en ru

ΑΠΟΤΕΦΡΩΣΗ ΝΕΚΡΩΝ
Πρόκληση ποιμαντικῆς εὐθύνης καὶ μαρτυρίας
Μητροπολίτου Μεσογαίας & Λαυρεωτικῆς Νικολάου
Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
11 Mαΐου 2010



Μακαριώτατε,
Σεβασμιώτατοι ἅγιοι ἀρχιερεῖς,

Θὰ ἤθελα, ἐν πρώτοις, πολὺ νὰ εὐχαριστήσω τὴν Ἱερὰ Σύνοδο γιὰ τὴν τιμὴ αὐτῆς τῆς ὁμιλίας στὴν παροῦσα συνεδρία τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Ἡ δυνατότητα νὰ ἐκφέρει κανείς ἐνώπιον τοῦ ἀνωτάτου συνο­δικοῦ ὀργάνου τῆς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας μας λόγο καὶ νὰ καταθέσει τὶς σκέ­ψεις του μέσα σὲ μιὰ τόσο κρίσιμη γιὰ τὴν πορεία τῆς ἀνθρωπότητος καὶ τὴ μαρτυρία τῆς Ἐκκλησίας μας χρονικὴ στιγμή, μάλιστα πάνω σὲ ἕνα θέμα ποὺ φαίνεται νὰ ἐπι­κεντρώνει τὴν πρακτικὴ ἔκφρα­ση τῆς πίστεως καὶ τῆς εὐλα­βείας ἀφ’ ἑνὸς καὶ τὴν ὅπως ἐπιχειρεῖται ἀπὸ τὴ σύγχρονη ἐκκοσμικευ­μέ­νη ἀντι­διαλεκτικὴ σκέψη, μὲ τὸ ἐργαλεῖο τοῦ ὀρθοῦ λόγου καὶ τῆς ἀμφι­σβή­τη­σης, ἔμπρακτη ἀπαξίωση τῆς ἱερό­τητος τοῦ ἀνθρώπινου σώματος καὶ τοῦ κατ’ εἰκό­να Θεοῦ πλασμένου ἀνθρώπου ἀφ’ ἑτέρου εἶναι καὶ τιμή, εἶναι ὅμως καὶ εὐθύνη.

Α. Περιγραφὴ τοῦ προβλήματος σήμερα
Μετὰ ἀπὸ μακροχρόνιες προσπάθειες, τὴν 1η Μαρτίου 2006, ἡ Ἑλλη­νι­κὴ Κυβέρνηση ἔκανε δεκτὴ τροπολογία 10 βουλευτῶν διακομματικῆς ὑπο­στή­ριξης, ἡ ὁποία παρέχει τὴ δυνατότητα τῆς μεταθανάτιας ἀποτέφρωσης τῶν νεκρῶν στὴν Ἑλλάδα (Ἄρθρο 35, ΦΕΚ 57, Τεῦχ. Α΄ 15.3.2006), μὲ τὴν προ­ϋπό­θεση ὅτι κάτι τέτοιο εἶναι συμβατὸ μὲ τὶς θρησκευτικές τους πεποιθήσεις.
Τὸν περασμένο Μάρτιο ἐξεδόθη καὶ τὸ ὑπ’ ἀριθμ. 31/2009  (ΦΕΚ 49/Α` /23.3.2009) Προεδρικὸ Διάταγμα ποὺ περιλαμβάνει τὶς «προϋποθέσεις καθο­ρι­σμοῦ τῶν χώρων δημιουργίας Κέντρων Ἀποτέφρωσης Νεκρῶν», ὅπως καὶ τοὺς «ὅρους, τὸν ἔλεγχο τῆς λειτουργίας τους καὶ εἰδικότερες προϋπο­θέσεις», τὴ δια­χείριση τῆς τέφρας κ.λπ.
Μετὰ ἀπὸ λίγους μῆνες, τὸν παρελθόντα Ἰούλιο, ὑπογράφηκε κοινὴ Ὑπουρ­γικὴ ἀπόφαση μὲ σχετικὲς τροποποιήσεις (Υ.Α. οικ. 141270/2009  (ΦΕΚ 1411/Β`/15.7.2009).
Κατόπιν τούτων, ἡ δυνατότητα ἀποτεφρώσεως τῶν νεκρῶν στὴ χώρα μας ἔχει πλέον θεσμικὰ κατοχυρωθεῖ καὶ ἤδη ὁ δρόμος γιὰ τὴν κατα­σκευὴ τῶν πρώ­των ἀποτεφρωτήρων ἔχει ἀνοίξει. Παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ἐφαρμογὴ τοῦ νόμου προϋποθέτει τὴ συμβατότητα τῶν θρησκευτικῶν πεποιθήσεων, πολὺ σύντομα, ἡ Ἐκ­κλησία μας θὰ συναντήσει τὸ πρόβλημα στὴν πράξη καὶ συναφῆ μὲ αὐτὸ ἐρω­τήματα καὶ διλήμ­ματα θὰ μᾶς ἀπασχολήσουν. Ὑπὸ αὐτὴν τὴν ἔν­νοια, τὸ ἐνδι­αφέρον τῆς Ἱερᾶς Συνόδου εἶναι καὶ ἐπίκαιρο καὶ δικαιολο­γη­μένο καὶ συνετό.

Β. Ἱστορικὸ στὴν Ἑλλάδα
Στὴ σύγχρονη Ἑλλάδα, τὸ θέμα πρωτοεμφανίσθηκε τὸ 1943 μὲ τὴν προσ­πάθεια ἱδρύσεως σωματείου μὲ τὴν ὀνομασία «Ἑταιρία πρὸς διάδοσιν τῆς καύ­σεως τῶν νεκρῶν», ἡ ὁποία ὅμως ἀπέτυχε λόγῳ ἀπορρίψεως τοῦ σχετικοῦ αἰτήματος ἀπὸ τὸ Πρωτοδικεῖο Ἀθηνῶν. Μετὰ τρία χρόνια συνεστήθη ἡ λεγό­­μενη «Ἐπιστημονικὴ Ἑταιρία πρὸς μελέτην τῶν διαφόρων συστημάτων τῆς μετα­χειρίσεως τῶν νεκρῶν». Λίγο ἀργότερα ὁ διάσημος μουσουργὸς Δημή­­­τρης Μητρό­πουλος ζήτησε νὰ καεῖ μετὰ θάνατον τὸ σῶμα του, πράγμα ποὺ προκάλεσε μεγάλη ἀναστάτωση, ὁδήγησε στὴν κυκλοφορία τοῦ προπα­γανδίζοντος τὴν ἰδέα βιβλίου τοῦ ἰατροῦ Δημητρίου Θεοδωρίδου «Ἡ καῦσις τῶν νεκρῶν» καὶ τέλος στὴ συζήτηση τοῦ θέματος ὑπὸ τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος κατὰ τὴν 106η περίοδό της, τὸ 1961.
Σύνοψις ὅλων αὐτῶν παρουσιάζεται στὴν πολὺ ἐνδιαφέρουσα μελέτη τοῦ Μητροπολίτου Κυθήρων Μελετίου Γαλανοπούλου τὸ ἑπόμενο ἔτος μὲ τὸν τίτλο: «Διατί ταφὴ καὶ ὄχι καῦσις τῶν νεκρῶν;»

Γ. Προφάσεις καὶ ἐπιχειρήματα
Μὲ βάση καὶ τὰ ἀρνητικὰ ἐρεθίσματα ποὺ δημιουργεῖ ἡ ἄσχημη σήμερα πρα­γματικότητα τῆς κηδείας καὶ τῆς ταφῆς, τὰ ἐπιχειρήματα ποὺ ἐπιστρα­τεύ­ονται στὴν ὑπεράσπιση τῆς καύσεως τῶν νεκρῶν ἀπὸ διάφορους πολιτι­κούς, φιλοσό­φους καὶ καλλιτέχνες εἶναι κατὰ βάσιν τὰ ἑξῆς:

α. Ἔλλειψη χώρου
Τὸ πρῶτο ἐπιχείρημα εἶναι ἡ ἔλλειψη χώρου. Αὐτὸ ἰσχύει κυρίως γιὰ τὴν Ἀθήνα καὶ τὶς μεγαλουπόλεις. Μιὰ τεράστια πόλη μὲ δυσανάλογο πρὸς τὴν ἔκτασή της πλη­θυσμὸ εἶναι πολὺ φυσικὸ νὰ διαθέτει περιορισμένης ἐκτάσεως κοιμητήρια γιὰ νὰ φιλο­ξενήσουν ἕνα διαρκῶς αὐξανόμενο ἀριθμὸ νεκρῶν. Κατὰ καιροὺς ἔχουν προταθεῖ λύσεις, λιγότερο ἢ περισσότερο πρακτικές, σχε­τ­ι­κὰ μὲ τοὺς οἰκο­γε­νειακοὺς τάφους ἢ τὴν ἀποσυμφόρηση τῶν κοιμητηρίων μὲ μετάθεση τῆς ταφῆς στὴν ἐπαρχία, ὅπου αὐτὸ εἶναι δυνατὸν κ.ο.κ.
Τὸ ἐπιχείρημα ὅτι δὲν ἔχουμε χῶρο στὰ κοιμητήριά μας ἢ χώρους γιὰ κοιμητήρια εἶναι φαινομενικὰ αἰτιολογημένο, στὴν οὐσία ὅμως ἀποτελεῖ πρό­φαση. Ὅπως εἶναι ἀνάγκη στὴν πολύκοσμη Ἀθήνα νὰ δημιουρ­γηθοῦν χῶροι γιὰ parking, ἀναψυχή, γήπεδα, πολυκαταστήματα κ.τ.λ., ἔτσι μπορεῖ νὰ λη­φθεῖ καὶ ἡ δέουσα πρόνοια γιὰ τοὺς νεκρούς. Ἡ ἀγάπη καὶ ὁ σεβασμὸς δημι­ουργοῦν καὶ χῶρο καὶ προϋποθέσεις.
Στὴν πραγματικότητα καῖμε ἕνα σῶμα ὄχι γιατὶ δὲν θέλουμε αὐτὸ νὰ ζήσει, ἀλλὰ γιατὶ δὲν θέλουμε ἐμεῖς νὰ ζήσουμε αἰώνια. Ἡ φυσικὴ ὕπαρξη, ἔστω καὶ τῶν ὀστῶν, ἔστω κι ἂν δὲν τὰ βλέπουμε, θυμίζει τὴ συνέχειά μας, παραπέμπει στὴν αἰω­νιό­τητα. Οἱ κοινωνίες μὲ αὐτὴν ἔχουν πρόβλημα, ὄχι μὲ τὸν χῶρο· μὲ τὸν Θεό, ὄχι μὲ τὸν νεκρό.
Στὶς μωαμεθανικὲς χῶρες, ποὺ ἀπαγορεύεται ἡ ἐκταφὴ ἢ ἡ σὲ κατακό­ρυφα ἐπίπεδα ταφή, ποὺ οἱ πληθυσμοὶ εἶναι πυκνοὶ καὶ αὐξανόμενοι καὶ οἱ νεκροὶ πολὺ περισσότεροι, πῶς χωροῦν τὰ κοιμητήρια;
Τὸ κριτήριο τῆς ἔλλειψης τοῦ χώρου, εἶναι συναφὲς καὶ μὲ αὐτὸ τῆς ἔλλειψης τοῦ χρόνου. Δὲν ὑπάρχει χρόνος γιὰ τὴν κηδεία. Αὐτὸ εἶναι τὸ ἑπόμενο βῆμα· καὶ εἶναι πιὸ λογικό. Δὲν προλαβαίνουμε. Ζητοῦμε τὴ συντόμευση τῆς κηδείας. Ἡ Ἐκκλησία ὅμως πάντα θὰ προτιμᾶ τὴ διανυκτέρευση στὸ σπίτι, τὴν κηδεία στὴν ἐνορία καὶ τὴν ταφὴ στὸ κοιμητήριο.

β. Λόγοι ὑγείας, ἀποφυγὴ μικροβίων
Ἕνας δεύτερος λόγος ποὺ συχνὰ ἀκούγεται ὅτι ἐπιβάλλει τὴν καύση τῶν νεκρῶν εἶναι οἱ λόγοι ὑγιεινῆς. Ἀλλὰ τί εἰρωνεία! Σὲ μιὰ ἐποχὴ ὅπου, ἐντε­λῶς ἀδικαιολόγητα καὶ ἀπὸ χιλιάδες αἰτίες, ἔχει καταμολυνθεῖ τὸ οἰκοσύστημα καὶ ἀπει­λεῖται τὸ σύνολο τῆς γήινης βιόσφαιρας, ὅπου πετοῦμε πιὸ πολλὰ ἀπ᾿ ὅσα χρησιμοποιοῦμε καὶ ἡ τεχνολογία τῶν ἀποβλήτων συναγωνίζεται αὐτὴν τῶν προ­ϊόντων, εἶναι πράγματι ὑπο­κριτικό, ἐνῶ καταστρέψαμε περιβαλ­λοντικὰ ὅ,τι φαίνε­ται καὶ ζεῖ, τώρα νὰ νοιώ­θουμε πὼς κινδυνεύουμε ἀπὸ τὰ μικρόβια τῶν νεκρῶν, ποὺ οὔτε φαίνονται, οὔτε φυσικὰ ἀπειλοῦν∙ ὑπάρχουν μόνο στὰ μυαλὰ τῶν σύγχρονων μηδενιστῶν. Τὴ μόλυνση τὴ δημι­ουργοῦν οἱ ζωντανοί, ὄχι οἱ νεκροί.
Ἄν τὰ νεκροταφεῖα ἀποτελοῦν ἑστίες μολύνσεως, καλύτερα νὰ παρα­μεί­νουν ὡς ἔχουν παρὰ νὰ ἀποδοθοῦν γιὰ ὁποιαδήποτε χρήση μὲ τὸν μολυ­σμὸ ποὺ ἤδη δῆθεν φέρουν.

γ. Ἀνθρώπινο δικαίωμα. Νομιμοποίηση εὐθανασίας;
Ἕνας ἰσχυρὸς λόγος ποὺ κάποιοι προτάσσουν γιὰ τὴν καύση εἶναι τὰ λεγό­μενα ἀτομικὰ δικαιώματα, τὸ δικαίωμα τῆς αὐτοδιάθεσης. Ἡ καύση τῶν νεκρῶν ὅμως δὲν εἶναι ἀτομικὸ δικαίωμα τοῦ νεκροῦ πλέον ἀνθρώ­που· ἡ διατήρηση τοῦ σώματός τους ἀποτελεῖ κοινωνικὴ ὑποχρέ­ωση σεβα­σμοῦ καὶ ἐπιβιώσεως τοῦ προσώπου του. Εἶναι ἀδύνατο τὸ θέλημα τοῦ ἑνὸς -κι ἂς ἀποκαλεῖται αὐτὸ δικαίωμα- νὰ προσκρούει στὴν ἀνάγκη γιὰ σεβασμὸ τοῦ συνόλου -ἂν βέβαια ἀκό­μη ὑπάρχει κάτι τέτοιο. Δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι δικαί­ωμα κάποιου νὰ τὸν ...κάψουν κάποιοι ἄλλοι! Τὸ θέμα δὲν εἶναι ἂν κάποιος ἐπιθυμεῖ νὰ καεῖ· εἶναι ἂν ἡ κοινωνία θὰ δεχθεῖ νὰ τὸν κάψει. Ἡ καύση τῶν νεκρῶν εἶναι πρόβλημα γι᾿ αὐτὸν ποὺ τὴν ἐπιτελεῖ καὶ ὄχι γι᾿ αὐτὸν ποὺ τὴν ὑφίσταται.
Τὸ κοινωνικὸ ἀγαθὸ ὡς ἀξία εἶναι ἀνώτερο κάθε ἀτομικῆς ἐπιλογῆς. Ἂν ἡ ταφὴ ἀποτελεῖ ἀξία, τότε ἡ καύση δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἀτομικὸ δικαίωμα. Ἂν πάλι ἡ ἐπιθυμία ἑνὸς νὰ καεῖ εἶναι ὑπερτέρα τῆς ἀνάγκης τῆς κοινωνίας γιὰ σεβασμὸ τοῦ νεκροῦ σώματος, τότε τὸ ἴδιο ἐπιχείρημα δὲν θὰ μποροῦσε νὰ φέρει στὸ προσ­κήνιο ἀπὸ νέα ὁπτικὴ τὸ θέμα τῆς εὐθανασίας; Ἂν ἡ κοινωνία ἔχει ὑπο­χρέ­ωση νὰ κάψει ὅποιον τὸ ἐπιθυμεῖ, τότε θὰ εἶναι καὶ ὑποχρεωμένη νὰ διευκολύνει καὶ τὸν θάνατο αὐτοῦ ποὺ τῆς τὸ ζητεῖ. Ἡ ὑποχώρηση στὴ καύση τῶν νεκρῶν μὲ τὸ αἰτιολογικὸ τοῦ ἀτομικοῦ δικαιώματος θὰ καταστήσει τὴν εὐθανασία ἐπιβε­βλημένη κοινωνικὴ ὑποχρέωση.
Ἐπι πλέον, ἀπὸ ἐκκλησιαστικῆς ἀπόψεως, ὅπως ὑποστηρίζει σὲ πρόσφατο δημοσίευμά του ὁ Σεβ. Μητρο­πολίτης Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος, «τὸ σῶμα τοῦ κάθε πιστοῦ ἀνήκει καὶ στὰ λοιπὰ ἐκκλησιαστικὰ μέλη∙ ἄρα καὶ ἡ μετὰ θάνατον τύχη ἑνὸς σώματος δὲν ἀφορᾶ μόνον τὴν ἐπιθυμία τοῦ νεκροῦ, ἀλλὰ εἶναι ὑπό­θεση ὅλων τῶν μελῶν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος».
Ἀντίθετα πρὸς τὴν καύση νομικὰ ἐπιχειρήματα παρουσιάζει ἡ Ἰατρο­δικα­στικὴ Ὑπηρεσία, διότι δὲν θέλει νὰ χάσει στοιχεῖα ποὺ βοηθοῦν στὴν ἐξι­χνίαση διαπραχθέντων ἐγκλημάτων.

δ. Τὸ ἀποτρόπαιον τοῦ θανάτου
Ἡ ταφὴ ἀποτελεῖ ἀναντίρρητα μιὰ συναισθηματικὰ πολὺ δύσκολη εἰκό­να. Βλέπεις τὸ οἰκεῖο σου πρόσωπο δίχως πνοή, δίχως ζωή, γιὰ τελευταία φορὰ νὰ κατεβαίνει ἀνεπίστρεπτα στὰ σπλάγχνα τῆς γῆς. Δὲν θὰ ξανα­ντι­κρύ­σεις τὴν οἰκεία ὄψη. Ἤδη ἔχει ἀρχίσει ἡ διαδικασία τῆς ἀποσυνθέσεώς του. Ὁ πειρασμὸς νὰ ἀπο­φύγει κανεὶς τὴν ἐμπειρία δὲν εἶναι ἀμελητέος. Ἡ στρου­θοκαμηλικὴ νοοτροπία τῆς ἐποχῆς μας προκρίνει τὸ νὰ ἀγνοοῦμε ἢ νὰ μὴν ἀντι­κρύζουμε τὴν πραγμα­τι­κό­τητα, παρὰ νὰ τὴν προβάλλουμε πάνω στὴν ἀλή­θεια. Προτιμάει κανεὶς νὰ βλέ­πει ἕνα κουτάκι παρὰ νὰ ἀντικρύζει ἕνα πτῶ­μα. Τὸ πρῶτο εἶναι ἁπλὸ ἀντικείμενο. Τὸ σῶμα εἶναι νεκρὸ ὑποκείμενο. Βλέπο­ντας τὸ πρῶτο ξεχνᾶς τὸ πρόσωπο. Ἀντι­κρύζοντας τὸ δεύτερο θυμᾶσαι τὸ πρόσωπο, σκέπτεσαι τὸ θάνατό του, αἰσθά­νεσαι τὴν ἀπειλή του. Καὶ αὐτὸ πονᾶ.


Δ. Βαθύτερα αἴτια τοῦ αἰτήματος τῆς καύσης
Πέραν ὅμως τῶν διαφόρων προφάσεων ὑπάρχουν βαθύτερα αἴτια τῆς ἐπίμονης ἐπιλογῆς τῆς καύσεως τῶν νεκρῶν:

α. Ὁ μηδενιστικὸς τρόπος ζωῆς
Ἡ κοινωνία μὲ τὴν καύση τῶν νεκρῶν προσυπογράφει τὸ μηδενισμό της. Μιὰ κοινωνία ποὺ δὲν ἀντέχει τὸν ἄνθρωπο οὔτε στὴν ἀσθένειά του, οὔτε στὴν ἀδυναμία του, οὔτε στὸ θάνατό του, μιὰ κοινωνία ποὺ καίει τοὺς νεκρούς της, μιὰ κοινωνία ποὺ καταστρέφει καὶ τὴν ἀνάμνηση τῆς ζωῆς καὶ τὴν ἐνθύμηση τῶν μελῶν της -αὐτὸ εἶναι τὰ λείψανα-, μιὰ κοινωνία ποὺ κάνει τὴν ἀρχὴ τοῦ ἀνθρώ­που τεχνητὴ καὶ ἐπλεκτικὴ καὶ τὸ τέλος του ὁριστικὸ καὶ ἀμετάκλητο, μιὰ κοι­νωνία ποὺ ἀρνεῖται τὴν πνοὴ τοῦ αἰώνιου καὶ ἐγκλωβίζεται στὴν ἀσφυξία τοῦ ἐφήμε­ρου, τί σχέση μπορεῖ νὰ ἔχει αὐτὴ ἡ κοινωνία μὲ τὴ ζωή; Ἀκόμη καὶ οἱ ἄθεοι ὑπογράμμιζαν τὴν ἀνάμνηση τῶν ἐπίγειων θεῶν τους μὲ ταριχεύσεις τῶν σωμάτων τους (περίπτωση Λένιν) ἢ ὅπου αὐτὸ δὲν ἦταν δυνατὸν μὲ κατασκευὲς ἀγαλμάτων καὶ ψεύτικων ὁμοιωμάτων.
Φαίνεται πὼς τὸ ἀποτέλεσμα τοῦ ἀνθρωπισμοῦ χωρὶς Θεό, τοῦ πολι­τισμοῦ χωρὶς ἀξίες καὶ τοῦ μηδενισμοῦ χωρὶς σκοπό, τὸ ἀποτέλεσμα τῆς σύγ­χυσης τῆς ἀθεΐας εἶναι ἡ ἐξαφάνιση τοῦ ἀνθρώπου, ἡ καύση καὶ τοῦ τελευ­ταίου ὑπολείμ­μα­τός του. Ἡ καύση τῶν νεκρῶν ὁδηγεῖ στὴν καύση τῆς ἀνθρώ­πινης ἀξιοπρέ­πειας.

β. Ἡ ἐπιθυμία ἀποθρησκευτικοποιήσεως τῆς κοινωνίας
Στὴν ἀναζωπύρωση τοῦ ὅλου θέματος ὁδηγεῖ καὶ μιὰ προσπάθεια πρόκλη­σης τῆς Ἐκκλησίας καὶ σταδιακῆς νέκρωσης τοῦ αἰσθητη­ρίου τῆς πίστεως. Ἡ ἔννοια τῆς αἰωνιότητος ὅλο καὶ ἀπομα­κρύνεται ἀπὸ τὴν ἐμπει­ρία τῆς ζωῆς μας. Κάθε τι ποὺ τὴν ὑπενθυμίζει καὶ διακριτικὰ τὴν ὑπογραμ­μίζει βαθμιαία γίνεται ἀνε­πι­θύμητο στὴν ἀποδοχή του καὶ ἐνοχλητικὸ στὴν πρα­κτική του.
Ἡ ταφὴ ἔχει μιὰ τελετουργία ἐμφανῶς πιὸ ἔντονη ἀπὸ τὴν καύση. Ἡ προσπάθεια εἰσαγωγῆς τῆς καύσης δημιουργεῖ μιὰ ἀπότομη ἀλλοίωση στὰ κοινω­νικά μας ἤθη καὶ εἰσάγει εἰκόνες, παραστάσεις καὶ λογικὴ ἐντελῶς ξένες πρὸς τὶς ἐπικρατοῦσες στὸν τόπο μας. Αὐτὸ τὸ νέο σκηνικὸ καίρια προσβάλλει τὸ μονο­πώλιο τῆς ἐκκλησιαστικῆς καὶ μεταφυσικῆς εἰκόνας τῆς κηδείας ποὺ χαρακτη­ρίζεται ἀπὸ τὴν ταφή. Ἡ ταφὴ εἶναι περισσότερο μυστήριο, ἐνῶ ἡ καύση τελετὴ ἢ διαδικασία.
Πρόσφατα δημοσιεύθηκε ἄρθρο τοῦ Χρήστου Γιανναρᾶ μὲ τίτλο «Γιατί τόσο ἀντιμεταφυσικὸ μένος;» στὸ ὁποῖο ὑποστηρίζει ὅτι ὅλη ἡ δῆθεν ἐκσυγ­χρο­νιστικὴ νοοτροπία τῶν τελευταίων ἐτῶν στὸν τόπο μας, στὴν οὐσία χτυ­πάει τὸν πολιτι­σμό καὶ τὴν παράδοσή μας, μὲ ἐργαλεῖο καὶ λογικὴ ἐντελῶς ξένα πρὸς τὴν ταυτό­τητά μας. Ἀποτελεῖ «συμπλεγματικὴ ἀντιμεταφυσικὴ μονο­­μανία» ποὺ ἑδρά­ζεται σὲ μιὰ «βασανιστικὴ ψυχολογικὴ ἀνασφάλεια». Καὶ ὄχι μόνον.

γ. Ἡ κυριαρχία τῆς χρηστικῆς ἀντίληψης εἰς βάρος τοῦ σεβα­σμοῦ καὶ τῶν ἀξιῶν
Ἡ πρακτικὴ καὶ χρηστικὴ ἀντίληψη ἔχουν ἐπικρατήσει καὶ μᾶς ἔχουν πείσει γιατὶ μέσα στὴν καρδιά μας ἔχει ἔντονα ἀδυνατήσει ἡ πνευματικὴ καὶ βιωματικὴ διάσταση τοῦ γεγονότος. Τὸ ἀληθινὸ καὶ ὡραῖο ἔχει ὑποταγεῖ στὴ γύμνια καὶ σκληρότητα τῆς ὀρθολογιστικῆς πρακτικῆς. Ὅλα γίνονται βιαστικὰ καὶ τυπικά. Ὅ,τι ὅμως δὲν ἔχει ὑπομονὴ δὲν ἔχει οὔτε βάθος οὔτε διάρκεια. Οὔτε ρίζες οὔτε αἰωνιότητα. Ἔτσι ψέλνουμε «αἰωνία ἡ μνήμη», ἀλλὰ ταυτό­χρονα ἡ δική μας μνήμη εἶναι σφιχτὰ κλεισμένη· προσπαθοῦμε νὰ ξεχάσουμε.
Συχνὰ ἀκούγεται τὸ λογικοφανὲς ἐπιχείρημα: ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία κηδεύει κάποιον ποὺ ἔχει ἀπανθρακωθεῖ ἀπὸ ἀτύχημα χωρὶς καμμία δυσκολία ἢ ἐπι­φύλαξη, γιατί νὰ δυσκολεύεται νὰ ἀποδεχθεῖ τὴν καύση κάποιου ποὺ οἰκειο­θελῶς τὴν ἐπιλέγει; Ἡ ἀπάντηση εἶναι ὅτι ἄλλο καίγεται ἕνας ζωντανός καὶ ἄλλο καῖμε ἕνα νεκρό. Τὸ πρῶτο εἶναι τραγικὸ ἀτύχημα. Τὸ δεύτερο ἀδικαι­ολόγητη βία.
Ὑπάρχει περίπτωση ποὺ ἡ Ἐκκλησία ἐκδηλώνει τὸν σεβασμό της μὲ καύση. Ὅταν παλιώσουν κάποια ἄμφια ἢ ὅταν ὑπάρχουν εἰκόνες κατε­στραμ­μένες, τότε ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία ποὺ θεωρεῖ ἀσέβεια τὴν καύση τῶν εἰκόνων -αὐτὸ ἔκαναν οἰ εἰκονομάχοι- τὶς καίει γιὰ νὰ τὶς προφυλάξει ἀπὸ βεβήλωση.
Τέλος, δὲν εἶναι λίγοι αὐτοὶ ποὺ ἐπικαλοῦνται καὶ οἰκονομικοὺς λόγους γιὰ τὴν καύση, ἄσχετα ἂν τὸ ἐπιχείρημα αὐτὸ δὲν φαίνεται ἀντικειμενικὰ νὰ εὐστα­θεῖ. Ἡ ἀναγωγὴ ὅμως καὶ μόνον τοῦ θέματος τοῦ θανάτου καὶ τοῦ λειψά­νου τοῦ σώματος σὲ οἰκονομικὴ λογικὴ τί ἄλλο δείχνει παρὰ ὅτι οἱ ἀξίες καὶ οἱ ἰδέες τελοῦν ἐν διωγμῷ στὶς κοινωνίες μας;

δ. Λάθη καὶ σφάλματα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς καὶ πρακτικῆς
Στὸ σημεῖο αὐτό, ἀξίζει νὰ γίνει ἀναφορὰ καὶ στὴν ἀσέβεια ἡ ὁποία συχνὰ ἐπι­τελεῖται ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς κληρικούς. Ἡ ζωή μας ὄχι μόνον ἀπέχει ἀπὸ τὸν λόγο μας, ἀλλὰ κάποιες φορὲς διαψεύδει τὴν πίστη καὶ θεολογία μας. Στὴν κατάσταση ποὺ ἐπι­κρατεῖ στὰ κοιμητήρια εἴμαστε ἀναντίρρητα συνυπεύθυνοι κι ἐμεῖς. Καὶ ἡ συμπεριφορά μας καὶ ἡ ἀπουσία ἐκκλησιαστικῆς αἰσθητικῆς καὶ ὁ σκληρὸς λόγος μας, ἔχουν ὡς συνέπεια ἀντὶ νὰ λειτουργοῦμε ἀνακουφιστικά, παρηγο­ρητικά καὶ ἐνισχυτικά, νὰ αὐξάνουν συχνὰ τὸν πόνο καὶ νὰ ἀποδυναμώνουν τὴν πίστη. Στὴν καλύτερη περί­πτωση, ἔχουμε ὑποτάξει τὴν προσευχὴ στὶς ἀπαιτήσεις τῆς κοσμι­κῆς ψυχο­λογίας, καὶ ἔχουμε ἐκφυλίσει τὸ μυστήριο τοῦ θανάτου γιὰ τὸ ὁποῖο μιλοῦμε σὲ τελετὴ τὴν ὁποία καταστρέψαμε.
Ἐπίσης, δὲν ποιμαίνουμε σωστὰ οὔτε κατηχοῦμε τὸν λαὸ μὲ λόγο καὶ ζωή. Θεωροῦμε ὡς ἐχθροὺς καὶ πολέμιους κάποιους ποὺ δὲν μᾶς κατανοοῦν καὶ ὄχι ἐμᾶς ποὺ ἡ ζωή μας καταργεῖ τὰ ἐπιχειρήματά μας. Δὲν κατανοοῦμε τὴν ἀλλαγὴ τῶν καιρῶν, τοῦ τρόπου σκέψης τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν κοινω­νιῶν καὶ ἐφη­συχάζουμε ἐπαναπαυόμενοι στὸ μεγα­λεῖο τῆς ἱστορίας καὶ τοῦ παρελθόντος μας. Κι ἔτσι ὁ μὲν λόγος μας δὲν εἶναι πειστικὸς γιατὶ δὲν εἶναι κατανοητός, ἡ δὲ ζωή μας γιατὶ δὲν ἐμπνέει.


Ε. Τὸ σήμερα καὶ τὸ χθὲς
Στὸ σημεῖο αὐτό, ἂς ἐπιχειρήσουμε μία περιγραφικὴ σύγκριση τοῦ παρελ­θόντος τῆς παραδοσιακῆς ταφῆς μὲ τὴ σύγχρονη πρακτική της, στὸ πλαίσιο μιᾶς μεγαλουπόλεως.
Ἡ σημερινὴ εἰκόνα
Σὲ μιὰ πόλη μεγάλη σὰν τὴν Ἀθήνα ἔχει πλέον δημιουργηθεῖ μιὰ νέα εἰκό­να τῆς κηδείας. Ὁ νεκρὸς δὲν διανυκτερεύει στὸ σπίτι του, ἀλλὰ σὲ ψυγεῖο. Οὔτε θαύεται τὴν ἑπομένη, ἀλλὰ συνήθως καθυστερεῖ. Οἱ γείτονες, ἀποξενωμένοι ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλο καὶ ἑρμητικὰ κλεισμένοι στὸν ἑαυτό του ὁ καθένας, ἀρνοῦνται τὸ θέαμα καὶ τὴν κατάσταση ποὺ δημιουργεῖ. Ἡ ἐκφορὰ τοῦ νεκροῦ δὲν γίνεται πλέον ἀπὸ τὸ σπίτι του -τὸν τόπο τῆς ἐκφράσεώς του- ἀλλὰ ἀπὸ τὸ δημόσιο κοι­μη­τήριο -τὸν τόπο τῆς δημοτικῆς ἐκμεταλλεύσεώς του, ποὺ συνήθως μάλιστα ἀποκαλεῖται νεκροταφεῖο. Ἔτσι δὲν τὸν ξαγρυπνοῦμε.
Ὁ χῶρος ἀποχαιρετισμοῦ τοῦ νεκροῦ εἶναι τὸ ἀπρόσωπο περιβάλλον μιᾶς ψυχρῆς αἴθουσας ἑνὸς κοιμη­τηρίου, καὶ μάλιστα μαζὶ μὲ ἄλλους. Τὸ γεγονὸς χάνει τὴ μονα­δικότητά του. Οἱ μεταφορεῖς τῆς σωροῦ, οἱ νεκρο­θάπτες, οἱ ψάλτες εἶναι ἄγνωστοι, ποὺ πληρώνονται καὶ ποὺ συνεχῶς αὐτὴ τὴ δουλειὰ κάνουν. Πρόσωπα ἐθισμένα καὶ ὡς ἄγνωστα ἐντελῶς ἀμέτοχα στὴν ἱερότητα ἢ τουλάχιστον στὸ συναισθηματικὸ δρᾶμα τῆς ἀκολουθίας καὶ στὸ πραγματικὸ τῆς οἰκογενείας. Οἱ φίλοι καὶ οἱ γνωστοὶ δὲν συμμετέχουν ἐνεργὰ στὴν πρακτικὴ διαδικασία τῆς κηδείας. Ἁπλά, παρακολουθοῦν παθητικά.
Ὁ ἱερέας, τὸ ἴδιο κουρασμένος, ψυχρὸς καὶ ἀδιάφορος. Ὅπως ὁ γιατρὸς ἔχει συνηθίσει τοὺς ἀσθενεῖς, αὐτὸς ἔχει συνηθίσει νὰ βλέπει τοὺς νεκρούς. Ἀδυνατεῖ νὰ συμμετάσχει. Τὰ λερωμένα του ἄμφια, ἡ σκληρὴ καὶ ξερὴ ἀπὸ τὸν κόπο καὶ τὴ συνήθεια φωνή του, ἡ μπουχτισμένη μορφή του, δίπλα στὸν κακό­γουστο διάκοσμο -ἀπογοητευτικὸ ἀποτέλεσμα τυποποι­ημένης ἐπαγγελμα­τικῆς διαδικασίας καὶ ὄχι εὐλαβοῦς εὐαισθησίας προσφιλῶν προσώπων-, τὰ χιλιοπατη­μένα χαλιά, τοὺς ἀνούσιους λόγους, καὶ τὶς παγερές ὄψεις τῶν δημο­τικῶν ὑπαλ­λήλων τοῦ κοιμητηρίου καὶ τὶς ἐπαγγελματικὲς τῶν ἐργολάβων, δεμένες μὲ τοὺς δυτικόπληκτους ξελαρυγγισμοὺς μιᾶς παράταιρης χορωδίας ἢ τὴν μοιρολογικὴ φωνὴ ἑνὸς ψάλτη τῆς παλαιολιθικῆς ἐποχῆς συνθέτουν μιὰ εἰκόνα ποὺ θυμίζει πιὸ πολὺ τὸ θάνατο ἀπ᾿ ὅσο ὁ ἴδιος ὁ νεκρός.
Ἡ κηδεία κατήντησε νὰ εἶναι περισσότερο μιὰ τελετὴ συμπαραστά­σεως στοὺς συγ­γενεῖς παρὰ μιὰ ἐκκλησιαστικὴ πράξη συντόνου καὶ ἐντόνου προσευχῆς γιὰ τὸν ἀποθα­νόντα. Μιὰ πράξη ἀνθρώπινης παρηγοριᾶς παρὰ μιὰ κίνηση ἐκζητή­σεως τῆς θεϊκῆς παρακλήσεως. Κάτι ποὺ γίνεται γι᾿ αὐτοὺς ποὺ μένουν πίσω παρὰ κάτι ποὺ ἐπιτελεῖται γι᾿ αὐτὸν ποὺ ἀναχωρεῖ.
Ὅλο αὐτὸ τὸ σενάριο δημιουργεῖ τέτοια τραυματικὴ ἐμπειρία συναι­σθη­ματικῆς καὶ ἰδεολογικῆς ἀηδίας πού, ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἐπαναλαμβάνεται, θέλουν κάποιοι ὁριστικὰ νὰ τὴν ξεχάσουν. Καὶ ἐπειδὴ αὐτὸ δὲν γίνεται, θέλουν νὰ ὑπο­βαθμίσουν τὸ γεγονός. Αὐτὸ εὔκολα στὶς μέρες μας ὁδηγεῖ στὴν πρόταση γιὰ καύση τῶν νεκρῶν.
Ἡ πραγματικότητα τοῦ παραδοσιακοῦ παρελθόντος
Δίχως νὰ πέσουμε στὴν παγίδα μιᾶς ἐξωραϊσμένης παρελθοντο­λο­γίας, νομίζω δὲν θὰ ἀδικούσαμε τὴν ἀλήθεια ἂν λέγαμε ὅτι τὸ παρελθὸν εἶχε πολὺ περισσότερη ἀνθρωπιά, σεβασμό καὶ ὑπογραμμισμένα τὰ πρόσωπα. Καὶ αὐτὸ συνεχίζεται μέχρι σήμερα σὲ ἀρκετὰ χωριά.
Οἱ κοινωνίες ἦταν μικρότερες, οἱ δεσμοὶ καὶ οἱ σχέσεις πολὺ πιὸ ἔντονες καὶ αὐθεν­τικές. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ συμμετοχὴ τοῦ καθενός σὲ τόσο ἰδιαίτατες στιγ­μές πολὺ πιὸ προσωπική. Στὰ χωριὰ τὸ γεγονὸς τοῦ θανάτου ἦταν γεγονὸς ποὺ φαινόταν. Ἐπικέντρωνε τὸ ἐνδιαφέρον ὅλων. Μονοπω­λοῦσε τὶς συζητή­σεις. Ἔδινε ταυτότητα στὴν κοινωνικὴ ζωὴ τοῦ συνόλου. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ ἐπι­σφράγισμα τοῦ θανάτου, ἡ κηδεία καὶ ἡ ταφὴ εἶχαν σεβασμό, χρόνο, διάρ­κεια καὶ προσωπικὴ συμμετοχή.
Ἀπ᾿ ὅπου περνοῦσε ἡ κηδεία, σταματοῦσε κάθε κοσμικὴ ἢ ἐμπορικὴ συναλλαγή. Οἱ καταστηματάρχες κατέβαζαν τὰ στόρια -στὴ Θράκη καὶ τὴ Μικρὰ Ἀσία, ἀκόμη καὶ οἱ τοῦρκοι καὶ οἱ μωαμεθανοί-, ὅλοι σταυρο­κο­πιόνταν, σταμα­τοῦσε καὶ τὸ ἀντίθετο ρεῦμα τῆς κυκλοφορίας γιὰ νὰ ἀπο­δώσει κι αὐτὸ τὸν σεβασμό του.
Ἡ ἴδια εἰκόνα διατηρεῖται σήμερα καὶ στὰ μοναστήρια. Ὅλα ἐπιτε­λοῦ­νται μὲ μοναδικὴ προσοχὴ στὶς λεπτομέρειες -αὐτὲς ὑπογραμμίζουν τὴν πίστη μας στὸ μυστήριο καὶ τὸ σεβασμό μας σ᾿ αὐτὰ ποὺ διακηρύττουμε. Ἂν ἡ Ἐκκλησία δὲν μπορεῖ νὰ πεῖ ναὶ στὴν καύση τῶν μοναχῶν, δὲν μπορεῖ νὰ συγκατατεθεῖ ποτὲ καὶ μὲ τὴν καύση τοῦ οἱουδήποτε πιστοῦ της.
Σήμερα στὴν ἐκταφή, ὁ ἁρμόδιος ὑπάλληλος τοῦ Δήμου, ἔχει τὰ γάντια του γιὰ νὰ μὴν μολυνθεῖ, ἁπλώνει μιὰ τυποποιημένη σακκούλα «σκουπιδιῶν» ἢ «ἀπορριμμάτων» -ἔτσι γράφει ἡ κορδέλλα- ἀπὸ τὸν Βασι­λόπουλο ἢ τὸν Μαρι­νόπουλο καὶ ἀρχίζει βιαστικὰ νὰ σκάβει καὶ νὰ ψάχνει γιὰ τὰ ὁστᾶ. Δίπλα του, ἕνα καταλερωμένο καροτσάκι γεμᾶτο χώματα, ἄχρηστα ἀντικείμενα καὶ ἐργαλεῖα, τὸ ἴδιο μὲ τὸ ὁποῖο γίνεται ἡ μεταφορὰ τῶν σκουπιδιῶν τοῦ κήπου, σοῦ ὑπενθυμίζει ἀπάνθρωπα τὸ ἐνδεχόμενο νὰ δεῖς τὸν ἀγαπημένο σου ἄλειωτο σκουπίδι νὰ πετιέται σὲ μιὰ γωνιὰ γιὰ ἕνα ἀκόμη χρόνο. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ τὰ κάνει αὐτὰ ἐδῶ πληρώνεται. Σοῦ εἶναι πολὺ δύσκολο νὰ τοῦ πεῖς νὰ προσέξει μήπως κάτι παρα­μείνει θαμμένο. Μπορεῖ καὶ νὰ θυμώσει.
Τὸ παρελθὸν καὶ ἐδῶ εἶναι διαφορετικό· γυναῖκες μὲ καθαρὲς λεκάνες, ἄνδρες μὲ κασμάδες καὶ φτυάρια -ποὺ ἄφησαν γιὰ τὴ μέρα τὴ δουλειά τους-, ὁ παπάς καὶ οἱ συγγενεῖς πηγαίνουν γιὰ τὴν ἐκταφή. Ἁπλώνουν πρῶτα ἕνα πεντα­κάθαρο σεντόνι ἢ μιὰ ἀχρησιμοποίητη πετσέτα, ὅλα ἄσπρα, καὶ μέσα σὲ ὑπο­βλητικὴ ἡσυχία, μὲ συγκίνηση καὶ ἀγωνία, στὸν ἀπόμερο χῶρο τοῦ κοιμη­τηρίου, δίχως θορύβους ἐπιτελεῖται ἡ ἱεροτελεστία τῆς ἐκταφῆς. Ἀντὶ γιὰ γάντια ἡ ἀμεσό­τητα τοῦ δέρματος. Ἀντὶ γιὰ ἀδικαιολόγητος φόβος, ὁ πόθος τῆς καινούργιας συναντήσεως. Ἀντὶ γιὰ ψυχρή, ἐπαγγελματικὴ βιασύνη, ἡ τρυ­φ­ε­ρότητα τῶν αἰσθημάτων καὶ ἡ ὑπομονὴ τοῦ σεβασμοῦ. Ὁ χρόνος τραβάει, διαρκεῖ. Ὅλα πλέ­νονται ὄχι σὲ φορμόλη ἢ ἄλλα χημικά, ἀλλὰ σὲ ἁγνὸ κρασάκι ἀπὸ τὸ ἀμπέλι -ἄσπρο γιὰ νὰ μὴν μαυρίσουν τὰ ὀστᾶ- καὶ μὲ πεντακάθαρο νερό. Ἔτσι ξανα­συναντᾶ κανεὶς τὸ τελευταῖο ὑπόλειμμα τοῦ θησαυροῦ τοῦ προσώπου. Αὐτὸ εἶναι ἀδύνατο νὰ σκεφθεῖ κανεὶς νὰ τὸ κάψει. Δὲν μπορεῖ. Οὔτε ἡ φύση δὲν κατάφερε ἀπὸ μόνη της νὰ τὸ ἐξαφανίσει.
Σίγουρα ἡ εἰκόνα αὐτὴ μὲ κανένα τρόπο δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἐπανέλ­θει στὴ σημερινὴ πραγματικότητα τῶν πόλεων. Ἡ γνώση ὅμως καὶ ἡ διαρκὴς ἀνά­μνησή της εἶναι βασικὴ προϋπόθεση στὴ διαμόρφωση μιᾶς σύγχρονης πνευ­ματικῆς πρα­κτικῆς, συμβατῆς μὲ τὰ δεδομένα τῆς σημερινῆς κοινωνικῆς πραγμα­τικότητος καὶ τῆς αἰώνιας καὶ διαχρονικῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀλήθειας.
Ἡ κηδεία ἀπὸ ὑπόθεση δημοτικῆς ἐκμεταλλεύσεως πρέπει νὰ ξανα­γίνει ἱερὴ πράξη καθαρὰ ἐκκλησιαστικῆς φύσεως.

Στ. Ἱστορία/παράδοση
Ἀπὸ τὴ Μινωικὴ καὶ Μυκηναϊκὴ ἀκόμη ἐποχή, στὸν τόπο μας βλέπουμε τὴν παράδοση τῆς κήδευσης καὶ ταφῆς τῶν νεκρῶν νὰ συνδέεται μὲ βαθειὰ φιλο­σο­φική, συναισθηματικὴ σημασία, ὅπως αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ τὰ σχετικὰ ἀρχαιο­λογικὰ εὑρήματα (τάφοι, ἀντικείμενα) ἀλλὰ καὶ κείμενα (Πλουτάρχου, Βίος Λυκούργου). Ἡ ταφὴ τῶν νεκρῶν ἐθεωρεῖτο κατ’ ἐξοχὴν ἱερὸ καθῆκον, ἡ στέρηση δὲ τῆς τιμῆς τοῦ ἐνταφιασμοῦ μεγάλο κακό. Οἱ ἀρχαῖοι μας πρόγονοι ἔθαβαν τοὺς νεκροὺς στὴν πόλη, τοὺς περιτύλιγαν μὲ σινδόνα ἐρυθροῦ χρώ­ματος καὶ ὑπεστρώνυαν τὸν τάφο μὲ φύλλα ἐλιᾶς. Ἡ περίοδος τοῦ πέν­θους ἦταν σχετικὰ σύντομη, 11-12 μέρες, καὶ ὁλοκληρωνόταν μὲ μία θυσία.
Οἱ τόποι ταφῆς βρισκόταν ἐκτὸς τῆς πόλεως εἰς σὲ καθορισμένους τόπους, τὰ νεκροταφεῖα, εἴτε σὲ ἰδιόκτητους κήπους, ὑπὸ τὴν μορφὴ ἀτο­μικῶν ἢ καὶ οἰκο­γενειακῶν τάφων. Σὲ περιπτώσεις διακεκριμένων προσώπων, ἡ ταφὴ λάμβανε χώρα ἐντὸς τῆς πόλεως σὲ δημὀσιους χώρους.
Στὴν Ὁμήρου Ὀδύσσεια, χαρακτηριστικὴ εἶναι ἡ περίπτωση τοῦ Ἐλπή­νορος, ὁ ὁποῖος ἐκλιπαρεῖ τὸν Ὀδυσσέα νὰ θάψει τὸ ἄταφο καὶ ἄκλαυστο σῶμα του, ὅπως καὶ τὸ παράπονο τοῦ Ὀδυσσέως, ὁ ὁποῖος ὑπὸ τὴν ἀπειλὴ ναυαγίου ἐκφράζει τὴ θλίψη του ποὺ δὲν θὰ πέσει μαχόμενος ὥστε νὰ ἀπολαύσει τῶν ἐνταφίων τιμῶν.
Τὸ ἴδιο καὶ στὴν Ἰλιάδα τοῦ Ὁμήρου. Οἱ δύο μεγαλύτερες μάχες τοῦ Τρω­ϊκοῦ Πολέμου ἔγιναν γιὰ διεκδίκηση νεκροῦ σώματος: τοῦ Πατρόκλου καὶ τοῦ Ἕκτορα. Ὁλόκληρη ἡ Ραψωδία Ρ περιλαμβάνει τὶς μάχες ποὺ ἔγιναν γιὰ τὸ νεκρὸ σῶμα τοῦ Πατρόκλου, ἀφοῦ ὁ Ἕκτορας πῆρε πάνω του τὴν πανοπλία τοῦ Ἀχιλ­λέα. Εἶναι ὅμως πολὺ ἐνδιαφέροντα καὶ τὰ ὅσα ἀναφέρονται στὴ Ραψωδία Ω, ὅπου οἱ θεοὶ ἐπεμβαίνουν γιὰ νὰ λάβει τέλος ἡ ἀνόσια συμπερι­φορὰ τοῦ Ἀχιλλέα στὸ πτῶμα τοῦ Ἕκτορα, ὅπως καὶ ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ὁ Πρίαμος γονυπετῶς ἱκετεύει νὰ τοῦ δοθεῖ τὸ σῶμα τοῦ γυιοῦ του. Ὁ Ἀχιλλέας κάμπτεται καὶ δίνει ἐντολὴ νὰ τὸ πλύνουν, νὰ τὸ μυρώσουν καὶ νὰ τὸ τυλίξουν μὲ δύο κουβέρτες, δῶρα τοῦ Πριάμου στὸν ἴδιο, τελικὰ δὲ ὁ ἴδιος τὸ τοποθετεῖ ἐπάνω στὸ ἅρμα τοῦ βασιλέως τῶν Τρώων, καταπαύουν οἱ ἐχθροπραξίες καὶ ἀποδίδεται ἡ δέουσα τιμὴ στὸ νεκρὸ σῶμα τοῦ Ἕκτορα.
Κατὰ τὸν Δημοσθένη καὶ τὸν Λυσία, ἡ παράλειψη τοῦ καθήκοντος τοῦ ἐνταφιασμοῦ λογίζεται ὡς βαρὺ ἔγκλημα. Ἡ καύση ποτὲ δὲν ἐπικράτησε σὲ αὐτὸν τὸν τόπο. Εἶναι ἐντελῶς καινο­φανὴς συνήθεια, ξένη στὴν ψυχολογία καὶ παρά­δοσή μας. Μᾶς δυσκολεύει νὰ ἀντικαταστήσουμε κάτι πολὺ βαθύ, ἀνθρώπινο, σεβαστικὸ καὶ ἱερὸ μὲ κάτι ξένο καὶ βίαιο.
Πλεῖστες ὅσες ἀναφορὲς σχετικὲς μὲ τὴν παράδοση τῆς ταφῆς τῶν νεκρῶν καὶ τῆς σημασίας τῆς ἀποδόσεως τῶν σχετικῶν τιμῶν μπορεῖ νὰ βρεῖ κανεὶς σὲ άρχαιοελληνικὰ κείμενα, σὲ ἰστορικὲς περιγραφές. Ἀνάλογα στοιχεῖα φανερώ­νουν τὴν κοινὴ παράδοση ταφῆς τῶν Περσῶν, Σκυθῶν, Μήδων, Αἰγυπτίων, Κινέ­ζων. Ἰαπώνων, Κελτῶν, Γερμανικῶν φύλων, Μουσουλμάνων κ.λπ.
Ἡ ὕπαρξη τῶν κατακομβῶν καταδεικνύει ἐπίσης ἐναργέστατα καὶ τὴν ἐπι­κρατοῦσα παράδοση μεταξὺ τῶν Ρωμαίων. Παρὰ ταῦτα φαίνεται ὅτι τὸ ἔτος 250 π.χ. ὑπῆρχε καὶ ὡς παράλληλη πρακτική, μάλιστα κατὰ περιόδους κυριαρχοῦσα, καὶ ἡ καύση τῶν νεκρῶν, ἡ ὁποία ἐξαλείφθηκε μὲ τὴν ἐπικρά­τηση τοῦ Χριστια­νισμοῦ περίπου τὸ 400 μ.Χ.

Ζ. Πρακτικὴ τῶν ἄλλων χριστιανικῶν ὁμολογιῶν
Στὴ Δύση ἔξαρση τοῦ αἰτήματος τῆς καύσης τῶν νεκρῶν ἐμφανίσθηκε μετὰ τὴ Γαλλικὴ Ἐπανάσταση, μὲ κύριο ἐπιχείρημα τοὺς κινδύνους τῆς μολύν­σεως ποὺ ἐγκυμονοῦσαν οἱ συνήθειες τῆς ταφῆς. Ἔτσι δημιουργήθηκαν σύν­δεσμοι ὑπὲρ τῆς καύσεως, ἀρχικὰ μὲν στὴ Γαλλία, στὰ τέλη δὲ τοῦ 19ου αιῶνος καὶ στὴν Ἑλβετία, Γερμανία καὶ Ἀγγλία. Αὐτὸ ὁδήγησε στὴν κατασκευὴ κρεμα­τορίων, παρὰ τὴν ἀντίδραση τῆς Καθολικῆς ἐκκλησίας, ἡ ὁποία διὰ τοῦ Συνοδικοῦ της Κανόνος 1203 ἀπαγόρευσε ρητὰ τὴν καύση καὶ τὴ συμμετοχὴ τῶν πιστῶν της σὲ σωματεῖα ἢ συνδέσμους καύσης νεκρῶν. Τοῦτο διότι ἀφ’ ἑνὸς μὲν ἡ καύ­ση παρεκκλίνει τῆς Χριστιανικῆς παραδόσεως, ἀφ’ ἑτέρου δὲ ἀπετέλεσε ἐπι­λογὴ ἀπίστων καὶ ἀντιδραστικὴ πρακτικὴ ἐχθρῶν τῆς ἐκκλησίας (Ἐλευθερο­τεκτόνων κ.ἄ.), οἱ ὁποῖοι μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν θέλησαν νὰ δείξουν τὴν περιφρόνησή τους στὴ διδασκαλία τῆς ἐκκλησίας.
Ἡ Καθολικὴ ἐκκλησία ἀπαγόρευσε τὴν ἀπόδοση κάθε ἐκκλησιαστικῆς τιμῆς σὲ τέτοιες περιπτώσεις συνειδητῆς προσβολῆς τῆς χριστιανικῆς διδα­σκαλίας, ὅπως καὶ τὴν τοποθέτηση τῆς τεφροδόχου σὲ ἐκκλησιαστικὸ νεκρο­ταφεῖο. Ἐπι­τρέ­πει τὴν ἐπιμνημὀσυνη δέηση μόνο σὲ περιπτώσεις ποὺ κάποιος ἐκάη ὄχι κατὰ δική του ἐπιθυμία ἀλλἀ κατὰ τὴν ἐπιλογὴ τρίτων συγγενικῶν του προσώπων.
Ἀντίθετα, ἀπὸ τὸ 1925 καὶ ἐντεῦθεν, ἡ παρακτικὴ τῶν βασικῶν προτε­στα­ντικῶν ὁμολογιῶν εἶναι πολὺ ἀνεκτικὴ ἔναντι τῆς καύσης.

Η. Προγενέστερες ἀποφάσεις τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
Ἀξίζει νὰ ἀναφέρουμε καὶ τὴν προαναφερθεῖσα ἀπόφαση τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, μὲ ἀφορμὴ τὸν προκληθέντα σάλο, ὁ ὁποῖος προέκυψε ἀπὸ τὴν ἄρνηση τοῦ γνωστοῦ μουσουργοῦ Δημη­τρίου Μητρό­πουλου, νὰ ταφεῖ καὶ τὴν ἀντίστοιχη ἐπιθυμία του νὰ καεῖ καὶ ἡ στάχτη του νὰ τοποθετηθεῖ ἐντὸς λιτῆς ληκύθου.
Κατὰ τὸ ἔτος 1959, σύμφωνα μὲ τὸν ἐπικήδειο ποὺ ἐξεφώνησε ὁ πρό­εδρος τοῦ Δ.Σ. τοῦ Ὠδείου Ἀθηνῶν Κυριακίδης, ὁ Μητρόπουλος δήλωνε ὅτι «μετὰ τὸν θάνατόν του, ἐπεθύμει νὰ μὴν τοῦ γίνῃ πολυτελὴς κηδεία, ἀλλὰ νὰ ταφῇ χωρὶς τελετουργίας, ὅτι τὸ σῶμα του ἔπρεπε νὰ καῇ καὶ ἡ λήκυθος ποὺ θὰ περιέκλειε τὴν τέφραν του θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι εὐτελοῦς ἀξίας, τοῦτο δὲ διότι τὸ σῶμα του τὸ ἔβλεπε γῆν καὶ σποδόν… ἐποθοῦσε δὲ διὰ τὸν ἑαυτόν του τὴν ἀνυ­παρξίαν καὶ ἔβλεπε τὸν θάνατον ὡς λύτρωσιν τῆς ψυχῆς».

Μὲ ἀφορμὴ λοιπὸν τὴν ἀπαγόρευση τοῦ ἀοιδίμου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθη­νῶν Θεοκλήτου Β΄ τελέσεως ἐκκλησιαστικῆς κηδείας ἐπὶ τῆς τέφρας τοῦ Μητρό­πουλου ἐξεδόθη ἡ κάτωθι Ἱεροσυνοδικὴ Ἀπόφασις ὅπως:
1) Ἡ Ἐκκλησία ἀρνῆται τὴν ἐπιτέλεσιν νεκρωσίμου ἀκολουθίας ἢ ἐπι­μνη­μοσύνου Δεήσεως ὑπὲρ προσώπων ἅτινα οἰκείᾳ ἢ τῶν οἰκείων βου­λήσει ἐκάησαν ἅμα τῷ θανάτῳ αὐτῶν,
2) ἐκφρασθῶσι τῷ Μακαριωτάτῳ Ἀρχιεπισκόπῳ διὰ τὴν εὐθαρσῆ ἀπό­φα­σιν αὐτοῦ ὅπως ἀρνηθῇ τὴν ἐκκλησιαστικὴν νεκρώσιμον ἀκολου­θίαν εἰς τὴν τέφραν τοῦ Μητροπούλου καὶ τῷ Σεβ. Ἀργολίδος διὰ τὴν διὰ τοῦ ἐγγράφου αὐτοῦ ὀρθὴν παρ’ αὐτοῦ τοποθέτησιν τοῦ θέματος καὶ δο­θεῖσαν τῇ Ἱερᾶ Συνόδῳ πολύτιμον ἀφορμὴν πρὸς μελέτην καὶ λῆψιν ἀποφάσεως ἐπὶ τοῦ ζητήματος, τὰ συγχαρητήρια τῆς Ἱερᾶς Συνόδου καὶ
3) τὰ περὶ Ἐγκυκλίου πρὸς τοὺς Σεβ. Ἱεράρχας ἀποφασισθῶσι κατὰ τὴν συνεδρίαν τῆς προσεχοῦς Παρασκευῆς.
Ταῦτα δὲ καθ’ ὅσον ἡ καῦσις τῶν νεκρῶν ἀντιβαίνει πρός τε τὸ πνεῦμα τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τὴν πολιὰν Παράδοσιν τῆς Ἁγίας ἡμῶν Ἐκκλησίας.

Παρὰ ταῦτα, τελικῶς ἐδόθη ἡ ἄδεια εἰς ἱερέα καὶ ἐτέλεσε τρισάγιο ἐπὶ τῆς ληκύθου, πρᾶγμα ποὺ προκάλεσε τὶς ἀντιδράσεις ἀρκετῶν ἐκ τῶν ἱεραρ­χῶν, ὡς ἀναιρούσης τὴν προαναφερθεῖσα ἀπόφαση τῆς ΔΙΣ καὶ ὡς καθιερούσης τυπικὸ ταφῆς τῆς ληκύθου τῆς περιεχούσης τέφραν καέντος νεκροῦ.
Τὸ θέμα ἐπανῆλθε στὴν ἐπικαιρότητα τὸ ἔτος 1999, ἡ δὲ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ὀργάνωσε σχετικὴ ἡμερίδα τῆς ὁποίας μάλιστα τὰ πρα­κτικὰ καὶ τὰ συμπεράσματα δημοσιεύθηκαν σὲ ἀνάλογο τεῦχος.
Ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῶν ὑπολοίπων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στὴν Εὐρώπη, Ἀμερι­κή, Βαλκάνια, Ρωσία, Ἀφρικὴ κ.λπ., ἐνῶ ἡ ἐμμονὴ στὴ διδασκαλία τῆς ταφῆς εἶναι καθολική, στὴν πράξη φαίνεται ὅτι σιωπηρῶς μὲ τὸ πρόσχημα τῆς οἰκο­νο­μίας παρατηροῦνται ἐνίοτε παρεκκλίσεις, ἰδίως στὶς χῶρες τοῦ Δυτικοῦ κόσμου, ὅπου ἡ καύση ἐπικρατεῖ.


Θ. Ἡ Ὀρθόδοξη παράδοση καὶ θεολογία
Στὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας βέβαια, ἡ ταφὴ ἀποτελεῖ πάγια πρα­κτική. Ἀπὸ τὴν Παλαιὰ ἀκόμη Διαθήκη, στο βιβλίο τῆς Γενέσεως παρου­σιάζεται ἡ ταφὴ τῆς Σάρρας, τοῦ Ἀβραάμ, τῆς Δεβώρας, τῆς Ραχήλ, τοῦ Ἰσαάκ, τῆς Ρεβέκ­κας, τοῦ Ἰωσήφ, τοῦ Μωϋσέως κ.λπ., μάλιστα δὲ ἡ κήδευση τοῦ Ἰακὼβ τῇ ἀδείᾳ τοῦ Φαραὼ ὑπὸ τοῦ Ἰωσήφ καὶ τῶν ἀδελφῶν του (Γεν. ν΄ 3).
Ἡ ἀποφυγὴ τῆς ταφῆς ἐθεωρεῖτο ὡς βαρύτατη τιμωρία: «ἐν θανάτῳ νο­σηρῷ ἀποθανοῦνται, οὐ κοπήσονται καὶ οὐ ταφή­σονται∙ εἰς παρἀδειγμα ἐπὶ προσ­ώ­που γῆς ἔσονται καὶ τοῖς θηρίοις τῆς γῆς καὶ τοῖς πετεινοῖς τοῦ οὐρα­νοῦ». Ἡ περίπτωση μὴ τα­φῆς ἐθεωρεῖται μεγάλο κακὸ ἢ ἐκδίκηση καὶ τιμωρία τοῦ Θεοῦ.
Τὸ ἴδιο καὶ ἡ φροντίδα τοῦ νεκροῦ σώματος ἀποτελεῖ ἔκφραση σεβα­σμοῦ πρὸς τὸν νεκρὸ ἀλλὰ καὶ ἀπόδειξη τῆς συνεχιζόμενης ζωῆς του. Ἔτσι αὐτὸ ἐκ­φράζεται μὲ τὸ κλείσιμο τῶν ματιῶν τοῦ νεκροῦ, «Ἰωσὴφ ἐπιβαλεῖ τὰς χεῖρας αὐτοῦ ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμούς σου», μὲ τὴν ἔνδυση τῶν προσφιλῶν ἐνδυμάτων τοῦ νεκροῦ μὲ τὴν πάνδημη κήδευση, «καὶ ἐκοιμήθη Ἀσᾶ καὶ ἔθαψαν αὐτὸν ἐν μνήματι, ᾧ ὤρυ­ξεν ἑαυτῷ ἐν πόλει Δαυΐδ, καὶ ἐκοίμησαν αὐτὸν ἐπὶ κλίνης καὶ ἔπλησαν ἀρω­μάτων καὶ γένη μύρων μυρεψῶν καὶ ἐποίησαν αὐτῷ ἐκφορὰν μεγάλην ἕως σφόδρα».
Ἀλλὰ καὶ στὴν Καινὴ Διαθήκη γίνεται ἀναφορὰ στὴν ταφὴ τοῦ Τιμίου Προ­δρόμου· «καὶ προσελθόντες οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἦραν τὸ σῶμα καὶ ἔθαψαν αὐτό, καὶ ἐλθόντες ἀπήγγειλαν τῷ Ἰησοῦ». Ἐπίσης βλέπουμε νὰ ἀποδίδεται τιμὴ στὸ νεκρὸ σῶμα τῆς Ταβιθᾶ μὲ τὸ λούσιμο, εἰς δὲ τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου μὲ τὰ ἀρώ­ματα («μῖγμα σμύρνης καὶ ἀλόης ὡς λίτρας ἑκατόν»), τὰ ὀθόνια («ἀγοράσας (ὁ Ἰωσὴφ ὁ ἀπὸ Ἀριμαθαίας) σινδόνα») καὶ φυσικὰ τὴν ἐναπόθεση στὸ «λελα­τομημένον ἐκ πέτρας» «καινὸν μνημεῖον».
Ἡ λεπτομερὴς ἀναφορὰ ποὺ γίνεται –μάλιστα καὶ ἀπὸ τοὺς τέσσερεις εὐ­αγ­γελιστές- στὴ θεόσωμο ταφὴ τοῦ Κυρίου καταδεικνύει μὲ ἀδιαμφι­σβή­τητο τρό­πο τὴ μεγάλη σημασία της. Τὸ ἴδιο παρουσιάζεται στὴν εἰκονογραφία καὶ ὑμνο­λο­γία ἡ Κοίμησις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, τοῦ Μεγ. Βασιλείου, τοῦ Ὁσίου Ἐφραίμ, τῶν Ἁγίων μαρ­τύρων καὶ φυσικὰ ὅλων τῶν πιστῶν στὶς ὑπέροχες ἐπι­κή­δειες ἀκολουθίες. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι στὸ περὶ μετανοίας κεφάλαιο τῆς Κλί­μακος τοῦ Ἰωάννου ἡ ἀποφυγὴ τῆς ταφῆς καὶ ἡ παράδοση τοῦ σώματος ὡς βορὰ τῶν ὀρνέων ἐπίσης ἀναφέρεται ὡς τιμωρία καὶ ἡ σκέψη της ὡς ἀφορμὴ μετανοίας.
Τέλος, οἱ ἑορτὲς τῆς ἀνακομιδῆς τῶν τιμίων λειψάνων, ἡ περὶ αὐτὰ πα­ρά­δοση καὶ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, ἡ βαθειὰ πίστη διὰ μέσου τῶν αἰώνων καὶ σὲ ὅλες τὶς παραδόσεις τῶν Ὀρθοδόξων λαῶν ἐπιβεβαιώνουν τὴν ἀλήθεια ποὺ αὐτὴ κρύβει. Ὅλη αὐτὴ ἡ πλούσια συμφωνία τῆς παραδό­σεως ἀποτελεῖ μία ἀδιάσειστη ἐπιβεβαίωση στὴν πίστη καὶ διαχρονικὴ πρακτικὴ τῆς Ἐκ­κλη­σίας ποὺ μὲ κανέναν τρόπο δὲν μπορεῖ νὰ μετα­βληθεῖ.
Συνοπτικὴ θεολογικὴ προσέγγιση τοῦ ὅλου θέματος παρουσιάζεται ἀπὸ τὸν Σεβ. Μητροπολίτη Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεο, σὐμφωνα μὲ τὸν ὁποῖο «ἡ Ἐκκλη­σία δὲν μπορεῖ νὰ δεχθεῖ γιὰ τὰ μέλη της ἢ νὰ υἱοθετήσει τὴν ἀποτέ­φρωση τῶν σω­μάτων, ἐπειδὴ σέβεται τὸ ἀνθρώπινο σῶμα ποὺ τὸ θεωρεῖ ναὸ τοῦ ἁγίου Πνεύ­ματος, τὸ ἕνα στοιχεῖο τῆς ὑποστάσεως τοῦ ἀνθρώπου. Δεδο­μένου δὲ ὅτι παρὰ τὸν χωρισμὸ τῆς ψυχῆς ὑφίσταται αὐτὴ ἡ ἑνότητα, μιὰ τέτοια βίαιη πράξη μπορεῖ νὰ εἶναι βιασμὸς τῆς φύσης, άφοῦ τὸ φυσικὸ εἶναι ἡ ἀποσύνθεση... Ἔτσι, κάτω ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία τῆς καύσεως κρύπτεται ἡ περι­φρόνηση πρὸς τὸ σῶμα, ἡ ἀπιστία στὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, ἡ μετεμψύ­χωση καὶ ἴσως νὰ κρύβεται καὶ ἠ ἄρνηση τῆς ὑπάρξεως τῆς ψυχῆς μετὰ τὸν θάνατο».
Στὸ προαναφερθὲν ἄρθρο του ὁ Σεβ. Μητρο­πολίτης Μεσσηνίας κ. Χρυσό­στομος, παραθέτει τὰ πορίσματα τῆς Ἡμε­ρίδος τοῦ 1999, σύμφωνα μὲ τὰ ὁποῖα ὁ σεβασμὸς στὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο ἐπι­βάλλει καὶ τὸν σεβασμὸ στὸ ἀν­θρώ­πινο σῶμα, ὅτι ἡ καύση τοῦ νεκροῦ σώματος προσβάλλει τὴν πίστη τῆς Ἐκ­κλη­σίας μας στὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν καὶ ἀπο­τελεῖ προκλητικὴ διακήρυξη μη­δενι­στικῆς ἀποχρώσεως. Μάλιστα, ὁ Σεβασμι­ώ­τατος ὑποστηρίζει ὅτι «ἡ ἀρνητικὴ τοποθέτη­σή μας ὡς Ἐκκλησίας ἔναντι τῆς καύ­σης τῶν νεκρῶν ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὴν ἴδια τὴ διδασκαλία της γιὰ τὸν ἄνθρωπο ὡς θείου δημιουργήματος καὶ τὴ στάση του ἔναντι τῆς κτιστῆς φύσεως καὶ τοῦ προορισμοῦ της».


Ι. Τὶ πρέπει νὰ κάνουμε ὡς Ἐκκλησία
Κατὰ τὸν Σεβ. Μητροπολίτη Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεο, «πρῶτον ἡ ἐξόδιος ἀκολουθία συνδέεται στενά μέ ὅραση ἀνθρω­πίνου σώματος καί ὄχι τέφρας. Ὅλα τά τροπάρια κάνουν λόγο γιά κεκοιμημένο καί ὄχι γιά ἀποτεφρωμένο, γιά σῶμα πού βρίσκεται μπροστά μας, γιά τελευ­ταῖο ἀσπασμό κ.λπ. Δεύτερον, ἡ ἐκκλη­σια­στική ἀκολουθία τῆς ταφῆς ἔχει σχέση μέ ἐνταφιασμό σώματος καί ὄχι μέ ἐντα­φιασμό τέφρας. Ὁπότε καί τά δύο αὐτά σημεῖα ὁδηγοῦν στό συμπέρασμα ὅτι δέν πρέπει νά γίνεται ἐξόδιος ἀκολουθία οὔτε πρός τῆς καύσεως οὔτε μετά ἀπό αὐτήν, ἐφ' ὅσον στήν πρώτη περίπτωση δέν θά ἀκολουθήση ταφή καί στήν δεύ­τερη δέν θά ὑπάρχει σῶμα, ἀλλά τέφρα.
Ἡ Ἐκκλησία πρέπει νά μείνη ἀνεπηρέαστη ἀπό τό κοσμικό πνεῦμα καί νά ἐξακολουθῆ νά κηδεύη καί νά ἐνταφιάζη τά σώματα, τά ὁποῖα μπορεῖ νά εἶναι καί λείψανα, καί τά ὁποῖα θά κοιμοῦνται ἀναμένοντας τήν ἀνάστασή τους καί ὅταν γίνεται ἐκταφή νά μπορῆ νά διαπιστώνεται ἡ ἁγιότητα τοῦ κεκοιμημένου. Διότι ἡ ἀφθαρσία καί ἡ θαυματουργία τῶν λειψάνων εἶναι τεκμήριο θεώσεως τοῦ ἀν­θρώπου, ἀφοῦ ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ διαπορθμεύεται καί σέ ὁλόκληρο τό σῶμα. Καί ἀσφαλῶς, ἡ βεβαίωση ὑπάρξεως ἑνός ἁγίου ἔχει βαθειά σημασία, γιατί τότε θά ξέρουμε ὅτι οἱ πρεσβεῖες του θά συντελοῦν καί στήν δική μας σωτηρία».
Κατόπιν αὐτῶν, θὰ μπορούσαμε συμπερασματικά, νὰ ποῦμε τὰ ἑξῆς:
(α) Θὰ πρέπει νὰ ἐμμείνουμε στὴν συμβατὴ μὲ τὴν παράδοση καὶ θεολογία διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας δίχως φανατισμούς, δίχως ὅμως καὶ καμμία ὑπο­χώρηση. Ἡ ἀπαίτηση τῆς καύσης τῶν νεκρῶν ἀποτελεῖ στὴ βάση καὶ τὰ ἐλα­τήριά της κίνηση ἀμφισβήτησης θεμελειωδῶν δογματικῶν ἀληθειῶν τῆς πίστεώς μας.
Ἡ Ἐκκλησία ἀπορρίπτει τὴν καύση γιατὶ ἀδυνατεῖ μὲ αὐτὴν νὰ ἀντικα­τα­στήσει τὴ βεβαιότητα καὶ εὐλογία τῆς ταφῆς. Δὲν μπορεῖ νὰ ὑποτάξει τὸν σεβα­σμὸ της πρὸς τὴν ἱερότητα τοῦ σώματος στὰ πείσμονα μηδενιστικὰ κηρύγ­ματα τῆς ἐποχῆς μας. Δὲν μπορεῖ κάτι βίαιο νὰ τὸ προσφέρει ὡς ἐναλλα­κτικὴ δυνατό­τητα δίπλα σὲ κάτι ἅγιο. Σὲ αὐτὸ πρέπει νὰ μείνουμε ἀνυποχώρητοι, ἔστω καὶ ἂν ὑπάρχει ἔντονη πολεμική ἢ ἀπόρριψη.
(β) Εἶναι ἀναγκαῖο ὅμως νὰ διορ­θώ­σουμε καὶ τὰ δικά μας λάθη, νὰ συμ­πλη­ρώσουμε τὶς παρα­λήψεις μας, νὰ βελτιώσουμε τὸ ἦθος τῆς παρουσίας μας καὶ ἔτσι νὰ μιλήσουμε ταπεινὰ γιὰ τὴν ταφὴ ὅπως τὴ ζεῖ ἡ Ἐκ­κλησία μας καὶ ἡ θεο­λογία της. Διαφορετικὰ ὁ λόγος μας εἶναι σκληρὸς καὶ αὐτοαναιρετικός. Ἐμεῖς δίνουμε ἐπιχειρήματα στοὺς ἄλλους.
Ὀφείλουμε ὡς Ἐκκλησία, ἐφ’ ὄσον ἐπιμένουμε στὴ μεγάλη σημασία τῆς ταφῆς, νὰ περιβάλλουμε τὶς σχετικὲς τελετουργικὲς πράξεις κηδεία, ταφή, ἐπιμνη­μόσυνη δέη­ση, ἐκταφή, φύλαξη τῶν ὀστῶν, μὲ ἀνάλογη πρὸς τὰ ψαλλόμενα καὶ θεο­λογικῶς ὑποστηριζόμενα τάξη, σοβαρότητα, καθαρότητα, σεβασμό, ἀνθρω­πιά, αἰσθητική. Θὰ μποροῦσε ἡ φροντίδα τῆς ἐπιστροφῆς μας στὴν ποιο­τικὴ βελτίωση ὅλων αὐτῶν τῶν ἀκολουθιῶν νὰ λειτουργήσει τόσο θερα­πευτικὰ καὶ παρηγορητικὰ στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων ποὺ τελικὰ τὸ ὅλο θέμα νὰ ἐκφυλι­σθεῖ. Πολὺ εὔκολα ἀντικαθιστᾶ κανεὶς τὴν αἴσθηση τῆς ἐκμε­τάλ­λευσης ἢ τὴν ἀγανά­κτηση ποὺ προκαλεῖ ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἀναισθησία μὲ μιὰ μηδενιστικὴ ἐπιλογή. Πολὺ δύσκολα ὅμως θὰ μποροῦσε νὰ ἀρνηθεῖ στὸν πόνο του τὸ χάδι τῆς ἐλπίδας, τῆς ἀνακούφισης, τῆς εὐγενικῆς παραμυθίας, τῆς ἀλήθειας.
(γ) Πρέπει νὰ διδάξουμε μὲ εὐγένεια, νὰ ἐξηγήσουμε μὲ ὑπομονὴ καὶ νὰ ἀκούσουμε μὲ ἀγάπη τὸν λαό μας ἀκόμη καὶ ὅταν ἐκτρέπεται. Ἡ παράδοσή μας εἶναι πολὺ ἀληθινὴ καὶ ἀνθρώπινη. Εἶναι ἀνάγκη νὰ μιλήσουμε στὴ διάλεκτο αὐτῶν ποὺ ἐπιχειρηματο­λογοῦν ἀντίθετα, μὲ φρόνημα ὅμως καὶ τρόπο ἐντε­λῶς διαφορετικό. Ἕνας τέτοιος λόγος ἐμπνέει καὶ καλλι­εργεῖ, ἀκόμη καὶ ἄν δὲν κατα­θέτει τὴν καλύτερη ἐπιχειρηματολογία.
Ἡ ἐπιμονὴ τῆς ἀποτέφρωσης εἶναι ἁμαρτία ὄχι τόσο γιὰ τὴ βιαιότητα τῆς καύσης –καὶ γι’ αὐτό- ὅσο γιὰ τὴ λάθος σχέση μας μὲ τὴν Ἐκκλησία. Κάθε ἀπό­κλιση ἀπὸ τὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἀποξένωση ἀπὸ τὴ χάρι τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀνυπακοή μας στὶς προτροπὲς καὶ ἀποφάσεις της κλονίζει τὴν ἴδια τὴ σχέση μας μὲ τὸν Κύριο. Μὲ τὴν Ἐκκλησία δὲν συζητοῦμε, δὲν διεκδικοῦμε τὸ δίκαιό μας, δὲν προσπαθοῦμε νὰ πείσουμε μὲ ἐπιχειρήματα γιὰ τὸ δῆθεν λάθος της. Στὴν Ἐκκλησία ἐξομολογούμεθα, μαθητεύουμε καὶ ὑπακούουμε∙ καταθέτουμε τὰ ἐρωτή­ματά μας καὶ συμμορφούμεθα μὲ τὶς ἀποφάσεις της. Πῶς μπορεῖ νὰ δικαιολογηθεῖ ἡ δυσκολία κάποιου νὰ συμμορφωθεῖ;
(δ) Γιὰ ὅσους ἐπιμένουν στὴν καύση, μάλιστα μὲ δημόσια δήλωση ἀπιστίας στὴν αἰώνια ζωή ἢ ἀσεβείας καὶ περιφρόνησης τῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας δὲν ὑπάρχει κανένας ἀπολύτως λόγος νὰ τελεσθεῖ ἐξόδιος ἀκο­λουθία ἢ ἐπιμνημόσυνη δέηση. Αὐτὸ ποὺ πρέπει νὰ σεβαστεῖ ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ ἀπόρριψη τῆς διδα­σκα­λίας της ἀπὸ τὸν ἴδιο καὶ ὄχι ἡ ἐνδεχόμενη ἐπιθυμία τῶν συγγε­νῶν, συχνὰ γιὰ κοι­νω­νικοὺς λόγους, τῆς τελέσεως ἐπικηδείου καὶ ἐπιμνημοσύνου ἀκολουθίας. Οἱ ἀκολουθίες αὐτὲς προϋποθέτουν τὴν πίστη καὶ τὴν ἐλπίδα τοῦ ἀποθανόντος στὴ μετὰ θάνατον ζωὴ καὶ τὸν σεβασμό του στὴν Ἐκκλησία. Δὲν τελοῦνται γιὰ κοινω­νικοὺς λόγους ποὺ ἱκανοποιοῦν τὶς ἐπιθυμίες, τὶς ἀνάγκες ἢ τὰ συναισθήματα τῶν συγγενῶν, ἀλλὰ ἀποτελοῦν προσευχὲς καὶ ἐκτενεῖς δεήσεις τῆς Ἐκκλησίας ἐνώ­πιον τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἐκφράζει τὴν ἀγάπη της στὸν ἀποθανόντα ὡς πίστη στὸν Κύριο, ἐλπίδα στὴ σωτηρία, πόθο μετοχῆς στὴν αἰώνια ἐξανάσταση καὶ αἴτηση συγχωρήσεως τῶν ἁμαρτιῶν παρὰ τοῦ Κυρίου. Πῶς νὰ ψάλουμε «Μακαρία ἡ ὁδός...» σὲ κάποιον ποὺ δηλώνει πίστη στὴ μετὰ θάνατον ἀνυπαρξία του;
Ἡ Ἐκκλησία μὲ κανέναν τρόπο δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ μειώσει τὸν ἀπόλυτο χαρα­κτήρα αὐτῆς τῆς διδασκαλίας της. Κάτι τέτοιο ἀποδυναμώνει τὴ σχέση της μὲ τὴν ἀλήθεια.
(ε) Σὲ περιπτώσεις ὅμως ποὺ κάποιοι χωρὶς νὰ ἀσεβοῦν στὴν Ἐκκλησία, δυσκολεύονται νὰ συμμορφωθοῦν μὲ τὴ διδασκαλία της, ἐνδεχομένως γιὰ λόγους ψυχολογικοὺς ἢ ἐσφαλμένης οἰκολογικῆς συνείδησης ἢ κοινωνικῆς πίεσης ἢ πα­ρα­πλάνησης, θὰ μπορούσαμε νὰ συζητήσουμε τὸ ἐνδεχόμενο κάποιας οἰκονομίας.
Ἐὰν ἡ Ἱερὰ Σύνοδος συμφωνήσει ὅτι ὑπάρχουν τέτοια περιθώρια, τότε θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ μὴν τελέσουμε μὲν ἀκολουθία ἀλλὰ νὰ ἔχουμε τὴν ἑτοιμό­τητα νὰ διαβάσουμε κατ’ οἰκονομίαν μία δέηση ὥστε νὰ μὴν φύγουν κατὰ τὸ δὴ λεγό­με­νον ἀδιά­βαστοι. Ἡ περίπτωση αὐτὴ ἐνέχει τὸ μειονέκτημα ὅτι εἰσά­γει κάτι και­νούργιο στὸ Εὐχολόγιο ποὺ μπορεῖ νὰ δημιουργήσει ἐνστάσεις καὶ παρερμηνεῖες.
Στὴν περίπτωση ὅμως συμφώνου γνώμης τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, ἡ δέηση αὐτὴ θὰ μπο­ροῦσε νὰ τελεσθῇ μὲ κάποιους ὅρους, δεῖγμα τῶν ὁποίων καὶ κατα­θέτω ὡς ἁπλῆ σκέψη, γιὰ ἐπεξεργασία ἀπὸ τοὺς ἁρμοδίους:
1) Μὲ τὴν κατὰ περίπτωσιν ἄδεια τοῦ οἰκείου Μητροπολίτου καὶ μόνον,
2) Μὲ τὴν ἐμφανῆ αἴσθηση ὅτι δὲν ὑποχωροῦμε ἀλλὰ οἰκονο­μοῦμε,
3) Ἡ δέηση δὲν πρέπει νὰ ἀποκαλεῖται ἐπικήδειος, διότι δὲν ἔχει χαρα­­κτή­ρα κηδείας, δηλαδή φροντίδος τοῦ σώματος, ἀλλὰ κάπως διαφο­ρε­τικά, ἴσως νεκρώ­σιμος συγχωρητικὴ δέησις. Ὁ νεκρὸς πρέπει νὰ ἀποκαλεῖται νεκρὸς ἢ του­λάχιστον ἀποθανὼν ἢ ἐκλιπὼν καὶ ἴσως ὄχι κεκοιμημένος.
4) Ἡ νεκρώσιμος δέησις θὰ πρέπει νὰ εἶναι κυρίως συγχωρητικοῦ χαρα­κτῆρος, σαφῶς διαφοροποιημένη ἀπὸ τὴν ἐξόδιο ἀκολουθία, δηλαδὴ νὰ ἀπο­τε­λεῖται ἀπὸ ψαλμοὺς καὶ εὐχὲς συγχωρήσεως τοῦ ἀποθανόντος (κατὰ τὸ προ­η­γούμενο τῆς ἀκολουθίας τοῦ στεφανώματος εἰς διγάμους) καὶ ἀπὸ προσευχὲς ὑπὲρ ἀναπαύσεως τῆς ψυχῆς του.
5) Ἡ δέηση δὲν θὰ πρέπει νὰ περιλαμβάνει τίποτε γιὰ τὴ δόξα τοῦ σώμα­τος ἢ γιὰ τὴ βεβαιότητα τῆς σωτηρίας τοῦ ἀποθανόντος (ὄχι κοιμη­θέντος, π.χ. «Μα­κα­ρία ἡ ὁδός …», «Ἄμωμοι ἐν ὁδῶ …», «Μετὰ πνευμάτων δικαίων» κ.λπ.). Ἐπίσης τίποτε ἀπὸ τὴν ἐκκλησια­στι­­κὴ φιλο­σοφία τοῦ θανάτου (Ὀκτώηχα τρο­πάρια, μακα­ρισμοί). Σὲ μία τέ­τοια δέηση, ὁ ἱερέας δὲν δίδει συγ­χώ­ρηση κατὰ τὴν ἀπο­στολική του ἐξουσία («ὅσα ἂν λύσητε ἐπὶ τῆς γῆς … ὅσα ἂν δήσητε…» κ.λπ.), ἀλλὰ αἰτεῖται τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἀποθανόντα, τὸν ὁποῖ­ον, ὡς ἐκ τούτου, δὲν συνο­δεύει ἡ συγχώρηση τῆς Ἐκκλησίας ἀλλὰ ἡ προσ­ευχή της.
6) Ἡ δέηση δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει τὴ χαρὰ καὶ τὴν ἐλπίδα τῆς κανο­νικῆς κηδείας. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν πρέπει νὰ περιλαμβάνει μουσικοὺς ὕμνους. Μπορεῖ νὰ ἀπο­τελεῖται μόνον ἀπὸ διαβαστὰ κείμενα, ψαλμούς, εὐχές, δεήσεις. Ἐπίσης δὲν ἀρχί­ζει δοξολογικὰ μὲ «Εὐλογητὸς ὁ Θεός…», ἀλλὰ μὲ «Πρόσχωμεν! Ἀμήν» (ἐκ τρίτου) ἢ κάτι ἀνάλογο.
7) Θὰ πρέπει νὰ τελεῖται μόνο σὲ κοιμητηριακὸ ναὸ μὲ κρεματόριο, ὄχι σὲ ἐνοριακὸ ναό, παρεκκλήσι ἤ φυσικὰ μοναστήρι.
8) Νὰ τελεῖται κατὰ προτίμησιν γιὰ τὸν νεκρὸ καὶ ὄχι ἐνώπιον τοῦ νεκροῦ (γιὰ νὰ μὴν θεωρεῖται ἐπικήδειος ἀκολουθία) ἤ, ἐὰν ἀκολουθηθεῖ ἡ πλέον οἰκο­νομικὴ ὁδός, μόνον ἐνώπιον τοῦ νεκροῦ σώματος καὶ φυσικὰ πρὸ τῆς ἀποτε­φρώσεως καὶ ποτὲ ἐνώπιον τῆς τεφροδόχου. Ἐπίσης, ποτὲ ἀνεξαι­ρέτως δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ τελεσθεῖ κάποιας μορφῆς ταφὴ στὴν τέφρα, ἂν μᾶς ζητηθεῖ.
9) Μία τέτοια δέηση δὲν τελεῖται ποτὲ ἀπὸ ἐπίσκοπο ἢ μὲ συλλεί­τουργο. Τὴν διαβάζει μόνος του ἕνας ἱερέας, μὲ ἐπιτραχήλιον, ἄνευ φελωνίου, ἄνευ θυμιά­ματος καὶ δὲν ἐκφωνεῖται ἐκκλησιαστικὸς λόγος.
10) Τὴν ἴδια δέηση θὰ μποροῦσε ἡ Ἐκκλησία νὰ διαβάζει σὲ αὐτό­χειρες ποὺ σίγουρα διέπραξαν τὴν αὐτοκτονία ἀλλὰ μὲ ἀδιευκρίνιστους ὅρους καὶ τοὺς ὁποίους αἰσθάνεται ὅτι μπορεῖ καὶ πρέπει κάπως νὰ οἰκο­νο­μήσει. Τὸ ἴδιο καὶ σὲ περιπτώσεις ἐμφανῶς ἐκτραπέντων καὶ μὴ μετανο­η­σάντων (π.χ. βλασφήμων, δολοφόνων, ὅσων ἔχασαν τὴ ζωή τους κατὰ τὴ διάρκεια ἐγκλη­ματικῆς ἐνέργειας κ.λπ.) γιὰ τοὺς ὁποίους δὲν ὑπάρχει τὸ ὑπόβαθρο παροχῆς συγχωρήσεως (ἀφοῦ ἔφυγαν καθ' ὅλες τὶς ἐνδείξεις χωρὶς μετάνοια), ὑπάρχουν ὅμως τὰ περιθώρια τοῦ θεϊκοῦ ἐλέους (ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία εὔχεται γιὰ ὅλους).
11) Ἡ ἴδια ἀκολουθία θὰ μποροῦσε νὰ ἀναγνωσθεῖ καὶ ἀντὶ ἐπιμνη­μο­σύνου δεήσεως συνολικὰ τρεῖς φορές.
12) Τέλος καλὸ θὰ ἦταν νὰ ληφθεῖ πρόνοια ὥστε νὰ συνταχθεῖ μία σύντομη ἀκολουθία τῆς ἐκταφῆς μὲ ἐλπιδοφόρο μήνυμα, ἀναστάσιμη θεο­λογία καὶ κάποιο ἁπλὸ ἀλλὰ ὄμορφο τελετουργικό, ἐμπνευσμένη ἀπὸ τὸ ἦθος τῶν ἑορτῶν ἀνακομιδῆς τιμίων λειψάνων ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ὅλα αὐτὰ βέβαια ἐπαφίενται στὴ σοφὴ κρίση τῆς Ἱεραρχίας. Ἐκεῖνο ποὺ ἐν κατακλεῖδι θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε εἶναι ὅτι, ἐνῶ οἱ μεγάλες ἀλλαγὲς στὶς κοινωνικὲς ἀντιλήψεις καὶ στὸ ὑπὸ συζήτησιν θέμα καὶ σὲ ἄλλα συναφῆ φαίνεται πὼς ἀποτελοῦν μεγάλες προκλήσεις γιὰ τὴ σχέση τῶν πιστῶν μὲ τὴν Ἐκκλησία, τὴν ὁποία και ἐνδεχομένως νὰ τραυματίζουν, ταυτόχρονα ἀποτελοῦν καὶ μονα­δικὲς εὐκαιρίες γιὰ τὴ σχέση καὶ τὴν ποιμαντικὴ τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὸ σῶμα τῶν πιστῶν. Εἶναι εὐκαιρία νὰ προβάλουμε τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν ὀμορφιὰ τῆς ταφῆς.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ἀντουράκη, Γεωργίου: Ταφή, καύση καὶ ἀνάσταση νεκρῶν, Ἀθήνα 1981.
Θεοδωρίδου, Δημητρίου: Ἡ καῦσις τῶν νεκρῶν
Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ταφὴ ἢ καύση τῶν νεκρῶν; ΕΚΥΟ, Ἀθῆναι 2002.
Λέκκου, Εὐαγγέλου: Ταφὴ ἢ καύση τῶν νεκρῶν, ἐκδ. Ἀποστ. Δικαονίας, Ἀθῆναι 1994.
Μαντζουνέα, Εὐαγγέλου: Ἡ καῦσις τῶν νεκρῶν, Ἀθῆναι 1987.
Μητρ. Κυθήρων Μελετίου (Γαλανοπούλου): Διατὶ ταφὴ καὶ ὄχι καῦσις τῶν νεκρῶν, Ἀθῆναι 1962.
Μπαλάνου, Δημητρίου: Ἡ καῦσις τῶν νεκρῶν ὑπὸ θρησκευτικὴν ἔποψιν
Μπούμη, Παναγιώτη: Ἡ καύση τῶν σωμάτων, ἐκδ. Ἑπτάλοφος, 1999.



ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Μητρ. Μεσσηνίας Χρυσοστόμου (Σαββάτου): Ταφὴ ἢ καύση τῶν νεκρῶν; Ἡ ἀπάντηση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καὶ τὰ ἀνθρώπινα δικαιώματα, ΙΘΩΜΗ, αρ. τεύχ. 57 (58), 2008, σσ. 11-14.
Μητρ. Ναυπάκτου Ἱεροθέου (Βλάχου): Ἡ θεολογικὴ ἄποψη καὶ οἱ ἐκκλη­σιολογικὲς συνέπειες τῆς καύσεως τῶν νεκρῶν, Ταφὴ ἢ καύση τῶν νεκρῶν; Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ΕΚΥΟ, Ἀθῆναι 2002.
Ἀρχιμ. Νικολάου Χατζηνικολάου: Καύση νεκρῶν: ἀμετάκλητη λήθη ἢ αιὠνια μνήμη; ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 17.1.1999.
Πρωτοπρ. Γεωργίου Μεταλληνοῦ: Ἡ ταφὴ τῶν νεκρῶν καρδιὰ τοῦ πολιτι­σμοῦ μας, ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ, 25.2.1999




Η ΣΥΝΕΙΣΦΟΡΑ ΤΟΥ ΓΥΝΑΙΚΕΙΟΥ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΥ
ΣΤΗΝ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ ΖΩΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Μητροπολίτου Μεσογαίας & Λαυρεωτικῆς Νικολάου



Κατ’ ἀρχὰς θὰ ἤθελα πολὺ νὰ σᾶς εὐχαριστήσω γιὰ τὴν πρόσκληση τῆς συμμετοχῆς μου στὸ παρὸν συμπόσιο. Αἰσθάνομαι ὅτι τὸ κύριο ὄφελος αὐτῶν τῶν συνεδρίων, ὅταν μάλιστα ἔχουν καὶ μιὰ οἰκουμενικὴ ἐκπροσώπηση, δὲν εἶναι τὰ ὅσα οἱ ὁμιλητὲς καταθέτουν -ποὺ καὶ αὐτὰ βἐβαια ἔχουν τὴν ἀξία τους-, ἀλλὰ ἡ ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ κοινωνία ποὺ προκύπτει ἀπὸ τὸν διάλογο, τὴ γνω­ριμία, τὴ διαπίστωση τῆς κοινῆς πίστεως, τὸ αἴσθημα τῆς ἀδελφοσύνης. Γι’ αὐτὸ καὶ ἐπιτρέψτε μου νὰ ἐκφρά­σω τὴ βαθειά μου εὐγνωμοσύνη γι’ αὐτὴ τὴν εὐκαι­ρία τῆς μετ’ ἀλλήλων ἐν Χριστῷ κοινωνίας.

Ο ΜΟΝΑΧΙΚΟΣ ΒΙΟΣ
Ὁ μοναχικὸς βίος ὀνομάζεται καὶ ἀναχωρητικός. Καὶ τοῦτο διότι ὁ μοναχὸς ἀναχωρεῖ ἐκ τοῦ κόσμου, ἐγκαταλείπει τὰ ἐγκόσμια. Ἡ κίνηση τῆς ἀποκοπῆς του ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ τὰ τοῦ κόσμου ἀποκαλεῖται στὴ μοναχικὴ ὁρολογία ἀποταγή. Καὶ μόνον οἱ λέξεις αὐτὲς ἀρκοῦν γιὰ νὰ καταδείξουν ὅτι ὁ στόχος τοῦ μοναχι­σμοῦ δὲν εἶναι μὲ κανέναν τρόπο ποιμαντικὰ προσανατολισμένος.
Ὁ Ἅγιος Βαρσανούφιος ἔζησε σὲ τέτοια μόνωση, ὥστε καθὼς γράφει βιο­γραφῶντας τον ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, εἶχε πενήντα χρόνια νὰ τὸν δεῖ ἄνθρωπος. Ἀλλὰ καὶ ὁ Ὅσιος Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ μέχρι τὰ 67 του χρόνια ἔζησε σὲ πλήρη μόνωση καὶ συστηματικὰ ἀπέφευγε τὶς ἀνθρώπινες συντυχίες. Ὁ Ἀββᾶς Ἀρσένιος, ὅπως ἀναφέρεται στὸ Γεροντικό, ἀκολούθησε τὴν ὁδὸ τῆς ἀπόλυτης σιωπῆς καὶ ἡσυχίας, ὁ Ἀββᾶς Ἰσαὰκ ὁ Σῦρος δὲν μπόρεσε νὰ ἀντέξει τὴ ζωὴ τοῦ ἐπισκόπου καὶ παραιτήθηκε μόλις ἕξι μῆνες μετὰ τὴν ἐκλογή του. Δίπλα σὲ αὐτοὺς ἔχουμε τοὺς στυλῖτες, ὅπως οἱ Ὅσιοι Συμεών, Ἀλύπιος καὶ Δανιήλ, ἢ τοὺς ἔγκλειστους ὁσίους, ὅπως ὁ Θεοφάνης τῆς Ρωσίας, ποὺ γιὰ μακρὲς περιόδους ζοῦσαν ἐντελῶς ἀπομονωμένοι «ἐν ὄρεσι καὶ σπηλαίοις καὶ ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς», ἀποφεύγοντας συστηματικὰ κάθε μορφὴ ἀναστροφῆς μὲ τὸν κόσμο.
Ἡ πολιτεία ὅλων αὐτῶν τῶν ἁγίων πολὺ δύσκολα θὰ μποροῦσε νὰ συμφι­λιωθεῖ μὲ τὴν ἰδέα τῆς ποιμαντικῆς ἀποστολῆς καὶ διακονίας, ὅπως αὐτὴ νοεῖται στὴ συνήθη ἀντί­ληψη, οἱ ἴδιοι ὅμως δὲν φαίνεται νὰ εἶναι ξένοι μὲ τοὺς ἀδελφούς τους ἢ ἀδιαφοροῦντες γιὰ τὴν ἐν τῷ κόσμῳ ἀγωνιζόμενη Ἐκκλησία. Γιὰ κάποιον λόγο, οἱ ἀσκητές, ἐνῶ ἀποφεύγουν τὸν κόσμο, λειτουργοῦν ὡς μαγνῆτες. Οἱ ὅσιοι «ἐπώλησαν τὸν κόσμο καὶ ἐπόλισαν τὰς ἐρήμους», ὅπως ἀναφέρεται χαρα­κτηριστικὰ στὴν ἀκολουθία τοῦ Μεγάλου Ἀντω­νίου. Μὲ ἄλλα λόγια ἀρνήθηκαν τὸν κόσμο, τὸν πούλησαν, ἀλλὰ ἔφεραν τὸν κόσμο στὶς ἐρήμους, τὶς «ἐπόλισαν», τὶς ἔκαναν πόλεις.
Ὁ μοναχὸς κατὰ τὴν Κλίμακα εἶναι «ἡγνισμένον σῶμα καὶ κεκαθαρμένον στόμα καὶ πεφωτισμένος νοῦς∙ βία φύσεως διηνεκὴς καὶ φυλακὴ αἰσθήσεων ἀνελ­λιπής, μοναχός ἐστιν κατώδυνος ψυχὴ ἐν διηνεκῇ μνήμῃ θανάτου ἀδολεσχοῦσα γρη­γορυῖά τε καὶ ὑπνώττουσα». Ταυτόχρονα ὅμως «μοναχός ἐστίν ὁ πάντων χωρι­σθεὶς καὶ πᾶσιν συνηρμοσμένος». Ὅπως δὲ γράφει ὁ Ὅσιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος: «οὔκ ἐστιν ἄλλως σωθῆναι εἰ μὴ διὰ τοῦ πλησίον», ὁ δὲ Ἀββᾶς Ἰσαάκ: «ἡ κλεὶς τῆς καρδίας τῶν θείων χαρι­σμά­των ἐν τῇ ἀγάπῃ τοῦ πλη­σίον δίδοται». Οἱ ἅγιοι αὐτοὶ τῆς ἀπόλυτης μυστικῆς ἀσκήσεως καὶ ἡσυχίας ἐκφράζονται μὲ ἕναν ξεχωριστὰ ἔντονο τρόπο γιὰ τὴν ἀξία τοῦ πλησίον καὶ τοῦ ἀδελφοῦ στὴν ὑπό­θεση τῆς σωτηρίας. Ἡ ἔννοια τοῦ πλη­σίον στὴ ζωὴ τῶν μονα­χικῶν ἐπιλογῶν ἀπο­κτᾶ μιὰ μυστικὴ διάσταση, μὴ εὔκολα κατα­νοητὴ μὲ τὴ λογική.
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι τὸ ἐρώτημα τῆς ἰσορροπίας ἀνάμεσα στὴν ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον πρὸς τὴν ὁποία εἶναι προσανατολισμένη ἡ ἀποστολὴ τῆς ἐν τῷ κόσμῳ ἀγωνιζομένης Ἐκκλησίας καὶ τὴν ὁδὸ τῆς ἡσυχαστικῆς καθάρσεως, τὴν ὁποία ἀκολουθεῖ ἡ μοναχικὴ πολιτεία πάντοτε ἀπασχολοῦσε τὴν Ἐκκλησία. Χαρα­κτηριστικὴ εὶναι ἡ ἀλληλογραφία μεταξὺ τοῦ Ἀββᾶ Ἰσαὰκ καὶ τοῦ Ὁσίου Συμεὼν τοῦ Θαυμαστορείτου.
Χαρακτηριστικὸ ἐπίσης εἶναι καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ σύγχρονος ἁγιορείτης ἡσυχα­στής, ὁ Γέρων Ἰωσὴφ ὁ Σπηλαιώτης, μπόρεσε μέσα ἀπὸ τὴν ἄκρα καὶ ἀσυμ­βί­βα­στη ἡσυχία του διὰ τῆς ἀλληλογραφίας νὰ στηρίξει πλῆθος πιστῶν στὴν πίστη καὶ στὴν κλήση τους.


ΙΔΙΩΜΑΤΑ ΓΥΝΑΙΚΕΙΟΥ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΥ
Αὐτὰ ὅλα, βέβαια, ἀποτελοῦν παραδείγματα ποὺ κυρίως ἐκφράζουν τὸν ἀνδρικὸ μοναχισμό. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὁ γυναικεῖος μοναχισμὸς δὲν παρουσιάζει παρὰ μόνον ὑπὸ τὴν μορφὴ ἐξαιρέσεων τὴν ἀκρότητα τέτοιου χαρακτῆρα ἀσκη­τικὸ καὶ ἀναχωρητικὸ βίο. Ἡ κύρια μοναχικὴ παράδοση τοῦ γυναικείου μονα­χισμοῦ εἶναι αὐτὴ τοῦ κοινοβίου. Ὑπάρχουν ἐξαιρέσεις, ὅπως τῆς Ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας ἢ τῆς Ὁσίας Σάρρας καὶ τῆς Ὁσίας Φωτεινῆς τῆς Ἐρημίτιδος καὶ ἄλλων τέτοιων ἡρωϊκῶν γυναικῶν, οἱ ὁποῖες ὅμως δὲν καταργοῦν τὸν κανόνα.
Ἡ γυναικεία φύση εἶναι ἐφοδιασμένη μὲ συγκεκριμένα γνωρίσματα ποὺ καὶ σαφῶς προσδιορίζουν τὸν χαρακτῆρα τοῦ γυναικείου μοναχισμοῦ. Ἡ μη­τρότητα, ὡς βασικὸ ἰδίωμα τῆς γυναίκας, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ἀνατομικὰ καὶ φυσιο­λογικὰ χαρα­κτηριστικὰ τοῦ γυναικείου σώματος, προσδιορίζει καὶ τὴ γυναικεία ψυχοσύνθεση. Ἔτσι, ἡ κυοφορία καὶ ὁ θηλασμὸς συνεπάγονται ψυχοσωματικὴ σχέση διαρκείας μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ ἐμβρύου καὶ τοῦ παιδιοῦ καὶ ὡς ἐκ τούτου προϋποθέτουν ἐκφράσεις κοινωνικότητος καὶ ἰδιάζουσας σχέσης μὲ τὸν χρόνο, ποὺ φυσικὰ δὲν διαθέτει ἡ ἀνδρικὴ φύση.
Ἡ γυναικεία φύση εἶναι προσανατολισμένη στὴ δεκτικότητα -δηλαδὴ στὸ νὰ ὑποδέχεται καὶ νὰ φιλοξενεῖ τὸν σύζυγό της-, στὴν κενωτικὴ κοινωνικότητα -δηλαδὴ στὸ νὰ ζεῖ γιὰ κάποιον ἄλλον, τὸ παιδί της- καὶ στὴ συμφιλίωση μὲ τὸν χρόνο -δηλαδὴ τὸ ὅ,τι κάνει νὰ ἔχει διάρκεια. Συνέπεια ὅλων αὐτῶν εἶναι ὁ ψυχι­κὸς κόσμος τῆς γυναίκας νὰ διαθέτει κοινωνικὲς εὐαισθησίες, νὰ χαρακτη­ρίζεται ἀπὸ ἐνδια­φέρον γιὰ τὸν ἄλλον, καὶ νὰ διευκολύνει τὴν ἀνάπτυξη ἀρετῶν, ὅπως ἡ ἀνιδιοτέλεια, ἡ εὐγένεια, ἡ λεπτότητα τῶν τρόπων, ἡ τρυφερότητα, ἡ ὑπομονή, ἡ ἀντοχή, ἡ μακροθυμία. Ἡ γυναικεία φύση μειονεκτεῖ ἔναντι τῆς ἀνδρικῆς σὲ δύ­να­μη καὶ σταθερότητα, ἀλλὰ πλεονεκτεῖ σὲ ἀντοχή καὶ ἀφοσίωση. Δύσκολα στη­ρίζεσαι ἐπάνω της, ἀλλὰ εἶναι ὑπηρετική, ψάχνει γιὰ ἀποδέκτη τοῦ ἐνδιαφέροντός της. Αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ λόγος ποὺ ὁ ἐρημητικὀς, ὁ ἀναχωρητικὸς καὶ ὁ ἀσκητικὸς τρόπος ζωῆς δὲν εἶναι τόσο συνήθης στὸν γυναικεῖο μοναχισμό, ἀλλὰ αὐτὸς ποὺ κυριαρχεῖ εἶναι ὁ κοινοβιακός δρόμος τῆς ὑπακοῆς.
Τὰ στοιχεῖα αὐτά, ἔστω καὶ ἂν δὲν βρίσκουν ἔκφραση μέσα στὸ πλαίσιο τῆς μοναχικῆς ζωῆς καὶ πολιτείας, ἐνυπάρχουν ὡς ἰδιώματα στὴν ψυχὴ τῶν μοναζουσῶν καὶ εἶναι πολὺ φυσικὸ νὰ ψάχνουν γιὰ ἔκφραση μέσα στὸ πλαίσιο τῶν μοναχικῶν ἐπιλογῶν.
Χωρὶς ἀμφιβολία, μαζὶ μὲ τὶς ἀρετὲς ποὺ προαναφέραμε, συνυπάρχουν καὶ ἐλαττώματα τοῦ γυναικείου φύλου, καταστάσεις ἀρνητικὲς στὶς ὁποῖες οἱ γυναῖ­κες ἐπιρρέπουν περισσότερο ἀπὸ τοὺς ἄνδρες. Στὴν παροῦσα ὅμως μελέτη, ἐμεῖς διερευνοῦμε τὶς ἀρετὲς αὐτὲς ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ δικαιολογήσουν μιὰ οὐσιαστικὴ συνεισφορὰ στὸ ποιμαντικὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας, ἀπόλυτα συμβατὴ ὅμως καὶ μὲ τοὺς ὅρους τῆς μοναχικης πολιτείας.


ΟΙ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Μὲ τὸν ὅρο ποιμαντικὴ ἀποστολὴ τῆς Ἐκκλησίας ἐννοοῦμε τὴν πάσης φύ­σεως φροντίδα τῶν λογικῶν προβάτων της, τῶν πιστῶν. Αὐτὴ ἡ ποιμαντικὴ φροντίδα περιλαμβάνει τὴν ἐνίσχυση τῆς πίστεως, τὴν περιποίηση τῶν ψυχικῶν τραυμάτων, τὴ συμπαράσταση στὰ κοινωνικὰ προβλήματα, τὸν στηριγμὸ τῶν σκαν­δαλιζομένων, τὴν ἐνεργὸ μετοχὴ τῆς Ἐκκλησίας στὴ ζωὴ τῶν πιστῶν.
Τὸ ἔργο αὐτὸ τὸ ἐπιτελεῖ ἡ Ἐκλησία μέσω τοῦ κηρύγματος, τῶν φιλαν­θρωπικῶν δραστηριοτήτων καὶ κυρίως μέσῳ τῶν πνευματικῶν της πατέρων. Ὅπως χαρακτηριστικὰ γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος πρὸς τοὺς Κορινθίους, «χωρὶς τῶν παρεκτὸς ἡ ἐπίστασίς μοι ἡ καθ’ ἡμέραν ἡ μέριμνα πασῶν τῶν Ἐκκλησιῶν. Τίς ἀσθενεῖ καὶ οὐκ ἀσθενῶ; Τίς σκανδαλίζεται καὶ οὐκ ἐγὼ πυροῦμαι;». Αὐτὸ τὸ φρόνημα, ὅπως μάλιστα ἀποτυπώνεται καὶ στὸν λόγο του πρὸς τοὺς χριστιανοὺς τῆς Ἐφέσου «διὸ γρηγορεῖτε μνημονεύοντες ὅτι τριετίαν νύκτα καὶ ἠμεραν οὐκ ἐπαυσάμην μετὰ δακρύων νουθετῶν ἕνα ἕκαστον», ἀποτελεῖ τὸν ἄξονα τῆς ποιμαντικῆς διακονίας, ὅπως τὸν βιώνει ἡ Ἐκκλησία μας, δηλαδὴ τὴν διαρκῆ μέ­ριμνα, τὴν κοινωνία στὶς ἀνάγκες καὶ τὶς δοκιμασίες καὶ τὴν ἀνύστακτη νουθεσία.
Ἐκ πρώτης ὄψεως, τὸ ποιμαντικὸ ἔργο ἀποτελεῖ ἀποκλειστικὴ εὐθύνη τῆς ποιμαίνουσας Ἐκκλησίας, χωρὶς νὰ παρουσιάζονται ἐμφανῆ περιθώρια ἀνάμειξης σὲ αὐτὸ τῶν μοναχῶν. Θὰ μποροῦσε νὰ κατανοήσει κανεὶς τὸν εἰδικὸ ρόλο τῶν πνευματικῶν γερόντων πρὸς τοὺς ὁποίους δυνατὸν νὰ προσφεύγουν οἱ πιστοὶ γιὰ νουθεσία, στηριγμό, καθοδήγηση, ἐκζήτηση τῆς εὐχῆς καὶ τῆς προσευχῆς τους, πρᾶγμα ποὺ καὶ ἀποτελεῖ ἀρχαία παράδοση καὶ πρακτικὴ στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Πῶς ὅμως θὰ μποροῦσε νὰ δικαιολογηθεῖ τυχὸν ἀνάμειξη τοῦ γυναικείου μοναχισμοῦ στὸ ποιμαντικὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας;


ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ ΖΩΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
(α) Στὸ σοφὸ βιβλίο τῆς Κλίμακος τοῦ Ἰωάννου, διαβάζουμε: «φῶς μὲν μονα­χοῖς ἄγγελοι, φῶς δὲ κοσμικοῖς μοναδικὴ πολιτεία», μὲ ἄλλα λόγια ἡ μοναχικὴ πολιτεία ἀποτελεῖ πρότυπο ζωῆς γιὰ τὰ μέλη τῆς ἐν τῷ κόσμῳ ἀγωνι­ζομένης Ἐκκλησίας. Αὐτὴ ἡ πολιτεία διακρίνεται γιὰ τὴν συστη­ματικὴ καλ­λιέργεια ἀρετῶν, ὅπως ἡ νηστεία, ἡ ἀγρυπνία, ἡ προσευχή, ἡ ἀκτη­μοσύνη, ἡ ὑπακοή, ἡ παρθενία, ἡ ἐκκοπὴ τοῦ ἰδίου θελήματος. Σίγουρα αὐτὸ τὸ πρότυπο ζωῆς στὴν εἰδική του μορφὴ δὲν μποροῦμε νὰ τὸ μιμηθοῦμε στὸν κόσμο, δὲν βοηθοῦν οἰ συνθῆκες. Μποροῦμε ὅμως νὰ ἐμπνευσθοῦμε ἀπὸ αὐτό. Ἂν δὲν φτάσουμε στὸ ὕψος καὶ τὸ μέγεθος ἢ τὴν ἀπόλυτη μορφή, μποροῦμε νὰ ἐμπνευσθοῦμε ἀπὸ τὸ φρόνημα. Ἀρετὲς ὅπως ἡ ἐγκράτεια, ἡ ἐγρήγορση, ἡ προσευχή, ἡ λιτότητα καὶ ὀλιγάρκεια, ἡ ἐλευθερία ἀπὸ τὸ ἐμπαθὲς θέλημα, εἶναι ἀρετὲς ποὺ καλεῖται νὰ καλλιεργεῖ κάθε πιστός.
Ἡ μοναχική λοιπὸν ζωὴ ἀποτελεῖ σημεῖο ἀναφορᾶς γιὰ ὁλόκληρη τὴν Ἐκκλησία, ἡ δὲ ἀκρότητα τῆς μορφῆς της μοναδικὸ κριτήριο ζωῆς τοῦ κάθε χριστιανοῦ. Αὐτὸ καταδεικνύει τὴν πρώτη σημαντική συνεισφορὰ τοῦ μοναχι­σμοῦ στὸ ποιμαντικὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας. Μὲ τὸ μοναχικὸ φρόνημα οὐσιαστκὰ ποιμαίνεται ἡ Ἐκκλησία. Ἂς μὴν ξεχνοῦμε ὅτι οἱ νηστεῖες καὶ στὸ σύνολό της σχεδὸν ἡ λειτουργικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας βασίζονται στὸ στέρεο θεμέλιο τῆς μοναστικῆς παραδόσεως. Ἀπὸ αὐτὸ ἐμπνεύσθηκε ἡ Ἐκκλησία, αὐτὸ ἀγάπησε, αὐτὸ καὶ υἱοθέτησε, ἀπὸ αὐτὸ καὶ μέσα στὴν ἱστορία τρέφεται. Συνεπῶς, καὶ μόνον ἡ ὕπαρξη τῶν μονῶν ἀποτελεῖ οὐσιαστικὴ ποιμαντικὴ συνιστῶσα στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας μας.
(β) Ἡ ἐνίσχυση τῆς ζωῆς τῶν πιστῶν ἀπὸ τὶς προσευχὲς τῶν μοναχῶν φαίνεται ἀπὸ τὴν προσφυγή τους σὲ αὐτές. Ὅπως ὅταν ὁ Μωϋσῆς εἶχε σηκωμένα τὰ χέρια νικοῦσαν οἱ Ἰσραηλῖτες τοὺς Ἀμαληκῖτες, ἔτσι καὶ ὅταν οἱ μοναχοὶ ἔχουν τὰ χέρια τους σηκωμένα πρὸς τὸν Θεό, ἐμεῖς οἱ ἀγωνιζόμενοι πιστοὶ στὴν ἔρημο τοῦ κόσμου νικοῦμε τὸν νοητὸ Ἀμαλήκ. Ἐκεῖ ποὺ οἱ προτροπὲς τῶν πνευματικῶν, οἱ συμβουλές, οἱ ἀνθρώπινες προσπάθειες δὲν δίνουν λύσεις, ἡ προσευχὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἡ προσευχὴ τοῦ τάγματος τῶν ἀδιαλείπτως ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ παρι­στα­­μένων καὶ ἐν ταῖς προσευχαῖς συναγωνιζομένων μοναχῶν μπορεῖ ἀποτελε­σματικὰ νὰ ἀγκαλιάσει τὴ ζωὴ ὁλόκληρης τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ κάθε πιστοῦ χωριστά. Ἡ Ἐκκλησία ποιμαίνει περισσότερο μὲ τὴν προσευχὴ παρὰ μὲ τὸν λόγο καὶ τὸ κήρυγμα, ἀναπαύει περισσότερο μὲ τὴν προσευχὴ τῶν μονα­χῶν παρὰ μὲ τὸν λόγο τῶν χαρισματικῶν διδασκάλων.
(γ) Ἕνα τρίτο στοιχεῖο τῆς μοναχικῆς πολιτείας ποὺ οὐσιαστικὰ μπορεῖ νὰ βοηθήσει τὸν ἀγῶνα τῶν πιστῶν εἶναι ἡ ἡσυχία καὶ ἡ γαλήνη τῶν μονῶν. Σὲ μία ἐποχὴ καὶ ἕναν κόσμο ποὺ κυριαρχεῖται ἀπὸ ὑψηλὲς ταχύτητες, ἰσχυροὺς θορύ­βους, ἀνταγωνισμούς, πολυμέριμνες προσπάθειες, ἀνεξέλεγκτα ἄγχη καὶ ἀβεβαιό­τητα, ἡ ἑτε­ρό­τητα τῆς ἀτμόσφαιρας ἑνὸς μοναστηριοῦ, ὅπου τὰ πάντα ἀκολου­θοῦν τὸ χρόνο τους καὶ τὸ δοκιμασμένο πρόγραμμα, ὅπου ἡ ἁπαλότητα τῆς ἡσυχίας καὶ ἡ γλῶσσα τῆς σιωπῆς ἀποτελοῦν τὴ φυσικὴ καὶ μητρικὴ διάλεκτο τῆς ζωῆς, ὅπου ὁ ἀμέριμνος βίος, γυμνὸς ἀπὸ ἄχρηστες πληροφορίες καὶ ἀνούσιες ἐπιδιώξεις, ἀποτελεῖ τὴ μεγαλύτερη σταθερά, ὅπου ὁ ἀνταγωνισμός, τὸ ἄγχος καὶ ἡ ἀβεβαιό­τητα εἶναι ἄγνωστες λέξεις στὸ λεξιλόγιο τῆς καθημερινῆς ζωῆς, ὅπου αὐτὸ ποὺ κυριαρχεῖ εἶναι ὁ νόμος τοῦ ἀπόλυτα ἀναγκαίου ἀπὸ τὰ ὑλικὰ καὶ τὰ φθαρτά, ὁ στόχος τοῦ ἁγίου ἀπὸ τὰ πνευματικὰ καὶ ἡ ἀλήθεια τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ, ὅπου ἡ προσδοκία τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ εἶναι τὸ κυρίαρχο πολίτευμα, σὲ μιὰ τέτοια ἐποχὴ καὶ σὲ ἕνα τέτοιο κόσμο, μιὰ ἐπίσκεψη καὶ μόνο σὲ ἕνα μονα­στήρι ἀναδιατάσσει τὸν ὁρίζοντα τῆς ζωῆς καὶ μεταφέρει τὴν ἐξωτερικὴ γαλήνη μέσα στὴν καρδιὰ καὶ τοῦ πιὸ ταραγμένου ἀνθρώπου.
(δ) Ἐκ παραδόσεως τὰ μοναστήρια διακρίνονται γιὰ τὴν ἑκούσια πτωχεία, τὴ λιτότητα καὶ τὴν ἁπλότητα τῆς ζωῆς. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι αὐτὴ ἡ παράδοση ἔχει κάπως διασαλευθεῖ στὴν ἐποχή μας. Ὅπου ὅμως ὑπάρχει, δίνει τὴν καλύτερη ἀπάντηση στὴν ἀπάτη τοῦ ὑπερκαταναλωτισμοῦ καὶ στὸ ἀδιέξοδο τοῦ εὐδαιμονι­στικοῦ ὑλισμοῦ. Αὐτὸ ἀποτελεῖ ἀνεκτίμητη περιουσία τοῦ μοναχικοῦ βίου ποὺ μὲ κανέναν τρόπο δὲν πρέπει νὰ χαθεῖ. Οἱ στενὲς καὶ χαμηλὲς πόρτες, ὁ περιο­ρι­σμένος φωτισμός, ἡ ἔλλειψη κοσμικῶν ἀνέσεων, ἡ ἔντονη σχέση μὲ τὴ φύση καὶ τοὺς φυσικοὺς τρόπους, ἡ ἀπουσία τῆς κοσμικῆς ποικιλίας τῶν ρούχων, τῶν χρω­μάτων καὶ τῶν ἀντικειμένων, τὰ περιορισμένα λόγια, χαμόγελα, διαχύσεις ἢ ἄλλες ἐκδηλώσεις, ἡ φειδωλότητα στὴν ποικιλία, στὸν τρόπο παρουσίασης καὶ στὴ διάρκεια τῆς δίαιτας τῶν μοναχῶν, τὸ λιτὸ καὶ ἐνίοτε μονότονο πρόγραμμα συν­θέ­τουν ἕνα περίγραμμα πολὺ ἁπαλῆς ζωῆς μὲ ἐξαιρετικὰ φειδωλὴ χρήση τῶν αἰσθήσεων ποὺ σίγουρα σπανίζει καὶ ἰδιαίτερα ξεκουράζει. Ὅλα αὐτὰ λείπουν ἀπὸ τὴ σύγχρονη ζωή, κατὰ κανόνα ὅμως ἐνδημοῦν στὰ μοναστήρια, γι’ αὐτὸ καὶ κάθε ἐπίσκεψη σὲ ἕνα μονα­στήρι ἐκτὸς ἀπὸ τὴν εὐλογία τοῦ προσκυνήματος καὶ τῆς ἡσυχίας ἀποζημειώνει καὶ μὲ σπάνια ἀνάπαυση τοῦ ψυχικοῦ ὑποβάθρου τοῦ ἀνθρώπου. «Ἡ ἡσυχία τὰς αἰσθήσεις τὰς ἔξω νεκροῖ καὶ τὰς κινήσεις τὰς ἔσω ἐγεί­ρει, ἡ δὲ τοῦ κόσμου ἀνα­στροφὴ τὰ ἐναντία τούτων πράσσει, ἤγουν τὰς κινήσεις τὰς ἔσω νεκροῖ καὶ τὰς αἰσθήσεις τὰς ἔξω ἐγείρει». Ἡ ἀτμόσφαιρα τῆς ζωῆς ἑνὸς μοναστηριοῦ ξυπνᾶ τὸν μέσα κόσμο καὶ ξεκουράζει τὸν φυσικὸ ἄνθρωπο.
(ε) Τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ μοναχικὴ ζωὴ στηρίζεται στὴν ἀποταγὴ τοῦ κόσμου, ὅτι ἀποτελεῖ «ἄρνησιν φύσεως δι’ ἐπιτυχίαν τῶν ὑπερ φύσιν», μὲ ἄλλα λόγια ἐνέχει μέσα της βαθειὰ στοιχεῖα ἀκρότητος καὶ ἡρωισμοῦ, τῆς προσδίδει καὶ τὸ στοιχεῖο τοῦ αὐθεντικοῦ βίου. Ὁ ἀληθινὸς μοναχὸς δὲν δείχνει, δὲν παριστάνει, δὲν ἐκφράζει κάτι που ἔχει διαβάσει ἤ κάτι γιὰ τὸ ὁποῖο κάποιοι τὸν ἔχουν πληροφορήσει, ἀλλά κάτι γιὰ τὸ ὁποῖο ὁ ἴδιος ἔχει καταθέσει τὸ τίμημα τῆς προσωπικῆς του ζωῆς ὡς ἐμπειρίας. Αὐτὸ τὸ στοιχεῖο ἀπὸ μόνο του ἐπενδύει τὴν μοναχικὴ ὁδὸ μὲ τὴν περιουσία τοῦ αὐθεντικοῦ λόγου καὶ τῆς γνήσιας ζωῆς. Ὁ τρόπος της δὲν χρειάζεται ἐπιχειρηματολογία. Ἡ πνευματικὴ ζωὴ καὶ ἀλήθεια ἐδῶ ἐκφράζεται ὡς μητρικὴ γλῶσσα. Στὸ μοναστήρι ἡ ζωὴ δὲν ἀποτελεῖ λεκτικὴ διδασκαλία, ἀλλὰ δοκιμασμένη πρακτική, ζωὴ καὶ ἐμπειρία.
Αὐτὸ ἔχει ὡς συνέπεια ὁ συνεπὴς μοναχὸς νὰ εἶναι ὁλοκληρωμένος, ἰσορ­ροπημένος, ἐλεύθερος, ἀναπαυμένος ὁ ἴδιος καὶ ξεκούραστος στοὺς ἄλλους, νὰ γνωρίζει τὰ μυστικὰ τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς, τὴ λειτουργία τῶν παθῶν καὶ τοὺς μηχανισμοὺς τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, τὰ μυστικὰ καὶ τὶς δυσκολίες τοῦ πνευμα­τικοῦ ἀγῶνος∙ εἶναι «παθὼν καὶ μαθών», εἶναι ὁ καλύτερος ψυχολόγος, κατανοεῖ τὸν ἀδύνατο, τὸν ἐμπαθῆ, τὸν συντετριμμένο, τὸν κοπιῶντα καὶ πεφορτισμένο, τὸν πεινῶντα καὶ διψασμένο, τὸν διωγμένο καὶ ἀδικημένο.
Τὸ βλέπουμε αὐτὸ μέσα σὲ μοναχικὰ κείμενα ἁπλᾶ ὅπως τὸ Γεροντικό, ὁ Εὐεργεντινός, ἡ Φιλόθεος ἱστορία τῶν μοναχῶν τῆς Αἰγὐπτου, τὸ Λαυσαϊκὸ κ.ἄ. Τὸ βλέπουμε ὅμως καὶ σὲ κείμενα νηπτικὰ καὶ ἡσυχαστικοῦ προσανατολισμοῦ, ὅπως ἡ Βίβλος τοῦ Ἀββᾶ Βαρσανουφίου, ἡ Φιλοκαλία, τὰ ἀσκητικὰ τοῦ Ἀββᾶ Δωροθέου καὶ τοῦ Ἀββᾶ Ἰσαάκ, ἡ Κλίμακα τοῦ Ἰωάννου, τὰ ὁποῖα ἐνῶ ἀπευθύνονται καὶ περιγράφουν τὴ ζωὴ προχωρημένων ἀσκητῶν, διαβάζονται μὲ τόση δίψα καὶ ἀποτέλεσμα πνευματικῆς ὠφέλειας καὶ ἀπὸ κοσμικούς.
Ὑπὸ τὴν ἔννοιαν αὐτήν, κάθε λόγος, κάθε κίνη­ση, κἀθε ἐπαφὴ μὲ τὴν μοναχικὴ ζωὴ λειτουργεῖ πιὸ πειστικά καὶ πιὸ ἐπι­στη­ρικτικὰ στὴ ζωὴ τοῦ πιστοῦ λαοῦ.


Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΟΥ ΓΥΝΑΙΚΕΙΟΥ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΥ
Μέσα στο πλαίσιο τῶν ὅσων ἀναφέραμε, στὴ σημερινὴ ἐποχὴ ἡ συνεισ­φορὰ τοῦ γυναικείου μοναχισμοῦ θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι μοναδικὴ καὶ ὡς πρὸς τὴν ποιότητα καὶ ὡς πρὸς τὴν μορφή. Τὰ γυναικεῖα μοναστήρια μποροῦν νὰ προσφέ­ρουν ποιμαντικὰ δῶρα τέτοια ποὺ δὲν μποροῦν νὰ καταθέσουν οἱ ἐνορίες, οἱ μητροπόλεις, οἱ ἐφημέριοι, οἱ ἐκκλησιαστικὲς ἐνοριακὲς δομές.
Γιὰ νὰ γίνει ὅμως αὐτό, πρέπει τὰ μοναστήρια μὲ σαφήνεια νὰ ἀποβάλουν κάθε στοιχεῖο ἐκκοσμικευμένης ἀντίληψης καὶ πρακτικῆς. Ὅπως ἡ μοναχικὴ ἀμφί­εση διατηρεῖ τὴν ἑτερότητά της μέχρι σήμερα, θὰ μποροῦσε καὶ ἡ διατήρηση τῆς βυζαντινῆς ὥρας καὶ τοῦ τυπικοῦ, τῆς δίαιτας, τῶν ἐκφράσεων, τῆς αἰσθη­τικῆς, τῶν συνηθειῶν, νὰ κρατήσουν τὸν διαχρονικό πνευματικό τους χαρακτήρα, ποὺ κατ’ ἀνάγκην θὰ τοὺς διαφοροποιήσει οὐσιαστικὰ ἀπὸ τὰ σύγχρονα σχήματα ποὺ προ­χωροῦν ἀπὸ ἀποτυχία σε ἀποτυχία. Ἡ κλασικὴ ἐκκλησιαστικὴ ποιμαντικὴ συνή­θως στηρίζεται στὴν γνώση τῶν συνηθειῶν τοῦ σύγχρονου κόσμου καὶ τῆς ἐπο­χῆς καὶ συνεπῶς στὴν πλούσια ἐνημέρωση καὶ πληροφόρηση. Ἀντίθετα, ἡ μονα­­στικὴ ποιμαντικὴ θὰ μποροῦσε νὰ ἀντλήσει τὴ δύναμη καὶ τὴ διεισ­δυτι­κότητά της ὄχι ἀπὸ τὴν ἐπικαιρότητά ἀλλὰ ἀπὸ τὴ δοκιμασμένη διαχρο­νικότητα καὶ τὴν ποιοτικὴ ἑτερότητά της. Μὲ ἄλλα λόγια ὅσο περισσότερο κανεὶς εἶναι ξένος ἀπὸ τὰ τοῦ κόσμου, τόσο περισσότερο μπορεῖ νὰ βοηθήσει τὸν κόσμο.
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι τὰ γυναικεῖα μοναστήρια, ἀντὶ νὰ βοηθήσουν σὲ μιὰ κατεύθυνση πνευματικότερης αἰσθητικῆς, παραδείγματος χάριν στὰ κεντήματα, τὰ ἄμφια κ.λπ. ἔχουν κάπως ἀστοχήσει στὸν τομέα αὐτόν. Μὲ τὸ πρόσχημα ὅτι συνεισφέρουν στὴν ἐπὶ τῆς γῆς ἀπεικόνιση τῆς οὐράνιας δόξας τοῦ Θεοῦ, εἰσή­γαγαν προ­κλητικὴ πολυτέλεια καὶ ἀνεπίτρεπτη θηλυκότητα εἰς βάρος τῆς ἀνδρο­πρέπειας καὶ τῆς ἀσκητικῆς αἰσθητικῆς.
Μποροῦν ὅμως κάλλιστα μέσα ἀπὸ τὴν καλλιέργεια τῶν καλῶν τεχνῶν νὰ χαρίσουν στὴν Ἐκκλησία αἰσθητικὴ μὲ ἦθος καὶ φρόνημα ποὺ ἀπὸ μόνα τους μιλοῦν, νὰ χαρίσουν στὴν Ἐκκλησία μιὰ αἰ­σθη­τικὴ ποὺ συνδυάζει τὸ αὐστηρὸ μὲ τὸ εὐγενὲς καὶ τὸ ἀσκητικὸ μὲ τὸ ούράνιο. Θὰ μποροῦσαν νὰ βοηθήσουν στὴν ἐκμάθηση τῆς Βυζαντινῆς ἢ ἐκκλη­σιαστικῆς Μουσικῆς σὲ κοπέλλες ὥστε αὐτὲς νὰ βοηθήσουν στὴν τέλεση τῶν ἀκολουθιῶν, καθὼς ἐκ παραδόσεως ἡ γυνακεία φύση, διαφαίνεται πιὸ πιστὴ καὶ συνεπὴς στὴν ἀφοσίωση πρὸς τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν πίστη.
Τὸ ἴδιο καὶ μὲ τὴν ἐκμάθηση διαφόρων ἐργοχείρων, ὅπως κεντήματος, ἁγιογραφίας, ψηφιδωτοῦ κ.λπ. Ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ἐργόχειρο καθ’ ἑαυτό, μέσα ἀπὸ τὴ διαδικασία ἐκμάθησης καὶ τὴν ὅλη ἀτμόσφαιρα καὶ ζωὴ τοῦ μοναστηριοῦ, μπορεῖ νὰ γίνει μία μετάγγιση ἤθους καὶ νὰ ἀσκηθεῖ μία μυστικὴ ἀγωγή, ποὺ καὶ τὴν πίστη ἐνισχύει, καὶ τὴ ζωὴ μεταμορφώνει καὶ τελικὰ τὴν οἰκοδομὴ τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ ἀπεργάζεται.
Ἐπίσης, κατὰ τὴ φιλοξενία, ἡ δυνατότητα διακριτικῆς συμμετοχῆς τῶν προσκυ­­νητῶν στὴ ζωὴ τῆς μοναστικῆς ἀδελφότητος, μία συνομιλία μὲ τὶς μονα­χές, ὁ τρόπος τῆς τέλεσης τῶν ἀκολουθιῶν, ἡ ὑποβάλλουσα ἡσυχία, τὸ δια­φο­ρετικὸ πρόγραμμα, ἀπὸ μόνα τους ἀποτελοῦν στοιχεῖα ποιμαντικῆς ἀνακού­φισης καὶ ἀγωγῆς. Παράλληλα, ἡ ζωὴ σὲ φάρμες κυρίως οἰκολογικῶν καλλιερ­γειῶν καὶ ἡ διακονία τῶν ἐπισκεπτῶν σὲ αὐτὲς σίγουρα μπορεῖ νὰ ἀποβεῖ πολὺ ὠφέλιμη.
Δίπλα σὲ ὅλα αὐτά, θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ ἀναφέρει τὴν στήριξη τῶν πρεσβυτερῶν καὶ τῶν ἱερατικῶν οἰκογενειῶν, οἱ ὁποῖες μποροῦν νὰ ἐναποθέσουν τὰ βάρη τους στὴν ἀσφαλῆ ἀγκαλιὰ ἑνὸς μοναστηριοῦ, νὰ ἀποσυρθοῦν γιὰ λίγες μέρες πρὸς ἡσυχία, προσευχὴ καὶ περισυλλογή.
Τέλος, εἶναι ἐντεταγμένη στὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας ἡ προσφορὰ τῶν γυναικείων μοναστηριῶν στὴν ὑποστήριξη φιλανθρωπικῶν ἱδρυμάτων, ὅπως ὀρφανοτροφεῖα, γηροκομεῖα, ὅπου χωρὶς νὰ διαταράσσεται ἡ μοναστικὴ τάξη, κάποιες ἐντεταλμένες ἀδελφὲς ἀναλαμβάνουν τὴν συντονιστικὴ καὶ διοικητικὴ εὐθύνη φορντίδας ἀδελφῶν μας ποὺ χρήζουν τῆς ἀγάπης καὶ τῆς μέριμνάς μας. Σημαντικὴ θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι καὶ ἡ συνεισφορὰ τῶν γυναικείων μονῶν καὶ στὴ λειτουργία τοῦ νεανικοῦ ἔργου τῶν Μητροπόλεων, στὴν ὀργάνωση κατασκη­νώ­σεων (π.χ. Ἱ. Μ. Τιμίου Σταυροῦ Μαμψοῦ Κορινθίας), στὴ συμπαράσταση τοῦ διοι­κητικοῦ ἔργου, τῶν ἐκδόσεων (Ἱ. Μ. Ἁγ. Ἰω. Προδρόμου Καρέα, Χρυσοπηγῆς Χανίων κ.λπ), ὅπου λόγιες μοναχὲς ἀναλαμβάνουν τὸ ἐπίμοχθο ἀλλὰ ἐξαιρετικὰ σημαντικὸ αὐτὸ ἔργο.
Ἡ ἐποχή μας ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ αὐθεντικότητα, ἡσυχία, λιτότητα, προσευχή, πρότυπα ζωῆς γιὰ νὰ δεχθεῖ τὴν ἀλήθεια. Ὁ κόσμος δὲν ξεδιψᾶ μὲ τὸν ἐκκοσμικευμένο λόγο, δὲν ἀντέχει στερεότυπα ποὺ δὲν ἐπιβεβαιώνονται ἀπὸ τὴ ζωή, δὲν ξεγελιέται μὲ θρησκευτικὰ εἴδωλα ποὺ ἀπευθύνονται μόνο σὲ ψυχο­λογικὲς καὶ κοινωνικὲς ἀνάγκες, δὲν έμπιστεύεται τὴ σχέση του μὲ τὸν Θεὸ σὲ θρησκευτικὰ σχήματα δίχως τόλμη, χωρὶς διὰ βίου ἀποφά­σεις καὶ μυστικὴ δύναμη. Δὲν τοῦ χρειάζονται ὅλα αὐτά. Χρειάζεται τὴν ἀλήθεια γυμνή γιὰ νὰ εἶναι πειστικὴ μέσα του. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀναγκαστικὰ θὰ στραφεῖ πρὸς τὰ μοναστήρια. Σὲ αὐτὴν τὴν τελευταία έλπίδα. Ὅλα δείχνουν πὼς καθὼς προχωρεῖ ἡ ἱστορία πρὸς τὰ ἔσχατα, ἡ ποιμαντικὴ ὅλο καὶ περισσότερο θὰ ἀσκεῖται ἀπὸ μοναχοὺς καὶ μοναχές, οἱ ὁποῖοι θὰ πρέπει νὰ ἀντικρύσουν μέσα στὴ μοναχικὴ κλήση τους τὴν κραυγὴ τοῦ κόσμου γιὰ λίγη παρηγορία καὶ κατεύθυνση. Ἤδη τὸ φαινόμενο αὐτὸ εἶναι ἐμφανὲς στὴ Δύση μὲ τὸ ἐκπληκτικὸ θαῦμα τῶν μοναστηριῶν τοῦ γέροντος Ἐφραὶμ στὴν Ἀμερική, τοῦ γέροντος Σωφρονίου στὸ Essex τῆς Ἀγγλίας, τοῦ π. Πλακίδα Deseille στὴ Γαλλία, κ.ο.κ. Ἴσως αὐτοὶ ποὺ ἔκαναν τὴν ἀποταγή τους ἀπὸ τὸν κόσμο θὰ κληθοῦν νὰ κάνουν τώρα τὴ μεγαλύτερη ἀποταγή∙ νὰ μπολιάσουν τὴ μοναχικὴ κλήση τους μὲ ποιμαντικὴ διακονία.



Η ΘΕΟΤΟΚΟΣ ΣΤΗ ΖΩΗ 
ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗ ΜΟΝΑΧΟΥ
Μητροπολίτου Μεσογαίας καὶ Λαυρεωτικῆς Νικολάου



Εἶναι ἡ τρίτη φορὰ ποὺ μοῦ δίνεται ἡ εὐκαιρία νὰ βρεθῶ ἀνάμεσά σας ὡς ἀδελφὸς ποὺ προέρχεται ἀπὸ ἄλλη παράδοση, τὴν Ὀρθόδοξη Ἑλληνικὴ παράδοση, ἀνάμεσα σὲ ἀδελφοὺς ποὺ ἐνῶ ζοῦνε στὸν Δυτικὸ κόσμο μὲ ἀρκετὰ διαφορετικὲς προκλήσεις καὶ ἐρεθίσματα, ὅμως συμβαίνει νὰ ἔχουμε τὴν ἴδια ἀγάπη, νὰ ζοῦμε ἀνάλογες εὐαισθησίες, νὰ μοιραζόμαστε τὸ ἴδιο ἐνδιαφέρον. Σὲ ὅλους μας, τὸ Ἅγιον Ὄρος ἔχει μιλήσει βαθιὰ καὶ μὲ τὶς φυσικὲς ὀμορφιές του, καὶ μὲ τὶς ἱστορικὲς ἰδιαιτερότητές του, καὶ μὲ τὸν τρόπο καὶ τὰ σχήματά του, καὶ μὲ τὶς διαχρονικὲς ἀντοχές του, ἰδιαίτερα ὅμως μὲ τὴν πνευματικὴ χάρι του. Τὸ Ὄρος ἐντυ­πωσιάζει, ξεκουράζει, προκαλεῖ τὸ ἐνδια­φέρον καὶ τὸν θαυμασμό, ἐμπνέει, σὲ ὑποχρεώνει νὰ τὸ ἀγαπήσεις καὶ σὲ ἀνα­γκάζει νὰ θελήσεις νὰ τὸ ξαναεπι­σκεφτείς. Κάποιους, ὅπως τοὺς περισσό­τε­ρους ἀπὸ ἐσᾶς, τοὺς ὁδηγεῖ σὲ ἔντονους προβληματισμούς, σὲ ἀναθεώρηση τῆς πίστης, τῆς ζωῆς, τῶν βασικῶν ἀντιλήψεων. Κάποιους, ὅπως ἐμένα, μᾶς ὁδηγεῖ στὴν ἐπιθυμία νὰ ζήσουμε τὴ ζωή του καὶ νὰ τοῦ προσφέρουμε τὴ δική μας ζωὴ ὡς ἀπάντηση. 
Ἐπιτρέψτε μου νὰ πῶ ὅτι τὸ δικό μου μονοπάτι σχέσης μὲ τὸ Ὄρος εἶναι πιὸ φυσικὸ καὶ ἀναμενόμενο. Εἶμαι γεννημένος στὴν Ἑλλάδα καὶ μεγα­λωμένος μέσα στὴν Ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστικὴ παράδοση. Τὸ δικό σας ὅμως εἶναι αὐτὸ ποὺ δημι­ουργεῖ δέος. Αὐτὸ ἀποδεικνύει καλύτερα τὴ δυνάμη καὶ τὴ χάρι του. Χωρὶς τὸ σχετικὸ πολιτισμικὸ ὑπόβαθρο, ξεπεράσατε τὰ ἐξωτερικὰ ἐμπόδια καὶ ἀγκαλιάσατε μὲ ἐνθουσιασμὸ τὸ Ὄρος. Χωρὶς εὐνοϊκὲς προϋπο­θέσεις διακρίνατε τὸν μυστικο θησαυρό του. Μὲ πολλὴ εἰλικρίνεια σᾶς λέγω ὅτι πολὺ θὰ ἐπιθυμοῦσα νὰ ἀκούσω τὰ δικά σας βιώματα καὶ τὶς δικές σας ἐντυπώσεις, ἱστορίες καὶ σκέψεις. Δὲν ἔχω καμία ἀμφιβολία ὅτι ἐσεῖς ποὺ ἀπόψε θὰ μὲ ἀκούσετε θὰ μπορούσατε πολὺ περισσότερα νὰ πεῖτε καὶ πολὺ πιὸ δυνατὰ μηνύματα νὰ δώσετε. Δὲν τὸ κάνετε ἀπὸ διακρι­τικότητα καὶ φιλαγιορείτικη σεμνότητα. Καὶ μὲ πολλὴ ἁγιορείτικη εὐγένεια καὶ λεπτότητα παραχωρεῖτε τὸ βῆμα σὲ μένα. Σᾶς εὐχαριστῶ πολύ. 
 
Τὸ Ἅγιον Ὄρος ὡς περιβόλι τῆς Παναγίας
 
Τὸ Ἅγιον Ὄρος εἶναι γνωστὸ γεωγραφικὰ ὡς Ἄθωνας καὶ πνευματικὰ ὡς «Περιβόλι τῆς Παναγίας», ὡς ξεχωρι­σμένος τόπος τῆς Παναγίας, ὡς τόπος ἀφιε­­ρωμένος στὴν Παναγία, ὡς τόπος ἰδιαίτερης τιμῆς καὶ λατρείας της, ὡς τόπος ἀνα­παύσεως τῆς Θεοτόκου. Ἐνῶ εἶναι τόπος τοῦ Θεοῦ -αὐτὸ τὸ κατα­νοοῦμε θεολογικά- καὶ κατοικητήριο τόσων καὶ τόσων ἁγίων -αὐτὸ τὸ βλέπουμε στὰ πολλὰ λείψανα καὶ σημεῖα τους-, στὴ συνείδηση τῶν ἁγιορειτῶν πατέρων, ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς ἱστορίας του, τὸ πρόσωπο τῆς Παναγίας εἶναι αὐτὸ στὸ ὁποῖο γίνεται μία ἰδιαίτερη ἀναφορά. 
Πράγματι, τὸ ἁγιορείτικο τυπικὸ σὲ κάθε ἀκολουθία περιλαμβάνει ἔκτα­κτες δεήσεις καὶ εὐχὲς πρὸς τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο, ὅπως καθη­μερινὰ ἀνά­γνωση τῆς Ἀκολουθίας τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου, τοῦ Θεοτο­κα­ρίου, εἰδικῶν ὕμνων ἢ καὶ μοναδικὲς ἀγρυπνίες, ἀφιερωμένες στὶς εἰκόνες ἢ τὰ θαύματά της. Κάθε μία ἀπὸ τὶς εἴκοσι ἁγιορείτικες μονὲς διαφυλάσσει ὡς πολυτιμώτατο θησαυρὸ ἀρκε­­τὲς θεομητορικὲς εἰκόνες, σὲ κάποιες ἀπὸ τὶς ὁποῖες μάλιστα ἀποδίδονται θαυμα­τουρ­γικὲς ἰδιότητες καὶ ἀναφέρονται ἐντυ­πωσιακὰ ὑπερ­φυσικὰ γεγο­νότα ποὺ συνδέονται μὲ δεήσεις ἐνώπιόν τους, παρά­δοξες ἐμφα­νίσεις, ἱστορίες κ.λπ.    
Οἱ μοναχοὶ αὐτὴν ἔχουν συνέχεια στὸ στόμα καὶ τὴν καρδιά τους, σὲ αὐτὴν ἀναπέμπουν τὶς καλύτερες προσευχές τους, στὸ πρόσωπο καὶ τὴ χάρι της ἀποδίδουν τὰ μυστικὰ θεομητορικὰ βιώματα τῆς πίστης καὶ τῆς ἀγάπης τους. Ὅλα αὐτὰ εἶναι στοιχεῖα ποὺ ὁπωσδήποτε ὑπάρχουν στὴν Ὀρθόδοξη ζωὴ καὶ παράδοση, στὸ Ἅγιον ὅμως Ὄρος παρουσιάζουν μία μοναδικότητα καὶ ὡς πρὸς τὴν ἔκφραση καὶ ὡς πρός τὴν ἔνταση καὶ ἔμφαση μὲ τὴν ὁποία ἐμφανίζονται.
Στὴν σημερινὴ ὁμιλία μου, θὰ προσπαθήσω νὰ περιγράψω κάπως πῶς γεννιοῦνται αὐτὰ τὰ θεομητορικὰ βιώματα στὴν καρδιὰ τοῦ ἁγιορείτη μοναχοῦ, πῶς δικαιο­λογοῦνται, πῶς λει­τουργοῦν, πῶς συνδέονται μὲ τὸν καθημερινὸ ἀγῶνα καὶ τὴν ἄσκησή του, πῶς διαμορφώ­νουν τὴν πνευματικὴ προσωπικότητά του, πῶς ἐκφράζονται στὸ γενικότερο ἦθος του. Ἀντιλαμ-βάνομαι ὅτι κάτι τέτοιο πιθα­νὸν νὰ προκαλεῖ ἐρωτήματα ἢ δυσκολία στὴν ψυχὴ ὅσων τυχὸν προέρ­χονται ἀπὸ Προτεσταντικὴ παράδοση, νομίζω ὅμως ὅτι μὲ τὴ βοήθεια καὶ τὸν φωτισμὸ τοῦ Κυρίου καὶ λίγη προσπά­θεια ὅλοι μαζὶ θὰ πλησιάσουμε τὴν ἀλήθεια.
Ἡ Παναγία δὲν εἶναι ἕνα προϊὸν ἐκκλησιαστικοῦ συναισθήματος ἢ ἐπινόημα θεο­λογικοῦ στοχασμοῦ, οὔτε πάλι ἕνα ἱστορικὸ μόνο πρόσωπο ποὺ κάποτε γέννησε τὸν Χριστό καὶ ἐδῶ ἐξαντλεῖται ἡ ἀποστολή του. Ἡ ἀλήθεια γύρω ἀπὸ τὸ πρόσωπό της ἔγκειται στὸ ὅτι καθημερινὰ ἀποδεικνύεται στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας ὡς «καὶ μετὰ θάνατον ζῶσα». Εἶναι ζωντανὴ ἡ παρου­σία της στὸν κόσμο αὐτόν. Αὐτὸ τὸ ἐξηγοῦν οἱ θεολόγοι ὡς διδασκαλία, πρωτί­στως ὅμως τὸ ζεῖ ἡ Ἐκκλησία ὡς ἐμπειρία. «Οὐδεὶς προστρέχων ἐπὶ σοὶ κατῃ­σχυμένος ἀπὸ σοῦ ἐκπορεύεται, ἁγνὴ Παρθένε Θεοτόκε, ἀλλ' αἰτεῖται τὴν χάριν καὶ λαμβάνει τὸ δώρημα πρὸς τὸ συμφέρον τῆς αἰτήσεως».
 

Τὸ πρόσωπο τῆς Θεοτόκου στὴν Ὀρθόδοξη θεολογία
 
Τὸ πρόσωπο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου παρουσιάζει κάτι τὸ μοναδικὸ γιὰ τὴν ἀνθρώπινη φύση. Διὰ τῆς Θεοτόκου, ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς ἐνηνθρώπησε, ἔγινε ἄνθρωπος. Αὐτὸ δὲν τῆς προσδίδει μόνο μία μοναδικότητα ἀποστολῆς ἀλλὰ καὶ μία ἰδιαιτερότητα προϋποθέσεων. 
Ἡ θεία ἐνανθρώπηση ἀποτελεῖ μέγα μυστήριο ποὺ ἐπιτελεῖται μὲ ἕνα ἀνεπανάληπτο σημεῖο. Δὲν ἦταν δυνατὸν ὁ Θεὸς νὰ γίνει ἄνθρωπος παρὰ μόνον δι’ ἑνὸς σημείου καὶ μάλιστα μοναδικοῦ καὶ ἀσύλληπτου γιὰ τὸν ἀνθρώπινο νοῦ. Καὶ τὸ σημεῖο αὐτὸ εἶναι ἡ ἐκ παρθένου γέννηση.
Σὲ ὅλες σχεδὸν τὶς προφητεῖες, στὰ πολλὰ ἀποστολικὰ ἀναγνώσματα ποὺ δια­βάζουμε στὶς Ὧρες καὶ στὸν Ἑσπερινὸ τῆς ἀκολουθίας τῶν Χριστου­γέννων, διακρί­νουμε δύο πολὺ σημαντικὲς θεολογικὲς ἀλή­θειες, ποὺ συνδέ­ονται ἡ μία μὲ τὸ γεγονὸς τῆς Γεννήσεως τοῦ Κυρίου καὶ ἡ δεύτερη μὲ τὸν τρόπο τοῦ μυστηρίου. Ἡ πρώ­τη κρύβεται πίσω ἀπὸ τὴν εἰκόνα τοῦ βρέφους καὶ ἡ δεύτερη ἐπιβεβαιώνεται ἀπὸ τὰ χαρακτηριστικὰ τῆς Θεοτόκου. 
Ἡ μία εἶναι ὅτι ὁ Θεὸς γίνεται ἄνθρωπος κενούμενος. Κένωσις σημαίνει «ὕφεσις» τῆς θεότητος, δηλαδὴ ὅτι ἡ δόξα τῆς θείας φύσεως κρύβεται πίσω ἀπὸ τὴν ἄκρα ταπείνωση τῆς ἀνθρωπίνης. Δηλαδὴ αὐτὸ τὸ βρέφος ποὺ ἀντι­κρύζουμε ταπεινωμένο, περιφρονημένο, σ᾿ αὐτὴν τὴν ὑπερ­βο­λικὰ φτωχὴ κατάσταση, μέσα στὸ σπήλαιο, μέσα στὴ φάτνη, μέσα στὸ κρύο, μὲ συντρο­φιὰ τὰ ἄλογα ζῶα, αὐτὸ τὸ βρέφος δὲν εἶναι ἕνας ἁπλὸς ἄν­θρω­πος, δὲν εἶναι κάποιος προφήτης, δὲν εἶναι ἕνας ἀπεσταλμένος τοῦ Θεοῦ, δὲν εἶναι κάποιος σχεδὸν Θεός, δὲν εἶναι ἕνας Θεός· εἶναι ὁ παντέλειος Θεός. Αὐτὸ εἶναι τὸ δόγμα τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Κυρίου.  
Ἡ δεύτερη μεγάλη δογματικὴ ἀλήθεια εἶναι ὅτι ἡ κόρη αὐτὴ ποὺ ἐμφανίζεται στὴν εἰκονογραφία, στὴν ὑμνογραφία, στὰ εὐαγγελικὰ ἀνα­γνώ­σματα, ποὺ κατονομάζεται ἀπὸ τοὺς εὐαγγελιστὲς ὡς Μαρία, εἶναι μητέρα καὶ παρθένος, ποὺ σημαίνει ὅτι ὁ Κύριος γεννᾶται ὡς ἄνθρωπος σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο μέσα ἀπὸ παρθενικὴ μήτρα. Δὲν ἔρχεται διὰ τῆς φυσιο­λο­γικῆς ὁδοῦ, ὅπως ὁ κάθε ἄνθρωπος, δὲν συλλαμ­βάνεται «ἐκ σπέρματος ἀν­δρός», ἀλλὰ εἰσέρχεται στὴν ἱστορία μὲ ἕναν «ξένον», ὅλως ἀσυνήθη τρόπο· ἀσπό­ρως καὶ παρθενικῶς. Ὅσο κι ἂν ἡ ὀρθολογισμένη σκληροκαρδία τῆς ἐποχῆς μας σκανδα­λίζεται ἀπὸ αὐτὸ τὸ γεγονός, ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι ὁ Κύριος ἐγεννήθη «ἐκ Παρ­θένου Μη­τρός». 
Αὐτὲς τὶς δύο ἀλήθειες τὶς ἐκφράζει μαζὶ  ὁ Graham Speake ὡς ἑξῆς: 
«Ἡ παρθενία τῆς Παναγίας εἶναι σημαντικὴ ἐπειδὴ ...ὑπογραμμίζει τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ γέννηση τοῦ Χριστοῦ δὲν ὁδήγησε στὴ δημιουργία ἑνὸς νέου προσώπου ὅσο στὴν ἐνσάρκωση τοῦ δεύτερου προσώπου τῆς Τριάδος, τοῦ ἤδη ὄντος Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ὑπῆρχε πρὸ πάντων τῶν αἰώνων. Ἑπόμενως ἐκφράζει τὴν  αἰώνια παρουσία τοῦ Υἱοῦ.»
Γιὰ ποιόν ὅμως λόγο νὰ γεννηθεῖ ἐκ παρθένου; Τὴν ἴδια ἀπορία ποὺ ἴσως ταπεινῶς κι ἐμεῖς ἔχουμε, τὴν ἴδια ἀπορία διατυπώνει καὶ ἡ Ἐκκλησία. Συχνὰ στοὺς ὕμνους τονίζεται αὐτὸς ὁ θαυμασμός, αὐτὴ ἡ ἔκπληξη: «Μυστήριον ξένον ὁρῶ καὶ παρά­δοξον», κ.ο.κ. Οἱ ὑμνογράφοι παλεύουν μὲ τὴν ἰδέα τῆς παρθενικῆς γεννήσεως. Ἡ Ἐκκλησία ὅμως ἐνῶ ἀπο­ρεῖ μὲ τὸ μυστήριο, δὲν τὸ ἀμφισβητεῖ. Πιστεύει μόνον σ᾿ αὐτό. Αὐτὴ ἡ πίστη της γεννᾶ καὶ σαφεῖς ἀπαντήσεις, τόσο ἰσχυρές, ὥστε νὰ πιστεύουμε ὅτι δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ γεννηθεῖ ὁ Κύριος ἀπὸ μὴ παρθενικὴ μήτρα. Δὲν ὑπῆρχε ἄλλος τρό­πος. 
Ἂς δοῦμε ὁρισμένους λόγους ποὺ ἐπιβεβαιώνουν αὐτὴ τὴ θεολογικὴ ἀλήθεια. 
Ὁ πρῶτος εἶναι ὁ μυστηριακὸς λόγος. Ἔπρεπε ὁ Θεὸς νὰ ἔλθει ὄχι ἀκο­λου­θῶντας τοὺς νόμους τῆς φύσεως, ἀλλὰ ὑπερβαίνοντάς τους, ὥστε ἔτσι διακριτικὰ νὰ δώσει τὴν ἁπαλὴ ὑποψία τῆς θεότητός Του:«Νενί­κηνται τῆς φύσεως οἱ ὅροι ἐν σοὶ Παρθένε». Ὑπερβαίνοντας τοὺς νόμους, ἀνατρέπει τὴ λογική, γεννᾶ ἐλπίδες σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδα, ἀνακαινίζει τὰ πάντα. Παρὰ ταῦτα, οὔτε ὁ ἴδιος ὁ Ἰωσὴφ δὲν ἀντιλαμβάνεται τὸ γεγονός (Ματθ. α' 19). «Κατε­πλάγη Ἰωσὴφ τὸ ὑπὲρ φύ­σιν θεωρῶν», σημειώνει ὁ ὑμνο­γράφος. Ἀλλὰ καὶ ἡ Παναγία αἰφνιδιάζεται τὴ στιγμὴ τοῦ εὐαγγελισμοῦ, ὅταν τῆς ἀναγγέλ­λε­ται ἡ «ἐκ Πνεύματος Ἁγίου» (Ματθ. α΄ 20) δι' αὐτῆς ἐνανθρώπηση τοῦ Κυρί­ου  (Λουκ. α' 35). Καὶ μόνον ὅταν ὑπε­τάγη στὴν προτροπὴ τοῦ ἀγγέλου, τότε ἀρχίζει νὰ κατα­λα­βαίνει περίπου τί θὰ τῆς συμβεῖ. Ἡ «προαιώνιος βουλὴ τοῦ Θεοῦ» ἀποτελεῖ «ἀπ’ αἰῶνος ἀπόκρυ­φον καὶ ἀγγέλοις ἄγνωστον μυστή­ριον», τὸ ὁποῖο ξαφνιάζει τὴν ἀνθρώπινη σκέψη ὡς μὴ ἀναμενόμενο, μὴ ἑρμη­νευ­όμενο καὶ μὴ κατανοούμενο. Πρώτη λοιπὸν αἰτία τῆς ἐκ Παρθένου γεννήσεως εἶναι τὸ ὑπερφυσικὸ τοῦ γεγονότος, δηλαδὴ ἡ ἀνάγκη κατάργησης τῶν φυσικῶν νόμων, προκειμένου νὰ διασωθεῖ ἡ κρυμμένη εἰκόνα τῆς θεότητος τοῦ Κυρίου.
Δεύτερος λόγος γιὰ τὸ σημεῖο τῆς ἐκ παρθένου γεννήσεως τοῦ Κυρίου εἶναι ἡ ἀνάγκη τῆς ἀπόλυτης καθαρότητος, δηλαδὴ τῆς ἀνατροπῆς τῶν συνε­πειῶν τῆς πτώσεως. Ἔπρεπε ὁ Θεὸς νὰ ἔλθει μὲ ἄσπιλο τρόπο, ὄχι μὲ πτωτικό. Ὁ τρόπος τῆς συλλήψεως καὶ τῆς γεννήσεως τοῦ καθε­νός μας εἰσή­χθησαν στὴν ἀνθρώπινη φύση μετὰ τὴν πτώση. Αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ τὸ ὅ,τι ἡ μὲν σύλληψη εἶναι ἐνήδονη, δηλαδὴ ἡδονικῶς κανεὶς συλλαμ­βάνεται, ἡ δὲ γέννη­ση ἐπώδυνη, δηλαδὴ μὲ πόνους κανεὶς γεννᾶται. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ ὄχι μόνον στὴ γέννηση τοῦ Κυρίου ἀλλὰ καὶ στὴ γέννηση τῆς Θεο­τόκου ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ ἔδωσε ἰδιάζοντα, μὴ ἡδονικὸ χαρακτήρα. Ἔτσι ἡ Παναγία γεννήθηκε ἀπὸ ἡλικιωμένους στείρους γονεῖς, ὥστε ἡ γέννησή της νὰ μὴν εἶναι ἀποτέλεσμα ἐπιθυμίας, διαθέσεως πρὸς ἡδονὴ καὶ εὐχαρίστηση, ἀλλὰ νὰ εἶναι ἀποτέλεσμα πόθου πρὸς παιδοποιΐα καὶ μόνον. Ἂν αὐτὸ συνέβη μὲ τὴν Παναγία, κάτι πολὺ περισσότερο ἔπρεπε νὰ συμβεῖ μὲ τὸν Χριστό. Ἔπρεπε νὰ συλληφθεῖ «ἀνηδόνως» καὶ νὰ γεννηθεῖ «ἀνωδύνως» κατὰ τὸν Ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή. Σκοπὸς λοιπὸν τῆς παρθενικῆς συλλήψεως καὶ γεννήσεως τοῦ Κυρίου εἶναι νὰ ὑπογραμμισθεῖ ἡ καθαρότητα μὲ τὴν ὁποία ἔπρεπε νὰ ἔλθει ὁ Κύριος σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο.
Ὑπάρχουν καὶ ἄλλοι δύο θεολογικοὶ λόγοι. Λένε οἱ πατέρες (;) ὅτι στὴν Παλαιὰ Διαθήκη τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα περνοῦσε ἀπὸ γενεὰ σὲ γενεὰ καὶ ἀπὸ ἄνθρω­πο σὲ ἄνθρωπο διὰ σπέρματος ἀνδρός, μὲ τὴ σπερματικὴ γέννηση. Ὁ Κύριος ὅμως δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ ἔλθει μὲ τὴν κληρονομιὰ τῆς ἁμαρ­τίας, συνοδευόμενος ἀπὸ τὸ προ­πατορικὸ ἁμάρτημα. Οὔτε μὲ τὴ θεϊκὴ φύση Του κάτι τέτοιο εἶναι συμβατὸ οὔτε καὶ μὲ τὴν ἀποστολή Του. Πῶς θὰ μπο­ροῦσε νὰ ἀπαλλάξει τὸ ἀνθρώπινο γένος ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ἂν ὁ Ἴδιος ἔφερε τὸ στίγμα της;  Γι᾿ αὐτὸν τὸν λόγο καὶ δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ γεννηθεῖ ὁ Κύριος ἐκ σπέρματος ἀνδρός. Ἔπρεπε νὰ καταργηθεῖ καὶ ὁ νόμος τῆς ἁμαρτίας.
Θὰ ἀναφέρω καὶ ἕναν ἄλλον θεολογικὸ λόγο. Ἂν ἐγεννᾶτο ὁ Κύριος ἐκ σπέρ­ματος ἀνδρός, δηλαδὴ ἀνθρώπου, θὰ εἶχε ὑποτάξει τὴ θεϊκή Του φύση στὴν ἀνθρώ­πινη φύση. Ὁ Κύριος ἦλθε γιὰ νὰ δώσει νέα ζωή, ὄχι γιὰ νὰ πάρει ζωή, νὰ μολυνθεῖ ἀπὸ τὶς συνέπειες τῆς παλαιᾶς ζωῆς, νὰ κληρονομήσει χαρα­κτηρι­στικὰ κάποιου ἐπίγειου πατέρα. Ὁ ἐκ τοῦ Θεοῦ Πατρὸς προαιωνίως καὶ «ἀμήτωρ» γεν­νηθεὶς ἔπρεπε νὰ εἶναι «ἀπάτωρ» κατὰ τὴν ἀνθρώπινή Του φύση, «γεννώμενος ἐκ γυναικός», τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου. Δὲν ἦταν δυνα­τὸν νὰ ὑπάρ­­χει οὔτε κληρινομικότητα ἀνθρώπινη οὔτε ἐπικράτηση τῆς ἀνθρώ­πινης παχύτητος στὴν ἔλευσή Του. Ἔπρεπε νὰ ὑπάρχει κυριαρχία θεϊκή, γιατί αὐτὸς θὰ ἀπεργα­ζόταν τὴν ἀναγέννηση τῶν ἀνθρώ­πων. Ἔρχεται ἀγενε­αλό­γητος κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδέκ.
Στὴ θεία ἐνανθρώπηση δὲν μποροῦσε νὰ μετάσχει ἡ ἀνδρικὴ φύση. Ἡ τιμή της ἀποτελεῖ ἀποκλειστικὸ προνόμιο τῆς γυναικείας φύσεως. Ὡς ἐκ τούτου ἡ Παρθένος Μαρία εἶναι μοναδικὸ πρόσωπο ποὺ διασφαλίζει τὸν θεανθρώπινο χαρακτήρα τοῦ Κυρίου. 
Θὰ κλείσω καὶ μ᾿ ἕναν ἄλλον μυστικὸ λόγο, ποὺ δὲν φαίνεται μὲ πρώτη ματιὰ καὶ λίγο ὑπαινίχθην προηγουμένως. Ἡ Γέννηση τοῦ Κυρίου ἔρχεται νὰ σημάνει καὶ νὰ καθορίσει τοὺς τρόπους τῆς δικῆς μας πνευματικῆς γεννή­σεως ἢ μᾶλλον ἀνα-γεννήσεως. Πρέπει νὰ «μορφωθεῖ Χριστὸς ἐν ἡμῖν», νὰ συλληφθεῖ κὰι νὰ γεννηθεῖ μέσα μας. Στὸ Εὐαγγελικὸ ἀνά­γνω­σμα τῆς Κυρια­κῆς πρὸ τῆς Χριστοῦ Γεννή­σεως διαβάζουμε: «Ἀβραὰμ ἐγέννησε τὸν Ἰσαάκ, Ἰσαὰκ ἐγέννησε...», (Ματθ. α' 2), ὁ ἕνας ἐγέννησε τὸν ἑπόμενο, καὶ κατα­λήγει ὁ εὐαγγελιστὴς «Ἰακὼβ ἐγέννησε τὸν Ἰωσὴφ τὸν ἄνδρα Μαρίας, ἐξ ἧς ἐγεννήθη Ἰησοῦς ὁ λεγόμενος Χριστός» (στ. 16). Τὸν Κύριο δὲν τὸν γέννησε κανεὶς ἀλλὰ ὁ Κύ­ριος γεννή­θηκε ἀπὸ τὴν Παναγία. Καὶ ἐνῶ ὅλους τοὺς γεννοῦσαν ἄνδρες, Αὐτὸς ἐγεν­νήθη ἐκ τῆς Παρθένου. Εἶναι ὁ μόνος ποὺ ἦταν ἀδύνατον νὰ Τὸν γεννήσει κάποιος ἄνδρας, ἀλλὰ ἔπρεπε νὰ γεννηθεῖ ὄχι ἁπλᾶ ἀπὸ γυναῖκα, ἀλλὰ ἀπὸ παρθένο, «ἐκ Πνεύματος Ἁγίου». 
Αὐτὸ ἰδίως τὸ τελευταῖο ἀντιλαμβάνεται κανεὶς ὅτι ἀποτελεῖ κεντρικὸ φρόνημα στὴ ζωὴ ἑνὸς μοναχοῦ. Γιὰ νὰ γεννηθεῖ ὁ Θεὸς μέσα του πρέπει αὐτὸ νὰ συμβεῖ μὲ τρόπο παρ­θενικὸ καὶ ἐκ Πνεύματος Ἁγίου. Ἡ ἀπόλυτη ἐπι­θυμία νὰ γεννηθεῖ ὁ Κύριος στὴν ψυχὴ συν­δυάζεται μὲ τὴν «ἄρνησιν φύ­σεως δι’ ἐπιτυχίαν τῶν ὑπὲρ φύσιν». Στὴν οὐσία ἡ ἀποταγὴ τοῦ μοναχοῦ εἶναι ἄρνηση τῆς ἐπίγειας πατρότητος. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ ὁ μοναχὸς ἔχει συνεχῶς ἐνώπιόν του ὡς εἰκόνα του τὴν Παναγία Παρθένο. Ἐπάνω της ἀντικατοπρτίζεται ἡ μοναδικότητα τοῦ παρ­θενικοῦ καὶ «ἐκ Πνεύματος Ἁγίου» χαρακτήρα τῆς μοναχικῆς του κλήσεως. Ἡ νέα του κατὰ χάριν ζωὴ δὲν πρέπει νὰ κληρονομεῖ χαρακτηριστικὰ ἐκ τῆς παλαιᾶς.
Ἡ πορεία τοῦ μοναχοῦ ἔχει ὡς μόνιμο συνοδὸ τὸ μυστήριο τῆς θείας ἐναν­θρωπήσεως καὶ τὸ σημεῖο τῆς Θεοτόκου. Ἡ ἀδιάκριτος ὑπακοή, ἡ ἀπό­λυτη ἐκκοπὴ τοῦ ἰδίου θελήματος, ἡ ἄρνηση τῆς γνώμης ὡς προσωπικῆς ἀπό­ψεως, ὁ ἐκμηδε­νι­σμὸς τοῦ δικαιώματος, ἡ ὑπέρβαση τῶν ὅρων τῆς φύσεως ἀποτελοῦν στὴν οὐσία ἀπόρριψη τῆς σπερματικῆς σύλληψης τοῦ Θεοῦ ἐν ἡμῖν. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ ἐσωτερικὴ παρουσία τοῦ Χριστοῦ προέρχεται παρθε­νικῶς∙ δίδεται, δὲν κατακτᾶται∙ χαρί­ζεται, δὲν ἐπιτυγχάνεται∙ εἶναι «ἐκ Πνεύ­μα­τος Ἁγίου», ἀποτέλεσμα τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, ὄχι τῆς ἀνθρώπινης θελήσεως, δυνάμεως ἢ ἱκανότητος. Ἀποτελεῖ «σημεῖον».
 
Τὸ πρόσωπο τῆς Θεοτόκου στὴν Ὀρθόδοξη ζωὴ Οἱ ὑμνογράφοι τῆς Ἐκκλησίας, βασιζόμενοι σὲ ἐκφράσεις καὶ γεγονότα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ποὺ φαίνεται πὼς προεικονίζουν καὶ προτυπώνουν τὸ μυστήριο τῆς Θεοτόκου, τῆς ἀποδίδουν, μεταξὺ ἄλλων, τέσσερα μοναδικὰ χαρα­κτηριστικά. Τὴν ἀπο­καλοῦν κατοικη­τήριον τοῦ Θεοῦ, σκηνὴν ἐπουράνιον, ἔμψυχον ναόν τοῦ Θεοῦ καὶ πύλην του οὐρανοῦ.  Κατοικητήριο τοῦ Θεοῦ σημαίνει ὅτι τὸ πρόσωπό της φανε­ρώνει τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ἡ ἴδια τὸν φιλοξένησε στὴ μήτρα της καὶ ὁ Κύριος τὴν ἁγίασε. Ὑπάρχει γιὰ νὰ δείχνει τὶς συνεταγμένες τοῦ Θεοῦ, τὸν τόπο Του, τὴν παρουσία Του, καὶ ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὴ φωτισμένη ὑπόδειξή της στὴν Κανὰ τῆς Γαλιλαίας «ὅ,τι ἂν λέγῃ ὑμῖν ποιήσατε» (Ἰω. β΄ 5), ὑπάρχει γιὰ νὰ μᾶς προτρέπει στὴν ὑπα­κοὴ τοῦ Υἱοῦ της. Ὅποιος τὴν βλέπει, βλέπει τὸν Θεό. Ἀποκαλεῖται ὅμως καὶ σκηνὴ τοῦ Θεοῦ, ποὺ σημαίνει ὄχι ἁπλῶς τόπος διαμονῆς ἢ φανέ­ρωσης τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ τόπος ἀναπαύσεώς Του. Τόπος ποὺ πραγματικὰ εὐαρέστησε στὸν Θεό, ἱκανοποίησε τὴν προαιώ­νια βουλή Του καὶ ἐξέφρασε τὴν ἄπειρη ἀγάπη Του καὶ τὸ αἰώνιο θέλημά Του.  Χαρακτηρίζεται ἐπίσης καὶ ναὸς τοῦ Θεοῦ, ποὺ σημαίνει ὅτι διὰ τῆς Θεοτόκου ὁ Θεὸς ἀποκαλύπτει τὸ μυστήριο, τὰ σημεῖα καὶ τὰ θαύματά Του, αὐτὰ ποὺ ξεπερνοῦν τὴ λογική μας, αὐτὰ ποὺ καταργοῦν τὴν παχύτητα καὶ τὴ μικρό­τητά μας, αὐτὰ ποὺ φανερώνουν τὴν ἄλλη λογικὴ καὶ ἀποκαλύπτουν τὴν ἄλλη ζωή, κατα­δει­κνύουν ἕναν ἄλλον κόσμο ἀπὸ τὸν κόσμο τῆς πτώσεως, ἕναν ἀληθινὸ κόσμο πέραν ἀπὸ τὸν πραγματικὸ κόσμο, ἕναν κόσμο στὸν ὁποῖο καλεῖται ὁ καθένας μας νὰ μπεῖ μέσα καὶ νὰ ζήσει. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι στὸ πρόσωπό της ἐμπιστεύεται ὁ Θεός τὰ μυστικά του, καὶ αὐτὴ τὰ μοιρά­ζεται μὲ τοὺς ἀνθρώπους.  Ἡ Παναγία λοιπόν δείχνει τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ, ἐκφράζει τὸ θέλημά Του καὶ ἀποκαλύπτει τὸ μυστήριό Του. Αὐτὰ ὅλα δὲν ἀποτελοῦν ὅμως προνόμια ἢ ἔστω δῶρα πρὸς αὐτήν, τὰ ὁποῖα αὐτὴ τὰ κρατάει γιὰ τὸν ἑαυτό της, ἀλλὰ χαρίσματα ποὺ τὰ μοιράζεται μὲ τὴν Ἐκκλησία, δηλαδὴ μὲ τὸν κόσμο ὅλον, ποὺ τῆς δόθηκαν γιὰ νὰ τὰ δίνει. Συνε­πῶς κάθε ἕνας ποὺ μπορεῖ νὰ ἀποκαταστήσει μιὰ πνευματικὴ σχέση καὶ ἐπι­κοινωνία μὲ τὸ πρόσωπο τῆς Θεοτόκου δὲν γνωρίζει μόνον τὴν Παναγία, ἀλλὰ κυρίως εἰσέρχεται στὸν γνόφο τῆς παρουσίας, τοῦ θελήματος καὶ τοῦ μυστηρίου τῆς Τριαδικῆς θεότητος.  Τέλος, ἡ Παναγία εἶναι καὶ πύλη. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι εἶναι πέρασμα πρὸς τὸν οὐρανό. Ὁ πόθος τοῦ κάθε πιστοῦ εἶναι νὰ γίνει οὐράνιος ἄνθρωπος, «ἡμῶν τὸ πολίτευμα ἐν οὐρα­νοῖς ὑπάρχει» (Φιλιπ. γ΄ 20), «τὰ ἄνω ζητοῦμεν, τὰ ἄνω φρονοῦμεν» (Κολ. γ΄ 1,2). Ἡ πύλη διὰ τῆς ὁποίας κανεὶς εἰσέρχεται σὲ αὐτὴν τὴν οὐράνια κατά­σταση, στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, εἶναι τὸ πρόσωπο τῆς Ὑπεραγίας Θεο­τόκου. Ὅπως γιὰ νὰ εἰσέλθουμε σὲ ἕναν χῶρο χρειάζεται ὁπωσδήποτε μία πόρτα, ἔτσι καὶ στὸ μυστήριο τοῦ Θεοῦ δὲν εἰσερχόμεθα ἀπὸ τὸν τοῖχο τῆς λογικῆς, οὔτε ἀπὸ τὴν παγίδα τοῦ ἐμπαθοῦς βίου ἀλλὰ ἀπὸ τὴν κεντρικὴ εἴσοδο τοῦ Θεομη­τορικοῦ προσώπου. Τὸ ἠθικὸ πρότυπό της, ἡ προσφυγὴ στὴ μητρικὴ προστα­σία της, οἱ πρεσβεῖες της, ἡ χάρις της, ἡ μυστικὴ σχέση μαζί της διευκολύνουν τὴν ψυχὴ νὰ εἰσέλθει στὸν χῶρο τοῦ Θεοῦ.  Αὐτὴ ἡ σχέση μὲ τὸ πρόσωπο τῆς Θεοτόκου ἐκφράζεται πληθωρικὰ μέσα ἀπὸ τὶς τόσο δημοφιλεῖς στοὺς Ὀρθο­δόξους ἀκολουθίες τῶν δύο Παρακλη­τικῶν Κανόνων καὶ τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου. Οἱ δύο πρῶτες ὑπογραμμίζουν τὴ μετοχὴ τῆς Θεο­τόκου στὶς καθη­μερινὲς ἀνάγκες τῆς ζωῆς, ἐνῶ ἡ ἄλλη ἀπο­τελεῖ δοξολογικὴ προσευχή ποὺ μᾶς βοηθεῖ νὰ γίνουμε κοινωνοὶ τῆς αἰώ­νιας δόξας της. Οἱ Παρα­κλήσεις τὴν φέρνουν κοντά μας, ἐνῶ οἱ Χαιρετισμοὶ μᾶς ἀνεβάζουν κοντά της.  Στοὺς Παρακλητικοὺς Κανόνες ἐκφράζεται ἡ ἀμεσότητα τῆς σχέσης τῶν πιστῶν μὲ τὴν Θεοτόκο καὶ ἡ βαθειά της κατανόηση τῆς ἀνθρώπινης φύσης, ἡ ἀνάγκη τῆς προστασίας της σὲ περιστάσεις κινδύνων, θλίψεων, ἀσθενειῶν, ἀναγκῶν καὶ συμφορῶν. Ἡ παράδοση καὶ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας ἐπιβεβαιώνει τὴ δύναμη τῶν προσευχῶν καὶ τῶν πρεσβειῶν της, καθόσον «πολλά ἰσχύει δέησις Μητρὸς πρὸς εὐμένειαν Δεσπότου». Οἱ πρεσβεῖες τῆς στηρίζουν τὸν ἀγῶνα τῆς σωτηρίας μας ὅσο ἴσως τίποτε ἄλλο, γι' αὐτὸ καὶ στὶς λειτουργίες μας αὐτὲς ἐπικαλούμαστε, ψάλλοντας: «ταῖς πρεσβεῖες τῆς Θεοτόκου, Σῶτερ, σῶσον ἡμᾶς».  Μὲ τὴν άκολουθία τῶν Χαιρετισμῶν, ὁμολογοῦμε τὸ μυστήριο τῆς ἐκ παρθένου γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ὅμως οὔτε νὰ τὸ κατανοήσουμε μπο­ροῦμε οὔτε νὰ τὸ περι­γράψουμε οὔτε νὰ τὸ ἐξηγήσουμε· «Ἰλιγγιᾶ δὲ νοῦς ἅπας σοῦ τὸν τόκον νοεῖν». Αὐτὸ ὅμως, ἀντὶ νὰ σκανδαλίζει τὴ σκέψη, ταπει­νώνει τὴν καρ­διὰ καὶ γεννᾶ θαυμασμὸ καὶ εὐγνωμοσύνη πρὸς τὸν Κύριο γιὰ τὴ σοφία, τὴν ἀγάπη Του καὶ τὴν ἄκρα συγκατάβασή Του. Μὲ ἄλλα λόγια, ζῶντας κανεὶς τὸ μυστήριο τῆς Ὑπεραγίας Παρθένου, ὁμολογεῖ τὸ μυστήριο Τοῦ Τρια­δικοῦ Θεοῦ. Κατόπιν τούτων, ἀντιλαμβάνεται κανεὶς πῶς ὁ μοναχὸς ποὺ ἀγωνίζεται μὲ ὅλες τὶς δυνάμεις του γιὰ τὴ σωτηρία του, ποὺ διεκδικεῖ τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ κάθε στιγμή, ποὺ προσεύχεται γιὰ τὸ θέλημά Του, ποὺ ἐρευνᾶ τὰ μυστικὰ τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἀγωνιᾶ γιὰ ὅλον τὸν κόσμο, βρίσκει ὡς κύριο βοηθό, ἐμπνευστή, συμπα­ρα­στάτη τὸ πρόσωπο τῆς Παναγίας καὶ προσεύχεται: «τὴν πᾶσαν ἐλ­πί­δα μου εἰς σὲ ἀνατίθημι, Μῆτερ τοῦ Θεοῦ φύλαξόν με ὑπὸ τὴν σκέπην σου».  Θεομητορικὲς ἀρετὲς καὶ ὀνόματα Ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ γνωστοὺς ὕμνους στὴν Παναγία λέγει: «Μυστικὸς εἶ, Θεοτόκε, παράδεισος ...προσκυνοῦντες Αὐτὸν σὲ μεγαλύνομεν». Πράγματι, ἡ Παναγία εἶναι ἕνας παράδεισος ὅπου πνέει ὁ ἄνεμος τῆς χάριτός της καὶ φύονται τὰ εὔοσμα ἄνθη τῶν ἀρετῶν της. Μεταξὺ ὅλων τῶν ἀρετῶν ποὺ κοσμοῦν τὸ πρόσωπό της, ξεχωρίζουν τρεῖς ποὺ βέβαια ἔχουν καὶ ἁγιογραφικὴ βάση.   Πρώτη εἶναι ἡ παρθενία, δηλαδὴ ἡ καθαρότητα καὶ δεύτερη ἡ ταπεί­νωση. Ἀποκαλεῖται ἀπὸ τὸν ὑμνωδὸ «καθαρότατος ναὸς τοῦ Σωτῆρος, πολυτί­μητος παστὰς και παρθένος, ἱερὸν θησαύρισμα τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ».  Καθα­ρότητα εἶναι μιὰ γενικώτερη ἀρετὴ ποὺ περιλαμβάνει καὶ τὴν ἁγνότητα τοῦ σώματος, καὶ τὴ διαύγεια τῆς διαθέσεως, καὶ τὸ ἀμόλυντο τῆς προαιρέσεως, καὶ τὴν εἰλικρίνεια τῶν λογισμῶν καὶ τὸ ἀκατά­κριτο τῶν λόγων. Κυρίως ὄμως καθα­ρότητα εἶναι ἡ ταπείνωση τοῦ φρονήματος, ἡ γύμνωσή του ἀπὸ τοὺς λεκέδες τοῦ ἐγωισμοῦ καὶ τῆς φιλαυτίας.  Εἶναι χαρακτηριστικὸ τὸ πῶς ἡ Παναγία ὑποδέχεται τὴν πληρο­φορία περὶ τῆς θαυμαστῆς κυήσεως τοῦ Κυρίου. Στὸν τιμητικὸ καὶ ἐξυψωτικὸ γι᾿ αὐτὴν λόγο τοῦ ἀγγέλου, ἀντιδρᾶ μὲ ταραχή, «διεταράχθη» (Λουκ. α΄ 29)· στὴ φανέρωση τῆς συμμετοχῆς της στὸ θαῦμα, ἀποκρίνεται μὲ ἀπορία (στ. 34)· καὶ στὴν ἀποκάλυψη τῆς θείας βουλήσεως, ἀπαντᾶ μὲ δουλικὴ ὑποταγὴ καὶ πλήρη ὑπακοὴ (στ. 38). Δὲν δέχεται καθόλου ἐνεργὸ συμμετοχὴ στὸ θαῦμα, γι' αὐτὸ καὶ διερωτᾶται: «πῶς ἔσται μοι τοῦτο;» «γένοιτό μοι κατά τὸ ρῆμά σου». Μὲ ἄλλα λόγια, αὐτὴ τίποτα δὲν κάνει· ὅλα τῆς γίνονται, ἐπισυμ­βαίνουν στὴ ζωή της. Ἄλλος, ὁ Θεός, ἐνεργεῖ ἐπ᾿ αὐτῆς. Αὐτὴ εἶναι σὰν νὰ μὴν ὑπάρχει· χαρίζει τὰ πάντα. Ἀκόμα καὶ τὴν ταπεινὴ ἰδέα τοῦ ἑαυτοῦ της ὑπο­τάσσει στὴ βουλὴ τοῦ Θεοῦ. Ὁ ταπεινὸς ἀρνεῖται τὴν τιμή· ὅσο μεγαλύτερη τιμὴ τοῦ προσ­φέ­ρεται τόσο περισσότερο δυσκολεύεται. Καὶ ὅταν ὑποχωρεῖ καὶ τὴ δέχεται, τόσο μεγαλύτερη ταπείνωση κάνει. Εἶναι ὅμως χαρακτηριστικὴ καὶ ἡ σιωπή της. Ἂν ἀνοίξουμε τὰ Εὐαγγέ­λια, ποὺ τόσα μᾶς λένε γιὰ τὰ θαύματα, ποὺ τόσο ἐκφραστικὰ περιγράφουν τὶς παραβολές, ποὺ τόσες λεπτομέρειες ἐνίοτε ἀναφέρουν γιὰ τὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ, πολὺ λίγα θὰ βροῦμε γιὰ τὴ ζωὴ τῆς Παναγίας καὶ σχεδὸν τίποτε ἀπὸ λόγια της. Δὲν φαίνεται παρὰ ἐλάχιστα καὶ δὲν λέγει παρὰ πολὺ λίγα. Τέσσερις φορὲς μόνον ἀναφέρεται νὰ ἀνοίγει τὸ στόμα της. Στὸ κατὰ Ματθαῖον καὶ κατὰ Μᾶρκον Εὐαγγέλιο οὔτε μία φορά. Στὸ κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιο ἐμφα­νίζεται ἐνώπιον τῆς Ἐλισάβετ μεγαλύνοντας μὲ τὴν ψυχή της «τὸν Κύριον ὅτι ἐπέβλεψεν ἐπὶ τὴν ταπείνωσιν τῆς δούλης αὐτοῦ» (Λουκ. α΄ 46-55). Ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα, τὴ μία ἐκφράζει τὴν ἀνησυχία της στὸ Χριστό· «τέκνον, τί ἐποίησας ἡμῖν οὕτως; ἰδοὺ ὁ πατήρ σου κἀγὼ ὀδυνώμενοι ἐζητοῦμέν σε» (Λουκ. β΄ 48), τὶς δὲ δύο ὑποδεικνύει τὴν ὁδὸ τῆς ὑπακοῆς στὸν Χριστό. Ἔτσι κατὰ τὸν εὐαγγελισμό της ἀποκρίνεται: «Ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατὰ τὸ ρῆμά σου» (Λουκ. α΄ 38), ἐκφράζοντας μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν τὴ δική της ὑποταγή στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, κατὰ δὲ τὸ θαῦμα τῆς Κανᾶ, ὅταν τελείωσε τὸ κρασί, λέει στοὺς ἀνθρώπους; «Ὅ,τι ἂν λέγῃ ὑμῖν, ποιήσατε» (Ἰω. β΄ 5). Ἡ ὑπακοὴ τὴν ὁποία χρειάζεται νὰ ἔχουμε στὸν Θεὸ εἶναι μεγίστη εὐλογία.  Ἡ ὁδὸς λοιπὸν ποὺ μᾶς ὑποδεικνύει εἶναι ἡ ὁδὸς τῆς ἀφανείας, τῶν λίγων λόγων καὶ τῆς πλούσιας μετοχῆς στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἡ ὁδὸς τῆς σιωπῆς, ἡ ὁδὸς τῆς ἡσυχαστικῆς πολιτείας. «Ὑπὲρ πάντα τὴν σιωπὴν ἀγά­πη­σον», διακηρύσσει ὁ μέγας πατὴρ τοῦ ἡσυχασμοῦ, ὁ Ἀββᾶς Ἰσαὰκ ὁ Σῦρος. Ἡ ζωὴ τῆς Παναγίας εἶναι ἕνα πέρασμα ἀπ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο σιωπῆς, σεμνό­τητας, ἀφανείας, ταπεινο­φροσύνης καὶ ἡσυχίας. Ἀλλὰ ὅσο σιωπηλὴ ἦταν στὴν ἐπίγεια ζωή της, τόσο πλούσια εἶναι στὸν αἰώνιο λόγο της ἐνώπιον τοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ, καθὼς ἀκατάπαυστα καὶ μετὰ παρρησίας ἀπευθύνει λόγον στὸν Υἱὸ καὶ Λόγον τοῦ Θεοῦ. Πῶς λοιπὸν αὐτὸ τὸ πρόσωπο τῆς καθαρότητας, τῆς ταπεινοφροσύνης καὶ ἀφανείας καὶ τῆς σιωπῆς νὰ μὴν ἀποτελεῖ τὸ καλύτερο πρότυπο ζωῆς τῶν μοναχῶν καὶ ἡσυχαστῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους; Παράθυρο στὴ σχέση τοῦ ἁγιορείτη μοναχοῦ μὲ τὴν Θεοτόκο ἀποτε­λοῦν ἐπίσης τὰ μοναδικὰ ὀνόματα ποὺ τῆς ἀποδίδονται, ὅπως Παν-αγία, Ὑπερ-ευλογημένη, Κε-χαριτωμένη (πλήρης χάριτος), Ἀει-πάρθενος, τὰ ὁποῖα ἔχουν μία ἁγιογραφικὴ βάση κατὰ τὸ δεύτερό τους συνθετικό, τὸ πρῶτο ὅμως τὸ ἔχει προασάψει ἡ Ὀρθόδοξη ζωή, θεολογία καὶ παράδοση.  Ἔτσι ὁμολογεῖται ὡς «εὐλογημένη» ἀπὸ τὴν Ἐλισάβετ (Λουκ. α΄ 42), «κεχαριτωμένη» ἀπὸ τὸν ἀρχάγγελο Γαβριὴλ (α΄ 28), «παρθέ­νος» ἀπὸ τὸν Εὐαγγελιστὴ Λουκᾶ (α΄ 27) καὶ τὸν Προφήτη Ἠσαΐα (Ἡσ. ζ΄ 14). Ἡ Ἐκκλησία ὅμως τὴν ζεῖ ὡς Παν-αγία, ὡς κατέχουσα ὅλην τὴν ἁγιό­τητα, τὸ σύνολο τῶν ἀρετῶν καὶ μάλιστα στὸν ὑπέρτατο βαθμό. Τὴν θεω­ρεῖ Ὑπερ-ευλογημένη καὶ Κε-χαριτωμένη, ὡς τὸ πρόσωπο ποὺ ἔχει δεχθεῖ τὴ μέγιστη εὐλογία ἀπὸ τὸν Θεό καὶ τὸ πλήρωμα τῆς χάριτός Του, δῶρα τὰ ὁποῖα ὡς Ἀει-πάρθενος διατηρεῖ γιὰ πάντα ἀμείωτα, ἀνέκλειπτα καὶ ἀμε­τά­βλητα.  Τὸ μυστήριό της ὑπερβαίνει τὴ σοφία τῶν σοφῶν· «Χαῖρε ἡ τῶν σο­φῶν ὑπερβαίνουσα γνῶσιν». Ξεπερνάει τὴ δυνατότητα τοῦ λόγου· «Ἀπορεῖ πᾶσα γλῶσσα εὐφημεῖν πρὸς ἀξίαν», «Ρητρεύουσα οὐ σθένει γλῶσσα, Δέ­σποι­να», ψάλλει ὁ ὑμνωδός. Νικᾶ «πάντα πόθον», ξεπερνάει κάθε ἀνθρώ-πινη ἐπιθυμία, εἶναι «τῶν ἐφετῶν ἡ ἀκρότης». Αὐτὴ μᾶς βγάζει ἀπὸ τὴ λογική μας, μᾶς ἐλευθερώνει ἀπὸ τὸ βαρυτικὸ παιδίο τοῦ ἑαυτοῦ μας, μᾶς λυτρώνει ἀπὸ τὶς δῆθεν ἐπιθυμίες μας, μᾶς ἀπαλλάσσει ἀπὸ τὶς ἀνόητες ἀνάγκες μας, μᾶς βγά­ζει ἀπὸ τὸ μέτρο, ἀπὸ τὸν μέσο ὅρο, μᾶς βγάζει ἀπὸ τὴν ψεύτικη καλω­σύ­νη καὶ ἀρετή μας καί, ἐνῶ εἶναι ἰσχυρὸς μαγνήτης, ταυτόχρονα ἐλευθε­ρώνει. Ἡ ζωὴ τοῦ μοναχοῦ εἶναι ζωὴ ἀκρότητος καὶ τελειότητος. Ὁ μοναχὸς ἀγωνίζεται νὰ ζεῖ στὸ μεθόριο τῆς ὁρατῆς καὶ ἀοράτου κτίσεως, μεταξὺ οὐρα­νοῦ καὶ γῆς, ὡς οὐράνιος ἄνθρωπος καὶ ἐπίγειος ἄγγελος, στὸ πέραν τοῦ συμ­βατοῦ, στὴν ὑπερβολὴ τῶν ἀποκαλύψεων, στὴν ἀτμόσφαιρα τῶν διὰ βίου χαρισματικῶν καταστάσεων. Ὑπὸ τὴν ἔννοια αὐτήν, στὴ μοναχικὴ του πορεία, σὲ ὅ,τι κάνει καὶ γιὰ ὅ,τι ἀγωνίζεται, ἐπιδιώκει τὸ ὅλον (πᾶν), τὴν ὑπέρβαση (ὑπέρ), τὸ μέγιστον καὶ τὸ αἰώνιο (ἀεὶ).  
Θέλοντας νὰ γίνει ἅγιος, κεχαριτωμένος καὶ εὐλογημένος, ἄνθρωπος χάριτος καὶ δεκτικὸς εὐλογίας, χρειάζεται ὁπωσδήποτε νὰ ἐμπνέεται ἀπὸ τὸ κατ' ἐξοχὴν πρόσωπο τῆς θείας ἀναβάσεως καὶ ὑπερβολῆς, ἀπὸ τὸ πρόσωπο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου.

 
Ἡ Θεοτόκος στὰ κείμενα τῶν ἁγιορειτῶν Ἁγίων
 
Βασικὸς ἐκπρόσωπος τοῦ Ἀθωνικοῦ μοναχισμοῦ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλα­μᾶς, μὲ ἰδιαίτερη γλαφυρότητα καὶ θεολογικὴ ὀξύνοια ἀπεικονίζει στὰ κείμενά του τὴ σχέση τῆς ἁγιορείτικης ψυχῆς μὲ τὴ Θεομήτορα. Στὸν λόγο του στὴν Κοίμηση τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου δὲν διστάζει νὰ διακηρύξει ὅτι ἡ Παναγία βρίσκεται πλησι­έ­στερα πρὸς τὸν Θεὸ ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὶς ἀγγελικὲς ἱεραρ­χίες, ἀφοῦ «τὰ Σεραφεὶμ εἱ­στή­κεισαν κύκλῳ αὐτοῦ» (Ἠσ. στ΄ 2), ἐνῶ ἡ Παναγία «παρέστη ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ» (Ψαλμ. μδ΄ 10 ). Ὑποστηρίζει ἀκόμη ὅτι, ὅπως ἐνῶ πρὶν ἦταν ὁ Κύριος ἀθέατος καὶ δι’ αὐτῆς ἐπεδήμησε στὸν κόσμο, ἔτσι καὶ στὸν μέλλοντα ἀτελεύτητο αἰῶνα κάθε πρόοδος καὶ ἀποκά-λυψη μυστηρίων θὰ εἶναι ἀδύνατη χωρὶς αὐτήν. 
Εἶναι μνημειώδης ἡ ὁμιλία του στὰ Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου, ὅπου κατ’ οὐσίαν θεωρεῖ ὅτι ἡ Παναγία ἀποτελεῖ καὶ τὸ πρότυπο τῆς ἡσυχαστικῆς πολι­τείας, ἀφοῦ κα­τὰ τὴν παραμονή της στὸν ναό, διὰ τῆς ἀδιαλείπτου προσευχῆς λύθηκε ἀπὸ κάθε ὑλικὸ δεσμό, ἀπελευθερώθηκε ἀπὸ τὸν συρφετὸ τῶν λογι­σμῶν καὶ ἐρχό­μενη τελεί­ως στὸν ἑαυτό της διέκρινε τὴ «νοητὴ σιγή» καὶ τὶς «ἄυλες ἐπα­φές» ὡς νέα ὁδὸ πρὸς τοὺς οὐρανούς. Ἔτσι μυήθηκε στὰ ὑπέρ­τατα μυστήρια καὶ δὲν ἔγινε μόνο καθ’ ὁμοίωσιν Θεοῦ ἡ ἴδια, ἀλλὰ δι’ αὐτῆς καὶ ὁ Θεὸς ἔγινε καθ’ ὁμοίωσιν ἀνθρώπου. 
Εἶναι τέτοια ἡ ἀγάπη του στὴν Παναγία, ὥστε νὰ φθάσει μὲ θεολογικὰ ἐπι­χειρήματα νὰ ὑποστηριξει αὐτὸ ποὺ δὲν ἀναφέρεται κἂν στὴν Ἁγια Γραφή, ὅτι δηλαδὴ ὁ ἀναστὰς Κύριος ἐμφανίσθηκε πρῶτα στὴν Θεοτόκο καὶ ἔπειτα στὶς Μυρο­­φόρες γυναῖκες ἢ καὶ νὰ καταθέτει τὴν προσευχὴ τῆς μετανοίας του σὲ αὐτὴν ὥστε νὰ μεταφέρεται δι’ αὐτῆς ἡ μετάνοιά του στὸν Κύριο.  
Ἀνάλογα καὶ ὁ ἄλλος λόγιος καὶ θεολόγος ἐκπρόσωπος τοῦ Ἁγιορείτικου μοναχισμοῦ, ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ἐκφράζει ποικιλότροπα τὴν ὑπερ­βολὴ τῆς ἀγάπης του στὸ πρόσωπο τῆς Θεοτόκου.
Ἔτσι στὸ βιβλίο του «ὁ Ἀόρατος Πόλεμος», γράφει ὅτι ἡ Παναγία βρί­σκεται στὸ «μεθόριον ἀναμεταξὺ τῆς ἀκτίστου καὶ κτιστῆς φύσεως· αὕτη μό­νη εἶναι θεὸς ἄμεσος μετὰ τὸν Θεὸν καὶ ἔχει τὰ δευτερεῖα τῆς Ἁγίας Τριά­δος, ὡς οὖσα μήτηρ ἀληθῶς τοῦ Θεοῦ». Μάλιστα, βασιζόμενος στὴ διδα­σκα­λία τῶν πατέρων, τῶν ἅγιο Μάξιμο Ὁμολογητή, τὸν ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ, τὸν Ἀνδρέα Κρήτης ὑποστηρίζει ὅτι ὁ αἰσθητὸς καὶ νοητὸς κόσμος ἔγινε γιὰ τὴν Παναγία καὶ ἡ Παναγία γιὰ τὸν Χριστό. Ἀκόμη φθάνει ἑρμηνεύοντας τὴν Θ΄ Ὠδὴ τοῦ κανόνα τῆς Πεντηκοστῆς καὶ μάλιστα τὸ «καὶ παντεχνήμονι Λόγῳ σάρκα δανείσασαν», νὰ διακηρύξει ὅτι καθὼς ἐδάνεισε τὴν σάρκα της στὸν Κύριο, Αὐτὸς ἔγινε αἰώνιος χρεώστης της. Προκειμένου λοιπὸν νὰ ἐξοφλήσει τὸ δάνειό Του ὁ Κύριος, ἀφ’ ἑνὸς μὲν τὴν δοξάζει μὲ ὅλες τὶς θεοπρεπεῖς δόξες καὶ τιμές, ὅσες δὲν ἔχει ποτὲ δοξάσει κανένα ἄλλο κτῖσμα Του, ἀφ’ ἑτέρου δὲ εἰσακούει τὶς προσευχὲς καὶ τὶς δεήσεις της ὅσο κανενὸς ἄλλου. 
Ἡ Παναγία ἀποτελεῖ τὸ κέντρο «ἐν ᾧ στήσας τὸν διαβήτην του ὁ νοη­τὸς Εὐκλείδης καὶ ἀριστοτέχνης Λόγος, ἐγύρισε παγκάλλιστα ὅλην τὴν περι­φέρειαν τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας Του». Ὅπως δὲ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἔτσι καὶ ὁ ἴδιος στὴν Παναγία ἀποδίδει τὶς ρίζες τῆς νοερᾶς προσευ­χῆς: «ἐπενόησε μίαν πρᾶξιν νοεράν» καὶ «κατεσκεύασε μίαν καινού­ριαν στρά­ταν εἰς τοὺς οὐρανούς, δηλαδή τὴν νοητὴν σιωπήν… ταύτην δὲ τὴν νοερὰν πρᾶξιν καὶ θεωρίαν ἡ Θεοτόκος ἐφεῦρε ἀπὸ λόγου της καὶ εἰργάσθη καὶ εὶς τοὺς μετὰ ταῦτα παρέδωκεν».
Τέλος, ὑποστηρίζει ὅτι περισσότερο ἀπὸ κάθε κτίσμα, ἀκόμη καὶ ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους, ἡ Θεοτόκος ἔχει ὁδηγήσει στὸν Θεὸ ἀνθρώπους ἀπὸ ὅλα τὰ ἔθνη τῆς γῆς, αὐξάνοντας ἔτσι καὶ πλατύνοντας τὴν κυριότητα τοῦ Θεοῦ. 
Ὅ Ἅγιος Νικόδημος ἔχει συλλέξει ἑξήντα δύο χειρόγραφους κανόνες πρὸς τὴν Θεοτόκο προερχόμενους ἀπὸ τὴ γραφίδα εἴκοσι δύο μελωδικῶν ὑμνογράφων (Θεοτοκάριον), ἔχει δὲ ὁ ἴδιος συντάξει δεκατέσσερις ἀσματικοὺς κανόνες ἐκ τῶν ὁποίων τρεῖς στὴν Παναγία Γοργοϋπήκοο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Δοχειαρίου, τρεῖς στὴν Παναγία Πορταΐτισσα τῆς Μονῆς Ἰβήρων καὶ ἕναν στὴν Παναγία τοῦ Πρωτάτου. 
 

Ταπεινοὶ πολίτες στὸ Περιβόλι Παναγίας
 
Τὸ Ἅγιον Ὄρος εἶναι γνωστὸ ὡς τὸ «περιβόλι τῆς Παναγίας»· ὡς ὁ κατ’ ἐξο­χὴν τόπος ποὺ τιμᾶται, ποὺ ἐμφανίζεται, ποὺ ἐνεργεῖ καὶ ἀναπαύεται τὸ πρόσωπο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ὡς «ὁ νοητὸς τῆς Θεοτόκου καὶ ὡραῖος Παρά­­δεισος». Σύμφωνα μὲ τὴν πα­ρά­δοση, τὸ Ἅγιον Ὄρος δόθηκε ὡς κλῆρος στὴν Παναγία ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Κύριο: «Ἔστω ὁ τόπος οὗτος κλῆρος σὸς καὶ περι­­βό­λαιον σὸν καὶ παράδεισος, ἔτι δὲ λιμὴν σωτήριος τῶν θελόντων σωθῆναι». 
Ἐνῶ ἡ πρώτη Εὔα ἔπεσε στὸν ἀρχέγονο παράδεισο, ἡ δεύ­τερη Εὔα, ὡς Μητέρα τοῦ δευτέρου Ἀδάμ, ξεδιπλώνει τὴ χάρι τῶν ὀνομάτων της μέσα στὸν νέο παράδεισο τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἡ Κυρία τῶν ἀγγέλων ἐμφανίζεται ὡς Κυρία τοῦ ἀγγελικοῦ τάγμα­τος τῶν μοναχῶν. Ἡ Κεχα­ριτωμένη φανε­ρώνει τὶς χάριτες ποὺ ἀπορρέουν ἀπὸ τὴ χάρι της, μέσα ἀπὸ εἰκόνες, προσκυνήματα, εὐλο­­γη­μένες ἀθωνικὲς γωνιές, γεγονότα τῆς ζωῆς, προσδο­κώ­με­νες ἀνταπο­κρί­­­σεις σὲ αἰτήματα, ἀνέλπι­στες ἀπαντήσεις σὲ δοξο­λογικὰ ξεσπάσματα, ἐμφα­­νίσεις σὲ ἐξα­για­σμένους ἀσκητές, μέσα στὴν κατάνυξη τοῦ κελλιοῦ ἢ στὴν λαμπρό­τητα τοῦ ναοῦ. Παντοῦ καὶ πάντοτε, σὲ κάθε τόπο καὶ σὲ κάθε σημεῖο, ἐλλο­χεύει μία ἀνεπανάληπτη ἀφορμή, μία μοναδικὴ εὐκαιρία νὰ ζήσει κανεὶς τὸ ἀγκά­λιασμα τῆς Θεοτόκου.
Δὲν ὑπάρχει ἴσως ἁγιορείτης μοναχὸς ποὺ νὰ μὴν ζεῖ τὴν Παναγία ὡς Πανα­γία του, ὡς κύρια καὶ πρώτη προσφυγή του, ὡς ἀμετάθετο ἐλπίδα, ἀσφά­­λεια καὶ προστασία του, ὡς πρέσβειρα καὶ μητέρα του, ὡς πλησίον καὶ μόνιμο σύντροφό του, ὡς ἐναγκα­λιστὴ τῶν πληγῶν καὶ ἀνάδοχο τῶν δοκι­μα­σιῶν του.
Κάθε ψάλτης ἀπὸ τὸ «Ἄξιόν ἐστι» θὰ ἀρχίσει τὰ μαθήματά του καὶ μὲ αὐτὸ θὰ ἀποδώσει τὴν καλύτερη τέχνη του. Κάθε ἁγιογράφος ἢ ξυλογλύπτης τὰ πρῶτα καὶ καλύτερα ἔργα ποὺ θὰ φιλοτεχνήσει θὰ ἀπεικονίζουν τὸ θεομη­τορικὸ πρόσωπο. Κάθε ἡσυχαστὴς σὲ αὐτὴν θὰ καταθέσει τὴν θερμότερη προσευχή του. Κάθε μοναστήρι μιὰ δική της εἰκόνα θὰ περιβάλλει μὲ τὸ ἀπαύ­γασμα τῆς εὐλάβειάς του.
Γεγονότα ἱστορικά, ἀνάγκες καθημερινές, ζωντανὰ θαύ­μα­τα, περιστα­τικὰ καὶ συγκυρίες, ἰδιώματα θεομητορικὰ ἀποτυπώ­νονται σὲ κάθε εἰκόνα ποὺ κοσμεῖ μὲ τὴν καλλιτεχνικὴ ὀμορφιά της καὶ παρηγορεῖ μὲ τὴν παρουσία της κάθε μονὴ τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἔτσι, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν Παναγία τοῦ «Ἄξιόν ἐστι» στὸ Πρω­τᾶ­το ἢ τὴν Πορταΐτισσα στὴ Μονὴ Ἰβήρων, ἔχουμε τὴν Παναγία τοῦ Ἀκαθίστου στὴ Μονὴ Διονυσίου, τὴ Μυροβλύτισσα στὴ Μο­νὴ Ἁγίου Παύ­λου, τὴν Τριχεροῦσα στὸ Χιλανδάρι, τὴ Γοργο­ϋπήκοο στὴ Δοχειαρίου, τὴν Ὁδη­γήτρια στὴν Ξενοφῶντος, τὴν Παραμυθία στὸ Βατοπέδι, τὴ Γλυκο­φιλοῦσα στὴ Φιλοθέου καὶ πλῆθος ἄλλων.
Ἐπίσης, ὅπως ὁ προφήτης Ἠλίας ἄφησε τὴ μυλωτή του στὸν Ἐλισσαῖο, κατὰ ἀνάλογο τρόπο ἡ ἁγία Ζώνη τῆς Θεοτόκου, ποὺ εὐλαβῶς διαφυλάσσεται στὴν Ἱερὰ Μονὴ Βατοπαιδίου, ἀπο­τελεῖ βαρύτιμη κληρονομιά, ἀνεκτίμητη εὐλογία καὶ μονα­δικὸ θησαυρὸ ποὺ καταξιώνει τὸ Ἅγιον Ὄρος ὡς περιβόλι καὶ τόπο της. 
  «Χαῖρε, ἅγιον ὄρος καὶ θεοβάδιστον», ψάλλει ὁ ὑμνωδός, ταυ­τί­ζοντας ποιη­τικὰ τὴν Παναγία μὲ τὸ θεοβάδιστο καὶ Ἅγιον Ὄρος.  Ἡ Παναγία δὲν βρί­σκεται στὸ Ἅγιον Ὄρος· ἡ Παναγία εἶναι τὸ πραγματικὸ ἅγιον ὄρος.
Ὅλο τὸ κενὸ τῆς γυναικείας παρουσίας τὸ καλύπτει ἡ Θεο­μητορικὴ πα­ρου­σία. Γι’ αὐτὸ καὶ ἔργα μοναδικῆς ἀξίας καὶ θεολογικῆς καὶ πνευματικῆς βαρύτητος ποὺ εἶδαν τὸ φῶς ὡς καρποὶ μεγάλων ἁγιορειτῶν ἁγίων ἀνα­φέ­ρο­νται στὸ δικό της πρόσωπο. Ἔτσι οἱ περίφημες ὁμιλίες τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ στὰ Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου, ὁ κανὼν τοῦ Ἁγίου Νικο­δήμου στὴν Παναγία τὴ Γοργοϋπήκοο, τὸ Θεοτοκάριον καὶ ὅλες οἱ ἀναφορές του στὸ πρόσω­πό της, ποὺ προαναφέραμε, ξεχειλίζουν ἀπὸ θεολο­γικὸ βάθος καὶ γλυκύτητα ἀγάπης καὶ θείων αἰσθημάτων.
Ἀλλὰ καὶ οἱ σύγχρονοι ἅγιοι πατέρες, γνωστοὶ καὶ ἄγνω­στοι, ἐπώνυμοι καὶ μή, μέσα ἀπὸ τὴν Παναγία περνοῦν καὶ δια­τυπώνουν τὸν καλύτερο κόσμο τους καὶ τὶς ποιοτικότερες ἐκφρά­σεις τῆς πίστης τους. Ἀναφέρεται γιὰ τὸν γέροντα Ἰωσήφ: «Ἡ ἀγάπη του πρὸς τὴν Παναγίαν μας εἶναι ἀνωτέρα πάσης περι­γραφῆς. Μόνον ποὺ ἀνέφερε τὸ ὄνομά της τὰ μάτια του ἔτρεχαν.  Τὴν παρακαλοῦσε ἀπὸ καιρὸ νὰ τὸν πάρῃ νὰ ξεκουρα­σθῇ. Καὶ τὸν εἰσήκουσεν ἡ Πα­ντάνασσα.  Τὸν ἐπληροφόρησεν ἕνα μῆνα πρὶν διὰ τὴν ἀναχώρησίν του», ἡ ὁποία συνέβη τὴν 15η Αὐγού­στου τοῦ 1959, ἡμέρα τῆς Κοιμήσεώς της Ἀνά­λο­γα αἰσθήματα εὐλαβείας ἐκφράζει καὶ ὁ ἀείμνηστος ἱερο­μόναχος Ἀθανά­σιος Ἰβηρίτης, γράφοντας στὸν ὁσιολογιώτατο μοναχὸ Θεόκλητο Διο­νυσιάτη: «Ἀπὸ Πανα­γίας ἄρχεσθαι… Πρόσεξε τὴν σκέψιν ταύτην, ποὺ μοῦ ἐπῆλθεν ἐν στι­γμῇ ἀναγνώσεως τοῦ Θεοτοκαρίου.  Οἱ Χαιρετισμοὶ καὶ τὸ Θεοτοκάριον, ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ νὰ παρέλ­θουν, αὐτὰ ὅμως νὰ μὴ λείψουν καμμίαν ἡμέραν τοῦ ἔτους.  Καὶ εἰς ποίαν οἱ ὕμνοι οὗτοι; Εἰς τὴν ταμίαν ὅλων τῶν χαρίτων τοῦ Θεοῦ». 
Θὰ κλείσω μὲ λίγα λόγια καὶ ἀπὸ τὸν Ἅγιο Σιλουανὸ τὸν Ἀθωνίτη, ἰδιαί­τερα γνωστὸ στὸν Δυτικὸ κόσμο.
Ὁ ἅγιος Σιλουανὸς ἀναφέρεται στὴν ἀγάπη τῆς Θεοτόκου ὡς τελεία ἀγάπη, ἡ ὁποία ὑπερβαίνει καὶ αὐτὴν τὴν ἀγάπη τοῦ Ἀδὰμ στὸν Παράδεισο. Ὁμιλεῖ γιὰ τὴν ἀγάπη της στὸν Κύριο ἀλλὰ καὶ πρὸς τὸν κόσμο ὡς ἀσύγκριτα μεγαλύτερη ἀπὸ τὴν δική μας ἀγάπη πρὸς αὐτήν. Τὰ κείμενά του δὲν μιλοῦν καθόλου γιὰ τὴ δική του ἀγάπη, ἀλλὰ γιὰ τὴ δική της. Ἔχουν περισσότερο θαυμασμὸ παρὰ συναίσθημα. Ὁμιλεῖ ἐπίσης καὶ γιὰ τὴν σιγὴ τῆς Θεοτόκου, ἡ ὁποία καλύπτει τὸ μυστήριό της∙ «ἡ Θεοτόκος δὲν παρέδωκε τῇ γραφῇ οὔτε τὰς σκέψεις οὔτε τὴν Ἀγάπην αὐτῆς πρὸς τὸν Θεόν καὶ Υἱὸν της, διότι δὲν θὰ ἠδυνάμεθα νὰ συλλάβωμεν ταῦτα». 
Μέσα ἀπὸ τὰ φειδωλὰ λόγια του καὶ τὴν πρὸς αὐτὴν λιτὴ ἀλλὰ θερμὴ προσευχή του, ἐπαναλαμβάνει βιωματικὰ τὴ σημασία ποὺ ἔχει ἡ σχέση μας μαζί της γιὰ τὴν προσέγγισή μας πρὸς τὸν Κύριο. Ἀναφέρει μάλιστα χαρακτη­ριστικὰ ὅτι ὁ ἴδιος δὲν ἔχει δεῖ τὴν Παναγία, κάτι ποὺ ἀποτελεῖ ὄχι ἀσύνηθες φαινόμενο στὴν ἁγιορείτικη παράδοση, ἀλλὰ ἡ ἀγάπη της τοῦ ἔχει ἀποκα­λυφθεῖ ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. 
Αὐτὴ ἡ βιωματικὴ σχέση τοῦ δέους τοῦ Ἁγίου Σιλουανοῦ ἐνώπιον τῆς Θεοτόκου καὶ ταυτό­χρονα τῆς ἐγγύτητος πρὸς τὴν ἀγάπη της ἐκφράζει τὸ πῶς ὁ κάθε μοναχὸς ζεῖ τὴ σχέση μητρότητος μαζί της. Τὸ κύριο ὄνομά της εἶναι Μήτηρ: Μήτηρ Θεοῦ καὶ Μητέρα πάντων τῶν Χριστιανῶν. Εἶναι Μητέρα τοῦ Κυρίου, διότι Τὸν ἐγέννησε κατὰ σάρκα, καὶ Μητέρα τῶν χριστιανῶν, διότι ὡς Μήτηρ Θεοῦ σκορπίζει τὴν ἀγάπη της σὲ ὅλον τὸν κόσμο. 
Στὴ βάση αὐτή, ὁ Ἁγιορείτης μονα­χὸς ἀνα­πτύσσει μία σχέση ἄπειρου σεβασμοῦ καὶ ταυτόχρονα μεγάλης τρυφε­ρότητος μὲ τὸ πρόσωπο τῆς Θεο­τόκου. Ἡ Παναγία εἶναι ἡ μητέρα τῶν μοναχῶν καὶ οἱ μονα­χοὶ ἀγωνίζονται νὰ ζοῦνε σὰν παιδιά της. Κάθε στιγμή, κάθε συμβάν, κάθε ἐσω­τερικὸς πόθος, κάθε ἐλπίδα, ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατος τοῦ μοναχοῦ, ἡ πτώση καὶ ἀνάστασή του, συμβαίνουν μέσα στὴν ἀτμόσφαιρα τῆς δικῆς της παρουσίας, τοῦ προ­τύπου, τοῦ ἐνδια­φέροντος, τῆς προστασίας, τῆς ἀγάπης. Ἡ θεομητορικὴ μητρότητα δὲν εἶναι κάτι ποὺ ἐμεῖς δικαιούμαστε ὡς τέκνα της, ἀλλὰ κάτι ποὺ αὐτὴ ἀφ’ ἑαυτῆς ἐκπο­ρεύει ὡς ἰδίωμά της. Ἐμεῖς προστρέχουμε σὲ αὐτὴν ὡς εἰς μητέρα προσδοκῶντας διὰ τῆς Μητρὸς τοῦ Κυρίου νὰ ζοῦμε τὴν πατρότητα Τοῦ Θεοῦ, νὰ ζοῦμε τὸ ἱερώτατο μυστήριο τῆς υἱοθεσίας μας, τὴν δυνατότητα καὶ «ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι» (Ἰω. α΄ 12).
 


ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΕΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΕΙΣ 
ΣΤΗΝ ΟΡΜΗ ΤΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗΣ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Τό τελευταῖο καιρό ὑπάρχουν ἀνησυχίες γιά τά ὅσα κυκλοφοροῦν καί  ἀκούγονται, καί συνεπῶς ἐσωτερικά ἐρωτήματα τά ὁποῖα δημιουρ-γοῦνται. Θά ἤθελα λοιπόν νά δοῦμε γενικότερα αὐτό πού ὀνομάζεται κοσμικό πνεῦμα ἤ πνεῦμα τῆς ἐποχῆς καί τό ὁποῖο ἐμφανίζεται μέ πολύ μεγάλη δύναμη νά ἐπηρεάζει τόν τρόπο τῆς ζωῆς μας, τόν τρόπο τῆς σκέψης μας, τήν καθημερινότητά μας, τόν γενικότερο προσανατολισμό μας. Πῶς θά μποροῦσε ἡ Ἐκκλησία, ἤ μᾶλλον πῶς τό πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας τό βλέπει καί πῶς τό ἀντιμετωπίζει. 
Θά κάνω λοιπόν μία περιγραφή σχετικὰ μὲ τὸ πῶς διαμορφώνεται αὐτό τό κλῖμα μέσα στό ὁποῖο ζοῦμε καὶ ἀποτελεῖ τὴν ἀτμόσφαιρά μας, τό ὀξυγόνο τό ὁποῖο προσλαμβάνουμε καί τό ὁποῖο, ἄν εἶναι μολυσμένο, δημιουργεῖ ἀναπνευστική ἀνεπάρκεια· ἄν εἶναι ὀξυγονωμένο καλά, δίνει ζωή. Καί ἀπ΄ ὅ,τι φαίνεται εἶναι μᾶλλον τό πρῶτο. Πῶς θά μπορούσαμε, λοιπόν, μέσα σέ ὅλο αὐτό τό πλαίσιο ζωῆς κι ἐμεῖς νά τοποθετηθοῦμε καί μέ τόν καλύτερο τρόπο νά ἀντιμετωπίσουμε αὐτήν τήν κατάσταση; 
 
ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΜΑΣ
Ἡ ἐποχή μας αὐτή ἔχει μερικά ἀντικρουόμενα χαρακτηριστικά. Εἶναι μιά ἐποχή πολύ ἐντυπωσιακῶν ὑποσχέσεων, τέτοιων πού βγάζει ἀπό τήν ψυχή ἔντονες ἐπιθυμίες. Καί σάν νά φαίνεται ὅτι μπορεῖ νά ὠθήσει τόν ἄνθρωπο νά θέλει πολλά καί μεγάλα πράγματα ἐδῶ καί τώρα καί τοῦ δείχνει ὅτι αὐτά μπορεῖ νά τοῦ τά προσφέρει μέσα ἀπό τήν διαφήμιση, μέσα ἀπό τήν προβολή ἑνός συγκεκριμένου πνεύματος καί ἤθους· τά μακρινά τοῦ τά κάνει κοντινά, τοῦ τά δίνει σέ εἰκόνα, τά ἐπιθυμεῖ, τά λαχταρᾶ. 
Ἐνῶ εἶναι τέτοια ἡ ἐποχή, μέ ἐντυπωσιακές ὑποσχέσεις, ἐμφανί­ζεται ταυτόχρονα νά εἶναι καί μιά ἐποχή μέ ἀσύλληπτα καί ἀνεπίλυτα προβλήματα πρωτοφανοῦς μεγέθους καί διαμετρήματος· μιά ἐποχή ἡ ὁποία φαίνεται ὅτι φτιάχνει τέτοιον χαρακτῆρα πού δέν μπορεῖ  ἡ ἴδια νά τόν ἀντιμετωπίσει. 
Κλασσικό παράδειγμα ἡ λεγόμενη οἰκονομική κρίση. Ἡ οἰκονομική κρίση φαίνεται ὅτι εἶναι πολύ μεγάλου μεγέθους. Μπορεῖ ἐμεῖς στήν Ἐλλάδα νά τήν βιώνουμε μέ ἕναν συγκεκριμένο τρόπο καί μέ μιά συγκε-κριμένη ἔκφραση, ἀλλά ὅμως φαίνεται ὅτι ἡ λύση της δέν εἶναι λύση πού ἀφορᾶ μόνο τήν Ἐλλάδα. Προσπαθοῦν ὅλοι νά βροῦν τούς τρόπους, ἀλλά ὅλοι φοβοῦνται ὅτι ἀπό τίς συγκεκριμένες ἐπιλογές καί λύσεις θά προκλη-θοῦν μεγαλύτερα προβλήματα στό γενικότερο παγκόσμιο περίγυρο. Αὐτό τό ἀναφέρω σάν ἕνα παράδειγμα πού μᾶλλον δέν εἶναι λάθος στήν ἐκτί-μηση καί στόν προσδιορισμό του. 
Ἕνα δεύτερο χαρακτηριστικό εἶναι ὅτι γιά πολλούς ἀνθρώπους ἔχει πολύ μεγάλους φόβους καί  μεγάλης  κλίμακος ἀνησυχίες καί ἀπει­λές. Ἡ δυνατότητα ἐπικοινωνίας εἶναι τέτοια πού κάνει τίς μάζες νά φοβοῦνται καί ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο ἐπηρεάζονται καί πληροφοροῦνται οἱ ἄνθρωποι εἶναι πολύ μαζικός. Ἄν δέν ὑπῆρχε αὐτή ἡ πληροφόρηση λίγοι θά τά μάθαιναν καί ἡ μετάδοση τῆς ἀρρώστειας, τῆς ἀγωνίας, τῆς ἀνησυχίας, τοῦ φόβου, τοῦ ἄγχους, τῆς αἴσθησης, τῆς ἀπειλῆς θά ἦταν πιό περιορισμένη. Βλέπουμε, λοιπόν, ὅτι τώρα σέ αὐτήν τήν ἐποχή ἀρχίζει ἡ αἴσθηση τῆς ἀπειλῆς, τοῦ φόβου καί τοῦ πανικοῦ νά προσλαμβάνει διαστάσεις ἀρκετά μεγάλες, θά λέγαμε, παγκόσμιες. 
Ἕνα τρίτο χαρακτηριστικό εἶναι ὅτι ὅλο αὐτό παρουσιάζεται μέ ἕνα στοιχεῖο πρωτοφανοῦς ὑλισμοῦ, εὐδαιμονισμοῦ καί ἀθεϊσμοῦ. Ἀκόμη κι ὅταν βουλιάζουμε δέν μᾶς βγαίνει ὁ Θεός. Δέν πάει ὁ νοῦς μας, ἐννοῶ ὄχι ἡμῶν ὡς ἀτόμων ἀλλά γενικότερα τῶν κοινωνιῶν. Φέτος, παρατή­ρησα καί μοῦ ἔκανε πάρα πολύ ἐντύπωση ἀκόμη ἀπό τήν περίοδο πρό τοῦ Πάσχα ἀπό τίς κάρτες πού πῆρα, ἀπό τά ὅσα διάβασα καί μέ τά ὁποῖα ἦρθα σέ ἐπαφή, ὅτι ἔγραφαν πιό πολύ ἀπό ὁποιαδήποτε ἄλλη χρονιά εἴτε «Καλή Ἀνάσταση» εἴτε «Χριστός Ἀνέστη». Καί ξεγελάστηκα, νόμιζα ὅτι ἦταν καλό. Τό γυρίζουν τώρα κάπως πρὸς τὴν θρησκεία νόμισα. Ἀλλά ὅταν μετά εἶδα τά κείμενα κανένα δέν μιλοῦσε γιά Χριστό. Ὅλα μιλοῦσαν γιά Ἀνάσταση ἀπό τήν κρίση, γιά Ἀνάσταση ἀπό τήν μιζέρια, γιά Ἀνάσταση ὡς ἀναζήτηση ἐλπίδων. Θεός πουθενά. Λέξη καλή, δανεισμένη ἀπό ἕνα γεγονός πού εἶναι πολύ σημαντικό γιά μᾶς ὡς Ἐκκλησία καί ὡς χριστιανικό κόσμο ἀλλά χρησιμοποιημένη ἐντελῶς διαφορετικά. Τό ἴδιο καί ὅλος ὁ ἑορτασμός τοῦ Πάσχα· ἐμφανίζει ἕναν χαρακτῆρα περισσότερο λαογραφικό, ὄμορφο, ἀκόμη καί τά ἔθιμα, ἀλλά πουθενά Χριστός, πουθενά ἐλπίδα ἀπό τόν Θεό, προσδοκία ἐλπίδας ἀπό κάπου. Αὐτό εἶναι ἄλλο ἕνα στοιχεῖο. Ἀκόμη καί στίς δικές μας παραδοσιακές κοινωνίες, οἱ ὁποῖες πραγματικά ζοῦσαν μέσα ἀπό τήν ζωή αὐτῶν τῶν γεγονότων, ἀρχίζει νά διαμορφώνεται μιά γλῶσσα ἡ ὁποία μᾶς εἶναι ξένη γλῶσσα γιά νά τήν καταλάβουμε καί πολύ δύσκολη κι ἐμεῖς ὡς Ἐκκλησία νά τήν μιλήσουμε. Καί μᾶς ἀποστερεῖ ἀπό νοήματα καί ἀλήθειες πάρα πολύ βασικές καί οὐσιαστικές. 
Νά πῶ καί ἕνα ἄλλο παράδειγμα. Πιό παλιά οἱ ἄνθρωποι, ὅταν ἐπρόκειτο να χτίσουν μία ἐκκλησία, τό πρῶτο πρᾶγμα πού ἔκαναν εἶναι ὅτι ἔβρισκαν τό καλύτερο οἰκόπεδο καί τό χαρακτήριζαν γιά ἐκκλησία. Καί οἱ ἄνθρωποι κάτω ἀπό οἰκονομικούς ὅρους πολύ χειρότερους καί ἀπό αὐτούς πού σήμερα ἐμεῖς ἔχουμε ἀγωνίζονταν καί ἔφτιαχαν τήν ἐκκλησία τους. Σήμερα ἀκόμα κι ἄν ἔχουμε ἀγορασμένο οἰκόπεδο γιά ἐκκλησία ἤ δωρισμένο, ἐμφανίζεται ἕνας ὁ ὁποῖος κάνει μιά προσφυγή στό Συμ­βούλιο Ἐπικρατείας καί μετά ἀπό καμιά δεκαριά χρόνια ἀποφασίζει τό Συμβούλιο Ἐπικρατείας ἄν πρέπει νά γίνει ἐκκλησία, ἄν αὐτό ἀντίκειται σέ περιβαλλοντικούς ὅρους, σέ ἀρχαιολογίες, ἄν κόβει τήν θέα, ἄν κάνει φασαρία, ἄν δημιουργεῖ ἠχορύπανση ἡ καμπάνα. Ἀκόμη κι ἄν τελε­σι­δι­κήσει, ὅπως κατ΄ ἐπανάληψη συμβαίνει αὐτό, δυσκολεύεται τό σύστημα νά ἀνοίξει τήν πόρτα καί νά δημιουργήσει μιά ἑστία πού νά θυμίζει Θεό καί νά παραπέμπει σ΄ αὐτόν. Ὑπάρχουν συγκεκριμένοι οἰκισμοί πού ἔχουν ὁδούς στό ὄνομα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου ἤ ἄλλων ἁγίων, συνήθιζαν ἐπίσης νά ὀνοματίζουν τήν βάρκα τους στό ὄνομα τοῦ Ἅγίου Νικολάου ἤ τῆς Παναγίας. Τώρα τίς βγάζουν Ροδούλα, Δαφνούλα, Σίσσυ, Νάνσυ. Ἤ γίνονται ἄς ποῦμε καινούργιοι οἰκισμοί, ὅπως Διώνη, Ντράφι ἤ Θρακο­μακεδόνες καί ἔχουν ὁδούς Ρόδων, Γαρυφάλλων, Λεμονιῶν, Λεμονανθῶν.  
Τά λέω ὡς ἐνδεικτικά στοιχεῖα πού καταδεικνύουν ὅτι στήν ἐποχή μας μεταφέρεται ὅλο τό ἐνδιαφέρον ἀπομακρυνόμενο ἀπό τό συγκε-κριμένο κέντρο τῆς πίστεως τό ὁποῖο εἶχαν οἱ πρόγονοί μας γύρω ἀπό τό ὁποῖο καί οἰκοδομοῦσαν τήν ζωή τους. Τέτοιου τύπου πράγματα δείχνουν ὅτι ὁ ἀέρας πού ἀναπνέουμε ἔχει κάπως ἀλλάξει. Ὅτι εἶναι ἐντελῶς διαφο­ρετικός καί πολύ αἰφνιδιαστικά ἐπιβαλλόμενος, διότι οἱ ἀλλαγές πού γίνονται, οἱ καταστάσεις πού εἶχαν κτιστεῖ ἐδῶ καὶ αἰῶνες, τώρα ἀλλάζουν μέσα σέ μερικές δεκαετίες. Ἐπίσης, ἔχει δημιουργηθεῖ μιὰ παγκόσμια ἀτμόσφαιρα, μέ ἰδεολογικές, ψυχολογικές καί πνευματικές συνέπειες στή ζωή τοῦ καθενός μας.
 
ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗΣ 
Ἄν θέλουμε νά δοῦμε πῶς ἔχει συμβεῖ αὐτό, θά βροῦμε μερικές σημαντικές λέξεις, μία ἐκ τῶν ὁποίων πού ἰδιαίτερα ἀκούγεται στίς μέρες μας εἶναι ἡ λέξη παγκοσμιοποίηση. Αὐτή ἡ λέξη δέν ἀκουγόταν ὅταν ἐγώ σπούδαζα στό πανεπιστήμιο. Εἶναι κάτι τό ὁποῖο μᾶλλον γεννήθηκε πρίν ἀπό μερικές δεκαετίες, ἀλλά ἄρχισε νά μπαίνει στή ζωή, νά τήν ἐπηρεάζει καί νά τήν διαμορφώνει τά τελευταῖα χρόνια. 
Θά ἤθελα λίγο νά τό προσδιορίσω ὄχι μέ μεγάλη ἐπιστημονική ἀκρίβεια, ἀλλά γενικά τί εἶναι αὐτό πού ὀνομάζεται παγκοσμιοποίηση. Καί πῶς αὐτό τελικά μπορεῖ νά εἶναι ὑπεύθυνο καί γιά καλά καί γιά ἄσχημα αὐτῆς τῆς ζωῆς· νά εἶναι κάτι καλό, ἀλλά ἐνδεχομένως νά κάνει μιά μεγαλύτερη ζημιά. Κι ἐνῶ μᾶς κατευθύνουν τήν προσοχή πρός τά θετικά ἀποτελέσματα, νά μήν μποροῦμε νά κατανοήσουμε τήν μεγάλη ζημιά τήν ὁποία σέ πνευματικό ἐπίπεδο μπορεῖ νά ὑφιστάμεθα. 
Ἡ παγκοσμιοποίηση εἶναι ἕνας οἰκονομικός ὅρος, ὁ ὁποῖος βασικά σημαίνει τήν σέ παγκόσμιο κλίμακα διακίνηση ἐμπορευμάτων, ὑλικῶν ἀγαθῶν, χρήματος, κεφαλαίων, καί ἐργαζομένων ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι πλέον μποροῦν, ἀντί νά περιορίζονται στήν κλειστή κοινωνία στήν ὁποία γεννήθηκαν καί στήν ὁποία ἐκπαιδεύτηκαν, νά διευρύνεται ὁ ὁρίζοντάς τους καί νά ἀγκαλιάζει ὅλη τήν ὑδρόγειο σφαίρα, ὅλους τούς λαούς. Αὐτό  ἔχει ὡς συνέπεια οἱ ἐπί μέρους οἰκονομίες κάπως εὐκολότερα νά ἐλέγ­χονται καί νά κατευθύνονται ἀπὸ τόν νοῦ μιᾶς παγκόσμιας οἰκονομίας. 
Ἔτσι λοιπόν δημιουργεῖται μιά παγκόσμια ἀγορά, μὲ μεγάλα ἐμπορικά κέντρα, τά ὁποῖα καθορίζουν τίς τιμές τῶν προϊόντων τους ἀνάλογα μέ τίς ἀπαιτήσεις τῆς ἀγορᾶς, μέ τήν ἀνταγωνιστικότητα καί μέ τό συμφέρον τῶν ἀγο­ραστῶν, μέ σκοπό νά εὐνοηθεῖ μιά κατανάλωση χαμηλοτέρων τιμῶν. Τό ἀποτέλεσμα εἶναι μέσα σέ ὅλο αὐτό τό κλῖμα νά μήν μποροῦν νά σταθοῦν οἱ μικροεπιχειρήσεις. Ἔρχεται ἕνας κολοσσός πού λέγεται ΙΚΕΑ, πού λέγεται CARREFOUR, καί ὁ παντοπώλης τῆς γειτονιᾶς, αὐτός πού ἔχει τό μικρό μαγαζάκι δέν ἀντέχει. Φεύγει. Ὁ κατα-ναλωτής μᾶλλον διευκολύνεται γιατί βρίσκει parking, γιατί ἔχει χαμηλές τιμές, γιατί τά βρίσκει ὅλα μαζί. Δημι­ουργοῦνται λοιπόν ἀγοραστικοί ὅροι τέτοιοι πού εὐνοοῦν τά πολύ μεγάλα. Αὐτό εἶναι τό ἕνα. 
Τό δεύτερο εἶναι γιά νά μπορέσει νά λειτουργήσει αὐτή ἡ μεγαλο­αγορά, πρέπει νά πληροφορεῖται ὁ κόσμος. Αὐτὸ ὁδηγεῖ σέ ἕνα σύστημα πληρο­φόρησης εὐρείας ἀπήχησης. Ἡ διάχυση τῆς πληροφορίας, ἡ δια­χείριση καί ἡ διακίνησή της γίνονται μέσα ἀπό τό διαδίκτυο. Αὐτό ὅμως μοιράζει τὴν πληροφορία σὲ ὅλον τόν κόσμο, πράγμα πού διευ­κολύνει τήν ἀνάπτυξη μιᾶς ἄλλης ἰδέας, αὐτῆς τῆς παγκόσμιας διακυβέρνησης. Ὅπως ἕνα μαγαζί μικρό πνίγεται ἀπό ἕνα μεγάλο, ἔτσι κι ἕνας μικρός λαός, μιά μικρή ἀγορά, μιά μικρή κοινωνία παραδίδεται σέ ἕνα ἐνδεχομένως ὑπερ-εθνικό οἰκονομικό κέντρο. 
Καί γιά νά μπορέσει νά λειτουργήσει αὐτό τό ὑπερβολικά μεγάλο σύστημα χρειάζεται ἕνας ψηφιακός ὑψηλῶν δυνατοτήτων μηχανισμός. Ἔτσι ὁδηγούμαστε στήν ἰδέα τῆς παγκόσμιας ἡλεκτρονικῆς διακυβέρ­νησης. Δέν γίνεται διαφορετικά. Εἶναι πράγματι πολύ πρακτικό. Ἔτσι ἐπί παραδείγματι ὅταν σέ ἕνα πολυκατάστημα τοῦ ἀερολιμένα Ἀθηνῶν σὲ ἕνα τριήμερο ἀργίας περνοῦν 18.000 ἄνθρωποι καί μπορεῖ νᾶ δεχθεῖ ταυτόχρονα μέχρι 4.000, ὁ ἔλεγχος τοῦ ἀριθμοῦ τῶν πελατῶν δέν μπορεῖ νά γίνει παρά μόνον κάποιον ψηφιακό κώδικα. Τό ἴδιο καί καί ὁ ἔλεγχος τῶν προϊόντων. 
Ἀντί νά μποῦμε στὴ χρονοβόρα διαδικασία τοῦ νά δίνουμε ρέστα καί χρήματα, χρησιμοποιοῦμε τήν ἡλεκτρονική κάρτα, τήν βάζουμε, περνάει καί στήν ἐφορία καί τελειώσαμε. Εἶναι ὄντως πολύ πρακτικό, καί δέν θά γινόταν ἀλλιῶς. Ἅρα ὁδηγούμαστε ὑποχρεωτικά σέ τέτοιου τύπου μηχανισμούς, οἱ ὁποῖοι ὅμως ἐκτός ἀπό πρακτικοί καί ἐξυπηρετικοί εἶναι ἐντελῶς ἀπρόσωποι καί φοβερά συγκεντρωτικοί. Τί ὅμως θά μποροῦσε νά σημαίνει παραπέρα; 
 Εἶπα προηγουμένως ὅτι δέν γίνεται μόνο διακίνηση κεφαλαίων, ἐμπορευμάτων, γίνεται καί διακίνηση ἐργαζομένων, ἀνθρώπων. Αὐτό ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα νά προκληθεῖ ἕνα ἄλλο μεγάλο πρόβλημα, τό μεταναστευτικό, ὅπου ἄνθρωποι πού δέν χωροῦν σέ ἕναν τόπο, πού ἡ ἀγορά δέν τούς ἐξυπηρετεῖ καί δέν εὐνοεῖ  τήν καθημερινότητα τῆς ζωῆς τους, θέλουν νά φύγουν νά πᾶνε κάπου ἀλλοῦ γιά νά βροῦν μιά καλύτερη τύχη. Αὐτό γινόταν καί στίς ἀρχές τοῦ περασμένου αἰῶνα καί μετά, καί ἔτσι δημιουργήθηκαν τά μεταναστευτικά ρεύματα. Αὐτό πού γίνεται τώρα, ὅπου ἑτοιμάζεται ὅλη ἡ Ἀφρική ἴσως νά ἀνεβεῖ λίγο βορειότερα καί νά μήν ὑπάρχει ἡ ὑποδομή ὑποδοχῆς της, εἶναι ἕνα καινούργιο φαινόμενο πού πλέον ἡ σύγχρονη πραγματικότητα καί τό σύγχρονο σύστημα θά ἔπρεπε νά τό διαχειριστεῖ. 
Καθώς τώρα γίνονται αὐτές οἱ μεγάλες μετακινήσεις τῶν πληθυ­σμῶν καί καθώς ἔχουν βελτιωθεῖ τά μέσα μαζικῆς μεταφορᾶς, ἀρχίζει νά δημιουργεῖται καί ἕνα μεῖγμα καί κρᾶμα πολιτισμῶν. Ἔρχονται ἄνθρωποι μέ δική τους ἱστορία, δικό τους πολιτισμό, δικές τους συνήθειες, δικές τους νοοτροπίες, τίς ὁποῖες πρέπει ὁ χῶρος φιλοξενίας τους νά τίς σεβαστεῖ καί μέ κάποιο τρόπο ἐπίσης νά τίς διαχειριστεῖ. Αὐτό ὅμως γιά νά γίνει προ­ϋποθέτει ἕναν διάλογο πολιτισμῶν πολύ διαφορετικό ἀπό ὅ,τι ἦταν παλαιότερα καί σέ πολύ μικρότερο χρονικό διάστημα. Μέσα στόν πολι­τισμό ὑπάρχει καί αὐτό τό ὁποῖο ὀνομάζεται θρησκεία: οἱ θρησκευτικές παραδόσεις, ἡ πίστη στόν Θεό, οἱ θρησκευτικές συνήθειες, οἱ ἐκφράσεις τῆς λατρείας κ.ο.κ.
Ἀρχίζουμε λοιπόν στήν κοινωνία μας νά μιλοῦμε γιά πολυπολιτι­σμικότητα, γιά πολυθρησκευτικότητα. Γιά νά μπορέσουμε νά συγκρα­τη­θοῦμε καί νά μήν ἀρχίζουμε νά φιλονικοῦμε ἐπειδή ἔχουμε διαφορε­τικές θρησκεῖες, διαφορετικές συνήθειες, διαφορετικές νοοτροπίες, διαφο-ρετικό πολιτισμικό ὑπόβαθρο καί παρελθόν, πρέπει κάπως νά γίνει μιά διαχείριση αὐτοῦ τοῦ πράγματος, ὥστε οἱ φιλοξενοῦσες χῶρες τοῦ λεγό­μενου ἀναπτυγμένου κόσμου νά βροῦν πῶς θά δεχθοῦν τούς ἀνθρώπους πού ἔρχονται γιά νά ζήσουν σέ αὐτήν τήν κοινωνία, γιά νά βγάλουν λίγα χρήματα, νά μπορέσουν νά ἀνασάνουν. 
Ἔτσι πρέπει νά δημιουργηθεῖ κάτι τό ὁποῖο νά εἶναι, ὅπως εἴπαμε, μεγάλου μεγέθους στόν ἔλεγχο καί ἐνδεχομένως σέ παγκόσμιο διαμέ­τρημα. Σέ πρώτη φάση λοιπόν δημιουργοῦνται οἱ παγκόσμιοι ὀργανισμοί στή Νέα Ὑόρκη καί μέ Εὐρωπαϊκή ἕδρα τή Γενεύη καί οἱ Εὐρωπαϊκοί στό Στρασβοῦργο καί στίς Βρυξέλλες. Στή συνέχεια, δημιουργεῖται τό Διεθνές Νομισματικό Ταμεῖο, ἡ Παγκόσμια Τράπεζα κ.ο.κ. Ἕνα παγκόσμιο σύστη-μα σκεπάζει ὅλον τόν κόσμο καί προσπαθεῖ νά τοῦ λύσει τά προβλήματα μέ τήν δύναμη τήν ὁποία συσσωρεύει. Γιά νά μπορέσουν νά τό κάνουν αὐτό οἱ ὀργανισμοί, ἀρχίζει νά ἀναπτύσσεται πλέον μιά παγκόσμια πολι-τική. Ἡ πολιτική θέλει τό κάθε πρόβλημα νά τό ὀργα­νώσει καί νά τό λύσει. Μέ αὐτόν τόν τρόπο δημιουργοῦνται οἱ πολιτικοί ὀργανισμοί, ἡ  Εὐρωπαϊκή Ἕνωση ἤ ὁ ΟΗΕ. 
Ἔτσι, δημιουργεῖται λοιπόν ἕνας χῶρος ὅπου κυοφορεῖται μιά πολι-τική ἀντίληψη, ἐντελῶς ἄλλου μεγέθους ἀπό τήν πολιτική ἀντίληψη τῶν ἐπί μέρους χωρῶν, ἡ ὁποία καί ἐπιβάλλεται. Αὐτό συμβαίνει τώρα καί μέ μᾶς. Καί ἐμεῖς ἀπό τήν μιά μεριά ἔχουμε πάρει ἀπό τήν ἔνταξή μας στήν Εὐρωπαϊκή Ἕνωση, τά ἀγαθά της, τά δάνειά της, ἀλλά ἔχουμε πάρει καί τήν ὑποχρέωση τῆς ἐξόφλησης· καί δέν ἐννοῶ σέ χρῆμα, ἐννοῶ σέ ὅλα τά ἄλλα, σέ πολιτισμό, σέ νοοτροπία, σέ τρόπο ζωῆς κ.ο.κ. Δημιουργεῖται ἐπίσης ἕνα παγκόσμιο σύστημα παιδείας, πῶς ἐκπαιδεύονται οἱ ἄνθρω-ποι. Μᾶς ἔρχονται ὁδηγίες ἀπ΄ ἔξω πῶς θά ὀργανωθεῖ ἡ παιδεία μας, καί ὄχι μόνο ἡ σχολική παιδεία. Τό σύστημα ἐκπαίδευσης στήν χώρα μας συμμορφώνεται πρός τό εὐρωπαϊκό, γιατί δέν μπορεῖς νά σταθεῖς στό ἐξωτερικό ἀλλιῶς. Θά πᾶς νά συναγωνιστεῖς, νά δώσεις ἐξετάσεις μέ ἐντελῶς ἄλλα δεδομένα. Γιά νά ἐνταχθεῖ τό ἐπιστημονικό μας κοινό καί οἱ ἐκπαιδευόμενοι πολῖτες, τά παιδιά μας, θά πρέπει τό σύστημα ἐκπαί­δευσής μας νά εἶναι προσαρμοσμένο σέ μιά παγκόσμια πάλι ἀντίληψη γιά τήν παιδεία, γιά τήν προσφορά τῆς γνώσης, τόν τρόπο καλλιέργειας, τίς πληροφορίες κ.ο.κ. 
Αὐτό σταδιακά ἀλλοιώνει τήν παιδεία. Ἔτσι, ἐνῶ ἡ παραδοσιακή παιδεία στήν Ἑλλάδα εἶχε ὡς στόχο της τήν καλλιέργεια τῆς σοφίας, δηλαδή μιᾶς πολύ βαθειᾶς διεργασίας ἡ ὁποία δένει τήν γνώση, τήν ὅποια πληροφορία μέ τήν ἴδια τήν ζωή καί κάνει τόν ἄνθρωπο νά μπορεῖ νά ἀναπτύσσεται κριτικά, νά τήν ἀξιολογεῖ, νά τήν προσλαμβάνει, νά τήν ἀπορρίπτει, μετά τόν διαφωτισμό καί τήν ἀνάπτυξη τῶν ἐπιστημῶν ἀπομακρυνθήκαμε ἀπό τή σοφία, χάσαμε τόν στόχο τῆς καλλιέργειάς της καί περάσαμε στό ἐπίπεδο τῆς γνώσης. 
Μέ τόν τρόπο αὐτόν, ἡ καρδιακή ὡριμότητα ἀντικαταστάθηκε ἀπὸ τήν διανοητική κατανόηση καί τήν ἀπόκτηση γνώσεων, προκειμένου νά τίς χρησιμοποιήσουμε ὅπως θά ἤθελαν οἱ κοινωνίες γιά τίς καθημερινές μας ἀνάγκες. Ἐπειδή ὅμως αὐτήν τή συσσωρευμένη γνώση δέν μποροῦμε εὔκολα νά τή διαχειριστοῦμε στήν ἐποχή τῆς πληροφορικῆς, πλέον τό κέντρο τῆς παιδείας μετατοπίσθηκε στή συγκέντρωση πληροφορίας. Φύγαμε, λοιπόν, ἀπό τήν σοφία, περάσαμε στήν γνώση καί καταλήξαμε στήν πληροφορία. Ἀπό τήν γενικευμένη καί κριτική ἀξιολόγηση τῆς γνώσης ὁδηγηθήκαμε στήν ἀπομνημόνευση τῆς ἀποκομμένης πληροφο­ρίας, ἡ ἀναζήτηση τῆς ὁποίας μπορεῖ πλέον νά γίνει μέσω τῶν λεγομένων μηχανῶν ἀναζήτησης διαδικτυακά. 
Καί οἱ ἐκκλησιαστικοί ἄνθρωποι εἶναι ὑποδουλωμένοι στή θρη­σκευτική πληροφορία. Φτιάχνουν μιά πίστη πού στηρίζεται σέ θρη­σκευτικές πληροφορίες. Βρίσκουν ὅτι ὁ ἕνας πατέρας τῆς Ἐκκλησίας λέγει αὐτό, ὁ ἄλλος θεολόγος λέγει κάτι διαφορετικό καί προσπαθοῦν να βασισθοῦν σέ πράγματα πού κατανοοῦν. Αὐτό ὅμως δέν ἔχει ζωή. Δημιουργεῖται λοιπόν ἕνα σύστημα παιδείας καί σκέψης πού βασίζεται στήν πληροφορία, ὄχι στήν ἀναλυμένη γνώση καί καθόλου στή σοφία. Καί αὐτό, ὅπως εἶπα προη­γουμένως, ἔχει ἕνα μεγάλο πλεονέκτημα στή διαχείριση, ἔχει ὅμως ἕνα τεράστιο μειονέκτημα στήν ἀνάλυση καί στό ἀποτέλεσμα ἐπί τοῦ συνόλου ἀνθρώπου καί τῆς πνευματικῆς του δια-μόρφωσης. 
Λένε πολλοί ὅτι ἡ οἰκονομική κρίση δέν εἶναι οἰκονομική ἀλλά εἶναι κρίση ἀξιῶν. Ποιές εἶναι αὐτές οἱ ἀξίες, οἱ παγκόσμιες καί παναν­θρώ-πινες ἀξίες; Ποιές εἶναι αὐτές τίς ὁποῖες τελικά μπόρεσε νά ὑπηρετήσει ἡ παγκοσμιοποίηση; Ἡ ἐνότητα, ἡ ἀλληλεγγύη, ἡ συνύπαρξη, τά ἀτομικά δικαιώματα, ἡ ἰσότητα, οἱ ἴσες ἐνδεχομένως εὐκαιρίες, ὁ ἀλληλοσεβασμός, ὁ ἀντιρατσισμός, ἡ ἀντιμισαλλοδοξία, ἡ ἀνεκτικότητα. Γιά νά συνυπάρ-χουμε στίς κοινωνίες ἄνθρωποι διαφόρων παραδόσεων, πολιτισμῶν, θρησκειῶν, συνηθειῶν καί νοοτροπιῶν πρέπει πάνω σέ αὐτά νά στηρι-χτοῦμε. Καί ὄντως αὐτά εἶναι πολύ καλά καί σημαντικά ὡς στοιχεῖα ζωῆς. Ἐάν ὅμως εἶναι μόνον αὐτές οἱ ἀξίες, τότε θά μποροῦσε νά ὁδηγούμασταν σέ ἕναν συγκρητισμό καί μιά σχετικοποίηση. Ὁ καθένας νά ἔχει τόν θεό του, ὅπως τόν καταλαβαίνει. Ἄρα φεύγουμε ἀπό τόν Θεό πού εἶναι ἡ ἀλήθεια, πού εἶναι ὁ Ὤν καί πᾶμε στόν θεό τόν ὁποῖο ἐμεῖς πιστεύουμε. Μᾶς ἀρέσει ἕνας θεός, τόν φτιάχνουμε, καί τόν πιστεύουμε. Ἔτσι, δέν ἀναζητοῦμε τόν ἀληθινό Θεό, ἀλλά ἀρκούμεθα στήν συνύ­παρξη τῶν ἀνθρώπινων θεῶν τοῦ καθενός. Αὐτό τό πρᾶγμα λέγεται σχετικοποίηση ἤ συγκρητισμός. 
Στή βάση αὐτήν στηρίζεται ἡ ἰδέα μιᾶς παγκόσμιας θρησκείας ἤ αὐτή τῆς οἰκουμενικῆς κίνησης. Στόχος της εἶναι νά ἑνωθοῦμε οἱ χριστια-νοί, τηρῶντας τό «ἵνα ὦσιν ἕν», πού προσευχήθηκε ὁ Χριστός. Καί αὐτό εἶναι εὐλογημένο. Στήν πράξη ὅμως πῶς θὰ γίνει; Πῶς θά συνεν­νοηθοῦμε μέ τόν πάπα, ὁ ὁποῖος, κατά τήν πίστη τῶν λατίνων, αὐτός εἶναι ἡ κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, μέ ἀποτέλεσμα  νά προκύπτει ἕνα παπο­κεντρικό σύστημα διοίκησης τῆς Ἐκκλησίας; Ἀντίθετα, ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι ἔχουμε τό συνοδικό σύστημα. Δηλαδή δέν εἶναι ὁ ἀρχιεπίσκοπος πού ἀποφασίζει, ἀλλά εἶναι ἡ Σύνοδος. Αὐτά τά δύο δέν συνδυάζονται. Ἐπίσης, τό ἀλάθητο τοῦ πάπα ἐμεῖς δέν τό καταλαβαίνουμε. Αὐτοί τό ἀγκάλιασαν, τό πίστεψαν, μέ αὐτό μεγάλωσαν. Ἐπειδή δέν μποροῦμε ἀμοιβαίως νά κατανοηθοῦμε, ὁ σκοπός τῆς ἕνωσης ὁδηγεῖ μοιραῖα στήν ἄποψη νά βροῦμε τά κοινά μας σημεῖα, τί μᾶς ἐνώνει καί ὄχι τί μᾶς χωρίζει. Αὐτό ἀκούγεται πάρα πολύ καλό. Ἀντί νά τσακωνόμαστε εἶναι πολύ καλό ἄν ὁ στόχος μας εἶναι, ὄχι νά βροῦμε τήν ἀλήθεια, ἀλλά νά τά βροῦμε μεταξύ μας. Νά φθάσουμε σέ ἕνα concensus,  δηλαδή σέ μιά ἀμοι-βαία ἀνεκτικότητα συνύπαρξης. Ὄντως εἶναι καλό. Ναί, ἀλλά ὑπάρχει ἀλήθεια; 
Ἀρχίζει λοιπόν ἡ ἀνάγκη συνύπαρξης νά ἐπιβάλλει ὑποχρεωτικά ἕνα κοινωνικοῦ ἤ ψυχολογικοῦ τύπου concensus. Νά βροῦμε τρόπο νά καθίσουμε στό ἴδιο τραπέζι. Τώρα τί θά γίνει ἀπό κεῖ καί πέρα, τό τί θά ποῦμε καί ποῦ θά πᾶμε δέν ξέρουμε· ὁ στόχος μας εἶναι νά τά βροῦμε. Ὄχι νά Τόν βροῦμε. Καί αὐτό περνάει ὡς κάτι καλό καί εὐλογημένο. Οἰκουμενισμός,  ἑνότητα, ἀγάπη. Πολύ ὡραία ἰδέα. Κι ἐμεῖς ἄν ἤμασταν γεννημένοι σέ ἕναν ἄλλο χῶρο, αὐτή τήν στιγμή θά εἴχαμε ἐνδεχομένως ἄλλη πίστη. 
Ὅλα αὐτά εἶναι ἀπόρροια αὐτῆς τῆς παγκοσμιοποιητικῆς ἀντίλη­ψης. Ἔτσι δημιουργεῖται κάτι πού ἐπιβάλλεται ὡς δύναμις καί ἐκφράζεται ὡς παγκόσμια οἰκονομία, ὡς παγκόσμιοι ὀργανισμοί, ὡς παγκόσμια πολιτική, ὡς παγκόσμια παιδεία, ὡς παγκόσμιες ἀξίες, ὡς παγκόσμιες συνήθειες, ὡς κοινή μόδα καί γλῶσσες. Δημιουργεῖται μιά παγκόσμια συμπεριφορά, μιά παγκόσμια νοοτροπία, μιά παγκόσμια πληροφόρηση. Ἀνοίγουμε τήν τηλεόραση καί μαθαίνουμε ἀπό μιά εἰκόνα τήν ὁποία τήν παίρνουν οἱ διάφοροι τηλεοπτικοί σταθμοί ὅλοι οἱ λαοί τό ἴδιο πρᾶγμα. Καί δέν μποροῦμε εὔκολα νά τό ἐλέγξουμε. Εἶναι εὔκολη ἡ πληροφόρηση, ἀλλά αὐτό δέν σημαίνει ὅτι κατ’ ἀνάγκην ἡ πληροφόρηση εἶναι καί ἀξιόπιστη. Πιθανόν νά εἶναι ἐλεγχόμενη. Αὐτό ὁδηγεῖ στόν λεγόμενο ἠλεκτρονικό ἔλεγχο. 
Ἕνα ἄλλο πρᾶγμα πού χρησιμοποιεῖται ἀπό τό σύστημα εἶναι ἡ ἀντικατάσταση τῆς θρησκείας τοῦ Θεοῦ μέ μιά θρησκεία ὅπου Θεός εἶναι ἕνας μή Θεός∙ ὄχι ἡμίθεος, ἀλλά μή Θεός. Γιά παράδειγμα θα ποῦμε τό ἑξῆς: Ἐμεῖς ὡς Ἐκκλησία θέλουμε νά ἀποδείξουμε στήν κοινωνία ὅτι εἴμαστε ἀναγκαῖοι, ὅτι κάνουμε κοινωνικό ἔργο -αὐτό εἶναι τό μεγάλο μας ἐπιχείρημα- ταΐζουμε φτωχούς, ἀνοίγουμε νοσοκομεῖα, ἔχουμε τόσα ἱδρύ­ματα. Καί δέν εἶναι λάθος. Εἶναι καί ἀλήθεια καί ἀνάγκη. Ἀλλά τελικά πείθουμε τήν κοινωνία γιά τήν ἀναγκαιότητά μας μόνον στήν βάση τῆς κοινωνικῆς προσφορᾶς πού αὐτή ἐπιθυμεῖ. Αὐτό δέν ἔχει Θεό. Δέν χρειά­ζεται ἕνας Θεός γιά νά δώσουμε ἐμεῖς συσσίτια. Μποροῦμε νά τό κάνουμε καί χωρίς θεό. Ἄν ἐγώ τώρα σᾶς ἔλεγα νά δώσετε ἀπό ἕνα εὐρώ, θά μαζεύαμε τετρακόσια εὐρώ. Δέν εἶναι δύσκολο. Χωρίς νά τό καταλάβει ἡ μονάδα, μαζεύει κάτι ὁ πυρήνας. Καί αὐτό τό μεταφράζει σέ ἔργο. 
Αὐτό ἔχει νά κάνει μέ τήν ὑλική ἀνάγκη τοῦ λαοῦ, ἀλλά ὄχι μέ τήν ἀνάγκη τοῦ λαοῦ γιά Θεό. Μᾶς φτιάχνουν λοιπόν μέ ἀλλοιωμένη τήν ταυτότητα καί μᾶς δέχεται τό σύστημα καί καμαρώνουμε ὅταν μᾶς ἀνα­γνωρίζουν ὡς Ἐκκλησία, ὅταν δέχονται νά διδάσκονται τά θρησκευτικά μας, ὅταν προστατεύονται τά δικαιώματά μας. Δέν λέω ὅτι δέν πρέπει νά διδάσκονται τά θρησκευτικά, ἀλλά σᾶς τό λέω γιά νά δείξω πῶς νοιώ­θουμε. Αὐτό ἀπό μόνο του δέν γεννάει Θεό. Μπορεῖ νά διδάσκεις θρη­σκευτικά καί νά μήν ἀναδύεται ὁ Θεός. Μπορεῖ νά εἶσαι καταπληκτικός στή λατρεία, μέ χορωδίες καί στολισμούς καί αὐτό νά εἶναι ἕνα παχύ ἐπίγειο πρᾶγμα μέ θρησκευτική ἐπίφαση χωρίς Θεό. 
Ἕνα λοιπόν στοιχεῖο πού ἔρχεται ὡς ἀποτέλεσμα τῆς σύγχρονης νοοτροπίας εἶναι ὅτι κάπως μᾶς χάνεται ὁ Θεός καί ἡ ἀνάγκη Του. Ἡ ἀνάγκη ὑπάρχει εἴτε ὡς ψυχολογική, ἔχω  φοβίες, ἀνασφάλειες, θέλω νά τά ἔχω καλά καί μέ τήν συνείδησή μου κ.λπ. Πολλοί μοῦ εἶπαν αὐτές τίς μέρες νά προσευχηθῶ γιά κάποιους νά πετύχουν στίς ἐξετάσεις πού ἀρχί-ζουν αὔριο. Εἶναι λάθος καί δέν θά προσευχηθῶ. Διότι δέν μπορῶ νά σταθῶ μπροστά στήν εἰκόνα καί νά πῶ «Θεέ μου, βοήθησε νά γράψει ἡ Κατερίνα καλά, ὁ Κώστας νά περάσει στό βιολογικό». Εἶναι λάθος. Αἰσθά-νομαι ὅτι ὁ Θεός ἀπό πάνω ἄν μέ βλέπει θά λέει «καλά, τόσο ἀνόητο δεσπότη ἔχω ἐκεῖ κάτω;» Δέν ὑπάρχει τέτοιο πρᾶγμα. Δέν ὑπάρχει. Εἴπαμε νά κάνουμε λειτουργίες. Νά κάνουμε λειτουργίες, ὄχι γιά νά φαίνεται ὅτι κάνουμε λειτουργίες γιά τίς ἐξετάσεις καί ἄρα εἴμαστε κοντά στή νεολαία. Νά κάνουμε μιά ἀγρυπνία, νά κάνουμε μιά ἀκολουθία, περνοῦν μιά δύσκολη κατάσταση τά παιδιά, νά βοηθήσει ὁ Θεός, νά φωτίσει κι ὅ,τι θέλει ἄς κάνει ἀπό ἐκεῖ καί πέρα. Δέν ἔχει καμιά σημασία σέ ποιό τμῆμα θά περάσουμε. Δέν ἔχει καμιά σημασία τί βαθμό θά πάρουμε στά μαθηματικά ἤ στά ἀρχαῖα ἑλληνικά. Μέ αὐτό δέν ἀσχο-λεῖται ὁ Θεός. Αὐτό εἶναι μιά ἐντελῶς κοσμική ἀνθρώπινη κατανοητή ἀνάγκη, ἡ ὁποία ὅμως δέν ρυθμίζεται ἀπό κάπου ἀλλοῦ. Ἡ ἀντίληψη αὐτή δημιουργεῖ λάθος σχέση. Καί δέν νομίζω ὅτι ἀδικῶ τήν ἀλήθεια. Δέν εἶναι αὐτός ὁ Θεός. Οὔτε ὁ ὑπαρκτός, ὁ Ὤν, οὔτε κἄν θά ἔπρεπε νά εἶναι καί ὁ ἐπιθυμητός. Αὐτός εἶναι ὁ φτιαχτός, ὁ ἀνθρωπο­κατα­σκευασμένος, αὐτός πού πεθαίνει. Αὐτός πού διώκεται καί χάνει, εἶναι αὐτός πού ἀπειλεῖται. Δέν εἶναι ὁ Θεός. 
Τό ἑπόμενο πού τό ὑπενίχθην καί προηγουμένως εἶναι ὅτι γιά νά μπορέσει νά ἐλεχθεῖ, νά ρυθμιστεῖ ἤ νά λειτουργήσει αὐτό τό σύστημα συγκεντρώνεται τεράστια δύναμη στά χέρια κάποιων, οἱ ὁποῖοι εἶναι  πρῶτον, ἄγνωστοι, δέν τούς γνωρίζουμε, δεύτερον, ἔχουν μαζέψει πρωτο­φανῶς μεγάλη δύναμη, τέτοια καί τόση πού ποτέ στήν ἱστορία δέν ἦταν συγκεντρωμένη κάπου καί τρίτον, δέν εἶναι ἐλεγχόμενοι. Δέν ὑπάρχει ἕνας μηχανισμός νά δεῖ ποιοί εἶναι αὐτοί. Καί τί κάνουν καί γιατί τό κάνουν καί ποῦ θά λογοδοτήσουν. Καί ἕνα τέταρτο, εἶναι χωρίς Θεό. Εἴμαστε σχεδόν σίγουροι ὅτι ἔτσι εἶναι. 
 
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΕΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΕΙΣ
Αὐτό λοιπόν ὅλο ἔχει ἐπίσης αὐτήν τήν δυναμική μέ τήν ὁποία καταστρέφει τήν ἱστορία, καταστρέφει τούς πολιτισμούς, καταστρέφει τήν ἰδιοπροσωπεία, καταστρέφει τά πρόσωπα, τήν ἐλευθερία. Φτιάχνει φωτο-αντίγραφα. Ἕνα ἀπό αὐτά εἴμαστε κι ἐμεῖς. Κάτω ἀπό αὐτές τίς συνθῆκες πρέπει νά βροῦμε τό δικό μας πρόσωπο ὁ καθένας. Αὐτό λίγο ὡς πολύ ὅλοι τό καταλαβαίνουμε. Μᾶς ἔχει εὐτελίσει τό ἴδιο τό σύστημα ὡς πρόσωπα, ὡς οἰκογένειες, ὡς κοινωνίες, ὡς ἔθνος, ὡς κόσμος. Ἔχουμε εὐτελισθεῖ διεθνῶς. Διερωτώμεθα πόσο χαμηλότερα θά πᾶμε. Καί δέν πηγαίνει παρακάτω. Παρά ταῦτα, καταλαβαίνουμε ὅλοι ὅτι συμπερι­φερό­μαστε ὅπως μᾶς ὑποχρεώνει τό σύστημα. Χάσαμε λίγο τήν ἐλευθερία μας μέ τήν ὁποία ἡ στενότερη σχέση πού ἔχουμε εἶναι ὅτι θά τήν θέλαμε, ὄχι ὅτι τήν ἔχομε. Καί πρέπει κάτι νά κάνουμε. 
Στό μυαλό μας, λοιπόν, στό δικό μου τουλάχιστον τό μυαλό, ἔρχε-ται αὐτό πού εἶναι καταγεγραμμένο στήν Ἀποκάλυψη: «ἐδόθη αὐτῷ» στόν ἀντίχριστο, «ἐξουσία ἐπί πᾶσαν φυλήν καί λαόν καί γλῶσσαν καί ἔθνος» (Ἀποκ. ιγ΄ 7). Ποιός εἶναι αὐτός πού τοῦ δόθηκε ἐξουσία σέ ὅλους τούς λαούς, σέ ὅλες τίς φυλές, σέ ὅλες τίς γλῶσσες, σέ ὅλα τά ἔθνη; Τό διαβά-ζεις, δέν τό ἑρμηνεύεις παραπέρα, ἀλλά λές κάτι σημαίνει αὐτό. Καί ὁδηγεῖσαι ἀναπόφευκτα στήν καλύτερη περίπτωση σέ ἐσχατολογικές συζητήσεις, στή χειρότερη σέ ἐσχατολογικό πανικό. Φόβοι, ἀνασφάλειες, ὑπερβολές, αἴσθηση ὁμαδικοῦ πανικοῦ καί ἀδιεξόδου, ὁ ἀντίχριστος, καταστροφή, παραπομπές στὸ «συνοχή ἐθνῶν ἐν ἀπορίᾳ» (Λουκ. κα΄ 25). Τί κάνουμε λοιπόν; Ὑπάρχει καμμιά ἀντίσταση σέ αὐτό; 
Σέ αὐτό θά ἤθελα λίγο νά ἀφιερώσουμε τό ὑπόλοιπο μέρος τῆς ἀποψινῆς συνάξεως, δίνοντας μερικές κατευθύνσεις πού θεωρῶ πώς ταυ­τόχρονα ρίχνουν φῶς καί δίνουν ἐλπίδα, προοπτική καί σκοπό στόν καθέ­να μας. Μέσα σέ αὐτό τό πλαίσιο, μέσα σέ αὐτήν τήν πραγ­ματικότητα, πῶς θά μποροῦσε κανείς νά πατήσει στά πόδια του πνευματικά. 
Α. Τό πρῶτο. Νομίζω, σίγουρα, ὄχι μέ κοσμικούς τρόπους. Αὐτό πού συνήθως μᾶς ζητοῦν εἶναι, «ξεσηκωθεῖτε, φωνάξετε, ὀργανῶστε συλλα­λητήριο, σηκῶστε πανώ, μοιρᾶστε μηνύματα παντοῦ, ἀπειλεῖστε». Λυποῦμαι ἀλλά αὐτό ἀποτελεῖ ἔκφραση κοσμικῆς ἀντίληψης. Εἶναι ἕνας τρόπος πού στηρίζεται στή δική μας δύναμη. Εἶναι κάτι πού τό χρησι­μοποιοῦν τά σημερινά συστήματα. Κάπου ἀντιδροῦν καί ἀνατρέπουν τήν πορεία τῶν πραγμάτων. Θά μποροῦσε νά μήν εἶναι ἁμαρτωλός τρόπος καί ἴσως δέν εἶναι. Ἀλλά δέν εἶναι ὁ πνευματικός τρόπος. Εἶναι κάτι πού δημιουργεῖ ἐπίσης ταραχή, φανατισμό, ἔνταση, θυμό, ἐσωτερική ἀνα­στάτωση. Δέν εἶμαι τόσο σίγουρος ὅτι αὐτό εἶναι τό καλύτερο πού θά μπορούσαμε νά κάνουμε. Αὐτό σάν μιά πρώτη παρατήρηση. 
Β. Μιά δεύτερη παρατήρηση εἶναι ὅτι ἀναντίρρητα δέν πρέπει νά ἐφησυχάσουμε. Δέν πρέπει νά καθίσουμε ἀδιαφορῶντας, ἀλλά πρέπει πᾶσαν τήν ἐλπίδα καί τήν μέριμνά μας νά τήν ἔχουμε πρός τόν Θεό. Ἀλλά δέν πρέπει ὅμως καί νά λέμε ὅτι εἶναι ὑπερβολές ὅλα αὐτά τά πράγματα. Δέν εἶναι καθόλου ὑπερβολές. Οἱ δυνάμεις τοῦ σκότους τοῦ διαβόλου εἶναι ὑπαρκτές στόν κόσμο μέσα στόν ὁποῖο λειτουργοῦμε. Ἀκόμη καί νά μήν τό ἔλεγε ἡ Ἁγία Γραφή, τό ἐπιβεβαιώνει ἡ ἐμπειρία τῆς ζωῆς. Ἀλλά καί μέσα στήν Ἁγία Γραφή ὑπάρχει σαφῶς μιά διαρκής προτροπή νά διαχωρισθεῖ κανείς ἀπό τόν κόσμο καί νά καταλάβει ὅτι πολε­μεῖται ἀπό τόν διάβολο γιά νά μπορέσει ἀνάλογα κι αὐτός νά διεξα-γάγει τόν ἀόρατο πνευματικό του πόλεμο. Ἅρα λοιπόν δέν ἐφησυχάζουμε, ἀλλά γρηγοροῦμε καί δέν ἀνησυχοῦμε. 
Γ. Κάτι πού λείπει καί πού ἔχει ὑπερβολικά ἀποδυναμωθεῖ στίς μέρες μας καί εἶναι τό πιό βασικό στοιχεῖο, εἶναι ἡ πίστη, ἡ ἀναγκαιότητα τῆς πίστης. Δέν πιστεύουμε μέ τήν ἔννοια τοῦ ἐμπιστευόμαστε. Καί ὅσοι λέμε ὅτι πιστεύουμε, πιστεύουμε μέ τήν ἔννοια τοῦ ὅτι παραδεχόμαστε κάποιες ἰδέες. Ἐπιλέγουν οἱ ἄνθρωποι ἰδέες, ἐπιλέγουμε κι ἐμεῖς. 
Πίστη σημαίνει ἐξάρτηση ἀπό τόν Θεό. «Αὕτη ἐστὶν ἡ νίκη ἡ νική-σασα τὸν κόσμον, ἡ πίστις ἡμῶν» (Α΄ Ἰω, ε΄ 4). Ἡ μεγαλύτερη δύναμη πού μπορεῖ νά ἔχει κανείς ἀπό μέσα του εἶναι αὐτή ἡ ἐμπιστοσύνη στόν Θεό. Νά εἶναι Αὐτός ὁ πρῶτος στηριγμός μου, τό κέντρο τῶν ἐλπίδων μου, ἡ κατεύθυνση τοῦ προορισμοῦ μου, ὁ ἐνεργῶν στή ζωή μου. Αὐτή εἶναι πίστη καί αὐτό θά πεῖ ὅτι ἡ πίστη φαίνεται μέσα ἀπό τά ἔργα, δηλαδή μέσα στήν καθημερινότητα· ἄν ἐγώ πραγματικά ἐλπίζω στόν Θεό, στηρί­ζομαι σέ Αὐτόν καί αἰσθάνομαι τήν ἀνάγκη τῆς σχέσης μου μέ Αὐτόν. Ὄχι, νά ἀποδεχθοῦμε τήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ, ἀλλά νά προσπαθήσουμε νά κοινωνοῦμε μετά τοῦ Θεοῦ. Αὐτό σημαίνει ὅτι μοῦ εἶναι τόσο ζῶν ὁ Θεός, ὥστε τοῦ δίνω τόν δικό μου ἑαυτό καί παίρνω ἀπό τήν δική Του ἐνέργεια, ἡ ὁποία μεταφράζεται σέ φωτισμό, σέ δύναμη καί σέ ἁγιασμό. Αὐτό σημαίνει φωτίζομαι στό σκοτάδι μου, δυναμώνω ἐκεῖ πού λυγίζω καί ἁγιάζομαι μέσα στήν πρόκληση τῶν παθῶν μου. Αὐτό εἶναι πολύ διαφορετικό ἀπό τό παραδέχομαι τό ἕνα καί ἀπορρίπτω τό ἄλλο. Αὐτό φαίνεται πολύ στὶς περιόδους τῶν διωγμῶν καί νομίζω ὅτι θά μποροῦσε νά ἀποτελεῖ γιά ὅλους μας ἕνα θαυμάσιο πρότυπο ἤθους καί ζωῆς. 
Κατά τούς διωγμούς, οἱ χριστιανοί δέν προσπαθοῦσαν νά ἀνατρέ­ψουν τό ρωμαϊκό σύστημα, τό κράτος πού τούς πολεμοῦσε, ἀλλά ἐπι­θυμοῦσαν νά ὁμολογήσουν τόν Χριστό ὡς ἀλήθεια καί στήν δύναμη Αὐτοῦ νά στηριχτοῦν. Καί αὐτό δέν τό πέτυχαν ἀπό τήν μιά μέρα στήν ἄλλη ὡς Ἐκκλησία, ἀλλά χρειάστηκε χρόνος. Ὅταν ὁ πρῶτος διωγμός τοῦ Νέρωνος ἔγινε τό 63 μ.Χ. καί ὁ τελευταῖος τοῦ  Διοκλητιανοῦ τό 306, αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ περίοδος τῶν διωγμῶν κράτησε 250 χρόνια, δυόμισυ αἰῶνες. 
Δ. Θά ἤθελα νά πῶ καί ἕνα τέταρτο. Τί θά πεῖ «οὗτοι ἐν ἅρμασι καί οὗτοι ἐν ἵπποις ἡμεῖς δέ ἐν ὀνόματι Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἡμῶν μεγαλυνθη-σόμεθα;» (Ψαλμ. 19, 8). Τό λέει ὁ Δαυίδ στήν Παλαιά Διαθήκη. Τό ἐπανα-λαμβάνουμε ἐμεῖς στίς ἀκολουθίες μας μέσω τοῦ Ψαλτηρίου. Θά πεῖ ὅτι αὐτοί πού μᾶς πολεμοῦν, ἔρχονται νά μᾶς πολεμήσουν μέ δυνάμεις ἀνθρώπινες, μέ ἅρματα, μέ ὁπλισμούς καί μέ ἄλογα, μέ στρατό, μέ ὅπλα, μέ πυραύλους θά λέγαμε σήμερα, «ἡμεῖς δέ ἐν ὀνόματι  Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἡμῶν μεγαλυνθησόμεθα». Ὅποιος θέλει πραγματικά νά νικήσει διά τοῦ Χριστοῦ, διά τοῦ Θεοῦ, Αὐτόν ἐπικαλεῖται καί νικᾶ καί συντρίβονται οἱ κοσμικές δυνάμεις. Ἔτσι λέει. Καί εἶναι ἀλήθεια πού ἴσως δέν τήν πιστεύ-ουμε ὅτι ἔρχεται ὁ κόσμος, ὁ διάβολος, ὁ ἀντίχριστος, «ἐν ἅρμασι καί ἐν ἵπποις», μέ κοσμική δύναμη νά συντρίψει τήν πίστη, νά συντρίψει τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν χριστιανῶν, ἀλλά ὁ χριστιανός μεγαλύνεται, δοξάζεται, φανερώνει τήν δύναμή του «ἐν ὀνόματι Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἡμῶν», ἄν ἐπικαλεῖται τό ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ. 
Ὑπάρχει κι ἄλλο ἕνα που λέει «τόξον δυνατόν ἠσθένησεν καί οἰ ἀσθενοῦντες περιεζώσαντο δύναμιν» (Βασ. α΄ 4). Τό τόξο τῶν δυνατῶν, τά ὅπλα τῶν δυνατῶν, ἀπεδείχθησαν ὅτι δέν εἶχαν δύναμη. Καί οἱ ἀσθενοῦ-ντες, τά ἀνθρωπάκια, τά ὁποῖα δέν εἶχαν καί καμιά δύναμη «περιεζώ-σαντο δύναμιν», χωρίς ὅπλα ἄρχισαν νά ἐκφράζονται ἐν δυνάμει. Αὐτό δέν ἰσχύει γιά κάποιους, γιά τούς ἑβραίους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Αὐτό ἰσχύει γιά ὅλους, ἄν ζοῦμε τήν Ἐκκλησία ὄχι ὡς σωματεῖο μέ κοσμική ἰσχύ ἀλλά ὡς μυστήριο, τό μυστήριο τοῦ Θεοῦ. 
Καί ἕνα τρίτο· «πλούσιοι ἐπτώχευσαν καί ἐπείνασαν, οἱ δέ ἐκζη-τοῦντες τόν Κύριον οὐκ ἐλαττωθήσονται παντός ἀγαθοῦ». Τί θά πεῖ αὐτό; Ὅτι κάποιοι πού ἦταν πλούσιοι κι εἶχαν ὅλα τά ἀγαθά ξεφούσκωσαν. Ἔπαθαν αὐτό πού ἔπαθε ὁ ἑλληνικός λαός τώρα, «ἐπτώχευσαν καί ἐπείνασαν». Γίναμε ἀλλιῶς ἀπό ὅ,τι ὑπολογίζαμε. Κόβεται τό ἕνα, κόβεται τό ἄλλο, ἀπολύεται ὁ ἕνας ἀπό τήν δουλειά, δέν βρίσκει δουλειά, εἶναι νέος ἄνθρωπος. «Πλούσιοι ἐπτώχευσαν καί ἐπείνασαν οἱ δέ ἐκζητοῦντες τόν Κύριον οὐκ ἐλαττωθήσονται παντός ἀγαθοῦ». Αὐτό τί θά πεῖ; αὐτοί πού ἔχουν τήν ἐλπίδα τους στόν Κύριο δέν θά τούς λείψει τίποτα. 
Αὐτά τά τρία, καί ὑπάρχουν φυσικά πολύ περισσότερα, σέ τί μᾶς ὑποψιάζουν; Ὅτι ἐάν εἶναι ἀλήθεια, ἔτσι πρέπει νά ζοῦμε. Καί εἶναι ἀλήθεια. Ἄν δέν ζοῦμε ἔτσι, μᾶς λείπει κάτι πολύ σημαντικό καί ἡ σχέση μας μέ τόν Θεό εἶναι νοσηρή ἤ ἐλλειπής. Φιλοτιμεῖται κανείς νά πεῖ, λοιπόν, πῶς τό ζῶ ἐγώ αὐτό τό πρᾶγμα; Τό πιστεύω, τό δέχομαι, τί μοῦ λείπει; Πῶς μπορῶ νά τό ἀποκτήσω καί νά ἀρχίσω λίγο νά τό ἀναζητῶ ὡς ἀνάγκη τῆς ψυχῆς μου; 
Θά ἤθελα λοιπόν νά πῶ ὅτι τόν ἀγῶνα μας γενικότερα τόν πνευ-ματικό σ΄ αὐτή τή ζωή, δέν τόν κάνουμε μόνοι μας, ὁ στόχος μας δέν εἶναι νά νικήσουμε. Θά τοῦ δείξουμε ἐμεῖς τοῦ διαβόλου καί τοῦ ἀντιχρίστου, ἤ ὅλοι μαζί θά τόν διαλύσουμε, θά τόν γονατίσουμε, νά σταματήσει αὐτό τό πρᾶγμα πού γίνεται. Θά ἀλλάξουμε τόν κόσμο. Ὄχι. Ὅποιος ἀπό μᾶς τό κάνει εἶναι ἐκτός καί δέν θά τό πετύχει. Ἀλλά τί κάνουμε; Ὁμολογοῦμε τόν Χριστό καί γι΄ αὐτό ἔχει σημασία ποιός εἶναι ὁ Θεός κι ὄχι ποιόν πιστεύει ὁ καθένας ὡς Θεό. Ὁμολογοῦμε τόν Χριστό καί αὐτός εἶναι αὐτός ὁ ὁποῖος «ἐξῆλθεν νικῶν καί ἵνα νικήσει» (Ἀποκ. στ΄ 2). Αὐτός θά νικήσει, ὄχι ἐμεῖς. 
Εἶμαι σχεδόν σίγουρος ὅτι τό πνεῦμα στό ὁποῖο καλλιεργούμαστε καί σᾶς καλλιεργοῦμε καί ἐμεῖς ὡς κληρικοί εἶναι νά εἶσαι ἀγωνιστής καί θά νικήσεις μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Ὄχι. Αὐτός πού θά νικήσει θά εἶναι ὁ Χριστός. Ἐμεῖς καλούμαστε νά Τόν ὁμολογήσουμε καί νά συμμαχή-σουμε μαζί Του, ὄχι νά νικήσουμε κανέναν. Συμμαχῶντας μαζί Του, αὐτός νικάει. Στήν ἱστορία αὐτός εἶναι ὁ νικητής. Αὐτό εἶναι τό τέταρτο πού θά ἤθελα νά πῶ. 
Ε. Ὑπάρχει καί ἄλλο ἕνα στοιχεῖο ἀντιστάσεως. Πάλι θά τό δανει-στῶ ἀπό τήν Ἁγία Γραφή. Λέει κάπου «οὗ δὲ ἐπλεόνασεν ἡ ἁμαρτία ὑπερεπερίσσευσεν ἡ χάρις» (Ρωμ. ε΄ 20). Ὅπου ὑπάρχει πολύ ἁμαρτία, ὑπάρχει πλεόνασμα χάριτος. Παραχωρεῖ ὁ Θεός καί ὑπάρχει πλεο­νά­ζουσα ἡ ἁμαρτία. Ὅποιος θέλει νά ἀγωνισθεῖ μέσα σέ αὐτήν τήν ἀτμό-σφαιρα τῆς ἁμαρτίας θά τοῦ δοθεῖ περίσσευμα χάριτος, φωτισμός στό σκοτάδι του, δύναμη στήν ἀσθένειά του καί δυνατότητα ἁγιασμοῦ, νά νικήσει καί τά πάθη καί τούς πειρασμούς του. Ἔτσι ἐκφράζεται ἡ χάρις. Στήν ἐποχή μας, νά εἶστε σίγουροι, ὑπερπερισσεύει ἡ χάρις. 
Ἐπιτρέψτε μου, στό σημεῖο αὐτό, νά σᾶς πῶ τί σκέπτομαι ὡς ἐπί-σκοπος. Θέλω αὐτό τό πλεόνασμα τῆς χάριτος νά τό βρῶ καί νά τό δώσω στό λαό. Θέλω ἀπό αὐτό πού ὑπάρχει, ἀντί νά βλέπω τήν ἁμαρτία, νά μπορέσω νά βρῶ χάρι πού δέν ὑπῆρχε σέ ἄλλες ἐποχές ποὺ εἶχαν ἴσως λιγότερη ἁμαρτία. Διότι ἐπειδή εἶχαν λιγότερη ἁμαρτία, λιγότερη χάρι ἔδινε ὁ Θεός. Τώρα πού παραχωρεῖ καί ὑπάρχει ὅλος αὐτός ὁ παρα­λογισμός τῆς ἁμαρτίας δίνει καί χάρι. Ποῦ εἶναι ὅμως; Θά τήν ψάξουμε. Κι ὄχι ὁ καθένας μόνος του, ὅλοι μαζί. Αὐτό πρέπει νά κάνουμε. Καί ἔχει χάρι. 
Ὅταν λοιπόν θά πᾶμε σέ ἕναν πνευματικό αὐτό ζητᾶμε. Ὅταν θά πάω ἐγώ στόν πνευματικό μου θά τοῦ πῶ: «πατέρα μου καλέ, βρές μου τίς πηγές τῆς χάριτος νά πάρω καί πές μου πῶς θά πιῶ. Δεῖξε μου τήν πηγή καί δός μου τό ποτῆρι». Γι΄ αὐτό πηγαίνουμε στόν πνευματικό, ὄχι γιά νά μᾶς σβήσει τίς ἁμαρτίες. Ἀλλά νά μᾶς δώσει χάρι καί νά μᾶς ὑποδείξει τρόπους νά τήν προσλάβουμε. Ἔχει πολύ χάρι ἡ ἐποχή μας. Καί ὀφείλω νά τό πῶ καί αὐτό σάν ἕνα πέμπτο στοιχεῖο πολύ σημαντικῆς ἀντιστά­σεως τήν ὁποία εἶναι καλό νά τήν ἀξιοποιήσουμε ὁ καθένας μας.  
ΣΤ. Θά πῶ καί ἕνα ἀκόμη. Λέει πάλι στήν Ἀποκάλυψη «ὁ ἅγιος ἁγιασθήτω ἔτι» (Ἀποκ. κβ΄ 11) Σ΄ αὐτά τά δύσκολα χρόνια ξεχωρίζουν τά πράγματα. Παλεύει κανείς. Ὅποιος θέλει νά ζήσει σέ ρυπαρότητα «ρυπα-ρευθήτω ἔτι», ἄς λερωθεῖ. Κι ὅποιος θέλει νά ζήσει μέ ἁγιότητα, λεβέντικα νά πεῖ θά ἁγιασθῶ ἀκόμα παραπάνω. Στόχος μου ὁ ἁγιασμός μου. 
Σᾶς ἐρωτῶ ὑπάρχει εἰκόνα καί ἔκφραση ἁγιασμοῦ ἤ ἐξαγιασμοῦ, δηλαδή διαδικασίας ἐξαγιασμοῦ στήν σημερινή Ἐκκλησία; Ἤ ὑπάρχει μόνον ἕνας συντηρητισμός, νά ὑποστηρίξουμε ὁρισμένες σωστές ἀπόψεις; Ἀρχίζουν κάποιοι μέ ἀγωνία νά ψάχνουν στούς computers καί στό internet  ἀτέλειωτες ὧρες τίς ἀπειλές τοῦ διαβόλου, τοῦ ἀντιχρίστου, τό ἕνα τό ἄλλο. Πόσο ὀφελεῖ αὐτό; Πόσες ὧρες ξοδεύουν; Τό δίχτυο τῶν ἀνθρώπων μέ τούς ὁποίους κοινωνοῦν μόνο γι΄ αὐτά συζητάει. Ἀφοῦ ἔχετε τόσο κουράγιο νά παίρνετε ὅλη τήν φιλοσοφία τοῦ ἀντιχρίστου -τό δέχομαι ὡς πληροφορία ὄχι ὡς ζωή γιά νά τήν ἀπορρίψετε-, γιατί δέν κάνετε μιά ἄλλη στροφή προσευχῆς, ἄλλου τύπου κοινωνίας, νά πάρετε ἀπό ἀλλοῦ τή δύναμη νά ἀντιμετωπίσετε τό κακό. 
Εἶναι λάθος. Στόχος μας εἶναι ὁ ἁγιασμός μας, ὄχι ἡ συντριβή τοῦ κακοῦ ἀπό μᾶς. Αὐτό δημιουργεῖ πολύ διαφορετική καί κατάσταση σέ μᾶς ἀλλά καί κατάσταση τῆς Ἐκκλησίας. Νά ἤμασταν μιά Ἐκκλησία ἡ ὁποία ἔχει δίψα ἁγιασμοῦ νά γίνουμε ἅγιοι! Καί ὄχι νά λέμε: ἅγιος θά γίνω, πάτερ μου; Γιατί ὄχι; Γιατί νά μήν γίνεις ἅγιος; Δηλαδή ποιοί εἶναι νά γίνουν ἅγιοι; Καί τί κακό εἶναι οἱ ἄλλοι πού ἔγιναν ἅγιοι καί ἐσύ θές νά μήν γίνεις ἅγιος; Πεῖτε μου ἕνα ἐπιχείρημα πού νά δείχνει ὅτι δέν εἶναι τόσο καταπληκτικό, τόσο φοβερό πρᾶγμα τό νά γίνει κανείς ἅγιος. Γιατί νά μήν ἀποτελεῖ τόν στόχο ὅλων μας; «Ὁ ἅγιος ἁγιασθήτω ἔτι». Τί ὡραῖο πρᾶγμα! Αὐτή εἶναι καί ἡ δύναμη πού θά βγάλει τήν πίστη καί τήν ἄμυνά μας, ὁ ἁγιασμός μας. 
Ζ. Θά τελειώσω μέ ἕνα ἄλλο. Εἶναι ὁ σύνδεσμός μας μέ τήν Ἐκκλησία. Αὐτό ἀποτελεῖ μιά ἀρρώστεια τῆς ἐποχῆς μας. Γιά κάποιο λόγο, ἔτσι οἰκονομεῖ ὁ Θεός κι ἔτσι γίνεται, ὑπάρχουν οἱ δομές τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Σύνοδός μας, οἱ ἐπίσκοποί μας, οἱ κληρικοί μας. Τί σημαίνει αὐτό; Θά μποροῦσε ὁ Θεός νά ἐκφράζεται πολύ καλύτερα στό θέλημά Του μέσα ἀπό λάθος ἐπισκόπους. Αὐτο εἶναι ἀλήθεια. Ἀντί νά  εἶμαι ἐγώ ὁ σωστός καί νά προσεύχομαι νά μέ φωτίσει ὁ Θεός τί νά κάνω, ἄς κάνω τήν προσευχή μου καί νά λέω:  «Θεέ μου, φώτισε τούς ἐπισκόπους μας, τήν Σύνοδό μας, νά μᾶς ὁδηγήσουν σέ μιά ἀσφαλῆ ὁδό, ὅπως Ἐσύ ξέρεις, καί ἄν θέλουν καί ἄν δέν θέλουν, καί ἄν γνωρίζουν καί ἄν δέν γνωρίζουν, κι ἄν ἔχουν συμβιβαστεῖ κι ἄν δέν ἔχουν συμβιβαστεῖ. Ἔχεις τρόπους, διότι τό σκάφος τῆς Ἐκκλησίας Ἐσύ τό κυβερνᾶς μέσα ἀπό ἀνθρώπους». Αὐτό τό πνεῦμα δέν ὑπάρχει. Γι΄ αὐτό καί φθάσαμε στό σημεῖο ὁ λαός νά ἔχει χάσει τήν ἐμπιστοσύνη του καί νά μοῦ λένε συχνά: μήν ἔχετε ἐμπι-στοσύνη οὔτε στόν ἀρχιεπίσκοπο καί σέ κανεναν. Γιατί; Ποῦ νά ἔχω ἐμπιστοσύνη, στό μυαλό μου, στή δική μου καλωσύνη; Ἐγώ προσεύχομαι νά φωτίσει αὐτούς ὁ Θεός, ὄχι μόνον ἐμένα. Ὅλους μας. Καί στούς ὑπεύ-θυνους, ἀντί νά τούς ὑποδείξω τί νά κάνουν, νά μοῦ ὑποδεικνύουν αὐτοί τί πρέπει νά κάνω. 
Καταστρέφεται ἡ σχέση μέ τήν Ἐκκλησία μέ αὐτόν τόν τρόπο καί μέ αὐτό τό πνεῦμα πού κυκλοφορεῖ. Ὁ κλονισμός αὐτῆς τῆς ἐμπιστοσύνης εἶναι ὀλέθριο πρᾶγμα διότι πορευόμαστε ὡς Ἐκκλησία, ὄχι ὡς ἄτομα. Ἐγώ ἐμπιστεύομαι τήν Ἐκκλησία, γιατί ἐμπιστεύομαι στόν Θεό ὅτι δέν θά ἀφήσει τήν Ἐκκλησία νά πλανηθεῖ, ἀκόμη καί μέ τούς λάθος ἀνθρώπους. Ἐπιτρέψτε μου νά πῶ ὅτι αὐτό εἶναι σωστό πρᾶγμα, δέν εἶναι γνώμη, εἶναι ἀλήθεια. Γι΄ αὐτό καί προσευ­χόμαστε γιά τήν Ἐκκλησία μας, γιά τήν Σύνοδό μας, γιά τούς ἐπισκόπους μας. Ὄχι ὁ καθένας μας μόνος του νά πάει στόν παράδεισο, οὔτε νά ὑποδείξει στήν ἐκκλησιαστική ἡγεσία ἤ σέ αὐτούς πού σηκώνουν τήν εὐθύνη τί πρέπει νά κάνουν, ἀλλά χρέος του εἶναι νά προσεύχεται καί νά προσευχόμαστε ὅλοι νά φωτίζει ὁ Θεός ὡς Ἐκκλησία νά πορευθοῦμε καί στό δικό της σκάφος νά ἐπιβιβαστοῦμε γιά νά μπορέσουμε νά φθάσουμε ἐκεῖ πού πρέπει. 
Τελειώνοντας θά ἤθελα να πῶ ὅτι ἀνώτερη ἀπό τήν ἠθική ζωή, ἀνώτερη ἀπό τά καλά ἔργα εἶναι ἡ μυστική ζωή. Καί μυστική ζωή σημαί-νει ζωή προσευχῆς, σημαίνει ζωή ἐξάρτησης ἀπό τόν Θεό, σημαίνει ζωή στήν ὁποία ἐνεργῶν εἶναι ὁ Θεός καί ὄχι ἐμεῖς. Ἐμεῖς αὐτό πού κάνουμε εἶναι ὅ,τι καλύτερο μποροῦμε γιά νά ἐπιτρέψουμε στόν Θεό νά ἐνεργεῖ μέσα μας. Δέν θά ἀμυνθοῦμε μέ τό τί θά κάνουμε οὔτε μέ τό τί εἴμαστε, ἀλλά μέ τό τί μποροῦμε καί πρέπει νά γίνουμε. Αὐτό πού γινόμαστε δέν τό καταφέρνουμε μόνοι μας, ἀλλά εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἱερῆς συνεργίας μέ τόν Θεό, τήν ὁποία πρέπει νά τήν ἀνακαλύψουμε, δηλαδή ἐμεῖς βάζου-με τήν βούλησή μας κι Ἐκεῖνος μᾶς δίνει τή χάρι καί τή δύναμή Του. Αὐτό εἶναι Ἐκκλησία. Αὐτό διδάσκει ἡ Ἐκκλησία, αὐτό ζεῖ ἡ Ἐκκλησία, αὐτό ἐμπνέει ἡ Ἐκκλησία, αὐτό ὁμολογεῖ ἡ Ἐκκλησία μέσα στήν ἱστορία, αὐτό γνωρίζει ἡ Ἐκκλησία.
Ἐάν δέν τό ζοῦμε καί νομίζουμε ὅλοι ὅτι Θεός σημαίνει ὅτι ἐγώ εἶμαι ἠθικός ἄνθρωπος καί τελειώσαμε εἶναι πολύ λίγο. Ἀλλά ἀγωνίζομαι νά εἶμαι ὁ καλύτερος πού μπορῶ, καί ἠθικός, ὄχι γιά νά καταφέρω τά ὑπερφυσικά, ἀλλά γιά νά μπορῶ νά δεχθῶ τόν Θεό μέσα μου καί νά προσλάβω τήν δύναμή Του καί μ΄ αὐτήν νά ἐνεργῶ στή ζωή μου. 
Ἐλπίζω ὅτι δέν εἶναι πολύ βαριά αὐτά πού εἴπαμε.  Ξέρω ὅτι συχνά ἀκούγονται ὡς ξένη γλώσσα ἀλλά αὐτή εἶναι ἡ γλώσσα τῆς Ἐκκλησίας. Καί γι΄ αὐτό ἔτσι σκέφθηκα ὅτι καλό θά ἦταν στίς δύσκολες μέρες πού περνοῦμε, τουλάχιστον τώρα νά καταλάβουμε τί μεγάλο πρᾶγμα εἶναι αὐτή ἡ μυστική σχέση μέ τόν Θεό, ἡ συμμαχία μέ τόν Θεό γιά νά μπορεῖ Αὐτός νά συνεκπολεμεῖ, ὅπως λένε οἱ ἅγιοι. Δηλαδή ἐμεῖς νά κάνουμε τόν ἀγῶνα μας, ἀλλά Αὐτός ὁ ὁποῖος θά φέρει εἰς πέρας τόν ἀγῶνα, Αὐτός πού θά δείξει τό σημεῖο Του -καί ἡ Ἐκκλησία ἔχει αὐτά τά σημεῖα τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ γιά τήν ζωή τοῦ καθενός μας- εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. 
Ἐμεῖς, λοιπόν, μέσα σέ ὅλη αὐτή τή λαίλαπα, μπροστά στόν ὁδο-στρωτήρα πού ἔρχεται νά μᾶς πατήσει, πιστεύουμε ὅτι «οὖτοι ἐν ἅρμασι καί οὗτοι ἐν ἵπποις ἡμεῖς δέ ἐν ὀνόματι Χριστοῦ  Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἡμῶν μεγαλυνθησόμεθα».
Ἡ ἐπίκληση τοῦ ὀνόματός Του, ἡ προσδοκία, τῶν σημείων Του δηλαδή τῶν φανερώσεών Του στή ζωή μας, αὐτά μᾶς στηρίζουν, αὐτά μᾶς κατευθύνουν, αὐτά ἀποτελοῦν τήν ὁδό τῆς σωτηρίας μας. 
 


ΑΝΑΚΟΥΦΙΣΗ ΚΑΙ ΦΡΟΝΤΙΔΑ

ΑΤΟΜΩΝ ΜΕ ΝΕΥΡΟΜΥΪΚΕΣ ΑΣΘΕΝΕΙΕΣ

Μητροπολίτου Μεσογαίας & Λαυρεωτικῆς Νικολάου

Πολεμικό Μουσεῖο, Αθήνα, 11.11.2011




Α. Εἰσαγωγὴ (Ἅγιος Λουκᾶς)
Αἰσθάνομαι τὴν ἀνάγκη νὰ ἐκφράσω τὴ χαρὰ καὶ τὴν εὐγνωμοσύνη μου στὸν π. Νεκτάριο Ἀντωνόπουλο γιὰ τὴν εὐκαιρία ποὺ σήμερα μοῦ δίνει νὰ ζήσω λίγο, μαζὶ μὲ τὴν εὐλογημένη οἰκογένεια τῶν πιστῶν ποὺ εὐλαβοῦνται τὸν μέγαλο σύγχρονο ἅγιο, τὸν Ἅγιο Λουκᾶ ἐπίσκοπο Κριμαίας, τὴ μυστικὴ ἔμπνευση ποὺ ἀναδίδει τὸ πρόσωπό του, ζωντανεύοντας μέσα μας τὴν ἡρωικὴ καὶ ἁγία μνήμη του καὶ ἀνιχνεύοντας τὸ μυστήριο τῆς ἀγάπης του πρὸς τὸν Χριστὸ καὶ τὸν ἀγα­πημένο λαὸ τοῦ Θεοῦ.
Μοῦ ζητήθηκε νὰ διαλέξω ἐντελῶς ἐλεύθερα ἕνα θέμα γιὰ τὴ σημερινὴ μέρα, ἴσως ὄχι κατ' ἀνάγκην ἄμεσα συνδεδεμένο μὲ τὴ ζωὴ τοῦ Ἁγίου Λουκᾶ. Κι ἐγὼ ἐπηρεασμένος ἀπὸ μία ἔντονη ἐμπειρία τῶν ἡμερῶν ποὺ μοῦ ἔγινε ἡ πρό­ταση, ἐντελῶς αὐθόρμητα, κατέληξα σὲ αὐτὸ ποὺ περιλαμβάνεται μέσα στὸν τίτλο ποὺ ἔχει ἤδη δημοσιοποιηθεῖ.
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι αὐτὸ ποὺ ἐντυπωσιάζει ἀπὸ τὸν Ἅγιο Λουκᾶ εἶναι ὁ πλοῦ­τος τῶν γνώσεων καὶ τῶν χαρισμάτων του, εἶναι τὸ μεγαλεῖο τῆς πίστης καὶ ὁ ἡρωισμὸς τῆς ὁμολογίας του, εἶναι ἡ ἁγία ζωὴ καὶ πολιτεία του ὡς ποιμέ­νος τῶν λογικῶν προβάτων, εἶναι φυσικὰ ἡ ἀδιαπραγμάτευτη ἀγάπη του πρὸς τὸ πρόσω­πο τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἐπίσης ἡ μεγάλη εὐδοκία τοῦ Θεοῦ στὸ δικό του πρόσωπο ποὺ ἐκφράζεται μὲ τὸ σπάνιο χάρισμα τῆς θαυματουργίας.
Ἐγὼ ὅμως δὲν θὰ μιλήσω γιὰ ὅλα αὐτὰ οὔτε καὶ γιὰ τὸν ἅγιο, ἀλλὰ θὰ προσπαθήσω νὰ καταθέσω ὡς εὐλαβικὸ ἀφιέρωμα στὸ ὄνομά του κάτι ποὺ ὡς φρόνημα ἐνυπάρχει στὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας, ποὺ καλλιεργεῖται στὸν μυστικὸ κῆπο τῆς ζωῆς τῶν συμπασχόντων μὲ τὴν ἀνθρώπινη ἀσθένεια ἁγίων μας, ὅπως ὁ Ἅγιος Λουκᾶς, καὶ ὡς πράξη θὰ μποροῦσε νὰ βρεῖ ἔκφραση στὴ σύγχρονη ἐποχή μας.

Β. Ἀφορμὴ (Περιστατικά)
Εἶναι ἕνας χρόνος περίπου ποὺ ἔχω γνωρίσει μιὰ ἐντυπωσιακὴ κοπέλλα, ἡ ζωὴ τῆς ὁποίας μοῦ θυμίζει σὲ ὑπομονὴ καὶ ἐσωτερικὸ σθένος τὴ ζωὴ ἀκραίων ἀσκητῶν, ἴσως τῶν στυ­λιτῶν ἢ τῶν ἐγκλείστων μοναχῶν. Πάσχει ἀπὸ τὴ νόσο τοῦ κινητικοῦ νευρῶνα. Ἐδῶ καὶ δέκα περίπου χρόνια δὲν μπορεῖ νὰ κάνει τὴν πα­ραμικρὴ κίνηση. Δὲν μπορεῖ νὰ κινήσει οὔτε ἐλαφρὰ τὰ χέρια οὔτε καὶ τὰ δά­χτυλα, οὔτε ἁπλᾶ νὰ σείσει τὸ κεφάλι, δὲν μπορεῖ νὰ μιλή­σει, δὲν μπο­ρεῖ νὰ κα­τα­πιεῖ. Ἀναπνέει μὲ τραχειοστομία. Διατηρεῖ τὴν αἰσθη­τικότητά της, ἐνῶ ἔχει χά­σει ὅλη της τὴν αὐτόνομη κινητικότητα. Ἔχει ἀνάγκη καὶ δὲν μπορεῖ νὰ φωνά­ξει. Ἐνθου­σιάζεται καὶ δὲν μπορεῖ νὰ χειρο­κροτήσει. Κάτι τὴν ἐνοχλεῖ καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ἀντι­δράσει. Πέθανε ἡ μητέρα της στὸ διπλανὸ κρεβάτι καὶ ὁ μόνος τρόπος νὰ ἐκφράσει τὸ ἐσωτερικὸ δράμα τοῦ χωρισμοῦ καὶ τὰ συναι­σθή­ματά της ἦταν τὰ δάκρυά της.
Οἱ μόνες κινήσεις ποὺ μπορεῖ νὰ κάνει εἶναι νὰ ἀνασηκώσει τὰ φρύδια, νὰ ἀνοιγο­κλείσει τὰ βλέφαρα καὶ νὰ μετακινήσει τὴν κόρη τοῦ ματιοῦ. Τὸ πρῶτο –τὰ φρύδια- τὸ ἀξιοποιεῖ γιὰ νὰ δείξει τὴν ἄρνησή της, τὸ δεύτερο –τὰ βλέφαρα- νὰ δηλώσει κατάφαση καὶ τὸ τρίτο -τὰ μάτια- γιὰ νὰ ἐκφράσει τὴν ἀνάγκη της γιὰ ἐπικοι­νωνία. Ἕνα σῶμα μαραμένο, ἀλλὰ καὶ ἕνα πρόσωπο τόσο φεγγο­βόλο ὅσο δὲν περιγράφεται. Ἐπὶ πλέον, ἕνα μυαλὸ σὲ ἀσύλληπτη ἐγρήγορση, ταχύτητα καὶ ὀξύ­τητα, ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ τὴν βασανίζει ὅσο τίποτε ἄλλο. Ἕνας ψυχικὸς κόσμος πλούσιος σὲ λεπτομέρειες αἰσθημάτων, μιὰ καρδιὰ γεμάτη εὐγένεια, ἐλευ­θερία καὶ ἀρχοντιά. Σκέπτεται καὶ φροντίζει γιὰ ὅλους. Αὐτοὺς ποὺ μὲ μεγάλη ἀφο­σίωση καὶ ἀγάπη τὴν περιποιοῦνται τοὺς ἀγκαλιάζει μὲ ἕνα σπάνιο ἐνδια­φέρον. Δὲν τῆς ξεφεύγει τίποτα. Σὲ βλέπει καὶ σὲ διαβάζει. Ἀναντίρρητα δίνει πιὸ πολλὰ ἀπὸ ὅσα παίρνει. Ἡ πίστη της ζηλευτή. Ὁ Θεός της ζῶν καὶ ἐμπερι­πατ­ῶν. Καμμία ὑποψία ἀπουσίας Του. Διά­κοσμός της εἰκό­νες, στολισμός της κομπο­σχοί­νια, κερά­κια, καλόγουστα ἐκκλη­σια­στικὰ ἀντι­κεί­μενα, ὅλα μὲ σπάνια ἐπιμέλεια ἐπι­λεγμένα καὶ τοποθετημένα. Σὲ περίοπτη θέση μία εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Λουκᾶ, δίπλα στὸν Ἅγιο Νεκτά­ριο. Συντροφιά της οἱ ἅγιοι, ὁ ἐκλεκτὸς ἀδελφός της καὶ οἱ ἀγγελικὲς παρουσίες τῶν ἀποκλειστικῶν ποὺ σκλα­βωμένες ἀπὸ τὸ μεγαλεῖο της τὴν σκλα­βώνουν μὲ τὴν ὑψηλῶν προδια­γραφῶν φροντίδα τους. Καὶ ὅλοι αὐτοὶ οἱ ἀμοι­βαίως σκλαβωμένοι εἶναι τόσο ἐλεύθεροι. Καὶ πολὺ χαρούμενοι. Ναί, τὸ ἐπα­να­λαμβάνω, χαρούμενοι.
Ἕνα πλούσιο περιεχόμενο ψυχῆς ποὺ διψάει γιὰ ἔκφραση, ἀλλὰ ἕνα στόμα ποὺ ἀδυνατεῖ νὰ μιλήσει∙ δύο χέρια ποὺ δὲν μποροῦν νὰ κάνουν νοή­ματα∙ οἱ φωνητικὲς χορδὲς ἀναξιοποίητες∙ ἕνα πρόσωπο ποὺ ἀρνεῖται νὰ κάνει συσπάσεις. Καμμία κίνηση!
Ὅ,τι χάνει ἀπὸ κίνηση τὸ ἐκφράζει ὡς ζωὴ καὶ δύναμη μὲ καὶ ἀπὸ τὰ μάτια. Αὐτὰ ἀποτελοῦν τὸ ἐκφραστικότερο στόμα. Ἄχ! αὐτὰ τὰ μάτια. Εἶναι τόσο λαί­μαργα ἕτοιμα νὰ ρουφήξουν καὶ τὴν τελευταία στα­γόνα αὐτοῦ ποὺ τῆς προσφέ­ρεται. Εἶναι τόσο πρόθυμα νὰ δώσουν ὅ,τι ἡ ἴδια ἔχει. Τόσο ἐκφρα­στικά ὅσο κανένα στόμα. Τόσο ὄμορφα ὅσο ἐλάχιστες εἰκόνες. Μέσα ἀπὸ αὐτὰ τὰ δύο μάτια βγαίνει ὅλος της ὁ πανέμορφος ἑαυτός. Μὲ τόση δύναμη καὶ τόση ἐκφρα­στι­κό­τητα. Δυό πηγές ποὺ βγάζουν συμπυκνωμένη γλύκα, δροσιά, εὐγέ­νεια, ἀλή­θεια. Ἀνοιγοκλεί­νοντας τὰ βλέφαρα σὲ γράμματα ποὺ τῆς προτεί­νονται σχη­μα­τίζει λέξεις, κάνει προτάσεις, προσφέρει τὸν ἑαυτό της, ἐπικοι­νωνεῖ. Ὅ,τι χάνει ἀπὸ ποσό­τητα καὶ χρόνο συμ­βατικῆς ἐπικοινωνίας τὸ κερδίζει στὸ πολλαπλάσιο ὡς δύναμη ἔκφρασης. Λέει λίγες λέξεις, λίγα λόγια, ὅσα προ­λαβαίνει μὲ τὰ μάτια, ποὺ ὅμως ἔχουν πολὺ λόγο καὶ βαθιὰ σοφία. Γράφει καὶ ποιήματα. Εἶναι ποιητικὴ ἡ ὅλη φύση της. Μπορεῖ νὰ πεῖ τὰ πάντα.
Μοῦ ζήτησε νὰ ἐξομολογηθεῖ γιὰ πρώτη φορὰ στὴ ζωή της. Ἀγωνία της πῶς αὐτὸ θὰ μποροῦσε νὰ γίνει. Βρέθηκε λύση καὶ τὸ ἔκανε. Καὶ μάλιστα μὲ μοναδικό τρόπο. Χωρὶς τὸ ἐργαλεῖο τοῦ λόγου, χωρὶς ἐγὼ νὰ κυττάζω τὰ βλέ­φαρα ποὺ ἀνοιγόκλειναν γιὰ νὰ ἐκφράσουν συγκεκριμένες ἁμαρτίες. Ὅλη της ἡ ἐξομολόγηση ἀποτυπώθηκε σὲ ἕνα μουσκεμένο μαξιλάρι ποὺ γιὰ περισσότερη ἀπὸ μισὴ ὥρα τὸ ἔβρεχαν δυὸ μάτια ποὺ μιλοῦσαν πιὸ πολὺ ἀπὸ τὸ κάθε στό­μα καὶ σὲ ἕνα λαμπερὸ πρόσωπο ποὺ ἂν καὶ δακρυσμένο ἀκτινοβολοῦσε φῶς καὶ χαρὰ καὶ ἀλήθεια.
Ἡ ἱστορία αὐτὴ εἶχε καὶ συνέχεια, βέβαια. Πολὺ πιὸ ἐνδιαφέρουσα ἀπὸ τὴν ἀρχή της. Δὲν μποροῦσε νὰ τελειώσει τόσο εὔκολα. Εἶχε καὶ τὰ διλήμματά της. Αὐτὰ ἄρχισαν ὅταν ἡ ἀγάπη μας θέλησε νὰ ἀξιοποιήσει ποικίλα μέσα. Θὰ μπο­ροῦσε νὰ βοηθηθεῖ ἡ ἐπικοινωνία της μέγιστα καὶ ἐντυπωσιακὰ ἀπὸ τὴ σύγχρονη τεχνο­λογία. Γρήγορα βρέθηκε ἕνα σύστημα ψηφιακῆς τεχνολογίας τὸ ὁποῖο παρέχει τὴ δυνατότητα, ἑστιάζοντας τὸ μάτι στὰ γράμματα ἑνὸς πληκ­τρολογίου ὀθόνης, νὰ σχηματίζει κανεὶς λέξεις καὶ ὁλόκληρες προτάσεις, οἱ ὁποῖες στὴ συνέ­χεια μὲ ἕνα κλίκ νὰ μετατρέπονται σὲ φωνὴ καὶ λόγο κι ἔτσι μὲ τὰ μάτια νὰ μπορεῖ νὰ μιλήσει. Θὰ μποροῦσε ἐνδεχομένως, ἂν ὑπῆρχε μαγνη­τοφωνημένη ἡ φωνή της ἀπὸ τὸτε ποὺ μιλοῦσε, πρὶν δέκα χρόνια, νὰ ἀναλυθεῖ στὶς ἁρμονικές της καὶ νὰ ἀνασυντεθεῖ καὶ ἔτσι ἡ ψηφιακὴ φωνὴ νὰ ἔχει τὴ δική της χροιὰ καὶ ἔκφραση. Θὰ μποροῦσε ἐπίσης νὰ τηλεφωνεῖ σὲ κάποιον ὁ ὁποῖος διαθέτει computer μὲ κάμερα καὶ νὰ συνομιλοῦν ἀκουστικὰ ἐκεῖνος μὲ τὸ στόμα καὶ ἡ ἴδια μὲ τὰ μάτια. Θὰ μποροῦσαν πολλὰ πράγματα νὰ γίνουν. Νὰ ἀνοιχθεῖ στὸν κόσμο τοῦ διαδικτύου. Θὰ μποροῦσε ὅμως ἡ ψηφιακὴ ἐπικοι­νωνία νὰ καταργήσει τὴν ἄμεση ὀπτικὴ καὶ τόσο ἐκφρα­στικὴ ἐπικοινωνία, τὸ ἀντί­κρυσμα τοῦ βλέμματος, τὴν ἀμοιβαία δίψα τῆς εἰκόνας τοῦ προσώπου, τὴν προσπάθεια μέσα ἀπὸ τὰ μάτια ὁ ἕνας νὰ μπεῖ στὸν ἱερὸ κόσμο τοῦ ἄλλου. Θὰ μποροῦσε τελικὰ ὅλα νὰ συνδυαστοῦν καὶ νὰ ἀξιοποιηθοῦν, ὥστε καὶ ἡ τεχνο­λογία νὰ βοηθήσει καὶ ἡ ἀμεσότητα τῆς ἐπικοινωνίας τῶν ματιῶν νὰ μὴν καταστραφεῖ.
Μετὰ ἀπὸ μῆνες βρέθηκα σὲ μία ἐκδήλωση στὴν Κύπρο. Ἐκδήλωση τιμῆς ἑνὸς χαρισματικοῦ ἡρωικοῦ νέου, ὁ ὁποῖος πάσχει ἀπὸ μυϊκὴ δυστροφία Duchénne. Αὐτὴ τὴ στιγμὴ εἶναι μόνιμα ἐπὶ κλίνης, ἀναπνέει μὲ μάσκα ὀξυγόνου, ἔχει τραχει­οστομία, μπορεῖ νὰ μιλήσει ἀργὰ καὶ κάπως δύσκολα, ἴσα ποὺ τὸν ἀκοῦς. Δὲν μπορεῖ νὰ φωνάξει. Καὶ τὸ μόνο ποὺ μπορεῖ νὰ κινήσει πολὺ ἐλαφρά, μόλις νὰ ἀγγίξει μία εὐαίσθητη ἐπιφάνεια, εἶναι τὸ μεσαῖο δάχτυλο τοῦ ἑνὸς χεριοῦ. Τὰ ἄλλα δὲν ἔχουν καθόλου δική τους δύναμη. Μὲ τὸν τρόπο αὐτόν, ὅμως καὶ κάτω ἀπὸ τὶς προανα­φερθεῖσες συνθῆκες, μπορεῖ καὶ γράφει στίχους, συνθέτει μουσικὰ κομμά­τια διεθνοῦς ἐμβέλειας, κυκλοφορεῖ δίσκους, καταθέτει τὸ μυστικὸ βάθος τῆς ψυχῆς του.
Ἡ ἐκδήλωση μέσα σὲ ἕνα κατάμεστο μεγάλο ἀμφιθέατρο ὀκτακοσίων καὶ πλέον θέσεων. Παρόντες οἱ γονεῖς του, τὰ ἀδέλφια του, τὰ ἀνεψάκια του, ἡ φι­λαρμονικὴ τῆς Κύπρου, ἐπώνυμοι τραγουδιστὲς ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα καὶ τὴν Κύπρο. Ὅλοι πρόθυμοι νὰ παρουσιάσουν τὸ ἔργο του, νὰ ἀναδείξουν τὸ ταλέντο του, νὰ ἐκφράσουν τὴν ἀγάπη καὶ τὸν θαυμασμό τους, νὰ φανερώσουν τὸ μεγα­λεῖο τῆς ψυχῆς του. Ὁ ἴδιος ἀπών. Παρὼν ἀπὸ τὸ σπίτι μὲ τηλεδιάσκεψη. Παρὼν καὶ ὡς ἰδιοφυὴς μουσικο­συνθέτης, κυρίως ὅμως ὡς συνθέτης τῆς μελωδίας τῆς ψυχῆς. Δὲν εἶναι τόσο τὸ χάρισμα καὶ ἡ ἱκανότητα οὔτε ἡ ἰσχυρὴ θέληση καὶ καρτερία. Εἶναι ὅτι σηκώνει μαζὶ μὲ τοὺς ἐξαιρετικοὺς γονεῖς του ἕναν ἀσήκωτο σταυρὸ μὲ μεγάλη χαρὰ καὶ πλησμονὴ ἐλπίδας, μὲ διακριτικὸ χαμόγελο καὶ ἀπροσμέτρητη ἀξιο­πρέπεια. Φέρει ἕνα τεράστιο βάρος χωρὶς τὴν αἴσθηση τοῦ φορτίου του. Μιλάει γιὰ ὅλα ἐκτὸς ἀπὸ τὴ δυσκολία του. Εἶναι τόσο ἀνάλαφρος. Μυστικό του ἡ συμμαχία τῆς βαθειᾶς πίστης του μὲ τὴ χάρι καὶ τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ. Συνο­δοιπόροι του οἱ γονεῖς, τὸ περιβάλλον του καὶ κάποιοι ἀφανεῖς λειτουργοὶ ἀγάπης, ἴσως ἀπὸ μακρινὲς χῶρες τοῦ κόσμου, ποὺ εἶναι οἱ φύλακες ...ἄνθρωποί του, σὰν ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ.
Θὰ κλείσω μὲ μιὰ τρίτη σύντομη ἀναφορά, πάλι στὴν Κύπρο. Μιὰ ἄλλη συγ­κινητικὴ ἐκδήλωση συμπαράστασης στοὺς νευρομυϊκοὺς ἀσθενεῖς. Μιὰ αἴθου­σα γεμάτη ἀπὸ τέτοιους ἀδελφούς μας, μαζὶ μὲ συγγενεῖς καὶ συμπαραστάτες τους. Ἡ εἰκόνα ἀπὸ μόνη της τραυματική. Πόνος, δυσφορία, δυσκολία. Ἐρωτή­ματα, πῶς; γιατί; Ἡ αἴσθηση ὅμως τὸ ἐντελῶς ἀντίθετο. Χαμόγελο, ἀξιοπρέπεια, ἐλπίδα. Καὶ πολλὴ ἀγάπη, εὐγένεια, ἐνδιαφέρον. Ὀργανωτὴς αὐτῆς τῆς ἐκδήλω­σης μιὰ ἄλλη γυναῖκα ἀπίστευτης ζωντάνιας καὶ δυνάμεως. Ὄχι ἀπὸ τοὺς ὑγιεῖς. Καὶ αὐτὴ μὲ νόσο τοῦ κινητικοῦ νευρῶνα. Τραχειοστομία, ἀδυναμία, παράλυση, ἀκινησία. Ἡ κινητικότητα στὸ σχεδὸν μηδέν. Ἡ ἐνεργητικότητα στὸ ἄπειρο. Ἐπι­βάλλει στοὺς φροντι­στές της -δυό καταπληκτικὲς κοπέλλες ἀπὸ τὸ Βιετνάμ- καὶ στοὺς πολλοὺς καὶ ἐξαιρετικοὺς φίλους της, ποὺ τὴν ἐπισκέπτονται ὡς μαθητές της, νὰ τὴν μετακινοῦν μὲ ὅλη τὴν τεχνο­λογικὴ συνοδεία της σὲ πνευματικὲς συγκεντρώσεις, σὲ ἀγρυπνίες, σὲ μοναστήρια, τελευταῖα δὲ ἦρθε καὶ στὴν Ἑλλά­δα γιὰ προσκύνημα στὸν Ὅσιο Ἐφραὶμ καὶ γιὰ νὰ βοηθήσει τοὺς ἐδῶ συνασθενεῖς της. Κανεὶς ἀπὸ τὸν περίγυρό της δὲν κουράζεται. Κανένας δὲν διαμαρτύρεται. Ἔχει γιὰ ὅλους κάτι σπάνιο νὰ δώσει. Κανέναν καὶ τίποτα δὲν ξεχνάει. Ἑτοιμάζει τώρα ξενώνα γιὰ νευρομυϊκοὺς ἀσθενεῖς ποὺ δὲν ἔχουν προϋποθέσεις στὸ σπίτι. Ἔχει ξεσηκώσει τοὺς πάντας. Καὶ αὐτὴ μὲ τὰ μάτια. Κι ἐδῶ ἡ πίστη τὸ κρυμμένο μυστικό της, τὸ καύσιμο στὸν δυσλειτουργικὸ κινητήρα της, ποὺ ὅμως πιάνει ταχύ­τητες ποὺ κανένας ἀπὸ μᾶς δὲν μπορεῖ νὰ πλησιάσει.
Ὅλους αὐτοὺς τοὺς σπάνιους ἀνθρώπους τοὺς βλέπεις καὶ δὲν τοὺς λυπᾶ­σαι. Καθόλου! Μόνο θαυμάζεις, ἐμπνέεσαι καὶ ἀγαπᾶς. Μὲ τρόπους καὶ σὲ βαθμὸ ποὺ δὲν σοῦ συμβαίνει σὲ ἄλλες περιπτώσεις. Εἶναι ἀλήθεια πὼς δὲν ἔχουν ὅλοι τέτοια πίστη. Οὔτε τέτοιες προϋποθέσεις βοήθειας καὶ συμπαράστασης. Γι' αὐτὸ καὶ οἱ ἀνάγκες τους εἶναι πιὸ πιεστικὲς καὶ πιὸ μεγάλες. Καὶ ἡ ἀνάγκη τῆς δικῆς μας συμμετοχῆς στὴ ζωή τους πιὸ ἐπίμονη καὶ πιὸ ἐπιτακτική. Γιατὶ αὐτὸ ποὺ τελικὰ ἀξίζει περισσότερο στὴ ζωὴ αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων δὲν εἶναι οὔτε ἡ πίστη τους οὔτε καὶ ἡ ἀγάπη μας. Εἶναι ἡ ἀλήθεια ποὺ μόνον μαζὶ ὅμως μποροῦμε νὰ ἀνακαλύψουμε.

Γ. Ἀνακουφιστικὴ Φροντίδα
Ἀντικρύζοντας τὸ πρόβλημα τῶν νευρομυϊκῶν ἀσθενῶν θὰ μπορούσαμε νὰ μιλήσουμε γιά τὸ ἐρώτημα τοῦ πόνου, γιὰ τὴν κρίση τῆς πίστεως, γιὰ τὴν ἀνάγκη τῆς ὑπομονῆς, γιὰ τὴ συμπαράσταση καὶ ἀγάπη τοῦ περιβάλλοντος. Ἐγὼ ἀπόψε θὰ ἤθελα νὰ ἀσχοληθῶ μὲ τὸ τελευταῖο, βασιζόμενος ἀφ' ἑνὸς μὲν στὴν ἐμπειρία μου μὲ τέτοιου τύπου περιστατικά, σὰν αὐτὰ ποὺ ἐνδεικτικὰ προανέ­φερα, ἀφ' ἑτέρου δὲ καὶ στὴ Μονάδα Ἀνακου­φιστικῆς Φροντίδας ἀσθενῶν τελι­κοῦ σταδίου, ποὺ μὲ τὸ ὄνομα "ΓΑΛΙ­ΛΑΙΑ", ἐδῶ καὶ ἑνάμισυ χρόνο λειτουργεῖ κάτω ἀπὸ τὴν εὐθύνη τῆς Μητροπόλεως Μεσο­γαίας καὶ Λαυρεω­τικῆς.
Ἡ Ἀγγλικὴ λέξη palliative care προέρχεται ἀπὸ τὴν λατινική pallium ποὺ σημαίνει σκέπασμα ἢ προστατευτικὸ κάλυμμα. Ἡ ἴδια λέξη μεταφράζεται πιὸ ὄμορφα στὰ Ἑλληνικὰ μὲ τὶς λέξεις ἀνακούφιση, ἢ παρηγορία, παραμυθία, παρά­κληση καὶ φροντίδα.
Ἄν ἡ ἰατρικὴ βασικὰ ἐκφράζει διαγνωστικὴ ἱκανότητα καὶ θεραπευτικὴ δυνα­τότητα, ἄν στηρίζεται σὲ πλοῦτο γνώσης καὶ χάρισμα ὀξυδέρκειας ἢ ἐπι­δεξιότητας, ἂν ὡς στόχο της ἔχει τὴ θεραπευτικὴ ἐπιτυχία, ἡ ἀνακουφιστικὴ ἀγω­γὴ στηρί­ζεται σὲ ἀρκετὰ διαφορετικὲς σταθερές. Αὐτὴ δὲν βασίζεται στὴ γνώση ἀλλὰ στὰ βαθύτερα αἰσθήματα ἀγάπης καὶ συμπαράστασης∙ δὲν θερα­πεύει, ἀλλὰ παίρνει τὸ βάρος τῆς ἀρρώ­στιας ὁλιστικὰ καὶ τὸ σηκώνει μαζὶ μὲ τὸν ἀσθενῆ∙ ἡ ἐπιτυχία της δὲν ἔγκειται στὸ νὰ δώσει ὑγεία στὸ σῶμα, ἀλλὰ στὸ νὰ ζωντανέψει τὴν ψυχή, νὰ τὴν ξεκουράσει.
Πῶς νὰ τὸ κάνουμε; ἡ θεραπεία, παρὰ τὸ ὅτι εἶναι σκοπός ἱερὸς καὶ ἀνεκ­­­τίμητος, ἔχει μέσα της κάτι τὸ ψυχρό. Χορη­γεῖ φάρμακα, χρησιμοποιεῖ με­θόδους, ἐγχειρητικὲς παρεμβάσεις, ἀξιοποιεῖ γνώ­ση, ἐξυ­πνά­δα, ἐπιδε­ξιό­τη­τα, ἀπευθύνεται στὸ σῶμα καὶ συχνὰ ἀφήνει τὸν θερά­ποντα σχετικὰ ἀπ’ ἔξω. Ἔχει καὶ κάποια κρυ­φὴ ἔπαρση. Ὁ γιατρὸς προσπαθεῖ νὰ θεραπεύσει, νὰ τὰ κατα­φέρει, νὰ νικήσει.
Ἀντίθετα, ἀνακουφίζω σημαίνει ξελαφρώνω, σηκώνω ἀπὸ τὸ βάρος τοῦ ἄλλου, τοῦ τὸ κάνω πιὸ κοῦφο, πιὸ ἐλαφρύ∙ δὲν βοηθῶ ἁπλᾶ, ἀλλὰ συμμετέχω στὸ δρᾶμα του∙ δὲν τὸν σώζω -τὸ ξέρω αὐτὸ ἐκ τῶν προ­τέρων∙ τὸν παρη­γο­ρῶ, τοῦ συμπαρίσταμαι, εἶμαι πολὺ μαζί του. Προσ­παθῶ νὰ μὴν πονάει ἐκεῖ­νος καὶ συμ­πονῶ. Παίρνω πόνο, δὲν δίνω θεραπεία. Προσφέρω ἐνδιαφέρον καὶ παρουσία.
Σκοπὸς τῆς Ἀνακουφιστικῆς φροντίδας εἶναι νὰ φτιάξει σχέση, ὄχι νὰ βοηθήσει, εἶναι νὰ καταλάβει ὁ πάσχων ὅτι εἶναι:
α) πολὺ ἀγαπητός,
β) πολὺ ἐπιθυμητός,
γ) πολὺ πολύτιμος

Ἐνῶ κουράζει μὲ τὴ δυσφορία του, μὲ τὴν κατάστασή του, ἀκό­μη καὶ μὲ τὴ γκρίνια του, εἶναι ἀγαπητός.
Ἐνῶ μόνο ποὺ τὸν βλέπουμε νὰ ὑποφέρει ἢ νὰ σβήνει, ἡ εἰκόνα του μᾶς κάνει νὰ θλιβόμαστε, δὲν τὸν ἀποφεύγουμε, μᾶς εἶναι ἐπιθυμητός.
Ἐνῶ ὁ ἴδιος δὲν εἶναι ἱκανὸς νὰ προσφέρει πλέον τίποτα στὴν κοινωνία οὔτε στὸν ἑαυτό του οὔτε καὶ στὸ μέλλον, μᾶς εἶναι πολύτιμος. Δίπλα του αἰ­σθα­­νόμαστε ὅτι γινόμαστε πιὸ ἀληθινοί, μᾶς βοηθεῖ νὰ βγάλουμε τὸ καλύ­τερο κομ­μάτι τοῦ ἑαυτοῦ μας καὶ δημιουργοῦμε βαθιὰ σχέση μαζί του, πολὺ πιὸ διαφο­ρετικὴ ἀπὸ τότε ποὺ ἦταν καλὰ ἢ δὲν εἶχε τὴν ἀνάγκη μας. Δίνουμε τὴ δική μας καρδιὰ ὡς ἀγάπη καὶ φροντίδα καὶ παίρ­νουμε ἀπὸ τὴ δική του ὡς ταπεινὴ εὐγνω­μοσύνη. Δημι­ουργοῦμε σχέση χωρὶς νὰ περιμέ­νου­με νὰ παρηγορηθοῦμε οὔτε καὶ ἀπὸ τὴ διάρκειά της. Αὐτὴ συχνὰ δὲν ὑπάρχει. Τὴν διακόπτει ὁ θάνατος. Ἀντίθετα δημιουργοῦμε σχέση ἀπὸ τὴν ὁποία ξέρου­με ὅτι θὰ πονέσουμε, μάλιστα ἀνάλογα μὲ τὸ πόσο δυνατὴ αὐτὴ εἶναι. Καὶ αὐ­τὸς ὁ στόχος μας δὲν ἀπειλεῖται μὲ ἀπο­τυχία. «Ἡ ἀγάπη οὐδέποτε ἐκπίπτει» (Α΄ Κορ. ιγ΄ 8).
Ἀνακουφιστικὴ φροντίδα σημαίνει προσφορά, ὅπου ὅμως τὸ προσφε­ρόμενο εἶναι ὅλος ὁ ἑαυτός μας, ὄχι κλάσμα του. Ὁ ἄνθρωπoς πάσχει, ὑπο­φέρει, βασανίζεται, δὲν ἀντέχει τὸν ἑαυτό του, τὶς σκέψεις του, τὴν ἀνα­πνοή του, ἴσως οὔτε κι ἐμᾶς τοὺς συμπαρα­στά­τες του, δὲν θέλει νὰ ζεῖ. Ἡ δική μας παρου­σία ὅμως μπορεῖ νὰ μειώσει τὸν πόνο, νὰ ἁπαλύνει τὶς κατακλίσεις, νὰ στηρίξει τὸν καταρρέοντα ψυχισμό, νὰ ἀναζωο­γονήσει τὴν ἀναπνοή, νὰ σκεφθεῖ πρὶν ὁ ἀσθε­νὴς ζητήσει, νὰ ξανα­­φέρει τὴν ἀγάπη στὴ ζωή.
Ἀνακουφιστικὴ φροντίδα σημαίνει ἀγάπη. Αὐτὴν δὲν τὴν προσφέρεις. Γι’ αὐτὴν προσφέρεσαι. Προσφέρεσαι ὁλόκληρος. Δὲν δίνεις ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ἔχεις. Προσφέρεις ὅ,τι εἶσαι. Χρειάζεται νὰ ἀντέχεις, νὰ μὴν ἔχεις χρόνο γιὰ σένα, κανέ­να δικαίωμα, ζεῖς γιὰ τὸν ἄλλον καὶ παίρνεις, μαζὶ μὲ τὸν πόνο του, πολλὴ ζωὴ ἀπὸ τὴ λίγη ζωή του, πολλή δύναμη ἀπὸ τὶς ἀσθενικὲς δυνάμεις του.
Ἀνακουφιστικὴ φροντίδα ὅμως σημαίνει καὶ μετάγγιση ἐλπίδας, πίστης καὶ πνευματικῆς προοπτικῆς. Ἡ πνευματικὴ στήριξη τοῦ πάσχοντος δὲν στηρίζεται σὲ λόγια, συμ­βουλὲς ἢ παρηγορητικὰ ψέμματα. Μπορεῖ νὰ χρησιμοποιεῖ τὸν λόγο, ἀλλὰ δὲν ψάχνει γιὰ ἀπαντήσεις, ἐπιχειρήματα, δῆθεν ἁπλουστεύσεις.
Τὰ βασανιστικὰ γιατὶ τοῦ φυσικοῦ μαρτυρίου, τῆς ἀνερμήνευτης ἀδι­κίας, τοῦ ἀδυσώπητου τέλους, δὲν χρειάζονται ἀπαντήσεις, γιατὶ δὲν ὑπάρ­χουν τέτοιες ἁπλὲς καὶ γνωστές. Ἐνῶ σὲ ὅλα ὑπάρχουν οἱ λόγοι, τὰ βαθύ­τερα αἴτια, γιὰ κάποιον λόγο, στὸν κόσμο ποὺ ζοῦμε, αὐτὰ δὲν εἶναι συνήθως εὐνόητα, φανερὰ ἢ κατανοητά. Δὲν ὑπάρχουν μυστικὰ ποὺ γνωρί­ζουν κάποιοι σοφοὶ ἢ οἱ ὑγιεῖς ἀλλὰ ἀγνοοῦν οἱ πάσχοντες. Αὐτοί, ἂν καὶ ἀδυνατοῦν νὰ τὴν ἐκφράσουν, γνωρί­ζουν καλύτερα τὴν ἀλήθεια.
Μιὰ ἐπίσκεψη σὲ ἕναν ἀσθενῆ σὰν αὐτοὺς ποὺ προαναφέραμε ἢ σὲ ἕνα ἵδρυμα μὲ ἄτομα μὲ εἰδικὲς ἀνάγκες γκρεμίζει τὴ λογική σου, ξεσχίζει τὸ συναί­σθημά σου, κατα­στρέφει τὴν ἐσωτερικὴ ἡσυχία σου, προκαλεῖ ὑπαρξιακὴ ἀπόρρι­ψη τοῦ κό­σμου, τῶν κοινωνιῶν, τῶν ἐπιδιώξεων, τῶν προοπτικῶν καὶ γεννᾶ ἐρω­τήματα γιὰ τὸν λόγο τῆς ὑπάρξεώς σου, γιὰ τὴν ἀντιμετώπισή της, γιὰ τὸ τί ἀξίζει καὶ τί ὄχι, γιὰ τὴν ἐξουσία, γιὰ τὸν Θεό. Πῶς εἶναι δυνατὸν ὁ Θεὸς νὰ συμβαδίζει μὲ αὐτὴν τὴν τραγικότητα καὶ ἀδικία; Ποιός ἀπὸ μᾶς ἂν ἦταν θεὸς θὰ ἔφτιαχνε τέ­τοιον κόσμο; Καὶ γιατί; Μήπως τελικὰ ἡ ἀνθρώπινη φύση κρύβει περισσότερη καλω­σύνη ἀπὸ τὴ θεϊκή; Ἤ τί καὶ ποιός εἶναι σὲ τελικὴ ἀνάλυση ὁ Θεός; Ὁ λάθος δημι­ουργός; ὁ Δημιουργὸς τοῦ λάθους κόσμου; ὁ ἡττημένος ἀπὸ τὸ κακὸ καλός; Ὁ Ἅγιος ποὺ δὲν ἔχει ὅλη τὴ δύναμη; ὁ Παντοδύναμος ποὺ δὲν ἔχει τέλεια ἀγάπη;
Αὐτὰ ὑπάρχουν ὡς ἐρωτήματα ἂν πλησιάσεις πνιγμένος στὰ ἀνθρώπινα ὅρια τῆς σκέψης ἢ βουλιαγ­μένος στὰ ταραγμένα νερὰ τῆς συναισθηματικῆς μυω­πίας. Ὁ συνδυασμὸς ὅμως πίστης καὶ ἀγάπης μεταμορφώνει ἐντελῶς τὸ σκηνικό.

Δ. Ὁ ἀποδέκτης τῆς ἀγάπης
Μέσα ἀπὸ τὴν ἄσκηση τῆς ἀγάπης ὡς προσωπικῆς κένωσης καὶ διαπροσω­πικῆς κοινωνίας, ἐπιτυγχάνεται μιὰ διπλῆ ἀποκάλυψη τοῦ συνανθρώπου μας ὡς πλησίον καὶ ἀδελφοῦ καὶ τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ προσώπῳ αὐτοῦ. Μέσα στὴν ὑπέροχη παραβολὴ τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτου, βλέπει κανεὶς πῶς ἡ ἀνιδιοτελὴς φροντίδα, φέρνει τὴν προσωπικὴ κένωση, καταργεῖ τὴν ἐσωτερικὴ ἀπόσταση ποὺ προξενεῖ ἡ φιλαυτία μας καὶ μεταμορφώνει τὸν πάσχοντα σὲ πλησίον.
Ἡ Ἐκκλησία μας, μέσα στὴν πλούσια ἐμπειρία τῆς βιωμένης διδασκαλίας της προχωρεῖ ἀκόμη περισσότερο· ἀναδεικνύει τὸν πλησίον σὲ ἀδελφό, ὡς προ­ερ­­χόμενον ἀπὸ τὴν ἴδια δελφύν, τὴν ἴδια μήτρα. Τὸν καθιστᾶ ὄχι ἁπλᾶ κοντινό, ἀλλὰ συγγενῆ καὶ μάλιστα τὸν πλησιέστερο συγγενῆ.
Καὶ αὐτὸ πάλι δὲν εἶναι τὸ μεῖζον τῆς ἀξίας τοῦ πλησίον. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς ἀναβιβάζει τὸν πλησίον στὴ δοξασμένη σχέση τοῦ δικοῦ Του ἀδελφοῦ: «Ἐφ' ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε» (Ματθ. κε΄ 40). «Οὐκ ἐπαισχύνεται ἀδελφούς αὐτοὺς καλεῖν» (Ἑβρ. β΄ 11), ὅπως λέγει καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στοὺς Ἑβραίους. Μέσα ἀπὸ τοὺς λόγους τοῦ Κυρίου ὁ πλησίον ἀναδεικνύεται σὲ ἀδελφὸ τοῦ Χριστοῦ, στὴν ὁρατὴ εἰκόνα Του, σὲ δική μας εὐκαιρία συνάντησής Του.
Μὲ τὴν ἔννοια αὐτήν, κάθε λειτουργὸς ἀγάπης εἶναι μᾶλλον εὐεργετού­μενος παρὰ εὐεργετῶν, ταπεινὸς ἀποδέκτης εὐλογίας παρὰ ἐξαντλούμενος δια­κονητής, διότι «μέγας ἐστὶν τῆς εὐποιΐας ὁ πλοῦτος, ἐν τῷ διδόναι γὰρ λαμβά­νεται καὶ ἐν τῷ σκορπίζειν συνάγεται» (Ἅγ. Ἰωάννης Χρυσόστομος).

Ε. Ὁ νευρομυϊκὸς ἀσθενὴς (Νόσος τοῦ Κινητικοῦ Νευρώνα, MND)
Ἡ Ἀνακουφιστικὴ Φροντίδα προέκυψε ὡς ἀνάγκη συμπαράστασης κυρίως καρκινοπαθῶν ἀσθενῶν τελικοῦ σταδίου καὶ μάλιστα ὡς ἀπάντηση στὰ ἀδυσώ­πη­τα εὐθανασιακὰ διλήμματα. Ἀνέπτυξε ὅμως τὴν ἀρετὴ τῆς ἀνιδιοτελοῦς διακο­νίας καὶ θυσιαστικῆς προσφορᾶς σὲ τέτοιο μέτρο καὶ ἔκταση ποὺ χωρὶς ἀμφιβολία θὰ μποροῦσε νὰ συμπεριλάβει καὶ τοὺς νευρομυϊκοὺς ἀσθενεῖς.
(α) Ἕνας τέτοιος ἀσθενής στερεῖται παντελῶς τῶν κινητικῶν δυνατο­τή­των. Εἶναι ξαπλωμένος καὶ δὲν μπορεῖ νὰ γυρίσει στὸ πλευρό. Φυσικὰ ἀδυνατεῖ πλήρως νὰ βαδίσει. Σὲ πολλὲς περιπτώσεις δυσκολεύεται νὰ καταπιεῖ, νὰ μιλήσει, στοιχει­ωδῶς νὰ αὐτοεξυπηρετηθεῖ.
Δὲν μπορεῖ νὰ ἐκφραστεῖ, νὰ φωνάξει, νὰ θυμώσει, νὰ ἀγκα­λιάσει, νὰ χει­ρο­­κροτήσει, νὰ ἀμυνθεῖ ἐνοχλούμενος ἀπὸ ἕνα ἔντομο ἢ ζωΰφιο. Μπορεῖ μόνο νὰ δακρύσει. Τὸν πλοῦτο τοῦ ἐσωτερικοῦ του κόσμου ἀναγκάζεται νὰ τὸν μεταφέρει μὲ χρονικὴ καθυστέρηση καὶ μὲ τὸν πλέον συντομευμένο τρόπο.
(β) Ἔχει αἰσθητικότητα. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι αἰσθάνεται τὴ φαγούρα, τὸν πόνο, τὶς ἐνοχλήσεις τῶν ἐντόμων, τὸ γλείψιμο τοῦ ἱδρῶτα στὸ σῶμα, τὶς κινή­σεις τῶν σαρκι­κῶν ἐπιθυμιῶν. Ἀλλὰ δὲν μπορεῖ οὔτε νὰ ἀμυνθεῖ οὔτε νὰ ἀπο­λαύ­σει καὶ τὰ στοιχειώδη, ὅπως τὸ φαγητό, τὴν ἀνάσα τῆς ἀναπνοῆς, τὴν ἀναγκαία αὐτονομία, τὸν χορτασμὸ τῶν ματιῶν, τὶς πληθωρικὲς ἀπαιτήσεις τῶν αίσθήσεων.
(γ) Γιὰ τοὺς λόγους αὐτοὺς εἶναι ἀπόλυτα ἐξαρτώμενος. Γιὰ τὶς φυσικές του ἀνάγκες ἐξυπηρετεῖται ἀπὸ ἄλλους. Πρέπει διαρκῶς νὰ ζητάει, χωρὶς νὰ μπο­ρεῖ νὰ δώσει. Εὔκολα τραυματίζεται ἡ ἀξιοπρέπειά του. Θὰ μποροῦσε νὰ συγκρί­νεται καὶ νὰ ζηλεύει, χωρὶς νὰ εἶναι δυνατὸν νὰ ἱκανοποιήσει τὶς ἐπιθυμίες του.
(δ) Δὲν μπορεῖ νὰ χαρεῖ τὴ ζωή, νὰ διασκεδάσει ὅπως ὅλοι οἱ γύρω του. Δὲν ἐλπίζει γιὰ κάτι καλύτερο. Ἀγνοεῖ τὸ μέλλον του καὶ ἀγωνιᾶ γιὰ τὴν προοπτική του. Καὶ ἐπειδὴ εἶναι πολὺ δύσκολο ὅλα αὐτὰ νὰ τὰ ἐκφράσει, τὰ κρατάει μέσα του. Ὑπάρχει πάντα βάρος ποὺ δὲν μπορεῖς νὰ τοῦ τὸ πάρεις.
(ε) Ὁ πειρασμὸς νὰ αἰσθάνεται ὡς μηχανὴ βιολογικῶν ἀναγκῶν καὶ λιγό­τερο ὡς αὐτόνομη ὀντότητα κοινωνουμένων χαρισμάτων εἶναι πολὺ μεγάλος. Ἡ αἴσθη­ση τοῦ περιορισμένου αὐτεξουσίου εἶναι ἀπόλυτα δικαιολογημένη. Αἰσθάνε­ται ὅτι περισσότερα παίρνει, ἐλάχιστα δίνει, πολὺ ὑποχρεώνεται.
(στ) Αἰσθάνεται ἐπίσης ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ τὸν καταλάβουμε πῶς νοιώ­θει, νὰ μποῦμε στὴ θέση του. Μπορεῖ νὰ εἴμαστε δικαιολογημένοι γιὰ κάτι τέτοιο, ἀλλὰ αὐτὸ κτίζει ἀπόσταση μέσα του. Ἡ σκέψη ὅτι ἡ δική του κατάσταση εἶναι συνεχής, ἐνῶ ἡ δική μας παρουσία κοντά του ἔχει καὶ διαλείμματα, ἀποτελεῖ ἄλλον ἕνα παράγοντα ἀναμενόμενης ἐσωτερικῆς ἀναστάτωσης τοῦ θυμικοῦ.
(ζ) Ποιές οἱ ἀνάγκες του πέραν τῆς φυσικῆς ἀνακούφισης; Πρώτιστη εἶναι ἡ ἐλπίδα, ἡ ὁποία ὅμως πρέπει νὰ ἀναζητηθεῖ πέραν ἀπὸ κάθε κοσμικὴ ἢ λογικὴ αἰτιολογία. Ἡ ἀναγκαιότητα τῆς χαρᾶς εἶναι ἐπιτακτική, ἀλλὰ στὸ περιβάλλον τῆς ζωῆς του ἐξαιρετικὰ δύσκολη. Τὸ ἴδιο καὶ ἡ ἀξιοπρέπεια, ἡ βάση ὅμως τῆς ὁποίας δὲν μπορεῖ νὰ βρεθεῖ στὴν ἐγωιστικὴ ἀντίληψη περὶ ἀξίας, ἀλλὰ στὰ μυστικὰ βάθη τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ ἀσφαλῶς καὶ δὲν εἶναι εὐδιάκριτα.

ΣΤ. Ἀνακουφιστικὴ Φροντίδα Νευρομυϊκῶν Ἀσθενῶν
Μὲ τὰ δεδομένα αὐτά, οἱ λειτουργοὶ τῆς ἀνακουφιστικῆς διακονίας νευρο­μυϊκῶν ἀσθενῶν δια­μορ­­φώνουν μία προσέγγιση ἀρκετὰ διαφοροποιημένη ἀπὸ αὐτὴν τῶν συνήθων λει­τουργῶν ὑγείας, ἀκόμη καὶ ἀπὸ τῶν λειτουργῶν τῆς ἀνα­κουφιστικῆς φροντί­δας καρκινοπαθῶν ἀσθενῶν τελικοῦ σταδίου, ὅπου ἐκεῖ τὸ κυριαρχοῦν στοιχεῖο εἶναι ὁ ἐπικείμενος θάνατος. Ἄς δοῦμε κάποια χαρακτη­ριστικά της.
(α) Τὸ πρῶτο ἰδίωμά της προέρχεται ἀπὸ τὸ ὅτι στὶς περιπτώσεις τῶν νευ­ρο­μυϊκῶν ἀσθενῶν, ἡ κατάσταση δὲν εἶναι ἀναστρέψιμη, οὔτε εὔκολα δια­χειρί­σιμη, ὁ ἀσθενὴς δὲν εἶναι θεραπεύσιμος, ἡ δὲ ὑγεία του προοδευτικὰ καταρ­ρέει καὶ μάλιστα συνήθως ἀπαιτεῖ πρὸς τοῦτο ἀρκετὸ χρόνο. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι δὲν φαίνεται τὸ τέλος ὡς ἀνακούφιση οὔτε καὶ ὡς ἄμεση ἀπειλή, ἀλλὰ ἡ ἐξέλιξη ἔχει ὅλα τὰ στοιχεῖα τῆς βασανιστικῆς παρατεινόμενης διαδικασίας. Ὁ φόβος τῶν ἄγνωστων συνεπειῶν, τῶν αἰφνιδιαστικῶν καὶ μὴ πάντοτε προβλέψιμων ἐξελί­ξεων ἀποτελεῖ δύσκολο νὰ ἀντιμετωπισθεῖ ἀντίπαλο. Εἶναι ὅμως καὶ σύμμαχος. Ὑπο­χρεω­τικὰ φιλοσοφοῦμε∙ γιατί αὐτὸς καὶ ὄχι ἐμεῖς; Ἄλλοτε τὸ ἀπω­θοῦμε. Παρὰ ταῦτα, μπορεῖ νὰ συμβεῖ καὶ σὲ μᾶς. Ἀλλοτε πάλι ἀνακύπτουν ἐρωτήματα: γιατὶ ὁ Θεός ποὺ δὲν ἀποτρέπει, τώρα ποὺ εἶναι ἀργὰ νὰ ἐνισχύει;
(β) Ἕνα δεύτερο χαρακτηριστικὸ τῆς Ἀνακουφιστικῆς φροντίδας εἶναι ὅτι τὸ πλησίασμα τοῦ ἀσθενοῦς δὲν διακρίνεται οὔτε ἀπὸ τὴν ἐλπίδα οὔτε καὶ ἀπὸ τὴν ἔπαρση τῆς θεραπευτικῆς ἱκανότητος, ἀλλὰ κυριαρχεῖται ἀπὸ τὴν ταπείνωση τῆς ἀνακούφισης καὶ μόνον τοῦ πάσχοντος, ἡ ὁποία μάλιστα στὴν περίπτωση τῶν νευρομυϊκῶν ἀσθενῶν ἔχει ἀπροσδιόριστη ἐξέ­λιξη καὶ ἀπρόβλεπτη ἀλλὰ συνήθως μακρὰ διάρκεια.
(γ) Τέλος, μαζὶ μὲ τὸν ἀσθενῆ, οἱ συγγενεῖς, οἱ νοσηλευτές, οἱ ἰατροὶ εἶναι ὅλοι χωρὶς ἐλπίδες, κουρασμένοι. Βασικὸ στοιχεῖο ἡ αἴσθηση τοῦ ἀδιεξόδου καὶ ἡ γενικευμένη κατάρρευση. Καὶ ψυχικὴ καὶ πνευματική. Καταρρέει καὶ τὸ περιβάλ­λον. Ἐπὶ πλέον, ἡ εἰκόνα προκαλεῖ ἔντονη λύπη καὶ ἐξαιρετικὰ λεπτὴ συμπάθεια.
Πρέπει νὰ θεμελιώσουμε ἐλπίδες σὲ ἄλλη προοπτική, νὰ ἀναζητήσουμε νόημα πρὸς ἄλλη ἀπὸ τὴν συνήθη κατεύθυνση. Ἡ ἀγάπη καὶ ἡ συμπαράσταση ἀπὸ μόνες τους δὲν ἀρκοῦν. Οὔτε τὸν πόνο ἐξαλείφουν οὔτε στὴν ὑπαρξιακὴ βά­σανο ἀπαντοῦν. Ἴσως ἐκτὸς ἀπὸ ἀμοιβαία ἀγάπη ποὺ βγαίνει αὐθόρμητα νὰ εἶναι εὐκαιρία νὰ βροῦμε πίστη μέσα μας. Αὐτὴ εἶναι ἡ πρόκληση. Αὐτὴ καταργεῖ τὸ ἐρώτημα τῆς ὕπαρξης τοῦ Θεοῦ, λυτρώνει ἀπὸ τὴν σκληρότητα τῆς ἀμφι­σβή­τησής Του καὶ τὰ ἀντικαθιστᾶ μὲ τὴν προσπάθεια τῆς αἴσθησης τῆς παρουσίας Του. Αὐτὸ συνέβη μὲ τὰ ἄτομα ποὺ προανέφερα. Σὲ αὐτοὺς ἡ πίστη ἀνδρώθηκε μέσα ἀπὸ τὴ δοκιμασία.

Ζ. Τί μπορεῖ νὰ προσφέρει ὁ νευρομυϊκὸς ἀσθενής;
Τὸ σημαντικὸ στὴν Ἀνακουφιστικὴ φροντίδα τῶν νευρομυϊκῶν ἀσθενῶν εἶναι τὸ μεγάλο δυναμικὸ ποὺ κυριαρχεῖ στὴν ψυχή τους, μάλιστα σὲ τέτοιο βαθ­μὸ ποὺ συχνὰ ὁ διακονῶν καὶ ἀνακουφίζων, δέχεται πολὺ μεγαλύτερο ἀνταπό­δομα ἀπὸ αὐτὸ ποὺ προσφέρει.
(α) Τὸ πρῶτο ποῦ δίνει ὁ ἀσθενὴς εἶναι ὁ ἀγώνας του. Κάτω ἀπὸ τὶς πλέον δύσκολες συνθῆκες ἐκτείνει, τεντώνει τὴν ὕπαρξή του καὶ βγάζει δυνάμεις σπάνιες, ποὺ κάτω ἀπὸ συνήθεις συνθῆκες δὲν ἐκδηλώνονται. Ὁ κάθε ἄνθρωπος ἔχει πολὺ πλουσιότερο δυναμικὸ ἀπὸ ὅσο ἐμφανίζει. Ἡ ἀνάγκη τῆς ἐπιβίωσης καὶ τῆς συντήρησης στὴ ζωή, κάτω ἀπὸ ἐξαιρετικὰ δύσκολες συνθῆκες, διαστέλλει τὸν ἄνθρωπο, τὸν μεγενθύνει. Τὴ στιγμὴ ποὺ φαίνεται πὼς χάνει τὴν ἀξιοπρέπειά του καὶ πὼς μειώνεται ἡ ποιότητα τῆς ζωῆς του, τοῦ προσθέτει ἀξία καὶ ποιότητα τέτοια ποὺ διαφορετικὰ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἀναδείξει. Οἱ κρυμμένες του δυνάμεις ἔρχονται στὴν ἐπιφάνεια. Καὶ αὐτὸ μεταγγίζεται.
(β) Τὸ δεύτερο στοιχεῖο ποὺ πραγματικὰ συγκλονίζει εἶναι ἡ ταπείνωση τοῦ ἀσθενοῦς, ὁ ὁποῖος παραδίδεται, γίνεται ἀπόλυτα ἐξαρτώμενος. Ζεῖ τὴν ταπεί­νωση τοῦ αἰτεῖσθαι καὶ λαμβάνειν. Στὶς σχέσεις του, δείχνει νὰ δίνει λίγα καὶ νὰ παίρνει πολλά. Καὶ συμφι­λιώνεται μὲ αὐτὴ τὴν πραγματικότητα. Ὅταν αὐτὸ δὲν τοῦ δημιουργεῖ συμπλέγματα τραυματισμένου ἐγωισμοῦ, τότε προκαλεῖ μία ἐσωτε­ρικὴ ταπείνωση ποὺ τὸν καθιστᾶ ὥριμον «ὡς παιδίον» (Λουκ. ιη΄ 17), ἕτοιμο γιὰ τὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἀποκτᾶ συνειδητο­ποιημένη παιδικότητα.
(γ) Σίγουρα δὲν θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ παραλείψει τὸ μέγεθος τῆς ὑπο­μονῆς καὶ ἐγκαρτέρησης τῶν νευρομυϊκῶν ἀσθενῶν. Ἴσως ἡ μεγαλύτερη ἄσκηση εἶναι αὐτὴ τῶν στυλιτῶν καὶ τῶν ἐγκλείστων ἀσκητῶν. Ἡ κίνηση τῶν μελῶν τοῦ σώματος καὶ κυρίως τῶν ποδιῶν, τὸ ἄνοιγμα τῆς ἀπεριόριστης θέας, ἡ ἀπόλαυση τῶν γευστικῶν ἐναλλαγῶν, ἡ ἀπελευθέρωση τῆς ἔκφρασης καὶ τοῦ λόγου, ἡ ἱκανοποίηση τῶν βουλητικῶν ὑποδείξεων, ἀποτελοῦν ἀναγκαῖες προϋποθέσεις νὰ βιώνει κανεὶς τὴν ἐλευθερία του καὶ τὴ ζωή. Τὸ νὰ μπορεῖ ὅμως κάποιος νὰ ζεῖ τὴν αὐτεξουσιότητά του μέσα ἀπὸ πλήρη ἀκινησία, χωρὶς ἐναλλαγὲς εἰκόνων καὶ αἰσθητικῶν ἐρεθισμάτων, δίχως λόγο, μὲ αὐστηρὰ ἐλεγχόμενη τὴ βουλητικὴ δυναμική του, μὲ πλήρη ἀνοχὴ τοῦ ἀδύναμου ἑαυτοῦ του, αὐτὸ ἀπὸ μόνο του ἔχει στοιχεῖα πνευματικῆς ὑπέρβασης μοναδικά.
(δ) Κατακλείοντας δὲν θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ παραλείψει τὴν προσφορὰ τῆς δοκιμασμένης καὶ δυνατῆς πίστης ὅσων ἀσθενῶν βρῆκαν τὸ μυστικὸ τῆς πίστης. Ἡ πίστη αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων εἶναι ἐντελῶς ἄλλης ποιότητος ἀπὸ τὴν ὁποιαδήποτε καλλιεργημένη πίστη, ἡ ὁποία μπορεῖ μὲν νὰ ἑδράζεται στὴν ταπεινὴ καὶ ἁγνὴ προαίρεση, δὲν ἔχει ὅμως τὸ σημεῖο καὶ τὴ σφραγῖδα τῆς συνεχοῦς καὶ ἀδυσώπητης δοκιμασίας.


Η. «Εἶδες τὸν ἀδελφόν σου, εἶδες Κύριον τὸν Θεόν σου»
Ἡ Ἀνακουφιστικὴ φροντίδα εἶναι ἕνα μεγάλο πανεπιστήμιο στὸ ὁποῖο διδά­σκεται ἡ ἐπιστήμη τῆς κενωτικῆς ἀγάπης καὶ ἡ ἔρευνα τῆς βαθιᾶς πίστεως. Ἡ διακονία τῶν ἀσθενῶν ποὺ ζοῦν σὲ ἀκρότητα ψυχοσωματικῆς ἀδυναμίας δὲν μπορεῖ νὰ ἐπιτελεσθεῖ οὔτε μὲ καλὴ διάθεση μόνον οὔτε μὲ συναίσθημα.
Ἡ Γραφὴ ποὺ ἀποτελεῖ θεόπνευστη δεξαμενὴ πνευματικοῦ πλούτου ἀπο­δίδει μοναδικοὺς χαρακτηρισμοὺς καὶ ἰδιώματα στὴν ἀγάπη. Κατ’ ἀρχὰς εἶναι ἡ μόνη ἀρετὴ ποὺ ἀποδίδεται ὡς ὄνομα στὸν Θεό («Ὁ Θεός ἀγάπη ἐστίν», Α΄ Ἰω. δ΄ 16). Εἶναι ἀρετὴ «μείζων» πασῶν τῶν ἀρετῶν (Α΄ Κορ. ιγ΄ 13), «ὁδὸς καθ’ ὑπερβολήν» (Α΄ Κορ. ιβ΄ 31), ἐκφράζεται δὲ «ἐν παροξυσμῷ» κατὰ τὸν Ἀπό­στολο Παῦλο καὶ πρέπει νὰ εἶναι «ἐκτενής» (Α΄ Πέτρου δ΄ 8) κατὰ τὸν Πέτρο.
Αὐτὰ ὅλα τὰ χαρακτηριστικὰ ἐμφανίζονται ἔντονα στὴ διακονία τῶν νευ­ρο­μυϊκῶν ἀσθενῶν. Μιὰ τέτοια ἀγάπη ὁδηγεῖ σὲ ἀπόδειξη τοῦ Θεοῦ, σὲ φανέρωση τῶν σημείων καὶ τῶν ἀποτυπωμάτων Του. Ἐκεῖ ποὺ ὑποφέρει ἀβά­σταχτα ἡ φύ­ση, ποὺ προκαλεῖται ἡ λογική, ποὺ δυσκολεύεται τὸ συναίσθημα, ἐκεῖ ψηλαφεῖται ὁ Θεός, μεγαλύνεται ὁ ἄνθρωπος, δοξάζεται ἡ κοινωνία. Ὅταν ζωή σου εἶναι ἡ ἀνακούφιση τοῦ ἄλλου, τότε ἡ κοινωνία μαζί του εἶναι ἡ παρη­γοριά σου.
«Εἶδες τὸν πλησίον σου ὡς ἀδελφόν σου; Εἶδες Κύριον τὸν Θεόν σου» (Ἀββᾶς Ἀπολλώ), «Μακάριός ἐστι ὁ πάντας ἀνθρώ­πους ὡς Θεόν, μετὰ Θεὸν λογιζόμενος» (Ὅσιος Νεῖλος ὁ ἀσκητής). Τὸ μεγα­λύτερο δῶρο ποὺ ἀντιπροσ­φέρει ὁ πάσχων ἀσθενὴς εἶναι ἡ ἐπιστροφὴ τοῦ ἑαυτοῦ του ὡς εἰκόνας τοῦ Θεοῦ.
Παρὰ ταῦτα, ἡ προσφορὰ τῆς ἀγάπης στὶς περιπτώσεις αὐτὲς ἔχει ὅρια. Τὰ ὅρια τοῦ ἀνθρώπου. Οἱ ἄνθρωποι λειτουργοῦμε ὑποκείμενοι σὲ ὅρια καὶ φραγ­μούς. Ἡ μέρα ἔχει 24 ὧρες, οἱ ἀντοχές μας εἶναι περιορισμένες, οἱ δυνά­μεις μας πεπερασμένες. Ἡ ἀγάπη πράγματι συνδέει τοὺς ἀνθρώπους μεταξύ τους, ἀλλὰ ἀπὸ μόνη της οὔτε τὸν λόγο τῆς δοκιμασίας διαθέτει οὔτε καὶ τὸν θάνατο μπορεῖ νὰ ἑρμηνεύσει. Συχνὰ μπορεῖ νὰ φαίνεται ἀνεπαρκής.
Αὐτὸ ποὺ ἀπαραίτητα χρειάζεται νὰ τὴν συμπληρώσει εἶναι ἡ πίστη. Ἡ πίστη στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο εἶναι ἡ μόνη ποὺ μπορεῖ νὰ ἑρμη­νεύσει τὴ δοκιμασία. Ὅ,τι συμβαίνει, συμβαίνει κάτω ἀπὸ τὸ μάτι τοῦ Θεοῦ καὶ μέσα στὴν ἀτμόσφαιρα τῆς ἀγάπης Του. Κάτω ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ὅλα ἀντέχονται. Αὐτὸ εἶναι καὶ τὸ ζητούμενο∙ ὄχι ἡ φυσικὴ ἀνακούφιση. Ἡ κάθε δοκιμασία προβάλλεται στὸν σταυρὸ καὶ τὸ πάθος τοῦ Χριστοῦ. Καὶ αὐτὸ ποὺ ἀντιπροσφέρεται δὲν εἶναι κατ’ ἀναγκην ἡ θερα­πεία, ἀλλὰ ἡ δύναμη Του, καθὼς λέγει ἡ Γραφή: «πειρασμὸς ὑμᾶς οὐκ εἴληφεν εἰ μὴ ἀνθρώ­πινος, πιστὸς δὲ ὁ Θεὸς ὃς οὐκ ἐάσει ὑμᾶς πειρασθῆναι ὑπὲρ ὃ δύνασθε, ἀλλὰ ποιήσει σὺν τῷ πειρασμῷ καὶ τὴν ἔκβασιν» (Α΄ Κορ. ι΄ 13), δεδομένου μάλιστα ὅτι «ἐν ᾧ πέπονθεν αὐτὸς πειρασθεὶς δύναται τοῖς πειρα­ζομένοις βοη­θῆσαι» (Ἑβρ. β΄ 18).
Αὐτὸ σημαίνει ὅτι τὸ μέτρο τοῦ πειρασμοῦ εἶναι ἀνάλογο τῶν δυνάμεών μας, ἡ κάθε δοκιμασία ἀποτελεῖ συμμετοχὴ στὸ σταυρικὸ πάθος τοῦ Κυρίου, ἡ δὲ δύναμις τοῦ Θεοῦ παρέχεται ὡς σημεῖο τῆς ἀγάπης Του στὴ ζωή μας. Ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ ἔχει τὸν λόγο, τὴν ἀπάντηση τῆς κάθε δοκιμασίας καὶ ἡ Ἀνάσταση ἀποτελεῖ τὴν κατάργηση τοῦ θανάτου ὡς τέλους καὶ μηδενιστικῆς κατάληξης. Ἡ πίστη σὲ σταυρωμένο ἀλλὰ καὶ ἀναστάντα Θεὸ ξεπερνάει καὶ τὸ βάρος τῆς δοκι­μασίας καὶ τὸν φόβο καὶ τὴν ἀπειλὴ τοῦ θανάτου. Ἡ πίστη στὸν ἐσταυρωμενο Χριστὸ γιὰ τοὺς κλητούς, δηλαδὴ γιὰ τοὺς πιστούς, εἶναι καὶ «Θεοῦ δύναμις καὶ Θεοῦ σοφία» (Α΄ Κορ. α΄ 23-24).
Στὴ διακονία τῆς Ἀνακουφιστικῆς φροντίδας προσφέρεται ἡ ἀγάπη ὡς κοινωνία, ἐνισχύεται ἡ πίστη ὡς Θεοῦ δύναμις καὶ σοφία, ἀνταλλάσσεται ὁ Θεός.
Γράφει κάποιος σοφὸς γέροντας, ἐκφραστὴς τῆς λαϊκῆς πίστης:

Ζήτησα ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ μοῦ δώσει δύναμη
κι Αὐτὸς μοῦ ἔδωσε δυσκολίες γιὰ νὰ τὶς ξεπεράσω.

Τοῦ ζήτησα σοφία
κι Αὐτὸς μοῦ ἔδωσε προβλήματα νὰ μάθω νὰ λύνω.

Τοῦ ζήτησα οἰκονομικὴ ἄνεση
κι Αὐτὸς μοῦ ἔδωσε νοῦ καὶ ἱκανότητα νὰ δουλεύω.

Τοῦ ζήτησα θάρρος
κι Αὐτὸς μοῦ ἔδωσε κινδύνους νὰ ξεπερνῶ.

Τοῦ ζήτησα ἀγάπη
κι Αὐτὸς μοῦ ἔδωσε προβληματικὰ ἄτομα νὰ βοηθῶ.

Τοῦ ζήτησα χάρες
κι Αὐτὸς μοῦ ἔδωσε εὐκαιρίες νὰ ἐκμεταλλευτῶ.

Ἀπ’ ὅ,τι ζήτησα δὲν πῆρα τίποτε –τίποτε ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἤθελα.
Πῆρα ὅμως τὰ πάντα –αὐτὰ ποὺ πραγματικὰ χρειαζόμουν.

Ἡ προσευχή μου είσακούσθηκε!











ΣΤΗΡΙΞΗ ΑΡΡΩΣΤΟΥ-ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ
ΣΤΙΣ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΗΜΕΡΕΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ
Μητροπολίτου Μεσογαίας & Λαυρεωτικῆς Νικολάου
Ρόδος, 14.10.2011



Θέλω νά ἐκφράσω τή χαρὰ καί τήν εὐγνωμοσύνη μου στοὺς ὀργανωτὲς αὐτοῦ τοῦ ὡραίου συμποσίου. Χαρά γιά τό γεγονός ὅτι μοῦ δίνεται μιά εὐκαιρία ἐπικοι¬νωνίας μαζί μὲ λειτουργοὺς ὑγείας ποὺ διακονοῦν στὸν ἰδιόμορφο ἀλλὰ τόσο ἀληθινὸ χῶρο τῆς ἀνακουφιστικῆς φροντίδας. Καὶ εὐγνωμοσύνη γιὰ τὸ ὅτι μοῦ δίνετε τὴ δυνατό¬τητα νὰ αἰσθανθῶ μέλος αὐτῆς τῆς εὐλογημένης «ἀνακουφιστικῆς» οἰκογέ¬νειας, νὰ ἀκούσω καὶ νὰ μάθω ἀπὸ τὸν κόπο καὶ τὴν ἐμπειρία ἄλλων, ἀλλὰ καὶ νὰ καταθέσω μὲ τὸν δικό μου τρόπο τὸ ὅραμα τῆς ἀνακούφισης στὸν τόπο μας, κυρίως ἀπὸ τὴν πνευματικὴ πλευρά, καὶ μάλιστα ὅπως αὐτὸ μπορεῖ νὰ ἐκφρασθεῖ κατὰ τὴ διακονία ἀσθενῶν ποὺ ἐκμετροῦν τὶς τελευταῖες ἡμέρες τῆς ἐπίγειας πορείας τους.
Σέ μένα ἡ πρώτη ἐπαφὴ μὲ τὸν κόσμο τῆς ἀνακουφιστικῆς φροντίδας χρονο-λογεῖται ἀπὸ τὸ 1985, στὸ Νοσοκομεῖο Παίδων τῆς Βοστώνης στὴν Ἀμερική. Ἐκεῖ, σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα θεραπευτήρια τοῦ κόσμου, ποὺ συχνὰ ἡ ζωὴ φαινόταν πιὸ εὔκολη ἀπὸ τὸν θάνατο, γιὰ πρώτη φορὰ ὑποψιάσθηκα τὸ ἐνδεχόμενο ἡ προσφορὰ φιλάνθρωπης ἀνακούφισης καὶ στήριξης νὰ ξεπερνάει ἐνδεχομένως σὲ ἀξία ἀκόμη καὶ αὐτὴν τὴν θεραπεία.
Στὴ σημερινή μου ὁμιλία, αὐτὸ ποὺ θὰ προσπαθήσω νὰ κάνω εἶναι νὰ ἐπι-κεντρωθῶ ὄχι στὴ φροντίδα τῶν ἀσθενῶν καί τῶν οἰκογενειῶν τους κατά τίς τελευ-ταῖες ἡμέρες τῆς ζωῆς τῶν ἀσθενῶν, ἀλλά στή στήριξή τους, τότε ποὺ οἱ ἐλπίδες μηδενίζονται, ποὺ ἡ ἀπειλὴ κυριαρχεῖ, ποὺ ὁ φόβος τοῦ ἀγνώστου ἐπιβάλλεται καὶ ὅλα φαί¬νε¬ται νὰ καταρρέουν. Τί ἆραγε θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ προσφέρει, ὅταν ὁ θάνα¬τος εἶναι ἐπὶ θύραις, ὅταν ὁ πόνος ἀποκτᾶ τὴ μεγαλύτερη τιμή του, ὅταν ὁ ἄνθρωπος παλιν¬δρομεῖ ἀνάμεσα στὴ μέγιστη καὶ τὴν ἐλάχιστη ἀξία του;

ΑΝΑΚΟΥΦΙΣΗ ΚΑΙ ΠΡΟΣΦΟΡΑ
Θὰ ξεκινήσω παίρνοντας ἀφορμή ἀπό τή λέξη ἀνακουφίζω, ἡ ὁποία γιά κάποιο λόγο μοῦ φαίνεται καλύτερη ἀπό τήν λέξη παρηγορῶ καί ἀκόμη καλύτερη ἀπό τήν ἀντίστοιχη ἀγγλική λέξη palliative care. Ἀνακουφίζω προέρχεται ἀπό τή λέξη κοῦφος, ποὺ σημαίνει ἀνάλαφρος, κενός, ἐξ οὗ καί κούφιος. Μέ ἄλλα λόγια, ἀνακουφίζω ση¬μαίνει ξελαφρώνω κάποιον, τοῦ παίρνω τό βάρος, τοῦ δίνω ἀνάσα, τὸν διευκολύνω. Σημαίνει ὅτι κάνω κάποιες συγκεκριμένες ἐνέργειες γιὰ ὅλα τὰ προηγούμενα, κυρίως ὅμως φορτώνομαι ὁ ἴδιος. Καὶ αὐτό εἶναι κάτι τὸ μοναδικό. Στό θεραπευτικό ἐπίπεδο ἡ βοήθεια καί ἡ συμπαράσταση ἐκφράζονται κυρίως μέσα ἀπὸ τὰ ρήματα δίνω καὶ προσφέρω. Στοὺς ἀσθενεῖς τελικοῦ σταδίου ἡ συμπαράσταση ὑποχρεωτικὰ περνάει ἀπὸ τὸ ρῆμα προσφέρομαι. Δὲν ἔχω νὰ δώσω τίποτα ἄλλο ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἑαυτό μου. Αὐτὸς μοῦ ἔμεινε, αὐτὸν χρειάζεται ὁ ἀδελφός μου. Καὶ μάλιστα ὁλόκληρον. Κυρίως γι’ αὐτὸ ἡ στήριξη εἶναι ὁλιστική.
Ἡ προσφορὰ γενικὰ ἔχει διάφορα ἐπίπεδα. Τὸ πρῶτο εἶναι δίνω ἀπό ὅ,τι ἔχω. Μοιράζομαι τὰ ὑπάρχοντά μου, κρατῶ καὶ γιὰ μένα. Τὸ δεύτερο εἶναι δίνω ὅ,τι ἔχω∙ τά δίνω ὅλα. Δὲν μοῦ μένει τίποτα ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἑαυτό μου. Βαθύτερο καὶ ἀνώτερο εἶναι τὸ ἑπόμενο ἐπίπεδο: δίνω ἀπό αὐτό πού εἶμαι, ἀπό τόν ἑαυτό μου, ἀπὸ τὴν ὑπόστασή μου. Ξοδεύομαι. Καὶ τὸ τελευταῖο ἐπίπεδο εἶναι, δίνω αὐτό πού εἶμαι, προσφέρω ὁλόκληρο τόν ἑαυτό μου, δίχως κρατούμενα, δίχως ὑπόλοιπα. Δὲν μου μένει τίποτα, οὔτε καὶ ὁ ἑαυτός μου. Κενώνομαι.
Βέβαια, δέν μποροῦμε ὅλοι νά δώσουμε καί γιά πάντα καί ὁλόκληρο τόν ἑαυτό μας. Πρός αὐτό ὅμως κατατείνουμε στή συγκεκριμένη διακονία. Ἀγωνιζόμαστε, ἐπι¬διώκουμε νά προσφέρουμε καί ἀπό αὐτά πού ἔχουμε καί ἀπό αὐτό πού εἴμαστε καί, ἐάν εἶναι δυνατόν, νά δώσουμε ἐντελῶς ἀφιερωμένα τήν καρδιά μας, τά κομμάτια τοῦ ἑαυτοῦ μας, στοιχεῖα τῆς ὑπο¬στάσεώς μας στούς ἀδερφούς μας πού πάσχουν, πού ὑποφέρουν, πού βρίσκονται σέ μιά ἐξαιρετικά δύσκολη κατάσταση, ποὺ μὲ πολλὴ δυσκολία ἀνα¬πνέουν τὸν τελευταῖο τους ἀέρα.

ΑΝΑΚΟΥΦΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗΡΙΞΗ
Στὸν χῶρο τῆς ἀνακουφιστικῆς φροντίδας, ἡ προσφορὰ ἀποκτᾶ συγκεκριμένα ἰδιώματα, ποὺ καλὸ εἶναι νὰ τὰ ἐπισημάνουμε καὶ λίγο νὰ τὰ τονίσουμε:
Τό πρῶτο εἶναι ὅτι πρέπει νά φορτωθεῖ κανεὶς κάτι πού δέν εἶναι δικό του, πού δέν τοῦ ἀναλογεῖ, εἶναι κάποιου ἄλλου. Καὶ εἶναι ἴσως ὅ,τι πιὸ βαρὺ ὑπάρ¬χει. Καὶ δὲν μπορεῖ νὰ τὸ μοιραστεῖ μὲ αὐτὸν ἀπὸ τὸν ὁποῖο τὸ παίρνει, διότι αὐτὸς δὲν ἔχει πλέον δυνάμεις. Οὔτε πάλι μπορεῖ νὰ τοῦ προσφέρει τὴν ἀποκα¬τά-σταση, τὴν ὑγεία, ὅπως ὁ θεραπευτής. Πηγὴ τῆς ἱκανοποίησής του δὲν θὰ εἶναι ἡ ἀνταμοιβὴ κάποιας ἐπιτυχίας, ἀλλὰ μόνον ἡ ἀγαθὴ συνείδηση τῆς συμπα¬ράστασής του. Αὐτό ἐνέχει μιά μοναδικὴ ἀνιδιοτέλεια ποὺ δὲν χαρακτηρίζει τὴ γενικότερη θεραπευτική.
Τό δεύτερο ἰδίωμα εἶναι ὅτι προφανῶς δὲν εἶναι κανεὶς ὑποχρεωμένος νά τό κάνει. Ὑπάρχουν πολλὲς δικαιολογίες καὶ ἀρκετοὶ λόγοι νὰ τὸ ἀποφύγει. Ἄν θέλει τό κάνει. Ἐξ ἄλλου ἡ αἴσθηση τῆς πλήρους ἀνεπάρκειας εἶναι ἀπόλυτα δικαιολογη-μένη. Ἡ συγκεκριμένη προσφορά δὲν ἀποτελεῖ καθῆκον, οὔτε ὀφειλή, ἀλλὰ ἀπαιτεῖ τήν ἐλεύθερη συγκατάθεση. Εἶναι σαφὴς ἐπιθυμία, συνειδητὴ ἐπιλογή, αὐτόβουλη κίνηση, βαθιὰ ἐσωτε¬ρική διάθεση.
Τό τρίτο ἰδίωμα εἶναι ὅτι παίρνοντας τό βάρος δέν ἔχει κανεὶς ποῦ νά τό ἐναπο¬θέσει. Πρέπει ὁπωσδήποτε νά τό φορτωθεῖ ὁ ἴδιος καὶ νὰ τὸ κρατήσει. Συνήθως, ὅταν κάποιος ἔχει ἕνα βάρος, ἄν θέλουμε νά τόν ἀνακουφίσουμε, τοῦ τὸ παίρνουμε καὶ τὸ τοποθετοῦμε κάπου ἀλλοῦ. Τό ψυχικό ὅμως βάρος, τό ὑπαρξιακό, τό ἐσωτερικό, ὅλη αὐτή τή σύν¬θεση τοῦ φυσικοῦ, ψυχολογικοῦ, κοινωνικοῦ καὶ ὑπαρξιακοῦ πόνου πού διαπερνάει τὴν ὅλη ὕπαρξη ἑνὸς καρκινοπαθοῦς ποὺ ζεῖ τὶς τελευταῖες του στιγμές, ποῦ θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ τὸ ἐνα¬ποθέσει; Ἀνακούφιση σημαίνει νὰ σηκώσει κανεὶς τὸ βάρος τοῦ ἄλλου, νὰ τὸ κρατήσει ἐπάνω του, καὶ ταυτόχρονα νὰ τοῦ χαρίσει τὴν παρουσία του ἀνάλαφρα. Οἱ ἄνθρωποι ὅμως εἴμαστε ἀδύνατοι, δέν ἔχουμε ἀπεριό¬ριστες δυνάμεις. Καί αὐτό τὸ ἔργο δέν θά τό κάνουμε μέ ἕναν. Πρέπει νά τό κάνουμε μέ πολλούς. Εἶναι καὶ βαρὺ καὶ ἐπανα¬λαμ-βανόμενο, συνοδεύεται δὲ ἀπὸ μιὰ διαρκῆ ἐναλλαγὴ ἰσχυροῦ διαπροσωπικοῦ συνδέσμου καὶ πικροῦ χωρισμοῦ.
Ἂν λοιπὸν σκεφθεῖ κανεὶς τὸ πολὺ τοῦ βάρους καὶ τὸ βαθὺ τοῦ πόνου ποὺ χαρακτηρίζει τὸ τέλος τῆς ζωῆς καὶ τὸ διαρκὲς καὶ ἐπαναλαμβανόμενο τῆς συμπαρά-στασης ποὺ κάνει τὸν χρόνο νὰ πολλαπλασιάζει τὴ δυσκολία, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὸ περιορισμένο τῶν ἀνθρώπινων δυνατοτήτων, ἀντιλαμβάνεται πὼς κάθε πνευματικὸς συμπαραστάτης τῶν ἀσθενῶν τελικοῦ σταδίου ζεῖ μονίμως στὰ ὅρια τῶν ἀντοχῶν καὶ δυνάμεών του. Αὐτὸ προσδίδει μεγάλη ἀξία στὸ ἔργο του, ἀλλὰ καὶ προϋποθέτει σημαντικὰ στοιχεῖα στὴν προσωπικότητά του, προκειμένου νὰ ἀνταποκριθεῖ ἐπαρκῶς στὴν ἀποστολή του. Καὶ δὲν εἶναι μόνο δύσκολο, εἶναι καὶ μεγαλειῶδες.

Ο ΑΣΘΕΝΗΣ ΤΕΛΙΚΟΥ ΣΤΑΔΙΟΥ
Ἂς στραφοῦμε λίγο πρὸς τὸν ἀσθενῆ τοῦ τελικοῦ σταδίου. Εἶναι ἀνάγκη νὰ καταλάβουμε σὲ τὶ καὶ πόσο διαφέρει ἀπὸ κάθε ἄλλον ἀσθενῆ, τί χαρακτηριστικὰ μπορεῖ νὰ παρουσιάζει ὁ ψυχικός του κόσμος.
(α) Κατ’ ἀρχὰς δέν εἶναι ἕνας ἀσθενὴς πού σέ κάποια φάση τῆς ζωῆς του προσ¬βάλ¬λεται ὁ ὀργανισμός του καί δίδεται ἕνας ἀγῶνας γιά νά θεραπευθεῖ καί νά ἀποκα¬τα¬σταθεῖ ἡ ὑγεία του. Ὁ ἀσθενὴς τελικοῦ σταδίου φέρει ἐπάνω του τὴ σφρα-γίδα τῆς βεβαιότητος τοῦ θανάτου ἤ τῆς ἔντονης πιθανότητος ἢ τῆς λογικῆς προσδο¬κίας τοῦ θανάτου. Εἶναι ὁρατό τό τέλος τῆς ζωῆς του. Ἔχουν ἐξαφανισθεῖ καὶ οἱ τελευταῖες ἐλπίδες τῆς ἀπο¬θε¬ραπείας του.
Αὐτό ὑποχρεώνει καὶ τὸν ἀσθενῆ, στὸ μέτρο ποὺ τὸ ἔχει συνειδητοποιήσει, καὶ ὅσους ἀσχολοῦνται ἀνακουφιστικὰ μαζί του νά σκεφθοῦν λίγο καί νά φιλοσοφήσουν κάπως γιὰ τό τέλος τῆς ζωῆς. Καὶ αὐτὸ εἶναι πολὺ σημαντικό. Μέσα στήν καθημερι¬νότητα ὅπως τή ζοῦμε εἶναι εὔκολο νά ἀπωθεῖ ὁ καθένας μας τήν ἰδέα τοῦ θανάτου. Ὅταν ὅμως συμμετέχει καὶ συμπαρίσταται σὲ κάποιον ποὺ βρίσκεται σὲ μιὰ τέτοια κατάσταση, τότε στὴν οὐσία ὠθεῖ τόν ἑαυτό του στό νά ἀντικρύσει αὐτήν τήν πραγ¬μα¬τικότητα ἐνδεχομένως καί γιά τή δική του τή ζωή.
Εἶναι πολύ φυσικό στόν ἄνθρωπο, παρά τό γεγονός ὅτι ὁ θάνατος εἶναι τό ὑπ΄ ἀριθμόν ἕνα βέβαιο γεγονός καί ἡ μεγαλύτερη σταθερά αὐτῆς τῆς ζωῆς, νά τόν ἀπωθεῖ. Ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ ὅτι ὅλες οἱ ραδιοτηλεοπτικὲς ἐκπομπές οἱ ὁποῖες ἔχουν νά κάνουν μέ τίς ἀναπαραγωγικές τεχνικές, μέ τήν ἔρευνα ἐπί τῶν βλαστοκυττάρων καί τά συναφῆ βιοκοινωνικά καί ἠθικά προβλήματα ἔχουν πάρα πολύ ὑψηλή καί διαρκῶς αὐξανόμενη ἀκροαματικότητα ἤ θεαματικότητα. Ἀντίθετα, μιά συνέντευξη γιά τήν εὐθανασία ρίχνει τὴν ἀκροαματικότητα. Δέν ἀντέχει ὁ κόσμος νὰ ἀσχοληθεῖ μὲ τὸν θάνατο. Εἶναι πολύ φυσικό ὁ κάθε ἕνας μας νά φαντάζεται ὅτι θά φθάσει σὲ βαθὺ γήρας, ὅτι θά εἶναι σέ πλήρη ὑγεία καὶ διαύγεια μέχρι τὴν τελευταία του στιγμή, ὅτι δέν θά ἐπιβαρύνει κανέναν καί ξαφνικά κάπως ἀθό¬ρυβα θά γλιστρήσει στὸν ἄλλο κόσμο. Μᾶς εἶναι πολὺ δύσκολο νὰ φαντασθοῦμε ὅτι θὰ μᾶς ἔλθει ὁ θά-νατος μέ ἕναν τραγικό ἢ ἐξαιρετικὰ ἐπώδυνο τρόπο. Νομίζουμε ὅτι σὲ μᾶς δέν θά συμβοῦν αὐτά ἀπό τά ὁποῖα φροντίζουμε νά ἀνακουφιστοῦν ἄλλοι. Εἶναι πολύ ἀν-θρώπινο αὐτό, διότι διαφορετικὰ δέν ἀντέχεται ἡ ζωή μέ τό δεδομένο τοῦ θανάτου.
Συνεπῶς, στὴν ἀνακουφιστικὴ φροντίδα, ἔχουμε νά κάνουμε μέ ἀνθρώπους τῶν ὁποίων τό τέλος εἶναι ὁρατό. Τοὺς βλέπουμε νά φθίνουν, ψυχοσωματικὰ νὰ καταρ¬ρέουν καί ἀντικρύζουμε τό σημεῖο μηδέν τῆς βιολογικῆς τους ζωῆς. Γιὰ τοὺς ἀσθενεῖς μας αὐτούς, ἡ ἀπειλή τοῦ βιολογικοῦ τέλους δὲν εἶναι μόνον ὁρατή, εἶναι τό κυρίαρχο γεγονός τῆς ὕπαρξής τους. Ἔχουν πόνο καὶ πλεῖστες ὅσες δυσκολίες, διακατέχονται ἀπὸ δυσφορία, αὐτὸ ὅμως ποὺ κυριαρχεῖ ἐπάνω τους εἶναι ἡ αἴσθηση τοῦ θανάτου καί τοῦ τέλους. Ὄχι τόσο ὁ τρόπος τῆς ἀναχώρησης ὅσο αὐτὸ καθ’ ἑαυτὸ τὸ γεγονὸς τοῦ θανάτου, τοῦ τέλους. Ὁ τρόπος τῆς ἀναχώρησης μπορεῖ νά εἶναι ἐπώδυνος, ἀλλὰ ὅλη ἡ ταλαιπωρία κάποτε θὰ τελειώσει ἤ κάπως θά ἀπαλυνθεῖ, ἐπειδή ὑπάρχουν κάποιοι τρόποι ἀνακούφισης καὶ συμπαράστασης. Αὐτὸ ὅμως ποὺ δὲν ὑπερβαίνεται εὔκολα εἶναι ἡ αἴσθηση τοῦ τέλους, ἡ πικρία γιὰ τὰ ἀνεκπλήρωτα ὁράματα καὶ ὁ φόβος τῆς μετάβασης ἀπὸ τὸ εἶναι στὸ μηδέν, στὸ τίποτα ἢ τουλά-χιστον στὸ ἄγνωστο μετά. Αὐτὸ μπορεῖ νὰ λειτουργεῖ βασανιστικὰ καθὼς ἀποτελεῖ κάτι γιὰ τὸ ὁποῖο ἡ σκέψη δὲν εἶναι συνηθισμένη, ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι ἐξοικειωμένος μὲ τὸ ἐνδεχό¬μενό του, συχνὰ βρίσκεται ἀνέτοιμος νὰ τὸ δεχθεῖ, δὲν μπορεῖ νὰ τὸ ἀντέξει.
Ὅταν φεύγει ἕνα νέο ἄτομο, αὐτό πού συγκλονίζει εἶναι τὰ πολλὰ ἀνεκ-πλήρωτα ὁράματα, τὸ ἀσύνηθες τοῦ γεγονότος καὶ ἡ ἀσυμβατότητα τῆς νεανικῆς δυνάμεως μὲ τὴ φυσικὴ κατάρρευση. Στὴν περίπτωση πάλι ἑνὸς ἡλικιωμένου ἀτόμου, παρὰ τὸ ὅτι αὐτὸ ἀποτελεῖ κάτι σύνηθες καὶ ἡ φύση μας εἶναι πιὸ συμφιλιωμένη μαζί του, ἐκεῖνο ποὺ πληγώνει εἶναι οἱ πολλὲς ἀναμνήσεις, οἱ κοινὲς ἐμπειρίες, ἡ διακοπὴ τῶν μακροχρόνιων σχέσεων. Οὕτως ἢ ἄλλως τὸ γεγονὸς τοῦ θανάτου συγκλονίζει τήν ψυχή καί ξεσχίζει τό συναίσθημα.
(β) Ὅλα αὐτὰ ὁδηγοῦν στὴν ἀπώλεια τῶν ἐλπίδων. Ἡ ἐλπίδα εἶναι κάτι τό ὁποῖο τρέφει τόν κάθε ἄνθρωπο, «ἐλπίς ἐστιν ἡ βόσκουσα βροτοῖς». Ὅταν ἕνας ἀσθενής ἔχει ἀπειλητική γιά τή ζωή του ἀσθένεια, ὅσο σοβαρὴ καὶ ἂν εἶναι αὐτή, πάντοτε μέσα μας διατηροῦμε τὴν ἐλπίδα ὅτι μὲ τὴν ἰατρικὴ βοήθεια θὰ μποροῦσε νὰ ἔχει θετικὴ ἔκβαση. Ὅσο ψηλὸ καὶ ἂν εἶναι τὸ στατιστικὸ ποσοστὸ κακῆς πρό-γνωσης, πάντοτε ὑπάρχει καὶ τὸ μικρὸ ἐνδεχομένως ὑπόλοιπο στὸ ὁποῖο ἐλπίζει κανεὶς πὼς θὰ μποροῦσε νὰ ἀνήκει. Αὐτὴ ἡ ἐλπίδα εἶναι ποὺ δίνει τό κουράγιο νά παλέψεις γιά τήν νίκη, γιά τήν σωτηρία, γιά τήν ὑγεία, γιά τήν ἐπιβίωση. Αὐτὸ τὸ στοιχεῖο στοὺς ἀσθενεῖς τελικοῦ σταδίου εἶναι πολὺ ἀπο¬δυ¬να¬μωμένο. Εἶναι τόσο ἀδύνατο πού δέν ἐπιτρέπει νά οἰκοδομήσουμε τήν σχέση καί τήν ἐπικοινωνία μὲ τὸν ἀσθενῆ στό ἔδαφος τῶν ἐλπίδων. Καὶ ὅσο προχωράει ἡ ἐμπειρία μας, τόσο ἐπιβεβαιώνεται αὐτὴ ἡ ἀλήθεια. Ἔτσι στὸν ἑνάμισυ χρόνο λειτουρ¬γίας τῆς Μονάδας μας «ΓΑΛΙΛΑΙΑ» ἡ ἐμπειρία μας εἶναι ὅτι ἐπὶ συνόλου περίπου ἐνενήντα (90) ἀσθενῶν ἔχουν καταλήξει οἱ ἑξήντα πέντε (65).
Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ τὴν ἀπουσία ἐλπίδας ποὺ στηρίζεται στὴν ἰατρικὴ ἐκτίμηση, δὲν ὑπάρχει καὶ ἡ ἐλπίδα ποὺ βασίζεται στὴν ἐσωτερικὴ διαίσθηση καὶ διάθεση. Τοῦτο διότι στὴν περίπτωση τῆς ἀνακουφιστικῆς φροντίδας, συνδεόμαστε μὲ τοὺς ἀσθενεῖς, τοὺς γνω¬ρίζουμε στὴ φάση τοῦ πολὺ μεγάλου καὶ δύσκολου ἀγῶνα τους, καὶ ἀντὶ γιὰ ὅραμα συνέχειας κάνουμε διαρκῶς ὅραμα ἀποχαιρετισμοῦ. Μαζὶ μὲ τὴ βάσανο τοῦ συναι¬σθή¬ματος ὑφιστάμεθα καὶ τὴν τυραννία τῶν ὑπαρξιακῶν ἐρωτημάτων στὴ μεγαλύτερή τους ἔνταση. Κι ἔτσι σὲ μιὰ κατάσταση ποὺ ὁ ἀσθενὴς χρειάζεται ἀπὸ μᾶς κυρίως ἐλπίδα, ἐμεῖς δὲν ἔχουμε τέτοια ἀποθέματα νὰ προσφέρουμε.
(γ) Αὐτὰ ὅλα ἐπιτείνονται ἀπὸ τὸ ὅ,τι ἡ κατάρρευση τοῦ ἀσθενοῦς εἶναι γενικευμένη. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι μαζὶ μὲ τό σῶμα καταρρέει καὶ ἡ ψυχή, ποὺ εἶναι ἀδιάρρηκτα συνδεδεμένη μαζί του. Ἔτσι, σταδιακὰ μαζὶ μὲ τὸν πόνο καὶ τὴν ἀποδυ-νάμωση τοῦ σώματος ἀτονοῦν καὶ διασαλεύονται οἱ ψυχικὲς ἐκδηλώσεις καὶ λειτουρ¬γίες. Ὁ ἀσθενὴς πέφτει γενικά. Ἀποδυναμώνεται τό σῶμα του ἀπομειώ¬νονται οἱ ἐλπίδες του, ξεφτίζει ψυχικά, ἐνδεχομένως καταρρέει καί πνευματικά.
Καί ὄχι μόνον αὐτό. Μαζί μέ τόν ἀσθενῆ πού βρίσκεται σέ αὐτήν τήν κατά-σταση, δοκιμάζονται καί οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἀποτελοῦν τό ἄμεσο περιβάλλον του πού μπροστά του μέν συγκρα¬τοῦ¬νται, στὴν οὐσία ὅμως καὶ αὐτοὶ ἀδυνατοῦν νὰ ξεπερά-σουν τὸ δικό τους πρό¬βλημα, μὲ ἀποτέλεσμα πολὺ συχνὰ νὰ ἀναπτύσσουν ἕναν ἰδιόμορφο διάλογο μὲ τὸ πρόβλημα καὶ νὰ ἐμφανίζουν μία τάση νὰ ἀποσυρθοῦν. Ἡ κατάρρευση λοιπὸν εἶναι σωματική, ψυχική, πνευματικὴ καὶ συμπερι¬λαμβάνει καὶ τὸ περιβάλλον.
Ὅλα αὐτά, δηλαδὴ ἡ ἐγγύτητα καὶ ἡ βεβαιότητα τοῦ ἐπερχόμενου θανάτου, ὁ γενικευμένος χαρακτήρας τῆς δοκιμασίας καὶ ἡ συνολικὴ ἀπώλεια τῶν ἐλπίδων ἀφ’ ἑνὸς μὲν καταδεικνύουν τὴν δυσκολία τῆς διακονίας, ἀφ’ ἑτέρου δὲ σαφῶς ὁδηγοῦν στὴν ἀνάγκη στροφῆς τῶν ἐλπίδων μας ἀπὸ τὴ θεραπεία σὲ ἄλλη κατεύθυνση.
(δ) Ὅλη αὐτὴ ἡ κατάσταση ραγδαίας καὶ ὑπερ¬βολικῆς ἔκπτωσης τῶν δυνά-μεων, φυσικῶν καὶ ψυχικῶν, δημιουργεῖ μιά σύγκρουση αἰσθη¬μάτων ὄχι μόνον στόν ἴδιο, ἀλλὰ καί στό περιβάλλον του, περιορίζοντας¬ αἰσθη¬τά τὰ περιθώρια συμ-παράστασης. Ἔτσι ἀντιπαλεύουν ἡ ἀνάγκη νά μήν πονάει καί ἡ ἐπιθυμία νά ζήσει. Ὁ θάνατος, ἐνῶ εἶναι ἀποτρόπαιος, ἐμφανίζεται ὡς ἡ μόνη ἀνακουφιστικὴ καὶ λυτρω-τικὴ λύση. Ἡ ἐσωτερικὴ φωνὴ «κρεῖσσόν με ἀποθανεῖν» (Α΄ Μακ. γ΄ 59), καλύτερα νά φύγω, ἀποτελεῖ συχνὰ κραυγὴ ἀνάγκης. Ἡ ἐπιθυμία τοῦ τέλους, γιατί δέν ἀντέ-χεται τό παρόν, ἀντικαθιστᾶ τὸν φυσικὸ καὶ διαχρονικὸ φόβο του.
Πολλές φορές αὐτό τὸ κυρίαρχο συγκρουσιακό δίλημμα ὑπάρχει καί στό περιβάλλον τοῦ ἀσθενοῦς ποὺ παλινδρομεῖ μεταξὺ εὐθύνης καὶ ἀγάπης. Ἀρχίζει κανεὶς νά μήν θέλει τόν ἄνθρωπό του νά ὑποφέρει τόσο καί νά ἐπιλέγει τήν ὥς τότε ἀδύ¬νατον καί νά τήν σκεφθεῖ ἤ νά τήν ὑποψιαστεῖ ἀκόμη ἰδέα τοῦ τέλους του, προ-κει¬μένου νά ἀνακουφιστεῖ. Ἡ ἀγάπη γιὰ τὸν ἄλλον ἀντὶ πλέον νὰ ἐκφράζεται ὡς πόθος παράτασης τῆς ζωῆς του, ἐκφράζεται ὡς ἐπιθυμία διακοπῆς της. Αὐτὸ γεννάει πειρα¬σμούς εὐθανασιακῶν ἐπιλογῶν, βγάζει αἰσθήματα ἐνοχῶν -μήπως δέν τόν ἀγαπῶ- ἤ ἀκόμη ἀναδεικνύει διλήμματα ὡς πρός τό κατά πόσον θά πρέπει νά εἴμαστε ἐπιθετικοί στὴν ἰατρικὴ ἀγωγή, προκειμένου νὰ παρατείνουμε τὴ ζωὴ ἤ ἐνδεχομένως πιό ἐλαστικοί γιά νά περιορίσουμε τά βασανιστικά στοιχεῖα τοῦ πόνου καί τῆς δυσκο¬λίας τοῦ ἀνθρώπου πού ἀναχωρεῖ.
(ε) Δίπλα σὲ ὅλα αὐτά, ἡ ὅλη κατάσταση ἀρχίζει νὰ ἀναδίδει πολύ ἔντονα στοι¬χεῖα ἀμοιβαίας λύπης. Ὁ ἄνθρωπος πού ἔχουμε μπροστά μας, ὁ δικός μας ἄνθρωπος, αὐτός πού τόν ἀγκαλιάσαμε, πού τόν φιλήσαμε, πού τόν γνωρίσαμε, ποὺ μοιρασθήκαμε τὴ ζωή, αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος παραμορφώνεται κατὰ τὴν εἰκόνα του, ἀλλοι¬ώνεται τὸ βλέμμα του, γίνεται μὴ ἀναγνωρίσιμος, διαφορετικὸς ἀπ’ ὅ,τι τὸν ξέραμε. Δέν τόν συνηθίσαμε ἔτσι, δέν θά θέλαμε νά εἶναι ἔτσι καί δέν μποροῦμε νά τόν ἀντικρύζουμε ἔτσι. Αὐτὸ γεννᾶ μιά τεράστια λύπη, τὴ λύπη τῆς ἀλλοιώσεως τῆς εἰκόνας του, ἡ ὁποία ἐνισχύεται ἀπὸ τὴν λύπη γιὰ τὸν πόνο του καὶ ἀκόμη περισ-σότερο ἀπὸ τὴ λύπη τοῦ ἐπικείμενου χωρισμοῦ. Παρὰ ταῦτα ἡ λύπη αὐτὴ διακρίνεται καὶ στὸ πρόσωπο τοῦ ἀσθενοῦς, ἔστω καί ἐάν προοδευτικά ἡ ἀντίληψη καὶ ἡ συνεί¬δησή του γίνονται ἀβαθεῖς. Ἡ διαπίστωση τῆς λύπης τοῦ ἑνὸς ἐπιτείνει τὴ λύπη τοῦ ἄλλου.
(στ) Αὐτὴ ἡ λύπη συνοδεύεται καὶ ἀπὸ ἕναν καταιγισμό πρωτόγνωρων φό-βων, μὲ ἐσωτερική ἀνασφάλεια, αἰσθήματα ἀποστροφῆς, σύγχυσης κ.λπ. ποὺ προ-ξενοῦν ὅρους ἀλλοιωμένης συμπεριφορᾶς. Ἀγαποῦμε τὸν ἄνθρωπό μας, θέλουμε νὰ τὸν ἐπισκεφθοῦμε, νὰ μείνουμε γιὰ λίγο ἀκόμα μαζί του, ταυτόχρονα ὅμως ἀντίρ-ροπες δυνάμεις μᾶς ὠθοῦν σὲ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὴ δραματικὴ ἐμπειρία τῆς συνά-ντησης. Τί νὰ τοῦ ποῦμε; Δὲν ἀντέχουμε νὰ τὸν ἀντικρύσουμε. Δὲν μποροῦμε νὰ τοῦ προσ¬φέ¬ρουμε κάτι. Καὶ ἡ πρόκληση τοῦ νά μήν εἴμαστε εἰλικρινεῖς μπροστά του εἶναι ἐπίσης μεγάλη. Ἀλλὰ καὶ ο ἀσθενὴς γιὰ τοὺς δικούς του λόγους μπορεῖ νά μήν μᾶς λέει τήν ἀλήθεια ἤ νά μήν εἶναι διαφανής. Ὅταν λοιπὸν ἡ σχέση μας χαρακτηριζόταν ἀπὸ μία ἀμοιβαία διαφάνεια, τώρα διαμορφώνονται ὅροι ἐπικοι-νωνίας ἀρκετὰ ἀμφι¬λεγόμενοι καὶ συνειδησιακὰ προβληματικοί.
(ζ) Θὰ ἤθελα νὰ κλείσω μὲ ἕνα ἀκόμη χαρακτηριστικό. Εἶναι ὁ χωρισμός. Ὅταν μιὰ ὁλόκληρη ζωή, μιὰ συμπόρευση μὲ ἕναν ἄνθρωπο τόσο βίαια καὶ ἐπώδυνα διακόπτεται, ὅταν διαρρηγνύεται ἡ εὐλογία τῆς συζυγίας ἢ ὁ δεσμὸς τῆς μητρότητος ἢ ἡ σχέση τῆς πατρότητος αὐτὸ πολὺ δύσκολα ἀντέχεται. Ἔτσι γιὰ παράδειγμα ποιός εἶναι ἕτοιμος νὰ ζήσει χωρὶς τὸ παιδί του ἢ νὰ φύγει μετὰ ἀπὸ αὐτό; Δὲν μποροῦμε νὰ συνεχίσουμε. Καταρρέουμε.
Ἡ ἔννοια τοῦ χωρισμοῦ εἶναι μιά ἐξαιρετικά ἐπώδυνη ἐμπειρία τήν ὁποία καί καλό εἶναι μέσα μας νά τὴν ἀναλύσουμε σέ διάφορα ἐπίπεδα σχέσεων προκειμένου νὰ μπορέσουμε κάπως νά τήν πλησιάσουμε. Ἄλλος εἶναι ὁ χωρισμός, ὁ θάνατος μιᾶς κοπέλας εἴκοσι χρονῶν, ἄλλος εἶναι ἑνός βρέφους πού μόλις γεννήθηκε δύο μηνῶν, ἄλλος εἶναι ὁ θάνατος μιᾶς γερόντισσας ἐνενήντα χρονῶν, ἄλλο εἶναι ἡ διακοπὴ μιᾶς πολὺ ἁρμονικῆς συζυγίας, ἄλλος ὁ χωρισμός μιᾶς φοβερά συναισθηματικῆς συμβιώ-σεως, ἄλλος ὁ χωρισμός ἑνός ζευγαριοῦ πού διαρκῶς εἶχαν τριβές μεταξύ τους ἀλλά δέν ἀπετόλμησαν τὸ διαζύγιο κ.ο.κ. Μπορεῖ καὶ οἱ τελευταῖοι νὰ ἀγαπηθοῦν στὸ τέλος ὅσο δὲν κατάφεραν σὲ ὅλη τους τὴ ζωή. Καὶ γι’ αὐτὸ νὰ μὴν ἀντέχουν τὸν χωρισμό τους. Ὁ χωρισμός εἶναι μιά ἰδιώνυμη κατάσταση γιά τόν κάθε ἄνθρωπο, ἡ ὁποία τόν ξεσχίζει ὑπαρξιακά, τοῦ κλονίζει τήν ὕπαρξη, τοῦ ἀλλοιώνει τήν ὑπόσταση.

Η ΥΠΟΣΤΗΡΙΚΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑ
Ὅλα αὐτὰ προσδιορίζουν ἀφ’ ἑνὸς μὲν τὴν φύση τῆς ὑπαρκτῆς ἀνάγκης, ἀφ’ ἑτέρου δὲ τὸν χαρακτήρα μιᾶς ὑποστη¬ρικτικῆς ὁμάδας, τὰ μέλη τῆς ὁποίας διακατέ-χονται ἀπὸ μία λογική ἐντελῶς ἀντί¬στροφης κατεύθυνσης. Ὄχι ἁπλῶς δέν θέλουν νά ἀποσυρθοῦν, ἀλλά βλέπουν τή ζωή τους νά καταξιώνεται μέσα ἀπό μιά τέτοια δυνα-μική οὐσιαστικῆς παρουσίας καὶ συμμετοχῆς στό πρόβλημα. Αὐτὸ βέβαια προϋποθέτει ὅτι ἀντικρύζουν τὸν θάνατο ὄχι ὡς τέλος, τὴ δοκιμασία τοῦ ἀνθρώπου ὄχι χωρὶς σκοπὸ καὶ λόγο καὶ τὸν ἴδιο τὸν ἀσθενῆ ὡς εἰκόνα τοῦ Θεοῦ μὲ προοπτικὴ ὁμοιώσεως μὲ Αὐτόν. Αὐτὸς εἶναι ὁ μόνος τρόπος νὰ ἀντλήσει κανεὶς ἐσωτερικὴ ἐλπίδα ὥστε νὰ μπορέσει νὰ τὴ μεταδώσει, νὰ ἀποκτήσει δύναμη γιὰ νὰ ἀντέξει, νὰ βρεῖ νόημα στὸν βιολογικὸ θάνατο ὥστε νὰ τὸν μεταμορ¬φώσει ἀπὸ τέλος σὲ μετάβαση καὶ συνέχεια. Ὅπως ἀντιλαμβάνεται κανείς, αὐτό εἶναι κάτι πολύ μεγάλο. Δέν πληρώνεται, δέν ἀνταμείβεται, δέν ἀπαιτεῖται, δέν προκα¬λεῖται, ἀλλά ἀπό μόνο του γεννᾶται σέ ὅσους ἔχουν τὸ ἐσωτερικὸ ἀπόθεμα πίστεως ὅπως τὴν περιγράψαμε καὶ ἀγάπης.
Ἐὰν ὑπάρχουν ὅλα αὐτὰ ὡς προϋποθέσεις, τότε ἡ ἐπιστηρικτικὴ ἀποστολὴ τῶν ἀσθενῶν τελικοῦ σταδίου ἔχει τὰ ἑξῆς χαρακτηριστικά:
(α) Διάθεση θυσίας καί προσφορᾶς, ὑπομονῆς καὶ ἀντοχῆς, ἀνεκτικότητας καὶ συγχω¬ρητικότητας. Ὁ ἀσθενὴς εἶναι σέ δύσκολη κατάσταση. Δικαιοῦται νὰ δυσ¬τρο¬πεῖ, νὰ ἐκνευρίζεται, νὰ θυμώνει, νὰ μὴν εὐχαριστεῖ, νὰ διαμαρτύρεται, νὰ ἀντι¬μιλάει, νὰ ὀλιγοπιστεῖ, νὰ γογγύζει. Αὐτὸν πρέπει νὰ τὸν ἀγκαλιάσουμε ὅπως εἶναι. Αὐτὸ δὲν γίνεται ἂν εἶσαι «ἐπαγγελματίας ὑγείας» οὔτε ἂν αἰσθά¬νεσαι ὡς μισθωτός. Αὐτὸ γιὰ νὰ γίνει πρέπει νὰ εἶσαι ἐθελοντὴς στὸ φρόνημα καὶ λειτουργὸς στὴ συμπε¬ριφορά. Αὐτὸ γίνεται μόνο μὲ διάθεση θυσίας, τὴν ὁποία ὅμως ὅταν τὴν κάνεις δὲν τὴν αἰσθάνεσαι ἔτσι. Γίνεται ὄχι ὡς πράξη προσφορᾶς ἀλλὰ ὡς κίνηση αὐτο¬προσ¬φορᾶς.
Ἐπίσης, ἡ διακονία αὐτὴ δέν γίνεται ἄν σκέπτεται κανείς πολύ τόν ἑαυτό του. Πρέπει νά ἀπελευθερωθεῖ ἀπό τήν ἀνάγκη ἤ ἀπό τήν λύπηση τοῦ ἑαυτοῦ του, ἀπὸ τό δικαίωμά του εἴτε τὸ νομικὸ εἴτε τὸ ἠθικὸ εἴτε τὸ λογικό.
(β) Ὅσον ἀφορᾶ στὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο κανεὶς προσφέρεται καὶ διακονεῖ, αὐτὸ δὲν γίνεται ὅπως ὁ ἀσθενής ἤ οἱ συγγενεῖς κάτω ἀπὸ τὶς δύσκολες συνθῆκες τους ἀπαιτοῦν, ἀλλά σύμφωνα μὲ τὴν πραγματική τους ἀνάγκη, τὴν ὁποία συχνὰ οἱ ἴδιοι ἀγνοοῦν. Ὅπως μὲ τὸν φυσικὸ πόνο ὁ γιατρὸς γνωρίζει καλύτερα τὴν αἰτία του, ἔτσι καὶ μὲ τὸν πνευματικό, ὁ πνευματικὸς συμπαραστάτης καλεῖται νά αἰσθανθεῖ τήν ἀνάγκη τοῦ ἀσθενοῦς ἀκόμη καλύτερα καί ἀπό τόν ἴδιο. Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ μὲ τὶς ψυχικὲς καὶ κοινωνικὲς ἀνάγκες του. Ὀφείλουμε νὰ τὶς ἀνιχνεύσουμε πρὶν ὁ ἀσθενὴς ταπεινωθεῖ καὶ ζητήσει. Εἶναι χρέος μας νά τοῦ προστατεύσουμε τήν ἀξιοπρέπεια.
Ἡ λεπτότητα καὶ εὐγένεια ἀποτελοῦν ἀπαράβατο ὅρο πνευματικῆς συμπα-ράστασης. Ὁ πνευματικὸς συμπαραστάτης δὲν κάνει τὴν καλή του πράξη, οὔτε βοη-θάει γιὰ νὰ νοιώσει καλά, ἀλλὰ ἀνακουφίζει κενωτικά. Ἀνάλαφρος ὁ ἴδιος ἀπὸ προσω¬πικὲς δεσμεύσεις καὶ μικροεγωισμούς, μὲ ὄχημα τὴν ἀγάπη καὶ μὲ γνώμονα τὸν σεβασμό, πολύ εὐγενικά καί διακριτικά εἰσέρχεται στὸ ἱερὸ τῆς ψυχῆς τοῦ πάσχοντος, αἰσθάνεται τὸ μυστικό του, ἀγκαλιάζει τὴν ἀνάγκη του καὶ καταθέτει εἴτε μὲ λόγο εἴτε μὲ κινήσεις εἴτε μὲ συγκεκριμένες πράξεις τὸ ἀπόθεμα τῆς ἐλπίδας καὶ ἀγάπης του.
(γ) Ὑπάρχει καὶ ἕνα τρίτο χαρακτηριστικὸ στὴν ἐπιστηρικτικὴ διακονία τῶν ἀσθενῶν τελικοῦ σταδίου. Εἶναι ἡ ἀνιδιοτέλεια, ἡ παντελὴς ἐλευθερία ἀπὸ κάποιο ἀνταπόδομα. Ἡ προσφορὰ αὐτὴ δὲν ἔχει συναλλαγή, δὲν μπαίνει σὲ ζυγαριά δοῦναι καί λαβεῖν. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι δέν περιμένω κάτι. Δέν αἰσθάνομαι ὅτι κάποιος μοῦ χρωστάει. Οὔτε λίγη εὐγνωμοσύνη οὔτε ἕνα εὐχαριστῶ. Ὁ ἀσθενὴς ἢ καὶ οἱ συγγενεῖς μπορεῖ νά ἐκφράσουν τήν γκρίνια τους, τόν γογγυσμό τους, τήν ἀγανάκτησή τους, τό θυμό τους, τὴν ἀχαριστία τους. Περνοῦν τό βάσανό τους, δέν ξέρουν τί τούς φταίει καί εἶναι δυνατὸν νὰ ξεσπάσουν ἐπάνω μας. Ἄλλο πρᾶγμα εἶναι ἕνας εὔκολος ἀσθενής πού εὔχεται καὶ εὐγνωμονεῖ, καί ἄλλο ἕνας ποὺ διαμαρτύρεται καὶ ἐνῶ προσπαθεῖς νά τὸν βοη¬θήσεις, σοῦ φέρεται ἄκομψα. Ἀνιδιοτελὴς εἶναι αὐτὸς ποὺ δὲν περιμένει ἀντα¬πόδομα, ἀναγνώριση, κατανόηση, εὐγνωμοσύνη, εὐγένεια κ.ο.κ.
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι κάτι τέτοιο προϋποθέτει μιά πολύ λεπτή ἐσωτερική ἐλευ-θερία, ἀρκετά ὑψηλοῦ ἐπιπέδου. Ἐδῶ τὸ ἀναφέρουμε, ὄχι κατ’ ἀνάγκην γιὰ νὰ τὸ κατορθώσουμε στὴ ζωή μας, ὅσο γιὰ νά ὁρίσει τό φρόνημά μας, γιὰ νὰ φωτογρα¬φί-ζεται ἐπάνω του ἡ κάθε μας στιγμή καί ἡ κάθε ἐνέργειά μας.
Ὅταν κανεὶς προσφέρεται ὁ ἴδιος ὁλόκληρος, τότε γεμίζει. Καθὼς μοιράζει τόν χρόνο του, τή γνώση του, τή διάθεσή του, τό πρόγραμμά του, τήν ἄνεσή του, πλη-ροῦται καὶ ἀναγεννᾶται ὁ ἴδιος.
(δ) Θὰ κλείσω μὲ ἕνα τέταρτο τό ὁποῖο εἶναι πιό βαθύ. Καί αὐτό ἔχει νά κάνει μέ ἕνα ἐσωτερικό σθένος, τό ὁποῖο ἔχει δύο ἄξονες ἤ μᾶλλον δύο θεμέλια πάνω στά ὁποῖα στηρίζεται.
Τό ἕνα εἶναι τό θεμέλιο τῆς προσφερόμενης ἀγάπης καί τό ἄλλο εἶναι ἡ πίστη. Ὅταν μιλᾶμε γιὰ ἀγάπη ἐννοοῦμε κενωτικοῦ καί ὄχι κτητικοῦ χαρακτῆρα. Μιὰ ἀγάπη ποὺ δὲν τὴν κάνω γιά μένα ἢ ἐπειδὴ ἀπὸ μόνη της ἀνταμείβει ἤ γιατὶ προκαλεῖ τὴν εὐμένεια τοῦ ἄλλου ἢ γιατὶ καλύπτει τό δικό μου κοινωνικό ἢ ψυχολογικὸ κενό. Ἀλλὰ μιὰ ἀγάπη κενωτική, ἀνιδιοτελῆ. Μιὰ ἀγάπη ποὺ ἡ ἄσκηση της συνδυάζεται μὲ ἄδεια¬σμα ἀπὸ ἑαυτό καὶ ἀπὸ ἐγωισμό. Μιὰ ἀγάπη ποὺ ἀντικαθιστᾶ τὸ ἐγώ μου ἀπὸ τὸν ἄλλον, ποὺ βάζει στὸ κέντρο τῆς ζωῆς μου τὸν πάσχοντα ὡς ἀδελφό μου, ὡς τὸν καλὸ ἑαυτό μου. Μιὰ ἀγάπη ποὺ ὁδη¬γεῖ σὲ περιχώρηση ζωῆς, σὲ κοινωνία προσώπων.
Ἀλλὰ καὶ αὐτὸ ἀπὸ μόνο του δὲν εἶναι ἀρκετό. Ἂν δὲν ὑπάρχει πίστη, δὲν ὑπερβαίνεται οὔτε ὁ χωρισμὸς οὔτε τὸ ὁριστικὸ τέλος. Ἡ πίστη στὸν Θεό, στὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καὶ στὸν αἰώνιο προορισμὸ τοῦ ἀνθρώπου κάνει τὸν χωρισμὸ προσωρινὸ καὶ μεταμορφώνει τὸν θάνατο ἀπὸ τέλος σὲ πέρασμα, ἀπὸ ἀπόλυτο σκοτάδι σὲ μυστικὸ φῶς, ἀπὸ ἄγνωστο σὲ ποθούμενο, σὲ οἰκεία κατάσταση: «ποθει¬νὴν πατρίδα παράσχου μοι...» Παίρνει τὸν πόνο καὶ τὸν γλυκαίνει μὲ ἐλπίδα. Ἀγκαλιάζει τὸν φυσικὸ ἄνθρωπο τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ δίνει προοπτική ἀφθαρσίας. Στὶς δύσκολες αὐτὲς στιγμὲς ποὺ ἡ πίστη δοκιμά¬ζεται, ποὺ ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται πὼς βρίσκεται μέσα σέ μιά ἄβυσσο μεταφυσικῶν ἀποριῶν ἤ ἀναγκῶν ἤ θυμοῦ ἤ συγ¬χύσεως, ποὺ δέν καταλαβαίνει γιατί τοῦ συμβαί¬νουν αὐτά τά πράγματα, ποὺ δέν μπορεῖ νά τά δικαιολογήσει γιατί συμβαίνουν σ’ αὐτὸν καὶ ὄχι στόν διπλανό του ἤ γιατί συμβαίνουν σ΄αὐτόν τόν κόσμο στόν ὁποῖο τελικά βρέθηκε, καί ποῦ πηγαίνει, σὲ αὐτὲς τὶς στιγμὲς ποὺ τὰ αἰσθήματα τοῦ χωρισμοῦ καὶ τοῦ τέλους πνίγουν τὴν ἀνάσα τῆς ψυχῆς, ἡ ἀγάπη -ποὺ εἶναι τόσο μεγάλη- δείχνει πιὸ ἀδύναμη ἀπὸ τὴν πίστη. Ἀκόμη καὶ ἂν αὐτὴ βρίσκεται σὲ σπερματικὴ μορφή. Ἡ ἀναγκαιότητα τῆς πίστης εἶναι μεγαλύτερη ἀπὸ αὐτὴν τῆς ἀγάπης μας.
Ὁ πνευματικὸς λειτουργὸς μπορεῖ αὐτὴν τὴν σπερματικὴ πίστη νὰ τὴ ζωντα-νέψει, νὰ τὴν ἐνισχύσει, ἔστω καὶ τὴν τελευταία στιγμή. Καὶ μάλιστα καὶ χωρὶς λόγια. Ἀρκεῖ ὁ ἴδιος νὰ τὴν φιλοξενεῖ μέσα του.

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΩΝ ΑΣΘΕΝΩΝ ΤΕΛΙΚΟΥ ΣΤΑΔΙΟΥ
Τὸ ἐρώτημα ποὺ στὸ σημεῖο αὐτὸ ἀνακύπτει εἶναι βέβαια πῶς γίνεται ἡ δια-χείριση τοῦ ἐσωτερικοῦ περιεχομένου τοῦ ἀνθρώπου στίς πολύ δύσκολες αὐτές τελευταῖες στιγμές.
(α) Τό πρῶτο πρᾶγμα πού χρειάζεται εἶναι ἡ κατανόηση. Νά μπορέσει λίγο νά γίνει ἀναλυτικός κανείς μέσα του γιά νά μπεῖ στή θέση τοῦ ἄλλου. Νά φύγει ἀπό τή θέση αὐτοῦ ὁ ὁποῖος βοηθεῖ αὐτόν πού βρίσκεται σέ ἀνάγκη καί νά μπεῖ στή θέση αὐτοῦ ὁ ὁποῖος περιχωρεῖ στήν ἀνάγκη τοῦ ἄλλου. Νά καταλάβει δηλαδή πὼς εἶναι πολύ δικαιολογημένος ἕνας ἄνθρωπος μέ τέτοια δυσφορία, μέ καταρρέουσες τίς ἐσωτερικές του ἄμυνες, νά γογγίσει, νά διαμαρτυρηθεῖ, νά γίνει ἀπαιτητικός, νά εἶναι ἀγενής, νά ἔχει εἴτε ἔκπτωση τοῦ συναισθήματος εἴτε ἔκρηξη τῶν συναισθηματικῶν ἐκδηλώσεων καί εὐαισθησία, νά ἐπιζητεῖ τόν θάνατο, νά ἀμφισβητεῖ τά πάντα. Πρέπει νά μπορέσει κανείς νά μπεῖ πρῶτον στήν κατάσταση καί δεύτερον στήν ἰδιομορφία τοῦ προσώπου τοῦ ἀνθρώπου τόν ὁποῖο διακονεῖ.
Ἐπίσης, νά καταλάβει ὅτι ἕνας σύγχρονος ἄνθρωπος μεγαλώνει μέ ἐγωισμούς πού δέν ὑπῆρχαν σέ ἄλλες ἐποχές, μέ ὀρθολογισμούς, μὲ ἀπαιτήσεις γιά ἀπαντήσεις, ἐπιχειρήματα καί ἀποδείξεις. Σήμερα ἔχουμε μεγάλη δύναμη ἀλλά πολύ περιορισμένες ἀντοχές. Εἴμαστε ἄνθρωποι μέ πολλά θελήματα, ἀλλά μέ πολύ ἀπο-δυναμωμένη θέληση. Ἡ πίστη καὶ ὅταν ὑπάρχει εἶναι ὑποβαθμισμένη σὲ ποιότητα, μολυσμένη ἀπὸ τὸ μικρόβιο τοῦ ὀρθολογισμοῦ. Ὅταν λοιπόν πλησιάσουμε ἕναν τέτοιο ἄνθρωπο, τό πρῶτο πρᾶγμα πού ἔχουμε νά κάνουμε εἶναι νά τόν ἀγκαλιάσουμε μέ τόν σεβα¬σμό καί τήν κατανόησή μας γι΄αὐτό πού ὄντως εἶναι καί ὄχι αὐτό πού θά θέλαμε ἐμεῖς νά ἦταν.
(β) Ἕνα δεύτερο πρᾶγμα, εἶναι τό ἰσοζύγιο τοῦ λόγου καί τῆς σιωπῆς. Ὅταν βρεθοῦμε στό πλευρὸ ἑνὸς ἀνθρώπου ποὺ σβήνει, συχνὰ αἰσθανόμαστε μιά ἀνάγκη νά τόν πλησιάσουμε μέ πολλά λόγια εἴτε γιὰ νὰ ξεχασθεῖ εἴτε γιὰ νὰ παρη-γορηθεῖ. Αὐτὸ ὅμως δὲν εἶναι σωστό. Ἡ πιό μικρή ἐπιστολή τοῦ Μεγάλου Βασιλείου εἶναι ἡ ἐπιστολή πρός πενθοῦντα πατέρα, τρισήμισυ μόλις σειρές. Λέει ἐκεῖ ὁ ἅγιος ὅτι ἡ ψυχή τοῦ πονεμένου πατέρα εἶναι τόσο εὐαίσθητη σάν τό μάτι. Καί πούπουλο νά τοῦ βάλεις θά ἐρεθισθεῖ. Γι΄αὐτό καὶ δέν τοῦ λέει τίποτα καὶ ἀποφεύγει νὰ ἀπαντήσει στὸν καταιγισμό τῶν ἐρωτημάτων πού ἐκφράζουν τήν ἐσωτερική του ἀναστάτωση. Οὔτε οἱ συμβουλές, οὔτε τὰ ψευτο¬παρηγορητικὰ λόγια βοηθοῦν στὶς στιγμὲς αὐτές.
Ἀπὸ τὴν ἄλλη πάλι πλευρά, ἕνας ἀληθινὸς λόγος στὴν κατάλληλη στιγμὴ καὶ τὴν σκέψη φωτίζει καὶ λειτουργεῖ σὰν βάλσαμο στὴν ψυχή. Ὅπως ἐπίσης θὰ μπο-ροῦσε νὰ βοηθήσει καὶ ἡ ἀξιοπρεπὴς σιωπή, ἕνα δάκρυ, ἕνα χάδι. Μπορεῖ νά μήν ἀπαντήσουμε σέ καμμιά ἐρώτηση ὑπαρξιακῆς ἐντάσεως, ὅσο πιεστικὴ καὶ ἂν εἶναι, καὶ νὰ πιάσουμε τὸ χέρι ἢ νὰ ρωτήσουμε γιὰ κάποια πρακτικὴ ἀνάγκη. Αὐτό εἶναι σεβασμός καί λέει πολύ περισσότερα. Αὐτό θέλει σοφία γιὰ νά τό κάνει κανείς.
Θυμοῦμαι μία σχετικὰ νέα κυρία, ἡ ὁποία ἦταν καθηγήτρια τῆς Ἰατρικῆς καὶ πολιτικὸ πρόσωπο. Τή γνώριζα ὄχι πολὺ καλά, ὡς ἕναν ἀθλητικό τύπο, γεμᾶτο ζωντάνια. Προσβλήθηκε ἀπό ἐπιθετικὸ καρκῖνο. Λίγο πρὶν πεθάνει δέχθηκα ἕνα τηλε-φώνημα ἀπὸ τὸν ἄνδρα της νὰ τὴν ἐπισκεφθῶ, διότι, ὅπως μοῦ εἶπε, ἔφευγε καὶ ἔπρεπε νὰ βιαστῶ. Πῆγα λοιπόν καί τήν εἶδα ἐντελῶς ἀλλοιωμένη στὴν ὄψη, μή ἀναγνωρίσιμη, στό κρεβάτι, μέ μία εἰκόνα τῆς ἁγίας Αἰκατερίνης στὰ χέρια. Ἦταν τελικά ἡ παραμονή τοῦ θανάτου της. Μοῦ εἶπε:
- Ἕνα πρᾶγμα ἤθελα καί συγγνώμην πού σὲ ἔβαλα σὲ κόπο. Δέν θέλω νά μοῦ πεῖς ὅτι θά γίνω καλά. Δέν θέλω νά μοῦ διαβάσεις μιά εὐχή γιά νά γίνω καλά. Ἕνα πρᾶγμα θέλω∙ νά μέ συνοδεύει ἡ εὐχή σου στήν αἰώνια πορεία καί στό αἰώνιο ταξείδι μου.
- Μά, τῆς λέω: δέν σᾶς ἤξερα ἔτσι. Μοῦ ἀπαντάει:
- Φεύγω πολύ χαρούμενη, ὄχι βλέποντας πίσω τήν ζωή μου, τό πῶς πέρα¬σα, πού ὄντως ἧταν ὄμορφη καί εὐλο¬γημένη, ἀλλά βλέποντας κυρίως τήν προοπτική μου.
- Τί θὰ θέλατε ἀπό μένα; Ρωτῶ.
- Μιά εὐχή νά μοῦ διαβάσεις καί νά πεῖς στόν ἄντρα μου ὅτι φεύγω πολύ εὐτυχισμένη. Καὶ κάτι ἄλλο∙ νὰ τοῦ πεῖς καὶ δύο λέξεις. Δυσκολεύεται νὰ πιστέψει.
Ὁ πειρασμός νά ἀρχίσω ἐγώ νά τῆς κάνω ἕνα ἐκκλησιαστικοῦ τύπου κήρυγμα γιὰ νὰ τὴν στηρίξω, ἢ μᾶλλον γιὰ νὰ ἱκανοποιήσω τὸν ἑαυτό μου, ἦταν ὁρατός. Τὸ ἴδιο καὶ στὸν ἄνδρα. Ἔστω καὶ ἂν μοῦ τὸ εἶχε ἡ ἴδια ζητήσει. Αὐτὸς μόνο βγῆκε ἔξω καὶ κάπνιζε.
Δίστασα νὰ πάρω τὸ ρίσκο καὶ σιώπησα. Δέν εἶπα τίποτα. Ἐξ ἄλλου αὐτή μέ κάλεσε γιά νὰ ὠφεληθῶ ἐγώ -ἔτσι αἰσθάνθηκα- δέν μέ κάλεσε γιά νὰ στηριχθεῖ ἐκεί-νη. Μοῦ ἔδωσε πολὺ περισσότερα ἀπὸ ὅσα μποροῦσα ἐγὼ νὰ τῆς προσφέρω. Ἔτσι μέχρι σήμερα πιστεύω. Τί νὰ κάνω; νά ἀρχίσω νά τῆς λέω θρησκευτικά πράγματα περὶ πίστεως καὶ Θεοῦ; Δὲν τὰ χρεια¬ζότανε. Τὰ εἶχε ὅλα μέσα της. Οὔτε ὅμως καὶ στὸν σύζυγό της. Αὐτὸς δὲν εἶχε κουράγιο νὰ ἀκούσει. Πολλὲς φορὲς ἡ σιωπὴ πιστοποιεῖ τὴν ἀνιδιοτέλεια τῆς ἀγάπης μας. Καὶ αὐτὸ ἀρκεῖ!
Κι ἔτσι ἔφυγε, κάτω ἀπό πολύ δύσκολες συνθῆκες. Αὐτή εἶναι ἡ περίπτωση ἐνός ἀνθρώπου πού ἔχει μέσα του φυσικά ἀποθέματα πίστεως καί μέ κάποιο τρόπο στή δύσκολη στιγμή του τοῦ βγαίνουν.
Θά μποροῦσε νά ὑπάρχει ἕνας ἄλλος πού νά εἶναι τό ἐντελῶς ἀντίθετο. Αὐτὸς θὰ ἀπαιτοῦσε ἄλλο χειρισμό. Συνεπῶς δέν ὑπάρχει πρωτόκολλο συμπεριφορᾶς, ἀλλά ὑπάρχει ἕνα ἄρθρο σέ ἕνα πρωτόκολλο σεβασμοῦ τό ὁποῖο ἐπιβάλλει τὴν ἰσορροπία λόγου καί σιωπῆς. Αὐτὸ δὲν πρέπει νὰ τὸ παραβιάζουμε.
(γ) Δίπλα σὲ αὐτὰ θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ ἀναφερεθεῖ στὴ φροντίδα γιά τὶς καθη¬μερινὲς πρακτικὲς ἀνάγκες, στὸν τρόπο, στὴν ἐπιμέλεια, στὴ διάθεση, στὸν χρόνο μὲ τὸν ὁποῖο πρέπει νὰ ἐπιτελεῖται ἡ ὅλη διακονία. Ἐπίσης, ἡ ἔκφραση τῆς ἀγάπης ὡς καλωσύνης. Ἡ καλωσύνη εἶναι κάτι πολύ ἀνθρώπινο, πολύ ἱερό, πολύ ζεστό καί πολύ ἐνισχυτικό καί ἀναγκαῖο. Θά πρέπει δηλαδή οἱ ἄνθρωποι τούς ὁποίους ἀγκαλιάζουμε, νά αἰσθανθοῦν ὅτι μᾶς εἶναι καί ἀγαπητοί καί ἐπιθυμητοί καί πολύτιμοι.
Μᾶς εἶναι ἀγαπητοί ἔστω καί ἐάν εἶναι σέ μιά τόσο δύσκολη θέση πού ἀπαιτεῖ γιά μᾶς θυσία. Μᾶς εἶναι ἐπιθυμητοί ἔστω καί ἐάν εἶναι δύστροποι, προκλητικοί, ἀχάριστοι καμμιά φορά. Καί μᾶς εἶναι πολύτιμοι ἔστω καί ἐάν δέν μποροῦν νά προσφέρουν τίποτα στήν λογική τῆς προσφορᾶς, ὅπως τήν ἐννοοῦν οἱ σύγχρονες κοινωνίες μας. Ὅταν αὐτό τό νοιώσει ὁ πάσχων καί ὅταν βγεῖ ἀπό μᾶς ἡ διακονία μας κυρίως ὡς εὐγνωμοσύνη γιά τήν εὐκαιρία πού μᾶς δίνεται, τότε αὐτό μπορεῖ νά εἶναι ὅ,τι καλύτερο μποροῦμε νὰ προσφέρουμε.
(δ) Θά κλείσω μὲ ἕνα τέταρτο στοιχεῖο τό ὁποῖο εἶναι ἰδιαίτερα σημαντικό. Εἶναι ὅτι ἡ προσπάθεια σὲ αὐτὴν τὴν διακονία ἐπιτελεῖται κατ’ ἀνάγκην ὁλιστικὰ καὶ συλ¬λογικά. Ὁλιστικὰ σημαίνει ὅτι ὁ κάθε ἀσθενὴς ἀντιμετωπίζεται στὸ σύνολό του, δηλα¬δὴ φυσικά, ψυχολογικά, κοινωνικά, πνευματικὰ καὶ σὲ συνάρτηση μὲ τὸ περι¬βάλλον, τὴν ἱστορία καὶ τὰ δεδομένα του. Γιὰ νὰ γίνει αὐτὸ χρειάζεται ὁ για-τρός, ὁ νο¬σηλευτής, ὁ ψυχολόγος, ὁ κοινωνικός λειτουρ¬γός, ὁ φυ¬σικοθεραπευτής, ὁ ἐθελο¬ντής, ὁ ἱερέας, ὅλοι. Ἔτσι ἀγκαλιά¬ζου¬με τόν ἄνθρωπο ὅλοι καί ὅλον.
Συλ¬λογική προσπάθεια σημαίνει ὄχι μόνον ὅτι ὅλοι αὐτοὶ ποὺ συναπαρτίζουν τὴν ὁμάδα συνυ¬πηρε¬τοῦν συμπληρωματικῶς, ἀλλά καὶ ὅτι εἶναι συνδυασμένοι μεταξύ τους καὶ συντο¬νισμένοι, μὲ ἀμοιβαῖο σεβασμό, χωρὶς προσωπικὲς διαφορές, χωρὶς ἀτο¬μικὲς ὑπερ¬βολές. Εἶναι τόσο λεπτοὶ οἱ χειρισμοί, τόσο εὐαίσθητες οἱ ψυχὲς τῶν ἀνθρώ¬πων, τόσο μεγάλες οἱ δυσκολίες, ποὺ καὶ οἱ μικρότερες διαταραχὲς στὴ δια¬κονία μεγεθύνονται. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι λειτουργοῦμε ὡς ὁμάδα καὶ ἕκαστος ἐκ τῶν μελῶν ἔχει εἰρηνεύσει μέ τούς λογισμούς του, εἶναι ἰσορροπημένος μέ τόν ἑαυτό του, μέ τό καθημερινό καί τό εὐρύτερο περιβάλλον του. Αὐτὸ ἀποτελεῖ μία ἀπὸ τὶς σοβα¬ρότερες προϋποθέσεις ἐπιτέλεσης τῆς ἀνακουφιστικῆς ἀποστολῆς. Μόνον ἔτσι εἶναι δυνατὸν νὰ λειτουργεῖ ἐναρμονισμένα ἡ ὁμάδα καὶ ὁ καθένας νά συμβάλλει μέ τό δικό του χάρισμα καί τίς δικές του δυνατότητες, ὥστε νὰ προκύψει ἕνα ἁρμονικό ἀποτέλεσμα, τό ὁποῖο πραγματικά νὰ μεταγγίζει δύναμη καὶ ἐλπίδα καὶ νά ἀποπνέει σιγουριὰ καὶ ἔμπνευση.
Αὐτὰ γιὰ νὰ γίνουν ἀπαιτοῦν ἐξειδικευμένη γνώση, διαρκῆ ἐκπαίδευση καὶ δυνατότητα ἀνανέωσης.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Ὅλα ὅσα προαναφέρθηκαν οὔτε εὔκολα εἶναι οὔτε ἀσφαλῶς ἐξαντλοῦν τὴν πραγματικὴ εἰκόνα ποὺ συνθέτει, ποὺ φέρνει μαζί, τὴν μεγάλη ἀνάγκη μὲ τὸ μεγαλεῖο καὶ τὴν ἀπο¬στολή. Ἡ ἀνακουφιστικὴ φροντίδα, ἰδίως στὸ ἐπίπεδο τῆς στήριξης, εἶναι ἕνα ἄθλημα προσωπικῆς αὐθυπέρβασης καὶ ἀμοιβαίας κοινωνίας, τὸ ὁποῖο ἐπιτελεῖται σὲ τρεῖς βαθμίδες. Ἀρχικὰ συμ-παριστάμεθα στὸν ἀσθενῆ, δηλαδή εἴμαστε στό πλευρό, παρόντες, ἐκεῖ, συνέχεια μὲ ὅλο μας τὸν ἐνδιαφέρον καὶ τὴ διάθεση νὰ βοηθήσουμε. Στὴ συνέχεια συμ-πορευόμαστε, προχωροῦμε μαζί του, στὸν ἀνή¬φορο, τὴ δυσκολία, τὸν ἀγῶνα του. Ἀλλάζουμε τό πρόγραμμα τῆς ζωῆς μας, δημι¬ουργοῦμε νέα ρουτίνα καθημερινότητας, νέα λογική χαρᾶς, εὐτυχίας, ἐπιδιώξεων, προσανα¬τολισμοῦ, στόχων, ἡ ὁποία περνάει μέσα ἀπό τή ζωὴ τῶν ἀσθενῶν, ἔστω καί ἐάν γνωρίζουμε ὅτι σύντομα θὰ φύγουν.
Ἀνώτερη κατάσταση εἶναι τὸ συμ-πάσχειν, τὸ νὰ πάσχουμε μαζί, ὄχι μὲ τὴν ἔννοια τοῦ ὑποφέρειν ἀλλὰ μὲ τὴν ἔννοια τοῦ περιχωρεῖν, δηλαδὴ νὰ ζοῦμε μαζί τό πρόβλημα τοῦ ἄλλου ὡς δικό μας, νὰ συμμετέχουμε ὁλιστικά, νὰ φορτωνόμαστε τὸ βάρος του, τό ὁποῖο στήν οὐσία ἀποτελεῖ καὶ γιά μᾶς μιά μεγάλη εὐλογία προσωπικοῦ ἀφυπνισμοῦ, κυρίως ὅμως σχέσης μέ τούς ἀνθρώπους ποὺ καλούμαστε νά διακο¬νήσουμε.
Μέσα σέ ὅλο αὐτό τό πλαίσιο, κάθε θυσία, κάθε δυσκολία, πού ὅλοι κάνουμε γιά αὐτόν τόν σκοπό ἀξίζει πολύ καί πολλά. Θεωρῶ ὅτι ἡ ἀνάγκη εἶναι πολύ μεγάλη σέ αὐτόν τόν τομέα, ὁ στόχος εἶναι πολύ ὑψηλός, ἀλλά ταυτόχρονα εἶναι πολύ ὄμορ¬φος καί ἡ ἀνταμοιβὴ ἀνεκτίμητη.
Ἡ ἀνακουφιστικὴ στήριξη ἔχει κάτι τὸ θεϊκό μέσα της. Δίνει τὸν Θεό. Δείχνει τὸν Θεό.






«Μείζω τούτων ὄψει»
 
Μητροπολίτου Μεσογαίας & Λαυρεωτικῆς Νικολάου




Σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας ἔχει τὴ γιορτή της. Ἐνῶ ὅμως βάση τῆς ἡμέρας αὐτῆς ἀποτελεῖ κάποιο ἱστορικὸ γεγονός, ἡ ἀναστήλωση τῶν ἁγίων εἰκόνων, σήμερα δὲν γιορτάζουμε τὴν οὕτως ἢ ἄλλως ἔνδοξη ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ τιμοῦμε αὐτὸ ποὺ ἠχεῖ παράξενα στὶς μέρες μας∙ τὴ σημασία τῶν δογμάτων. Τιμοῦμε τὴν Ὀρθόδοξη πίστη, τὴ σχέση της μὲ τὴν ἀλήθεια, τὴν Ὀρθοδοξία ὡς μοναδικὴ ἔκφραση τῆς ἀλήθειας τοῦ Θεοῦ.

Τί εἶναι ὅμως ἀκριβῶς ἡ Ὀρθοδοξία; Εἶναι μία ἀπὸ τὶς πολλὲς θρησκεῖες, ἐνδεχομένως ἡ καλύτερη; Εἶναι μία φιλοσοφικὴ προσέγγιση τῆς μεταφυσικῆς ἀλήθειας, πιθανὸν ἡ πιὸ ὁλοκληρωμένη; Εἶναι μία σημαντικὴ παράδοση ἱστορίας καὶ χριστιανικοῦ πολιτισμοῦ, ἴσως ἡ ἀρχαιότερη; Ἢ μήπως εἶναι κάτι ἄλλο, πέραν ἀπὸ ὅλα αὐτά, πολὺ λεπτὸ καὶ πολὺ βαθύ;

Μόλις πρὸ ὀλίγου, ἀκούσαμε μιὰ εὐαγγελικὴ περικοπή, ἰδιαίτερα ἐνδιαφέρουσα καὶ ἀποκαλυπτική· τὴ συνάντηση καὶ συνομιλία τοῦ Κυρίου μὲ τὸν Ναθαναήλ. Καὶ εἶναι ἀποκαλυπτικὴ μὲ τὴν ἔννοια ὅτι ὁ Κύριος τοῦ ἀποκαλύπτει καὶ τὸ βάθος τῆς ψυχῆς του καὶ γεγονότα τῆς ζωῆς του μὲ πολὺ ἁπλὸ ἀλλὰ ἐντυπωσιακὸ τρόπο. Τοῦ λέγει ὅτι εἶναι πραγματικὸς Ἰσραηλίτης «ἐν ᾧ δόλος οὔκ ἐστι» (Ἰω. α΄ 47), στοῦ ὁποίου τὴν καρδιὰ δὲν ὑπάρχει πονηρία, δὲν ὑπάρχει κακία, δὲν ὑπάρχει σκληρότητα. Καὶ τὸ λέγει αὐτὸ χωρὶς προηγουμένως νὰ τὸν γνωρίζει, χωρὶς κάποιος νὰ τοῦ τὸ ἔχει πεῖ. Ἐκεῖνος ξαφνιάζεται καὶ τότε ὁ Κύριος προβαίνει σὲ δεύτερη ἀποκάλυψη· ὅτι λίγο πρὶν Τὸν πλησιάσει τὸν εἶδε νοερὰ νὰ κάθεται κάτω ἀπὸ μιὰ συκιά. Τότε, ἔκπληκτος ὁ Ναθαναὴλ ξεσπᾶ σὲ μιὰ ὁμολογία πίστεως, «ὅτι σὺ εἶ ἀληθῶς ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, σὺ εἶ ὁ Βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ» (Ἰω. α΄ 49). Ὁ Κύριος δὲν μένει σὲ αὐτό, ἀλλὰ πολὺ ἁπλᾶ τοῦ ἀπαντᾶ «ὅτι εἶδόν σε ὑποκάτω τῆς συκῆς πιστεύεις; μείζω τούτων ὄψει» (Ἰω. α΄ 50)· σὲ ἐξέπληξε τὸ ὅτι σὲ εἶδα ποὺ καθόσουν κάτω ἀπό τὴ συκιά; Δὲν εἶναι τίποτε τὸ νὰ σοῦ ἀποκαλύψω κάτι ἀπὸ τὴ ζωή σου, τὸ νὰ σὲ ἀποκαλέσω ἐνδεχομένως μὲ τὸ ὄνομά σου, ἐνῶ δὲν γνωριζόμαστε, ἢ τὸ νὰ φανερώσω καὶ κάποια ἀπὸ τὰ βαθύτερα μυστικά τῆς ψυχῆς σου. Ἂν ἔρθεις κοντά μου, «μείζω τούτων ὄψει», πολὺ μεγαλύτερα πράγματα πρόκειται νὰ δεῖς∙ καὶ αὐτὴν τὴν μεγάλη ὁμολογία ποὺ ἔκανες πολὺ διαφορετικὰ θὰ τὴν ἐπαναλάβεις καὶ θὰ τὴν ἀντιληφθεῖς.

Σὲ αὐτὴν ἀκριβῶς τὴ ρήση τοῦ Κυρίου ἀξίζει νὰ ἑστιάσουμε γιὰ λίγο τὴν προσοχή μας. Ποιά ἆραγε εἶναι αὐτὰ τὰ μεγαλύτερα; Τί θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι μεγαλύτερο ἀπὸ μία προορατικὴ καὶ διορατικὴ ἱκανότητα; ἀπὸ ἕνα ἐντυπωσιακὸ σημεῖο; ἀπὸ μία συνάντηση ποὺ ὁδηγεῖ στὴν αὐθόρμητη ὁμολογία ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός; Μέσα σὲ αὐτὰ τὰ ὑπερθετικὰ μείζονα κρύβεται ἡ βαθύτερη ταυτότητα καὶ οὐσία τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ διαφύλαξη, ἡ φανέρωση, ἡ μαρτυρία καὶ ἡ θέα τῶν μειζόνων καὶ ἀπὸ τὰ μεγάλα καὶ στὴ συνέχεια ἡ ἐξ αὐτῶν ἀπορρέουσα ἀναγνώριση καὶ ὁμολογία τοῦ Χριστοῦ ὡς τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ.

Τὸ περιστατικὸ μὲ τὸν Ναθαναὴλ ἀναφέρεται στὸ α΄ κεφάλαιο τοῦ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγελίου. Λίγο παρακάτω παρατίθενται κάποια λίγα μὲν ἀλλὰ χαρακτηριστικὰ θαύματα τοῦ Κυρίου. Τὸ πρῶτο εἶναι τὸ θαῦμα τῆς Κανά, τῆς μετατροπῆς τοῦ νεροῦ σὲ κρασί, ἀκολουθεῖ αὐτὸ τοῦ χορτασμοῦ τῶν πεντακισχιλίων, στὴ συνέχεια ἡ κατασίγαση τῆς τρικυμίας, ἡ ἀνάβλεψη τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ - ὅλα αὐτὰ ἀσφαλῶς πιὸ ἐντυπωσιακὰ ἀπὸ τὸ πρῶτο.

Ἡ ἁλυσσίδα τῶν μεγάλων καὶ συγκλονιστικῶν ἔργων τοῦ Θεοῦ ἀποκορυφώνεται στὸ ια΄ κεφάλαιο μὲ τὴν ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου. Χωρὶς ἀμφιβολία ἐδῶ ἔχουμε φτάσει στὸ μέγιστο τῶν σημείων. Ὁ Λάζαρος «τεταρταῖος» νεκρός, τέσσερις μέρες στὸν τάφο, ποὺ «ὄζει», μυρίζει, καὶ ὁ Κύριος τὸν ἀνασταίνει καὶ μετὰ συνεστιάζεται μαζί του. Ὁ Κύριος ὑπερβαίνει τὸν χρόνο καὶ τὴ λογική, ἐξέρχεται ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα μέτρα, εἶναι κυρίαρχος τῆς φύσης, κυριαρχεῖ καὶ στὴ ζωὴ καὶ στὸν θάνατο.

Εἶναι ὅμως αὐτὰ τὰ «μείζονα» τὰ ὁποῖα ὑποσχέθηκε ὁ Κύριος στὸν Ναθαναήλ ἢ μήπως καὶ κάτι ἄλλο;

Ὁ Ἰωάννης στὸ Εὐαγγέλιο καὶ στὶς Ἐπιστολές του χρησιμοποιεῖ συχνὰ τὴ λέξη «μεῖζον»∙ μιλάει γιὰ μεγάλα –γι’ αὐτὰ ποὺ ἐπιδιώκονται, ποὺ κατανοοῦνται- καὶ στὴ συνέχεια γιὰ «μείζονα», γιὰ ἀκόμη μεγαλύτερα -γι’ αὐτὰ ποὺ ἀποκαλύπτονται, μέσα στὰ ὁποῖα κρύβεται ἡ ἀλήθεια. Τὸ ἴδιο καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ἐνῶ ὁμιλεῖ γιὰ τὰ μοναδικὰ χαρίσματα τοῦ Θεοῦ στοὺς πιστοὺς τῆς πρώτης Ἐκκλησίας, προχωρεῖ στὰ «κρείττονα» χαρίσματα καὶ ἀναφέρεται στὴν ἀρετὴ τῆς ἀγάπης ὡς τὸ «μέγα μυστήριον» καὶ ὡς «καθ’ ὑπερβολὴν ὁδόν»: «ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ κρείττονα. Καὶ ἔτι καθ’ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι» (Α΄ Κορ. ιβ΄ 31).

Αὐτὴν τὴν ἀγάπη ὁ Ναθαναὴλ δὲν τὴν ἄκουσε μόνον ὡς διδασκαλία∙ τὴν εἶδε ἔκδηλη στὸ πρόσωπο καὶ στὴ ζωὴ τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου ὡς τὸ μεῖζον καὶ κρεῖττον ὅλων τῶν χαρισμάτων, τῶν ὑπερβατικῶν σημείων καὶ τῶν ἀρετῶν, ὡς μεῖζον καὶ αὐτῶν τῶν θαυμάτων τοῦ Χριστοῦ.

Ὁ Ἰωάννης ὅμως συνεχίζει καὶ μὲ ἄλλα παράδοξα καὶ μείζονα.  Λέει κάπου ὁ Κύριος· «ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ τὰ ἔργα ἃ ἐγὼ ποιῶ κακεῖνος ποιήσει καὶ μείζονα τούτων ποιήσει» (Ἰω. ιδ΄ 12). Ὁ λόγος αὐτὸς ἀξίζει ἰδιαίτερης προσοχῆς!  Κάθε πιστὸς ποὺ συντηρεῖ τὴν ἐνέργεια τοῦ βαπτίσματός του στὴν κολυμβήθρα τῆς Ἐκκλησίας μας τὰ ἔργα ποὺ ὁ Κύριος ἐποίησε ποιεῖ καὶ μπορεῖ «μείζονα τούτων» νὰ ἐπιτελέσει.

Αὐτὸ συνέβη μὲ τοὺς ἁγίους ἀποστόλους. Αὐτοί, ὅπως ἀναφέρεται στὸ ε΄ κεφάλαιο τῶν Πράξεων, ἔκαναν «σημεῖα καὶ τέρατα» (στ. 12), ὁ δὲ Πέτρος θεράπευε καὶ μὲ μόνη τὴ σκιά του (στ. 15). Κάτι τέτοιο δὲν συνέβη μὲ τὸν Κύριο. Ἀνάλογα καὶ μεγαλύτερα κατορθώματα συναντᾶ κανεὶς καὶ στὰ μαρτύρια τῶν ὑπολοίπων ἀποστόλων καὶ γενικὰ στὴ ζωὴ τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας.  Ὁ ἅγιος Ἀλύπιος ἔζησε πενήντα τρία συναπτὰ χρόνια πάνω σὲ μιὰ κολώνα· γι’ αὐτὸ καὶ ὀνομάσθηκε κιωνίτης! Ἡ ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία ἀποτελεῖ ἕνα ἄλλο παράδειγμα. Ὁ Κύριος ἔζησε σαράντα μέρες στὴν ἔρημο. Αὐτὴ ἔζησε σὲ πλήρη μόνωση σαράντα ἑπτὰ χρόνια στὴν ἔρημο τοῦ Ἰορδάνου. Αὐτὸ εἶναι ὄντως μεγάλο! Εἶναι ὅμως καὶ τὸ μεῖζον;

Ὄχι!  Αὐτὸ δὲν εἶναι τὸ μεῖζον. Αὐτὸ δείχνει τὸ μεῖζον. Ὁ Κύριος δὲν κρατάει τὴ δύναμη Του γιὰ τὸν ἑαυτό Του, γιὰ νὰ ἐπιτελεῖ μόνον Αὐτὸς σημεῖα. Δὲν κρατάει γιὰ τὸν ἑαυτό Του τὴν ἁγιότητα ἢ τὸν λόγο Του, γιὰ νὰ τὰ προσφέρει σὲ μᾶς, νὰ κοιτοῦμε ἐντυπωσιασμένοι καὶ νὰ εἴμαστε ἐκτός. Ἀλλὰ τὰ προσφέρει ὅλα, καὶ δύναμη καὶ λόγο καὶ ζωὴ ὡς δυνατότητα στοὺς πιστούς, ἔστω καὶ ἂν εἶναι μικροί, ἀδύναμοι ἢ καὶ ἁμαρτωλοί. Εἶναι κοινωνούμενος, «προσφέρων καὶ προσφερόμενος, κλώμενος καὶ ἐκχυνόμενος καὶ διαδιδόμενος». Αὐτὸ εἶναι τὸ μεῖζον. Τὸ ὅτι ποιοῦν οἱ ἄνθρωποι καὶ μείζονα στὸ ὄνομά Του εἶναι ἀπόδειξη τῆς κοινωνίας Του. Αὐτὸ τὸ δῶρο, ἀποτελεῖ μείζονα ἐμπειρία ἀπὸ τὴν ἀποκάλυψη ποὺ ἔκανε στὸν Ναθαναήλ. 

Ἂς προχωρήσουμε ἕνα ἀκόμη βῆμα. Λίγο πρὶν μιλήσει ὁ Κύριος γιὰ τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα Του στοὺς μαθητὲς καὶ στοὺς παρόντες ἐκεῖ Ἰουδαίους, λέγει τὸ ἑξῆς: «ὁ γὰρ πατὴρ φιλεῖ τὸν υἱὸν καὶ δείκνυσιν αὐτοῦ πάντα ἃ αὐτὸς ποιεῖ καὶ μείζονα τούτων δείξει αὐτῷ ἔργα ἵνα ὑμεῖς θαυμάζητε» (Ἰω. ε΄ 20), δηλαδὴ ὁ Θεὸς Πατὴρ ἀγαπᾶ τόσο τὸν Θεὸ Υἱό, τὸν Κύριο, ὥστε κάθε τι τὸ ὁποῖο κάνει Τοῦ τὸ φανερώνει καὶ τὸ ἐνεργεῖ μαζί Του, ἀλλὰ καὶ διὰ Αὐτοῦ θὰ δείξει καὶ μεγαλύτερα ἔργα, ποὺ ἐσεῖς θὰ τὰ θαυμάζετε.

Ποιὰ εἶναι αὐτά τὰ μεγαλύτερα ἔργα τοῦ Θεοῦ; Εἶναι ἡ Θεία Οἰκονομία, δηλαδὴ τὸ γεγονὸς τῆς Ἐνσαρκώσεως τοῦ Θεοῦ καὶ Λόγου, ἡ Μεταμόρφωση, τὸ Πάθος, ἡ Ἀνάσταση, εἶναι προηγουμένως ἡ προσφορά τοῦ μυστηρίου κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου, εἶναι ἡ Ἀνάληψη, ἡ Πεντηκοστή. Αὐτὰ ὅλα συναποτελοῦν τὸ μεῖζον ἔργο τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ ἀποκάλυψη αὐτοῦ τοῦ ἔργου εἶναι ὅ,τι μεγαλύτερο μπορεῖ νὰ δοθεῖ σὲ ἕναν πιστό. Αὐτὸ γίνεται μέσα ἀπὸ τὴ βίωση τῆς θεολογίας. Στὴν οὐσία εἶναι διὰ πίστεως μετοχὴ στὸ μυστήριο τῆς σωτηρίας, μετοχὴ στὰ γεγονότα ποὺ προηγοῦνται ἀπὸ ἐμᾶς καὶ ἕπονται.  Ὁ Ναθαναὴλ δὲν εἶδε τὴ Γέννηση τοῦ Κυρίου, δὲν ἦταν παρὼν στὴ Μεταμόρφωση, οὔτε ἀπὸ ὅ,τι φαίνεται στὶς ἀναφορές τῶν εὐαγγελιστῶν, ἦταν παρὼν στὴ Σταύρωση καὶ φυσικὰ κανεὶς δὲν ἦταν παρὼν στὴν Ἀνάσταση. Δέχθηκε ὅμως τὴν ἀποκάλυψη τοῦ μυστηρίου. Συνήντησε τὸν Κύριο Ἀναστάντα «ἐπὶ τῆς θαλάσσης τῆς Τιβεριάδος» (Ἰω. κα΄ 1,2). Αὐτὸ εἶναι τὸ μεῖζον, γιὰ τὸ ὁποῖο τελικὰ ἔδωσε καὶ τὴ ζωή του.

Ἔτσι, ὁ κάθε ἕνας μας δὲν βλέπει μόνο τί κάνει ὁ Θεὸς οὔτε μόνο τί δίνει ὁ Θεός, ἀλλὰ μπορεῖ τελικὰ νὰ ἀναγνωρίσει ποιὸς εἶναι ὁ Θεός. Ὄχι μόνον νὰ δεῖ τὰ ἔργα Του, οὔτε νὰ διακρίνει τὶς ἐνέργειές Του, οὔτε τὰ σημεῖα ποὺ ἔμμεσα Τὸν φανερώνουν, ἀλλὰ νὰ ἀντικρύσει Αὐτὸν «καθὼς ἐστίν», ὅπως λέγει ὁ Ἰωάννης (Α΄ Ἰω. γ΄ 2). Νὰ ζεῖ τὸν Θεὸ ὄχι ὅπως Τὸν φαντάζεται, οὔτε ὅπως Τὸν περιγράφουν τὰ βιβλία, ἀλλὰ ὅπως τοῦ ἀποκαλύπτεται ὁ Ἴδιος, ὅπως Αὐτὸς εἶναι.

Ὀρθόδοξία εἶναι ἡ θέα τῶν μειζόνων. Ἡ ἐμπειρία τοῦ «καθὼς ἐστίν». Ἡ χρήση ὅλων αὐτῶν τῶν ὑπερθετικῶν ἁγιογραφικῶν ὅρων, ὅπως τὸ μεῖζον τῶν σημείων, τὰ κρείττονα τῶν χαρισμάτων, τὸ περισσὸν τῆς ζωῆς, τὸ καινὸν μυστήριον, τὸ ὑπερπερίσσευμα τῆς χάριτος, ἀποτελεῖ τὸ περίγραμμα τοῦ Ὀρθόδοξου φρονήματος. Ἡ Ὀρθοδοξία μεταφέρει τὴν ἀλήθεια τῆς θεότητος στὴν πραγματικότητα τῆς ζωῆς, μπολιάζει τὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν ἐμπειρία τοῦ ἀκτίστου, τοῦ ἀκατανοήτου, τοῦ ἀπρόσιτου. Μὲ τὸν τρόπο αὐτόν, ἀνάγει τὴν ψυχὴ τοῦ κάθε πιστοῦ στὸ μέγιστο τοῦ ὕψους της, τῆς προσδίδει τὴ μεγαλύτερή της ἔκταση, τὴν διαστέλλει καὶ τελικῶς μὲ ὁρμὴ τὴν ὠθεῖ στὸ πιὸ ἀπόμακρο σημεῖο ποὺ αὐτὴ μπορεῖ νὰ φθάσει. Τὴν βγάζει ἀπὸ τὰ στενὰ ὅρια τοῦ ἀνθρώπινου καὶ τὴν μεταφέρει στὴν «ἐλευθερία τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ» (Ρωμ. η΄ 21).

Ὅλα αὐτὰ προσφέρονται ἔστω καὶ ἄν ἐμεῖς δὲν θὰ τὰ καταφέρουμε, ἔστω καὶ ἂν μᾶς φαίνονται τόσο μεγάλα ποὺ δὲν μποροῦμε οὔτε νὰ τὰ σκεφτοῦμε. Καὶ ἀσφαλῶς ἔτσι εἶναι. Παρὰ ταῦτα, ἡ Ἐκκλησία μας τὰ διαφυλάσσει ὡς ἄλλη κιβωτός, τὰ ἐπαναλαμβάνει καὶ τὰ προσφέρει διαρκῶς στοὺς πιστοὺς ὡς βίωμά της καὶ ὡς ὅραμα καὶ προοπτική μας. Ἀκόμη κι ἂν δὲν ζήσουμε αὐτὲς τὶς μείζονες καταστάσεις, τουλάχιστον μποροῦμε νὰ ἐμπνεόμαστε ἀπὸ αὐτές, νὰ τὶς ἐπιθυμοῦμε, νὰ τὶς πιστεύουμε ὅτι ὑπάρχουν, νὰ τὶς διακρίνουμε στὸν ὁρίζοντα τῶν προοπτικῶν μας, νὰ διαμορφώνουν τὸ φρόνημα καὶ τὸν προορισμό μας, νὰ ξεπερνοῦμε μὲ τὸ πνεῦμα καὶ τὸ ἦθος τους τὶς ὅποιες κρίσεις μας.

Οἱ ὅροι ποὺ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία χρησιμοποιεῖ στὴ θεολογία της ἐκφράζουν τὴν ἀνωτέρα δυνατὴ κατάσταση καὶ γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Αὐτὴν τῆς θεώσεως, δηλαδὴ τῆς μετὰ τοῦ Θεοῦ κοινωνίας, γύρω ἀπὸ τὴν προοπτικὴ τῆς ὁποίας δομεῖται ἡ Ὀρθόδοξη ἀνθρωπολογία. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀπάντηση τῆς Ὀρθοδοξίας στὴν διὰ μέσου τῶν αἰώνων προσπάθεια ἀπομείωσης τοῦ ἀνθρώπου ὡς εἰκόνας τοῦ Θεοῦ καὶ ἰσοπέδωσής του στὸ ἐπίπεδο τῆς ἐφημερότητος καὶ τῆς βιολογικῆς ζωικότητος.

Ἡ Ὀρθοδοξία δὲν εἶναι ἕνα θρησκευτικὸ ἰδεολόγημα ποὺ καλεῖται κανεὶς νὰ υἱοθετήσει, οὔτε ἕνα θεολογικὸ φιλοσόφημα ποὺ πρέπει νὰ ἀποδεχθοῦμε, οὔτε ἕνα ἠθικὸ σύστημα μὲ τὸ ὁποῖο ἀρκεῖ ὁ πιστὸς νὰ συμμορφωθεῖ. Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ ἀλήθεια ποὺ προτρέπεται ὁ καθένας μας νὰ πιστεύσει, σύμφωνα μὲ αὐτὴν νὰ ζήσει καὶ μέσα ἀπὸ αὐτὴν νὰ ἐλευθερωθεῖ. Εἶναι ἡ θέα τῶν μειζόνων καὶ ἀπὸ τὰ θαύματα, εἶναι ἡ ἐπιλογὴ τῶν κρειττόνων καὶ ἀπὸ τὰ χαρίσματα, εἶναι ἡ ὁδὸς τῆς ἀνάδειξης τοῦ ἀνθρώπου σὲ θεόμορφο πλάσμα, εἶναι θεία ἀποκάλυψις ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἑτερότητα τῆς λογικῆς, εἶναι ἡ μόνη διέξοδος στὰ ἀδιέξοδα τῶν πάσης φύσεως προσωπικῶν ἢ καὶ κοσμικῶν κρίσεων.

Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ βίωση τῆς μετάνοιας, ὅπως παρουσιάζεται στὴν ἀκρότητά της ὡς μείζων πύλη σωτηρίας στὸν βίο τῆς ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας τὴν ὁποία καὶ θὰ τιμήσουμε τὴν Ε΄ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν∙ εἶναι ἡ ὁδὸς τῶν ἀρετῶν, ὅπως αὐτὴ ἀναδεικνύεται ὡς μείζων ἔργο τοῦ κάθε πιστοῦ στὸ ὑπέροχο βιβλίο τῆς Κλίμακος τοῦ Ἰωάννου ποὺ θὰ θυμηθοῦμε τὴν Δ΄ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν∙ εἶναι ὁ θησαυρὸς τῆς θεολογίας τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, τοῦ ὁποίου τὴ μνήμη θὰ γιορτάσουμε τὴν προσεχῆ Β΄ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν καὶ ἡ ὁποία ἀναδεικνύει τὴ θέωση ὡς μείζονα προοπτικὴ τοῦ ἀνθρώπου∙ εἶναι ἡ ἀναγνώριση τοῦ Σταυροῦ τοῦ Κυρίου, τὸν ὁποῖο θὰ προσκυνήσουμε τὴν Γ΄ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν ὡς ζωὴ καὶ ἀνάσταση. Τί τούτων μείζων; 

 Εἶναι μεγάλη εὐλογία νὰ εἶναι κανεὶς Ὀρθόδοξος χριστιανός. Εἶναι ἀναγκαῖο νὰ δοξάζουμε τὸν Θεὸ ποὺ βαπτισθήκαμε Ὀρθόδοξοι καὶ μποροῦμε νὰ ἀναβαπτιζόμαστε στὴν κολυμβήθρα αὐτῶν τῶν ἀληθειῶν. Εἶναι ὄντως τὸ μεῖζον τῶν δώρων. Γι’ αὐτὸ καὶ εἶναι ἀπόλυτα ἀναγκαῖο νὰ ἐπιστρέψουμε τελικά στὴν αὐθεντικὴ Ὀρθοδοξία μας. Κυρίως ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι! Οἱ γεννημένοι Ὀρθόδοξοι νὰ γίνουμε γνήσιοι Ὀρθόδοξοι. Νὰ δώσει ὁ Θεὸς γιὰ ὅλους μας! Ἀμήν!


«Μείζω τούτων ὄψει»
 
Μητροπολίτου Μεσογαίας & Λαυρεωτικῆς Νικολάου



Σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας ἔχει τὴ γιορτή της. Ἐνῶ ὅμως βάση τῆς ἡμέρας αὐτῆς ἀποτελεῖ κάποιο ἱστορικὸ γεγονός, ἡ ἀναστήλωση τῶν ἁγίων εἰκόνων, σήμερα δὲν γιορτάζουμε τὴν οὕτως ἢ ἄλλως ἔνδοξη ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ τιμοῦμε αὐτὸ ποὺ ἠχεῖ παράξενα στὶς μέρες μας∙ τὴ σημασία τῶν δογμάτων. Τιμοῦμε τὴν Ὀρθόδοξη πίστη, τὴ σχέση της μὲ τὴν ἀλήθεια, τὴν Ὀρθοδοξία ὡς μοναδικὴ ἔκφραση τῆς ἀλήθειας τοῦ Θεοῦ.

Τί εἶναι ὅμως ἀκριβῶς ἡ Ὀρθοδοξία; Εἶναι μία ἀπὸ τὶς πολλὲς θρησκεῖες, ἐνδεχομένως ἡ καλύτερη; Εἶναι μία φιλοσοφικὴ προσέγγιση τῆς μεταφυσικῆς ἀλήθειας, πιθανὸν ἡ πιὸ ὁλοκληρωμένη; Εἶναι μία σημαντικὴ παράδοση ἱστορίας καὶ χριστιανικοῦ πολιτισμοῦ, ἴσως ἡ ἀρχαιότερη; Ἢ μήπως εἶναι κάτι ἄλλο, πέραν ἀπὸ ὅλα αὐτά, πολὺ λεπτὸ καὶ πολὺ βαθύ;

Μόλις πρὸ ὀλίγου, ἀκούσαμε μιὰ εὐαγγελικὴ περικοπή, ἰδιαίτερα ἐνδιαφέρουσα καὶ ἀποκαλυπτική· τὴ συνάντηση καὶ συνομιλία τοῦ Κυρίου μὲ τὸν Ναθαναήλ. Καὶ εἶναι ἀποκαλυπτικὴ μὲ τὴν ἔννοια ὅτι ὁ Κύριος τοῦ ἀποκαλύπτει καὶ τὸ βάθος τῆς ψυχῆς του καὶ γεγονότα τῆς ζωῆς του μὲ πολὺ ἁπλὸ ἀλλὰ ἐντυπωσιακὸ τρόπο. Τοῦ λέγει ὅτι εἶναι πραγματικὸς Ἰσραηλίτης «ἐν ᾧ δόλος οὔκ ἐστι» (Ἰω. α΄ 47), στοῦ ὁποίου τὴν καρδιὰ δὲν ὑπάρχει πονηρία, δὲν ὑπάρχει κακία, δὲν ὑπάρχει σκληρότητα. Καὶ τὸ λέγει αὐτὸ χωρὶς προηγουμένως νὰ τὸν γνωρίζει, χωρὶς κάποιος νὰ τοῦ τὸ ἔχει πεῖ. Ἐκεῖνος ξαφνιάζεται καὶ τότε ὁ Κύριος προβαίνει σὲ δεύτερη ἀποκάλυψη· ὅτι λίγο πρὶν Τὸν πλησιάσει τὸν εἶδε νοερὰ νὰ κάθεται κάτω ἀπὸ μιὰ συκιά. Τότε, ἔκπληκτος ὁ Ναθαναὴλ ξεσπᾶ σὲ μιὰ ὁμολογία πίστεως, «ὅτι σὺ εἶ ἀληθῶς ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, σὺ εἶ ὁ Βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ» (Ἰω. α΄ 49). Ὁ Κύριος δὲν μένει σὲ αὐτό, ἀλλὰ πολὺ ἁπλᾶ τοῦ ἀπαντᾶ «ὅτι εἶδόν σε ὑποκάτω τῆς συκῆς πιστεύεις; μείζω τούτων ὄψει» (Ἰω. α΄ 50)· σὲ ἐξέπληξε τὸ ὅτι σὲ εἶδα ποὺ καθόσουν κάτω ἀπό τὴ συκιά; Δὲν εἶναι τίποτε τὸ νὰ σοῦ ἀποκαλύψω κάτι ἀπὸ τὴ ζωή σου, τὸ νὰ σὲ ἀποκαλέσω ἐνδεχομένως μὲ τὸ ὄνομά σου, ἐνῶ δὲν γνωριζόμαστε, ἢ τὸ νὰ φανερώσω καὶ κάποια ἀπὸ τὰ βαθύτερα μυστικά τῆς ψυχῆς σου. Ἂν ἔρθεις κοντά μου, «μείζω τούτων ὄψει», πολὺ μεγαλύτερα πράγματα πρόκειται νὰ δεῖς∙ καὶ αὐτὴν τὴν μεγάλη ὁμολογία ποὺ ἔκανες πολὺ διαφορετικὰ θὰ τὴν ἐπαναλάβεις καὶ θὰ τὴν ἀντιληφθεῖς.

Σὲ αὐτὴν ἀκριβῶς τὴ ρήση τοῦ Κυρίου ἀξίζει νὰ ἑστιάσουμε γιὰ λίγο τὴν προσοχή μας. Ποιά ἆραγε εἶναι αὐτὰ τὰ μεγαλύτερα; Τί θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι μεγαλύτερο ἀπὸ μία προορατικὴ καὶ διορατικὴ ἱκανότητα; ἀπὸ ἕνα ἐντυπωσιακὸ σημεῖο; ἀπὸ μία συνάντηση ποὺ ὁδηγεῖ στὴν αὐθόρμητη ὁμολογία ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός; Μέσα σὲ αὐτὰ τὰ ὑπερθετικὰ μείζονα κρύβεται ἡ βαθύτερη ταυτότητα καὶ οὐσία τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ διαφύλαξη, ἡ φανέρωση, ἡ μαρτυρία καὶ ἡ θέα τῶν μειζόνων καὶ ἀπὸ τὰ μεγάλα καὶ στὴ συνέχεια ἡ ἐξ αὐτῶν ἀπορρέουσα ἀναγνώριση καὶ ὁμολογία τοῦ Χριστοῦ ὡς τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ.

Τὸ περιστατικὸ μὲ τὸν Ναθαναὴλ ἀναφέρεται στὸ α΄ κεφάλαιο τοῦ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγελίου. Λίγο παρακάτω παρατίθενται κάποια λίγα μὲν ἀλλὰ χαρακτηριστικὰ θαύματα τοῦ Κυρίου. Τὸ πρῶτο εἶναι τὸ θαῦμα τῆς Κανά, τῆς μετατροπῆς τοῦ νεροῦ σὲ κρασί, ἀκολουθεῖ αὐτὸ τοῦ χορτασμοῦ τῶν πεντακισχιλίων, στὴ συνέχεια ἡ κατασίγαση τῆς τρικυμίας, ἡ ἀνάβλεψη τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ - ὅλα αὐτὰ ἀσφαλῶς πιὸ ἐντυπωσιακὰ ἀπὸ τὸ πρῶτο.

Ἡ ἁλυσσίδα τῶν μεγάλων καὶ συγκλονιστικῶν ἔργων τοῦ Θεοῦ ἀποκορυφώνεται στὸ ια΄ κεφάλαιο μὲ τὴν ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου. Χωρὶς ἀμφιβολία ἐδῶ ἔχουμε φτάσει στὸ μέγιστο τῶν σημείων. Ὁ Λάζαρος «τεταρταῖος» νεκρός, τέσσερις μέρες στὸν τάφο, ποὺ «ὄζει», μυρίζει, καὶ ὁ Κύριος τὸν ἀνασταίνει καὶ μετὰ συνεστιάζεται μαζί του. Ὁ Κύριος ὑπερβαίνει τὸν χρόνο καὶ τὴ λογική, ἐξέρχεται ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα μέτρα, εἶναι κυρίαρχος τῆς φύσης, κυριαρχεῖ καὶ στὴ ζωὴ καὶ στὸν θάνατο.

Εἶναι ὅμως αὐτὰ τὰ «μείζονα» τὰ ὁποῖα ὑποσχέθηκε ὁ Κύριος στὸν Ναθαναήλ ἢ μήπως καὶ κάτι ἄλλο;

Ὁ Ἰωάννης στὸ Εὐαγγέλιο καὶ στὶς Ἐπιστολές του χρησιμοποιεῖ συχνὰ τὴ λέξη «μεῖζον»∙ μιλάει γιὰ μεγάλα –γι’ αὐτὰ ποὺ ἐπιδιώκονται, ποὺ κατανοοῦνται- καὶ στὴ συνέχεια γιὰ «μείζονα», γιὰ ἀκόμη μεγαλύτερα -γι’ αὐτὰ ποὺ ἀποκαλύπτονται, μέσα στὰ ὁποῖα κρύβεται ἡ ἀλήθεια. Τὸ ἴδιο καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ἐνῶ ὁμιλεῖ γιὰ τὰ μοναδικὰ χαρίσματα τοῦ Θεοῦ στοὺς πιστοὺς τῆς πρώτης Ἐκκλησίας, προχωρεῖ στὰ «κρείττονα» χαρίσματα καὶ ἀναφέρεται στὴν ἀρετὴ τῆς ἀγάπης ὡς τὸ «μέγα μυστήριον» καὶ ὡς «καθ’ ὑπερβολὴν ὁδόν»: «ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ κρείττονα. Καὶ ἔτι καθ’ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι» (Α΄ Κορ. ιβ΄ 31).

Αὐτὴν τὴν ἀγάπη ὁ Ναθαναὴλ δὲν τὴν ἄκουσε μόνον ὡς διδασκαλία∙ τὴν εἶδε ἔκδηλη στὸ πρόσωπο καὶ στὴ ζωὴ τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου ὡς τὸ μεῖζον καὶ κρεῖττον ὅλων τῶν χαρισμάτων, τῶν ὑπερβατικῶν σημείων καὶ τῶν ἀρετῶν, ὡς μεῖζον καὶ αὐτῶν τῶν θαυμάτων τοῦ Χριστοῦ.

Ὁ Ἰωάννης ὅμως συνεχίζει καὶ μὲ ἄλλα παράδοξα καὶ μείζονα.  Λέει κάπου ὁ Κύριος· «ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ τὰ ἔργα ἃ ἐγὼ ποιῶ κακεῖνος ποιήσει καὶ μείζονα τούτων ποιήσει» (Ἰω. ιδ΄ 12). Ὁ λόγος αὐτὸς ἀξίζει ἰδιαίτερης προσοχῆς!  Κάθε πιστὸς ποὺ συντηρεῖ τὴν ἐνέργεια τοῦ βαπτίσματός του στὴν κολυμβήθρα τῆς Ἐκκλησίας μας τὰ ἔργα ποὺ ὁ Κύριος ἐποίησε ποιεῖ καὶ μπορεῖ «μείζονα τούτων» νὰ ἐπιτελέσει.

Αὐτὸ συνέβη μὲ τοὺς ἁγίους ἀποστόλους. Αὐτοί, ὅπως ἀναφέρεται στὸ ε΄ κεφάλαιο τῶν Πράξεων, ἔκαναν «σημεῖα καὶ τέρατα» (στ. 12), ὁ δὲ Πέτρος θεράπευε καὶ μὲ μόνη τὴ σκιά του (στ. 15). Κάτι τέτοιο δὲν συνέβη μὲ τὸν Κύριο. Ἀνάλογα καὶ μεγαλύτερα κατορθώματα συναντᾶ κανεὶς καὶ στὰ μαρτύρια τῶν ὑπολοίπων ἀποστόλων καὶ γενικὰ στὴ ζωὴ τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας.  Ὁ ἅγιος Ἀλύπιος ἔζησε πενήντα τρία συναπτὰ χρόνια πάνω σὲ μιὰ κολώνα· γι’ αὐτὸ καὶ ὀνομάσθηκε κιωνίτης! Ἡ ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία ἀποτελεῖ ἕνα ἄλλο παράδειγμα. Ὁ Κύριος ἔζησε σαράντα μέρες στὴν ἔρημο. Αὐτὴ ἔζησε σὲ πλήρη μόνωση σαράντα ἑπτὰ χρόνια στὴν ἔρημο τοῦ Ἰορδάνου. Αὐτὸ εἶναι ὄντως μεγάλο! Εἶναι ὅμως καὶ τὸ μεῖζον;

Ὄχι!  Αὐτὸ δὲν εἶναι τὸ μεῖζον. Αὐτὸ δείχνει τὸ μεῖζον. Ὁ Κύριος δὲν κρατάει τὴ δύναμη Του γιὰ τὸν ἑαυτό Του, γιὰ νὰ ἐπιτελεῖ μόνον Αὐτὸς σημεῖα. Δὲν κρατάει γιὰ τὸν ἑαυτό Του τὴν ἁγιότητα ἢ τὸν λόγο Του, γιὰ νὰ τὰ προσφέρει σὲ μᾶς, νὰ κοιτοῦμε ἐντυπωσιασμένοι καὶ νὰ εἴμαστε ἐκτός. Ἀλλὰ τὰ προσφέρει ὅλα, καὶ δύναμη καὶ λόγο καὶ ζωὴ ὡς δυνατότητα στοὺς πιστούς, ἔστω καὶ ἂν εἶναι μικροί, ἀδύναμοι ἢ καὶ ἁμαρτωλοί. Εἶναι κοινωνούμενος, «προσφέρων καὶ προσφερόμενος, κλώμενος καὶ ἐκχυνόμενος καὶ διαδιδόμενος». Αὐτὸ εἶναι τὸ μεῖζον. Τὸ ὅτι ποιοῦν οἱ ἄνθρωποι καὶ μείζονα στὸ ὄνομά Του εἶναι ἀπόδειξη τῆς κοινωνίας Του. Αὐτὸ τὸ δῶρο, ἀποτελεῖ μείζονα ἐμπειρία ἀπὸ τὴν ἀποκάλυψη ποὺ ἔκανε στὸν Ναθαναήλ.  

Ἂς προχωρήσουμε ἕνα ἀκόμη βῆμα. Λίγο πρὶν μιλήσει ὁ Κύριος γιὰ τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα Του στοὺς μαθητὲς καὶ στοὺς παρόντες ἐκεῖ Ἰουδαίους, λέγει τὸ ἑξῆς: «ὁ γὰρ πατὴρ φιλεῖ τὸν υἱὸν καὶ δείκνυσιν αὐτοῦ πάντα ἃ αὐτὸς ποιεῖ καὶ μείζονα τούτων δείξει αὐτῷ ἔργα ἵνα ὑμεῖς θαυμάζητε» (Ἰω. ε΄ 20), δηλαδὴ ὁ Θεὸς Πατὴρ ἀγαπᾶ τόσο τὸν Θεὸ Υἱό, τὸν Κύριο, ὥστε κάθε τι τὸ ὁποῖο κάνει Τοῦ τὸ φανερώνει καὶ τὸ ἐνεργεῖ μαζί Του, ἀλλὰ καὶ διὰ Αὐτοῦ θὰ δείξει καὶ μεγαλύτερα ἔργα, ποὺ ἐσεῖς θὰ τὰ θαυμάζετε.

Ποιὰ εἶναι αὐτά τὰ μεγαλύτερα ἔργα τοῦ Θεοῦ; Εἶναι ἡ Θεία Οἰκονομία, δηλαδὴ τὸ γεγονὸς τῆς Ἐνσαρκώσεως τοῦ Θεοῦ καὶ Λόγου, ἡ Μεταμόρφωση, τὸ Πάθος, ἡ Ἀνάσταση, εἶναι προηγουμένως ἡ προσφορά τοῦ μυστηρίου κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου, εἶναι ἡ Ἀνάληψη, ἡ Πεντηκοστή. Αὐτὰ ὅλα συναποτελοῦν τὸ μεῖζον ἔργο τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ ἀποκάλυψη αὐτοῦ τοῦ ἔργου εἶναι ὅ,τι μεγαλύτερο μπορεῖ νὰ δοθεῖ σὲ ἕναν πιστό. Αὐτὸ γίνεται μέσα ἀπὸ τὴ βίωση τῆς θεολογίας. Στὴν οὐσία εἶναι διὰ πίστεως μετοχὴ στὸ μυστήριο τῆς σωτηρίας, μετοχὴ στὰ γεγονότα ποὺ προηγοῦνται ἀπὸ ἐμᾶς καὶ ἕπονται.  Ὁ Ναθαναὴλ δὲν εἶδε τὴ Γέννηση τοῦ Κυρίου, δὲν ἦταν παρὼν στὴ Μεταμόρφωση, οὔτε ἀπὸ ὅ,τι φαίνεται στὶς ἀναφορές τῶν εὐαγγελιστῶν, ἦταν παρὼν στὴ Σταύρωση καὶ φυσικὰ κανεὶς δὲν ἦταν παρὼν στὴν Ἀνάσταση. Δέχθηκε ὅμως τὴν ἀποκάλυψη τοῦ μυστηρίου. Συνήντησε τὸν Κύριο Ἀναστάντα «ἐπὶ τῆς θαλάσσης τῆς Τιβεριάδος» (Ἰω. κα΄ 1,2). Αὐτὸ εἶναι τὸ μεῖζον, γιὰ τὸ ὁποῖο τελικὰ ἔδωσε καὶ τὴ ζωή του.

Ἔτσι, ὁ κάθε ἕνας μας δὲν βλέπει μόνο τί κάνει ὁ Θεὸς οὔτε μόνο τί δίνει ὁ Θεός, ἀλλὰ μπορεῖ τελικὰ νὰ ἀναγνωρίσει ποιὸς εἶναι ὁ Θεός. Ὄχι μόνον νὰ δεῖ τὰ ἔργα Του, οὔτε νὰ διακρίνει τὶς ἐνέργειές Του, οὔτε τὰ σημεῖα ποὺ ἔμμεσα Τὸν φανερώνουν, ἀλλὰ νὰ ἀντικρύσει Αὐτὸν «καθὼς ἐστίν», ὅπως λέγει ὁ Ἰωάννης (Α΄ Ἰω. γ΄ 2). Νὰ ζεῖ τὸν Θεὸ ὄχι ὅπως Τὸν φαντάζεται, οὔτε ὅπως Τὸν περιγράφουν τὰ βιβλία, ἀλλὰ ὅπως τοῦ ἀποκαλύπτεται ὁ Ἴδιος, ὅπως Αὐτὸς εἶναι.

Ὀρθόδοξία εἶναι ἡ θέα τῶν μειζόνων. Ἡ ἐμπειρία τοῦ «καθὼς ἐστίν». Ἡ χρήση ὅλων αὐτῶν τῶν ὑπερθετικῶν ἁγιογραφικῶν ὅρων, ὅπως τὸ μεῖζον τῶν σημείων, τὰ κρείττονα τῶν χαρισμάτων, τὸ περισσὸν τῆς ζωῆς, τὸ καινὸν μυστήριον, τὸ ὑπερπερίσσευμα τῆς χάριτος, ἀποτελεῖ τὸ περίγραμμα τοῦ Ὀρθόδοξου φρονήματος. Ἡ Ὀρθοδοξία μεταφέρει τὴν ἀλήθεια τῆς θεότητος στὴν πραγματικότητα τῆς ζωῆς, μπολιάζει τὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν ἐμπειρία τοῦ ἀκτίστου, τοῦ ἀκατανοήτου, τοῦ ἀπρόσιτου. Μὲ τὸν τρόπο αὐτόν, ἀνάγει τὴν ψυχὴ τοῦ κάθε πιστοῦ στὸ μέγιστο τοῦ ὕψους της, τῆς προσδίδει τὴ μεγαλύτερή της ἔκταση, τὴν διαστέλλει καὶ τελικῶς μὲ ὁρμὴ τὴν ὠθεῖ στὸ πιὸ ἀπόμακρο σημεῖο ποὺ αὐτὴ μπορεῖ νὰ φθάσει. Τὴν βγάζει ἀπὸ τὰ στενὰ ὅρια τοῦ ἀνθρώπινου καὶ τὴν μεταφέρει στὴν «ἐλευθερία τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ» (Ρωμ. η΄ 21).

Ὅλα αὐτὰ προσφέρονται ἔστω καὶ ἄν ἐμεῖς δὲν θὰ τὰ καταφέρουμε, ἔστω καὶ ἂν μᾶς φαίνονται τόσο μεγάλα ποὺ δὲν μποροῦμε οὔτε νὰ τὰ σκεφτοῦμε. Καὶ ἀσφαλῶς ἔτσι εἶναι. Παρὰ ταῦτα, ἡ Ἐκκλησία μας τὰ διαφυλάσσει ὡς ἄλλη κιβωτός, τὰ ἐπαναλαμβάνει καὶ τὰ προσφέρει διαρκῶς στοὺς πιστοὺς ὡς βίωμά της καὶ ὡς ὅραμα καὶ προοπτική μας. Ἀκόμη κι ἂν δὲν ζήσουμε αὐτὲς τὶς μείζονες καταστάσεις, τουλάχιστον μποροῦμε νὰ ἐμπνεόμαστε ἀπὸ αὐτές, νὰ τὶς ἐπιθυμοῦμε, νὰ τὶς πιστεύουμε ὅτι ὑπάρχουν, νὰ τὶς διακρίνουμε στὸν ὁρίζοντα τῶν προοπτικῶν μας, νὰ διαμορφώνουν τὸ φρόνημα καὶ τὸν προορισμό μας, νὰ ξεπερνοῦμε μὲ τὸ πνεῦμα καὶ τὸ ἦθος τους τὶς ὅποιες κρίσεις μας.

Οἱ ὅροι ποὺ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία χρησιμοποιεῖ στὴ θεολογία της ἐκφράζουν τὴν ἀνωτέρα δυνατὴ κατάσταση καὶ γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Αὐτὴν τῆς θεώσεως, δηλαδὴ τῆς μετὰ τοῦ Θεοῦ κοινωνίας, γύρω ἀπὸ τὴν προοπτικὴ τῆς ὁποίας δομεῖται ἡ Ὀρθόδοξη ἀνθρωπολογία. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀπάντηση τῆς Ὀρθοδοξίας στὴν διὰ μέσου τῶν αἰώνων προσπάθεια ἀπομείωσης τοῦ ἀνθρώπου ὡς εἰκόνας τοῦ Θεοῦ καὶ ἰσοπέδωσής του στὸ ἐπίπεδο τῆς ἐφημερότητος καὶ τῆς βιολογικῆς ζωικότητος.

Ἡ Ὀρθοδοξία δὲν εἶναι ἕνα θρησκευτικὸ ἰδεολόγημα ποὺ καλεῖται κανεὶς νὰ υἱοθετήσει, οὔτε ἕνα θεολογικὸ φιλοσόφημα ποὺ πρέπει νὰ ἀποδεχθοῦμε, οὔτε ἕνα ἠθικὸ σύστημα μὲ τὸ ὁποῖο ἀρκεῖ ὁ πιστὸς νὰ συμμορφωθεῖ. Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ ἀλήθεια ποὺ προτρέπεται ὁ καθένας μας νὰ πιστεύσει, σύμφωνα μὲ αὐτὴν νὰ ζήσει καὶ μέσα ἀπὸ αὐτὴν νὰ ἐλευθερωθεῖ. Εἶναι ἡ θέα τῶν μειζόνων καὶ ἀπὸ τὰ θαύματα, εἶναι ἡ ἐπιλογὴ τῶν κρειττόνων καὶ ἀπὸ τὰ χαρίσματα, εἶναι ἡ ὁδὸς τῆς ἀνάδειξης τοῦ ἀνθρώπου σὲ θεόμορφο πλάσμα, εἶναι θεία ἀποκάλυψις ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἑτερότητα τῆς λογικῆς, εἶναι ἡ μόνη διέξοδος στὰ ἀδιέξοδα τῶν πάσης φύσεως προσωπικῶν ἢ καὶ κοσμικῶν κρίσεων.

Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ βίωση τῆς μετάνοιας, ὅπως παρουσιάζεται στὴν ἀκρότητά της ὡς μείζων πύλη σωτηρίας στὸν βίο τῆς ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας τὴν ὁποία καὶ θὰ τιμήσουμε τὴν Ε΄ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν∙ εἶναι ἡ ὁδὸς τῶν ἀρετῶν, ὅπως αὐτὴ ἀναδεικνύεται ὡς μείζων ἔργο τοῦ κάθε πιστοῦ στὸ ὑπέροχο βιβλίο τῆς Κλίμακος τοῦ Ἰωάννου ποὺ θὰ θυμηθοῦμε τὴν Δ΄ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν∙ εἶναι ὁ θησαυρὸς τῆς θεολογίας τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, τοῦ ὁποίου τὴ μνήμη θὰ γιορτάσουμε τὴν προσεχῆ Β΄ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν καὶ ἡ ὁποία ἀναδεικνύει τὴ θέωση ὡς μείζονα προοπτικὴ τοῦ ἀνθρώπου∙ εἶναι ἡ ἀναγνώριση τοῦ Σταυροῦ τοῦ Κυρίου, τὸν ὁποῖο θὰ προσκυνήσουμε τὴν Γ΄ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν ὡς ζωὴ καὶ ἀνάσταση. Τί τούτων μείζων;  

 Εἶναι μεγάλη εὐλογία νὰ εἶναι κανεὶς Ὀρθόδοξος χριστιανός. Εἶναι ἀναγκαῖο νὰ δοξάζουμε τὸν Θεὸ ποὺ βαπτισθήκαμε Ὀρθόδοξοι καὶ μποροῦμε νὰ ἀναβαπτιζόμαστε στὴν κολυμβήθρα αὐτῶν τῶν ἀληθειῶν. Εἶναι ὄντως τὸ μεῖζον τῶν δώρων. Γι’ αὐτὸ καὶ εἶναι ἀπόλυτα ἀναγκαῖο νὰ ἐπιστρέψουμε τελικά στὴν αὐθεντικὴ Ὀρθοδοξία μας. Κυρίως ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι! Οἱ γεννημένοι Ὀρθόδοξοι νὰ γίνουμε γνήσιοι Ὀρθόδοξοι. Νὰ δώσει ὁ Θεὸς γιὰ ὅλους μας! Ἀμήν!

 

«Μείζω τούτων ὄψει»
 
Μητροπολίτου Μεσογαίας & Λαυρεωτικῆς Νικολάου


 
 

Σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας ἔχει τὴ γιορτή της. Ἐνῶ ὅμως βάση τῆς ἡμέρας αὐτῆς ἀποτελεῖ κάποιο ἱστορικὸ γεγονός, ἡ ἀναστήλωση τῶν ἁγίων εἰκόνων, σήμερα δὲν γιορτάζουμε τὴν οὕτως ἢ ἄλλως ἔνδοξη ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ τιμοῦμε αὐτὸ ποὺ ἠχεῖ παράξενα στὶς μέρες μας∙ τὴ σημασία τῶν δογμάτων. Τιμοῦμε τὴν Ὀρθόδοξη πίστη, τὴ σχέση της μὲ τὴν ἀλήθεια, τὴν Ὀρθοδοξία ὡς μοναδικὴ ἔκφραση τῆς ἀλήθειας τοῦ Θεοῦ.

Τί εἶναι ὅμως ἀκριβῶς ἡ Ὀρθοδοξία; Εἶναι μία ἀπὸ τὶς πολλὲς θρησκεῖες, ἐνδεχομένως ἡ καλύτερη; Εἶναι μία φιλοσοφικὴ προσέγγιση τῆς μεταφυσικῆς ἀλήθειας, πιθανὸν ἡ πιὸ ὁλοκληρωμένη; Εἶναι μία σημαντικὴ παράδοση ἱστορίας καὶ χριστιανικοῦ πολιτισμοῦ, ἴσως ἡ ἀρχαιότερη; Ἢ μήπως εἶναι κάτι ἄλλο, πέραν ἀπὸ ὅλα αὐτά, πολὺ λεπτὸ καὶ πολὺ βαθύ;

Μόλις πρὸ ὀλίγου, ἀκούσαμε μιὰ εὐαγγελικὴ περικοπή, ἰδιαίτερα ἐνδιαφέρουσα καὶ ἀποκαλυπτική· τὴ συνάντηση καὶ συνομιλία τοῦ Κυρίου μὲ τὸν Ναθαναήλ. Καὶ εἶναι ἀποκαλυπτικὴ μὲ τὴν ἔννοια ὅτι ὁ Κύριος τοῦ ἀποκαλύπτει καὶ τὸ βάθος τῆς ψυχῆς του καὶ γεγονότα τῆς ζωῆς του μὲ πολὺ ἁπλὸ ἀλλὰ ἐντυπωσιακὸ τρόπο. Τοῦ λέγει ὅτι εἶναι πραγματικὸς Ἰσραηλίτης «ἐν ᾧ δόλος οὔκ ἐστι» (Ἰω. α΄ 47), στοῦ ὁποίου τὴν καρδιὰ δὲν ὑπάρχει πονηρία, δὲν ὑπάρχει κακία, δὲν ὑπάρχει σκληρότητα. Καὶ τὸ λέγει αὐτὸ χωρὶς προηγουμένως νὰ τὸν γνωρίζει, χωρὶς κάποιος νὰ τοῦ τὸ ἔχει πεῖ. Ἐκεῖνος ξαφνιάζεται καὶ τότε ὁ Κύριος προβαίνει σὲ δεύτερη ἀποκάλυψη· ὅτι λίγο πρὶν Τὸν πλησιάσει τὸν εἶδε νοερὰ νὰ κάθεται κάτω ἀπὸ μιὰ συκιά. Τότε, ἔκπληκτος ὁ Ναθαναὴλ ξεσπᾶ σὲ μιὰ ὁμολογία πίστεως, «ὅτι σὺ εἶ ἀληθῶς ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, σὺ εἶ ὁ Βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ» (Ἰω. α΄ 49). Ὁ Κύριος δὲν μένει σὲ αὐτό, ἀλλὰ πολὺ ἁπλᾶ τοῦ ἀπαντᾶ «ὅτι εἶδόν σε ὑποκάτω τῆς συκῆς πιστεύεις; μείζω τούτων ὄψει» (Ἰω. α΄ 50)· σὲ ἐξέπληξε τὸ ὅτι σὲ εἶδα ποὺ καθόσουν κάτω ἀπό τὴ συκιά; Δὲν εἶναι τίποτε τὸ νὰ σοῦ ἀποκαλύψω κάτι ἀπὸ τὴ ζωή σου, τὸ νὰ σὲ ἀποκαλέσω ἐνδεχομένως μὲ τὸ ὄνομά σου, ἐνῶ δὲν γνωριζόμαστε, ἢ τὸ νὰ φανερώσω καὶ κάποια ἀπὸ τὰ βαθύτερα μυστικά τῆς ψυχῆς σου. Ἂν ἔρθεις κοντά μου, «μείζω τούτων ὄψει», πολὺ μεγαλύτερα πράγματα πρόκειται νὰ δεῖς∙ καὶ αὐτὴν τὴν μεγάλη ὁμολογία ποὺ ἔκανες πολὺ διαφορετικὰ θὰ τὴν ἐπαναλάβεις καὶ θὰ τὴν ἀντιληφθεῖς.

Σὲ αὐτὴν ἀκριβῶς τὴ ρήση τοῦ Κυρίου ἀξίζει νὰ ἑστιάσουμε γιὰ λίγο τὴν προσοχή μας. Ποιά ἆραγε εἶναι αὐτὰ τὰ μεγαλύτερα; Τί θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι μεγαλύτερο ἀπὸ μία προορατικὴ καὶ διορατικὴ ἱκανότητα; ἀπὸ ἕνα ἐντυπωσιακὸ σημεῖο; ἀπὸ μία συνάντηση ποὺ ὁδηγεῖ στὴν αὐθόρμητη ὁμολογία ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός; Μέσα σὲ αὐτὰ τὰ ὑπερθετικὰ μείζονα κρύβεται ἡ βαθύτερη ταυτότητα καὶ οὐσία τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ διαφύλαξη, ἡ φανέρωση, ἡ μαρτυρία καὶ ἡ θέα τῶν μειζόνων καὶ ἀπὸ τὰ μεγάλα καὶ στὴ συνέχεια ἡ ἐξ αὐτῶν ἀπορρέουσα ἀναγνώριση καὶ ὁμολογία τοῦ Χριστοῦ ὡς τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ.

Τὸ περιστατικὸ μὲ τὸν Ναθαναὴλ ἀναφέρεται στὸ α΄ κεφάλαιο τοῦ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγελίου. Λίγο παρακάτω παρατίθενται κάποια λίγα μὲν ἀλλὰ χαρακτηριστικὰ θαύματα τοῦ Κυρίου. Τὸ πρῶτο εἶναι τὸ θαῦμα τῆς Κανά, τῆς μετατροπῆς τοῦ νεροῦ σὲ κρασί, ἀκολουθεῖ αὐτὸ τοῦ χορτασμοῦ τῶν πεντακισχιλίων, στὴ συνέχεια ἡ κατασίγαση τῆς τρικυμίας, ἡ ἀνάβλεψη τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ - ὅλα αὐτὰ ἀσφαλῶς πιὸ ἐντυπωσιακὰ ἀπὸ τὸ πρῶτο.

Ἡ ἁλυσσίδα τῶν μεγάλων καὶ συγκλονιστικῶν ἔργων τοῦ Θεοῦ ἀποκορυφώνεται στὸ ια΄ κεφάλαιο μὲ τὴν ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου. Χωρὶς ἀμφιβολία ἐδῶ ἔχουμε φτάσει στὸ μέγιστο τῶν σημείων. Ὁ Λάζαρος «τεταρταῖος» νεκρός, τέσσερις μέρες στὸν τάφο, ποὺ «ὄζει», μυρίζει, καὶ ὁ Κύριος τὸν ἀνασταίνει καὶ μετὰ συνεστιάζεται μαζί του. Ὁ Κύριος ὑπερβαίνει τὸν χρόνο καὶ τὴ λογική, ἐξέρχεται ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα μέτρα, εἶναι κυρίαρχος τῆς φύσης, κυριαρχεῖ καὶ στὴ ζωὴ καὶ στὸν θάνατο.

Εἶναι ὅμως αὐτὰ τὰ «μείζονα» τὰ ὁποῖα ὑποσχέθηκε ὁ Κύριος στὸν Ναθαναήλ ἢ μήπως καὶ κάτι ἄλλο;

Ὁ Ἰωάννης στὸ Εὐαγγέλιο καὶ στὶς Ἐπιστολές του χρησιμοποιεῖ συχνὰ τὴ λέξη «μεῖζον»∙ μιλάει γιὰ μεγάλα –γι’ αὐτὰ ποὺ ἐπιδιώκονται, ποὺ κατανοοῦνται- καὶ στὴ συνέχεια γιὰ «μείζονα», γιὰ ἀκόμη μεγαλύτερα -γι’ αὐτὰ ποὺ ἀποκαλύπτονται, μέσα στὰ ὁποῖα κρύβεται ἡ ἀλήθεια. Τὸ ἴδιο καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ἐνῶ ὁμιλεῖ γιὰ τὰ μοναδικὰ χαρίσματα τοῦ Θεοῦ στοὺς πιστοὺς τῆς πρώτης Ἐκκλησίας, προχωρεῖ στὰ «κρείττονα» χαρίσματα καὶ ἀναφέρεται στὴν ἀρετὴ τῆς ἀγάπης ὡς τὸ «μέγα μυστήριον» καὶ ὡς «καθ’ ὑπερβολὴν ὁδόν»: «ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ κρείττονα. Καὶ ἔτι καθ’ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι» (Α΄ Κορ. ιβ΄ 31).

Αὐτὴν τὴν ἀγάπη ὁ Ναθαναὴλ δὲν τὴν ἄκουσε μόνον ὡς διδασκαλία∙ τὴν εἶδε ἔκδηλη στὸ πρόσωπο καὶ στὴ ζωὴ τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου ὡς τὸ μεῖζον καὶ κρεῖττον ὅλων τῶν χαρισμάτων, τῶν ὑπερβατικῶν σημείων καὶ τῶν ἀρετῶν, ὡς μεῖζον καὶ αὐτῶν τῶν θαυμάτων τοῦ Χριστοῦ.

Ὁ Ἰωάννης ὅμως συνεχίζει καὶ μὲ ἄλλα παράδοξα καὶ μείζονα.  Λέει κάπου ὁ Κύριος· «ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ τὰ ἔργα ἃ ἐγὼ ποιῶ κακεῖνος ποιήσει καὶ μείζονα τούτων ποιήσει» (Ἰω. ιδ΄ 12). Ὁ λόγος αὐτὸς ἀξίζει ἰδιαίτερης προσοχῆς!  Κάθε πιστὸς ποὺ συντηρεῖ τὴν ἐνέργεια τοῦ βαπτίσματός του στὴν κολυμβήθρα τῆς Ἐκκλησίας μας τὰ ἔργα ποὺ ὁ Κύριος ἐποίησε ποιεῖ καὶ μπορεῖ «μείζονα τούτων» νὰ ἐπιτελέσει.

Αὐτὸ συνέβη μὲ τοὺς ἁγίους ἀποστόλους. Αὐτοί, ὅπως ἀναφέρεται στὸ ε΄ κεφάλαιο τῶν Πράξεων, ἔκαναν «σημεῖα καὶ τέρατα» (στ. 12), ὁ δὲ Πέτρος θεράπευε καὶ μὲ μόνη τὴ σκιά του (στ. 15). Κάτι τέτοιο δὲν συνέβη μὲ τὸν Κύριο. Ἀνάλογα καὶ μεγαλύτερα κατορθώματα συναντᾶ κανεὶς καὶ στὰ μαρτύρια τῶν ὑπολοίπων ἀποστόλων καὶ γενικὰ στὴ ζωὴ τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας.  Ὁ ἅγιος Ἀλύπιος ἔζησε πενήντα τρία συναπτὰ χρόνια πάνω σὲ μιὰ κολώνα· γι’ αὐτὸ καὶ ὀνομάσθηκε κιωνίτης! Ἡ ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία ἀποτελεῖ ἕνα ἄλλο παράδειγμα. Ὁ Κύριος ἔζησε σαράντα μέρες στὴν ἔρημο. Αὐτὴ ἔζησε σὲ πλήρη μόνωση σαράντα ἑπτὰ χρόνια στὴν ἔρημο τοῦ Ἰορδάνου. Αὐτὸ εἶναι ὄντως μεγάλο! Εἶναι ὅμως καὶ τὸ μεῖζον;

Ὄχι!  Αὐτὸ δὲν εἶναι τὸ μεῖζον. Αὐτὸ δείχνει τὸ μεῖζον. Ὁ Κύριος δὲν κρατάει τὴ δύναμη Του γιὰ τὸν ἑαυτό Του, γιὰ νὰ ἐπιτελεῖ μόνον Αὐτὸς σημεῖα. Δὲν κρατάει γιὰ τὸν ἑαυτό Του τὴν ἁγιότητα ἢ τὸν λόγο Του, γιὰ νὰ τὰ προσφέρει σὲ μᾶς, νὰ κοιτοῦμε ἐντυπωσιασμένοι καὶ νὰ εἴμαστε ἐκτός. Ἀλλὰ τὰ προσφέρει ὅλα, καὶ δύναμη καὶ λόγο καὶ ζωὴ ὡς δυνατότητα στοὺς πιστούς, ἔστω καὶ ἂν εἶναι μικροί, ἀδύναμοι ἢ καὶ ἁμαρτωλοί. Εἶναι κοινωνούμενος, «προσφέρων καὶ προσφερόμενος, κλώμενος καὶ ἐκχυνόμενος καὶ διαδιδόμενος». Αὐτὸ εἶναι τὸ μεῖζον. Τὸ ὅτι ποιοῦν οἱ ἄνθρωποι καὶ μείζονα στὸ ὄνομά Του εἶναι ἀπόδειξη τῆς κοινωνίας Του. Αὐτὸ τὸ δῶρο, ἀποτελεῖ μείζονα ἐμπειρία ἀπὸ τὴν ἀποκάλυψη ποὺ ἔκανε στὸν Ναθαναήλ.  

Ἂς προχωρήσουμε ἕνα ἀκόμη βῆμα. Λίγο πρὶν μιλήσει ὁ Κύριος γιὰ τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα Του στοὺς μαθητὲς καὶ στοὺς παρόντες ἐκεῖ Ἰουδαίους, λέγει τὸ ἑξῆς: «ὁ γὰρ πατὴρ φιλεῖ τὸν υἱὸν καὶ δείκνυσιν αὐτοῦ πάντα ἃ αὐτὸς ποιεῖ καὶ μείζονα τούτων δείξει αὐτῷ ἔργα ἵνα ὑμεῖς θαυμάζητε» (Ἰω. ε΄ 20), δηλαδὴ ὁ Θεὸς Πατὴρ ἀγαπᾶ τόσο τὸν Θεὸ Υἱό, τὸν Κύριο, ὥστε κάθε τι τὸ ὁποῖο κάνει Τοῦ τὸ φανερώνει καὶ τὸ ἐνεργεῖ μαζί Του, ἀλλὰ καὶ διὰ Αὐτοῦ θὰ δείξει καὶ μεγαλύτερα ἔργα, ποὺ ἐσεῖς θὰ τὰ θαυμάζετε.

Ποιὰ εἶναι αὐτά τὰ μεγαλύτερα ἔργα τοῦ Θεοῦ; Εἶναι ἡ Θεία Οἰκονομία, δηλαδὴ τὸ γεγονὸς τῆς Ἐνσαρκώσεως τοῦ Θεοῦ καὶ Λόγου, ἡ Μεταμόρφωση, τὸ Πάθος, ἡ Ἀνάσταση, εἶναι προηγουμένως ἡ προσφορά τοῦ μυστηρίου κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου, εἶναι ἡ Ἀνάληψη, ἡ Πεντηκοστή. Αὐτὰ ὅλα συναποτελοῦν τὸ μεῖζον ἔργο τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ ἀποκάλυψη αὐτοῦ τοῦ ἔργου εἶναι ὅ,τι μεγαλύτερο μπορεῖ νὰ δοθεῖ σὲ ἕναν πιστό. Αὐτὸ γίνεται μέσα ἀπὸ τὴ βίωση τῆς θεολογίας. Στὴν οὐσία εἶναι διὰ πίστεως μετοχὴ στὸ μυστήριο τῆς σωτηρίας, μετοχὴ στὰ γεγονότα ποὺ προηγοῦνται ἀπὸ ἐμᾶς καὶ ἕπονται.  Ὁ Ναθαναὴλ δὲν εἶδε τὴ Γέννηση τοῦ Κυρίου, δὲν ἦταν παρὼν στὴ Μεταμόρφωση, οὔτε ἀπὸ ὅ,τι φαίνεται στὶς ἀναφορές τῶν εὐαγγελιστῶν, ἦταν παρὼν στὴ Σταύρωση καὶ φυσικὰ κανεὶς δὲν ἦταν παρὼν στὴν Ἀνάσταση. Δέχθηκε ὅμως τὴν ἀποκάλυψη τοῦ μυστηρίου. Συνήντησε τὸν Κύριο Ἀναστάντα «ἐπὶ τῆς θαλάσσης τῆς Τιβεριάδος» (Ἰω. κα΄ 1,2). Αὐτὸ εἶναι τὸ μεῖζον, γιὰ τὸ ὁποῖο τελικὰ ἔδωσε καὶ τὴ ζωή του.

Ἔτσι, ὁ κάθε ἕνας μας δὲν βλέπει μόνο τί κάνει ὁ Θεὸς οὔτε μόνο τί δίνει ὁ Θεός, ἀλλὰ μπορεῖ τελικὰ νὰ ἀναγνωρίσει ποιὸς εἶναι ὁ Θεός. Ὄχι μόνον νὰ δεῖ τὰ ἔργα Του, οὔτε νὰ διακρίνει τὶς ἐνέργειές Του, οὔτε τὰ σημεῖα ποὺ ἔμμεσα Τὸν φανερώνουν, ἀλλὰ νὰ ἀντικρύσει Αὐτὸν «καθὼς ἐστίν», ὅπως λέγει ὁ Ἰωάννης (Α΄ Ἰω. γ΄ 2). Νὰ ζεῖ τὸν Θεὸ ὄχι ὅπως Τὸν φαντάζεται, οὔτε ὅπως Τὸν περιγράφουν τὰ βιβλία, ἀλλὰ ὅπως τοῦ ἀποκαλύπτεται ὁ Ἴδιος, ὅπως Αὐτὸς εἶναι.

Ὀρθόδοξία εἶναι ἡ θέα τῶν μειζόνων. Ἡ ἐμπειρία τοῦ «καθὼς ἐστίν». Ἡ χρήση ὅλων αὐτῶν τῶν ὑπερθετικῶν ἁγιογραφικῶν ὅρων, ὅπως τὸ μεῖζον τῶν σημείων, τὰ κρείττονα τῶν χαρισμάτων, τὸ περισσὸν τῆς ζωῆς, τὸ καινὸν μυστήριον, τὸ ὑπερπερίσσευμα τῆς χάριτος, ἀποτελεῖ τὸ περίγραμμα τοῦ Ὀρθόδοξου φρονήματος. Ἡ Ὀρθοδοξία μεταφέρει τὴν ἀλήθεια τῆς θεότητος στὴν πραγματικότητα τῆς ζωῆς, μπολιάζει τὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν ἐμπειρία τοῦ ἀκτίστου, τοῦ ἀκατανοήτου, τοῦ ἀπρόσιτου. Μὲ τὸν τρόπο αὐτόν, ἀνάγει τὴν ψυχὴ τοῦ κάθε πιστοῦ στὸ μέγιστο τοῦ ὕψους της, τῆς προσδίδει τὴ μεγαλύτερή της ἔκταση, τὴν διαστέλλει καὶ τελικῶς μὲ ὁρμὴ τὴν ὠθεῖ στὸ πιὸ ἀπόμακρο σημεῖο ποὺ αὐτὴ μπορεῖ νὰ φθάσει. Τὴν βγάζει ἀπὸ τὰ στενὰ ὅρια τοῦ ἀνθρώπινου καὶ τὴν μεταφέρει στὴν «ἐλευθερία τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ» (Ρωμ. η΄ 21).

Ὅλα αὐτὰ προσφέρονται ἔστω καὶ ἄν ἐμεῖς δὲν θὰ τὰ καταφέρουμε, ἔστω καὶ ἂν μᾶς φαίνονται τόσο μεγάλα ποὺ δὲν μποροῦμε οὔτε νὰ τὰ σκεφτοῦμε. Καὶ ἀσφαλῶς ἔτσι εἶναι. Παρὰ ταῦτα, ἡ Ἐκκλησία μας τὰ διαφυλάσσει ὡς ἄλλη κιβωτός, τὰ ἐπαναλαμβάνει καὶ τὰ προσφέρει διαρκῶς στοὺς πιστοὺς ὡς βίωμά της καὶ ὡς ὅραμα καὶ προοπτική μας. Ἀκόμη κι ἂν δὲν ζήσουμε αὐτὲς τὶς μείζονες καταστάσεις, τουλάχιστον μποροῦμε νὰ ἐμπνεόμαστε ἀπὸ αὐτές, νὰ τὶς ἐπιθυμοῦμε, νὰ τὶς πιστεύουμε ὅτι ὑπάρχουν, νὰ τὶς διακρίνουμε στὸν ὁρίζοντα τῶν προοπτικῶν μας, νὰ διαμορφώνουν τὸ φρόνημα καὶ τὸν προορισμό μας, νὰ ξεπερνοῦμε μὲ τὸ πνεῦμα καὶ τὸ ἦθος τους τὶς ὅποιες κρίσεις μας.

Οἱ ὅροι ποὺ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία χρησιμοποιεῖ στὴ θεολογία της ἐκφράζουν τὴν ἀνωτέρα δυνατὴ κατάσταση καὶ γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Αὐτὴν τῆς θεώσεως, δηλαδὴ τῆς μετὰ τοῦ Θεοῦ κοινωνίας, γύρω ἀπὸ τὴν προοπτικὴ τῆς ὁποίας δομεῖται ἡ Ὀρθόδοξη ἀνθρωπολογία. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀπάντηση τῆς Ὀρθοδοξίας στὴν διὰ μέσου τῶν αἰώνων προσπάθεια ἀπομείωσης τοῦ ἀνθρώπου ὡς εἰκόνας τοῦ Θεοῦ καὶ ἰσοπέδωσής του στὸ ἐπίπεδο τῆς ἐφημερότητος καὶ τῆς βιολογικῆς ζωικότητος.

Ἡ Ὀρθοδοξία δὲν εἶναι ἕνα θρησκευτικὸ ἰδεολόγημα ποὺ καλεῖται κανεὶς νὰ υἱοθετήσει, οὔτε ἕνα θεολογικὸ φιλοσόφημα ποὺ πρέπει νὰ ἀποδεχθοῦμε, οὔτε ἕνα ἠθικὸ σύστημα μὲ τὸ ὁποῖο ἀρκεῖ ὁ πιστὸς νὰ συμμορφωθεῖ. Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ ἀλήθεια ποὺ προτρέπεται ὁ καθένας μας νὰ πιστεύσει, σύμφωνα μὲ αὐτὴν νὰ ζήσει καὶ μέσα ἀπὸ αὐτὴν νὰ ἐλευθερωθεῖ. Εἶναι ἡ θέα τῶν μειζόνων καὶ ἀπὸ τὰ θαύματα, εἶναι ἡ ἐπιλογὴ τῶν κρειττόνων καὶ ἀπὸ τὰ χαρίσματα, εἶναι ἡ ὁδὸς τῆς ἀνάδειξης τοῦ ἀνθρώπου σὲ θεόμορφο πλάσμα, εἶναι θεία ἀποκάλυψις ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἑτερότητα τῆς λογικῆς, εἶναι ἡ μόνη διέξοδος στὰ ἀδιέξοδα τῶν πάσης φύσεως προσωπικῶν ἢ καὶ κοσμικῶν κρίσεων.

Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ βίωση τῆς μετάνοιας, ὅπως παρουσιάζεται στὴν ἀκρότητά της ὡς μείζων πύλη σωτηρίας στὸν βίο τῆς ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας τὴν ὁποία καὶ θὰ τιμήσουμε τὴν Ε΄ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν∙ εἶναι ἡ ὁδὸς τῶν ἀρετῶν, ὅπως αὐτὴ ἀναδεικνύεται ὡς μείζων ἔργο τοῦ κάθε πιστοῦ στὸ ὑπέροχο βιβλίο τῆς Κλίμακος τοῦ Ἰωάννου ποὺ θὰ θυμηθοῦμε τὴν Δ΄ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν∙ εἶναι ὁ θησαυρὸς τῆς θεολογίας τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, τοῦ ὁποίου τὴ μνήμη θὰ γιορτάσουμε τὴν προσεχῆ Β΄ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν καὶ ἡ ὁποία ἀναδεικνύει τὴ θέωση ὡς μείζονα προοπτικὴ τοῦ ἀνθρώπου∙ εἶναι ἡ ἀναγνώριση τοῦ Σταυροῦ τοῦ Κυρίου, τὸν ὁποῖο θὰ προσκυνήσουμε τὴν Γ΄ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν ὡς ζωὴ καὶ ἀνάσταση. Τί τούτων μείζων;  

 Εἶναι μεγάλη εὐλογία νὰ εἶναι κανεὶς Ὀρθόδοξος χριστιανός. Εἶναι ἀναγκαῖο νὰ δοξάζουμε τὸν Θεὸ ποὺ βαπτισθήκαμε Ὀρθόδοξοι καὶ μποροῦμε νὰ ἀναβαπτιζόμαστε στὴν κολυμβήθρα αὐτῶν τῶν ἀληθειῶν. Εἶναι ὄντως τὸ μεῖζον τῶν δώρων. Γι’ αὐτὸ καὶ εἶναι ἀπόλυτα ἀναγκαῖο νὰ ἐπιστρέψουμε τελικά στὴν αὐθεντικὴ Ὀρθοδοξία μας. Κυρίως ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι! Οἱ γεννημένοι Ὀρθόδοξοι νὰ γίνουμε γνήσιοι Ὀρθόδοξοι. Νὰ δώσει ὁ Θεὸς γιὰ ὅλους μας! Ἀμήν!


COMPLEMENTARY VIEWS
ON THE ORIGIN OF VALUES*
 

 Metropolitan Nikolaos of Mesogea and Lavreotiki


 

I must, of course, begin by expressing my profound gratitude to the Athens Academy. It is indeed a great honour to have been given this opportunity to set out not so much my opinions but my inner thoughts borne of experience, questioning and searching. This is a time when many speak about the “trans­mutation” of values, this is a historic hall where they are debated and promoted, and this is a unique initiative to support dialogue between traditional and con­temporary values.

I am deeply thankful to you also for the subject you have chosen. We have the word complementary or sympleromatikos: any word containing the prefix syn- or con- necessarily indicates meanings that pertain to unity and fullness. In a world that is content with the “little” that isolates, and promotes the “in part” that divides, in a world that prefers ant-agonism to co-operation, in a world that fluctuates between arbitrary relativising and inflexible absolutising, without finding any balance or middle way; in such a world, the possibility that one can speak about the complementarity of philo­sophies, experiences and the sciences, allows us to hope that what is called the “fullness of truth” can be approached in a spirit of wisdom. For above and beyond the self-sufficiency we feel in our own knowledge, we are humbled before our ignorance and we have respect for the knowledge that others possess.

This realization allows me to turn to the very foundation of values, which is none other than the sacred notion of unity. It is a concept that has biological, social, pan-human, universal, and theological dimensions, and it is one that pervades and shapes everything.

Unity as a Source of Values

Given intuition and experience, one can see in the deeper mystery of nature, in our inner sense of goodness and in our most finely attuned strivings for the truth, that all converge on meanings such as harmony, unity and oneness. Likewise, it is commonly accepted that whatever divides, splits apart, or separates, takes us further from the truth, disorientates, and clouds any aim.

One needs only to glance at the universe to be convinced that it is governed by harmony. It might be expanding and all its points moving further away from each other, but this only bears out the one beginning of the world, when all space was gathered into one point, time was one moment, matter was a condensed physical entity with a tremendous dynamic, when everything was one. In the cause and effect of physical laws, in the relativity or the uncertainty of these laws, even in the cosmic chaos, one can detect regularities, symmetries and organisation: there is a harmony between the small and the large, the slow and the fast, the extremely hot and the cold, the new and the old.

Two galaxies, each with more than a hundred billion stars, can pass through each other without even one of their stars colliding. That is just how big and how empty the universe is. That is how harmonious and stable the world is. The universal constants have specific values, and the slightest variation would destroy the balance of the world. In the universe everything is linked in concord.

In the present day, the great theories that try to explain the deeper laws of nature are called Grand Unification Theories (GUT). The efforts of scientists are focused on demonstrating that the four fundamental forces, Weak Interaction, Strong Interaction, Electro­magnetic Forces, and even Gravitational Forces, are in essence manifestations of one single force.

Quantum Mechanics and the Standard Model Theory describe phenomena at the level of the very small, while the theory of General Relativity explains gravity and the phenomena of the macrocosm. It is believed that theories known as Superstring Theory, Super-symmetry, Cosmic Inflation and the multi-dimensional Membrane Theory of Gravity may help link Quantum Physics with Relativity and, in this way, create the basis for uniting the laws of nature.

Moreover, research on the beginning and the very secrets of the universe, namely of the very large scale, is carried out today by high energy physicists, specialising on the very small scale. In the study of the early universe, we find Cosmology meeting Elementary Particle Physics.

Biology reveals a similar story. In this field we observe that life begins with the fusion of two cells. As we step backwards, Evolution Theory maintains that there was an initial convergence of beings and a relation between them. Our genomes are more alike than different, and this observation binds us to each other and, in turn, links us to nature.

Unity is also the cornerstone of society. The ideal and the best or άριστον, according to Plato, is “to make the city one”.[1] An aim pursued by every society, which is also the precondition for their survival, is the concept of social cohesion—the idea of the Bible that “all may be one”[2]. In this way, we see others not just as other human beings but as our fellow human beings or “syn-anthropoi,” as our neighbours, as our brothers (in Greek the word brother is adelphos, originally meaning “born of the same womb”), as children of God, as brothers of Christ, as our very selves. Another person is no longer the other, a stranger, but the best part of our self. This means that the many “are one body, and individually members of one another”[3] and “many parts, yet one body”.[4]

Finally, in psychology and in Christian anthropology the lack of unity and harmony between the forces and the faculties of the soul manifests a pathological condition. Schizophrenia, bipolarity, inner split, or the rupture between what we truly are and what we appear to be, between what we want and what we can, between feeling and thinking, acting and becoming, constitute unhealthy conditions causing all kinds of different aberrations and unhappiness. The union of the mind with the heart, the eradication of the afore-mentioned ruptures and the cultivation of every kind of virtue underline the importance of wholeness, of the unification of the person. This is the way to genuine life and true freedom, to the consistency of one’s conduct with his beliefs and ultimately to the virtues. Virtue means composition, synthesis and unification of the person’s forces into what is good. The final pursuit is not psycho-analysis but, if I may say, psycho-synthesis.

It is interesting to note that the three words armonia (harmony), ariston (the best) and areti (virtue) that I have used to describe, unity in nature, unity in society and unity in the person, respectively, in Greek, all begin with the syllable “ar”. This points to their common etymological derivation from the Greek verb ararisko, which means to “bring together”.

 Likewise, in theology the entire Christian tradition is based on the dogma that God is “One in three persons” and that the communion of the three persons leads to “One God in Trinity”. God is Trinitarian, but at the same time Single and One,[5] God is “Trinity of absolute oneness and of equal glory.”[6]

This unity is not only proclaimed in the dogma of divinity, but it is also expressed in the potential of man to share in, to become partaker of the divine nature[7], namely to unite with God.[8]

Perfection is understood only in terms of unity, “that they may be perfect in one”.[9] This is the very essence of both the teaching and the lived experience of the Orthodox Christian Tradition.

Thus, everything refers to unity, communability and oneness. Returning to unity forms a universal law of balance, a condition for harmony, a prerequisite for integration and a means for restoring to health. This all-pervasive sense of unity that is found in the forces of nature, in the laws of life, in the expressions of the soul, in our relations with each other and with God constitutes the basis of social values such as solidarity, brotherliness, love, forgiveness, communion, mutual indwelling, our relation to nature and our thankfulness towards and communion with God.

Diversity and Multiplicity

Furthermore, in the world we find not only one colour, one frequency or one species; there exists no photographical likeness or monotonous symmetry. There is instead an easing asymmetry, a beauty of difference, a balanced diversity and a harmonious variety. This multiplicity is the melody and the harmony of the universe, it underlines the importance of complementarity and it reveals the uniqueness of each person.

            Diversity is a feature of the natural world. In the universe we speak of billions of galaxies that have many likenesses but no sameness; not one is the same as any other.  Every galaxy has billions of stars that in turn have a wide spectrum of properties, color, age, characteristics, different types of chemical composition and nuclear content.

In Molecular Chemistry we meet a whole host of elements. As we penetrate into the depths of the subatomic world, we meet a great many elementary particles, each of which has its role and fulfills its distinct purpose. Some of those are material (such as quarks and leptons), others are carriers of the forces, while others are much heavier -the super-particles-, and seem to complete the requisite symmetry.

In the plant and animal kingdoms one also sees a similar state of affairs. A huge number of species, each with its own characteristics and its genetic complexity and variety, contributes to and adorns the world in a unique way. Likewise, some tens of thousands of genes combine to give morphological characteristics and to determine the dynamics of the health of every person.

The power of diversity emerges also from the fact that we are all so different. Each person has 23 pairs of chromosomes, and at the fusion of a sperm and an ovum 232 different pairs can be formed. These when combined per 23 form an incredible genetic “mix” that produces 1040 independent possibilities. This means that two parents could give birth to 1040 different children.[10]

If we add the modifications that occur after fertilization, for instance the inactivity of certain genes as a result of methylation, which is responsible for the genomic imprint, such as the phenomenon of brain ductility, then the statistical probability of meeting two similar human beings can be calculated as being in the region of 10-87. That means that no two alike human beings exist nor will they ever exist.[11]

Moreover, according to Christian theology, God, even if He is One, is Triune: “one nature in three persons”. At Pentecost we see a sharing out of gifts, a wealth and otherness of tongues, which, however, are not confused nor do they divide, but unite,[12] “there are diversities of gifts but the same Spirit.”[13]

This multiplicity and variety gives to the world, on the one hand, the element of overabundance and magnitude in volume, in time, in knowledge, and, on the other hand, the need for respect for the other person. The encounter with variety inspires us to inquiry, research and progress; the encounter with multiplicity engenders the values of mutual respect and justice, equality and autonomy. Although we are dissimilar we are equal.

Transcendence as a Source of Values

A third feature of our world is that opposites co-exist: big and small, comprehensible and incomprehensible, knowledge and unknowability, magnificence and pettiness, good and evil, unity and dissimilarity. We speak about the theory of everything, yet we declare that “we are a redistribution of nothing”; we speak about theories of super-symmetry, yet the theories which we adopt with confidence nowadays go under the names of “Relativity” and “Uncertainty”. We believe that we are decoding the genetic secrets, yet we are unable to combat our great and small biological enemies. We may well be able to discover the secrets of our theories and describe our very first beginning or end, or the details of the microcosm and macrocosm, yet we fail to deal with present time reality. By using the conceptual tool of what is very small and infinitesimal in terms of time, we may be close to discovering the mystery of the origins of the world and the vastness of the universe, yet we succeed in making mountains out of molehills in our everyday life. Some, in fact a very few, claim that they comprehend the mystery of the world, but none of us can understand them. They reject faith, but the only way to convince us about their theories, which are incomprehensible, is for us to have faith in them.

It seems that the more we draw near to its heart, the more nature likes to withhold its secrets. We are nearing the point of the beginning of the world, we are only 10-43 seconds away from the Big Bang, and before we can seize upon this moment, our equations collapse and we are left with singularity. We chase after the ends of the universe and we realise that the closer we approach, the faster they are drawing away from us (Hubble’s Law). The more our knowledge of the world increases, the more it reveals our expanding unknowability. This is also expressed with the Uncertainty Principle. We designate with accuracy a certain quality of nature and at the same time we make an error on a respective one.

The same applies to the universe: we carry on researching into it and we find black holes, dark matter and energy, hidden symmetry, unknown particles, strange entities, to which we give names that pertain to the metaphysical (i.e. strange quark, God’s particle), and which conceal the most beautiful secrets.

The world becomes very alluring but is revealed to be tragically isolating. The great constants of physics have values that justify our existence as human beings (Anthropic Principle), but necessarily lead to our isolation as beings. The universe is enormous and speeds are insuperably low. The speed of light, the greatest speed there is, the speed of communication, is at once both unsurpassable and finite. We can hear -receive stimuli-, we can speak -send messages-, but we cannot develop a cosmic communication with the universe. We can only see with our telescopes 4% of the entire universe. The remaining 23% is dark matter and 73% is dark energy. And this is where the secret of our world lies. We know so little and there is so much more that we are unaware of.

We open the book of the code of life and we find out that we cannot read it. We learn more about the genome in the hope that we are discovering the truth of our genetic identity, and we are led to the proteome, which confirms our greater ignorance. Before we can even get to grips with one alphabet, we are forced to learn an even more difficult language.

Yet, how amazing this game with the mysteries of the world and life is! The Orthodox Christian tradition offers to the modern world a theology that confesses that we know much less than what we ignore; that the conceivable is less than the inconceivable and apart from the affirmative way of knowledge there is also the apophatic way. We cannot partake of God’s essence but we can partake of His uncreated energies. The term “uncreated” refers to our inability to understand but it does not affect our ability to partake.

What we can ultimately understand is that “God is infinite and incomprehensible and all that is comprehensible about Him is His infinity and incomprehensibility.”[14]

At this point we are introduced to the transcendental and spiritual values; the need to communicate with the mystery, with what is beyond our capabilities and knowledge; we are called to replace understanding with revelation, to abandon the logic of human limits and to become familiar with the transcendental communion with God.

Contemporary science uses terms that sound metaphysical, knowing that its means and instruments are in essence inaccessible. For example, infinity –it also has a mathematical symbol- and the eternal – which is now used in Physics - are used more and more often. In expounding the latest theories scientists are anxious to speak of perfection and a completeness of interpretations.

The very big, the almost infinite, resembles more to the infinite but its distance from it is much greater than its distance from the very small. The same applies to what is almost eternal. It is further away from eternity than it is from anything recent in time. Moreover, the almost perfect is further away from the perfect than it is from the most imperfect. The difference lies in the word “almost”.

The human soul has an innate need to experience its freedom in the absolute, the perfect, the infinite and the eternal. It cannot be reconciled with this “almost”. This need forms the basis of the spiritual and transcendental values. We feel that the real universe is the one of our unknowability, in which, however, we can enjoy scattered stars and galaxies, namely viewpoints and theories of an impressive but partial knowledge “seen in a mirror dimly”.[15]

The Value of the Minor

One more glance at our world persuades us that its truth and beauty co-exist with imperfections, disabilities, decay and death. After the “death” of a star, from its remnants new stars are born. Along with super-symmetry in the early universe as big as 10-33cm in diameter or 10-36 sec from the Big Bang, there is a great assymetry in the world that we perceive with our senses. As forms of life disappear, other more developed forms emerge. In the genetic content of a human cell, even in the so-called “junk DNA”, there seems to be a host of finely-concealed riddles. These play a role that is far from insignificant in the whole hereditary procedure and in determining the biological characteristics of the individual.

Despite all our remarkable achievements, illnesses, physical decay and death do not simply make their presence felt daily; in the world of “relativity” and “uncertainty”, they constitute its most absolute, certain and unavoidable parameters.

All these negative aspects of life, even death itself, also seem to have a positive side, which is so different to anything we are used to. All medical achievements that lead us closer to discovering and understanding of the mystery of life are based on the unceasing efforts of man to confront a number of diseases and pathological symptoms. Imperfection and illness in the end engender the most fundamental and creative knowledge.

We are made of “earth and ash”.[16] This is what both the theory of evolution and the Scriptures say. The Bible, however, adds to this that we are also made “in the image and likeness of God”,[17] which underlines that our origin is not only physical or biological, but that we are created by and out of God. Therefore, what is important is not so much our biological evolution from the beginning until now, but our spiritual development from this moment until “we all come to the unity of the faith, to perfect manhood, to the measure of the stature of the fullness of Christ”.[18]  

We often discover that disabled people have amazing abilities and capabilities, which perhaps might not have been brought to the fore otherwise. One could cite the well-known example of Stephen Hawking, but even more astounding are the achievements of others who have learning or developmental disabilities, yet who conceal within them a surprisingly hidden spiritual world.

In Orthodox theology, pain, indeed any kind of suffering, is often seen as an “aid towards salvation” and sometimes even as “better than health itself”.[19] Pain generates humility, it reveals sensitivities normally unknown to man, and often helps us to discover spiritual strength so far unknown.

Similarly, biological death does not mean the inevitable and final end. On the contrary, in Christianity it is a transition from sorrow to joy, from corruption to a state of imperishability, “where there is no pain, nor sadness nor sighing, but life everlasting”.[20]

This reality of death reveals, through another vision of course, the value of life, just as it is revealed through the prism of death.

The Value of Life

We could say that life is the greatest gift man has and death his greatest enemy, yet his most certain companion. Moreover, life and death are the most sacred mysteries. It is through biological life that the human person comes into being and is expressed. The countenance of a human being is what remains engraved in our memory. His words and thoughts are not foreign to the characteristics of his brain and person. The way he moves, his strength or weakness have also biological grounds.

Nevertheless, it seems that a human being is much more than a biological cell system. The variety of choices every man makes, his characteristic otherness, the uniqueness of his psychology, the creativity of his intellect and the formation of his personhood are much more than just anatomic features and detectable biochemical processes. His biological nature bestows upon him the beauty of a well-organised determinism, while his spiritual identity the grandeur of a free will that is unique.

The biological beginning bears the weight of the onset of personhood, while the end refers to an unknown continuation in a higher state of being. The realisation of the grandeur and uniqueness of each human being hints at his unending life and the sense of his eternal perspective.

In that respect, the ‘if’, ‘how’ and ‘when’ of the beginning and end of the life of every person is also of utmost importance for the Orthodox Church. In our modern age, we have the technology for preventing and terminating a pregnancy, and therefore we can determine whether someone will be conceived -that is if he will come into being, and whether in the end he will be born- that is if he will live. Our age can alter at will the form and the characteristics of life. It can also delay death, relieve pain and be invasive by using advanced technology and thus create new forms of life and novel conditions of death. It can create the possibility of a vast number of choices. Ultimately, it poses unprecedented questions, to which it gives no replies and provokes serious dilemmas that unfortunately are underestimated.

It has created bio-banks so as to cryo-preserve millions of embryos in vitro -such embryos have not existed until now. In naming these embryos it uses misleading terms and questions their value as human beings, but it overestimates their value for the sake of experimenting. It claims that they are not human beings, but its arguments about when and how life begins are not persuasive. Symposia, committees and parliamentary bodies give their own versions of what constitutes the beginning of life, none of which is the same. Thus, in several states of America, or in Italy and Germany these embryos might be considered human beings, but in other states, in the United Kingdom and Greece they might not. Although they might until now have been called embryos with specific rights, all of a sudden a special resolution refers to them using the awkward term “natal material” that has an uncertain future, yet is legally protected.

The same applies to death. The thinking behind euthanasia is that death should not come by itself but that, in certain cases, we should bring it about, whenever and however we want. This is thought to be a human right. We demand that we ourselves designate the quality of life, actually as a precondition for its continuation.

And since we deny life after death with confidence, we reduce man to a biological or physical entity with a specific weight, a transient life span that is subject to uncontrollable determinism. The eugenic character of his perishable life becomes his sole purpose which of course can “justify all means”.

In other instances, by adopting an entirely different logic we try to prevent the occurrence of death when it comes. We do not let people who are close to dying to actually die. We refuse to consent to their biological decomposition, although their systems are slowly collapsing and their consciousness, physical senses and the ability to express themselves have been irrevocably lost.

The Church respects the end of man’s life. It waits for his hour to come. And when it does come, it simply confesses it and accompanies him into his life ever after. Illness, pain, disability and imperfection are all part of life, which should be met with patience, love and humility. None of these can be cured by “provoking death”. Any means that is called therapeutic, i.e. abortion, cloning etc. ought to cure the person to whom it is being applied so as to justify its name.

The beginning of human life “from the very moment of conception” acknowledges the value of the person from the point at which he or she first appears. It grants him the time that belongs to him, and the respect he deserves. Man does not lose his dignity when he endures pain and suffers patiently. He loses his value when, based on myopic criteria, we identify his good with the provoked termination of his biological course either at its initial or final stage.

No one would ever dream of locating the beginning of the universe at some other moment after the Big Bang, just because it took a little while for the first particles to appear, the first nuclei to be formed, the first stars to be born or, even more importantly, for the conditions of life to appear. Nevertheless, many scientists nowadays struggle to convince us that there is no proof that the beginning of human life and the overwhelming moment of fertilisation coincide. Furthermore, they try to appraise life based solely on “quality” criteria. But do we speak about the universe as being something of value only when stars are born and not when they die?

The question as to when human life begins or ends is not a simple scientific matter, nor can it be defined in precise terms or expressed as an observation, resolution or number.  The beginning of any human being is his very first beginning, the moment of fertilisation. The other stages are phases of his life. The “how” and “why” remain an inscrutable mystery. The same applies to death.

Life is granted; it is not chosen. It reveals the secret grandeur of the soul and the person. Its end is unavoidable. No matter what man does, he will always fight for life, yet he will still inherit death. The massive destruction of embryos so that those alive may improve their life, reminds us more of death than it supports life. Similarly, relief through euthanasia does not draw death further away but rather it hastens it. Life is promoted only when one embraces death spiritually; namely, when one recognizes death as the clearest reflection of life and not as its irrevocable end.

For these reasons, we do not look upon life as a right that belongs to us, but we respect it as a mystery that transcends us. Its value does not depend on any right of man, but on the respect of all of us.

Values and the Truth – Transcending Values

I hope you will allow me, in my concluding remarks, to speak more as a clergyman than as a scientist; not as a clergyman who sees truth through his theological education but as an Orthodox faithful who discerns it through the awareness of his own unknowability, which eventually helps us experience the unknown mystery of the world in which we live. I would like to take this perspective, for I could not have concluded my viewpoints on the complementarity of values, without presenting at the same time the transcendence of values.

In the end, we must admit that on the cosmic scale we are very insignificant, extremely alone and our life span is all too short. Thus, we are incapable of knowing the very truth of the cosmos, of comprehending all its secrets and details and of communicating within it.

The greatest speed of communication, the breathtaking speed of light, is finite, while the universe is inconceivably vast. That makes this extraordinary speed to be actually extremely low. While, according to Aristotle, we are social beings, we are obliged to live so lonely in the universe.[21] While, according to the same ancient Greek philosopher, “all men, by nature, desire to know,” we are compelled to remain within limited knowledge.[22] The inadequacy of science as well as of our technology thus becomes apparent. Although, our achievements and knowledge are, in human terms, incredible, yet, in cosmic terms they are close to nothing and most likely erroneous.

At the same time, we are so different and special within the universe. We are unique! We have logos in terms of our intellectual and thinking abilities, as well as in terms of the ability to express ourselves articulately. Nature and the universe do not possess logos in the aforementioned sense, still we can observe rationality in the workings of both. “The heavens declare the glory of God; and the firmament shows His handiwork.”[23] This cosmic rationality can be approached scientifically, while its truth is better revealed spiritually.

Modern scientific philosophy is fixated on proving its self-sufficiency and therefore it questions the existence or disregards the presence of God, the reason probably being that it tries to compete with Him on the level of power. It does not want an almighty God; rather it favors an all-powerful man. That is why it looks for values that, according to its opinion, can stand better without God.

Orthodox tradition, faith and theology are not concerned with the question of the existence of God, but with that of His revealed and experienced presence. Science fails to prove either the existence or the non-existence of God. Every attempt to prove His existence is pointless. God is an inscrutable mystery! Therefore, it is better to question His presence spiritually than to try to prove His existence rationally or scientifically. A god whose existence or non-existence can be proven does not exist. He is not the God!

God as “HE WHO IS” (Ο ΩΝ) appears to be an adversary to creation; we look for Him and He hides Himself, He is not partakable in His essence, His existence is unprovable. On the contrary, God as “HE WHO IS PRESENT” (O ΠΑΡΩΝ), is a friend and father to creation; He reveals Himself and is partakable in His uncreated energies. His presence can be experienced.

Augustine proclaimed that we can see God with our mind or intellect (nous) since our nous is akin to Him, and thus he led Western thought on a fruitless quest to comprehend the incomprehensible. On the other hand, the Fathers of the Eastern Church maintain that we can transcend the limitations of our created nature only through the Holy Spirit. God combines both that which is comprehensible and that which is not.[24]

God, as experienced in the life of the Orthodox Church, is of course transcendent in His power, although He is transcendent mainly in His wisdom and love. He is Super-substantial , He is All-perfect; He remains not distant from us but always self-emptying for us; he does not punish us but is Himself crucified; it is not that we die and He lives, but that He dies in time for us to live eternally. He does not express His love to us by arrogantly demonstrating His power but by offering us the possibility of partaking in His uncreated energies and love. God is not an opponent that science should either ignore or extinguish bat rather He is the God of love that science must on all accounts discover.

God can also be communed through scientific knowledge, yet He reveals His wisdom and His truth to the “lowly in heart”. He conceals it from the arrogant. The way towards true knowledge is the acceptance of our limited knowledge. As Socrates claims “I neither know nor think that I know. All I know is that I know nothing”; and concludes that “it is better to have honest ignorance than self-deceptive knowledge”.[25] There are values that derive from our knowledge; however, there are values that spring from the way we reconcile ourselves with our limitations.

Here lies the greatest value: the “right” to transcend our ego and even our own human nature; to escape from the “gravitational field” of the limitations of our humanness, to partake in the “unknown knowledge”, and comprehend the world and cosmos in the spirit of God.

Ultimately, what is important is not to identify certain values in the life of our societies, but to allow those people who constitute society to discern shining glimpses of divine truth. Values are based on one’s vision of truth. Truth can be disclosed through scientific research; it can be comprehended through philosophical thought, questioning and analysis; it can be assimilated given a balanced psychological condition. Finally, it is revealed and experienced only through the illumination of a genuine spiritual life. Divine truth cannot be understood through complementary ideas; it can be partaken of through transcendental experience.

 
ENDNOTES

 

*A talk given at the Second International Symposium on Universal Values: Science, Technology and Human Values, Academy of Athens, May 2-4, 2007.

[1] “each man, practicing his own, which is one, will not become many but one; and thus, you see, the whole city will naturally grow to be one” (Plato’s Republic D, 423d).

[2] John 17:11.

[3] Rom. 12: 5.

[4] 1 Cor. 12: 20.

[5] “the Trinity, the hyper-God, is indivisible oneness according to essence. Being united according to nature it is divided according to the particular persons; it is divided without being divided. Being one it is also three” (9th Ode, Wednesday, 2nd Week of Great Lent).

[6] Triodion, 9th Ode, 1st Week of Great Lent

[7] 2Peter 1:4

[8] “Lord, the threefold light of your monarchy shines on our minds with revelatory radiance and leads us back from multifarious error to unifying deification.” (Glory, 9th Ode, Friday before Palm Sunday)

[9] “And the glory which you gave me I have given them, that they may be one just as we are one. I in them and you in me that they me be perfect in one” (John 17: 22–3).

[10] Claudine Guérin-Marchand: Les manipulation génetiques, p. 28, coll. “Que sais-je?” P.U.F. Paris 1997.

[11] André Boué, La médicine du fœtus, p.39, éd. Odile Jacob, Paris 1995.

[12] Acts 2: 3, 4, 6.

[13] 1 Cor. 12: 4.

[14] St. John of Damascus, Exact Exposition of Orthodox Faith, Book 1, ch. 4.

[15] 1 Cor. 13: 12.

[16] Gen 18: 27.

[17] Gen 1: 26.

[18] Eph. 4: 13.

[19] St. Gregory Palamas, GFC (ΕΠΕ), Thessaloniki 1985, vol. 9, p. 264.

[20] Funeral Service.

[21] W.D. Ross, Aristotelis Politica. Clarendon Press. Oxford, 1957.

[22] W.D. Ross, Aristotelis, Post Naturalis, 922α, first line, Oxford, 1955.

[23] Psalms 19: 1.

[24] “As I conceive, by that part of It which we can comprehend to draw us to itself (for that which is altogether incomprehensible is outside the bounds of hope, and not within the compass of endeavour), and by that part of It which we cannot comprehend to move our wonder, and as an object of wonder to become more an object of desire, and, being desired, to purify, and by purifying to make us like God, so that, when we have thus become like Himself, God may, I being united to us, and that perhaps to the same extent as He already knows those who are known to Him” (St. Gregory the Theologian, On Theophany, Homily 38, 7, GFC (ΕΠΕ) 5.44-46).

[25] Plato: Socrates’  Apology, 21d.