Νεανική Πύλη
Ενοριακές Πλοηγήσεις
ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2018
ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΔ΄ ΛΟΥΚΑ (Λκ. ιη΄, 35–43)
2 Δεκεμβρίου 2018
Κάνει ἴσως ἐντύπωση τὸ ἐρώτημα ποὺ ἀπευθύνει ὁ Χριστὸς στὸν τυφλὸ τῆς Ἱεριχοῦς. «Τί θέλεις νὰ σοῦ κάνω».
Μὰ τί ἄλλο θὰ μποροῦσε νὰ ζητήσει ὁ τυφλὸς παρὰ τὸ φῶς του;
Ὁ Χριστὸς μὲ τὸ ἐρώτημά Του αὐτὸ ἐπιθυμεῖ νὰ κάνει σαφὲς στὸ πλῆθος πὼς ὁ τυφλὸς δὲν εἶναι ἕνας συνηθισμένος ἐπαίτης, ἀλλὰ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει πίστη. Αὐτὴ ἄλλωστε ἡ πίστη τὸν ὁδήγησε μὲ ἀσφάλεια πρὸς τὸν Μόνο ποὺ μποροῦσε νὰ τοῦ δώσει τὸ φῶς.
Ὁ τυφλὸς «ἐβόησε», λέει τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο, ποὺ σημαίνει, ἐφώναξε μὲ ὅση δύναμη εἶχε «Ἰησοῦ υἱὲ τοῦ Δαυῒδ ἐλέησόν με», ἐκφράζοντας τὴ βαθειά του πίστη στὸν Χριστὸ ὡς Σωτήρα καὶ ἄρα τὴ βεβαιότητά του πὼς Αὐτὸς θὰ τὸν ἐλεήσει.
Οἱ Πατέρες σχολιάζουν ὅτι αὐτὴ ἡ δύναμη τῆς φωνῆς ἐξωτερίκευσε τὴν βαθειά του ἀνάγκη, ὡς αἴτημα ποὺ πρέπει νὰ μιμούμεθα, ἀφοῦ ὁ Χριστὸς ἔτσι κι ἀλλιῶς γνωρίζει ὅλες μας τὶς ἀνάγκες καὶ τὶς ἐλλείψεις. Ζητᾶ ὅμως ἐμεῖς οἱ ἴδιοι νὰ τὶς ἀπευθύνουμε πρὸς Αὐτόν, διότι ἔτσι ἐκφράζουμε τὴν ἐμπιστοσύνη μας στὸν Θεό.
Ὁ τυφλὸς τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου εἶχε ἀσφαλῶς ἀκούσει νὰ μιλοῦν γιὰ τὶς θεραπεῖες τοῦ Χριστοῦ· γιὰ τὴν ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου καὶ ὅλες αὐτὲς οἱ πληροφορίες τὸν ἔκαναν νὰ ἐλπίζει στὸ ἔλεος τοῦ Χριστοῦ, γι' αὐτὸ καὶ Τὸν ἀναζητοῦσε συνεχῶς. Ὅσο δὲ οἱ ἄλλοι τοῦ ἔλεγαν νὰ σωπάσει, ἐκεῖνος περισσῶς ἔκραζε λέγων· «Ἰησοῦ, ἀπόγονε τοῦ Δαυῒδ ἐλέησόν με».
Στὸ σημεῖο αὐτὸ ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος παρατηρεῖ πὼς «μὲ τὸ νὰ λέγει ὁ τυφλὸς «ἐλέησόν με», ἀποκαλύπτει ὅτι μέσα του εἶχε ἐπίγνωση τῆς θεότητος τοῦ Χριστοῦ». Καὶ συνεχίζει προτρέποντας καὶ ἐμᾶς, νὰ παρακινηθοῦμε ἀπὸ τὴν ἐμμονὴ τοῦ τυφλοῦ, ὀφείλοντες νὰ ἀπευθύνουμε καὶ τὴν δική μας παράκληση καὶ τὰ ποικίλα αἰτήματά μας ὁμοίως ἀδιάκοπα καὶ ἐπίμονα. Νὰ ἐπιμένουμε ζητοῦντες καὶ νὰ ἀναμένουμε ἐπιμένοντες, μέχρι νὰ εἰσακουστοῦμε, ὅπως αὐτὸς ποὺ τελικὰ ἔλαβε τὴν ποθητὴ θεραπεία του ὡς ἀμοιβή.
Τὸ ἱερὸ κείμενο τοῦ Εὐαγγελίου σημειώνει ὅτι ὁ Χριστὸς ζητᾶ νὰ φέρουν κοντά Του τὸν τυφλὸ γιὰ νὰ τοῦ πεῖ : «Ἡ πίστη σου σὲ ἔσωσε».
Στὴ θεραπεία αὐτὴ σὲ ἀντίθεση μὲ ὅλες τὶς ἄλλες ἔχουμε νὰ παρατηρήσουμε καὶ τὸ ἐξῆς σημαντικὸ, ποὺ γίνεται γιὰ πρώτη φορά. Ὁ Χριστός, ἐνῶ σὲ ὅλα τὰ θαύματά Του παραγγέλει «μηδενὶ εἰπεῖν τὸ γεγονός», στὸ σημερινὸ τυφλό, ἐπιτρέπει τὴν δημόσια ἐκδήλωση τῆς εὐγνωμοσύνης του πρὸς Αὐτόν. Καὶ ἀφήνει ταυτόχρονα καὶ τὸ παριστάμενο πλῆθος νὰ ἐκφράσει ζωηρὰ τὸ θαυμασμὸ καὶ τὴν χαρά του, γιὰ νὰ διδάξει καὶ ἐμᾶς ὅτι ὀφείλουμε νὰ δοξολογοῦμε τὸ Θεό ὄχι μόνο γιὰ τὰ ἐλέη Του πρὸς ἐμᾶς, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὰ ἐλέη ποὺ παρέχει πρὸς τοὺς ἄλλους.
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ὁ τυφλὸς ζήτησε τὸ φῶς του, γιὰ νὰ δεῖ ὄχι μόνο τὸν κόσμο γύρω του, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀντικρύσει τὸν Χριστό. Αὐτὸν ποὺ μέσα του γνώριζε καὶ πίστευε καὶ περίμενε νὰ Τὸν συναντήσει καὶ ἀξιώθηκε νὰ Τὸν πλησιάσει, νὰ θεραπευτεῖ ἀπ’Αὐτὸν καὶ νὰ δεῖ τὸ πρόσωπό Του μὲ τὰ θεραπευμένα πιὰ μάτια του.
Στὴν Ἐκκλησία μας καλλιεργεῖται αὐτὸ τὸ ταπεινὸ φρόνημα τοῦ τυφλοῦ καὶ βιώνεται ἡ ἀγάπη καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ ποὺ μᾶς θεραπεύει, ἀφοῦ ἀνεξαιρέτως ὅλοι τὸ ἔχουμε ἀνάγκη.
Αὐτὸς ὁ ἀγώνας ἀποτελεῖ τὴν ἐκ μέρους μας προϋπόθεση συμμετοχῆς στὴν μεγάλη ὑπόθεση τῆς βιώσεως τοῦ θαύματος καὶ εἶναι τὸ δικό μας μερίδιο εὐθύνης καὶ προσφορᾶς στὸν τυφλὸ σύγχρονο κόσμο, ποὺ ποθεῖ καὶ ἀπελπισμένα ἀναζητᾶ νὰ βρεῖ τὸ φῶς του. Τὸ φῶς τὸ ἀληθινό, τὸν Χριστό, ποὺ θερμαίνει τὴν παγωμένη καρδιά, ἀνασταίνει τὴν νεκρωμένη ψυχὴ καὶ φωτίζει τὴν ὀμορφιά τοῦ κόσμου γύρω μας.
9 Δεκεμβρίου 2018
Στὴν καθημερινὴ ζωὴ καὶ στὶς μεταξύ μας σχέσεις στενοχωρούμεθα ἂν δὲν μᾶς ἀναγνωρίσουν κάτι καλὸ ποὺ ἐνδεχομένως κάναμε ἤ δὲν μᾶς δείξουν τὴν ἀνάλογη εὐγνωμοσύνη. Μάλιστα κάποιες φορὲς ἤ σὲ κάποιες περιπτώσεις αὐτὸ τὸ παράπονο μένει σὰν σαπισμένη ρίζα μέσα στὴν ψυχή μας καὶ καθορίζει ἀρνητικὰ τὴν μετέπειτα συμπεριφορά μας.
Ἐνῶ ὅμως εἴμαστε τόσο εὐαίσθητοι γιὰ τὴν παράληψη τῆς εὐγνωμοσύνης πρὸς ἐμᾶς, τὴν ἴδια στιγμὴ δὲν δίνουμε καὶ μεγάλη σημασία, ὅταν τὸ ἴδιο λάθος κάνουμε καὶ ἐμεῖς, ὄχι μόνο πρὸς τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ κυρίως πρὸς αὐτὸν τὸν Ἴδιο τὸν Εὐεργέτη Θεό. Εἶναι πραγματικὰ φοβερὸ νὰ συνειδητοποιήσουμε πόσο συχνὰ καὶ ἀπὸ πόσους ἀνθρώπους καθημερι-νὰ λησμονεῖται αὐτὴ ἡ ἔκφραση τῆς ψυχῆς.
Γι’ αὐτὸ ἡ συμπεριφορὰ τῆς συγκύπτουσας, τῆς σημερινῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς, ἡ ὁποία ἔσπευσε νὰ δοξάσει τὸν Θεό, μόλις θεραπεύτηκε ἀπὸ τὴ βασανιστική της ἀρρώστια, εἶναι παράδειγμα ἐξαίρετο στὴ συνειδητοποίηση τοῦ μεγέθους καὶ τῆς μεγάλης ἀξίας τῆς ἀρετῆς τῆς εὐγνωμοσύνης.
Ἐμεῖς οἱ χριστιανοί, συνήθως ἢ παραλείπουμε τελείως νὰ εὐχαριστήσουμε τὸν Θεὸ γιὰ τὶς εὐεργεσίες Του ἢ καὶ ὅταν Τὸν εὐχαριστοῦμε, τὸ κάνουμε μὲ σκοπιμότητα, ἐπειδὴ σύντομα θὰ Τὸν ξαναχρειαστοῦμε. Κατὰ μία ἔννοια ἔχουμε τήν ψευδαίσθηση ὅτι πρέπει νὰ τοῦ δίνουμε γιὰ νὰ μᾶς δώσει. Θέλουμε πρῶτα νὰ ἀπολαύσουμε τὶς εὐεργεσίες Του μὲ ὅλους τοὺς δυνατοὺς τρόπους καὶ ὅταν ἐν πολλοῖς εὐργετηθοῦμε τότε κάποιοι θυμόμαστε καὶ νὰ Τὸν εὐχαριστήσουμε.
Ὅμως, ἡ ἐκδήλωση εὐγνωμοσύνης πρὸς τὸν Θεὸ δὲν εἶναι ἁπλῶς ἕνα στοιχειῶδες καθῆκον, ἀλλὰ καὶ δεῖγμα εὐγενικῆς διάθεσης καὶ γενικότερα ψυχικῆς ὑγείας. Ὁ ψυχικὸς μηχανισμὸς ἐκείνου ποὺ δὲν ἐκδηλώνει πρὸς τὸν Θεὸ τὴν εὐγνωμοσύνη του δὲν βρίσκεται ὁπωσδήποτε σὲ ὁμαλὴ κατάσταση, ἀφοῦ αὐτονόητα δὲν τὴν ἐκδηλώνει καὶ στοὺς συνανθρώπους του. Συνεπῶς, ὄχι μόνο δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ ἀπολαύσει τὴ θεϊκὴ εὐεργεσία καὶ νὰ χαρεῖ, ἀλλὰ γίνεται περισσότερο ἀπαιτητικός, ὥστε ἀντὶ νὰ εὐγνωμονεῖ γιὰ ὅσα μέχρι τώρα ἔχει ἀπολαύσει, τὰ θεωρεῖ λίγα καὶ παραπονεῖται γιὰ ὅσα θὰ ἔπρεπε νὰ ἔχει λάβει καὶ δὲν τὰ ἔλαβε ἀπὸ τὸν Θεό.
Ὁ ἀγνώμων δὲν ἀποδέχεται τὴν προφανῆ ἀλήθεια, ὅτι ὁ Δημιουργὸς Θεὸς νοιάζεται ἔμπρακτα γιὰ τὸ πλάσμα Του. Ἐνῶ ἀντίθετα αὐτὴ ἡ συνειδητοποίηση τὸν ὁδηγεῖ στὴν ἐκδήλωση τῆς εὐγνωμοσύνης πρὸς τὸν Θεὸ γιὰ ὅλες τὶς εὐεργεσίες Του καὶ ἀποκαλύπτει τὴ δική μας χριστιανικὴ ταυτότητα.
Ὁ ἄνθρωπος ὅταν ὑπολογίζει τοὺς ἄλλους δὲν στηρίζεται στὴν προσωπική του παντοδυναμία, ἀντίθετα πιστεύει στὸν Χριστό, δοξολογεῖ τὸν Χριστὸ καὶ Τὸν εὐγνωμονεῖ πάντοτε γιὰ ὅλα.
Ἡ εὐγνωμοσύνη σὲ αὐτὴν τὴν περίπτωση κάνει τὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη νὰ λειτουργεῖ φυσιολογικά, ἐπειδὴ δὲν εἰδωλοποιεῖ τὸν ἑαυτό της, ἀναγνωρίζει ὅτι τὰ πάντα προέρχονται ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ἐπιστρέφουν στὴν πηγή τους μέσα στὴν κοινωνία τῆς ἀγάπης Του. Ὅταν εὐχαριστοῦμε λειτουργικὰ τὸν Θεὸ σημαίνει ὅτι ἐμπιστευόμαστε τὴν ὕπαρξή μας σ’ Αὐτόν. Κι αὐτὸ τὸ ἐλάχιστο εἶναι ἡ οὐσιαστικὴ ἀντιπροσφορά μας στὶς φανερὲς καί ἀφανεῖς εὐεργεσίες Του.
Ἀδελφοί μου, ἐμεῖς ὡς συγκύπτοντες, παραδομένοι στὴ φθορὰ καὶ στὸν θάνατο εἶναι ἄμεση ἀνάγκη, κάθε φορὰ ποὺ συγκεντρωνόμαστε σὲ αὐτὸν τὸν χῶρο λατρείας τοῦ Θεοῦ νὰ δατρανώνουμε τὴν πίστη, τὴν ἐμπιστοσύνη καὶ τὴν εὐγνωμοσύνη μας στὸν ὡς βρέφος σαρκούμενο Θεό, ποὺ φανερώνεται νηπιάζων, γιὰ νὰ ἀποκαλύπτει τὴν ἀγάπη Του στὸ πλᾶσμα Του καὶ νὰ καταργεῖ πάντοτε ὡς Σωτήρας τὴν «ἀργία τοῦ Σαββάτου» τῶν πονηρῶν καὶ τυπολατρῶν τῆς ἐποχῆς μας, ἀνταποκρινόμενος λυτρωτικὰ στὴν ἀνάγκη μας.
16 Δεκεμβρίου 2018
Στὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ἀκούσαμε τὴν παραβολὴ τοῦ μεγάλου δείπνου. Σύμφωνα μὲ αὐτή, ἕνας ἄνθρωπος ἑτοίμασε μέγα δεῖπνο, στὸ ὁποῖο κάλεσε πολλούς. Ὅταν ὅλα εἶχαν ἑτοιμαστεῖ, ἔστειλε τὸν δοῦλο του νὰ εἰδοποιήσει τοὺς προσκεκλη-μένους, οἱ ὁποῖοι ὅμως μὲ διάφορες δικαιολογίες, ἀρνήθηκαν νὰ παραστοῦν. Τότε ὁ οἰκοδεσπότης ὀργίστηκε γιὰ τὴν περιφρόνηση τῆς πρόσκλησης καὶ ἔστειλε ξανὰ τὸν δοῦλο του νὰ προσκαλέσει αὐτὴ τὴ φορὰ τοὺς καταφρονημένους, οἱ ὁποῖοι καὶ ἀποδέχθηκαν τὴν κλήση γιὰ τὸ δεῖπνο. Ἐπειδὴ ὅμως περίσευαν θέσεις κενές, ὁ οἰκοδεσπότης ἔστειλε πάλι τὸν δοῦλο του, ὥστε νὰ φέρει καὶ ἄλλους μέχρι νὰ γεμίσει τὸ τραπέζι. Ἡ παραβολὴ τελειώνει μὲ τὴ διαβεβαίωση τοῦ οἰκοδεσπότη ὅτι κανένας ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἀρνήθηκαν τὴν πρόσκλησή του δὲν ἐπρόκειτο νὰ γευτεῖ τὸ δεῖπνο του.
Στὴν παραβολὴ τοῦ μεγάλου δείπνου συνοψίζεται, ἀδελφοί μου, ὅλο τὸ σχέδιο τῆς θείας οἰκονομίας. Ὁ οἰκοδεσπότης εἶναι ὁ Θεὸς Πατέρας ποὺ στέλνει τὸν Υἱό Του, σαρκώνεται καὶ προσκαλεῖ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους στὴ βασιλεία Του. Αὐτὴ ἡ πρόσκληση ἔχει ὡς ἀποδέκτες ὅλους ἀνεξαιρέτως τοὺς ἀνθρώπους, ἀποτελεῖ δηλαδὴ κατὰ τὸν Κύριλλο Ἀλεξανδρείας παγκόσμιο κάλεσμα.
Ἡ εὐαγγελικὴ περικοπὴ ἀναφέρει ὅτι ὁ δοῦλος ἀποστέλλεται τρεῖς ξεχωριστὲς φορὲς γιὰ νὰ προσκαλέσει τοὺς ἀνθρώπους στὸ ἑτοιμασμένο πνευματικὸ δεῖπνο. Τὴν πρώτη φορὰ κάλεσε «πολλούς», οἱ ὁποῖοι, κατὰ τοὺς ἑρμηνευτὲς Πατέρες, ἀντιστοιχοῦν στὰ «πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἴκου Ἰσραήλ», δηλαδὴ στὸν ἐκλεκτὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ, τὸν κληρονόμο τῆς ἐπαγγελίας τοῦ ἐρχομοῦ τοῦ Μεσσία. Οἱ τρεῖς ἄνθρωποι ποὺ δὲν ἀποδέχθηκαν τὴν πρόσκληση κατανοοῦνται κατὰ δύο τρόπους. Ἀφενὸς ἀντιπροσωπεύουν τοὺς Ἰουδαίους ποὺ δὲν ἀποδέχθηκαν τὸν Χριστὸ ὡς Μεσσία καὶ ἀφετέρου κάθε ἄνθρωπο ποὺ ἀρνεῖται τὸ κάλεσμα ἀπὸ τὸν Θεό. Ἡ πρόσκληση ποὺ σημειώνεται μὲ τὴ φράση «ἐλᾶτε, ὅλα εἶναι πιὰ ἕτοιμα» εἶναι ἡ ἴδια ἡ πρόσκληση τοῦ Χριστοῦ, τὸ «ἤγγικε ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν», καὶ φανερώνει ὅτι μὲ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ, ἡ πνευματικὴ τράπεζα τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν εἶναι πλέον ἕτοιμη. Στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ θεώθηκε ἡ ἀνθρώπινη φύση καὶ συστάθηκε τὸ μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας καὶ οἱ ἄνθρωποι ἔχουν τὴν εὐκαιρία νὰ μετάσχουν καὶ νὰ κοινωνήσουν μὲ τὸν ἴδιο τὸν Θεό.
Τὴ δεύτερη φορά, ὁ δοῦλος ἀποστέλλεται γιὰ νὰ φέρει στὸ δεῖπνο τοὺς «φτωχούς, τοὺς ἀνάπηρους, τοὺς κουτσοὺς καὶ τοὺς τυφλούς». Αὐτὴ ἡ ὁμάδα τῶν ἀνθρώπων πάλι ἔχει διπλὴ σημασία. Κατὰ πρῶτον ἐξυπονοοῦνται οἱ ἐθνικοί, οἱ μὴ Ἰουδαῖοι, οἱ πρώην εἰδωλολάτρες, οἱ ὁποῖοι δὲν εἶχαν γνώση τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, δὲν ἦταν κληρονόμοι τῆς ἐπαγγελίας. Παρόλα αὐτά, μπολιάστηκαν στὴν Ἐκκλησία, διότι ἀποδέχθηκαν μὲ χαρὰ τὴν κλήση ἀπὸ τὸν Θεό. Κατὰ δεύτερον, δηλώνεται ὁ κάθε ἄνθρωπος ποὺ ἐνῶ ἀρχικὰ βρίσκεται μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ἔτσι στερεῖται τὸν πλοῦτο, τὴ χαρὰ καὶ τὸ φῶς τοῦ Θεοῦ, στὴ συνέχεια ἀποδέχεται τὴ θεία πρόσκληση καὶ πλέον ἀπολαμβάνει τὴ συμμετοχή του στὸ δεῖπνο.
Ὁ δοῦλος στέλνεται καὶ γιὰ τρίτη φορά, ὥστε νὰ «ἀναγκάσει» τοὺς ἀνθρώπους νὰ ἔρθουν, μέχρις ὅτου νὰ πληρωθοῦν ὅλες οἱ θέσεις καὶ γεμίσει τὸ σπίτι τοῦ οἰκοδεσπότη. Τὸ κάλεσμα αὐτὴ τὴ φορὰ περικλείει μία ἄλλη δυναμική. Εἶναι τὸ κάλεσμα τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ παρατείνεται μέχρι τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος, καλώντας τὸν κάθε ἄνθρωπο νὰ συμμετάσχει στὸ δεῖπνο τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν μέσῳ τῶν ἁγίων μυστηρίων, τὰ ὁποῖα εἶναι οἱ πύλες τοῦ παραδείσου, κατὰ τὸν ἅγιο Νικόλαο Καβάσιλα.
Τὸ ἀντίστοιχο κάλεσμα τοῦ Θεοῦ δέχθηκαν καὶ οἱ Προπάτορες, τοὺς ὁποίους τιμοῦμε σήμερα. Ἦταν ἄνθρωποι ποὺ μὲ τὴν πίστη καὶ τοὺς ἀγῶνες τους δόξασαν τὸν Θεὸ καὶ δοξάσθηκαν ἀπὸ τὸν Θεό. Αὐτοὶ προετοίμασαν καὶ προανήγγειλαν τὴν ἔλευση τοῦ Μεσσία καὶ Λυτρωτή, ὁ Ὁποῖος γεννήθηκε γιὰ τὴ σωτηρία ὅλων τῶν ἀνθρώπων.
Ἀδελφοί, μὲ τὰ Χριστούγεννα ἐπὶ θύραις, μιμούμενοι τοὺς ἀποδέκτες τῆς μεγάλης κλήσεως στὴν ἱστορία, ἂς ἀποδεχθοῦμε καὶ ἐμεῖς τὴν πρόσκληση τοῦ Θεοῦ καὶ ἂς ἑτοιμάσουμε τὸ «σπήλαιο» τῆς ψυχῆς μας γιὰ νὰ ὑποδεχθεῖ ἐπάξια τὸν ἐνανθρωπήσαντα Χριστό. Ἀμήν.
23 Δεκεμβρίου 2018
Κυριακὴ πρὸ τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως σήμερα, καὶ τὰ Ἀναγνώσματα εἶναι σχετικὰ μὲ τὴ μεγάλη ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων. Ἀκούσαμε στὸ εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα μετὰ τὸν γενεαλογικὸ κατάλογο τοῦ Κυρίου τὰ περιστατικὰ τῆς κατὰ σάρκα Γεννήσεώς Του. Ἄγγελος Κυρίου ἐμφανίσθηκε στὸν Ἰωσὴφ, "κατ’ ὄναρ", καὶ τοῦ εἶπε ὅτι ἡ μνηστή του Μαρία εἶναι ἁγνή, καὶ τὸ παιδὶ ποὺ κυοφορεῖ, δὲν εἶναι συνηθισμένο, διότι προέρχεται ἀπὸ τὴ δημιουργικὴ ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τὸν γιὸ ποὺ θὰ γεννήσει θὰ πρέπει νὰ τὸν ὀνομάσει Ἰησοῦ· Αὐτὸς θὰ σώσει τὸν λαό Του ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες του.
Ἂς δοῦμε λοιπὸν σήμερα τί σημαίνει τὸ ὄνομα «Ἰησοῦς» καὶ τί σημασία ἔχει αὐτὸ γιὰ τὴ ζωὴ τοῦ κάθε πιστοῦ.
Τὸ ὄνομα «Ἰησοῦς» στὰ Ἑλληνικὰ σημαίνει Σωτήρ. Εἶναι ὄνομα ποὺ δὲν τὸ ἔδωσαν στὸ θεῖο Βρέφος οἱ ἄνθρωποι, ἀλλὰ τὸ ὅρισε ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς διὰ τοῦ ἀγγέλου Του καὶ δηλώνει τὴν ἀποστολὴ τοῦ Κυρίου. Καὶ ἡ ἀποστολή Του εἶναι νὰ σώσει τὸν λαό Του ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες του. Ἐκεῖνος θὰ ἐξασφαλίσει τὴ σωτηρία γιὰ ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος, καὶ ὅσοι Τὸν ἐγκολπωθοῦν ὡς Σωτήρα καὶ Λυτρωτή τους θὰ σωθοῦν. Αὐτοὶ θὰ ἀποτελέσουν τὸν λαό Του.
Νὰ δοῦμε τὶ σημαίνει θὰ σώσει τὸν λαό Του ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ ἔσωσαν συνανθρώπους τους ἀπὸ τὸν σωματικὸ θάνατο, στρατηγοὶ ποὺ ἔσωσαν τὴν Πατρίδα τους ἀπὸ τὴν ὑποδούλωση, ἐπιστήμονες ποὺ μὲ τὶς ἐφευρέσεις τους εὐεργέτησαν πλήθη ἀνθρώπων.
Ὁ Κύριος Ἰησοῦς ὅμως σώζει ὅλες τὶς γενιὲς τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, τὸ πιὸ μεγάλο κακό, τὴν αἰτία ὅλων τῶν κακῶν. Σώζει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν αἰώνια κόλαση. Ἔρχεται μὲ τὸν λόγο Του νὰ διδάξει στὸν ἄνθρωπο τὴν ἀλήθεια· μὲ τὴ ζωή Του νὰ δώσει τὸ τέλειο παράδειγμα τῆς ἀρετῆς· μὲ τὸ Πάθος Του νὰ πάρει ἐπάνω Του τὴν ἁμαρτία τοῦ κόσμου, νὰ χαρίσει στὸν ἄνθρωπο τὴν ἄφεση, νὰ τὸν συμφιλιώσει μὲ τὸν Θεό. Αὐτὴ εἶναι ἡ σωτηρία μὲ τὴν ἀπόλυτη σημασία τῆς λέξεως. Γι᾿ αὐτὸ εἶπε ὁ ἄγγελος: «Αὐτὸς γὰρ σώσει». Αὐτὸς θὰ σώσει, ὄχι ἄλλος. Κανεὶς ἄλλος δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς σώσει. Ἀπολύτως κανείς. «Οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενὶ ἡ σωτηρία», διακήρυξε ἀργότερα ὁ ἀπόστολος Πέτρος (Πράξ. δ´ 12). Δὲν ὑπάρχει ἄλλο ὄνομα στὴ γῆ τὸ ὁποῖο ἔχει δώσει ὁ Θεὸς στοὺς ἀνθρώπους καὶ ἔχει ὁρίσει ὅτι μ'᾿ αὐτὸ μποροῦμε νὰ σωθοῦμε ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι.
Ὅσοι τελικὰ πιστεύουμε στὸν Κύριο Ἰησοῦ καὶ θέλουμε νὰ γευτοῦμε τὴ σωτηρία ποὺ Ἐκεῖνος χαρίζει, ὀφείλουμε ἀσφαλῶς νὰ γίνουμε λαός Του. Ἤδη μὲ τὸ ἅγιο Βάπτισμα γίναμε μέλη τῆς Ἐκκλησίας Του, ἡ ὁποία παρέχει τὴ σωτηρία διὰ τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ πρέπει νὰ μᾶς συνέχει καὶ νὰ ἀναγνωρίζουμε συνειδητὰ τὸν Κύριο Ἰησοῦ ὡς τὸν Μόνο Σωτήρα. Νὰ μὴν ἐπηρεαζόμαστε ἀπὸ τὸ πνεῦμα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τῆς Πανθρησκείας, ποὺ κηρύσσουν τὴν πλάνη, ὅτι ὅλες οἱ θρησκεῖες πρέπει νὰ εἶναι ἀποδεκτές, διότι τάχα εἶναι διαφορετικοὶ δρόμοι ποὺ ὁδηγοῦν ὅλοι στὸ Θεό. Ὅποιος θέλει νὰ ἀξιωθεῖ τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας καὶ νὰ ἑορτάζει ἀληθινὰ Χριστούγεννα, ὀφείλει νὰ φυλάσσει τὴν Ὀρθόδοξη πίστη του ἀμόλυντη καὶ νὰ ὁμολογεῖ πίστη μόνο στὸν Κύριο Ἰησοῦ καὶ στὸν Πατέρα καὶ στὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὸν μόνο ἀληθινὸ ἐν Τριάδι Θεό. Ἐπιπλέον ὀφείλει νὰ ζεῖ ζωὴ μετανοίας. Γιατὶ ὁ Κύριος δὲν σώζει ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες του ἐκεῖνον ποὺ δὲν θέλει νὰ τὶς ἀπαρνηθεῖ. Καὶ δὲν τὸν σώζει, διότι σέβεται τὴν ἐλευθερία του. Γιὰ νὰ σωθοῦμε λοιπόν, καλούμαστε ἐλεύθερα, μὲ ὅλη μας τὴν καρδιά, νὰ παραδώσουμε τὴ ζωή μας στὸ Χριστό· νὰ τηροῦμε τὸ θέλημά Του καὶ νὰ μετανοοῦμε γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας. Ἡ δὲ συμμετοχή μας στὴν μυστηριακὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας μᾶς κάνει κληρονόμους τῆς Βασιλείας Του.
Ἰησοῦς εἶναι τὸ μοναδικὸ ὄνομα καὶ πρόσωπο ποὺ περίμεναν οἱ αἰῶνες. Τὸ ὄνομα ποὺ ἀποκαλύπτει τὰ ἀληθινὰ δῶρα τῶν Χριστουγέννων, καὶ ποὺ δὲν εἶναι αὐτὰ ποὺ ἀντα-λάσσουμε μεταξύ μας, ἀλλὰ αὐτὰ ποὺ προσφέρει ἡ ἀγάπη τοῦ Νηπιάζοντος Ἰησοῦ. Ἡ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν, ἡ σωτηρία, ἡ ἀναγέννηση, ἡ θέωση.
Ἂς περάσουμε αὐτὲς τὶς ἅγιες ἡμέρες μὲ εὐγνωμοσύνη καὶ δοξολογία στὸ Θεὸ γι’ αὐτοὺς τοὺς λόγους.
30 Δεκεμβρίου 2018
Τὴν Κυριακὴ μετὰ τὰ Χριστούγεννα ἡ Ἐκκλησία μας ἑορτάζει, ἀγαπητοί ἀδελφοί, τὴ μνήμη τοῦ Ἰωσὴφ τοῦ μνήστορος, τοῦ Ἰακώβου τοῦ ἀδελφοθέου καὶ τοῦ προφητάνακτος Δαβίδ. Εἶναι τρία πρόσωπα ποὺ σηματοδοτοῦν τὸ πέρασμα ἀπὸ τὸ νόμο στὴ Χάρη· εἶναι πρόσωπα τὰ ὁποῖα εἶχαν οὐσιαστικὴ σχέση μὲ τὸ Χριστό, διότι ἔζησαν ὁ καθένας μ᾽ ἕναν ἰδιαίτερο τρόπο τὸ ἔλεος, τὴ φιλανθρωπία καὶ τὴ δόξα Του. Τὸν γνώρισαν ὡς «τὸ σωτήριον τοῦ Θεοῦ», «πρότερον μὲν ἄσαρκον ὡς Λόγον» ὁ Δαβίδ, «ὕστερον δὲ δι᾽ ἡμᾶς σεσαρκωμένον» ὁ Ἰωσὴφ καὶ ὁ Ἰάκωβος.
Ἡ μετάβαση ὅμως ἀπὸ τὸ νόμο στὴ Χάρη, ἀπὸ τὴν Παλαιὰ στὴν Καινὴ Διαθήκη, δὲν ἔγινε χωρὶς τριγμοὺς σὲ πολλὲς συνειδήσεις. Ὁ Χριστὸς γιὰ πολλοὺς ἦταν, καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι, «σημεῖον ἀντιλεγόμενον». Ἄν παρακολουθήσουμε τὴν ἱστορία τοῦ περιούσιου λαοῦ θὰ δοῦμε ὅτι σὲ σχέση μὲ τὸ Χριστὸ καὶ τὴν φανέρωση τῆς Βασιλείας Του ἐμφανίζονται διάφορες κατηγορίες ἀνθρώπων. Ὑπάρχουν αὐτοὶ ποὺ προγεύονται μὲ τὸ προφητικὸ χάρισμα τοὺς καρποὺς τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Κυρίου, ὅπως ἦταν ὁ Δαβίδ. Ὑπάρχουν αὐτοὶ ποὺ ζοῦσαν σιωπηλὰ τὸ πνεῦμα τοῦ νόμου, ἀφοῦ ξεπέρασαν τὸ «γράμμα» ποὺ «ἀποκτείνει» καὶ ἔφθασαν μέχρι τὴν τελειότητα τῆς εὐαγγελικῆς δικαιοσύνης, ὅπως συνέβη μὲ τὸν Ἰωσήφ.
Ὁ Μέγας Βασίλειος λέει ὅτι ὁ Ἰωσήφ ὑπηρέτησε τὸ μυστήριο τῆς θείας οἰκονομίας μὲ διάθεση καὶ μὲ στοργὴ καὶ μὲ ὅλη τὴν ἐπιμέλεια ποὺ ἐπιβάλλεται σὲ ἐκείνους ποὺ ζοῦν σ᾽ ἕνα σπίτι.
Ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ ποὺ μνηστεύθηκε τὴν ἁγία Παρθένο, βρέθηκε μπροστὰ σὲ ἀνέλπιστα καὶ ἀνεξήγητα γεγονότα. Ἀλλὰ ἡ διάθεσή του ἦταν πάντα ἀγαθὴ καὶ γι᾽ αὐτὸ σὲ κάθε περίσταση ὁ Θεὸς τὸν ὁδηγοῦσε στὸ πῶς ἔπρεπε νὰ ἐνεργήσει. Ἐπίσης, ὑπάρχουν αὐτοὶ ποὺ ἀγαποῦσαν τὶς πατρικὲς παραδόσεις, ἀλλὰ δὲ δίστασαν νὰ ἐγκαταλείψουν τὴ σκιὰ τοῦ νόμου καὶ νὰ περάσουν στὸ φῶς τῆς ἀλήθειας, ὅταν γνώρισαν τὸ Χριστὸ ὡς μονογενῆ Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, ὅπως συνέβη μὲ τὸν γιὸ τοῦ Ἰωσήφ, τὸν ἀδελφόθεο Ἰάκωβο, πρῶτο ἐπίσκοπο Ἱεροσολύμων.
Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ αὐτὲς τὶς κατηγορίες τῶν ἀνθρώπων, ποὺ εἶχαν μιὰ θετικὴ στάση ἀπέναντι στὸ Χριστό, ὑπῆρχαν καὶ ὑπάρχουν καὶ ἄλλοι ποὺ ἐκδήλωσαν ἀρνητικὲς διαθέσεις ἀπέναντί Του. Τέτοιοι ἦταν οἱ ἀρχιερεῖς τῶν Ἰουδαίων, οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ φαρισαῖοι καὶ ὁ Ἠρώδης, ὁ ὁποῖος ὅταν ἄκουσε γιὰ τὴ Γέννηση τοῦ Ἰησοῦ «ἐταράχθη καὶ πᾶσα Ἱεροσόλυμα μετ᾽ αὐτοῦ, καὶ συναγαγῶν πάντας τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ γραμματεῖς τοῦ λαοῦ ἐπυνθάνετο παρ᾽ αὐτῶν ποῦ ὁ Χριστὸς γεννᾶται».
Ἡ γέννηση τοῦ Χριστοῦ, ὅπως περιγράφεται ἀπὸ τὸν εὐαγγελιστὴ Ματθαῖο στὴ σημερινὴ περικοπή, μᾶς δείχνει προκαταβολικὰ τὴν τύχη τοῦ Μεσσία μέσα στὸν κόσμο. Ὁ νεογέννητος Χριστὸς εὐθὺς ὡς εἰσέρχεται στὸν παρόντα κόσμο γνωρίζει τὴν καταδίωξη καὶ τὴν ἐχθρότητα τῶν ἀρχόντων. Ἡ ἐχθρότητα αὐτὴ βρίσκει τὸν κύριο ἐκπρόσωπό της στὸ βασιλιὰ Ἠρώδη, ἡ θηριωδία τοῦ ὁποίου μᾶς εἶναι γνωστὴ καὶ ἀπὸ τοὺς ἱστορικοὺς τῆς ἐποχῆς.
Θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῦ σημαίνεται ἤδη ἀπὸ τὴ στιγμὴ τῆς γεννήσεώς Του. Ἡ ὅλη πορεία τοῦ Χριστοῦ μέσα στὸν κόσμο θὰ εἶναι ἕνας σταυρὸς ἀγάπης καὶ θυσίας· ἕνας σταυρὸς στὸν ὁποῖο θὰ νικηθεῖ ὁριστικὰ ἡ δαιμονικὴ δύναμη γιὰ νὰ λάμψει τὸ φῶς τῆς ἀναστάσεως. Ἡ θηριωδία τοῦ Ἠρώδη, ποὺ ἐκδηλώθηκε μὲ τὴν ἀπάνθρωπη σφαγὴ τῶν νηπίων στὴ Βηθλεὲμ καὶ στὴ γύρω περιοχὴ, δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ σταματήσει ἤδη ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τὸ ἔργο τοῦ νεογέννητου Μεσσία, ποὺ βρισκόταν κάτω ἀπὸ τὴν προστατευτικὴ πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Παρὰ τὸ φαινομενικὸ θρίαμβο τοῦ κακοῦ, τοῦ μίσους καὶ τῆς θηριωδίας μέσα στὴν ἱστορία τῶν ἀνθρώπων, τελικὰ ἐπιβάλλεται ἡ δύναμη τῆς ἀγάπης. Ὅτι ὁ Θεὸς γεννιέται σὰν ἄνθρωπος ἀποτελεῖ ἀκριβῶς τὴν ἀπόδειξη γιὰ τὸ στοργικὸ ἐνδιαφέρον καὶ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ νὰ λυτρώσει καὶ νὰ σώσει τὸν ἄνθρωπο.
Ἡ «σωτήριος Χάρις», ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, δίνεται ἀπὸ τὸ Θεὸ ἐξίσου σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Αὐτὸ ποὺ μᾶς διαφοροποιεῖ εἶναι ἡ διάθεση τῆς εὐγνωμοσύνης ποὺ ἔχουμε ἀπέναντι στὸ Θεὸ γιὰ τὶς δωρεές Του. Εἶναι ἐπίσης ἡ αὐτοπροαίρετη διάθεση τῆς ὑπακοῆς μας στὸ εὐαγγελικὸ κήρυγμα. Καὶ εἶναι, τέλος, ἡ κοπιαστικὴ προσπάθεια νὰ μεταβάλλουμε τὸν ἑαυτό μας ἀπὸ ἀποστάτη ἤ διώκτη σὲ «σκεῦος ἐκλογῆς» τοῦ Θεοῦ. Ἀμήν.