«Ἐφανέρωσεν ἑαυτὸν
πάλιν ὁ Ἰησοῦς»
Ἕνας ἄνθρωπος γεννημένος τυφλὸς (Ἰω. θ΄ 1), παραπεταμένος σὲ μιὰ γωνιά, περιφρονημένος καὶ ἐνδεχομένως ξεχασμένος ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Αὐτὸν μᾶς παρουσιάζει ἡ εὐαγγελικὴ περικοπὴ τῆς πέμπτης Κυριακῆς μετὰ τὸ Πάσχα.
Τὸν πλησιάζει ὁ Κύριος μὲ τοὺς μαθητές Του. Ἀντικρύζουν τὸ θέαμα καὶ ρωτοῦν οἱ μαθητές: «ραββί, τίς ἥμαρτεν, οὗτος ἢ οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἵνα τυφλὸς γεννηθῇ;» (στίχ. 2). Παράξενη ἐρώτηση! Ποιός τελικὰ εἶναι ἡ αἰτία αὐτοῦ τοῦ δράματος; Γιατί γεννήθηκε τυφλός; Ἁμάρτησε ὁ ἴδιος ἢ μήπως ἔφταιγαν οἱ γονεῖς του; Καὶ ἀπαντᾶ ὁ Κύριος: «οὔτε οὗτος ἥμαρτεν οὔτε οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἀλλ᾿ ἵνα φανερωθῇ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ ἐν αὐτῷ» (στίχ. 3)· οὔτε ὁ ἴδιος ἔχει κάνει κάποια συγκεκριμένη ἁμαρτία οὔτε οἱ γονεῖς του, ἀλλὰ αὐτὸ τὸ δράμα συνέβη στὴ ζωὴ τοῦ συγκεκριμένου ἀνθρώπου γιὰ νὰ φανερωθοῦν τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ σὲ αὐτόν. Ἄλλη παράξενη ἀπάντηση!
Τί σημαίνει ὅμως ὁ λόγος τοῦ Κυρίου «γιὰ νὰ φανερωθοῦν τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ σὲ αὐτόν»; Πῶς συμβαίνει νὰ φανερώνονται τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ; Τὰ ἔργα Του, ἡ δόξα Του, ἡ παρουσία Του συνήθως δὲν εἶναι εὐδιάκριτα, κάπως συγκαλύπτονται σὲ αὐτὸν τὸν κόσμο.
Πολὺ περισσότερο, ὁ ἴδιος Θεὸς δὲν εἶναι ὁρατὸς ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς ἀνθρώπους· «Θεὸν οὐδεὶς ἑώρακε πώποτε» ( Ἰω. α΄ 18). Μᾶς δίνει τ ὴν αἴσθησή Του, βλέπουμε τὰ ἴχνη Του, ἀλλὰ ἐμποδιζόμαστε ἀπὸ τὴν ἄμεση θέα Του, ὅπως λέγει καὶ στὸν Μωϋσῆ: «καὶ τότε ὄψει τὰ ὀπίσω μου, τὸ δὲ πρόσωπόν μου οὐκ ὀφθήσεταί σοι» (Ἐξόδ. λγ΄ 23). Σὲ ἔκτακτες περιπτώσεις, παραχωρεῖ καὶ φανερώνεται μία ἀκτῖνα ἀπὸ τὸ φῶς Του· εἶναι τὰ ἔργα Του, οἱ ἐνέργειές Του, ὄχι ἡ οὐσία Του.
Στὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιο, ἡ ἔκφραση αὐτή, ὅτι ὁ Θεὸς φανερώνει κάτι ἀπὸ τὴ θεότητά Του, ὑπάρχει τέσσερεις φορές. Ἡ μία εἶναι ἐδῶ, στὸ θαῦμα τῆς ἀνάβλεψης τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ. Ἐδῶ φανερώνει τὰ ἔργα Του στοὺς ἀνθρώπους. Στὴν Κανᾶ, μετὰ τὸ πρῶτο θαῦμα, ὅπως τὸ περιγράφει ὁ Ἰωάννης στὸ β΄ κεφάλαιο του Εὐαγγελίου του, γράφει: «ταύτην ἐποίησε τὴν ἀρχὴν τῶν σημείων ὁ Ἰησοῦς ἐν Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας καὶ ἐφανέρωσε τὴν δόξαν αὐτοῦ» (Ἰω. β΄ 11). Ἐδῶ φανερώνει τὴ δόξα Του. Τρίτη ἀναφορὰ ὑπάρχει στὴν ἀρχιερατικὴ προσευχὴ τοῦ Κυρίου, ὅπου λέγει: «πάτερ, ἐφανέρωσά σου τὸ ὄνομα τοῖς ἀνθρώποις» (Ἰω ιζ΄ 6).
Ἐδῶ ὁ Κύριος ὁμιλεῖ γιὰ ἄλλη φανέρωση· τὴ φανέρωση τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ Πατρὸς στοὺς ἀνθρώπους.
Καὶ τέταρτη φανέρωση εἶναι ἡ φανέρωση τοῦ ἑαυτοῦ Του ἀναστάντος, ποὺ περιγράφεται στὸ τελευταῖο κεφάλαιο τοῦ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγελίου: «Ἐφανέρωσεν ἑαυτὸν πάλιν ὁ Ἰησοῦς τοῖς μαθηταῖς» ( Ἰω κ α΄ 1)· κ αὶ ἀκολουθεῖ ἡ ἀφήγηση τῆς ἄγρας τῶν ἰχθύων.
Ὁ Κύριος μέσα ἀπὸ τὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιο βασικὰ φανερώνει τέσσερα πράγματα: τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ, τὴ δόξα Του, τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τέλος τὸν ἑαυτόν Του ἀναστάντα. Τί σημαίνουν ὅμως ὅλα αὐτά; Μήπως εἶναι τὸ ἴδιο πράγμα μὲ ἄλλες λέξεις;
Ἀσφαλῶς καὶ εἶναι τὸ ἴδιο, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι ὅλα ἀναφέρονται στὴ φανέρωση τῆς ἀλήθειας τοῦ Κυρίου.
Ὑπάρχουν ὅμως καὶ κάποιες λεπτομέρειες ποὺ ἀξίζει νὰ ὑπογραμμίσουμε. Ἂς δοῦμε λίγο πιὸ προσεκτικὰ τὰ τρία στοιχεῖα ποὺ κάθε μία ἀπὸ τὶς τέσσερεις αὐτὲς φανερώσεις παρουσιάζει.
Τὸ πρῶτο εἶναι ἡ φανέρωση τῶν ἔργων τοῦ Θεοῦ. Ἀξίζει νὰ σημειώσουμε ὅτι ὁ Κύριος δὲν ὁμιλεῖ γιὰ ἔργο ἀλλὰ γιὰ ἔργα. Καὶ τοῦτο προκειμένου νὰ δείξει τὸ πλῆθος, τὸν πλοῦτο, τὴν ἀφθονία τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ σὲ αὐτὸν τὸν κόσμο. Τρία βασικὰ ἔργα ἐπιτελεῖ ὁ Θεός. Τὸ πρῶτο εἶναι τὸ ἔργο τῆς δυνάμεώς Του, εἶναι τὰ «σημεῖα», τὰ θαύματα ποὺ ἐπιτελοῦνται καὶ σὲ αὐτὸν τὸν κόσμο. Φανερώνει ὁ Θεὸς τὴ δύναμή Του, μᾶς διευκολύνει λιγάκι νὰ Τὸν πιστέψουμε, ὅτι ὑπάρχει καὶ ὅτι εἶναι ζῶν. Τὸ πρῶτο στοιχεῖο λοιπὸν εἶναι τὰ «σημεῖα» ποὺ ἐπιτελεῖ.
Τὸ δεύτερο στοιχεῖο ποὺ ἀποτελεῖ ἔργο τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ φωτισμὸς τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι ἡ διδασκαλία Του. Φανερώνει ὁ Θεὸς τὴ δύναμή Του μὲ τὰ σημεῖα, φανερώνει ὅμως καὶ τὴν παρουσία Του, τὴν ἀλήθεια Του, μὲ τὸ φῶς ποὺ δίνει στὴν ψυχὴ κάθε πιστοῦ, στὴν ψυχὴ κάθε ἀνθρώπου ποὺ διψάει γιὰ τὴν ἀλήθεια.
Πρῶτο ἔργο τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ φανέρωση τῆς δυνάμεώς Του καὶ δεύτερο ὁ φωτισμὸς τῶν ψυχῶν μας.
Ὑπάρχει καὶ τρίτο. Εἶναι ἡ σωτηρία μας. Αὐτὰ εἶναι τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ. Λέγει στὶς ὑποθῆκες ποὺ δίνει στοὺς μαθητές Του· θὰ σᾶς στείλω τὸν Παράκλητο καὶ Αὐτὸς «ὁδηγήσει ὑμᾶς εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν» (Ἰω. ις΄ 13). Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο θὰ ἔλθει στὶς ψυχές σας, θὰ ἔλθει ὡς Παράκλητος, ὡς παρηγοριὰ ποὺ θὰ σᾶς ὁδηγήσει στὸ πλήρωμα τῆς ἀλήθειας, ὥστε νὰ καταλήξετε ὅλοι σας σωσμένοι στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ λοιπὸν ποὺ ἀποτελεῖ τὸ ἔργο βασικὰ τοῦ Θεοῦ εἶναι τὸ νὰ ἔλθει στὴν ψυχή μας ἡ παρουσία Του, ἡ αἴσθηση τῆς δυνάμεώς Του, ὁ φωτισμός Του καὶ φυσικὰ ἡ σωτηρία τῆς ψυχῆς μας αἰωνίως στὴ βασιλεία Του. Αὐτὰ ἀφοροῦν τὴ φανέρωση τῶν ἔργων τοῦ Θεοῦ.
Τὸ Εὐαγγέλιο ὅμως ὁμιλεῖ καὶ γιὰ φανέρωση τῆς δόξας τοῦ Χριστοῦ. Ποιά εἶναι ἡ δόξα τοῦ Χριστοῦ; Ποιά εἶναι ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ Χριστοῦ; Αὐτὴ βρίσκεται μέσα στὴ Θεία Οἰκονομία. Πρώτη δόξα Του εἶναι ἡ ταπείνωσή Του, ἡ κένωσή Του.
Κένωση ὅπως ἐκφράζεται ὡς συγκατάβαση κατὰ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Κυρίου. Ὁ Κύριος γεννᾶται «ὡς βρέφος σπαργανούμενον ἐν τῷ σπηλαίῳ». Αὐτὸ τὸ γεγονὸς ὁρῶντες οἱ ἄγγελοι ψάλλουν: «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη». Τὸ ὁμολογοῦν ὡς φανέρωση τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ. Σὰν νὰ ξεχείλισαν οἱ οὐρανοὶ ἀπὸ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ μαζὶ μὲ αὐτοὺς κατέστη «πλήρης καὶ ἡ γῆ τῆς δόξης τοῦ Κυρίου». Ἀλλὰ καὶ στὴ συνέχεια, ἡ ζωή Του, τὸ νὰ φοράει τὴ δική μας σάρκα, νὰ εἶναι ἐνδεδυμένος τὴ δική μας φύση καὶ νὰ ζεῖ «οὐκ ἔχων ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ» (Λουκ. θ΄ 57-58, Ματθ.η΄ 19-20), τί ἄλλο εἶναι παρὰ ἡ ταπείνωση τοῦ Κυρίου;
Ἀποκορύφωμα τῆς ταπεινώσεως, ὁ σταυρός. Ἐκεῖ ἡ Ἐκκλησία μας ἀντικρύζει τὸν Ἐσταυρωμένο ὡς «βασιλέα τῆς δόξης».
Φανέρωση λοιπὸν τῆς δόξης τοῦ Κυρίου εἶναι ἡ κένωσή Του. Μπορεῖ τὰ μάτια μας νὰ εἶναι σφραγισμένα καὶ νὰ μὴν καταλαβαίνουμε τίποτε ἀπὸ τὴ θεία ἐνανθρώπηση, νὰ μὴ συνειδητοποιοῦμε τίποτε ἀπὸ τὴν ἐνσάρκωση τοῦ Θεοῦ καὶ Λόγου καὶ νὰ μένει ἀσυγκίνητη πνευματικὰ ἡ ψυχή μας ἀπὸ τὸ Πάθος καὶ τὴ θυσία Του. Ὁ Κύριος ὅμως μὲ τὰ γεγονότα αὐτὰ φανερώνει τὴ δόξα Του.
Τὴ δόξα Του τὴ φανερώνει καὶ μὲ τὴν Ἀνάληψή Του. «Ἀνελήφθης ἐν δόξῃ, Χριστέ, ὁ Θεὸς ἡμῶν», ψάλλουμε. Ἐδῶ δόξα Του εἶναι τὸ ὅτι ἀνέλαβε στοὺς ὤμους Του τὸ ἀνθρώπινο «πτῶμα», δηλαδὴ τὴν πεσμένη μας φύση, καὶ τὴν προσέφερε θεωμένη στὸν Θεὸ Πατέρα: «ἐπὶ τῶν ὤμων, Χριστέ, τὴν πλανηθεῖσαν ἄρας φύσιν, ἀναληφθείς, τῷ Θεῷ καὶ Πατρὶ προσήγαγες». Ἡ ἀνθρώπινη φύση, ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ ἀναληφθέντος Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, δοξάζεται καὶ θεώνεται. Αὐτὸ ἀποτελεῖ τὴ δεύτερη αἰτία τῆς δόξης Του.
Ὑπάρχει καὶ μία τρίτη καὶ αὐτὴ εἶναι τὸ ὅτι εἶναι καθήμενος ἐπὶ θρόνου δόξης ὡς θεάνθρωπος αἰωνίως. Ὁ Κύριος εἶναι ταυτόχρονα τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος ἄνθρωπος. Ἔζησε στὸν κόσμο καὶ κοινωνεῖται τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα Του ἀπὸ τοὺς πιστούς, χωρὶς καθόλου νὰ μειώνεται ἡ δόξα τῆς θεότητος. Αὐτὴ τὴ δόξα πού, καθὼς λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «βλέπομεν ἄρτι δι’ ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι», θὰ ἀντικρύζουν αἰωνίως, «πρόσωπον πρὸς πρόσωπον» (Α΄ Κορ. ιγ΄ 12), ὅσοι ἀξιωθοῦν τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Μιλήσαμε γιὰ τὴ φανέρωση τῶν ἔργων τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ φανέρωση τῆς δόξης Του. Ἂς προχωρήσουμε στὴ φανέρωση τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ Πατρός: «ἐφανέρωσά σου τὸ ὄνομα τοῖς ἀνθρώποις». Ποιό εἶναι τὸ ὄνομα αὐτὸ ποὺ φανέρωσε ὁ Χριστὸς στοὺς ἀνθρώπους κατὰ τὰ χρόνια τῆς ἐπὶ γῆς παρουσίας Του; Εἶναι τὸ ὄνομα «πατήρ», ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι πατέρας. Καὶ εἶναι πατὴρ τοῦ κόσμου, «πατὴρ πάντων», ὅπως ἀναφέρει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Ἐφ. δ΄ 6) ἢ «πατὴρ πολλῶν ἐθνῶν» (Ρωμ. δ΄ 17). Εἶναι ὁ πατέρας τοῦ κόσμου.
Ἀλλὰ εἶναι καὶ πατέρας τοῦ καθενός μας. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὅταν παρέδωσε στοὺς μαθητὲς τὸ ὑπόδειγμα τῆς προσευχῆς, ἐδίδαξε ὅτι ἀπευθυνόμαστε σὲ Αὐτὸν ὡς Πατέρα: «Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς» (Ματθ. ς΄ 9).
Εἶναι προσωπικὸς πατέρας τοῦ κάθε πιστοῦ. Καὶ τέλος εἶναι καὶ ὁ Πατὴρ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ Κύριος εἶναι ἀμήτωρ μὲν ἐκ Πατρὸς ὡς γεννητὸς προαιωνίως ἐκ τοῦ Πατρός.
Ὅλα αὐτὰ φυσικὰ δὲν εἶναι ἄνευ σημασίας. Ἀποτελοῦν δεῖκτες τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ πρὸς τὰ δημιουργήματά Του. Ἡ ἀγάπη Του ἀγκαλιάζει ὅλον τὸν κόσμο· αὐτὸ θὰ πεῖ ὅτι εἶναι πατὴρ τοῦ κόσμου. Ἡ ἀγάπη Του παίρνει προσωπικὴ μορφή· αὐτὸ σημαίνει ὅτι εἶναι πατὴρ ὅλων καὶ τοῦ καθενός μας. Καὶ τέλος ἡ ἀγάπη Του εἶναι θεϊκή· εἶναι ὁ σύνδεσμος τῆς σχέσης τῶν τριῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος. Τὶ ὡραῖο ὄνομα! «Πατήρ»! Αὐτὸ τὸ ὄνομα φανερώνει ὁ Κύριος, αὐτὴ τὴν ἀγάπη ἐκφράζει στὴν Ἐκκλησία Του.
Ὁ Κύριος ὅμως τελικῶς «ἐφανέρωσεν ἑαυτόν», φανέρωσε καὶ τὸν ἑαυτό Του. Ἀλλὰ τί εἶναι αὐτὸ ποὺ φανέρωσε ἀπὸ τὸν ἑαυτό Του μετὰ τὴν Ἀνάσταση;
Πρῶτον, φανέρωσε τὸν ἑαυτό Του ἀναστάντα στοὺς μαθητές, δηλαδὴ κατέστησε ἐμφανῆ τὴ θεότητά Του.
Δεύτερον, φανέρωσε ὅτι ὁ Ἀναστὰς ἦταν ὁ Ἴδιος μὲ τὸν γνωστὸ σὲ αὐτοὺς διδάσκαλο ποὺ εἶχε ζήσει μαζί τους. Γι᾿ αὐτὸ καὶ προσφέρεται πρὸς ψηλάφηση: «ψηλαφήσατέ με καὶ ἴδετε, ὅτι πνεῦμα σάρκα καὶ ὀστέα οὐκ ἔχει καθὼς ἐμὲ θεωρεῖτε ἔχοντα» (Λουκ. κδ΄ 39), ἀλλὰ καὶ δειπνεῖ μαζί τους: «οἱ δὲ ἐπέδωκαν αὐτῷ ἰχθύος ὀπτοῦ μέρος καὶ ἀπὸ μελισσίου κηρίου, καὶ λαβὼν ἐνώπιον αὐτῶν ἔφαγεν» (Λουκ. κδ΄ 42-43). Εἶναι Αὐτὸς ποὺ ἀναγνωρίζει τὸν Πέτρο καὶ τὸν ἀποκαλεῖ μὲ τὸ ὄνομά του καὶ τὸν ἀποκαθιστᾶ γιὰ τὴν ἄρνησή Του. Εἶναι αὐτὸς που ἀναγνωρίζει τοὺς μαθητές. Εἶναι αὐτὸς ποὺ τοὺς εἶχε πεῖ ὅτι θὰ τοὺς συναντοῦσε στὴ Γαλιλαία.
Ἀλλὰ δὲν εἶναι μόνον ἴδιος μὲ αὐτὸν ποὺ ἐγνώριζαν, ὁ Κύριος καὶ Διδάσκαλος. Ταυτόχρονα εἶναι καὶ διαφορετικός. Γι᾿ αὐτὸ καὶ στὸ κατὰ Μᾶρκον Εὐαγγέλιο λέγει ὅτι «δυσὶν ἐξ αὐτῶν περιπατοῦσιν ἐφανερώθη ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ, πορευομένοις εἰς ἀγρόν» (ις΄ 12).
Ἐξέρχεται «ἐσφραγισμένου τοῦ τάφου», εἰσέρχεται «τῶν θυρῶν κεκλεισμένων». Ἐμφανίζεται ξαφνικὰ καὶ ἀνεξήγητα σὲ διάφορα μέρη. Ὅταν ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ προσπαθεῖ νὰ Τὸν ἀγγίξει, τῆς ἀπαντάει: «μή μου ἅπτου».
Ὁ Κύριος λοιπὸν φανερώνεται ἀναστάς, φανερώνεται ὡς ὁ Ἴδιος ποὺ ἐγνώριζαν –δὲν πρόκειται περὶ ἄλλου προσώπου– ἀλλὰ καὶ μὲ τὴ σφραγῖδα μιᾶς ἑτερότητος. Μετὰ τὴν Ἀνάσταση παρουσιάζει σαφέστερα τὴ θεϊκή Του διάσταση. Ἡ θεότητά Του εἶναι πλέον ἐμφανής. Ὁ Κύριος εἶναι ὁ θεάνθρωπος Ἰησοῦς.
Ὅλα αὐτὰ βέβαια δὲν ἀποτελοῦν ὑλικὸ γιὰ στοχασμό· ἔχουν μεγάλη σημασία καὶ γιὰ τὴ ζωή μας. Γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στοὺς Κολοσσαεῖς: «ὅταν ὁ Χριστὸς φανερωθῇ, ἡ ζωὴ ἡμῶν, τότε καὶ ὑμεῖς σὺν αὐτῷ φανερωθήσεσθε ἐν δόξῃ» (γ΄ 4). Αὐτὸς εἶναι ὁ σκοπός μας· ἡ ἐν δόξῃ φανέρωσή μας, ἡ ἀνάδειξη τοῦ ἐν ἡμῖν ὑπάρχοντος ἀνθρώπου τῆς χάριτος. Ἡ ἐν Χριστῷ δόξα ἀποτελεῖ τὸ ἐφετόν, τὸν πόθο δηλαδὴ τῆς κάθε σωζομένης ψυχῆς, ἀλλὰ καὶ τὸ ἐφικτόν, αὐτὸ ποὺ διὰ τῆς θείας χάριτος μπορεῖ νὰ δοθεῖ στὸν κάθε ἄνθρωπο.
Εὐχὴ τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι νὰ ἀνοίξουν τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μας καὶ νὰ φανερωθεῖ ὁ Θεὸς στὴν καρδιά μας, νὰ φανερωθοῦν τὰ ἔργα Του, νὰ φανερωθεῖ ἡ δόξα Του, νὰ φανερωθεῖ τὸ ὄνομα καὶ ἡ ἀγάπη Του, νὰ φανερωθεῖ ὁ Ἴδιος ἀναστάς, ὥστε κι ἐμεῖς σὺν Αὐτῷ νὰ φανερωθοῦμε ἐν δόξῃ. Ἀμήν!
Από το βιβλίο του Μητροπολίτου : «ΔΕΥΤΕ ΛΑΒΕΤΕ ΦΩΣ – Ἀπὸ τὸ γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως στὴ θέα τοῦ Ἀναστάντος» – Εκδ. Ιεράς Μητροπόλεως Μεσογαίας & Λαυρεωτικής, Σπάτα 2021