en ru

π. Ἀθανάσιος Μυτιληναῖος

Τό Σύμβολον τῆς Πίστεως
(Ἀπόσπασμα ἀπό τίς Κατηχήσεις Ἁγίου Κυρίλλου Ἱεροσολύμων)




gerontas athanasios mitilinaiosΚατήχησις ΙΒ' & ΚΣΤ' – Λ' (Ομιλία 74η). 

Εἰς τό : “Τόν Σαρκωθέντα καί Ἐνανθρωπήσαντα”. Ἡ παρθενική γέννησις συγκρινομένη μέ τήν ἐκ στειρότητος γέννησιν. Ἡ τυπολογία τῆς Π. Δ. Διά τήν παρθενικήν γέννησιν. - Μέρος Θ'. (δ. 62')

clipart audio



Κατήχησις ΙΒ' & ΛΑ'- ΛΔ' (Ομιλία 75η)


Εἰς τό : “Τόν Σαρκωθέντα καί Ἐνανθρωπήσαντα”. Ἀρνητικές θέσεις κατά τῆς παρθενίας τῆς Θεοτόκου καί ἀναίρεσις αὐτῶν.- Ἐπίλογος. - Μέρος Θ'. (δ. 56')

 clipart audio


Panagia platytera


Aπό την υμνολογία της Εκκλησίας μας



Κάθισμα. Ἦχος γ΄


Τὴν ὡραιότητα τῆς Παρθενίας σου,

καὶ τὸ ὑπέρλαμπρον τὸ τῆς ἁγνείας σου,

ὁ Γαβριὴλ καταπλαγείς, ἐβόα σοι Θεοτόκε·

Ποῖόν σοι ἐγκώμιον, προσαγάγω ἐπάξιον;

τί δὲ ὀνομάσω σε; Ἀπορῶ καὶ ἐξίσταμαι,

διὸ ὡς προσετάγην βοῶ σοι·

Χαῖρε ἡ Κεχαριτωμένη.




ευαγγελισμος 




 κοιμηση 2


Εἱρμὸς Θ΄ Ὠδῆς τοῦ Κανόνος
τῆς ἑορτῆς τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου.


Νενίκηνται τῆς φύσεως οἱ ὅροι,
ἐν σοὶ Παρθένε ἄχραντε·

παρθενεύει γὰρ τόκος,
καὶ ζωὴν προμνηστεύεται θάνατος.

Ἡ μετὰ τὸκον Παρθένος,
καὶ μετὰ θάνατον ζῶσα,

σῴζοις ἀεί, Θεοτόκε,
τὴν κληρονομίαν σου.



Θεοτοκίον. Ἦχος Βαρύς

 

Ὡς τῆς ἡμῶν Ἀναστάσεως θησαύρισμα, 
τοὺς ἐπὶ σοὶ πεποιθότας Πανύμνητε,

ἐκ λάκκου καὶ βυθοῦ πταισμάτων ἀνάγαγε·

σὺ γὰρ τοὺς ὑπευθύνους τῇ ἁμαρτίᾳ,
ἔσωσας τεκοῦσα τὴν σωτηρίαν,

 πρ τόκου Παρθένος, καὶ ἐν τόκῳ Παρθένος, 

κα μετ τόκον πάλιν οὖσα Παρθένος.
 
Panagia Egkymonoysa2
   

Μητροπολίτου Μεσογαίας καὶ Λαυρεωτικῆς Νικολάου

Τὸ μυστήριο τῆς ἐκ Παρθένου Γεννήσεως
τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ

μμλνὍσο κι ἂν ἡ ὀρθολογισμένη σκληροκαρδία τῆς ἐποχῆς μας σκανδαλίζεται ἀπὸ αὐτὸ τὸ γεγονός, ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι ὁ Κύριος ἐγεννήθη «ἐκ Παρθένου Μητρός». Γιὰ ποιό λόγο ὅμως νὰ γεννηθεῖ ἐκ παρθένου; Τὴν ἴδια ἀπορία ποὺ ἴσως ταπεινῶς κι ἐμεῖς ἔχουμε, τὴν ἴδια ἀπορία διατυπώνει καὶ ἡ Ἐκκλησία. Γι᾿ αὐτὸ συχνὰ στοὺς ὕμνους τονίζεται αὐτὸς ὁ θαυμασμός, αὐτὴ ἡ ἔκπληξη. «Ὁ ἀχώρητος παντὶ πῶς ἐχωρήθη ἐν γαστρί;», «Μυστήριον ξένον ὁρῶ καὶ παράδοξον» κ.ο.κ. Οἱ ὕμνοι παλεύουν μὲ τὴν ἰδέα τῆς παρθενικῆς γεννήσεως. Ἡ Ἐκκλησία ἐνῶ ἀπορεῖ μὲ τὸ μυστήριο, δὲν τὸ ἀμφισβητεῖ. Πιστεύει μόνον σ᾿ αὐτό. Αὐτὴ ἡ πίστη της γεννᾶ καὶ σαφεῖς ἀπαντήσεις, τόσο ἰσχυρές, ποὺ θὰ μᾶς ἔλεγε ὅτι δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ γεννηθεῖ ὁ Κύριος ἀπὸ μὴ παρθενικὴ μήτρα. Δὲν ὑπῆρχε ἄλλος τρόπος. Ἂς δοῦμε ὁρισμένους λόγους ποὺ ἐπιβεβαιώνουν αὐτὴν τὴν θεολογικὴ ἀλήθεια.

Ὁ πρῶτος εἶναι ὁ μυστηριακὸς λόγος. Τί σημαίνει αὐτὸ τὸ πρᾶγμα; Ἔπρεπε ὁ Θεὸς νὰ ἔλθει ὄχι μὲ τοὺς νόμους τῆς φύσεως, ἀλλὰ μὲ ὑπερφυσικοὺς τρόπους. «Νενίκηνται τῆς φύσεως οἱ ὅροι». Θὰ μποροῦσε νὰ ἐρχόταν ὁ Θεὸς χωρὶς νὰ δημιουργήσει τὴν θεϊκὴ ὑποψία. Ἐρχόμενος λοιπὸν μέσα ἀπὸ τὴν παρθενικὴ μήτρα, ἐρχόταν μ᾿ ἕναν τρόπο ποὺ σήμαινε ὅτι πρῶτον καταργεῖ ἐντελῶς τοὺς νόμους τῆς φύσεως. Ἀνακαινίζει τὰ πάντα. Γεννᾶ ἐλπίδες σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδα. Δὲν ἦλθε μὲ φυσικὸ τρόπο. Συνεπῶς δημιουργεῖ τὴν ὑποψία ὅτι κάτι γίνεται. Παρὰ ταῦτα, ὁ ἴδιος ὁ Ἰωσὴφ δὲν ἀντιλαμβάνεται τὸ γεγονός, ὅπως λέει τὸ Εὐαγγέλιο (Ματθ. α' 19). «Κατεπλάγη Ἰωσὴφ τὸ ὑπὲρ φύσιν θεωρῶν», ἐπαναλαμβάνει ὁ ὑμνογράφος. Ἡ ἴδια ἡ Παναγία δὲν τὸ ὑποψιάστηκε τὴ στιγμὴ τοῦ εὐαγγελισμοῦ (Λουκ. α' 34). Καὶ μόνον ὅταν ὑπετάγη στὴν προτροπὴ τοῦ ἀγγέλου, ἄρχισε νὰ καταλαβαίνει περίπου τὸ τί θὰ τῆς συμβεῖ. Ἡ πρώτη λοιπὸν αἰτία τῆς ἐκ Παρθένου γεννήσεως εἶναι τὸ ὑπερφυσικὸ τοῦ γεγονότος.

Panagia koufopetritissaΔεύτερη αἰτία εἶναι ἡ ἀνάγκη τῆς καθαρότητος. Ἔπρεπε ὁ Θεὸς νὰ ἔλθει μ᾿ ἕναν πεντακάθαρο τρόπο, τὸν καθαρότερο. Ὄχι μ᾿ ἕναν τρόπο ὁ ὁποῖος εἶναι πτωτικός, ὅπως ὁ φυσικός. Ὁ τρόπος τῆς συλλήψεως καὶ τῆς γεννήσεως τοῦ καθενός μας εἰσήχθησαν στὴν ἀνθρώπινη φύση μετὰ  τὴν πτώση. Αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ τὸ ὅτι ἡ μὲν σύλληψη εἶναι ἐνήδονη, δηλαδὴ ἡδονικῶς κανεὶς συλλαμβάνεται, ἡ δὲ γέννηση ἐπώδυνη, δηλαδὴ μὲ πόνους κανεὶς γεννᾶται. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ καὶ στὴ γέννηση τοῦ Κυρίου ἀλλὰ καὶ στὴ γέννηση τῆς Θεοτόκου ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ ἔδωσε ἰδιάζοντα, μὴ ἡδονικὸ χαρακτήρα. Ἔτσι ἡ Παναγία γεννήθηκε ἀπὸ ἡλικιωμένους στείρους γονεῖς, ὥστε ἡ γέννησή της νὰ μὴν εἶναι ἀποτέλεσμα ἐπιθυμίας, διαθέσεως πρὸς ἡδονὴ καὶ εὐχαρίστηση, ἀλλὰ νὰ εἶναι ἀποτέλεσμα πόθου πρὸς παιδοποιΐα καὶ μόνον. Ἂν αὐτὸ συνέβη μὲ τὴν Παναγία, πολὺ περισσότερο ἔπρεπε νὰ συμβεῖ γιὰ τὸν Χριστό. Σκοπὸς λοιπὸν τῆς παρθενικῆς συλλήψεως καὶ γεννήσεως τοῦ Κυρίου εἶναι ἡ καθαρότητα μὲ τὴν ὁποία ἔπρεπε νὰ ἔλθει ὁ πεντακάθαρος Θεὸς σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο.

Ὑπάρχουν καὶ ἄλλοι δύο θεολογικοὶ λόγοι. Λένε οἱ πατέρες ὅτι στὴν Παλαιὰ Διαθήκη τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα περνοῦσε ἀπὸ γενεὰ σὲ γενεὰ καὶ ἀπὸ ἄνθρωπο σὲ ἄνθρωπο διὰ σπέρματος ἀνδρός, μὲ τὴ σπερματικὴ γέννηση. Ὁ Κύριος ὅμως ἦλθε στὸν κόσμο χωρὶς τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα. Ἀλλοίμονο ἂν εἶχε ὁ ἴδιος τὴν κληρονομιὰ τῆς ἁμαρτίας. Πῶς θὰ μποροῦσε νὰ ἀπαλλάξει ἐμᾶς ἀπὸ αὐτὴν τὴν παίδευση καὶ τὴ σκλαβιὰ της; Ἔπρεπε λοιπὸν νὰ εἶναι ἀπαλλαγμένος ἀπ᾿ αὐτό. Γι᾿ αὐτὸν τὸν λόγο καὶ δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ γεννηθεῖ ὁ Κύριος σπερματικά.

Θὰ ἀναφέρω καὶ ἕναν ἄλλο θεολογικὸ λόγο. Ἂν ἐδέχετο ὁ Κύριος νὰ γεννηθεῖ ἐκ σπέρματος ἀνδρός, δηλαδὴ ἀνθρώπου, θὰ εἶχε ὑποτάξει τὴ θεϊκή Του φύση στὴν ἀνθρώπινη φύση. Δὲν συνέβη ὅμως αὐτό. Ὁ Κύριος ἦλθε γιὰ νὰ δώσει νέα ζωὴ ὄχι γιὰ νὰ πάρει ζωή, νὰ μολυνθεῖ ἀπὸ τὶς συνέπειες τῆς παλαιᾶς ζωῆς. Δὲν ἦταν δυνατὸν ὁ ἴδιος νὰ εἶναι ἀποτέλεσμα σπέρματος ἀνθρωπίνου, νὰ κληρονομήσει χαρακτηριστικὰ κάποιου ἐπίγειου πατέρα. Δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ ὑπάρχει κυριαρχία ἀνθρώπινη στὴν ἔλευσή Του. Ἔπρεπε νὰ ὑπάρχει κυριαρχία θεϊκὴ στὸν ἐρχομό Του, γιατί αὐτὸς θὰ ἀπεργάζετο τὴν ἀναγέννηση τῶν ἀνθρώπων. Ὁ ἐρχομός Του προκάλεσε τὴν πνευματικὴ γονιμοποίηση, τὴν ἀναγέννηση τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, τὴν ἀναγέννηση τοῦ προσώπου τοῦ καθενός μας.

Panagia ag.nikoloau0ag.orousΘὰ κλείσω καὶ μ᾿ ἕναν ἄλλον μυστικὸ λόγο, ποὺ δὲν φαίνεται μὲ πρώτη ματιὰ καὶ λίγο ὑπαινίχθην προηγουμένως. Ἡ Γέννηση τοῦ Κυρίου ἔρχεται νὰ σημάνει καὶ νὰ καθορίσει τοὺς τρόπους τῆς δικῆς μας πνευματικῆς γεννήσεως. Ὁ καθένας μας πρέπει νὰ πάρει τὸν Θεὸ μέσα του καὶ νὰ Τὸν γεννήσει ξανά. Αὐτὸ σημαίνει ἀναγέννηση. Καὶ δὲν γεννοῦμε τὸν Θεό, ἀλλὰ μᾶς γεννᾶται ὁ Θεὸς μέσα μας. Στὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς πρὸ τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως ἔλεγε παντοῦ «Ἀβραὰμ ἐγέννησε τὸν Ἰσαάκ, Ἰσαὰκ ἐγέννησε...», (Ματθ. α' 2) ὁ ἕνας ἐγέννησε, ὁ ἄλλος ἐγέννησε καὶ καταλήγει ὁ εὐαγγελιστὴς «Ἰακὼβ ἐγέννησε τὸν Ἰωσὴφ τὸν ἄνδρα Μαρίας ἐξ ἧς ἐγεννήθη Ίησοῦς ὁ λεγόμενος Χριστός» (στ. 16). Τὸν Κύριο δὲν τὸν γέννησε κανεὶς ἀλλὰ ὁ Κύριος γεννήθηκε ἀπὸ τὴν Παναγία. Καὶ ἐνῶ ὅλους τοὺς γεννοῦσαν ἄνδρες, Αὐτὸς ἐγεννήθη ἐκ τῆς Παρθένου. Εἶναι ὁ Μόνος ποὺ ἦταν ἀδύνατον νὰ γεννηθεῖ ἀπὸ ἄνδρα. Γι᾿ αὐτὸ γεννήθηκε ὄχι ἀπὸ γυναῖκα ἀλλὰ ἀπὸ παρθένο «ἐκ Πνεύματος Ἁγίου». Ἔτσι ὁ καθένας μας γιὰ νὰ ἐπιτρέψει τὸν Θεὸ νὰ γεννηθεῖ μέσα του πρέπει νὰ τὸ κάνει αὐτὸ μὲ τρόπο παρθενικὸ καὶ ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ.

Ὑπάρχουν δηλαδὴ τρεῖς προϋποθέσεις γιὰ νὰ ζήσουμε ἐσωτερικὰ Χριστούγεννα καὶ νὰ προκύψει ἀπὸ τὴ μήτρα τῆς ὑπάρξεώς μας ὁ Θεὸς στὴ ζωή μας. Εἶναι οἱ προϋποθέσεις ποὺ ἐκπηγάζουν ἀπὸ τὰ μητρικὰ ἰδιώματα τῆς Θεοτόκου: ἡ παρθενία,τὸ ἄσπορον καὶ τὸ ἀειπάρθενον. Τὸ πρῶτο εἶναι ἡ καθαρότητα· αὐτὸ σημαίνει παρθενία. Τὸ δεύτερο εἶναι τὸ ἄσπορον τῆς Παρθένου, τὸ ὅτι δὲν δέχθηκε σπέρμα ἀνδρός· αὐτὸ σημαίνει λιτότητα καὶ ἁπλότητα. Καὶ τὸ τρίτο, τὸ ἀειπάρθενον τῆς Θεοτόκου, ὅτι ἡ Παναγία γέννησε παρθενικῶς καὶ παρέμεινε παρθένος. Ἡ κοιλιά της, ἡ μήτρα της δηλαδή, ἦταν γιὰ μιὰ χρήση, τὴν θεϊκὴ χρήση τῆς Γεννήσεως τοῦ Κυρίου.

Καὶ ἡ δική μας ἀκριβῶς μήτρα τῆς ζωῆς καὶ τῆς ὑπάρξεως δὲν εἶναι δυνατόν, δὲν ἀντέχεται αὐτό, νὰ γεννήσει τὸν Θεὸ μὲ πτωτικούς τρόπους, ἀλλὰ πρέπει νὰ Τὸν γεννήσει, νὰ τοῦ ἐπιτρέψει νὰ γεννηθεῖ ἀπὸ μέσα της μὲ πνευματικοὺς τρόπους. Γι᾿ αὐτὸ χρειάζεται τὸ πρῶτο πρᾶγμα, παρθενικὴ καθαρότητα. Ἂν δὲν ὑπάρχει αὐτό, τὸ κύημα θὰ ἔχει χαρακτηριστικὰ πνευματικοῦ τέρατος. Θεὸς δὲν θὰ προκύψει στὴ ζωή μας.

Panagia theoskepasthΤὸ δεύτερο, εἶναι ἡ λιτότητα καὶ ἡ ἁπλότητα. Δὲν πρέπει νὰ Τὸν ἀναμείξουμε τὸν Θεὸ μὲ τὸ σπέρμα τοῦ ἑαυτοῦ μας, τὴ λογική μας, μὲ τὸν ὀρθολογισμό μας, μὲ τὰ συναισθήματά μας, τὴ μιζέρια μας, μὲ τὴν ἴδια τὴ φύση μας. Πρέπει νὰ βγεῖ ἀπὸ μέσα μας, ὄχι ἀνθρώπινος Θεός, ἀλλὰ Θεὸς δῶρο καὶ χάρις νὰ ἐνανθρωπήσει στὴ καρδιά μας· Θεὸς ποὺ νὰ εἶναι Θεός. Γιατί ἐμεῖς συχνὰ ἐθελοθρησκοῦμε μὲ δικούς μας ἄρρωστους τρόπους συλλαμβάνουμε τὸν Θεὸ μέσα μας: μὲ θελήματα, μὲ πάθη, μὲ ὀρθολογισμό, μὲ ἔντονα συναισθήματα, μὲ φυσικούς, νοσηρούς, πτωτικοὺς τρόπους.

Καὶ τὸ τρίτο ποὺ πρέπει νὰ χαρακτηρίζει τὴ ζωή μας εἶναι τὸ ἀειπάρθενο· ὅπως ἦταν ἡ Παναγία. Ἡ γέννηση τοῦ Θεοῦ ἀπὸ μέσα μας νὰ μὴ νοθευτεῖ, νὰ μὴν γεννάει «ἀλλότρια» ἡ ψυχή μας. Νὰ μὴν δημιουργεῖ γεννήσεις ἀλλὰ νὰ φιλοξενεῖ τὴ μία γέννηση τῆς χάριτος.

Ὅλα αὐτὰ δὲν ἀποτελοῦν ὑπερβολές. Εἶναι στοιχεῖα θεολογικὰ ποὺ ὑπαγορεύουν τὸν τρόπο τῆς μυστικῆς πνευματικῆς ζωῆς γιὰ τὸν καθένα μας. Ὅταν ἀρχίζει ἡ νοθεία τοῦ φρονήματος μέσα μας, τότε βγαίνει ὁ Θεὸς ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Ὅταν εἰσάγουμε καὶ τὴν ἁμαρτία στὸ σπίτι, ὅταν ἐπιτρέπουμε καὶ τὰ πάθη στὴ ζωή μας, τότε ὁ Θεὸς ποὺ νομίζουμε ὅτι γεννήσαμε δὲν εἶναι Θεός, εἶναι δικό μας πάθος.

Ἡ παρθενικὴ γέννησις τοῦ Κυρίου εἶναι καὶ προφητεία καὶ πρόρρησις τῶν προφητῶν. Ἀποτελεῖ δογματικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ἀποτελεῖ ὅμως καὶ ἀνάγκη τῆς φυσικῆς πνευματικῆς ζωῆς τοῦ καθενός μας. Ἀποτελεῖ πρότυπο πνευματικῆς ζωῆς. Μ᾿ αὐτὴν τὴν καθαρότητα, μ᾿ αὐτὴν τὴ λιτότητα, καὶ μ᾿ αὐτὴν τὴ μονιμότητα καὶ σταθερότητα καλεῖται ὁ καθένας μας ν᾿ ἀποτελέσει μιὰ μήτρα πνευματικὴ ἀπὸ τὴν ὁποία θὰ βγεῖ ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, θὰ μαρτυρηθεῖ σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο καὶ θὰ προκύψει ὡς χάρις καὶ εὐλογία καὶ στὴ δική μας τὴ ζωή.

Νὰ δώσει ὁ Θεὸς ἔτσι νὰ εἶναι ἡ ζωή μας καὶ μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο διαρκῶς νὰ ἐπαληθεύεται καὶ νὰ πιστοποιεῖται ἡ παρουσία τοῦ Κυρίου στὰ σπίτια μας.

 


Αθανασίου Γιέφτιτς (πρώην Ζαχουμίου και Ερζεγοβίνης)

Απόσπασμα από την Εισαγωγή εις του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού,
Η Θεοτόκος - τέσσερις θεομητορικές ομιλίες
Αποστολική Διακονία, Αθήνα, 1995

...

gieftits 128. Εκ του μυστηρίου της θείας Σαρκώσεως γνωρίζομεν επίσης δια του αγίου Δαμασκηνού ότι η Παναγία Θεοτόκος, όπως προ του τόκου, έτσι και εν τω τόκω και μετά τον τόκον ήτο και παρέμεινε διαπαντός παρθένος «νω και ψυχή και σώματι αειπαρθενεύουσα» (Α΄ 5). Η αειπαρθενία της Παναγίας σημαίνει ότι αυτή, όπως εις την εκ Πνεύματος Αγίου άσπορον σύλληψιν του Υιού του Θεού ήτο «απείρανδρος» (Α΄, 6) και «απειρόγαμος» (Β΄, 14), έτσι και εις την γέννησιν ο «τεχθείς την αυτής παρθενίαν εφύλαξε άτρωτον, μόνος διελθών δι΄ αυτής και κεκλεισμένην τηρήσας αυτήν (Έκδ. IV, 14)... και διανοίγει μήτραν τα κλείθρα της παρθενίας μη λυμηνάμενος» (Β΄, 9). Κάθε άλλη παρθένος φυσικά «τω τόκω την παρθενίαν λυμαίνεται», η Παρθενομήτωρ όμως και Θεοτόκος Μαρία «και προ τόκου και τίκτουσα μένει παρθένος, και μετά γέννησιν» (Γ΄,2). Διότι η εξ αυτής γέννησις του Θεανθρώπου Χριστού ήτο ταυτοχρόνως «δι΄ ημάς, καθ΄ ημάς και υπέρ ημάς», δηλ. και σωτήριος, και φυσική και υπέρ φύσιν: «Δι΄ ημάς, ότι δια την ημετέραν σωτηρίαν· καθ΄ ημάς, ότι γέγονεν άνθρωπος εκ γυναικός και χρόνω κυήσεως· υπέρ ημάς, ότι ουκ εκ σποράς, αλλ΄ εξ Αγίου Πνεύματος και της Αγίας Παρθένου (=απειρογάμως), υπέρ νόμων κυήσεως» (Έκδ. ΙΙΙ, 7) και «ωδίνων άνευ (=ανωδύνως)» (Γ΄,13)[79]. Την δυνατότητα της τοιαύτης γεννήσεως έδωσε εις την Παναγίαν Παρθένον το Άγιον Πνεύμα, το «καθαίρον αυτήν και δύναμην δεκτικήν της του Λόγου Θεότητος παρέχον, άμα δε και γεννητικήν» (Έκδ. ΙΙΙ, 2), αλλά και ο ίδιος ο Μονογενής Υιός της, ο «τας της φύσεως ημών γονάς ελευθερώσας και Παρθενικήν αγιάσας μήτραν τω τόκω» Του [80].

Panagia glykofilousaΗ Παναγία Θεοτόκος, συνεχίζει ο άγιος Δαμασκηνός, «μένει και μετά τόκον παρθένος», είναι Αειπάρθενος, «ουδαμώς ανδρί μέχρι θανάτου προσομιλήσασα» (Έκδ. IV, 14). Τα έτη της επιγείου ζωής του Υιού της έζησε μαζί Του, και κατά την ώραν του σταυρικού θανάτου Του «τας ωδίνας, ας διέφυγε τίκτουσα, ταύτας εν τω του πάθους καιρώ υπέμεινε, υπό της μητρικής συμπαθείας των σπλάγχνων τον σπαραγμόν ανατλάσα» (Έκδ. IV, 14· Γ΄, 14) [81], και μετά την Ανάστασιν «Θεόν τον σαρκί θανόντα κηρύττουσα» (αυτ.). Μετά δε την Ανάληψιν του Υιού της η Παναγία Θεομήτωρ έζησε μέχρι της Κοιμήσεώς της και Μεταστάσεως «εν τη θεία και περιωνύμω πόλει Δαβίδ, Σιών»: «αύτη η μήτηρ των ανά πάσαν την οικουμένην Εκκλησιών, της του Θεού Μητρός ενδιαίτημα πέφηνε» (Γ΄, 4).

 


 79. Πρβλ. και το δογματικόν Θεοτοκίον, ποίημα Δαμασκηνού, ήχος βαρύς: «Μήτηρ μεν εγνώσθης, υπέρ φύσιν Θεοτόκε· έμεινας δε παρθένος, υπέρ λόγον και έννοιαν· και το θαύμα του τόκου σου, ερμηνεύσαι γλώσσα ου δύναται· παραδόξου γαρ ούσης της συλλήψεως, Αγνή, ακατάληπτός εστιν ο τρόπος της κυήσεως όπου γαρ βούλεται Θεός, νικάται φύσεως τάξις...».

80. Ευχή αγιασμού του ύδατος εις το Άγιον Βάπτισμα. Ο άγ. Αθανάσιος εις τον λόγον του Περί ενανθρωπήσεως του Λόγου, 17, γράφει: «΄Οθεν ουδέ της Παρθένου τικτούσης έπασχεν Αυτός (ο Λόγος) ουδέ εν σώματι ων εμολύνετο, αλλά μάλλον και το σώμα ηγίαζεν» (PG 25, 125), δηλ. ηγίαζεν και το προσληφθέν σώμα Του και το σώμα της Μητρός, εκ της οποίας το προσέλαβε. Τούτο δηλοί ότι η γέννησις του Κυρίου από την Παναγίαν είχε σωτηριολογικόν χαρακτήρα και σημασίαν και δια την ιδίαν την Μητέρα Του. Πρβλ. και Κατά Αρειανών, 2, 61 (PG 26, 277).

81. O Φιλάρετος Μόσχας γράφει ότι κάτω από τον Σταυρόν «η άβυσσος των πόνων της Παναγίας δεν κατέβαλε ούτε κατεπόντησε αυτήν, διότι εβυθίζετο συνεχώς εις μίαν ισομεγέθη άβυσσον της υπομονής της Παναγίας και της ταπεινώσεώς της και της πίστεως και ελπίδος, και της απολύτου αφοσιώσεώς της εις τα κρίματα του Θεού». Slova i rjeci (1844), τ. Ι, 442.

 


π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ

«Θέματα Ορθοδόξου Θεολογίας», εκδ. Άρτος ζωής
απόσπασμα σσ.125-138

...

p.gewrgios florovskyΗ βαθύτερη εμπειρία της Μητέρας του Κυρίου είναι κρυμμένη από εμάς και κανείς ποτέ δεν ήταν δυνατό να συμμερισθεί αυτή τη μοναδική εμπειρία λόγω ακριβώς της φύσεώς της. Είναι το μυστήριο του προσώπου. Σ’ αυτό οφείλεται η δογματική σιωπή της Εκκλησίας στη Μαριολογία. Η Εκκλησία μιλάει γι’ αυτή μάλλον σε μια γλώσσα ιερής ποιήσεως, σε μια γλώσσα αντινομικών μεταφορών και εικόνων. Δεν είναι ανάγκη, ούτε υπάρχει λόγος να δεχθούμε ότι η Παρθένος κατενόησε αμέσως όλη την πληρότητα και όλες τις συνέπειες του μοναδικού προνομίου που η χάρη του Θεού ανέθεσε σ’ αυτήν. Δεν υπάρχει ανάγκη, ούτε υπάρχει κανείς λόγος να ερμηνεύσουμε την «πληρότητα» της χάριτος κατά λέξη, ότι δηλ. περιλαμβάνει όλη τη δυνατή τελειότητα και όλη την ποικιλία των επί μέρους πνευματικών δώρων. Ήταν μια πληρότητα για εκείνη, ήταν «πλήρης χάριτος». Και μάλιστα ήταν μια «ειδική πληρότητα», η χάρη της Μητέρας του Θεού, της Παρθενομήτορος, της ανύμφευτης νύμφης. Πραγματικά, είχε το δικό της πνευματικό δρόμο, τη δική της αύξηση στη χάρη.

Το πλήρες νόημα του μυστηρίου της σωτηρίας κατανοούσε βαθμηδόν, και είχε δικό της μερίδιο στη θυσία του Σταυρού! «καὶ σοῦ δὲ αὐτῆς τὴν ψυχὴν διελεύσεται ρομφαία». Το πλήρες φως έλαμψε μόνο στην Ανάσταση. Μέχρι το σημείο αυτό ο ίδιος ο Ιησούς δεν είχε ακόμη δοξασθεί. Έτσι μετά την Ανάληψη βρίσκουμε την Παρθένο μεταξύ των Δώδεκα, στο κέντρο της Εκκλησίας που αυξάνεται. Ένα σημείο είναι αναμφισβήτητο. Η Παρθένος τελούσε πάντοτε υπό την εντύπωση, αν μπορούμε να το πούμε έτσι, του αγγελικού χαιρετισμού και του Ευαγγελισμού καθώς και του τρομερού μυστηρίου της παρθενογεννέσεως. Πώς ήταν δυνατό να μην εντυπωσιασθεί; Πάλι, το μυστήριο της εμπειρίας της είναι κρυμμένο από εμάς. Αλλά μπορούμε πραγματικά να αποφύγουμε αυτή την ευσεβή μαντική, χωρίς να προδώσουμε το ίδιο το μυστήριο; «ἡ δὲ Μαριὰμ πάντα συνετήρει τὰ ῥήματα ταῦτα συμβάλλουσα ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς». Η εσωτερική της ζωή έπρεπε να αφιερωθεί σ’ αυτό το καίριο γεγονός της ζωής της. Γιατί πραγματικά το μυστήριο της ενανθρωπήσεως ήταν γι’ αυτήν και μυστήριο της δικής της προσωπικής υπάρξεως. Η υπαρκτική της κατάσταση ήταν μοναδική και ξεχωριστή. Έπρεπε να αρκεσθεί σ’ αυτή την άνευ προηγουμένου τιμή. Αυτή είναι ίσως η ουσία του ιδιαίτερου αξιώματός της που περιγράφεται στην «αειπαρθενία» της. Είναι «η Παρθένος».

Panagia gerontissa2Πάλι η παρθενία δεν είναι απλώς και μόνο μία κατάσταση του σώματος ή ένα φυσικό χαρακτηριστικό. Πάνω απ’ όλα είναι μία πνευματική και εσωτερική στάση, που χωρίς αυτή η σωματική κατάσταση θα ήταν εντελώς χωρίς νόημα. Η ονομασία Αειπάρθενος σημαίνει ασφαλώς κάτι πολύ περισσότερο από την απλή περιγραφή μιας «φυσιολογικής» καταστάσεως. Δεν αναφέρεται μόνο στην εκ Παρθένου γέννηση. Δεν συνεπάγεται μονάχα αποκλεισμό οποιασδήποτε μεταγενέστερης συζυγικής επικοινωνίας (που θα ήταν εντελώς ακατανόητη, αν πραγματικά πιστεύουμε στην εκ Παρθένου γέννηση και στη θεότητα του Ιησού). Αποκλείει πρώτα απ’ όλα κάθε «ερωτική» περιπλοκή, οποιεσδήποτε αισθησιακές και ατομικές επιθυμίες και πάθη, οποιοδήποτε περισπασμό της καρδίας και του νου. Η σωματική ακεραιότητα ή αφθαρσία δεν είναι παρά το εξωτερικό σημάδι της εσωτερικής καθαρότητος. Το κύριο είναι βεβαίως η καθαρότητα της καρδιάς, ο απαραίτητος αυτός όρος για τη «θέα του Θεού». Αυτή είναι η ελευθερία από τα πάθη, η αληθινή «απάθεια» που συνήθως περιγράφεται ως η ουσία της πνευματικής ζωής. Ελευθερία από πάθη και επιθυμίες, φραγμός των πονηρών λογισμών, όπως την τοποθετεί ο άγ. Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Την ψυχή της κυβερνούσε μόνο ο Θεός (θεοκυβέρνητος), ήταν απόλυτα προσαρμοσμένη σ’ Αυτόν. Όλες οι επιθυμίες της στρέφονταν σε πράγματα άξια επιθυμήσεως και αγάπης (ο άγ. Ιωάννης λέει: τεταμμένη). Δεν είχε κανένα πάθος (θυμό), φύλασσε πάντα την παρθενία τού νου, της ψυχής και του σώματος : «Καὶ νῷ καὶ ψυχῇ καὶ σώματι αεἰπαρθενεύουσαν».

Ήταν ένας αδιάσπαστος προσανατολισμός ολόκληρης της προσωπικής ζωής προς το Θεό, μια πλήρης αφιέρωση. Πραγματικά μια αληθινή «δούλη Κυρίου» σημαίνει ακριβώς ότι είναι αειπάρθενος και δεν έχει κανένα σαρκικό δεσμό. Η πνευματική παρθενία είναι αναμαρτησία, αλλά όχι και «τελείωση», ούτε ελευθερία από τους πειρασμούς. Ακόμη και ο Κύριός μας κατά κάποιο τρόπο υπέκειτο σε πειρασμούς και όντως πειράσθηκε από το Σατανά στην έρημο. Και η Δέσποινα μας είχε τους πειρασμούς της, αλλά τους είχε υπερνικήσει με τη σταθερή πιστότητα στη κλήση του θεού. Ακόμη και μια κοινή μητρική αγάπη κορυφώνεται σε μια πνευματική ταυτότητα προς το παιδί, που συνεπάγεται πολύ συχνά θυσία και αυταπάρνηση. Δεν είναι δυνατό να δεχθούμε κάτι λιγότερο απ’ αυτά στη περίπτωση της Μαρίας· ο υιός της επρόκειτο να αναδειχθεί μέγας και να κληθεί Υιός του Υψίστου. Προφανώς ήταν ο «ερχόμενος», ο Μεσσίας. Αυτό ομολογείται καθαρά από τη Μαρία στο «Μεγαλύνει ἡ ψυχή μου», ένα τραγούδι αινέσεως και ευχαριστίας προς το Μεσσία. Η Μαρία δεν ήταν δυνατό να μη καταλαβαίνει όλα αυτά, αν και μόνο αμυδρά για την ώρα και σιγά-σιγά, όταν έβαζε τις υποσχέσεις της δόξης στη καρδιά της. Αυτός ήταν ο μόνος νοητός δρόμος γι’ αυτήν. Έπρεπε να την απορροφήσει αυτή η μοναδική σκέψη σε μια υπάκουη πιστότητα στον Κύριο, που «ἐπέβλεψεν ἐπὶ τὴν ταπείνωσιν τῆς δούλης αὐτοῦ» και «μεγάλα ἐποίησεν (αυτή)». Ακριβώς έτσι περιέγραψε και ο Παύλος το προνόμιο της παρθενίας: «ἡ ἄγαμος μεριμνᾷ τὰ τοῦ Κυρίου, ἵνα ᾖ ἁγία καὶ σώματι καὶ πνεύματι». Το τέρμα αυτής της παρθενικής φιλοδοξίας είναι η αγιότητα της αμώμου και αμόλυντης παρθενομήτορος.

 

IsaiahΗΣΑΪΑΣ κεφ. 7



14
διὰ τοῦτο δώσει Κύριος αὐτὸς ὑμῖν σημεῖον· ἰδοὺ ἡ παρθένος ἐν γαστρὶ ἕξει, καὶ τέξεται υἱόν, καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ ᾿Εμμανουήλ·


gennisi 2

ΛΟΥΚΑΣ κεφ. 1

ag.loukas α30 καὶ εἶπεν ὁ ἄγγελος αὐτῇ· Μὴ φοβοῦ, Μαριάμ· εὗρες γὰρ χάριν παρὰ τῷ Θεῷ. 31 καὶ ἰδοὺ συλλήψῃ ἐν γαστρὶ καὶ τέξῃ υἱόν, καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν. 32 οὗτος ἔσται μέγας καὶ υἱὸς ὑψίστου κληθήσεται, καὶ δώσει αὐτῷ Κύριος ὁ Θεὸς τὸν θρόνον Δαυῒδ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ, 33 καὶ βασιλεύσει ἐπὶ τὸν οἶκον Ἰακὼβ εἰς τοὺς αἰῶνας, καὶ τῆς βασιλείας αὐτοῦ οὐκ ἔσται τέλος. 34 εἶπε δὲ Μαριὰμ πρὸς τὸν ἄγγελον· Πῶς ἔσται μοι τοῦτο, ἐπεὶ ἄνδρα οὐ γινώσκω; 35 καὶ ἀποκριθεὶς ὁ ἄγγελος εἶπεν αὐτῇ· Πνεῦμα ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπὶ σέ καὶ δύναμις ὑψίστου ἐπισκιάσει σοι· διὸ καὶ τὸ γεννώμενον ἅγιον κληθήσεται υἱὸς Θεοῦ. 36 καὶ ἰδοὺ Ἐλισάβετ ἡ συγγενὴς σου καὶ αὐτὴ συνεληφυῖα υἱὸν ἐν γήρει αὐτῆς, καὶ οὗτος μὴν ἕκτος ἐστὶν αὐτῇ τῇ καλουμένῃ στείρᾳ· 37 ὅτι οὐκ ἀδυνατήσει παρὰ τῷ Θεῷ πᾶν ῥῆμα. 38 εἶπεν δὲ Μαριάμ· Ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατὰ τὸ ῥῆμά σου. καὶ ἀπῆλθεν ἀπ’ αὐτῆς ὁ ἄγγελος.

panagia euaggelismos2

Apostolos MattheosΜΑΤΘΑΙΟΣ κεφ. 1

20 Τὸ γὰρ ἐν αὐτῇ γεννηθὲν ἐκ Πνεύματός ἐστιν Ἁγίου.

23 ἰδοὺ ἡ παρθένος ἐν γαστρὶ ἕξει καὶ τέξεται υἱόν, καὶ καλέσουσι τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ, ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον μεθ᾽ ἡμῶν ὁ Θεός.

gennisi 2

Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ

Ὁμιλία ΝΒ΄
ἐκφωνηθεῖσα κατὰ τὴν εἰς τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων Εἴσοδον
τῆς Πανυπεράγνου Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου
(ἀπόσπασμα)

...

ag grigorios2 pal8. Γι᾽ αὐτὸ ὄχι μόνο ἦλθε ὁ Θεὸς ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους ἀλλὰ καὶ ἦλθε ἀπὸ παρθένο ἁγνὴ καὶ ἁγία, μᾶλλον δὲ πανυπέραγνη καὶ ὑπεραγία, ἀφοῦ εἶναι παρθένος ὄχι μόνο ὑπερτέρα μολυσμοῦ σαρκός, ἀλλὰ καὶ ἀνωτέρα ἀπὸ μολυσμένους σαρκικοὺς λογισμούς. Τὴν σύλληψί της ἐπέφερε ἐπέλευσι παναγίου Πνεύματος, ὄχι ὀρέξεως σαρκός, προεκάλεσε εὐαγγελισμὸς καὶ πίστις στὴν ἐνανθρώπησι τοῦ Θεοῦ ποὺ νικᾶ κάθε λόγο ὡς ἐξαίσια καὶ ὑπὲρ λόγο, ἀλλὰ δὲν προέλαβε συγκατάθεσις καὶ πεῖρα ἐμπαθοῦς. Διότι συνέλαβε κι᾽ ἐγέννησε, ἐνῶ εἶχε ἐντελῶς ἀπομακρυσμένη τέτοια ἐπιθυμία μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν πνευματικὴ θυμηδία (διότι εἶπε ἡ παρθένος πρὸς τὸν εὐαγγελιστὴ ἄγγελο, «ἰδοὺ ἡ δούλη τοῦ Κυρίου ἂς γίνῃ σ᾽ ἐμένα σύμφωνα μὲ τὰ λόγια σου» (Λουκ. 1, 38). Γιὰ νὰ εὑρεθῇ λοιπὸν παρθένος ἱκανὴ γι᾽ αὐτό, ὁ Θεὸς προορίζει πρὸ αἰώνων καὶ ἐκλέγει ἀνάμεσα στοὺς ἐκλεγμένους ἀπὸ αἰῶνες αὐτὴν τὴν ὑμνουμένη τώρα ἀπὸ ἐμᾶς ἀειπάρθενη κόρη.

 

Ἁγίου Νεκταρίου
Περὶ τῆς ἀειπαρθενίας τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου


agios nektariosἩ ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ὁμολογεῖ ὅτι ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος ἦν πρὸ τόκου παρθένος, καὶ ἐν τόκῳ παρθένος, καὶ μετὰ τόκον πάλιν παρθένος διέμεινε, φυλάξασα ἀλώβητον τὴν ἑαυτῆς παρθενίαν (Ὁμολογία Ὀρθοδόξου πίστεως ἐν ἐρωταποκρίσει λθ´).

Ὁ προφήτης Ἡσαΐας, ὁ προφητεύσας τὴν ἐκ παρθένου γέννησιν τοῦ Σωτῆρος, παρθένον τὴν μητέρα τοῦ Ἐμμανουήλ ὠνόμασεν· «Ἰδού ἡ Παρθένος ἐν γαστρὶ ἕξει καὶ τέξεται υἱόν, καὶ καλέσει τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ». (Ἡσ. ζ´. 14). Τοῦτο δέ δηλοῖ οὐ μόνον τὴν πρὸ τόκου παρθένον, ἀλλά καὶ τὴν ἐν τόκῳ καὶ τὴν μετὰ τόκον παρθένον, διότι ἡ παρθένος ἔμελλε νὰ ἀναδειχθῇ μήτηρ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ὃν θὰ ἐκυοφόρει, θὰ ἐγαλακτοτρόφει καὶ θὰ ἀνέτρεφε κατὰ τὴν βρεφικὴν καὶ παιδικήν αὐτοῦ ἡλικίαν. Ἡ παρθένος ἀνεδείχθη μήτηρ τοῦ Ἐμμανουήλ οὐχὶ μόνον διὰ τὸν χρόνον τῆς κυήσεως, ἀλλά διὰ τὸ διηνεκές. Κατά τὸν προφήτην ὁ Θεὸς παρθένον, ἤτοι ἐλευθέραν παντὸς συζυγικοῦ δεσμοῦ ἐξελέξατο, καὶ πρὸς οὐδένα ὑποχρεωμένην. Τοῦτο δηλοῖ καὶ ἡ λέξις ἁελμάχ, ὡς μαρτυρεῖται καὶ ἐκ τοῦ βιβλίου τῆς Γενέσ. κεφ. κδ´, 43, ἔνθα ἡ παρθένος Ρεβέκκα καλεῖται ἁελμάχ, καὶ ἐκ τοῦ βιβλίου τῶν ψαλμῶν (ἐν ψαλμῷ ξζ´. ἑβδμ. ἢ ξη´. Ἑβραϊκ.), ἔνθ᾿ αἱ τυμπανίστριαι νεάνιδες καλοῦνται ἁελμόθ, ἤτοι αἱ παρθένοι. Ἐπίσης καὶ εἰς τὸ Ἆσμα τῶν Ἀσμάτων κεφ. Α´. στίχ. 3 φέρεται κατὰ τούς ἑβδομήκοντα «διὰ τοῦτο νεάνιδες ἠγάπησάν σε»· τὸ δέ ἑβραϊκόν ἔχει ἁελμόθ, ἤτοι παρθένοι ἠγάπησάν σε. Βεβαίως ἐνταῦθα οὐ περὶ ἐγγάμων ἢ μεμνηστευμένων πρόκειται· ὅτι δὲ περὶ παρθένων πρόκειται, τοῦτο εἶναι εὔδηλον καὶ οὐδεὶς δύναται νὰ τὸ ἀρνηθῇ. Ὥστε ὁ προφήτης προλέγων τὴν ἐκ παρθένου γέννησιν τοῦ Ἐμμανουήλ, θεωρεῖ τὴν παρθενίαν ἀπηλλαγμένην πάσης πρός τινας ὑποχρεώσεως. Ἐκ τῆς προφητείας δηλοῦται ὅτι ἡ παρθένος αὕτη ἦν προορισμένη πρὸ αἰώνων καὶ ἐκλελεγμένη ἐκ πασῶν τῶν γενεῶν, ὅπως γίνῃ μήτηρ τοῦ Θεοῦ. Ὥστε ἡ παρθένος ἡ μήτηρ τοῦ Ἐμμανουήλ ὡς ἐκλελεγμένη ὑπὸ τοῦ Θεοῦ, μόνῳ τῷ Θεῷ ἀνῆκε καὶ οὐδενὶ ἑτέρῳ· ἐάν δέ ὁ Θεὸς πρὸς ἐξυπηρέτησιν τῆς θείας βουλῆς ἔδωκεν αὐτῇ τὸν Ἰωσὴφ ὡς μνηστῆρα, ὁ δεσμὸς οὗτος ἦν ὅλως πνευματικοῦ χαρακτῆρος καὶ οὐδέν παρεῖχε δικαίωμα συζυγίας τῷ Ἰωσήφ. Τοῦτο ἐδηλώθη σαφῶς ὑπὸ τοῦ Ἀρχαγγέλου τῷ Ἰωσήφ, ὅστις ἐπιγνοὺς τῆς θείας οἰκονομίας τὸ μυστήριον, ἐδείχθη πρόθυμος ὑπηρέτης τῆς θείας βουλῆς. Οὐκ ἄρα ὁ Θεὸς τὴν μνηστὴν τοῦ Ἰωσὴφ ἐξελέξατο ὡς μητέρα τοῦ Ἐμμανουήλ, ἀλλά τὴν προεκλελεγμένην ἤδη ἐκ πασῶν τῶν γενεῶν ἐνεπιστεύθη τῷ Ἰωσὴφ πρὸς ἀμοιβὴν τῆς αὐτοῦ ἀρετῆς· διότι πάντως ὁ Ἰωσὴφ ἦτον ἐκλελεγμένος μεταξύ ἁπάντων τῶν Ἰουδαίων.

Κατά ταῦτα ἡ ἁγία Παρθένος προωρίσθη νὰ ἀναδειχθῇ μήτηρ τοῦ Ἐμμανουήλ. Ὡς τοιαύτη δέ ἔδει νὰ ᾖ μήτηρ τοῦ Ἐμμανουήλ εἰς τὸ διηνεκές· διότι ἀφοῦ πρὸς τοῦτο προωρίσθη, χρεών ἦν νὰ ἀφοσιωθῇ ὅλῃ ψυχῇ καὶ καρδίᾳ τῷ ὑψηλῷ αὑτῆς προορισμῷ, καὶ οὗτος μόνος νὰ ᾖ ἡ ἀδιάλειπτος αὐτῆς μέριμνα καὶ φροντίς, τὸ μόνον μέλημα, καὶ ἡ ἄπαυτος μελέτη· διότι ἀληθῶς πᾶσα ἑτέρα φροντὶς ἢ μέριμνα, ἢ πᾶν ἕτερον μέλημα καὶ ἑτέρα μελέτη καὶ ἀπασχόλησις, ὡς ἀποσπῶσα αὐτὴν τοῦ ὑψηλοῦ αὐτῆς προορισμοῦ καὶ τῆς ἁγίας αὐτῆς ἀποστολῆς θά ἐδείκνυον αὐτὴν ἐστερημένην τῆς πρωτίστης ἀρετῆς τῆς συναισθήσεως τοῦ ὑψίστου αὐτῆς καθήκοντος καὶ τῆς μετ᾿ αὐταπαρνήσεως τελείας πληρώσεως αὐτοῦ. Ἡ ἁγία παρθένος ὡς μήτηρ τοῦ Ἐμμανουὴλ δὲν ἠδύνατο νὰ ἀναλάβῃ τὴν ὑποχρέωσιν νὰ γίνῃ μήτηρ ἄλλων τέκνων. Πρῶτον διότι ἡ μητρικὴ στοργὴ πρὸς τὸ θεῖον τέκνον, ἡ εὐλάβεια πρὸς αὐτό, ἡ ἀφοσίωσις καὶ ἡ λατρεία πρὸς αὐτό, τὸ θεῖον πῦρ τὸ διαφλέξαν τὴν καρδίαν αὐτῆς καὶ ἐκπυρακτῶσαν αὐτήν, τὸ πληρῶσαν αὐτὴν τοῦ τελείου ἀγαθοῦ, τὸ μηδεμίαν θέσιν καταλιπόν ταῖς γηΐναις ἀπολαύσεσι καὶ ἐπιθυμίαις, οὐδόλως ἐπέτρεπον αὐτῇ νὰ ἀναλάβῃ ἑτέραν ὑποχρέωσιν πρὸς ἕτερα τέκνα. Δεύτερον διότι ἡ πτερωθεῖσα αὐτῆς διάνοια, ἡ τὸ θεῖον διερευνῶσα βρέφος καὶ πρὸς αὐτὸ μόνον τὴν ἀνύψωσιν ἔχουσα, καὶ περὶ αὐτοῦ μόνον ἀσχολουμένη, καθίστα ἀδύνατον τὴν περὶ ἄλλας σκέψεις καὶ φροντίδας τροπήν. Τρίτον διότι τὸ θεῖόν ἐστι ζηλότυπον, ζητεῖ δέ ἀπόλυτον ἀγάπην· ἀγάπην ἐξ ὅλης ψυχῆς, ἐξ ὅλης ἰσχύος, ἐξ ὅλης καρδίας, καὶ ἐξ ὅλης διανοίας· ἐάν δέ ὁ Ἰησοῦς ἀπῄτησε τοιαύτην ἀγάπην παρὰ τῶν ἑαυτοῦ ὀπαδῶν, πολλῷ μᾶλλον τοῦτο ἀπῄτει παρὰ τῆς μητρὸς αὐτοῦ. Ἐπειδὴ δέ πᾶν τὸ ὑπὸ τοῦ Σωτῆρος ἀπαιτούμενον εἶναι δώρημα παρ᾿ αὐτοῦ διδόμενον, παρὰ δὲ τῶν λαμβανόντων διαθέσεως μόνον δεόμενον, ἕπεται ὅτι ἡ Μήτηρ τοῦ Κυρίου, ἡ τοιαύτης ἀξιωθεῖσα χάριτος καὶ δωρεᾶς, ἠγάπησε τὸν Υἱόν αὑτῆς ἐξ ὅλης τῆς διανοίας, καὶ ἐκολλήθη ἡ ψυχὴ αὐτῆς ὀπίσω τοῦ υἱοῦ αὐτῆς, καὶ οὐδεμία δύναμις ἠδύνατο νὰ ἀποσπάσῃ αὐτὴν ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ θείου αὐτῆς τέκνου. Τέταρτον διότι ἡ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐπιφοίτησις καὶ ἡ μοναδικὴ γέννησις τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ οὐ μόνον ἀνέδειξαν τὴν Παρθένον Μαρίαν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον, ἀλλά καὶ ναόν Ἅγιον καὶ κατοικητήριον τοῦ Θεοῦ ἀπέδειξαν. Τά δέ ἅπαξ τῷ Θεῷ ἀφιερωθέντα καὶ ὑπὸ τοῦ Θεοῦ ἁγιασθέντα οὐ γίνονται κοινά, ἀλλ᾿ εἰς τὸ παντελές διαμένουσι ἱερά καὶ ἅγια τῷ Θεῷ καὶ μόνῳ αὐτῷ ἀνήκουσι. Δέν ἠδύνατο ἄρα ἡ Θεοτόκος νὰ τέκῃ ἄλλα τέκνα. Ἐάν δέ παρθένοι τῷ Θεῷ ἀφιερωθεῖσαι καὶ ἐκ τῆς ἀγάπης τοῦ Νυμφίου Χριστοῦ τρωθεῖσαι βασιλείων γάμων καταφρονῶσι, τὶ περὶ τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου ἐροῦμεν;

N7 090316 3144Τήν ἀειπαρθενίαν τῆς Θεοτόκου προεκήρυξαν ἤδη πρὸ αἰώνων καὶ οἱ προφῆται. Καὶ ἐν πρώτοις, μετὰ τούς λόγους τοῦ Ἡσαΐου, οἱ λόγοι τοῦ προφήτου Ἰεζεκιήλ περὶ τῆς πύλης τῶν ἁγίων τῆς ἐξωτέρας τῆς βλεπούσης κατὰ ἀνατολάς, ἥν ὁ Θεὸς ἐπέδειξεν αὐτῷ ἐν ὁράσει τινὶ ἔσται κεκλεισμένη, τὴν Παρθένον ἐδήλουν. Ἰδού δέ οἱ λόγοι οὗτοι τοῦ προφήτου· «Καὶ ἐπέστρεψέ με κατὰ τὴν ὁδόν τῆς πύλης τῶν ἁγίων τῆς ἐξωτέρας, τῆς βλεπούσης κατὰ ἀνατολάς· καὶ αὕτη ἦν κεκλεισμένη. Καὶ εἶπε Κύριος πρὸς με· ἡ πύλη αὕτη κεκλεισμένη ἔσται, οὐκ ἀνοιχθήσεται καὶ οὐδεὶς μὴ διέλθῃ δι᾿ αὐτῆς· ὅτι Κύριος ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσραήλ εἰσελεύσεται δι᾿ αὑτῆς καὶ ἔσται κεκλεισμένη. Δότι ὁ ἡγούμενος οὗτος καθήσεται ἐν αὐτῇ τοῦ φαγεῖν ἄρτον ἐναντίον Κυρίου» (Ἰεζεκιήλ μδ´ 1-3).

Διὰ τῶν λόγων τούτων τῆς ὁράσεως ὁ προφήτης προαναγγέλει μυστικῶς τὴν μέλλουσαν ἐκ παρθένου σάρκωσιν καὶ γέννησιν τοῦ Ἐμμανουήλ καὶ τὴν ἀειπαρθενίαν τῆς Μητρὸς τοῦ Κυρίου.

Πάντες οἱ ἅγιοι Πατέρες ἀπὸ τῶν πρώτων αἰώνων καὶ ἐξ ἀποστολικῆς παραδόσεως οὕτως ἡρμήνευσαν τὴν ὅρασιν ταύτην τοῦ Προφήτου. Ἀλλά πλήν τούτου, ἐάν ἡ προφητεία αὕτη, ἡ δι᾿ ὁράσεως γενομένη, δὲν ἔλαβε τὴν ἔκβασιν ἐν τῇ γεννήσει τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, τοῦ ἡγουμένου τοῦ Ἰσραήλ, ἐκ τῆς παρθένου Μαρίας, τότε οὐδέποτε πλέον ἔκβασιν λήψεται διὰ τὴν ἔλευσιν τοῦ Σωτῆρος. Διότι διὰ τῆς ὁράσεως ἀπεκαλύφθη τῷ προφήτῃ ἡ εἴσοδος τοῦ Βασιλέως τοῦ Μεγάλου εἰς τὸν κόσμον τοῦτον ὡς υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου, ἥτις ἐγένετο διὰ τῆς παρθένου Μαρίας· ἀπεκαλύφθη ὅτι μόνος ὁ ἡγούμενος τοῦ Ἰσραήλ ὁ μέλλων φαγεῖν ἄρτον ἐν αὐτῇ τῇ πύλῃ, τῇ παρθένῳ, ἤτοι ἐνσαρκωθῆναι ἐν αὐτῇ, διελεύσεται δι᾿ αὐτῆς καὶ ἔσται κεκλεισμένη. Ὥστε ἡ ἀειπαρθενία τῆς Θεοτόκου ἦν προωρισμένη ὑπὸ τῆς θείας βουλῆς ὡς καὶ αὕτη ἡ παρθένος ἦν προωρισμένη ἐκ πασῶν τῶν γενεῶν ὑπὸ τῆς θείας βουλῆς, ὅπως γίνῃ καὶ μείνῃ μήτηρ τοῦ Ἐμμανουήλ.

Ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος ἑρμηνεύων τὴν ὅρασιν ταύτην τοῦ προφήτου Ἰεζεκιήλ λέγει: «Τίς ἐστιν αὕτη ἡ πύλη, εἰμὴ ἡ Μαρία κεκλεισμένη διὰ τοῦτο, διότι παρθένος; Πύλη λοιπὸν ἡ Μαρία, δι᾿ ἧς ὁ Χριστὸς εἰσῆλθεν εἰς τοῦτον τὸν κόσμον, ὅτε ἐκ παρθενικοῦ τόκου προῆλθε, τὰ τῆς παρθενίας κλεῖθρα μὴ λύσας». (Ambros. De instit. Virgin).

Τήν Ἁγίαν Παρθένον θείᾳ εὐδοκίᾳ κυοφοροῦσαν, τίκτουσαν καὶ μετὰ τόκον ὡς πρὸ τόκου διαμένουσαν, προδιετύπωσαν ἐν τῇ Παλαιᾷ Διαθήκῃ ἐξαίσια προσέτι γεγονότα. Ἡ βάτος ἡ φλεγόμενη καὶ μὴ κατακαιομένη, ἡ ἄφλεκτος διαμείνασα μετὰ τὴν τοῦ θείου πυρὸς ἐπιφοίτησιν, τὴν Παρθένον προδιετύπωσεν. Ἡ θάλασσα ἡ μετὰ τὴν πάροδον τοῦ Ἰσραήλ μείνασα ἄβατος, τὴν ἀειπαρθενίαν τῆς Θεοτόκου προεσήμηνεν. Ἡ πέτρα ἡ ἐκβλύσασα τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν τὴν Παρθένον προεικόνισεν. Ἡ πύρινος στήλη ἡ τὸν Ἰσραήλ φωταγωγήσασα καὶ ἡ ὁλόφωτος νεφέλη ἐν αἷς ἐγένετο Κύριος ὁ Θεός, τὴν Παρθένον προενέφηναν. Ἡ σκηνὴ τοῦ Μαρτυρίου τὴν Παρθένον προεδήλωσεν. Ἡ Κιβωτὸς τῆς Διαθήκης τὴν Παρθένον ὑπέδειξεν. Ἡ ῥάβδος τοῦ Ἀαρών ἡ βλαστήσασα τὴν Παρθένον προεμήνυσεν. Ἡ στάμνος ἡ τὸ οὐράνιον μάννα χωρήσασα τὴν Παρθένον διετύπωσεν. Ἡ κλῖμαξ τοῦ Ἰακώβ, δι᾿ ἧς κατέβη ὁ Θεός, τὴν Παρθένον προεσήμηνεν. Ὁ πόκος ὁ ἔνδροσος τὴν Παρθένον προϋπέγραψεν. Αὐτὸς ὁ Ναὸς τῆς Ἱερουσαλήμ τὸν Ναόν τὸν ἔμψυχον τοῦ Παμβασιλέως ὑπετύπωσεν. Ἡ λαβὶς ἡ μυστική, ἥν εἶδεν ὁ Ἡσαΐας, ἡ λαβοῦσα τὸν ἄνθρακα ἐκ τοῦ θυσιαστηρίου, τὴν Παρθένον ὑπέδειξε, τὴν συλλαβοῦσαν ἐν γαστρὶ τον θεῖον ἄνθρακα Χριστόν. Τό ὄρος τὸ ἀλατόμητον ἐξ οὗ ἐτμήθη ὁ ἀκρογωνιαῖος λίθος Χριστὸς τὴν Παρθένον προδιετύπωσεν.

Πῶς ἤδη ἡ Παρθένος ἡ προωρισμένη γενέσθαι μήτηρ Θεοῦ, ἡ ἐκλελεγμένη ἐκ πασῶν τῶν γενεῶν, ἡ προδιατυπωθεῖσα διὰ τοιούτων μυστικῶν συμβολικῶν παραστάσεων, ἡ ἀφιερωμένη τῷ Θεῷ, ἠδύνατο νὰ ἀποβῇ σύζυγος τοῦ Ἰωσήφ; Οὐδέποτε! Οὐδέποτε! Ἡ Παρθένος ἦν πρὸ τόκου Παρθένος, καὶ ἐν τόκῳ Παρθένος, καὶ μετὰ τόκον πάλιν Παρθένος διέμεινε. Τά ἅγια οὐδέποτε γίνονται κοινά· τὰ ἀφιερωθέντα τῷ Θεῷ μόνῳ τῷ Θεῷ ἀνήκουσι· διό καὶ ἱερόσυλοι οἱ συλῶντες τὰ ἱερά καὶ ἀσεβεῖς θεωροῦνται καὶ ἄξιοι κατακρίσεως, ὅτι τὰ τῷ Θεῷ ἀφιερωθέντα ἐσύλησαν.

Ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς περὶ τῆς ἀειπαρθενίας τῆς Παναγίας Μητρὸς τοῦ Κυρίου ἱστορεῖ τὰ ἑξῆς· «Τῷ ἕκτω μηνὶ ἀπεστάλη ὁ ἄγγελος Γαβριήλ ὑπὸ τοῦ Θεοῦ εἰς πόλιν τῆς Γαλιλαίας, ᾗ ὄνομα Ναζαρέτ, πρὸς παρθένον μεμνηστευμένην ἀνδρί, ᾧ ὄνομα Ἰωσήφ, ἐξ οἴκου Δαβῒδ καὶ τὸ ὄνομα τῆς παρθένου Μαριάμ. Καὶ εἰσελθών ὁ ἄγγελος πρὸς αὐτὴν εἶπε· Χαῖρε, κεχαριτωμένη· ὁ Κύριος μετὰ σοῦ· εὐλογημένη σύ ἐν γυναιξίν. Ἡ δέ ἰδοῦσα διεταράχθη ἐπὶ τῷ λόγῳ αὐτοῦ, καὶ διελογίζετο, ποταμὸς εἴη ὁ ἀσπασμὸς οὗτος. Καὶ εἶπεν ὁ ἄγγελος αὐτῇ· Μὴ φοβοῦ, Μαριάμ εὗρες γάρ χάριν παρὰ τῷ Θεῷ. Καὶ ἰδού συλλήψῃ ἐν γαστρί, καὶ τέξῃ υἱὸν καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν. Οὗτος ἔσται μέγας καὶ υἱὸς ὑψίστου κληθήσεται. Καὶ δώσει αὐτῷ Κύριος ὁ Θεὸς τὸν θρόνον Δαυῒδ τοῦ Πατρὸς αὐτοῦ· καὶ βασιλεύσει ἐπὶ τὸν οἶκον Ἰακώβ εἰς τούς αἰῶνας, καὶ τῆς βασιλείας αὐτοῦ οὐκ ἔσται τέλος. Εἶπε δέ Μαριάμ πρὸς τὸν ἄγγελον· Πῶς ἔσται μοι τοῦτο, ἐπεὶ ἄνδρα οὐ γινώσκω; Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ ἄγγελος εἶπεν αὐτῇ· Πνεῦμα Ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπὶ σέ, καὶ δύναμις ὑψίστου ἐπισκιάσει σοι· διό καὶ τὸ γεννώμενον ἅγιον κληθήσεται Υἱὸς Θεοῦ... Εἶπε δέ Μαριάμ· «Ἰδού ἡ δούλη Κυρίου· γένοιτὸ μοι κατὰ τὸ ῥῆμά σου. Καὶ ἀπῆλθεν ἀπ᾿ αὐτῆς ὁ ἄγγελος».

Ἐκ τῆς διηγήσεως ταύτης τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ δηλοῦται α´) ὅτι ἡ μεμνηστευμένη τῷ Ἰωσὴφ Μαριάμ, οὖσα ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ Ἰωσὴφ διετέλει παρθένος. β´) ὅτι θαυμάζει περὶ τοῦ τρόπου τῆς πληρώσεως τῶν λόγων τοῦ ἀγγέλου ὡς μὴ γνοῦσα ἄνδρα καὶ ὡς μὴ γνωσομένη τοιοῦτον· διότι ἐάν προὔκειτο νὰ ἔλθῃ εἰς γάμου κοινωνίαν τῷ Ἰωσήφ, ἦν λίαν φυσικόν, μεμνηστευμένη οὖσα, νὰ ὑποθέσῃ ὅτι ὁ ἄγγελος διαλέγεται αὐτῇ περὶ τοῦ συλληφθησομένου ἐκ τοῦ γάμου· ἀλλ᾿ οὐχ ὑπέθεσε, διότι ἀφιερωμένη ἦν τῷ Θεῷ· γ´) ἡ τοῦ Ἀγγέλου ἀναγγελία, ὅτι εὗρε χάριν παρὰ τῷ Θεῷ, δηλοῖ ὅτι αὕτη ἐξελέγη, ἵνα γίνῃ καὶ διατελῇ μήτηρ τοῦ Θεοῦ· διό καὶ ἔστιν εὐλογημένη ἐν γυναιξί. Πῶς εἶναι ἤδη δυνατὸν νὰ ὑποθέσῃ τις ὅτι ἡ ἀφιερωμένη τῷ Θεῷ Παρθένος, ἡ εὑροῦσα χάριν παρὰ τῷ Θεῷ, ὅπως γίνῃ Μήτηρ τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, ἡ εὐλογημένη ἐν γυναιξίν, ἡ γενομένη ἔμψυχος ναὸς τοῦ Σωτῆρος, αὕτη ἐγκαταλείπει τὸ θεῖον κλέος καὶ αὐτὸν τὸν θεῖον Υἱόν ἵνα γίνῃ μήτηρ υἱῶν ἀνθρώπου καὶ μερίζει τὴν ἀγάπην καὶ τὴν φροντίδα τὴν ὀφειλομένην πρὸς τὸ θεῖον τέκνον καὶ πρὸς ἄλλα τέκνα; Οἱ τοιαῦτα ὑποτιθέντες ἀγνοοῦσι τὶ ἐστιν ἀγάπη τρωθείσης καρδίας ἐκ τῆς ἀγάπης τοῦ θείου, καὶ μάλιστα κόρης Θεομήτορος.

platytera 2Ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος ἱστορῶν τὴν γέννησιν τοῦ Σωτῆρος λέγει ὅτι ὁ ἄγγελος Κυρίου ἐφανερώθη τῷ Ἰωσὴφ καὶ ἐγνώρισεν αὐτῷ τὴν σύλληψιν τῆς παρθένου Μαρίας ἐκ Πνεύματος Ἁγίου· καὶ ὅτι τοῦτο ὅλον γέγονεν ἵνα πληρωθῇ τὸ ῥηθέν ὑπὸ τοῦ Κυρίου διὰ τοῦ προφήτου λέγοντος· «Ἰδού ἡ παρθένος ἐν γαστρὶ ἕξει καὶ τέξεται υἱὸν καὶ καλέσουσι τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ, ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον μεθ᾿ ἡμῶν ὁ Θεός». Ἐνταῦθα παρατηροῦμεν ὅτι ὁ Ἄγγελος, ἐν ᾧ, καλεῖ τὴν Μαριάμ γυναῖκα τοῦ Ἰωσήφ, ἐν τούτοις βεβαιοῖ αὐτὴν παρθένον.

Ἀλλά, καὶ τοι οὕτω σαφῶς εἰσιν εἰρημένα τὰ περὶ τῆς ἀειπαρθενίας τῆς Θεοτόκου, τινές παρεξηγοῦντες τούς λόγους τοῦ Εὐαγγελιστοῦ τούς ῥηθέντας ἐπὶ τούτῳ ὅπως δείξῃ ὅτι ὁ μονογενής υἱὸς τῆς Παρθένου ἐκ τῆς Παρθένου ἐγεννήθη ὡς καὶ συνελήφθη ὑπὸ τῆς Παρθένου, ὑποθέτουσιν ὅτι μετὰ τὸν θεῖον τοκετὸν ἔτεκεν αὕτη καὶ ἄλλα τέκνα, συνάγοντες τὸ συμπέρασμα ἐκ τῆς ἑξῆς περικοπῆς τοῦ Εὐαγγελίου· «Καὶ παρέλαβε τὴν γυναῖκα αὑτοῦ καὶ οὐκ ἐγίνωσκεν αὐτήν, ἕως οὗ ἔτεκε τὸν υἱόν αὐτῆς τὸν πρωτότοκον». Ἀλλ᾿ ἀγνοοῦσι φαίνεται οἱ τὸ τοιοῦτον συμπέρασμα συνάγοντες, ὅτι τὸ «ἕως οὗ» καὶ τὸ «πρωτότοκος» ἐν τῇ Γραφῇ εἰσι δηλωτικά ἐννοίας πολύ διαφόρου τῆς κοινῆς ἐννοίας.

Τό «ἕως οὗ», ὁσάκις ἀπαντᾷ ἐν τῇ Ἁγίᾳ Γραφῇ, δηλοῖ τὸ διηνεκές, καθώς καὶ ὁ θεῖος Χρυσόστομος λέγει· «Τοῦτο ἀκούοντες μὴ ὑποπτεύσωμεν διὰ τοῦ ἕως ὅτι μετὰ αὐτὴν ἔγνω· τὸ γάρ ἕως ἔθος ἐστὶ τῇ Γραφῇ πολλάκις τιθέναι εἰς τὸ διηνεκές· οἷον «οὐχ ὑπέστρεψεν ὁ κόραξ εἰς τὴν κιβωτόν, ἕως οὗ ἐξηράνθη ἡ γῆ»· καὶ τοι γε οὐδέ μετὰ ταῦτα ἐπέστρεψε». Καὶ ὁ Ἰσίδωρος· «Τό ἕως ὡς τὸ «ἕως ἂν θῶ τούς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου» καὶ τὸ «ἕως ἂν κατηγηράσητε ἐγώ εἰμι», καὶ τὸ «οὐκ ἐπέστρεψε ἡ περιστερά πρὸς τὸν Νῶε ἕως τοῦ ξηρανθῆναι τὸ ὕδωρ», ἅπερ εἰσὶ διηνεκῶς εἰρημένα. Νοητέον δέ καὶ οὕτως· «οὐκ ἐγίνωσκεν αὐτὴν πόθεν συνέλαβεν «ἕως οὗ ἔτεκε» καὶ εἶδε τὰ γενόμενα σημεῖα.»

Ἐπίσης καὶ τὸ «πρωτότοκος» ἔχει ἐν τῇ Γραφῇ ἄλλην σημασίαν. Ὁ Ζυγαδηνὸς λέγει «Πρωτότοκον δέ λέγει νῦν οὐ τὸν πρῶτον ἐν ἀδελφοῖς, ἀλλά τὸν καὶ πρῶτον καὶ μόνον· ἔστι γάρ τι καὶ τοιοῦτον εἶδος ἐν ταῖς σημασίαις τοῦ πρωτοτόκου. Καὶ γάρ πρῶτον ἔστιν ὅτε τὸν μόνον ἡ Γραφὴ καλεῖ. Ὡς τὸ «ἐγώ εἰμι Θεὸς πρῶτος καὶ μετ᾿ ἐμέ οὐκ ἔσται ἕτερος» (Ἡσ. μδ´, 6). Ὁ δὲ Μέγας Βασίλειος ἐν τῇ ὁμιλίᾳ εἰς τὴν γέννησιν τοῦ Χριστοῦ λέγει· «Οὐ πάντως ὁ πρωτότοκος πρὸς τούς ἐπιγινομένους ἔχει τὴν σύγκρισιν, ἀλλ᾿ ὁ πρῶτον διαγοίγων μήτραν πρωτότοκος ὀνομάζεται». Καὶ ὁ Θεοφύλακτος ἐν κεφ. ΙΙ τοῦ Λουκᾶ (σελ. 315) λέγει· «Πρωτότοκον υἱόν ὠνόμασε τῆς Παρθένου τὸν Κύριον, καὶ τοι μὴ δευτέρου τινὸς τεχθέντος, εἰκότως· πρωτότοκος γάρ λέγεται καὶ ὁ πρῶτος τεχθείς, κἂν μὴ δεύτερος ἐπετέχθη». Καὶ ὁ αὐτὸς πάλιν ἐν κεφ. Ι πρὸς Κολοσσαεῖς (σελ. 635) λέγει· «Ὁ πρωτότοκος οὐ πάντως πρὸς τούς ἑξῆς λέγεται παρὰ τῇ Γραφῇ, ἀλλ᾿ ἀπολύτως οὕτως, ὁ πρῶτος τεχθείς. Οὕτως οὖν καὶ ἡ Θεοτόκος Μαριάμ ἔτεκεν αὐτὸν τὸν κατὰ σάρκα πρωτότοκον οὐκ ἔχοντα πάντως ἀδελφούς ἐφεξῆς αὐτῷ· μονογενής γάρ καὶ ἐκ ταύτης».

Ὁ Παῦλος ἐν τῇ πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολῇ (η´ 29) καλεῖ τὸν Χριστὸν «πρωτότοκον ἐν πολλοῖς ἀδελφοῖς»· καὶ ἐν Κολοσσαεῖς (α´ 15) καλεῖ τὸν Χριστὸν πρωτότοκον πάσης κτίσεως, λέγων· «Ὅς ἐστιν εἰκών τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου, πρωτότοκος πάσης κτίσεως· ὅτι ἐν αὐτῷ ἐκτίσθη τὰ πάντα»· καὶ ἐν στίχῳ 18 λέγει· «καὶ αὐτὸς ἐστι κεφαλὴ τοῦ σώματος, τῆς Ἐκκλησίας· ὅς ἐστιν ἀρχή, πρωτότοκος ἐκ τῶν νεκρῶν». Καὶ ἐν τῇ πρὸς Ἑβραίους (α´ 5-6) λέγει· «Υἱὸς μου εἶ σύ, ἐγώ σήμερον γεγέννηκά σε· καὶ πάλιν· ἐγώ ἔσομαι αὐτῷ εἰς πατέρα, καὶ αὐτὸς ἔσται μοι εἰς Υἱόν· ὅταν δέ πάλιν εἰσαγάγῃ τὸν πρωτότοκον εἰς τὴν οἰκουμένην λέγει· Καὶ προσκυνησάτωσιν αὐτῷ πάντες ἄγγελοι Θεοῦ»· καὶ ἐν κεφ. ιβ´ 23 τὴν Ἐκκλησίαν καλεῖ «Ἐκκλησίαν πρωτοτόκων».

Ἐκ τῶν χωρίων τούτων δηλοῦται ὅτι τὸ πρωτότοκος ἐν τῇ Γραφῇ, ὁσάκις λέγεται περὶ τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐκφράζει τὴν ἔννοιαν τοῦ μονογενής· ὥστε τὸ πρωτότοκος εἶναι ἴσον τῷ μονογενής.

Ὁ Θεοφύλακτος σαφηνίζων τοῦτο λαμπρῶς λέγει· «Ἐκ πατρὸς πρωτότοκος, οὐχ ὡς πρὸς τὰ λοιπά κτίσματα, ἀλλ᾿ ἀπολύτως· μονογενής γάρ καὶ κατὰ τὴν ἄνω γέννησιν» (ἐν τῷ μέρει Ἀπόστολοι σελ. 346). Καὶ ὁ Μέγας Βασίλειος· «Εἰ δέ πρωτότοκος νεκρῶν εἴρηται διὰ τὸ αἴτιος εἶναι τῆς ἐκ νεκρῶν ἀναστάσεως, οὕτω καὶ πρωτότοκος κτίσεως διὰ τὸ αἴτιος εἶναι τοῦ ἐξ οὐκ ὄντων εἰς τὸ εἶναι παραγαγεῖν τὴν κτίσιν» (κατά Εὐνομιανῶν). Οἱ αἱρετικοὶ Εὐνομιανοί, οἱ ἀρνούμενοι τὴν ἀειπαρθενίαν τῆς Θεοτόκου, καὶ οἱ σημερινοὶ ὀπαδοὶ αὐτῶν ὡς δευτέραν ἔνστασιν προσάγουσι τὰ ἐν τοῖς εὐαγγελισταῖς ἀπαντῶντα χωρία, ἐν οἷς ἀναφέρονται ἀδελφοὶ τοῦ Ἰησοῦ (Ματθ. ιβ´ 46-48, 49, Μαρκ. ς´ 3, Ἰω. β´ 17, ζ´ 3), ἀλλ᾿ ἐκ τούτων δὲν ἕπεται ποσῶς, ὅτι οἱ ἀδελφοὶ οὗτοί εἰσι τέκνα τῆς Παναγίας Παρθένου Μαρίας. Ἐν ταῖς ἁγίαις Γραφαῖς καλοῦνται ἀδελφοὶ καὶ οἱ συγγενεῖς. Ἐπὶ παραδείγματι ὁ Ἀβραὰμ καὶ ὁ Λὼτ ὠνομάσθησαν ἀδελφοὶ (Γεν. ιγ´ 8). ἐν ᾧ ὁ Λώτ ἦτο ἀνεψιὸς τοῦ Ἀβραάμ (Γεν. ιβ´ 4, 5, ιδ´ 14-16). Ὁ Ἰακώβ καὶ ὁ Λάβαν ὠνομάσθησαν ἐπίσης ἀδελφοί, ἐν ᾧ ὁ Ἰακὼβ ἦτο ἀνεψιὸς τοῦ Λάβαν ὡς υἱὸς τῆς ἀδελφῆς αὐτοῦ Ρεβέκκας, συζύγου τοῦ Ἰσαάκ (Γεν. κη´ καὶ κθ´ καὶ λς´ καὶ λζ´). Ἐν ταύτῃ τῇ ἐννοίᾳ ἐπίσης δέον νὰ ληφθῇ καὶ ἡ ἐπωνυμία ἀδελφοὶ τοῦ Κυρίου, ἤτοι οἱ πλησίον συγγενεῖς καὶ οὐχὶ ἀδελφοὶ ὁμομήτριοι. Διότι οἱ καλούμενοι ἀδελφοὶ τοῦ Κυρίου εἰσὶ τέκνα τοῦ Ἰωσὴφ ἐκ τῆς πρώτης αὐτοῦ γυναικός. Ὅτι δέ ἡ Θεοτόκος μόνον τὸν Ἰησοῦν ἀφράστως ἔτεκε μαρτυροῦσι α´) οἱ λόγοι τοῦ Σωτῆρος οἱ ἀπὸ τοῦ Σταυροῦ πρὸς τὴν Μητέρα ἑαυτοῦ καὶ πρὸς τὸν Ἰωάννην, δι᾿ ὧν συνίστα πρὸς μέν τὸν Ἰωάννην τὴν Μητέρα ἑαυτοῦ ὡς Μητέρα τοῦ Ἰωάννου, πρὸς δέ τὴν Μητέρα τὸν Ἰωάννην ὡς Υἱόν αὐτῆς (Ἰω. ιθ´. 26). Ἐάν ἡ Μήτηρ τοῦ Ἰησοῦ εἶχε καὶ ἕτερα τέκνα, ἡ σύστασις αὕτη ἦν ὅλως περιττή· τὰ τέκνα αὐτῆς θά ἐφρόντιζον περὶ αὐτῆς. β´) Ἡ ἀρχαιοτάτη παράδοσις περὶ τῆς ἀειπαρθενίας τῆς Θεοτόκου, ἥτις ἐπιβεβαιοῖ τοῦτο. γ´) Ἡ καταδίκη τῶν Εὐνομιανῶν καὶ ὅλων ἐκείνων τῶν αἱρετικῶν τῶν ἀρνουμένων τὴν ἀειπαρθενίαν τῆς ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας ὑπὸ τῶν ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἥτις μαρτυρεῖ ἐπίσης τὸ ἑνιαῖον φρόνημα τῆς μιᾶς ἁγίας καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας περὶ τῆς ἀειπαρθενίας τῆς Θεοτόκου.

platyteraΤό περὶ τῆς ἀειπαρθενίας τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου δόγμα στηρίζεται ἐπὶ ἀκραδάντου βάσεως, τῆς χριστιανικῆς ἀρχαιότητος καὶ ὁμολογεῖται ὑπὸ τῶν ἀρχαιοτάτων τῆς Ἐκκλησίας Πατέρων.

Ἰγνάτιος ὁ θεοφόρος, ἀποστολικὸς Πατήρ, μαθητής Ἰωάννου τοῦ Ἀποστόλου καὶ θέμεθλος τῆς Ἀντιοχέων Ἐκκλησίας ἐν τῇ πρὸς Ἐφεσίους ἐπιστολῇ καλεῖ τὴν Θεοτόκον Μαρίαν Παρθένον. Προστίθησι δέ τάδε· «Τρία τινά ἔλαθον τὸν ἄρχοντα τοῦ αἰῶνος τούτου, τουτέστι τὸν Διάβολον· ἡ παρθενία Μαρίας, ὁ τοκετὸς Αὐτῆς καὶ ὁ θάνατος τοῦ Κυρίου». «Οὗτος ἐκυοφορήθη ἐκ Μαρίας κατ᾿ οἰκονομίαν ἐκ σπέρματος μέν Δαυΐδ, πνεύματος δέ Ἁγίου... Καὶ ἔλαθε τὸν ἄρχοντα τοῦ αἰῶνος τούτου ἡ παρθενία Μαρίας, ὁ τοκετὸς Αὐτῆς, ὁμοίως καὶ ὁ θάνατος τοῦ Κυρίου». Ἄρα ὑπερφυσικῶς ἔτεκεν ἡ Θεοτόκος Μαρία, καὶ Παρθένος, ὡς ἦν, μετὰ τόκον διέμεινεν. Ἐντεῦθεν ὁ θεῖος οὗτος πατήρ τὸν τοκετὸν τοῦτον ὀνομάζει Μυστήριον, ἐπισυνάπτων τοῖς εἰρημένοις· «Τρία μυστήρια κραυγῆς, ἅτινα ἐν ἡσυχία ἐπράχθη, ἡμῖν δέ ἐφανερώθη».

Κατά τάς ἀρχάς δέ τοῦ Β´ αἰῶνος καὶ ὁ Εἰρηναῖος, ἐπίσκοπος Λουγδούνων, ἀντιπολεμῶν πρὸς τούς τὴν παρθενίαν τῆς Θεοτόκου πολεμοῦντας Θεοδοτίωνα, Ἀκύλαν κτλ. κηρύττει ἀπολύτως τὴν Θεοτόκον Μαρίαν Παρθένον, λέγων· «Καθώς ἐκείνη (ἡ Εὔα) ἔχουσα μέν τὸν Ἀδάμ, παρθένος δέ εἰσέτι ὑπάρχουσα... παρακούσασα, καὶ ἑαυτῇ καὶ παντὶ τῷ ἀνθρωπίνῳ γένει αἰτία ἐγένετο θανάτου, οὕτω καὶ ἡ Μαρία προωρισμένον μέν ἔχουσα ἄνδρα, παρθένος δέ οὖσα ὑπακούσασα, καὶ ἑαυτῇ καὶ παντὶ τῷ ἀνθρωπίνῳ γένει αἰτία ἐγένετο σωτηρίας». Καὶ πάλιν· «ὅ ἔδησεν ἡ Εὔα παρθένος δι᾿ ἀπιστίαν, τοῦτο ἔλυσεν ἡ Παρθένος Μαρία διὰ τὴν πίστιν». Καὶ πάλιν· «Ὥσπερ ἐκείνη (ἡ Εὔα) διὰ λόγου ἀγγέλου ἀπεχωρίσθη, ὥστε ἐκφεύγειν τὸν Θεόν, ὡς παραβᾶσα τὸ ρῆμα αὐτοῦ, οὕτω καὶ αὕτη (ἡ Μαρία) δι᾿ ἀγγελικοῦ λόγου εὐηγγελίσθη, ὥστε βαστάζειν τὸν Θεόν, ὡς ὑπακούσασα τῷ ῥήματι Αὐτοῦ. Ἐκείνη μέν παρήκουσε τοῦ Θεοῦ, αὕτη δέ ἐπείσθη ὑπακοῦσαι τῷ Θεῷ, ὥστε τῆς παρθένου Εὔας ἡ Παρθένος Μαρία ἐγένετο συνήγορος». (Adνer. Haeres III, c. 21 § 4 καὶ V, c, 19).

Ὁ δέ Ὡριγένης ὡσαύτως λέγει: «Αὕτη ἡ παρθένος Θεόν ἐγέννησε καὶ μήτηρ ἐγένετο, ἀλλά τὴν παρθενίαν οὐκ ἀπέβαλεν». (ὁμιλ. Α´. εἰς Ματθ.).

Καὶ ὁ Ἅγιος Ἐπιφάνιος (ἐν Αἱρέσ. οη´) διακηρύττει τὰ ἑξῆς· «Τίς ποτε Μαρίαν εἰπών καὶ διερωτηθεὶς οὐχὶ τὴν παρθένον προσέθετο;» Ὁ δέ Ἱερώνυμος, ἀκμάσας περὶ τὰ μέσα τοῦ Δ´ αἰῶνος, κατὰ τοῦ αἱρετικοῦ Πελαγίου γράφων, λέγει· «Μόνος ὁ Χριστὸς τάς πύλας τῆς παρθενικῆς μήτρας ᾐνέωξεν, αἵ καὶ ἑξῆς κεκλεισμέναι διέμειναν» (διάλογ. β´).

Καὶ ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος, ὡσαύτως περὶ τὰ μέσα τοῦ Δ´ αἰῶνος, ἐδίδασκε τάδε· «Ἡ Μαρία τὸν τύπον ἐν ἑαυτῇ τῆς Ἁγίας Ἐκκλησίας ἐνέδειξεν· ὥσπερ τὸν Υἱόν γεννῶσα παρθένος διέμεινεν, οὕτως αὕτη ἐν παντὶ καιρῷ τὰ μέλη ἑαυτῆς γεννᾷ καὶ τῆς παρθενίας οὐ στέρεται». (De symbol. Ad Catech. Libr. IV, 1). Καὶ ἐν τῷ περὶ παρθενίας (κεφ. 4) ὁ αὐτὸς τὰ ἑξῆς· «Ἡ Παρθενία τῆς Μαρίας εἶναι τοσούτῳ μᾶλλον πολύτιμος καὶ κεχαριτωμένη, ὅσω εἶναι ἀφιερωμένη τῷ Θεῷ παρ᾿ αὐτῆς τῆς Παρθένου πρὸ τῆς συλλήψεως αὐτῆς τοῦ Χριστοῦ. Τοῦτο δέ δείκνυται ἐκ τῶν λόγων αὐτῆς πρὸς τὸν Ἄγγελον τὸν εὐαγγελισάμενον αὐτῇ τὴν σύλληψιν· «Πῶς ἔσται μοι τοῦτο, ἐπεὶ ἄνδρα οὐ γινώσκω;» Βεβαίως ἡ παρθένος δὲν θά ὡμίλει οὕτως ἐάν αὕτη δὲν εἶχε ὁριστικῶς ὑποσχεθῇ τῷ Θεῷ νὰ μείνῃ Παρθένος. Ἀλλ᾿ ὡς τοῦτο ἦτο ἐναντίον τοῖς Ἰουδαϊκοῖς ἤθεσιν αὕτη ἐμνηστεύθη μετὰ ἀνδρὸς δικαίου, ὅστις ὤφειλεν οὐ μόνον νὰ σέβηται αὐτήν, ἀλλ᾿ ἔτι νὰ καθιστᾶ καὶ τοῖς ἄλλοις σεβαστὸν ὅ,τι αὕτη ἀφιέρωσε τῷ Θεῷ».

Ὁ δέ Τερτυλλιανὸς λέγει· «Εἰς παρθένον ἔτι τὴν Εὔαν εἶχεν εἰσέλθῃ ὁ λόγος ὁ τῆς ζωῆς ποιητικός, ὥστε τὸ ἀπολεσθέν διὰ τοιούτου φύλου (τῆς γυναικός), διὰ τοῦ αὐτοῦ πάλιν φύλου νὰ ἀποκαταστηθῇ». De carne Christi cap. 17).

Ὁ Μέγας δέ καὶ Οὐρανοφάντωρ Βασίλειος, ὄχι μόνον Παρθένον, ἀλλά καὶ ἀειπάρθενον κηρύττει τὴν Θεοτόκον, λέγων ἐν τῷ εἰς τὴν Γέννησιν τοῦ Χριστοῦ λόγῳ ὅτι «οὐκ ἐπαύσατὸ ποτε παρθένος εἶναι ἡ Θεοτόκος», καὶ διατρανῶν ὅτι οὐδέ εἶναι δυνατὸν τὰ ὦτα τῶν φιλοχρίστων νὰ καταδεχθῶσαι νἀκούσωσι τὸ ἐναντίον· «Διά τὸ μὴ καταδέχεσθαι τῶν φιλοχρίστων τὴν ἀκοήν, ὅτι ποτέ ἐπαύσατο εἶναι παρθένος ἡ Θεοτόκος, ἐκείνας ἡγοῦμαι τάς μαρτυρίας αὐτάρκεις».

Καὶ ὁ χρυσοῦς τὴν γλῶτταν Ἰωάννης ἐν τῷ εἰς τὸν Εὐαγγελισμόν λόγῳ (πθ´), πρὸς τὴν Παρθένον ἀποτεινόμενος, λέγει· «Εὗρες νυμφίον φυλάσσοντά σου τὴν παρθενίαν». Καὶ ἀλλαχοῦ «Δέσποιναν ἁγίαν καὶ ἀειπαρθένον» τὴν Θεοτόκον καλεῖ (ὁμιλ. LXII tομ. VI). Καὶ πάλιν· «Θεοτόκον καὶ ἀειπαρθένον Μαρίαν» (ὁμιλ. CXI τόμ.V).

Κύριλλος ὁ Ἀλεξανδρείας «ἀπειρόζυγον δάμαλιν» καλεῖ τὴν Παρθένον. Καὶ ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ μέγας, περὶ τῆς Παναγίας Παρθένου λαλῶν, λέγει· «Διό καὶ Παρθενομήτωρ, ὡς Θεοτόκος, ἡ ἁγία Παρθένος» (τόμ. ΙΙ σελ. 34).

Καὶ αὐτὸς δέ ὁ Ἀρεοπαγίτης Διονύσιος ἐν τῷ περὶ οὐρανίου Ἱεραρχίας (IV σελ. 49) «Θεομήτορα τὴν Παναγίαν Παρθένον» καλεῖ.

Ὁ δέ Γρηγέντιος (ἐν ταῖς συζητήσεσι πρὸς Ἰουδαῖον) «ἀείπαιδα καὶ Θεοτόκον» τὴν Μαρίαν ὀνομάζει. Καὶ ὁ Καισάριος ἐν διαλόγῳ (ἐρωτήσει ΧΧ) λέγει· «ἡ θεανδρικὴ τοῦ λόγου ἐκ τῆς ἀείπαιδος Μαρίας προέλευσις». Καὶ Τίτος ὁ Βόστρων «πανάμωμον» τὴν ὄντως πανάμωμον ἀποκαλεῖ.

Αὐτὴ ἡ Ἐκκλησία τέλος εἰς ἀρχαιοτάτας αὑτῆς ᾠδὰς ὑμνεῖ τὴν Παναγίαν Παρθένον Μαρίαν, ὡς θεοτόκον, θεογεννήτριαν, ἀειπαρθένον, θεομήτορα, παρθενομήτορα, ἀπειρόγαμον μητέρα, ἄγαμον νύμφην, μητροπάρθενον, φαεσφόρον, ναόν ἔμψυχον, ἀνύμφευτον νύμφην, ἁγνείας θησαύρισμα, χώραν ἀνήροτον, σκηνήν ἐπουράνιον. Συνελέξαμεν δέ πλέον τῶν ἑκατὸν τιμητικῶν ἐπιθέτων τῆς Θεοτόκου ἐκφραστικῶν τοῦ περὶ τῆς ἀειπαρθενίας Αὐτῆς φρονήματος τῆς ἁγίας ἡμῶν ἐκκλησίας. Πολλά δέ τούτων εὑρίσκονται καὶ ἐν τοῖς συγγράμμασι ἀρχαίων τῆς Ἐκκλησίας Πατέρων. Ἡ ὑμνῳδία ἄλλως τῆς ἁγίας ἡμῶν Ἐκκλησίας ἐκφράζει τὸ στερρόν τῆς καθόλου ἐκκλησίας φρόνημα τὸ ἐπικρατῆσαν ἐν αὐτῇ ἀπὸ τῶν πρώτων αἰώνων καὶ μέχρις ἡμῶν διασωθέν. Ἐκεῖ δέ ὅπου λαλεῖ ἡ οἰκουμενικὴ ἐκκλησία σιγησάτω πᾶσα γλῶσσα βροτεία· διότι ὅταν ὁμιλῇ ἡ ἐκκλησία, ὁμιλεῖ τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ τὸ ἅγιον· ὁ δέ τῇ ἐκκλησίᾳ ἀντιλέγων τῷ Πνεύματι τῷ ἁγίῳ ἀντιλέγει.

Ἀντιλέγουσι δέ τῷ ὄντι τῷ Πνεύματι τῷ ἁγίῳ οἱ τὴν ἀειπαρθενίαν τῆς Θεοτόκου ἀρνούμενοι, ὡς ἀρνούμενοι, αὐτὴν τὴν ἀλήθειαν, ἥν καὶ διὰ τῶν κατὰ τόπους καὶ καιρούς θεοφόρων Πατέρων καὶ διὰ αὐτῶν τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἡ Ἐκκλησία ἐκύρωσεν ὡς παράδοσιν ἁγίαν καὶ ἀποστολικήν πάντοτε, πανταχοῦ καὶ ὑπὸ πάντων τῶν εὐσεβῶν καὶ ὀρθοδόξων παραδεδεγμένην.

Panagia ag.Skeph 2Αὐτὴ ἡ Α´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ἡ ἐν Νικαίᾳ συγκροτηθεῖσα, διακηρύττει φαεινῶς τὴν ἀειπαρθενίαν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἐν αὐτῷ τῷ Συμβόλῳ τῆς Πίστεως, λέγουσα περὶ τῆς σαρκώσεως τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς θείας ἐναναθρωπήσεως, ὅτι ἐγένετο «ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς Παρθένου». Ἡ ἐπίσημος δέ αὕτη ἀνακήρυξις τῆς παρθενίας τῆς Θεοτόκου ὑπὸ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἐκφράζει τὸ πνεῦμα τῆς καθόλου Ἐκκλησίας ἀπὸ τῶν ἀποστολικῶν χρόνων. Οὐχ ἧττον τὸ δόγμα τοῦτο καὶ οἰκουμενικαὶ καὶ τοπικαὶ καὶ ἐπαρχιακοὶ Σύνοδοι ὡς δόγμα πίστεως ἀπαράβατον ἐπεκύρωσαν. Ἡ ΣΤ´ μάλιστα οἰκουμενικὴ Σύνοδος μακρόν ποιεῖται λόγον περὶ τῆς παρθενίας καὶ ἀειπαρθενίας τῆς Θεοτόκου (ἐν πράξει ια´) καὶ κηρύττει τὴν Θεοτόκον παρθένον πρὸ τόκου καὶ ἐν τόκῳ καὶ μετὰ τόκον. Ὁμοίως καὶ ἐν τῷ Α´ κανόνι ἡ Σύνοδος αὕτη ἀνομολογεῖ τὴν Θεοτόκον ἀειπάρθενον, κηρύττουσα ἕνα Χριστόν, τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ σαρκωθέντα καὶ τὴν αὐτὸν τεκοῦσαν ἀσπόρως ἀειπάρθενον, κυρίως καὶ κατ᾿ ἀλήθειαν Θεοτόκον. Ἡ δέ ἐν Τρούλλῳ Σύνοδος καλεῖ τὴν παρθένον «ἄχραντον παρθενομήτορα» (ἐν Κανόνι LXXIX).

Πᾶσαι αὗται αἱ μαρτυρίαι τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, τῶν διατηρησασῶν ἀναλοίωτον τὴν ἱεράν ἀποστολικήν παράδοσιν, εἰσὶν ἱκαναὶ ὅπως πείσωσι καὶ πληροφορήσωσι πάντας τούς πιστεύοντας ἐν καθαρᾷ καρδίᾳ εἰς τάς ἀληθείας τῆς Ἐκκλησίας. Οὐχ ἧττον τὴν ἀλήθειαν καὶ τὸ κῦρος τῆς ἀληθείας τῶν οἰκουμενικῶν συνόδων δέχεται οὐ μόνον ἡ Δυτικὴ ἐκκλησία ἀλλά καὶ αὐτὴ ἡ Ἀγγλικανική. Ἐπὶ τοῦ κύρους δέ τούτου στηριζόμενοι καὶ μεγάλοι ἄνδρες τῆς Ἀγγλικανικῆς ἐκκλησίας ἀποδέχονται τὴν ἀειπαρθενίαν τῆς Θεοτόκου. Οὕτως ὀ Νέλσων λέγει· «Τό ἰδίως ἔξοχον καὶ ἀσύγκριτον προνόμιον ἐκείνης τῆς μητρός, ἡ ὀφειλομένη ἐξαίρετος τιμὴ καὶ προσκύνησις εἰς ἐκεῖνον τὸν υἱόν, ἥτις παρ᾿ αὐτῆς πάντοτε προσηνέχθη αὐτῷ, τὸ σέβας πρὸς ἐκεῖνο τὸ Ἅγιον Πνεῦμα τὸ ἐπισκιάσαν αὐτήν, ἡ υἱϊκὴ ἀγαθότης καὶ εὐσέβεια τοῦ Ἰωσήφ, ᾧτινι ἐδόθη ὡς νύμφη, ἐπληροφόρησαν τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ καθ᾿ ὅλους τούς αἰῶνας, ὥστε νὰ πιστεύσῃ ὅτι αὕτη (ἡ Θεοτόκος) εἰσέτι ἐξακολουθεῖ οὖσα εἰς τὴν ἰδίαν Παρθενίαν. Καὶ λοιπὸν ἡμεῖς ἔχομεν χρέος νὰ ὁμολογῶμεν Αὐτὴν Παρθένον Μαρίαν» (Nelsons Fest. London 1732 pag. 172).

Καὶ ὁ John Pearson λέγει: «Ὅταν λέγηται· «ἐγώ πιστεύω εἰς τὸν Ἰησοῦ Χριστὸν τὸν γεννηθέντα ἐκ τῆς παρθένου Μαρίας», διὰ τούτου πρέπει νὰ ἐννοῶμεν τόσον· «ἐγώ συνομολογῶ τοῦτο, ὡς ἀληθεστάτην καὶ ἀλανθαστοτάτην ἀλήθειαν, ἤγουν ὅτι ὑπῆρξε γυνή τις ὀνόματι Μαρία, νύμφη τοῦ Ἰωσὴφ τοῦ ἐκ Ναζαρέτ, ἥτις πρὸ καὶ μετὰ τὰ νυμφεῖα ὑπῆρξε καθαρά καὶ ἄμωμος Παρθένος, καὶ ἐνῷ ἦτο καὶ ἠκολούθει νὰ εἶναι εἰς τοιαύτην παρθενίαν, συνέλαβε, διὰ τῆς ἀμέσου τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐνεργείας, ἐν τῇ μήτρᾳ αὑτῆς τὸν μονογενῆ Υἱὸν τοῦ Θεοῦ· καὶ μετὰ τὸν φυσικὸν τῶν ἄλλων γυναικῶν καιρόν, ἐγέννησεν αὐτόν, ὡς πρωτότοκον αὑτῆς Υἱόν, ἀκολουθοῦσα εἰσέτι νὰ εἶναι ὁποία καθαρωτάτη καὶ μόνη ἄμωμος παρθένος». (Παράβλ. Καὶ Ἐπιστολμ. Διατριβὴ ἤτοι ἀνασκευὴ τῆς ὑπὸ τοῦ Κ. Ἀλβέρτου ἀπαντήσεως ὑπὲρ τῆς ἀειπαρθενίας τῆς Θεοτόκου Μαρίας ὑπὸ Ἀρσένη Παύδη. Κέρκυρα 1850).

Οὕτω λοιπὸν καὶ διὰ τῶν Ἁγίων Συνόδων καὶ διὰ τῶν Θεοφόρων Πατέρων καὶ διὰ τῆς ἐν γένει ἀποστολικῆς καὶ Ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως, καθώς καὶ διὰ τῆς μαρτυρίας αὐθεντικοῦ κύρους ἀνδρῶν ἀλλοδόξων, ἐπικυροῦται καὶ ἐπιστηρίζεται τὸ ἑδραῖον καὶ ἀκλόνητον τῆς ἁγίας ἡμῶν Ἐκκλησίας δόγμα περὶ τῆς ἀειπαρθενίας τῆς Παναχράντου καὶ Παναμώμου τοῦ Κυρίου ἡμῶν Μητρός.

Εἰς ἐπισφράγισιν τῶν ὅσων περὶ τῆς ἀειπαρθενίας τῆς παναγίας Μητρὸς τοῦ Κυρίου εἴπομεν, παραθέτομεν ἐνταῦθα καὶ τὰ θαυμάσια ταῦτα ρήματα τοῦ Μεγάλου Φωτίου, ἅτινα ἔγραψε «Γρηγορίῳ τῷ παρακανδιδάτῳ, αἰτησαμένῳ λύσιν ἀπορίας».

«Ὁ ἀσπασμὸς ἄνωθεν· ἡ σύλληψις ἄσπορος, κύησις ἄφραστος, ὠδῖνες ἀλόχευτοι· σφραγὶς τῆς παρθενίας, ἡ τῶν ὠδίνων διάλυσις, (ὁ γάρ τόκος ἄφθορος καὶ ἡ τεκοῦσα παρθένος καὶ μετὰ γέννησιν). Ὁ Θεὸς ἐν σαρκὶ τὸ τικτόμενον· χορὸς ἀγγέλων ᾆσμα τὸ θαῦμα ποιούμενοι· ἔνθα τοσούτων καὶ τηλικούτων συνδρομήν, πῶς ἄν τις διαμφισβητήσειε, κἂν πάντα ἀσεβεῖν ἔθετο μελέτην, ὅτι μὴ οὐχὶ παρθένος ἡ παρθένος καὶ μέχρι τέλους διέμεινεν; Εἰ δέ τὸ «οὐκ ἐγίνωσκεν αὐτήν, ἕως οὗ ἔτεκε τὸν υἱόν αὐτῆς τὸν πρωτότοκον», ὑπόθεσιν βλασφημίας ἑαυτοῖς τινες ἀνευρίσκουσιν, ἴστωσαν, ὡς ἡ τῶν ἀχράντων λογίων ἀλήθεια τὸ μέν παράδοξον καὶ ὑπερφυὲς καὶ ὑπὲρ κατάληψιν ἠβουλήθη παραστῆσαι, ὅπερ ἐστὶ τόκος ἄνευ ἀνδρὸς ἐπιγνώσεως· τὸ δὲ μετὰ ταῦτα νοεῖν κατέλιπεν ὡς ἀκόλουθον. Τό γάρ τὴν ἐν τόκῳ παρθενεύουσαν καὶ τὸ λοιπόν διὰ βίου παρθενεύειν, οὔτε καινόν ὅλως ἢ παράδοξον, ἀλλά καὶ τοῖς προηγιασμένοις ἐξ ἀναγκαίου μᾶλλον ἑπόμενον. Ἄλλως τε δέ καὶ τῶν Ἰουδαίων τέως ἐπιστομίζειν ἔγνω τὸ βλάσφημον, οἵ ἐκ πορνείας τὸν ἄσπορον τόκον διέσυρον· διό καὶ πρὸς τὴν ἐκείνων ἵσταται κακόνοιαν, δι᾿ ᾧν τρανοῖ καὶ ἀνακηρύττει τῆς τεκούσης τὸ ἀνέπαφον. Κἀκεῖνο δέ συνιέτωσαν, ὅτι μηδ᾿ αὐτάς τάς λέξεις, ἐξ ὧν οἱ θεῖοι χρησμοί, συνιέναι ἠβουλήθησαν· εἰ γάρ ἂν τὸ «Ἕως» κατέμαθον ἐνίοτε μέν πρὸς ἀντιδιαστολὴν τοῦ ἐφεξῆς χρόνου παραλαμβανόμενον, ἐνίοτε δέ ἐπὶ δηλώσει μεγάλων μέν ἔργων καὶ θεοπρεπῶν· καθάπερ καὶ νῦν, οὐ τὴν πρὸς ἀντιδιαστολήν ἑτέρου χρόνου τινός, ἀλλά καὶ τοὐναντίον εἰς ὑποδήλωσιν ἀπεράντου διαστήματος. Καὶ ἀνά χεῖρα τὰ παραδείγματα· «Ἀνατελεῖ γάρ ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτοῦ δικαιοσύνη καὶ πλῆθος εἰρήνης, ἕως οὗ ἀνταναιρεθῇ ἡ σελήνη·» καί, «Κάθου ἐκ δεξιῶν μου (ἀνάγραπτὸς ἐστιν ὁ Πατήρ λέγων τῷ Υἱῷ) ἕως ἂν θῶ τούς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου·» καί, «Ἰδού, ἐγώ μεθ᾿ ὑμῶν εἰμι (πάλιν ὁ Σωτήρ τοῖς μαθηταῖς φησιν) ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος». Καὶ δῆλον ὡς ἐνταῦθα τὸ ἕως οὗ χρονικόν τι μεθόριον καὶ πέρας παρεισάγει, μέγεθος δέ θείων πραγμάτων ἡ λέξις συμπαραδηλοῦσα εἰς ἀπεριόριστον παράτασιν τὸν νοῦν τῶν ἐντυγχανόντων ἀναπέμπει. Οὐ μόνο δέ, ἀλλά καὶ τρίτον ἐστίν ἰδεῖν αὐτοῦ σημαινόμενον, δι᾿ οὗ μέγα μέν καὶ ὑπέρογκον οὐδέν ὑποδηλοῦται, ἁπλῶς δέ τὸ ἐναντίον τοῦ προτέρου ἕως διασημαίνεται· ὡς τό, «Οὐκ ἀνέστρεψε πρὸς τὸν Νῶε ἡ περιστερά, ἕως τοῦ καταξηρανθῆναι τὴν γῆν·» καί, «Ἕως ἂν καταγηράσητε, (ἀλλαχοῦ φησιν) ἐγώ εἰμι ὁ Θεός»· καὶ ἄλλα μυρία, δι᾿ ὧν εὔδηλον καὶ τοῖς λίαν ἐθελοκωφοῦσι καθίσταται, ὡς ἀντὶ τοῦ διηνεκῶς καὶ εἰς τὸν αἰῶνα ἡ λέξις παραλαμβάνεται. Ὅταν οὖν δείξωσιν οἱ πάντα θρασεῖς, μετὰ τὴν τῆς σελήνης ἀναίρεσιν, τὴν τοῦ Χριστοῦ καὶ Θεοῦ ἡμῶν δικαιοσύνην εἰς τὸ μὴ ὂν καταδύουσαν, καὶ τὸ πλῆθος αὐτοῦ τῆς εἰρήνης μειούμενον, καὶ εἰς ἔχθραν διαχεόμενον· καὶ μετὰ γε τὸ ὑποτεθεικένει τούς ἐχθρούς αὑτοῦ ὑπὸ τούς πόδας αὐτοῦ, τῆς δεξιῶν καθέδρας τοῦ Πατρὸς παρακινούμενον· (τόδε τὸ βλάσφημον εἰς τάς τῶν ἀναισχυντούντων κεφαλάς·) εἶτα δέ καὶ μετὰ τὴν συντέλειαν τοῦ αἰῶνος, ὅτε μᾶλλον τοῖς μαθηταῖς ἡ οἰκείωσις, αὐτῶν ἀφιστάμενον· καὶ ἐπειδάν καταγηράσωσιν οἱ τότε ἄνθρωποι, μηκέτι ὄντα τὸν Θεόν· εἰ βούλει δέ, καὶ τὴν περιστεράν μετὰ τὸ ξηρανθῆναι τὴν γῆν πρὸς τὸν Νῶε ἀναστρέψασαν, τότε διαπορείτωσαν, καὶ εἰ μετὰ τὸν ἄρρητον καὶ παρθένιον τόκον, ἀνδρὸς ὁμιλίαν ἡ παρθένος ἐμελέτησεν. Εἰδέ μὴ κατ᾿ ἐντολήν ἔγραφον, πλείους ἄν, Θεοῦ διδόντος, τάς ἀποδείξεις σοι παρεθέμεθα· ἀλλ᾿ ἱκανά καὶ ταῦτα οἷς μὴ μετὰ τῆς ἀγνοίας καὶ ἡ διάνοια προσαπώλετο.»


Πηγή:http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/tributes/agios-nektarios/peri_aeipar8enias.htm


platytera4
Τὸ πρόσωπο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας εἶναι ὁ
μεγαλύτερος θησαυρὸς ποὺ ἔχει ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας μας.

Αὐτὴ «κατέχει τὰ δευτερεῖα τῆς Ἁγίας Τριάδος», εἶναι ἡ πρώτη μετὰ τὸν Θεό.
Ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας τῆς Κρήτης λέγει σὲ ἕνα τροπάριό του γιὰ τὴν Παναγία μας:
«Χαίροις μετὰ Θεὸν ἡ Θεός, τὰ δευτερεῖα τῆς Τριάδος ἡ ἔχουσα».

Δι’ αὐτῆς ἐκφράζει τὴν πίστη στὸν Θεὸ καὶ τὴν εὐλάβειά του ὁ λαός μας,

σὲ Αὐτὴν προσφεύγει στὸν πόνο, στὴ θλίψη καὶ στὴ δυστυχία του,

Αὐτὴν ἐπικαλεῖται στοὺς κινδύνους καὶ στὰ ἀδιέξοδά του,

Τὶς πρεσβείες Της ζητᾶ στὶς στιγμὲς τῆς μετανοιάς του,

σὲ Αὐτὴν ἐναποθέτει τὴν πᾶσαν ἐλπίδα του,

Αὐτὴν δοξολογεῖ γιὰ κάθε εὐεργεσία ποὺ ἀπολαμβάνει,

σὲ Αὐτὴν ἀφιερώνει τοὺς καλύτερους ὕμνους του, τοὺς ὡραιότερους ναούς,
τὰ εὐγενέστερα αἰσθήματά του,

Αὐτὴν ὀνομάζει «ἄσπιλη, ἀμόλυντη, ἄφθορη, ἄχραντη, ἁγνή»,
γιὰ τὴν ὑπερφυσικὴ παρθενία καὶ ὑπερθαύμαστη καθαρότητά της,

Αὐτὴ ἐνσαρκώνει τὴν ὑψηλότερη θεολογία,

γι’ Αὐτὴν ἀνατριχιάζει, ὅταν καθυβρίζεται τὸ πανάγιο ὄνομα
καὶ ὅταν προσβάλλεται ἀσεβῶς τὸ πάντιμο πρόσωπό της.

Στὴν ἀειπαρθενία καὶ στὸ μυστήριό της ἀφιερώνεται καὶ ἡ παροῦσα σελίδα, ὡς ἀπάντηση στὴν ἀσέβεια ποὺ καὶ πρόσφατα δέχθηκε τὸ πανίερο πρόσωπό της στὴν πατρίδα μας.
       theotokos k parthenos vers      
  ΗΣΑΪΑΣ κεφ. 7  Isaiah 2  
            Προφήτης Ησαΐας  
   
 
 
  ΛΟΥΚΑΣ κεφ. 1  ap.loukas 2  
        Ευαγγελιστής Λουκάς  
   
 
 
  ΜΑΤΘΑΙΟΣ κεφ. 1  ap.matthaios 2  
        Ευαγγελιστής Ματθαίος  
   
 
 
  Ὁμιλία ΝΒ΄
ἐκφωνηθεῖσα κατὰ τὴν εἰς τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων Εἴσοδον
τῆς Πανυπεράγνου Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου
ag grigorios pal2  
     Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς  
   
 
 
   Περὶ τῆς ἀειπαρθενίας
τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου
ag.nektarios2  
           Άγιος Νεκτάριος  
   
 
 

Florovsky 2 «Θέματα Ορθοδόξου Θεολογίας», εκδ. Άρτος ζωής
απόσπασμα σσ.125-138

                                                                                                                               
                                                                                                                  
π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ                                                                                                       

 
gieftits 22 Εισαγωγή εις του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού,
Η Θεοτόκος - τέσσερις θεομητορικές ομιλίες
Αποστολική Διακονία, Αθήνα, 1995
   
π. Αθανάσιος Γιέφτιτς
(πρώην Ζαχουμίου και Ερζεγοβίνης)

     

 
mmln 2 Τὸ μυστήριο
τῆς ἐκ Παρθένου Γεννήσεως
τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ
   
Μητροπολίτης Μεσογαίας
και Λαυρεωτικής
κ. Νικόλαος

     

 
p.athanasios mytilhnaios

π. Αθανάσιος Μυτιληναίος
Τό Σύμβολον τῆς Πίστεως
(Ἀπόσπασμα ἀπό τίς Κατηχήσεις Ἁγίου Κυρίλλου Ἱεροσολύμων)

Εἰς τό : “Τόν Σαρκωθέντα καί Ἐνανθρωπήσαντα”. 

Ἡ παρθενική γέννησις συγκρινομένη μέ τήν ἐκ στειρότητος γέννησιν. Ἡ τυπολογία τῆς Π. Δ. Διά τήν παρθενικήν γέννησιν. - Μέρος Θ'. (δ. 62') - (Ομιλία 74η)

Ἀρνητικές θέσεις κατά τῆς παρθενίας τῆς Θεοτόκου καί ἀναίρεσις αὐτῶν.- Ἐπίλογος. - Μέρος Θ'. (δ. 56') - (Ομιλία 75η)
   


     

 
  Aπό την υμνολογία
της Εκκλησίας μας 
Panagia round2