Bιοηθική
Μάθημα ζωής και αιωνιότητας
(Της Ρόης Παντελίδου)
Στη μνήμη του Γιάννη Χ.
Πριν από λίγες ημέρες αποχαιρετίσαμε το Γιάννη. Είκοσι δύο χρονών, φοιτητής του Πολυτεχνείου, ψηλός λεβέντης, διαγνώσθηκε πριν από δυόμιση περίπου χρόνια με επιθετική λευχαιμία. Άρχισε αμέσως θεραπεία και υποβλήθηκε σε μεταμόσχευση μυελού των οστών από τον αδελφό του. Ενώ όλα έδειχναν να είναι καλύτερα, από το Πάσχα, υποτροπή της λευχαιμίας. Πάλι νοσηλεία, μόνον χημειοθεραπεία αυτή τη φορά. Αγωνίσθηκε σιωπηλά, συχνά με δυνατούς πόνους, με τους γονείς και τα αδέλφια του πλάι του. Από κοντά οι συμφοιτητές του και με όλες του τις δυνάμεις το νοσηλευτικό προσωπικό στο Νοσοκομείο «Παπανικολάου» στη Θεσσαλονίκη και στο Πανεπιστημιακό της Αλεξανδρούπολης. Δεν διαμαρτυρήθηκε, δεν παραιτήθηκε, δεν είπε «γιατί σε μένα», δεν κατέθεσε τα όπλα. Πάντοτε με ελπίδα. Έφυγε την ημέρα του Σταυρού. Τον αποχαιρετίσαμε την άλλη μέρα. Παντού λουλούδια, κρίνα και τριαντάφυλλα και χρυσάνθεμα. Όλα λευκά. Την ελπίδα την κρατήσαμε, γιατί αυτή δεν πεθαίνει.
Πρόσφατα ήλθε πάλι στην επικαιρότητα η συζήτηση για την ευθανασία. Ας μου επιτραπούν λίγες απλές σκέψεις, με όλο το σεβσμό στον πόνο των ανθρώπων που υποφέρουν.
Ο όρος ευθανασία δεν κυριολεκτεί. Έχει όμως επικρατήσει να σημαίνει σήμερα την με τη βοήθεια τρίτου (ενεργητική ή παθητική) επίσπευση του θανάτου ενός ανθρώπου που υποφέρει από ανίατη και επώδυνη ασθένεια και έχει εκφράσει ο ίδιος την επιθυμία του να διακοπεί η ζωή του.
Όσοι εκφράζουν δημόσια την επιθυμία αυτή και όσοι σπεύδουν να την επικροτήσουν, λησμονούν τον καθημερινό αγώνα τόσων ανθρώπων που υποφέρουν, για να κρατηθούν στη ζωή. Αντί να τους δώσουν κουράγιο, θεωρούν τον αγώνα τους μάταιο και ακουσίως ή εκουσίως, τους προσβάλλουν. Ανάμεσά τους είναι άνθρωποι που εθεωρούντο «ξεγραμμένοι» και όμως ζουν και δημιουργούν.
Όσοι σχετικοποιούν το ανεκτίμητο δώρο της ζωής, υποβαθμίζουν την προσφορά και την αποστολή των ιατρών και νοσηλευτών, αποστολή που είναι ταυτόσημη με τη θεραπεία και την καταπράυνση του πόνου και ασύμβατη με τη συνδρομή στο θάνατο. Πολύ λιτά και εύστοχα, το έθεσε σε πρόσφατη συνέντευξη, η κ. Γιαννάκου : Δεν είμαι με την ευθανασία, επειδή είμαι γιατρός. Εφόσον είναι γιατρός, πώς μπορεί να είναι με το θάνατο, αφού υπηρετεί τη ζωή;
Όσοι θελουν να «δραπετεύσουν», λησμονούν όλους τους άλλους, δικούς και διπλανούς και ξένους. «Δεν έχεις δικαίωμα να πας μόνος σου στο θάνατο!…Αυτός ο ένας άνθρωπος που εσύ μπορείς να τον κάνεις λιγότερο δυστυχή, λιγότερο μόνο… αυτός ο ένας άνθρωπος σε δένει με τη ζωή … με τη ζωή και με τους άλλους» επαναλαμβάνει τα λόγια του σωτήρα του ο ήρωας του Σαμαράκη, για να καταλήξει να φωνάξει «αρνούμαι» στο θάνατο, «αρνούμαι» στην άρνηση της ζωής, όσο υπάρχουν δύο άνθρωποι. Πόσο σεβόμαστε αυτά τα δικαιώματα των διπλανών μας, όταν επιζητούμε τη βοήθειά τους στην αφαίρεση της ζωής και όταν τους στερούμε από τον εαυτό μας, είτε ως παρουσία είτε ως συμπαράσταση, στο όνομα ενός αξιοπρεπούς και ανώδυνου θανάτου;
Μήπως, αντιστρόφως, όσοι είναι υπέρ της ευθανασίας, λησμονούν τον ίδιο τον πάσχοντα, πόσο μας χρειάζεται στη μοναξιά και στον πόνο του και στο φόβο του ότι αποτελεί βάρος για τους άλλους; Μήπως μας έχει καταλάβει μια εφήμερη και υλιστική αντίληψη για τη ζωή, ώστε να τη θεωρούμε άξια μόνον όταν συμβάλλει μόνον στην παραγωγή και τηην κατανάλωση; Μήπως το λεγόμενο «δικαίωμα» στο θάνατο, κινδυνεύει να μετατραπεί σε απειλή της ζωής όσων ασθενών δεν μπορούν να ανταποκριθούν οικονομικά στις απαιτήσεις της νοσηλείας τους;
Επιστρέφω στην αρχή. Ο Γιάννης δεν ήταν επώνυμος, δεν το επεδίωξε, αλλλά έδωσε με τη στάση του κόλαφο σε όσους έσπευσαν να μιλήσουν για «αξιοπρεπή» θάνατο και για «δικαίωμα» στο θάνατο. Γιάννη μου, σ’ευχαριστούμε για το χαστούκι. Είναι μάθημα ζωής και αιωνιότητας.
Πηγή: www.tovima.gr
Κριτικές παρατηρήσεις στο Σχέδιο Νόμου για τη νομική αναγνώριση της ταυτότητας φύλου
Γενικές παρατηρήσεις
Κατά το ισχύον σύστημα, το φύλο καθορίζεται με βάση τα εξωτερικά γεννητικά όργανα και στη συνέχεια, η κατάταξη σε ανδρικό ή γυναικείο φύλο αναγράφεται στη ληξιαρχική πράξη γεννήσεως του νεογνού. Το φύλο, ως σημαντικό στοιχείο εξατομικεύσεως του ανθρώπου, διέπεται από την αρχή της μη ελεύθερης επιλογής, της σταθερότητας και της μη μεταβλητότητας. Για παράδειγμα, η επιλογή φύλου στην εξωσωματική γονιμοποίηση δεν επιτρέπεται παρά μόνον για να αποφευχθεί κληρονομική ασθένεια που συνδέεται με το φύλο (ΑΚ 1455 § 2). Έτσι το φύλο ούτε επιλέγεται ελεύθερα, ούτε και μεταβάλλεται ελεύθερα. Κατ’ εξαίρεση, το ελληνικό δίκαιο μνημονεύει τον όρο “αλλαγή φύλου” στο ν. 344/1976, άρθρ. 14 (Μεταβολαί στοιχείων ληξιαρχικών πράξεων) και στο άρθρ. 11 § 3 (ενημέρωση ασθενούς) ν. 3418/2005 που είναι ο Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας. Για την αλλαγή δεν χρειαζόταν ποτέ κάποια δικαστική άδεια, αλλά το δικαστήριο εκαλείτο να κρίνει αν δικαιολογείται για πολύ σοβαρούς λόγους η μεταβολή της ληξιαρχικής πράξης γεννήσεως. Ούτε επιβάλλεται οπωσδήποτε να προηγηθεί κάποια χειρουργική επέμβαση ή ιατρική θεραπεία. Επομένως δεν φαίνεται απαραίτητο ένα νέο νομοθέτημα.
Ειδικές παρατηρήσεις
Το άρθρο 1 του Σχεδίου Νόμου (στο εξής: ΣχΝ), αναγορεύει την αναγνώριση της ταυτότητας φύλου σε στοιχείο της προσωπικότητας του προσώπου και προβλέπει ότι το πρόσωπο έχει δικαίωμα στο σεβασμό της προσωπικότητάς του με βάση τα χαρακτηριστικά του φύλου του.Το άρθρο 2 περιέχει στην § 1 ορισμό της ταυτότητας φύλου και τονίζει ότι ο τρόπος με τον οποίο το άτομο βιώνει το φύλο του μπορεί να είναι διαφορετικός από το βιολογικό (καταχωρισμένο) φύλο. Στην § 2 του ίδιου άρθρου περιγράφονται τα χαρακτηριστικά φύλου με βάση σωματικά χαρακτηριστικά. Δηλαδή το άτομο που έχει δικαίωμα στην αναγνώριση της ταυτότητας φύλου, όπως την αισθάνεται και είναι ανεξάρτητη από το βιολογικό φύλο, έχει δικαίωμα σεβασμού της προσωπικότητάς του με βάση χαρακτηριστικά φύλου που συνδέονται με πρωτογενή και δευτερογενή σωματικά χαρακτηριστικά. Αυτό προξενεί σύγχυση, διότι αναφέρεται και πάλι στο βιολογικό φύλο. Αφενός υπάρχει δικαίωμα αναγνώρισης μιας ταυτότητας, κατά βούληση και αφετέρου τα χαρακτηριστικά φύλου που δικαιολογούν τον σεβασμό είναι μόνον βιολογικά. Είναι φανερό ότι φύλο χωρίς αναφορά σε βιολογικά γνωρίσματα δεν υπάρχει.
Από το άρθρο 3 προκύπτει ότι στην ουσία δεν υπάρχουν προϋποθέσεις για την αλλαγή ή διόρθωση του φύλου, εκτός από το να είναι το άτομο ενήλικο (ορθώς) και άγαμο. Πρέπει βεβαίως να συντρέχει ασυμφωνία ταυτότητας και καταχωρισμένου φύλου, ώστε αυτό να συμφωνεί στη βούληση, στην προσωπική αίσθηση του σώματος και στην εξωτερική εικόνα, που δεν αποκλείεται όμως να βρίσκονται σε διάσταση και μεταξύ τους. Δεν απαιτείται ούτε ψυχιατρική εξέταση ούτε πάροδος ορισμένου χρόνου ασυμφωνίας. Από το ένα άκρο, να απαιτείται οπωσδήποτε να έχει προηγηθεί ιατρική επέμβαση, φθάνουμε στο άλλο άκρο, να μην απαιτείται τίποτε. Ας σημειωθεί ότι και το ΕΔΔΑ δέχεται ως νόμιμη την προϋπόθεση ιατρικής διάγνωσης.
Ως προς το γάμο, ορθώς απαιτείται να μην υφίσταται, διότι και αν υφίστατο, θα εθεωρείτο ανυπόστατος μετά την μεταβολή, αφού θα επρόκειτο για γάμο μεταξύ προσώπων του ιδίου φύλου. Έγγαμος δεν μπορεί να ζητήσει διόρθωση φύλου. Δεν απαγορεύεται όμως να συνάψει γάμο ο άγαμος, εάν διορθώσει το φύλο του. Αυτό οδηγεί στην ουσία στη σύναψη γάμου μεταξύ προσώπων του ιδίου φύλου, δηλ. στην καταστρατήγηση των προϋποθέσεων του γάμου. Εκτός των άλλων δημιουργεί δισεπίλυτα προβλήματα ως προς την απόκτηση τέκνων.
Στο άρθρο 4 ΣχΝ, προβλέπεται ότι η διόρθωση γίνεται με δικαστική απόφαση κατά την εκούσια δικαιοδοσία. Είναι θετικό ότι ακολουθείται η δικαστική οδός, αυτό όμως αναιρείται στην ουσία, επειδή ο δικαστής περιορίζεται στο να δέχεται τη δήλωση του ανθρώπου που επιθυμεί να μεταβάλει φύλο, χωρίς να ελέγχει αν είναι δικαιολογημένη η αλλαγή ή έστω σοβαρή η απόφαση του αιτούντος. Με τη δικαστική απόφαση η οποία έχει άμεση ισχύ, θα διορθωθεί η ληξιαρχική πράξη γεννήσεως, χωρίς να μνημονεύεται η δικαστική απόφαση και θα συμμορφώνονται οι υπηρεσίες στις οποίες θα χρησιμοποιείται, χωρίς αντιρρήσεις. Αυτό είναι επικίνδυνο, διότι πλήττεται η ασφάλεια δικαίου και η βεβαιότητα ότι πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο. Είναι αυτονόητο ότι μια υπηρεσία πρέπει να ελέγχει μήπως έχει γίνει κάποιο λάθος ή πρόκειται για άλλο πρόσωπο.
Στο άρθρο 4 § 4, προβλέπεται η μεταβολή μόνον μια φορά. Δηλαδή το ίδιο δικαστήριο θα έλθει και θα αποφανθεί ότι το πρόσωπο αισθάνεται πάλι όπως το φύλο που εγκατέλειψε και στο οποίο θέλει να επανέλθει. Αυτό πλήττει την αξιοπιστία του προσώπου, αλλά και το κύρος του δικαστηρίου. Αφού όμως στη νέα ληξιαρχική πράξη δεν επιτρέπεται να καταγραφεί η μεταβολή, το δικαστήριο δεν θα μπορεί να ελέγχει ότι έχει γίνει ήδη μεταβολή και πιθανόν να πιστεύει ότι η αιτούμενη μεταβολή είναι η μεταβολή για πρώτη φορά.
Κατά το άρθρο 5, η διόρθωση του φύλου ισχύει έναντι όλων από την καταχώριση στο ληξιαρχείο. Εξακολουθούν να υφίστανται τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που είχαν δημιουργηθεί πριν από την αλλαγή. Επίσης κατά το επόμενο άρθρο 6, καταβάλλεται κάθε προσπάθεια να τηρηθεί η μυστικότητα. Η μυστικότητα όμως αυτή δεν είναι δυνατή, διότι θα χρειασθεί να επιβεβαιώνεται κάθε φορά η ταυτοπροσωπία του προσώπου. Εκτός των άλλων θα δημιουργούνται κίνδυνοι αποφυγής εκπληρώσεως των υποχρεώσεων ή διαφυγής και τραυματίζεται πάλι η ασφάλεια των συναλλαγών.
Κατά το άρθρο 5 § 2, αν ο φορέας έχει τέκνα, δεν επηρεάζονται τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις από τη γονική μέριμνα και δεν επέρχεται μεταβολή στη ληξιαρχική πράξη γέννησης των τέκνων. Δηλαδή θα εξακολουθεί να γράφεται το ίδιο πρόσωπο ως πατέρας ή ως μητέρα. Άρα το πρόσωπο θα εγγράφεται αλλιώς στη δική του ληξιαρχική πράξη, δηλ. με το διορθωμένο φύλο, και αλλιώς στη ληξιαρχική πράξη του τέκνου, όπου θα διατηρείται το καταχωρισμένο φύλο. Αυτό θα δημιουργεί σύγχυση και φανερώνει ένα από τα πολλά αδιέξοδα στα οποία οδηγεί το ΣχΝ, διότι ούτε και το αντίθετο ενδείκνυται, δηλ. να μεταβληθεί και η ληξιαρχική πράξη του τέκνου. Ακόμη, η μη μεταβολή στη γονική μέριμνα, σημαίνει ότι το τέκνο θα εξακολουθεί να διαβιώνει ή να επικοινωνεί με πρόσωπο το οποίο μετέβαλε φύλο, αλλά εξακολουθεί απέναντι στο τέκνο να επιτελεί το πριν από τη μεταβολή γονεϊκό πρότυπο. Και τα δύο παραδείγματα δεν συνάδουν με το συμφέρον του τέκνου.
Κατά το άρθρο 7 § 1 ΣχΝ, η απόφαση διορθώσεως φύλου αρκεί να είναι οριστική και τροποποιείται ο νόμος των ληξιαρχικών πράξεων, κατά τον οποίο (ν. 344/1976, άρθρ. 13 § 1), απαιτείται τελεσίδικη δικαστική απόφαση για μια μεταβολή. Εάν το φύλο μεταβάλλεται με απλώς οριστική απόφαση, στην ουσία ακυρώνονται τα ένδικα μέσα εναντίον μιας τόσο σοβαρής αποφάσεως.
Συγκριτικό Δίκαιο
“Στην Αγγλία ο Νόμος του 2004 προβλέπει ότι ένας ειδικός γιατρός ή ένας ειδικός ψυχολόγος, όπως επίσης και ένας δεύτερος γιατρός, οφείλουν να βεβαιώσουν την ύπαρξη μιας “επίμονης δυσφορίας φύλου”. Εν συνεχεία μια Επιτροπή Ειδικών, αποτελούμενη από γιατρούς και νομικούς αποφασίζει αν θα επιτρέψει την αλλαγή της προσωπικής καταστάσεως μετά από μελέτη του φακέλου.
Στην Ισπανία ο Νόμος του 2007 προβλέπει ότι ο γιατρός πρέπει να βεβαιώσει ότι ο αιτών/ η αιτούσα έχει ψυχιατρική παρακολούθηση για δύο έτη και έχει υποβληθεί σε ορμονολογική θεραπεία.
Σχετικοί Νόμοι υπάρχουν στην Πορτογαλία, στο Καντόνι της Ζυρίχης και στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας από το 2011. Ο προηγούμενος Γερμανικός Νόμος του 1980 προϋπέθετε εγχείρηση για την διαδικασία αλλαγής φύλου. Η σχετική διάταξη κρίθηκε ως αντισυνταγματική, δηλαδή ως αντικείμενη στην αρχή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και στην αρχή της ελεύθερης ανάπτυξης προσωπικότητας”.
Συμπέρασμα
Το ΣχΝ αναγνωρίζει τη μεταβολή φύλου με βάση τη βούληση του προσώπου και ανεξάρτητα από το βιολογικό του φύλο, στην ουσία χωρίς προϋποθέσεις. Με βάση τις γενικές και ειδικές παρατηρήσεις που προηγήθηκαν, δεν μπορεί να γίνει δεκτό.
Το νέο σύμφωνο συμβίωσης
Ρόης Δ. Παντελίδου, καθηγήτριας της Νομικής Σχολής του Δ.Π.Θράκης
Όταν επρόκειτο να ψηφισθεί το νομοσχέδιο για το σύμφωνο συμβίωσης που θεσπίσθηκε τελικώς με το ν. 3719/2008, είχα διατυπώσει κριτικές παρατηρήσεις και σοβαρές αντιρρήσεις για τη σκοπιμότητα της ρυθμίσεως. Ο καθηγητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Θανάσης Παπαχρίστου που μας άφησε πρόωρα πολύ πρόσφατα, έσπευσε να μου απαντήσει πάραυτα και έντονα. Ας μου επιτραπεί να σημειώσω ότι ήταν ένας Άνθρωπος Αγαθός, με δύο Α κεφαλαία. Η γνωριμία μας ξεκίνησε από τότε που ήταν μέλος της επιτροπής της διατριβής μου και συνεχίστηκε αδιάκοπα. Του οφείλω ακόμη και την πρόθυμη ανάγνωση του χειρογράφου του έργου μου “Επιτροπεία Ανηλίκων”, μαζί με τα άδολα συγχαρητήρια. Εννοείται ότι και μετά την κριτική του στις παρατηρήσεις μου για το σύμφωνο, οι σχέσεις μας συνέχισαν να είναι εγκάρδιες, αφού ο δημιουργικός διάλογος είναι η βάση κάθε επιστήμης και από την κριτική των επαϊόντων μπορούμε να διδαχθούμε και όταν δεν συμφωνούμε.
Διαβάζω στο “Βήμα” της 10.5.2015, ανακοίνωση του γενικού γραμματέα Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Υπουργείου Δικαιοσύνης κ. Παπαϊωάννου για το σύμφωνο, σύμφωνα με την οποία το νέο σύμφωνο θα είναι “σαφώς περισσότερο δεσμευτικό σε σχέση με το Σύμφωνο του 2008,…..δεν θα υπάρχει δυνατότητα μονομερούς λύσης του Συμφώνου…. Ένα χαλαρό σύμφωνο με πολλά δικαιώματα θα μπορούσε να οδηγήσει σε κατάχρηση και σε εικονικές συνάψεις”. Ακόμη, αναφέρεται στην ίδια δημοσίευση ότι το νέο σύμφωνο θα θίγει ζητήματα συνταξιοδοτικά, φορολογικά και ασφαλιστικά και ότι θα επιτρέπεται και μεταξύ προσώπων του ιδίου φύλου.
Μερικές παρατηρήσεις δεν είναι, νομίζω, περιττές, μάλιστα τώρα που είδε το φώς της δημοσιότητας το νομοσχέδιο για το νέο σύμφωνο συμβίωσης:
1. Εάν δυσκολέψει η λύση του συμφώνου συμβίωσης, αφενός πλησιάζει το σύμφωνο προς τον (πολιτικό) γάμο και αφετέρου δημιουργεί διλήμματα. Εάν η λύση διευκολύνεται, αποτελεί αντικίνητρο για τη σύναψη γάμου, διότι θα προτιμάται το σύμφωνο από το γάμο. Εάν αντιθέτως δυσχεραίνεται, σε τι θα διαφέρει το σύμφωνο από το γάμο; Πέρα από τη συναινετική λύση που είναι αυτονόητη, πώς είναι δυνατόν να μην υπάρχει δυνατότητα μονομερούς λύσης και όμως να παραμένει σύμφωνο; Το σύμφωνο συμβίωσης συστήνεται σε συμβολαιογράφο και θα ήταν ανακόλουθο να εισαχθεί δικαστική λύση σε μία συμβολαιογραφική σύσταση. Πάντως το νομοσχέδιο προβλέπει τελικώς, εκτός από τη λύση με συμφωνία και τη λύση με τη σύναψη γάμου μεταξύ των προσώπων που έχουν συνάψει το σύμφωνο, λύση και με μονομερή συμβολαιογραφική δήλωση, δηλαδή λύση με πρωτοβουλία του ενός από τα μέρη. Στην περίπτωση αυτή πρέπει να έχει επιδοθεί προηγουμένως πρόσκληση για συναινετική λύση στο άλλο μέρος και να έχουν παρέλθει τρεις μήνες από την επίδοση της πρόσκλησης. Συνεπώς διατηρείται η μονομερής λύση του συμφώνου.
2. Το νομοσχέδιο προβλέπει την ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων νόμων που αφορούν συζύγους και στα μέρη του συμφώνου, εφόσον προηγηθεί προεδρικό διάταγμα. Η επέκταση του εργατικού, συνταξιοδοτικού και ασφαλιστικού καθεστώτος στο σύμφωνο είναι όμως πολύ προβληματική. Συνήθως αυτές οι παροχές συνδέονται με την προσπάθεια ενισχύσεως της οικογένειας, της μακροχρόνιας συμβιώσεως με προοπτική μονιμότητας – ισοβιότητας και της ανατροφής των κοινών τέκνων. Οι σκοποί αυτοί επικρατούν ακόμη και σε δυσχερείς οικονομικές συνθήκες. Επέκταση και στο σύμφωνο, δεν συνάδει με τις θυσίες και τις περικοπές που υφίστανται σήμερα αυτές οι παροχές όταν στηρίζονται στο γάμο.
3. Πριν από δύο χρόνια περίπου είχα την τιμή να είμαι μέλος μιας επιτροπής – ομάδας εργασίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης (επι υπουργίας Α. Ρουπακιώτη) που είχε συσταθεί για να επεξεργασθεί εκ νέου το Σχέδιο Νόμου “Τροποποίηση διατάξεων του Οικογενειακού Δικαίου”. Η Επιτροπή απετελείτο από δικαστές, πανεπιστημιακούς και δικηγόρους και είχε Πρόεδρο τον Αρεοπαγίτη κ. Δημήτριο Κράνη. Το θέμα της επεκτάσεως του συμφώνου σε πρόσωπα του ιδίου φύλου είχε συζητηθεί διεξοδικά. Η Επιτροπή κατά πλειοψηφία, στην οποία περιλαμβάνεται ο Πρόεδρος και η συντάκτρια αυτών των γραμμών, απεφάσισε να προτείνει τη μή επέκταση του συμφώνου, δηλαδή τη διατήρηση του σημερινού όρου “δύο ενήλικων ετερόφυλων προσώπων”. Το σημερινό νομοσχέδιο έχει τη διατύπωση “συμφωνία δύο ενήλικων προσώπων, ανεξάρτητα από το φύλο τους”.
Οποιαδήποτε συμφωνία για να είναι έγκυρη, δεν πρέπει να έρχεται σε αντίθεση με τις αντιλήψεις της κοινωνικής ηθικής, που είναι γνωστές ως “χρηστά ήθη”. Η έννοια των χρηστών ηθών είναι αόριστη νομική έννοια, δεν βρίσκεται μόνον στον Αστικό Κώδικα, αλλά και στο ίδιο το Σύνταγμα. Για την εξειδίκευση της έννοιας χρησιμεύει ως κριτήριο και η ελληνική δημόσια τάξη που περιλαμβάνει τις θεμελιώδεις πολιτικές, κοινωνικές, οικονομικές και ηθικές αντιλήψεις και αρχές που ισχύουν στην Ελλάδα. Για την αναγνώριση μιας συμφωνίας με νομική δέσμευση, εν προκειμένω του συμφώνου συμβίωσης, θα μπορούσαν να διατυπωθούν σοβαρές αιτιάσεις αντιθέσεως με τα χρηστά ήθη. Για το λόγο αυτό, η αναγνώριση από άλλες έννομες τάξεις, όσο χρήσιμη και αν είναι, σχετική σημασία έχει. Το ίδιο και η καταδίκη από το ΕΔΔΑ, όταν μάλιστα η αναγνώριση συμφώνου ετεροφύλων έχει δεχθεί την κριτική ότι έγινε ακριβώς για να επεκταθεί το σύμφωνο διά της καταδίκης και σε πρόσωπα ιδίου φύλου.
Οπωσδήποτε ένα σύμφωνο για τα πρόσωπα του ιδίου φύλου είναι προτιμότερο από τη θέσπιση γάμου (πολιτικού), που θα ήταν απαράδεκτη. Αλλά η εμπειρία έχει διδάξει ότι οποιαδήποτε νομοθετική ρύθμιση χρησιμοποιείται για να επεκταθεί περαιτέρω με το επιχείρημα της ανισότητας. Εξάλλου η αναγνώριση συμφώνου μεταξύ προσώπων του ιδίου φύλου δημιουργεί νέες αντιπαραθέσεις ως προς τη δυνατότητα της υιοθεσίας ή της ανάθεσης της επιμέλειας, που είναι ακόμη σοβαρότερες, αφού αναφέρονται σε ανηλίκους.
Άλλο ο σεβασμός και άλλο η νομική δέσμευση. Και ίσως μάλιστα όσοι είναι αντίθετοι στο σύμφωνο, να έχουν και περισσότερο σεβασμό, επειδή δεν αγαπούν ούτε να κατακρίνουν, αλλά ούτε και να καταδικάζουν τα πρόσωπα.