Η ΣΥΝΕΙΣΦΟΡΑ ΤΟΥ ΓΥΝΑΙΚΕΙΟΥ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΥ
ΣΤΗΝ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ ΖΩΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Μητροπολίτου Μεσογαίας & Λαυρεωτικῆς Νικολάου
Κατ’ ἀρχὰς θὰ ἤθελα πολὺ νὰ σᾶς εὐχαριστήσω γιὰ τὴν πρόσκληση τῆς συμμετοχῆς μου στὸ παρὸν συμπόσιο. Αἰσθάνομαι ὅτι τὸ κύριο ὄφελος αὐτῶν τῶν συνεδρίων, ὅταν μάλιστα ἔχουν καὶ μιὰ οἰκουμενικὴ ἐκπροσώπηση, δὲν εἶναι τὰ ὅσα οἱ ὁμιλητὲς καταθέτουν -ποὺ καὶ αὐτὰ βἐβαια ἔχουν τὴν ἀξία τους-, ἀλλὰ ἡ ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ κοινωνία ποὺ προκύπτει ἀπὸ τὸν διάλογο, τὴ γνωριμία, τὴ διαπίστωση τῆς κοινῆς πίστεως, τὸ αἴσθημα τῆς ἀδελφοσύνης. Γι’ αὐτὸ καὶ ἐπιτρέψτε μου νὰ ἐκφράσω τὴ βαθειά μου εὐγνωμοσύνη γι’ αὐτὴ τὴν εὐκαιρία τῆς μετ’ ἀλλήλων ἐν Χριστῷ κοινωνίας.
Ο ΜΟΝΑΧΙΚΟΣ ΒΙΟΣ
Ὁ μοναχικὸς βίος ὀνομάζεται καὶ ἀναχωρητικός. Καὶ τοῦτο διότι ὁ μοναχὸς ἀναχωρεῖ ἐκ τοῦ κόσμου, ἐγκαταλείπει τὰ ἐγκόσμια. Ἡ κίνηση τῆς ἀποκοπῆς του ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ τὰ τοῦ κόσμου ἀποκαλεῖται στὴ μοναχικὴ ὁρολογία ἀποταγή. Καὶ μόνον οἱ λέξεις αὐτὲς ἀρκοῦν γιὰ νὰ καταδείξουν ὅτι ὁ στόχος τοῦ μοναχισμοῦ δὲν εἶναι μὲ κανέναν τρόπο ποιμαντικὰ προσανατολισμένος.
Ὁ Ἅγιος Βαρσανούφιος ἔζησε σὲ τέτοια μόνωση, ὥστε καθὼς γράφει βιογραφῶντας τον ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, εἶχε πενήντα χρόνια νὰ τὸν δεῖ ἄνθρωπος. Ἀλλὰ καὶ ὁ Ὅσιος Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ μέχρι τὰ 67 του χρόνια ἔζησε σὲ πλήρη μόνωση καὶ συστηματικὰ ἀπέφευγε τὶς ἀνθρώπινες συντυχίες. Ὁ Ἀββᾶς Ἀρσένιος, ὅπως ἀναφέρεται στὸ Γεροντικό, ἀκολούθησε τὴν ὁδὸ τῆς ἀπόλυτης σιωπῆς καὶ ἡσυχίας, ὁ Ἀββᾶς Ἰσαὰκ ὁ Σῦρος δὲν μπόρεσε νὰ ἀντέξει τὴ ζωὴ τοῦ ἐπισκόπου καὶ παραιτήθηκε μόλις ἕξι μῆνες μετὰ τὴν ἐκλογή του. Δίπλα σὲ αὐτοὺς ἔχουμε τοὺς στυλῖτες, ὅπως οἱ Ὅσιοι Συμεών, Ἀλύπιος καὶ Δανιήλ, ἢ τοὺς ἔγκλειστους ὁσίους, ὅπως ὁ Θεοφάνης τῆς Ρωσίας, ποὺ γιὰ μακρὲς περιόδους ζοῦσαν ἐντελῶς ἀπομονωμένοι «ἐν ὄρεσι καὶ σπηλαίοις καὶ ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς», ἀποφεύγοντας συστηματικὰ κάθε μορφὴ ἀναστροφῆς μὲ τὸν κόσμο.
Ἡ πολιτεία ὅλων αὐτῶν τῶν ἁγίων πολὺ δύσκολα θὰ μποροῦσε νὰ συμφιλιωθεῖ μὲ τὴν ἰδέα τῆς ποιμαντικῆς ἀποστολῆς καὶ διακονίας, ὅπως αὐτὴ νοεῖται στὴ συνήθη ἀντίληψη, οἱ ἴδιοι ὅμως δὲν φαίνεται νὰ εἶναι ξένοι μὲ τοὺς ἀδελφούς τους ἢ ἀδιαφοροῦντες γιὰ τὴν ἐν τῷ κόσμῳ ἀγωνιζόμενη Ἐκκλησία. Γιὰ κάποιον λόγο, οἱ ἀσκητές, ἐνῶ ἀποφεύγουν τὸν κόσμο, λειτουργοῦν ὡς μαγνῆτες. Οἱ ὅσιοι «ἐπώλησαν τὸν κόσμο καὶ ἐπόλισαν τὰς ἐρήμους», ὅπως ἀναφέρεται χαρακτηριστικὰ στὴν ἀκολουθία τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου. Μὲ ἄλλα λόγια ἀρνήθηκαν τὸν κόσμο, τὸν πούλησαν, ἀλλὰ ἔφεραν τὸν κόσμο στὶς ἐρήμους, τὶς «ἐπόλισαν», τὶς ἔκαναν πόλεις.
Ὁ μοναχὸς κατὰ τὴν Κλίμακα εἶναι «ἡγνισμένον σῶμα καὶ κεκαθαρμένον στόμα καὶ πεφωτισμένος νοῦς∙ βία φύσεως διηνεκὴς καὶ φυλακὴ αἰσθήσεων ἀνελλιπής, μοναχός ἐστιν κατώδυνος ψυχὴ ἐν διηνεκῇ μνήμῃ θανάτου ἀδολεσχοῦσα γρηγορυῖά τε καὶ ὑπνώττουσα». Ταυτόχρονα ὅμως «μοναχός ἐστίν ὁ πάντων χωρισθεὶς καὶ πᾶσιν συνηρμοσμένος». Ὅπως δὲ γράφει ὁ Ὅσιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος: «οὔκ ἐστιν ἄλλως σωθῆναι εἰ μὴ διὰ τοῦ πλησίον», ὁ δὲ Ἀββᾶς Ἰσαάκ: «ἡ κλεὶς τῆς καρδίας τῶν θείων χαρισμάτων ἐν τῇ ἀγάπῃ τοῦ πλησίον δίδοται». Οἱ ἅγιοι αὐτοὶ τῆς ἀπόλυτης μυστικῆς ἀσκήσεως καὶ ἡσυχίας ἐκφράζονται μὲ ἕναν ξεχωριστὰ ἔντονο τρόπο γιὰ τὴν ἀξία τοῦ πλησίον καὶ τοῦ ἀδελφοῦ στὴν ὑπόθεση τῆς σωτηρίας. Ἡ ἔννοια τοῦ πλησίον στὴ ζωὴ τῶν μοναχικῶν ἐπιλογῶν ἀποκτᾶ μιὰ μυστικὴ διάσταση, μὴ εὔκολα κατανοητὴ μὲ τὴ λογική.
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι τὸ ἐρώτημα τῆς ἰσορροπίας ἀνάμεσα στὴν ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον πρὸς τὴν ὁποία εἶναι προσανατολισμένη ἡ ἀποστολὴ τῆς ἐν τῷ κόσμῳ ἀγωνιζομένης Ἐκκλησίας καὶ τὴν ὁδὸ τῆς ἡσυχαστικῆς καθάρσεως, τὴν ὁποία ἀκολουθεῖ ἡ μοναχικὴ πολιτεία πάντοτε ἀπασχολοῦσε τὴν Ἐκκλησία. Χαρακτηριστικὴ εὶναι ἡ ἀλληλογραφία μεταξὺ τοῦ Ἀββᾶ Ἰσαὰκ καὶ τοῦ Ὁσίου Συμεὼν τοῦ Θαυμαστορείτου.
Χαρακτηριστικὸ ἐπίσης εἶναι καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ σύγχρονος ἁγιορείτης ἡσυχαστής, ὁ Γέρων Ἰωσὴφ ὁ Σπηλαιώτης, μπόρεσε μέσα ἀπὸ τὴν ἄκρα καὶ ἀσυμβίβαστη ἡσυχία του διὰ τῆς ἀλληλογραφίας νὰ στηρίξει πλῆθος πιστῶν στὴν πίστη καὶ στὴν κλήση τους.
ΙΔΙΩΜΑΤΑ ΓΥΝΑΙΚΕΙΟΥ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΥ
Αὐτὰ ὅλα, βέβαια, ἀποτελοῦν παραδείγματα ποὺ κυρίως ἐκφράζουν τὸν ἀνδρικὸ μοναχισμό. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὁ γυναικεῖος μοναχισμὸς δὲν παρουσιάζει παρὰ μόνον ὑπὸ τὴν μορφὴ ἐξαιρέσεων τὴν ἀκρότητα τέτοιου χαρακτῆρα ἀσκητικὸ καὶ ἀναχωρητικὸ βίο. Ἡ κύρια μοναχικὴ παράδοση τοῦ γυναικείου μοναχισμοῦ εἶναι αὐτὴ τοῦ κοινοβίου. Ὑπάρχουν ἐξαιρέσεις, ὅπως τῆς Ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας ἢ τῆς Ὁσίας Σάρρας καὶ τῆς Ὁσίας Φωτεινῆς τῆς Ἐρημίτιδος καὶ ἄλλων τέτοιων ἡρωϊκῶν γυναικῶν, οἱ ὁποῖες ὅμως δὲν καταργοῦν τὸν κανόνα.
Ἡ γυναικεία φύση εἶναι ἐφοδιασμένη μὲ συγκεκριμένα γνωρίσματα ποὺ καὶ σαφῶς προσδιορίζουν τὸν χαρακτῆρα τοῦ γυναικείου μοναχισμοῦ. Ἡ μητρότητα, ὡς βασικὸ ἰδίωμα τῆς γυναίκας, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ἀνατομικὰ καὶ φυσιολογικὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ γυναικείου σώματος, προσδιορίζει καὶ τὴ γυναικεία ψυχοσύνθεση. Ἔτσι, ἡ κυοφορία καὶ ὁ θηλασμὸς συνεπάγονται ψυχοσωματικὴ σχέση διαρκείας μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ ἐμβρύου καὶ τοῦ παιδιοῦ καὶ ὡς ἐκ τούτου προϋποθέτουν ἐκφράσεις κοινωνικότητος καὶ ἰδιάζουσας σχέσης μὲ τὸν χρόνο, ποὺ φυσικὰ δὲν διαθέτει ἡ ἀνδρικὴ φύση.
Ἡ γυναικεία φύση εἶναι προσανατολισμένη στὴ δεκτικότητα -δηλαδὴ στὸ νὰ ὑποδέχεται καὶ νὰ φιλοξενεῖ τὸν σύζυγό της-, στὴν κενωτικὴ κοινωνικότητα -δηλαδὴ στὸ νὰ ζεῖ γιὰ κάποιον ἄλλον, τὸ παιδί της- καὶ στὴ συμφιλίωση μὲ τὸν χρόνο -δηλαδὴ τὸ ὅ,τι κάνει νὰ ἔχει διάρκεια. Συνέπεια ὅλων αὐτῶν εἶναι ὁ ψυχικὸς κόσμος τῆς γυναίκας νὰ διαθέτει κοινωνικὲς εὐαισθησίες, νὰ χαρακτηρίζεται ἀπὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὸν ἄλλον, καὶ νὰ διευκολύνει τὴν ἀνάπτυξη ἀρετῶν, ὅπως ἡ ἀνιδιοτέλεια, ἡ εὐγένεια, ἡ λεπτότητα τῶν τρόπων, ἡ τρυφερότητα, ἡ ὑπομονή, ἡ ἀντοχή, ἡ μακροθυμία. Ἡ γυναικεία φύση μειονεκτεῖ ἔναντι τῆς ἀνδρικῆς σὲ δύναμη καὶ σταθερότητα, ἀλλὰ πλεονεκτεῖ σὲ ἀντοχή καὶ ἀφοσίωση. Δύσκολα στηρίζεσαι ἐπάνω της, ἀλλὰ εἶναι ὑπηρετική, ψάχνει γιὰ ἀποδέκτη τοῦ ἐνδιαφέροντός της. Αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ λόγος ποὺ ὁ ἐρημητικὀς, ὁ ἀναχωρητικὸς καὶ ὁ ἀσκητικὸς τρόπος ζωῆς δὲν εἶναι τόσο συνήθης στὸν γυναικεῖο μοναχισμό, ἀλλὰ αὐτὸς ποὺ κυριαρχεῖ εἶναι ὁ κοινοβιακός δρόμος τῆς ὑπακοῆς.
Τὰ στοιχεῖα αὐτά, ἔστω καὶ ἂν δὲν βρίσκουν ἔκφραση μέσα στὸ πλαίσιο τῆς μοναχικῆς ζωῆς καὶ πολιτείας, ἐνυπάρχουν ὡς ἰδιώματα στὴν ψυχὴ τῶν μοναζουσῶν καὶ εἶναι πολὺ φυσικὸ νὰ ψάχνουν γιὰ ἔκφραση μέσα στὸ πλαίσιο τῶν μοναχικῶν ἐπιλογῶν.
Χωρὶς ἀμφιβολία, μαζὶ μὲ τὶς ἀρετὲς ποὺ προαναφέραμε, συνυπάρχουν καὶ ἐλαττώματα τοῦ γυναικείου φύλου, καταστάσεις ἀρνητικὲς στὶς ὁποῖες οἱ γυναῖκες ἐπιρρέπουν περισσότερο ἀπὸ τοὺς ἄνδρες. Στὴν παροῦσα ὅμως μελέτη, ἐμεῖς διερευνοῦμε τὶς ἀρετὲς αὐτὲς ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ δικαιολογήσουν μιὰ οὐσιαστικὴ συνεισφορὰ στὸ ποιμαντικὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας, ἀπόλυτα συμβατὴ ὅμως καὶ μὲ τοὺς ὅρους τῆς μοναχικης πολιτείας.
ΟΙ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Μὲ τὸν ὅρο ποιμαντικὴ ἀποστολὴ τῆς Ἐκκλησίας ἐννοοῦμε τὴν πάσης φύσεως φροντίδα τῶν λογικῶν προβάτων της, τῶν πιστῶν. Αὐτὴ ἡ ποιμαντικὴ φροντίδα περιλαμβάνει τὴν ἐνίσχυση τῆς πίστεως, τὴν περιποίηση τῶν ψυχικῶν τραυμάτων, τὴ συμπαράσταση στὰ κοινωνικὰ προβλήματα, τὸν στηριγμὸ τῶν σκανδαλιζομένων, τὴν ἐνεργὸ μετοχὴ τῆς Ἐκκλησίας στὴ ζωὴ τῶν πιστῶν.
Τὸ ἔργο αὐτὸ τὸ ἐπιτελεῖ ἡ Ἐκλησία μέσω τοῦ κηρύγματος, τῶν φιλανθρωπικῶν δραστηριοτήτων καὶ κυρίως μέσῳ τῶν πνευματικῶν της πατέρων. Ὅπως χαρακτηριστικὰ γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος πρὸς τοὺς Κορινθίους, «χωρὶς τῶν παρεκτὸς ἡ ἐπίστασίς μοι ἡ καθ’ ἡμέραν ἡ μέριμνα πασῶν τῶν Ἐκκλησιῶν. Τίς ἀσθενεῖ καὶ οὐκ ἀσθενῶ; Τίς σκανδαλίζεται καὶ οὐκ ἐγὼ πυροῦμαι;». Αὐτὸ τὸ φρόνημα, ὅπως μάλιστα ἀποτυπώνεται καὶ στὸν λόγο του πρὸς τοὺς χριστιανοὺς τῆς Ἐφέσου «διὸ γρηγορεῖτε μνημονεύοντες ὅτι τριετίαν νύκτα καὶ ἠμεραν οὐκ ἐπαυσάμην μετὰ δακρύων νουθετῶν ἕνα ἕκαστον», ἀποτελεῖ τὸν ἄξονα τῆς ποιμαντικῆς διακονίας, ὅπως τὸν βιώνει ἡ Ἐκκλησία μας, δηλαδὴ τὴν διαρκῆ μέριμνα, τὴν κοινωνία στὶς ἀνάγκες καὶ τὶς δοκιμασίες καὶ τὴν ἀνύστακτη νουθεσία.
Ἐκ πρώτης ὄψεως, τὸ ποιμαντικὸ ἔργο ἀποτελεῖ ἀποκλειστικὴ εὐθύνη τῆς ποιμαίνουσας Ἐκκλησίας, χωρὶς νὰ παρουσιάζονται ἐμφανῆ περιθώρια ἀνάμειξης σὲ αὐτὸ τῶν μοναχῶν. Θὰ μποροῦσε νὰ κατανοήσει κανεὶς τὸν εἰδικὸ ρόλο τῶν πνευματικῶν γερόντων πρὸς τοὺς ὁποίους δυνατὸν νὰ προσφεύγουν οἱ πιστοὶ γιὰ νουθεσία, στηριγμό, καθοδήγηση, ἐκζήτηση τῆς εὐχῆς καὶ τῆς προσευχῆς τους, πρᾶγμα ποὺ καὶ ἀποτελεῖ ἀρχαία παράδοση καὶ πρακτικὴ στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Πῶς ὅμως θὰ μποροῦσε νὰ δικαιολογηθεῖ τυχὸν ἀνάμειξη τοῦ γυναικείου μοναχισμοῦ στὸ ποιμαντικὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας;
ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ ΖΩΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
(α) Στὸ σοφὸ βιβλίο τῆς Κλίμακος τοῦ Ἰωάννου, διαβάζουμε: «φῶς μὲν μοναχοῖς ἄγγελοι, φῶς δὲ κοσμικοῖς μοναδικὴ πολιτεία», μὲ ἄλλα λόγια ἡ μοναχικὴ πολιτεία ἀποτελεῖ πρότυπο ζωῆς γιὰ τὰ μέλη τῆς ἐν τῷ κόσμῳ ἀγωνιζομένης Ἐκκλησίας. Αὐτὴ ἡ πολιτεία διακρίνεται γιὰ τὴν συστηματικὴ καλλιέργεια ἀρετῶν, ὅπως ἡ νηστεία, ἡ ἀγρυπνία, ἡ προσευχή, ἡ ἀκτημοσύνη, ἡ ὑπακοή, ἡ παρθενία, ἡ ἐκκοπὴ τοῦ ἰδίου θελήματος. Σίγουρα αὐτὸ τὸ πρότυπο ζωῆς στὴν εἰδική του μορφὴ δὲν μποροῦμε νὰ τὸ μιμηθοῦμε στὸν κόσμο, δὲν βοηθοῦν οἰ συνθῆκες. Μποροῦμε ὅμως νὰ ἐμπνευσθοῦμε ἀπὸ αὐτό. Ἂν δὲν φτάσουμε στὸ ὕψος καὶ τὸ μέγεθος ἢ τὴν ἀπόλυτη μορφή, μποροῦμε νὰ ἐμπνευσθοῦμε ἀπὸ τὸ φρόνημα. Ἀρετὲς ὅπως ἡ ἐγκράτεια, ἡ ἐγρήγορση, ἡ προσευχή, ἡ λιτότητα καὶ ὀλιγάρκεια, ἡ ἐλευθερία ἀπὸ τὸ ἐμπαθὲς θέλημα, εἶναι ἀρετὲς ποὺ καλεῖται νὰ καλλιεργεῖ κάθε πιστός.
Ἡ μοναχική λοιπὸν ζωὴ ἀποτελεῖ σημεῖο ἀναφορᾶς γιὰ ὁλόκληρη τὴν Ἐκκλησία, ἡ δὲ ἀκρότητα τῆς μορφῆς της μοναδικὸ κριτήριο ζωῆς τοῦ κάθε χριστιανοῦ. Αὐτὸ καταδεικνύει τὴν πρώτη σημαντική συνεισφορὰ τοῦ μοναχισμοῦ στὸ ποιμαντικὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας. Μὲ τὸ μοναχικὸ φρόνημα οὐσιαστκὰ ποιμαίνεται ἡ Ἐκκλησία. Ἂς μὴν ξεχνοῦμε ὅτι οἱ νηστεῖες καὶ στὸ σύνολό της σχεδὸν ἡ λειτουργικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας βασίζονται στὸ στέρεο θεμέλιο τῆς μοναστικῆς παραδόσεως. Ἀπὸ αὐτὸ ἐμπνεύσθηκε ἡ Ἐκκλησία, αὐτὸ ἀγάπησε, αὐτὸ καὶ υἱοθέτησε, ἀπὸ αὐτὸ καὶ μέσα στὴν ἱστορία τρέφεται. Συνεπῶς, καὶ μόνον ἡ ὕπαρξη τῶν μονῶν ἀποτελεῖ οὐσιαστικὴ ποιμαντικὴ συνιστῶσα στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας μας.
(β) Ἡ ἐνίσχυση τῆς ζωῆς τῶν πιστῶν ἀπὸ τὶς προσευχὲς τῶν μοναχῶν φαίνεται ἀπὸ τὴν προσφυγή τους σὲ αὐτές. Ὅπως ὅταν ὁ Μωϋσῆς εἶχε σηκωμένα τὰ χέρια νικοῦσαν οἱ Ἰσραηλῖτες τοὺς Ἀμαληκῖτες, ἔτσι καὶ ὅταν οἱ μοναχοὶ ἔχουν τὰ χέρια τους σηκωμένα πρὸς τὸν Θεό, ἐμεῖς οἱ ἀγωνιζόμενοι πιστοὶ στὴν ἔρημο τοῦ κόσμου νικοῦμε τὸν νοητὸ Ἀμαλήκ. Ἐκεῖ ποὺ οἱ προτροπὲς τῶν πνευματικῶν, οἱ συμβουλές, οἱ ἀνθρώπινες προσπάθειες δὲν δίνουν λύσεις, ἡ προσευχὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἡ προσευχὴ τοῦ τάγματος τῶν ἀδιαλείπτως ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ παρισταμένων καὶ ἐν ταῖς προσευχαῖς συναγωνιζομένων μοναχῶν μπορεῖ ἀποτελεσματικὰ νὰ ἀγκαλιάσει τὴ ζωὴ ὁλόκληρης τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ κάθε πιστοῦ χωριστά. Ἡ Ἐκκλησία ποιμαίνει περισσότερο μὲ τὴν προσευχὴ παρὰ μὲ τὸν λόγο καὶ τὸ κήρυγμα, ἀναπαύει περισσότερο μὲ τὴν προσευχὴ τῶν μοναχῶν παρὰ μὲ τὸν λόγο τῶν χαρισματικῶν διδασκάλων.
(γ) Ἕνα τρίτο στοιχεῖο τῆς μοναχικῆς πολιτείας ποὺ οὐσιαστικὰ μπορεῖ νὰ βοηθήσει τὸν ἀγῶνα τῶν πιστῶν εἶναι ἡ ἡσυχία καὶ ἡ γαλήνη τῶν μονῶν. Σὲ μία ἐποχὴ καὶ ἕναν κόσμο ποὺ κυριαρχεῖται ἀπὸ ὑψηλὲς ταχύτητες, ἰσχυροὺς θορύβους, ἀνταγωνισμούς, πολυμέριμνες προσπάθειες, ἀνεξέλεγκτα ἄγχη καὶ ἀβεβαιότητα, ἡ ἑτερότητα τῆς ἀτμόσφαιρας ἑνὸς μοναστηριοῦ, ὅπου τὰ πάντα ἀκολουθοῦν τὸ χρόνο τους καὶ τὸ δοκιμασμένο πρόγραμμα, ὅπου ἡ ἁπαλότητα τῆς ἡσυχίας καὶ ἡ γλῶσσα τῆς σιωπῆς ἀποτελοῦν τὴ φυσικὴ καὶ μητρικὴ διάλεκτο τῆς ζωῆς, ὅπου ὁ ἀμέριμνος βίος, γυμνὸς ἀπὸ ἄχρηστες πληροφορίες καὶ ἀνούσιες ἐπιδιώξεις, ἀποτελεῖ τὴ μεγαλύτερη σταθερά, ὅπου ὁ ἀνταγωνισμός, τὸ ἄγχος καὶ ἡ ἀβεβαιότητα εἶναι ἄγνωστες λέξεις στὸ λεξιλόγιο τῆς καθημερινῆς ζωῆς, ὅπου αὐτὸ ποὺ κυριαρχεῖ εἶναι ὁ νόμος τοῦ ἀπόλυτα ἀναγκαίου ἀπὸ τὰ ὑλικὰ καὶ τὰ φθαρτά, ὁ στόχος τοῦ ἁγίου ἀπὸ τὰ πνευματικὰ καὶ ἡ ἀλήθεια τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ, ὅπου ἡ προσδοκία τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ εἶναι τὸ κυρίαρχο πολίτευμα, σὲ μιὰ τέτοια ἐποχὴ καὶ σὲ ἕνα τέτοιο κόσμο, μιὰ ἐπίσκεψη καὶ μόνο σὲ ἕνα μοναστήρι ἀναδιατάσσει τὸν ὁρίζοντα τῆς ζωῆς καὶ μεταφέρει τὴν ἐξωτερικὴ γαλήνη μέσα στὴν καρδιὰ καὶ τοῦ πιὸ ταραγμένου ἀνθρώπου.
(δ) Ἐκ παραδόσεως τὰ μοναστήρια διακρίνονται γιὰ τὴν ἑκούσια πτωχεία, τὴ λιτότητα καὶ τὴν ἁπλότητα τῆς ζωῆς. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι αὐτὴ ἡ παράδοση ἔχει κάπως διασαλευθεῖ στὴν ἐποχή μας. Ὅπου ὅμως ὑπάρχει, δίνει τὴν καλύτερη ἀπάντηση στὴν ἀπάτη τοῦ ὑπερκαταναλωτισμοῦ καὶ στὸ ἀδιέξοδο τοῦ εὐδαιμονιστικοῦ ὑλισμοῦ. Αὐτὸ ἀποτελεῖ ἀνεκτίμητη περιουσία τοῦ μοναχικοῦ βίου ποὺ μὲ κανέναν τρόπο δὲν πρέπει νὰ χαθεῖ. Οἱ στενὲς καὶ χαμηλὲς πόρτες, ὁ περιορισμένος φωτισμός, ἡ ἔλλειψη κοσμικῶν ἀνέσεων, ἡ ἔντονη σχέση μὲ τὴ φύση καὶ τοὺς φυσικοὺς τρόπους, ἡ ἀπουσία τῆς κοσμικῆς ποικιλίας τῶν ρούχων, τῶν χρωμάτων καὶ τῶν ἀντικειμένων, τὰ περιορισμένα λόγια, χαμόγελα, διαχύσεις ἢ ἄλλες ἐκδηλώσεις, ἡ φειδωλότητα στὴν ποικιλία, στὸν τρόπο παρουσίασης καὶ στὴ διάρκεια τῆς δίαιτας τῶν μοναχῶν, τὸ λιτὸ καὶ ἐνίοτε μονότονο πρόγραμμα συνθέτουν ἕνα περίγραμμα πολὺ ἁπαλῆς ζωῆς μὲ ἐξαιρετικὰ φειδωλὴ χρήση τῶν αἰσθήσεων ποὺ σίγουρα σπανίζει καὶ ἰδιαίτερα ξεκουράζει. Ὅλα αὐτὰ λείπουν ἀπὸ τὴ σύγχρονη ζωή, κατὰ κανόνα ὅμως ἐνδημοῦν στὰ μοναστήρια, γι’ αὐτὸ καὶ κάθε ἐπίσκεψη σὲ ἕνα μοναστήρι ἐκτὸς ἀπὸ τὴν εὐλογία τοῦ προσκυνήματος καὶ τῆς ἡσυχίας ἀποζημειώνει καὶ μὲ σπάνια ἀνάπαυση τοῦ ψυχικοῦ ὑποβάθρου τοῦ ἀνθρώπου. «Ἡ ἡσυχία τὰς αἰσθήσεις τὰς ἔξω νεκροῖ καὶ τὰς κινήσεις τὰς ἔσω ἐγείρει, ἡ δὲ τοῦ κόσμου ἀναστροφὴ τὰ ἐναντία τούτων πράσσει, ἤγουν τὰς κινήσεις τὰς ἔσω νεκροῖ καὶ τὰς αἰσθήσεις τὰς ἔξω ἐγείρει». Ἡ ἀτμόσφαιρα τῆς ζωῆς ἑνὸς μοναστηριοῦ ξυπνᾶ τὸν μέσα κόσμο καὶ ξεκουράζει τὸν φυσικὸ ἄνθρωπο.
(ε) Τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ μοναχικὴ ζωὴ στηρίζεται στὴν ἀποταγὴ τοῦ κόσμου, ὅτι ἀποτελεῖ «ἄρνησιν φύσεως δι’ ἐπιτυχίαν τῶν ὑπερ φύσιν», μὲ ἄλλα λόγια ἐνέχει μέσα της βαθειὰ στοιχεῖα ἀκρότητος καὶ ἡρωισμοῦ, τῆς προσδίδει καὶ τὸ στοιχεῖο τοῦ αὐθεντικοῦ βίου. Ὁ ἀληθινὸς μοναχὸς δὲν δείχνει, δὲν παριστάνει, δὲν ἐκφράζει κάτι που ἔχει διαβάσει ἤ κάτι γιὰ τὸ ὁποῖο κάποιοι τὸν ἔχουν πληροφορήσει, ἀλλά κάτι γιὰ τὸ ὁποῖο ὁ ἴδιος ἔχει καταθέσει τὸ τίμημα τῆς προσωπικῆς του ζωῆς ὡς ἐμπειρίας. Αὐτὸ τὸ στοιχεῖο ἀπὸ μόνο του ἐπενδύει τὴν μοναχικὴ ὁδὸ μὲ τὴν περιουσία τοῦ αὐθεντικοῦ λόγου καὶ τῆς γνήσιας ζωῆς. Ὁ τρόπος της δὲν χρειάζεται ἐπιχειρηματολογία. Ἡ πνευματικὴ ζωὴ καὶ ἀλήθεια ἐδῶ ἐκφράζεται ὡς μητρικὴ γλῶσσα. Στὸ μοναστήρι ἡ ζωὴ δὲν ἀποτελεῖ λεκτικὴ διδασκαλία, ἀλλὰ δοκιμασμένη πρακτική, ζωὴ καὶ ἐμπειρία.
Αὐτὸ ἔχει ὡς συνέπεια ὁ συνεπὴς μοναχὸς νὰ εἶναι ὁλοκληρωμένος, ἰσορροπημένος, ἐλεύθερος, ἀναπαυμένος ὁ ἴδιος καὶ ξεκούραστος στοὺς ἄλλους, νὰ γνωρίζει τὰ μυστικὰ τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς, τὴ λειτουργία τῶν παθῶν καὶ τοὺς μηχανισμοὺς τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, τὰ μυστικὰ καὶ τὶς δυσκολίες τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνος∙ εἶναι «παθὼν καὶ μαθών», εἶναι ὁ καλύτερος ψυχολόγος, κατανοεῖ τὸν ἀδύνατο, τὸν ἐμπαθῆ, τὸν συντετριμμένο, τὸν κοπιῶντα καὶ πεφορτισμένο, τὸν πεινῶντα καὶ διψασμένο, τὸν διωγμένο καὶ ἀδικημένο.
Τὸ βλέπουμε αὐτὸ μέσα σὲ μοναχικὰ κείμενα ἁπλᾶ ὅπως τὸ Γεροντικό, ὁ Εὐεργεντινός, ἡ Φιλόθεος ἱστορία τῶν μοναχῶν τῆς Αἰγὐπτου, τὸ Λαυσαϊκὸ κ.ἄ. Τὸ βλέπουμε ὅμως καὶ σὲ κείμενα νηπτικὰ καὶ ἡσυχαστικοῦ προσανατολισμοῦ, ὅπως ἡ Βίβλος τοῦ Ἀββᾶ Βαρσανουφίου, ἡ Φιλοκαλία, τὰ ἀσκητικὰ τοῦ Ἀββᾶ Δωροθέου καὶ τοῦ Ἀββᾶ Ἰσαάκ, ἡ Κλίμακα τοῦ Ἰωάννου, τὰ ὁποῖα ἐνῶ ἀπευθύνονται καὶ περιγράφουν τὴ ζωὴ προχωρημένων ἀσκητῶν, διαβάζονται μὲ τόση δίψα καὶ ἀποτέλεσμα πνευματικῆς ὠφέλειας καὶ ἀπὸ κοσμικούς.
Ὑπὸ τὴν ἔννοιαν αὐτήν, κάθε λόγος, κάθε κίνηση, κἀθε ἐπαφὴ μὲ τὴν μοναχικὴ ζωὴ λειτουργεῖ πιὸ πειστικά καὶ πιὸ ἐπιστηρικτικὰ στὴ ζωὴ τοῦ πιστοῦ λαοῦ.
Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΟΥ ΓΥΝΑΙΚΕΙΟΥ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΥ
Μέσα στο πλαίσιο τῶν ὅσων ἀναφέραμε, στὴ σημερινὴ ἐποχὴ ἡ συνεισφορὰ τοῦ γυναικείου μοναχισμοῦ θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι μοναδικὴ καὶ ὡς πρὸς τὴν ποιότητα καὶ ὡς πρὸς τὴν μορφή. Τὰ γυναικεῖα μοναστήρια μποροῦν νὰ προσφέρουν ποιμαντικὰ δῶρα τέτοια ποὺ δὲν μποροῦν νὰ καταθέσουν οἱ ἐνορίες, οἱ μητροπόλεις, οἱ ἐφημέριοι, οἱ ἐκκλησιαστικὲς ἐνοριακὲς δομές.
Γιὰ νὰ γίνει ὅμως αὐτό, πρέπει τὰ μοναστήρια μὲ σαφήνεια νὰ ἀποβάλουν κάθε στοιχεῖο ἐκκοσμικευμένης ἀντίληψης καὶ πρακτικῆς. Ὅπως ἡ μοναχικὴ ἀμφίεση διατηρεῖ τὴν ἑτερότητά της μέχρι σήμερα, θὰ μποροῦσε καὶ ἡ διατήρηση τῆς βυζαντινῆς ὥρας καὶ τοῦ τυπικοῦ, τῆς δίαιτας, τῶν ἐκφράσεων, τῆς αἰσθητικῆς, τῶν συνηθειῶν, νὰ κρατήσουν τὸν διαχρονικό πνευματικό τους χαρακτήρα, ποὺ κατ’ ἀνάγκην θὰ τοὺς διαφοροποιήσει οὐσιαστικὰ ἀπὸ τὰ σύγχρονα σχήματα ποὺ προχωροῦν ἀπὸ ἀποτυχία σε ἀποτυχία. Ἡ κλασικὴ ἐκκλησιαστικὴ ποιμαντικὴ συνήθως στηρίζεται στὴν γνώση τῶν συνηθειῶν τοῦ σύγχρονου κόσμου καὶ τῆς ἐποχῆς καὶ συνεπῶς στὴν πλούσια ἐνημέρωση καὶ πληροφόρηση. Ἀντίθετα, ἡ μοναστικὴ ποιμαντικὴ θὰ μποροῦσε νὰ ἀντλήσει τὴ δύναμη καὶ τὴ διεισδυτικότητά της ὄχι ἀπὸ τὴν ἐπικαιρότητά ἀλλὰ ἀπὸ τὴ δοκιμασμένη διαχρονικότητα καὶ τὴν ποιοτικὴ ἑτερότητά της. Μὲ ἄλλα λόγια ὅσο περισσότερο κανεὶς εἶναι ξένος ἀπὸ τὰ τοῦ κόσμου, τόσο περισσότερο μπορεῖ νὰ βοηθήσει τὸν κόσμο.
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι τὰ γυναικεῖα μοναστήρια, ἀντὶ νὰ βοηθήσουν σὲ μιὰ κατεύθυνση πνευματικότερης αἰσθητικῆς, παραδείγματος χάριν στὰ κεντήματα, τὰ ἄμφια κ.λπ. ἔχουν κάπως ἀστοχήσει στὸν τομέα αὐτόν. Μὲ τὸ πρόσχημα ὅτι συνεισφέρουν στὴν ἐπὶ τῆς γῆς ἀπεικόνιση τῆς οὐράνιας δόξας τοῦ Θεοῦ, εἰσήγαγαν προκλητικὴ πολυτέλεια καὶ ἀνεπίτρεπτη θηλυκότητα εἰς βάρος τῆς ἀνδροπρέπειας καὶ τῆς ἀσκητικῆς αἰσθητικῆς.
Μποροῦν ὅμως κάλλιστα μέσα ἀπὸ τὴν καλλιέργεια τῶν καλῶν τεχνῶν νὰ χαρίσουν στὴν Ἐκκλησία αἰσθητικὴ μὲ ἦθος καὶ φρόνημα ποὺ ἀπὸ μόνα τους μιλοῦν, νὰ χαρίσουν στὴν Ἐκκλησία μιὰ αἰσθητικὴ ποὺ συνδυάζει τὸ αὐστηρὸ μὲ τὸ εὐγενὲς καὶ τὸ ἀσκητικὸ μὲ τὸ ούράνιο. Θὰ μποροῦσαν νὰ βοηθήσουν στὴν ἐκμάθηση τῆς Βυζαντινῆς ἢ ἐκκλησιαστικῆς Μουσικῆς σὲ κοπέλλες ὥστε αὐτὲς νὰ βοηθήσουν στὴν τέλεση τῶν ἀκολουθιῶν, καθὼς ἐκ παραδόσεως ἡ γυνακεία φύση, διαφαίνεται πιὸ πιστὴ καὶ συνεπὴς στὴν ἀφοσίωση πρὸς τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν πίστη.
Τὸ ἴδιο καὶ μὲ τὴν ἐκμάθηση διαφόρων ἐργοχείρων, ὅπως κεντήματος, ἁγιογραφίας, ψηφιδωτοῦ κ.λπ. Ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ἐργόχειρο καθ’ ἑαυτό, μέσα ἀπὸ τὴ διαδικασία ἐκμάθησης καὶ τὴν ὅλη ἀτμόσφαιρα καὶ ζωὴ τοῦ μοναστηριοῦ, μπορεῖ νὰ γίνει μία μετάγγιση ἤθους καὶ νὰ ἀσκηθεῖ μία μυστικὴ ἀγωγή, ποὺ καὶ τὴν πίστη ἐνισχύει, καὶ τὴ ζωὴ μεταμορφώνει καὶ τελικὰ τὴν οἰκοδομὴ τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ ἀπεργάζεται.
Ἐπίσης, κατὰ τὴ φιλοξενία, ἡ δυνατότητα διακριτικῆς συμμετοχῆς τῶν προσκυνητῶν στὴ ζωὴ τῆς μοναστικῆς ἀδελφότητος, μία συνομιλία μὲ τὶς μοναχές, ὁ τρόπος τῆς τέλεσης τῶν ἀκολουθιῶν, ἡ ὑποβάλλουσα ἡσυχία, τὸ διαφορετικὸ πρόγραμμα, ἀπὸ μόνα τους ἀποτελοῦν στοιχεῖα ποιμαντικῆς ἀνακούφισης καὶ ἀγωγῆς. Παράλληλα, ἡ ζωὴ σὲ φάρμες κυρίως οἰκολογικῶν καλλιεργειῶν καὶ ἡ διακονία τῶν ἐπισκεπτῶν σὲ αὐτὲς σίγουρα μπορεῖ νὰ ἀποβεῖ πολὺ ὠφέλιμη.
Δίπλα σὲ ὅλα αὐτά, θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ ἀναφέρει τὴν στήριξη τῶν πρεσβυτερῶν καὶ τῶν ἱερατικῶν οἰκογενειῶν, οἱ ὁποῖες μποροῦν νὰ ἐναποθέσουν τὰ βάρη τους στὴν ἀσφαλῆ ἀγκαλιὰ ἑνὸς μοναστηριοῦ, νὰ ἀποσυρθοῦν γιὰ λίγες μέρες πρὸς ἡσυχία, προσευχὴ καὶ περισυλλογή.
Τέλος, εἶναι ἐντεταγμένη στὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας ἡ προσφορὰ τῶν γυναικείων μοναστηριῶν στὴν ὑποστήριξη φιλανθρωπικῶν ἱδρυμάτων, ὅπως ὀρφανοτροφεῖα, γηροκομεῖα, ὅπου χωρὶς νὰ διαταράσσεται ἡ μοναστικὴ τάξη, κάποιες ἐντεταλμένες ἀδελφὲς ἀναλαμβάνουν τὴν συντονιστικὴ καὶ διοικητικὴ εὐθύνη φορντίδας ἀδελφῶν μας ποὺ χρήζουν τῆς ἀγάπης καὶ τῆς μέριμνάς μας. Σημαντικὴ θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι καὶ ἡ συνεισφορὰ τῶν γυναικείων μονῶν καὶ στὴ λειτουργία τοῦ νεανικοῦ ἔργου τῶν Μητροπόλεων, στὴν ὀργάνωση κατασκηνώσεων (π.χ. Ἱ. Μ. Τιμίου Σταυροῦ Μαμψοῦ Κορινθίας), στὴ συμπαράσταση τοῦ διοικητικοῦ ἔργου, τῶν ἐκδόσεων (Ἱ. Μ. Ἁγ. Ἰω. Προδρόμου Καρέα, Χρυσοπηγῆς Χανίων κ.λπ), ὅπου λόγιες μοναχὲς ἀναλαμβάνουν τὸ ἐπίμοχθο ἀλλὰ ἐξαιρετικὰ σημαντικὸ αὐτὸ ἔργο.
Ἡ ἐποχή μας ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ αὐθεντικότητα, ἡσυχία, λιτότητα, προσευχή, πρότυπα ζωῆς γιὰ νὰ δεχθεῖ τὴν ἀλήθεια. Ὁ κόσμος δὲν ξεδιψᾶ μὲ τὸν ἐκκοσμικευμένο λόγο, δὲν ἀντέχει στερεότυπα ποὺ δὲν ἐπιβεβαιώνονται ἀπὸ τὴ ζωή, δὲν ξεγελιέται μὲ θρησκευτικὰ εἴδωλα ποὺ ἀπευθύνονται μόνο σὲ ψυχολογικὲς καὶ κοινωνικὲς ἀνάγκες, δὲν έμπιστεύεται τὴ σχέση του μὲ τὸν Θεὸ σὲ θρησκευτικὰ σχήματα δίχως τόλμη, χωρὶς διὰ βίου ἀποφάσεις καὶ μυστικὴ δύναμη. Δὲν τοῦ χρειάζονται ὅλα αὐτά. Χρειάζεται τὴν ἀλήθεια γυμνή γιὰ νὰ εἶναι πειστικὴ μέσα του. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀναγκαστικὰ θὰ στραφεῖ πρὸς τὰ μοναστήρια. Σὲ αὐτὴν τὴν τελευταία έλπίδα. Ὅλα δείχνουν πὼς καθὼς προχωρεῖ ἡ ἱστορία πρὸς τὰ ἔσχατα, ἡ ποιμαντικὴ ὅλο καὶ περισσότερο θὰ ἀσκεῖται ἀπὸ μοναχοὺς καὶ μοναχές, οἱ ὁποῖοι θὰ πρέπει νὰ ἀντικρύσουν μέσα στὴ μοναχικὴ κλήση τους τὴν κραυγὴ τοῦ κόσμου γιὰ λίγη παρηγορία καὶ κατεύθυνση. Ἤδη τὸ φαινόμενο αὐτὸ εἶναι ἐμφανὲς στὴ Δύση μὲ τὸ ἐκπληκτικὸ θαῦμα τῶν μοναστηριῶν τοῦ γέροντος Ἐφραὶμ στὴν Ἀμερική, τοῦ γέροντος Σωφρονίου στὸ Essex τῆς Ἀγγλίας, τοῦ π. Πλακίδα Deseille στὴ Γαλλία, κ.ο.κ. Ἴσως αὐτοὶ ποὺ ἔκαναν τὴν ἀποταγή τους ἀπὸ τὸν κόσμο θὰ κληθοῦν νὰ κάνουν τώρα τὴ μεγαλύτερη ἀποταγή∙ νὰ μπολιάσουν τὴ μοναχικὴ κλήση τους μὲ ποιμαντικὴ διακονία.