ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ
ΙΓ´ Κυριακὴ τοῦ Λουκᾶ (Λουκ. ιη´ 18-27)
(25η Νοεμβρίου 2012)
Τοῦ πλουσίου νεανίσκου
Ἡ σημερινὴ Εὐαγγελικὴ περικοπὴ ἀναφέρεται στὸν διάλογο ποὺ εἶχε ο Κύριος μὲ κάποιο νέον ἄρχοντα, ὁ ὁποῖος Τὸν πλησίασε ἐνδιαφερόμενος νὰ μάθει τὸν τρόπο, μὲ τὸν ὁποῖο θα μποροῦσε να κληρονομήσει τὴν αἰώνιο ζωή. Τὸ ἐρώτημα τοῦ ἄρχοντος ἦταν ἁπλὸ καὶ οὐσιαστικό, καὶ κατ’ ἀρχὴν ἐπαινετό: «διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;». Τί τὸ μεμπτὸ θὰ μποροῦσε να κρύβει ἡ φαινομενικὴ ἀγωνία ἑνὸς νέου καὶ εὐσεβοῦς ἀνθρώπου γιὰ τὴν σωτηρία του; Ὁ παντογνώστης Κύριος, ὄμως, βλέποντας ἀπ’ εὐθείας στὴν καρδιὰ τοῦ ἄρχοντος καὶ μὴ μένοντας στὴν ἐπιφάνεια τῶν λόγων του, ξεκόβει ἀμέσως μὲ τὴν ἀπάντησή του τὴν περιττὴ διάθεση περιποιητικῆς φιλοφροσύνης: «τί με λέγεις ἀγαθόν; Οὐδεὶς ἀγαθὸς εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός». Σὰν νὰ τοῦ λέει, δηλαδή: «ἀφοῦ δὲν πιστεύεις στὴν θεία φύση μου, δἐν πιστεύεις ὅτι εἶμαι Θεός, τί μὲ λὲς ἀγαθό; Ἀγαθὸς ἀπὸ τὴν φύση Του εἶναι μόνον ἕνας, ὁ Θεός. Κανεὶς ἄλλος!». Καὶ συνεχίζει ὁ Κύριος: «τὰς ἐντολὰς οἶδας· μὴ μοιχεύσῃς, μὴ φονεύσῃς, μὴ κλέψῃς, μὴ ψευδομαρτυρήσῃς, τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου».
Ἡ ἀπάντηση τοῦ Κυρίου ἴσως να ξάφνιασε τὸν νέο, ἴσως καὶ νὰ τὸν ἀπογοήτευσε λίγο. Ἦταν τηρητὴς τοῦ Νόμου ἀπὸ τὰ μικρά του χρόνια καὶ τὶς ἐντολὲς τὶς γνώριζε καλά. Κάτι τοῦ ἔλειπε, ὅμως. Αἰσθανόταν, ἴσως, ὅτι ἡ ἁπλῆ τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου δὲν θὰ τοῦ ἔδινε τὸ ποθούμενο τέλος, δηλαδὴ τὸ νὰ κληρονομήσει τὴν αἰώνιο ζωή. Καὶ πλησίασε τὸν Ἰησοῦ ἔχοντας ἀκούσει τὴν δημόσια διδασκαλία Του καὶ διερωτώμενος ἂν Αὐτὸς μποροῦσε νὰ δώσει λύση στὸ ἐσωτερικό του ἀδιέξοδο. Ἀπαντᾶ, λοιπόν, συνοπτικά: «ταῦτα πάντα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου». Ὁ Κύριος ἀσφαλῶς προγνώριζε τὴν ζωὴ τοῦ ἄρχοντος, ὅπως γνώριζε πολὺ καλὰ καὶ τί ἦταν αὐτὸ ποὺ τὸν ἐμπόδιζε να βαδίσει πρὸς τὴν τελειότητα. Γι’ αὐτὸ ξεκίνησε ἀπὸ τὰ βασικὰ τοῦ Νόμου καὶ θέλησε ὁ νέος νὰ Τὸν διαβεβαιώσει δημόσια γιὰ τὴν τήρησή τους, πρὶν προχωρήσει στὰ λεπτότερα καὶ ἀνώτερα. Καὶ ὄπως πολὺ ὡραῖα λέει ὁ Μ. Βασίλειος γιὰ τὸ σημεῖο αὐτό, εἶναι σὰν νὰ ρωτάει ὁ δάσκαλος τὸν μαθητὴ ἐὰν ἔμαθε τὰ γράμματα τῆς ἀλφαβήτου καὶ ἐὰν διδάχθηκε τὶς συλλαβές, γιὰ νὰ προχωρήσει στὴν τέλεια ἀνάγνωση. Διότι, πῶς θα μποροῦσε ὁ μαθητὴς νὰ προχωρήσει στὴν ἀνάγνωση, ἐὰν πρῶτα δὲν ἔχει μάθει νὰ συλλαβίζει;
Στὸ σημεῖο αὐτό, ἀκριβῶς, ὁ Κύριος δίνει τὴν οὐσιαστικὴ ἀπάντηση στὴν ἀναζήτηση τοῦ νέου ἄρχοντος, μιὰ ἀπάντηση ὅμως, ποὺ ἀντὶ νὰ τὸν ἀναπαύσει καὶ νὰ τὸν βγάλει ἀπὸ τὸ ἀδιέξοδό του ἔμελλε νὰ τὸν βυθίσει στὴν θλίψη: «ἔτι ἕν σοι λείπει· πάντα ὅσα ἔχεις πώλησον καὶ διάδος πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι», δηλαδή, «ἀκόμα ἕνα πρᾶγμα σοῦ λείπει γιὰ να εἶσαι τέλειος, ἐὰν ἔχεις τηρήσει, ὄπως λές, ὅλες τὶς ἐντολές· πούλα ὅλα τα ὑπάρχοντά σου καὶ μοίρασέ τα μὲ σύνεση στοὺς φτωχοὺς καὶ θὰ ἀποκτήσεις ἔτσι θησαυρὸ οὐράνιο καὶ αἰώνιο, ἀπαλλασσόμενος ἀπὸ τὸν ἐπίγειο ποὺ ἔχεις τώρα καὶ ποὺ θὰ χαθεῖ, ὅταν πεθάνεις, καὶ ἐν συνεχείᾳ ἀκολούθησέ με, δηλαδή, γίνε μαθητής μου ὄχι μόνο στὴν ἀκτημοσύνη ἀλλὰ καὶ σὲ ὅλη τὴν νέα διδασκαλία μου, ποὺ συμπληρώνει καὶ τελειοποιεῖ τὸν Νόμο ποὺ ἀπὸ μικρὸς ἔμαθες». Ὁ κόσμος τοῦ νέου ἄρχοντος κατέρρευσε ὁλοκληρωτικὰ μὲ τὸ ἄκουσμα αὐτῆς τῆς ἀπαντήσεως καί, ὅπως συνεχίζει ἡ περικοπή: «περίλυπος ἐγένετο· ἦν γὰρ πλούσιος σφόδρα».
Αὐτὸ ἦταν τελικὰ τό μεγάλο βάρος στὴν ψυχὴ τοῦ νέου ποὺ διεῖδε ἐξ ἀρχῆς ὁ Ἰησοῦς καὶ ποὺ ἐμπόδιζε τὸν δρόμο του πρὸς τὴν πνευματικὴ τελειότητα. Ἡ ἀγάπη στὰ κοσμικὰ πλούτη καὶ τὰ χρήματα ποὺ τὰ εἶχε ἄφθονα, «ἦν γὰρ πλούσιος σφόδρα». Καὶ στὸ σημεῖο αὐτό, ὁ «ἐτάζων καρδίας καὶ νεφροὺς» Κύριος διατυπώνει ἐμφαντικὰ μιά μεγάλη ἀλήθεια: «πῶς δυσκόλως οἱ τὰ χρήματα ἔχοντες εἰσελεύσονται εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ! εὐκοπώτερον γάρ ἐστι κάμηλον διὰ τρυμαλιᾶς ῥαφίδος εἰσελθεῖν ἢ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν», δηλαδή, εἶναι εὐκολότερο νὰ περάσει ἀπὸ τὴν ὀπὴ μιᾶς βελόνας τὸ χοντρὸ σκοινὶ ποὺ χρησιμοποιεῖται στὰ πλοῖα παρὰ να μπεῖ πλούσιος στὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Δὲν εἶναι ἀδύνατον να σωθεῖ ἕνας πλούσιος, λέει ὁ Κύριος, ἀλλὰ εἶναι τόσο δύσκολο ποὺ μοιάζει ἀδύνατον. Καὶ ἐὰν ὁ Κύριος ζητεῖ τέτοια ὁλοκληρωτικὴ ἀφιέρωση στὴν διδασκαλία Του καὶ τέτοια περιφρόνηση τῶν ἐπιγείων ἀγαθῶν, στὰ ὁποῖα ὅλοι μας λίγο ἢ πολὺ εἴμαστε προσκολλημένοι, τότε ποιὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ πραγματικὰ μπορεῖ να σωθεῖ;
Αὐτὴ ἦταν καὶ ἡ εὔλογη ἀπορία τῶν μαθητῶν Του καὶ τῶν ὑπολοίπων παρευρισκομένων: «καὶ τὶς δύναται σωθῆναι;». Καὶ ὁ Κύριος ἀπαντᾶ μὲ μιὰ ἀκόμα μεγάλη ἀλήθεια ποὺ ἀποτελεῖ διαχρονικὴ πυξίδα τῶν ἀγωνιζομένων Χριστιανῶν: «τὰ ἀδύνατα παρὰ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστιν». Ἡ ὑπέρβαση τῶν ἐμποδίων στὸν δρόμο πρὸς τὴν αἰώνιο ζωὴ εἶναι ἔργο τῆς χάριτος καὶ ὄχι ἁπλὸ ἀποτέλεσμα ἀνθρώπινης προσπάθειας καὶ ἀρετῆς. Ἐμεῖς πρέπει νὰ τὸ θελήσουμε, νὰ τὸ ποθήσουμε καὶ νὰ κάνουμε τὸ κατὰ δύναμιν, καὶ τὰ ὑπόλοιπα εἶναι τοῦ Θεοῦ. «Ἡμῶν μὲν γάρ ἐστι τὸ θελῆσαι τὸ ἀγαθόν, Θεοῦ δὲ τὸ τελειῶσαι», λέει ο ἅγιος Θεοφύλακτος.
Εἶναι πράγματι «στενὴ καὶ τεθλιμμένη ἡ ὁδὸς ἡ ἀπάγουσα εἰς τὴν ζωήν», καὶ φαντάζει ἀκατόρθωτη, ἀλλὰ μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ τίποτα δὲν εἶναι ἀκατόρθωτο. «Ἄνευ ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν» προειδοποιεῖ ὁ Κύριος, ἀλλὰ ὁ ἀπ. Παῦλος μᾶς καθησυχάζει λέγοντας ὅτι «πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντί με Χριστῷ». Ὁ δρόμος τῆς τελειότητος εἶναι δύσκολος καὶ λίγοι τελικὰ θὰ τὸν κατορθώσουν. Ἀλλὰ δὲν θὰ σωθοῦν μόνον οἱ τέλειοι. Θὰ σωθοῦν καὶ ὅσοι προσπαθήσουν μὲ ὅλη τὴν δύναμη τῆς προαιρέσεώς τους. Καὶ ὁ ἀγωνοθέτης Χριστὸς θὰ κρίνει δίκαια καὶ τὸν ἐλάχιστο ἀπὸ ἐμᾶς. Δὲν εἴμαστε ὅλοι πρωταθλητὲς τῆς πίστεως, ἀλλὰ ὅλοι μποροῦμε νὰ γίνουμε τίμιοι ἀγωνιστές. Ἂς μὴ βγοῦμε πρῶτοι στὸν «προκείμενον ἡμῖν» ἀγῶνα, πρέπει ὅμως να προσπαθήσουμε μὲ φιλότιμο τοὐλάχιστον νὰ τερματίσουμε. Ἀκόμη κι ἂν δὲν μποροῦμε νὰ τηρήσουμε κι ἐμεῖς τὴν προτροπὴ τοῦ Κυρίου πρὸς τὸν πλούσιο ἄρχοντα νὰ τὰ πουλήσει ὅλα καὶ νὰ ἀφιερωθεῖ τελείως στὸ ἔργο τῆς σωτηρίας, μποροῦμε τοὐλάχιστον να προσπαθήσουμε μὲ προσευχὴ καὶ ἐξάσκηση τῶν ἀρετῶν νὰ μὴ προσκολληθοῦμε στὰ ἐπίγεια ἀγαθὰ καὶ νὰ διαχειριστοῦμε ὅσα μᾶς ἔδωσε ὁ Κύριος ἐπ’ ἀγαθῷ τῶν συνανθρώπων μας.
Κάποτε, ὁ Μ. Ἀντώνιος ἀκούγοντας τὴν ἴδια διήγηση ἀπὸ τὸ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιο στὴν Ἐκκλησία, ἐφήρμοσε ἐπ’ ἀκριβῶς τὰ λόγια τοῦ Κυρίου στὴν ζωή του, πουλῶντας ὅλα τα ὑπάρχοντά του. Καὶ ἀκολουθῶντας τὴν ζωὴ τῆς τελειότητος, πράγματι, ἔγινε Μέγας! Ἐμεῖς, βλέποντας τὸ παράδειγμα τέτοιων ἁγίων ποὺ ἐπιβεβαιώνουν μὲ τὴν ζωή τους τὸν λόγο τοῦ Κυρίου ὅτι «τὰ ἀδύνατα παρὰ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστιν», ἂς φιλοτιμηθοῦμε τοὐλάχιστον νὰ ξεκινήσουμε ἀπὸ τὴν πνευματικὴ ἀλφάβητο, ἐλπίζοντας ὅτι ὁ Κύριός μας θὰ ἀναπληρώσει τὰ ἐλλείποντα. Ἀμήν!
π. Ν.Μ.