Αφιέρωμα
Κάτω από τούτο τον τίτλο περιλαμβάνουμε τα κάλαντα του δωδεκαημέρου. Σε γενικές γραμμές μπορούμε να πούμε τα εξής:
Α) Τα κάλαντα των Χριστουγέννων ήταν στη Μεσογαία από παλαιά, τα ίδια με εκείνα της Αθήνας με ασήμαντες παραλλαγές. Τα κάλαντα τούτα τα έλεγαν τα παιδιά κατά το διάστημα της ημέρας, σπάνια το βράδυ. Σχετικά με τα κάλαντα υπάρχουν συνήθειες που φέρνουν ακόμη την παλιά Μεσογαίτικη σφραγίδα. Π.χ. ότι όποιος χτυπούσε πρώτος πόρτα σπιτιού, που ακόμη δεν είχε ακούσει τα κάλαντα η νοικοκυρά όχι μόνο δεν τον έδιωχνε με το στερεότυπο «τα είπαν άλλοι», αλλά αντίθετα πού ευχαρίστως έλεγε να τα πει και μάλιστα τον φιλοδωρούσε καλύτερα από τους επόμενους. Ακόμη ότι δεν υπήρχε σπίτι που να αρνιόταν να ακούσει το καλημέρι – έτσι «για το καλό».
Β) Τα κάλαντα της πρωτοχρονιάς μοιάζουν κι αυτά, όπως των Χριστουγέννων με κείνα της Αθήνας. Εδώ όμως υπάρχουν μεγαλύτερες διαφορές : ότι δηλαδή στη Μεσογαία – πριν απ’ τον αιώνα μας – υπήρχε και αρβανίτικο «καλημέρι» – τώρα ξεχασμένο. Σε κείνα λοιπόν τα χρόνια τα παιδιά, μέχρι το λιοβασίλεμα, έλεγαν το γνωστό καλημέρι «Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά, ψιλή μου δεντρολιβανιά». Το βράδυ όμως, οι μεγαλύτεροι έλεγαν τα κάλαντα στ’ αρβανίτικα, που αναφέρουμε λίγο παρακάτω. Τα κάλαντα τούτα είναι, από δεκαετίες, τελείως ξεχασμένα.
Γ) Τέλος υπάρχουν τα κάλαντα των Φώτων. Πρέπει να τονίσουμε ότι για τους Μεσογίτες, τα κάλαντα του δωδεκαημέρου κλιμακώνονται προς το μεγαλύτερο, όσο οι γιορτές τελειώνουν. Ότι δηλαδή τα κάλαντα των Χριστουγέννων ήταν τα μικρότερα, της πρωτοχρονιάς μεγαλύτερα και των Φώτων τα πιο μεγάλα. Έτσι, την παραμονή των Θεοφανείων, ολημερίς, τα παιδιά έλεγαν τα γνωστά κάλαντα «σήμερα τα Φώτα και ο φωτισμός κι η χαρά μεγάλη τ’ αφέντη μας». Το βράδυ όμως, η εργατιά πήγαινε στα σπίτια των αφεντικών τους και δύο – τριών άλλων αρχοντόσπιτων κι έλεγε το «μεγάλο» καλημέρι, ολόκληρο. Έμπαινε μέσα στην αυλή (η αυλόπορτα ήταν επίτηδες ανοιχτή) και χωρίς προειδοποίηση χωρίς δηλαδή το τυπικό «να τα πούμε» – άρχιζε. Μετά το τέλος «και του χρόνου», εις έτη πολλά» έβγαινε η νοικοκυρά με ένα δίσκο γλυκά και ποτό και τους «φίλευε». Πίσω της ο αφέντης του σπιτιού τους ευχόταν και τους έδινε ένα γερό φιλοφώρημα.
Το μεγάλο καλημέρι των Θεοφανείων ήταν γνωστό μέχρι σχεδόν τις αρχές του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου. Τώρα είναι ξεχασμένο. Το αναφέρει, όχι όμως ολόκληρ και με μικρές παραλλαγές, ο Καμπουρογλους στην Ιστορία του (Α’, 236).
Αμέσως παρακάτω παραθέτουμε τα κάλατα του δωδεκημέρου.
Κάλαντα Χριστουγέννων
Χριστούγεννα πρωτούγεννα, πρώτη γιορτή του χρόνου
Για βγιέτε δέτε, μάθετε πού ο Χριστός γεννάται
Γεννάται για να τρέφεται με μέλι και με γάλα
Το μέλι τρώγουν οι άρχοντες, το γάλα οι αφεντάδες
Ανοίξτε τα σεντούκια σας τα κατακλειδωμένα
Και δώστε μας τον κόπο μας απ’ το χρυσό πουγκί σας.
Αν είστε απ’ τους πλούσιους φλωριά μην τα λυπάστε
Αν είστε απ’ τους δεύτερους τάλιρα και δραχμίτσες
Κι αν είστε απ’ τους πάμπτωχους ένα ζευγάρι κότες.
Και σας καληνυχτίζουμε, για να ξεκουρασθήτε
Ολίγον ύπνον πάρετε, πέστε, κοιμηθείτε
Στην εκκλησία τρέξατε μ’ όλη την προθυμίαν
Και του Χριστού ακούσατε την θείαν λειτουργίαν.
Και εις έτη πολλά.
(Γνωστό σ’ όλη τη Μεσογαία)
Χριστουγεννιάτικα κάλαντα
Χριστούγεννα πρωτούγεννα
Πρώτη γιορτή του χρόνου
Για μπάτε, βγαίτε, μάθετε
Που ο Χριστός γεννάται.
Γεννάται σε πάνω βουνό
Και σε καινούριο σπίτι.
Εννιά Απόστολοι στείλανε
Κυρά μαή να φέρουν
Κι όσο να παν κι όσο να ‘ρθουν
Χριστός αναγεννήθη.
Στο γάλα εγεννήθηκε
Στο μέλι ανατρέφη.
Όσα κεριά και τάματα,
Στης Παναγιάς το χέρι.
Όσα καρφιά και πέταλα
Στους τούρκους το κεφάλι.
Πολλά όμως είπαμε
Ας πούμε και του χρόνου.
Του χρόνου και τ’ αντίχρονου
Τ’ αντί και τρεις ημέρες.
(Αφηγητής ο Ιωάννης Κωνστατίνου Γιαννάλης, από τα Σπάτα. Κατά τον ίδιο, τα κάλαντα τούτα είναι παλαιά, αφού τα έλεγαν εδώ κι εκατόν είκοσι χρόνια, και περισσότερο).
Πρωτοχρονιάτικα κάλαντα
Τα έλεγαν κατά και μετά τους βαλκανικούς πολέμους. Κατά το Σπαταναίο Σταύρο Κωνσταντίνου Γιαννάκη, σήμερα περίπου χρόνων. Με ανεπαίσθητες παραλλαγές – που άκουσα κι απ’ άλλους γέροντες Μεσογείτες).
Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά
Δοξάστε τούτη τη γενιά
Κι αρχή καλός μας χρόνος
Συ σου πρέπει δάφνης
κλώνος Άγιος Βασίλης έρχεται
Στρατιώτες τον κατέχετε
Από την Καισαρεία
Χαίρε ω χαίρε ελευθερία.
Βαστάει εικόνα και χαρτί
Ζάχαρο – κοντοζυμετώ.
Χαρτί και καλαμάρι
Γεια χαρά στο παλληκάρι.
Το καλαμάρι έγραφε
Και την Τουρκιά την ξέγραφε
Και το χαρτί ωμίλει
Της Μακεδονίας ήλιοι.
Βασίλη πούθεν έρχεσαι
Και Πούθε κατεβαίνεις
Και στη Σαλονίκη μπαίνεις;
Κάτσε να φας, κάτσε να πιεις
Και μες την Ήπειρο να μπεις
Κάτσε να τραγουδήσεις
Το Μπιζάνι να γκρεμίσεις.
Εγώ γράμματα μάθαινα
Του στόλου μας τα θάματα
Τραγούδια Τούρκε ξέρω
Αν αντίκρυ μου σε εύρω.
Κατέβηκεν η πέρδικα
Γεια σας, παιδιά λεβέντικα
Να βρέξει τον αφέντη μας
Το Ρήγα το λεβέντη μας
Να βρέξει, έτσι θέλω,
Και το μέγα Βενιζέλο.
Πατρίδα μου ζωγραφική
Φέρε την τσότρα με κρασί
Έλα να μας κεράσεις
Να ζήσεις, να γιορτάσεις.
Ζήτω του βασιλεία μας
Της Όλγας της ώραιας μας
Ζήτω και του διαδόχου
Του μεγάλου μας ανθρώπου.
Αρβανίτικο καλημέρι της πρωτοχρονιάς
Μίρ(ε) τ’ να βίν(ι) βίτι ι ρι Μίρ(ε) τ’ να π(ι)λκιέν(ι) Σι νεστρ θοϊν(ε) παλαιά Τσίλι ντο πρωτο-βίν(ιε) Ντ(ε) ντερ(ε) ντ(ε) αυλόπορτ(ε) Νγκα νι ντούμε τ(ε) γίπνι. Νέστρ(ε) κα κλήσια πανήγυρι Θάμε( τ(ε) Σιρ Βασίλη Τσι ις νιερί με αρετή εδ(ε) σιουμ(ε) γλυκομίλι (πα)τ(ε)θατ(ε) ντρου κεϊ π(ε)ρ μπαστούν Ε κέϊ π(ε)ρ τ(ε) ακουμπίσεϊ Ε κέϊ π(ε)ρ τ(ε) θάτες ντρου Ντί ζόκ(ιε) καλαϊδίσιν(ε) τσ(ε) κέϊν(ε) σίτ(ε) σι διαμάντ διαμάντ(ε) φλιουτουράτ(ε). Βίσιουνι βλέζερ(ε) βίσιουνι ντ(ε) κλήσιετ(ε) τ(ε) βέμι νγκα κλήσια τ(ε) μος λείψεμι καλή ψυχή τ(ε) κέμι. Νγκα κλήσια τούκε ίκουρ(ε) εδ(ε) ντ(ε) στιπί τ(ε) βέμι(ι) τ(ε) στρώσμ εδέ τραπέζι ν(ε) τ(ε) χάμ(ε) εδ(ε) τ(ε) πίμ(ε) αν ίστ(ε) εδέ ντο νι φτωχό πορσήνιν(ι) τ(ε) βίν(ιε) αν ίστ(ι) εδέ νι σκλέπ(ε)ρ τσι νούκου μούντ τ(ε) βίνιε κιάλνι φαΐ ατιέ πα δε το ίδιο ίστ(ε) τ(ε) θόμ(ι) Σιρ Βασίλι σ(ε) με γκόλι(ε) εδέ με λύρ(ε) μοτ γκα μοτ τ(ε) γιέμ(ι) μίρ(ε) | Καλώς να ‘ρθει ο καινούριος χρόνος Καλώς να μας (γλυκάνει) αρέσει Σαν αύριο λέγαν παλαιά ποιος θα πρωτοέρθει (θα κάνει ποδαρικό) στην πόρτα την αυλόπορτα από ‘να ντουμέ (τάλληρο) να δώσετε Αύριο έχει η εκκλησία πανήγυρη το θαύμα τ’ Άι-Βασίλη που ‘ταν άνθρωπος ενάρετος και πολύ γλυκομίλητος, (που) είχε ένα ξερό ξύλο για μπαστούνι το ‘χε για ν’ ακουμπάει κι απάνω στο ξερό ραβδί (είχε) δύο πουλιά που κελαϊδούσαν που ‘χαν τα μάτια σαν διαμάντια διαμάντια, αστραφτερά (πεταχτά) Ντυθήτε, αδέλφια, ντυθήτε Στις εκκλησίες να πάμε Από την εκκλησία να μη λείψουμε (Καλή ψυχή να ‘χουμε). Και μόλις φύγουμε από την εκκλησία και πάμε σπίτι μας ας στρώσουμε και το τραπέζι να φάμε και να πιούμε κι αν είναι και κανείς φτωχός παρωτρύνατε τον (συμβουλέψτε τον) να έρθει αν είναι και κανείς κουτσός (ανάπηρος) που δεν μπορεί να έρθει πηγαίνετέ του το φαΐ εκεί και έτσι το ίδιο είναι Ας πούμε (ψάλλουμε του Αι-Βασίλη με το στόμα κα με λύρα και του χρόνου (χρόνο με χρόνο) να ΄μαστε καλά (καλύτερα). |
Από τους κυρίους:
1) Γεώργιο Κόλλια, Πόρτο Ράφτη (γενν. 1890)
2) Αντώνιο Αντωνάκη, Μαρκόπουλο Μεσογαίας (γενν. 1914)
3) Χρήστο Μάδη, Παιανία (γενν. 1899)
Το μεγάλο καλημέρι των Θεοφανείων
Όπως το θυμάται ο Σπαταναίος Ιωάννης Κων/νου Γιαννάκης. Το καλημέρι το είχε μα΄θει από τους παππούδες του και το έλεγε γυρίζοντας τις πόρτες την παραμονή των Φώτων, μικρός ακόμη. Θα πρέπει, λοιπόν να λεγόταν πριν από 100-120 χρόνια. Το καλημέρι τούτο είναι, στις γενικές του γραμμές, το ίδιο με εκείνο που λεγόταν στο Λιόπεσι και που ακολουθεί αμέσως μετά. Δεν μπορώ να ξέρω πιο απ’ τα δύο είναι το αρχαιότερο. Επειδή όμως τα δύο κάλαντα διαφέρουν μαζί τους σε αρκετά σημεία. Θεωρήσαμε σκόπιμο να τα μεταφέρουμε εδώ ολόκληρα και αυτούσια. Τα κάλαντα τούτα ξεχάστηκαν, εδώ και μισό πάνω-κάτω αιώνα.
«Και στον καλημερίζουμε τούτο μας τον αφέντη
Αφέντη μου πρωτόγιωργε και πρωτοζευγολάτη
Τ’ αλέτρι σου είναι σίδερο και το υνί σου ατσάλι
Δευτέρα μέρα κίνησες, να πας να πρωτοσπείρεις
Και το σταράκι που ‘σπειρες, ‘σπειρες μαργαριτάρι.
Μαργαριτάρι έσπειρες, μάλαμα να θερίσεις.
Να βάλεις εργάτες εκατό, νεροκουβαλητήδες δέκα.
Οι Τούρκοι το θερίζανε, Ρωμιοί το κουβαλούσαν
Κι ο Βασιλιάς τ’ αλώνιζε με τις χρυσές φοράδες
Κι η μερουδιά το σάρωνε με το χρυσό θυμάρι.
Να κάνεις τάλιες εκατό με του Θεού τη χάρη
Βρε αφέντη μου πεντάφεντε, πέντε φορές αφέντη
Πέντε κρατούν το μαύρο σου (εν άλογο) κι οχτώ το σαλιβάρι
Και δέκα σε παρακαλούν, αφέντη καβαλάρη
Καβαλικεύεις κι έρχεσαι, πεζεύσεις, καμαρώνεις
Κι όπου πατεί το μαύρο σου, πηγάδια φανερώνεις
Πηγάδια πετροπήγαδα κι αυλές μαρμαρωμένες
Κοιμάται χιούμα το φλουρί και χιούμα (=χύμα) τ’ αλογάρι
Και στον αφρό τ’ αλογαριού κοιμάται ο γιος τ΄αφέντη.
Στέκω και συλλογίζομαι, μα πώς να τον ξυπνήσω;
Φέρτε μου μήλα δώδεκα, κυδώνια δεκαπέντε
Και τρία κλώνια βασιλικό, μπεκίμ ξυπνήσω αφέντημ.
Βρε σήκω επάνω αφέντη μου και μην παρακοιμάσαι
Να κοσκινίσεις τα φλουριά, να δριμονήσεις τ’ άσπρα
Κι από τα κοσκινίσματα να δώσεις στους διαβάτες.
Εσέ σου πρέπει αφέντη μου μπελντένια να κοιμάσαι
Βελούδι να σκεπάζεσαι μπρε αφέντης να λαγάσαι
Εσέ σου πρέπει αφέντη μου χιλιόχρυσο ζουνάρι
Γιατ’ είσαι νιος κι αυγερινός, γιατ΄είσαι παλικάρι.
Εσέ σου πρέπει αφέντη μου φεργάδα ν’ αρματώσεις
Και το Μισίρι να διαβείς, φλουριά να τη φορτώσεις.
Πολλά είπαμε τ΄αφέντη μας, ας πουμ’ και της κυράς μας.
Κυρά ψηλή, κυρά λιγνή, κυρά γαϊτανοφρύδα
Κυρά μ’ όταν στολίζεσαι και πας στην εκκλησιά
Βάζεις τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι και το φεγγάρι αστρίτη
και του κοράκου το φτερό βάζεις γαϊτανοφρύδι.
Βάζεις τους σκλάβους από εμπρός και σκλάβους από πίσω
Κι ένα μικρό σκλαβόπουλο να σου κρατάει τον ίσκιο.
Η στράτα ρόιδο (=τριαντάφυλλο) γιόμισε κι η εκκλησία σου μόσχο
Κυρά μου το δοξάρι σου με φράγκικο μαντήλι
Που το βαρούνε στη Φραγκιά κι ακούγεται στην Πόλη.
Πολλά είπαμε και της κυράς ας πουμ’ και των παιδιών της.
Κυρά μου τα παιδάκια σου, ο Θεός να στα χαρίσει,
Να τα παντρέψεις με χαρά και με την καλοσύνη.
Να στάξεις άσπρο φλάμπουρο στη μέση της αυλής σου.
Να μπουν να βγουν οι φίλοι σου, να σκάσουν οι οχτροί σου.
Αν έχεις γιο στα γράμματα και γιο στο ψαλητήρι
Να τον αξιώσει ο θεός να βάλει πετραχήλι.
Πολλά είπαμε και των παιδιών ας πούμε και της κόρης.
Αν έχεις κόρη έμορφη πραματευτής τη θέλει
Κι αν είναι και πραματευτής πολλά προικιά γυρεύει
Γυρεύει αμπέλια ατρύγητα, χωράφια με τα στάχυα
Γυρεύει και τη Βενετιά με όλα τα παλάτια
Γυρεύει και τη θάλασσα με όλα τα καράβια.
Θε να σου πω και πιότερα μα η ώρα δε μ’ αφήνει
Γιατί σπουδάζει ο πετεινός κι η μέρα ξημερώνει.
Εδώ που τραγουδήσαμε, πέτρα να μη ραγήσει
Κι ο νοικοκύρης του σπιτιού σαν τα βουνά να ζήσει.
(Και τώρα, η άλλη «έκδοση» – παραλλαγή του προηγούμενου καλημεριού)
Καλημέρα καλημέρα και πάντα καλημέρα
Κι ας τον καλημερίσουμε ετούτο τον αφέντη.
Αφέντη μου πρωτάφεντε, πέντε φορές αφέντη
πέντε κρατούν το μαύρο σου κι οχτώ το σαλιβάρι
και δέκα σε περικαλούν αφέντη καβαλάρη.
Καβαλικεύεις, χαίρεσαι, πεζεύσεις, καμαρώνεις
Κι όπου πατεί το μαύρο σου, πηγάδια φανερώνεις
Πηγάδια πετροπήγαδα κι αυλές μαρμαρωμένες.
Κοιμάται χιούμι το φλουρί και χιουμι τ’ αλογάρι
και στον αφρό τ’ αλογαριού κοιμάται γιος αφέντη.
Στέκω και συλλογίζομαι, μα πώς να τον ξυπνήσω;
Φέρτε μου μήλα δώδεκα, κυδώνια δεκαπέντε
και τρεις κλώνους βασιλικό βέλπι (=ίσως) και τον ξυπνήσω
«Ξύπνα αφέντη πρωτόγεωργε και πρωτοζευγολάτη
Που ‘χεις τ’ αλέτρι σίδερο και το υνί ατσάλι
Τα μουλαράκια που ζευγείς σαν χέλια χαϊδεμένα
Και τα λουριά της λιμαριάς με σύρμα είναι πλεγμένα
Το καμουτσάκι που βαρείς, από μηλιάς κλωνάρι.
Δευτέρα ημέρα κίνησες να πας να πρωτοσπείρεις
Και το σταράκι που ‘σπειρες, σπειρες μαργαριτάρι.
Να κάνεις τάλιες εκατό με του Θεού τη χάρη.
Κάτω στα Ιεροσόλυμα, στο μέγα Ιορδάνη
εκεί βαφτίστηκ’ ο Χριστός από τον Άγιο Γιάννη
Εκεί δεντρί δεν ήταν, δεντρί εφανερώθη
η ρίζα του ήταν ο Χριστός και κλώνοι οι Απόστολοι.
Πολλά είπαμε τ’ αφέντη μας, ας πουμ’ και της κυράς μας.
«Κυρά μ’ ψηλή, κυρά μ’ λιγνή, κυρά καμπανοφρύδα
κυρά μ’ όταν στολίζεσαι να πας στην εκκλησία,
Βάζεις τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι αστρίτη
και του κοράκου το φτερό βάζεις καμπανοφρύδι.
Κυρά μου τα παιδάκια σου με μόσχο είναι θρεμμένα
να τα παντρέψεις με χαρά και με την καλοσύνη
Να στήσεις άσπρο φλάμπουρο στη μέση της αυλής σου
να μπουν να βγουν οι φίλοι σου να σκάσουν οι οχτροί σου.
Πολλά είπαμε τ’ αφέντη μας, ας πούμ’ και των παιδιών της.
Κυρά μ’ τη θυγατέρα σου γραμματικός τη θέλει
Κι αν είναι και γραμματισκός πολλά προικιά γυρεύει
Γυρεύει αμπέλια ατρύγητα χωράφια με τα στάχυα
Γυρεύει και τη Βενετιά με όλα τα παλάτια
Γυρεύει και τον κυρ-βοριά να τα καλαρμενίσει.
Πολλά είπαμε της κόρης σας ας πούμε και του γιου σας
Κυρά μου τον υιόκα σου βάλτον στο ψαλτήρι
Του χρόνου και σαν σήμερα να βάλει πετραχήλι.
Ακόμα έχω να σας πω, μια ώρα δεν τα σώνω
Γιατί μου βγαίν’ ο αυγερινός κι η μέρα ξημερώνει.
Σ’ αυτό το σπίτι που ‘ρθαμε πέτρα να μη ραγίσει
Κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει.
Να ζήσει χρόνους εκατό και να τους απεράσει
Κι απ’ τους εκατό κι εμπρός ν’ ασπρίσει, να γεράσει.
Εφάγαμε τον κόκορα ας φάμε και την κότα
Και δώστε μας τον κόπο μας να πάμε σ’ άλλην πόρτα.
«Και εις έτη πολλά»
Γνωστό στους Λιοπεσιώτες.
(Από τη μητέρα μου και τον αδελφό μου).
Πηγή: Βιβλίο «Τα Λαογραφικά της Μεσογαίας Αττικής» Γεώργιου Δ. Χατζησωτηρίου
Πηγή φωτογραφιών: ΚΕΠΕΜ