ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΜΑΙΟΥ 2018
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ (Ἰωαν. δ΄ 5-42)
6 Μαΐου 2018
«Ὃς ἂν πίῃ ἐκ τοῦ ὕδατος οὗ ἐγὼ δώσω αὐτῷ, οὐ μὴ διψήσῃ εἰς τὸν αἰῶνα».
Μὲ αὐτὸν τὸν λόγο ὁ Κύριος, ὅπως ἀκούσαμε στὸ σημερινὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα, διακονεῖ τὴ σωτηρία αὐτῆς τῆς τραυματισμένης ψυχῆς, τὴν ὁποία συνάντησε στὸ φρέαρ τοῦ Ἰακώβ, στὸ πρόσωπο τῆς ἁμαρτωλῆς Σαμαρείτιδας γυναίκας. Τῆς ἀποκαλύπτει μεγάλες ἀλήθειες. Μεταξὺ τῶν ἄλλων τῆς εἶπε ὅτι ὅποιος πιεῖ ἀπὸ τὸ νερὸ ποὺ δίνει Ἐκεῖνος, δὲν θὰ διψάσει ποτὲ πιά. Ἂς δοῦμε λοιπὸν ποιὰ εἶναι ἡ δίψα τοῦ ἀνθρώπου στὴν ὁποία ἀναφέρεται ὁ Κύριος καὶ γιατί μόνο Ἐκεῖνος μπορεῖ νὰ τὴν ἱκανοποιήσει.Μὲ αὐτὸν τὸν λόγο ὁ Κύριος, ὅπως ἀκούσαμε στὸ σημερινὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα, διακονεῖ τὴ σωτηρία αὐτῆς τῆς τραυματισμένης ψυχῆς, τὴν ὁποία συνάντησε στὸ φρέαρ τοῦ Ἰακώβ, στὸ πρόσωπο τῆς ἁμαρτωλῆς Σαμαρείτιδας γυναίκας. Τῆς ἀποκαλύπτει μεγάλες ἀλήθειες. Μεταξὺ τῶν ἄλλων τῆς εἶπε ὅτι ὅποιος πιεῖ ἀπὸ τὸ νερὸ ποὺ δίνει Ἐκεῖνος, δὲν θὰ διψάσει ποτὲ πιά. Ἂς δοῦμε λοιπὸν ποιὰ εἶναι ἡ δίψα τοῦ ἀνθρώπου στὴν ὁποία ἀναφέρεται ὁ Κύριος καὶ γιατί μόνο Ἐκεῖνος μπορεῖ νὰ τὴν ἱκανοποιήσει.
Ὁ Κύριος δὲν μιλᾶ γιὰ τὴ σωματικὴ δίψα ἀλλὰ γιὰ τοὺς μεγάλους καὶ ἀσίγαστους πόθους τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς. Αὐτοὺς τοὺς πόθους τοὺς χαρακτηρίζει ὡς «δίψα», γιὰ νὰ φανερώσει πόσο ἔντονοι εἶναι,· διότι ἡ δίψα εἶναι ἀπὸ τὰ πιὸ ἔντονα αἰσθήματα τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ πρέπει σύντομα νὰ ἱκανοποιηθεῖ, γιὰ νὰ παραμείνει ὁ ἄνθρωπος στὴ ζωή. Δὲν ἀντέχει χωρὶς νερὸ παρὰ ἐλάχιστες ἡμέρες.
Καὶ ποιοὶ εἶναι αὐτοὶ οἱ πόθοι τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς ποὺ ζητοῦν ὁπωσδήποτε ἱκανοποίηση; Εἶναι ὁ πόθος γιὰ ἀφθαρσία καὶ ἀθανασία. Λυπᾶται ὁ ἄνθρωπος γιὰ τὴ φθορὰ ποὺ βλέπει νὰ κυριαρχεῖ στὸν παρόντα κόσμο καὶ κυρίως γιὰ τὴ φθορὰ στὸ σῶμα του: ποὺ ἀρρωσταίνει, ποὺ γερνᾶ, καὶ τὸ χειρότερο, ποὺ πεθαίνει. Ὁ ἄνθρωπος δὲν δημιουργήθηκε γιὰ τὸν θάνατο ἀλλὰ γιὰ τὴν αἰώνια ζωή. Γι’᾿αὐτὸ ἀποστρέφεται τὸν θάνατο, συγκλονίζεται ἀπὸ τὸν θάνατο. Δὲν θέλει νὰ πεθάνει.
Ποθεῖ ἐπίσης τὴν τελειότητα καὶ μάλιστα τὴν τελειότητα στὴν ἀρετή. Θέλει νὰ εἶναι τέλειος σὲ ὅλα, ἄμεμπτος, καθαρὸς ἀπὸ κάθε ἀτέλεια, ἀπὸ κάθε ἐλάττωμα. Ἐπιθυμεῖ νὰ ἔχει ἀκατηγόρητη συνείδηση. Ἀγαπᾶ τὴν ἀρετή, τὴν θαυμάζει. Θέλει νὰ νὰ ἀναδειχθεῖ, νὰ δοξασθεῖ. Διψάει τὴ χαρά, τὴν εὐτυχία.
Πόθοι διάφοροι τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς. Ποιὸς ὅμως μπορεῖ νὰ τοὺς ἱκανοποιήσει;
Μόνο ὁ Χριστὸς ξεδιψᾶ τὸν ἄνθρωπο.
«Ἡ δίψα τῶν ἀνθρωπίνων ψυχῶν», γράφει ὁ ἅγιος Νικόλαος ὁ Καβάσιλας, «ἀπείρου δεῖταί τινος ὕδατος». Ἡ δίψα τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς χρειάζεται κάποιο νερὸ ποὺ νὰ μὴν τελειώνει ποτέ, νὰ εἶναι ἄπειροαὐτὸς ὁ κόσμος μὲ ὅλα τὰ ἀγαθά του εἶναι πεπερασμένος, ἔχει ὅρια, πῶς μπορεῖ νὰ ἐπαρκέσει; Καὶ αὐτὸ τὸ ἄπειρο νερὸ εἶναι ἡ θεία Χάρις, ὁ Θεὸς κοινωνούμενος. Μόνο ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ ξεδιψάσει τὸν ἄνθρωπο, ὁ Θεὸς ὁ ἄφθαρτος, ὁ ἀθάνατος, ποὺ ἔχει κάθε τελειότητα σὲ ἄπειρο βαθμό, ὁ μόνος Ἅγιος, ἡ πηγὴ κάθε ἀγαθοῦ.
Γι’᾿αὐτὸ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἐνηνθρώπησε, γιὰ νὰ ὁδηγήσει τὸν ἄνθρωπο στὸ Θεό, γιὰ νὰ σβήσει τὴν ἀνθρώπινη δίψα, ποὺ τελικὰ δὲν εἶναι παρὰ ἕνας πόθος: ὁ πόθος γιὰ τὸν Θεό, γιὰ τὸν Χριστό. Διότι ὁ ἄνθρωπος εἶναι δημιουργημένος «κατ’ εἰκόνα» καὶ «καθ’᾿ὁμοίωσιν» Θεοῦ. Ἔχει θεϊκὰ γνωρίσματα καὶ εἶναι προορισμένος, ἄν τὸ θελήσει, νὰ γίνει θεός – τίποτε λιγότερο! Ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἔμφυτη τὴν ἀναζήτηση τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστὸς εἶναι «ὁ μόνος ἐπιθυμητός, οὗ τυχοῦσιν οὐκ ἔνι ζητεῖν περαιτέρω», γράφει πάλι ὁ ἅγιος Νικόλαος ὁ Καβάσιλας. Εἶναι ὁ μόνος ποὺ ἐπιθυμεῖ ἡ ἀνθρώπινη ψυχή. Κι ὅσοι Τὸν βροῦν δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ζητήσουν τίποτε ἄλλο στὴ ζωή τους. Σταματοῦν τὴν ἀγωνιώδη ἀναζήτηση. Ἀναπαύονται πλήρως. Εἶναι αὐτὸ ἀκριβῶς ποὺ εἶπε σήμερα στὴ Σαμαρείτιδα ὁ Κύριος «οὐ μὴ διψήσῃ εἰς τὸν αἰῶνα».
Ἆραγε καταλαβαίνουμε αὐτὰ τὰ λόγια τοῦ Κυρίου; Ὅποιος πιεῖ ἀπὸ τὸ νερὸ ποὺ δίνει ὁ Κύριος ξεδιψᾶ τελείως. Τὸ ζοῦμε αὐτό; Ἂν ναί, εἴμαστε μακάριοι· κι ἂς τρέξουμε σὰν τὴ Σαμαρείτιδα νὰ ὁδηγήσουμε κι ἄλλες ψυχὲς στὴν πηγὴ τοῦ ἀληθινοῦ νεροῦ. Ἂν ὄχι, ἂς μὴν ἀπογοητευθοῦμε. Δόξα τῷ Θεῷ, ξέρουμε ποῦ θὰ ξεδιψάσουμε. Νὰ ἀγωνισθοῦμε φιλότιμα. Καὶ θὰ βροῦμε ὁπωσδήποτε τὸν Χριστό· ἢ μᾶλλον Ἐκεῖνος θὰ μᾶς βρεῖ, θὰ μᾶς ἀποκαλυφθεῖ καὶ θὰ μᾶς ξεδιψάσει. Αὐτὸς ποὺ εἶναι ἀκούραστος νὰ ἀγαπᾶ καὶ νὰ καταδιώκει τὴν κάθε ψυχή, γιὰ νὰ τῆς χαρίσει «τὸ ὕδωρ τὸ ἀλλόμενον εἰς ζωὴν αἰώνιον».
Ἀμήν.
13 Μαΐου 2018
«Ἓν οἶδα, ὅτι τυφλὸς ὢν ἄρτι βλέπω».Ἔλαμψε στὴ σημερινὴ Εὐαγγελικὴ περικοπὴ ἡ ἀγάπη τοῦ Κυρίου καὶ ἡ παντοδυναμία Του. Θεράπευσε ἕναν ἐκ γενετῆς τυφλό, ἕναν ἀόμματο. Ἔλαμψε ὅμως καὶ ἡ ἀρετὴ τοῦ θεραπευμένου τυφλοῦ, ὁ ὁποῖος ὁμολόγησε μὲ ὑποδειγματικὸ τρόπο τὴν ἀλήθεια γιὰ τὴ θεραπεία του καὶ γιὰ τὸν Κύριο Ἰησοῦ, ὅσο Τὸν εἶχε γνωρίσει. Μὲ αὐτὴ τὴν ἀφορμὴ ἂς δοῦμε ποιὰ εἶναι τὰ γνωρίσματα τῆς ὁμολογίας τοῦ τυφλοῦ καὶ πῶς θὰ μπορέσουμε καὶ ἐμεῖς νὰ ὁμολογοῦμε θεάρεστα τὴν πίστη μας.
Ἡ ὁμολογία τοῦ τυφλοῦ διακρίνεται πρῶτα-πρῶτα ἀπὸ ἀνδρεία. Ὁ τυφλὸς μὲ θάρρος ὁμολόγησε τί εἶχε συμβεῖ, χωρὶς νὰ φοβηθεῖ τοὺς Φαρισαίους καὶ χωρὶς νὰ ὑποκύψει στὶς πιέσεις τους. Οἱ Φαρισαῖοι μισοῦσαν τὸν Κύριο καὶ εἶχαν ἀπειλήσει ὅτι ὅποιος Τὸν ὁμολογοῦσε ὡς Μεσσία θὰ γινόταν ἀποσυνάγωγος. Ἦταν φοβερὴ τιμωρία νὰ γίνει κανεὶς ἀποσυνάγωγος. Θὰ λέγαμε σήμερα, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ πάει στὴν ἐκκλησία οὔτε νὰ συμμετάσχει στὰ ἱερὰ Μυστήρια, θὰ τὸν κρατοῦσαν ὅλοι σὲ ἀπόσταση σὰν μιασμένο καὶ θὰ τοῦ ἔκλειναν τὴν πόρτα. Οἱ γονεῖς τοῦ πρώην τυφλοῦ φοβήθηκαν, δὲν ὁμολόγησανὁ ἴδιος ἀντίθετα ἔδειξε ἀξιοθαύμαστο θάρρος ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μέχρι τὸ τέλος τῆς ἀνακρίσεως ποὺ τοῦ ἔκαναν οἱ ἐχθροὶ τοῦ Κυρίου.
Ἔδειξε θάρρος, ὄχι ὅμως καὶ θράσος. Ἡ ὁμολογία του ξεχωρίζει καὶ γιὰ τὸ ἀνώτερο ἦθος της. Ἂν καὶ κατάλαβε τὴ δολιότητα τῶν Ἰουδαίων, δὲν θύμωσε οὔτε τοὺς ἤλεγξε. Ἀπαντοῦσε σταθερά, μὲ εὐθύτητα καὶ ἠρεμία. Καὶ ὅταν τὸν χλεύασαν καὶ τὸν ἔδιωξαν, δὲν ἀνταπέδωσε.
Τέλος, ἡ ὁμολογία του εἶχε λογικὰ ἐπιχειρήματα. Ὁ συλλογισμός του εἶχε ὡς ἑξῆς: «Ὁ Θεὸς δὲν εἰσακούει τοὺς ἁμαρτωλούς. Ἀπὸ τὴν ἄλλη ὁ Ἰησοῦς μοῦ ἔκανε θαῦμα πρωτοφανές, ποὺ μόνο μὲ τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ μποροῦσε νὰ γίνει. Ἄρα ὁ Ἰησοῦς δὲν εἶναι ἁμαρτωλὸς ἀλλὰ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ». Κρυστάλλινη λογική, στὴν ὁποία οἱ Φαρισαῖοι δὲν μπόρεσαν νὰ ἀντιτάξουν παρὰ μόνο ὕβρεις καὶ βία.
Ἂς ἔρθουμε ὅμως σὲ μᾶς. Πῶς ὁμολογοῦμε τὴν πίστη μας στὸν Κύριο; Ἡ ἀπάντηση εἶναι ἁπλή. Ὁμολογοῦμε τὴν πίστη μας, μόνον ἐὰν τὴν ζοῦμε. Ὁ Κύριος σὲ ἄλλη περίπτωση εἶχε πεῖ « ὅποιος μὲ ὁμολογήσει εἶναι ἑνωμένος μαζί μου » δηλαδὴ ὁμολογεῖ κανεὶς τὸν Χριστὸ ὄχι μὲ τὴ δική του δύναμη ἀλλὰ μὲ τὴ βοήθεια τῆς θείας Χάριτος. Ἀντίστοιχα ὁ τυφλὸς ὁμολόγησε αὐτὸ ποὺ ἔζησε, ἡ ὁμολογία του ἦταν κατάθεση τῆς ἐμπειρίας του. Εἶπε «Ἂν εἶναι ἁμαρτωλὸς ὁ Ἰησοῦς, δὲν τὸ ξέρω. Ἕνα πράγμα ξέρω, ὅτι ἤμουν τυφλὸς καὶ τώρα βλέπω».
Νὰ συνδεθοῦμε λοιπὸν στενὰ μὲ τὸν Κύριο. Νὰ Τὸν γνωρίσουμε ἀληθινά. Νὰ ἐπιδιώκουμε νὰ ἑνωνόμαστε μαζί Του. Νὰ γίνει ἡ θεία Κοινωνία τὸ κέντρο τῆς ζωῆς μας. Ὅταν γνωρίσουμε τὸν Χριστό, τότε ἡ πίστη μας σ’᾿ Ἐκεῖνον θὰ γίνει τόσο δυνατὴ καὶ ἡ ἀγάπη μας τόσο φλογερή, ὥστε δὲν θὰ μποροῦμε νὰ μὴν Τὸν ὁμολογοῦμε. Δὲν θὰ ἀμφιταλαντευόμαστε προκειμένου νὰ Τὸν ὑπερασπισθοῦμε, ἀκόμη κι ἂν μᾶς ἀπειλοῦν μὲ θάνατο. Ἀφοῦ θὰ ποθοῦμε νὰ ζήσουν καὶ οἱ ἄλλοι τὴ χαρὰ τῆς χριστιανικῆς ζωῆς, αὐθόρμητα θὰ τὴν ὁμολογοῦμε.
Ὀφείλουμε οἱ Χριστιανοὶ ποὺ ζοῦμε τὸν Χριστὸ νὰ ἔχουμε τὸ θάρρος νὰ Τὸν ὁμολογοῦμε. Τὸ ἔχει ἀνάγκη ἡ κοινωνία μας, ἡ τόσο ἀποστατημένη, στὴν ὁποία ὑπάρχει τόση ἄγνοια καὶ τόση ἐχθρότητα ἐναντίον τῆς Πίστεως. Ὅποιος ἀντέξει νὰ ὁμολογήσει τὸν Χριστό, ὅποιος βαστάσει τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, θὰ ὠφελήσει πολλὲς καλοπροαίρετες ψυχὲς ποὺ ζοῦν μέσα στὸ σκοτάδι. Αὐτὸς θὰ στηρίξει καὶ τοὺς ἀδύναμους πιστούς. Θὰ ὑποστεῖ ἴσως τὴν ἀπόρριψη ὅσων ζοῦν καὶ ἀγαποῦν τὸ σκοτάδι. Ἀλλὰ ἂς μὴ φοβηθεῖ. Ὁ Κύριος θὰ τοῦ χαρίσει τὸν στέφανο τῆς Βασιλείας Του, Αὐτὸς ποὺ στεφανώνει ὅσους ὑποφέρουν γιὰ τὴν ἀγάπη Του.
Ἀμήν.
20 Μαΐου 2018
«Ἐγώ σε ἐδόξασα ἐπὶ τῆς γῆς».Τὴ σημερινὴ Κυριακὴ τιμοῦμε τὴ μνήμη τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Α΄´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἡ Σύνοδος αὐτὴ συγκλήθηκε τὸ 325 μ.Χ. στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας, μιὰ πόλη τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῆς αἱρέσεως τοῦ Ἀρείου. Τὸ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα, σχετικὸ μὲ τὴν ἑορτή, εἶναι τὸ πρῶτο μέρος τῆς Ἀρχιερατικῆς Προσευχῆς τοῦ Κυρίου, δηλαδὴ τῆς προσευχῆς ποὺ ἀπηύθυνε ὁ Κύριος λίγο πρὶν ἀπὸ τὸ Πάθος Του. Στὴν ἀρχή της ὁ Κύριος λέει ὅτι δόξασε τὸν ἐπουράνιο Πατέρα Του στὴ γῆ «Ἐγώ σε ἐδόξασα ἐπὶ τῆς γῆς». Ἂς δοῦμε λοιπὸν σήμερα πῶς δόξασε ὁ Κύριος τὸν Θεὸ Πατέρα, πῶς Τὸν δόξασαν οἱ ἅγιοι Πατέρες ποὺ τιμοῦμε σήμερα, καὶ ποιὸ εἶναι τὸ δικό μας χρέος.
Ὁ Κύριος δόξασε τὸν Πατέρα Του στὴ γῆ μὲ ὁλόκληρη ἀσφαλῶς τὴ ζωή Του. Τὸν δόξασε ὅμως καὶ μὲ τὴ φανέρωση τῆς ἀλήθειας περὶ Θεοῦ. Στὴν πρὸ Χριστοῦ ἐποχὴ λατρεύονταν καὶ δοξάζονταν πολλοὶ ψεύτικοι θεοί ποὺ· πίσω ἀπὸ αὐτοὺς κρύβονταν οἱ δαίμονες.
Ὁ ἐνανθρωπήσας Υἱὸς τοῦ Θεοῦ κατήργησε τὴ δόξα τῶν ψεύτικων θεῶν, ἀποκαλύπτοντας στοὺς ἀνθρώπους ποιὸς εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός, ὁ μόνος ἄξιος νὰ δοξάζεται. Γι’ αὐτὸ ἄλλωστε ἦλθε στὸν κόσμο, ὅπως διεκήρυξε ὁ Ἴδιος, «ἵνα μαρτυρήσῃ τῇ ἀληθείᾳ»,·γιὰ νὰ ἀποκαλύψει καὶ κηρύξει τὴν ἀλήθεια περὶ τοῦ Θεοῦ.
Ἀποκάλυψε δηλαδὴ ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι Τριαδικός, ὁ Πατήρ, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο. Καὶ ὅτι αὐτὸς ὁ ἐν Τριάδι Θεός ἀγαπάει τὸν ἁμαρτωλὸ καὶ θέλει τὴ σωτηρία του·καὶ ὅτι γι’ αὐτὴ τὴ σωτηρία τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἔγινε καὶ ἄνθρωπος, γιὰ νὰ προσφέρει τὸν Ἑαυτό Του θυσία «ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς καὶ σωτηρίας», γιὰ νὰ ζήσει καὶ νὰ σωθεῖ ὁ κόσμος.
Κι ὅταν κάποιοι σκανδαλίσθηκαν ἀπὸ τὰ λόγια Του, δὲν θέλησε νὰ ἀλλάξει τὴ διδασκαλία Του, ἀλλὰ ρώτησε τοὺς μαθητές Του «Μήπως θέλετε κι ἐσεῖς νὰ φύγετε;». Ἤθελε νὰ δοξάσει τὸν Θεό, νὰ παραδώσει ἀνόθευτη τὴν ἀλήθεια ποὺ σώζει, χωρὶς νὰ ἐπιζητεῖ ὀπαδούς.
Κατὰ τὸ τέλειο παράδειγμα τοῦ Κυρίου, καὶ οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου δόξασαν τὸν Θεὸ μὲ τὴ θεόπνευστη διδασκαλία τους κατὰ τὴ σύγκληση τῆς Συνόδου αὐτῆς.
Δὲν συγκεντρώθηκαν γιὰ τὴ δική τους δόξα. Μία ἦταν ἡ ἀγωνία τους: νὰ μείνει ἀπαραχάρακτη ἡ ἐν Χριστῷ ἀποκαλυφθεῖσα ἀλήθεια,·νὰ μὴν ἀλλάξει ἡ ἀλήθεια τῆς χριστιανικῆς πίστεως,·νὰ φυλαχθεῖ ἔτσι ἀκριβῶς ὅπως τὴν κήρυξε ὁ Κύριος καὶ τὴν δίδαξαν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι. Γνώριζαν ὅτι μείωση τῆς ἀλήθειας περὶ Θεοῦ σήμαινε μείωση τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ.
Αὐτοὶ οἱ ἅγιοι Πατέρες ἦταν ἡ γενιὰ ποὺ εἶχε βγεῖ ἀπὸ τὶς Κατακόμβες μόλις πρὶν ἀπὸ λίγα χρόνια. Καὶ ἔφεραν τὰ στίγματα τοῦ Κυρίου στὸ σῶμα τους. Ἄλλος εἶχε κομμένη μύτη, ἄλλος ἀκρωτηριασμένο χέρι, καὶ γενικὰ εἶχαν ὑποστεῖ βασανιστήρια, ἐπειδὴ δὲν εἶχαν θελήσει νὰ ἀρνηθοῦν τὸν Χριστὸ καὶ νὰ προσκυνήσουν τὰ εἴδωλα. Εἶχαν δοξάσει τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ μὲ τὴ σταθερὴ ὁμολογία τους· καὶ τώρα στὴ Σύνοδο δόξασαν τὸν Θεὸ διατυπώνοντας, μὲ τὸν φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὴν ἀλήθεια ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι Θεὸς ἀληθινός, ὁμοούσιος μὲ τὸν Πατέρα.
Χρέος δικό μας λοιπὸν εἶναι νὰ κρατοῦμε ἀνόθευτη τὴν ἀλήθεια, γιὰ νὰ δοξάζεται ὁ μόνος ἀληθινὸς ἐν Τριάδι Θεός, ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ ὁ Θεὸς Πατὴρ καὶ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα. Νὰ φυλάττουμε δηλαδὴ τὴν Ὀρθόδοξη Πίστη μας ἀνόθευτη καὶ νὰ τὴν ὁμολογοῦμε. Βεβαίως σεβόμαστε τοὺς ἑτερόδοξους καὶ τοὺς ἀλλόθρησκους, ἀλλὰ πιστεύουμε ὅτι μία εἶναι ἡ ἀλήθεια, ἕνας εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεὸς καὶ ὅτι μόνο ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ὁ Σωτὴρ τοῦ κόσμου. Ὅποιος δοξάζει τὸν Θεό, αὐτὸς κερδίζει. Ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ζωή μας, ἡ εὐτυχία μας, ἡ αἰώνια σωτηρία μας. Νὰ μᾶς ἀξιώσει ὁ Κύριος νὰ τὴν γευθοῦμε. Ἀμήν.
27 Μαΐου 2018
Κυριακὴ τῆς Πεντηκοστῆς. Μεγάλη ἡ σημερινὴ ἑορτὴ γιὰ τὴν Ἐκκλησία, ἀφοῦ ἀποτελεῖ τὴν ἀρχὴ τῆς πορείας της στὴν ἱστορία γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν κόσμο. Κι αὐτὴ τὴ μεγάλη ἡμέρα παρουσιάζεται ὁ Χριστὸς μέσα ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου, νὰ καλεῖ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους νά ’ρθουν νὰ πιοῦν ἀπὸ τὸ δικό Του νερό, τὸ αἰώνιο, γιὰ νὰ ξεδιψάσουν.
Ὁ Χριστὸς καλεῖ συνεχῶς, ὅπως τότε καὶ τώρα καὶ πάντα ἐκείνους ποὺ διψοῦν καὶ πεινοῦν γιὰ τὴ δικαιοσύνη Του καὶ τὴν ἀγάπη Του. «Ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω», ἀφοῦ ἡ πηγὴ εἶναι πάντα ρέουσα καὶ παρέχει τὸ «ὕδωρ τὸ ζῶν».
Καὶ σ’ ἐκείνους, ποὺ κλεισμένοι σὰν μέσα σὲ σκοτεινὸ σπήλαιο -ἔτσι τοὺς φαντάσθηκε ὁ ἀρχαῖος φιλόσοφος στὴν «Πολιτεία του» - ἐναγώνια ζητοῦν νὰ μάθουν τὴν ἀλήθεια, ὁ Χριστὸς θὰ διακηρύσσει πὼς «ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου». Ἐνῷ δὲ ὁ Χριστὸς διακηρύσσει αὐτὲς τὶς αἰώνιες ἀλήθειες καὶ ἐνῷ ἡ Ἐκκλησία προβάλλει συνεχῶς τὸ πρόσωπό Του, ὑπάρχουν καὶ ἐκεῖνοι ποὺ Τὸν τοποθετοῦν μέσα στὰ ἐγκόσμια πλαίσια. Καὶ οἱ ἄλλοι ποὺ Τὸν ἀμφισβητοῦν καὶ διαλογίζονται πονηρά.
Δὲν ἔλειψαν οὔτε τότε μὰ οὔτε καὶ τώρα οἱ ἀμφισβητοῦντες καὶ οἱ ἀρνούμενοι, ὅπως στὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο στὴν περιγραφὴ τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου, ὁ ὁποῖος μιλάει γιὰ τοὺς ἄρχοντες, δηλαδὴ τοὺς πνευματικούς, κοινωνικοὺς καὶ πολιτικούς ταγούς. Ὅλοι αὐτοὶ βάζουν τὰ πράγματα τῆς ζωῆς σὲ τάξη κατὰ πὼς ὁρίζει καὶ ἐξασφαλίζει ὁ νόμος. Γιατὶ γνωρίζουν μὲν τὸν νόμο, μὰ δὲν γνωρίζουν τὴν πίστη τοῦ λαοῦ μήτε καταδέχονται νὰ ἀσχοληθοῦν μὲ αὐτήν.
Ἐὰν ὅμως ἔτσι τοποθετήσουμε τὰ πράγματα καὶ τοὺς δώσουμε αὐτὴ τὴ διάσταση, τότε βεβαίως ὁ νόμος εἶναι ἡ λύση. Γι’ αὐτὸ εἶναι πλανεμένος καὶ ἄθλιος ὅποιος τὸν ἀγνοεῖ. «Ὁ ὄχλος οὗτος, ὁ μὴ γινώσκων τὸν νόμον, ἐπικατάρατοι εἰσίν».
αὐτὰ ὑπάρχουν καὶ πορεύονται κατὰ τοὺς ἀμφισβητοῦντες ἢ ἀρνουμένους τὴν πραγματικὴ ἀλήθεια, ὅπως ἐκφράζεται ἀπὸ τὸν Χριστό, καταγράφεται στὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια, διαφυλάσσεται καὶ κηρύσσεται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία.
Γι’ αὐτὸ ἐκεῖνοι ποὺ ἀμφισβητοῦν τὸν Χριστὸ καὶ προβάλλουν τὴν δική τους γνώμη ὡς ἀλήθεια, ἐπειδὴ κάποιες φορὲς ἀδυνατοῦν νὰ τὴν ἐπιβάλουν στὸ λαό, «καταριῶνται τοὺς ἀνθρώπους γιὰ τὴν ἄγνοια καὶ τὴν ἀμάθειά τους!».
Μά, ἐὰν προσέξουμε καλύτερα στὰ χρόνια ποὺ πέρασαν, θὰ παρατηρήσουμε πὼς ὑπάρχουν τὰ ἴδια πράγματα. Δηλαδὴ ἐπαναλαμβάνεται ἡ πρόσκληση τοῦ Χριστοῦ «ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω» καὶ ὑπάρχουν ἐκεῖνοι ποὺ Τὸν ὁμολογοῦν δίχως καλά-καλά νὰ Τὸν γνωρίζουν. Καὶ πιὸ ἐκεῖ αὐτοὶ ποὺ καλοπροαίρετα ἀμφιβάλλουν. Τέλος δὲ ἐκεῖνοι «ποὺ ἥσυχοι καὶ κατοχυρωμένοι στὴν ἐξουσία, Τὸν ἀρνοῦνται».
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ὅλες αὐτὲς οἱ περιπτώσεις τῶν ἀνθρώπων, ὑπάρχουν στὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο. Μὰ ὑπάρχουν ἀκόμη καὶ στὴν καθημερινότητά μας. Καὶ συμβαίνει αὐτό, γιατὶ οἱ ἄνθρωποι εἶναι μοιρασμένοι κατὰ πὼς ὁ καθένας γνωρίζει καὶ βιώνει τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ.
Ἔτσι, ὁ κάθε ἄνθρωπος, ἀκόμη κι αὐτοὶ οἱ λεγόμενοι ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας, θέλει νὰ ἑρμηνεύσει τὸ Εὐαγγέλιο ἀπὸ μόνος του ὡς αὐθεντία. Τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι νὰ πέφτει σὲ λάθη, νὰ κατακερματίζει τὸ οὐράνιο μήνυμα, νὰ δημιουργεῖ, ἔστω καὶ ἄθελά του, αἱρετικὲς διδασκαλίες καὶ πλάνες. Καὶ τέλος, ποὺ εἶναι καὶ τὸ σπουδαιότερο, νὰ ἀχρηστεύει τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ.
Ὀφείλουμε ὅμως νὰ γνωρίζουμε πὼς ἀπὸ μόνοι μας ἀδυνατοῦμε νὰ ἑρμηνεύσουμε σωστὰ τὸ Εὐαγγέλιο, γι’ αὐτὸ μᾶς χρειάζεται ἡ παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτὸ ἄλλωστε ἑορτάζουμε σήμερα, δηλαδὴ τὴν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ τὴν ἀπὸ τότε παρουσία του στὸν κόσμο καὶ τὸν ἄνθρωπο. Καὶ μιὰ μονάχα προσευχὴ κάνουμε νὰ μένει πάντα μαζί μας, γιὰ νὰ μᾶς καθοδηγεῖ στὸν σωστὸ καὶ ἀληθινὸ δρόμο,νὰ μᾶς ἐνισχύει στὶς μικρὲς καὶ μεγάλες ἀδυναμίες μας,νὰ μᾶς βοηθάει νὰ σηκωθοῦμε ἀπὸ τὶς πολλὲς πτώσεις μας καὶ νὰ μᾶς ἁγιάζει καθημερινὰ μὲ τὴν χάρη Του. Ἀμήν.