ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ΄ ΛΟΥΚΑ (Λκ. η΄ 41-56) 29 Ὀκτωβρίου 2017
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ
ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2017
ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ΄ ΛΟΥΚΑ (Λκ. η΄ 41-56)
29 Ὀκτωβρίου 2017
Σύμφωνα μὲ τὴ διδασκαλία τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἡ ζωὴ τοῦ χριστιανοῦ ἀποτελεῖ πρᾶγμα παράδοξο. Προκαλεῖ τὴν ἀνθρώπινη λογικὴ σήμερα ἡ ἐμπειρία καὶ ὁμολογία του, ὅταν γράφει «Χριστῷ συνεσταύρωμαι, ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός». Ἐσωτερικὸ ὅμως χαρακτηριστικὸ γνώρισμα τῆς ζωῆς τοῦ χριστιανοῦ εἶναι ἡ διὰ τοῦ βαπτίσματος πνευματικὴ ἀναγέννηση καὶ ἐξωτερικὸ χαρακτηριστικό της ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ταπείνωση.
Αὐτὰ ἀκριβῶς τὰ χαρακτηριστικὰ διαπιστώνουμε στὰ ἀναφερόμενα πρόσωπα τῆς σημερινῆς Εὐαγγελικῆς περικοπῆς. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ὡς ἀρχέτυπη εἰκόνα καὶ παράδειγμα τῆς ἀνθρωπότητας, προσφέρει τὸ μέτρο ποὺ ὀφείλουμε νὰ τηροῦμε, ὥστε νὰ δικαιολογεῖται καὶ ἡ προσωνυμία τοῦ χριστιανοῦ στὸ πρόσωπό μας. Ὁ Χριστός, μετὰ τὸ θαῦμα τῆς θεραπείας τοῦ δαιμονισμένου στὴ χώρα τῶν Γαδαρηνῶν, πορευόταν στὸ σπίτι τοῦ ἀρχισυνάγωγου Ἰαείρου, γιὰ νὰ θεραπεύσει τὴ δωδεκάχρονη ἑτοιμοθάνατη θυγατέρα του. Ἐνῷ βρισκόταν καθ᾽ ὁδὸν ἀκολουθούμενος ἀπὸ πλήθη ἀνθρώπων, τὰ ὁποῖα «συνέπνιγον αὐτόν», κάποια γυναίκα, ἡ ὁποία ὑπέφερε ἀπὸ αἱμορραγία ἐπὶ δώδεκα χρόνια, κατάφερε νὰ Τὸν πλησιάσει καὶ διακριτικὰ νὰ ἀγγίξει τὴν ἄκρη τῶν ἐνδυμάτων του. «Καὶ παραχρῆμα ἔστη ἡ ρύσις τοῦ αἵματος αὐτῆς», ὅμως, ἡ ἐνέργειά της δὲν διέλαθε τῆς προσοχῆς τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποῖος ἐρώτησε ποιὸς Τὸν εἶχε ἀγγίξει.
Τὸ ἐρώτημα τοῦ Χριστοῦ αὐθόρμητα προκάλεσε τὴν λογικὴ τῶν γύρω του καὶ τὴν ἀπορία τῶν μαθητῶν του. «Τόσος κόσμος Σὲ περιβάλλει, Κύριε, ἀσφυκτικά. Ὁ ἕνας σπρώχνει τὸν ἄλλο καὶ Σὲ πιέζουν. Σὲ ἀγγίζουν ἀπὸ παντοῦ καὶ Σὺ ρωτᾶς ποιὸς Σὲ ἄγγιξε;»
Στ’ ἀλήθεια παράξενο τὸ ἐρώτημα τοῦ Χριστοῦ. Δὲν τὴν ἄφησε νὰ διαφύγει τῆς προσοχῆς κανενός, ὅπως ἡ ἴδια ἤθελε, ἀλλὰ τὴ φέρνει στὸ κέντρο καὶ τὴ φανερώνει γιὰ πολλὲς αἰτίες. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος δίνει τὴν δική του ἐρμηνεία γιαυτό. Πρῶτα, λέει, διαλύει τὸν φόβο τῆς γυναίκας, γιὰ νὰ μὴν τὴν ἐνοχλεῖ ἡ συνείδησή της, σὰν νὰ ἔχει κλέψει τὴ χάρη καὶ ζεῖ σὲ ἀγωνία. Δεύτερον τὴν βγάζει ἀπὸ τὴν πλάνη της, ποὺ νομίζει ὅτι πέρασε ἀπαραίτητη καὶ τρίτον παρουσιάζει σ’ ὅλους τὴν πίστη της, ὁμολογῶντας τὴν θαυματουργικὴ ἐπέμβαση τῆς φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ, ὥστε νὰ τὴν μιμηθοῦν καὶ οἱ ἄλλοι.
Αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν ταπείνωσή της ἐπαινεῖ καὶ προβάλλει. Δέχεται ἡ γυναίκα ἀδιαμαρτύρητα ὅτι τῆς συμβαίνει, χωρὶς νά μετρᾶ τὸν ἑαυτό της, τὸ θέλημά της, ὑπομένουσα ἀκόμη σχόλια καὶ χαρακτηρισμοὺς ἀλλὰ καὶ ἀμφισβητήσεις τῆς στάσης της.
Δυστυχῶς ἡ σημερινὴ ἐποχὴ διακρίνεται γιὰ τὸ ἀκριβῶς ἀντίθετο. Οἱ ἄνθρωποι δὲν δέχονται κουβέντα ἀπὸ κανένα, δὲν ἀνέχονται οὔτε τὴν καλόπιστη κριτικὴ σὲ ὅ,τι κάνουν καὶ λένε. Ἡ αὐτοπροβολὴ καὶ ἡ ἀνάδειξη τοῦ προσωπικοῦ ἀλάθητου ἔχουν καθιερωθεῖ ὡς τὰ ἰδεώδη τῆς ἐποχῆς. Ὁ καθένας αἰσθάνεται ἀλάνθαστος καὶ ἀλλοίμονο σὲ αὐτὸν ποὺ θὰ τὸν ἐλέγξει. Καὶ ἔτσι πορεύονται οἱ ἄνθρωποι στὴ ζωή τους, μὲ ἐγωισμὸ καὶ αὐτάρκεια, χωρὶς νὰ αἰσθάνονται ὅτι χρειάζονται τὴ συμβουλὴ τῶν πνευματικῶν ἀνθρώπων.
Ἡ ζωὴ τοῦ χριστιανοῦ ὅμως δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι τέτοια. Ἡ θεάρεστη ταπείνωση γίνεται σὲ κάθε ἐποχὴ ὁ μαγνήτης ποὺ μαγνητίζει τὸ ἔλεος καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία «ταπεινοῖς δίδωσι χάριν».
Αὐτὴ ἡ ἀρετὴ θὰ γίνεται πάντοτε ἀπὸ μέρους μας τὸ δυνατότερο καὶ σωτήριο ἄγγιγμα τοῦ ἱματίου τοῦ Θεοῦ, ποὺ θὰ μᾶς κάνει ἀποδέκτες τῶν θεραπευτικῶν του ἐνεργειῶν. Ἀμήν.