναι σχεδόν η ίδια με εκείνη που αναφέρει ο Σιδέρης : Ο Άγιος φανερώθηκε στον
Χριστόδουλο και τον προέτρεψε να πάει να ανάψει τα καντήλια, που από καιρό έμεναν σβησμένα.
Επειδή ο ραγιάς φοβόταν τους Τούρκους, ο Άγιος τον παρακίνησε και τον διαβεβαίωσε ότι δεν θα
πάθει τίποτα. Ο Χριστόδουλος πήγαινε αργά το βράδυ και τα άναβε. Το πρωί οι Τούρκοι έβλεπαν
αναμμένα τα καντήλια και νόμιζαν ότι είχε γίνει θαύμα. Λίγο αργότερα, σε μία αιφνιδιαστική επιδρομή
τους, οι χριστιανοί φοβήθηκαν και κλείστηκαν στην εκκλησία. Οι Τούρκοι, για να παραβιάσουν την
πόρτα, έριξαν σφαίρες. Μία από αυτές εξοστρακίστηκε και σκότωσε τον αξιωματικό τους.
Μία άλλη αφήγηση αναφέρει ότι ο Χριστόδουλος είδε σε όνειρο τον Άγιο που του έλεγε: «Γιατί δεν πας
να ανάψεις τα καντήλια ;» — «Πώς να πάω, απάντησε εκείνος, αφού γύρω - γύρω κατοικούν οι
Τούρκοι». — «Να πας και να μη φοβηθείς» ήταν η απάντηση του Άγιου… Από τότε, πήγαινε κάθε νύχτα
και άναβε τα καντήλια. Την ώρα εκείνη οι Τούρκοι κοιμόντουσαν, μόνο τα άλογα ήσαν ξύπνια και
χλιμίντριζαν. Κάποια νύχτα όμως τους ξύπνησαν τα χλιμιντρίσματα και, την ώρα που έβγαινε από την
εκκλησία ο Χριστόδουλος και κλείδωνε την πόρτα, οι Τούρκοι του έριξαν. Αυτός δεν έπαθε τίποτα ενώ
μία από τις σφαίρες εξοστρακίστηκε και σκότωσε τον αξιωματικό. Οι Τούρκοι φοβήθηκαν και υπέθεσαν
ότι ήταν θέλημα του Αγίου. Από τότε άφησαν τους χριστιανούς να ανάβουν τα καντήλια της εκκλησίας
και σέβονταν και οι ίδιοι τον Άγιο.
Και μία ακόμη, η τελευταία, αφήγηση :
«Ο Άη-Θανάσης έκανε το θαύμα του στις 2 Μαΐου, την ήμερα της γιορτής του. Κάτι είχε γίνει εκείνη την
ήμερα και οι Έλληνες είχαν καταφύγει περίτρομοι στην εκκλησία. Οι Τούρκοι δεν έμπαιναν μέσα, ιδίως
οι ντόπιοι, γιατί φοβόντουσαν τον Άγιο, επειδή είχε κάνει κι άλλα θαύματα παλιότερα. Κάποιος όμως
διοικητής Τούρκος, όταν έμαθε ότι από φόβο δεν έμπαιναν στην εκκλησιά οι στρατιώτες του, αψήφησε
τον Άγιο. Καβάλησε το άλογό του και έφθασε έξω από την πόρτα της εκκλησίας. Επειδή εκείνη ήταν
αμπαρωμένη από τους Έλληνες, πυροβόλησε για να σπάσει τη κλειδαριά. Η σφαίρα όμως
εξοστρακίστηκε και τον σκότωσε. Οι στρατιώτες, ύστερα απ' αυτό, φοβήθηκαν κι έφυγαν. Έτσι
σώθηκαν οι χριστιανοί».
Βιβλιογραφία:
(1) Μπούρας Χαρ.- Ανδρεάδη Ρ.- Καλογεροπούλου Α., Εκκλησίες της Αττικής, Αθήνα 1969, σ. 236-
238
(2) «Ιστορία της Παιανίας» και των ανατολικά του Υμηττού περιοχών, εκδ. 1973, του ιατρού
Γεωργίου Δ. Χατζησωτηρίου
(3) Παιανία (Λιόπεσι), εκδ. 1965, Δημητρίου Αθ. Σιδέρη
(4) Κατάλογος χριστιανικών μνημείων Μεσογείων και Λαυρεωτικής – 1ης εφορείας Βυζαντινών
Αρχαιοτήτων
(5) «Παιανικά Μελετήματα», Συμβολή, Παιανία 1987, Κώστας Ν. Πρίφτης, σελ. 135
(6) Άγιος Αθανάσιος Παιανίας, Μ. Χατζηδάκης, Α.Δ. 29, 1973-74, σ. 193
(7) Αρχαιολογική Εφημερίς 1956
(8) www.eie.gr/byzantineattica Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών - Βυζαντινά μνημεία.
* Τρίκλιτη Βασιλική : Ήταν ο πρώτος αρχιτεκτονικός ρυθμός Βυζαντινών εκκλησιών που αναπτύχθηκε
κατά τη διάρκεια των πρώτων χρόνων της Αυτοκρατορίας (4ος - 6ος αιώνας μ.Χ.). Ήταν ένα ορθογώνιο
δωμάτιο, με μήκος συνήθως διπλάσιο του πλάτους του, το οποίο χωριζόταν σε τρία τμήματα ή κλίτη
κατά μήκος της μεγαλύτερης διάστασής του. Το κεντρικό κλίτος ήταν συνήθως πλατύτερο και
ψηλότερο από τα δυο άλλα, επιτρέποντας στο φως να διαχέεται στο εσωτερικό από κάποια παράθυρα.
Τα κλίτη χωρίζονταν με καμάρες και μαρμάρινες κολόνες, οι οποίες συχνά διακοσμούνταν με
κιονόκρανα. Άλλες φορές ένα μικρότερο κλίτος ή ένα ξεχωριστό δωμάτιο κατασκευαζόταν αμέσως
μετά την είσοδο, κάθετα στα τρία κλίτη (προθάλαμος ή νάρθηκας). Αυτός ήταν ο χώρος απ' όπου τα
αβάπτιστα άτομα μπορούσαν να παρακολουθούν τη λειτουργία.