Ιστορικό Ιεράς Μητροπόλεως Μεσογαίας και Λαυρεωτικής

 

Ἡ Μητρόπολις Μεσογαίας καὶ Λαυρεωτικῆς ἱδρύθηκε τὸν Μάιο τοῦ 1974, μὲ ἕδρα τὰ Σπάτα, ἡ ὁποία περιελάμβανε τὰ ἀρβανιτοχώρια τῶν Μεσογείων, τὴν βιομηχανικὴ πόλη τοῦ Λαυρίου καὶ τρεῖς προσφυγικοὺς οἰκισμούς: Ἕξι Δῆμοι καὶ ὀκτὼ Κοινότητες ποὺ ἀνῆκαν μέχρι τότε στὴν ἑνιαία καὶ κραταιὰ Ἱερὰ Μητρόπολη Ἀττικῆς καὶ Μεγαρίδος. Σημειωθήτω, ἀπὸ τοῦ κηρύγματος τοῦ Ἀποστόλου Παύλου μέχρι τὸ 1936 καὶ ἀπὸ τὸ 1939 ἕως τὸ 1941 τὰ Μεσόγεια καὶ ἡ Λαυρεωτικὴ βρίσκονταν ὑπὸ τὴν πνευματικὴ ἐποπτεία τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν.

Ἐντὸς τοῦ μηνὸς Μαΐου τοῦ 1974, ἐκλέγεται καὶ χειροτονεῖται πρῶτος Μητροπολίτης Μεσογαίας καὶ Λαυρεωτικῆς ὁ Τήνιος Ἀρχιμανδρίτης Ἀγαθόνικος Φιλιππότης, Πρωτοσύγκελλος τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Φθιώτιδος. Στὶς 16 Ἰουνίου τοῦ 1974 ἐνθρονίζεται στὸν Ἱερὸ Μητροπολιτικὸ Ναὸ Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Σπάτων καὶ ξεκινᾶ ὁ ἀγῶνας τῆς δημιουργίας τῆς νέας Μητροπόλεως κυριολεκτικὰ ἐκ τοῦ μηδενός. Ὁ νέος Μητροπολίτης παρέλαβε μόνον ἕνα Προεδρικὸ Διάταγμα, ποὺ ὅριζε τὴν ἕδρα καὶ τὰ ὅρια τῆς ποιμαντικῆς του εὐθύνης! «Οὔτε ἕνα στυλό!», ὅπως χαρακτηριστικὰ ἔλεγε!

Ἡ ἐκλογὴ τοῦ Μακαριστοῦ Ἀγαθονίκου, τοῦ ἱεροπρεποῦς, εὐγενοῦς καὶ λίαν φιλακολούθου, ἦταν πραγματικὴ εὐλογία γιὰ τὴν Μητρόπολή μας. Τὴν ἔκρυθμη ἐκκλησιαστικὴ κατάσταση, κατὰ τὴν ὁποία ἀνέλαβε τὴν διαποίμανση τῆς Μητροπόλεως, μὲ τὴν ὑπομονὴ καὶ τὴν πραότητά του, ὄχι μόνο τὴν ἡσύχασε, ἀλλὰ τὴν ἔσβησε καὶ τὴν ἄφησε νὰ καταγραφεῖ στὶς δέλτους τῆς συγχρόνου ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας. Ὁ Κύριος τοῦ χάρισε σχεδὸν ἑκατὸ χρόνια ζωῆς καὶ ἀξιώθηκε νὰ ποιμάνει τὴν περιοχή μας ἐπὶ μιὰ ὁλόκληρη τριακονταετία (1974–2004).

Στὶς 30 Μαρτίου τοῦ 2004 ὁ γέρων Μητροπολίτης Ἀγαθόνικος, «κεκοπιακώς ἐκ τῆς ὁδοιπορίας» τῶν τριάντα χρόνων ἀρχιερατείας, παραιτήθηκε ἐκ τῆς θέσεώς του. Ἡ ὑπὸ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου ἀπονομὴ τοῦ Παρασήμου τοῦ Ἀποστόλου Παύλου τὸ 2006 στὸν πολιὸ γέροντα ὑπῆρξε ἡ ἔμπρακτη ἔκφραση εὐγνωμοσύνης τῆς Ἐκκλησίας σὲ ἕναν κληρικὸ ποὺ ἐνδύθηκε καὶ ὑπηρέτησε τὸ εὐλογημένο ράσο, σὲ ὅλες τὶς βαθμίδες, γιὰ περισσότερα ἀπὸ ἑβδομῆντα χρόνια.

 

Στὶς 30 Ἀπριλίου τοῦ 2004 ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἐξέλεξε ὡς δεύτερο Μητροπολίτη τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας τὸν Θεσσαλονικέα στὸ γένος καὶ ἕως τότε Οἰκονόμο τοῦ Ἁγιορειτικοῦ Ἱεροῦ Μετοχίου τῆς Ἀναλήψεως Βύρωνος, Ἀρχιμανδρίτη Νικόλαο Χατζηνικολάου. Στὶς 26 Ἰουνίου 2004, τὰ Σπάτα ὑποδέχθηκαν τὸν νέο Ἐπίσκοπο καὶ σημερινὸ Ποιμενάρχη μας.

Ἐάν φέρουμε στὸν νοῦ τὶς ἀλλαγὲς ποὺ διαδραματίστηκαν στὴν περιοχή μας μέσα στὰ τελευταῖα πενῆντα χρόνια, θὰ κατανοήσουμε καλύτερα καὶ τὴν ἀξία τοῦ σωστικοῦ ἔργου τῆς διαποιμάνσεως. Ἀνάπτυξη οἰκονομικὴ καὶ τεχνολογική. Κατασκευὴ καὶ λειτουργία τοῦ Διεθνοῦς Ἀερολιμένος Ἀθηνῶν. Ἀναδημιουργία καὶ ἐπέκταση τῶν λιμανιῶν τοῦ Λαυρίου καὶ τῆς Ραφήνας. Δημιουργία ὀλυμπιακῶν ἔργων. Πληθυσμιακὴ ἔκρηξη ποὺ ἔφτασε τὸν πληθυσμὸ στὶς τάξεις τῶν ἑκατοντάδων χιλιάδων. Ὅλες αὐτές, ἀλλὰ καὶ ἄλλες μικρότερες ἀλλαγές, συνέτειναν στὴν ἐξέλιξη τῆς κοινωνίας καὶ στὴν ἀλλοίωση τοῦ ἐντοπίου πληθυσμοῦ, μὲ θετικὰ καὶ ἀρνητικὰ ἀποτελέσματα. Πλέον ὀκτὼ καλλικρατικοὶ δῆμοι ἀπαρτίζουν τὴν ἐκκλησιαστική μας ἐπαρχία. Τὰ χωριὰ ἀντικαταστάθηκαν ἀπὸ πόλεις, διατηρῶντας βέβαια στὴν ρίζα τους τοὺς ἀρχικοὺς παραδοσιακοὺς πυρῆνες τῶν γηγενῶν.

Ἐντὸς αὐτῶν τῶν ἀλλαγῶν τῆς τοπικῆς κοινωνίας, ἡ Ἐκκλησία ἔκανε τὸ ταπεινό της ἔργο, τὸ ὁποῖο λόγῳ τοῦ νεοπαγοῦς χαρακτήρα τῆς Μητροπόλεώς μας, ἦταν καὶ ἔργο ὑποδομῆς, βάσεως δηλαδὴ γιὰ τὴν συνέχεια τῆς ἐργασίας στὶς ἑπόμενες γενεές.

Δημιουργήθηκαν τριάντα πέντε νέες ἐνορίες καὶ συστήθηκαν παραπλεύρως αὐτῶν πλεῖστα πνευματικὰ κέντρα πρὸς ὑπηρεσίαν τῆς ποιμαντικῆς καὶ φιλανθρωπικῆς διακονίας τῶν πιστῶν. Ἐξυπακούεται ὅτι ἐντός αὐτῶν τῶν χώρων ἐπιτελεῖται καὶ τὸ νεανικὸ ἔργο τῶν Ἐνοριῶν.

Δέκα Ἱερὲς Μονὲς ἱδρύθηκαν καὶ οἱ προϋπάρχουσες ἀναπτύχθηκαν καὶ ἐπεκτάθηκαν.

Σημαντικότατο ἦταν καὶ εἶναι τὸ ἔργο τῆς ἀνανέωσης τοῦ ἔμψυχου δυναμικοῦ τῶν κληρικῶν. Οἱ δύο βαθμοὶ τῆς ἱερωσύνης δόθηκαν διὰ τῶν χειρῶν τῶν δύο Μητροπολιτῶν σὲ πάνω ἀπὸ ἑκατὸ νέους ἀνθρώπους.

Ἀλλὰ καὶ στὰ ἰδιαίτερα κοστοβόρα ἔργα τῶν ὑλικῶν ὑποδομῶν δὲν ὑστέρησε ἡ Μητρόπολή μας. Ὁ Μακαριστὸς Ἀγαθόνικος ἀνήγειρε ἐκ βάθρων τὸ Μητροπολιτικὸ Μέγαρο τῶν Σπάτων καὶ ὁ Σεβασμιώτατος Νικόλαος ἀνεκαίνισε ἐκ θεμελίων τὸ Ἐπισκοπεῖο τοῦ Λαυρίου.

Ὁ ἀείμνηστος Ἀγαθόνικος ἔκτισε τὸ παραπλεύρως τοῦ Ἱεροῦ Προσκυνήματος τοῦ Χριστοῦ στὰ Σπάτα, κτιριακὸ συγκρότημα, τὸ ὁποῖο ἐπὶ δεκαπενταετία φιλοξένησε τὰ γραφεῖα τῆς Μητροπόλεως, καὶ ὁ Σεβασμιώτατος Νικόλαος, ὄχι μόνο τὸ ἐπισκεύασε, ἀλλὰ τοῦ ἔδωσε νέα πνοὴ καὶ ἀντίστοιχες προοπτικὲς λειτουργίας.

Νέοι ναοὶ ποὺ καλύπτουν ὑπαρκτὲς ἀνάγκες κτίστηκαν καὶ κτίζονται καὶ ἤδη ἡ τιμὴ τῶν νέων ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας ἐντείνεται, μὲ τὸν Ναὸ τοῦ Ἁγίου Παϊσίου στὴν Παλλήνη νὰ ὁλοκληρώνεται καὶ τὸν Ναὸ τοῦ Ἁγίου Πορφυρίου νὰ δρομολογεῖται ἡ ἀνέγερσή του στὸν Σαρωνικό.

Τέλος, στὸν τομέα τῆς φιλανθρωπίας ἐπιβάλλεται νὰ σημειωθεῖ ὅτι ὁ Μακαριστός Ἀγαθόνικος ἵδρυσε τὸ Γηροκομεῖο «Ἡ Ἀνάστασις» καὶ ὁ Σεβασμιώτατος Νικόλαος πέτυχε τὸν πανελλήνιο ἄθλο τῆς δημιουργίας τῆς πρότυπης Μονάδας Ἀνακουφιστικῆς Φροντίδας «Γαλιλαία».

Γιὰ πενῆντα χρόνια δύο ἀνύστακτοι ποιμένες, μία πλειάδα κληρικῶν, ἕνας μεγάλος ἀριθμὸς συνεργατῶν, ἐκκλησιαστικῶν ἐπιτρόπων, διακονισσῶν τῆς φιλανθρωπίας, κοπιώντων παντοιοτρόπως, ἱεροψαλτῶν, ἐργαζομένων, διακονούντων ἀφανῶς, μεγάλων εὐεργετῶν, δωρητῶν, ἀνθρώπων ποὺ προσέφεραν τὸ κατὰ δύναμιν, μέχρι καὶ τὸ ἐπαινετὸ ὑπὸ τοῦ Κυρίου «δίλεπτο τῆς χήρας», ἡ συντριπτικὴ πλειοψηφία τῶν κατὰ καιροὺς τοπικῶν ἀρχῶν, ὅλο τὸ ποίμνιο, ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ, ἀπετέλεσε καὶ ἀποτελεῖ τὴν ζῶσα καταγραφὴ τῆς τοπικῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας. Γιὰ ὅλα αὐτά, ὅλοι μας, «Ὁμολογοῦμεν τὴν χάριν, κηρύττομεν τὸν ἔλεον, οὐ κρύπτομεν τὴν εὐεργεσίαν» τοῦ Θεοῦ πρὸς τὴν Ἐκκλησία τῶν Μεσογείων καὶ τῆς Λαυρεωτικῆς.

Καὶ δὲν θὰ βρεθεῖ ἄνθρωπος, πιστὸς ἢ μή, καλοπροαίρετος ἢ ἀκόμα καὶ κακοπροαίρετος, ποὺ νὰ ὑποστηρίξει ὅτι τὸ πεντηκονταετὲς ἔργο τῆς Μητροπόλεώς μας ἔγινε εἴτε για ἴδιον συμφέρον εἴτε «πρὸς τὸ θεαθῆναι τοῖς ἀνθρώποις». Εὐτυχῶς ποὺ ἡ κρίση τῆς ἱστορίας εἶναι ἀλάνθαστη καὶ ὅσο παρέρχεται ὁ χρόνος ἀπὸ τὰ συντελεσθέντα γεγονότα, διαφαίνεται περίτρανα ὁ σκοπός, ἡ αἰτία, καὶ ἐν τέλει τὸ ἀποτέλεσμα τοῦ ἔργου τῆς Ἐκκλησίας μας.

Μπορεῖ τὰ Μεσόγεια καὶ ἡ Λαυρεωτική, λόγῳ τῆς οἰνοπαραγωγῆς καὶ κατὰ συνέπειαν τῆς οἰνοποσίας, νὰ χαρακτηρίστηκε σκωπτικὰ ὡς ἡ «πεδιάδα τοῦ οἰνοπνεύματος» σὲ ἀντιπαραβολὴ μὲ «τὴν κοιλάδα τοῦ πνεύματος», τὸ Ἀθηναϊκὸ λεκανοπέδιο. Μπορεῖ πολλὲς φορὲς νὰ ἀντιμετωπίστηκε ἀπὸ τὴν κεντρικὴ πολιτικὴ ἐξουσία ὡς «ἡ πίσω αὐλὴ τῆς Ἀττικῆς», ἐντούτοις ἀποτελεῖ κεφάλαιο καὶ βάση τόσο γιὰ τὴν ἱστορία (γενικὴ καὶ ἐκκλησιαστικὴ) ὅσο καὶ γιὰ τὸ μέλλον.

Εἶναι ἡ γενέτειρα τοῦ Ξενοφῶντος, τοῦ Δημοσθένους, τοῦ Θεμιστο-κλέους, ἡ «ἀργυρίτις γῆ» τῆς Λαυρεωτικῆς, ἡ αἰτία τῆς νίκης κατὰ τῶν Περσῶν στὴν Σαλαμίνα, ὁ χῶρος τῶν μεγάλων ἱερῶν τῆς ἀρχαιότητος τοῦ Σουνίου καὶ τῆς Βραυρῶνος. Εἶναι ἡ πατρίδα ἀγωνιστῶν καὶ ἀφανῶν ἡρώων σὲ ὅλους τοὺς ἀγῶνες τοῦ Ἔθνους. Εἶναι ἡ γῆ ποὺ δέχτηκε τὴν εὐλογία τῆς διελεύσεως τῶν Ἁγίων Ἱεραρχῶν τῶν Ἀθηνῶν, ἐξαιρέτως δὲ τοῦ Ἁγίου Μιχαὴλ τοῦ Χωνιάτου, τοῦ ἀσκητοῦ Ἁγίου Τιμοθέου Ἐπισκόπου Εὐρίπου, τῆς δορκάδος τῶν Ἀθηνῶν Ἁγίας Φιλοθέης, τοῦ θαυματουργοῦ Ἁγίου Νεκταρίου καὶ τοῦ Ἁγίου Ἰωσήφ τοῦ Ἡσυχαστοῦ, τῆς ἱεραποστόλου Ἁγίας Γαβριηλίας, ἡ γῆ ποὺ δέχτηκε τὸ ἁγιασμένο σκήνωμα τοῦ Γέροντος Νεκταρίου στὴν Καμάριζα. Εἶναι ἡ περιοχὴ μὲ τὶς παλαιοχριστιανικὲς βασιλικές, τοὺς μεγα-λοπρεπεῖς καθεδρικοὺς ναοὺς τῶν χωριῶν, μὲ τὸ πλῆθος τῶν βυζαντινῶν καὶ μεταβυζαντινῶν ναϋδρίων, ὁ τόπος τῶν Μετοχίων τῶν παλαιφάτων Μονῶν Πεντέλης καὶ Πετράκη, τῶν ἀσκητηρίων, τῶν μοναστηρίων, τῶν ἡσυχαστηρίων, τὸ καταφύγιο τῶν πρώτων Ζηλωτῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων, ἡ γῆ ποὺ ὑποδέχθηκε τὰ σεβάσματα τῶν προσφύγων μὲ προεξάρχουσα τὴν Παναγία τὴν Παντοβασίλισσα ἀπὸ τὴν Τρίγλια. Εἶναι ἡ Παλλήνη, ὁ πεφι-λημένος τόπος τοῦ Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη, εἶναι καὶ ἡ Παιανία, ἡ δεύτερη πατρίδα τοῦ Φώτη Κόντογλου. Εἶναι ἡ γῆ ποὺ καὶ σήμερα προσπαθεῖ καὶ ἀγωνίζεται, παρόλες τὶς δυσκολίες καὶ τοὺς πειρασμοὺς τῆς ἐποχῆς μας.

 

Ἂς εὐχηθοῦμε αὐτὴ ἡ γῆ, αὐτὸς ὁ τόπος, νὰ ἀποδίδει πνευματικὴ καρποφορία καὶ ταυτόχρονα νὰ ἀνθίσταται στὴν κάθε μορφῆς ἀλλοτρίωση!

Ἂς εὐχηθοῦμε ἡ ναῦς τῆς τοπικῆς μας Ἐκκλησίας νὰ πορεύεται γιὰ χρόνια πολλὰ «εἰς ἔπαινον καὶ εὔκλειαν τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ εἰς δόξαν Θεοῦ» καὶ στὸ τέλος τῆς ἱστορίας, ὅλοι μας, ὡς ἕνα σῶμα καὶ μία καρδιά, μαζὶ μὲ ὅλες τὶς γενεές, προγενέστερες καὶ μεταγενέστερες, νὰ εἰσέλθουμε στὴν ἀτελεύτητη πανήγυρη τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, «ὅπου ἦχος καθαρὸς (ὄντως) ἑορταζόντων, καὶ βοώντων ἀπαύστως· Κύριε δόξα σοι!»

 

Ἀρχιμ. Τιμόθεος Ἀγγελῆς

Ἀπόσπασμα ἐκ τοῦ λόγου ἐπὶ τῇ Πεντηκονταετηρίδι τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μεσογαίας καὶ Λαυρεωτικῆς
Κυριακὴ τῆς Σαμαρείτιδος, 2 Ἰουνίου 2024