Μέγα θαῦμα, ὕψιστη θεολογία, μοναδικὴ ἐπαγγελία
Ὅλες αὐτὲς τὶς μέρες μιλοῦμε γιὰ θάνατο ποὺ νικήθηκε μὲ τὸν θάνατο τοῦ Χριστοῦ, «θανάτῳ θάνατον πατήσας». Βλέπουμε ὅμως πὼς ὁ θάνατος κυριαρχεῖ σὲ αὐτὴ τὴ ζωή. Σὰν νὰ μὴν ἔχει νικηθεῖ. Ὅλοι μας θὰ πεθάνουμε καὶ κανεὶς δὲν θὰ ξεφύγει ἀπὸ τὴ συνάντηση μαζί του. Πολλοὶ ἀπὸ μᾶς ἔχουμε νωπὸ ἀκόμη τὸ χάραγμα τῆς ἐμπειρίας του ἀπὸ πολὺ κοντινά μας πρόσωπα. Ἡ πικρὴ γεύση ἀπὸ τὸ φαρμάκι του ὑπάρχει στὴ ζωὴ ὅλων μας. Ἡ ἀπειλὴ τῆς βέβαιης ἐπίσκεψής του εἶναι συνεχὴς καὶ καθολική. Ὁ κόσμος ποὺ ζοῦμε εἶναι κόσμος ποὺ φέρει στίγματα τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου πολὺ βαθιὰ στὸ κορμί του. Τὸ ἐρώτημα αἰωρεῖται: Πῶς εἶναι δυνατὸν ἐμεῖς νὰ πανηγυρίζουμε τὴ νίκη κατὰ τοῦ θανάτου, ὅταν ἡ ἄμεση ἐμπειρία μας εἶναι ἐμπειρία συνεπειῶν ἀπὸ τὸν θάνατο; Σὲ τελικὴ ἀνάλυση, τί ἄλλαξε μὲ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου;
Τὴν Κυριακὴ μετὰ τῶν Μυροφόρων, ἡ Ἐκκλησία μᾶς παρουσιάζει ἕναν παράλυτο γιὰ τριάντα ὀκτὼ ὁλόκληρα χρόνια, σὲ ἕνα τραγικὸ περιβάλλον καὶ σκηνικὸ «πλήθους ἀσθενούντων, τυφλῶν, χωλῶν, ξηρῶν», γύρω ἀπὸ μία δεξαμενὴ «ἐκδεχομένων τὴν τοῦ ὕδατος κίνησιν», ἀνταγωνιζομένων μεταξύ τους, μὲ τὴν ἐλπίδα νὰ βροῦν τὴ γιατριὰ καὶ τὴν ὑγεία τους, διότι μόνο γιὰ τὸν ἕναν ὑπῆρχε θεραπεία κάθε φορὰ ποὺ ὁ «ἄγγελος κατὰ καιρὸν ἐτάρασσε τὸ ὕδωρ». Ὅλοι αὐτοὶ οἱ δυστυχισμένοι ἄνθρωποι προσδοκοῦσαν τὴν τόσο ἀναγκαία γιὰ τὴν ἐπιβίωσή τους θεραπεία, μιὰ παρηγοριά,μιὰ ἀνάσα ζωῆς, δὲν θὰ ἔλεγα ἀνάσταση. Ποῦ χωράει ὁ Θεὸς σὲ αὐτὸ τὸ σκηνικό; Γιατί δὲν τοὺς θεραπεύει ὅλους; Γιατί τοὺς ἀφήνει νὰ ταλαιπωροῦνται; Γιατί μόνον γιὰ ἕναν ἔχει ἔλεος καὶ σωτηρία; Δὲν λυπᾶται, δὲν συμπονεῖ ὁ Θεὸς ὅπως ἐμεῖς;
Ἡ ἀμέσως ἑπόμενη Κυριακὴ εἶναι ἡ Κυριακὴ τῆς Σαμαρείτιδος. Ἐκεῖ μᾶς παρουσιάζεται στὴν οὐσία τὸ δράμα μιᾶς γυναίκας. Τὶ δυστυχία δὲν θὰ εἶχε μέσα της καὶ τὶ ἀνικανοποίητο αἴσθημα δὲν θὰ κυριαρχοῦσε στὴν καρδιά της, ὅταν εἶχε πέντε ἄνδρες καὶ προφανῶς μὲ κανέναν ἀπὸ αὐτοὺς δὲν μπόρεσε νὰ τὰ βρεῖ! Ἡ γυναίκα αὐτὴ ἔπασχε ἀπὸ τὴν παράλυση τῆς ἁμαρτίας. Βρέθηκε στὸ φρέαρ τοῦ Ἰακὼβ γιὰ νὰ πάρει νερό, χωρὶς ἄλλη ἐλπίδα. Ἀπὸ τὴν εὐαγγελικὴ ὅμως ἀφήγηση φαίνεται πὼς κάτι καλὸ φιλοξενοῦσε μέσα της. Κι ἐδῶ ὑπάρχουν ἐρωτήματα: γιατί μιὰ τέτοια ψυχή, ποὺ ὅπως φάνηκε ἐκ τῶν ὑστέρων εἶχε καὶ ἁγνὰ αἰσθήματα μέσα της, νὰ ζεῖ σὲ αὐτὸ τὸ κατάντημα; Γιατί ὁ Θεὸς τὸ ἐπιτρέπει αὐτό; Δὲν θὰ μποροῦσε νὰ τὴν προστατεύσει καὶ νὰ τῆς δώσει κάτι καλύτερο στὴ ζωή της;
Καὶ φθάνουμε στὴν Κυριακὴ τοῦ ἐκ γενετῆς Τυφλοῦ, ἑνὸς ἀνθρώπου ποὺ δὲν εἶχε τὴ χαρὰ νὰ ἀπολαύσει τὸ μεγάλο δῶρο τῆς ὁράσεως, τὸ νὰ κατανοεῖ τὶ σημαίνει βλέπω ὅπως ὅλοι οἱ φυσιολογικοὶ ἄνθρωποι, τὸ νὰ ἀντικρύσει ἔστω γιὰ λίγο τὸ φῶς. Καὶ διερωτᾶται κανείς: πῶς εἶναι δυνατὸν ὁ Θεὸς τῆς ἀγάπης νὰ τὸ ἔχει ἐπιτρέψει αὐτὸ μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ φανερωθεῖ ἡ δύναμή Του καὶ τὰ ἔργα Του; Δὲν θὰ μποροῦσε νὰ τὴν φανερώσει μὲ ἄλλον τρόπο;
Σκέφτεται κανεὶς τὸν παράλυτο, τὴν Σαμαρείτιδα καὶ τὸν τυφλὸ καὶ ἡ ψυχή του λυπᾶται καὶ σχίζεται ἀπὸ θλίψη καὶ διερωτᾶται πολὺ φυσικά: ποῦ εἶναι ἡ συμπόνια τοῦ γεμάτου ἀγάπη παντοδύναμου Θεοῦ; Πῶς εἶναι δυνατὸν ὁ Θεὸς νὰ ξεχύνει τὸν ποταμὸ τῆς ἀγάπης Του σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο ποὺ ἐμεῖς τὸν ὀνομάζουμε κοιλάδα κλαυθμῶνος καὶ δακρύων; Εἶναι δυνατὸν ἐμεῖς νὰ συμπάσχουμε καὶ Ἐκεῖνος, ἐνῶ μπορεῖ, νὰ μὴν παρεμβαίνει; Ἢ δὲν ἔχει δύναμη ἢ δὲν ἔχει ἀγάπη. Τί λοιπὸν συμβαίνει; Ποιά εἶναι ἡ ἀπάντηση;
Τέτοια ἐρωτήματα συχνὰ φυροκοποῦν τὴ σκέψη μας καὶ σκανδαλίζουν τὴν πίστη μας.
Φαίνεται ὅμως πὼς ὁ Θεὸς δὲν λυπᾶται ὅπως ἐμεῖς θὰ θέλαμε ἢ ὅπως ἐμεῖς νομίζουμε. Ὁ Θεὸς δὲν λυπᾶται ὅλους αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι βρίσκονταν γύρω ἀπὸ τὴ δεξαμενὴ τῆς Βηθεσδὰ οὔτε τὸν παράλυτο οὔτε τὸν τυφλὸ οὔτε τὴ Σαμαρείτιδα. Ὁ Θεὸς δὲν λυπᾶται καὶ τοὺς σημερινοὺς ἀνθρώπους, ἐμᾶς, ποὺ ἔχουμε ὁ καθένας μας τὰ βάσανά του, τὶς δοκιμασίες του, τὶς ἀρρώστιες του, τὶς εἰς βάρος ἀδικίες του, τὴν πικρὴ γεύση τῶν θανάτων προσφιλῶν μας ἀνθρώπων. Ὁ Θεὸς δὲν λυπᾶται ὄχι μόνο μεμονωμένους ἀνθρώπους, δὲν λυπᾶται ὁλόκληρους λαούς, ἱστορικοὺς πολιτισμούς. Ἂς ρίξουμε μιὰ ματιὰ γύρω στὸν κόσμο μας. Πόλεμοι, ἀσθένειες, καταστροφές, γυναικόπαιδα νὰ μεταναστεύουν, φτωχοὶ καὶ ταλαίπωροι ἄνθρωποι νὰ πνίγονται στὴν προσπάθειά τους νὰ ξεφύγουν ἀπὸ τὴ φρίκη τῶν ἀπειλῶν, θεομηνίες. Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ καταλάβει γιατὶ γίνονται ὅλα αὐτά, ποιὰ λογικὴ τὰ προξενεῖ, γιατὶ ὁ Θεὸς τὰ ἀνέχεται.
Ὁ Θεὸς δὲν λυπήθηκε οὔτε τὴν πρώτη Ἐκκλησία, ὅταν στὸ ξεκίνημά της ὀρφάνεψε μὲ τὴν ἀναχώρηση, τὴν τόσο πρόωρη καὶ τόσο μαρτυρική, τῶν ἀποστόλων Του. Τὴν ἄφησε χωρὶς τὸν Πέτρο καὶ τὸν Παῦλο, μόλις τριάντα χρόνια μετὰ τὴν Ἀνάληψή Του, τὴ στιγμὴ ποὺ ξεσποῦσαν οἱ διωγμοὶ καὶ ἄρχισαν νὰ ξεσχίζουν τὸ σῶμα της οἱ αἱρέσεις.
Ὁ Θεὸς δὲν λυπήθηκε οὔτε τὴν Καππαδοκία, ὅταν τὴν ἄφησε χωρὶς τὸν μεγάλο ἐπίσκοπό της, τὸν ἅγιο Βασίλειο. Τὸν παίρνει στὰ σαράντα ἐννιά του χρόνια, ἀφήνοντας ἡμιτελὲς τὸ τεράστιο ἔργο του καὶ ἀπορφανισμένο τὸ νεόφυτο ποίμνιό του. Δὲν λυπᾶται ὁ Θεὸς καὶ δὲν λυπήθηκε οὔτε τοὺς ἁγίους Του οὔτε τοὺς μάρτυρές Του, τὴν ἐλπίδα τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, τοὺς φορεῖς τῆς μαρτυρίας Του. Ἕντεκα ἑκατομμύρια μόνον κατὰ τοὺς τρεῖς πρώτους αἰῶνες, ὅπως ὑπολογίζεται ὁ ἀριθμός τους, μὲ φρικτὸ τρόπο ἔχυσαν τὸ αἷμα τους καὶ ὁ Θεὸς δὲν τοὺς γλίτωσε, ὅπως ἐνδεχομένως θὰ θέλαμε ἐμεῖς. Ἀντίθετα, αὐτὸ ποὺ ἐπαληθεύεται στὴν καθημερινότητα, ἀλλὰ δὲν ἐξηγεῖται μὲ τὸ μυαλό, εἶναι ὁ λόγος ὅτι «ὃν ἀγαπᾷ Κύριος παιδεύει, μαστιγοῖ δὲ πάντα υἱὸν ὃν παραδέχεται» (Ἑβρ. ιβ΄ 6).
Ὁ Θεὸς δὲν λυπήθηκε τὴ θεμελιωμένη στὸ ὄνομά Του αὐτοκρατορία, τὴ βυζαντινὴ θεοκρατία. Ἕντεκα αἰῶνες τὸ Βυζάντιο ζοῦσε μὲ τὴ συνείδηση ὅτι ἀποτελοῦσε τὴν ἐπὶ τῆς γῆς βασιλεία Του, ὅτι λειτουργοῦσε κάτω ἀπὸ τὴν προστασία Του, ὅτι ὁ πολιτισμός του ἦταν ἔκφραση τῆς σχέσης του μὲ τὸν Θεὸ καὶ μόνο, ἀπόδειξη τῆς εὔνοιάς Του, δημιούργημα καὶ ἀντανάκλαση της χάριτός Του. Τελικὰ οὔτε αὐτὸ τὸ διεφύλαξε. Δὲν τὸ λυπήθηκε…
Ὁ Θεὸς δὲν λυπήθηκε καὶ δὲν λυπᾶται οὔτε τὸν ἄνθρωπο ὡς δημιούργημα καὶ πλαστούργημά Του. Οὔτε ἀκόμη καὶ ὡς εἰκόνα Του. Τὸ βλέπουμε πῶς ζοῦμε, βουτηγμένοι στὴ δυστυχία τῆς αὐτοκαταστροφῆς, θὰ λέγαμε βουτηγμένοι στὴν ἁμαρτία τῆς πνευματικῆς αὐτοκτονίας, βουτηγμένοι στὰ ναρκωτικά, στὶς ψυχοπάθειες, στὰ διαζύγια, στὰ μίση, στοὺς πολέμους καὶ στὶς κακίες. Δὲν λυπᾶται τὸν ἄνθρωπο, γιατὶ τὸν σέβεται.
Δὲν λυπήθηκε ὁ Θεὸς οὔτε τὴν κτίση καὶ τὴ δημιουργία Του, ἡ ὁποία «συστενάζει καὶ συνωδίνει» (Ρωμ. η΄ 22), πάσχει καὶ κυριαρχεῖται ἀπὸ τὴ φθορά. Ὁ κόσμος τὸν ὁποῖο ἔπλασε «καλὸν λίαν», τελικὰ ἀπὸ τὴν πρώτη κιόλας στιγμὴ κατάντησε κόσμος φθορᾶς, ποὺ καταστρέφεται καὶ ὁδηγεῖται κι αὐτὸς σταδιακὰ στὸν θάνατο. Καὶ εἶναι ὁ κόσμος Του.
Ὁ Θεὸς δὲν λυπήθηκε καὶ δὲν λυπᾶται οὔτε τοὺς ἀγγέλους Του. Ἔφτιαξε τὸν ἄνθρωπο «κατ᾿ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσίν Του» καὶ αὐτὸς ζεῖ τὴν βεβήλωση τοῦ προσώπου του. Δημιούργησε καὶ τὸν ἀγγελικὸ κόσμο, τὰ λειτουργικὰ καὶ δοξολογικὰ τάγματα, ποὺ καὶ αὐτὰ πέρασαν ἀπὸ τὸν πειρασμὸ καὶ τὴν ἐμπειρία τῆς πτώσης. Ἡ πτώση τοῦ Ἑωσφόρου καὶ πλήθους ἀγγέλων, ἡ συγκρότηση τῶν δαιμονικῶν ταγμάτων γιατί δὲν ἀπετράπη ἀπὸ τὸν Θεό;
Θὰ τελειώσω μὲ τὸ φοβερότερο ἀπὸ ὅλα. Δὲν λυπήθηκε καὶ δὲν λυπᾶται ὁ Θεὸς οὔτε τὴ θεότητά Του. Δὲν τὴν προστάτευσε, δὲν τὴν κράτησε γιὰ τὸν ἑαυτό Του, τὴν σκόρπισε στὸν κόσμο. Αὐτὴ δημιούργησε τὸν κόσμο, Αὐτὴ τὸν ἀγκαλιάζει καὶ στὴν πτώση του, Αὐτὴ «κενοῦται» μὲ τὴν ἐνανθρώπησή Του γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, Αὐτὴ συκοφαντεῖται, ὑβρίζεται, συνοδεύει τὸ πάθος τῆς «χοϊκῆς οὐσίας Του», ἂν καὶ ἡ Ἴδια «ἀπαθὴς διέμεινε» (ς΄ ᾠδὴ κανόνος Μ. Σαββάτου). Αὐτὸς ὁ Θεὸς «ὡς πρόβατον ἐπὶ σφαγὴν ἄγεται» (Ἡσ. νγ΄ 7), θυσιάζει τὸ κάλλος Του, «ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου», ὅπως καὶ ὁ Ἴδιος αὐτοαποκαλεῖται, ἀποκτᾶ «εἶδος ἄτιμον καὶ ἐκλεῖπον παρὰ πάντας τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων» (Ἡσ. νγ΄ 2-3). Τέλος δέχεται καὶ ἑκουσίως ἀνεβαίνει στὸν σταυρό, ἀμφισβητεῖται ἡ παρουσία καὶ ἡ δύναμή Του, ἀφοῦ μάλιστα ὁμολογεῖται ἀπὸ τὸν Κύριο ἡ θεοεγκατάλειψή Του, τελικῶς δὲ παραδίδει καὶ τὸ πνεῦμα Του καὶ μάλιστα «ὡς κακοῦργος» (Λουκ. κγ΄ 32· πρβλ. Β΄ Τιμ. β΄ 9). Ποιά λογικὴ μπορεῖ νὰ χωρέσει ἢ νὰ ἐξηγήσει ὅλο αὐτό;
Δὲν λυπᾶται ὁ Θεὸς μὲ τοὺς τρόπους ποὺ ἐμεῖς λυπούμαστε. Εἶναι ἀλλιῶς ὁ Θεός. Δὲν ἔχει συναίσθημα, ἀλλὰ ἐκφράζεται μὲ σοφία. Γι’ αὐτὸ αὐτὸ ποὺ χρειαζόμαστε εἶναι νὰ ἀποκτήσουμε «νοῦν Χριστοῦ» (Α΄ Κορ. β΄ 16). Μόνον ἔτσι θὰ μπορέσουμε νὰ κατανοήσουμε τὴν ἀπόλυτη συμβατότητα τῆς ἀγάπης καὶ τοῦ ἐλέους Του μὲ τὴ φαινομενικὴ σκληρότητα καὶ ἀκαμψία Του.
Ἡ ἀπάντηση στὰ προκλητικὰ ἐρωτήματα ποὺ προαναφέραμε κρύβεται πίσω ἀπὸ τὶς χρυσὲς λέξεις αὐτοῦ τοῦ τόσο ὄμορφου ἐφυμνίου τῆς Ἀναστάσεως, ποὺ ἡ Ἐκκλησία μας κάθε χρόνο αὐτὴν τὴν περίοδο συνεχῶς καὶ ἀκούραστα ἐπαναλαμβάνει: «Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος». Τὸ γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου εἶναι τὸ κλειδὶ τῆς ἀπαντήσεως. Ὅλα αὐτὰ συνέβησαν γιὰ τὴν Ἀνάσταση.
Χωρὶς πτώση δὲν θὰ ὑπῆρχε θάνατος καὶ χωρὶς θάνατο δὲν θὰ ὑπῆρχε ἡ Ἀνάσταση. Ἡ Ἀνάσταση εἶναι ἀνώτερη ἀπὸ τὴ ζωή. Ὁ κόσμος μετὰ τὴν Ἀνάσταση εἶναι καλύτερος ἀπὸ τὸν κόσμο πρὶν ἀπὸ τὴν πτώση. Ἡ ἀνακαίνιση καὶ ἀναδημιουργία τοῦ κόσμου εἶναι ἀνώτερη ἀπὸ τὴ δημιουργία του.
Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου παρουσιάζει τρία βασικὰ χαρακτηριστικά:
Τὸ πρῶτο εἶναι ὅτι ἀποτελεῖ τὸ μέγιστο θαῦμα. Δὲν εἶναι μιὰ θεραπεία ἢ μία ἀνάσταση νεκροῦ σὰν αὐτὲς ποὺ θαυματουργικῶς ὁ Κύριος ἐπιτέλεσε. Εἶναι μιὰ αὐτοανάσταση. Ἀνασταίνεται ὁ ἴδιος ὁ Κύριος «αὐτεξουσίως, ὁ δοὺς ἑαυτὸν ὑπὲρ ἡμῶν ἑκουσίως» ( Ὄρθρος Μεγ. Σαββάτου, στιχηρὸν Ἰδιόμελον τῶν αἴνων) καὶ ἐξέρχεται ἐσφραγισμένου τοῦ τάφου ὡς νικητὴς τοῦ θανάτου καὶ «ἐγερθεὶς ἐκ νεκρῶν οὐκέτι ἀποθνήσκει, θάνατος αὐτοῦ οὐκέτι κυριεύει» (Ρωμ. ς΄ 9).
Τὸ δεύτερο εἶναι ὅτι πίσω ἀπὸ τὸ θαῦμα αὐτὸ τῆς Ἀναστάσεως κρύβεται μιὰ ὕψιστη θεολογία, ἡ τέλεια ἀποκάλυψη περὶ τῆς θεότητος τοῦ Κυρίου. Ὁ Κύριος εἶναι «ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωὴ» (Ἰω. ια΄ 25), εἶναι ἡ αὐτο ζωή. Δὲν Τὸν ἀνέστησε κάποιος, ἀλλὰ ἀναστήθηκε ἀπὸ μόνος Του· «οὐ γὰρ καθέξει τύμβος αὐτοζωΐαν» (Στίχος Συναξαρίου Μεγ. Σαββάτου), διότι δὲν μπορεῖ ὁ τάφος νὰ περιορίσει τὴν αὐτοζωή, Αὐτὸν ποὺ εἶναι ὁ Ἴδιος ἡ ζωή. Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου ἀποτελεῖ τὴ μεγαλύτερη ἀπόδειξη τῆς θεότητός Του.
Καὶ τὸ τρίτο εἶναι ὅτι ἀποτελεῖ τὴν οὐσιωδέστερη, τὴν πιὸ σημαντικὴ ἐπαγγελία καὶ προοπτικὴ γιὰ τὸν ἄνθρωπο, γιὰ ὅλους ἐμᾶς. Ὁ Κύριος δὲν ἀναστήθηκε γιὰ νὰ μᾶς ἀποδείξει ἐπιδεικτικὰ τὴ θεότητά Του· ἀναστήθηκε γιὰ νὰ συμπαρασύρει τὸν ἄνθρωπο στὴ ζωὴ τῆς Ἀναστάσεως, «συνανέστησε παγγενῆ τὸν Ἀδάμ, ἀναστὰς ἐκ τοῦ τάφου» (ς΄ ᾠδὴ κανόνος τοῦ Πάσχα). Συνεπῶς, ἡ νίκη Του ἐπὶ τοῦ θανάτου εἶναι καὶ δική μας νίκη, στὸ μέτρο ποὺ ζοῦμε ὡς ἄνθρωποι τῆς Ἀναστάσεώς Του.
Στὶς εὐαγγελικὲς περικοπὲς τοῦ Παραλύτου, τῆς Σαμαρείτιδος καὶ τοῦ Τυφλοῦ, ὁ Κύριος ἐμφανίζεται ἀρκετὰ ψύχραιμος ἐνώπιον τοῦ ἀνθρώπινου δράματος ποὺ συναντᾶ, χωρὶς κάποια ἐμφανῆ αἰσθήματα συμπόνιας ἢ φόρτισης ὅπως στὴν περίπτωση τοῦ Λαζάρου. Ἐκεῖ «ἐνεβριμήσατο τῷ πνεύματι καὶ ἐτάραξεν ἑαυτόν… καὶ ἐδάκρυσεν» (Ἰω. ια΄ 33, 35). Ἔχοντας ἐπίγνωση τῆς θεϊκῆς δυνάμεώς Του διαλέγεται καὶ μὲ τοὺς τρεῖς μὲ χαρακτηριστικὴ ἁπλότητα, πρὶν κἂν αὐτοὶ ζητήσουν τὴ βοήθειά Του.
Ἔτσι, ρωτάει ὁ Ἴδιος πρῶτος τὸν παράλυτο ἂν θέλει νὰ γίνει ὑγιής. Καὶ ἐνῶ δὲν παίρνει σαφῆ ἀπάντηση, τὸν θεραπεύει ἀμέσως. Τὸ ἴδιο γίνεται καὶ μὲ τὸν τυφλό. Ἐδῶ δὲν ὑπάρχει κἂν διάλογος παρὰ μόλις τὸν βλέπει, σκύβει, φτιάχνει πηλὸ μὲ τὸ σάλιο Του, τὸν ὁποῖο καὶ τοποθετεῖ στὰ μάτια του. Στὴ συνέχεια, τὸν προτρέπει νὰ πάει νὰ ξεπλυθεῖ στὴν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ, καὶ αὐτὸς ἀμέσως ἀναβλέπει. Ζεῖ τὴ χαρὰ τῆς ἀπόκτησης τῆς ὁράσεώς του. Ἀντίστοιχα δίνει μιὰ ἀνάσταση πνευματικὴ καὶ στὴ νεκρωμένη πνευματικὰ ψυχὴ τῆς Σαμαρείτιδος. Ἐνῶ γνωρίζει τὴν κατάστασή της, δὲν δείχνει καθόλου νὰ ἐνοχλεῖται ἀπὸ αὐτήν, ἀλλὰ προχωρεῖ στὸν διάλογο μαζί της, στὴν ἀποκάλυψη τῆς ἀλήθειας Του, στὴ φανέρωση τῆς ζωῆς της καὶ τελικὰ στὴ θεραπεία της.
Τὸ δῶρο τοῦ ἀρχέγονου παραδείσου ἦταν ἡ ζωή. Τὸ δῶρο τοῦ Πάσχα εἶναι ἡ Ἀνάσταση. Καὶ ἡ Ἀνάσταση εἶναι ἀνώτερη ἀπὸ τὴ ζωή. Τὸ δῶρο τῆς ζωῆς εἶναι λιγότερο ἀπὸ τὸ θαῦμα τῆς Ἀναστάσεως. Εἶναι πιὸ μεγάλη ἐμπειρία νὰ περάσει κανεὶς ἀπὸ τὸν θάνατο πρὸς τὴ ζωή. Γι᾿ αὐτὸ ἡ κατάργηση τοῦ θανάτου εἶναι μυστική. Πεθαίνουμε μέν, ἀλλὰ μποροῦμε νὰ τὸν ξεπεράσουμε.
Ἂς κάνουμε μιὰ ἁπλὴ σκέψη γιὰ νὰ καταλάβουμε καλύτερα αὐτὴ τὴ μεγάλη ἀλήθεια. Δὲν θὰ προτιμοῦσε ὁ καθένας μας νὰ ἦταν στὴ θέση αὐτοῦ τοῦ εὐτυχισμένου, εὐνοημένου καὶ εὐλογημένου παραλύτου; Ἂς ταλαιπωρήθηκε ὁ ἄνθρωπος τριάντα ὀκτὼ χρόνια, ἂς πέρασε αὐτὸ τὸ μαρτύριο, αὐτὴ τὴν κόλαση, αὐτὴν τὴν ἰσοδυναμοῦσα μὲ τὸν θάνατο κατάσταση. Τὶ ἐμπειρία ἦταν νὰ ἔλθει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος καὶ νὰ τοῦ δώσει τὴ δυνατότητα νὰ πατήσει στὰ πόδια του, ὅπως καὶ στὸν τυφλὸ ποὺ τοῦ ἔδωσε τὸ φῶς του καὶ ἔζησε τὸ θαυματουργικὸ γεγονὸς τῆς ἐπεμβάσεως τοῦ Κυρίου στὴ ζωή του! Ἐὰν ὁ πρῶτος δὲν ἦταν παράλυτος καὶ ὁ δεύτερος τυφλός, δὲν θὰ ζοῦσαν τὸ θαῦμα οὔτε πιθανὸν τὴ συνάντηση μὲ τὸν Θεό.
Ὅταν μπορέσουμε νὰ δεχθοῦμε καὶ νὰ συμφιλιωθοῦμε ταπεινὰ μὲ τὴν ἰδέα τοῦ θανάτου καὶ αὐτὴν νὰ τὴν προβάλουμε πάνω στὴν πραγματικότητα τῆς αἰωνιότητος καὶ τῆς πίστεως, τότε γιὰ ὅλους μας ἡ ἐμπειρία τοῦ θανάτου θὰ εἶναι ἐμπειρία ζωῆς, ἐμπειρία ἀναστάσεως, ἐμπειρία ἐξαναστάσεως.
Τὸ Πάσχα δὲν εἶναι μιὰ γιορτὴ μόνον ἐξωτερικῶν τύπων καὶ παροδικῶν παρερχόμενων ἑορτασμῶν, ἀλλὰ εἶναι μιὰ μεγάλη πρόκληση γιὰ τὸν καθένα μας νὰ προβάλει τὴ ζωή του μέσα ἀπὸ τὸν θάνατο στὴν αἰωνιότητα καὶ νὰ μπολιάσει τὴ φθαρτότητά του μὲ τὴ χάρι τῆς ἀφθαρσίας καὶ ἀθανασίας.
Αὐτὰ ζεῖ ἡ Ἐκκλησία. Αὐτὰ σκορπίζει ἁπλόχερα ὡς ἐμπειρία δική της καὶ σὲ μᾶς μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι θὰ γίνει καὶ δική μας ἐμπειρία. Καὶ τότε θὰ μπορέσουμε νὰ ζήσουμε καὶ τὸν ἀνακαινισμό μας καὶ τὸν αἰωνισμό μας καὶ τὴν κοινωνία καὶ τὴ θέωση καὶ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου καὶ τὴ δική μας ἀνάσταση. Ἀμήν.
Από το βιβλίο του Μητροπολίτου : «ΔΕΥΤΕ ΛΑΒΕΤΕ ΦΩΣ – Ἀπὸ τὸ γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως στὴ θέα τοῦ Ἀναστάντος» – Εκδ. Ιεράς Μητροπόλεως Μεσογαίας & Λαυρεωτικής, Σπάτα 2021