ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ (Ἰωαν. δ΄ 5-42) 6 Μαΐου 2018
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ
ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΜΑΙΟΥ 2018
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ (Ἰωαν. δ΄ 5-42)
6 Μαΐου 2018
«Ὃς ἂν πίῃ ἐκ τοῦ ὕδατος οὗ ἐγὼ δώσω αὐτῷ, οὐ μὴ διψήσῃ εἰς τὸν αἰῶνα».
Μὲ αὐτὸν τὸν λόγο ὁ Κύριος, ὅπως ἀκούσαμε στὸ σημερινὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα, διακονεῖ τὴ σωτηρία αὐτῆς τῆς τραυματισμένης ψυχῆς, τὴν ὁποία συνάντησε στὸ φρέαρ τοῦ Ἰακώβ, στὸ πρόσωπο τῆς ἁμαρτωλῆς Σαμαρείτιδας γυναίκας. Τῆς ἀποκαλύπτει μεγάλες ἀλήθειες. Μεταξὺ τῶν ἄλλων τῆς εἶπε ὅτι ὅποιος πιεῖ ἀπὸ τὸ νερὸ ποὺ δίνει Ἐκεῖνος, δὲν θὰ διψάσει ποτὲ πιά. Ἂς δοῦμε λοιπὸν ποιὰ εἶναι ἡ δίψα τοῦ ἀνθρώπου στὴν ὁποία ἀναφέρεται ὁ Κύριος καὶ γιατί μόνο Ἐκεῖνος μπορεῖ νὰ τὴν ἱκανοποιήσει.Μὲ αὐτὸν τὸν λόγο ὁ Κύριος, ὅπως ἀκούσαμε στὸ σημερινὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα, διακονεῖ τὴ σωτηρία αὐτῆς τῆς τραυματισμένης ψυχῆς, τὴν ὁποία συνάντησε στὸ φρέαρ τοῦ Ἰακώβ, στὸ πρόσωπο τῆς ἁμαρτωλῆς Σαμαρείτιδας γυναίκας. Τῆς ἀποκαλύπτει μεγάλες ἀλήθειες. Μεταξὺ τῶν ἄλλων τῆς εἶπε ὅτι ὅποιος πιεῖ ἀπὸ τὸ νερὸ ποὺ δίνει Ἐκεῖνος, δὲν θὰ διψάσει ποτὲ πιά. Ἂς δοῦμε λοιπὸν ποιὰ εἶναι ἡ δίψα τοῦ ἀνθρώπου στὴν ὁποία ἀναφέρεται ὁ Κύριος καὶ γιατί μόνο Ἐκεῖνος μπορεῖ νὰ τὴν ἱκανοποιήσει.
Ὁ Κύριος δὲν μιλᾶ γιὰ τὴ σωματικὴ δίψα ἀλλὰ γιὰ τοὺς μεγάλους καὶ ἀσίγαστους πόθους τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς. Αὐτοὺς τοὺς πόθους τοὺς χαρακτηρίζει ὡς «δίψα», γιὰ νὰ φανερώσει πόσο ἔντονοι εἶναι,· διότι ἡ δίψα εἶναι ἀπὸ τὰ πιὸ ἔντονα αἰσθήματα τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ πρέπει σύντομα νὰ ἱκανοποιηθεῖ, γιὰ νὰ παραμείνει ὁ ἄνθρωπος στὴ ζωή. Δὲν ἀντέχει χωρὶς νερὸ παρὰ ἐλάχιστες ἡμέρες.
Καὶ ποιοὶ εἶναι αὐτοὶ οἱ πόθοι τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς ποὺ ζητοῦν ὁπωσδήποτε ἱκανοποίηση; Εἶναι ὁ πόθος γιὰ ἀφθαρσία καὶ ἀθανασία. Λυπᾶται ὁ ἄνθρωπος γιὰ τὴ φθορὰ ποὺ βλέπει νὰ κυριαρχεῖ στὸν παρόντα κόσμο καὶ κυρίως γιὰ τὴ φθορὰ στὸ σῶμα του: ποὺ ἀρρωσταίνει, ποὺ γερνᾶ, καὶ τὸ χειρότερο, ποὺ πεθαίνει. Ὁ ἄνθρωπος δὲν δημιουργήθηκε γιὰ τὸν θάνατο ἀλλὰ γιὰ τὴν αἰώνια ζωή. Γι’᾿αὐτὸ ἀποστρέφεται τὸν θάνατο, συγκλονίζεται ἀπὸ τὸν θάνατο. Δὲν θέλει νὰ πεθάνει.
Ποθεῖ ἐπίσης τὴν τελειότητα καὶ μάλιστα τὴν τελειότητα στὴν ἀρετή. Θέλει νὰ εἶναι τέλειος σὲ ὅλα, ἄμεμπτος, καθαρὸς ἀπὸ κάθε ἀτέλεια, ἀπὸ κάθε ἐλάττωμα. Ἐπιθυμεῖ νὰ ἔχει ἀκατηγόρητη συνείδηση. Ἀγαπᾶ τὴν ἀρετή, τὴν θαυμάζει. Θέλει νὰ νὰ ἀναδειχθεῖ, νὰ δοξασθεῖ. Διψάει τὴ χαρά, τὴν εὐτυχία.
Πόθοι διάφοροι τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς. Ποιὸς ὅμως μπορεῖ νὰ τοὺς ἱκανοποιήσει;
Μόνο ὁ Χριστὸς ξεδιψᾶ τὸν ἄνθρωπο.
«Ἡ δίψα τῶν ἀνθρωπίνων ψυχῶν», γράφει ὁ ἅγιος Νικόλαος ὁ Καβάσιλας, «ἀπείρου δεῖταί τινος ὕδατος». Ἡ δίψα τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς χρειάζεται κάποιο νερὸ ποὺ νὰ μὴν τελειώνει ποτέ, νὰ εἶναι ἄπειροαὐτὸς ὁ κόσμος μὲ ὅλα τὰ ἀγαθά του εἶναι πεπερασμένος, ἔχει ὅρια, πῶς μπορεῖ νὰ ἐπαρκέσει; Καὶ αὐτὸ τὸ ἄπειρο νερὸ εἶναι ἡ θεία Χάρις, ὁ Θεὸς κοινωνούμενος. Μόνο ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ ξεδιψάσει τὸν ἄνθρωπο, ὁ Θεὸς ὁ ἄφθαρτος, ὁ ἀθάνατος, ποὺ ἔχει κάθε τελειότητα σὲ ἄπειρο βαθμό, ὁ μόνος Ἅγιος, ἡ πηγὴ κάθε ἀγαθοῦ.
Γι’᾿αὐτὸ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἐνηνθρώπησε, γιὰ νὰ ὁδηγήσει τὸν ἄνθρωπο στὸ Θεό, γιὰ νὰ σβήσει τὴν ἀνθρώπινη δίψα, ποὺ τελικὰ δὲν εἶναι παρὰ ἕνας πόθος: ὁ πόθος γιὰ τὸν Θεό, γιὰ τὸν Χριστό. Διότι ὁ ἄνθρωπος εἶναι δημιουργημένος «κατ’ εἰκόνα» καὶ «καθ’᾿ὁμοίωσιν» Θεοῦ. Ἔχει θεϊκὰ γνωρίσματα καὶ εἶναι προορισμένος, ἄν τὸ θελήσει, νὰ γίνει θεός – τίποτε λιγότερο! Ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἔμφυτη τὴν ἀναζήτηση τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστὸς εἶναι «ὁ μόνος ἐπιθυμητός, οὗ τυχοῦσιν οὐκ ἔνι ζητεῖν περαιτέρω», γράφει πάλι ὁ ἅγιος Νικόλαος ὁ Καβάσιλας. Εἶναι ὁ μόνος ποὺ ἐπιθυμεῖ ἡ ἀνθρώπινη ψυχή. Κι ὅσοι Τὸν βροῦν δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ζητήσουν τίποτε ἄλλο στὴ ζωή τους. Σταματοῦν τὴν ἀγωνιώδη ἀναζήτηση. Ἀναπαύονται πλήρως. Εἶναι αὐτὸ ἀκριβῶς ποὺ εἶπε σήμερα στὴ Σαμαρείτιδα ὁ Κύριος «οὐ μὴ διψήσῃ εἰς τὸν αἰῶνα».
Ἆραγε καταλαβαίνουμε αὐτὰ τὰ λόγια τοῦ Κυρίου; Ὅποιος πιεῖ ἀπὸ τὸ νερὸ ποὺ δίνει ὁ Κύριος ξεδιψᾶ τελείως. Τὸ ζοῦμε αὐτό; Ἂν ναί, εἴμαστε μακάριοι· κι ἂς τρέξουμε σὰν τὴ Σαμαρείτιδα νὰ ὁδηγήσουμε κι ἄλλες ψυχὲς στὴν πηγὴ τοῦ ἀληθινοῦ νεροῦ. Ἂν ὄχι, ἂς μὴν ἀπογοητευθοῦμε. Δόξα τῷ Θεῷ, ξέρουμε ποῦ θὰ ξεδιψάσουμε. Νὰ ἀγωνισθοῦμε φιλότιμα. Καὶ θὰ βροῦμε ὁπωσδήποτε τὸν Χριστό· ἢ μᾶλλον Ἐκεῖνος θὰ μᾶς βρεῖ, θὰ μᾶς ἀποκαλυφθεῖ καὶ θὰ μᾶς ξεδιψάσει. Αὐτὸς ποὺ εἶναι ἀκούραστος νὰ ἀγαπᾶ καὶ νὰ καταδιώκει τὴν κάθε ψυχή, γιὰ νὰ τῆς χαρίσει «τὸ ὕδωρ τὸ ἀλλόμενον εἰς ζωὴν αἰώνιον».
Ἀμήν.