«Οὔσης ὀψίας»
ἢ «ὄρθρου βαθέος»;
Ἡ Ἐκκλησία, κατὰ τὶς δύο Κυριακὲς ποὺ ἀκολουθοῦν τὸ Πάσχα, μᾶς παρουσιάζει τὶς ἐμφανίσεις τοῦ Κυρίου πρῶτα στοὺς μαθητὲς καὶ ἔπειτα στὶς μυροφόρες γυναῖκες· στὶς γυναῖκες αὐτὲς ποὺ δίνουν τόση παρηγοριὰ σὲ ὅσους ἀπὸ μᾶς ἔχουμε αἴσθηση τῶν ἀδυναμιῶν τῆς ἀνθρώπινης φύσεως. Γιατὶ –πῶς νὰ τὸ κάνουμε!– ἡ ἀπουσία τοῦ ἀνθρώπου στὸ κατ᾿ ἐξοχὴν γεγονὸς τῆς Θείας Οἰκονομίας, ποὺ εἶναι τὸ Πάθος τοῦ Κυρίου, εἶναι χαρακτηριστική, καὶ γιὰ ὅποιον καταλαβαίνει τὶ θὰ πεῖ ἄνθρωπος, ἐξόχως τραυματική. Ὑπάρχει μία μόνο παρηγοριά· καὶ ἡ παρηγοριὰ αὐτὴ εἶναι ἡ πιστότητα τῶν εὐλαβῶν γυναικῶν ποὺ συνόδευαν τὸν Κύριο.
Ἤδη μᾶς δόθηκε ἡ εὐκαιρία νὰ ἐμβαθύνουμε λίγο στὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖον ἀξιώθηκαν νὰ συμμετάσχουν αὐτὲς οἱ γυναῖκες στὸ γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως, ὅπως ἐπίσης καὶ στὸ ὅτι παρέμειναν πιστὲς στὶς δύσκολες στιγμὲς τοῦ Πάθους. Ἀξίζει ὅμως νὰ σταθοῦμε καὶ σὲ κάτι ἄλλο ἰδιαίτερα σημαντικό. Οἱ μυροφόρες γυναῖκες δὲν ἔκαναν τίποτε τὸ ἐντυπωσιακό, δὲν ὅρμησαν κατὰ τῶν σταυρωτῶν, δὲν ὠρύοντο κατὰ τὴ Σταύρωση· ἁπλῶς παρέμειναν σιωπηλὲς καὶ πιστὲς μέχρι τῆς τελευταίας στιγμῆς τῆς ταφῆς τοῦ Κυρίου, μὲ ἀνοικτὰ τὰ μάτια καὶ «ἐθεώρουν ποῦ τίθεται» (Μᾶρκ. ιε΄ 47). Αὐτὸ τὸ πολύτιμο στοιχεῖο εἶχαν στὴν καρδιά τους, τὴν πιστότητα –νὰ μείνουν μέχρι τὴν τελευταία στιγμὴ καὶ νὰ ξαναπᾶνε νὰ Τὸν ἐπισκεφθοῦν, ἔστω καὶ θανόντα, τὴν πρώτη στιγμὴ ποὺ αὐτὸ θὰ τοὺς ἦταν ἐπιτρεπτό, δηλαδὴ τὴν πρώτη στιγμὴ μετὰ τὸ Σάββατο. Καὶ ἴσως ὁ Κύριος κάπως πολὺ διακριτικὰ ἤθελε αὐτὲς τὶς γυναῖκες νὰ τὶς ἀνταμείψει. Ὄχι νὰ τὶς ἀνταμείψει μὲ κοσμικὸ καὶ ἀνθρώπινο τρόπο, νὰ τὶς ἐπαινέσει, νὰ τὶς εὐχαριστήσει γιὰ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ἀφοσίωσή τους σὲ Αὐτόν. Ὄχι! Ἀλλὰ νὰ δώσει στὴν ἴδια τὴν Ἐκκλησία, σὲ ὅλους ἐμᾶς, διὰ μέσου τῆς ἱστορίας, τὴν αἴσθηση ὅτι ὁ Κύριος μὲ πολὺ λεπτὸ καὶ διακριτικὸ τρόπο προσέχει τὶς λεπτομέρειες, τὶς ἐπισημαίνει, τὶς παρουσιάζει καὶ τὶς προσφέρει στὴν Ἐκκλησία. Τὸ πῶς ὁ Κύριος ἀνταποδίδει τὸν μισθό, τὸν πνευματικὸ μισθὸ τῆς δικῆς τους πιστότητος, διαφαίνεται μέσα ἀπὸ τὶς διαφορὲς ποὺ παρουσιάζει ἡ ἐμφάνιση τοῦ Κυρίου στὶς μαθήτριες ἀπὸ τὶς ἐμφανίσεις Του στοὺς μαθητές.
Ἕνα βασικὸ χαρακτηριστικὸ εἶναι ὅτι ὁ Κύριος ἐμφανίζεται στοὺς μαθητὲς τὴν πρώτη μὲν ἡμέρα –«τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων»– ἀλλὰ στὸ τέλος της –«οὔσης ὀψίας»–, δηλαδὴ τὸ βραδάκι (Ἰω. κ΄ 19). Τὸ ἴδιο καὶ στοὺς δύο μαθητὲς ποὺ ἐπορεύοντο πρὸς Ἐμμαούς. Ἐκεῖ λέγει ὁ Εὐαγγελιστής: «κέκλικεν ἡ ἡμέρα» (Λουκ. κδ΄ 29), εἶχε περάσει ἡ ἡμέρα. Τοὺς ἄφησε νὰ περιμένουν ὅλη τὴν ἡμέρα, καθυστέρησε, καὶ τὴν τελευταία στιγμὴ ἐμφανίζεται ἀναστημένος ἀνάμεσά τους.
Τὸ ἐντελῶς ἀντίθετο συμβαίνει μὲ τὶς Μυροφόρες. Σὲ αὐτὲς ἐμφανίζεται τὴν πρώτη στιγμὴ τῆς ἡμέρας, ἤτοι «τῇ ἐπιφωσκούσῃ» (Ματθ. κη΄ 1)· αὐτὸ θὰ πεῖ μόλις χάραζε τὸ πρῶτο φῶς· ἢ «ὄρθρου βαθέος» (Λουκ. κδ΄ 1), στὸν βαθὺ ὄρθρο, ἢ «λίαν πρωῒ» (Μᾶρκ. ις΄ 2), πολὺ πρωΐ, μόλις ἄλλαζε ἡ ἡμέρα. Κάποια σημασία ἔχει αὐτό, ποὺ θὰ τὴ δοῦμε στὴ συνέχεια. Ἐμφανίζεται λοιπὸν τὴν πρώτη στιγμὴ τῆς ἡμέρας τοῦ Πάσχα, τῆς «μιᾶς σαββάτων» (Μᾶρκ. ις΄ 2), στὶς μαθήτριες, καὶ τὴν τελευταία στιγμὴ τῆς ἡμέρας στοὺς μαθητές.
Ὑπάρχει καὶ μιὰ δεύτερη διαφορά. Εἶναι τὸ ποῦ ἐμφανίζεται. Στὶς μαθήτριες ἐμφανίζεται στὸν τάφο. Στοὺς μαθητὲς δὲν ἐμφανίζεται στὸν τάφο. Καὶ μάλιστα ὅταν αὐτὲς τὸ ἀνήγγειλαν, ὁ Πέτρος καὶ ὁ Ἰωάννης ποὺ ἔτρεξαν στὸν τάφο, δὲν εἶδαν οὔτε ἄγγελο οὔτε τὸν Κύριο. Ἁπλῶς βρῆκαν τὸ σουδάριον, τὰ νεκροσάβανα, «τὰ ὀθόνια κείμενα, καὶ τὸ σουδάριον, ὃ ἦν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ, οὐ μετὰ τῶν ὀθονίων κείμενον, ἀλλὰ χωρὶς ἐντετυλιγμένον εἰς ἕνα τόπον» ( Ἰω. κ΄ 7 ). Δὲν ἀξιώθηκαν τῆς τιμῆς ἐπισκεπτόμενοι τὸν τάφο νὰ ἀντικρύσουν τὸν ἄγγελο ἢ νὰ ἀκούσουν τὴν ἀναγγελία τῆς Ἀναστάσεως διὰ τοῦ στόματός του οὔτε νὰ συναντήσουν ὅπως οἱ μαθήτριες τὸν Κύριο ἀναστάντα.
Ἀλλὰ αὐτοὶ εἶδαν τὸν Κύριο στὸν δικό τους χῶρο, ὄχι στὸν δικό Του τόπο, στὸν τάφο Του, στὸν τόπο τῆς μαρτυρίας τῆς Ἀναστάσεως, στὸν τόπο τῆς ὁμολογίας τῆς πίστεως τῶν γυναικῶν, οἱ ὁποῖες μέχρι τῆς τελευταίας στιγμῆς παρέμειναν πιστές. Ἀλλὰ στὸν δικό τους τόπο, στὸν τόπο τῆς δικῆς τους δειλίας, στὸν τόπο τοῦ δικοῦ τους φόβου, στὸν τόπο τῆς δικῆς τους ὀλιγοπιστίας, αὐτὸ σημαίνει τὸ ὅτι ἦσαν «κεκλεισμένοι». Τὴν πόρτα δὲν τὴν ἔκλεισε ὁ Χριστός, αὐτοὶ τὴν ἔκλεισαν «διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων» (Ἰω. κ΄ 19).
Ὑπάρχει καὶ μία τρίτη διαφορὰ ποὺ τὴν ὑπαινίχθηκα ἀκριβῶς προηγουμένως: στὶς μαθήτριες ἐμφανίζεται ὁ ἄγγελος. Πηγαίνουν στὸ μνῆμα καὶ πληροφοροῦνται τὸ γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως. Στὴν ἀρχὴ δὲν βλέπουν τὸν Ἀναστάντα, βλέπουν μόνον τὸν ἄγγελο καὶ ἐκεῖνος διαμηνύει τὸ γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως. Ἀμέσως πιστεύουν, πέφτουν κάτω καὶ τότε συναντοῦν τὸν Κύριο. Ἐνῶ τὸν ἄγγελο μόνον ἄκουσαν καὶ στὰ λόγια του ἐπίστευσαν, τὸν Χριστὸ ἀμέσως προσεκύνησαν, ἀντίθετα πρὸς τοὺς μαθητές. Αὐτοὶ δὲν ἀξιώθηκαν τοῦ μηνύματος τῆς Ἀναστάσεως ἀπὸ ἀγγελικὰ χείλη ἢ ἀπὸ ἄμεση ὀπτασία τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ δέχθηκαν τὸ μήνυμα ἀπὸ ἀνθρώπινα χείλη, ἀπὸ τὰ εὐλαβικὰ χείλη τῶν μυροφόρων γυναικῶν, καὶ «ἠπίστουν αὐταῖς» (Λουκ. κδ΄ 11), δυσκολεύονταν νὰ τὶς ἐμπιστευθοῦν καὶ νὰ πιστέψουν.
Νὰ προχωρήσουμε σὲ μιὰ τέταρτη διαφορά. Οἱ γυναῖκες πίστεψαν εὐθὺς ἀμέσως, οἱ μαθητὲς ἤθελαν τὶς ἀποδείξεις τους. Δὲν μποροῦσαν νὰ πιστέψουν. Εἶχε βραδυάσει, εἶχαν πάρει τὰ μηνύματα, εἶχαν τρέξει στὸν τάφο, δὲν βρῆκαν τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ ἀκόμη διατηροῦσαν τὸν φόβο τῶν Ἰουδαίων καὶ παρέμεναν κλεισμένοι στὸν χῶρο τῆς διαμονῆς τους, ἀλλὰ καὶ στὸν χῶρο τῆς ψυχῆς καὶ τῆς λογικῆς τους. Τὶ μεγάλη διαφορά! Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος ἐπέπληξε τοὺς μαθητές, «ὠνείδισε τὴν ἀπιστίαν αὐτῶν καὶ σκληροκαρδίαν, ὅτι τοῖς θεασαμένοις αὐτὸν ἐγηγερμένον οὐκ ἐπίστευσαν» (Μᾶρκ. ις΄ 14). Τοὺς ἔκανε μιὰ παρατήρηση καὶ τοὺς εἶπε: «Δὲν πιστεύσατε. Σὲ αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι μὲ εἶδαν, δὲν δείξατε ἐμπιστοσύνη». Δὲν τοὺς ἐπέπληξε ποὺ Τὸν ἐγκατέλειψαν κατὰ τὴ στιγμὴ τοῦ Πάθους. Δὲν τοὺς παρατήρησε ποὺ ἔδειξαν τὴν ὀλιγοπιστία τους σὲ Αὐτόν. Τοὺς ἐπέπληξε ποὺ δὲν ἔδειξαν πίστη καὶ ἐμπιστοσύνη σὲ αὐτὲς τὶς ταπεινὲς γυναῖκες, στὶς μαθήτριες.
Τὶ μεγάλη ἀλήθεια αὐτή! Ὁ Κύριος, ὁ Θεός, ἔτσι μᾶς θέλει. Νὰ εἴμαστε εὔκολοι στὴν ἐμπιστοσύνη πρὸς τοὺς ἀδελφούς μας. Ἐμεῖς θέλουμε σημεῖα, θέλουμε τὰ δικά μας σημεῖα. Θέλουμε θαύματα καὶ φανερώσεις σὲ μᾶς. Ἂν μὲ ἁπλότητα καὶ εἰλικρίνεια ἕνας ἀδελφὸς ἔλθει καὶ μᾶς πεῖ ὅτι κάτι συνέβη στὴ ζωή του καὶ κάπως ὁ Θεὸς ἐμφανίσθηκε σὲ αὐτόν, πόση δυσκολία ἀλήθεια δὲν ἔχουμε νὰ τὸ δεχθοῦμε! Καὶ ἔχουμε δυσκολία νὰ δεχθοῦμε καὶ νὰ πιστέψουμε τὸ μήνυμα καὶ τὴ μαρτυρία τῆς Ἀναστάσεως στὸ πρόσωπο τοῦ ἀδελφοῦ μας, γιατὶ νομίζουμε ὅτι ἀγαποῦμε τὸν Θεό, χωρὶς νὰ μπορεῖ ὅμως ἡ ἀγάπη μας νὰ περάσει ἀπὸ τὴν ἀγάπη τῶν ἀδελφῶν μας. Ὅταν ἔχουμε τὴν αἴσθηση ὅτι εἴμαστε ἀδελφοί, τότε ὄχι μόνον κοινωνικὰ ἐκφράζεται ἡ ἀγάπη, ἀλλὰ κυρίως ἐκφράζεται ὡς ἐμπιστοσύνη πίστεως, ὡς μοίρασμα ἐμπειρίας πνευματικῆς. Ὁ ἕνας δίνει τὴν ἐμπειρία στὸν ἄλλον. Ἐμφανίζεται ὁ Θεὸς μὲ κάποιον τρόπο στὴ ζωὴ τὴ δική σας, δὲν ἀπαιτῶ νὰ ἐμφανιστεῖ καὶ στὴ δική μου. Πιστεύω. Ἐμπιστεύομαι σὲ αὐτὸ ποὺ ἐσεῖς θὰ μοῦ πεῖτε καὶ δέχομαι καὶ προσκυνῶ τὸν Κύριο μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ θὰ τὸ ἔκανα, ἂν ἐμφανιζόταν σὲ μένα.
Νά καὶ μιὰ ἄλλη διαφορά: ὅτι δηλαδὴ στοὺς μαθητὲς ὑπῆρξε ἡ ἀπιστία, ἡ δυσπιστία, ἡ δυσκολία νὰ ἀποδεχθοῦν, γι᾿ αὐτὸ καὶ ἀναγκάσθηκε ὁ Κύριος νὰ προβεῖ σὲ ἀποδείξεις, νὰ γυμνώσει τὸ σῶμα Του, νὰ δείξει τὰ χέρια Του, νὰ τοὺς ὑποχρεώσει κατὰ κάποιον τρόπο νὰ Τὸν ψηλαφήσουν: «ψηλαφήσατέ με καὶ ἴδετε, ὅτι πνεῦμα σάρκα καὶ ὀστέα οὐκ ἔχει καθὼς ἐμὲ θεωρεῖτε ἔχοντα» (Λουκ. κδ΄ 39)· ψηλαφῆστε με καὶ διαπιστῶστε ὅτι, ἂν ἤμουν φάντασμα, δὲν θὰ εἶχα ὀστᾶ καὶ σάρκα ὅπως μὲ βλέπετε νὰ ἔχω.
Στὶς μαθήτριες δὲν χρειάσθηκε αὐτὴ ἡ ταπείνωση τοῦ Θεοῦ. Δὲν χρειάσθηκε αὐτὲς νὰ κάνουν ψηλάφηση. Ἀπεναντίας ὅταν αὐτὲς ἔκαναν τὴν ἄλλη ψηλάφηση, τῆς εὐλαβοῦς προσκυνήσεως, καὶ ἔπεσε ἡ ἁγία Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ νὰ προσκυνήσει τὰ πόδια, «μή μου ἅπτου», τῆς εἶπε ὁ Κύριος. Τὶ διαφορετικὴ ποὺ ἦταν αὐτὴ ἡ ψηλάφηση! Ἡ μία ἦταν ἐρευνητική, ἦταν ἐλεγκτική, ἦταν διαπιστωτική, ἦταν ἀναγκαία γιὰ τὴν πίστη. Ἡ ἄλλη ἦταν ψηλάφηση ποὺ ἀκολουθοῦσε τὴν πίστη, ψηλάφηση εὐλαβείας, τρυφερῆς ἐκφράσεως πίστεως, ἀγάπης, πόθου Θεοῦ.
Ἡ τελευταία διαφορὰ ποὺ θὰ ἤθελα νὰ ἀναφέρω εἶναι ἡ διαφορὰ τοῦ φόβου. Οἱ μαθητὲς εἶχαν φόβο πρὸ τοῦ μηνύματος τῆς Ἀναστάσεως. Οἱ μαθήτριες ἦταν ἄφοβες, τόσο ὅταν ἀντίκρυζαν τὰ φοβερὰ γεγονότα τοῦ Πάθους, ὅσο καὶ καθὼς ξεπερνοῦσαν τὴν ἴδια τὴ φύση καὶ τὸν ἑαυτό τους καὶ πήγαιναν νὰ προσκυνήσουν τὸν Κύριο. Καὶ μόλις διαπίστωσαν τὴν Ἀνάστασή Του –τὶ παράξενο πράγμα!– τότε αἰσθάνθηκαν φόβο, ἀλλὰ ἄλλου εἴδους φόβο. Ἦταν ὁ φόβος αὐτὸς ποὺ προκαλεῖται ἀπὸ τὴν αἴσθηση τοῦ μεγαλείου τοῦ γεγονότος. Ἦταν ὁ φόβος ποὺ ἀπέρρεε ἀπὸ τὸ θάμβος, ἀπὸ τὸν θαυμασμό, ἀπὸ τὸν ἐντυπωσιασμό. Ἦταν ὁ φόβος ποὺ ξεπηδοῦσε ἀπὸ τὴν ἔκσταση ποὺ τοὺς κατέλαβε.
Αὐτὰ δὲν τὰ εἶχαν οἱ ἀπόστολοι. Αὐτοὶ εἶχαν τὸν ὀρθὸ λόγο, εἶχαν τὸν δισταγμό· γι᾿ αὐτὸ καὶ δὲν μπόρεσαν νὰ εἶναι παρόντες ἐκεῖ ποὺ τελικὰ ὁ Κύριος ἐμφανιζόταν πρῶτα, ἀλλὰ κάθησαν καὶ περίμεναν νὰ πάει ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος εἶναι διαρκῶς ἐπειγόμενος, βιαστικὸς νὰ φανερώνει τὸν ἑαυτό Του καὶ σὲ μᾶς καὶ στοὺς πιστοὺς καὶ σὲ κάθε ψυχή. Τὸν ἀνάγκασαν νὰ περιμένει κατὰ κάποιον τρόπο, νὰ καθυστερήσει τὴν ἐμφάνισή Του. Γι’ αὐτὸ τοὺς ἐμφανίσθηκε τὸ βραδάκι «τῆς μιᾶς σαββάτων». Περίμενε καὶ ὁ Ἴδιος τὴν κατάλληλη ὥρα, περίμενε νὰ εἶναι ἕτοιμοι!
Θὰ τολμήσω νὰ πῶ μιὰ μεγάλη ἔκφραση γιὰ τὸ πῶς ὁ Κύριος ἐτίμησε αὐτὲς τὶς γυναῖκες, ὑπογραμμίζοντας αὐτὲς τὶς διαφορές. Τὶς ἐτίμησε μὲ τὸ νὰ τὶς κάνει μετόχους τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πρὶν ἀπὸ τὴν Πεντηκοστή. Αὐτὸ δείχνουν ὅλα αὐτὰ τὰ στοιχεῖα. Αὐτὲς ζοῦσαν σὲ μιὰ ἀτμόσφαιρα πλησμονῆς χάριτος, ἔκχυσης Ἁγίου Πνεύματος πρὶν κἂν συμβεῖ ἡ μεγάλη στιγμὴ τῆς Πεντηκοστῆς, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τοὺς ἀποστόλους, οἱ ὁποῖοι ἦταν τόσο μουδιασμένοι, σὰν νὰ μὴν καταλάβαιναν τὶ γίνεται, αὐτοπροδομένοι, ἀρνούμενοι τὰ γεγονότα, ἀμφισβητοῦντες τὸν Κύριο, διατηρῶντας τὶς ἀμφιβολίες τους. Καὶ ὅταν ἀκό μη τοὺς ἐμφανιζόταν, πάλι ὀλιγοπιστοῦσαν. Καὶ ὅταν ὁ Κύριος πιστοποιοῦσε τὴν Ἀνάστασή Του, εἶχαν τὶς ἐπιφυλάξεις τους. Κάτι ζητοῦσαν. Τὴν ψηλάφηση, τὸ ἄγγιγμά Του, ἕως ὅτου ἦλθε ἡ φοβερὴ ἐκείνη ἡμέρα, ἡ ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, ὅπου κατέβηκε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ πραγματικὰ τοὺς μετεμόρφωσε καὶ τοὺς ἀξίωσε νὰ γίνουν κήρυκες τῆς Ἀναστάσεως μαζὶ μὲ τὶς μυροφόρες γυναῖκες.
Ἂς δοξάζουμε λοιπὸν τὸν Κύριο ποὺ χάρισε στὴν Ἐκκλησία Του τὰ στολίδια τῆς ζωῆς καὶ τῆς χάριτος αὐτῶν τῶν γυναικῶν. Μιᾶς ζωῆς καὶ μιᾶς χάριτος ποὺ καλούμεθα τὴν πρώτη νὰ μιμούμεθα καὶ τὴ δεύτερη διαρκῶς νὰ γευόμεθα κι ἐμεῖς στὴ δική μας ζωή. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἐρχόμαστε στὴν ἐκκλησία τέτοια Κυριακή: γιὰ νὰ ἐμπνευσθοῦμε καὶ νὰ μιμηθοῦμε τὸ παράδειγμα τῶν ἁγίων μυροφόρων γυναικῶν. Ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ γίνουμε μέτοχοι αὐτῆς τῆς χάριτος τῆς Ἀναστάσεως, ποὺ αὐτὲς πρῶτες ἀπήλαυσαν. Νὰ δώσει ὁ Θεὸς κανένας ἀπὸ μᾶς νὰ μὴ μείνει ἀμέτοχος καὶ ἀποξενωμένος ἀπὸ αὐτήν, κανένας μας νὰ μὴ μείνει ξένος πρὸς τὴν εὐλογία, ἀλλὰ ὅλοι μας νὰ γίνουμε μαζὶ μὲ τοὺς ἀποστόλους, μαζὶ μὲ τὶς Μυροφόρες, εἴτε ἀργὰ εἴτε γρήγορα, εἴτε «οὔσης ὀψίας» εἴτε «ὄρθρου βαθέος», πάντως ὅλοι μας κάποια στιγμή, προσκυνητὲς τοῦ ἀναστάντος Κυρίου. Ἀμήν!
Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Μητροπολίτου: «ΔΕΥΤΕ ΛΑΒΕΤΕ ΦΩΣ – Ἀπὸ τὸ γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως στὴ θέα τοῦ Ἀναστάντος» – Ἐκδ. Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μεσογαίας & Λαυρεωτικῆς, Σπάτα 2021