en ru
ΟΜΙΛΙΕΣ

arrow01    «Μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως & Κονίτσης Σεβαστιανὸς», Παρουσίαση στἠν Αἴθουσα Τελετῶν τοῦ ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη, 30.11.2014 καὶ στὴν Κόνιτσα, 14.12.2014 (20 ἐτῶν ἀπὸ τῆς κοιμήσεως τοῦ Μητροπολίτου Σεβαστιανοῦ) [pdf]
 
arrow01    «Ἡ Μαγεία τῶν φωτονίων», Δυὸ λόγια στὴν ἐκδήλωση τοῦ Ἐθνικοῦ Ἀστεροσκοπείου Ἀθηνῶν, μὲ άφορμὴ τὴν πλήρη ἀποκατάσταση τοῦ ἱστορικοῦ τηλεσκοπίου Newall, Παλ. Πεντέλη, 21.9.2013[pdf]
 
arrow01    «Ὁ Σταυρὸς τοῦ Κυρίου», Ὁμιλία γιὰ τὴν Μεγάλη Ἑβδομάδα [pdf]
 
arrow01    «Ἔφθασε καιρὸς ἡ τῶν πνευματικῶν ἀγώνων ἀρχή…τὸ στάδιο τῶν ἀρετῶν ἠνέωκται»», Ὁμιλία γιὰ τὴν Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ [pdf]
 
arrow01    «ΚΑΡΔΙΟΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΗ ΜΕ ΠΟΛΛΗ ΚΑΙ ΚΑΛΗ ...ΚΑΡΔΙΑ», Ὁμιλία στὴν τιμητικὴ ἐκδήλωση γιὰ τὸν καρδιοχειρουργό Αὐξέντιο Καλαγκό, Θεσσαλονίκη, Μέγαρο Μουσικῆς, Σάββατο 2.2.2013 [pdf]
 
arrow01    «Θεὸς τὸ τεχθέν, ἡ δὲ μήτηρ Παρθένος!»
 
arrow01    «ΕΙΣΟΔΙΑ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ», Κήρυγμα ποὺ ἐκφωνήθηκε στὸ Ἱ. Μετόχιον τῆς Ἀναλήψεως στὸν Βύρωνα στὶς 23.11.2003
 
arrow01    «ΕΚΚΛΗΣΙΑ, νέες ἀντιλήψεις καὶ νέες τεχνολογίες», Ὁμιλία στὴν Τακτικὴ Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, 4.10.2012
 
arrow01    «Μείζω τούτων ὄψει», ὁμιλία στὴ Συνοδικὴ Θεία Λειτουργία, Ἱ. Ν. Ἁγίου Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, Ἀθήνα, 4.3.2012
 
arrow01    Ἀνακουφιστικὴ φροντίδα ἀτόμων μὲ νευρομυϊκὲς ἀσθένειες, 2ο Ἐπιστημονικό Συνέδριο μὲ τὴν συμπλήρωση 50 χρόνων ἀπὸ τὴν κοίμηση τοῦ Ἁγίου Λουκᾶ, ἀρχιεπισκόπου Συμφερουπόλεως καὶ Κριμαίας, «Ἅγιος Λουκᾶς (Βοϊονο-Γιασενέτσκι) ὁ Ἰατρός», Πολεμικὸ Μουσεῖο, Ἀθήνα 11-12 Νοεμβρίου 2011 [pdf]
 
arrow01    Στήριξη ἀρρώστου-οἰκογένειας στὶς τελευταίες ἡμέρες τῆς ζωῆς, 2nd International Conference “Caring Before the Gates of Death”, Ρόδος, 12-16 Ὀκτωβρίου 2011 [pdf]
 
arrow01    Ἡ συνεισφορὰ τοῦ γυναικείου μοναχισμοῦ στὴν ποιμαντικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, Ἐπιστημονικὸ-πνευματικὸ συμπόσιο περὶ γυναικείου μοναχισμοῦ, Ἱ. Μονὴ Ζίτσα, Σερβία, 1- 4 Σεπτεμβρίου 2011 [pdf]
 
arrow01    Ἐκκλησιαστικὲς ἀντιστάσεις στὸν ὁδοστρωτῆρα τῆς Παγκοσμιο-ποίησης, Σχολὴ Γονέων Ἀρχιεπισκοπῆς Κύπρου, Λευκωσία, Κύπρος, 2 Μαΐου 2011 [pdf]
 
arrow01    Ἡ Θεότοκος στὴ ζωὴ τοῦ ἁγιορείτη μοναχοῦ, Συνέδριο τῶν Friends of Mount Athos, Cambridge University, Madingley Hall, 25 Φεβρ 2011 [pdf]
 
arrow01    Ἀποτέφρωση νεκρῶν - Πρόκληση ποιμαντικῆς εὐθύνης καὶ μαρτυρίας, Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, 11 Mαΐου 2010 [pdf]
 
arrow01    Οἰκογενειακὸς προγραμματισμὸς καὶ περιγεννητικὴ ἠθική, 6ο Πανελλήνιο Συνέδριο Οἰκογενειακοῦ Προγραμματισμοῦ, Ἀλεξανδρούπολη 26-28 Φεβρουαρίου 2010 [pdf]
 
arrow01     "Τὸ Ἅγιον Ὄρος πέραν ἀπὸ τὰ σκάνδαλα", ὁμιλία Σεβασμιωτάτου στὸ σύλλογο "Οἱ φίλοι τοῦ Ἁγίου Ὄρους", Ἀρχαιολογικὴ Ἑταιρεία Ἀθηνῶν, 17.12.2009
 
arrow01    "Ἐπιστήμη-Θεολογία, Ἀπὸ τὸ ἀκατανόητο τοῦ κτιστοῦ στὸ μεθεκτὸ τοῦ ἀκτίστου", ὁμιλία τῆς ἀναγορεύσεως τοῦ Σεβασμιωτάτου σὲ Ἐπίτιμο Διδάκτορα τοῦ Τμήματος Κοινωνικῆς Θεολογίας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, 3.11.2008
 
arrow01    Προσφώνηση Σεβασμιωτάτου γιά τήν ἐπίσκεψη τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως κ. κ. Βαρθολομαίου στήν Κοινότητα τῆς Ἀνθούσας, 31.10.2008
 
arrow01    Ἀπὸ τὴ βελτίωση τῆς φυσιογνωμίας στὸν σεβασμὸ τοῦ προσώπου, ὁμιλία στὸ 28ο Πανελλήνιο Ὀδοντιατρικὸ συνέδριο, 24.10.2008
 
arrow01   "Complementary Views on the Origin of Values", ὁμιλία στά πλαίσια τοῦ Διεθνοῦς Συμποσίου "Πανανθρώπινες Ἀξίες ΙΙ: Ἐπιστήμη, Τεχνολογία καί Ἀνθρώπινες Ἀξίες" που διοργανώθηκε ἀπό τήν Ἀκαδημία Άθηνῶν, 3.5.2007
 
arrow01    ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ: 1600 χρόνια ἀπὸ τὴν κοίμησή του, Ἱερὸς Καθεδρικὸς Ναὸς Ἀθηνῶν, Κυριακὴ Τελώνου καί Φαρισαίου 28.1.2007
 
arrow01    Χειροτονητήριος Λόγος Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου κ.κ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ (30 Ἀπριλίου 2004) [pdf]
 
arrow01    Ἐνθρονιστήριος Λόγος Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου κ.κ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ (26 Ἰουνίου 2004) [pdf]
 
arrow01    Ἐνθρονιστήρια Ἀντιφώνηση στὸν Δήμαρχο Σπάτων (26 ᾿Ιουνίου 2004) [pdf]


 

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ: 1600 χρόνια ἀπὸ τὴν κοίμησή του, Ἱερὸς Καθεδρικὸς Ναὸς Ἀθηνῶν, Κυριακὴ Τελώνου καί Φαρισαίου 28.1.2007

 

Μακαριώτατε,

Σεβασμιώτατοι,

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί,

Ἡ σημερινὴ μέρα δὲν εἶναι μεγάλη γιὰ τὸν ἀναμφίβολα μέγιστο καὶ παγκόσμιο Ἅγιο Ἰωάννη Χρυσόστομο, τὸν ὁποῖο φέτος τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, μὲ ἀφορμὴ τὴ συμπλήρωση 1600 χρόνων ἀπὸ τῆς κοιμήσεώς του. Αὐτὸς δὲν ἔχει ἀσφαλῶς ἀνάγκη ἀπὸ τέτοιους ἑορτασμούς.

Ἡ σημερινὴ μέρα εἶναι μεγάλη γιὰ ὅλους ἐμᾶς, ποὺ ζῶντας πολὺ μακρυὰ ἀπὸ τὴν ἐποχή του καὶ ἀκόμη μακρύτερα ἀπὸ τὸ πνεῦμα του, αἰσθανόμαστε ὡς μέγιστη ἀνάγκη νὰ ἐμπνευσθοῦμε ἀπὸ τὸ οἰκουμενικὸ μεγαλεῖο του, ἀγωνιζόμαστε νὰ μαθητεύσουμε στὶς μυστικὲς γωνιὲς τῆς ἀνεπανάληπτης μοναδικότητός του, προσπαθοῦμε νὰ γίνουμε μέτοχοι τῆς αἰώνιας δόξας καὶ τῆς χάριτός του.

Α) Γνωριμία μὲ τὸν Ἅγιο

Τὸν Ἅγιό μας μποροῦμε νὰ τὸν γνωρίσουμε σὲ ποικίλα ἐπίπεδα. Ἡ μνήμη του μᾶς φέρνει σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸ ἱστορικὸ περίγραμμά του, ἡ μελέτη τῶν λόγων του καὶ ἡ ταπεινὴ τιμή του μὲ τὴν κρυμμένη μυστικὴ μορφή του∙ καὶ τέλος ἡ αἴσθηση τῆς προσευχῆς του μὲ τὸ συνήθως δυσδιάκριτο αἰώνιο πρόσωπό του.

α) Διαβάζοντας τὸν βίο, τὰ ἔργα καὶ τὸ συναξάρι του, γνωρίζουμε τὸ ἱστορικό, τὸ φανερὸ πρόσωπό του. Βλέπουμε πῶς πέρασε ἀπὸ πειρασμοὺς καὶ διωγμούς, πῶς ἀξιοποίησε τὶς εὐκαιρίες, τὰ γεγονότα καὶ τὰ τάλαντά του, πῶς ἐξαγίασε τὴ φύση του. Γνωρίζουμε τὶς ἀρετὲς καὶ τὸν χαρακτήρα του, τὴν ὑπομονή, τὴ μακροθυμία, τὴν ἀνωτερότητα, τὶς εὐαισθησίες, τὸ κοινωνικόν τῆς καρδίας του, τὴ φιλοπτωχία του. Μιὰ πολυτάραχη, γεμάτη ἐντάσεις καὶ πάθος ζωή, μὲ διωγμοὺς ἀλλὰ καὶ ἀνεξικακία, μὲ ἀδικίες ἀλλὰ καὶ δικαίωση, μὲ ἐξορίες ἀλλὰ καὶ παλλαϊκὴ ἀποκατάσταση, μὲ ἀπέραντη ἀγάπη στὴν Ἐκκλησία ἀλλὰ καὶ συνεχῆ διάψευση ἀπὸ μέρους της τῆς κηρυττομένης ἀπὸ τὸν ἴδιο ἁγίας ἀποστολῆς της.

β) Προσεγγίζοντας σὲ βάθος τὸ περιεχόμενο τῆς ζωῆς καὶ τῶν λόγων του, ὑποψιαζόμαστε κάπως τὸ μυστικὸ πρόσωπό του. Πίσω ἀπὸ τὶς ἐκδηλώσεις τῆς ζωῆς του κρύβεται ὁ ἄνθρωπος τῆς ἀπαράμιλλης πίστεως, τῆς ἀξιοθαύμαστης δυνάμεως, τῆς ἀπροσμέτρητης ἀγάπης, τῆς σπάνιας χάριτος. Αὐτὸς ποὺ βλέποντάς τον δὲν ἀναγνωρίζεις μόνον τὸ μεγαλεῖο τῶν ἐπιτευγμάτων του, ἀλλὰ ἀντικρύζεις κυρίως τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ στὴ ζωή του. Καμαρώνεις γιὰ τὴν ἀνθρώπινη φύση, κυρίως ὅμως χαίρεσαι γιὰ τὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο. Πάσχει, καὶ δὲν τὸν λυπᾶσαι συναισθηματικά, γιατὶ ξέρεις ὅτι ἔτσι δοξάζεται πνευματικά. Λυγίζει ὁ φυσικός του ἄνθρωπος, καὶ δὲν κλονίζεται ἡ πίστη σου στὴ χάρι του, γιατὶ ἡ ἐγκατάλειψη τῶν ἀνθρώπων ἐνισχύει τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ στὴ ζωή του. Πεθαίνει ἐξόριστος καὶ προδομένος ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, καὶ δὲν σκανδαλίζεται ἡ σχέση σου μαζί της, γιατὶ πάνω στὴν ἀτίμωσή του προβάλλεται ἡ βεβαιότητα τῆς ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ἀναστάσεώς του.

Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, μιλάει μαγευτικά, καὶ δὲν θαυμάζεις τὴν ὀξυδέρκεια ἢ τὴν καλλιέπειά του, γιατὶ φανερώνει τὸν Θεὸ πιὸ πολὺ ἀπὸ τὸ χάρισμά του. Τὸν τιμᾶ καὶ τὸν δοξάζει ὁ λαὸς καὶ τὸν ὁμολογεῖ ἥρωά του, καὶ καταλαβαίνεις ὅτι δὲν εἶναι αὐτὴ ἡ ἀληθινὴ δόξα του, γιατὶ ἐνέχει τὸν κίνδυνο τῆς ἐπίγειας ἀνταμοιβῆς του. Ἡ ὅποια γήινη πορεία καὶ εἰκόνα του ἀποτελεῖ ἁπλῆ μόνον προβολὴ τοῦ θεωμένου προσώπου του. Εἶναι «ἐπίγειος ἄγγελος καὶ οὐράνιος ἄνθρωπος», κατὰ τὸν ὑμνογράφο του.

γ) Τέλος, ἀγαπῶντάς τον ὡς κατὰ χάριν ἅγιο καὶ προσευχόμενοι σὲ αὐτὸν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, προσκυνῶντας τὸ ἅγιο λείψανό του, ψάλλοντας τὴν ἀκολουθία του, ἐκζητῶντας τὶς πρεσβεῖες του, γινόμαστε κοινωνοὶ τοῦ αἰώνιου προσώπου του. Ζοῦμε τὸν Ἅγιο ὄχι ὅπως τὸν περιγράφουν οἱ βιογράφοι του, ὄχι ὅπως τὸν φανερώνουν τὰ ἔργα του, ὄχι ὅπως τὸν ὑπαγορεύει ἡ σκέψη μας, ὄχι ὅπως ἦταν, ἀλλὰ ὅπως τώρα εἶναι, ὅπως τὸν ἐκφράζει ἡ αἰώνια ὑπερουράνιος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ παράστασή του, ὅπως τὸν δοξάζει ὁ Θεὸς στὴ βασιλεία Του, «ἕτερον» καὶ «ὀθνείως ἠλλοιωμένον». Δὲν προσευχόμεθα σὲ αὐτὸν ποὺ ὑπέφερε στὴ γῆ, ἀλλὰ σὲ αὐτὸν ὁ ὁποῖος, κατὰ τὸ πρότυπο τοῦ Ἐσταυρωμένου, «ἐν ᾧ πέπονθεν αὐτὸς πειρασθείς, δύναται τοῖς πειραζομένοις βοηθῆσαι» (Ἑβρ. β΄ 18)∙ δὲν ἀκοῦνε τὰ αὐτιά μας τὸν χρυσὸ λόγο ἀπὸ τὸ στόμα του, ἀλλὰ αἰσθάνεται ἡ καρδιά μας «ἄρρητα ρήματα ἃ οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι» (Β΄ Κορ. ιβ΄ 4). Ἀξιολογοῦμε τὴν ἁγιότητά του ὄχι ἀπὸ τὸ μέτρο τῆς ἐνάρετης πολιτείας του, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν αἴσθηση τῆς αἰώνιας δόξης του, ἀπὸ τὴν παγκαρπία τῶν προσευχῶν του, ἀπὸ τὴ βίωση τῆς ἐνώπιον τοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ παρρησίας του, ἀπὸ τὴν εὔνοια τοῦ Θεοῦ στὸ πρόσωπό του, ἀπὸ τὸ μέγεθος τῆς εἰδικῆς χάριτός του.

Β) «Σημεῖον ἀντιλεγόμενον»

Τὸν ἅγιο Χρυσόστομο τὸν ἐλάτρευσε ἡ Ἐκκλησία. Αὐτὸς τὴν κόσμησε μὲ τὸν θησαυρὸ τῆς Θείας Λειτουργίας, τὴν προίκισε μὲ τὰ ἀπαράμιλλα κηρύγματά του, τὴν ἐνθουσίασε μὲ τὸν μαγευτικό, πρωτότυπο, διεισδυτικό, περιεκτικό καὶ πολυδιάστατο λόγο του, τὴ σαγήνεψε μὲ τὸ ἀσυμβίβαστο καὶ ἡρωικὸ ἦθος του, τὴ λάμπρυνε μὲ τὸ παράδειγμα καὶ τὴ συνέπεια τῆς ἁγίας καὶ γεμάτης ἔμπνευση ζωῆς του.

Δὲν τὸν ἀνεγνώρισαν οἱ μεγάλοι καὶ ἰσχυροὶ αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Γι’ αὐτοὺς ἦταν «βαρὺς καὶ βλεπόμενος» (Σοφ. Σολ. β΄ 15). Τὸν πολέμησαν, τὸν ἀδίκησαν, τὸν ἐξόρισαν. Μὲ τὸν διωγμό τους ὅμως τὸν βοήθησαν νὰ ἀποκαλύψει τὸ μεγαλεῖο τῆς ἀδαμάντινης ψυχῆς του. Ἴσως, χωρὶς τὴν ἐμπάθεια καὶ τὸ μῖσος τους, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης νὰ ἦταν μόνον «Χρυσόστομος», «Χρυσολόγος», «Χρυσορρήμων» καὶ «Χρυσόφωνος». Αὐτὸς ὅμως μέσα ἀπὸ τὴν ἀδικία, τὸν διωγμὸ καὶ τὴν ἐξορία ἀνεδείχθη, κατὰ τὸν ὑμνογράφο, «Χρυσοῦς τὸν λόγον χρυσοῦς καὶ τὴν καρδίαν» καὶ «Χρυσουργὸς τῶν καρδιῶν τῶν πιστῶν». Χωρὶς νὰ θέλουν οἱ διῶκτες του, φανέρωσαν τὸν θησαυρὸ τῆς ψυχῆς του, ἀνέδειξαν τὸ μεγαλεῖο του, ἀπέδειξαν τὴν ἱστορικὴ μοναδικότητά του, ἐγκατέστησαν τὸ πρόσωπό του στὴν καρδιὰ τοῦ λαοῦ, ἔγιναν μεγάλοι εὐεργέτες τῆς ἱστορίας καὶ μοναδικοὶ δωρητὲς τῆς Ἐκκλησίας.

Τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο τὸν ἀνεγνώρισαν οἱ πολλοὶ ἀλλὰ μικροί, οἱ ἄγνωστοι ἀλλὰ ἀληθινοί, οἱ ἀναρμόδιοι ἀλλὰ εὐαίσθητοι, οἱ ἀπόμακροι ἀπὸ τὶς ἐξελίξεις ἀλλὰ ἁγνοὶ στὶς προθέσεις. Τὸν πολέμησαν τὰ κέντρα τῆς ἐξουσίας καὶ τὸν ὑπεραγάπησε ὁ λαός. Τὸν συκοφάντησε καὶ τὸν ἀδίκησε τὸ ἐκκλησιαστικὸ σύστημα, ἀλλὰ τὸν ἀγκάλιασε καὶ τὸν ὁμολόγησε μὲ δύναμη καὶ ἐπιμονὴ ἡ ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση. Αὐτὸς τῆς δόθηκε ὡς λόγος καὶ παράδειγμα καὶ ἀνταμείφθηκε μὲ τὸ ἀνεκτίμητο νόμισμα τῆς ἐμπιστοσύνης καὶ ἀγάπης της.


Γ) Σημεῖα συνάντησης τοῦ Θεοῦ

Αὐτὸ ποὺ χαρακτηρίζει τὸν τιμώμενο Ἅγιο εἶναι ἡ ἀνυποχώρητη διεκδίκηση τῆς ξεκάθαρης ἀλήθειας, ἡ τόλμη τῆς ἀμφισβήτησης τῶν φαινομένων καὶ εὐκόλως κατανοουμένων, ἡ ἀσυμβίβαστη διάθεση ἀντικατάστασής τους ἀπὸ τὸ μυστήριο ποὺ ἀποκαλύπτεται καὶ μᾶς ὑπερβαίνει, ὁ ἡρωϊσμὸς ποὺ ἀπαιτεῖ ἡ συμφωνία λόγων καὶ ζωῆς, ὁ πανίσχυρος κοινωνικός του λόγος, ἡ ἐγκαρτέρηση στὸν διωγμὸ καὶ τὴν ἀδικία. Εἶναι ἡ συνολικὴ καὶ μεγάλη ἀρετή του, εἶναι ἡ ἁγιότητά του, ποὺ ἔπεισε τὸν λαὸ καὶ τὴν ἱστορία: «ἐνδιαίτημα ἐφάνης οὐρανίων ἀρετῶν... ἐν σοὶ γὰρ κατεσκήνωσε τῶν ἀρετῶν ἡ πᾶσα ἁγιωσύνη» (Τροπάριον Ὠδῆς γ’).

Γιὰ ὅλους αὐτοὺς τοὺς λόγους, ὁ λόγος του χαρακτηρίζεται ἀπὸ ἀπροσμέτρητη διεισδυτικότητα, ἀπὸ κοινωνικο-πνευματικὴ σφαιρικότητα, ἀπὸ διαχρονικὴ ἐπικαιρότητα. Θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι εἶναι θεολογικὸς ὡς πρὸς τὸν στόχο του, ἐπιστημονικὸς ὡς πρὸς τὴ μεθοδολογία του, ἀνατρεπτικὸς ὡς πρὸς τὴν κοινωνικὴ ἐκφορά του. Εἶναι ἐπίκαιρος στὶς ἀφορμές του, σύγχρονος στὴ μορφή του καὶ διαχρονικὸς στὰ νοήματά του. Τὰ ἑρμηνευτικὰ κείμενά του, οἱ θεολογικὲς ὁμιλίες του, οἱ γεμᾶτες δόγμα καὶ ἀμεσότητα λειτουργικὲς καὶ μὴ προσευχές του, ἡ ἀνυποχώρητη στάση του στὶς διατυπώσεις τῆς πίστης καὶ τῆς θεολογίας δείχνουν μὲ ἐνάργεια τὴ θεοκεντρικότητα καὶ χριστοκεντρικότητα τῆς διδασκαλίας του. Ὁ ὑμνογράφος τὸν ἀποκαλεῖ «τῶν δογμάτων πέλαγος ἀνεξάντλητον» (Κεκραγάριον ἑσπερινοῦ), «θεολογίας ὑψηλῆς ἀκρίβειαν» (Ἀπόστιχον ἑσπερινοῦ), «νοῦν οὐράνιον τῆς θεολογίας» (Αἶνοι). Μέσα στὸ ὀρθὸ δόγμα διακρίνει ὁ ἅγιος τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ γιὰ Τὸν Ὁποῖο ὁμιλεῖ.

Ἀλλὰ ὄχι μόνον μέσα σὲ αὐτό. Δόγμα, δίχως καθαρὴ καὶ συνεπῆ ζωή, μοιάζει περισσότερο μὲ φιλοσοφικὴ ἐμμονὴ καὶ ἐγωιστικὸ ἰδεολόγημα. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ λόγος του δὲν ἔχει τὸν χαρακτήρα ἀφηρημένης ἀκαδημαϊκῆς πραγματείας, ἀλλὰ ἀγκαλιάζει τὴ ζωή, τὴν καθημερινότητα, τὶς λεπτομέρειες, τὴν ἀδύναμη καὶ ἁμαρτωλὴ ἀνθρώπινη φύση. Τὴν ἀγκαλιάζει μὲ βαθειὰ γνώση τῶν ἀντικειμενικῶν στοιχείων της ἀφ’ ἑνὸς καὶ τῶν δυνατοτήτων καὶ προοπτικῶν της ἀφ’ ἑτέρου. Ἀνεβάζει ψηλὰ τὸ κριτήριο τῆς ἀνθρώπινης ποιότητος γιὰ νὰ καταδείξει τὸ «βραχύ τι παρ’ ἀγγέλους» (Ψαλμ. η΄ 4) ἰδίωμα τοῦ ἀνθρώπου. Ἀνοίγει ὅμως καὶ τοὺς κρουνοὺς τῆς ἐπιεικείας καὶ κατανόησης γιὰ νὰ ἐκφράσει τὸν σεβασμό του στὸν «ὡς ἄνθος τοῦ ἀγροῦ ἐξανθισμό» (Ψαλμ. ρβ΄ 15) του. Ἀξιοποιεῖ μὲ τὸν καλύτερο τρόπο τὴ λογική του ἱκανότητα γιὰ νὰ ὑπογραμμίσει τὴν ἰδιαιτερότητα καὶ μοναδικότητά τοῦ ἀνθρώπου μέσα στὴ δημιουργία. Ὁ Ἁγιος Ἰωάννης ἀντικρύζει τὸν Θεὸ μέσα στὸν πεπτωκότα ἀλλὰ καὶ θεούμενο ἄνθρωπο.

Ὁ ἅγιος ὅμως διακρίνει τὸν Θεὸ ἀντικατοπτριζόμενο καὶ μέσα στὴν εἰκόνα τοῦ πάσχοντος συνανθρώπου. Ὁ λόγος τοῦ Κυρίου «ἐφ’ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε» (Ματθ. κε΄ 40) δὲν ἀποτελεῖ οὔτε ὑπερβολὴ οὔτε ἀναλογία∙ ἔχει πραγματικὸ νόημα καὶ ἀπόλυτη ἰσχύ.  Ἡ ἀγάπη του γιὰ τοὺς φτωχοὺς εἶναι τόσο μεγάλη, ὥστε γι’ αὐτοὺς πούλησε ἀκόμη καὶ τὰ ἀντικείμενα τοῦ ἐπισκοπικοῦ μεγάρου, κατήργησε τὰ ἐπίσημα γεύματα καὶ ἔφτασε σὲ ἀκρότητα ἁπλότητος στὴν προσωπική του παρουσία καὶ ζωή.

Αὐτὸς ποὺ συνέθεσε τὴ Θεία Λειτουργία, μιλάει μὲ ἰδιαίτερα καινοτόμο τρόπο καὶ γιὰ τὴν ἱερουργία τῆς πρὸς τὸν ἀδελφὸ ἀγάπης. Αὐτὸς ποὺ προτρέπει σὲ ἐντὸς τοῦ ναοῦ λατρευτικὴ συνάντηση τοῦ «ἀοράτως δορυφορουμένου ταῖς ἀγγελικαῖς τάξεσιν βασιλέως τῶν ὅλων», ὁ ἴδιος φέρεται νὰ διακηρύσσει δημόσια: «Ἂν πηγαίνοντας στὴν Ἐκκλησία συναντήσεις ἕναν φτωχό, πάρε τον στὸ σπίτι σου∙ κάνεις τὸ σπίτι σου Ἐκκλησία. Βάλε τον νὰ καθίσει στὸ τραπέζι σου∙ κάνεις τὸ τραπέζι σου Ἁγία Τράπεζα. Δῶσε του νὰ φάει ἀπὸ τὸ φαγητό σου∙ κάνεις τὸ ψωμὶ καὶ τὸ κρασί σου Θεία Κοινωνία».

Στὸν ναὸ πηγαίνουμε γιὰ νὰ συναντήσουμε τὸν Θεό. Ὅταν πέφτουμε πάνω σὲ ἕναν φτωχό, τὸν ἔχουμε ἤδη συναντήσει.

Δ) «Χρυσοῦς τὸν λόγον, χρυσοῦς καὶ τὴν καρδίαν»

Βαθὺς γνώστης τῆς φυσιολογίας τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς, σπουδαῖος ἀναλυτὴς τῶν κοινωνικῶν παθῶν καὶ ἀδυναμιῶν, ἀληθὴς ἐπιστήμων τῶν μυστικῶν τῆς θεϊκῆς σοφίας! Ὁμιλεῖ μὲ παροιμιώδη γλυκύτητα γιὰ τὸν ἀνθρώπινο πόνο, ἀλλὰ ἐλέγχει ἀδυσώπητα τὴ νοθεία τῆς ἀλήθειας, τὴ διαστροφὴ τοῦ κλήρου καὶ τὴν ἀπροκάλυπτη ἁμαρτία. Βασιζόμενος στὴν κοινὴ λογική, ἀξιοποιῶντας τοὺς θησαυροὺς τῆς Παλαιᾶς καὶ Καινῆς Διαθήκης, καὶ κυρίως ἐμπνεόμενος ἀπὸ τὰ κείμενα τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ὁμιλεῖ σὲ γιορτές, σὲ μνῆμες ἁγίων, σὲ εὐκαιρίες ἐκτάκτων κοινωνικῶν γεγονότων, ἑρμηνεύει, ἀναλύει, συνθέτει, ἐνθουσιάζει, προτρέπει, ἐμπνέει, μυσταγωγεῖ ἀκατάπαυστα ὄχι μόνον τὸν κόσμο ποὺ ἔχει μπροστά του καὶ τὸν ἀκούει, ἀλλὰ καὶ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸν κόσμο ποὺ στὸ μέλλον θὰ τὸν μελετάει.

Ἐνῶ εἶναι τόσο γνωστὸς καὶ φημισμένος γιὰ τὸ στόμα του, τὸ ὄργανο αὐτὸ τῆς μελωδικῆς ἔκφρασης τῆς βιωμένης ἀλήθειας, αὐτὸ ποὺ παρέμεινε στὴν ἱστορία ἀδιάφθορο εἶναι τὸ αὐτί του. Στὴν Ἱερὰ Μονὴ Βατοπαιδίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους, φυλάσσεται ἡ τιμία κάρα μὲ ὁλόκληρο τὸ ἀριστερὸ αὐτί του. Ὁ Ἅγιος εἶχε στραμμένο τὸ στόμα του στὸν κόσμο καὶ τὸ αὐτί του στὴν ἀλήθεια τοῦ ἀνθρώπου καὶ στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἀκούει τὶς ἀνάγκες τῆς Ἐκκλησίας καὶ πληροφορεῖται τὴν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἐμπειρία τῶν θείων του ἀκουσμάτων κινεῖ τὸν ποταμὸ τῆς χρυσῆς γλώσσας του.

Ὁ Ἅγιος Χρυσόστομος πρόβαλε τὸν λόγο ὡς ἐκφραστικὸ ἐργαλεῖο∙ τὸν ἐτίμησε ὡς σκέψη, τὸν ἁγίασε ὡς ἐνδιάθετη κίνηση. Ἡ μοναδικὴ σὲ εὐαισθησίες καὶ ἁγιότητα ψυχή του, φώτισε τὸν νοῦ καὶ τὴ σκέψη του καὶ αὐτὰ μὲ τὴ σειρά τους τροφοδότησαν τὸ μεγάλο ρητορικὸ χάρισμά του. Θαυμάζει κανεὶς τὴν ἀναλυτικὴ σκέψη του, τὴν τόλμη τῆς ὑγιοῦς ἀμφισβητήσεώς του, τὴν πολυδιάστατη προσφορά του, τὸν συνδυασμὸ τῆς ἀλήθειας μὲ τὴν ὀμορφιά, τῆς θεολογίας μὲ τὴν τέχνη, τῆς πίστης μὲ τὴ λογική, τῆς διεισδυτικῆς σκέψης μὲ τὴν καθολικὴ ἀγάπη.

Σὲ στιγμὲς θριαμβευτικῆς δικαίωσής του, ὁμιλεῖ γιὰ τὴ ματαιότητα τοῦ κόσμου: «ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης». Σὲ στιγμὲς ἄφατης ἀδικίας καὶ ἄδικης ἐξορίας, δοξάζει τὸν Θεὸ ὡς μεγάλον εὐεργέτη: «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν∙ οὐ γὰρ παύσομαι τοῦτο ἐπιλέγων ἀεί ἐπί πᾶσί μοι τοῖς συμβαίνουσι» (Ἐπιστολὴ ια΄ Πρὸς τὴν Διάκονον Ὀλυμπιάδα). Ἔχει μπροστά του τὸν σταυρὸ καὶ ξεσπᾶ σὲ δοξολογία: «Διὰ τοῦτον οὐκέτι φοβούμεθα τὰ πεπυρωμένα βέλη τοῦ διαβόλου· τὴν γὰρ πηγὴν τῆς ζωῆς εὕρομεν. Διὰ τοῦτον οὐκ ἐσμὲν ἐν χηρείᾳ· τὸν γὰρ νυμφίον ἀπελάβομεν. Διὰ τοῦτον οὐκέτι δεδοίκαμεν τὸν λύκον· τὸν γὰρ ποιμένα τὸν καλὸν ἐπέγνωμεν. Διὰ τοῦτον οὐκέτι φρίττομεν τὸν τύραννον· τῷ γὰρ βασιλεῖ προσεδράμομεν» (Λόγος εἰς τὸν σταυρόν).

Ζεῖ τὴν Ἀνάσταση καὶ ἐκφράζει μὲ θεϊκὸ τρόπο τὴν οἰκουμενικὴ ἀγκαλιὰ τοῦ Ζῶντος Θεοῦ:

«Εἴ τις εὐσεβὴς καὶ φιλόθεος, ἀπολαυέτω τῆς καλῆς ταύτης καὶ λαμπρᾶς πανηγύρεως... Εἴ τις εἰς μόνην ἔφθασε τὴν ἐνδεκάτην, μὴ φοβηθῇ τὴν βραδύτητα˙ φιλότιμος γὰρ ὢν ὁ Δεσπότης, δέχεται τὸν ἔσχατον καθάπερ καὶ τὸν πρῶτον˙ ἀναπαύει τὸν τῆς ἐνδεκάτης, ὡς τὸν ἐργασάμενον ἀπὸ τῆς πρώτης˙ καὶ τὸν ὕστερον ἐλεεῖ καὶ τὸν πρῶτον θεραπεύει˙ κακείνῳ δίδωσι καὶ τούτῳ χαρίζεται˙ καὶ τὰ ἔργα δέχεται καὶ τὴν γνώμην ἀσπάζεται˙ καὶ τὴν πρᾶξιν τιμᾶ καὶ τὴν πρόθεσιν ἐπαινεῖ».

Ἡ ἀπέραντη ἀγάπη του στὸν Χριστὸ καὶ τὸν πιστὸ λαὸ δὲν μπορεῖ νὰ συμφιλιωθεῖ μὲ τὴν ἰδέα ὅτι ἀπὸ τὴν πασχάλιο χαρὰ εἶναι δυνατὸν κάποιος νὰ ἐξαιρεθεῖ: «Οὐκοῦν εἰσέλθετε πάντες εἰς τὴν χαρὰν τοῦ Κυρίου ὑμῶν˙ καὶ πρῶτοι καὶ δεύτεροι τὸν μισθόν ἀπολαύετε. Πλούσιοι καὶ πένητες μετ’ ἀλλήλων χορεύσατε˙ ἐγκρατεῖς καὶ ράθυμοι τὴν ἡμέραν τιμήσατε˙ νηστεύσαντες καὶ μή νηστεύσαντες, εὐφράνθητε σήμερον. Ἡ τράπεζα γέμει, τρυφήσατε πάντες... Πάντες ἀπολαύσατε τοῦ συμποσίου τῆς πίστεως˙ πάντες ἀπολαύσατε τοῦ πλούτου τῆς χρηστότητος. Χριστὸς γὰρ ἐγερθεὶς ἐκ νεκρῶν, ἀπαρχὴ τῶν κεκοιμημένων ἐγένετο».

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἀγαπήθηκε ὅσο λίγοι ἅγιοι στὴν Ἐκκλησία. Δὲν εἶναι ἅγιος μόνο τῆς Ἀντιόχειας ἢ τῆς Κωνσταντινουπόλεως οὔτε μόνον τῆς Ἀνατολῆς ἢ τοῦ τέταρτου αἰῶνος. Εἶναι ἅγιος τῶν μοναδικῶν χαρισμάτων, τῆς μεγάλης δόξης, τοῦ πληρώματος τῆς χάριτος, «τῶν μαρτύρων ἐφάμιλλος, τῶν ἁγίων ἀγγέλων ἰσοστάσιος, τῶν ἀποστόλων ὁμότροπος» (Κεκραγάριον ἑσπερινοῦ). Εἶναι ἅγιος ὅλων τῶν αἰώνων. Εἶναι ἅγιος καὶ τοῦ σήμερα. Εἶναι ὁ ἅγιος ὁλόκληρης τῆς Ἐκκλησίας. Μπορεῖ νὰ γίνει καὶ δικός μας. Νὰ κάνει δικό μας καὶ τὸν Χριστὸ ποὺ τόσο αὐτὸς ἀγάπησε καὶ Αὐτὸς τόσο τὸν ἀγάπησε.

«Ταῖς τοῦ σοῦ Ἁγίου πρεσβείαις, Χριστὲ ὁ Θεός, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν».


 

Προσφώνηση Σεβασμιωτάτου γιά τήν ἐπίσκεψη τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως κ. κ. Βαρθολομαίου στήν Κοινότητα τῆς Ἀνθούσας, 31.10.2008

 

Παναγιώτατε Δέσποτα,

Μὲ αἰσθήματα ἱστορικῆς συγκινήσεως, βαθειᾶς θεσμικῆς τιμῆς, ὀφειλομένου σεβασμοῦ καὶ πνευματικῆς χαρᾶς Σᾶς ὑποδεχόμαστε στὸν εὐλογημένο καὶ ὄμορφο τόπο τῶν Μεσογείων καὶ τῆς Ἀνθούσης.

Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὁ ξαφνικὸς προγραμματισμὸς τῆς ἐπισκέψεώς Σας περιορίζει τὶς δυνατότητες πληθωρικῆς ἐκφράσεως τῶν φιλόξενων αἰσθημάτων μας. Δὲν μπορεῖ ὅμως νὰ συμπιέσει τὴν αὐθορμητισμὸ τῆς ἀγάπης καὶ τοῦ σεβασμοῦ μας στὸ σεπτὸ πρόσωπό Σας καὶ στὸ κέντρο τῆς καρδιᾶς, τῆς ταυτότητος καὶ τῆς ὡς ἔθνους συνειδήσεώς μας, τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο μας.


Στρεφόμαστε στὴ λατρευτικὴ παράδοσή μας καὶ συναντοῦμε τὴν Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τὸ Φανάρι. Ρίχνουμε τὰ βλέμματά μας στὴν ἱστορία μας καὶ ἀντικρύζουμε τὴ δόξα τῆς Βασιλεύουσας. Ἡ σκυτάλη τοῦ ἑλληνικοῦ μεγαλείου ἀπὸ τὴν Ἀρχαία Ἑλλάδα περνάει στὸ Βυζάντιο, ποὺ στὴν οὐσία ταυτίζεται μὲ τὴν Κωνσταντινούπολη. Ψάχνουμε γιὰ τὶς ρίζες μας, γιὰ τὶς πιὸ λεπτὲς εὐαισθησίες μας, γιὰ τὸ βαθύτερο στοιχεῖο μας, γιὰ τὴν ἀρχοντιὰ τῆς Ρωμηοσύνης μας καὶ τὴ βρίσκουμε στὰ ἱερὰ σκηνώματα τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Δυσκολευόμαστε νὰ καταλάβουμε τὸν ἑαυτό μας χωρὶς τὸ Βυζάντιο. Ἀδυνατοῦμε νὰ συλλάβουμε τὴν ἐκκλησιαστικὴ ταυτότητά μας χωρὶς τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο μας.

Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ σημερινὴ παρουσία Σας ἀνάμεσά μας, ὡς τοῦ Πατριάρχου τοῦ Γένους μας, μᾶς θυμίζει τὴ βαθύτερη ἱστορική, ἐκκλησιαστική, ἐθνικὴ καὶ πολιτισμικὴ ὑπόστασή μας. Ἑνώνει τὴν ἐθνικὴ συνείδησή μας ὡς Ἑλλήνων μὲ τὴν οἰκουμενικὴ αἴσθησή μας ὡς Ὀρθοδόξων.

Ὡς ἁπλοῖ πιστοὶ Ἕλληνες, στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ἀναγνωρίζουμε τὴν ἱστορικότητα τῆς οἰκουμενικῆς ἀποστολῆς του, τὸ πρωτεῖο τῆς εὐθύνης του, τὴν ἀδιάπτωτη μαρτυρικότητα τῆς πορείας του, τὴν εὐαισθησία καὶ τὸ βαρὺ χρέος γιὰ τὴ διαφύλαξη τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καὶ ἀληθείας, τὴ συνείδηση τῆς παραδόσεώς μας, τὴν οἰκουμενικὴ δυναμικὴ τῶν πνευματικῶν προοπτικῶν μας. Δυσκολευόμαστε νὰ φαντασθοῦμε καὶ τὸ μέλλον μας χωρὶς αὐτό.

Παναγιώτατε, γνωρίζουμε ὅτι «ἐν μέσῳ παγίδων διαβαίνετε καὶ ἐπὶ ἐπάλξεων περιπατεῖτε». Διακρίνουμε τὸν φωτισμὸ ποὺ ἀπαιτεῖται γιὰ τὴν ἰσορροπία ἀνάμεσα στὸν σεβασμὸ τῆς παραδεδομένης πίστεώς μας καὶ στὴν ταυτόχρονη κατάθεση μαρτυρίας στὸν διψασμένο πολυπολιτισμικὸ κόσμο μας, στὴ διατήρηση τῆς πνευματικῆς ἀποστολῆς σας καὶ στὴ διεκπεραίωση τῆς κοσμικῆς εὐθύνης Σας, στὴ διακονία τῆς οἰκουμενικῆς παρουσίας Σας καὶ στὴ λεπτότητα τῆς ἐθνικῆς εὐθύνης Σας. Γι’ αὐτὸ καὶ προσευχόμαστε.

Κοντά Σας, ζοῦμε τὴν αὐτοσυνειδησία μας, ἀντικρύζουμε τὸ μέλλον μας, βιώνουμε τὴν ἐλευθερία μας καὶ μαζί Σας μοιραζόμαστε τὸν ἀμοιβαῖο σεβασμὸ καὶ τὴν κοινωνία τῆς ἀγάπης μας. Χαιρόμαστε ἰδιαιτέρως τὴν ἐν ὁμονοίᾳ συμπόρευση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ποὺ μᾶς γέννησε, μᾶς κατήχησε, μᾶς ἀνέθρεψε, μᾶς ἀγκάλιασε καὶ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως ποὺ διαρκῶς μᾶς ἐμπνέει, ποὺ πάντοτε μᾶς συγκινεῖ, ποὺ σχετίζεται μὲ ὅ,τι εὐγενέστερο ὑπάρχει στὴν ψυχή μας.  

Ἡ Ἐπαρχία μας, μαζὶ μὲ τὶς φυσικὲς ὀμορφιές της, ἔχει τὸ προνόμιο νὰ φιλοξενεῖ ἀνθρώπους ποὺ γεννήθηκαν καὶ μεγάλωσαν στὰ γεωγραφικὰ ὅριά της, ἔχει πρόσφυγες ἀπὸ τὶς ἀλησμόνητες πατρίδες, ἔχει παιδιά της ἀπὸ ὅλη τὴν Ἑλλάδα, ἔχει ἀδέλφια της ἀπὸ ὅλες τὶς ἐθνότητες. Στὸν τόπο αὐτὸν ποὺ εἶναι γεμᾶτος ἀπὸ γραφικοὺς γήλοφους καὶ ὄμορφα ἀκρογιάλια, ποὺ εἶναι κατάφυτος ἀπὸ ἀμπέλια, ἐλαιόδενδρα καὶ πεῦκα, συνυπάρχει ὑγιῶς τὸ ἀρχαῖο μὲ τὸ ὑπερσύγχρονο, ἡ ἀσφάλεια τῆς παραδόσεως μὲ τὴν τόλμη τῆς καινοτομίας, ὁ τοπικὸς χαρακτήρας τοῦ χωριοῦ μὲ τὸν οἰκουμενικὸ τοῦ κοσμοπολίτη καὶ ἀντιπαλεύουν τὸ φυσικὸ μὲ τὸ τεχνολογικό, ἡ πνευματικὴ ὀμορφιὰ μὲ τὴν σκληρὴ συμμετρία τῶν ὑλικῶν κατασκευῶν, ἡ γλυκειὰ γεύση τῶν παλαιῶν ἐθίμων μὲ τὴν πρόκληση τῶν νέων ἠθῶν.

Ὡς ἔκφραση χαρᾶς, εὐγνωμοσύνης καὶ εὐγενῶν αἰσθημάτων ἀπέναντί Σας, καὶ ὡς ἐνθύμιο τῆς ἐδῶ σημερινῆς ἐπισκέψεώς Σας, Σᾶς παρακαλοῦμε νὰ δεχθεῖτε δύο καλαίσθητες ἐκδόσεις, μία γιὰ τὰ Μεσόγεια καὶ μία γιὰ τὴ Λαυρεωτικὴ ποὺ παρουσιάζουν μὲ τὸν πλέον σύγχρονο τρόπο τὴ σχέση τῆς παλαιᾶς ἱστορίας καὶ τῆς φύσης μὲ τὴ σύγχρονη δημιουργία. Ἐπίσης, Σᾶς προσφέρουμε καὶ ἕνα τρίτο ποὺ καταδεικνύει μὲ τὸν ἐναργέστερο τρόπο πῶς τὰ σύγχρονα μεγαλόπνοα ἔργα τῆς περιοχῆς μας, μαζὶ μὲ αὐτὸ ποὺ τεχνολογικὰ δημιούργησαν, ἔφεραν στὴν ἐπιφάνεια ἕναν πλοῦτο ἀρχαίου θησαυροῦ ποὺ ταπεινὰ κρυβόταν γιὰ χιλιάδες χρόνια στὰ σπλάγχνα τῆς Ἀττικῆς γῆς.

Καλῶς ὁρίσατε στὴν Ἀνθοῦσα. Ζητοῦμε τὴν Πατριαρχικὴ εὐλογία Σας καὶ εὐχόμεθα ὁ Πατὴρ νὰ Σᾶς στηρίζει, ὁ Υἱὸς νὰ Σᾶς ἐνδυναμώνει καὶ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα νὰ Σᾶς φωτίζει, Παναγιώτατε, στὴν παναγία ἀποστολή Σας.



"Ἐπιστήμη-Θεολογία, Ἀπὸ τὸ ἀκατανόητο τοῦ κτιστοῦ στὸ μεθεκτὸ τοῦ ἀκτίστου"

ὁμιλία τῆς ἀναγορεύσεως τοῦ Σεβασμιωτάτου  σὲ Ἐπίτιμο Διδάκτορα τοῦ Τμήματος Κοινωνικῆς Θεολογίας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, 3.11.2008

 

Αἰσθάνομαι εἰλικρινῆ εὐγνωμοσύνη γιὰ τὴ μοναδικότητα τῆς ἐξαιρετικῆς τιμῆς τῆς παρούσης στιγμῆς. Ἐπιτρέψτε μου στὴν ἀρχὴ αὐτῆς τῆς ὁμιλίας δημόσια να ὁμολογήσω ὅτι τίποτε δὲν ἔχει μεγαλύτερη τιμὴ καὶ ἀξία ἀπὸ τὴν πνευματικὴ τιμὴ ποὺ προσφέρει ἡ Ἐκκλησία καὶ ἡ Θεολογία. Μὲ τὴν ἔννοια αὐτήν, ἡ παροῦσα εὐκαιρία ἀποτελεῖ βαρύτατο δῶρο γιὰ μένα, τὸ ὁποῖο ἀναγνωρίζω καὶ γιὰ τὸ ὁποῖο σᾶς εὐχαριστῶ πολύ.



Σὲ μιὰ χρονικὴ συγκυρία παγκόσμιου ἐκφυλισμοῦ τῶν πολιτικῶν ἰδεολογιῶν, γενικευμένης κατάρρευσης τοῦ χρηματοοικονομικοῦ μας εἰδώλου, ἀπροσδόκητου κλονισμοῦ τῆς τεχνολογικῆς καὶ ἐπιστημονικῆς μας ἔπαρσης στὴ Γενεύη, ἀνεπίστροφης καταστροφῆς του φυσικοῦ μας περιβάλλοντος σὲ κάθε γωνιὰ τῆς γῆς καὶ ἀλόγιστης ἐκδαπάνησης τοῦ φυσικοῦ μας πλούτου∙ σὲ μιὰ περίοδο ποὺ τὰ ἀνθρώπινα δικαιώματα ἐπιστρατεύονται γιὰ νὰ καταργήσουν τὰ αἰώνια «δικαιώματα» τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἀμφισβητήσουν τὶς παγκόσμιες ἠθικές, κοινωνικὲς καὶ λογικὲς σταθερές, σὲ μιὰ ἐποχὴ πλήρους ἀνατροπῆς τοῦ διαχρονικοῦ συστήματος τῶν ἀξιῶν, νοσηρῆς προβολῆς τῶν ἀνθρώπινων ἐπιτευγμάτων καὶ ταυτόχρονης περιπλοκῆς τῶν διαπολιτισμικῶν ἐπικοινωνιακῶν μηχανισμῶν, σὲ μιὰ στιγμὴ ποὺ ἡ ἔννοια τῆς κοινωνίας ἀποτελεῖ ἄγνωστη ἐμπειρία καὶ ὁ περὶ Θεοῦ λόγος στερεῖται θεολογίας, τὸ Τμῆμα Κοινωνικῆς Θεολογίας τῆς ἱστορικῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν μοῦ κάνει τὴν τιμὴ νὰ μὲ ἀναγορεύσει διδάκτορά του.

Μέσα σὲ αὐτὴν τὴν ἐποχὴ ποὺ ἐπὶ πλέον διασπᾶ ἱστορικοὺς δεσμούς, ὅπως τοῦ Ἑλληνικοῦ πνεύματος μὲ τὴ ζῶσα χριστιανικὴ πνοή, ἢ αἰώνιες σχέσεις, ὅπως τῆς φυσικῆς γνώσης μὲ τὴν πνευματικὴ ἐμπειρία, δυσκολεύομαι πολὺ νὰ ἀξιολογήσω τὴν παροῦσα στιγμὴ καὶ νὰ προσδιορίσω μὲ ἀκρίβεια τὶς συντεταγμένες της. Βλέποντας ὅμως στὴν αἴθουσα αὐτὴν τῶν Τελετῶν τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν νὰ συνυπάρχουν τὰ λάβαρα τῆς Ἀθηνᾶς καὶ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, θεολόγοι ἐπιστήμονες καὶ ἐπιστήμονες πιστοί, σεβασμὸς στὴ θύραθεν καὶ στὴν κατὰ Θεὸν σοφία, καὶ διερωτώμενος γιὰ πόσο ἀκόμη καὶ γιατὶ ὄχι γιὰ πάντα, καταλήγω στὸ κλειδὶ τῆς σημερινῆς ἐκδηλώσεως.

Ἡ λέξη κοινωνία εἶναι μία μαγικὴ λέξη, συγγενὴς μὲ τὴ λέξη μέθεξη. Σημαίνει περιχώρηση ἐν ἀγάπῃ, ὅταν ἀναφέρεται στὶς ἀνθρώπινες σχέσεις. Σημαίνει ἀνακάλυψη υἱοθεσίας, ἀποκάλυψη ἀληθείας καὶ «ὀθνεία ἀλλοίωση», ὅταν ἀναφέρεται στὴ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό. Σημαίνει ἐπὶ τὸ αὐτὸ συνεύρεση, συνάντηση, συμπόρευση, ζωντανὸ διάλογο, ὅταν ἀναφέρεται σὲ ὁποιαδήποτε ἄλλη σχέση. Σκέφθηκα, λοιπόν, σήμερα νὰ μιλήσω γιὰ τὴν ἐν τοῖς πράγμασι κοινωνία δύο φαινομενικὰ ἀντικρουομένων ἢ τουλάχιστων ἀσύμβατων συστημάτων σκέψης: τῆς σύγχρονης ἐπιστήμης καὶ τῆς συνακόλουθης ἐπιστημονικῆς λογικῆς ἀφ’ ἑνὸς καὶ τῆς διαχρονικῆς Ὀρθόδοξης θεολογικῆς πνοῆς -ἂς μοῦ ἐπιτραπεῖ ὁ ὅρος- ἀφ’ ἑτέρου.

 

Τὸ ἀσύλληπτο τῆς ἀριθμητικῆς πραγματικότητος

Βασικὸ στοιχεῖο τοῦ κτιστοῦ κόσμου, ἀποτέλεσμα τῆς θείας σοφίας,  εἶναι ἡ ἁρμονία, ἡ ὁποία πιὸ πολὺ διαπιστώνεται παρὰ κατανοεῖται, γίνεται περισσότερο ἀντιληπτὴ καὶ ἐλάχιστα καταληπτή. Συνδέεται κυρίως μὲ μιὰ ἀπολαυστικὴ αἴσθηση παρὰ μὲ μιὰ ἱκανοποιητικὴ ἑρμηνεία. Ὁ κόσμος μας δὲν κυριαρχεῖται μόνον ἀπὸ ἕνα χρῶμα, ἀπὸ μία συχνότητα, ἀπὸ ἕνα εἶδος, ἀπὸ φωτοαντιγραφικὴ ὁμοιότητα, ἀπὸ μονότονη συμμετρία. Γιὰ κάποιον λόγο, παρουσιάζει ἀνακουφιστικὲς ἀσυμμετρίες, ὄμορφες ἀνομοιότητες, ἰσορροπημένες ποικιλότητες, ἁρμονικές διαφορετικότητες. Αὐτὲς γεννοῦν τὴ μελωδία, συνθέτουν τὴν ἁρμονία, προβάλλουν τὴν αἰσθητική, ὑπογραμμίζουν τὴ σημασία τῆς συμπληρωματικότητας, ἀναδεικνύουν τὰ πρόσωπα.

Ἡ ποικιλότητα ἀποτελεῖ ἰδίωμα τοῦ φυσικοῦ κόσμου, ἡ δὲ αἰτία καὶ ἡ ἀριθμητική της ἔκφραση ὑπερβαίνουν τὶς ἀνθρώπινες ἀντιληπτικὲς δυνάμεις καὶ συνθλίβουν τὰ ὅρια τοῦ νοῦ. Στὸ σύμπαν μιλᾶμε γιὰ δισεκατομμύρια γαλαξιῶν μὲ μεγάλες μεταξύ τους ὁμοιότητες ἀλλὰ καμμία ταυτότητα· κανένας δὲν εἶναι ἴδιος μὲ κάποιον ἄλλον. Κάθε γαλαξίας ἔχει δισεκατομμύρια ἀστέρων, ποὺ καὶ αὐτοὶ παρουσιάζουν μία τεράστια ποικιλία ἰδιοτήτων, χαρακτηριστικῶν, χημικῆς συστάσεως, πυρηνικοῦ περιεχομένου.

Στὸν κόσμο τῆς Μοριακῆς Χημείας, συναντοῦμε ἕνα πλῆθος ἀπὸ στοιχεῖα, καθὼς δὲ διεισδύουμε στὰ ἐνδότερα τοῦ ὑπατομικοῦ κόσμου καταλήγουμε σὲ ποικίλα στοιχειώδη σωμάτια, ὅπου τὸ καθένα ἔχει τὴν ἀποστολή του καὶ ἐπιτελεῖ τὸν μοναδικὸ σκοπό του. Ἄλλα ἀπὸ αὐτὰ εἶναι ὑλικὰ (ὅπως τὰ quarks καὶ τὰ λεπτόνια), ἄλλα εἶναι φορεῖς τῶν δυνάμεων καὶ ἄλλα πολὺ βαρύτερα, τὰ ὑπερσωματίδια, φαίνεται πὼς συμπληρώνουν τὴν ἀπαιτούμενη συμμετρία.

Ἀλλὰ καὶ στὸ φυτικὸ καὶ ζωϊκὸ βασίλειο ἀντικρύζει κανεὶς μιὰ ἀνάλογη κατάσταση. Ἕνα πλῆθος εἰδῶν, τὸ καθένα μὲ τὰ ἰδιώματα καὶ τὴ γενετικὴ πολυπλοκότητα καὶ διαφορετικότητά του, γεμίζουν καὶ κοσμοῦν τὸν κόσμο μὲ τὴ συνεισφορὰ καὶ τὴν παρουσία τους.

Κάποιες δεκάδες χιλιάδες γονιδίων συνδυάζονται μεταξύ τους γιὰ νὰ ἐκφράσουν μορφολογικὰ χαρακτηριστικὰ καὶ νὰ προσδιορίσουν τὴ δυναμικὴ τῆς ὑγείας τοῦ κάθε ἀνθρώπου. Οἱ ἀριθμοὶ ποὺ ἐκφράζουν τὴ γενετικὴ καὶ γονιδιωματικὴ διαφορετικότητά μας εἶναι ἀσύλληπτοι.

Ἡ δύναμη τῆς ποικιλότητας φαίνεται καὶ ἀπὸ τὴν ἀνομοιομορφία τῶν ἀνθρώπων. Ὁ ἄνθρωπος ἔχει 23 ζεύγη χρωμοσωμάτων, καὶ κατὰ τὴ σύντηξη ὠαρίου-σπερματοζωαρίου μποροῦν νὰ δημιουργηθοῦν 232 διαφορετικὰ μεταξύ τους ζεύγη. Αὐτὰ συνδυαζόμενα ἀνὰ 23 δημιουργοῦν ἕνα ἀσύλληπτο γενετικὸ «ἀνακάτωμα» ποὺ δίνει 1040 ἀνεξάρτητες δυνατότητες, πράγμα ποὺ σημαίνει ὅτι δύο γονεῖς θὰ μποροῦσαν νὰ δώσουν ἕναν τέτοιον ἀριθμὸ διαφορετικῶν μεταξύ τους ἀπογόνων[1]. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι δὲν ὑπάρχουν δύο ἀπόλυτα παρόμοια ἀνθρώπινα ὄντα καὶ ὅτι ποτὲ δὲν θὰ ὑπάρξουν[2].

Ὅλα αὐτὰ τὰ παρατηροῦμε ἢ καὶ τὰ ὑπολογίζουμε, χωρὶς ὅμως νὰ κατανοοῦμε τὶς διαστάσεις καὶ τὶς ἀποστάσεις τους, χωρὶς νὰ χωροῦμε τὶς ἡλικίες τους, τὴν ἱστορία τους, χωρὶς νὰ ἀντιλαμβανόμαστε τὰ μεγέθη τους καὶ τὰ αἴτιά τους. Ἀριθμοὶ πάνω ἀπὸ 1010, δηλαδὴ μεγαλύτεροι ἀπὸ δέκα δισεκατομμύρια, δὲν χωροῦν στὴν ἀνθρώπινη ἀντίληψη. Ἀρκεῖ κανεὶς νὰ πεῖ ὅτι γιὰ νὰ καταμετρηθοῦν τὰ 6,5 δισεκατομμύρια τῶν ἀνθρώπων ποὺ σήμερα ζοῦν στὴ γῆ, μὲ συχνότητα ἑνὸς τὸ δευτερόλεπτο, ἀπαιτοῦνται περισσότερα ἀπὸ 220 χρόνια. Στὸ σύμπαν ὅμως μιλοῦμε γιὰ μεγέθη μέχρι καὶ 1087, τόσος εἶναι ὁ ὄγκος του σὲ mm3. Κάθε προσπάθεια νὰ κατανοηθοῦν αὐτοὶ οἱ ἐκθέτες ἀποτελεῖ τραγικὴ ματαιοπονία. Μιλοῦμε γιὰ χρόνους 10-43sec∙ αὐτὸς ὁ ἀριθμὸς προσδιορίζει τὴν πιὸ ἀπόμακρη στιγμὴ ἀπὸ τὸ σήμερα καὶ τὴν πιὸ κοντινὴ στὸ big bang∙ ἕνας μικρὸς χρόνος ἴσος μὲ αὐτὸν ποὺ ἀπαιτεῖται ὥστε τὸ φῶς, ποὺ καλύπτει τὴν ἀπόσταση Γῆς - Σελήνης σὲ ἕνα δευτερόλεπτο, νὰ διανύσει ἀπόσταση ἴση μὲ τὴ διάμετρο τοῦ πρωτονίου. Οὔτε τὸ μεγάλο συλλαμβάνεται οὔτε τὸ μικρὸ χωράει στὸ νοῦ μας.

Τελικά, ἡ ἀκρίβεια ὅλων αὐτῶν τῶν ἀριθμῶν εἶναι μᾶλλον ἐνδεικτική, στατιστικὴ καὶ συχνὰ ἀσυμπτωτικὴ παρὰ ἀριθμητικὰ καὶ λογικὰ ἀποδεικτική. Ἀλλὰ καὶ ὅταν συμβαίνει τὸ δεύτερο, ἡ κατανόηση αὐτῶν τῶν μεγεθῶν εἶναι ἐντελῶς ἀδύνατη. Ὁ κτιστὸς κόσμος μας γνωρίζεται, ἀλλὰ δὲν κατανοεῖται.
 

Μιὰ φύση μὲ κρυμμένα τὰ μυστικά της

Στὸν ὑπέροχο καὶ ταυτόχρονα παράξενο αὐτὸν κόσμο, συνυπάρχει τὸ μικρὸ μὲ τὸ μεγάλο, τὸ κατανοητὸ μὲ τὸ ἀκατανόητο, ἡ γνώση μὲ τὴν ἀγνωσία, τὸ μεγαλεῖο μὲ τὴ μικρότητα, τὸ καλὸ μὲ τὸ κακό, ἡ ἑνότητα μὲ τὴ διαφορετικότητα.

Ἐνῶ κάποιοι μιλοῦν γιὰ τὴ θεωρία τῶν πάντων, διακηρύσσουν ταυτόχρονα ὅτι «εἴμαστε μιὰ ἀνακατανομὴ τοῦ τίποτα»∙[3] ἐνῶ ἀναφερόμαστε σὲ θεωρίες Ὑπερσυμμετρίας, αὐτὲς ποὺ μὲ βεβαιότητα σήμερα υἱοθετοῦμε ἔχουν τὰ ὀνόματα τῆς Σχετικότητας καὶ τῆς Ἀβεβαιότητας. Ἐνῶ θεωροῦμε ὅτι ἀποκρυπτογραφοῦμε τὰ γενετικὰ μυστικά μας, ταυτόχρονα ἀδυνατοῦμε νὰ καταπολεμήσουμε μικροὺς καὶ μεγάλους βιολογικοὺς ἐχθρούς μας. Ἴσως βρίσκουμε τὰ μυστικὰ τῶν θεωριῶν μας, ἴσως περιγράφουμε τὴν ἀπώτερη ἀρχὴ καὶ τὸ ἔσχατο τέλος μας ἢ τὶς λεπτομέρειες τοῦ μικρόκοσμου καὶ τοῦ μακρόκοσμου μας, δὲν τὰ καταφέρνουμε ὅμως καλὰ μὲ τὸ παρὸν καὶ τὴν πραγματικότητά μας. Ἐνῶ μὲ τὸ ἐργαλεῖο τοῦ πολὺ μικροῦ καὶ χρονικὰ ἀπειροστοῦ, ἀνιχνεύουμε τὰ μυστικὰ τοῦ κοσμικὰ ἀρχικοῦ καὶ τοῦ συμπαντικὰ πολὺ μεγάλου, καταφέρνουμε τὰ μικρὰ προβλήματα νὰ τὰ κάνουμε ἀνυπέρβλητα μεγάλα.

Ἡ φύση δείχνει πώς, ὅσο τὴν πλησιάζουμε, ἀρέσκεται νὰ ἀποκρύπτει τὰ μυστικά της. Πλησιάζουμε στὴν ἀρχὴ τοῦ κόσμου, μόλις 10-43 sec ἀπὸ τὸ big bang, καὶ πρὶν τὴν κατακτήσουμε, καταρρέουν οἱ ἐξισώσεις μας, ἔχουμε ἀνωμαλία (singularity). «Ἡ μεγάλη Ἔκρηξη εἶναι ἡ εἰκόνα τῆς ἄγνοιάς μας»[4], ὁμολογεῖ ὁ μεγάλος Ἕλληνας φυσικὸς Γιάννης Ἡλιόπουλος. Κυνηγοῦμε τὶς ἐσχατιές τοῦ σύμπαντος, τὰ πιὸ ἀπόμακρα σημεῖα του, καὶ διαπιστώνουμε ὅτι, ὅσο τὶς πλησιάζουμε, αὐτὲς ἀπομακρύνονται μὲ μεγαλύτερη ταχύτητα (νόμος τοῦ Hubble). Ὅσο αὐξάνουμε τὴ γνώση μας γιὰ τὸν κόσμο, τόσο αὐτὸς ἀποκαλύπτει τὴ διογκούμενη ἀγνωσία μας. Ἡ θεωρία τῆς ἀβεβαιότητος (Uncertainty Principle) αὐτὸ ἀποδεικνύει. Προσδιορίζουμε μὲ ἀκρίβεια μιὰ ἰδιότητα τῆς φύσης καὶ ὑποχρεωνόμαστε σὲ σφάλμα γιὰ τὴ συζυγῆ της. Τὸ ἴδιο καὶ στὸ σύμπαν∙ προχωροῦμε στὴν ἔρευνά του καὶ βρίσκουμε μαῦρες τρύπες, σκοτεινὴ ὕλη καὶ ἐνέργεια, μυστικὲς συμμετρίες, σωμάτια ποὺ ἀγνοοῦμε τὰ βασικά τους στοιχεῖα, παράξενες ὀντότητες, ποὺ τοὺς ἀποδίδουμε μεταφυσικὰ ὀνόματα (strange quark, God’s particle), οἱ ὁποῖες ὅμως κρύβουν τὰ πιὸ ὡραῖα μυστικά.

Ὁ κόσμος γίνεται φοβερὰ ἑλκυστικός, ἀλλὰ ἀποδεικνύεται τραγικὰ ἀπομονωτικός. Οἱ μεγάλες φυσικὲς σταθερὲς ἔχουν τιμὲς ποὺ δικαιολογοῦν τὴν ὑποχρεωτική μας ὕπαρξη ὡς ἀνθρώπων (Ἀνθρωπικὴ Ἀρχή) ἀλλὰ καὶ τὴν ἐπίσης ὑποχρεωτική μας ἀπομόνωση. Τὸ σύμπαν εἶναι τεράστιο καὶ οἱ ταχύτητες ἀνυπέρβλητα μικρές. Ἡ ταχύτητα τοῦ φωτός, ἡ μεγαλύτερη ταχύτητα, ἡ ταχύτητα τῆς ἐπικοινωνίας μας, εἶναι ἀξεπέραστη καὶ πεπερασμένη. Μποροῦμε νὰ ἀκοῦμε -νὰ λαμβάνουμε ἐρεθίσματα-, μποροῦμε νὰ μιλᾶμε -νὰ στέλνουμε μηνύματα-, ἀλλὰ δὲν μποροῦμε νὰ διαλεχθοῦμε, ἀδυνατοῦμε νὰ ἐπικοινωνήσουμε διαστρικὰ καὶ διαγαλαξιακά. Ἀλλὰ καὶ αὐτὸ ποὺ βλέπουμε μὲ ὅλων τῶν εἰδῶν τὰ τηλεσκόπιά μας εἶναι μόλις τὸ 4% τοῦ σύμπαντος. Τὸ ὑπόλοιπο 23% εἶναι σκοτεινὴ ὕλη καὶ τὸ 73% σκοτεινὴ ἐνέργεια. Καὶ ἐκεῖ κρύβεται τὸ μυστικὸ τοῦ κόσμου μας. Εἶναι τόσο λίγα αὐτὰ ποὺ γνωρίζουμε καὶ τόσο περισσότερα αὐτὰ ποὺ ἀγνοοῦμε!

Κάτω ἀπὸ εἰδικὲς συνθῆκες, ἡ φυσικὴ καὶ ἡ γεωμετρία ἐκφράζονται μὲ τρόπους ποὺ ἀντιβαίνουν στὶς αἰσθήσεις μας. Ἡ πραγματικότητα μοιάζει περισσσότερο μὲ φαντασία. Στὶς μεγάλες διαστάσεις, στὸ σύμπαν, ὁ χῶρος καμπυλώνεται, ἡ εὐκλείδια γεωμετρία καταργεῖται. Στὶς ἀπειροστὰ μικρές, ὁ χῶρος ἀποκτᾶ πολλαπλότητα καὶ φυσικὲς διαστάσεις -ἴσως ἑπτὰ τὸν ἀριθμό- ἐντελῶς ἄγνωστες καὶ ξένες στὴ φυσική μας ἀντίληψη. Στὶς ὑψηλὲς ταχύτητες ὁ χρόνος διαστέλλεται, τὸ μῆκος συστέλλεται, ἡ φυσικὴ αἴσθηση παραβιάζεται. Στὶς διαστάσεις τῆς νανοκλίμακας, ποὺ πλέον τεχνολογεῖται, ἡ ὕλη ἐμφανίζει ἐντελῶς ἀσυνήθεις ἰδιότητες καὶ ἐνῶ στὴν τεχνολογία θαυματουργοῦμε στὴν πρόληψη καὶ πρόνοια ἀδυνατοῦμε.

Μιὰ ἀκόμη ματιὰ στὸν κόσμο μας μᾶς πείθει ὅτι ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ὀμορφιά του συνυπάρχουν μὲ ἀτέλειες, ἀναπηρίες, φθορὰ καὶ θάνατο. Μέσα σὲ ἀστρικὰ συντρίμμια γεννιοῦνται νέοι ἀστέρες. Μαζὶ μὲ τὴν ὑπερσυμμετρία στὰ 10-33cm τοῦ πρωτόγονου σύμπαντος ἢ στὰ 10-36 sec ἀπὸ τὸ big bang, ὑπάρχει μιὰ μεγάλη ἀσυμμετρία στὸν κόσμο ποὺ ἀντιλαμβανόμαστε μὲ τὶς αἰσθήσεις καὶ ποὺ ἀποτελεῖ τὸ σπίτι μας. Τὸ σύμπαν παρὰ τὰ φωτεινὰ ἀστέρια του, τὶς ὑψηλὲς θερμοκρασίες τους, τὰ ἄπειρα ἀστρικὰ συστήματά του, τὴν ἀέναο κίνηση τῶν γαλαξιῶν του, εἶναι πολὺ σκοτεινὸ -μὲ ἐλάχιστα φωτόνια-, εἶναι πολὺ ψυχρὸ -μόλις 2,70 Κ, εἶναι πολὺ ἄδειο -μὲ τεράστιο κενό, στατικό.

Τὸ ἀκατανόητο συντελεῖ ὥστε κάποιοι νὰ προσπαθοῦν τὶς φιλοσοφικὲς ἐπιθυμίες τους νὰ τὶς θωρακίσουν μὲ μεταφυσικίζουσες ἐπιστημονικὲς θεωρίες, νὰ τὶς κρύψουν σὲ ἐξωσυμπαντικοὺς κόσμους, σὲ ἀναπόδεικτες ἑρμηνεῖες, σὲ ἀκατανόητες καὶ ἀνεξέλεγκτες ἐπιστημονικοφανεῖς ἀδολεσχίες. Μιλοῦν γιὰ ὑπερσυμμετρίες, γιὰ πολυσύμπαντα, γιὰ πιθανολογικὲς φαντασιώσεις, γιὰ παραμυθένιους ἐκθέτες στὶς ποσοτικές τους ἐκτιμήσεις. Γι’ αὐτὸ καὶ ἐνίοτε διαφωνοῦν ἐπὶ τῆς ἐπιστήμης μὴ ἐπιστημονικά. Ἀπορρίπτουν τὴν πίστη, ἀλλὰ ὁ μόνος τρόπος νὰ μᾶς πείσουν γιὰ τὶς θεωρίες τους, ποὺ κανεὶς δὲν κατανοεῖ, εἶναι νὰ τοὺς πιστέψουμε. Φαίνεται πὼς ἐνῶ ἡ αἴγλη τῆς ἐπιστήμης εἶναι μεγαλύτερη, ἡ ἕλξη τῆς φιλοσοφικῆς αὐθαιρεσίας εἶναι δυνατότερη.

Ἡ σύγχρονη ἐπιστήμη χρησιμοποιεῖ ὅρους ποὺ μοιάζουν μεταφυσικοί, γνωρίζοντας ὅτι μὲ τὰ μέσα καὶ τὰ ἐργαλεῖα της εἶναι στὴν οὐσία ἀσυμπτωτικοί, ἄφθαστοι, ἀπρόσιτοι. Γιὰ παράδειγμα τὸ ἄπειρο -ἔχει καὶ μαθηματικὸ σύμβολο-, τὸ αἰώνιο -ἀποτελεῖ φυσικὸ πλέον ὅρο- ὅλο καὶ περισσότερο χρησιμοποιούμενο. Οἱ τελευταῖες θεωρίες βιάζονται νὰ μιλήσουν γιὰ τελειότητα καὶ πληρότητα ἑρμηνειῶν. Παρὰ ταῦτα ἡ ἐπιστήμη στὴν προσπάθειά της νὰ γνωρίσει καλὰ τὸν κτιστὸ κόσμο ὁδηγεῖται στὴ συνειδητοποίηση τῆς ἀδυναμίας της νὰ τὸν κατανοήσει.

 

Τὸ μυστήριο τοῦ ἀνθρώπου

Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ τὴ φύση, ἔχουμε πρόβλημα καὶ μὲ τὴν κατανόηση τῆς βιολογικῆς μας ταυτότητος.

Στὸν κώδικα τῆς ζωῆς, ἀνοίγουμε τὸ βιβλίο καὶ διαπιστώνουμε ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ τὸ διαβάσουμε. Κι ἐδῶ μιλοῦμε μὲ ἀριθμοὺς ποὺ δὲν κατανοοῦμε, μὲ πιθανότητες ποὺ δὲν ἐπιβεβαιώνονται. Προσεγγίζουμε τὸ γονιδίωμα, μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι ἀποκαλύπτουμε τὴ γενετικὴ ἀλήθεια μας, καὶ αὐτὸ μᾶς προωθεῖ στὸ πρωτέωμα, μὲ τὴ διαβεβαίωση τῆς μεγαλύτερης ἀγνοίας μας. Πρὶν προλάβουμε νὰ μάθουμε τὸ ἕνα ἀλφάβητο, ὁδηγούμαστε στὴν ἀνάγκη ἐκμάθησης μιᾶς δυσκολότερης γλώσσας.

Μέσα ἀπὸ τὴν ἐξαφάνιση τῶν μορφῶν τῆς ζωῆς, ἐμφανίζονται ἄλλες πιὸ ἐξελιγμένες. Μέσα στὴ γενετικὴ περιουσία τοῦ ἀνθρώπινου κυττάρου, ἀκόμη καὶ τὸ ἀποκαλούμενο ἄχρηστο DNA (junk DNA), φαίνεται πὼς διακριτικὰ ἀποκρύπτει πλοῦτο μυστικῶν ποὺ παίζουν ἕναν καθόλου εὐκαταφρόνητο ρόλο στὴν ὅλη κληρονομικὴ διαδικασία καὶ τὸν προσδιορισμὸ τῶν βιολογικῶν χαρακτηριστικῶν τοῦ ἀτόμου.

Οἱ σύγχρονες ἐπιστῆμες τῆς νευροφυσιολογίας καὶ τῆς νευροβιολογίας μᾶς ὁδηγοῦν στὸ συμπέρασμα ὅτι τελικὰ τὸ ὄργανο τῆς νόησης, μᾶς εἶναι ὁ μεγάλος ἄγνωστος. Δὲν κατανοοῦμε οὔτε τοὺς μηχανισμοὺς τοῦ ἐγκεφάλου οὔτε τὴ δυναμικὴ τῆς κατανόησης.

Αἰσθανόμαστε πὼς τὸ πραγματικὸ σύμπαν εἶναι αὐτὸ τῆς ἀγνωσίας μας, ὅπου ὅμως μποροῦμε νὰ ἀπολαμβάνουμε διάσπαρτους ἀστέρες καὶ γαλαξίες, ἀπόψεις καὶ θεωρίες, ἐντυπωσιακῆς ἀλλὰ μερικῆς γνώσεως «ὡς δι’ ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι»[5].

Στὸ ἴδιο συμπέρασμα καταλήγει καὶ ἡ φιλοσοφικὴ ὁδός. Οὔτε αὐτὴ μπορεῖ νὰ μᾶς βοηθήσει νὰ κατανοήσουμε πῶς ἡ μεγάλη ἡλικία τοῦ σύμπαντος συνυπάρχει μὲ τὴ σύντομη ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου, τὸ ἀνθρώπινο μεγαλεῖο μὲ τὴ μικρότητα, ἡ σοφία τοῦ κόσμου καὶ ἡ ὀμορφιὰ μὲ τὴν καταστροφικότητα, ἡ ἀγάπη καὶ ἡ καλωσύνη μὲ τὸ κακό.

Ἡ διάρκεια τῆς ζωῆς τοῦ ὅποιου ἀνθρώπου ἀποτελεῖ ἀσύλληπτο κλάσμα τῆς ἡλικίας τοῦ σύμπαντος. Τὸ γεγονὸς ὅτι ζοῦμε μέσα σὲ ἕναν κόσμο σκεπτόμενοι ἀλλὰ ἀγνοοῦντες, δυνατοὶ κατὰ τὴ σκέψη ἀλλὰ ἀπειλούμενοι ἀπὸ τὰ ζῶα καὶ τὴ φύση, γεμᾶτοι ζωὴ ἀλλὰ συνεχῶς καταδιωκόμενοι ἀπὸ τὸν θάνατο, μὲ ἔμφυτη μυστικὴ ἀναζήτηση ἀλλὰ πλήρη ἀνεπάρκεια ἀνακάλυψης τοῦ ὑπερλόγου, ἂν δὲν ἀποτελεῖ τραγωδία, εἶναι μυστήριο. Τελικά, δὲν ἀποτελεῖ μυστήριο μόνον ἡ φύση ἀλλὰ καὶ ὁ κτιστὸς ἄνθρωπος.

Ὁ ἄνθρωπος φαίνεται πὼς εἶναι κάτι πολὺ περισσότερο ἀπὸ ἕνα βιολογικὸ κυτταρικὸ σύστημα. Ἡ ποικιλία τῶν ἐπιλογῶν τοῦ κάθε ἀνθρώπου, ἡ χαρακτηριστικὴ διαφορετικότητά του, ἡ ἰδιομορφία τῆς ψυχικῆς ἔκφρασής του, ἡ δημιουργικότητα τῆς σκέψης του, τὸ κτίσιμο τοῦ προσώπου του εἶναι κάτι πολὺ παραπάνω ἀπὸ ἀνατομικὰ ἰδιώματα καὶ ἀνιχνεύσιμες βιοχημικὲς διεργασίες. Ἡ βιολογική του ἀρχὴ σηκώνει τὸ βάρος τῆς ὑπαρκτικῆς ἔναρξης, ἐνῶ τὸ τέλος παραπέμπει στὴν εὐθύνη τῆς ἄγνωστης, ἐνδεχομένως πολὺ ἀνώτερης, συνέχειας. Ἡ ἀναγνώριση τοῦ μεγαλείου καὶ τῆς μοναδικότητας τοῦ κάθε ἀνθρώπου ὁδηγεῖ στὴν ὑποψία τοῦ μὴ τέλους του καὶ στὴν αἴσθηση τῆς αἰώνιας προοπτικῆς του. Ἡ βιολογική του ὑπόσταση τὸν κοσμεῖ μὲ τὴν ὀμορφιὰ μιᾶς ὀργανωμένης νομοτέλειας, ἐνῶ ἡ πνευματική του μὲ τὸ μεγαλεῖο μιᾶς ἀνεπανάληπτης αὐτεξουσιότητας.

Ὑπ’ αὐτὴν τὴν ἔννοια,  τὸ «ἄν», τὸ «πώς» καὶ τὸ «πότε» τῆς ἀρχῆς καὶ τοῦ τέλους τῆς βιολογικῆς πορείας τοῦ κάθε ἀνθρώπου εἶναι ἐξέχουσας σημασίας. Ἡ ἐποχή μας, μὲ τὴν ἀντισυλληπτικὴ καὶ περιγεννητικὴ τεχνολογία της, μπορεῖ νὰ καθορίσει τὸ ἂν κάποιος θὰ συλληφθεῖ -δηλαδὴ ἂν θὰ ὑπάρξει- καὶ τὸ ἂν τελικὰ θὰ γεννηθεῖ -δηλαδὴ ἂν θὰ ζήσει. Μπορεῖ νὰ ἀλλοιώνει κατ’ ἐπιθυμία τὴ μορφὴ καὶ τὰ χαρακτηριστικὰ τῆς ζωῆς. Μπορεῖ ἐπίσης νὰ ἐπιβραδύνει τὸν θάνατο, μπορεῖ νὰ ἁπαλύνει τὸν πόνο, μπορεῖ νὰ παρεμβαίνει τεχνολογικὰ καὶ νὰ δημιουργεῖ νέες καταστάσεις ζωῆς καὶ πρωτοφανεῖς συνθῆκες θανάτου. Μπορεῖ νὰ προκαλεῖ τὴ δυνατότητα πλήθους ἐπιλογῶν.

Παρὰ ταῦτα, θέτει κενοφανῆ ἐρωτήματα, ποὺ ὅμως ἀδυνατεῖ νὰ ἀπαντήσει, καὶ προξενεῖ πρωτόγνωρα διλήμματα, ποὺ ὅμως προσπαθεῖ μάταια νὰ ὑποβαθμίσει. Ἡ συζήτηση γιὰ τὸ πότε ἀκριβῶς ἀρχίζει ἡ ζωὴ ἢ γιὰ τὸ status τῶν κρυοσυντηρημένων ἐμβρύων ἢ τὸ πῶς συνδέεται ἡ ψυχὴ μὲ τὸ σῶμα ἢ τὸ τὶ ἀκριβῶς εἶναι ἡ ἀνθρώπινη ψυχὴ καὶ τὶ ὁ θάνατος, ἐνῶ παρουσιάζει ἐξαιρετικὸ ἐνδιαφέρον δὲν δείχνει νὰ φθάνει σὲ ὁριστικὸ τέλος στὸ ὁρατὸ μέλλον. Οἱ συνέπειές της ὅμως εἶναι τεράστιες, καθὼς ἐνίοτε ὁδηγοῦν σὲ μιὰ εὐπρόσδεκτη εὐγονικὴ καὶ εὐθανασιακὴ λογικὴ ποὺ φαίνεται ἠθικὴ καὶ σὲ μιὰ ἀνεπιθύμητη ἠθικὴ ποὺ παρουσιάζεται πολὺ σκληρή. Μὲ βάση τὴν αὐθαίρετη γνώση τοῦ ἀγνώστου τὸ τοπίο τῆς ἠθικῆς καὶ τῶν ἀξιῶν κυριολεκτικὰ παραμορφώνεται.

Τὸ πότε ἀρχίζει ἢ τελειώνει ἡ ἀνθρώπινη ζωὴ δὲν εἶναι ἁπλὸ ἐπιστημονικὸ θέμα. Οὔτε προσδιορίζεται μὲ ἀκριβεῖς ὁρισμούς, νομικὲς παρατηρήσεις, πολιτικὲς ἀποφάσεις ἢ ἀριθμούς. Τὸ πῶς καὶ γιατί τῆς ἀρχῆς τῆς ζωῆς εἶναι μυστικὸ ἀνεξιχνίαστο. Τὸ ἴδιο καὶ ὁ θάνατος. Γιὰ τοὺς λόγους αὐτούς, τὴ ζωὴ δὲν τὴν ἀντικρύζουμε ὡς δικαίωμα πού μᾶς ἀνήκει, ἀλλὰ τὴ σεβόμαστε ὡς μυστήριο πού μας ὑπερβαίνει.

 

Πρὸς τὸ μεθεκτὸν τοῦ ἀκτίστου

Τὰ πάντα συνηγοροῦν στὸ ὅτι ὁ κτιστὸς φυσικὸς καὶ ὑλικὸς κόσμος δείχνει λίγα καὶ κρύβει πολλά. Τὸ νοητό του μέρος κυρίως ὑποψιάζει γιὰ τὸ πολύ του ἀκατανόητο. Ὁ κόσμος δὲν εἶναι ὅπως τὸν βέπουμε καὶ τὸν νοοῦμε. Ἁπλὰ τὸ γνωστὸ καὶ τὸ νοητὸ παραπέμπουν σὲ ἄλλες διαστάσεις ὕπαρξης, γνώσης καὶ ἀλήθειας, κτιστῆς φυσικά, συμπληρωματικῆς ποὺ ὅμως μᾶς ὑπερβαίνει. Τὸ συμπέρασμα αὐτὸ τὸ ὀφείλουμε στὴ σύγχρονη ἐπιστήμη.

Ζοῦμε σὲ μιὰ μοναδικὴ ἐποχή. Ἡ ἔκρηξη τῆς γνώσης καὶ τῆς πληροφορίας μᾶς ὁδηγοῦν στὸ χρησιμότερο συμπέρασμα: Τελικά, εἴμαστε ἀπίστευτα μικροί, ὑπερβολικὰ μόνοι, πολὺ στιγμιαῖοι γιὰ τοὺς κοσμικοὺς χρόνους  γιὰ νὰ ποῦμε:

α) ὅτι γνωρίζουμε τὸν κόσμο,

β) ὅτι τὸν  κατανοοῦμε καὶ

γ) ὅτι μποροῦμε νὰ ἐπικοινωνοῦμε.

Ἡ μέγιστη ταχύτητα ἐπικοινωνίας, ἡ ἰλιγγιώδης ταχύτητα τοῦ φωτός, εἶναι πεπερασμένη καὶ τὸ σύμπαν ἀσύλληπτα μεγάλο. Αὐτὸ τὴν κάνει πολὺ μικρή. Ἐνῶ, κατὰ τὸν Ἀριστοτέλη, εἴμαστε κοινωνικὰ ὄντα, «ὁ ἄνθρωπος ζῷόν ἐστι πολιτικόν»[6], εἴμαστε καταδικασμένοι σὲ μοναξιά. Ἐνῶ, κατὰ τὸν ἴδιο Ἕλληνα ἀρχαῖο φιλόσοφο, «φύσει τοῦ εἰδέναι ὀρέγεται ὁ ἄνθρωπος»[7], εἴμαστε καταδικασμένοι καὶ σὲ ἄγνοια. Ἔτσι φαίνεται ἡ ἀνεπάρκεια καὶ τῆς ἐπιστήμης καὶ τῆς τεχνολογίας μας. Ἐνῶ ἡ κατάστασή μας, τὰ ἐπιτεύγματά καὶ ἡ γνώση μας σὲ ἀνθρώπινη κλίμακα εἶναι ἀπίστευτα, συγκλονιστικὰ καὶ ἀσύλληπτα, τὴν ἴδια στιγμή, σὲ κοσμικὲς διαστάσεις πλησιάζουν τὸ τίποτα καὶ συγγενεύουν μὲ τὸ λάθος.

Ταυτόχρονα, ὅμως, εἴμαστε καὶ πολὺ διαφορετικοὶ καὶ ἰδιαίτεροι μέσα στὸ σύμπαν. Μοναδικοί! Διαθέτουμε λόγο (σκέψη καὶ λογικότητα) καὶ λόγο (δυνατότητα ἔναρθρης ἔκφρασης). Τὸ σύμπαν καὶ ἡ φύση δὲν ἔχουν λόγο, ἀλλὰ ἐμφανίζουν λογική: «Οἱ οὐρανοὶ διηγοῦνται δόξαν Θεοῦ, ποίησιν δὲ χειρῶν αὐτοῦ ἀναγγέλλει τὸ στερέωμα»[8]. Αὐτὴ τὴ λογικὴ μποροῦμε νὰ τὴν προσεγγίσουμε ἐπιστημονικά, μποροῦμε ὅμως καλύτερα νὰ τὴν κατανοήσουμε πνευματικά.

Σήμερα χρησιμοποιοῦμε ὅρους στὴ Φυσικὴ ὅπως Ὑπερσυμμετρία, Ὑπερχορδὲς, Ὑπερσύμπαντα θέλοντας νὰ δείξουμε τὸ πέραν τοῦ αἰσθητοῦ καὶ λογικοῦ, ὅπως καὶ στὴν Ἐκκλησία χρησιμοποιοῦμε τοὺς ὅρους Ὑπερευλογημένη γιὰ τὴν Θεοτόκο, Ὑπερκόσμιος γιὰ τοὺς ἀγγέλους καὶ Ὑπερούσιος γιὰ τὸν Θεό, γιὰ νὰ ἐκφράσουμε τὸ πέραν τοῦ κατανοητοῦ καὶ τοῦ ἀντιληπτοῦ, τὴν ὕπαρξη τοῦ ὑπὲρ φύσιν κόσμου, τὸ μετὰ καὶ πάνω ἀπὸ τὸ ὑπὲρ τῶν ἐπιστημονικῶν ὅρων.

Παρά ταῦτα, ἡ σύγχρονη ἐπιστημονικὴ φιλοσοφία διακατέχεται ἀπὸ μία τάση νὰ ἀποδείξει τὴν αὐτάρκειά της καὶ γι’ αὐτὸ ἀντιστρατεύεται στὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ. Ἴσως διότι διαλέγεται μαζί Του στὸ ἐπίπεδο τῆς δυνάμεως. Δὲν θέλει ἕναν παντοδύναμο θεό. Προτιμᾶ δυνατότερο τὸν ἄνθρωπο. Γι’ αὐτὸ καὶ ἐρευνᾶ γιὰ ἀξίες πιὸ σίγουρες, κατὰ τὴν ἄποψή της, χωρὶς Θεό.

Ἡ Ὀρθόδοξη παράδοση, πίστη καὶ θεολογία δὲν ἀσχολεῖται μὲ τὸ ἐρώτημα τῆς ὕπαρξής τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ μὲ αὐτὸ τῆς ἀποδεδειγμένης παρουσίας Του. Ἡ ἐπιστήμη ἀδυνατεῖ νὰ βάλει τελεία στὴν ὑπόθεση τοῦ Θεοῦ. Κάθε προσπάθεια ἀποδείξεως τῆς ὕπαρξής Του εἶναι ματαιοπονία. Ὁ Θεὸς ὡς μυστήριο εἶναι καλύτερα νὰ μπορεῖ νὰ ἀμφισβητεῖται πνευματικὰ παρὰ νὰ ἀποδεικνύεται ἐπιστημονικά. Θεὸς ποὺ ἀποδεικνύεται ὅτι ὑπάρχει ἤ ἀποδεικνύεται ὅτι δὲν ὑπάρχει, δὲν ὑπάρχει, δὲν εἶναι θεός.

Ὁ Θεὸς ὡς ΩΝ ἐμφανίζεται ἀπρόσιτος στὴν κτίση∙ Τὸν ψάχνουμε καὶ κρύβεται, εἶναι ἀμέθεκτος κατὰ τὴν οὐσία Του. Ἀντίθετα, ὡς ΠΑΡΩΝ εἶναι φίλος καὶ πατέρας τῆς κτίσης∙ φανερώνεται, εἶναι μεθεκτὸς κατὰ τὶς ἄκτιστες ἐνέργειές Του∙ βιωματικὰ διαπιστώνεται, κοινωνεῖται. Ἡ σύγχρονη ἐπιστήμη πιστοποιεῖ τὸ πρῶτο∙ ἡ Ὀρθόδοξη θεολογία ἐπιβεβαιώνει τὸ δεύτερο.

Ὁ Αὐγουστῖνος διεκήρυξε ὅτι μὲ τὸν νοῦ μας μποροῦμε νὰ δοῦμε τὸν Θεό, ἐπειδὴ αὐτὸς συγγενεύει μαζί Του καὶ ἔτσι παρέσυρε τὴ Δύση στὴν ἄκαρπη προσπάθεια τῆς κατανόησης τοῦ ἀκατανοήτου. Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, οἱ Πατέρες τῆς Ἀνατολῆς ὑποστηρίζουν ὅτι μποροῦμε νὰ ξεπεράσουμε τοὺς περιορισμοὺς τῆς κτιστότητας μόνον ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Ὁ Θεὸς συνδυάζει τὸ κατανοητὸ μὲ τὸ ἀκατανόητο[9].

Ἡ Ὀρθόδοξη παράδοση καταθέτει καὶ στὸν σύγχρονο κόσμο μιὰ θεολογία, ὅπου ὁμολογοῦμε πὼς γνωρίζουμε πολὺ λιγότερα ἀπ’ ὅσα ἀγνοοῦμε, ὅτι τὸ καταληπτὸν τελικὰ εἶναι πολὺ μικρότερο ἀπὸ τὸ ἀκατάληπτον, ὅτι, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν καταφατική, ὑπάρχει καὶ ἡ ἀποφατικὴ ὁδὸς γνώσεως, ὅτι ὑπάρχει τὸ μυστήριο πού, ἐνῶ δὲν κατανοεῖται, κοινωνεῖται. Ὁ Θεὸς εἶναι ἀμέθεκτος κατὰ τὴν οὐσία Του καὶ μεθεκτὸς κατὰ τὶς ἄκτιστες ἐνέργειές Του. Ὁ ὅρος «ἄκτιστες» ἀποδυναμώνει τὸ κατανοητό, ἀλλὰ δὲν ἐξασθενίζει τὸ μεθεκτό. Ἐμφανίζεται «καθὼς ἐστί» (Α΄ Ἰω. γ΄ 2), «ὁ ὑπὲρ θέαν καὶ γνῶσιν» ὁρᾶται καὶ γιγνώσεται «δι’ ἀβλεψίας καὶ ἀγνωσίας– τοῦτο γάρ ἐστι τὸ ὄντως ἰδεῖν καὶ γνῶναι»[10]. Ἕνα εἶναι τελικὰ κατανοητό, ἡ ἀκατανοησία τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ κόσμου[11]. Ἡ προσπάθεια τῆς Δύσης νὰ διεισδύσει στὴν ἀμέθεκτη διάστασή Του, τὴν ὁδήγησε στὴ ματαιοπονία τῆς ἀπόδειξής Του. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὴ σύγχρονη ἐπιστημονικὴ φιλοσοφία.

Ὁ Θεός, ὅπως βιώνεται μέσα στὴν Ὀρθόδοξη ζωή, εἶναι ὑπερβατικὸς γιὰ τὴν δύναμή Του, εἶναι ὅμως ὑπερβατικὸς κυρίως γιὰ τὴ σοφία καὶ ἀγάπη Του. Εἶναι ὑπερούσιος, εἶναι παντέλειος∙ δὲν εἶναι ἀπόμακρος ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ διαρκῶς κενούμενος γιὰ τὸν ἄνθρωπο∙ δὲν εἶναι τιμωρός, ἀλλὰ σταυρούμενος ὁ Ἴδιος∙ δὲν πεθαίνουμε ἐμεῖς καὶ ζεῖ ὁ Ἴδιος, ἀλλὰ πεθαίνει Ἐκεῖνος ἐν χρόνῳ γιὰ νὰ ζοῦμε ἐμεῖς αἰωνίως. Οὔτε μᾶς ἀγαπᾶ δείχνοντάς μας ὑπεροπτικὰ τὴ δύναμή Του, ἀλλὰ δίνοντάς μας τὴ δυνατότητα ὑπερβατικὰ νὰ μετέχουμε τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν Του, τῆς ἀγάπης Του. Ἀπέναντι σ’ Αὐτὸν δὲν στεκόμαστε μὲ τὴν διάθεση νὰ μὴ μᾶς συντρίψει, ἀλλὰ μὲ συντετριμμένη τὴν καρδιά, ἐπειδὴ ἡ ἀγάπη Του εἶναι τέτοια καὶ τόση ὥστε νὰ μποροῦμε νὰ Τὸν κοινωνοῦμε. Αὐτὸς ὁ Θεὸς δὲν εἶναι ἀντίπαλος ποὺ πρέπει ἡ ἐπιστήμη νὰ ἐξαφανίσει. Οὔτε ἀντικείμενο ποὺ πρέπει νὰ ἀποδείξει. Αὐτὸς εἶναι ὁ Θεὸς τῆς ἀγάπης ποὺ πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ ἀνακαλύψει.

Αὐτὸς ὁ Θεὸς κοινωνεῖται καὶ διὰ τῆς ἐπιστημονικῆς γνώσης. Ἀποκαλύπτει ὅμως τὴ σοφία Του, ὅπως καὶ τὴν ἀλήθεια Του, στοὺς «ταπεινοὺς τῇ καρδίᾳ». Τὴν κρύβει ἀπὸ τοὺς ἐπαιρόμενους. Ἡ ὁδὸς γι’ αὐτὴ τὴ γνώση εἶναι ἡ παραδοχὴ τῆς ἀγνωσίας μας. Ὅπως ὑποστηρίζει ὁ Σωκράτης στὴν Ἀπολογία τοῦ Πλάτωνος (21d) «οὐκ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι... ἓν οἶδα ὅτι οὐδὲν οἶδα» καὶ καταλήγει ὅτι εἶναι προτιμότερη ἡ εἰλικρινὴς ἄγνοια τῆς αὐταπατούσης γνώσεως. Ὑπάρχουν ἀλήθειες ποὺ ἀνακαλύπτονται μὲ τὴ γνώση μας, ὑπάρχουν ὅμως καὶ ἀλήθειες ποὺ ἀποκαλύπτονται ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ ἀποδεχόμαστε τὴν ἀγνωσία μας. Ἡ συνειδητοποιημένη αἴσθηση ἄγνοιας, ἡ ἥσυχη θέα τῆς ἐνδοτέρας ἐρήμου μας, ἡ ταπείνωση, ἀποτελεῖ «ὁδὸν ἀρίστην», προκειμένου νὰ βιώσουμε τὴν ψηλάφηση τοῦ ἄγνωστου καὶ ἀκατανόητου μυστηρίου τοῦ κόσμου μέσα στὸν ὁποῖο ζοῦμε.

Ἡ ἐπιστημονικὴ ὁδὸς ἐγκρύπτει στὸ βάθος της μία λεπτὴ ἀπογοήτευση, διότι ἐνῶ γοητεύει καὶ ἐξάπτει τὸ ἐπιθυμητικὸ τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν ἀπατηλὴ προσδοκία τῆς κατανόησης τοῦ κτιστοῦ κόσμου, τελικὰ τὸν ὁδηγεῖ στὴν παραδοχὴ τῶν ὁρίων του. Ἡ δυνατότητα πλήρους ἀνακάλυψης τοῦ φυσικοῦ κόσμου εἶναι φραγμένη. Τελικά, μποροῦμε πολὺ λιγότερα ἀπὸ ὅσα ἐπιθυμοῦμε.

Ἀντίθετα, ἡ θεολογία τῆς ἐνώπιον τοῦ ἀποκρύφου καὶ ἀπορρήτου θεϊκοῦ μυστηρίου ταπεινῆς παραστάσεως τῆς καθ’ ἡμᾶς Ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς ἐπιτρέπει τὴν ἐμπειρικὴ μετοχὴ στὴν ἐν ἡμῖν ἀποκάλυψη τοῦ θεϊκοῦ φωτός. Ὁ ἄνθρωπος τῆς Ὀρθόδοξης πίστης δὲν ζητάει ἀπὸ τὸν διαρκῶς κενούμενο Θεὸ νὰ τοῦ φανερώνεται. Δὲν περιμένει, δὲν θέλει πολλά. Τελικά, ὅμως, τοῦ προσφέρεται γνώση πολὺ μεγαλύτερη καὶ περισσότερη ἀπὸ ὅση φαντάζεται. Τοῦ προσφέρεται ἡ «καινή» γνώση, ἡ «ἑτέρα» ἐμπειρία, τὸ «ξένον θέαμα», τοῦ προσφέρεται ὁ Θεὸς ὡς πρόσωπο.

Ἡ ἐπιστήμη μπορεῖ νὰ ἀνεβάσει τὸν ἄνθρωπο στὸ ψηλότερο σκαλοπάτι τῆς γνώσης, στὴν ταπεινὴ συνειδητοποίηση τῶν φυσικῶν καὶ διανοητικῶν ὁρίων του. Ἡ θεολογία μπορεῖ, ἀκριβῶς στὸ σημεῖο αὐτό, νὰ τὸν ὑποδεχθεῖ καὶ νὰ τὸν παραλάβει, προκειμένου νὰ τὸν εἰσαγάγει στὸ ἱερὸ βῆμα τῆς θεϊκῆς ἀποκάλυψης.

Ἡ σύγχρονη ἐπιστήμη μᾶς ὁδηγεῖ νομοτελειακὰ στὴν ἀλήθεια τῆς ἀποφατικῆς Ὀρθόδοξης Θεολογίας. Ὁ Θεὸς δὲν ἔχει σχέση μὲ τὴν ἀπόδειξη οὔτε μὲ τὴν ἀνακάλυψη. Ὁ Θεὸς εἶναι ἀποκάλυψη. Καὶ κάτι ἀκόμη. Ἡ ἐπιστήμη εἶναι γιὰ λίγους. Ὁ Θεὸς εἶναι γιὰ ὅλους. Ἀκόμη καὶ γι’ αὐτοὺς ποὺ θέλουν νὰ τὸν ὑποκαταστήσουν. Ἀκόμη καὶ γι’ αὐτοὺς ποὺ ἐπιθυμοῦν νὰ τὸν κατανοήσουν. Ἀκόμη καὶ γιὰ τοὺς ἐπιστήμονες!  Ἀκόμη καὶ γιὰ τοὺς ...«θεολόγους»!

 

 

[1] Claudine Guérin-Marchand: Les manipulation génetiques, p. 28, coll. “Que sais-je?” P.U.F. Paris 1997.

[2] André Boué, La médicine du fœtus, p.39, éd. Odile Jacob, Paris 1995.

[3] Δημήτρης Νανόπουλος, http://www.physics4u.gr/news/2001/nanopoulos.html

[4] Ἡλιόπουλος, Γιάννης. Ἀπὸ τὸ ἀπειροστὰ μικρὸ στὸ ἀπείρως μεγάλο. Τὰ μυστήρια τοῦ Σύμπαντος, τ. 8. Φεβρουάριος 2008, σ. 22

[5] Α΄ Κορ. ιγ΄ 12

[6] W.D. Ross, ἐκδ. 1957. Aristotelis Politica. Ὀξφόρδη: Clarendon Press. Ἀνατ. 1964.

[7] Ἀριστοτέλη, Μετὰ τὰ Φυσικά, 922α, πρώτη πρόταση.

[8] Ψάλμ. ιη΄ 1

 [9] «ἐμοὶ δοκεῖ ἵνα τῷ ληπτῷ μὲν ἕλκῃ πρὸς ἑαυτὸν (τὸ γὰρ τελέως ἄληπτον, ἀνέλπιστον καὶ ἀνεπιχείρητον), τῷ δὲ ἀλήπτῳ θαυμάζηται, θαυμαζόμενον δὲ ποθῆται πλέον, ποθούμενον δὲ καθαίρῃ, καθαῖρον δὲ θεοειδὲς ἀπεργάζηται. Τοιούτοις δὲ γενομένοις, ὡς οἰκείοις ἤδη προσομιλεῖ τολμᾶ τι νεανικὸν ὁ λόγος» (Γρηγ. Θεολόγου, ὁμιλία εἰς τὰ Θεοφάνεια, Λόγος ΛΗ΄ παρ. 7, ΕΠΕ 5.44-46).

[10] Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, PG 3, 1025 A

[11] «Ἄπειρον τὸ Θεῖον καὶ ἀκατάληπτον καὶ ἓν μόνον αὐτοῦ καταληπτὸν ἡ ἀπειρία καὶ ἡ ἀκαταληψία αὺτοῦ» (Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἀκριβὴς Ἔκδοσις Ὀρθοδόξου Πίστεως, 1,4).

 

Ἀπὸ τὴ βελτίωση τῆς φυσιογνωμίας στὸν σεβασμὸ τοῦ προσώπου, ὁμιλία στὸ 28ο Πανελλήνιο Ὀδοντιατρικὸ συνέδριο, 24.10.2008

 

Θέλω πολὺ νὰ σᾶς εὐχαριστήσω γιὰ τὴν ἐξαιρετικὴ εὐκαιρία ποὺ μοῦ δίνετε, ὄχι τόσο νὰ μιλήσω στὸ συνέδριο ὡς κάπως εἰδικός, ὅσο νὰ ἐπιχειρήσω νὰ φιλοσοφήσω δημόσια γιὰ κάτι πολὺ τεχνικό, καθαρὰ ἐπιστημονικὸ ἀλλὰ καὶ συνάμα πολὺ ἀνθρώπινο.

Ἐγώ, ὅπως πολὺ καλὰ γνωρίζετε, οὔτε μὲ τὴν Ὀδοντιατρικὴ ἔχω σχέση οὔτε καὶ μὲ τὸ ἀντικείμενο τῆς σχετικῆς μὲ τὴν Ὀδοντιατρικὴ πράξη Ἠθικῆς ἔχω ἐπεξεργασμένη γνώση. Θέλοντας λοιπὸν νὰ εἶμαι ἀπόλυτα εἰλικρινὴς μαζί σας, θὰ ἔπρεπε ἐξ ἀρχῆς νὰ παραδεχθῶ τὴν οὐσιαστικὴ ἀνεπάρκειά μου σὲ αὐτὸ ποὺ προσδοκᾶτε ἀπὸ μένα, ἀλλὰ καὶ νὰ ὁμολογήσω ὅτι ὁ κύριος λόγος ποὺ ἀποδέχθηκα τὴν πρόσκληση τῆς ὁμιλίας ἦταν ἡ πρόκληση, ὕστερα ἀπὸ τὴν πρώτη μου ἐμπειρία γνωριμίας μὲ τὴν Ὀδοντοστοματολογικὴ Ἑταιρεία στὴν Ἀθήνα, νὰ ξαναεκθέσω τὸν ἑαυτό μου σὲ αὐτὸν τὸν ἄγνωστο ἀλλὰ συναρπαστικὸ χῶρο τῆς φυσιογνωμικῆς καὶ στοματικῆς Ἠθικῆς καὶ κυρίως νὰ ἐκφράσω αὐτὰ ποὺ αἰσθάνομαι γιὰ τὴν ὡραιότητα τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου καὶ τὸ μεγαλεῖο τοῦ λόγου, μὲ τὴν εἰκόνα καὶ τὴν ἔκφραση τῶν ὁποίων ἐσεῖς ἔχετε τόσο στενὴ σχέση.

1. Ὀδοντιατρικὴ Ἠθικὴ - Παροῦσα κατάσταση

Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὁ τομέας τῆς ὀδοντιατρικῆς καὶ γναθοπροσωπικῆς ἠθικῆς δὲν ἔχει τὰ χαρακτηριστικὰ μιᾶς συγκεκριμένης, καλὰ προσδιορισμένης βιοηθικῆς εἰδικότητος. Σὲ ὅλα σχεδὸν τὰ ἀρχεῖα, ψηφιακὰ καὶ συμβατικά, τὸ σχετικὸ λῆμμα καταλαμβάνει πολὺ περιορισμένο χῶρο. Δὲν ὑπάρχουν συγγράμματα μὲ συστηματικὴ μορφή, ἡ δὲ ἀναλογία τῶν δημοσιευμένων ἄρθρων σὲ σχέση μὲ τὰ ἀντίστοιχα τοῦ ἰατρικοῦ χώρου εἶναι ἰδιαίτερα μικρή. Ἐνῶ ὑπάρχει στὴν κυκλοφορία ἕνα πλῆθος βιβλίων σὲ Ἰατρικὴ Ἠθική, στὴν Ὀδοντιατρική δὲν ὑπάρχει σχεδὸν τίποτε, πλὴν λίγων ἄρθρων μὲ θεματολογία κυρίως ἀφορῶσα στὴν πληροφορημένη συναίνεση.

Ἐπίσης εἶναι ἐμφανὴς ἡ ἔλλειψη Ἐπιτροπῶν Ὀδοντιατρικῆς Ἠθικῆς. Ἡ παρατήρηση αὐτή, συχνὰ δημιουργεῖ τὴν ὑποψία ὅτι γιὰ κάποιο λόγο ἡ εὐρύτερη ὀδοντιατρικὴ κοινότητα, σὲ παγκόσμια κλίμακα, δρᾶ πιὸ ἀνεξέλεγκτα ἀπὸ τὴν ἰατρική, μὲ ἀποτέλεσμα συχνὰ νὰ διατυπώνονται καὶ ἀκραῖα καὶ ἐν πολλοῖς ἄδικα σχόλια περὶ τῆς ἠθικῆς ἀκεραιότητος τοῦ γενικότερου συστήματος παροχῆς ὀδοντοστοματολογικῶν ὑπηρεσιῶν, δεδομένης μάλιστα καὶ τῆς συνεχῶς μειούμενης λαϊκῆς ἐμπιστοσύνης σὲ θεσμοὺς καὶ φορεῖς.

Μὲ βάση αὐτό, θεωρῶ ὅτι ἡ πρωτοβουλία τοῦ παρόντος Συνεδρίου νὰ ἀσχοληθεῖ μὲ τὴν ἀνθρώπινη διάσταση τῆς ὀδοντιατρικῆς εἶναι ὅτι πιὸ ὡραῖο, ἀναγκαῖο καὶ σύγχρονο θὰ μποροῦσε νὰ ἐπιλέξει ἡ Ὀργανωτικὴ Ἐπιτροπή. Γι’ αὐτὸ καὶ θὰ ἤθελα, δίπλα στὶς εὐχαριστίες μου, νὰ καταθέσω καὶ τὰ θερμὰ μου συγχαρητήρια γιὰ τὴ βιοηθικὴ εὐκαιρία ποὺ μᾶς δίνετε.

Ἐπὶ πλέον ἐπιτρέψτε μου, ἀντὶ νὰ μιλήσω χρησιμοποιῶντας μέσα τῆς πληροφορικῆς καὶ ψηφιακῆς τεχνολογίας, μέσα ποὺ τονίζουν τὴν εἰκόνα τῆς πληροφορίας καὶ ἀφαιροῦν ἀπὸ τὴν εἰκόνα τοῦ προσώπου, νὰ προτιμήσω τὴν παραδοσιακὴ ἐμφάνιση τοῦ προσώπου καὶ τὴν ἔμφαση τοῦ λόγου μου γιὰ νὰ ἀναδείξω αὐθεντικότερα τὴν ἀλήθεια τῶν λεγομένων μου. Κάποιος κάποτε μοῦ εἶχε πεῖ: «τὰ δόντια, ἡ φωνὴ καὶ τὸ πρόσωπο ἀντανακλοῦν τὸ βαθύτερο περιεχόμενο τῆς ψυχῆς. Γι' αὐτὸ καὶ ἐνῶ δὲν πρέπει νὰ ἐπιδεικνύονται, δὲν πρέπει νὰ τὰ κρύβουμε». Ἴσως νὰ εἶχε δίκιο. Ἦταν ὀδοντογιατρός.

2. Σχέση Ὀδοντιατρικῆς καὶ Ἰατρικῆς Ἠθικῆς

Ἡ Ὀδοντιατρικὴ Ἠθικὴ φαίνεται πὼς ἀκολουθεῖ τὴν Ἰατρικὴ κατὰ 15 χρόνια. Βασικὰ ἔχει νὰ ἀντιμετωπίσει τὰ ἴδια προβλήματα μὲ τὴν Ἰατρική Ἠθική. Οἱ ἀρχὲς καὶ οἱ βασικοὶ ὅροι προβληματισμοῦ εἶναι οἱ ἴδιοι, οἱ ὁποῖοι ὅμως καὶ προσαρμόζονται ἀνάλογα μὲ τὴν εἰδικότητα καὶ τὶς συγκεκριμένες ἰδιομορφίες ποὺ αὐτὴ παρουσιάζει.

Ἔτσι τὰ προβλήματα τῆς ἰατρικῆς εὐθύνης, τῆς πληροφορημένης συναίνεσης, τοῦ malpractice, τῆς οἰκονομικῆς ἐκμετάλλευσης, τῆς ἰσότιμης πρόσβασης στὶς ὑπηρεσίας ὑγείας, τῆς αὐτονομίας, τοῦ βαθμοῦ τῆς παρεμβατικότητος, τῶν ἀσφαλιστικῶν ἑταιρειῶν κ.λπ. εἶναι προβλήματα ποὺ μὲ κάποια παραλλαγὴ ἐμφανίζονται καὶ στὸν ὀδοντιατρικὸ χῶρο.  

Παρὰ ταῦτα ὑπάρχουν δύο βασικὲς διαφορές: ἡ πρώτη εἶναι ὅτι τὸ κόστος θεραπείας γενικῶς εἶναι χαμηλότερο στὴν ὀδοντιατρικὴ κλινικὴ πράξη, ἡ δὲ δεύτερη ὅτι ὁ κίνδυνος νὰ ἐπισυμβεῖ θάνατος εἶναι προφανῶς πιὸ περιορισμένος καὶ τὰ ἀντίστοιχα περιστατικὰ ποὺ ὁ ἀσθενὴς παλεύει μεταξὺ ζωῆς καὶ θανάτου εἶναι σαφῶς λιγότερα.

 3. Οἰκονομικοποιημένη Ὀδοντιατρικὴ

 Ἡ ζωή μας ὅλο καὶ ἀλλάζει. Ἡ καθημερινότητα τεχνολογικοποιεῖται καὶ οἱ σχέσεις ἀποπροσωποποιοῦνται καὶ μηχανοποιοῦνται. Ὁ χρόνος δίνει τὴ θέση του στὴ βιασύνη καὶ ἡ ποιότητα στὴν προχειρότητα. Τὰ καταναλωτικὰ ἀγαθὰ ἀποκτοῦν περισσότερες δυνατότητες, ἀλλὰ εἶναι μικρότερης ἀντοχῆς. Ἡ οὐσία ὑποχωρεῖ μπροστὰ στὴν πίεση τῆς εἰκόνας καὶ ὁ συναγωνισμὸς ἀντικαθίσταται ἀπὸ τὸν ἀνταγωνισμό. Στὸν χείμαρρο αὐτὸν δὲν μπόρεσε νὰ ἀντισταθεῖ οὔτε ἡ ὑγεία. Ἴσως αὐτὴ νὰ ἀποτελεῖ τὸ μεγαλύτερο θῦμα. Μεταμορφώθηκε ἀπὸ θεϊκὸ δῶρο καὶ ἀξία σὲ καταναλωτικὸ ἀγαθὸ καὶ ἡ ἰατρικὴ ἀπὸ ἀποστολὴ σὲ κερδοσκοπικὴ ἐπιχείρηση. Πίσω ἀπὸ τὸν γιατρὸ τώρα κρύβεται ἡ ἀσφαλιστικὴ ἑταιρεία. Πίσω ἀπὸ ὅλες αὐτὲς τὶς ἀλλαγὲς κρύβεται ἕνα τέρας ποὺ ὀνομάζεται κέρδος, χρῆμα, συμφέρον. Ἡ ζωή μας ἔχει ἔντονα καὶ ἔνοχα οἰκονομικοποιηθεῖ.

Τὸ χρῆμα μπορεῖς νὰ τὸ συναντήσεις πίσω ἀπὸ ἕναν ἀσθενῆ ποὺ ἔχει καρδιοπάθεια ἢ πάσχει ἀπὸ ἀδιάγνωστο καρκῖνο. Μπορεῖς νὰ τὸ συναντήσεις πίσω ἀπὸ κάθε παθολογικὴ διάγνωση ἢ χειρουργικὴ ἐπέμβαση. Μπορεῖς νὰ τὸ ἀντικρύσεις σὲ καθοριστικὲς καὶ εὐαίσθητες ἰατρικὲς πρακτικὲς ὅπως οἱ μεταμοσχεύσεις, ἡ ἀπόκτηση παιδιοῦ, ἡ ἀντικατάσταση ἄκρου, ἡ φροντίδα τελικοῦ σταδίου. Μπορεῖς νὰ τὸ συναντήσεις στὴ χορήγηση φαρμάκων ἢ στὴν ἐπιλογὴ συγκεκριμένων διαγνωστικῶν καὶ θεραπευτικῶν μεθόδων. Μπορεῖς νὰ τὸ διακρίνεις καὶ μέσα στὸ στόμα καὶ πάνω σὲ ἕνα χαλασμένο δόντι. Μπορεῖς νὰ τὸ συναντήσεις καὶ στὴν ὀδοντιατρικὴ πράξη. Σὲ κάθε λεπτομέρειά της, σὲ κάθε στιγμή της. Αὐτὸ εἶναι ἡ πρώτη αἰτία τῶν βιοηθικῶν προβληματισμῶν στὸν χῶρο της.

Ἤδη ἡ σαρωτικὴ ἐμφάνιση τῆς νανοτεχνολογίας φαίνεται πὼς οὐσιαστικὰ θὰ ἐπηρεάσει καὶ τὸ ὀδοντιατρικο σκηνικό καὶ κλινικὰ καὶ τεχνικὰ καὶ οἰκονομικὰ καὶ ἠθικά[1]. Ἡ Νανο-οδοντιατρικὴ θὰ καταστήσει δυνατὴ τὴ συντήρηση τῆς γενικῆς στοματικῆς ὑγείας μὲ τὴ χρήση νανοϋλικῶν, μὲ τὴ βιοτεχνολογικὴ ἐπεξεργασία ἱστῶν καὶ τελικὰ μὲ τὴν νανορομποτική. Ὅταν σὲ λίγα χρόνια τελειοποιηθοῦν τὰ πρῶτα νανορομπότ, αὐτὰ θὰ βοηθήσουν στὴν ἀπόλυτα ἐλεγχόμενη στοματικὴ ἀναλγησία, στὴν ὀδοντικὴ ἀντικατάσταση μὲ βιολογικὰ αὐτόλογα δόντια κατασκευασμένα στὴ διάρκεια μιᾶς μόνον ἐπίσκεψης, στὴν ἐξελιγμένη τεχνολογία τῶν ἐμφυτευμάτων[2], στὴν ὀδοντοστοματικὴ θεραπεία μὲ ἀκρίβεια νανοκλίμακος, στὴν ἀναζωογονητικὴ ὀδοντιατρική, στὴν μόνιμη ὑπερευαισθητικὴ θεραπεία, στὴν πλήρη ὀρθοδοντικὴ ἀποκατάσταση σὲ μία μόλις ἐπίσκεψη, στὴ συντήρηση τῆς στοματικῆς ὑγείας μὲ μηχανικὰ ρομπότ ἐπὶ μονίμου βάσεως[3].

Ἡ εἴσοδος ὅμως αὐτῆς τῆς νέας ἐντυπωσιακῆς καὶ πολλὰ ὑποσχόμενης νανοτεχνολογίας, μαζὶ μὲ τὰ θεαματικά της ὠφέλη, θὰ δημιουργήσει μιὰ ἀκόμη, μάλιστα ἰδιαίτερα ἰσχυρὴ ἐξάρτηση τῆς ὀδοντιατρικῆς κλινικῆς προσφορᾶς ἀπὸ τὶς ἑταιρεῖες, τὰ συμφέροντα, τὴν οἰκονομικὴ παράμετρο.  

Ἔτσι, μὲ τὸ πρόσχημα τῆς καλῆς ὑγείας ἐμφανίζονται νέα ὑλικά, διαρκῶς ἐναλλασσόμενες μέθοδοι, ποικίλες εἰδικότητες, κατακερματισμὸς τῆς θεραπείας, πολύπλοκες συσκευές, μὲ ἀποτέλεσμα συχνὰ τὴν ἀνισόρροπη σχέση κόστους καὶ ὀφέλους ἢ τὴν παροχὴ καλῆς ἀλλὰ πολὺ δαπανηρῆς ὑγείας∙ ὑγείας γιὰ τοὺς λίγους καὶ ὄχι γιὰ ὅλους, οὔτε κἂν γιὰ τοὺς περισσότερους.

Ἐρωτήματα ὅπως: Ποιός τελικὰ μπορεῖ νὰ ἔχει πρόσβαση στὴν ὑγεία; Ποιός θὰ ἐπιλεγεῖ; Ποιός θὰ πληρώσει; Ποιός θὰ ἀποφασίσει; Τί θὰ γίνει μὲ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν μεγαλύτερη ἀνάγκη καὶ λιγότερα χρήματα; συνεχῶς ἐμφανίζονται στὸ προσκήνιο, προκαλοῦν τὴν ψήφιση νομοθετικῶν ρυθμίσεων, ἀλλὰ τελικὰ στὴν πράξη δὲν φαίνεται νὰ βρίσκουν τὴν ὁριστικὴ ἀπάντησή τους. Ἔτσι γιὰ παράδειγμα, πρόσφατα ὑπολογιστικὲς τεχνολογίες, lasers, χρήση μοσχευμάτων καὶ ἀκριβῶν ὑλικῶν (ἐμφυτευμάτων) βελτιώνουν σημαντικὰ τὴν ποιότητα ζωῆς, παράλληλα ὅμως καθιστοῦν τὴν ὀδοντιατρικὴ ὅλο καὶ πιὸ ἀπρόσιτη στὶς εὐρεῖες κοινωνικὲς μάζες.

Πρὸ δύο μόλις μηνῶν, ὅταν συζητήθηκε στὸ Σ.τ.Ε. τὸ Προεδρικὸ Διάταγμα γιὰ τὴ μετοχικὴ σύνθεση τῶν ἀνωνύμων ἑταιρειῶν ποὺ παρέχουν ὑπηρεσίες πρωτοβάθμιας ὑγείας καὶ ἄναψε πράσινο φῶς σὲ ἐπιχειρηματίες καὶ ἐπενδυτὲς νὰ δραστηριοποιηθοῦν στὸν χῶρο τῆς ὑγείας, ὁ Ὀδοντιατρικὸς Σύλλογος Ἀττικῆς καὶ ἄλλοι φορεῖς ἀντέδρασαν ἔντονα σὲ αὐτὴν τὴν ἐπέλαση συμφερόντων στὸ ἱερὸ ἄβατο τῆς ὑγείας[4].

Τὸ μερίδιο τοῦ medical care στὸν προϋπολογισμὸ ὅλο καὶ αὐξάνει. Η αὔξηση τοῦ κόστους τῆς ὑγείας προκαλεῖ αὐξημένο ἐνδιαφέρον τῶν πολιτῶν γιὰ ἠθικὰ κριτήρια στὴν παροχή της. Ἐνῶ ὅμως οἱ ΗΠΑ ξοδεύουν γιὰ τὴν ὑγεία ἀνὰ ἄτομο περίπου 2,5 φορὲς περισσότερο ἀπ’ ὅ,τι ἡ Ἀγγλία, δὲν παρατηροῦνται σημαντικὲς ἀλλαγὲς στὸ τελικὸ ἀποτέλεσμα τῆς ὑγείας ἢ τῆς παράτασης τῆς ζωῆς. Τὸ τεράστιο κόστος φροντίδας δὲν ἔχει βελτιώσει τὶς στατιστικὲς θνησιμότητος. Αὐτὸ ὀφείλεται στὶς ἀσφάλειες, οἱ ὁποῖες προτιμοῦν τὴν ὑπερθεραπεία καὶ τὴν ὑπερκατανάλωση τῶν ἰατρικῶν πόρων, καὶ ἀντικαθιστοῦν τὴν ἰατρικὴ φροντίδα μὲ τὸ συμφέρον καὶ τὴν ἀνάγκη μὲ τὴ σπατάλη. Ἀλλὰ καθὼς καὶ ἡ ἀναλογία ἰατρῶν πρὸς ἀσθενεῖς αὐξάνει, ἡ πορεία πρὸς τὴν ὑπερθεραπεία δείχνει νὰ εἶναι μονόδρομος πρὸς τὴν πλατεῖα τῆς ἐπαγγελματικῆς ἐπιβίωσης.

4. Αὐτονομία ἀσθενοῦς-Συναίνεση

Ὅλη αὐτὴ ἡ κατάσταση ὁδηγεῖ καὶ στὸν περιορισμὸ τῆς αὐτονομίας τοῦ ἀσθενοῦς -ἴσως καὶ τοῦ γιατροῦ-, τὴν ἴδια στιγμὴ ποὺ αὐτὴ προστατεύεται ἀπὸ τοὺς νόμους καὶ τὰ συντάγματα τῶν χωρῶν. Ἡ μεγάλη καὶ ἐξειδικευμένη γνώση, ἡ ποικιλία τῶν δυνατοτήτων καὶ ἐφαρμογῶν, ἡ προκλητὴ ἀνάγκη γιὰ στατιστικὴ ποσοτικοποίηση τῆς ποιότητος τῶν παρεχομένων ὑπηρεσιῶν, ἡ νομικὴ καὶ συναισθηματικὴ ἀπαίτηση γιὰ λεπτομερῆ ἐνημέρωση, τὰ πολλὰ ὑλικὰ καὶ οἱ ποικίλες τεχνικὲς γιὰ τὸ ἴδιο ὀδοντιατρικὸ πρόβλημα, δυσκολεύουν πολὺ τὴν ἐπαρκῆ πληροφόρηση τοῦ ἀσθενοῦς. Τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι, ἐνῶ ἡ συναίνεση θεωρεῖται ἀπολύτως ἀναγκαία καὶ πρωταρχικῆς σημασίας, αὐτὴ νὰ παρέχεται δίχως τὴν ἀπαιτούμενη πληροφόρηση καὶ ἐνημέρωση. Δὲν μπορεῖ νὰ γίνει ἀλλιῶς.

Ἐπίσης, συχνὰ ἐμφανίζονται προβλήματα συγκρούσεων μεταξὺ ἰατρῶν καὶ ἀσθενῶν. Γιὰ παράδειγμα, ἔχουμε περιπτώσεις  ποὺ ἀσθενεῖς ἀρνοῦνται νὰ συμμορφωθοῦν μὲ τὶς ὑποδείξεις τοῦ ἰατροῦ γιὰ φροντίδα στὸ σπίτι καὶ ὁ ἰατρὸς δὲν θεωρεῖ δικαιολογημένη τὴν κάτω ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ὅρους συνέχιση τῆς θεραπείας. Ἢ περιπτώσεις ποὺ ὁ ἀσθενὴς ἀπαιτεῖ θεραπεία ποὺ ἀντιβαίνει στὴν ἐκπαίδευση καὶ τὰ κριτήρια τοῦ γιατροῦ ἢ ζητεῖ ἀναισθησία ἢ ἐπικαλεῖται τὴν γνώση του ἀπὸ τὶς ἐφημερίδες καὶ τὴν τηλεόραση, μὲ κριτήριο ἐντελῶς ἀντιεπιστημονικό.

Στὴν παιδοδοντία ἐμφανίζονται περιπτώσεις παιδιῶν ποὺ δὲν συνεργάζονται, μὲ ἀποτέλεσμα ἐνίοτε νὰ ἀσκεῖται σχετικὴ βία.

Στὴν εὐρύτερη αὐτὴν κατηγορία, θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ ἀναφέρει ἐρωτήματα τοῦ τύπου:

Τί κάνουμε σὲ περιπτώσεις ἀσθενῶν μὲ AIDS, ἢ ἀσθενῶν ποὺ ἡ προηγούμενη θεραπεία ἀπέτυχε;

Θὰ ἦταν σωστὸ νὰ διακοπεῖ ἡ θεραπεία στὴν περίπτωση ποὺ ὁ ἀσθενὴς εἶναι ἀσυνεπὴς στὶς ἀπέναντι τοῦ ἰατροῦ ὑποχρεώσεις του;

Μποροῦμε νὰ δώσουμε προτεραιότητα σὲ θεραπεῖες, ἀναπήρων, ἡλικιωμένων ἢ τροφίμων γηροκομείων; Καὶ ἂν ναί, κάτω ἀπὸ ποιούς ὅρους καὶ μὲ ποιά κριτήρια;

Πόσο ὑποχρεωμένοι εἴμαστε νὰ προσφέρουμε δωρεὰν ὑπηρεσίες; Σὲ ποιές περιπτώσεις; Σὲ ποιό βαθμό;

Τί κάνουμε στὴν περίπτωση ἀσθενοῦς ποὺ ἀρνεῖται θεραπεία στὸ δόντι του καὶ ζητάει τὴν ἐξαγωγή του, τὴ στιγμὴ ποὺ αὐτὸ χρειάζεται ἀπονεύρωση καὶ σφράγισμα καὶ ὁ ἰατρὸς διαφωνεῖ;

Τί πρέπει νὰ κάνουμε στὴν περίπτωση δύσκολης ἀξιολόγησης τῶν μακροχρονίων καὶ βραχυπροσθέσμων θεραπειῶν; Γιὰ παράδειγμα, θὰ μποροῦσε σὲ κάποιον, ποὺ κατὰ τὴν ἰατρικὴ ἐκτίμηση σὲ δύο χρόνια θὰ πέσουν τὰ δόντια του, ἀντὶ νὰ τοῦ κάνουμε προσωρινὴ δαπανηρὴ συστηματικὴ θεραπεία μὲ σφραγίσματα, νὰ προχωρήσουμε προσθετικά; Τί πρέπει νὰ κάνουμε ἂν ὁ ἀσθενὴς ἐπιμένει γιὰ τὸ ἀντίθετο; νὰ τοῦ τὸ ἀρνηθοῦμε;

Γιὰ ὅλα αὐτὰ ἀπαιτεῖται μιὰ ἰσορροπία ἀνάμεσα στὴν ἔμπειρη κρίση τοῦ γιατροῦ καὶ τὴν αὐτονομία τοῦ ἀσθενοῦς, τὰ ὅρια τῆς ὁποίας δὲν εἶναι πάντοτε εὐδιάκριτα.

5. Εἰδικὲς καταστάσεις

α) Ἰσορροπία ἀνάμεσα στὸ ρίσκο καὶ τὴν θεραπεία

Κάτω ἀπὸ κανονικὲς συνθῆκες δὲν θὰ ἔπρεπε οἱ ὀδοντίατροι νὰ ἀκολουθήσουν μεθόδους ὑψηλοῦ κινδύνου τῆς ζωῆς τῶν ἀσθενῶν.

Σὲ περίπτωση ποὺ κάποιος ἀσθενὴς πάσχει ἀπὸ κακοήθη ὑπεραιμία καὶ παρουσιάζει σοβαρὸ τραῦμα στὸ πρόσωπο, ὁ κίνδυνος θανάτου κατὰ τὴ διάρκεια γενικῆς ἀναισθησίας μπορεῖ νὰ ὑπερβαίνει τὴν ἀναμενόμενη αἰσθητικὴ βελτίωση ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ προκληθεῖ κάτω ἀπὸ συνθῆκες γενικῆς ἀναισθησίας. Ὁ γναθοχειρουργὸς σὲ μιὰ τέτοια περίπτωση τί κάνει; Χρησιμοποιεῖ τοπικὴ ἀναισθησία ἢ ὄχι;

β) Διεπαγγελματικὲς σχέσεις

Τί γίνεται ὅταν ἀναγνωρίσουμε παραλείψεις καὶ ἰατρικὰ σφάλματα συναδέλφων ἰατρῶν; Ἀποκαλύπτουμε τὸ σφάλμα τοῦ συναδέλφου ἢ τὸ ἀποκρύπτουμε καὶ ὁ ἀσθενὴς ὑποβάλλεται σὲ νέα ταλαιπωρία καὶ ἐπὶ πλέον ἔξοδα;

Ἀπὸ ποιές ἠθικὲς ἀρχὲς διέπεται ὁ ὑφιστάμενος ἀνταγωνισμός;

γ) Οἰκονομικὲς συναλλαγὲς

Συχνὰ παρατηρεῖται τὸ φαινόμενο νὰ ὑποβάλλονται ψευδῆ δικαιολογητικὰ (ἀπόκρυψη κερδῶν ἢ ἐξόδων) ἢ νὰ ἐκδίδονται ἀποδείξεις χωρὶς νὰ ἔχει παρασχεθεῖ ἡ ἀναγραφόμενη ὑπηρεσία.

Ἐπίσης, ποιός πληρώνει ὅταν ἀποτύχει ἡ θεραπεία;

Ἢ τί πρέπει νὰ γίνει ὅταν οἱ ἀπαιτήσεις τῆς ἀσφάλειας ὑπαγορεύουν προσαρμογὴ τῆς αἰτιολογίας καὶ περιγραφῆς τῆς θεραπείας;

 δ) Ἀνειλικρίνεια

Ὅλα αὐτὰ ὁδηγοῦν συχνὰ σὲ ἀμφίβολες ἐπιλογὲς καὶ ἐπιβολὴ μὴ ἀναγκαίων θεραπειῶν, ἡ δικαιολόγηση τῶν ὁποίων ἐπιβάλλει μιὰ νοοτροπία ἀνειλικρινείας. Μιᾶς ἀνειλικρίνειας ποὺ ἀναφέρεται σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδα∙ καὶ πρὸς τὸν ἀσθενῆ καὶ πρὸς τοὺς συναδέλφους καὶ πρὸς τὶς ἀσφαλιστικὲς ἑταιρεῖες καὶ γενικότερα πρὸς τὴν κοινωνία.

 6. Αἰσθητικὴ καὶ Πρόσωπο

Ἡ εἰκόνα τοῦ ἀνθρώπου σχετίζεται ἄμεσα μὲ τὸ πρόσωπό του. Αὐτὸ ποὺ πρωτοαντικρύζουμε σὲ μία συνάντηση μὲ κάποιον ἄνθρωπο, αὐτὸ ποὺ δημιουργεῖ τὴν πρώτη θετικὴ ἢ ἀρνητικὴ ἐντύπωση, αὐτὸ ποὺ συνειρμικὰ συνδέει μὲ τὸ ὄνομά του, αὐτὸ ποὺ διατηροῦμε ὡς ἀνάμνηση ἀπὸ αὐτόν, αὐτὸ ποὺ ἀποτελεῖ τὴν ἔκφραση τῆς φυσιογνωμίας του καὶ τῆς μορφῆς του, εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ προσώπου του∙ «ἐσπουδάσαμεν τὸ πρόσωπον ὑμῶν ἰδεῖν ἐν πολλῇ ἐπιθυμίᾳ»[5].

Αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ λόγος ποὺ τὸ περιποιούμαστε περισσότερο ἀπὸ ὁποιοδήποτε μέρος τοῦ σώματός μας. Ἡ φροντίδα του μπορεῖ νὰ εἶναι ἁπλὰ περιποιητικὴ τῶν ὑφισταμένων χαρακτηριστικῶν του (χτένισμα, χρωματικὲς παρεμβάσεις), μπορεῖ νὰ εἶναι θεραπευτικὴ ἑνὸς σοβαροῦ ἢ μὴ τραύματος (γναθοπροσωπικὲς ἀλλοιώσεις ἀπὸ ἀτυχήματα ἢ νεοπλασματικὲς ἀσθένειες), μπορεῖ νὰ εἶναι διορθωτικὴ μιᾶς συγγενοῦς ἀντιαισθητικῆς ἀτέλειας (μιὰ οὐλή, ἕνα ἐμφανὲς σπίλωμα), μπορεῖ νὰ εἶναι καὶ αὐθαίρετα βελτιωτικὴ τῆς ὅλης εἰκόνας του ἢ τροποποιητικὴ τῶν ἰδιωμάτων καὶ τῆς συνολικῆς ἔκφρασής του. Μὲ ἄλλα λόγια, ἡ παρέμβαση μπορεῖ νὰ διατηρήσει τὸ πρόσωπο, μπορεῖ νὰ τὸ ἐναλλάσσει κατὰ βούλησιν, μπορεῖ νὰ τὸ ὑπογραμμίσει διακριτικά καὶ νὰ τὸ ἀναδείξει, μπορεῖ νὰ τὸ θεραπεύσει ὅταν νοσεῖ, μπορεῖ νὰ τὸ ἀλλοιώσει θετικὰ ἢ ἀρνητικά, μπορεῖ καὶ νὰ τὸ καταστρέψει ὁριστικά.

Ἐπίσης, ἡ ἐπέμβαση στὴ φυσιογνωμία μπορεῖ νὰ καταδεικνύει ἀσθένεια τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου ἢ μπορεῖ καὶ νὰ ἐπηρεάζει τὴν ἐκδήλωσή του (ὅταν κάποιος δὲν βολεύεται μὲ τὴν εἰκόνα του, δὲν ἀποφασίζει γιὰ τὴν ὁριστικὴ ἔκφρασή της, δὲν τοῦ ἀρέσει ὁ ἑαυτός του, δὲν ἀγαπᾶ τὴ φυσικὴ καὶ αὐθεντικὴ πρὸς τὰ ἔξω προβολή του, ὅταν ἐπιθυμεῖ τὴν ἀλλαγή του).

Τὸ φυσικὸ πρόσωπο κρύβει κάτι πολὺ βαθύ, τὸ ὁποῖο σχετίζεται στενὰ μὲ τὸ μυστικὸ πρόσωπο τοῦ ἀνθρώπου. «Ἀπὸ ὁράσεως ἐπιγνωσθήσεται ἀνὴρ καὶ ἀπὸ ἀπαντήσεως προσώπου ἐπιγνωσθήσεται νοήμων. Καὶ γέλως ὀδόντων καὶ βήματα ἀνθρώπου ἀναγγέλλει τὰ περὶ τοῦ ἀνδρός» γράφει στὸ βιβλίο τῆς Σοφίας Σειρὰχ (ιθ΄ 30) καὶ «Καρδία ἀνθρώπου ἀλλιοῖ τὸ πρόσωπον αὐτοῦ καὶ ἴχνος καρδίας ἐν ἀγαθοῖς πρόσωπον ἱλαρόν» (ιγ΄ 25, 26)

Εὐθύνη τῆς ἰατρικῆς εἶναι νὰ θεραπεύσει μία πάθηση ἢ νὰ διορθώσει μία ἀνωμαλία, ὄχι νὰ ἀλλοιώσει τὴ μορφή, οὔτε νὰ προκαλέσει σύγχυση εἰκόνας καὶ οὐσίας, οὔτε νὰ προσδώσει ψευδῆ ἔκφραση στὴ φυσιογνωμία οὔτε νὰ ὑποδουλώσει τὴν ἀποστολή της σὲ ἀλόγιστα θελήματα, σὲ νοσηρὲς ἐμμονές ἢ ματαιόδοξες ἀπαιτήσεις, οὔτε πολὺ περισσότερο νὰ ὑποτάξει τὴν παρέμβαση σὲ ἐμπορικὲς ἐπιταγὲς καὶ ὑπαγορεύσεις τῶν διαφημιστικῶν μηχανισμῶν καὶ τῶν ΜΜΕ.

Ἡ διόρθωση μπορεῖ νὰ εἶναι αἰσθητική, νὰ προσφέρει τὸ πρόσωπο ὅσο πιὸ φυσικὸ γίνεται, ὅσο πιὸ ἀληθινό, ἀπαλλαγμένο ἀπὸ τὴν ἀσχήμια τῆς ἀναπηρίας. Ἡ εἰκόνα ἀνθρώπων μὲ ὁλόασπρα δόντια, μὲ ψεύτικες στητὲς ἐκφράσεις, μὲ σχετικὴ διαφημιστικὴ ὁμοιομορφία καὶ τυποποιημένη ὀμορφιά, μὲ ἀσύμβατο ὡς πρὸς τὴν ἡλικία τεντωμένο δέρμα, πλαστικοποιεῖ τὴν εἰκόνα, ἀπομακρύνει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν ἀλήθεια του, τὸν ὑποτάσσει στὴν ἐμπορικότητα καὶ τελικὰ τοῦ προσφέρει τὴν πανάκριβη ἀσχήμια μιᾶς μὴ ἀληθινῆς ὀμορφιᾶς.

7. «Σοφία στόματι πιστῷ τελείωσις»

Ὁ ὀδοντίατρος ὅμως δὲν παρεμβαίνει μόνο στὸ πρόσωπο, στὴν πρώτη εἰκόνα τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ καὶ στὸ στόμα, τὸ ὁποῖο ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀποστολὴ τῆς μάσησης ἐπιτελεῖ καὶ τὴ διαμόρφωση τῆς φωνῆς, τῆς ὁποίας ἡ χροιὰ  ἀποτελεῖ ἰδίωμα τῆς ἀνθρώπινης ταυτότητος καὶ ὁ τόνος ἔνδειξη τοῦ ἐσωτερικοῦ κόσμου. Ἡ φωνὴ διαμορφώνεται μὲν ἀπὸ τὸν λάρυγγα, τὸν φάρυγγα, τὴ γλῶσσα, τὴ στοματικὴ γεωμετρία, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὰ δόντια. Γι’ αὐτὸ κάποια σύμφωνα (τ, δ, θ) λέγονται ὀδοντικά. Στὸ σ, τὸ λ, τὸ ρ, καὶ τὸ ν παρεμβαίνει ὁ σχηματισμὸς τῶν ὀδόντων καθοριστικά. Καὶ αὐτὸ δὲν εἶναι δίχως σημασία. Ὅταν χωρίσουμε ἀπὸ ἕνα πρόσωπο, αὐτὸ ποὺ παραμένει καὶ μᾶς συνδέει νοερὰ μαζί του, εἶναι ἀφ’ ἑνὸς μὲν ἡ εἰκόνα τῆς φυσιογνωμίας του, ἀφ’ ἑτέρου δὲ τὸ ἄκουσμα καὶ ἡ χροιὰ τῆς φωνῆς του, τὰ ὁποῖα ἀποτυπώνονται στὴν μνήμη μας ὡς ἀμυδρὴ εἰκόνα τοῦ προσώπου. Ἡ ἀναγνώριση καὶ ταυτοποίηση κάποιου γίνεται κυρίως ἀπὸ τὸ πρόσωπο καὶ τὴ φωνή του.

Τὸ στόμα ὅμως ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ὅτι διαμορφώνει τὴ φωνή, ἀποτελεῖ καὶ τὸ ἐργαλεῖο τοῦ λόγου, τὸ ἀντηχεῖο τῆς ψυχῆς καὶ τῆς νόησης. Εἶναι ὁ φράκτης τῆς σκέψης, τὸ τελευταῖο ὅριο ποὺ προστατεύεται ἡ σκέψη∙ «Θοῦ, Κύριε φυλακὴν τῷ στόματί μου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη μου»[6], ἀναφέρει ὁ ψαλμωδός. Εἶναι γνωστὸς ὁ λόγος τοῦ Ὀδυσσέα στὸν Ἀτρεΐδη, ὅπως περιγράφεται στὸν Ὅμηρο: «Ἀτρεΐδη ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων;»[7]

 Ἐπὶ πλέον εἶναι τὸ ὄργανο μὲ τὸ ὁποῖο ἐνσαρκώνεται καὶ μεταφέρεται ἡ σκέψη. Ὁ ἄνθρωπος ἀρχικὰ μὲν γνωρίζεται μὲ τὴν ἔκφραση καὶ εἰκόνα τῆς μορφῆς τοῦ προσώπου του, ἀλλὰ στὴν οὐσία ἀποκαλύπτεται μὲ τὸν λόγο του. Ἡ φυσιογνωμία δίνει τὴν ἐντύπωση καὶ ὑποψία τοῦ ἀνθρώπου, ἐνῶ ὁ λόγος βοηθάει στὴ γνώση τοῦ προσώπου, στὴ φανέρωση τῆς ἐνδοτέρας χώρας τῆς καρδίας του, τοῦ βάθους του.

Αὐτὸς εἶναι ὁ κύριος λόγος ποὺ τὸ στόμα θεωρεῖται ὡς κάτι ἰδιαζόντως ἱερό, ὡς κάτι ποὺ μιαίνεται ἢ ἁγιάζεται: «Ὦ ἄξιε τῆς ἱερωσύνης ἱερεῦ, οὐκ ἐμίανας τοὺς ἱεροὺς ὀδόντας»[8] καὶ «Σοφία στόματι πιστῷ τελείωσις»[9] ἢ «εἴ τις ἐν λόγῳ οὐ πταίει οὗτος τέλειος ἀνήρ»[10]. Ἐνῶ ἡ σύνεση συνήθως ἐκφράζεται διὰ τῆς σιωπῆς, ἡ σοφία φανερώνεται διὰ τοῦ λόγου. Ἡ ὀργάνωση τῶν διανοημάτων ἐπισυμβαίνει στὸν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ λαμβάνει μορφὴ καὶ σχῆμα στὸ στόμα του. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι ἱκανότατοι στὴ σκέψη ἀλλὰ πολὺ ἀδύνατοι στὸ λόγο. Ὁ συνδυασμὸς τῆς νοητικῆς λειτουργίας μὲ τὴν ἐκφραστικὴ εἶναι προϋπόθεση φανέρωσης τοῦ προσώπου. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ἔκφραση τῶν δύο ἀποτυπώνεται ἀπὸ τὸν ἴδιο ὅρο∙ τὴ λέξη λόγος.

Τὸ στόμα λοιπὸν ποὺ ἀγγίζουμε ὡς ὀδοντίατροι καὶ τὸ φυσικὸ πρόσωπο ποὺ περιποιούμαστε, κατὰ τὸ βίωμα καὶ τὴν ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, ἐνέχουν μιὰ ἱερότητα καὶ ἀποτελοῦν τὰ κατ’ ἐξοχὴν σημεῖα τοῦ σώματος ποὺ ἐκφράζουν τὸ βαθύτερο πρόσωπο, τὸν «κατ’ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ» χαρακτήρα τοῦ ἀνθρώπου, αὐτὸ ποὺ ἐξαγιαζόμενο μπορεῖ νὰ μεταμορφωθεῖ «ὡς πρόσωπον ἀγγέλου» (Περίπτωση Διακόνου Στεφάνου)[11] ἢ νὰ λάμψει «ὡς ὁ ἥλιος»[12] ἢ νὰ γίνει «ἕτερον»[13], ὅπως συνέβη στὸ γεγονὸς τῆς Θείας Μεταμορφώσεως καὶ συχνὰ ἀπαντᾶται σὲ περιγραφὲς ἁγίας ἀκρότητος τῆς ἀσκητικῆς ἐμπειρίας ἢ ἀκόμη νὰ ἀποτελέσει «κατοπτρισμό» τῆς δόξης τοῦ θεϊκοῦ προσώπου[14].

Ἡ βιοηθικὴ συνεπῶς ποὺ ἀπαιτεῖται ἀπὸ ἕναν ὀδοντίατρο δὲν εἶναι μιὰ ἠθικὴ συμμόρφωσης σὲ κανόνες δεοντολογίας -αὐτοὶ εὔκολα ἐπινοοῦνται καὶ εὐκολότερα παραβιάζονται. Δὲν εἶναι αὐτὸ ποὺ τὸν βοηθεῖ νὰ γίνει σωστός καὶ ἀποδεκτὸς ἀπὸ τὸν νόμο καὶ τὸ κοινωνικὸ αἴσθημα -αὐτὸ εἶναι τὸ πολὺ λίγο. Εἶναι κυρίως μιὰ πρακτικὴ ποὺ ἐκφράζει μιὰ βαθειὰ αἴσθηση σεβασμοῦ καθώς, ὡς παρεμβαίνοντες θεραπευτικά στὸ σωματικὸ πρόσωπο, στὴν οὐσία, ἱερουργοῦμε στὸ ἱερὸ βῆμα τῆς ἀνθρώπινης ταυτότητος καὶ μοναδικότητος, στὸ πρόσωπο καὶ τὸν λόγο. Ὁ ἀσθενὴς μᾶς ἐμπιστεύεται τὸ πιὸ δικό του κομμάτι. Περιμένει ἀπὸ μᾶς τὸν πιὸ βαθύ μας σεβασμό.

 

[1] Jhaveri HM, Balaji PR. “Nanotechnology: The future of dentistry,” Journal of Indian Prosthodontics Society 2005;5:15-7.

[2] Nanotechnology used in Dental Implants, US Markets for Dental Implants 2007 report, June 5th, 2007, http://www.nanotechnologydevelopment.com/medical/nanotechnology-used-in-dental-implants.html

[3] Freitas, Robert A. Jr., “Nanodentistry,” J. Amer. Dent. Assoc. 131(November 2000):1559-1566 (Cover story).

 [4] Νέτα, Σοφία: «Ἐπέλαση συμφερόντων στὴν Ὑγεία», ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 05/08/2008.

 [5] Α΄ Θεσσ. β΄ 17

[6] Ψαλμ. ρμ΄ 3

[7] Ὁμήρου Ἰλιάς, Ραψωδία Ξ, στ. 83

[8] Δ΄ Μακ. ζ΄ 6

[9] Σοφ. Σειρ. λα΄(λδ΄) 8

[10] Ἰακ. γ΄ 2

[11] Πραξ. στ΄ 15

[12] Ματθ. ιζ΄ 2

[13] Λουκ. θ΄ 29

[14] Β΄ Κορ. γ΄ 18

 

"Τὸ Ἅγιον Ὄρος πέραν ἀπὸ τὰ σκάνδαλα"

ὁμιλία Σεβασμιωτάτου στὸ σύλλογο "Οἱ φίλοι τοῦ Ἁγίου Ὄρους",  17.12.2009, Ἀρχαιολογικὴ Ἑταιρεία Ἀθηνῶν

 

Αἰσθάνομαι τὴν ἀνάγκη νὰ σᾶς εὐχαριστήσω πολὺ γιὰ τὴν πρόσκληση κ. Πρόεδρε. Ἤθελα πολὺ αὐτὸν τὸν καιρὸ νὰ ἀφήσω τὴν καρδιά μου νὰ μιλήσει γιὰ τὸ Ὄρος. Πόνεσα, ὅπως ὅλοι μας, βαθιὰ γιὰ τὰ ὅσα ἀκούστηκαν καὶ ἔγιναν πιστευτά.

Τὸ ἰδανικό μας δέχθηκε δημόσια χτυπήματα. Νοιώσαμε ἢ προδωμένοι ἢ κακοποιημένοι. Ἤθελα λίγο νὰ συμμαρτυρήσω∙ νὰ σταθῶ δίπλα στὸν κατηγορούμενο ὄχι γιὰ νὰ τὸν ὑπερασπιστῶ, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸν δῶ στὰ μάτια καὶ νὰ συμβάλω στὴ φανέρωση τῆς ἀλήθειας. Ὄχι τοῦ δικαίου οὔτε τοῦ πραγματικοῦ οὔτε τοῦ ἀντικειμενικοῦ. Αὐτὸ ἂς τὸ κάνουν ἄλλοι. Ἤθελα νὰ ἐκφράσω δημόσια τὴ λεπτὴ ἀλήθεια, ὅπως τὴν ἀκούει ἡ ψυχή μου, καθαρά, δίχως οὔτε ἐμπαθῆ καὶ στενόκαρδη κρι­τικὴ διάθεση οὔτε ὅμως καὶ ἄτολμες καὶ στενόμυαλες συγκαλύψεις. Ἤθελα νὰ τὸ κάνω τώρα. Τώρα ποὺ φαίνεται πὼς ἀπομυθοποιεῖται ἡ αἴγλη τοῦ Ὄρους, πὼς μολύνεται ἡ ἁγιότητά του, τώρα ποὺ χάνει τὴν ἀξιοπιστία του. Τώρα ποὺ λιγοστεύουν οἱ φίλοι του, μοῦ δίνετε τὴν εὐκαιρία νὰ μιλήσω στοὺς φίλους του. Σᾶς εὐχαριστῶ, ἀγαπητοί μου, φίλοι τοῦ Ἁγίου Ὄρους, φίλοι τῆς ἀλήθειας, φίλοι τῆς Ἐκκλησίας, φίλοι τοῦ Χριστοῦ.

Τὸ Ὄρος ἔχει κάτι τὸ μοναδικό. Ἡ διαπίστωση αὐτὴ δὲν εἶναι φτιαχτή, οὔτε προκλητή, οὔτε κάπως σχεδιασμένη καὶ ἐπιβεβλημένη. Εἶναι πάγκοινα ὁμολογούμενη. Μιλάει μὲ τὴ φύση του, μὲ τὰ κειμήλιά του, μὲ τὸ εἶδος τῶν ἀνθρώπων του, μὲ τὴν πίστη του, μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἰδιομορφία του, μὲ τὴν παράδοσή του, μὲ τὴ θεϊκότητά του, μὲ τὴν ἀνθρωπιά του. Μιλάει ὅσο καὶ ὅπως τίποτε ἄλλο. Μιλάει ἐντυπωσιάζοντας, μιλάει ἐμπνέοντας, μιλάει συγκινῶντας, μιλάει συγκλονίζοντας, μιλάει προκαλῶντας ἀλλαγὲς ζωῆς, μεταμόρφωση σκέψης, ἀπροσδόκητες ἀφιερώσεις. Μιλάει πάντοτε, πολύ, βαθιὰ καὶ σὲ ὅλους. Μιλάει ἀκόμη καὶ στὶς φάσεις τῆς φαινομένης παρακμῆς του. Μιλάει στοὺς προσκυνητές, στοὺς πιστούς, στοὺς ἁπλοϊκοὺς καὶ εὔκολους. Μιλάει καὶ στοὺς περιηγητές, στοὺς διανοουμένους, στοὺς ἀναζητητές. Μιλάει ὅμως καὶ στοὺς ἀρνητὲς τῆς πίστης, σὲ ἀλλόθρησκους, στοὺς πολέμιους τοῦ μοναχισμοῦ ὡς μορφῆς ζωῆς, στοὺς ἀδιάφορους, σὲ ὅλους. Δὲν μιλάει πάντοτε σὲ αὐτοὺς ποὺ ἢ τὸ ἀγνοοῦν ἢ καὶ ὅταν τὸ πλησιάζουν ἀρνοῦνται νὰ τὸ ἀντικρύσουν.

Γιὰ κάποιον λόγο κλέβει τὶς καρδιὲς ὡς τόπος καὶ μαγεύει ὡς ὅραμα ζωῆς. Μιᾶς ζωῆς ποὺ παρά τὴ σκληρότητά της ἀναδίδει τὸ ἄρωμα μιᾶς πρωτόγνωρης γλυκύτητος καὶ παρὰ τὴν ἀκρότητα ποὺ τὴ χαρα­κτηρίζει φέρει τὸ ἰδίωμα μιᾶς ἰσορροπίας «οὐκ ἐκ τοῦ κόσμου τούτου»[2]. Ὁ ἀπόλυτος χαρακτήρας της καὶ ἡ ἀνατρεπτικότητα τῶν ὅρων της ὁδηγοῦν διαρκῶς σὲ ἐκπλήξεις, ποὺ ἀφήνουν τὴν ὑποψία ὅτι τὸ Ὄρος κρύβει ἀλήθεια ποὺ ἀξίζει νὰ πιστεύσεις καὶ ποιότητα ποὺ ἀξίζει νὰ ἀπολαύσεις.

Κοσμικοὶ καὶ κληρικοὶ ἁμιλλῶνται σὲ μοναδικὲς περιγραφὲς τῆς ἄγριας φυσικῆς ὀμορφιᾶς τῆς χερσονήσου τοῦ Ἄθω ποὺ διετήρησε τὴν αὐθεντικότητά της λόγω ἀφ' ἑνὸς μὲν τῶν γεωμορφολογικῶν της χαρακτηριστικῶν, ἀφ΄ ἑτέρου δὲ τῆς μόνωσης, τὴν ὁποία τῆς χάρισε ὁ χαρακτήρας τῆς μοναχικῆς πολιτείας καὶ τῆς ἀπόλυτης διοικητικῆς ἀνεξαρτησίας ποὺ τῆς ἐξασφάλισε ἡ νομοθετικὴ προστασία.

 Χαρακτηριστικὰ ὁ Νικηφόρος Γρηγορᾶς (1360) περιγράφει τὶς ὀμορφιὲς τοῦ Ἄθω ὡς ἑξῆς: «πανταχόθεν ρεῖ ὥσπερ ἐκ θησαυρῶν τό τε εὔπνουν τῆς ὀσμῆς καὶ τὸ τοῦ ἄνθους εὔχρουν, δένδρεσί τε πολυπληθέσι κομᾷ καὶ λειμώνας ποικίλους πλουτεῖ καὶ τέρψεως πέπλος ἐντεῦθεν ὑφαίνεται ξένος καὶ συμμιγής, ἅμα δὲ καὶ θαλάσσῃ μακρᾷ στεφανοῦται πολλὴν ὡς ἐκ κύκλου κομιζούσῃ τὴν χάριν».

Ὁ αὐτοκράτορας Ἀλέξιος Α΄ ὁ Κομνηνὸς θεωρεῖ τὸ Ὄρος ὡς «τὸ πλέον βασιλικὸν καὶ ὄντως θεῖον μεταξὺ πάντων τῶν ὀρέων». Ὁ  Ἀνδρόνικος Β´ ὁ Παλαιολόγος τὸ ὀνομάζει «καταφύγιον πασῶν τῶν ἀρε­τῶν». Ὁ Ἰωάννης Καντακουζηνὸς τὸ ἀποκαλεῖ «θείαν πολιτείαν» καὶ «πόλιν οὐράνιον». Ὁ Νικηφόρος Γρηγορᾶς γράφει γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος ὅτι «ἐξ ὑπαρχῆς ἡ φύσις τὸ ἡτοίμασεν καὶ τὸ διέθεσεν διὰ νὰ γίνει σπουδαστήριον, ἔνθα καλλιεργεῖται ἡ ἀρετή». Ὁ Πατριάρχης Νικόλαος ὁ Γ´ τὸ χαρακτηρίζει ὡς «Θεοῦ εὕρημα πρὸς κατοικίαν ἁγίων ἀνθρώπων». Ὁ πάπας τῆς ἁλώσεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπὸ τοὺς Φράγκους, Ἰννοκέντιος ὁ Γ´, ὀνομάζει τὸ Ὄρος «οἶκον τοῦ Θεοῦ καὶ πύλην τοῦ οὐρανοῦ»[3].

Ἀλλὰ καὶ ἀργότερα, ὁ Κοσμᾶς Φλαμιᾶτος θεωρεῖ τὸ Ὄρος καὶ τὸ πνεῦμα του ὡς «ἐπισημότερον τόπον τοῦ μοναδικοῦ τάγματος καὶ βίου», ὅτι διασώζει «διὰ τῆς θείας χάριτος τὸ πλέον ἱερὸν παράδειγμα τῆς Ὀρθο­δόξου διαγωγῆς» καὶ ὅτι «εἶναι τὸ μόνον Ὀρθόδοξον μέρος, τὸ ὁποῖον διέμεινεν ἀνόθευτον καὶ ἀμίαντον» ἀπὸ τὴν ἐπιβουλὴν τῆς Δύσεως «ὡς ὀλιγώτερον καὶ ὅλως σχεδὸν ἀνεπίδεκτον τῆς πλάνης».

  Σύμφωνα μὲ τὸν π. Γεώργιο Μεταλληνό, ὁ Ρωμαίικος πολιτισμός μας ἀνθίσταται ἐν ὅσῳ ὑπάρχει ἀπόρθητο τὸ ὀχυρὸν τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ διασώζεται ὁ Ὀρθόδοξος τρόπος ὑπάρξεως[4].

Ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς καὶ θαυμαστές του θεωρεῖται «ἀπροσμάχητος τῆς Ὀρθοδοξίας ἀκρόπολις», «μουσῶν καταφύγιον καὶ κιβωτὸς Ἱερῶν παραδόσεων», «κλῆρος ἴδιος τῆς Θεοτόκου» καὶ «Περιβόλι τῆς Παναγίας», «Ὄρος ἀνεπίβατον τῇ γυναικείᾳ φύσει».

Καὶ ἐνῶ ὅλα αὐτὰ προσπαθοῦν νὰ ἐκφράσουν κάτι μεγάλο, ὅλοι καταλαβαίνουμε ὅτι ταυτόχρονα ἀδυνατοῦν νὰ περιγράψουν τὴν ἀλήθεια τοῦ μυστικοῦ καὶ τοῦ μεγαλείου του. Τὸ Ὄρος περιγράφεται μόνον ἀρρήτως καὶ ἀφράστως καὶ ἀπολαμβάνεται μόνον ὑπερλόγως καὶ ἐν πνεύματι ἁγίῳ.

 

ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ

Τὸν τόπο αὐτὸν διάλεξαν οἱ πρῶτοι ἄγνωστοι ἀσκητὲς γιὰ νὰ ζήσουν μαζὶ καὶ νὰ ἱδρύσουν ἐντελῶς ἄτυπα μιὰ διαχρονικὴ ἀσκητικὴ κοινότητα. Ἐδῶ οἱ Βυζαντινοὶ αὐτοκράτορες τοῦ 10ου καὶ 11ου αἰῶνος κατέθεσαν τὴν ἐμπιστοσύνη τῆς μυστικῆς πίστης τους, ὅπως αὐτὴ ἐκφράστηκε μὲ εἰδικὰ προνόμια καὶ οἰκονομικὲς ἐπιχορηγήσεις. Ἐδῶ ἑστιάζεται ἡ ἐλπίδα καὶ ἀναπαύεται ἡ σκέψη τῶν Ὀρθοδόξων μέσα στοὺς αἰῶνες.

Στὰ πρόσφατα χρόνια, τὸ Ἅγιον Ὄρος γνώρισε τὴν ἀναγνώριση τοῦ συνόλου σχεδὸν τῆς Ἑλληνικῆς, τῆς χριστιανικῆς, τῆς εὐρωπαϊκῆς καὶ τῆς παγκόσμιας κοινότητας. Βιβλία σὲ πλεῖστες ὅσες γλῶσσες, δημοσιεύματα σὲ πνευματικοῦ, πολιτιστικοῦ, τουριστικοῦ καὶ γενικοῦ ἐνδιαφέροντος περιοδικὰ καὶ ἔντυπα φιλοξενήθηκαν στὶς σελίδες τους. Ἤδη τὸ παγκοσμίως γνωστὸ περιοδικὸ  National Geographic τοῦ τρέχοντος μηνὸς Δεκεμβρίου 2009 παρουσιάζει ἐνδιαφέρον ἀφιέρωμα γιὰ τοὺς Ἁγιορεῖτες μοναχοὺς καὶ τὴ ζωή τους[5]. Ἡ Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση ἀναγνωρίζοντας ἀπὸ τὴν πρώτη κιόλας στιγμὴ τὴν ἰδιαιτερότητα τοῦ μεγαλείου καὶ τῆς ἀξίας του πρόθυμα ἀνέλαβε τὴν οἰκοδομικὴ ἀποκατάστασή του καὶ σεβάστηκε τὴ θεσμικὴ ἰδιομορφία του. Πολιτικοὶ ξένων χωρῶν, ἴσως καὶ μὴ χριστιανικῶν, φιλόσοφοι καὶ ἱστορικοί, φυσιολάτρες καὶ φυσιοδίφες, ὁμολογοῦν τὴν ἑλκυστικότητα ποὺ ἀσκεῖ ἐπάνω τους, ἔστω καὶ ἂν στεροῦνται προϋποθέσεων βιώσεως τοῦ μυστηρίου του. Τὸ γεγονὸς ὅτι αὐτὴ τὴ στιγμὴ ὑπάρχει Σύλλογος «Φίλων τοῦ Ἁγίου Ὄρους» στὴν Εὐρώπη, τὰ περισσότερα μέλη τοῦ ὁποίου δὲν εἶναι κἂν Ὀρθόδοξοι καὶ γνωρίστηκαν μεταξύ τους μέσω ἐπιστολῶν καὶ δημοσιευμάτων σὲ μεγάλης κυκλοφορίας ἐφημερίδες τῆς Ἀγγλίας, καταδεικνύει ἀσφαλῶς τὴν οἰκουμενικὴ καὶ βαθειὰ ἐπιρροή του στὶς ψυχές, στὸν κόσμο, στὸν πολιτισμό.

Τὸ Ἅγιον Ὄρος δὲν ἀντλεῖ τὴν ἀξία του ἀπὸ τὰ κειμήλια καὶ τοὺς θησαυρούς του οὔτε ἀπὸ τὶς φυσικὲς ὀμορφιές του οὔτε ἀπὸ τὶς ἐντυπωσιακὲς ἰδιαιτερότητές του οὔτε ἀπὸ τὸ παράξενο τυπικὸ καὶ πρό­γραμμά του οὔτε ἀπὸ τὶς ἐντυπωσιακὲς κατασκευές του οὔτε ἀπὸ τὸ παρὸν καὶ τοὺς ἀνθρώπους του οὔτε καὶ ἀπὸ τὸ παρελθόν του. Τὴν ἀντλεῖ ἀπὸ τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ ποὺ γιὰ κάποιον λόγο ἀναπαύεται στὸν τόπο καὶ τὸν τρόπο του καὶ τὴν ἐπιβεβαιώνει μὲ τὴ διαχρονικότητά του.

Τὸ ἀγάπησαν καὶ μανητίζονται οἱ πιὸ μοναχικὲς καὶ ἀσκητικὲς ψυχές. Κάτι βρίσκει ἡ ψυχὴ ποὺ διψάει γιὰ τὸ ἀπόλυτο ποὺ δὲν βρίσκεται πουθενὰ ἀλλοῦ. Ἀκόμη καὶ οἱ ἐρημῖτες σὲ αὐτὸν τὸν τόπο βρῆκαν τὰ σπήλαια καὶ τοὺς τόπους τῆς καταφυγῆς τους, ζῶντας τὴν ἁγιότητα ποὺ ἀπεργάζεται ἡ ἀγριότητα τῆς ἐρήμου κοντὰ σὲ ἀδελφοὺς κοινοβιάτες. Ἐδῶ ὑπάρχει ἡ «βαθεῖα ἔρημος» ποὺ δὲν εἶναι τόσο γεωγραφικὰ βαθειά. Αὐτὸν τὸν τόπο ἐπέλεξε ὁ ἅγιος Εὐθύμιος ὁ νέος, μετὰ τὴν ἄσκησή του στὸν Ὄλυμπο τῆς Βιθυνίας καὶ ἦλθε τὸ 859 «ἐπειδὴ εἶχε ἀκούσει γιὰ τὴν ἡσυχία του»[6]. Τὸ ἴδιο καὶ ὁ ἅγιος Πέτρος ὁ Ἀθωνίτης, ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ ἱδρυτὴς τῆς Λαύρας καὶ ἀργότερα ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς.

Ἕνας μυστικὸς λόγος μάζευε καὶ μαζεύει τὶς ἀσκητικὲς ψυχὲς στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Ἄθωνα. Κατὰ τὴν ὑπογραφὴ τοῦ Τράγου τὸ 976, ἀμέσως μετὰ τὴν ἵδρυση τῆς Λαύρας τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου, ὑπῆρχαν 46 γεροντάδες μικρῶν συνοδιῶν  (ὅσοι ὑπέγραψαν τὸν Τράγο) καὶ τριάντα χρόνια ἀργότερα, μὲ τὴν ἐπίδραση καὶ τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου, ὁ ἀριθμὸς ξεπέρασε τὶς τρεῖς χιλιάδες, προσελκύοντας μοναχοὺς ἐκτὸς ἀπὸ τὶς περιοχὲς τοῦ Βυζαντινοῦ κέντρου καὶ ἀπὸ τὶς χῶρες τῆς Ἀνατολικῆς Εὐρώπης, τὴν Ἀρμενία, ἀκόμη καὶ τὴν Ἰταλία. Τὸν περασμένο αἰῶνα, μὲ τὴ μεγάλη εἴσοδο τῶν Ρώσων, τὸ 1902 τὸ Ὄρος ἔφθασε νὰ φιλοξενεῖ 3.496 Ρώσους μοναχούς καὶ 3.276 Ἕλληνες[7]. Μόνο τὸ Ρωσικὸ μοναστήρι τοῦ Ἁγ. Παντελεήμονος εἶχε 1.858 μοναχούς, ἡ Σκήτη τοῦ Ἁγ. Ἀνδρέα εἶχε περίπου 800 μοναχοὺς καὶ ἡ Σκήτη τοῦ Προφήτη Ἠλία 400.

Ἄνθρωποι τῶν γραμμάτων, μελετητὲς τῆς ἐπιστήμης, τῆς φύσης, τῆς θεολογίας, τῆς ἱστορίας ἐδῶ προστρέχουν νὰ ἀκουμπήσουν τὴν ἀναζήτησή τους, γιατὶ ἐδῶ συναντοῦν τὴν ἡσυχία ὡς προϋπόθεση μελέτης νὰ συνεργάζεται μὲ τὸν πλοῦτο τῶν πηγῶν καὶ τὴν καθημερινὴ ζωὴ καὶ πρακτικὴ νὰ μεταφέρει τοὺς αἰῶνες στὸ σήμερα καὶ νὰ φανερώνει τὸν κρυμμένο θησαυρὸ τῆς ζωῆς στὴ σύγχρονη καθημερινότητα. Στὸ Ὄρος κατέθεσε ἡ ἱστορία τὴ βαρειὰ ἐμπιστοσύνη της καὶ ἡ φύση τὴ λεπτὴ εὔνοιά της.

Ἐδῶ βρῆκε καὶ ἡ πίστη τὸ καταφύγιό της. Τὸ Ὄρος δὲν εἶναι μόνον ἡ χώρα τῶν μοναχῶν· εἶναι καὶ ὁ τόπος τῶν πιστῶν. Γι' αὐτὸ καὶ παράλληλα μὲ μοναστικὴ πολιτεία εἶναι καὶ προσκύνημα. Προσκύνημα ἐφάμιλλο τῶν Ἁγίων Τόπων. Ἐκεῖ ἡ χάρις ἔχει ἐναποτεθεῖ ἀπὸ τὸ ἀδιαμφισβήτητο προνόμιο τῶν βημάτων τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ καὶ τῶν φυσικῶν πειστηρίων τῶν ἁγιογραφικῶν περιγραφῶν. Ἐδῶ, ἡ χάρις ἐπιβεβαιώνεται ἀπὸ τὶς ἀποδείξεις τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ τὴν καθημερινότητα τῶν σημείων καὶ τὴ φυσικότητα τῶν θαυμάτων, ἀπὸ τὴ βοὴ τῶν μυστικῶν προσευχῶν, ἀπὸ τὴν οὐρανοποίηση τοῦ ἀνθρώπου μέσῳ τῆς θείας λατρείας, ἀπὸ τὸ στέγνωμα τῆς ἀνθρώπινης παχύτητος στὰ ἐργαστήρια τῶν ἀσκητικῶν ἐπιλογῶν, στὶς βιβλιοθῆκες τῶν ἐσωτερικῶν βιωμάτων, στὸ πανεπιστήμιο τοῦ ἁγιασμοῦ. Στὸ Ὄρος ἀκουμπάει ἡ καρδιὰ τοῦ πιστοῦ λαοῦ.

Ἀλλὰ καὶ οἱ γυναῖκες ποὺ γνωρίζουν ὅτι ποτὲ δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ πατήσουν μὲ τὰ πόδια τους τὸ εὐλογημένο χῶμα τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἢ μὲ τὰ χέρια τους νὰ ψηλαφήσουν τὴν ἁγιασμένη ὕλη του, πράγμα ποὺ καὶ σέβονται καὶ χωρὶς ἀμφισβητήσεις ἔχουν ταπεινὰ ἀποδεχθεῖ, προσπαθοῦν ποικιλότροπα νὰ ἐκφράσουν τὸ μυστικὸ δέος τους γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Μάλιστα, ἡ Alice-Mary Talbot, καταθέτοντας στοιχεῖα ἀπὸ τὴ βυζαντινὴ περίοδο, ἀναφέρει πῶς μέσῳ διαφόρων ἐμπορικῶν πράξεων μὲ ἁγιορεῖτες μοναχοὺς ἢ μὲ προσφορές, δωρεὲς καὶ αἰτήματα προσευχῶν, ὅπως καὶ σήμερα, οἱ γυναῖκες τοῦ Βυζαντίου προσπαθοῦσαν νὰ ἐκφράσουν «τὴ λαχτάρα τους νὰ συνδεθοῦν πνευματικὰ μὲ τὸ Ὄρος, τὸ ὁποῖο ποτὲ δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ ἐπισκεφθοῦν».[8] Καὶ σήμερα ἡ ἀποστολὴ ἐδεσμάτων καὶ γλυκισμάτων στοὺς ἁγιορεῖτες μοναχοὺς ἀπὸ εὐλαβεῖς γυναῖκες, ἡ προθυμία διακονίας τους, ὅταν ἔρχονται στὸν κόσμο, ἡ προσπάθεια τηλεφωνικῆς ἐπικοινωνίας, ὅταν εἶναι ἐφικτή, ἡ ἀσυνήθης ἐπιθυμία νὰ δεχθοῦν μὲ εὐλάβεια τὴν εὐχὴ καὶ μὲ ἐμπιστοσύνη τὴ συμβουλή τους φανερώνουν τὸν ἰδιάζοντα ἀντίκτυπο ποὺ ἔχει ἡ ἁγιορείτικη φωνὴ στὴ μυστικὴ πίστη τῆς γυναικείας φύσης.

 

ΒΥΖΑΝΤΙΟ - ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ - ΣΛΑΒΟΙ

Ἡ ἀγάπη πρὸς τὸ Ὄρος ἔχει οἰκουμενικὸ χαρακτήρα. Μόλις τὸ γνώρισαν οἱ σλαβικοὶ λαοὶ θέλησαν νὰ εἰσχωρήσουν στὴ ζωή του. Ἀκόμη καὶ οἱ Ὀθωμανοὶ ἀργότερα ἔζησαν τὸ δέος του καὶ τὸ μεταχειρίστηκαν ἰδιό­μορφα.

Τὸ πολιτικὸ ἐνδιαφέρον τῶν Βυζαντινῶν αὐτοκρατόρων καὶ τῶν ἡγεμόνων τῆς Ρωσίας, Σερβίας, Βουλγαρίας καὶ Ρουμανίας ποὺ τελικὰ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τὴν ἵδρυση αὐτοτελῶν ἐθνικῶν μονῶν στὸ Ὄρος, ἀλλὰ καὶ οἱ σχετικὲς διαμάχες ποὺ προκλήθηκαν λόγῳ τῆς ἰδιάζουσας σημασίας του, ἔχουν ὡς βάση του τὴν ἰδιαίτερη εὐλάβεια μὲ τὴν ὁποία ὅλοι αὐτοὶ τὸ ἀντίκρυζαν ὡς χῶρο ἐξαιρετικὰ εὐλογημένο καὶ ἐπίζηλο.

Ὅπως ὁμολογεῖ καὶ ὁ μακαριστὸς Πατριάρχης Μόσχας καὶ Πασῶν τῶν Ρωσιῶν Ἀλέξιος Β΄, «σημαντικὴ θέση στὴν ἱστορία τῶν πνευματικῶν σχέσεων Ρωσίας καὶ Ἑλλάδας κατέχει τὸ Ἅγιον Ὄρος, ἕνας τόπος ξεχωριστῆς ἁγιότητας», στὸν ὁποῖο μπόρεσαν νὰ προοδεύοσυν κατὰ τὴ διάρκεια αἰώνων δίπλα-δίπλα Ἕλληνες καὶ Ρῶσοι μοναχοί[9].

Ἔτσι ἐντελῶς ἐνδεικτικά, στὶς ἀρχὲς τοῦ 15ου αἰῶνα, ἡ Μονὴ Ἁγίου Παύλου προσελκύει τὸ ἐνδιαφέρον τοῦ δεσπότου τῆς Θεσσαλονίκης Ἰωάννου Ζ΄ Παλαιολόγου (1406), τοῦ Σέρβου ἡγεμόνος Γκιοὺρ καὶ τοῦ ἀδελφοῦ του Λαζάρου (1416), τοῦ Ἰωάννου Η΄ Παλαιολόγου, τοῦ ἐπίσης Σέρβου ἡγεμόνος Βράνκοβιτς, ὁ ὁποῖος μάλιστα χρηματοδότησε τὸ πρῶτο σοβαρὸ οἰκοδομικὸ πρόγραμμα τῆς Μονῆς καὶ ἔκτισε νέο εὐρύτερο καθολικὸ στὸ ὄνομα τοῦ ἁγίου Γεωργίου. Κόρη τοῦ Βράνκοβιτς ἦταν ἡ Μάρα, σύζυγος τοῦ σουλτάνου Μουρὰτ Β' καὶ μητέρα τοῦ Μωάμεθ τοῦ Πορθητή. Αὐτὴ δώρισε στὴ Μονὴ 1000 δουκάτα καὶ δύο κτήματα, ἕνα στὶς Σέρρες καὶ ἕνα στὰ Νέα Ρόδα. Αὐτὴ ἐπίσης, ποὺ πάντα διατηροῦσε τὴν χριστιανική της πίστη μετέφερε αὐτοπροσώπως τὰ δῶρα τῶν μάγων ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου διεφυλάσσοντο, στὴ Μονὴ Ἁγίου Παύλου, προκειμένου νὰ διασωθοῦν. Ἐκεῖ τὰ ἐμπιστεύθηκε.

Ἡ Μονὴ Χιλανδαρίου ἀνέκαθεν ἀποτελοῦσε τὸ κόσμημα τοῦ Σερβικοῦ στέμματος καὶ βάση τοῦ πλούτου της ἦταν ἡ ἔγγειος ἰδιοκτησία. Στὸ τέλος τοῦ 14ου αἰώνα κατεῖχε περισσότερα ἀπὸ τριάντα μετόχια καὶ 360 χωριὰ πάνω στὰ ὁποῖα ἀσκοῦσε πλήρη διοικητικά, φορολογικὰ καὶ δικα­στικὰ δικαιώματα. Ἀργότερα ὁ ἀριθμὸς αὐτὸς ἔφτασε τὰ 600 χωριὰ καὶ 180.000 ἀμπελῶνες[10]. Στὴν πραγματικότητα, ἡ ἐλὶτ τῆς Σερβικῆς Ἐκκλησίας, τῆς λογοτεχνίας καὶ θεολογίας εἶχε περάσει ἀπὸ τὸ Χιλανδάρι[11]. Αὐτὸ εἶχε ὡς συνέπεια νὰ δημιουργηθεῖ βαθειὰ διαχρονικὴ σχέση τῆς ἱστορίας, τοῦ λαοῦ καὶ τῆς παράδοσης τῆς Σερβίας μὲ τὸ Ὄρος.

Ἀλλὰ καὶ ὁ Πάπας Ἰννοκέντιος ὁ Γ΄, ὅταν ἀμέσως μετὰ τὴν ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπὸ τοὺς Φράγκους πληροφορήθηκε τὰ ὅσα ὑπέστησαν οἱ ἁγιορεῖτες ἀπὸ τὸν λατῖνο ἐπίσκοπό του, ἐξέδωσε μία βούλα (17 Ἰανουαρίου 1213) ἐκφράζοντας τὴν ὑποστήριξή του στοὺς ἁγιορεῖτες καὶ τὸν τρόπο ζωῆς τους[12].

Ὁ ὑψηλὸς σεβασμὸς ποὺ ἀπελάμβαναν οἱ μοναχοὶ στὴ Βυζαντινὴ κοινωνία καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι τὰ Ἁγιορείτικα μοναστήρια ἀποτελοῦσαν ἀφ’ ἑνὸς μὲν κέντρα μοναδικῆς διανοητικῆς καὶ πνευματικῆς ὑπεροχῆς ἀφ΄ ἑτέρου δὲ ἀπὸ τοὺς πλουσιώτερους καὶ ἰσχυρότερους θεσμοὺς τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ καθιδρύματος τῆς αὐτοκρατορίας ἔγινε εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς ἀντι­ληπτὸ καὶ ἀπὸ τοὺς Ὀθωμανούς. Λέγεται μάλιστα ὅτι αἰσθάνονταν τρόμο μπροστὰ στὶς ὑπερφυσικὲς δυνάμεις τῶν μοναχῶν καὶ στὴν ἀποτελεσματικότητα τῶν προσευχῶν τους[13], μιὰ ποὺ ὁ Ἄθως ἦταν ἕνας τόπος, ὅπου οἱ πάντες ἐπικαλοῦνται συνεχῶς τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἀγάπη ἀδια­κρί­τως πρὸς ὅλους ἐνδημεῖ, ἀφοῦ βρίσκουν καταφύγιο, μαζὶ μὲ τoὺς προσκυνητὲς καὶ οἱ φτωχοὶ καὶ οἱ ἄστεγοι.

Ἡ συγκέντρωση τόσων τιμίων λειψάνων, οἱ μεγάλες συλλογὲς χειρογράφων καὶ ἐντύπων κωδίκων, ὁ ἀσύλληπτος ἀριθμὸς ἀμυθήτου ἀξίας κειμηλίων, τὸ πέρασμα πλήθους ἁγίων μοναχῶν μὲ μεγέθη ἱστορικῆς σημασίας καὶ αἰώνιας ἀξίας δείχνουν τὴν κεντρικὴ θέση ποὺ κατέχει τὸ Ἅγιον Ὄρος στὸν ὀργανισμὸ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς καὶ πίστεως. Τὸ Ὄρος ἔχει κατακτήσει τὴν ἐμπιστοσύνη τῆς οἰκουμενικῆς Ἐκκλησίας.

 

ΣΚΑΝΔΑΛΑ ΤΟΥ ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΟΣ

Ἄς τολμήσουμε ὅμως νὰ ξεφύγουμε γιὰ λίγο ἀπὸ τὴν τιμὴ καὶ δόξα του καὶ ἂς ρίξουμε μιὰ ματιὰ στὶς ἱστορικὲς κηλίδες του.

Παρὰ τὴ μεγάλη καὶ σπάνια πνευματική του αἴγλη, ἡ πορεία του δὲν ἦταν ἀδιατάρακτη. Ἡ ἱστορία του παρουσιάζει ἐναλλασσόμενες φάσεις ἀκμῆς καὶ παρακμῆς, ὄχι πάντοτε ἄσχετες ἀπὸ τὰ πολιτικῶς δρώμενα στὸν Βυζαντινὸ κόσμο. Ἂς μὴν ξεχνοῦμε ὅτι ὁ αὐτοκράτορας ποὺ στήριξε τὸν Ἅγιο Ἀθανάσιο στὴν ἵδρυση τῆς Λαύρας, ὁ Νικηφόρος Φωκᾶς, δολοφονήθηκε ἀπὸ αὐτὸν ποὺ ὑπέγραψε τὸν Τράγο, τὸ πρῶτο καταστατικό του, τὸν Ἰωάννη Τσιμισκῆ. Ἡ σχέση τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου μὲ τὸν Τσιμισκῆ εἶναι τὸ πρῶτο σκάνδαλο.

Ἀλλὰ καὶ τὴν πνευματικὴ ἄνθιση τῆς Κωνσταντινουπόλεως τοῦ ἑνδέκατου αἰῶνα, ἀποτέλεσμα τῆς εἰρήνης καὶ σταθερότητος τῆς περιόδου ἐκείνης, ποὺ ὁδήγησε στὴ μεγάλη στήριξη τῶν μονῶν τοῦ Ὄρους ἀπὸ τοὺς αὐτοκράτορες, τὴν οἰκονομική τους εὐημερία καὶ τὴ μεγάλη αὔξηση τοῦ ἀριθμοῦ τῶν μοναχῶν, ἀκολούθησε μία περίοδος κρίσης καὶ σκανδάλων.

Νὰ πῶς περιγράφει τὴν κατάσταση ὁ Graham Speak: «Οἱ κανόνες περιφρονοῦνταν ἀπὸ πολλὲς ἀπόψεις: ἀνήλικα ἀγόρια βρέθηκαν νὰ ζοῦν στὸ Ὄρος· ἡ Λαύρα τῶν Καρυῶν εἶχε μετατραπεῖ σὲ μεγάλο παζάρι ὅπου προσφέρονταν πρὸς πώληση ἀκόμη καὶ εὐνοῦχοι· τὰ μεγαλύτερα μοναστήρια οἰκειοποιοῦνταν ἀγροτεμάχια ἀπὸ τὶς κοινὲς γαῖες γιὰ δική τους χρήση καὶ μερικὰ εἶχαν διαφορὲς μὲ τοὺς γείτονές τους· ἦταν διαδεδομένη ἡ χρήση παράνομων πλοιαρίων καὶ ζώων καὶ ὑπῆρχαν φῆμες πὼς οἱ ἡγούμενοι συνωμοτοῦσαν ἐνάντια στὸν Πρῶτο»[14].

Ἡ κατάσταση αὐτὴ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τὴν ἔκδοση τοῦ Τυπικοῦ τοῦ Κωνσταντίνου Θ΄ τοῦ Μονομάχου. Σύμφωνα μὲ αὐτό, διατυπώθηκαν διατάξεις ἐλέγχου τῶν ἀγοροπωλησιῶν καὶ ἐν γένει ἐμπορικῶν συναλλαγῶν, τῆς χρήσης ζώων καὶ πλοιαρίων, τῆς παρουσίας ἀγενείων νέων κ.λπ.

Προβλήματα δημιουργήθηκαν καὶ τὸν δωδέκατο αἰῶνα ὅταν περίπου 300 Βλάχοι εἰσέδυσαν στὸ Ὄρος φέρνοντας μαζὶ μὲ τὰ κοπάδια τους καὶ τὶς συζύγους καὶ τὶς κόρες τους, μὲ ἀνδρικὴ ἀμφίεση, πρᾶγμα ποὺ δὲν ἄργησε νὰ ὁδηγήσει σὲ ἔκτροπα, γιὰ τὰ ὁποῖα γράφει ὁ P. Meyer: «εἶναι ἀτιμωτικὸ νὰ ἀναφέρει κανεὶς ἢ νὰ ἀκούει αὐτὰ ποὺ συνέβησαν ἀνάμεσα σὲ αὐτὲς καὶ μερικοὺς μοναχούς»[15]. Ἡ ὑπόθεση αὐτὴ ἐπηρέασε δυσμενῶς τὴ μαρτυρία καὶ ζωὴ τοῦ Ὄρους κατὰ τὸν 12ο αἰῶνα καὶ στιγμάτισε τὴν εἰκόνα του. Περιγράφοντας τὴ θλιβερή εἰκόνα τῶν ἐτῶν ποὺ ἀκολούθησαν τὸν θάνατο τοῦ Ἀλεξίου Α΄ Κομνηνοῦ, ἀναφέρει ἡ Rosemary Morris κάτι ποὺ ἀξίζει νὰ ἀκούσουμε κι ἐμεῖς πολὺ προσεκτικὰ σήμερα:

«Ὅσοι ἀσκοῦσαν τὴ μοναχικὴ ζωὴ γίνονταν ὅλο καὶ περισσότερο ἀντικείμενο κριτικῆς καὶ μομφῶν, μὲ τὴν προσωπικότητά τους νὰ πνίγεται σὲ μιὰ νέα ἐποχὴ ξεπεσμοῦ καὶ συμβιβασμοῦ. Ὑπῆρχαν φυσικὰ ἅγιοι ἄνδρες, ἀλλὰ ἡ συνεχιζόμενη δημοφιλία τους σὲ πολλὰ μέρη βρίσκονταν ἀντιμέτωπη μὲ τὴν ὁμόφωνη κριτικὴ ἀπὸ τοὺς διανοουμένους τῆς αὐτοκρατορικῆς αὐλῆς καὶ τὴν ἐν τῷ κόσμῳ ἐκκλησία. Ἐκεῖ ὅπου ἡ θαυματουργία, τὸ προορατικὸ καὶ θεραπευτικὸ χάρισμα ἀποτελοῦσαν προηγουμένως ἀντικείμενο θαυμασμοῦ, τώρα ὑπῆρχε φοβερὸς σκεπτικισμὸς καὶ φόβος παραπλάνησης καὶ ἐκμετάλλευσης. Οἱ ἅγιοι μοναχοὶ θεωροῦνταν πλέον ὡς μορφὲς τοῦ παρελθόντος· τὸ παρὸν ἦταν ἕνας κόσμος στὸν ὁποῖο ἡ μορφὴ τοῦ μοναχοῦ εἶχε γιὰ πολλοὺς χάσει μεγάλο μέρος τῆς πνευματικῆς ἀκτινοβολίας της.[16]

Ἀργότερα, κατὰ τὰ μέσα τοῦ 16ου αἰώνα, τὰ θέσμια τοῦ Ὄρους γνώρισαν νέα παρακμή. Ἡ ἐπικράτηση τοῦ ἰδιόρρυθμου συστήματος ζωῆς ὁδήγησε σταδιακὰ σὲ ἐξαχρείωση, τέτοια ὥστε οἱ μοναχοὶ ἐπεδίδοντο σὲ ἐμπορικὲς δραστηριότητες ἔξω ἀπὸ τὸ Ὄρος, τὰ μοναστήρια γέμισαν ἀπὸ ἀγένειους νεαρούς, οἱ ἀγροὶ ἀπὸ ἀγελάδες, τὰ μετόχια ἀπὸ καλογριὲς καὶ γενικότερα δημιουργήθηκε ἕνα κλῖμα ξένο πρὸς τὰ ἁγιορείτικα ἤθη ποὺ προκάλεσε τὶς διαμαρτυρίες τῶν πατριαρχῶν καὶ σοφῶν ἁγιορειτῶν καὶ τὸν σκανδαλισμὸ τοῦ λαοῦ.

Ἡ ἐκτροπὴ γίνεται ἐμφανὴς στὸ Τυπικὸ τοῦ 1574 τὸ ὁποῖο ἐπικυρώθηκε ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Ἱερεμία τὸν Β΄. Σύμφωνα μὲ τὸ Τυπικὸ αὐτό, οἱ μοναχοὶ ἔπρεπε νὰ τηροῦν τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ -προφανῶς αὐτὸ δὲν ἦταν αὐτονόητο-, νὰ ζοῦν μὲ εἰρήνη καὶ ἁρμονία, διατάχθηκε ἡ ἐκδίωξη τῶν κατοικιδίων ζώων, ἀπαγορευόταν αὐστηρὰ ἡ εἴσοδος στοὺς ἀνήλικους νέους, ἡ διαμονὴ γυναικῶν μοναχῶν σὲ ἁγιορείτικα ἐξαρτήματα ἐκτὸς Ἁγίου Ὄρους, ἡ ἀπόσταξη καὶ κατανάλωση τῆς «πηγῆς κάθε κα­κοῦ», τοῦ ρακιοῦ, ἀπαγορευόταν ἐπίσης καὶ ὑπῆρχαν αὐστηρὲς συστάσεις γιὰ ἀποφυγὴ τῆς πλαστογράφησης οἰκονομικῆς φύσεως ἐγγράφων, τοῦ κουτσομπολιοῦ, γιὰ ἄμεση παύση τῆς καλλιέργειας σιταριοῦ καὶ κριθαριοῦ πρὸς πώληση καὶ τοῦ ἐμπορίου καρυδιῶν, ὅπως καὶ γιὰ τὴν ἀποφυγὴ ἐμπορικῆς ἐκμετάλλευσης τῆς ραπτικῆς καὶ τῶν ἄλλων ἐργοχείρων[17].

Ἀλλὰ καὶ ἀργότερα, στὰ χρόνια τοῦ Ἰωακείμ τοῦ Γ΄ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, στὰ τέλη τοῦ 19ου αἰῶνος, βλέπουμε ὁ ἴδιος ὁ Πατριάρχης νὰ ὁμολογεῖ ὅτι τὸ Ἅγιον Ὄρος ἀπειλεῖται ἀπὸ τὴν κατάπτωση μερικῶν Ἑλλήνων μοναχῶν, ἀπὸ τὴν ἰδιοτέλεια καὶ φιλοχρηματία τους καὶ ἀπὸ τὴν ἰσχυρὴ πεποίθηση καὶ ἐπίμονη διεκδίκηση τῶν φιλοδοξων δικαιωμάτων τους[18]. Αὐτό, σὲ μία περίοδο, ὅπου καὶ οἱ ἀπροκάλυπτες πολιτικές παρεμβάσεις τῶν Ρώσων κυριαρχοῦσαν ἀπόλυτα στὴ ζωή του, ἀποδυναμώνοντας τὴν πνευματικὴ ἰκμάδα του, ἰσοπεδώνοντας τὸ κῦρος καὶ τὴν αἴγλη του καὶ ἀλλοιώνοντας τὴ μοναχικὴ ταυτότητά του, Ρῶσοι δὲ κελλιῶτες μοναχοὶ ἐπεδίδοντο «εἰς πλεῖστας ὅσας ἀξιοκατακρίτους καὶ ἀσυνειδήτους πράξεις», ὅπως ἀναφέρεται σὲ σχετικὴ ἔκθεση τοῦ Πατριάρχου Ἰωακείμ[19]. Μάλιστα τὴν περίοδο ἐκείνη, προκλήθηκε μεγάλο ζήτημα ἀπὸ ἀνίερη ἐκμετάλλευση προσκυνητῶν ἀπὸ Ρώσους μοναχούς, μὲ σκανδαλώδεις ἐνοικιάσεις δωματίων στὰ Ἱεροσόλυμα, ἐπίσημες κατηγορίες γιὰ λωποδυσία κ.ἄ.

Σκάνδαλα καὶ ἐκτροπὲς πάντα καὶ παντοῦ ὑπῆρχαν καὶ θὰ ὑπάρχουν γιὰ νὰ ἐπιβεβαιώνουν μὲ τὴν παρουσία τους πόσο ἐγχάρακτη εἶναι ἡ ἁμαρτία καὶ ἡ πτώση στὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ ὑπόσταση, μὲ τὴ δὲ ἀνεπάρκειά τους νὰ ἐμποδίσουν τὴν ἁγιαστικὴ χάρι τοῦ Θεοῦ, πόσο ἐνεργὰ μπορεῖ αὐτὴ νὰ ἐκφράζεται στὸν ἄνθρωπο καὶ πόσο συγγενὴς καὶ οἰκεία μὲ τὴ θεϊκὴ φύση μπορεῖ νὰ γίνει τελικὰ ἡ ἀνθρώπινη.

Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, ἡ ἀναγνώριση, ὁ θαυμασμός, τὸ κῦρος, ὁ πλοῦτος, οἱ παροχές, οἱ δωρεές, ἡ προνομιακὴ μεταχείριση τῶν μονῶν ἀσφαλῶς καὶ ἀποτελοῦν ὁμολογία τοῦ ἔργου, τῆς οὐσιαστικῆς ἀποστολῆς καὶ τοῦ περιεχομένου τῆς ζωῆς τους. Μὲ τὸν τρόπο αὐτόν, οἱ κοινωνίες ἐκφράζουν τὴ βαθύτερη ἀνάγκη τους γιὰ αὐθεντικότητα καὶ ἀλήθεια, γιὰ στέρεο στήριγμα καὶ ἀξιόπιστη ἐλπίδα· ἐκφράζουν τὴν ἐμπιστοσύνη τους, τὴν εὐγένεια τῆς ἀγάπης τους. Μὲ τὸν τρόπο ὅμως αὐτὸν καὶ συχνὰ καταστρέφουν τὸν θησαυρό τους. Ἡ γνησιότητα τῆς θεϊκῆς παρουσίας στὸ φρόνημά τῆς Ἐκκλησίας ἀσφαλίζεται κυρίως μέσα στὴ μακαριότητα τῆς πτωχείας, μέσα στὴν «εὐσέβεια μετ’ αὐταρκείας», μέσα στὴν εὐλογία τῆς περιφρόνησης, τοῦ διωγμοῦ, τῆς ἐγκατάλειψης, τῆς συκοφαντίας, τῆς ἐπιλογῆς τῆς θέσης τοῦ τελευταίου. Αὐτοὶ ποὺ μακαρίζονται ἀπὸ τὰ χείλη τοῦ Κυρίου καὶ προβάλλονται ἀπὸ τὰ πρότυπα τῆς ἁγιωσύνης εἶναι οἱ ἑκουσίως πτωχεύοντες, οἱ ἀδίκως διωκόμενοι, οἱ ὡς μωρὰ τοῦ κόσμου καὶ ἀσθενῆ περιφρονούμενοι. Ἀντίθετα, ὁ λόγος τοῦ Κυρίου ἐπιτιμᾶ τὸν ἔπαινο: «οὐαὶ ὅταν καλῶς εἴπωσιν ὑμᾶς πάντες οἱ ἄνθρωποι· κατὰ τὰ αὐτὰ γὰρ ἐποίουν τοῖς ψευδοπροφήταις οἱ πατέρες αὐτῶν»[20].

Ὁ μεγάλος ἐχθρὸς τοῦ Ὄρους εἶναι ὁ ἔπαινος τοῦ μεγαλείου του.

 

ΤΟ ΟΡΟΣ ΜΕΣΑ ΣΤΑ ΣΗΜΕΡΙΝΑ ΣΚΑΝΔΑΛΑ

Καὶ στὶς μέρες μας, ἐδῶ καὶ δεκαπέντε μῆνες, συγκλονίζεται ἡ πατρίδα μας ἀπὸ ἔντονο σκανδαλισμὸ ποὺ προκλήθηκε ἀπὸ συναλλαγὲς τῆς Μονῆς Βατοπαιδίου μὲ τὸ Δημόσιο. Ἐξ αἰτίας αὐτῶν τῶν σκανδάλων, ἀμφισβητήθηκε ἡ ἰσχὺς τῶν ἱστορικῶν προνομίων καὶ ἰδιοκτησιακῶν τίτλων τοῦ Ὄρους, ἐπανῆλθε ἡ δυσοσμία τῆς δημόσιας καὶ γενικευμένης διαστροφῆς τῶν θεσμῶν, ἔχασαν τὶς θέσεις τους κορυφαῖοι ὑπουργοὶ καὶ συμπαρέσυραν σὲ ἐλεύθερη πτώση μία καθ’ ὅλα σταθερὴ κυβερνητικὴ πορεία, ἄλλαξε ἀπρόβλεπτα τὸ πολιτικὸ σκηνικὸ στὸν τόπο μας∙ ἀπαξιώθηκε κάθε ἔννοια ἱεροῦ καὶ ὁσίου, κυριάρχησε ἡ καχυποψία καὶ ἡ ἀπελπισία, σχόλια καὶ συζητήσεις συνετάραξαν ὁλόκληρο τὸν Ὀρθόδοξο κόσμο, ὀνόματα μοναχῶν καὶ ἱερῶν μονῶν πλειοδότησαν σὲ καυστικὰ ἄρθρα, σὲ σκληρὲς εἰρωνεῖες, σὲ ἄνευ προηγουμένου σαρκαστικὰ δημοσιεύματα, σὲ γελοιογραφίες, σὲ καρναβαλικὲς παρελάσεις, ταυτίστηκαν μὲ τὶς ὑπόγειες μεθοδεύσεις, ἡ δὲ λέξη Βατοπαίδι ἔγινε συνώνυμη μὲ τὴ διαφθορὰ καὶ τὴ διαπλοκή. Ἡ Ἐκκλησία παρουσιάστηκε ὡς κρυσφύγετο τῆς ἀνομίας καὶ ἡ ἁγιότητα ὡς ἡ μεγαλύτερη ἀπάτη.

Λογικά, ἡ ζημιὰ ποὺ προκάλεσε ἡ ὑπόθεση Βατοπαιδίου καὶ στὴν Ἐκκλησία καὶ στὸ Ἔθνος καὶ στὸν κοινωνικὸ βίο, ἔχει λάβει διαστάσεις γενικευμένης θεσμικῆς καταστροφῆς. Ὁ τραυματισμὸς τοῦ δέους μας πρὸς τὸ Ὄρος ἔχει συμπτώματα καὶ συνέπειες ἀπροσμέτρητου μεγέθους, καθὼς ἄφησε πίσω του τὴν πικρὴ γεύση μιᾶς ἀπροσδόκητης πνευματικῆς προδοσίας. Κανεὶς δὲν φαντάστηκε πὼς ἡ δόξα καὶ τιμὴ μποροῦσε νὰ ὑποκρύπτει αἰσχύνη καὶ ντροπή. Φάνηκε νὰ γκρεμίζεται καὶ τὸ τελευταῖο ὀχυρὸ τῶν ἀξιῶν καὶ τοῦ ἤθους. Ἔτσι τουλάχιστον φάνηκε!

Ἡ διαχείριση τῆς πληροφόρησης ἐπέβαλε μιὰ κατευθυνόμενη λογικὴ ποὺ μεγένθυνε καὶ ἀναπαρήγαγε τὸ σκάνδαλο, ταυτόχρονα δὲ ἀπαγόρευε τὴν ἐλεύθερη σκέψη καὶ τὴ δικαιοκρισία. Στὴν οὐσία προκαταλήφθηκε ἡ ἀπόφαση τῆς δικαιοσύνης, φανερώθηκε ἡ ἀτολμία καὶ ἡ ἔλλειψη κυβερνητικῆς καὶ πολιτικῆς εὐφυΐας, ἀντικαταστάθηκε ἡ τιμὴ τοῦ ἁγιορείτη μὲ τὴν καχυποψία καὶ τὸν ἐμπαιγμό. Ἡ Ἐκκλησία ξαναμπῆκε στὸ στόχαστρο τῆς σκληρῆς κριτικῆς καὶ ξιφούλκησε ἡ ἀμφισβήτηση τῆς καθαρῆς πίστης καὶ ζωῆς μὲ πρωτοφανῆ κοινωνικὴ ἀποδοχή.

Ἡ ἐλάχιστη πλέον ἐναπομείνασα περιουσία της χαρακτηρίζεται δημόσια ὡς «ἀμύθητη» γιὰ νὰ ἐξάπτει τὴ φαντασία τῶν καχύποπτων. Τὰ δεσμευμένα εὐάριθμα ἀκίνητά της βαπτίζονται «φιλέτα», γιὰ νὰ ἐρεθίζονται οἱ δύσπιστοι. Ἤδη κατασκευάστηκε μιὰ λογική, ὅπου οἱ Μητροπολίτες, γιὰ νὰ μποροῦν νὰ μιλοῦν, θὰ πρέπει νὰ φοροῦν μόνον σχισμένα ράσα καὶ μπαλωμένα παπούτσια, νὰ τρέφονται μόνο μὲ κονσέρβες καὶ περισσεύματα, νὰ κυκλοφοροῦν μόνο μὲ αὐτοκίνητα γιὰ ἀπόσυρση, νὰ διαμένουν μόνο σὲ ἐρείπια, νὰ καταργήσουν τὰ παγκάρια καὶ τοὺς ἐράνους, ἀλλὰ νὰ δίνουν παντοῦ καὶ πάντοτε καὶ σὲ ὅλους. Μόλις προχθὲς κατηγορήθηκε ὁ ἡγούμενος τοῦ Βατοπαιδίου καὶ ἀναγκάστηκε νὰ δώσει δημόσιες ἐξηγήσεις, γιατί, λένε, χρησιμοποίησε ἕξι φορὲς τὴ λέμβο τοῦ Λιμενικοῦ (!)[21] Ὅλα αὐτὰ ἀναπαράγονται ἀπὸ τὸ «σκάνδαλο τοῦ Βατοπαιδίου». Ὁ ἀποδέκτης τῆς ἀδικίας ταυτίζεται μὲ τὸν αἴτιο τῆς σκανδαλολογίας.

Βροντερὰ ὅμως ἐρωτήματα ἐπιμένουν νὰ ἀνακυκλώνονται ἀναπά­ντητα: Πῶς μπορεῖ μιὰ ἁγιορείτικη Μονὴ νὰ ἐμπλέκεται σὲ ἀπίστευτου ὕψους οἰκονομικὲς συναλλαγές; Γιατὶ οἱ γνωριμίες καὶ οἱ διασυνδέσεις της νὰ ὁδηγοῦν σὲ συμφωνίες ἄγνωστες στὴν ἱερὰ Κοινότητα, οἱ δὲ καρποὶ τῶν συναλλαγῶν της νὰ ἀποκρύπτονται ἀπὸ τοὺς φορεῖς τῶν ἄμεσα ἐνδιαφερομέ­νων τοπικῶν κοινωνιῶν; Πῶς μποροῦν νὰ συνδυαστοῦν οἱ πλεονεκτικὲς τάσεις τῶν μοναχῶν μὲ τὸ εὐαγγελικὸ κήρυγμα περὶ αὐταρκείας καὶ φιλοπτωχίας; Γιατί, μάλιστα σὲ μιὰ περίοδο παγκόσμιας οἰκονομικῆς στενότητος, νὰ εὐνοεῖται σκανδαλωδῶς μιὰ ἑστία αὐταπάρνησης καὶ περιφρόνησης τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν; Πῶς εἶναι δυνατὸν μοναχοὶ ποὺ ὁμολογοῦν ὡς κύριο ἔργο τὴν προσευχὴ καὶ στηρίζονται στὴν ἄνευ ὅρων ἀποταγὴ τῶν ἐγκοσμίων, νὰ δικαιολογοῦν τὶς οἰκονομικὲς ἐπιδιώξεις τους, προφασιζόμενοι προγραμματισμοὺς μεγάλων ἔργων κοινωνικῆς πρόνοιας καὶ σχεδιασμοὺς πολυμέριμνων πρωτοβουλιῶν καὶ δράσεων; Γιατὶ ἐνῶ ἐπιμένουν στὸ ἄβατο τοῦ Ὄρους γιὰ τοὺς ἄλλους δὲν ἐπιλέγουν τὸ ἄβατο τοῦ κόσμου γιὰ τοὺς ἴδιους;

Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, μπροστά μας ὀρθώνεται ἕνα μοναστήρι μὲ ἀσύλληπτη ἱστορικὴ αἴγλη, μὲ πρωτοποριακὴ καὶ σὲ ἐλάχιστο χρόνο ἀριθ­μητικὴ καὶ πνευματικὴ ἀναγέννηση, μὲ ὑποδειγματικὴ πρωτειὰ στὰ ἔργα ἀναστηλώσεώς του, μὲ πανθομολογούμενο, ἐντυπωσιακό, ἄμεσο καὶ ὁρατὸ διὰ γυμνοῦ ὀφθαλμοῦ νοικοκύρεμα σὲ ὅλες τὶς πτυχὲς τῆς ζωῆς του, μὲ σπάνια καὶ σὲ μεγάλους ἀριθμοὺς φιλοξενία, μὲ παγκόσμιο κῦρος καὶ ἀναγνώριση, μὲ γνωστὸ τοῖς πᾶσι βαρὺ καὶ γιὰ μοναχικὰ δεδομένα λατρευτικὸ καὶ πνευματικὸ πρόγραμμα, μὲ ἐμφανῶς ἁπλῆ, ταπεινὴ καὶ φτωχὴ ζωὴ τῶν ἴδιων τῶν μοναχῶν του, μὲ ψηλαφητὴ χάρι ἄσχετη ἀπὸ τὶς διοικητικὲς ἐπιλογὲς τῶν λίγων ὑπευθύνων του. Τὸ βλέπεις καὶ σοῦ προκαλεῖ θαυμασμό. Τὸ σκέπτεσαι καὶ σὲ συγκινεῖ ἡ χάρις του. Ἡ μαρ­τυρία του ἀποκλείεται νὰ μὴν εἶναι αὐθεντική.

Ρίχνεις μιὰ ματιὰ στὴν εἰκόνα τῶν γεγονότων καὶ τῶν ἐξελίξεων καὶ ἀπορεῖς. Θὰ μποροῦσε κάλλιστα αὐτὸ ποὺ σήμερα ἑρμηνεύεται ὡς ἔνοχη συμπαιγνία νὰ ἀποτελοῦσε συνεργασία ἀξιοποίησης τῶν περιουσιακῶν στοιχείων του μὲ μοναδικὸ σκοπὸ τὴν κτιριακὴ ἀποκατάστασή του, μάλιστα μὲ τέτοιον τρόπο ποὺ καθόλου δὲν θὰ τραυμάτιζε τὴν πτωχεία καὶ τὴν ἀμεριμνία τῶν μοναχῶν του. Τὸ ἐπιχείρημα τῆς σπατάλης τῶν ἐθνικῶν πόρων αὐτοκαταργεῖται, ὅταν αὐτοὶ ἐπενδύονται σὲ ἔργα πολιτισμικῶν ὑποδομῶν. Ὅπως ἕνα καλὸ μουσεῖο ἀποτελεῖ ἐπένδυση τῆς κοινωνίας καὶ τοῦ πολιτισμοῦ καὶ ὄχι τῶν ὑπαλλήλων του, ἔτσι καὶ ἡ ἀποκατάσταση τοῦ μοναδικοῦ μοναστηριακοῦ μνημείου ποὺ ὀνομάζεται Βατοπαίδι θὰ μποροῦσε νὰ ἀποτελεῖ πολιτισμικὴ καὶ πνευματικὴ ἐπένδυση μιᾶς προοδευτικῆς χώρας στὸ πλαίσιο μακροχρόνιων τολμηρῶν πολιτι­κῶν καὶ ὄχι μικρονοϊκὴ ἀξιοποίηση ἑνὸς μοναστηριοῦ, ποὺ θυσιάζει τὴν ἀσκητικὴ ζωὴ τῶν μοναχῶν στὸν βωμὸ τῆς καλοπέρασης, τῆς καλοζωΐας, τῆς μικροφιλοδοξίας καὶ τῆς κοσμικῆς ματαιοδοξίας εἴτε ἀσεβεῖ βάναυσα στὸ ἱερὸ σῶμα τῆς μοναχικῆς παραδόσεως, ζωῆς καὶ διδασκαλίας.

Ὅποιος ἐπισκέφθηκε τὸ Βατοπαίδι τὸ 1990 δὲν ἤθελε νὰ τὸ ξαναεπισκεφθεῖ. Τὸ γνωστὸ μεγαλεῖο τῆς ἱστορίας του ἦταν θαμμένο κάτω ἀπὸ τὶς σκόνες καὶ τὶς ἀράχνες τοῦ τότε ἀποκρουστικοῦ παρόντος του. Μέσα σὲ λίγα χρόνια ἡ ἀνακάλυψη τῶν ἀμυθήτου ἀξίας θησαυρῶν του, ἡ καλαίσθητη καὶ κατ’ ἐπανάληψιν βραβευμένη ἀποκατάσταση τῶν παρεκκλησίων, τῆς τράπεζας καὶ τῶν πτερύγων του, ἡ παραδειγματικὴ ἀξιοποίηση τῶν κειμηλίων καὶ τῶν ὑποδομῶν του, ἡ κατασκευὴ τοῦ σκευοφυλακίου, ἡ ὀργάνωση τῆς σπάνιας βιβλιοθήκης του, ἡ ἐντυπωσιακὴ σὲ ρυθμοὺς ἐπάνδρωσή του καὶ πάνω ἀπ’ ὅλα ἡ ἀνάσταση τῆς ζωῆς καὶ δόξας του εἶναι ἀδύνατον νὰ ἔγιναν ἀπὸ ὄργανα διαπλοκῆς, ἀπὸ σκοτεινὲς φυσιογνωμίες ξένες πρὸς τὰ βιώματα τῆς πίστεως καὶ οἰκεῖες πρὸς τὴ διαφθορὰ καὶ τὴν διαστροφή. Ἡ δόξα καὶ ἡ πρόοδος τῆς Μονῆς συνδυάστηκε μὲ τὴ λιτότητα, τὴν ταπείνωση καὶ τὴ μοναχικότητα τῶν πατέρων της. Ὅσο καὶ ἂν αὐτὸ φαίνεται ἀπίστευτο, εἶναι ἀληθές. Τὸ Βατοπαίδι τῆς τελευταίας εἰκοσαετίας ἀποτελεῖ ἕνα ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα θαύματα τῆς ἐποχῆς μας, ποὺ πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ πιστωθεῖ σὲ αὐτοὺς ποὺ σήμερα σέρνονται στὰ δικαστήρια.

Ὁ συνδυασμὸς αὐτῶν τῶν φοβερῶν ποὺ ἀκούγονται μὲ αὐτὰ τὰ θαυμαστὰ ποὺ βλέπουμε ἀποτελεῖ ἄγνωστο μυστήριο ποὺ ὑπερβαίνει τὶς δικές μας ἱκανότητες καὶ δυνατότητες. Τὴ δικαιοσύνη δὲν θὰ τὴν ἀποδώσουν τὰ δικαστήρια οὔτε οἱ ἐξεταστικὲς ἐπιτροπὲς ἀλλὰ ἡ ἱστορία καὶ ὁ ἀπαράβατος νόμος τοῦ Θεοῦ. Ἴσως τὸ Βατοπαίδι νὰ φιλοξένησε ἄκαιρα τὴν ὑπερβολικὴ καὶ ἄδικη γιὰ τὴν ἀλήθεια εὔνοια καὶ τιμὴ τὰ προγενέστερα χρόνια. Ἴσως τώρα νὰ χρειάζεται νὰ ὑποδεχθεῖ τὴν ἐπίσης ὑπερβολικὴ καὶ ἄδικη γιὰ τὴν ἀλήθεια κρίση καὶ κριτική. Γιὰ τὴν ἀντιμετώπισή τους τότε χρειαζόταν ἡ εὔκολη ταπείνωση, τώρα ἡ δύσκολη, ἡ ἁγιορείτικη.

Πάντως ἡ ἐθνικὴ ζημιὰ ποὺ προκλήθηκε ἀπὸ τὴν κατάρρευση τοῦ κύρους τοῦ Ἁγίου Ὄρους ὡς συμβόλου ἀναφορᾶς καὶ ἐλπίδας στὶς ψυχὲς τῶν Ἑλλήνων καὶ ἀπὸ τὴν αἴσθηση τῆς συντριβῆς καὶ τῶν τελευταίων μεγάλων ἀξιῶν εἶναι πολὺ μεγαλύτερη ἀπὸ τὶς ὅποιες συνέπειες τῆς προκληθείσης ἀστάθειας, τοῦ τραυματισμοῦ τῆς πολιτικῆς ἀξιοπρέπειας καὶ τοῦ κλονισμοῦ τῆς θεσμικῆς ἀξιοπιστίας, πολὺ μεγαλύτερη καὶ ἀπὸ τὴ ζημιὰ ποὺ ὑπέστη τὸ ἴδιο τὸ Βατοπαίδι.

 

ΤΟ ΟΡΟΣ ΠΕΡΑΝ ΑΠΟ ΤΑ ΣΚΑΝΔΑΛΑ

Θὰ μποροῦσε γιὰ ὅλα αὐτὰ τὰ σκάνδαλα νὰ φταῖνε κάποιοι μονα­χοί. Ὁ ζῆλος τους νὰ τοὺς ὁδήγησε σὲ ἐκτροπὲς ἀπὸ τὸ ἁγιορείτικο φρόνημα, ὑπερβολικὲς διεκδικήσεις καὶ ἐσφαλμένες ἐπιλογές. Ἡ μεγάλη ἀγά­πη στὸν εὐλογημένο τόπο τῆς μετανοίας τους νὰ τοὺς παρέσυρε σὲ ὑπερβολικὴ προστασία τῶν δικαιωμάτων τῆς Μονῆς τους. Ἡ ὁρμὴ τῆς ἀποκαταστάσεως τῶν ὑποδομῶν σὲ συνδυασμὸ μὲ τὶς προβαλλόμενες ὡς μονα­δικὲς εὐκαιρίες νὰ ζάλισε τὴ σκέψη τους καὶ νὰ ἀστόχησαν στὴν ἀξιολόγηση τῶν καταστάσεων. Ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ ποὺ βοήθησαν, πολιτικοὶ ἢ πρόσωπα τοῦ κρατικοῦ μηχανισμοῦ, πολὺ πιθανὸν νὰ παραπλανήθηκαν ἀπὸ τὴν ἀγάπη τους καὶ νὰ ὑπερέβαλαν στὴ διευκόλυνση τῆς Μονῆς.

Ἐνῶ ὅμως εἶναι προφανὴς ἡ εὔνοια πρὸς τὴν Μονή, δύσκολα θὰ βρεῖ κανεὶς προσωπικὰ ὠφέλη στοὺς συντελεστὲς τοῦ παράξενου αὐτοῦ «σκανδάλου». Οἱ μοναχοὶ παρέμειναν τυλιγμένοι στὸ ἴδιο μαῦρο ράσο, ἐγκατεστημένοι στὸ ἴδιο λιτὸ κελλί τους, ἀκολουθῶντας τὸν ἴδιο μονότονο καθημερινὸ κανόνα τους, τηρῶντας ἀπαρέγκλιτα τὶς αὐστηρὲς νηστεῖες τους, ἀγρυπνῶντας μὲ τὸν ἴδιο τρόπο κατὰ τὶς ἀτέλειωτες νύχτες τους. Καὶ οἱ πολιτικοὶ οὔτε ψήφους κέρδισαν ἀπὸ τὸ μοναστήρι οὔτε τὸ περιεχόμενο τοῦ βαλαντίου τους κατάφεραν μὲ κάποιο τρόπο νὰ πολλαπλασιάσουν. Ὁ καλὸς λογισμὸς λέει ὅτι πιθανότατα ὅλοι θέλησαν νὰ βοηθήσουν. Μᾶλλον ἄκομψα. Ὁ μόνος κερδισμένος θὰ ἦταν ἡ Μονή. Ὄχι οἱ ἐκπρόσωποί της.

Ἀφοῦ δὲν κατάφεραν νὰ λειτουργήσουν στὴν κατὰ πάντα ἀσφαλῆ, καλογερική, σοφὴ καὶ προληπτικὴ λογικὴ τῆς μοναχικῆς αὐτάρκειας καὶ ὀλιγάρκειας, θὰ μποροῦσε οἱ εὐθυνόμενοι μοναχοὶ μὲ ἁγιορείτικη ἀρχοντιὰ τώρα νὰ ἀντιληφθοῦν τὰ τυχὸν σφάλματά τους καὶ ταπεινά, ἀντὶ νὰ τὰ ἀποκαταστήσουν, νὰ τὰ ὁμολογήσουν. Καὶ αὐτὸ εὐλογημένο εἶναι. Θὰ μποροῦσε πάλι, ἂν ἔχουν συκοφαντηθεῖ, νὰ σηκώσουν ἀξιοπρεπῶς, σταυρικῶς καὶ ἐν ταπεινώσει τὸ τεράστιο συκοφαντικὸ βάρος αὐτῆς τῆς ὑποθέσεως καὶ ἀντὶ νὰ περιποιηθοῦν τὴν κοσμικὴ εἰκόνα τους νὰ ἀρκεστοῦν στὸ βλέμμα τοῦ Θεοῦ καὶ μόνον. Αὐτὸ θὰ ἦταν πολὺ ἅγιο. Αὐτὸ θὰ ἀκύρωνε κάθε συνέπεια τοῦ προσωρινοῦ σκανδαλισμοῦ.

Θὰ μποροῦσε ὅμως καὶ νὰ εἶναι τὰ πάντα ἀληθινὰ σ’ αὐτὴ τὴν ὑπόθεση. Δὲν θὰ ἦταν ἡ πρώτη φορὰ οὔτε καὶ ἡ τελευταία. Ἡ Ἐκκλησία στὴν ἱστορία της ἔχει γνωρίσει τὴ συναύξηση τοῦ σίτου της μὲ τὰ ζιζάνια τῶν σκανδάλων. Ἡ ἀλήθεια της αὐτοαμύνεται καὶ δὲν κινδυνεύει ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη ἀδυναμία ἢ καὶ διαστροφή. Ὅπως οἱ ἀρετὲς τῶν πιστῶν δὲν προσθέτουν στὴν ἀξία της οὔτε καὶ τὰ σκάνδαλα τῶν ἐκπροσώπων της ὑποβαθμίζουν τὴν οὐσία της. Ἁπλά, τραυματίζουν τὴν εἰκόνα της καὶ νοθεύουν τὴ μαρτυρία της.

 Ἡ ἀξία τοῦ Ὄρους δὲν βασίζεται στὴ μεγάλη περιουσία του, οὔτε προσμετρᾶται μὲ τὸ πλῆθος τῶν κειμηλίων του, οὔτε κρύβεται μέσα στὴν πανέμορφη φυσικὴ παρακαταθήκη του, οὔτε ἐπιβεβαιώνεται ἀπὸ τὸ κῦρος καὶ τὴν ἀναγνώρισή του, οὔτε διασφαλίζεται μὲ τὰ εἰδικὰ προνόμιά του, οὔτε κατοχυρώνεται ἀπὸ τὴ σταθερὴ ἱστορικότητά του. Ἡ ἀξία τοῦ Ὄρους βρίσκεται πέραν καὶ ἀπὸ τὴν πνευματικότητά του, πέραν καὶ ἀπὸ τὶς ἀρετὲς ἢ τὰ χαρίσματα τῶν μοναχῶν του. Γι’ αὐτὸ εἶναι καὶ παραμένει ἀνεπηρέαστο ἀπὸ τὰ σκάνδαλά του.

Περιουσία του εἶναι ἡ ἡρωικὴ ἀκρότητα τῶν ποικίλων κλήσεων τῶν μοναχῶν του, ὅπως αὐτὴ ἐκφράζεται τὴν ἡμέρα καὶ στιγμὴ τῆς κουρᾶς τους. Ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἡ ἀνάλαφρη ψυχή ζυγίζει περισσότερο ἀπὸ τὰ βαρύγδουπα θέλγετρα τοῦ κόσμου· τὰ μὴ ὁρώμενα γίνονται πιὸ πιστευτὰ ἀπὸ τὴν ἑλκυστικὴ πολυχρωμία τῶν αἰσθήσεων· ἔννοιες ὅπως πλοῦτος, δόξα, ἡδονή, καταρρέουν συγκρινόμενες μὲ τὴν ἑκούσια πτωχεία, τὴ συνειδητὴ ταπείνωση, τὴν ἐπιδιωκόμενη ἄσκηση· τὰ νεκρὰ λείψανα τῶν ἁγίων ἀναδίδουν περισσότερη ζωὴ ἀπὸ τὰ ζωντανὰ σώματα τῶν πολιτῶν αὐτοῦ τοῦ κόσμου· ἡ ἐπιθυμία τοῦ θεϊκοῦ κόσμου καθιστᾶ τὰ πάντα «σκύβαλα», τὴ ματαιότητα ἀντιληπτή, τὴν ἐφημερότητα κατανοητή, τὴν καλο­ζωΐα  ἀναξιόπιστη, τὸν πόνο εὐεργέτη, τὴ συκοφαντία σωτηρία, τὴν «μωρία» καὶ τὸ «σκάνδαλο» τοῦ σταυροῦ «Θεοῦ δύναμιν καὶ Θεοῦ σοφίαν»[22]∙ ἐκείνη τὴ στιγμὴ καταρρέουν τὰ ἀνθρώπινα δικαιώματα καὶ τὴ θέση τους καταλαμβάνουν τὰ «γλυκύτερα ὑπὲρ μέλι καὶ κηρίον»[23] δικαιώματα τοῦ Θεοῦ καὶ «ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ ποὺ μένει εἰς τὸν αἰῶνα»[24].

Κειμήλιά του, εἶναι οἰ ἀσκητικοὶ ἀγῶνες τῶν συνεπῶς πρὸς τὶς ὑποσχέσεις τους ἀγωνιζομένων μοναχῶν του∙ θησαυροί του ἡ πληθὺς τῶν θαυμάτων καὶ σημείων του· χειρόγραφά του οἱ ἀποτυπώσεις τῶν χαρισμάτων καὶ ἐμπειριῶν τῶν ἁγίων του∙ περιβαλλοντικὴ ὀμορφιά του ὁ πλοῦτος τῆς λατρείας του∙ εὐωδία του τὸ ἄρωμα τῶν προσευχῶν∙ πηγὲς του τὰ δακρύρροα μάτια τῶν πατέρων του∙ καταστατικὸς χάρτης του ἡ συσσωρευμένη ἐμπειρία καὶ χάρις του ποὺ δίνει τὸ κριτήριο τῆς δόξας του καὶ τοὺς ὅρους τῆς αὐτοκριτικῆς του∙ κάτοικοί του οἱ τετελειωμένοι γνωστοὶ καὶ ἄγνωστοι ἅγιοί του, οἱ ταπεινοὶ καὶ ἐνδεχομένως κεκρυμμένοι ἐνασκούμενοι πατέρες του, μέσα στοὺς ὁποίους «τὸ πνεῦμα ὑπερεντυγχάνει στεναγμοῖς ἀλαλήτοις»[25], αὐτοὶ ποὺ δὲν ζοῦν στὸν εἰκοστὸ πρῶτο αἰῶνα, ἀλλὰ τῶν ὁποίων «τὸ πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει»[26].

Πρὸ ἐτῶν, τὸ 2003, ἐπισκέφθηκε τὸ Ἅγιον Ὄρος, ὁ τότε πρόεδρος τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Κοινοβουλίου Pat Cox. Ἀφοῦ ξεναγήθηκε καὶ ἐνημερώθηκε ἀπὸ ὁμιλητικοὺς λόγιους μοναχούς γιὰ τὴν ἱστορία, τὴ ζωή, τοὺς θησαυρούς, τὴν πολιτικὴ παρουσία του, τὸ μεγαλεῖο του, εὐχαρίστησε καὶ εἶπε: «Πέραν ἀπὸ τὶς περιγραφές σας, ἐγὼ τὸ ἀληθινὸ Ὄρος τὸ ἀντικρύζω στὴν ἀντανάκλαση τῶν ματιῶν, στὸ βλέμμα, αὐτοῦ τοῦ μοναχοῦ». Καὶ ἔδειξε τὸν Πρωτεπιστάτη τῆς χρονιᾶς ἐκείνης, ὁ ὁποῖος, χωρὶς νὰ ἀνοίξει τὸ δικό του στόμα, μὲ τὴν ταπεινή σιωπή του, ἄνοιξε τὴν καρδιὰ τοῦ Εὐρωπαίου προέδρου.

Τὴν Κυριακὴ τοῦ Θωμᾶ τοῦ ἔτους 2008, ἐπισκέφτηκε incognito μία ἀπὸ τὶς ἁγιορείτικες μονές, γιὰ τρεῖς μέρες, ὁ τότε πρόεδρος τῆς Ἑλβετίας Pascal Couchepin. Σὲ κάθε ἀκολουθία πήγαινε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ καὶ στεκόταν ὄρθιος. Οἱ πατέρες εὐγενικὰ τοῦ πρότειναν, ἀφοῦ οὔτε στὴν Ὀρθόδοξη λειτουργικὴ παράδοση ἦταν ἐκτεθειμένος οὔτε καὶ τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ γλῶσσα γνώριζε, νὰ νοιώσει ἄνετα νὰ καθυστερεῖ. Τότε τοὺς ἀπάντησε: «Μπορεῖ νὰ μὴν καταλαβαίνω τὴ γλῶσσα τῶν νοημάτων, αἰσθάνομαι ὅμως γιὰ πρώτη φορὰ ὅτι ἐδῶ ὅλοι ἀληθινὰ προσεύχονται καὶ ὁ Θεός εἶναι παρὼν καὶ τοὺς ἀκούει. Δὲν ἦλθα γιὰ νὰ κάνω μετάφραση οὔτε κάτι νὰ καταλάβει τὸ μυαλό μου∙ ἦλθα γιὰ νὰ βρεθῶ μπροστὰ στὸν Θεό, μαζὶ μὲ ἀνθρώπους ποὺ καὶ αὐτοὶ τὸ ἴδιο κάνουν. Εἶναι τὸ μόνο μέρος στὸν κόσμο ποὺ αὐτὸ εἶδα νὰ συμβαίνει».

Τὸ Ἅγιον Ὄρος εἶναι αὐτὸ ποὺ ἀντανακλᾶται στὰ μάτια τῶν μοναχῶν ποὺ πολὺ σεμνὰ τὰ ἀνοίγουν, στὸν διακριτικὸ λόγο αὐτῶν ποὺ γνωρίζουν νὰ σιωποῦν, στὴν ἀδιάψευστη ἀπόδειξη τῆς ἀτμόσφαιρας ποὺ δημιουργοῦν αὐτοὶ ποὺ ξέρουν νὰ προσεύχονται, στὰ ἀνεξίτηλα ἴχνη ποὺ ἀφήνει στὴν ψυχὴ ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ.

Αὐτὸ τὸ Ὄρος δὲν σκανδαλίζει. Αὐτὸ μόνον ἐμπνέει καὶ πείθει.

 

[1] Ὁμιλία στὴν Αἴθουσα τῆς Ἀρχαιολογικῆς Ἑταιρείας Ἀθηνῶν, ὀργανωθεῖσα ἀπὸ τὸν Σύλλογο «Οἱ Φίλοι
τοῦ Ἁγίου Ὄρους» τὴν 17η Δεκεμβρίου 2009.


[2] Ἰω. η΄ 23, ιη΄ 36.


[3] http://www.agiooros.net


[4] Διάλεξη στὴν Αἴθουσα τῆς Ἀρχαιολογικῆς Ἑταιρείας Ἀθηνῶν, ὀργανωθεῖσα ἀπὸ τὸν Σύλλογο «Οἱ
Φίλοι τοῦ Ἁγίου Ὄρους» τὴν 12η Μαΐου 1987.


[5] Draper, Robert: Called to the Holy Mountain, The Monks of Mount Athos, NATIONAL GEOGRAPHIC, Dec
2009.


[6] Papachryssanthou, D.: La Vie de Saint Euthyme le Jeune et la métropole de Thessalonique, Revue des
Etudes Byzantines, 32 (1974), σσ. 225-45.


[7] Σμυρνάκη, Γ.: Τὸ ἅγιον Ὄρος, σσ. 705-707.
 

[8] Alice-Mary Talbot, στὸ A. Bryer & M. Cunningham (ἐπιμ.), Mount Athos and Byzantine Monasticism
(Aldershot, 1996) σ. 77.


[9] Συνέντευξη στὸν Θ. Αὐγερινό, ΚΥΠΕ, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 15.01.2007.


[10] Σπήκ, Γκράχαμ: ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ: Ἀνανέωση στὸ Περιβόλι τῆς Παναγίας, ΙΝΔΙΚΤΟΣ, Ἀθήνα 2005, σ. 158.


[11] Bogdanovic, D., Djuric, V.J., Medakovic, D.Q Chilandar on the Holy Mountain, σσ. 40-42.


[12] Σπήκ, Γκράχαμ: ὅπ. παρ. σ. 137.

 
[13] Dölger, F.:  Mönschsland Athos, Münhen, 1943, σ. 19.


[14] Σπήκ, Γκράχαμ: ὅπ. παρ., σ. 122.


[15] Meyer, P.: Die Haupturkunden für die Geschichte der Athoskloster, Λειψία 1994.


[16] Morris, R.: Monks and Laymen in Byzantium, 843-1118, Cambridge, 1995, σ. 294-295.


[17] Meyer, P., ὅπ. παρ. σ. 215-218, Σπήκ, Γκράχαμ: ὅπ. παρ., σ. 215-216.

 
[18] Ἀπόρρητη ἐπιστολὴ Ἰωακείμ Γ΄ πρὸς Ἀνδρέα Κουντουριώτη, ἀρ. Πρωτ. 2442/19.10.1883, ἐν Καρδαρᾶ,
Χρήστου: Ἰωακείμ Γ΄ Χαρ. Τρικούπη, ἡ ἀντιπαράθεση, ἐκδ. ΤΡΟΧΑΛΙΑ, Ἀθήνα, 1998, σ. 233.


[19] Μητρ. Μύρων Χρυσοστόμου (Καλαϊτζῆ): Γεγονότα ἐπὶ τῆς ἐποχῆς τῶν δύο Πατριαρχιῶν Ἰωακεὶμ τοῦ Γ΄,
ἐκδ. Μητροπόλεως Μύρων, 2005, σσ. 46-47.


[20] Λουκ. στ΄ 26.


[21] www.romfea.gr (15.12.2009), www.inews.gr (16.12.2009)

 
[22] Α΄ Κορ. Α΄ 24.

 
[23] Ψαλμ. ιη΄18.

 
[24] Β΄ Κορ. θ΄ 9.


[25] Ρωμ. η΄ 28.

 
[26] Φιλ. γ΄ 20.