«Ἔφθασε καιρὸς ἡ τῶν πνευματικῶν ἀγώνων ἀρχή…
Ἡ ζωή μας εἶναι γεμάτη μὲ περισπασμούς. Εἴμαστε πολὺ εὔκολοι νὰ περιπολεύουμε περὶ τὰ καθημερινά, νὰ μεριμνοῦμε γιὰ τὰ δευτερεύοντα, νὰ γλυστράει τὸ μυαλό μας, νὰ εἶναι πολυπόρευτος ὁ νοῦς καὶ ὀλισθηρὰ -κατὰ τὴν γλώσσα τῶν πατέρων- ἡ διάνοιά μας.
Λέει ἕνα πολὺ ὡραῖο πατερικὸ ρητὸ ὅτι «νοῦς μὴ σκεδαννύμενος ἐπὶ τὰ ἔξω ἐπάνεισι πρὸς ἑαυτὸν καὶ δι᾿ ἑαυτοῦ πρὸς τὸν Θεόν». Ἕνας νοῦς, μιὰ καρδιά, ἕνας ἄνθρωπος ποὺ δὲν σκορπίζει πρὸς τὰ ἔξω ἐπιστρέφει στὸν ἑαυτό του καὶ διὰ τοῦ ἑαυτοῦ του πρὸς τὸν Θεό. Ὑπάρχει καὶ μιὰ ἄλλη φυσικὴ παρατήρηση, ποὺ λέει ὅτι τὰ φωτεινὰ χρώματα εἶναι τὰ χρώματα τὰ ὁποῖα ἀκτινοβολοῦν πολύ, ἐνῶ τὰ σκοτεινὰ εἶναι αὐτὰ ποὺ ἀπορροφοῦν τὴν ἀκτινοβολία. Κάτι τέτοιο ἴσως γίνεται καὶ τέτοιες μέρες ποὺ μὲ τὸν χαμηλὸ φωτισμό, μὲ τὴν ἁπαλὴ φωνή τῶν ψαλτῶν, μὲ τὰ ροῦχα τὰ σχετικῶν χρωμάτων τῶν ἱερέων καὶ τὰ χρώματα τὰ σχετικά τῆς Ἁγίας Τραπέζης ἡ Ἐκκλησία μας μᾶς βοηθάει, ἀντὶ νὰ σκορπίσει τὸ μυαλό μας πρὸς τὰ ἔξω, νὰ μαζευτεῖ λίγο πρὸς τὰ μέσα, νὰ μπεῖ μέσα στὴν καρδιὰ τοῦ καθενός, νὰ ἐπιστρέψουμε δι᾿ ἑαυτοῦ πρὸ τὸν Θεὸ ὁ κάθε ἕνας μας.
Καὶ ἐρχόμαστε λοιπὸν ἔτσι στὴν Μεγάλη Σαρακοστή, σὲ αὐτὴ τὴν ὄμορφη περίοδο, μὲ αὐτὴν τὴν ἐσωτερικὴ δίψα, αὐτὰ τὰ ἀπροσδιόριστα πολλὲς φορὲς ὄνειρα, ποὺ ὅμως εἶναι τόσο βαθειά, γιατί ὑπόσχεται ὁ Θεὸς μεγάλα καὶ γιὰ αὐτὴν τὴν περίοδο ἀλλὰ καὶ γιὰ ὁλόκληρη τὴν ζωή μας.
Ἂς ποῦμε λοιπόν δυὸ λόγια παρμένα μέσα ἀπὸ τοὺς ὕμνους, μέσα ἀπὸ τὶς ἀφορμὲς ποὺ δίνει ἡ Ἐκκλησία, μέσα ἀπὸ τὸν πατερικὸ λόγο καὶ τὸ φρόνημα ποὺ σίγουρα θὰ ἦταν πολύτιμα στὸ ξεκίνημά μας σὲ αὐτὴν τὴν πορεία. Τί χαρακτηριστικὰ θὰ ἔπρεπε νὰ ἔχουμε ξεκινῶντας τὸν ἀγῶνα αὐτὸν τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Πολλὰ ὑπάρχουν, λίγα ἐμεῖς θὰ ποῦμε.
Τὸ πρῶτο θὰ τὸ πάρω ἀπὸ τὴν λέξη «συγχώρηση». Αὐτὸ πού μᾶς ζητάει ὁ Θεός, αὐτὸ πού μᾶς προτείνει ἡ Ἐκκλησία εἶναι νὰ βγοῦμε ἀπὸ τὸν χῶρο μας, τὸν χῶρο τοῦ ἐγωισμοῦ μας, τὸν χῶρο τοῦ ἐγωκεντρισμοῦ μας, τὸν χῶρο πού μᾶς κάνει νὰ εἴμαστε ἔνοχα δικοί μας καὶ νὰ μποῦμε στὸν χῶρο τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖ ποὺ μποροῦμε νὰ συναντήσουμε τοὺς ἄλλους. Ἐκεῖ ποὺ δὲν ὑπάρχει τὸ δικό μου καὶ τὸ δικό σου. Ἐκεῖ ποὺ δὲν ἔχουμε διαφορές. Ἐκεῖ ποὺ τῶν ἄλλων τὰ ἐλαττώματα εἶναι ἀφορμὲς γιὰ τὴν δική μας ἀγάπη. Ἐκεῖ ποὺ οἱ ἁμαρτίες τῶν ἄλλων εἶναι δικές μας καὶ οἱ δικές μας ἀρετὲς ἀνήκουν καὶ στοὺς ἄλλους. Ἐκεῖ ποὺ οἱ εὐλογίες τοῦ Θεοῦ εἶναι ὅλων μας. Ἐκεῖ ποὺ οἱ ἄλλοι δὲν εἶναι ἄλλοι ἀλλὰ ἀποτελοῦν εἰκόνες τοῦ Θεοῦ, κομμάτια καὶ τοῦ δικοῦ μας ἑαυτοῦ. Ἐκεῖ ποὺ νοιώθουμε ὅλοι μαζὶ, καὶ ὅλοι καὶ μαζὶ, καὶ ἀλλήλων μέλη. Ἐκεῖ πλέον ποὺ δὲν ἔχουμε νὰ χωρίσουμε τίποτε, ἀλλὰ ἔχουμε τὸν κοινὸ στόχο πού μᾶς κάνει ὅλους νὰ ἀποτελοῦμε λατρευτικὴ σύναξη καὶ ἐκκλησία.
Τὸ πρῶτο λοιπὸν πράγμα εἶναι ἡ συγχώρηση. Εἶναι ἡ ἔκφραση τῆς ἀγάπης, ἡ αἴσθηση τῆς κοινωνίας, τὸ ὅτι εἴμαστε ὅλοι καὶ μαζὶ ὁμονοοῦντες καὶ ὁμοφρονοῦντες σὲ αὐτὴν τὴν πορεία, σὲ αὐτὴν τὴν ἐπιδίωξη, σὲ αὐτὸν τὸν ἀγῶνα, σὲ αὐτὴν τὴν προσδοκία τῶν εὐλογιῶν τοῦ Θεοῦ. Ἀφήνουμε τὸν δικό μας χῶρο καὶ μπαίνουμε στὸν χῶρο τοῦ Θεοῦ ὅπου χωροῦν ὅλοι καὶ ὅπου δέν μᾶς ξεχωρίζει τίποτε. Καὶ ἂς ἕχουμε τὰ στραβά μας, ἂς ἔχουμε τὰ ἐλαττώματά μας, ἂς ἔχουμε τὰ πάθη μας. Μπορεῖ νὰ τὰ ἔχουμε, μπορεῖ νὰ τὰ ἐκφράζουμε ἀλλὰ μποροῦμε ταυτόχρονα καὶ νὰ συγχωρούμεθα, νὰ μοιραζόμαστε τὸ γεγονός τῆς σωτηρίας καὶ τὴν προσδοκία τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ ὅλοι καὶ μαζί.
Τὸ δεύτερο πράγμα εἶναι ὅτι ὄχι μόνο νὰ μποῦμε στὸν χῶρο τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ νὰ μποῦμε στὸν χρόνο τοῦ Θεοῦ, σὲ αὐτὸν τὸν καιρό ὅπου ὁ Θεὸς πλέον κυριαρχεῖ. Ἐκεῖ ποὺ δὲν παίζουν ρόλο τὰ κοσμικὰ γεγονότα. Ἐκεῖ ποὺ καὶ ἡ δική μας προσωπικὴ ἱστορία ἔχει τὴν σημασία της, ἀλλὰ ἐκφυλίζεται -ἂν μποροῦμε νὰ ποῦμε- μπροστὰ στὸ πῶς ὁ Θεὸς ἐνεργεῖ.
Ὅταν ὁ ἰερὲας ἐτοιμάζεται νὰ λειτουργήσει λέει μιὰ εὐχὴ «καιρὸς τοῦ ποιῆσαι τῷ Κυρίῳ»• ἦρθε ὁ χρόνος, ὁ καιρός, ἡ ὥρα ποὺ μπορεῖ νὰ ἐνεργήσει ὁ Θεὸς πλέον στὴν ζωή μας. Ὁ Θεὸς πάντα ἐνεργεῖ στὴν ζωή μας. Ἐμεῖς καλούμεθα τέτοιες μέρες νὰ ἀφήσουμε ὅλους τοὺς περισπασμοὺς -ὅσους μποροῦμε- τὶς μέριμνες, τὰ ἐξωτερικὰ πράγματα, τὰ προγράμματα, τὴν ἐνασχόληση μὲ τὰ γεγονότα. Θὰ βρεθοῦμε σὲ μεγάλους πειρασμοὺς αὐτὲς τὶς μέρες, διότι ἡ πρόκληση τῶν κοσμικῶν γεγονότων θὰ εἶναι μεγάλη. Παρὰ ταῦτα, ἔχουμε τὴν εὐκαιρία νὰ δώσουμε σ΄ ὅλα αὐτὰ τὴν βαρύτητα ποὺ τοὺς ἁρμόζει, γιὰ νὰ προχωρήσουμε πιὸ πολὺ στὰ γεγονότα τοῦ Θεοῦ, στὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο Αὐτὸς ἐνεργεῖ στὴν ζωή μας, στὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο Αὐτὸς εἰσέρχεται στὴν ἱστορία, στὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο Αὐτὸς ἀσκεῖ τὴν Θεία Οἰκονομία.
Γιὰ νὰ γίνει αὐτό, χρειάζεται ἡ ψυχή μας λίγη ἡσυχία. Χρειάζεται λίγο νὰ φροντίσουμε τὶς ἐντάσεις καὶ νὰ τὶς περιορίσουμε. Νὰ ρυθμίσουμε τὸ πρόγραμμά μας ἔτσι ὥστε νὰ ἐκδηλώνεται στὰ ἀπολύτως ἀναγκαῖα αὐτοῦ τοῦ κόσμου καὶ νὰ ἀφήσει λίγη ἰκμάδα πνευματική, λίγες δυνάμεις γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ δοῦμε αὐτὰ ποὺ ἐνεργοῦνται, νὰ ἀκούσουμε τὴν φωνή τοῦ Θεοῦ, νὰ διαπιστώσουμε κι ἐμεῖς, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, τὸ γεγονός τῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ, τῆς Θείας Οἰκονομίας στὴν ζωή μας.
Αὐτὸς εἶναι ὁ καιρός στὸν ὁποῖον ἀναφέρεται τὸ τρόπάριο «ἔφθασε καιρὸς ἡ τῶν πνευματικῶν ἀγώνων ἀρχή». Αὐτὸ τὸ τριήμερο θὰ ἀκοῦμε συνέχεια αὐτὴν τὴν λέξη, «καιρός». Δὲν θὰ ἀκοῦμε τὴν λέξη χρόνος, δὲν θὰ ἀκοῦμε τίποτε ἄλλο παρὰ τὴν λέξη «καιρός». Αὐτὸς ὁ καιρός εἶναι ἡ μεταμόρφωση τοῦ χρόνου σὲ κάτι πνευματικό, μέσα στὸ ὁποῖο μποροῦμε κι ἐμεῖς νὰ μποῦμε καὶ νὰ ἀπολαύσουμε τὸν Θεὸ καὶ νὰ ἀξιοποιήσουμε τὶς εὐκαιρίες ποὺ σὲ ὅλους μας δίνει.
Τὸ πρῶτο λοιπὸν εἶναι νὰ μποῦμε στὸν χῶρο τοῦ Θεοῦ, νὰ συγχωρηθοῦμε μὲ τὴν ἀγάπη. Τὸ δεὺτερο νὰ μποῦμε στὸν χρὸνο τοῦ Θεοῦ, νὰ συγχρονιστοῦμε μὲ τὸν Θεὸ μέσα ἀπὸ αὐτὴν τὴν δυνατότητα τῆς ἡσυχίας στὸ μέτρο ποὺ ὁ καθένας μας μπορεῖ νὰ τὴν ἀσκήσει.
Ὑπάρχει ἕνα τρίτο πράγμα γιὰ τὸ ὁποῖο μᾶς μιλάει πολὺ ἡ Ἐκκλησία. Μᾶς λέει ὅτι καλούμαστε νὰ ἀσχοληθοῦμε λίγο μὲ τὴν ἐργασία τῶν ἀρετῶν. Οἰ εὐαγγελικὲς περικοπὲς αὐτες τὶς μέρες μιλοῦν γιὰ τὴν ἐλεημοσύνη, γιὰ τὴν νηστεία, γιὰ τὴν προσευχή, γιὰ τὴν ἀνεκτικότητα, τὴ συγχωρητικότητα καὶ γιὰ τὴν μετάθεση τῆς καρδιᾶς καὶ τοῦ νοός μας στὸν οὐρανὸ καὶ στὰ πνευματικά. «Ὅπου ἐστὶν ὁ θησαυρὸς ἡμῶν ἐκεῖ ἔσται καὶ ἡ καρδία ἡμῶν» (Ματθ. στ΄ 21), ὅπου ὑπάρχει δηλαδὴ ἡ τάση μας, ἡ ροπή μας, ἡ ἐπιλογή μας, ἐκεῖ εἶναι καὶ ἡ καρδιά μας. «Μὴ θησαυρίζετε ὑμῖν θησαυροὺς ἐπὶ τῆς γῆς...» (στ. 19), ὰλλὰ νὰ «θησαυρίζετε δὲ ὑμῖν θησαυροὺς ἐν οὐρανοῖς» (στ. 20) οἱ ὁποῖοι εἶναι ἄφθαρτοι, οἱ ὁποῖοι δὲν χάνονται, οἱ ὁποῖοι εἶναι θησαυροὶ ποὺ δίνει ὁ Θεός. Αὐτὸ σημαίνει νὰ μεταθέσουμε τὸ φρόνημα καὶ τὴν καρδιά μας σὲ κάτι οὐράνιο, σὲ κάτι πνευματικό, σὲ κάτι ποὺ δὲν φθείρεται, σὲ κάτι ποὺ εἶναι τόσο ἀληθινό.
Μᾶς προτείνει λοιπὸν ἡ Ἐκκλησία μιὰ ἁλυσίδα ἀρετῶν: τὴν κατὰ Θεὸν νηστεία ποὺ μπορεῖ καὶ νὰ μὴν εἶναι κατὰ Θεόν• τὴν κατὰ Θεὸν προσευχὴ ποὺ κι αὐτὴ μπορεῖ νὰ μὴν εἶναι κατὰ Θεὸν καὶ νὰ εἶναι ἀργολογία καὶ βατολογία καὶ ἐπίδειξη• τὴν κατὰ Θεὸν ἐλεημοσύνη, τὴν προσφορὰ ἐν τῷ κρυπτῷ, ὅπως λέει τὸ Εὐαγγέλιο. Μᾶς δίνει αὐτὴν τὴν δυνατότητα, διαβάζοντας σὲ ὅλη αὐτὴν τὴν περίοδο τὸ βιβλίο τῆς Κλίμακας τῶν ἀρετῶν τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου, νὰ ἐργαστεῖ ὁ καθένας μας κάποιες ἀρετὲς μαζὶ μὲ τὴν βοήθεια τοῦ πνευματικοῦ του, μαζὶ μὲ τὴν συμπαράσταση τῶν ἀδελφῶν του ἐντός τῆς Ἐκκλησίας.
Οἱ ἀρετὲς εἶναι τὰ παράθυρα μέσα ἀπὸ τὰ ὁποῖα πέφτουν οἱ ἀκτίνες τῆς θεϊκῆς παρουσίας. Ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἔχει ἀνοιχτὰ αὐτὰ τὰ παράθυρα, ποὺ ἀντὶ γιὰ ἀρετὲς κυριαρχεῖται ἀπὸ πάθη, δυσκολεύεται νὰ διαπιστώνει τὸν Θεὸ στὴν ζωή του. Ὁ Θεὸς τοῦ εἶναι ἀνύπαρκτος, τοῦ εἶναι δύσκολος, τοῦ εἶναι κάτι παράξενο, δέν τοῦ εἶναι εὔκολος.
Τὸ τρίτο λοιπὸν πράγμα εἶναι ἡ προθυμία στὴν ἐργασία τῶν ἀρετῶν, αὐτῶν τῶν ἀρετῶν ποὺ χρειάζεται στὴν παροῦσα κατάσταση ἡ δική μας ψυχή. Δὲν χρειάζεται νὰ συγκρινόμαστε μὲ τοὺς ἄλλους. Οἱ ἀρετὲς καὶ οἱ δικές τους καὶ οἱ δικές μας εἶναι κοινές, ὅπως καὶ τὰ πάθη καὶ οἱ ἀδυναμίες καὶ ἡ πτώση τους χρεώνουν κι ἐμᾶς. Γι᾿ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λὸγο, αὐτό τὸ ὁποῖο ζητάει ὁ Θεὸς εἶναι ὁ κάθε ἕνας νὰ ἐπικεντρωθεῖ στὴν ἐργασία τῶν δικῶν του ἀρετῶν, αὐτῶν ποὺ θὰ τὸν ἀπελευθερώσουν, αὐτῶν ποὺ ἀποτελοῦν τὰ δικά του παράθυρα ἀπὸ τὰ ὁποῖα θὰ μποῦν οἱ ἀχτίδες τῆς θεϊκῆς παρουσίας.
Ὑπάρχει καὶ ἕνα τέταρτο. Εἶναι ἡ προσδοκία καὶ ἡ προετοιμασία γιὰ τοὺς πειρασμούς. Μιὰ ἀνάλογη περίοδος πρὸς τὴν δική μας περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ἦταν ἡ περίοδος ποὺ ὁ Κύριος βρέθηκε στὴν ἔρημο ἀμέσως μετὰ τὸ βάπτισμα. Λέει ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος «τότε ὁ Ἰησοῦς ἀνήχθη εἰς τὴν ἔρημον ὑπὸ τοῦ Πνεύματος πειρασθῆναι ὑπὸ τοῦ διαβόλου» (δ΄1). Τὸ Ἂγιο Πνεῦμα πῆρε τὸν Κύριο καὶ Τὸν ἀνέβασε ἀπὸ τὸν Ἰορδάνη ποὺ ἦταν χαμηλὰ στὴν ἔρημο, γιὰ νὰ πειρασθεῖ ἀπὸ τὸν διάβολο. Βρέθηκε ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς μέσα σὲ μιὰ ἀτμόσφαιρα πειρασμοῦ. Καὶ σχολιάζουν οἱ ἅγιοι πατέρες μας ὅτι αὐτὸ συμβαίνει κάθε φορὰ ὅπου ὑπάρχουν μεγάλες εὐλογίες• ὅπου ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἐκχύνεται ἐμφανῶς, παραχωρεῖ ὁ Θεὸς καὶ ὑπάρχει ἕνας πειρασμός, μὲ ὅλους μας. Τὸ ἴδιο συνέβη και στὸν Κύριο ὀλίγον πρὸ τοῦ πάθους, ὀλίγον πρὸ τῆς δόξης Του, στὸν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ.
Ἔτσι κι ἐμεῖς σὲ αὐτὴν τὴν περίοδο τῶν ὑψηλῶν στόχων, τῶν μεγάλων πόθων, τῶν σπανίων καὶ μοναδικῶν εὐλογιῶν δὲν θὰ ἦταν καθόλου παράξενο νὰ βρεθοῦμε μέσα σὲ πειρασμούς, ἀπροσδόκητους, ποὺ δὲν μπορούσαμε ἐκ τῶν προτέρων νὰ τοὺς φανταστοῦμε. Ὄχι πειρασμοὺς ποὺ τοὺς δημιουργεῖ ἡ δική μας ἐμπάθεια, ἀλλὰ πειρασμοὐς ποὺ εἶναι ἔξω ἀπὸ ἐμᾶς, γιὰ τοὺς ὁποίους ἡ λογική μας, ἡ αἴσθησή μας λέει πὼς δὲν φταῖμε, δὲν κάναμε κάτι ἐμεῖς. Ὑπάρχει πειρασμὸς καὶ ὑπάρχει προσωποποιημένο καὶ τὸ κακό. Αὐτὸ εἶναι ὁ διάβολος, ὁ ὀποῖος θὰ μᾶς βάλει τέτοιες παγίδες, ὅπως ἔβαλε καὶ στὸν Κύριο, γιὰ νὰ αὐξήσει ὅμως τὴν δόξα Του. Καὶ σχολιάζοντας οἱ πατέρες λένε ὅτι ἦρθε ὁ πειρασμὸς ἀμέσως μετὰ τὴν φανέρωση τῆς Ἁγίας Τριάδος στὸν Ἰορδάνη ποταμὸ κατὰ τὴν βάπτιση. ῞Ολο αυτὸ τὸ γεγονός, ὅπως περιγράφεται στοὺς συνοπτικοὺς εὐαγγελιστές, ἔχει τρία πράγματα νὰ μᾶς πεῖ, τρεῖς ἀλήθειες νὰ μᾶς ἀποκαλύψει.
Πρῶτον, ὅτι ὁ πειρασμὸς εἶναι πραγματικός• δεύτερον, ὅτι νικήθηκε ἀπὸ τὸν Χριστό• καὶ τρίτον, ὅτι ἡ νίκη κατὰ τοῦ πειρασμοῦ εἶναι, γιὰ νὰ μποροῦμε κι ἐμεῖς νὰ νικοῦμε στοὺς πειρασμούς. Ὅπως λέει στὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολὴ «οὐ γὰρ ἔχομεν ἀρχιερέα μὴ δυνάμενον συμπαθεῖσαι εἰς ταῖς ἀσθενείαις ἡμῶν» (Ἑβρ. δ΄ 15, ἀλλά, εἶναι «πεπειραμένος», ἔχει δεχθεῖ δηλαδὴ πειρασμὸν καθ᾿ ὅλα, σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδα καὶ καθ᾿ ὁμοιότητα, ὅπως ἀκριβῶς καὶ ἡμεῖς, χωρὶς ὅμως ἁμαρτίες. «Καὶ ἐνῶ γὰρ πέπονθε αὐτὸς πειρασθεὶς δύναται τοῖς πειραζομένοις βοηθῆσαι» (Ἑβρ. β΄ 18). Καὶ ἐπειδὴ ὁ ἴδιος δέχθηκε τὴν ἐνέργεια τοῦ διαβόλου καὶ τὴν ἀπέκρουσε καὶ τὸν ἐνίκησε, δύναται νὰ καταλάβει καὶ ἐμᾶς καὶ νὰ συμπαθήσει στὴν δική μας ἀσθένεια καὶ νὰ παράσχει ἀποτελεσματικὰ τὴν βοήθειά Του. Τί μεγάλη παρακαταθήκη αὐτὴ ἡ βοήθεια τοῦ Θεοῦ στὴν πάλη κατὰ τοῦ διαβόλου, ὄχι μόνο κατὰ τῶν παθῶν, ποὺ ὁ κάθε ἕνας μας ἔχει νὰ διεξαγάγει!
Μπαίνουμε λοιπὸν στὸν χῶρο τοῦ Θεοῦ καὶ συγχωρούμεθα. Μπαίνουμε στὸν χρόνο τοῦ Θεοῦ καὶ ἡσυχάζουμε. Ἐργαζόμαστε τὶς ἀρετὲς μὲ προθυμία καὶ φιλότιμο καὶ ἑτοιμαζόμαστε γιὰ τοὺς πειρασμοὺς καὶ προσευχόμεθα καὶ ζοῦμε τὰ σημεῖα τῆς θεϊκῆς βοηθείας.
Θὰ κλείσω καὶ μὲ ἄλλα δυὸ στοιχεῖα. Αὐτὰ βγαίνουν ἀπὸ τὰ εὐαγγελικὰ ἀναγνώσματα αὐτῶν τῶν ἡμερῶν. Τὸ ἕνα εἶναι ὅτι ἡ ἐργασία τῶν ἀρετῶν τῆς ἐλεημοσύνης καὶ τῆς προσευχῆς πρέπει νὰ γίνεται «ἐν τῷ κρυπτῷ». Εἶναι ὁ ἐν τῷ κρυπτῷ ἀγώνας, ὁ ἀγώνας ποὺ γίνεται μέσα στὴν καρδιά, ὄχι μὲ τυμπανο-κρουσίες ἐξωτερικές, ὄχι μὲ ἐπίδειξη ψεύτικων ἀρετῶν. Αὐτὸ ἔκανε ὁ Φαρισαῖος. Ὁ ἀγώνας τῶν ἀρετῶν λοιπόν δὲν εἶναι αὐτὸς ποὺ θυμίζει τὸν Φαρισαῖο, οὔτε τὸ καλὸ παιδί τῆς Κυριακῆς τοῦ Ἀσώτου, ἀλλὰ εἶναι ὁ ἀγώνας ποὺ γίνεται μέσα στὴν καρδιά τοῦ Τελώνη, ἡ μεταβολὴ ποὺ διενεργεῖται μέσα στὴν καρδιά τοῦ Ἀσώτου, αὐτὴ ποὺ μπορεῖ νὰ γίνει στὴν καρδιὰ τοῦ καθενός μας. Ὁ φανερὸς ἀγώνας, αὐτὸς ποὺ ἔχει ἐπίδειξη, εἰκόνα, ἐξωτερικὴ παράσταση εἶναι ἕνας ἀγώνας ποὺ γίνεται γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, εἶναι μιὰ τροφοδοσία τοῦ ἐγωισμοῦ μας. Ὁ ἐν τῷ κρυπτῷ ἀγώνας εἶναι ὁ ἀγώνας γιὰ τὸν Θεό. Εἶναι ὁ ἀγώνας ποὺ γίνεται μυστικῶς, μέσα στὴν καρδιά μας, μὲ ταπείνωση, εἶναι ὁ ἀγώνας ποὺ γίνεται γιὰ τὸν μὴ φαινόμενο ἀλλὰ ὑπάρχοντα Θεό.
Τὸ πέμπτο λοιπὸν στοιχεῖο πού μᾶς καλεῖ στὸ ξεκίνημα αὐτῆς τῆς πορείας ἡ Ἐκκλησία νὰ κάνουμε εἶναι νὰ ἀγωνισθοῦμε ἐν τῷ κρυπτῷ καὶ νὰ ἀνακαλύψουμε τὸν κρυπτό τῆς καρδίας ἄνθρωπο ὁ κάθε ἕνας μας μέσα του.
Καὶ θὰ ὁλοκληρώσω μὲ ἕνα τελευταῖο. Ἔλεγε τὸ Εὐαγγέλιο ὅτι ὅταν νηστεύεις μὴν κάθεσαι καὶ θλίβεσαι καὶ ἔχεις ἐξωτερικὴ εἰκόνα ταλαίπωρου ἀνθρώπου, ἀλλὰ «ἄλειψαί σου τὴν κεφαλὴ καὶ τὸ πρόσωπό σου νίψαι» (Ματθ. στ΄ 17), δεῖξε χαρά, βγάλε ἐξωτερικὴ εὐφροσύνη, χαμόγελο, ἂν μποροῦμε νὰ τὸ ποῦμε. «Τόν τῆς νηστείας καιρόν» ἔλεγε τὸ τροπάριο «φαιδρῶς ἀπαρξώμεθα». Τὸν ἀγῶνα τῆς νηστείας νὰ τὸν ἀρχίσουμε μὲ χαρά, «ἀνέτειλε τὸ ἔαρ τῆς νηστείας καὶ ἐξήνθισε τὸ ἄνθος τῆς μετανοίας». Ξεσπάει ἔτσι μὲ ἐνθουσιασμὸ ὁ διψασμένος γιὰ τὸν ἀγῶνα τῆς νηστείας ὑμνωδὸς καὶ μεταφέρει τα αἰσθήματα τὰ ἅγια στὶς καρδιὲς ὅλων μας. Ἀνέτειλε ἡ ἄνοιξη τῆς νηστείας, ὄχι ἡ θλίψη ἀλλὰ ἡ χαρὰ καὶ ἐξήνθισε τὸ λουλούδι τῆς μετανοίας.
Ἔρχονται οἱ εὐκαιρίες αὐτὲς ποὺ φαιδρῶς καὶ ἐμεῖς τὸν ἀγῶνα αὐτὸν τὸν πνευματικὸ θὰ ἀρχίσουμε. Ἀκόμη καὶ ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ μέσα στὴν Ἐκκλησία ἀπεργάζεται χαρά, εὐφροσύνη καὶ ἀγαλλίαση, ὅπως τὸ λένε οἱ εὐχὲς καὶ οἱ ὕμνοι τῆς Ἐκκλησία μας. Δὲν ὑπάρχει τίποτε ποὺ νὰ μπορεῖ νὰ καταστρέψει τὴν χαρά μας. Πολλοὶ ἔχουμε τὴν ἐντύπωση ὅτι Μεγάλη Σαρακοστὴ σημαίνει περίοδος τεχνητῶν, μηχανικῶν, ἐξωτερικῶν, ψεύτικων, ἀπατηλῶν θλίψεων. Ὄχι. Μεγάλη Σαρακοστὴ εἶναι ἡ περίοδος τῆς χαρᾶς, ὅπου ἀρχίζει κανεὶς νὰ ἀνακαλύπτει τὶς ὑποψίες της, ὂχι βέβαια στὰ καρναβάλια, οὔτε στὶς ψεύτικες σχέσεις, οὔτε στὶς κοσμικὲς ἐπιτυχίες καὶ χαρὲς, ἀλλὰ νὰ τὶς ἀνακαλύπτει μέσα στὴν καρδιά του μὲ τὴν φανέρωση τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸν τὸν ἀγῶνα λοιπὸν καλούμεθα νὰ τὸν ἀρχίσουμε μὲ χαρὰ καὶ ἐνθουσιασμό.
Βλέπετε ὅλη αὐτὴ ἡ ἁλυσίδα τῶν ἕξι στοιχείων ποὺ ἀποτελοῦν βασικὲς προϋποθέσεις τῆς πορείας μας στὴν Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ τί ὡραία λουλούδια δὲν ἀφήνουν στὴν ψυχή μας νὰ ἀνθίσουν• τὴν ἀγάπη, τὴν ἡσυχία, τὴν προθυμία καὶ τὸ φιλότιμo. Δίνουν τὴν ἐλπίδα στὸν Θεό, τὴν ἀνακάλυψη καὶ τὴν ἀποκάλυψη του ἐν κρυπτῷ ἀνθρώπου, τὴν ταπείνωση, δηλαδή, καὶ τέλος αὐτὴν τὴν χαρὰ καὶ τὸν ἐνθουσιασμό. Ἡ πρώτη λέξη εἶναι ἡ λέξη ἀγάπη, τὸ τελευταῖο ποὺ εἴπαμε εἶναι ἡ χαρὰ καὶ ἡ ἀγαλλίαση. Θὰ διαλέξω τὴν λέξη ἀγαλλίαση, γιὰ νὰ πῶ ὅτι καὶ ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ἀγαλλίαση κρύβουν κάτι πολὺ κοινό. Ἄνοιξα κάποτε ἕνα λεξικὸ νὰ δῶ ἀπὸ ποὺ προέρχεται αὐτὴ ἡ σπάνια λέξη ποὺ λέγεται ἀγάπη. Δὲν θέλω νὰ κάνουμε φιλολογικὸ μάθημα, ἀλλὰ βγαίνει ἀπὸ τὸ ἄγαν ποιῶ ἢ ἀπὸ τὸ ἄγαν πάομαι τὸ ὁποῖο σημαίνει πολλὰ κάνω καὶ πολλὰ λαμβάνω. Αὐτό τὸ ἄγαν, αὐτὴ ἡ ὑπερβολὴ εἶναι ποὺ δείχνει τὴν σχέση μας μεταξύ μας. Ἀλλὰ καὶ τὸ ἀγάλλομαι θὰ πεῖ ὅτι κάτι ὑπερβολικό, ἄγαν ζῶ μέσα στὴν ψυχή μου.
Ἂς ξεκινήσουμε λοιπὸν τὴν Μεγάλη Σαρακοστὴ μὲ αὐτὰ τὰ ὑπέρμετρα ἐσωτερικὰ αἰσθήματα, αὐτὴν τὴν ἐσωτερικὴ ὑπερβολὴ καὶ στὴν ἀγάπη μας καὶ στὸν πόθο μας καὶ στὸ φιλότιμό μας καὶ στὴν προσδοκία τῆς ἐπισκέψεως τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ μπορέσουμε, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ὅλοι μαζὶ στὸ τέλος αὐτῆς τῆς περιόδου νὰ ἀπολαύσουμε ὑπερβολικὰ καὶ τὰ δῶρα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου, τὰ ὁποῖα δὲν φυλάσσονται γιὰ τοὺς ἀγγέλους, ἀλλὰ προσφέρονται μέσα ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία στὸν κάθε πιστὸ καὶ συνεπῶς στὸν κάθε ἕναν ἀπὸ ἐμᾶς.
Εὔχομαι σὲ ὅλους νὰ δώσει ὁ Θεὸς καλὴ καὶ εὐλογημένη καὶ παραγωγικὴ καὶ καρποφόρα καὶ χαρούμενη καὶ μὲ πλούσια συγκομιδὴ Μεγάλη πραγματικὰ Τεσσαρακοστή! Ἀμήν!