Εἰσερχόμενος τῶν θυρῶν κεκλεισμένων
Ἡ Ἐκκλησία μας, τὴν πρώτη Κυριακὴ μετὰ τὸ Πάσχα, μᾶς ἐπαναλαμβάνει τὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ποὺ ἀναφέρεται στὴν πρώτη ἐμφάνιση τοῦ Κυρίου στοὺς μαθητές Του. Λέγει τὸ σημερινὸ ἀπολυτίκιο: «ἐσφραγισμένου τοῦ μνήματος ἡ ζωὴ ἐκ τάφου ἀνέτειλας, Χριστὲ ὁ Θεός, καὶ τῶν θυρῶν κεκλεισμένων τοῖς μαθηταῖς ἐπέστης ἡ πάντων ἀνάστασις». Ο Κύριος ἀνέστη, ἐνῶ ἦταν ὁ τάφος κλεισμένος, σφραγισμένος μὲ τὸν λίθο, τὸν ὁποῖο προσεκύλισεν «τῇ θύρᾳ τοῦ μνημείου» ὁ Ἰωσὴφ (Ματθ. κζ΄ 60) καὶ ὁ ὁποῖος «ἦν μέγας σφόδρα» (Μᾶρκ. ις΄ 4). Ὅπως δὲ λέγει ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος, οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ φαρισαῖοι «πορευθέντες ἠσφαλίσαντο τὸν τάφον σφραγίσαντες τὸν λίθον μετὰ τῆς κουστωδίας» (Ματθ. κζ΄ 66), δηλαδὴ τὸν σφράγισαν κιόλας, ὥστε νὰ μὴν μπορεῖ νὰ ἀνοίξει. «Καὶ τῶν θυρῶν κεκλεισμένων ἐπέστη ἡ πάντων ἀνάστασις». Καὶ στὸ δωμάτιο ὅπου βρίσκονταν φοβισμένοι οἱ μαθητές, καὶ ἐνῶ ἦταν κλειστὲς οἱ πόρτες, ἐμφανίζεται ὁ Χριστὸς ἀνάμεσά τους. Στὴν πρώτη περίπτωση βγαίνει ἀπὸ τὸν τάφο, ἐνῶ αὐτὸς ἦταν σφραγισμένος. Στὴ δεύτερη μπαίνει στὸν χῶρο τους, ἐνῶ ἦταν κλειστὲς οἱ πόρτες. Ἂς δοῦμε γιὰ λίγο τὶ σημαίνουν ὅλα αὐτά. Στὴν περίοδο τοῦ Πάθους καὶ τῆς δοκιμασίας τοῦ Κυρίου, οἱ μαθητὲς φάνηκαν ἐντελῶς ἀνεπαρκεῖς. Τὸ λένε οἱ ἴδιοι, τὸ ἀναφέρει ἡ Ἁγία Γραφή, τὸ δεχόμαστε μὲ ταπείνωση, ὅτι αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι, ποὺ μετὰ ἔγιναν ἀποδέκτες τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ καὶ ἀνέτρεψαν τὴν πορεία τῆς ἱστορίας, οἱ ἴδιοι αὐτοὶ ἄνθρωποι, τὶς ἡμέρες τοῦ Πάθους καὶ τῆς δοκιμασίας τοῦ Κυρίου, Τὸν ἐγκαταλείπουν. Μάλιστα ἕνας προδίδει, ἕνας ἀρνεῖται, καὶ οἱ ὑπόλοιποι διασκορπίζονται. Καὶ μετὰ τὴν Ἀνάσταση εἶναι φοβισμένοι. Κλείνονται σὲ ἕνα δωμάτιο «διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων» (Ἰω. κ΄ 19). Ἔντρομοι, δειλοί, ποιὸς ξέρει τὶ θὰ συζητοῦσαν. Ἔρχονται οἱ μαθήτριες καὶ τοὺς μεταδίδουν τὸ μήνυμα τῆς Ἀναστάσεως. Αὐτὲς δὲν φοβήθηκαν, ἐκπροσώπησαν τὸ ἀνθρώπινο γένος μὲ μιὰ μοναδικὴ ἀξιοπρέπεια. Ἀντίθετα, οἱ μαθητὲς δυσκολεύονται νὰ πιστέψουν, «ἐφάνησαν ὡσεὶ λῆρος τὰ ρήματα αὐτῶν» (Λουκ. κδ΄ 11) –σὰν παραληρήματα, γυναικεῖες φαντασιώσεις ἀκούσθηκαν στὰ αὐτιά τους τὰ λόγια τῶν γυναικῶν. Δὲν μποροῦν νὰ κάνουν τὸ βῆμα. Ἐπειδὴ δυσκολεύονται αὐτοί, ἔρχεται ὁ Κύριος «τῶν θυρῶν κεκλεισμένων» καὶ τοὺς δίνει τὸ σημεῖο, τὸ θαῦμα, καὶ τὴν ἐμπειρία τῆς Ἀναστάσεώς Του. Στὶς μαθήτριες ἐμφανίσθηκε πρῶτα ὁ ἄγγελος.
Στοὺς μαθητὲς καὶ ἄγγελος νὰ φαινόταν, δὲν θὰ ἔβλεπαν τίποτα. Ἐμφανίζεται λοιπὸν ὁ Κύριος καὶ «ἔστη εἰς τὸ μέσον, καὶ λέγει αὐτοῖς· εἰρήνη ὑμῖν» (Ἰω. κ΄ 19). Τοὺς δίνει τὴν εἰρήνη Του. Ὁ Κύριος λοιπὸν παραβιάζει τὶς κλειστὲς θύρες τοῦ φόβου, τῆς δειλίας τους, τῆς μὴ ἑτοιμότητάς τους, τοῦ ὀρθολογισμοῦ τους. Καὶ ἐμφανίζεται μπροστά τους.
Γιὰ νὰ δοῦμε τὶ γίνεται μὲ τὶς μαθήτριες, μὲ τὸν λίθο στὸ μνῆμα. Ὅπως προαναφέραμε, λένε καὶ οἱ τέσσερεις Εὐαγγελιστὲς ὅτι ὁ Ἰωσὴφ ὁ ἀπὸ Ἀριμαθαίας, ἀφοῦ τοποθέτησε τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου στὸν δικό του τάφο, ποὺ ἦταν λαξευτὸς καὶ προορίζετο γιὰ τὸν ἴδιο, ἔκλεισε τὴ θύρα τοῦ μνημείου μὲ ἕναν μεγάλο λίθο. Τί πιὸ φυσικό; Καὶ ἐπειδή, καθὼς ἀναφέρει ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος, ὑπῆρχε ἡ καχυποψία τῶν Φαρισαίων ὅτι θὰ πᾶνε οἱ μαθητὲς νὰ πάρουν τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ καὶ νὰ ποῦν μετὰ ὅτι ἀναστήθηκε, φρόντισαν νὰ σφραγισθεῖ ὁ τάφος, ὥστε νὰ ἀσφαλισθεῖ ἐκεῖ μεσα τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. Παρὰ ταῦτα, ὁ Κύριος ἀνέστη «ἐσφραγισμένου τοῦ μνήματος».
Καὶ «ὀψὲ σαββάτων, τῇ ἐπιφωσκούσῃ εἰς μίαν σαββάτων» (Ματθ. κ η΄ 1) τὸ πρωί, ὄρθρου βαθέος, ὅταν πῆγαν οἱ μαθήτριες στὸν τάφο, «σεισμὸς ἐγένετο μέγας» (στίχ. 2) καὶ «ἄγγελος Κυρίου ἀπεκύλισε τὸν λίθον καὶ ἐκάθητο ἐπάνω αὐτοῦ» καὶ τοὺς λέγει: «ἠγέρθη ὁ Κύριος, οὐκ ἔστιν ὧδε· δεῦτε ἴδετε τὸν τόπον ὅπου ἔκειτο» (στίχ. 6). Ὁ λίθος δὲν ἀπεκυλίσθη γιὰ νὰ βγεῖ ὁ Χριστός, ἀλλὰ ἀπεκυλίσθη γιὰ νὰ πιστοποιήσουν αὐτὲς τὸ κενὸ μνῆμα καὶ νὰ πιστεύσουν στὴν Ἀνάστασή Του.
Ὁ Κύριος ἠγέρθη «ἐσφραγισμένου τοῦ μνήματος» καὶ οἱ γυναῖκες ἐπείσθησαν. Τὸ πρῶτο λοιπὸν ποὺ δίνει ὁ Κύριος εἶναι ἡ ἐμπειρία τοῦ θαύματος. Τὸ δεύτερο εἶναι ἡ ἀπόδειξη τοῦ θαύματος καὶ οἱ ἐνδείξεις τοῦ ὑπερβατικοῦ σημείου. Ὁ Κύριος ἀνοίγει τὶς πόρτες, ἀνοίγει καὶ τὰ μνήματα. Σὲ κάποια ἄλλη δὲ περικοπὴ ἐμφανίζεται νὰ ἀνοίγει καὶ τὰ κλειστὰ μάτια. Ὁ Κύριος ἐβάδιζε πρὸς Ἐμμαοὺς καὶ ἐκεῖ συναντᾶ δυὸ μαθητές. Μεταξύ τους ἀρχίζει μία ἐνδιαφέρουσα συνομιλία καὶ τοὺς ὁμιλεῖ παρηγορητικά, προφητικά, τοὺς θερμαίνει τὴν καρδιά. Αὐτοὶ δὲν ὑποψιάζονται τὴν ταυτότητά Του ποιὸς εἶναι– ἕως ὅτου, ἐπειδὴ καθυστέρησαν, πηγαίνει στὸ σπίτι τους.
Ἐκεῖ εὐλογεῖ τὸν ἄρτο καὶ τοὺς τὸν προσφέρει. Ἀμέσως «ἄφαντος ἐγένετο ἀπ’ αὐτῶν», τὸν ἔχασαν ἀπὸ κοντά τους. Λέγει τότε ὁ Εὐαγγελιστὴς «αὐτῶν δὲ διηνοίχθησαν οἱ ὀφθαλμοὶ» (Λουκ. κδ΄ 31). Σὰν πόρτες στὸ δωμάτιο, σὰν λίθοι στὸν τάφο τὰ μάτια κλειστά, δὲν ἔβλεπαν τίποτα. Ἡ καρδιά τους θερμαινόταν, τὰ μάτια τους ὅμως δὲν ἔβλεπαν. Καὶ ἐκείνη τὴ στιγμή, τοὺς ἄνοιξε ὁ Κύριος τὰ μάτια.
Τὸ ἕνα λοιπὸν εἶναι ἡ ἐμπειρία τοῦ θαύματος, τὸ δεύτερο εἶναι ἡ ἀπόδειξη τοῦ σημείου καὶ τὸ τρίτο εἶναι τὸ δῶρο τῆς χάριτος. Ὁ Κύριος τοὺς προσφέρει τὴ δυνατότητα νὰ βλέπουν, ἐνῶ προηγουμένως ἀδυνατοῦσαν.
Δίπλα σὲ αὐτὲς τὶς πόρτες, τοὺς λίθους καὶ τὰ βλέφαρα, ὑπάρχουν καὶ ἄλλες πόρτες, καὶ ἄλλοι βράχοι, καὶ ἄλλα μάτια τὰ ὁποῖα δὲν μᾶς τὰ ἀνοίγει ὁ Θεὸς οὔτε τὰ παραβιάζει, ἂν ἐμεῖς δὲν θέλουμε. Εἶναι οἱ πόρτες, οἱ λίθοι καὶ τὰ βλέφαρα ποὺ μόνον ἐμεῖς, ὁ καθένας μας, μποροῦμε νὰ ἀνοίξουμε γιὰ νὰ μπεῖ ὁ Θεός.
Λέμε ὅτι παραβίασε τὶς πόρτες καὶ «τῶν θυρῶν κεκλεισμένων» φανερώθηκε στοὺς μαθητές. Ὁ ἴδιος ὅμως ὁ Κύριος στὸ βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως λέγει: «ἰδοὺ ἕστηκα ἐπὶ τὴν θύραν καὶ κρούω» ( Ἀποκ. γ΄ 2 0). Χτυπάω ὑπομονητικὰ καὶ διακριτικὰ τὴν πόρτα τῆς ψυχῆς σας. «Ἐάν τις ἀκούσῃ τῆς φωνῆς μου καὶ ἀνοίξῃ τὴν θύραν, καὶ εἰσελεύσομαι πρὸς αὐτὸν καὶ δειπνήσω μετ᾿ αὐτοῦ καὶ αὐτὸς μετ᾿ ἐμοῦ». Ἂν κάποιος ἀνοίξει τὴν πόρτα, τότε θὰ μπῶ· ἂν δὲν μοῦ ἀνοίξει, δὲν τὴν παραβιάζω οὔτε εἰσέρχομαι. Δὲν ἀνοίγει ὁ Χριστὸς τὶς πόρτες τῶν ψυχῶν μας, ἀλλὰ σέβεται τὸ δικαίωμά μας ἐμεῖς νὰ ἀνοίξουμε τὴν πόρτα καὶ νὰ Τὸν καλέσουμε μέσα. Ἡ πόρτα αὐτὴ εἶναι ἡ πόρτα τῆς συγκαταθέσεώς μας. Ὁ καθένας μας ἔχει αὐτὴ τὴ δυνατότητα καὶ τὴν εὐκαιρία στὴν καρδιά του νὰ καλλιεργήσει πόθους, ἐπιθυμίες θεϊκές, μὲ μιὰ ἄνεση ἐσωτερικὴ νὰ λαχταρήσει τὴν ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ ὅμως μπορεῖ καὶ πρέπει νὰ τὸ κάνει μόνον μόνος του. Ἂν ἔχει προκαταλήψεις, σκληροκαρδία, ἄρνηση, ὁ Κύριος περιμένει καὶ κρούει τὴν θύρα. Ἴσως κάποτε νὰ ἀνοίξει, ἀλλὰ ἀπὸ μέσα. Δὲν τὴν παραβιάζει ὁ Χριστός. Τὸ κλειδὶ τῆς ἐλευθερίας μας τὸ γυρίζουμε μόνον ἐμεῖς.
Ἐπίσης ὑπάρχουν βράχοι στὴ σχέση μας μὲ τὸν Χριστό. Συχνὰ φανερώνεται μπροστά μας, ἀλλὰ ἐμεῖς ἔχουμε σκληρότητα, σφραγίζουμε τὴν ψυχή μας μὲ αὐτοὺς τοὺς βράχους, ὥστε νὰ εἶναι ἀπαραβίαστη.
Κάνουμε ὅ,τι μποροῦμε, γιὰ νὰ μὴ δοῦμε τὸ θαῦμα. Τὶ φοβερὸ πράγμα! Τόσο ἀνθρώπινο ὅμως. Ἔρχεται ἡ Ἐκκλησία καὶ μᾶς λέγει: αὐτοὺς τοὺς βράχους πρέπει νὰ τοὺς ἀποσφραγίσουμε. Ἐνίοτε σφραγίζουμε τὸν Χριστὸ στὸ μνῆμα τῆς ψυχῆς μας σὰν νὰ μὴ θέλουμε τὸν Κύριο ἀναστημένο. Τὸν προτιμοῦμε νεκρὸ μέσα μας.
Αὐτὸς ὅμως ἀνασταίνεται καὶ μᾶς ἐγκαταλείπει. Σὰν νὰ μὴν Τὸν θέλουμε. Σὰν νὰ μὴν Τὸν μποροῦμε. Γι᾿ αὐτὸ εὐθύνεται ἡ σκληρότητα τῆς καρδιᾶς μας. Γι᾿ αὐτὸ εἶναι ὑπεύθυνη ἡ ἀκαθαρσία τῆς ψυχῆς μας. Δὲν τὴν καθαρίζουμε. Δὲν τὴν περιποιούμεθα. Δὲν τὴν φροντίζουμε. Ἔτσι σκληραίνει ἡ ψυχή μας. Ἀποκτᾶ τὴ σκληρότητα γιὰ τὴν ὁποία θρηνεῖ ὁ Ἰερεμίας στὸ βιβλίο του, ὅπου ἀναφέρεται ὅλη ἡ προφητεία καὶ τὸ ἔργο του. Ἀλλὰ ὑπάρχει καὶ κάτι ἀκόμη.
Ἔχουμε καὶ τὰ μάτια μας κλειστά. Μπορεῖ ὁ Χριστὸς νὰ ἀνασταίνεται μπροστά μας, μπορεῖ νὰ ἔρχεται ὁ ἄγγελος καὶ νὰ μᾶς δίνει καὶ τὴν ἀπόδειξη τῆς Ἀναστάσεως, ἂν ὅμως εἶναι τὰ μάτια μας κλειστά, τότε τίποτε δὲν μποροῦμε νὰ δοῦμε· «ἐπαχύνθη γὰρ ἡ καρδία τοῦ λαοῦ τούτου, καὶ τοῖς ὠσὶν αὐτῶν βαρέως ἤκουσαν καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῶν ἐκάμμυσαν», λέγει ὁ προφήτης Ἡσαΐας (Ἡσ. ς΄ 10). Ἔκλεισαν τὰ μάτια σας καὶ δὲν μπορεῖτε νὰ δεῖτε. Κατεβαίνει ζωντανὸς ὁ Θεός, κάνει τὸ θαῦμα, δημιουργεῖ τὸ μυστήριο καὶ γίνεται κοσμογονία ὁλόκληρη, συγκλονίζεται ἡ γῆ, κρύβεται ὁ ἥλιος, ἀλλὰ αὐτοὶ ποὺ δὲν θέλουν δὲν πείθονται.
Τέτοια εἶναι ἡ κατάσταση τῶν Φαρισαίων καὶ τῶν γραμματέων, τῶν ἀνθρώπων ποὺ δὲν θέλουν μὲ κανέναν τρόπο νὰ δεχθοῦν τὸν Χριστό. Κι ἐμεῖς μπορεῖ νὰ εἴμαστε ἄνθρωποι αὐτῆς τῆς κατηγορίας, κολλημένοι σὲ αὐτὰ ποὺ θέλουμε νὰ πιστεύουμε ἢ ἀκόμη καὶ σὲ αὐτὰ ποὺ δὲν θέλουμε νὰ ἀποτελοῦν ἀλήθεια. Δὲν μποροῦμε νὰ δοῦμε τὸ θαῦμα οὔτε νὰ ὁμολογήσουμε τὰ σημεῖα τοῦ Θεοῦ. Εἶναι πολὺ λεπτὴ αὐτὴ ἡ κίνηση τοῦ αὐτεξουσίου. Εἶναι τὸ δῶρο ποὺ μᾶς ἔδωσε ὁ Θεὸς τὴν ἡμέρα τῆς δημιουργίας μας: ἡ δυνατότητα ἀκόμη καὶ νὰ Τὸν ἀπορρίψουμε, ἡ δυνατότητα ὅμως καὶ νὰ ἀλλάξουμε.
Τέτοιες ἡμέρες, ποὺ ἐπαναλαμβάνεται ὁ σεισμὸς τῆς Ἀναστάσεως στὴν Ἐκκλησία, εἶναι ἀνάγκη νὰ αἰσθανθοῦμε κι ἐμεῖς λίγο ἀπὸ αὐτὸν τὸν σεισμὸ μέσα στὶς καρδιές μας. Αὐτὸς ὁ σεισμὸς πρέπει νὰ συντρίψει τὶς πύλες τοῦ Ἅδου ποὺ ὑπάρχουν μέσα στὴν καρδιά μας. Πρέπει νὰ ἀποσφραγίσει τοὺς λίθους ποὺ κρατοῦν τὸν Χριστὸ καὶ τὸν Θεὸ νεκρὸ μέσα μας. Καὶ πρέπει νὰ ἀνοίξει τὰ βλέφαρα τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς συγκαταθέσεώς μας. Ὁ καθένας μας μέσα σὲ αὐτὴν τὴν ὡραία ἀτμόσφαιρα τῶν πόθων, τῆς κατανύξεως, τῆς δοξολογίας τοῦ θεϊκοῦ μυστηρίου, ἂς δώσει λίγα λεπτὰ καὶ ἂς πάρει μιὰ βαθειὰ ἀνάσα μὲ τὴν ψυχή του, γιὰ νὰ μπορέσει λίγο νὰ ἀνοίξει τὰ μάτια τῆς ἐλευθερίας καὶ τοῦ αὐτεξουσίου του, γιὰ νὰ μπορέσει νὰ θελήσει τὸν Θεὸ ἀναστημένο καὶ ζωντανό, ὄχι ἔξω ἀπὸ τὸν τάφο Του ἀλλὰ μέσα στὴ δική του ψυχή, στὸν τάφο τῆς δικῆς μας ψυχῆς.
Εὔχομαι νὰ δώσει ὁ Θεὸς αὐτὴ ἡ ἐμπειρία νὰ εἶναι τόσο δυνατή, ποὺ νὰ μποροῦμε, ὄχι μόνον αὐτὲς τὶς ἡμέρες, οὔτε μόνο τὶς σαράντα ἀναστάσιμες ἡμέρες κάθε χρονιᾶς, ἀλλὰ ὅλες τὶς ἡμέρες τῆς ζωῆς μας νὰ Τὸν δοξάζουμε ἀναστημένο, νὰ μποροῦμε νὰ λέμε τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη» ὄχι μὲ συναισθηματικὴ φόρτιση, ὄχι μὲ ἐπιφανειακοὺς ἐνθουσιασμοὺς ἀλλὰ μὲ ὑπαρξιακὲς ἀνάσες, μὲ ζωντανοὺς ἀναστεναγμοὺς πίστεως, ὥστε καθὼς θὰ λέμε τὸ «Ἀνάστασιν Χριστοῦ θεασάμενοι», πράγματι ἡ ψυχή μας νὰ θεᾶται τὸν Κύριο ζῶντα καὶ ἀναστάντα!