ΚΥΡΙΑΚΗ Ι΄ ΛΟΥΚΑ (Λκ. ιγ΄, 10-17) 9 Δεκεμβρίου 2018
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ
ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2018
ΚΥΡΙΑΚΗ Ι΄ ΛΟΥΚΑ (Λκ. ιγ΄, 10-17)
9 Δεκεμβρίου 2018
Στὴν καθημερινὴ ζωὴ καὶ στὶς μεταξύ μας σχέσεις στενοχωρούμεθα ἂν δὲν μᾶς ἀναγνωρίσουν κάτι καλὸ ποὺ ἐνδεχομένως κάναμε ἤ δὲν μᾶς δείξουν τὴν ἀνάλογη εὐγνωμοσύνη. Μάλιστα κάποιες φορὲς ἤ σὲ κάποιες περιπτώσεις αὐτὸ τὸ παράπονο μένει σὰν σαπισμένη ρίζα μέσα στὴν ψυχή μας καὶ καθορίζει ἀρνητικὰ τὴν μετέπειτα συμπεριφορά μας.
Ἐνῶ ὅμως εἴμαστε τόσο εὐαίσθητοι γιὰ τὴν παράληψη τῆς εὐγνωμοσύνης πρὸς ἐμᾶς, τὴν ἴδια στιγμὴ δὲν δίνουμε καὶ μεγάλη σημασία, ὅταν τὸ ἴδιο λάθος κάνουμε καὶ ἐμεῖς, ὄχι μόνο πρὸς τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ κυρίως πρὸς αὐτὸν τὸν Ἴδιο τὸν Εὐεργέτη Θεό. Εἶναι πραγματικὰ φοβερὸ νὰ συνειδητοποιήσουμε πόσο συχνὰ καὶ ἀπὸ πόσους ἀνθρώπους καθημερι-νὰ λησμονεῖται αὐτὴ ἡ ἔκφραση τῆς ψυχῆς.
Γι’ αὐτὸ ἡ συμπεριφορὰ τῆς συγκύπτουσας, τῆς σημερινῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς, ἡ ὁποία ἔσπευσε νὰ δοξάσει τὸν Θεό, μόλις θεραπεύτηκε ἀπὸ τὴ βασανιστική της ἀρρώστια, εἶναι παράδειγμα ἐξαίρετο στὴ συνειδητοποίηση τοῦ μεγέθους καὶ τῆς μεγάλης ἀξίας τῆς ἀρετῆς τῆς εὐγνωμοσύνης.
Ἐμεῖς οἱ χριστιανοί, συνήθως ἢ παραλείπουμε τελείως νὰ εὐχαριστήσουμε τὸν Θεὸ γιὰ τὶς εὐεργεσίες Του ἢ καὶ ὅταν Τὸν εὐχαριστοῦμε, τὸ κάνουμε μὲ σκοπιμότητα, ἐπειδὴ σύντομα θὰ Τὸν ξαναχρειαστοῦμε. Κατὰ μία ἔννοια ἔχουμε τήν ψευδαίσθηση ὅτι πρέπει νὰ τοῦ δίνουμε γιὰ νὰ μᾶς δώσει. Θέλουμε πρῶτα νὰ ἀπολαύσουμε τὶς εὐεργεσίες Του μὲ ὅλους τοὺς δυνατοὺς τρόπους καὶ ὅταν ἐν πολλοῖς εὐργετηθοῦμε τότε κάποιοι θυμόμαστε καὶ νὰ Τὸν εὐχαριστήσουμε.
Ὅμως, ἡ ἐκδήλωση εὐγνωμοσύνης πρὸς τὸν Θεὸ δὲν εἶναι ἁπλῶς ἕνα στοιχειῶδες καθῆκον, ἀλλὰ καὶ δεῖγμα εὐγενικῆς διάθεσης καὶ γενικότερα ψυχικῆς ὑγείας. Ὁ ψυχικὸς μηχανισμὸς ἐκείνου ποὺ δὲν ἐκδηλώνει πρὸς τὸν Θεὸ τὴν εὐγνωμοσύνη του δὲν βρίσκεται ὁπωσδήποτε σὲ ὁμαλὴ κατάσταση, ἀφοῦ αὐτονόητα δὲν τὴν ἐκδηλώνει καὶ στοὺς συνανθρώπους του. Συνεπῶς, ὄχι μόνο δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ ἀπολαύσει τὴ θεϊκὴ εὐεργεσία καὶ νὰ χαρεῖ, ἀλλὰ γίνεται περισσότερο ἀπαιτητικός, ὥστε ἀντὶ νὰ εὐγνωμονεῖ γιὰ ὅσα μέχρι τώρα ἔχει ἀπολαύσει, τὰ θεωρεῖ λίγα καὶ παραπονεῖται γιὰ ὅσα θὰ ἔπρεπε νὰ ἔχει λάβει καὶ δὲν τὰ ἔλαβε ἀπὸ τὸν Θεό.
Ὁ ἀγνώμων δὲν ἀποδέχεται τὴν προφανῆ ἀλήθεια, ὅτι ὁ Δημιουργὸς Θεὸς νοιάζεται ἔμπρακτα γιὰ τὸ πλάσμα Του. Ἐνῶ ἀντίθετα αὐτὴ ἡ συνειδητοποίηση τὸν ὁδηγεῖ στὴν ἐκδήλωση τῆς εὐγνωμοσύνης πρὸς τὸν Θεὸ γιὰ ὅλες τὶς εὐεργεσίες Του καὶ ἀποκαλύπτει τὴ δική μας χριστιανικὴ ταυτότητα.
Ὁ ἄνθρωπος ὅταν ὑπολογίζει τοὺς ἄλλους δὲν στηρίζεται στὴν προσωπική του παντοδυναμία, ἀντίθετα πιστεύει στὸν Χριστό, δοξολογεῖ τὸν Χριστὸ καὶ Τὸν εὐγνωμονεῖ πάντοτε γιὰ ὅλα.
Ἡ εὐγνωμοσύνη σὲ αὐτὴν τὴν περίπτωση κάνει τὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη νὰ λειτουργεῖ φυσιολογικά, ἐπειδὴ δὲν εἰδωλοποιεῖ τὸν ἑαυτό της, ἀναγνωρίζει ὅτι τὰ πάντα προέρχονται ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ἐπιστρέφουν στὴν πηγή τους μέσα στὴν κοινωνία τῆς ἀγάπης Του. Ὅταν εὐχαριστοῦμε λειτουργικὰ τὸν Θεὸ σημαίνει ὅτι ἐμπιστευόμαστε τὴν ὕπαρξή μας σ’ Αὐτόν. Κι αὐτὸ τὸ ἐλάχιστο εἶναι ἡ οὐσιαστικὴ ἀντιπροσφορά μας στὶς φανερὲς καί ἀφανεῖς εὐεργεσίες Του.
Ἀδελφοί μου, ἐμεῖς ὡς συγκύπτοντες, παραδομένοι στὴ φθορὰ καὶ στὸν θάνατο εἶναι ἄμεση ἀνάγκη, κάθε φορὰ ποὺ συγκεντρωνόμαστε σὲ αὐτὸν τὸν χῶρο λατρείας τοῦ Θεοῦ νὰ δατρανώνουμε τὴν πίστη, τὴν ἐμπιστοσύνη καὶ τὴν εὐγνωμοσύνη μας στὸν ὡς βρέφος σαρκούμενο Θεό, ποὺ φανερώνεται νηπιάζων, γιὰ νὰ ἀποκαλύπτει τὴν ἀγάπη Του στὸ πλᾶσμα Του καὶ νὰ καταργεῖ πάντοτε ὡς Σωτήρας τὴν «ἀργία τοῦ Σαββάτου» τῶν πονηρῶν καὶ τυπολατρῶν τῆς ἐποχῆς μας, ἀνταποκρινόμενος λυτρωτικὰ στὴν ἀνάγκη μας.