en ru

Κάλαντα Μεσογαίας

kalanta 2

Κάτω από τούτο τον τίτλο περιλαμβάνουμε τα κάλαντα του δωδεκαημέρου. Σε γενικές γραμμές μπορούμε να πούμε τα εξής:

Α) Τα κάλαντα των Χριστουγέννων ήταν στη Μεσογαία από παλαιά, τα ίδια με εκείνα της Αθήνας με ασήμαντες παραλλαγές. Τα κάλαντα τούτα τα έλεγαν τα παιδιά κατά το διάστημα της ημέρας, σπάνια το βράδυ. Σχετικά με τα κάλαντα υπάρχουν συνήθειες που φέρνουν ακόμη την παλιά Μεσογαίτικη σφραγίδα. Π.χ. ότι όποιος χτυπούσε πρώτος πόρτα σπιτιού, που ακόμη δεν είχε ακούσει τα κάλαντα η νοικοκυρά όχι μόνο δεν τον έδιωχνε με το στερεότυπο «τα είπαν άλλοι», αλλά αντίθετα πού ευχαρίστως έλεγε να τα πει και μάλιστα τον φιλοδωρούσε καλύτερα από τους επόμενους. Ακόμη ότι δεν υπήρχε σπίτι που να αρνιόταν να ακούσει το καλημέρι – έτσι «για το καλό».

Β) Τα κάλαντα της πρωτοχρονιάς μοιάζουν κι αυτά, όπως των Χριστουγέννων με κείνα της Αθήνας. Εδώ όμως υπάρχουν μεγαλύτερες διαφορές : ότι δηλαδή στη Μεσογαία – πριν απ' τον αιώνα μας – υπήρχε και αρβανίτικο «καλημέρι» - τώρα ξεχασμένο. Σε κείνα λοιπόν τα χρόνια τα παιδιά, μέχρι το λιοβασίλεμα, έλεγαν το γνωστό καλημέρι «Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά, ψιλή μου δεντρολιβανιά». Το βράδυ όμως, οι μεγαλύτεροι έλεγαν τα κάλαντα στ’ αρβανίτικα, που αναφέρουμε λίγο παρακάτω. Τα κάλαντα τούτα είναι, από δεκαετίες, τελείως ξεχασμένα.

kalanta 3Γ) Τέλος υπάρχουν τα κάλαντα των Φώτων. Πρέπει να τονίσουμε ότι για τους Μεσογίτες, τα κάλαντα του δωδεκαημέρου κλιμακώνονται προς το μεγαλύτερο, όσο οι γιορτές τελειώνουν. Ότι δηλαδή τα κάλαντα των Χριστουγέννων ήταν τα μικρότερα, της πρωτοχρονιάς μεγαλύτερα και των Φώτων τα πιο μεγάλα. Έτσι, την παραμονή των Θεοφανείων, ολημερίς, τα παιδιά έλεγαν τα γνωστά κάλαντα «σήμερα τα Φώτα και ο φωτισμός κι η χαρά μεγάλη τ’ αφέντη μας». Το βράδυ όμως, η εργατιά πήγαινε στα σπίτια των αφεντικών τους και δύο – τριών άλλων αρχοντόσπιτων κι έλεγε το «μεγάλο» καλημέρι, ολόκληρο. Έμπαινε μέσα στην αυλή (η αυλόπορτα ήταν επίτηδες ανοιχτή) και χωρίς προειδοποίηση χωρίς δηλαδή το τυπικό «να τα πούμε» - άρχιζε. Μετά το τέλος «και του χρόνου», εις έτη πολλά» έβγαινε η νοικοκυρά με ένα δίσκο γλυκά και ποτό και τους «φίλευε». Πίσω της ο αφέντης του σπιτιού τους ευχόταν και τους έδινε ένα γερό φιλοφώρημα.

Το μεγάλο καλημέρι των Θεοφανείων ήταν γνωστό μέχρι σχεδόν τις αρχές του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου. Τώρα είναι ξεχασμένο. Το αναφέρει, όχι όμως ολόκληρ και με μικρές παραλλαγές, ο Καμπουρογλους στην Ιστορία του (Α’, 236).

Αμέσως παρακάτω παραθέτουμε τα κάλατα του δωδεκημέρου.

Κάλαντα Χριστουγέννων

Χριστούγεννα πρωτούγεννα, πρώτη γιορτή του χρόνου
Για βγιέτε δέτε, μάθετε πού ο Χριστός γεννάται
Γεννάται για να τρέφεται με μέλι και με γάλα
Το μέλι τρώγουν οι άρχοντες, το γάλα οι αφεντάδες
Ανοίξτε τα σεντούκια σας τα κατακλειδωμένα
Και δώστε μας τον κόπο μας απ’ το χρυσό πουγκί σας.
Αν είστε απ’ τους πλούσιους φλωριά μην τα λυπάστε
Αν είστε απ’ τους δεύτερους τάλιρα και δραχμίτσες
Κι αν είστε απ’ τους πάμπτωχους ένα ζευγάρι κότες.
Και σας καληνυχτίζουμε, για να ξεκουρασθήτε
Ολίγον ύπνον πάρετε, πέστε, κοιμηθείτε
Στην εκκλησία τρέξατε μ’ όλη την προθυμίαν
Και του Χριστού ακούσατε την θείαν λειτουργίαν.
Και εις έτη πολλά.

(Γνωστό σ’ όλη τη Μεσογαία)


 

kalanta 4

Χριστουγεννιάτικα κάλαντα

Χριστούγεννα πρωτούγεννα 
Πρώτη γιορτή του χρόνου
Για μπάτε, βγαίτε, μάθετε
Που ο Χριστός γεννάται.
Γεννάται σε πάνω βουνό
Και σε καινούριο σπίτι.
Εννιά Απόστολοι στείλανε
Κυρά μαή να φέρουν
Κι όσο να παν κι όσο να ‘ρθουν
Χριστός αναγεννήθη.
Στο γάλα εγεννήθηκε
Στο μέλι ανατρέφη.
Όσα κεριά και τάματα,
Στης Παναγιάς το χέρι.
Όσα καρφιά και πέταλα
Στους τούρκους το κεφάλι.
Πολλά όμως είπαμε
Ας πούμε και του χρόνου.
Του χρόνου και τ’ αντίχρονου
Τ’ αντί και τρεις ημέρες.

(Αφηγητής ο Ιωάννης Κωνστατίνου Γιαννάλης, από τα Σπάτα. Κατά τον ίδιο, τα κάλαντα τούτα είναι παλαιά, αφού τα έλεγαν εδώ κι εκατόν είκοσι χρόνια, και περισσότερο).



 

Πρωτοχρονιάτικα κάλαντα

Τα έλεγαν κατά και μετά τους βαλκανικούς πολέμους. Κατά το Σπαταναίο Σταύρο Κωνσταντίνου Γιαννάκη, σήμερα περίπου χρόνων. Με ανεπαίσθητες παραλλαγές – που άκουσα κι απ’ άλλους γέροντες Μεσογείτες).

Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά
Δοξάστε τούτη τη γενιά
Κι αρχή καλός μας χρόνος
Συ σου πρέπει δάφνης
κλώνος Άγιος Βασίλης έρχεται
Στρατιώτες τον κατέχετε
Από την Καισαρεία
Χαίρε ω χαίρε ελευθερία.
Βαστάει εικόνα και χαρτί
Ζάχαρο – κοντοζυμετώ.
Χαρτί και καλαμάρι
Γεια χαρά στο παλληκάρι.
Το καλαμάρι έγραφε
Και την Τουρκιά την ξέγραφε
Και το χαρτί ωμίλει
Της Μακεδονίας ήλιοι.
Βασίλη πούθεν έρχεσαι
Και Πούθε κατεβαίνεις
Και στη Σαλονίκη μπαίνεις;
Κάτσε να φας, κάτσε να πιεις
Και μες την Ήπειρο να μπεις
Κάτσε να τραγουδήσεις
Το Μπιζάνι να γκρεμίσεις.
Εγώ γράμματα μάθαινα
Του στόλου μας τα θάματα
Τραγούδια Τούρκε ξέρω
Αν αντίκρυ μου σε εύρω.
Κατέβηκεν η πέρδικα
Γεια σας, παιδιά λεβέντικα
Να βρέξει τον αφέντη μας
Το Ρήγα το λεβέντη μας
Να βρέξει, έτσι θέλω,
Και το μέγα Βενιζέλο.
Πατρίδα μου ζωγραφική
Φέρε την τσότρα με κρασί
Έλα να μας κεράσεις
Να ζήσεις, να γιορτάσεις.
Ζήτω του βασιλεία μας
Της Όλγας της ώραιας μας
Ζήτω και του διαδόχου
Του μεγάλου μας ανθρώπου.


kalanta 5 

Αρβανίτικο καλημέρι της πρωτοχρονιάς

 

Μίρ(ε) τ’ να βίν(ι) βίτι ι ρι
Μίρ(ε) τ’ να π(ι)λκιέν(ι)
Σι νεστρ θοϊν(ε) παλαιά
Τσίλι ντο πρωτο-βίν(ιε)
Ντ(ε) ντερ(ε) ντ(ε) αυλόπορτ(ε)
Νγκα νι ντούμε τ(ε) γίπνι.
Νέστρ(ε) κα κλήσια πανήγυρι
Θάμε( τ(ε) Σιρ Βασίλη
Τσι ις νιερί με αρετή
εδ(ε) σιουμ(ε) γλυκομίλι
(πα)τ(ε)θατ(ε) ντρου κεϊ π(ε)ρ μπαστούν
Ε κέϊ π(ε)ρ τ(ε) ακουμπίσεϊ
Ε κέϊ π(ε)ρ τ(ε) θάτες ντρου
Ντί ζόκ(ιε) καλαϊδίσιν(ε)
τσ(ε) κέϊν(ε) σίτ(ε) σι διαμάντ
διαμάντ(ε) φλιουτουράτ(ε).
Βίσιουνι βλέζερ(ε) βίσιουνι
ντ(ε) κλήσιετ(ε) τ(ε) βέμι
νγκα κλήσια τ(ε) μος λείψεμι
καλή ψυχή τ(ε) κέμι.
Νγκα κλήσια τούκε ίκουρ(ε)
εδ(ε) ντ(ε) στιπί τ(ε) βέμι(ι)
τ(ε) στρώσμ εδέ τραπέζι ν(ε)
τ(ε) χάμ(ε) εδ(ε) τ(ε) πίμ(ε)
αν ίστ(ε) εδέ ντο νι φτωχό
πορσήνιν(ι) τ(ε) βίν(ιε)
αν ίστ(ι) εδέ νι σκλέπ(ε)ρ
τσι νούκου μούντ τ(ε) βίνιε
κιάλνι φαΐ ατιέ
πα δε το ίδιο ίστ(ε)
τ(ε) θόμ(ι) Σιρ Βασίλι σ(ε)
με γκόλι(ε) εδέ με λύρ(ε)
μοτ γκα μοτ
τ(ε) γιέμ(ι) μίρ(ε)
Καλώς να ‘ρθει ο καινούριος χρόνος
Καλώς να μας (γλυκάνει) αρέσει
Σαν αύριο λέγαν παλαιά
ποιος θα πρωτοέρθει (θα κάνει ποδαρικό)
στην πόρτα την αυλόπορτα
από 'να ντουμέ (τάλληρο) να δώσετε
Αύριο έχει η εκκλησία πανήγυρη
το θαύμα τ’ Άι-Βασίλη
που ‘ταν άνθρωπος ενάρετος
και πολύ γλυκομίλητος,
(που) είχε ένα ξερό ξύλο για μπαστούνι
το ‘χε για ν’ ακουμπάει
κι απάνω στο ξερό ραβδί
(είχε) δύο πουλιά που κελαϊδούσαν
που ‘χαν τα μάτια σαν διαμάντια
διαμάντια, αστραφτερά (πεταχτά)
Ντυθήτε, αδέλφια, ντυθήτε
Στις εκκλησίες να πάμε
Από την εκκλησία να μη λείψουμε
(Καλή ψυχή να ‘χουμε).
Και μόλις φύγουμε από την εκκλησία
και πάμε σπίτι μας
ας στρώσουμε και το τραπέζι
να φάμε και να πιούμε
κι αν είναι και κανείς φτωχός
παρωτρύνατε τον (συμβουλέψτε τον) να έρθει
αν είναι και κανείς κουτσός (ανάπηρος)
που δεν μπορεί να έρθει
πηγαίνετέ του το φαΐ εκεί
και έτσι το ίδιο είναι
Ας πούμε (ψάλλουμε του Αι-Βασίλη
με το στόμα κα με λύρα
και του χρόνου (χρόνο με χρόνο)
να ΄μαστε καλά (καλύτερα).


 

Από τους κυρίους:
1) Γεώργιο Κόλλια, Πόρτο Ράφτη (γενν. 1890)
2) Αντώνιο Αντωνάκη, Μαρκόπουλο Μεσογαίας (γενν. 1914)
3) Χρήστο Μάδη, Παιανία (γενν. 1899)



Το μεγάλο καλημέρι των Θεοφανείων

Όπως το θυμάται ο Σπαταναίος Ιωάννης Κων/νου Γιαννάκης. Το καλημέρι το είχε μα΄θει από τους παππούδες του και το έλεγε γυρίζοντας τις πόρτες την παραμονή των Φώτων, μικρός ακόμη. Θα πρέπει, λοιπόν να λεγόταν πριν από 100-120 χρόνια. Το καλημέρι τούτο είναι, στις γενικές του γραμμές, το ίδιο με εκείνο που λεγόταν στο Λιόπεσι και που ακολουθεί αμέσως μετά. Δεν μπορώ να ξέρω πιο απ’ τα δύο είναι το αρχαιότερο. Επειδή όμως τα δύο κάλαντα διαφέρουν μαζί τους σε αρκετά σημεία. Θεωρήσαμε σκόπιμο να τα μεταφέρουμε εδώ ολόκληρα και αυτούσια. Τα κάλαντα τούτα ξεχάστηκαν, εδώ και μισό πάνω-κάτω αιώνα.

«Και στον καλημερίζουμε τούτο μας τον αφέντη
Αφέντη μου πρωτόγιωργε και πρωτοζευγολάτη
Τ’ αλέτρι σου είναι σίδερο και το υνί σου ατσάλι
Δευτέρα μέρα κίνησες, να πας να πρωτοσπείρεις
Και το σταράκι που ‘σπειρες, ‘σπειρες μαργαριτάρι.
Μαργαριτάρι έσπειρες, μάλαμα να θερίσεις.
Να βάλεις εργάτες εκατό, νεροκουβαλητήδες δέκα.
Οι Τούρκοι το θερίζανε, Ρωμιοί το κουβαλούσαν
Κι ο Βασιλιάς τ’ αλώνιζε με τις χρυσές φοράδες
Κι η μερουδιά το σάρωνε με το χρυσό θυμάρι.
Να κάνεις τάλιες εκατό με του Θεού τη χάρη
Βρε αφέντη μου πεντάφεντε, πέντε φορές αφέντη
Πέντε κρατούν το μαύρο σου (εν άλογο) κι οχτώ το σαλιβάρι
Και δέκα σε παρακαλούν, αφέντη καβαλάρη
Καβαλικεύεις κι έρχεσαι, πεζεύσεις, καμαρώνεις
Κι όπου πατεί το μαύρο σου, πηγάδια φανερώνεις
Πηγάδια πετροπήγαδα κι αυλές μαρμαρωμένες
Κοιμάται χιούμα το φλουρί και χιούμα (=χύμα) τ’ αλογάρι
Και στον αφρό τ’ αλογαριού κοιμάται ο γιος τ΄αφέντη.
Στέκω και συλλογίζομαι, μα πώς να τον ξυπνήσω;
Φέρτε μου μήλα δώδεκα, κυδώνια δεκαπέντε
Και τρία κλώνια βασιλικό, μπεκίμ ξυπνήσω αφέντημ.
Βρε σήκω επάνω αφέντη μου και μην παρακοιμάσαι
Να κοσκινίσεις τα φλουριά, να δριμονήσεις τ’ άσπρα
Κι από τα κοσκινίσματα να δώσεις στους διαβάτες.
Εσέ σου πρέπει αφέντη μου μπελντένια να κοιμάσαι
Βελούδι να σκεπάζεσαι μπρε αφέντης να λαγάσαι
Εσέ σου πρέπει αφέντη μου χιλιόχρυσο ζουνάρι
Γιατ’ είσαι νιος κι αυγερινός, γιατ΄είσαι παλικάρι.
Εσέ σου πρέπει αφέντη μου φεργάδα ν’ αρματώσεις
Και το Μισίρι να διαβείς, φλουριά να τη φορτώσεις.
Πολλά είπαμε τ΄αφέντη μας, ας πουμ’ και της κυράς μας.
Κυρά ψηλή, κυρά λιγνή, κυρά γαϊτανοφρύδα
Κυρά μ’ όταν στολίζεσαι και πας στην εκκλησιά
Βάζεις τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι και το φεγγάρι αστρίτη
και του κοράκου το φτερό βάζεις γαϊτανοφρύδι.
Βάζεις τους σκλάβους από εμπρός και σκλάβους από πίσω
Κι ένα μικρό σκλαβόπουλο να σου κρατάει τον ίσκιο.
Η στράτα ρόιδο (=τριαντάφυλλο) γιόμισε κι η εκκλησία σου μόσχο
Κυρά μου το δοξάρι σου με φράγκικο μαντήλι
Που το βαρούνε στη Φραγκιά κι ακούγεται στην Πόλη.
Πολλά είπαμε και της κυράς ας πουμ’ και των παιδιών της.
Κυρά μου τα παιδάκια σου, ο Θεός να στα χαρίσει,
Να τα παντρέψεις με χαρά και με την καλοσύνη.
Να στάξεις άσπρο φλάμπουρο στη μέση της αυλής σου.
Να μπουν να βγουν οι φίλοι σου, να σκάσουν οι οχτροί σου.
Αν έχεις γιο στα γράμματα και γιο στο ψαλητήρι
Να τον αξιώσει ο θεός να βάλει πετραχήλι.
Πολλά είπαμε και των παιδιών ας πούμε και της κόρης.
Αν έχεις κόρη έμορφη πραματευτής τη θέλει
Κι αν είναι και πραματευτής πολλά προικιά γυρεύει
Γυρεύει αμπέλια ατρύγητα, χωράφια με τα στάχυα
Γυρεύει και τη Βενετιά με όλα τα παλάτια
Γυρεύει και τη θάλασσα με όλα τα καράβια.
Θε να σου πω και πιότερα μα η ώρα δε μ’ αφήνει
Γιατί σπουδάζει ο πετεινός κι η μέρα ξημερώνει.
Εδώ που τραγουδήσαμε, πέτρα να μη ραγήσει
Κι ο νοικοκύρης του σπιτιού σαν τα βουνά να ζήσει.

kalanta 1


(Και τώρα, η άλλη «έκδοση» - παραλλαγή του προηγούμενου καλημεριού)

Καλημέρα καλημέρα και πάντα καλημέρα
Κι ας τον καλημερίσουμε ετούτο τον αφέντη.
Αφέντη μου πρωτάφεντε, πέντε φορές αφέντη
πέντε κρατούν το μαύρο σου κι οχτώ το σαλιβάρι
και δέκα σε περικαλούν αφέντη καβαλάρη.
Καβαλικεύεις, χαίρεσαι, πεζεύσεις, καμαρώνεις
Κι όπου πατεί το μαύρο σου, πηγάδια φανερώνεις
Πηγάδια πετροπήγαδα κι αυλές μαρμαρωμένες.
Κοιμάται χιούμι το φλουρί και χιουμι τ’ αλογάρι
και στον αφρό τ’ αλογαριού κοιμάται γιος αφέντη.
Στέκω και συλλογίζομαι, μα πώς να τον ξυπνήσω;
Φέρτε μου μήλα δώδεκα, κυδώνια δεκαπέντε
και τρεις κλώνους βασιλικό βέλπι (=ίσως) και τον ξυπνήσω
«Ξύπνα αφέντη πρωτόγεωργε και πρωτοζευγολάτη
Που ‘χεις τ’ αλέτρι σίδερο και το υνί ατσάλι
Τα μουλαράκια που ζευγείς σαν χέλια χαϊδεμένα
Και τα λουριά της λιμαριάς με σύρμα είναι πλεγμένα
Το καμουτσάκι που βαρείς, από μηλιάς κλωνάρι.
Δευτέρα ημέρα κίνησες να πας να πρωτοσπείρεις
Και το σταράκι που ‘σπειρες, σπειρες μαργαριτάρι.
Να κάνεις τάλιες εκατό με του Θεού τη χάρη.
Κάτω στα Ιεροσόλυμα, στο μέγα Ιορδάνη
εκεί βαφτίστηκ’ ο Χριστός από τον Άγιο Γιάννη
Εκεί δεντρί δεν ήταν, δεντρί εφανερώθη
η ρίζα του ήταν ο Χριστός και κλώνοι οι Απόστολοι.


Πολλά είπαμε τ’ αφέντη μας, ας πουμ’ και της κυράς μας.
«Κυρά μ’ ψηλή, κυρά μ’ λιγνή, κυρά καμπανοφρύδα
κυρά μ’ όταν στολίζεσαι να πας στην εκκλησία,
Βάζεις τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι αστρίτη
και του κοράκου το φτερό βάζεις καμπανοφρύδι.
Κυρά μου τα παιδάκια σου με μόσχο είναι θρεμμένα
να τα παντρέψεις με χαρά και με την καλοσύνη
Να στήσεις άσπρο φλάμπουρο στη μέση της αυλής σου
να μπουν να βγουν οι φίλοι σου να σκάσουν οι οχτροί σου.


Πολλά είπαμε τ’ αφέντη μας, ας πούμ’ και των παιδιών της.
Κυρά μ’ τη θυγατέρα σου γραμματικός τη θέλει
Κι αν είναι και γραμματισκός πολλά προικιά γυρεύει
Γυρεύει αμπέλια ατρύγητα χωράφια με τα στάχυα
Γυρεύει και τη Βενετιά με όλα τα παλάτια
Γυρεύει και τον κυρ-βοριά να τα καλαρμενίσει.
Πολλά είπαμε της κόρης σας ας πούμε και του γιου σας
Κυρά μου τον υιόκα σου βάλτον στο ψαλτήρι
Του χρόνου και σαν σήμερα να βάλει πετραχήλι.


Ακόμα έχω να σας πω, μια ώρα δεν τα σώνω
Γιατί μου βγαίν’ ο αυγερινός κι η μέρα ξημερώνει.
Σ’ αυτό το σπίτι που ‘ρθαμε πέτρα να μη ραγίσει
Κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει.
Να ζήσει χρόνους εκατό και να τους απεράσει
Κι απ’ τους εκατό κι εμπρός ν’ ασπρίσει, να γεράσει.
Εφάγαμε τον κόκορα ας φάμε και την κότα
Και δώστε μας τον κόπο μας να πάμε σ’ άλλην πόρτα.
«Και εις έτη πολλά»


Γνωστό στους Λιοπεσιώτες.
(Από τη μητέρα μου και τον αδελφό μου).

 


pdf
Πηγή: Βιβλίο «Τα Λαογραφικά της Μεσογαίας Αττικής» Γεώργιου Δ. Χατζησωτηρίου
Πηγή φωτογραφιών: ΚΕΠΕΜ


Ἡ Γέννηση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, (α' 18-25)

Apostolos Mattheos18 Τοῦ δὲ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἡ γέννησις οὕτως ἦν. μνηστευθείσης γὰρ τῆς μητρὸς αὐτοῦ Μαρίας τῷ Ἰωσήφ, πρὶν ἢ συνελθεῖν αὐτοὺς εὑρέθη ἐν γαστρὶ ἔχουσα ἐκ Πνεύματος Ἁγίου. 19 Ἰωσὴφ δὲ ὁ ἀνὴρ αὐτῆς, δίκαιος ὢν καὶ μὴ θέλων αὐτὴν παραδειγματίσαι, ἐβουλήθη λάθρα ἀπολῦσαι αὐτήν. 20 Ταῦτα δὲ αὐτοῦ ἐνθυμηθέντος ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου κατ’ ὄναρ ἐφάνη αὐτῷ λέγων· Ἰωσὴφ υἱὸς Δαυΐδ, μὴ φοβηθῇς παραλαβεῖν Μαριὰμ τὴν γυναῖκά σου· τὸ γὰρ ἐν αὐτῇ γεννηθὲν ἐκ Πνεύματός ἐστιν Ἁγίου. 21 τέξεται δὲ υἱὸν καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν· αὐτὸς γὰρ σώσει τὸν λαὸν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν. 22 Τοῦτο δὲ ὅλον γέγονεν ἵνα πληρωθῇ τὸ ρηθὲν ὑπὸ τοῦ Κυρίου διὰ τοῦ προφήτου λέγοντος· 23 Ἰδοὺ ἡ παρθένος ἐν γαστρὶ ἕξει καὶ τέξεται υἱόν, καὶ καλέσουσι τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ, ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον μεθ’ ἡμῶν ὁ Θεός. 24 Διεγερθεὶς δὲ ὁ Ἰωσὴφ ἀπὸ τοῦ ὕπνου ἐποίησεν ὡς προσέταξεν αὐτῷ ὁ ἄγγελος Κυρίου καὶ παρέλαβε τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, 25 καὶ οὐκ ἐγίνωσκεν αὐτὴν ἕως οὗ ἔτεκε τὸν υἱὸν αὐτῆς τὸν πρωτότοκον, καὶ ἐκάλεσε τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν.  


Ἡ Γέννηση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, (β' 1-21)

ag.loukas α1 Ἐγένετο δὲ ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις ἐξῆλθε δόγμα παρὰ Καίσαρος Αὐγούστου ἀπογράφεσθαι πᾶσαν τὴν οἰκουμένην. 2 αὕτη ἡ ἀπογραφὴ πρώτη ἐγένετο ἡγεμονεύοντος τῆς Συρίας Κυρηνίου. 3 καὶ ἐπορεύοντο πάντες ἀπογράφεσθαι, ἕκαστος εἰς τὴν ἰδίαν πόλιν. 4 ἀνέβη δὲ καὶ Ἰωσὴφ ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας ἐκ πόλεως Ναζαρὲτ εἰς τὴν Ἰουδαίαν εἰς πόλιν Δαυΐδ, ἥτις καλεῖται Βηθλεέμ, διὰ τὸ εἶναι αὐτὸν ἐξ οἴκου καὶ πατριᾶς Δαυΐδ, 5 ἀπογράψασθαι σὺν Μαριὰμ τῇ μεμνηστευμένῃ αὐτῷ γυναικί, οὔσῃ ἐγκύῳ. 6 ἐγένετο δὲ ἐν τῷ εἶναι αὐτοὺς ἐκεῖ ἐπλήσθησαν αἱ ἡμέραι τοῦ τεκεῖν αὐτήν, 7 καὶ ἔτεκε τὸν υἱὸν αὐτῆς τὸν πρωτότοκον, καὶ ἐσπαργάνωσεν αὐτὸν καὶ ἀνέκλινεν αὐτὸν ἐν τῇ φάτνῃ, διότι οὐκ ἦν αὐτοῖς τόπος ἐν τῷ καταλύματι.  8 Καὶ ποιμένες ἦσαν ἐν τῇ χώρᾳ τῇ αὐτῇ ἀγραυλοῦντες καὶ φυλάσσοντες φυλακὰς τῆς νυκτὸς ἐπὶ τὴν ποίμνην αὐτῶν. 9 καὶ ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου ἐπέστη αὐτοῖς καὶ δόξα Κυρίου περιέλαμψεν αὐτούς, καὶ ἐφοβήθησαν φόβον μέγαν. 10 καὶ εἶπεν αὐτοῖς ὁ ἄγγελος· μὴ φοβεῖσθε· ἰδοὺ γὰρ εὐγγελίζομαι ὑμῖν χαρὰν μεγάλην, ἥτις ἔσται παντὶ τῷ λαῷ, 11 ὅτι ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον σωτήρ, ὅς ἐστι Χριστὸς Κύριος, ἐν πόλει Δαυΐδ. 12 καὶ τοῦτο ὑμῖν τὸ σημεῖον· εὑρήσετε βρέφος ἐσπαργανωμένον, κείμενον ἐν φάτνῃ. 13 καὶ ἐξαίφνης ἐγένετο σὺν τῷ ἀγγέλῳ πλῆθος στρατιᾶς οὐρανίου αἰνούντων τὸν Θεὸν καὶ λεγόντων· 14 δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία. 15 καὶ ἐγένετο ὡς ἀπῆλθον ἀπ’ αὐτῶν εἰς τὸν οὐρανὸν οἱ ἄγγελοι, καὶ οἱ ἄνθρωποι οἱ ποιμένες εἶπον πρὸς ἀλλήλους· διέλθωμεν δὴ ἕως Βηθλεὲμ καὶ ἴδωμεν τὸ ρῆμα τοῦτο τὸ γεγονός, ὃ ὁ Κύριος ἐγνώρισεν ἡμῖν. 16 καὶ ἦλθον σπεύσαντες, καὶ ἀνεῦρον τήν τε Μαριὰμ καὶ τὸν Ἰωσὴφ καὶ τὸ βρέφος κείμενον ἐν τῇ φάτνῃ. 17 ἰδόντες δὲ διεγνώρισαν περὶ τοῦ ρήματος τοῦ λαληθέντος αὐτοῖς περὶ τοῦ παιδίου τούτου· 18 καὶ πάντες οἱ ἀκούσαντες ἐθαύμασαν περὶ τῶν λαληθέντων ὑπὸ τῶν ποιμένων πρὸς αὐτούς. 19 ἡ δὲ Μαριὰμ πάντα συνετήρει τὰ ρήματα ταῦτα συμβάλλουσα ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς. 20 καὶ ὑπέστρεψαν οἱ ποιμένες δοξάζοντες καὶ αἰνοῦντες τὸν Θεὸν ἐπὶ πᾶσιν οἷς ἤκουσαν καὶ εἶδον καθὼς ἐλαλήθη πρὸς αὐτούς.  21 Καὶ ὅτε ἐπλήσθησαν ἡμέραι ὀκτὼ τοῦ περιτεμεῖν τὸ παιδίον, καὶ ἐκλήθη τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦς, τὸ κληθὲν ὑπὸ τοῦ ἀγγέλου πρὸ τοῦ συλληφθῆναι αὐτὸν ἐν τῇ κοιλία. 


Iστορία των Τιμίων Δώρων των Μάγων*

ta dwraΑπό τα δώρα που πήγαν οι Μάγοι στον Χριστό. Τρία αντιπροσωπευτικά κοσμήματα περσικής τέχνης, που πριν 2.000 χρόνια προσέφεραν στη Γέννηση οι τρεις Μάγοι. Είναι συμβολικά. Το χρυσό τον προσέφεραν ως βασιλέα, το λιβάνι ως Θεό και την σμύρνα ως άνθρωπο. Τα τρία πλακίδια χρυσού είναι το χρυσό και το λιβάνι και η σμύρνα είναι τα μαύρα σαν ελιές, είναι αναμεμιγμένα μαζί.

Στη Μονή Αγίου Παύλου τα έφερε η Μάρω, η μητέρα του Μωάμεθ του Πορθητού, η οποία ήταν ορθόδοξη χριστιανή και ο πατέρας της ήταν κτίτωρ στη Μονή. Έκανε το παλαιό καθολικό του Αγ. Γεωργίου, το 1470. Αυτά τα είχε η Παναγία και λίγο πριν κοιμηθεί τα εμπιστεύτηκε σε πιστές κόρες χριστιανές παρθένες, οι οποίες τα διαφύλαξαν μέχρι τα χρόνια του Αρκαδίου του αυτοκράτορα του Βυζαντίου, ο οποίος τα μετακόμισε στην Κων/πολη και έκτοτε φυλάσσονταν μέχρι την Άλωση εκεί. Μετά την Άλωση τα πήρε η Μαρία, η μητέρα του Μωάμεθ του Παρθητού που ήταν χριστιανή και επειδή γνώριζε το Μοναστήρι μας (Ι. Μονή Αγ. Παύλου Αγ. Όρους) ήρθε και τα αφιέρωσε. Κι ανεβαίνοντας από τη θάλασσα άκουσε φωνή στη θέση που υπάρχει το προσκυνητάριο σήμερα, η οποία έλεγε «Μαρία μην προβείς περαιτέρω, διότι ο τόπος είναι για τους μοναχούς». Και σταμάτησε εκεί και τα πήραν οι Πατέρες και έκτοτε φυλάσσονται στη Μονή. Είναι τριάντα πλάκες χρυσού κι εβδομήντα πέντε λιβάνι και σμύρνα.

 


*Απομαγνητοφωνημένη ομιλία του π. Παύλου (Ι. Μονή Αγ. Παύλου Αγ. Όρους). Πηγή:http://youtube.com/


"Λόγος τοῦ Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου
εἰς τὸ γενέθλιον τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ"

AGIOSIOANNIS2Μυστήριον ξένον καὶ παράδοξον βλέπω· ποιμένες μου περιηχοῦσι τὰ ὦτα, οὐκ ἔρημον συρίζοντες μέλος, ἀλλ᾿ οὐράνιον ᾄδοντες ὕμνον. Ἄγγελοι ᾄδουσιν, ἀρχάγγελοι μέλπουσιν, ὑμνεῖ τὰ Χερουβὶμ, δοξολογεῖ τὰ Σεραφὶμ, πάντες ἑορτάζουσι Θεὸν ἐπὶ γῆς ὁρῶντες, καὶ ἄνθρωπον ἐν οὐρανοῖς· τὸν ἄνω κάτω δι᾿ οἰκονομίαν, καὶ τὸν κάτω ἄνω διὰ φιλανθρωπίαν. Σήμερον Βηθλεὲμ τὸν οὐρανὸν ἐμιμήσατο· ἀντὶ μὲν ἀστέρων ἀγγέλους ὑμνοῦντας δεξαμένη, ἀντὶ δὲ ἡλίου τὸν τῆς δικαιοσύνης ἀπεριγράπτως χωρήσασα. Καὶ μὴ ζήτει πῶς· ὅπου γὰρ βούλεται Θεός, νικᾶται φύσεως τάξις.

Ἠβουλήθη γὰρ, ἠδυνήθη, κατῆλθεν, ἔσωσε· σύνδρομα τὰ πάντα τῷ Θεῷ. Σήμερον ὁ ὢν τίκτεται, καὶ ὁ ὢν γίνεται ὅπερ οὐκ ἦν· ὢν γὰρ Θεός, γίνεται ἄνθρωπος, οὐκ ἐκστὰς τοῦ εἶναι Θεός. Οὐδὲ γὰρ κατ᾿ ἔκστασιν θεότητος γέγονεν ἄνθρωπος, οὐδὲ πάλιν κατὰ προκοπὴν ἐξ ἀνθρώπου γέγονε Θεός· ἀλλὰ Λόγος ὢν, διὰ τὸ ἀπαθὲς σὰρξ ἐγένετο, ἀμεταβλήτου μενούσης τῆς φύσεως. Ἀλλ᾿ ὅτε μὲν ἐτέχθη, Ἰουδαῖοι ἠρνοῦντο τὸν ξένον τόκον, καὶ Φαρισαῖοι παρηρμήνευον τὰς θείας Βίβλους, καὶ γραμματεῖς ὑπεναντία τοῦ νόμου ἐλάλουν. Ἡρώδης τὸν τεχθέντα ἐζήτει, οὐχ ἵνα αὐτὸν τιμήσῃ, ἀλλ᾿ ἵνα αὐτὸν ἀπολέσῃ. Σήμερον γὰρ πάντα ὑπεναντία εἶδον. Οὐκ ἐκρύβη γὰρ, κατὰ τὸν ψαλμῳδόν, ἀπὸ τῶν τέκνων αὐτῶν εἰς γενεὰν ἑτέραν.

Βασιλεῖς μὲν γὰρ ἦλθον, τὸν ἐπουράνιον βασιλέα θαυμάζοντες, ὅτι πῶς ἐπὶ γῆς ἦλθεν οὐκ ἀγγέλους ἔχων, οὐκ ἀρχαγγέλους, οὐ θρόνους, οὐ κυριότητας, οὐ δυνάμεις, οὐκ ἐξουσίας, ἀλλὰ ξένην καὶ ἀτριβῆ βαδίσας ὁδόν, ἐξ ἀγεωργήτου προῆλθε γαστρός, οὔτε τοὺς ἀγγέλους αὐτοῦ ἐρήμους τῆς ἐπιστασίας αὐτοῦ καταλιπὼν, οὔτε τῇ πρὸς ἡμᾶς ἐνανθρωπήσει τῆς οἰκείας θεότητος ἐκστάς· ἀλλὰ βασιλεῖς μὲν τὸν ἐπουράνιον βασιλέα τῆς δόξης ἦλθον προσκυνήσοντες, στρατιῶται δὲ τὸν ἀρχιστράτηγον τῆς δυνάμεως θεραπεύσοντες· αἱ γυναῖκες τὸν ἐκ γυναικὸς τεχθέντα, ἵνα τὰς λύπας τῆς γυναικὸς εἰς χαρὰν μεταβάλλῃ· αἱ παρθένοι τὸ τῆς παρθένου παιδίον, ὅτι πῶς ὁ γάλακτος καὶ μαζῶν δημιουργὸς τὰς πηγὰς μαζῶν αὐτόματα ῥεῖθρα φέρεσθαι ποιῶν, παρὰ μητρὸς παρθένου παιδίου τροφὴν ἔλαβε· τὰ νήπια τὸν νήπιον γενόμενον, ἵνα ἐκ στόματος νηπίων καὶ θηλαζόντων καταρτίσῃ αἶνον· οἱ παῖδες τὸν παῖδα μάρτυρας διὰ τὴν Ἡρώδου μανίαν εἰργασάμενον· οἱ ἄνδρες τὸν ἐνανθρωπήσαντα καὶ τὰ τῶν δούλων θεραπεύσαντα κακά· οἱ ποιμένες τὸν ποιμένα τὸν καλόν, τὸν τὴν ψυχὴν ὑπὲρ τῶν προβάτων προθέμενον· οἱ ἱερεῖς τὸν κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδὲκ ἀρχιερέα γενόμενον· οἱ δοῦλοι τὸν μορφὴν δούλου λαβόντα, ἵνα ἡμῶν τὴν δουλείαν ἐλευθερίᾳ τιμήσῃ· οἱ ἁλιεῖς τὸν ἀπὸ ἁλιέων θηρευτὰς ἀνθρώπων ἐργαζόμενον· οἱ τελῶναι τὸν ἀπὸ τελωνῶν εὐαγγελιστὴν ἀναδείξαντα· αἱ πόρναι τὸν τοῖς πορνικοῖς δάκρυσι τοὺς πόδας προϊέμενον· καὶ ἵνα συντόμως εἴπω, πάντες οἱ ἁμαρτωλοὶ ἦλθον ἰδεῖν τὸν ἀμνὸν τοῦ Θεοῦ τὸν αἴροντα τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου, μάγοι δορυφοροῦντες, ποιμένες εὐλογοῦντες, τελῶναι εὐαγγελιζόμενοι, πόρναι μυροφοροῦσαι, Σαμαρεῖτις πηγὴν διψῶσα ζωῆς, Χαναναία πίστιν ἀνενδοίαστον ἔχουσα.

Πάντων οὖν σκιρτώντων, σκιρτῆσαι θέλω κἀγὼ, χορεῦσαι βούλομαι, πανηγυρίσαι θέλω· χορεύω δὲ, οὐ κιθάραν πλήττων, οὐ θυρσὸν κινῶν, οὐκ αὐλοὺς ἔχων, οὐ δᾷδας ἅπτων, ἀλλ᾿ ἀντὶ μουσικῶν ὀργάνων τὰ τοῦ Χριστοῦ σπάργανα φέρων. Αὐτὰ γάρ μοι ἐλπὶς, αὐτά μοι ζωὴ, αὐτά μοι σωτηρία, αὐτά μοι αὐλός, αὐτά μοι κιθάρα. Διὸ καὶ αὐτὰ ἔρχομαι φέρων, ἵνα τῇ αὐτῶν δυνάμει ἰσχὺν λόγων λαβὼν μετ᾿ ἀγγέλων εἴπω· Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ· μετὰ δὲ ποιμένων, Καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία.

gennisi 2Σήμερον ὁ γεννηθεὶς ἀῤῥήτως ἐκ Πατρός, ἐκ παρθένου τίκτεται, ἀφράστως δι᾿ ἐμέ. Ἀλλὰ τότε μὲν κατὰ φύσιν ἐκ τοῦ Πατρὸς πρὸ αἰώνων ἐγεννήθη, ὡς ὁ γεννήσας οἶδε· σήμερον δὲ πάλιν παρὰ φύσιν ἐτέχθη, ὡς ἡ τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐπίσταται χάρις. Καὶ ἡ ἄνω αὐτοῦ γέννησις ἀληθὴς, καὶ ἡ κάτω γέννησις ἀψευδὴς, καὶ ἀληθῶς Θεὸς ἐκ Θεοῦ ἐγεννήθη, καὶ ἀληθῶς ἄνθρωπος ὁ αὐτὸς ἐκ παρθένου ἐτέχθη. Ἄνω μόνος ἐκ μόνου Μονογενὴς, κάτω μόνος ἐκ παρθένου μόνης Μονογενὴς ὁ αὐτός. Ὥσπερ γὰρ ἐπὶ τῆς ἄνω γεννήσεως ἀσεβὲς ἐννοῆσαι μητέρα· οὕτω βλάσφημόν ἐστιν ὑπολαβεῖν καὶ ἐπὶ τῆς κάτω γεννήσεως πατέρα. Ὁ Πατὴρ ἀῤῥεύστως ἐγέννησε, καὶ ἡ παρθένος ἀφθόρως ἔτεκεν· οὔτε γὰρ ὁ Θεὸς ῥεῦσιν ὑπέμεινε γεννήσας· θεοπρεπῶς γὰρ ἐγέννησεν· οὔτε ἡ παρθένος φθορὰν ὑπέμεινε τεκοῦσα· πνευματικῶς γὰρ ἔτεκεν. Ὅθεν οὔτε ἡ ἄνω αὐτοῦ γέννησις ἐξήγησιν ἔχει, οὔτε ἡ ἐν ὑστέροις καιροῖς πρόοδος πολυπραγμονεῖσθαι ἀνέχεται. Ὅτι μὲν γὰρ ἔτεκεν ἡ παρθένος, σήμερον οἶδα, καὶ ὅτι ἐγέννησεν ὁ Θεὸς ἀχρόνως, πιστεύω· τὸν δὲ τρόπον τῆς γεννήσεως σιωπῇ τιμᾷν μεμάθηκα, καὶ οὐ διὰ λόγων πολυπραγμονεῖν παρέλαβον. Ἐπὶ γὰρ Θεοῦ οὐ δεῖ τῇ φύσει τῶν πραγμάτων προσέχειν, ἀλλὰ τῇ δυνάμει τοῦ ἐνεργοῦντος πιστεύειν.

Φύσεως γάρ ἐστι νόμος, ὅταν γυνὴ προσομιλήσασα γάμοις τέκῃ· ὅταν δὲ παρθένος ἀπειρόγαμος τεκοῦσα πάλιν παρθένος φανείη, ὑπὲρ φύσιν τὸ πρᾶγμα. Τὸ οὖν κατὰ φύσιν ζητείσθω, τὸ δὲ ὑπὲρ φύσιν σιγῇ τιμάσθω, οὐχ ὡς φευκτόν, ἀλλ᾿ ὡς ἀπόῤῥητον, καὶ σιωπῇ τιμᾶσθαι ἄξιον. Ἀλλ᾿ ἀπονείματέ μοι συγγνώμην, παρακαλῶ, ἐν προοιμίοις καταπαῦσαι τὸν λόγον βουλομένῳ. Δειλὸς γὰρ ὢν πρὸς τὴν τῶν κρειττόνων ἔρευναν, πῶς ἢ ποῦ τρέψω τῶν λόγων τὰ πηδάλια οὐχ ἔχω.

Τί γὰρ εἴπω, ἢ τί λαλήσω; Τὴν τεκοῦσαν ὁρῶ, τὸν τεχθέντα βλέπω, τὸν δὲ τρόπον τῆς γεννήσεως οὐ συνορῶ· νικᾶται γὰρ φύσις, νικᾶται καὶ τάξεως ὅρος, ὅπου Θεὸς βούλεται. Οὐ γὰρ κατὰ φύσιν γέγονε τὸ πρᾶγμα· ἀλλ᾿ ὑπὲρ φύσιν τὸ θαῦμα· ἤργησε γὰρ ἡ φύσις, καὶ ἐνήργησε τοῦ Δεσπότου τὸ βούλημα.

Ὢ χάριτος ἀφράστου! Ὁ πρὸ αἰώνων Μονογενὴς, ὁ ἀναφὴς, καὶ ἁπλοῦς, καὶ ἀσώματος, ὑπεισῆλθέ μου τὸ φθαρτὸν καὶ ὁρατὸν σῶμα. Διὰ τί; Ἵνα βλεπόμενος διδάξῃ, διδάξας δὲ πρὸς τὸ μὴ βλεπόμενον χειραγωγήσῃ. Ἐπειδὴ γὰρ οἱ ἄνθρωποι τὸν ὀφθαλμὸν τῆς ἀκοῆς πιστότερον ποιοῦσιν, ὃ δὲ μὴ βλέπουσιν ἀμφιβάλλουσι, διὰ τοῦτο ἠνείχετο καὶ ὀφθαλμοῖς τὴν ἑαυτοῦ θέαν διὰ τοῦ σώματος παρασχεῖν, ἵνα λύσῃ τὴν ἀμφισβήτησιν. Καὶ τίκτεται ἐκ παρθένου ἀγνοούσης τὸ πρᾶγμα· οὔτε γὰρ συνήργησε πρὸς τὸ γινόμενον, οὔτε συνεβάλλετο πρὸς τὸ πραττόμενον, ἀλλ᾿ ἦν ψιλὸν ὄργανον τῆς ἀποῤῥήτου αὐτοῦ δυνάμεως, μόνον εἰδυῖα, ὃ παρὰ τοῦ Γαβριὴλ ἐρομένη ἔμαθεν, ὅτι Πῶς ἔσται μοι τοῦτο, ἐπεὶ ἄνδρα οὐ γινώσκω; Καί φησι· Τοῦτο βούλει μαθεῖν; Πνεῦμα ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπὶ σέ, καὶ δύναμις Ὑψίστου ἐπισκιάσει σοι. Καὶ πῶς ἦν μετ᾿ αὐτῆς, καὶ μικρὸν ὕστερον ἐξ αὐτῆς; Ὥσπερ τεχνίτης εὑρὼν ὕλην χρησιμωτάτην, κάλλιστον ἀπεργάζεται σκεῦος· οὕτω καὶ ὁ Χριστὸς εὑρὼν τῆς παρθένου ἅγιον καὶ τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχὴν, ἔμψυχον ἑαυτῷ κατεκόσμησε ναόν, ὃν ἐβουλήθη τρόπον πλάσας τὸν ἄνθρωπον ἐν τῇ παρθένῳ, καὶ ἐνδυσάμενος αὐτόν, σήμερον προῆλθεν, οὐκ αἰδεσθεὶς τὸ δυσειδὲς τῆς φύσεως. Οὐδὲ γὰρ ὕβριν ἔφερεν αὐτῷ, φορέσαι τὸ ἴδιον ἔργον· καὶ τὸ πλάσμα δὲ μεγίστην ἐκαρποῦτο δόξαν, ἔνδυμα τοῦ τεχνίτου γινόμενον. Ὥσπερ γὰρ παρὰ τὴν πρώτην πλάσιν ἀδύνατον ἦν συνεστάναι τὸν ἄνθρωπον, πρὶν ἢ τὸν πηλὸν εἰς τὰς χεῖρας αὐτοῦ ἐλθεῖν· οὕτω καὶ τὸ φθαρὲν σκεῦος ἀδύνατον μεταποιηθῆναι, εἰ μὴ γέγονεν ἔνδυμα τοῦ ποιήσαντος.

Ἀλλὰ τί εἴπω, ἢ τί λαλήσω; Ἐκπλήττει γάρ με τὸ θαῦμα. Ὁ Παλαιὸς ἡμερῶν παιδίον γέγονεν, ὁ ἐπὶ θρόνου ὑψηλοῦ καὶ ἐπηρμένου καθήμενος ἐν φάτνῃ τίθεται, ὁ ἀναφὴς, καὶ ἁπλοῦς, καὶ ἀσύνθετος, καὶ ἀσώματος χερσὶν ἀνθρωπίναις ἑλίσσεται, ὁ τὰ τῆς ἁμαρτίας διασπῶν δεσμὰ σπαργάνοις ἐμπλέκεται, ἐπειδὴ τοῦτο θέλει. Θέλει γὰρ τὴν ἀτιμίαν ποιῆσαι τιμὴν, τὴν ἀδοξίαν ἐνδῦσαι δόξαν, τὸν τῆς ὕβρεως ὅρον, ἀρετῆς δεῖξαι τρόπον. Ὅθεν ὑπέρχεται τὸ ἐμὸν σῶμα, ἵνα ἐγὼ χωρήσω τὸν αὐτοῦ Λόγον· καὶ λαβὼν τὴν ἐμὴν σάρκα, δίδωσί μοι τὸ ἑαυτοῦ Πνεῦμα, ἵνα διδοὺς καὶ λαμβάνων θησαυρόν μοι ζωῆς ἐμπορεύσηται. Λαμβάνει μου τὴν σάρκα, ἵνα με ἁγιάσῃ· δίδωσί μοι τὸ Πνεῦμα αὐτοῦ, ἵνα με διασώσῃ.

Ἀλλὰ τί εἴπω, καὶ τί λαλήσω; Ἰδοὺ ἡ παρθένος ἐν γαστρὶ ἕξει. Οὐκέτι λέγεται ὡς γενησόμενον, ἀλλὰ θαυμάζεται ὡς πεπραγμένον. Παρὰ Ἰουδαίοις ἐπέπρακτο, παρ᾿ οἷς καὶ ἐλέγετο, ὑφ᾿ ἡμῶν δὲ πιστεύεται, παρ᾿ οἷς οὐδὲ ὠνομάζετο. Ἰδοὺ ἡ παρθένος ἐν γαστρὶ ἕξει. Τὸ μὲν γράμμα τῆς συναγωγῆς, τὸ δὲ κτῆμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἐκείνη τὸ δίπτυχον εὗρεν, αὕτη τὸν μαργαρίτην ἐφεῦρεν· ἐκείνη τὸ ἔριον ἔβαψεν, αὕτη τὴν ἁλουργίδα ἐνεδύσατο. Ἡ Ἰουδαία γὰρ αὐτὸν ἔτεκε, καὶ ἡ οἰκουμένη αὐτὸν ὑπεδέξατο. Ἡ συναγωγὴ αὐτὸν ἔθρεψε, καὶ ἐτιθηνήσατο, καὶ ἡ Ἐκκλησία κατέσχε καὶ ἐκαρπώσατο. Παρ᾿ ἐκείνῃ τὸ κλῆμα τῆς ἀμπέλου, καὶ παρ᾿ ἐμοὶ ὁ βότρυς τῆς ἀληθείας. Ἐκείνη τὸν βότρυν ἐτρύγησε, καὶ τὰ ἔθνη τὸ μυστικὸν πίνει πόμα. Ἐκείνη τὸν κόκκον τοῦ σίτου ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ ἔσπειρε, καὶ τὰ ἔθνη τῇ δρεπάνῃ τῆς πίστεως τὸν ἄσταχυν ἐθέρισε. Τὰ ἔθνη τὸ ῥόδον εὐσεβῶς ἀπέκειρε, καὶ Ἰουδαίοις ἡ ἄκανθα τῆς ἀπιστίας ἀπέμεινεν· ὁ νεοττὸς ἀπέπτη, καὶ παρακάθηνται οἱ ἄφρονες τῇ καλιᾷ· τὴν φυλλάδα τοῦ γράμματος οἱ Ἰουδαῖοι ἑρμηνεύουσι, καὶ τὸν καρπὸν τοῦ Πνεύματος τὰ ἔθνη δρέπονται.

gennisi 6Ἰδοὺ ἡ παρθένος ἐν γαστρὶ λήψεται.

Εἰπέ μοι, ὦ Ἰουδαῖε, εἰπέ μοι λοιπόν, τίνα ἔτεκε; Θάῤῥησόν μοι, κἂν ὡς τῷ Ἡρώδῃ. Ἀλλ᾿ οὐ θαῤῥεῖς. Οἶδα διὰ τί· διὰ τὴν ἐπιβουλήν. Ἐκείνῳ γὰρ εἶπας, ἵνα αὐτὸν ἀνέλῃ· ἐμοὶ δὲ οὐ λέγεις, ἵνα μὴ αὐτὸν προσκυνήσω. Τίνα δὲ ἔτεκε; Τίνα; Τὸν Δεσπότην τῆς φύσεως. Κἂν γὰρ σὺ σιωπᾷς, ἡ φύσις βοᾷ· ἔτεκε γὰρ, ὡς ὁ τεχθεὶς τεχθῆναι ἠθέλησεν. Οὐ γὰρ ὑπὸ τῆς φύσεως ἐπετρέπετο, ἀλλ᾿ ὡς Δεσπότης τῆς φύσεως ξένον τῆς γεννήσεως εἰσήγαγε τρόπον, ἵνα δείξῃ, ὅτι καὶ ἄνθρωπος γενόμενος οὐχ ὡς ἄνθρωπος τίκτεται, ἀλλ᾿ ὡς Θεὸς γεννᾶται. Ἐκ παρθένου οὖν σήμερον προῆλθε νικησάσης φύσιν, ὑπερβάσης γάμον. Ἔπρεπε γὰρ τῷ τῆς ἁγιοσύνης πρυτάνει ἐκ καθαρῶν καὶ ἁγίων προελθεῖν τόκων. Αὐτὸς γάρ ἐστιν ὁ πάλαι ἐκ παρθένου γῆς τὸν Ἀδὰμ πλάσας, ἀπὸ δὲ τοῦ Ἀδὰμ ἄνευ γυναικὸς γυναῖκα μορφώσας. Ὥσπερ γὰρ ὁ Ἀδὰμ ἄνευ γυναικὸς γυναῖκα ἤνεγκεν, οὕτω καὶ σήμερον ἡ παρθένος ἄνευ ἀνδρὸς ἄνδρα ἔτεκεν. Ἄνθρωπος γάρ ἐστι, φησὶ, καὶ τίς γνώσεται αὐτόν; Ἐπειδὴ γὰρ ἐχρεώστει τὸ γυναικεῖον γένος τοῖς ἀνθρώποις τὴν χάριν, ὡς τοῦ Ἀδὰμ ἄνευ γυναικὸς γυναῖκα βλαστήσαντος, διὰ τοῦτο σήμερον ἔτεκεν ἡ παρθένος ἄνευ ἀνδρός, ὑπὲρ τῆς Εὔας ἐκτιννύουσα τοῖς ἀνδράσι τὸ χρέος. Ἵνα γὰρ μὴ μέγα φρονήσῃ ὁ Ἀδὰμ, ἄνευ γυναικὸς γυναῖκα βλαστήσας, διὰ τοῦτο καὶ ἡ παρθένος ἄνευ ἀνδρὸς ἄνδρα ἔτεκεν, ἵνα τῷ κοινῷ τοῦ θαύματος τὸ ὁμότιμον δείξῃ τῆς φύσεως. Ὥσπερ γὰρ ἀπὸ τοῦ Ἀδὰμ τὴν πλευρὰν ἀφεῖλε, καὶ τὸν Ἀδὰμ οὐκ ἐμείωσεν οὐδέν· οὕτω καὶ ἐν τῇ παρθένῳ καὶ τὸν ἔμψυχον ἔπλασε ναόν, καὶ τὴν παρθενίαν οὐκ ἔλυσεν. Σῶος ἔμεινεν ὁ Ἀδὰμ καὶ μετὰ τὴν ἀφαίρεσιν τῆς πλευρᾶς· ἄφθορος ἔμεινε καὶ ἡ παρθένος μετὰ τὴν πρόοδον τοῦ βρέφους. Διὰ τοῦτο δὲ οὐκ ἀλλαχόθεν ἑαυτῷ ναὸν κατεσκευάσατο, οὐδὲ ἄλλο σῶμα πλάσας ἐνεδύσατο, ἵνα μὴ δόξῃ τὸ τοῦ Ἀδὰμ ἐνυβρίζειν φύραμα. Ἐπειδὴ γὰρ ἀπατηθεὶς ὁ ἄνθρωπος ὄργανον γέγονε τοῦ διαβόλου, διὰ τοῦτο αὐτὸν τὸν ὑποσκελισθέντα ἔμψυχον ἀνελάμβανε ναόν, ἵνα διὰ τὴν πρὸς τὸν πεποιηκότα συνάφειαν ἐκ τῆς τοῦ διαβόλου αὐτὸν ἀποστήσῃ συνηθείας. Ὅμως καὶ ἄνθρωπος γινόμενος οὐχ ὡς ἄνθρωπος τίκτεται, ἀλλ᾿ ὡς Θεὸς γεννᾶται. Εἰ γὰρ ἐκ κοινῶν γάμων προῆλθεν, ὥσπερ ἐγώ, ψεῦδος τοῖς πολλοῖς ἐνομίζετο· νῦν δὲ διὰ τοῦτο ἐκ παρθένου τίκτεται, τικτόμενος δὲ καὶ τὴν μήτραν ἀναλλοίωτον τηρεῖ, καὶ τὴν παρθενίαν ἀζήμιον διαφυλάττει, ἵνα ὁ ξένος τῆς κυήσεως τρόπος πίστεώς μοι μεγάλης πρόξενος γένηται. Ὅθεν κἂν Ἕλλην με, κἂν Ἰουδαῖος ἐρωτᾷ, ὅτι ὁ Χριστὸς Θεὸς ὢν κατὰ φύσιν, ἄνθρωπος γέγονε παρὰ φύσιν, ἐρῶ, Ναὶ, μάρτυρα τοῦ λόγου τὴν ἄσπιλον τῆς παρθενίας σφραγῖδα καλῶν· οὕτω γάρ ἐστι Θεὸς νικῶν τὴν τῆς φύσεως τάξιν· οὕτω γαστρός ἐστι κεραμεὺς, καὶ παρθενίας εὑρετὴς, ὅτι καὶ ἀμόλυντον ἔσχε τῆς γεννήσεως τὸν τρόπον, καὶ ἑαυτῷ ἀφράστως ᾠκοδόμησε ναόν, ὃν ἠβουλήθη τρόπον.

Εἰπέ μοι οὖν, ὦ Ἰουδαῖε, ἔτεκεν ἡ παρθένος, ἢ οὔ; Εἰ μὲν γὰρ ἔτεκεν, ὁμολόγησον τὸν ξένον τόκον· εἰ δὲ οὐκ ἔτεκε, διὰ τί τὸν Ἡρώδην ἠπάτησας; Σὺ γὰρ αὐτῷ πυνθανομένῳ, ποῦ ὁ Χριστὸς γεννᾶται, εἶπας, ὅτι ἐν Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας. Μὴ οὖν ἐγὼ ᾔδειν τὴν κώμην, ἢ τὸν τόπον; μὴ ἐγὼ τοῦ γεννωμένου τὴν ἀξίαν ἐγίνωσκον; οὐχ ὁ Ἡσαΐας ὡς Θεοῦ αὐτοῦ ἐμνημόνευσε; Τέξεται γὰρ, φησὶν, υἱόν, καὶ καλέσουσι τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ. Οὐχ ὑμεῖς ἀγνώμονες ἐχθροὶ τὴν ἀλήθειαν εἰσηγήσασθε; οὐχ ὑμεῖς οἱ γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι οἱ ἀκριβεῖς τοῦ νόμου φύλακες πάντα τὰ κατ᾿ αὐτὸν ἡμᾶς ἐδιδάξατε; μὴ τὴν τῶν Ἑβραίων γλῶσσαν εἴδομεν; οὐχ ὑμεῖς τὰς Γραφὰς ἡρμηνεύσατε; Μετὰ τὸ τεκεῖν τὴν παρθένον, καὶ πρὸ τοῦ τεκεῖν, ἵνα μὴ δόξῃ πρὸς χάριν τοῦ Θεοῦ ἑρμηνεύεσθαι τὸ λεγόμενον, οὐχ ὑμεῖς ἐρωτώμενοι παρ᾿ Ἡρώδου, μάρτυρα παρηγάγετε Μιχαίαν τὸν προφήτην, ἵνα ὑμῶν τὸν λόγον κυρώσηται; Καὶ σὺ γὰρ, φησὶ, Βηθλεὲμ οἶκος τοῦ Ἐφραθᾶ οὐδαμῶς ἐλαχίστη εἶ ἐν τοῖς ἡγεμόσιν Ἰούδα· ἐκ σοῦ γὰρ ἐξελεύσεται ἡγούμενος, ὅστις ποιμανεῖ τὸν λαόν μου τὸν Ἰσραήλ.

Καλῶς εἶπεν ὁ προφήτης, Ἐκ σοῦ. Ἐξ ὑμῶν γὰρ ἐξῆλθε, καὶ εἰς τὴν οἰκουμένην ἦλθεν. Ὁ γὰρ ὢν, προέρχεται· ὁ δὲ μὴ ὢν, κτίζεται, ἢ γίνεται. Αὐτὸς δὲ καὶ ἦν, καὶ προῆν, καὶ ἀεὶ ἦν ἀλλ᾿ ἦν μὲν ἀεὶ ὡς Θεός, διέπων τὸν κόσμον· σήμερον δὲ προῆλθεν, ὡς ἄνθρωπος μὲν τὸν λαὸν ποιμαίνων, ὡς Θεὸς δὲ τὴν οἰκουμένην διασώζων. Ὢ πολεμίων χρηστῶν! ὢ κατηγόρων φιλανθρώπων! οἳ τὸν ἐν Βηθλεὲμ τεχθέντα λανθάνοντες Θεὸν ἔδειξαν, οἳ τὸν ἐν φάτνῃ κρυπτόμενον Δεσπότην ἐγνώρισαν, οἳ τὸν ἐν σπηλαίῳ καθήμενον ἐμήνυσαν ἄκοντες, καὶ εὐηργέτησαν μὴ θέλοντες, ἀπεκάλυψαν καλύψαι βουλόμενοι. Εἶδες ἀμαθεῖς διδασκάλους; Ἃ διδάσκουσιν, οὐ γινώσκουσι, πεινῶντες τρέφουσι, διψῶντες ποτίζουσι, πενόμενοι πλουτίζουσι.

Δεῦτε οὖν, ἑορτάσωμεν, δεῦτε πανηγυρίσωμεν. Ξένος γὰρ ὁ τῆς ἑορτῆς τρόπος, ἐπειδὴ καὶ παράδοξος ὁ τῆς γεννήσεως λόγος.

gennisi 4Σήμερον γὰρ ὁ χρόνιος ἐλύθη δεσμός, ὁ διάβολος ᾐσχύνθη, οἱ δαίμονες ἐδραπέτευσαν, ὁ θάνατος ἐλύθη, παράδεισος ἠνεῴχθη, ἡ κατάρα ἠφανίσθη, ἡ ἁμαρτία ἐκποδὼν γέγονεν, ἡ πλάνη ἀπηλάθη, ἡ ἀλήθεια ἐπανῆλθε, καὶ τῆς εὐσεβείας ὁ λόγος πανταχοῦ διεσπάρη καὶ ἔδραμεν· ἡ τῶν ἄνω πολιτεία ἐν τῇ γῇ ἐφυτεύθη, ἄγγελοι μετὰ ἀνθρώπων κοινωνοῦσι, καὶ ἄνθρωποι μετὰ ἀγγέλων ἀδεῶς διαλέγονται. Διὰ τί; Ἐπειδὴ Θεὸς ἐπὶ γῆς ἦλθε, καὶ ἄνθρωπος ἐν οὐρανῷ· πάντα ἀναμὶξ γέγονε. Ἦλθε γὰρ ἐπὶ τῆς γῆς, ὅλος ὢν ἐν οὐρανοῖς· ὅλος δὲ ὢν ἐν οὐρανῷ, ὅλος ἐστὶν ἐπὶ τῆς γῆς. Θεὸς ὢν, γέγονεν ἄνθρωπος, οὐκ ἀρνησάμενος τὸ εἶναι Θεός· λόγος ὢν ἀπαθὴς, σὰρξ ἐγένετο, διὰ τὸ ἐνοικῆσαι ἡμῖν σὰρξ ἐγένετο. Θεὸς γὰρ οὐκ ἐγένετο, ἀλλὰ ἦν. Διὰ τοῦτο σὰρξ ἐγένετο, ἵνα ὃν οὐκ ἐχώρει οὐρανός, δέξηται φάτνη. Διὰ τοῦτο ἐν φάτνῃ ἐτέθη, ἵνα ὁ τρέφων τὰ σύμπαντα παιδίου τροφὴν παρὰ μητρὸς παρθένου λάβῃ Διὰ τοῦτο ὁ τῶν μελλόντων αἰώνων Πατὴρ ὡς ὑπομάζιον βρέφος παρθενικῶν ἀνέχεται ἀγκαλῶν, ἵνα καὶ μάγοις εὐπρόσιτος γένηται.

Σήμερον γὰρ καὶ μάγοι προσῆλθον, ἀρχὴν λαβόντες ἀρνεῖσθαι τὸν τύραννον, καὶ ὁ οὐρανὸς καυχᾶται ἀστέρι τὸν ἴδιον Δεσπότην μηνύων, καὶ ὁ Κύριος ἐπὶ νεφέλης κούφης τοῦ σώματος καθεζόμενος ἐπὶ τὴν Αἴγυπτον τρέχει, τῷ μὲν δοκεῖν φεύγων τὴν Ἡρώδου ἐπιβουλὴν, τῇ δὲ ἀληθείᾳ ἀποπληρῶν τὸ παρὰ τοῦ Ἡσαΐου εἰρημένον· Ἔσται γὰρ, φησὶν, ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ Ἰσραὴλ τρίτος ἐν τοῖς Ἀσσυρίοις, καὶ ἐν τοῖς Αἰγυπτίοις εὐλογημένος ἔσται ὁ λαός μου ἐν τῇ γῇ, ἣν εὐλόγησε Κύριος Σαβαὼθ λέγων· Εὐλογημένος ἔσται ὁ λαός μου ὁ ἐν Αἰγύπτῳ καὶ ὁ ἐν τοῖς Ἀσσυρίοις καὶ ὁ ἐν Ἰσραήλ.

Τί λέγεις, ὦ Ἰουδαῖε; ὁ πρῶτος τρίτος γέγονας; Αἰγύπτιοι καὶ Ἀσσύριοι προετάχθησαν, καὶ ὁ πρωτότοκος Ἰσραὴλ ὑπαριθμεῖται; Ναί· εἰκότως Ἀσσύριοι πρῶτοι ἔσονται, ἐπειδὴ καὶ αὐτοὶ αὐτὸν πρῶτοι διὰ τῶν μάγων προσεκύνησαν· Αἰγύπτιοι δὲ μετὰ τοὺς Ἀσσυρίους, ἐπειδὴ καὶ αὐτοὶ φεύγοντα αὐτὸν τὴν Ἡρώδου ἐπιβουλὴν ἐδέξαντο· τελευταῖος δὲ Ἰσραὴλ ὑπαριθμεῖται, ἐπειδὴ μετὰ τὴν ἄνοδον τὴν ἐκ τοῦ Ἰορδάνου διὰ τῶν ἀποστόλων αὐτὸν ἔγνωσαν.

Εἰσῆλθε δὲ εἰς Αἴγυπτον, σείων τὰ χειροποίητα τῆς Αἰγύπτου οὐχ ἁπλῶς, ἀλλ᾿ ἐπειδὴ ἀπέκλεισε τῆς Αἰγύπτου τὰ πρόθυρα τῇ τῶν πρωτοτόκων ἀπωλείᾳ· Διὰ τοῦτο σήμερον εἰσῆλθεν ὡς πρωτότοκος, ἵνα τῆς παλαιᾶς στυγνότητος διαλύσῃ τὸ πένθος. Καὶ ὅτι πρωτότοκος λέγεται ὁ Χριστός, μαρτυρεῖ σήμερον ὁ Λουκᾶς ὁ εὐαγγελιστὴς, λέγων· Καὶ ἔτεκε τὸν υἱὸν αὐτῆς τὸν πρωτότοκον, καὶ ἐσπαργάνωσεν αὐτόν, καὶ ἀνέκλινεν ἐν τῇ φάτνῃ, διότι οὐκ ἦν αὐτοῖς τόπος ἐν τῷ καταλύματι.

Εἰσῆλθεν οὖν εἰς τὴν Αἴγυπτον, ἵνα τῆς παλαιᾶς στυγνότητος διαλύσῃ τὸ πένθος, ἀντὶ μαστίγων χαρὰν ἐπιβαλὼν, ἀντὶ νυκτὸς καὶ σκότους σωτηρίας φέγγος χαρισάμενος. Βέβηλον ἦν τότε τοῦ ποταμοῦ τὸ ὕδωρ τῇ τῶν ἀώρων νηπίων σφαγῇ. Εἰσῆλθεν οὖν εἰς τὴν Αἴγυπτον ὁ πάλαι τὸ ὕδωρ φοινίξας, καὶ ἐποίησε τὰ ῥεῖθρα τοῦ ποταμοῦ σωτηρίας γεννητικὰ, τὸ ἐναγὲς αὐτῶν καὶ βέβηλον δυνάμει καθαρίσας τοῦ Πνεύματος. Ἐκακώθησαν οἱ Αἰγύπτιοι, καὶ μανέντες ἠρνοῦντο τὸν Θεόν. Εἰσῆλθεν οὖν εἰς τὴν Αἴγυπτον, καὶ γνώσεως Θεοῦ ψυχὰς θεοφιλεῖς ἐπλήρωσε· τῷ ποταμῷ δὲ παρέσχε μάρτυρας τρέφειν σταχύων εὐφορωτέρους. Ἀλλὰ διὰ τὸ στενὸν τοῦ καιροῦ ἐνταῦθα βούλομαι καταπαῦσαι τὸν λόγον· ὧδε δὲ καταπαύσω, τὸν λόγον πληρώσας, ὅτι πῶς Λόγος ὢν ἀπαθὴς, σὰρξ ἐγένετο, ἀμεταβλήτου μενούσης τῆς φύσεως.

Τί δὲ εἴπω, ἢ τί λαλήσω; Τέκτονα καὶ φάτνην ὁρῶ, καὶ βρέφος, καὶ σπάργανα, λοχὸν παρθένου τῶν χρειῶν ἔρημον, ὅλα πτωχείας ἐχόμενα, ὅλα πενίας γέμοντα. Εἶδες πλοῦτον ἐν πενίᾳ πολλῇ; πῶς πλούσιος ὢν δι᾿ ἡμᾶς ἐπτώχευσε; πῶς οὔτε κλίνην, οὔτε στρωμνὴν εἶχεν, ἀλλ᾿ ἐπὶ ξηρᾶς ἔῤῥιπτο φάτνης; Ὦ πενία πλούτου πηγή! ὦ πλοῦτε ἄμετρε, πενίας πρόσχημα φέρων! Ἐν φάτνῃ κεῖται, καὶ τὴν οἰκουμένην σαλεύει· ἐν σπαργάνοις ἐμπλέκεται, καὶ τὰ τῆς ἁμαρτίας διαῤῥήσσει δεσμά· οὔπω ἔναρθρον ἔῤῥηξε φωνὴν, καὶ τοὺς μάγους ἐδίδαξε, καὶ ἐκίνησε πρὸς ἐπιστροφήν.

gennisis 8Τί εἴπω, ἢ τί λαλήσω; Ἰδοὺ βρέφος σπαργάνοις ἐμπλέκεται, καὶ ἐν φάτνῃ κεῖται· πάρεστι δὲ καὶ Μαρία παρθένος οὖσα καὶ μήτηρ· παρῆν δὲ καὶ Ἰωσὴφ ὀνομαζόμενος πατήρ. Οὗτος ἀνὴρ λέγεται, ἐκείνη γυνὴ προσαγορεύεται· ὀνόματα ἔννομα συζυγίας ἔρημα. Μέχρι ῥημάτων νόησαί μοι, ἀλλ᾿ οὐ μέχρι πραγμάτων. Μόνον οὗτος ἐμνηστεύσατο, καὶ Πνεῦμα ἅγιον αὐτῇ ἐπεσκίασεν. Ὅθεν ἀπορῶν ὁ Ἰωσὴφ οὐκ ᾔδει τί καλέσει τὸ βρέφος. Ἐκ μοιχείας αὐτὸς εἰπεῖν οὐκ ἐτόλμα, κατὰ τῆς παρθένου βλάσφημον καταχέειν λόγον οὐκ ἠδύνατο, τέκνον αὐτὸ εἰπεῖν ἴδιον οὐκ ἠνείχετο· ᾔδει γὰρ καλῶς, ὅτι οὐκ ἔγνω πῶς ἢ πόθεν ἐτέχθη τὸ βρέφος· ὅθεν ἀποροῦντι αὐτῷ πρὸς τὸ πρᾶγμα χρησμὸς οὐρανόθεν διὰ τῆς τοῦ ἀγγέλου φωνῆς ἐπεφέρετο, ὅτι Μὴ φοβοῦ, Ἰωσήφ· τὸ γὰρ γεννώμενον ἐξ αὐτῆς ἐκ Πνεύματός ἐστιν ἁγίου. Πνεῦμα γὰρ ἅγιον ἐπεσκίασεν τῇ παρθένῳ.

Διὰ τί δὲ ἐκ παρθένου τίκτεται, καὶ τὴν παρθενίαν ἀζήμιον τηρεῖ; Ὅτι πάλαι παρθένον οὖσαν τὴν Εὔαν ἠπάτησεν ὁ διάβολος, διὰ τοῦτο παρθένον οὖσαν τὴν Μαριὰμ ὁ Γαβριὴλ εὐηγγελίσατο. Ἀλλ᾿ ἀπατηθεῖσα μὲν ἡ Εὔα ῥῆμα ἔτεκε θανάτου αἴτιον· εὐαγγελισθεῖσα δὲ ἡ Μαρία Λόγον ἐν σαρκὶ ἐγέννησε, ζωῆς αἰωνίου ἡμῖν πρόξενον. Τὸ ῥῆμα τῆς Εὔας ξύλον ἔδειξε, δι᾿ οὖ τὸν Ἀδὰμ ἐκ τοῦ παραδείσου ἐξέωσεν· ὁ Λόγος δὲ ὁ ἐκ τῆς Παρθένου τὸν σταυρὸν ἔδειξε, δι᾿ οὗ τὸν λῃστὴν εἰς πρόσωπον τοῦ Ἀδὰμ εἰς τὸν παράδεισον εἰσήγαγεν.

Ἐπειδὴ γὰρ οὐκ ἐπίστευον Ἕλληνες, οὐκ Ἰουδαῖοι, οὐχ αἱρετικῶν παῖδες, ὅτι ὁ Θεὸς ἀῤῥεύστως καὶ ἀπαθῶς ἐγέννησε, διὰ τοῦτο σήμερον ἐκ παθητοῦ σώματος προελθὼν, ἀπαθὲς τὸ παθητὸν διετήρησε σῶμα, ἵνα δείξῃ, ὅτι ὥσπερ ἐκ τῆς παρθένου τεχθεὶς τὴν παρθενίαν οὐκ ἔλυσεν, οὕτω καὶ ὁ Θεὸς ἀῤῥεύστου καὶ ἀναλλοιώτου μενούσης τῆς ἁγίας οὐσίας, ὡς Θεὸς Θεὸν θεοπρεπῶς ἐγέννησεν. Ἐπειδὴ γὰρ καταλιπόντες αὐτὸν οἱ ἄνθρωποι ἀνθρωπόμορφα ἔγλυφον ξόανα, οἷς καὶ ἐλάτρευον ἐφ᾿ ὕβρει τοῦ κτίσαντος, διὰ τοῦτο σήμερον ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος, Θεὸς ὢν, ἐν μορφῇ ἀνθρώπου ὤφθη, ἵνα καὶ τὸ ψεῦδος λύσῃ, καὶ λανθανόντως εἰς ἑαυτὸν τὴν λατρείαν ἀπενέγκηται.

Τούτῳ οὖν τῷ ἐξ ἀπόρων πόρον ἐργασαμένῳ Χριστῷ δόξαν ἀναπέμψωμεν σὺν τῷ Πατρὶ καὶ τῷ ἁγίῳ Πνεύματι, νῦν καὶ ἀεὶ, καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.


Πηγή:http://users.uoa.gr/


"Λόγος τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου εἰς τὴν Γέννησιν τοῦ Χριστοῦ"

ag.grigorios theologos 2Ὢ τῆς καινῆς μίξεως! Ὢ τῆς παραδόξου κράσεως! Ὁ ἀχώρητος χωρεῖται, ὁ ἄκτιστος κτίζεται, ὁ ὢν γίνεται καὶ ὁ πλουτίζων πτωχεύει ἵνα ἐγὼ πλουτήσω τὴν αὐτοῦ Θεότητα, ὁ πλήρης κενοῦται ἵνα ἐγὼ τῆς Ἐκείνου μεταλάβω πληρώσεως. Τίς ὁ πλοῦτος τῆς ἀγαθότητος; Τί τὸ περὶ ἐμὲ τοῦτο γέγονε μυστήριον;
«Ἀνάμεσα σὲ ὅσα ἔγιναν ἀνὰ τοὺς αἰῶνες ἀπὸ τὸ Θεὸ γιὰ τὸν ἄνθρωπο, δὲν ὑπάρχει τίποτα πιὸ ὠφέλιμο γιὰ ὅλη τὴν κτίσιν καὶ πιὸ θεῖο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ γιορτάζουμε σήμερα, τὴ γέννηση τοῦ Χριστοῦ».

Ἑνώθηκε ὁ Θεός, τὸ δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, κατὰ τρόπο ἀσύγχιτο, καὶ συγκροτήθηκε μία θεανδρικὴ ὑπόσταση. Δὲν εἶναι μονάχα ἡ θεότητα ἀνεξιχνίαστη ἀλλὰ καὶ ὁ τρόπος ποὺ ἐνανθρώπησε εἶναι ἀδύνατο νὰ κατανοηθεῖ λογικά...

Ὁ Χριστὸς εἶναι καὶ τέλειος Θεὸς ἀλλὰ καὶ τέλειος ἄνθρωπος. Χαρίζει τὸν ἑαυτό Του δίδοντας στοὺς ἀνθρώπους τὴ δυνατότητα νὰ ἀπολαμβάνουν τὴν ἀνακαίνιση, τὴν κατὰ χάριν θέωση τῆς ζωῆς μετὰ τὴν «πτώση» καὶ τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν τους.

Ὁ φιλάνθρωπος Θεὸς εὐδόκησε νὰ ἐλευθερώσει τὰ πλάσματά Του ἀπὸ τὴν ὑπερήφανη κακία τοῦ διαβόλου. Κατέβηκε ἀπὸ ψηλά, ταπεινώθηκε ἀναμιγνύοντας τὴ Θεότητα μὲ τὴν ἀνθρωπότητα. Ὑπέδειξε ἔτσι σὲ ὅλους, ἀγγέλους καὶ ἀνθρώπους, ὅτι ὁ δρόμος ποὺ φέρνει πρὸς τὰ ἄνω δὲν εἶναι ἡ ἔπαρση ἀλλὰ ἡ ταπείνωση.

Ὅποιος συνετίσθηκε καὶ κατανόησε τὴν τιμὴ ποὺ ἔλαβε ἡ φύση μας ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ἀντιλήφθηκε τὴ φιλανθρωπία Του θὰ τρέξει μὲ λαχτάρα σ’ Αὐτὸν.

Ἑορτάζομεν σήμερα τὸν ἐρχομὸν τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους καὶ καλούμεθα νὰ ἐνδυθῶμεν τὸν νέον ἄνθρωπον, ἀφοῦ ἐγκαταλείψωμεν τὸν παλαιόν, νὰ ζήσωμεν μαζὶ μὲ τὸν Χριστόν, νὰ γεννηθοῦμε μαζί Του, νὰ συσταυρωθοῦμε καὶ νὰ ταφοῦμε μαζί Του.

Ἂς ἑορτάζωμεν ὄχι κατὰ τρόπον κοσμικόν, μὲ δημόσιες πανηγύρεις μόνον, ἀλλὰ περισσότερον κατὰ τρόπον θεϊκόν. Ἂς μὴ στολίσωμεν μόνον τὰ προπύλαια, τοὺς δρόμους καὶ τὰ σπίτια μας, ἂς μὴ χορτάσουμε μόνον τὰ μάτια μας καὶ τὴν ἀκοήν μας μὲ μελῳδίες, ἂς μὴν ἑτοιμάσουμε μόνον ἰδιαίτερα ἐδέσματα διὰ νὰ προσφέρωμεν εἰς τὴν γαστέρα μας προσκαίρους ἡδονάς, ἂς μὴ διαφθείρουμε τὴ γεῦσιν μας, ἂς μὴν ἐπιτρέψωμεν εἰς τὴν ἁφὴν νὰ εὐχαριστηθῆ, ἂς μὴ δείξωμεν ἀδυναμίαν εἰς ἔνδυμα πλούσιον, ἂς μὴ φορτωθῶμεν μὲ πολύτιμους λίθους, ἂς μὴν παραδιδώμεθα εἰς γλέντια καὶ οἰνοποσίας.

gennisi 3Ἂς μὴν προσπαθοῦμε νὰ ξεπεράση ὁ ἕνας τὸν ἄλλον εἰς τὴν ἀκολασίαν, δεδομένου ὅτι ἀκολασία εἶναι κάθε τὶ τὸ περιττὸν καὶ χρησιμοποιούμενον περισσότερον ἀπὸ ὅ,τι χρειαζόμεθα. Καὶ αὐτὰ νὰ συμβαίνουν ὅταν ἄλλοι, οἱ ὁποῖοι προέρχονται ἀπὸ τὸν ἴδιον πηλὸν μέ μᾶς, πεινοῦν καὶ ἔχουν ἀνάγκην.

Ἐμεῖς δὲ οἱ ὁποῖοι προσκυνοῦμεν τὸν Λόγον ἂς ἀπολαύσωμεν ὅλα τα ἀγαθὰ μὲ τὴν λογικὴν καὶ τὸν θεῖον νόμον καὶ μὲ ἀφηγήσεις ἀνεφερομένας εἰς τὴν σημερινὴν πανήγυριν, διὰ νὰ εἶναι ἁρμόζουσα ἡ ἀπόλαυσις καὶ νὰ μὴν ἀπομακρύνεται ἀπὸ Ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος μᾶς ἔχει συγκεντρώσει διὰ νὰ πανηγυρίσωμεν.
(Τὰ ἀναγνώσματα κατὰ τὴν Τράπεζαν τῶν Μοναστηριῶν ......)

Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ χθές, σήμερον καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας, ἐκφράζει τὸ αἰώνιον, ξεπερνᾷ τὰ παρόντα (χῶρο, χρόνο, νόμους τῆς φύσεως).
Αὐτὸς ὁ νοητὸς παρὼν κόσμος ἐδημιουργήθη ἀπὸ τὸν «Λόγον δι’ οὗ τὰ πάντα ἐγένετο», ὥστε νὰ ἠμπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ ἐξετάζει τὰ τῆς Δημιουργίας καταμετρῶντας τὰ ὑλικὰ μὲ τὸν μικρὸν «λόγον» -τὴν ἀπὸ τὸν Θεὸν δωρημένη λογική μας- φθάνοντας καὶ εἰς τὰ μεγάλα πράγματα, τὰ πνευματικά.

Νὰ γνωρίσωμεν καὶ νὰ τιμήσωμεν τὴν μικρὰν Βηθλεέμ καὶ νὰ προσκυνήσωμεν τὴν Φάτνη ποὺ μᾶς ἐπαναφέρει γνωρίζοντάς μας τὸν Παράδεισον, ὅπως καὶ ὁ Ἠσαΐας μᾶς παραγγέλει:«γνώρισε, ὅπως ὁ βοῦς, τὸν κύριόν του καὶ ὅπως ὁ ὄνος τὸ παχνὶ τοῦ κυρίου του».

Ἂς καθαρίσουμε τὸν νοῦν καὶ τὴν ἀκοὴν καὶ τὴν διάνοιαν, ὅσοι ἐντρυφοῦμε εἰς τὰ τοῦ Θεοῦ τὰ πράγματα, διὰ νὰ ἀπολάβουμε ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα δὲν τελειώνουν ποτέ.

Ἄς τρέξωμεν μαζὶ μὲ τὸν ἀστέρα καὶ νὰ φέρωμεν δῶρα μαζὶ μὲ τοὺς μάγους, τὴν μετάνοιά μας καὶ τὴν ταπείνωσή μας.

Ἄς συμπορευθοῦμε σ᾿ ὅλες τὶς ἡλικίες καὶ σ᾿ ὅλα τὰ γεγονότα τοῦ Χριστοῦ ὡς μαθητὲς Του καὶ ὁ καθένας μας ἂς φροντίζει νὰ γευθεῖ τὴν χολήν, τὸ ὄξος, τοὺς ἐμπτυσμούς, τὰ κτυπήματα, τὶς ὕβρεις καὶ τὸν ἀκάνθινον στέφανον διὰ τῆς ὑπομονῆς καὶ τῆς συγκατάβασής μας πρὸς ὅλους ἀνεξαρτήτως, ὅπως Ἐκεῖνος χάριν τοῦ καθενὸς μας.

gennisi1Ἂς ἐνδυθοῦμε τὸ κόκκινον ἔνδυμα, τὸ καλάμι, καὶ τὰ εἰρωνικὰ προσκυνήματα ἐκείνων ποὺ εἰρωνεύονται τὴν ἀλήθειαν διαμαρτυρώμενοι μὲν ἀλλὰ ἀγαπῶντας τους.

Τέλος, ἂς συσταυρωθοῦμε μαζὶ μὲ τὸν Χριστόν, διὰ νὰ ἀναστηθοῦμε καὶ μαζί Του, διὰ νὰ δοξασθοῦμε καὶ νὰ βασιλεύσουμε μαζί Του, στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, δοξάζοντας ἀκαταπαύστως τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος προσκυνεῖται καὶ λατρεύεται ὡς Τριάς, διὰ τῆς χάριτος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν, εἰς τὸν Ὁποῖον ἀνήκει ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμὴν.


Πηγή: https://www.agios-gerasimos.gr


"Λόγος τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου
εἰς τὴν Γέννησιν τοῦ Χριστοῦ"

ag.athanasiosΒλέπω ἕνα παράδοξο μυστήριο, δηλαδὴ ἀντὶ γιὰ τὸν ἥλιο βλέπω τὸν ἥλιο τῆς δικαιοσύνης μὲ ἀπερίγραπτο τρόπο νὰ ἔχει χωρέσει στὴν Παρθένο. Μὴ ρωτᾶς πῶς ἔγινε αὐτό, «ἀφοῦ ὅπου θέλει ὁ Θεὸς ὑποχωρεῖ ἡ τάξη τῆς φύσης». Γιατί θέλησε ὁ Θεός, μπόρεσε, κατέβηκε ἀπὸ τὸν οὐρανό, μᾶς ἔσωσε. Ὅλα ἂς συντρέχουν. Ὁ Θεὸς πού ὑπάρχει τώρα καὶ πού προϋπῆρχε, σήμερα γίνεται ὅπως δὲν ἦταν. Γιατί, ἐνῶ εἶναι Θεός, γίνεται ἄνθρωπος, χωρὶς νὰ παύει νὰ εἶναι Θεός.

Οὔτε πάλι ἔγινε ἄνθρωπος χάνοντας τὴ θεότητα, οὔτε ὅμως ἔγινε προοδευτικὰ Θεὸς ξεκινώντας ἀπὸ ἄνθρωπος, ἀλλά ὄντας ὁ Λόγος, γι’ αὐτό ἔγινε ἀναμάρτητος ἄνθρωπος μὲ ἀμετάβλητη τὴ Θεία του φύση. Ἀφοῦ εἶχε μιὰ παράδοξη καὶ τέλεια πορεία, γεννήθηκε ἀπὸ μιὰ ἄσπορη κοιλιά, οὔτε ἄφησε τοὺς ἄγγελους του μόνους χωρὶς νὰ τοὺς ἐπιβλέπει, οὔτε ἔχασε τὴ θεότητά του μὲ τὸ νὰ γίνει ἄνθρωπος καὶ νὰ ἔλθει κοντά μας. Ὅμως ἦλθαν βασιλιάδες γιὰ νὰ προσκυνήσουν τὸν ἐπουράνιο βασιλιά, αὐτόν πού γεννήθηκε μὲ ἄρρητο τρόπο ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ πού σήμερα·γεννιέται ἀπὸ τὴν Παρθένο γιὰ μένα. Τότε βέβαια γεννήθηκε σύμφωνα μὲ τὴ Θεία φύση, σήμερα ὅμως μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση.

Γεννήθηκε πρὸ αἰώνων ἀπὸ τὸν Πατέρα μὲ τρόπο πού ὁ ἴδιος ὁ Πατέρας γνωρίζει, σήμερα γεννήθηκε ἀπὸ τὴν Παρθένο μὲ ὑπερφυσικὸ τρόπο, ὅπως ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος γνωρίζει. Ὁ Παλαιὸς τῶν ἡμερῶν, δηλαδὴ ὁ προαιώνιος Θεός, ἔγινε παιδί. Αὐτός πού κάθεται σὲ ὑψηλό θρόνο, τοποθετεῖται σὲ φάτνη. Ὁ ἄυλος καὶ ἀσώματος ἀπὸ ἀνθρώπινα χέρια σπαργανώνεται. Αὐτός πού σπάει τὰ δεσμὰ τῆς ἁμαρτίας, τυλίγεται σὲ σπάργανα, ἐπειδὴ αὐτό ἐπιθυμεῖ.

Ποιὸν γέννησε ἡ Παρθένος; Τὸν Δεσπότη τῆς φύσης. Ἀκόμη κι ἂν ἐσύ σιωπήσεις, τὸ βροντοφωνάζει ἡ φύση. Γιατί ἡ παρθένος Μαρία γέννησε, ὅπως θέλησε νὰ γεννηθεῖ αὐτός πού γεννήθηκε. Δὲν γεννήθηκε μὲ ἀντίθετο τρόπο ἀπὸ τὸν φυσικό, ἀλλά σὰν Δεσπότης εἰσήγαγε πρωτόγνωρο τρόπο γεννήσεως. Ὅμως παρόλο πού ἔγινε ἄνθρωπος, δὲν γεννήθηκε ὅπως γεννιέται ὁ ἄνθρωπος. Γιατί ἂν προέρχονταν ἀπὸ συνηθισμένο γάμο, −ὅπως παραδείγματος χάριν προῆλθα ἐγώ−, ἀπό τούς περισσότερους ἀνθρώπους θὰ ἐθεωρεῖτο ψεύτικος. Τώρα ὅμως αὐτός πού γεννιέται, γι’ αὐτό γεννιέται ἀπὸ τὴν Παρθένο, δηλαδὴ καὶ τὴ μητέρα στὸ ἑξῆς τὴν διασώζει καὶ τὴν παρθενία της τὴν φυλάγει ἀκέραιη, ὥστε ὁ παράδοξος τρόπος τῆς κυήσεως νὰ γίνει γιὰ μένα πρόξενος μεγάλης πίστης. Γι’ αὐτό ἂν ἴσως μὲ ρωτήσει ἕνας εἰδωλολάτρης ἡ ἕνας Ἰουδαῖος ἂν ὁ Χριστὸς φυσιολογικὰ ἔγινε ἄνθρωπος ἤ μὲ διαφορετικὸ τρόπο ἀπὸ τὴ φύση του, θὰ φέρω μάρτυρα στὸν λόγο μου τὴν ἄσπιλη σφραγίδα τῆς παρθενίας, γιατί ἔτσι ὁ Θεὸς ὑπερβαίνει τὴ φυσικὴ τάξη.

Καὶ ἂν θέλεις, ρώτησε τὸν μακάριο εὐαγγελιστή Λουκᾶ κι αὐτός θὰ σοῦ ἀπαντήσει γιὰ τὸ σχέδιο τῆς ἐνσαρκώσεως τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι βέβαια ἀρχίζει τὴ διήγησή του: «Κατὰ τὸν ἕκτο μήνα τῆς ἐγκυμοσύνης τῆς Ἐλισάβετ, ὁ Θεὸς ἔστειλε τὸν ἄγγελο Γαβριὴλ στὴν πόλη τῆς Γαλιλαίας Ναζαρὲτ σὲ μιὰ παρθένο πού ἦταν ἀρραβωνιασμένη μὲ κάποιον πού τὸν ἔλεγαν Ἰωσήφ. Τὴν παρθένο τὴν ἔλεγαν Μαριάμ. Παρουσιάστηκε σ’ αὐτήν ὁ ἄγγελος καὶ τῆς εἶπε: “Χαῖρε ἐσύ προικισμένη μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, ὁ Κύριος εἶναι μαζί σου. Εὐλογημένη ἀπ’ τὸν Θεὸ εἶσαι ἐσύ, περισσότερο ἀπ’ ὅλες τὶς γυναῖκες”. Ἐκείνη μόλις τὸν εἶδε, ταράχτηκε μὲ τὰ λόγια του καὶ προσπαθοῦσε νὰ ἐξηγήσει τί σήμαινε ὁ χαιρετισμὸς αὐτός. Ὁ ἄγγελος τῆς εἶπε: “Μὴ φοβᾶσαι Μαριάμ, ὁ Θεὸς σοῦ ἔδωσε τὴ χάρη του, καὶ νὰ θὰ μείνεις ἔγκυος, θὰ γεννήσεις γιὸ καὶ θὰ τὸν ὀνομάσεις Ἰησοῦ. Αὐτός θὰ γίνει μέγας καὶ θὰ ὀνομαστεῖ Υἱὸς τοῦ Ὑψίστου. Σ’ αὐτόν θὰ δώσει ὁ Κύριος ὁ Θεὸς τὸν θρόνο τοῦ Δαβίδ, τοῦ προπάτορά του. Θὰ βασιλέψει γιὰ πάντα στοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἰακὼβ καὶ ἡ βασιλεία του δὲν θὰ ἔχει τέλος”. Ἡ Μαριὰμ τότε ρώτησε τὸν ἄγγελο- “Πῶς θὰ μο:[υ συμβεῖ αὐτό, ἀφοῦ δὲν ἔχω συζυγικὲς σχέσεις μὲ ἄνδρα;”. Καὶ ὁ ἄγγελος τῆς ἀπάντησε: “Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα θὰ ἔλθει ἐπάνω σου καὶ ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ θὰ σὲ καλύψει». Καὶ τότε αὐτή προβληματίζεται.

γεννηση 1Μπῆκε μέσα της ὁ Κύριος ἄσαρκος καὶ κυοφορήθηκε ἐννέα μῆνες στὴ μήτρα τῆς Παρθένου. Μπῆκε ὅπως θέλησε, κυοφορήθηκε ὅπως εὐαρεστήθηκε. Γεννήθηκε ὅπως θέλησε. Εἰσῆλθε ἄσαρκος καὶ ἔγινε ἄνθρωπος χωρὶς νὰ ἀποχωριστεῖ ἀπὸ τὴ θεότητα σύμφωνα μὲ τὴ Θεία οἰκονομία. Δὲν μιλοῦμε γιὰ δύο γιούς, ἀλλά ἐννοοῦμε ἕναν καὶ μοναδικό, δηλαδὴ τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό. Ἔγινε ἄνθρωπος καὶ ἦταν πραγματικά, ὄντας σύμφωνα μὲ τὴ φύση. Ἔγινε αὐτό τὸ ὅποιο δὲν ἦταν καὶ παρέμεινε αὐτό πού ἦταν. Γιατί «πρὶν ἀπ’ ὅλα ὑπῆρχε ὁ Λόγος, κι ὁ Λόγος ἦταν μὲ τὸν Θεὸ καὶ ἦταν Θεὸς ὁ Λόγος». Ἔγινε ἄνθρωπος χωρὶς νὰ χάσει αὐτό πού ἦταν. «Καὶ ἔστησε τὴ σκηνὴ του —δηλαδὴ ἔζησε— ἀνάμεσά μας». Τὸ «ἔστησε τὴ σκηνὴ του ἀνάμεσά μας» σημαίνει ὅτι συναναστράφηκε μαζί μας, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Ἱερεμίας ἡ μᾶλλον ὁ Βαροὺχ ὁ συνεργὸς του: «Αὐτός εἶναι ὁ Θεός μας, κανεὶς ἄλλος δὲν μπορεῖ νὰ ἀναμετρηθεῖ μ’ αὐτόν. Αὐτός βρῆκε καὶ κατέχει ὅλη τὴν ὁδό τῆς σοφίας καὶ τὴν ἔδωσε αὐτήν στὸν Ἰακὼβ τὸν δοῦλο του καὶ στὸν Ἰσραὴλ τὸν ἀγαπημένο του. Ὕστερα ἀπ’ ὅλα αὐτά φανερώθηκε στὴ γῆ καὶ συναναστράφηκε μὲ τοὺς ἀνθρώπους».

Ἄκουσε λοιπὸν καὶ τὴ φωνὴ τοῦ Εὐαγγελίου, γιατί εἶναι πολὺ δυνατὰ τὰ λόγια τοῦ ἀγγέλου πού ἀπηύθυνε στὴν ἁγία Παρθένο. Λέει: «Νά, θὰ μείνεις ἔγκυος καὶ θὰ γεννήσεις γιὸ καὶ θὰ τὸν ὀνομάσεις Ἐμμανουήλ, πού σημαίνει: Ὁ Θεὸς εἶναι μαζί μας». Πρὶν συλληφθεῖ τὸ παιδὶ στὴ μήτρα, ὀνομάστηκε Θεὸς μὲ τὴν ὀνομασία «ὁ Θεὸς εἶναι μαζί μας». Συμφωνοῦν μὲ τὰ λόγια τοῦ προφήτη οἱ ἔκφρασεις· «Συναναστράφηκε μὲ τοὺς ἀνθρώπους» καὶ «Ἔστησε τὴ σκηνὴ του ἀνάμεσά μας». Πρὶν ἀπὸ τὴ σύλληψη τὸ παιδὶ ἔχει ὀνομασθεῖ Θεός. Πῶς λοιπὸν δὲν λέγεται Θεοτόκος ἡ ἁγία παρθένος Μαρία; Ἐπειδὴ βέβαια δὲν ἐξηγεῖται ἔξ ὁλοκλήρου μὲ ἀνθρωπινὰ κριτήρια αὐτό τὸ ὄνομα, ἀφοῦ τὸ παιδὶ πού γεννήθηκε ὡς Θεὸς δὲν κατέλυσε τὴ φυσικὴ παρθενία τῆς Παρθένου, ἀλλά αὐτό πού γεννήθηκε μ’ αὐτόν τὸν τρόπο ἀπὸ τὴ Θεοτόκο εἶναι καὶ Θεὸς καὶ ἄνθρωπος. Θεὸς κατὰ φύση, ἄνθρωπος ὅμως ἀπὸ δική του ἐκλογή. Ἔγινε ἄνθρωπος, εἶναι ὅμως καὶ Θεός, δηλαδὴ ἔχει ἑνωμένες τὶς δύο φύσεις. Ἀλλὰ ἴσως πεῖ ἕνας ἀντιρρησίας· «Ἂν ἡ Παρθένος εἶναι Θεοτόκος, τότε ὁ Θεὸς Λόγος ἀρχίζει νὰ ὑπάρχει ἀπὸ τὴν Παρθένο». Δὲν ἐννοῶ ὅτι ὁ Θεὸς ἀρχίζει τὴν ὕπαρξή του ἀπὸ τὴν ἁγία Παρθένο, Θεὸς φυλάξοι! αὐτός ὑπῆρχε πρὸ τῶν αἰώνων, αὐτός καὶ «τοὺς αἰῶνες δημιούργησε», αὐτός εἶναι ὁ δημιουργὸς ὅλης τῆς κτίσης, ὅπως λέει ὁ Εὐαγγελιστὴς: «Τὰ πάντα δι’ αὐτοῦ δημιουργήθηκαν κι ἀπ’ ὅσα ἔγιναν τίποτα χωρὶς αὐτόν δὲν ἔγινε».

Αὐτός διὰ τοῦ ὁποίου δημιουργήθηκε τὸ σύμπαν, ἐννέα μῆνες ἔμεινε στὴν κοιλιὰ χωρὶς νὰ ἀποξενωθεῖ ἀπὸ τὸν πατρικὸ κόλπο. Ἐνῶ βρισκόταν στὴ μήτρα τῆς παρθένου, ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν ἐπουρανίων δυνάμεων δοξολογοῦνταν καὶ προσκυνοῦνταν. Ἐνῶ βρισκόταν στὴν κοιλιὰ τῆς Παρθένου, γέμιζε τὸν οὐρανό καὶ τὴ γῆ, αὐτός πού κρατᾶ τὸν οὐρανό καὶ τὴ γῆ ὄχι μὲ τὴ δύναμή του, ἀλλά μ’ ἕνα νεῦμα του. Αὐτός ἦταν μέσα στὴ μήτρα σὰν ἄνθρωπος, ἐνεργοῦσε ὅμως ὡς Θεός. Δὲν βρισκόταν μόνον μέσα στὴ μήτρα τῆς Παρθένου αὐτός πού γεννήθηκε ἀπὸ παρθένο, ἀλλά ἐξουσίαζε καὶ κυβερνοῦσε τὰ πάντα ὡς Θεὸς σύμφωνα μὲ τὴν ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος «’Εμμανουήλ», «Ὁ Θεὸς εἶναι μαζί μας». Ἂν ὀνομάζεις μόνον παιδὶ αὐτό πού γεννήθηκε κι ὄχι Θεό, ἄκουσε τί βροντοφώνησε ὁ μεγάλος κήρυκας Ἠσαΐας, ὅταν ἀπευθυνόταν πρὸς τὴν ἀχάριστη συναγωγή, μᾶλλον καλύτερα πὲς ἀπόρριψη, τῶν Ἰουδαίων λέγοντας: «Αὐτά θὰ πραγματοποιηθοῦν, γιατί θὰ γεννηθεῖ γιὰ μᾶς ἕνα παιδί, θὰ δοθεῖ σὲ μᾶς ὁ γιὸς αὐτός, τοῦ ὁποίου ἡ ἀρχή καὶ ἡ ἐξουσία ὑπάρχει ἀπ’ ἀρχῆς ἐπάνω στοὺς ὤμους του καὶ θὰ καλεῖται τὸ ὄνομά του ἀγγελιοφόρος τῆς μεγάλης βουλῆς τοῦ Θεοῦ, θαυμαστὸς σύμβουλος, Θεὸς ἰσχυρός, ἐξουσιαστής, ἀρχηγός τῆς εἰρήνης, πατέρας τοῦ μέλλοντος αἰῶνος». Ἀμήν. Ἕνα παιδὶ πού γεννήθηκε φυσιολογικά, πότε ἔγινε Θεὸς ἐξουσιαστής, ὅπως ὀνομάστηκε αὐτό τὸ παιδὶ «Ὁ Θεὸς εἶναι μαζί μας»;

Ἂν ὅμως τὸ παιδὶ πού γεννήθηκε ἀπὸ τὴν Παρθένο εἶναι Θεὸς ἰσχυρός, ἐξουσιαστής, ἀρχηγός τῆς εἰρήνης καὶ πατέρας τοῦ μέλλοντος αἰῶνος, πῶς δὲν εἶναι Θεοτόκος ἡ Παρθένος ἀλλά εἶναι Θεοδὸχος, ἀφοῦ συνέλαβε καὶ γέννησε καὶ εἶναι Θεὸς αὐτός πού γεννήθηκε; Καὶ πάλι ἐπαναλαμβάνω γι’ αὐτόν ὅτι, ὅπως θέλησε μπῆκε στὴ μήτρα, ὅπως εὐδόκησε κυοφορήθηκε καὶ ὅπως θέλησε παρουσιάστηκε αὐτός πού γεννήθηκε. Γιατί ἐξετάζεις τὴ θέλησή του; Γιατί ἐξετάζεις λεπτομερειακὰ τὸ θέμα τῆς εὐδοκίας του; Γιατί προσπαθεῖς νὰ ἐξι- χνιάσεις τὴ βούλησή του; Ἄκουσε τὰ λόγια του Παύλου, μᾶλλον πληροφορήσου ἀπ’ αὐτόν «Ποιὸς τάχα μπορεῖ νὰ ἀντισταθεῖ στὸ θέλημά του;». Μάλιστα, ἄνθρωπέ μου, ποιὸς εἶσαι ἐσύ πού ἐρευνᾶς καὶ ἐξιχνιάζεις τὴ γέννησή του, ἐνῶ ὁ προφήτης λέει: «Ποιὸς θὰ τολμήσει νὰ διηγηθεῖ τὴ γενιά του;». Ὁ προφήτης ἀποφεύγει νὰ διηγηθεῖ τὴ γενιά του καὶ σὺ ἄνθρωπε περιεργάζεσαι τὴ φύση του καὶ πολυπραγμονεῖς; Ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς ὅταν διηγεῖται τὴν ἀνθρώπινη γέννησή του λέει: «Στὴν περιοχὴ ἐκείνη βρίσκονταν βοσκοί, πού ἔμεναν στὸ ὕπαιθρο καὶ φύλαγαν βάρδιες γιὰ τὸ κοπάδι τους. Σ’ αὐτούς παρουσιάστηκε ἕνας ἄγγελος Κυρίου καὶ θεϊκὴ λαμπρότητα τοὺς περιέβαλε μὲ τὴ λάμψη της καὶ κατατρόμαξαν. Ὁ ἄγγελος τοὺς εἶπε: Μὴ τρομάζετε, νά, σᾶς φέρνω χαρμόσυνο ἄγγελμα, πού θὰ γεμίσει μὲ χαρὰ μεγάλη ὅλον τὸν κόσμο. Γιατί σήμερα στὴν πόλη τοῦ Δαβὶδ γεννήθηκε γιὰ χάρη σας Σωτήρας, αὐτός εἶναι ὁ Χριστός, ὁ Κύριος». Ὁ ἄγγελος, πού ἔφερε τὸ χαρούμενο μήνυμα στοὺς ποιμένες, ὀνόμασε Χριστὸ καὶ Κύριο αὐτόν πού γεννήθηκε ἀπὸ τὴν Παρθένο.

gennisi 5Ἂν λοιπὸν αὐτός πού γεννήθηκε εἶναι ὁ Κύριος, πῶς ἡ Παρθένος δὲν πρέπει νὰ ὀνομάζεται Κυριοτόκος; Ἐγώ ἰσχυρίζομαι ὅτι ἡ ἁγία Παρθένος σύμφωνα μὲ τὸ χαρούμενο μήνυμα τοῦ ἀγγέλου πρὸς τοὺς ποιμένες καὶ τὴν Παρθένο, πρέπει νὰ ὀνομάζεται Χριστοτόκος καὶ Κυριοτόκος καὶ Σωτηριοτόκος καὶ Θεοτόκος. Ἂν οἱ ἴδιοι οἱ ἄγγελοι τὸν ὀνομάζουν Σωτήρα, Χριστό, Κύριο καὶ Θεό, ἐμεῖς γιατί δὲν δεχόμαστε τὴ μαρτυρία τους αὐτή; Εἰσῆλθε στὴν Παρθένο ἄσαρκος, κυοφορήθηκε σωματικὰ καὶ ὅπως ἐκεῖνος ἔκρινε σωστό. Ἐξῆλθε μὲ φυσικὸ τρόπο, ὅπως ὅλοι, ἀπὸ τὴ μητέρα τοῦ σύμφωνα μὲ τὸ θεϊκὸ σχέδιο, καὶ δὲν ἑνώθηκε βέβαια ὁ Θεὸς Λόγος μετὰ τὴ γέννησή του κατὰ τὸ θεϊκὸ σχέδιο. Γεννήθηκε χωρὶς νὰ ἀλλοιωθεῖ ἡ φύση του, ἀφοῦ ἔγινε αὐτό πού δὲν ἦταν, ἐνῶ συγχρόνως παρέμεινε αὐτό πού ἦταν. Χωρὶς νὰ ἀλλοιωθεῖ ἡ οὐσία του, ἀπαρνήθηκε τὴ θεϊκή του δόξα, δηλαδὴ ὅπως τὸ θέλησε ὁ ἴδιος. Πῆρε μορφὴ δούλου χωρὶς νὰ ἀναγκασθεῖ ἀπὸ κάποιον ἄλλο, δὲν ἔχασε τὴ θεότητά του, ὅπως λέγει ὁ μακάριος Παῦλος: «Ὁ Ὁποῖος, ἂν καὶ ἦταν Θεός, δὲν θεώρησε τὴν ἰσότητά του μὲ τὸν Θεὸ ἀποτέλεσμα ἁρπαγῆς, ἀλλά τὰ ἀπαρνήθηκε ὅλα καὶ πῆρε μορφὴ δούλου». Ἄδειασε τὸν Ἑαυτό του κι ἔγινε αὐτό πού δὲν ἦταν, καὶ τὸ ἐπαναλαμβάνω, ἔμεινε αὐτός πού ἦταν, γιατί ἦταν αὐτός ὁ Λόγος Θεός. Γεννήθηκε παιδάκι, ἀλλά δοξάζεται σὰν Υἱὸς Θεοῦ. Εἰσῆλθε ἀσώματος, ἀπέκτησε σῶμα, ὅπως τὸ θέλησε ὁ ἴδιος, καὶ ἔτσι ἡ ζωὴ νίκησε τὸν θάνατο.

Νά λές λοιπόν, χριστιανέ μου, Θεοτόκο τήν Παρθένο καί νά μήν τὴν λὲς Θεοδόχο, ἤ μᾶλλον νὰ τὴν λὲς Θεοδόχο καὶ Θεοτόκο. Ἂν εἶναι Θεοδόχος, εἶναι καὶ Θεοτόκος, γιατί δὲν ἔλαβε ὁ Θεὸς Λόγος ἀπ’ αὐτήν σάρκα; Ἀλλὰ σ’ αὐτό τὸ χωρίο μὲ ἐξαναγκάζει ὁ Εὐαγγελιστὴς νὰ τὸ παραδεχτῶ, ὅταν μ’ ὅλη του τὴ δύναμη διακηρύττει: «Ὁ Λόγος ἔγινε ἄνθρωπος». Ὁ ἄλλος Εὐαγγελιστὴς σημειώνει: «Ρώτησε ὁ Ἰησοῦς τοὺς μαθητὲς του: Ποιὸς λένε οἱ ἄνθρωποι πώς εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου;”. Ἀπάντησαν οἱ Ἀπόστολοι λέγοντας: “Ἄλλοι λένε πώς εἶναι ὁ Ἠλίας, ἄλλοι ὁ Ἱερεμίας ἤ ἕνας ἀπό τούς προφῆτες”. Εἶπε ὁ Ἰησοῦς: “Κι ἐσεῖς ποιὸς λέτε πώς εἶμαι;”. Ἀπάντησε ὁ Πέτρος καὶ εἶπε: “Σὺ εἶσαι ὁ Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ”». Δὲν εἶπε: «Σὺ εἶσαι αὐτός πού ἔγινε Υἱὸς Θεοῦ μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ», ἀλλά εἶπε: «Σὺ εἶσαι ὁ Χριστός», μὲ ξεκάθαρη φωνή, «ὁ Υἱὸς τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ». Καὶ ὁ εὐαγγελιστὴς Μάρκος πάλι τὴν ἴδια διατύπωση χρησιμοποιεῖ, ἀφοῦ μιλᾶ παρόμοια μὲ τὸν μακάριο Πέτρο: «Αὐτή εἶναι ἡ ἀρχή τοῦ χαρμόσυνου μηνύματος γιὰ τὸν Ἰησοῦ Χριστό, τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ». Στὸ κατὰ Ματθαῖο Εὐαγγέλιο, στὴν ἀνάσταση τοῦ Σωτήρα μας Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀναφέρεται: «Ὁ Ρωμαῖος ἑκατόνταρχος καὶ οἱ στρατιῶτες πού φύλαγαν μαζί του τὸν Ἰησοῦ, ὅταν εἶδαν τὸν σεισμὸ καὶ τ’ ἄλλα συμβάντα, φοβήθηκαν πάρα πολὺ καὶ εἶπαν: “Στ’ ἀλήθεια αὐτός ἦταν Υἱὸς Θεοῦ”». Ὁ ἄγγελος εἶπε στοὺς βοσκοὺς: «Μὴ τρομάζετε, σᾶς φέρνω χαρμόσυνο ἄγγελμα, πού θὰ γεμίσει μὲ χαρὰ μεγάλη ὅλον τὸν κόσμο, γιατί σήμερα στὴν πόλη τοῦ Δαβὶδ γεννήθηκε γιὰ χάρη σας σωτήρας, κι αὐτός εἶναι ὁ Χριστός, ὁ Κύριος».

Ἂν λοιπὸν τὸ παιδὶ πού γεννήθηκε ὀνομάζεται Κύριος, καὶ ἡ Παρθένος πρέπει νὰ λέγεται Κυριοτόκος. Ὅπου βέβαια λέμε Κύριος, ἐκεῖ ἐννοοῦμε καὶ Θεός, γιατί δὲν ξεχωρίζεται τὸ Κύριος ἀπὸ τὸ Θεὸς ἤ τὸ Θεὸς ἀπὸ τὸ Κύριος, ὅπως λέει ἡ Παλαιὰ Διαθήκη: «Καὶ ἔβρεξε φωτιὰ ὁ Κύριος ἀπὸ τὸν Κύριο», καὶ ἀλλοῦ: «Νὰ ἀγαπήσεις Κύριο τὸν Θεό σου», καὶ ἀλλοῦ: «Ἄκουσε λαὲ τοῦ Ἰσραήλ, Κύριος ὁ Θεός σου εἶναι ἕνας καὶ μοναδικὸς Κύριος», καὶ πάλι ὁ ψαλμωδὸς προσθέτει: «Κύριε καὶ Θεὲ τῶν οὐρανίων καὶ ἐπιγείων δυνάμεων, ἄκουσε μὲ εὐμένεια τὴν προσευχή μου», καὶ πάλι: «Ὁ Θεὸς καὶ Κύριός μας ἐφώτισε μὲ τὸ φῶς τῆς Θείας του παρουσίας», καὶ ἐπαναλαμβάνει: «Κύριε καὶ Θεὲ τῶν οὐράνιων ἀγγελικῶν δυνάμεων, ποιὸς εἶναι δυνατὸν νὰ συγκριθεῖ μὲ σένα;». Ἐπίσης ὁ Παῦλος στὴν ἐπιστολή του πρὸς τὸν Τίτο γράφει τὰ ἑξῆς: «Γιατί ὁ Θεὸς φανέρωσε τὴ χάρη του, γιὰ νὰ σώσει ὅλους τούς ἄνθρωπους. Αὐτή μᾶς καθοδηγεῖ νὰ ἀρνηθοῦμε τὴν ἀσέβεια καὶ τὶς ἁμαρτωλὲς ἐπιθυμίες καὶ νὰ ζήσουμε μὲ σωφροσύνη, μὲ δικαιοσύνη καὶ μὲ εὐσέβεια στὸν παρόντα αἰώνα, περιμένοντας τὴ μακαριότητα πού ἐλπίζουμε, δηλαδὴ τὴν ἐμφάνιση τῆς δόξας τοῦ μεγάλου Θεοῦ καὶ Σωτήρα μας, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ».

Αὖτος πού γεννήθηκε ἀπὸ τὴν ἁγία Παρθένο, αὐτός εἶναι ὁ Χριστός, ὁ Κύριός μας. Αὐτόν τὸν Χριστὸ καὶ Κύριο ὁ μακάριος Παῦλος τὸν ὀνομάζει μέγα Θεό, ὅταν λέει: «Τοῦ μεγάλου Θεοῦ καὶ Σωτήρα μας Ἰησοῦ Χριστοῦ». Πάλι ὁ Παῦλος γράφει στὴν πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολὴ του: «Φθάνω στὸ σημεῖο νὰ εὔχομαι νὰ χωριζόμουν ἐγώ ἀπὸ τὸν Χριστό, ἀρκεῖ νὰ πήγαιναν κοντὰ του οἱ ὁμοεθνεῖς ἀδελφοί μου. Εἶναι οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἰσραήλ, πού ὁ Θεὸς τοὺς ἔκανε παιδιά του, τοὺς φανέρωσε τὴ δόξα του, ἀνανέωσε ἐπανειλημμένα τὴ διαθήκη του μ’ αὐτούς, τοὺς ἔδωσε τὸν νόμο, τὴ λατρεία καὶ τὶς ὑποσχέσεις του. Εἶναι ἀπόγονοι τῶν πατριαρχῶν κι ἀπὸ αὐτούς κατάγεται ὡς ἄνθρωπος ὁ Χριστός, ὁ Θεός, πού ἐξουσιάζει τὰ πάντα». Καὶ πάλι ὁ ἴδιος Παῦλος γράφει: «Κανένας ἀπ’ ὅσους ἐπιδίδονται στὴν ἀκολασία, στὴν ἀνηθικότητα, στὴν πλεονεξία —πού εἶναι οὐσιαστικὰ λατρεία τῶν εἰδώλων— δὲν θὰ ἔχει μερίδιο στὴ Βασιλεία τοῦ Χριστοῦ καὶ Θεοῦ».

EIKONA GENNISIS KYRIOYὭστε ἔχει ἀποδειχθεῖ πώς ὁ Κύριος εἶναι Θεὸς καὶ ὁ Θεὸς ὅτι εἶναι ὁ Κύριος. Ἂν ὅμως κι αὐτά δὲν τὰ παραδέχεσαι, ἂς σὲ πείσουν οἱ δαίμονες μ’ αὐτά πού φώναζαν στὴ χώρα τῶν Γεργεσηνῶν:«Ἐ, τί δουλειὰ ἔχεις ἐσύ μέ μᾶς, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἦλθες ἐδῶ πρὶν τὴν ὥρα μας γιὰ νὰ μᾶς βασανίσεις;». Ἂς σὲ πείσουν οἱ δαίμονες. Ἂν ἀπορρίπτεις τὴ μαρτυρία τοῦ Πέτρου καὶ ἀποστρέφεσαι τὴ φωνὴ τοῦ Εὐαγγελίου, σεβάσου αὐτά πού γράφει ὁ Μάρκος. Νὰ φοβηθεῖς τὰ λόγια του ἀγγέλου: «Αὐτός, πού γεννήθηκε ἀπὸ τὴν Παρθένο, εἶναι Σωτήρας, Χριστὸς καὶ Κύριος». Παρόλα αὐτά ἀπιστεῖς; Χαλιναγώγησε τὴν ὁρμή τῆς βλασφημίας σου καὶ παραδέξου αὐτό πού λέει ὁ ἄγγελος στὸ Εὐαγγέλιο, «Ἐμμανουήλ», δηλαδὴ «Ὁ Θεὸς εἶναι μαζί μας». Πρὶν ἀπὸ τὴ σύλληψή του ὀνομάζεται Θεός· καὶ ὅταν συλλαμβάνεται αὐτός στὴν κοιλιὰ τῆς Παρθένου κατὰ Θεία οἰκονομία μὲ ὑπερφυσικὸ τρόπο, ἀρνεῖσαι ὅτι εἶναι αὐτός Θεός; Ἂν ὅμως παραδέχεσαι ὅτι εἶναι Θεὸς αὐτός πού βρίσκεται στὴν κοιλιὰ τῆς Παρθένου, ὁ Ὁποῖος πρὰγματι εἶναι, καὶ ὅτι ἑνώθηκε αὐτός ὁ Θεὸς Λόγος μὲ τὴ σάρκα σύμφωνα μὲ τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ, γιατί ἀποφεύγεις τὴν Παρθένο νὰ τὴν ὀνομάσεις Θεοτόκο; Ἂν δὲν εἶναι Θεοτόκος, οὔτε Παρθένος εἶναι μετὰ τὴ γέννα της. Ἐγώ ὅμως ἰσχυρίζομαι ὅτι εὑρισκόμενος μὲ τὴ σύλληψη στὴν παρθενικὴ μήτρα, καθόταν στὴν πραγματικότητα στοὺς κόλπους τοῦ Πατέρα χωρὶς νὰ εἶναι δυνατὸ νὰ περιγραφεῖ. Εἶναι ἁπλή βέβαια κι ὄχι πολύπλοκη ἡ Θεία φύση, ἀλλά δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ περιγραφεῖ. Εἶναι ἀμετάβλητη αὐτή ἡ φύση καὶ ἀναλλοίωτη ἡ οὐσία της. Αὐτόν πού βρίσκεται στοὺς κόλπους τοῦ Πατέρα, αὐτόν γέννησε τώρα ἡ Παρθένος, σύμφωνα μὲ τὸ σχέδιο τῆς Θείας οἰκονομίας. Ὅπως θέλησε εἰσῆλθε, ὅπως εὐδόκησε συνελήφθη στὴν κοιλιὰ τῆς Παρθένου καὶ ὅπως θέλησε γεννήθηκε.

Ἐσύ, ἄνθρωπέ μου, γιατί περιεργάζεσαι τὴ γέννησή του; Ἤ νὰ τόν φοβᾶσαι ὡς Θεὸ ἤ νὰ τὸν σέβεσαι ὡς Δεσπότη ἤ νὰ τὸν λατρεύεις ὡς Κτίστη καὶ Δημιουργὸ ἤ νὰ τὸν τρέμεις ὡς Κύριο ἤ νὰ φρίττεις ἐνώπιόν του ὡς σέ Κριτή. Θὰ σὲ κάνουν νὰ συνέλθεις οἱ δαίμονες, πού ἐδίωξαν τοὺς χοίρους καὶ ἔπνιξαν τὸ κοπάδι στὸν βυθὸ τῆς λίμνης. Ἐκεῖνοι, ἐπειδὴ κατάλαβαν ὅτι ἦταν ὁ Δεσπότης, λένε: «Τί δουλειὰ ἔχεις ἐσύ μὲ μᾶς Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἦλθες πρὶν τὴν ὥρα μας γιὰ νὰ μᾶς βασανίσεις;». Ἐκεῖνοι ἀποφεύγουν τὸν κίνδυνο καὶ τὴν ἀπειλή τοῦ βασανισμοῦ, ἐνῶ ἐσύ ἐπισύρεις κατὰ τοῦ ἑαυτοῦ σου τὴν καταδίκη σὲ βασανισμό. Ἐκεῖνοι κατάλαβαν ὅτι αὐτός πού γεννήθηκε ἀπὸ τὴ Μαρία εἶναι ὁ Κύριος, ὁ Κριτὴς τοῦ σύμπαντος, καὶ ἐνῶ τὸν εἶδαν πρὶν ἀπὸ τὴν κρίση τὸν φοβήθηκαν, καὶ σὺ, ἐνῶ ἔχεις μπροστὰ αὐτήν τὴ μέλλουσα κρίση, τὴν καταφρονεῖς καὶ δὲν σαστίζεις; Καὶ τὰ ἐπαναλαμβάνω αὐτά καὶ δὲν θὰ σταματήσω νὰ τὰ ἐπαναλαμβάνω, διασαφηνίζοντας σὲ σᾶς τὸ θέμα τοῦ λόγου μου γιὰ νὰ εἶναι ξεκάθαρο, ὥστε μὲ ἀσφαλή γνώση νὰ ἔχετε ἀσάλευτη πίστη καὶ τὸ θεμέλιο τῆς πίστης, πού εἶναι ἡ ὁμολογία, νὰ τὸ κατέχετε σταθερά.

Πάλι θὰ ἀσχοληθοῦμε μὲ τὸ θέμα μας, ἀποδεικνύοντας τὸν σωστὸ καὶ σταθερὸ δρόμο τῆς πίστης μας. Γιατί γιὰ μένα τὸ νὰ μιλῶ «δὲν εἶναι κόπος, ἐνῶ γιὰ σᾶς εἶναι ἀσφάλεια». Αὐτός ὁ Θεὸς μπῆκε ὅπως θέλησε Ἐκεῖνος στὴν Παρθένο διὰ τῆς ἀκοῆς της, ὅπως εὐδόκησε κυοφορήθηκε, γεννήθηκε ὅπως θέλησε Ἐκεῖνος, εἰσῆλθε ἀσώματος ὅπως τὸ θέλησε, κυοφορήθηκε ὁ ἄχωρητος σ’ ἕνα σκεῦος μὲ περιορισμένη χωρητικότητα,
δηλαδὴ στὴ μήτρα τῆς Παρθένου, σύμφωνα μὲ τὴ Θεία οἰκονομία, ὅπως εὐδόκησε ὁ ἴδιος. Γεννήθηκε ὅπως τὸ θέλησε Θεὸς καὶ ἄνθρωπος συγχρόνως. Ἔγινε αὐτό πού δὲν ἦταν προηγουμένως, ἔχοντας τὴν ἀναλλοίωτη οὐσία αὐτοῦ πού ἦταν προηγουμένως. «Ἦταν βέβαια Θεὸς ὁ Λόγος καὶ ὁ Λόγος ἦταν μὲ τὸν Θεό», παρόλο πού ὁ Ἀπόστολος εἶπε: «Ὁ Θεὸς ἀπέστειλε τὸν Υἱό του, πού γεννήθηκε ἀπὸ μιὰ γυναίκα». Αὐτόν τὸν Υἱὸ ἔστειλε ὁ Θεὸς πού γεννιέται ἀπὸ γυναίκα, αὐτόν πού γεννήθηκε ἀπὸ ἀμόλυντη φύση, αὐτόν πού προῆλθε ἀπὸ ἄφραστη οὐσία, αὐτόν πού δὲν ἀποξενώθηκε ἀπό τούς πατρικοὺς κόλπους, αὐτόν πού δὲν ἐγκατέλειψε τὸν βασιλικὸ θρόνο, ἀλλά πού κυρίως αὐτός εἶναι ὁμόθρονος μὲ τὸν Πατέρα, ἀφοῦ μοιράζεται τὸν ἴδιο θρόνο, ὄχι βέβαια ἐξαιτίας τῆς Θείας χάρης, ἀλλά ἐξαιτίας τῆς θεϊκῆς του φύσης καὶ τῆς πατρικῆς οὐσίας. Γιατί πές μου, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ εἶναι χωρισμένοι, ἀφοῦ ὁ ἴδιος λέγει: «Ἔγω εἶμαι ἀχώριστος ἀπὸ τὸν Πατέρα, κι ὁ Πατέρας ἀπὸ μένα», καὶ ἀλλοῦ: «Καὶ ὁ Πατέρας μένοντας ἑνωμένος μὲ μένα, πραγματοποιεῖ τὰ ἔργα του»; Αὐτόν πού γεννήθηκε ἀπὸ τὴν ἁγία Παρθένο, αὐτόν πρὶν γεννηθεῖ ὁ ἄγγελος τὸν ὀνόμασε Ἐμμανουήλ, δηλαδὴ, «Ὁ Θεὸς εἶναι μαζί μας». Αὐτόν ἀνέφερε ὁ προφήτης Ἠσαΐας, τὸ παιδὶ αὐτό πού θὰ προέλθει ἀπὸ τὴν Παρθένο, «θὰ εἶναι Θεὸς ἰσχυρός, ἐξουσιαστῆς, ἀρχηγός τῆς εἰρήνης, πατέρας τοῦ μελλοντικοῦ αἰώνα».

Ποιὸ παιδὶ πού γεννήθηκε μὲ φυσικὸ τρόπο ἔγινε Θεὸς ἰσχυρός, ἐξουσιαστής; Ποιὸ παιδὶ πού γεννήθηκε προσείλκυσε ἀστέρι πού ἔδειχνε πού βρισκόταν τὸ βρέφος, μᾶλλον τοῦ Δεσπότη τὸ στενὸ κατάλυμμα; Ποιὸ παιδὶ προσκάλεσε Μάγους ἀπὸ τὴν ἀνατολὴ νὰ τὸ προσκυνήσουν; Σὲ ποιὸ παιδί, πού γεννήθηκε μὲ φυσικὸ τρόπο, πρόσφεραν ἄλλοτε, δῶρα οἱ Μάγοι; Ἂς ἐξετάσουμε τὰ δῶρα, ἂν προσφέρθηκαν σὲ ἀδύναμο ἄνθρωπο κι ὄχι σὲ Θεό, πού εἶναι βασιλιὰς καὶ ἄνθρωπος. Χρυσὸ ὡς βασιλιά, λιβάνι ὡς Θεὸ καὶ σμύρνα ὡς ἄνθρωπο, πού πρόκειται νὰ ἐνταφιαστεῖ. Χρυσάφι ὡς βασιλιὰ: «Θεέ μου, δῶσε στὸν βασιλιὰ καὶ στὸν γιὸ τοῦ βασιλιᾶ τὴ σύνεση καὶ τὴ σοφία». Αὐτήν τὴν προσφώνηση ἔκανε ὁ Δαβίδ. Ὕστερα ἀπ’ αὐτά ὁ ἄγγελος στὸν χαιρετισμὸ τῆς Μαρίας εἶπε: «Σ’ αὐτόν θὰ δώσει ὁ Κύριος ὁ Θεὸς τὸν θρόνο τοῦ Δαβίδ, τοῦ προπάτορά του. θὰ βασιλέψει γιὰ πάντα στοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἰακὼβ καὶ ἡ βασιλεία του δὲν θὰ ἔχει τέλος».

Σ’ Αὐτόν ἀνήκει ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμη στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.


Πηγή:https://www.imaik.gr


ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

gennhsh kont
5 Prokinisi magon 2



ag.athanasios
ag.grigorios theologos 2
AGIOSIOANNIS2




Εἰς τὰ ἅγια Φῶτα
(Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου)

agiosgregorios 8Αʹ. Πάλιν Ἰησοῦς ὁ ἐμὸς, καὶ πάλιν μυστήριον μυστήριον οὐκ ἀπατηλὸν, οὐδ' ἄκοσμον, οὐδὲ τῆς Ἑλληνικῆς πλάνης, καὶ μέθης (οὕτω γὰρ ἐγὼ καλῶ τὰ ἐκείνων σεμνὰ, οἶμαι δὲ, καὶ τῶν εὐφρονούντων ἕκαστος), ἀλλὰ μυστήριον ὑψηλόν τε καὶ θεῖον, καὶ τῆς ἄνω λαμπρότητος πρόξενον. Ἡ γὰρ ἁγία τῶν Φώτων ἡμέρα, εἰς ἣν ἀφίγμεθα, καὶ ἣν ἑορτάζειν ἠξιώμεθα σήμερον, ἀρχὴν μὲν τὸ τοῦ ἐμοῦ Χριστοῦ βάπτισμα λαμβάνει, τοῦ ἀληθινοῦ φωτὸς, τοῦ φωτίζοντος πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον· ἐνεργεῖ δὲ τὴν ἐμὴν κάθαρσιν, καὶ βοηθεῖ τῷ φωτὶ, ὃ παρ' αὐτοῦ λαβόντες ἄνωθεν ἀπ' ἀρχῆς, ἐκ τῆς ἁμαρτίας ἐζοφώσαμέν τε καὶ συνεχέαμεν.

Βʹ. Τοιγαροῦν ἀκούσατε θείας φωνῆς, ἐμοὶ μὲν καὶ λίαν σφοδρῶς ἐνηχούσης, τῷ μύστῃ καὶ μυσταγωγῷ τῶν τοιούτων, εἴη δὲ καὶ ὑμῖν· Ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου. Καὶ διὰ τοῦτο, Προσέλθετε πρὸς αὐτὸν, καὶ φωτίσθητε, καὶ τὰ πρόσωπα ὑμῶν οὐ μὴ καταισχυνθῇ, τῷ ἀληθινῷ φωτὶ σημειούμενα. Καιρὸς ἀναγεννήσεως γεννηθῶμεν ἄνωθεν. Καιρὸς ἀναπλάσεως· τὸν πρῶτον Ἀδὰμ ἀναλάβωμεν. Μὴ μείνωμεν ὅπερ ἐσμὲν, ἀλλ' ὅπερ ἦμεν γενώμεθα. Τὸ φῶς ἐν τῇ σκοτίᾳ φαίνει, τῷ βίῳ τούτῳ, καὶ τῷ σαρκίῳ καὶ ὑπὸ τῆς σκοτίας διώκεται μὲν, οὐ καταλαμβάνεται δὲ, τῆς ἀντικειμένης λέγω δυνάμεως, τῷ φαινομένῳ μὲν Ἀδὰμ προσπηδώσης ἐξ ἀναιδείας, τῷ Θεῷ δὲ περιπιπτούσης καὶ ἡττωμένης ἵν' ἡμεῖς τὸ σκότος ἀποθέμενοι, τῷ φωτὶ πλησιάζωμεν, εἶτα καὶ φῶς γενώμεθα τέλειον, τελείου φωτὸς γεννήματα. Ὁρᾶτε τῆς ἡμέρας τὴν χάριν; ὁρᾶτε τοῦ μυστηρίου τὴν δύναμιν; οὐκ ἀπὸ γῆς ἤρθητε; οὐκ ἄνω τέθεισθε σαφῶς ὑψωθέντες ὑπὸ τῆς ἡμετέρας φωνῆς καὶ ἀναγωγῆς; Καὶ ἔτι μᾶλλον τεθήσεσθε, ἐπειδὰν εὐοδώσῃ τὸν λόγον ὁ Λόγος.

Γʹ. Μή τις τοιαύτη κάθαρσις νομικὴ καὶ σκιώδης, προσκαίροις ῥαντίσμασιν ὠφελοῦσα, καὶ σποδῷ δαμάλεως ῥαντίζουσα τοὺς κεκοινωμένους; μή τι τοιοῦτο μυσταγωγοῦσιν Ἕλληνες; ὧν λῆρος ἐμοὶ πᾶσα τελετὴ καὶ μυστήριον, δαιμόνων εὕρημα σκοτεινὸν, καὶ διανοίας ἀνάπλασμα κακοδαίμονος, χρόνῳ βοηθούμενον, καὶ μύθῳ κλεπτόμενον. Ἃ γὰρ ὡς ἀληθῆ προσκυνοῦσιν, ὡς μυθικὰ συγκαλύπτουσιν· δέον, εἰ μὲν ἀληθῆ, μὴ μύθους ὀνομάζεσθαι, ἀλλ' ὅτι μὴ αἰσχρὰ δείκνυσθαι· εἰ δὲ ψευδῆ, μὴ θαυμάζεσθαι, μηδ' οὕτως ἰταμῶς ἐναντιωτάτας ἔχειν δόξας περὶ τοῦ αὐτοῦ πράγματος· ὥσπερ ἐν ἀγορᾷ μειρακίων παίζοντας, ἢ ἀνδρῶν κακοδαιμόνων ὡς ἀληθῶς, ἀλλ' οὐκ ἀνδράσι διαλεγομένους νοῦν ἔχουσι, καὶ Λόγου προσκυνηταῖς· κἂν τὴν ἔντεχνον ταύτην, καὶ ῥυπαρὰν πιθανότητα διαπτύωσιν.

∆ʹ. Οὐ ∆ιὸς ταῦτα γοναὶ καὶ κλοπαὶ, τοῦ Κρητῶν τυράννου, κἂν Ἕλληνες ἀπαρέσκωνται· οὐ δὲ Κουρήτων ἦχοι, καὶ κρότοι, καὶ ὀρχήσεις ἔνοπλοι, Θεοῦ κλαίοντος ἠχὴν συγκαλύπτουσαι, ἵνα πατέρα λάθῃ μισότεκνον· δεινὸν γὰρ ἦν ὡς παιδίον κλαυθμυρίζεσθαι, τὸν ὡς λίθον καταποθέντα· οὐδὲ Φρυγῶν ἐκτομαὶ, καὶ αὐλοὶ, καὶ Κορύβαντες, καὶ ὅσα περὶ τὴν Ῥέαν ἄνθρωποι μαίνονται, τελοῦντες τῇ μητρὶ τῶν Θεῶν, καὶ τελούμενοι, ὅσα τῇ μητρὶ τῶν τοιούτων εἰκός· οὐδὲ κόρη τις ἡμῖν ἁρπάζεται, καὶ ∆ημήτηρ πλανᾶται, καὶ Κελεούς τινας ἐπεισάγει, καὶ Τριπτολέμους, καὶ δράκοντας, καὶ τὰ μὲν ποιεῖ, τὰ δὲ πάσχει. Αἰσχύνομαι γὰρ ἡμέρᾳ δοῦναι τὴν νυκτὸς τελετὴν, καὶ ποιεῖν τὴν ἀσχημοσύνην μυστήριον. Οἶδεν Ἐλευσὶς ταῦτα, καὶ οἱ τῶν σιωπωμένων, καὶ σιωπῆς ὄντως ἀξίων ἐπόπται. Οὐδὲ ∆ιόνυσος ταῦτα, καὶ μηρὸς, ὠδίνων ἀτελὲς κύημα, ὥσπερ ἄλλο τι κεφαλὴ πρότερον· καὶ Θεὸς ἀνδρόγυνος, καὶ χορὸς μεθυόντων, καὶ στρατὸς ἔκλυτος, καὶ Θηβαίων ἄνοια τοῦτον τιμῶσα, καὶ Σεμέλης κεραυνὸς προσκυνούμενος. Οὐδὲ Ἀφροδίτης πορνικὰ μυστήρια, τῆς αἰσχρῶς, ὡς αὐτοὶ λέγουσι, καὶ γεννωμένης καὶ τιμωμένης. Οὐδὲ Φαλλοί τινες καὶ Ἰθύφαλλοι, αἰσχροὶ καὶ τοῖς σχήμασι καὶ τοῖς πράγμασιν· οὐδὲ Ταύρων ξενοκτονίαι, καὶ Λακωνικῶν ἐφήβων ἐπιβώμιον αἷμα, ξαινομένων ταῖς μάστιξι, καὶ τοῦτο μόνον κακῶς ἀνδριζομένων οἷς τιμᾶται θεὰ, καὶ ταῦτα παρθένος. Οἱ γὰρ αὐτοὶ, καὶ μαλακίαν ἐτίμησαν, καὶ θρασύτητα ἐσεβάσθησαν.

Εʹ. Ποῦ δὲ θήσεις τὴν Πέλοπος κρεουργίαν, πεινῶντας θεοὺς ἑστιῶσαν, καὶ φιλοξενίαν πικρὰν καὶ ἀπάνθρωπον; ποῦ δὲ Ἑκάτης τὰ φοβερὰ καὶ σκοτεινὰ φάσματα, καὶ Τροφωνίου κατὰ γῆς παίγνια καὶ μαντεύματα, ἢ ∆ωδωναίας δρυὸς ληρήματα, ἢ τρίποδος ∆ελφικοῦ σοφίσματα, ἢ Κασταλίας μαντικὸν πόμα; Τοῦτο μόνον οὐ μαντευσάμενα, τὴν ἑαυτῶν σιωπήν. Οὐδὲ Μάγων θυτικὴ, καὶ πρόγνωσις ἔντομος· καὶ Χαλδαίων ἀστρονομία καὶ γενεθλιαλογία, τῇ τῶν οὐρανίων κινήσει συμφέρουσα τὰ ἡμέτερα, τῶν μηδὲ ἑαυτοὺς ὅ τίποτε εἰσὶν, ἢ ἔσονται, γνῶναι δυναμένων· οὐδὲ Θρᾳκῶν ὄργια ταῦτα, παρ' ὧν καὶ τὸ θρησκεύειν, ὡς λόγος· οὐδὲ Ὀρφέως τελεταὶ καὶ μυστήρια, ὃν τοσοῦτον Ἕλληνες ἐπὶ σοφίᾳ ἐθαύμασαν, ὥστε καὶ λύραν αὐτῷ ποιοῦσι, πάντα τοῖς κρούμασιν ἔλκουσαν· οὐδὲ Μίθρου κόλασις ἔνδικος. κατὰ τῶν μυεῖσθαι τὰ τοιαῦτα ἀνεχομένων· οὐδὲ Ὀσίριδος σπαραγμοὶ, ἄλλη συμφορὰ τιμωμένη παρ' Αἰγυπτίοις· οὐδὲ Ἴσιδος ἀτυχήματα, καὶ τράγοι Μενδησίων αἰδεσιμώτεροι, καὶ Ἄπιδος φάτνη, μόσχου κατατρυφῶντος τῆς Μεμφιτῶν εὐηθείας· οὐδ' ὅσα τὸν Νεῖλον ταῖς τιμαῖς καθυβρίζουσι, τὸν καρποδότην, ὡς ἀνυμνοῦσιν αὐτοὶ, καὶ εὔσταχυν, καὶ μετροῦντα τὴν εὐδαιμονίαν τοῖς πήχεσιν.

ςʹ. Ἐῶ γὰρ λέγειν ἑρπετῶν καὶ κνωδάλων τιμὰς καὶ τὸ τῆς ἀσχημοσύνης φιλότιμον· ὧν καθ' ἕκαστον ἰδία τις τελετὴ καὶ πανήγυρις, καὶ κοινὸν τὸ τῆς κακοδαιμονίας ἐφ' ἅπασιν· ὡς εἴπερ ἀσεβεῖν αὐτοὺς ἔδει πάντως, καὶ τῆς τοῦ Θεοῦ δόξης ἀποπεσεῖν, εἰς εἴδωλα κατενεχθέντας καὶ τέχνης ἔργα, καὶ χειρῶν πλάσματα, μὴ ἂν ἄλλο τι κατ' αὐτῶν εὔξασθαι τούς γε νοῦν ἔχοντας, ἢ τοιαῦτα σεβασθῆναι, καὶ οὕτω τιμῆσαι, ἵνα τὴν ἀντιμισθίαν, ἣν ἔδει τῆς πλάνης, ὥς φησι Παῦλος, ἀπολαμβάνωσιν, ἐν οἷς σέβονται· οὐ μᾶλλον τιμῶντες, ἢ δι' ἐκείνων ἀτιμαζόμενοι. Βδελυκτοὶ τῆς πλάνης, βδελυκτότεροι τῆς εὐτελείας τῶν προσκυνουμένων καὶ σεβομένων, ἵνα καὶ αὐτῶν τῶν τιμωμένων ὦσιν ἀναισθητότεροι, τοσοῦτον ὑπερβάλλοντες ἀνοίᾳ, ὅσον εὐτελείᾳ τὰ προσκυνούμενα.

Ζʹ. Ταῦτα μὲν οὖν παιζέτωσαν Ἑλλήνων παῖδες, καὶ δαίμονες, παρ' ὧν ἐκείνοις ἡ ἄνοια, τὴν τοῦ Θεοῦ τιμὴν εἰς ἑαυτοὺς μεθελκόντων, καὶ ἄλλους ἄλλως κατατεμνόντων εἰς αἰσχρὰς δόξας καὶ φαντασίας, ἀφ' οὗ τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς ἐκβαλόντες ἡμᾶς, τῷ ξύλῳ τῆς γνώσεως οὐ κατὰ καιρὸν, οὐδ' ἐπιτηδείως μετα ληφθείσης, ὡς ἀσθενεστέρους ἤδη κατέδραμον, τὸν ἡγεμόνα νοῦν συναρπάσαντες, καὶ τοῖς πάθεσι θύραν ἀνοίξαντες. Οὐ γὰρ ἔφερον, φύσις ὄντες φθονερὰ καὶ μισάνθρωπος, μᾶλλον δὲ διὰ τὴν ἑαυτῶν κακίαν γενόμενοι, τοὺς κάτω τῶν ἄνω τυχεῖν, αὐτοὶ πεσόντες ἐπὶ γῆς ἄνωθεν, οὐδὲ τοσαύτην μετάστασιν γενέσθαι τῆς δόξης, καὶ τῶν πρώτων φύσεων. Τοῦτό ἐστιν ὁ διωγμὸς τοῦ πλάσματος· διὰ τοῦτο ἡ εἰκὼν τοῦ Θεοῦ καθυβρίσθη· καὶ καθὼς οὐκ ἐδοκιμάσαμεν φυλάξαι τὴν ἐντολὴν, παρεδόθημεν τῇ αὐτονομίᾳ τῆς πλάνης· καὶ καθὼς ἐπλανήθημεν, ἠτιμάσθημεν ἐν οἷς ἐσεβάσθημεν. Οὐ γὰρ τοῦτο μόνον δεινὸν, τὸ πεποιημένους ἐπ' ἀγαθοῖς ἔργοις, εἰς δόξαν καὶ ἔπαινον τοῦ πεποιηκότος, καὶ Θεοῦ μίμησιν, ὅσον ἐφικτὸν, ὁρμητήριον γενέσθαι παντοίων παθῶν, βοσκομένων κακῶς καὶ δαπανώντων τὸν ἐντὸς ἄνθρωπον· ἀλλὰ τὸ καὶ θεοὺς στήσασθαι συνηγόρους τοῖς πάθεσιν, ἵνα μὴ μόνον ἀνεύθυνον τὸ ἁμαρτάνειν, ἀλλὰ καὶ θεῖον νομίζηται, εἰς τοιαύτην καταφεῦγον ἀπολογίαν, τὰ προσκυνούμενα.

Theof 6Ηʹ. Ἡμῖν δὲ ὥσπερ ἐχαρίσθη τὸ φυγοῦσι τὴν δεισιδαίμονα πλάνην, μετὰ τῆς ἁληθείας γενέσθαι, καὶ δουλεύειν Θεῷ ζῶντι καὶ ἀληθινῷ, καὶ τὴν κτίσιν ὑπεραναβῆναι, πάντα περάσασιν, ὅσα ὑπὸ χρόνον καὶ πρώτην κίνησιν· οὕτω καὶ εἴδωμεν, καὶ φιλοσοφήσωμεν τὰ περὶ Θεοῦ καὶ τὰ θεῖα. Φιλοσοφήσωμεν δὲ, ἀρχόμενοι, ὅθεν ἄρχεσθαι ἄμεινον· ἄμεινον δὲ, ὅθεν Σολομὼν ἡμῖν ἐνομοθέτησεν· Ἀρχὴ σοφίας, φησὶ, κτῆσαι σοφίαν· τί τοῦτο λέγων ἀρχὴν σοφίας; Τὸν φόβον. Οὐ γὰρ ἀπὸ θεωρίας ἀρξαμένους. εἰς φόβον χρὴ καταλήγειν (θεωρία γὰρ ἀχαλίνωτος τάχα ἂν καὶ κατὰ κρημνῶν ὤσειεν)· ἀλλὰ φόβῳ στοιχειουμένους, καὶ καθαιρομένους, καὶ, ἵν' οὕτως εἴπω, λεπτυνομένους, εἰς ὕψος αἴρεσθαι. Οὗ γὰρ φόβος, ἐντολῶν τήρησις· οὗ δὲ ἐντολῶν τήρησις, σαρκὸς κάθαρσις, τοῦ ἐπιπροσθοῦντος τῇ ψυχῇ νέφους, καὶ οὐκ ἐῶντος καθαρῶς ἰδεῖν τὴν θείαν ἀκτῖνα· οὗ δὲ κάθαρσις, ἔλλαμψις· ἔλλαμψις δὲ, πόθου πλήρωσις, τοῖς τῶν μεγίστων, ἢ τοῦ μεγίστου, ἢ ὑπὲρ τὸ μέγα ἐφιεμένοις.

Θʹ. ∆ιὰ τοῦτο καθαρτέον ἑαυτὸν πρῶτον, εἶτα τῷ καθαρῷ προσομιλητέον· εἴπερ μὴ μέλλοιμεν τὸ τοῦ Ἰσραὴλ πείσεσθαι, μὴ φέροντος τὴν δόξαν τοῦ προσώπου Μωσέως, καὶ διὰ τοῦτο δεομένου καλύμματος· ἢ τὸ τοῦ Μανωὲ, καὶ πείσεσθαι, καὶ λέξειν· Ἀπολώλαμεν, ὦ γῦναι. Θεὸν ἑωράκαμεν, ἐν φαντασίᾳ Θεοῦ γενομένου· ἢ, ὡς Πέτρος, τοῦ πλοίου τὸν Ἰησοῦν ἀποπέμψασθαι, ὡς οὐκ ἄξιοι τοιαύτης ἐπιδημίας. Πέτρον δὲ ὅταν εἴπω, τίνα λέγω; Τὸν κατὰ κυμάτων πεζεύσαντα. Ἢ, ὡς Παῦλος, τὴν ὄψιν πληγήσεσθαι, πρὶν καθαρθῆναι τῶν διωγμῶν, τῷ διωκομένῳ προσομιλήσας, μᾶλλον δὲ βραχείᾳ τοῦ μεγάλου φωτὸς λαμπηδόνι· ἢ, ὡς ὁ ἐκατόνταρχος, τὴν μὲν θεραπείαν ἐπιζητήσειν, τῇ οἰκίᾳ δὲ τὸν θεραπευτὴν οὐκ εἰσδέξασθαι διὰ δειλίαν ἐπαινουμένην. Λεγέτω τις καὶ ἡμῶν, ἕως οὔπω καθαίρεται, ἀλλ' ἔστιν ἑκατόνταρχος ἔτι, πλειόνων ἐν κακίᾳ κρατῶν, καὶ στρατεύεται Καίσαρι, τῷ κοσμοκράτορι τῶν κάτω συρομένων· Οὐκ εἰμὶ ἰκανὸς, ἵνα μου ὑπὸ τὴν στέγην εἰσέλθῃς. Ὅταν δὲ Ἰησοῦν θεάσηται, καίτοι μικρὸς ὢν τὴν πνευματικὴν ἡλικίαν, ὡς ὁ Ζακχαῖος ἐκεῖνος, καὶ ὑπὲρ τὴν συκομωραίαν ἀρθῇ, νεκρώσας τὰ μέλη τὰ ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ ὑπεραναβὰς τὸ σῶμα τῆς ταπεινώσεως, τότε καὶ εἰσδεχέσθω τὸν Λόγον, καὶ ἀκουέτω· Σήμερον σωτηρία τῷ οἴκῳ τούτῳ, καὶ λαμβανέτω τὴν σωτηρίαν, καὶ καρποφορείτω τὰ τελεώτερα, σκορπίζων καὶ διαχέων καλῶς, ἃ κακῶς ἐτελώνησεν.

Ιʹ. Ὁ γὰρ αὐτὸς Λόγος, καὶ φοβερὸς τοῖς οὐκ ἀξίοις διὰ τὴν φύσιν, καὶ χωρητὸς διὰ φιλανθρωπίαν τοῖς οὕτως ηὐτρεπισμένοις· ὅσοι τὸ ἀκάθαρτον καὶ ὑλικὸν πνεῦμα τῶν ψυχῶν ἀπελάσαντες, καὶ τὰς ἑαυτῶν ψυχὰς τῇ ἐπιγνώσει σαρώσαντες καὶ κοσμήσαντες, μηδὲ ἀργὴν, μηδὲ ἄπρακτον εἴασαν, ὥστε μετὰ πλείονος τῆς παρασκευῆς, αὖθις καταληφθῆναι ὑπὸ τῶν ἑπτὰ τῆς κακίας πνευμάτων, ὅσα καὶ τῆς ἀρετῆς ἀπηρίθμηται (τὸ γὰρ δυσμαχώτερον, περι σπουδαστότερον)· ἀλλὰ πρὸς τῷ φεύγειν τὴν κακίαν, καὶ τὴν ἀρετὴν ἐργάζονται, ὅλον τὸν Χριστὸν, ἢ ὅτι μάλιστα, ἑαυτοῖς εἰσοικίσαντες, ὥστε μηδενὶ κενῷ τὴν πονηρὰν δύναμιν ὁμιλήσασαν, ἑαυ τῆς πάλιν πληρῶσαι, καὶ γενέσθαι τὰ ἔσχατα χείρονα τῶν πρώτων, διὰ τὸ τῆς καταδρομῆς σφοδρότερον, καὶ τὸ τῆς φρουρᾶς ἀσφαλέστερον καὶ δυσαλωτότερον. Ὅταν δὲ πάσῃ φυλακῇ τηρήσαντες τὴν ἑαυτῶν ψυχὴν, καὶ ἀναβάσεις ἐν τῇ καρδίᾳ διαθέμενοι, καὶ νεώσαντες ἑαυτοῖς νεώματα, καὶ σπείραντες εἰς δικαιοσύνην, ὡς Σολομῶντι, καὶ ∆αβὶδ, καὶ Ἱερεμίᾳ δοκεῖ, φωτίσωμεν ἑαυτοῖς φῶς γνώσεως· τηνικαῦτα λαλῶμεν Θεοῦ σοφίαν ἐν μυστηρίῳ τὴν ἀποκεκρυμμένην, καὶ τοῖς ἄλλοις ἐκλάμπωμεν. Τέως δὲ καθαιρώμεθα καὶ προτελώμεθα τῷ Λόγῳ, ἵν' ὅτι μάλιστα αὐτοὺς ἡμᾶς εὐεργετῶμεν, θεοειδεῖς ἐργαζόμενοι, καὶ ἥκοντα τὸν Λόγον ὑποδεχόμενοι· οὐ μόνον δὲ, ἀλλὰ καὶ κρατοῦντες, καὶ τοῖς ἄλλοις προφαίνοντες.

ΙΑʹ. Ἐπεὶ δὲ ἀνεκαθήραμεν τῷ λόγῳ τὸ θέατρον, φέρετι περὶ τῆς ἑορτῆς ἤδη φιλοσοφήσωμεν, καὶ συνεορτάσωμεν ταῖς φιλεόρτοις καὶ φιλοθέοις ψυχαῖς. Ἐπεὶ δὲ κεφάλαιον ἑορτῆς μνήμη Θεοῦ, Θεοῦ μνημονεύσωμεν. Καὶ γὰρ τὸν ἐκεῖθεν τῶν ἑορταζόντων ἦχον, ἔνθα εὐφραινομένων πάντων ἡ κατοικία, οὐκ ἄλλο τι ἢ τοῦτο εἶναι νομίζω, Θεὸν ὑμνούμενόν τε καὶ δοξαζόμενον τοῖς τῆς ἐκεῖσε πολιτείας ἠξιωμένοις. Εἰ δέ τι τῶν ἤδη προειρημένων ὁ νῦν ἕξει λόγος, θαυμαζέτω μηδείς. Οὐ γὰρ τὰ αὐτὰ καὶ φθέγξομαι μόνον, ἀλλὰ καὶ περὶ τῶν αὐτῶν, φρίττων καὶ γλῶσσαν, καὶ νοῦν, καὶ διάνοιαν, ὅταν περὶ Θεοῦ φθέγγωμαι καὶ ὑμῖν ταυτὸ τοῦτο συνευχόμενος τὸ ἐπαινετὸν πάθος καὶ μακάριον. Θεοῦ δὲ ὅταν εἴπω, ἑνὶ φωτὶ περιαστράφθητε καὶ τρισί· τρισὶ μὲν, κατὰ τὰς ἰδιότητας, εἴτουν ὑποστάσεις, εἴ τινι φίλον καλεῖν, εἴτε πρόσωπα (οὐδὲν γὰρ περὶ τῶν ὀνομάτων ζυγομαχήσομεν, ἕως ἂν πρὸς τὴν αὐτὴν ἔννοιαν αἱ συλλαβαὶ φέρωσιν)· ἑνὶ δὲ, κατὰ τὸν τῆς οὐσίας λόγον, εἴτουν θεότητος. ∆ιαιρεῖται γὰρ ἀδιαιρέτως, ἵν' οὕτως εἴπω, καὶ συνάπτεται διῃρημένως. Ἓν γὰρ ἐν τρισὶν ἡ θεότης, καὶ τὰ τρία ἕν. τὰ ἐν οἷς ἡ θεότης, ἢ, τό γε ἀκριβέστερον εἰπεῖν, ἂ ἡ θεότης. Τὰς δὲ ὑπερβολὰς καὶ ἐλλείψεις ἐλλείψωμεν· οὔτε τὴν ἕνωσιν σύγχυσιν ἐργαζόμενοι, οὔτε τὴν διαίρεσιν, ἀλλοτρίωσιν· Ἀπέστω γὰρ ἡμῶν ἐξ ἴσου, καὶ ἡ Σαβελλίου συναίρεσις, καὶ ἡ Ἀρείου διαίρεσις, τὰ ἐκ διαμέτρου κακὰ, καὶ ὁμότιμα τὴν ἀσέβειαν· τί γὰρ δεῖ Θεὸν, ἢ συναλείφειν κακῶς, ἢ κατατέμνειν εἰς ἀνισότητα;

ΙΒʹ. Ἡμῖν δὲ, εἰς Θεὸς ὁ Πατὴρ, ἐξ οὗ τὰ πάντα, καὶ εἷς Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς, δι' οὗ τὰ πάντα, καὶ ἓν Πνεῦμα ἅγιον, ἐν ᾧ τὰ πάντα· τοῦ ἐξ οὗ, καὶ δι' οὗ, καὶ ἐν ᾧ, μὴ φύσεις τεμνόντων (οὐδὲ γὰρ ἂν μετέπιπτον αἱ προθέσεις, ἢ αἱ τάξεις τῶν ὀνομάτων), ἀλλὰ χαρακτηριζόντων μιᾶς καὶ ἀσυχύτου φύσεως ἰδιότητας. Καὶ τοῦτο δῆλον, ἐξ ὧν εἰς ἒν συνάγονται πάλιν, εἴ τῳ μὴ παρέργως ἐκεῖνο ἀναγινώσκεται παρὰ τῷ αὐτῷ ἀποστόλῳ, τὸ, Ἐξ αὐτοῦ, καὶ δι' αὐτοῦ, καὶ εἰς αὐτὸν τὰ πάντα· αὐτῷ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν. Πατὴρ ὁ πατὴρ, καὶ ἄναρχος· οὐ γὰρ ἔκ τινος. Υἱὸς ὁ υἱὸς, καὶ οὐκ ἄναρχος· ἐκ τοῦ Πατρὸς γάρ. Εἰ δὲ τὴν ἀπὸ χρόνου λαμβάνοις ἀρχὴν, καὶ ἄναρχος· ποιητὴς γὰρ χρόνων, οὐχ ὑπὸ χρόνον. Πνεῦμα ἅγιον ἀληθῶς τὸ πνεῦμα, προϊὸν μὲν ἐκ τοῦ Πατρὸς, οὐχ ὑϊκῶς δὲ, οὐδὲ γὰρ γεννητῶς, ἀλλ' ἐκπορευτῶς· εἰ δεῖ τι καὶ καινοτομῆσαι περὶ τὰ ὀνόματα σαφηνείας ἕνεκεν. Οὔτε τοῦ Πατρὸς ἐκστάντος τῆς ἀγεννησίας, διότι γεγέννηκεν· οὔτε τοῦ Υἱοῦ τῆς γεννήσεως, ὅτι ἐκ τοῦ ἀγεννήτου. Πῶς γάρ; οὔτε τοῦ Πνεύματος, ἢ εἰς Πατέρα μεταπίπτοντος, ἢ εἰς Υἱὸν, ὅτι ἐκπεπόρευται, καὶ ὅτι Θεὸς, κἂν μὴ δοκῇ τοῖς ἀθέοις· ἡ γὰρ ἰδιότης ἀκίνητος. Ἢ πῶς ἂν ἰδιότης μένοι, κινουμένη καὶ μεταπίπτουσα; Οἱ δὲ τὴν ἀγεννησίαν, καὶ τὴν γέννησιν φύσεις Θεῶν ὁμωνύμων τιθέμενοι, τάχα ἂν καὶ τὸν Ἀδὰμ, καὶ τὸν Σὴθ ὅτι ὁ μὲν οὐκ ἀπὸ σαρκός· πλάσμα γάρ· ὁ δὲ ἀπὸ τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὔας) ἀλλήλων κατὰ τὴν φύσιν ἀλλοτριώσουσιν. Εἷς οὖν Θεὸς ἐν τρισὶ, καὶ τὰ τρία ἓν, ὥσπερ ἔφαμεν.

ΙΓʹ. Ἐπεὶ δὲ οὕτω ταῦτα, ἢ τοῦτο, ἔδει δὲ μὴ τοῖς ἄνω μόνον τὴν προσκύνησιν περιγράφεσθαι, ἀλλ' εἶναί τινας καὶ κάτω προσκυνητὰς, ἵνα πληρωθῇ τὰ πάντα δόξης Θεοῦ, ἐπεὶ καὶ Θεοῦ· καὶ διὰ τοῦτο κτίζεται ἄνθρωπος, χειρὶ Θεοῦ τιμηθεὶς καὶ εἰκόνι. Τοῦτον δὲ φθόνῳ διαβόλου, καὶ πικρᾷ γεύσει τῆς ἁμαρτίας, Θεοῦ τοῦ πεποιηκότος ἐλεεινῶς χωριζόμενον παριδεῖν, οὐ Θεοῦ. Τί γίνεται; καὶ τί τὸ μέγα περὶ ἡμᾶς μυστήριον; Καινοτομοῦνται φύσεις, καὶ Θεὸς ἄνθρωπος γίνεται· καὶ ὁ ἐπιβεβηκὼς ἐπὶ τὸν οὐρανὸν τοῦ οὐρανοῦ κατὰ ἀνατολὰς τῆς ἰδίας δόξης τε καὶ λαμπρότητος, ἐπὶ δυσμῶν δοξάζεται τῆς ἡμετέρας εὐτελείας καὶ ταπεινότητος, καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ δέχεται καὶ υἱὸς ἀνθρώπου γενέσθαι τε καὶ κληθῆναι· οὐχ ὃ ἦν μεταβαλὼν (ἄτρεπτον γὰρ), ἀλλ' ὃ οὐκ ἦν προσλαβὼν (φιλάνθρωπος γὰρ), ἵνα χωρηθῇ ὁ ἀχώρητος, διὰ μέσης σαρκὸς, ὁμιλήσας ἡμῖν, ὡς παραπετάσματος· ἐπειδὴ καθαρὰν αὐτοῦ τὴν θεότητα φέρειν, οὐ τῆς ἐν γενέσει καὶ φθορᾷ φύσεως. ∆ιὰ τοῦτο τὰ ἄμικτα μίγνυται· οὐ γενέσει μόνον Θεὸς, οὐδὲ σαρκὶ νοῦς, οὐδὲ χρόνῳ τὸ ἄχρονον, οὐδὲ μέτρῳ τὸ ἀπερίγραπτον· ἀλλὰ καὶ παρθενίᾳ γέννησις, καὶ ἀτιμίᾳ τῷ καὶ τιμῆς ἁπάσης ὑψηλοτέρῳ, καὶ πάθει τὸ ἀπαθὲς, καὶ τῷ φθαρτῷ τὸ ἀθάνατον. Ἐπειδὴ γὰρ ᾤετο ἀήττητος εἶναι τῆς κακίας ὁ σοφιστὴς, θεότητος ἐλπίδι δελεάσας ἡμᾶς, σαρκὸς προβλήματι δελεάζεται· ἵν' ὡς τῷ Ἀδὰμ προσβαλὼν, τῷ Θεῷ περιπέσῃ, καὶ οὕτως ὁ νέος Ἀδὰμ τὸν παλαιὸν ἀνασώσηται, καὶ λυθῇ τὸ κατάκριμα τῆς σαρκὸς, σαρκὶ τοῦ θανάτου θανατωθέντος.

Ι∆ʹ. Τῇ μὲν οὖν γεννήσει τὰ εἰκότα προεορτάσαμεν, ἐγώ τε ὁ τῆς ἑορτῆς ἔξαρχος, καὶ ὑμεῖς, καὶ πᾶν ὅσον ἐγκόσμιον τε καὶ ὑπερκόσμιον. Μετὰ ἀστέρος ἐδράμομεν, καὶ μετὰ Μάγων προσεκυνήσαμεν, μετὰ ποιμένων περιελλάμφθημεν, καὶ μετὰ ἀγγέλων ἐδοξάσαμεν, μετὰ Συμεὼν ἐνηγκαλισάμεθα, καὶ μετὰ Ἄννης ἀνθωμολογησάμεθα, τῆς γεραιᾶς καὶ σώφρονος· καὶ χάρις τῷ εἰς τὰ ἴδια ἐλθόντι ἀλλοτρίως, ὅτι τὸν ξένον ἐδόξασεν. Νυνὶ δὲ πρᾶξις ἄλλη Χριστοῦ, καὶ ἄλλο μυστήριον. Οὐ δύναμαι κατέχειν τὴν ἡδονὴν, ἔνθεος γίνομαι, μικροῦ καὶ, ὡς Ἰωάννης, εὐαγγελίζομαι, εἰ καὶ μὴ πρόδρομος, ἀλλ' ἀπὸ τῆς ἐρημίας. Χριστὸς φωτίζεται, συναναστράψωμεν· Χριστὸς βαπτίζεται, συγκατέλθωμεν, ἵνα καὶ συνανέλθωμεν. Βαπτίζεται Ἰησοῦς· τοῦτο μόνον; ἢ καὶ τὰ ἄλλα τηρεῖν ἐπιμελῶς ἀναγκαῖον; Τίς ὤν; καὶ παρὰ τίνος; καὶ κατὰ πηνίκα; Ὁ καθαρὸς, καὶ παρὰ Ἰωάννου, καὶ τῶν σημείων ἀρχόμενος; Ἵνα τί μάθωμεν, καὶ τί παιδευθῶμεν; Προκαθαίρεσθαι, καὶ ταπεινοφρονεῖν, καὶ κηρύσσειν ἐν τελειότητι, καὶ τῆς πνευματικῆς, καὶ τῆς σωματικῆς ἡλικίας. Ἐκεῖνο πρὸς τοὺς τὸ βάπτισμα σχεδιάζοντας, καὶ μὴ προευτρεπιζομένους, μηδὲ τὸ ἀσφαλὲς τῇ λυτρώσει χαριζομένους, διὰ τῆς εἰς τὸ καλὸν ἕξεως. Καὶ γὰρ εἰ ἄφεσιν ἔχει τῶν παρελθόντων τὸ χάρισμα (χάρισμα γὰρ), ἀλλὰ τότε μᾶλλον εὐλαβείας ἄξιον, μὴ πρὸς τὸν αὐτὸν ἔμετον ἐπανέλθωμεν. Τοῦτο πρὸς τοὺς ἐπαιρομένους κατὰ τῶν οἰκονόμων τοῦ μυστηρίου, ἂν ἀξίᾳ τινὶ προέχωσιν. Τὸ τρίτον πρὸς τοὺς θαῤῥοῦντας νεότητι, καὶ πάντα καιρὸν οἰομένους εἶναι διδασκαλίας, ἢ προεδρίας. Ἰησοῦς καθαίρεται· καὶ σὺ καταφρονεῖς τῆς καθάρσεως; Ὑπὸ Ἰωάννου· καὶ σὺ κατεξανίστασαι τοῦ σοῦ κήρυκος; Τριακονταέτης ὤν· καὶ σὺ πρὸ τῆς γενειάδος διδάσκεις τοὺς γέροντας, ἢ τὸ διδάσκειν πιστεύεις, οὔτε παρὰ τῆς ἡλικίας, οὔτε παρὰ τοῦ τρόπου τυχὸν ἔχων τὸ αἰδέσιμον; Εἶτα ὁ ∆ανιὴλ ἐνταῦθα, καὶ ὁ δεῖνα, νέοι κριταὶ, καὶ τὰ παραδείγματα ἐπὶ γλώσσης. Πᾶς γὰρ ἀδικῶν εἰς ἀπολογίαν ἕτοιμος. Ἀλλ' οὐ νόμος Ἐκκλησίας, τὸ σπάνιον· εἴπερ μηδὲ μία χελιδὼν ἔαρ ποιεῖ, μηδὲ γραμμὴ μία τὸν γεωμέτρην, ἢ πλοῦς εἷς τὸν θαλάττιον.

ΙΕʹ. Πλὴν Ἰωάννης βαπτίζει, πρόσεισιν Ἰησοῦς· ἁγιάσων τυχὸν μὲν καὶ τὸν βαπτιστήν· τὸ δὲ πρόδηλον, πάντα τὸν παλαιὸν Ἀδὰμ, ἵν' ἐνθάψῃ τῷ ὕδατι· πρὸ δὲ τούτων καὶ διὰ τούτους, τὸν Ἰορδάνην· ὥσπερ ἦν πνεῦμα καὶ σὰρξ, οὕτω Πνεύματι τελειῶν καὶ ὕδατι. Οὐ δέχεται ὁ Βαπτιστής· ὁ Ἰησοῦς ἀγωνίζεται· Ἐγὼ χρείαν ἔχω ὑπὸ σοῦ βαπτισθῆναι, ὁ λύχνος τῷ Ἡλίῳ φησὶν, ἡ φωνὴ τῷ Λόγῳ, ὁ φίλος τῷ Νυμφίῳ, ὁ ἐν γεννητοῖς γυναικῶν ὑπὲρ ἅπαντας, τῷ Πρωτοτόκῳ πάσης κτίσεως, ὁ προσκιρτήσας ἀπὸ γαστρὸς, τῷ ἐν γαστρὶ προσκυνηθέντι, ὁ προδραμὼν καὶ προδραμούμενος, τῷ φανέντι καὶ φανησομένῳ. Ἐγὼ χρείαν ἔχω ὑπὸ σοῦ βαπτισθῆναι· πρόσθες καὶ τὸ, ὑπὲρ σοῦ. Ἤδει γὰρ τῷ μαρτυρίῳ βαπτισθησόμενος· ἢ, ὡς Πέτρος, μὴ τοὺς πόδας μόνον καθαρθησόμενος. Καὶ σὺ ἔρχῃ πρὸς μέ; Καὶ τοῦτο προφητικόν. Ἤδει γὰρ ὡς μετὰ Ἡρώδην, Πιλᾶτον μανησόμενον, οὕτως αὐτῷ προαπελθόντι Χριστὸν ἑψόμενον. Τί δὲ Ἰησοῦς; Ἄφες ἄρτι· τοῦτο γὰρ ἡ οἰκονομία. Ἤδει γὰρ μετ' ὀλίγον, αὐ τὸς βαπτίσων τὸν Βαπτιστήν. Τί δὲ τὸ πτύον; Ἡ κάθαρσις. Τί δὲ τὸ πῦρ; Ἡ τοῦ κούφου δαπάνη, καὶ ἡ ζέσις τοῦ Πνεύματος. Τί δὲ ἡ ἀξίνη; Τῆς ἀθεραπεύτου ψυχῆς ἡ ἐκτομὴ, καὶ μετὰ τὴν κόπρον. Τί δὲ ἡ μάχαιρα; Ἡ τομὴ τοῦ Λόγου, ἡ διαιροῦσα τὸ χεῖρον ἀπὸ τοῦ κρείττονος, καὶ διχοτομοῦσα τὸν πιστὸν καὶ τὸν ἄπιστον, καὶ ἐπεγείρουσα τὸν υἱὸν, καὶ τὴν θυγατέρα, καὶ τὴν νύμφην, τῷ πατρὶ, καὶ τῇ μητρὶ, καὶ τῇ πενθερᾷ, τὰ νέα καὶ πρόσφατα, τοῖς παλαιοῖς καὶ σκιώδεσι. Τί δὲ ὁ σφαιρωτὴρ τοῦ ὑποδήματος, ὃν οὐ λύεις ὁ βαπτίζων Ἰησοῦν, ὁ τῆς ἐρημίας καὶ ἄτροφος, ὁ νέος Ἡλίας, ὁ προφήτου περισσότερος, ὅσῳ καὶ τὸν προφητευόμενον εἶδες, ὁ Παλαιᾶς καὶ Νέας μεσίτης; Τί τοῦτο; Τυχὸν ὁ τῆς ἐπιδημίας λόγος, καὶ τῆς σαρκὸς, οὗ μηδὲ τὸ ἀκρότατον εὐδιάλυτον, μὴ ὅτι τοῖς σαρκικοῖς ἔτι, καὶ νηπίοις ἐν Χριστῷ, ἀλλ' οὐδὲ τοῖς κατὰ Ἰωάννην τῷ Πνεύματι.

Theof 3Ιςʹ. Ἀλλὰ καὶ ἄνεισιν Ἰησοῦς ἐκ τοῦ ὕδατος. Συναναφέρει γὰρ ἑαυτῷ τὸν κόσμον, καὶ ὁρᾷ σχιζομένους τοὺς οὐρανοὺς, οὓς ὁ Ἀδὰμ ἔκλεισεν ἑαυτῷ τε καὶ τοῖς μετ' αὐτὸν, ὥσπερ καὶ τῇ φλογίνῃ ῥομφαίᾳ τὸν παράδεισον. Καὶ τὸ Πνεῦμα μαρτυρεῖ τὴν θεότητα· τῷ γὰρ ὁμοίῳ προστρέχει· καὶ ἡ ἐξ οὐρανῶν φωνή· ἐκεῖθεν γὰρ ὁ μαρτυρούμενος· καὶ ὡς περιστερὰ, τιμᾷ γὰρ τὸ σῶμα, ἐπεὶ καὶ τοῦτο τῇ θεώσει Θεὸς, σωματικῶς ὁρωμένη. Καὶ ἅμα πόῤῥωθεν εἴθισται περιστερὰ κατακλυσμοῦ λύσιν εὐαγγελίζεσθαι. Εἰ δὲ ὄγκοις καὶ σταθμοῖς κρίνεις θεότητα, καὶ διὰ τοῦτο μικρόν σοι τὸ Πνεῦμα, ὅτι ἐν εἴδει περιστερᾶς, ὦ μικρόλογε περὶ τὰ μέγιστα, ὥρα σοι καὶ βασιλείαν οὐρανῶν ἀτιμάζειν, ὅτι κόκκῳ σινάπεως ἀπεικάζεται· καὶ τῆς Ἰησοῦ μεγαλειότητος ὑπεραίρειν τὸν ἀντικείμενον, ὅτι ὁ μὲν ὄρος μέγα καλεῖται, καὶ λευϊαθὰν, καὶ βασιλεὺς τῶν ἐν τοῖς ὕδασιν· ὁ δὲ ἀμνὸς, καὶ μαργαρίτης, καὶ σταγὼν, καὶ τὰ τοιαῦτα προσαγορεύεται.

ΙΖʹ. Ἐπεὶ δὲ βαπτίσματος ἡ πανήγυρις, καὶ δεῖ μικρόν τι προσκακοπαθῆσαι τῷ δι' ἡμᾶς μορφωθέντι, καὶ βαπτισθέντι, καὶ σταυρωθέντι, φέρε, τὶ περὶ διαφορᾶς βαπτισμάτων φιλοσοφήσωμεν, ἵν' ἀπέλθωμεν ἐντεῦθεν κεκαθαρμένοι. Ἐβάπτισε Μωϋσῆς, ἀλλ' ἐν ὕδατι· καὶ πρὸ τούτου, ἐν νεφέλῃ καὶ ἐν θαλάσσῃ. Τυπικῶς δὲ τοῦτο ἦν, ὡς καὶ Παύλῳ δοκεῖ· ἡ θάλασσα, τοῦ ὕδατος· ἡ νεφέλη, τοῦ Πνεύματος· τὸ μάννα, τοῦ τῆς ζωῆς ἄρτου· τὸ πόμα, τοῦ θείου πόματος. Ἐβάπτισε καὶ Ἰωάννης, οὐκ ἔτι μὲν Ἰουδαϊκῶς· οὐ γὰρ ἐν ὕδατι μόνον, ἀλλὰ καὶ εἰς μετάνοιαν· οὔπω δὲ ὅλον πνευματικῶς· οὐ γὰρ προστίθησι τὸ, ἐν Πνεύματι. Βαπτίζει καὶ Ἰησοῦς, ἀλλ' ἐν Πνεύματι. Τοῦτο ἡ τελειότης. Καὶ πῶς οὐ Θεὸς, ἵνα τι παραθαῤῥήσω μικρὸν, ἐξ οὗ καὶ σὺ γίνῃ Θεός; Οἶδα καὶ τέταρτον βάπτισμα, τὸ διὰ μαρτυρίου καὶ αἵματος, ὃ καὶ αὐτὸς Χριστὸς ἐβαπτίσατο, καὶ πολύ γε τῶν ἄλλων αἰδεσιμώτερον, ὅσῳ δευτέροις ῥύποις οὐ μολύνεται. Οἶδα καὶ πέμπτον ἔτι, τὸ τῶν δακρύων· ἀλλ' ἐπιπονώτερον, ὡς ὁ λούων καθ' ἑκάστην νύκτα τὴν κλίνην αὐτοῦ καὶ τὴν στρωμνὴν τοῖς δάκρυσιν, ᾧ τῆς κακίας προσώζεσαν καὶ οἱ μώλωπες· ὃς πενθῶν καὶ σκυθρωπάζων πορεύεται, καὶ ὃς μιμεῖται τὴν ἐπιστροφὴν Μανασσῆ, καὶ τὴν τῶν Νινευϊτῶν ἠλεημένην ταπείνωσιν· ὃς φθέγγεται τὰς τοῦ τελώνου φωνὰς ἐν τῷ ἱερῷ, καὶ δικαιοῦται παρὰ τὸν μεγάλαυχον Φαρισαῖον· ὃς συγκύπτει κατὰ τὴν Χαναναίαν, καὶ ζητεῖ φιλανθρωπίαν, καὶ ψίχας, κυνὸς τροφὴν ἄγαν λιμώττοντος.

ΙΗʹ. Ἐγὼ μὲν οὖν (ἄνθρωπος εἶναι γὰρ ὁμολογῶ, ζῶον τρεπτὸν καὶ ῥευστῆς φύσεως), καὶ δέχομαι τοῦτο προθύμως, καὶ προσκυνῶ τὸν δεδωκότα, καὶ τοῖς ἄλλοις μεταδίδωμι, καὶ προεισφέρω τοῦ ἐλέου τὸν ἔλεον. Οἶδα γὰρ καὶ αὐτὸς ἀσθένειαν περικείμενος, καὶ ὡς ἂν μετρήσω, μετρηθησόμενος. Σὺ δὲ τί λέγεις, τί νομοθετεῖς, ὦ νέε Φαρισαῖε, καὶ καθαρὲ τὴν προσηγορίαν, οὐ τὴν προαίρεσιν, καὶ φυσῶν ἡμῖν τὰ Ναυάτου μετὰ τῆς αὐτῆς ἀσθενείας; Οὐ δέχῃ μετάνοιαν; οὐ δίδως ὀδυρμοῖς χώραν; οὐ δακρύεις δάκρυον; Μὴ σύ γε τοιούτου κριτοῦ τύχοις. Οὐκ αἰδῇ τὸ Ἰησοῦ φιλάνθρωπον, τοῦ τὰς ἀσθενείας ἡμῶν λαβόντος, καὶ τὰς νόσους βαστάσαντος, τοῦ μὴ δικαίοις ἐλθόντος, ἀλλ' ἁμαρτωλοῖς εἰς μετάνοιαν, τοῦ ἔλεον θέλοντος μᾶλλον ἢ θυσίαν, τοῦ ἑβδομηκοντάκις ἑπτὰ συγχωροῦντος τὰ ἁμαρτήματα; Ὡς μακάριόν σου τὸ ὑψηλὸν, εἰ καθαρότης ἦν, ἀλλὰ μὴ τῦφος, νομοθετῶν ὑπὲρ ἄνθρωπον, καὶ λύων τῇ ἀπογνώσει τὴν ἐπανόρθωσιν. Ὁμοίως γάρ ἐστι κακὸν, καὶ ἄνεσις ἀσωφρόνιστος, καὶ κατάγνωσις ἀσυγχώρητος· ἡ μὲν ὅλην ἐφιεῖσα τὴν ἡνίαν, ἡ δὲ τῷ σφοδρῷ κατάγχουσα. ∆εῖξόν μοι τὴν καθαρότητα, καὶ δέχομαί σου τὴν θρασύτητα. Νῦν δὲ δέδοικα, μὴ βρύων ἕλκεσιν, εἰσάγῃς τὸ ἀνιάτρευτον. Οὐδὲ τὸν ∆αβὶδ δέχῃ μετανοοῦντα, ᾧ καὶ τὸ προφητικὸν χάρισμα ἡ μετάνοια συνετήρησεν; Οὐδὲ Πέτρον τὸν μέγαν παθόντα τι ἀνθρώπινον περὶ τὸ σωτήριον πάθος; Ἰησοῦς δὲ ἐδέξατο, καὶ τῷ τρισσῷ τῆς ἐρωτήσεως καὶ τῆς ὁμολογίας, τὸ τρισσὸν τῆς ἀρνήσεως ἐθεράπευσεν. Ἢ οὐδὲ τελειωθέντα δέχῃ δι' αἵματος; Ἔστι γὰρ καὶ τοῦτο τῆς σῆς ἀπονοίας. Οὐδὲ τὸν ἐν Κορίνθῳ παρανομήσαντα; Παῦλος δὲ καὶ ἀγάπην ἐκύρωσεν, ἐπειδὴ τὴν διόρθωσιν εἶδε· καὶ τὸ αἴτιον· Ἵνα μὴ τῇ περισσοτέρᾳ λύπῃ καταποθῇ ὁ τοιοῦτος, βαρηθεὶς τῇ ἀμετρίᾳ τῆς ἐπιπλήξεως. Οὐδὲ τὰς νέας γαμίζεις χήρας, διὰ τὸ τῆς ἡλικίας εὐάλωτον; Παῦλος δὲ τοῦτο ἐτόλμησεν, οὗ σὺ δηλαδὴ διδάσκαλος, ὡς ἐπὶ τέταρτον οὐρανὸν φθάσας, καὶ ἄλλον παράδεισον, καὶ ἀποῤῥητοτέρων ἀκούσας ῥημάτων, καὶ μείζονα κύκλον τῷ Εὐαγγελίῳ περιλαβών.

ΙΘʹ. Ἀλλ' οὐ μετὰ τὸ βάπτισμα ταῦτα. Τίς ἡ ἀπόδειξις; ἢ δεῖξον, ἢ μὴ κατάκρινε. Εἰ δὲ ἀμφίβολον, νικάτω τὸ φιλάνθρωπον. Ἀλλὰ Ναυάτος, φησὶν, οὐκ ἐδέξατο τοὺς ἐν τῷ διωγμῷ παραπεσόντας. Τί τοῦτο; Εἰ μὲν οὐ μεταγνόντας, δικαίως· οὐδὲ ἐγὼ δέχομαι τοὺς, ἢ μὴ καμπτομένους, ἢ μὴ ἀξίως, μηδὲ ἀντισηκοῦντας τῷ κακῷ τὴν διόρθωσιν· καὶ ὅταν δέξωμαι, τὴν προσήκουσαν αὐτοῖς ἀπονέμω χώραν. Εἰ δὲ τοὺς ἐκτακέντας τοῖς δάκρυσιν, οὐ μιμήσομαι. Καὶ τίς μοι νόμος ἡ Ναυάτου μισανθρωπία, ὃς πλεονεξίαν μὲν οὐκ ἐκόλασε, τὴν δευτέραν εἰδωλολατρείαν· πορνείαν δὲ οὕτω πικρῶς κατεδίκασεν, ὡς ἄσαρκος καὶ ἀσώματος; Τί φατε; Πείθομεν ὑμᾶς τοῖς λόγοις τούτοις; ∆εῦρο, στῆτε μεθ' ἡμῶν τῶν ἀνθρώπων. Μεγαλύνωμεν ἅμα τὸν Κύριον. Μή τις ὑμῶν εἰπεῖν τολμήσῃ, μηδὲ εἰ λίαν ἑαυτῷ τεθάῤῥηκε· Μή μου ἅπτου, καθαρὸς γάρ εἰμι, καὶ τίς οὕτως ὥσπερ ἐγώ; μετάδοτε καὶ ἡμῖν τῆς λαμπρότητος. Ἀλλ' οὐ πείθομεν; καὶ ὑπὲρ ὑμῶν δακρύσομεν. Οὗτοι μὲν οὖν, εἰ μὲν βούλοιντο, τὴν ἡμετέραν ὁδὸν καὶ Χριστοῦ, εἰ δὲ μὴ, τὴν ἑαυτῶν πορευέσθωσαν. Τυχὸν ἐκεῖ τῷ πυρὶ βαπτισθήσονται, τῷ τελευταίῳ βαπτίσματι, τῷ ἐπιπονωτέρῳ τε καὶ μακροτέρῳ, ὃ ἐσθίει ὡς χόρτον τὴν ὕλην, καὶ δαπανᾷ πάσης κακίας κουφότητα.

Κʹ. Ἡμεῖς δὲ τιμήσωμεν τὸ Χριστοῦ βάπτισμα σήμερον, καὶ καλῶς ἑορτάσωμεν, μὴ γαστρὶ τρυφῶντες, ἀλλὰ πνευματικῶς εὐφραινόμενοι. Τρυφήσωμεν δὲ πῶς; Λούσασθε, καθαροὶ γίνεσθε. Εἰ μὲν φοινικικοὶ τὴν ἁμαρτίαν ἐστὲ, καὶ ἧττον αἱματώδεις, λευκάνθητε ὡς χιών· εἰ δὲ κόκκινοι καὶ ἄνδρες αἱμάτων τέλειοι, κἂν εἰς ἐρίου λευκότητα φθάσατε. Πάντως δὲ καθάρθητε καὶ καθαίρεσθε. Ὡς οὐδενὶ τοσοῦτον χαίρει Θεὸς, ὅσον ἀνθρώπου διορθώσει καὶ σωτηρίᾳ, ὑπὲρ οὗ λόγος ἅπας καὶ ἅπαν μυστήριον· ἵνα γένησθε ὡς φωστῆρες ἐν κόσμῳ, ζωτικὴ τοῖς ἄλλοις ἀνθρώποις δύναμις, ἵνα φῶτα τέλεια τῷ μεγάλῳ φωτὶ παραστάντες, καὶ τὴν ἐκεῖσε μυηθῆτε φωταγωγίαν, ἐλλαμπόμενοι τῇ Τριάδι καθαρώτερον καὶ τρανότερον, ἧς νῦν μετρίως ὑποδέδεχθε τὴν μίαν αὐγὴν ἐκ μιᾶς τῆς θεότητος, ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν, ᾧ ἡ δόξα, καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.


Πηγή: www.orthodoxfathers.com


Λόγος στήν Κυριακὴ τῶν Φώτων
(Ἁγ. Λουκᾶ τοῦ Ἱατροῦ)

ag.loukas krimaiasΤὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα τῶν Θεοφανίων περιέχει ἕναν λόγο τοῦ Χριστοῦ μεγάλης σπουδαιότητας. Σ’ αὐτὸν τώρα θέλω λίγο νά στρέψω τὴν προσοχὴ σας.

Τοῦ μεγάλου αὐτοῦ γεγονότος τῆς Θεοφάνειας τοῦ Κυρίου προηγεῖται κήρυγμα στίς ὄχθες τοῦ Ἰορδάνη ποταμοῦ, τοῦ Ἰωάννου, τοῦ Προδρόμου τοῦ Κυρίου, τοῦ μείζονος μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων πού γέννησαν ποτέ οἱ γυναῖκες. Τὸ φλογερὸ του κήρυγμα τῆς μετανοίας γιά τὸ ὁποῖο προετοιμαζόταν εἴκοσι ὁλόκληρα χρόνια στήν ἔρημο τῆς Ἰουδαίας τραβοῦσε πρὸς αὐτὸν μεγάλο πλῆθος ἀνθρώπων. Ὁ πύρινος λόγος τοῦ κηρύγματός του ἔκαιγε τίς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων τοὺς ὁποίους βάπτιζε στά νερὰ τοῦ Ἰορδάνη καθαρίζοντας τίς ἁμαρτίες τους.

Τὴν μεγάλη ἐκείνη ἡμέρα μὲ πολλὴ ἔκπληξη παρατήρησε ὅτι μεταξὺ τῶν ἄλλων πού ἔρχονται γιά νά βαπτιστοῦν βρίσκεται καὶ Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον μέχρι τότε δέν εἶχε γνωρίσει ἀλλὰ περὶ τοῦ ὁποίου τοῦ εἶχε ἀποκαλυφθεῖ ὅτι θὰ βαπτίζει μὲ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο. Καὶ ἀφοῦ ἔπεσε στά πόδια του, τοῦ εἶπε μὲ δέος: «ἐγὼ χρείαν ἔχω ὑπὸ Σοῦ βαπτισθῆναι, καὶ σὺ ἔρχη πρὸς μέ;» (Μτ. 3, 14).

Ἐμεῖς, ποὺ ἤδη εἴμαστε βαπτισμένοι ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ καὶ πυρί, δέν θὰ μπορούσαμε νά καταλάβουμε γιατὶ ὁ ἀναμάρτητος Υἱὸς τοῦ Θεοῦ πῆγε στό δοῦλο του τὸν Ἰωάννη καὶ ζήτησε νά βαπτιστεῖ ἀπὸ αὐτὸν μὲ τὸ βάπτισμα τῆς μετανοίας γιά νά Τοῦ ἀφεθοῦν οἱ ἁμαρτίες του, τὶς ὁποῖες δέν εἶχε, ἂν ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς δέν μᾶς τὸ ἔλεγε ἀπαντώντας στήν ἐρώτησῃ τοῦ Προδρόμου τὸ ἑξῆς: «ἄφες ἄρτι· οὕτω γὰρ πρέπον ἐστὶν ἡμῖν πληρῶσαι πᾶσαν δικαιοσύνην» (Μτ. 3, 15).

Ὤ, Κύριε μας! Σὲ προσκυνοῦμε ἐσένα καὶ τὸν Πρόδρομό Σου καὶ Σὲ εὐχαριστοῦμε ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μας γιά τὸ ὅτι μας ἔμαθες νά σεβόμαστε καὶ νά τιμᾶμε «πᾶσαν δικαιοσύνην» καὶ νά μισοῦμε τὴν ὁποιαδήποτε ἀδικία, διότι ἐκείνη προέρχεται ἀπὸ τὸν διάβολο. Κάθε δικαιοσύνη, ἄκομα καὶ ἡ πιὸ ἀσήμαντη δίκαιη πράξη, εἶναι εὐλογημένη ἀπὸ τὸν Θεό. Ἔλαβες τὸ βάπτισμα ἀπὸ τὸν Ἰωάννη στόν Ἰορδάνη ποταμὸ γιά τὴν ἄφεση ἁμαρτιῶν διότι ἤθελες νά ἐκπληρώσεις ὅ,τι προβλέπει τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ. Ἡ κατάδυση στά νερὰ τοῦ Ἰορδάνη ἀποτελοῦσε σφράγισμα τῆς μετανοίας γι’ αὐτούς πού ἔρχονταν νά βαπτιστοῦν. Διότι γιά τὴν ὁλόκαρδη μετάνοια, αὐτός πού δεχόταν τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννη, λάμβανε ἀπὸ τὸν Θεὸ τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν του.

Τὸ βάπτισμα ὅμως αὐτὸ δέν ἀνακαίνιζε τὸν ἀνθρωπο καὶ δέν ἦταν γι’ αὐτὸν μία δεύτερη γέννηση, ὅπως αὐτὸ γίνεται στό μεγάλο μυστήριο τοῦ βαπτίσματος, μὲ τὸ ἅγιο Πνεῦμα, μὲ τὸ ὁποῖο βαπτιζόμαστε ἐμεὶς οἱ χριστιανοί. Ἦταν λοιπὸν δίκαιο τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου. Δέν μίλησε ὅμως μόνο γι’ αὐτὴν τὴν δικαιοσύνη, ὁ Σωτῆρας μας στόν Ἰωάννη γιά νά τὸν καθησυχάσει καὶ νά λύσει τὴν ἀπορία του, ἀλλὰ γιά τὴν πᾶσα δικαιοσύνη, δηλαδή γιά τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ. Μὲ τὸν Θεῖο λόγο του ἁγίασε καὶ εὐλόγησε τὴν κάθε ἀλήθεια καὶ συνεπῶς κατέκρινε τὴν ὁποιαδήποτε ἀδικία.

Σκεφτεῖτε, ἀγαπητοί μου, ἄνθρωποι τοῦ ἰδίου μὲ μένα πνεύματος, κοινωνοί τοῦ μικροῦ ποιμνίου τοῦ Χριστοῦ, πόση ἀδικία ὑπάρχει στόν κόσμο! Πόσο μεγάλη ἁμαρτία εἶναι ὁ πόλεμος, ὅταν οἱ λαοί, ἀκόμα καὶ οἱ χριστιανικοὶ λαοί, ἐξοντώνουν ὁ ἔνας τὸν ἄλλον! Ἂν ὁ φόνος ἑνὸς μόνο ἀνθρώπου σὲ πολλοὺς λαοὺς τιμωρεῖται μὲ θάνατο, τότε πῶς ὁ Κύριος θὰ τιμωρήσει αὐτοὺς πού εὐθύνονται γιά τὸ φόνο δεκάδων ἑκατομμυρίων ἀνθρώπων; Ἡ ὁποιαδήποτε ἁμαρτία εἶναι ἀδικία καὶ ὁ πόλεμος εἶναι ἡ ἐσχάτη ἀδικία τὴν ὁποία ὅλοι μας πρέπει νά τὴν μισοῦμε.

Theof 5Μεγάλη ἀδικία ὑπάρχει στά κράτη ἐκεῖνα ὅπου ἡ γῆ, ποὺ δόθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, καὶ ἰδιαίτερα σ’ αὐτούς πού τὴν καλλιεργοῦν, δέν ἀνήκει στόν λαὸ καὶ στό κράτος ἀλλὰ σ’ ἐκείνους τοὺς ἀνθρώπους πού ἔχουν ἐξουσία, ποὺ τοὺς τὴν δίνει τὸ χρῆμα. Καὶ πόση ἀκόμα ἀδικία ὑπάρχει στίς σχέσεις μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, ἀκόμα καὶ μεταξὺ τῶν συγγενῶν καὶ μελῶν τῆς ἴδιας οἰκογένειας. Ἡ ἀδικία αὐτὴ χαροποιεῖ παρὰ πολὺ τὸ διαβολο. Δέν ἦταν ἔτσι τὰ πράγματα στήν ἐποχὴ τῶν ἀποστόλων, μεταξὺ τῶν πρώτων χριστιανῶν. «Τοῦ δὲ πλήθους τῶν πιστευσάντων ἦν ἡ καρδία καὶ ἡ ψυχὴ μία, καὶ οὐδὲ εἷς τι τῶν ὑπαρχόντων αὐτῷ ἔλεγεν ἴδιον εἶναι, ἀλλ᾿ ἦν αὐτοῖς ἅπαντα κοινά. καὶ μεγάλῃ δυνάμει ἀπεδίδουν τὸ μαρτύριον οἱ ἀπόστολοι τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ, χάρις τε μεγάλη ἦν ἐπὶ πάντας αὐτούς. οὐδὲ γὰρ ἐνδεής τις ὑπῆρχεν ἐν αὐτοῖς· ὅσοι γὰρ κτήτορες χωρίων ἢ οἰκιῶν ὑπῆρχον, πωλοῦντες ἔφερον τὰς τιμὰς τῶν πιπρασκομένων καὶ ἐτίθουν παρὰ τοὺς πόδας τῶν ἀποστόλων· διεδίδετο δὲ ἑκάστῳ καθότι ἄν τις χρείαν εἶχεν» (Πράξ. 4, 32-35).

Δέν εἶναι μόνο ὁ λόγος αὐτὸς τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, γιά τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἀποτελεῖ τὸ μεγαλεῖο τῆς σημερινῆς ἑορτῆς. Ἡ Βάπτιση τοῦ Κυρίου μας ἔχει γιά μᾶς ἐπίσης ὕψιστη σημασία διότι ἔχουμε τὴν φανέρωση τῆς Ἁγίας Τριάδος. Τὴν στιγμή πού ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἀνέβαινε ἀπὸ τὸ νερὸ πάνω, ἀπὸ τὸν οὐρανό, ἀκούστηκε ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ Πατέρα πού μαρτυροῦσε γιά τὸν Υἱὸ του λέγοντας: «οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα.» (Μτ. 3, 17). Καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο «ἐν εἴδει περιστερᾶς» κατέβηκε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ πάνω στό κεφάλι τοῦ προαιωνίου Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Ἔχει μεγάλη σημασία αὐτὴ ἡ Θεοφάνεια, ὅπως ἀλλιῶς ὀνομάζεται ἡ ἑορτὴ τῆς Βαπτίσεως τοῦ Κυρίου. Ὁ Ἴδιος, ὁ τρισυπόστατος Θεὸς, φανέρωσε τὴν θεότητα τοῦ Δευτέρου Προσώπου του, τοῦ ἐνσαρκωμένου Λόγου τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς-Πατέρας καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα σὰν νά παρουσίασαν στήν ἀνθρωπότητα τὸν Σωτήρα τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων.

Δέν ἀρκοῦν αὐτὰ σ’ ἐκείνους πού δέν πιστεύουν στόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό; Δέν τοὺς συγκινεῖ ἡ Θεία του διδασκαλία, μὲ τὴν ὁποία δέν μπορεῖ νά συγκριθεῖ καμμία ἀνθρώπινη; Δέν τοὺς ἀρκοῦν τὰ θαύματά του μὲ τὰ ὁποῖα ὁ Χριστὸς ἐπιβεβαίωνε τὸ κήρυγμά του; Δέν τοὺς φτάνει τὸ ὅτι τὸ κήρυγμά του τὸ σφράγισε μὲ τὸ Τίμιο Αἷμα του πάνω στόν φοβερὸ σταυρὸ τοῦ Γολγοθᾶ; Καὶ τὸ ὅτι ἀναστήθηκε τὴν τρίτη ἡμέρα μετὰ τὸ θάνατό του, καί πού γιά σαράντα ἡμέρες, μετὰ τὴν ἀνάστασή του, φανερώθηκε πολλὲς φορὲς στούς μαθητὲς του, καὶ ὁλοκλήρωσε τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου μὲ τὴν ἔνδοξη ἀναλήψή του στούς οὐρανοὺς ἀπὸ τὸ ὅρος τῶν Ἐλαιῶν;

Ὤ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ! Ὤ, Σωτήρα μας, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ! Στά ἔργα τῆς ἀγάπης σου, στά ἀμέτρητα θαύματά σου, πρόσθεσε καὶ ἕνα ἄλλο θαῦμα: ἄγγιξε μὲ τὴν δεξιὰ σου τή λίθινη καρδιά τους καὶ δῶσε σ’ αὐτοὺς «καρδίᾳ σαρκίνῃ». Ἀμήν.


Πηγή: «Λόγοι καὶ Ὁμιλίες», τ. Β΄, ἐκδ. ὈρθόδοξοςΚυψέλη -
www.imaik.gr


Εἰς τὴν Περιτομὴν τοῦ Κυρίου
(† Αρχ. Γεωργίου Καψάνη, Προηγούμενου Ι. Μ. Γρηγορίου Αγίου Όρους)

kapsanisΟι ιεροί ύμνοι που ψάλαμε απόψε μας απεκάλυψαν και το βαθύ θεολογικό νόημα της σημερινής εορτής, της Περιτομής του Κυρίου. Έλεγαν: «ΣΣυγκαταβαίνων ὁ Σωτήρ, τῷ γένει τῶν ἀνθρώπων, κατεδέξατο σπαργάνων περιβολήν· οὐκ ἐβδελύξατο σαρκὸς τὴν περιτομήν», δεν επαισχύνθη ούτε και αυτή την ίδια την περιτομή της σαρκός. Είναι ένα ανεξιχνίαστο μυστήριο αυτό, αυτή η μεγάλη συγκατάβασις, η άκρα ταπείνωσις του Θεανθρώπου Κυρίου μας, ο οποίος κατεδέχθη όλη την ανθρώπινη ζωή να αρχίση, αλλά και αυτούς τους τύπους του Μωσαϊκού Νόμου να εκπληρώση και αυτή την περιτομή να υποστή. Γι’ αυτό ο ιερός υμνωδός εξίσταται βλέπων τον Κύριο, όχι μόνο να περιτυλίγεται με τα σπάργανα του βρέφους, αλλά και αυτή την περιτομή, το κόψιμο δηλαδή της αγίας Του σαρκός, να υπομένη. Και όλα αυτά για την σωτηρία μας.

Ήταν εντολή του Θεού στην Παλαιά Διαθήκη οι Ισραηλίτες να περιτέμνωνται· και αυτό ήταν σημείο της Διαθήκης του Θεού. Ότι αυτός ο οποίος περιετέμνετο ανήκε στον λαό της Διαθήκης, στον λαό που είχε τις υποσχέσεις του Θεού, τις επαγγελίες του Θεού. Ήταν σημείο συμφωνίας μεταξύ του Θεού και των πιστών Ισραηλιτών. Γι’ αυτό δεν εννοείτο Ισραηλίτης πιστός που να μη έχη δεχθή την περιτομή. Αλλά αυτή η περιτομή -η σαρκική περιτομή- ενομοθετήθη από τον Θεό, για να προετοιμάση τον λαό και να τον προσανατολίση προς μία άλλη περιτομή, η οποία θα ήταν και η αληθινή περιτομή, την περιτομή όχι πλέον της σαρκός, αλλά την περιτομή του παλαιού ανθρώπου, την περιτομή των παθών και την ένδυσι με τον νέο άνθρωπο της Χάριτος. Γι’ αυτό λέγουν ο απόστολος Παύλος και οι Πατέρες της Εκκλησίας μας, ότι η περιτομή της Παλαιάς Διαθήκης ήταν το σύμβολο της αληθινής περιτομής, του αγίου Βαπτίσματος.

peritomi XristouΤώρα ο νέος Ισραήλ της Χάριτος πάλι έχει ένα σημείο της Διαθήκης, της Νέας Διαθήκης. Το σημείο της Παλαιάς Διαθήκης ήταν η περιτομή. Το σημείο της Νέας Διαθήκης είναι το άγιο Βάπτισμα. Στην Παλαιά Διαθήκη περιετέμνοντο τα αρσενικά παιδιά. Τώρα και τα θηλυκά παιδιά, όλοι, άνδρες και γυναίκες δέχονται την νέα περιτομή της Χάριτος, το Βάπτισμα της Χάριτος, και γίνονται μέλη του λαού του Θεού, του νέου Ισραήλ, του Ισραήλ της Χάριτος. Και η περιτομή αυτή γίνεται με το άγιο Βάπτισμα, με το οποίο περιτέμνεται, κόβεται, ο παλαιός άνθρωπος και εγκαινίζεται ο νέος άνθρωπος. Τότε στην Παλαιά Διαθήκη είχαν μόνο περιτομή. Τώρα στην Νέα Διαθήκη έχουμε και περιτομή του παλαιού ανθρώπου αλλά έχουμε και εγκαινισμό μέσα στον άνθρωπο του νέου ανθρώπου, του ανθρώπου της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος. Τότε έκοβαν, αλλά δεν ελάμβαναν Πνεύμα Άγιον. Τώρα κόβεται ο παλαιός άνθρωπος, αλλά λαμβάνουμε Πνεύμα Άγιο.

Γι’ αυτό αυτή είναι η αληθινή περιτομή, το άγιο Βάπτισμα της Εκκλησίας. Και αυτό είναι το νέο σημείο της Χάριτος, το σημείο της Καινής Διαθήκης, που έχουν όλοι οι σφραγισμένοι Χριστιανοί. Γι’ αυτό και ο Χριστιανός διά του αγίου Βαπτίσματος σφραγίζεται με τον τύπο του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού, και εμείς οι Χριστιανοί είμεθα, όπως λένε οι ευχές της Εκκλησίας, οι εσφραγισμένοι με «τον τύπο του σημείου του Υιού του ανθρώπου», δηλαδή με τον Τίμιο και Ζωοποιό Σταυρό του Χριστού. Δεν είμαστε σφραγισμένοι με μία περιτομή σαρκική, αλλά είμαστε σφραγισμένοι με ένα σφράγισμα πνευματικό και αιώνιο. Με ένα σφράγισμα το οποίο δεν περνάει με το πέρασμα της σαρκός. Όταν ο Ισραηλίτης πέθαινε και έλιωνε το σώμα του, έλιωνε και το σφράγισμα της περιτομής της Παλαιάς Διαθήκης. Τώρα ο Χριστιανός και να πεθάνη, έχοντας το πνευματικό σφράγισμα της Χάριτος του Θεού και του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού, αυτό το σφράγισμα είναι αιώνιο και ανεξίτηλο επάνω του. Και δεν το χάνει, εκτός εάν ο ίδιος αρνηθή την πίστι και την Ορθοδοξία και πέση στην αθεΐα ή στις άλλες θρησκείες και τις αιρέσεις.

Μας συνοδεύει λοιπόν η νέα περιβολή της Χάριτος της Καινής Διαθήκης, το νέο σημείο του λαού του Θεού. Και αυτό είναι κάτι το οποίο μας γεμίζει με ευγνωμοσύνη προς τον Θεόν, ότι είμεθα όλοι με το δικό Του άγιο σφράγισμα, με το δικό Του ανεξίτηλο πνευματικό σφράγισμα. Δεν είμαστε όπως τα Έθνη, όπως οι εκτός Χριστού ασφράγιστοι, και γι’ αυτό έρμαια των δαιμόνων. Όταν ο διάβολος δη τον ασφράγιστο, εύκολα τον κάνει δικό του. Όταν όμως δη τον εσφραγισμένο με το Όνομα του Ιησού Χριστού και με το άγιο Βάπτισμα, δεν μπορεί να τον κάνη δικό του, παρά μόνον αν αυτός δώση την καρδιά του στον διάβολο. Δεν έχει εξουσία ο διάβολος ούτε ο αντίχριστος εις τους εσφραγισμένους εν τω ονόματι του Ιησού Χριστού.

Και αυτά όλα τα ζούμε σήμερα, που είναι και η πρώτη του έτους. Και παρακαλούμε τον Κύριο να μας συγχωρήση, πρώτα-πρώτα διότι ως άνθρωποι που είμεθα αμαρτωλοί και αδύνατοι πολλές φορές τον πικράναμε στην ζωή μας αλλά και στον χρόνο που πέρασε. Και δεν είναι μόνον οι μεγάλες αμαρτίες, με τις οποίες πικραίνουμε τον Άγιο Θεό, τον Πλάστη μας και Δημιουργό μας και Κύριό μας. Σκεφτόμουν σήμερα που λειτουργούσα και το εξής: Κάθε φορά που ο νους μας φεύγει από τον Θεό, δεν πικραίνουμε τον Θεό; Γιατί μας έπλασε ο Θεός; Μας έπλασε για να είμεθα ενωμένοι μαζί Του. Για να είμεθα σε συνεχή κοινωνία μαζί Του. Και όταν εμείς αφήνουμε τον νου μας να περισπάται εδώ και εκεί, ακόμη και σε καλά πράγματα αλλά πράγματα που δεν είναι ο Θεός, ο Θεός δεν πικραίνεται; Όταν μας βλέπη ότι εμείς δεν έχουμε τον πόθο να είμαστε πάντοτε ενωμένοι μαζί Του; Και για όλους τους Χριστιανούς, αλλά και για μας τους Μοναχούς που αναζητούμε την τελειότητα, που αναζητούμε την τελεία ευαρέστησι του Θεού, να ευαρεστήσουμε τελείως τον Θεό, δεν είναι ένας πόνος στην ψυχή μας, ότι πέρασε πολύς χρόνος της ζωής μας -και αυτός ο χρόνος που πέρασε- χωρίς να έχουμε συνεχή την μνήμη του Θεού;

PeritomiKyriou01Και γι’ αυτό θερμή ανεβαίνει η ικεσία μας προς τον Κύριο: Πρώτα-πρώτα να συγχωρήση τις αμαρτίες μας όλες. Και δεύτερον να μας δώση την Χάρι Του, την ευλογία Του, τον φωτισμό Του και την δική Του θεία δύναμι, ώστε με τον νέο χρόνο να αγωνιστούμε να μη τον πικράνουμε σε τίποτα ή τουλάχιστον να τον πικράνουμε πολύ λιγώτερο απ’ ό,τι τον πικράναμε στον χρόνο που πέρασε. Και μακάρι να μας αξιώση η αγαθότης Του και η αγάπη Του όχι μόνον να μη τον πικράνουμε, αλλά και να τον ευαρεστήσουμε, και να είναι τέτοια η ζωή μας και ο αγώνας μας και η προσευχή μας και η άσκησίς μας και η υπακοή μας και η συμμετοχή μας στα άχραντα Μυστήρια και η παρακολούθησις των ιερών Ακολουθιών, ώστε να ευαρεστούμε τον Κύριο και Θεό μας. Και όταν θα περάση αυτός ο χρόνος, αν θέλη ο Θεός και ζήσουμε και φθάσουμε στο επόμενο έτος, να ανασκοπούμε τον χρόνο που πέρασε και να μπορούμε να πούμε· “σε ευχαριστούμε Κύριε, διότι με την δική σου Χάρι λιγώτερες φορές σε πικράναμε εφέτος απ’ ό,τι πέρυσι”.

Αυτή είναι η ταπεινή μου ευχή σε όλους τους αδελφούς και στους αγαπητούς μας Χριστιανούς αδελφούς, οι οποίοι είναι φίλοι μας και αδελφοί μας και συνεργάτες μας, αλλά και σε όλους τους πατέρες της Μονής, να μας αξιώση ο Κύριος εφέτος να μη τον πικράνουμε. Μόνο να τον ευαρεστήσουμε. Και ακόμη, αυτή είναι και η ευχή μου για το Έθνος μας, το Ελληνικό και Ορθόδοξο Έθνος: Να φωτίση ο Κύριος όλους τους άρχοντας του Έθνους, τους κληρικούς και λαϊκούς, στον χρόνο που έρχεται να μη τον πικράνουμε, όπως τον πικράναμε τον προηγούμενο χρόνο, όχι μόνο με πολλές αμαρτίες -ενεργητικές αμαρτίες- αλλά και με νομοσχέδια, τα οποία ήσαν όλως αντίθετα με το άγιο θέλημα του Κυρίου, όπως το νομοσχέδιο της νομιμοποιήσεως των αμβλώσεων, το οποίο δυστυχώς εξακολουθεί ακόμη να υφίσταται, και όσο υφίσταται, είναι μία αιτία μεγάλης πικρίας του Αγίου Θεού προς τον λαό μας, από τον οποίο ο Κύριος άλλα ζητεί και άλλα περιμένει.

Εύχομαι σε όλους τους πατέρες της Μονής πλουσίαν την ευλογίαν του Κυρίου, και σε όλους τους λαϊκούς αδελφούς έτη πολλά προς δόξαν Θεού, εν μετανοία, εν αγιασμώ και εν προετοιμασία για την έξοδον εκ του κόσμου τούτου, η οποία είθε να μας βρη όλους στην καλύτερη ώρα της ζωής μας.


Πηγή: www.alopsis.gr
[Από το βιβλίο του Αρχιμανδρίτου Γεωργίου Καψάνη, Προηγουμένου Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου «Ομιλίες σε ακίνητες Δεσποτικές και Θεομητορικές εορτές (των ετών 1981-1991) Α’, Έκδοσις Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, 2015]


to mandri2
     


                         
 Καρυοφυλλιά Καραμπέτη    Μαρία Ναυπλιώτου
     
 
 Άρης Σερβετάλης    Νίκος Κουρής
     
   
Για να το δείτε πατήστε εδώ

Εἰς τὴν Γέννησιν τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ
(Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης)

ag. nikodhmosΣκέψου, ἀγαπητέ μου, ὅτι ὅπως εἶναι συναρμολογημένος ἀπ’ ὅλα τὰ κτίσματα αὐτὸς ὁ αἰσθητὸς ἀπέραντος κόσμος, ἔτσι ἀκόμη εἶναι καμωμένος ἕνας ἄλλος κόσμος νοητὸς ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ ἁμαρτωλούς, τοῦ ὁποίου τὰ στοιχεῖα εἶναι οἱ τρεῖς διεστραμμένοι ἔρωτες, ποὺ ἀναφέρει ὁ Θεολόγος Ἰωάννης: δηλ. α) ὁ ἔρωτας τῶν ἡδονῶν, β) ὁ ἔρωτας τοῦ πλούτου καὶ γ) ὁ ἔρωτας τῆς δόξας. “Πᾶν ἐν τῷ κόσμῳ ἡ ἐπιθυμία τῆς σαρκὸς καὶ ἡ ἐπιθυμία τῶν ὀφθαλμῶν καὶ ἡ ἀλαζονεία τοῦ βίου” (Α’ Ἰω. 2, 16)1.

Αὐτὸς ὁ πονηρὸς κόσμος ποὺ ἀντίκειται στὸ σκοπὸ τοῦ Θεοῦ καὶ ἐξουσιάζεται ἀπὸ τὸν ἑωσφόρο (ὁ ὁποῖος γι’ αὐτὸ καὶ ὀνομάζεται κοσμοκράτορας) εἶναι ἐκεῖνος ὁ μεγάλος ἐχθρός, τὸν ὁποῖο ὁ σαρκωθείς Λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρός, ἀφοῦ γεννήθηκε στὴ γῆ, ἦρθε γιὰ νὰ πολεμήσει πρῶτα μὲ τὸ παράδειγμά του τὸ σιωπηλό, καὶ μετά, στὸν κατάλληλο καιρό, μὲ τὸν λόγο καὶ τὴ διδασκαλία του.

Συλλογίσου λοιπὸν πῶς πρῶτα πολεμάει μὲ τὴν φτώχεια του τὸν ἄτακτο ἔρωτα τοῦ πλούτου. Ὁ κοσμικὸς ἄνθρωπος νομίζει πὼς κάθε καλὸ τὸ βρίσκει στὰ πρόσκαιρα ἀγαθά. γι’ αὐτὸ γιὰ νὰ τ’ ἀποτυπώσει ἢ γιὰ νὰ μὴ τὰ χάσει ξοδεύει σχεδὸν ὅλο τὸν καιρό, ποὺ τοῦ ἔδωσε ὅμως ὁ Θεὸς γιὰ νὰ κερδίσει τὰ αἰώνια ἀγαθά.

1. Μὲ τὴ φτώχεια γιατρεύει τὸν ἔρωτα τοῦ πλούτου.

Καὶ ἰδοὺ ποὺ ὁ προαιώνιος Λόγος καὶ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρὸς κατεβαίνει ἀπὸ τὸν οὐρανὸ γιὰ νὰ μᾶς λυτρώσει ἀπ’ αὐτὴ τὴν πλάνη καὶ νὰ ξερριζώσει ἀπὸ τὶς καρδιές μας τὴν καταραμένη ρίζα ὅλων τῶν κακῶν, τὴν φιλαργυρία, ὅπως τὴν χαρακτηρίζει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. “Ρίζα πάντων τῶν κακῶν ἐστὶν ἡ φιλαργυρία” (Α’ Τιμ. 6, 16). Πρόσεξε ὅμως σὲ τί εἴδους ταλαιπωρία κατάντησε ἀπὸ ἀγάπη γιὰ μᾶς Ἐκεῖνος ποὺ διαμοιράζει τὰ πλούτη καὶ τοὺς θησαυροὺς στὴν παροῦσα καὶ στὴ μέλλουσα ζωή. “ἐμὸν γάρ, τὸ ἀργύριον καὶ ἐμὸν τὸ χρυσίον, λέγει Κύριος Παντοκράτωρ” (Ἀγγ. 2, 8). Στοχάσου ποῦ εἶναι τὸ παλάτι ποῦ γεννήθηκε; Ποῦ εἶναι οἱ προετοιμασίες; Ποῦ οἱ μαῖες; Ποῦ τὸ βασιλικὸ στρῶμα; Ποῦ τὰ βρεφικὰ λουσίματα; Ποῦ εἶναι ἡ ἀκολουθία τῶν δούλων; Ποῦ ἡ θαλπωρὴ καὶ ἡ ἀνάπαυση; Ποῦ εἶναι ἡ συμπαράσταση τῶν συγγενῶν καὶ φίλων; Ἔλα μέσα καὶ δὲς τὸ φτωχότατο σπήλαιο ὅπου γεννήθηκε καὶ τὴν εὐτελέστατη φάτνη ὅπου “ἀνεκλίθη”. Σίγουρα ὄχι μόνο δὲν θὰ βρεῖς κανένα περιττό, ἀλλὰ ἀντίθετα θὰ διαπιστώσεις μεγάλη ἔλλειψη ἀπ’ ὅλα τὰ ἀναγκαῖα. γιατί ὁ γλυκύτατός μου Ἰησοῦς γεννιέται σὲ τόπο σχεδὸν ξέσκεπο, τὰ μεσάνυχτα στὴν καρδιὰ τοῦ χειμώνα, μόνος μὲ μόνη τὴν μητέρα του καὶ τὸν θεωρούμενο πατέρα του, χωρὶς σκεπάσματα, χωρὶς ζεστὰ φαγητὰ ποὺ συνηθίζονται στὶς γεννήσεις καὶ τῶν πιὸ φτωχῶν παιδιῶν χωρὶς τὶς ἐλάχιστες ἐκεῖνες ἀνέσεις τοῦ φτωχικοῦ σπιτιοῦ ποὺ εἶχε στὴ Ναζαρέτ.

Καὶ τὸ πιὸ σημαντικὸ εἶναι ὅτι, ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὴ τὴ φτώχεια ποὺ προτίμησε ὁ Ἰησοῦς ἑκουσίως, θέλησε ἀκόμη καὶ ἄλλη περισσότερη πτωχεία σχεδὸν βίαιη καὶ ἀφύσικη: παραγγέλλει ἐκεῖ στὸ σπήλαιο νὰ μὴ τοῦ γίνει καμιὰ ὑποδοχὴ καὶ φιλοξενία ἀπὸ κανένα ἄνθρωπο. Ἤθελε νὰ διαφέρει ἀπὸ τοὺς συμπατριῶτες του ποὺ ἀνέβηκαν στὴν Βηθλεὲμ γιὰ ἀπογραφή. Ὅλοι αὐτοὶ εἶχαν πολλὲς προμήθειες μαζί τους καὶ ξεκουράζονταν φιλοξενούμενοι μέσα στὰ σπίτια καὶ στὰ πανδοχεῖα. “Οὐκ ἦν αὐτοῖς τόπος ἐν τῷ καταλύματι” (Λουκ. 2,7). Ἀλλὰ ἐπειδὴ ὁ κόσμος, ὄχι μόνο βδελύσσεται τὴν φτώχεια καὶ τὴν θεωρεῖ μεγάλη ντροπή, παρακινώντας ἀκόμη τοὺς φτωχοὺς νὰ ὑποκρίνονται καὶ νὰ παριστάνουν τοὺς πλουσίους, γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς δὲν νοιώθει ντροπὴ γιὰ τὴν φτώχειά του, ἀντίθετα κάνει ἐπίδειξη τῆς φτώχειας του. Καὶ ἀπὸ μὲν τοὺς οὐρανοὺς φωνάζει τοὺς Ἀγγέλους, ἀπὸ τοὺς ἀγροὺς δὲ καὶ τὰ χωράφια καλεῖ τοὺς ποιμένες γιὰ νὰ τὸν προσκυνήσουν, ὅταν γεννήθηκε σὲ κείνη τὴν κατάσταση τῆς ἔνδειας καὶ τῆς ἐγκατάλειψης, σὲ κεῖνο τὸ θρόνο μίας εὐτελέστατης φάτνης καὶ σὲ κείνη τὴν αὐλὴ ἑνὸς πενιχρότατου σπηλαίου! “Ὤ πτώχεια ὑπερπλοῦτος! Ὤ συγκατάβασις ὑπερύψιστος!”

Τώρα ἐσὺ πού μελετᾶς αὐτὲς τὶς ἀλήθειες, τί ἔχεις νὰ πεῖς; Ποιὸς ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς δύο νομίζεις πὼς δικαιοῦται νὰ σὲ νικᾶ καὶ νὰ σὲ κυριεύει; Ὁ κόσμος ἢ ὁ Χριστὸς πού νίκησε τὸν κόσμο; Ὁ κόσμος σὲ προτρέπει νὰ ζητᾶς πρῶτα τὰ ἐπίγεια ἀγαθὰ καὶ νὰ τὰ θεωρεῖς μεγάλη εὐτυχία. Ὁ Χριστὸς πάλι σὲ συμβουλεύει μὲ τὸ παράδειγμά του καὶ τὴν διδασκαλία του νὰ ζητεῖς πρωτίστως τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ καταφρονεῖς ὅλα τὰ καλά τῆς γῆς σὰν ἕνα πηλό. “Ζητεῖτε πρῶτον τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ” (Ματθ. 6,33). Ἀκόμη σοῦ ζητᾶ νὰ στερεῖσαι τὰ γήινα ἀγαθὰ ἢ μερικὰ ἀπ’ αὐτὰ δίνοντάς τα ἐλεημοσύνη στοὺς φτωχοὺς ἢ ἀκόμη ἀποτασσόμενος τὰ πάντα γιὰ τὴν καλογερικὴ ζωὴ καὶ ἐξαγοράζοντας ἕνα θησαυρὸ στὸν παράδεισο. “Πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι” (Ματθ. 19, 21). Καὶ πάλι· “πᾶς ἐξ ὑμῶν, ὃς οὐκ ἀποτάσσεται πᾶσι τοῖς ἑαυτοῦ ὑπάρχουσιν, οὐ δύναται εἶναι μου μαθητὴς” (Λουκ. 14, 33).

Λοιπὸν ἐσύ, καὶ σὰν μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ καὶ σὰν φρόνιμος καὶ στοχαστικὸς ἄνθρωπος, πρέπει ν’ ἀποφασίσεις νὰ ἀκούσεις καὶ νὰ κάνεις πράξη ἐκεῖνο πού σοῦ λέγει ὁ Χριστὸς καὶ ὄχι ὅ,τι σοῦ ἐπιβάλλει ὁ κόσμος. Γιατί δὲν θὰ σωθοῦν αὐτοὶ ποὺ ἀκούουν μόνο τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ, ἀλλ’ αὐτοὶ ποὺ τὸν ἐφαρμόζουν στὴν πράξη. (Ρωμ. 2, 13).

Εἶναι ἀλήθεια πὼς δὲν εἶσαι ὑποχρεωμένος, ἂν εἶσαι λαϊκός, νὰ εἶσαι ἀκτήμων καὶ πάμπτωχος. εἶσαι ὅμως ὑποχρεωμένος νὰ ἐκτιμᾶς τόσο λίγο τὰ πλούτη καὶ τὰ χρήματα, ὥστε γιὰ ὅλα αὐτὰ ποτὲ νὰ μὴν παρακινηθεῖς νὰ παραβεῖς οὔτε μία ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ. τόσο δὲ νὰ εἶναι ἀποκολλημένη ἡ καρδιά σου ἀπ’ αὐτά, ὥστε νὰ τὰ ἀποκτᾶς καὶ νὰ τὰ ἔχεις μὲ τόση ἀπροσπάθεια σὰν νὰ μὴ τὰ ἔχεις καὶ νὰ μὴ τὰ ξοδεύεις στὰ μάταια καὶ περιττὰ καὶ πάνω ἀπὸ ὅσα χρειάζεσαι πράγματα καθὼς λέγει ὁ Παῦλος. “Ὁ καιρὸς συνεσταλμένος τὸ λοιπὸν ἐστιν … ἵνα ὦσιν οἱ χρώμενοι τῷ κόσμῳ τούτῳ ὡς μὴ καταχρώμενοι. παράγει γὰρ τὸ σχῆμα τοῦ κόσμου τούτου” (Α’ Κόρ. 7, 29, 31).

Ἀλλά γι’ αὐτὸ τὸ θέμα νὰ συζητήσεις μὲ τὸ Πανάγιο βρέφος, τὸν Ἰησοῦ, καὶ νὰ νοιώσεις ντροπὴ μπροστά του, ποὺ ὡς τώρα εἶχες σὲ τόση ὑπόληψη καὶ ἀγάπη ἐκεῖνα τὰ πλούτη ποὺ τὸ Θεῖον Βρέφος τόσο καταφρονεῖ κι’ ἀκόμη πὼς ἔνοιωθες τόσο μίσος καὶ καταφρόνηση γιὰ τὴν πτωχεία ἐκείνη καὶ τὴν εὐτέλεια ποὺ αὐτὸ τόσο ἀγαπᾶ. Ζήτησέ Του ἀμέσως συγχώρεση γιὰ ὅλα τὰ κακὰ ποὺ ἔκανες γιὰ ν’ ἀποκτήσεις πλοῦτο κι’ ἐπίγεια ἀγαθὰ ἢ γιὰ νὰ τὰ χρησιμοποιήσεις παρακάλεσέ Τον νὰ σοῦ δώσει χάρη. Γιατί, ὅπως ὁ Ἴδιος ἀπὸ πλούσιος ἔγινε φτωχὸς ἀπὸ ἀγάπη γιὰ σένα, ἔτσι καὶ σὺ νὰ γίνεις φτωχὸς γιὰ τὴν ἀγάπη Του, γιὰ νὰ πλουτήσεις ἀπὸ τὴ Θεότητά Του.”Γινώσκετε γὰρ τὴν χάριν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅτι δι’ ὑμᾶς ἐπτώχευσε πλούσιος ὧν, ἵνα ὑμεῖς τὴ ἐκείνου πτωχεία πλουτήσητε” (Β’ Κορ. 2, 9). Ἀκόμη νὰ τὸν παρακαλέσεις νὰ μὴ σ’ ἀφήσει ξανὰ νὰ πλανηθεῖς ἀπὸ τὸν κόσμο. ἀλλὰ ὅταν ἔχεις τὰ ὑπάρχοντά σου ἢ ὅταν τὰ στερεῖσαι γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Κυρίου, νὰ μὴ τὰ μεταχειρίζεσαι γιὰ ἄλλο σκοπό, παρὰ μόνον καὶ μόνο γιὰ νὰ ἐξαγοράσεις μὲ αὐτὰ τὴν αἰώνια εὐδαιμονία, καθὼς εἶναι γραμμένο: “Λύτρον ἀνδρὸς ψυχῆς ὁ ἴδιος πλοῦτος” (Παροιμ. 13, 8).

2. Γιάτρεψε τὸν ἔρωτα τῶν ἡδονῶν.

Συλλογίσου ἀδελφέ, ὅτι ὁ Χριστὸς μὲ τὴ γέννησή του ἦρθε νὰ πολεμήσει τὸν ἄτακτο ἔρωτα τῶν ἡδονῶν μὲ τὶς ὀδύνες καὶ τοὺς πόνους ποὺ δοκίμασε. Ὁ σαρκικὸς ἄνθρωπος πιστεύει πὼς ἡ μόνη ἀπόλαυση εἶναι ἐκείνη τῶν αἰσθήσεων γι’ αὐτὸ δὲν κυριαρχεῖ πάνω σ’ αὐτές, ὅπως ταιριάζει σὲ λογικὸ ὄν, ἀλλὰ ἀφήνει τὸν ἑαυτό του νὰ συμπεριφέρεται ὅπως ἕνα ἄλογο ζῶο καὶ νὰ παρασύρεται ἀπὸ τὶς αἰσθήσεις του: τρέχει ἀχαλίνωτα γιὰ νὰ χαίρεται καὶ ν’ ἀπολαμβάνει ὅλες τὶς παρανομίες. Ἐπιζητεῖ τὴν ἡδονὴ σὰν σκοπὸ καὶ τὴν θεωρεῖ ἔντιμη, ἂν καὶ τὴ βρίσκει μέσα στὶς μεγαλύτερες ἀτιμίες καὶ βρωμιές. Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἀπὸ συμπόνια γιὰ τὴν τύφλωση αὐτὴ τοῦ ἀνθρώπου ἦρθε γιὰ νὰ τὸν γιατρεύσει ἀπὸ ἕνα τέτοιο μεγάλο σφάλμα.

25eΓι’ αὐτό, ἐνῶ μποροῦσε νὰ γεννηθεῖ μ’ ἕνα σῶμα σκληραγωγημένο ὡρίμου ἀνδρός, θέλησε νὰ γεννηθεῖ μ’ ἕνα ἁπαλὸ σῶμα βρέφους γιὰ νὰ αἰσθανθεῖ τὴν ὀδύνη (τῆς τρυφερῆς σάρκας) καὶ ἀκολούθως γιὰ νὰ ὑποφέρει περισσότερο. Καὶ ὕστερα ἀπὸ τὴν βασανιστικὴ φυλακὴ ποὺ ὑπέφερε μέσα στὴν κοιλιὰ τῆς Παρθένου, θέλησε νὰ ὑποφέρει κι’ ὅλα τὰ βάσανα καὶ τὶς δοκιμασίες τῆς νηπιακῆς ἡλικίας, σάν νὰ ἐστερεῖτο τὴν χρήση τοῦ λογικοῦ.

Ἐξ ἀρχῆς ἔπρεπε ὁ Ἰησοῦς νὰ λάβει ἕνα σῶμα, ὄχι μόνο τελειότερο ἀπὸ τὸ σῶμα τοῦ Ἀδάμ, ἀλλὰ ἕνα σῶμα ἀπαθές, ἀνώδυνο, μακάριο καὶ ἄξιο κατοικητήριο τῆς παρομοίας μακαρίας ψυχῆς Του2. Παρ’ ὅλα αὐτὰ στὴ θέση ἐκείνου παίρνει ἕνα σῶμα πολὺ ἁπαλό, πολὺ λεπτὸ καὶ τρυφερώτατο, κατάλληλο νὰ ἀντιλαμβάνεται διὰ τῶν αἰσθήσεων κάθε ταλαιπωρία καὶ καμωμένο ἔτσι ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ δέχεται ἀπ’ ὅλες τὶς αἰσθήσεις ὅλους τούς πόνους, ὅπως τὸ πέλαγος δέχεται ὅλους τούς ποταμούς. Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ λόγο παρομοιάζει τὸν ἑαυτό του μὲ τὸ σκουλήκι, ὄχι μόνο γιατί γεννήθηκε χωρὶς σπέρμα (ὅπως γεννιοῦνται τὰ σκουλήκια), ἀλλὰ καὶ γιατί ἡ σάρκα του εἶχε τὴν αἴσθηση καὶ τὴν τρυφερότητα τῶν σκουληκιῶν “ἐγὼ δὲ εἰμὶ σκώληξ καὶ οὐκ ἄνθρωπος” (Ψαλμ. 21, 6).

Ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς ἁπαλότητος μόλις γεννήθηκε δέχτηκε μὲ τὴν ἁφὴ τὴν προσβολὴ τοῦ ψυχροῦ ἀέρος καὶ τῆς ὑγρασίας τοῦ σπηλαίου. Μὲ τὴ φωνὴ κλαίει. Μὲ τὴν ὄσφρηση αἰσθάνεται τὴν ἔντονη κακοσμία τῆς φάτνης καὶ τῶν ζώων. Μὲ τὴν ὅραση βλέπει μία σκοτεινὴ καὶ ἄχαρη σπηλιά. Καὶ μὲ τὴν ἀκοὴ δὲν ἀκούει ἄλλο ἀπὸ τὶς τραχιὲς φωνὲς τῶν ἀγρίων ζώων. Καὶ γιὰ νὰ συνοψίσουμε μόλις γεννήθηκε ὁ Ἰησοῦς, ἀφιερώνει τὴν ἀρχὴ τῆς ζωῆς του σὲ ἕνα χῶρο ὑπερβολικὰ στενὸ καὶ σὲ μία ἔλλειψη ὅλων τῶν ἀναπαύσεων καὶ σὲ κάθε εἶδος ὀδύνης καὶ βασάνων ποὺ μποροῦσε νὰ δεχθεῖ ἡ τρυφερὴ ἐκείνη ἡλικία του. Ὤ! ἀφῆστε μὲ νὰ πάω κοντὰ στὴ φάτνη καὶ νὰ πῶ στὸν Ἰησοῦ. “Τί εἶναι αὐτὴ ἡ ἄκρα συγκατάβασίς σου, γλυκύτατέ μου Ἰησοῦ; Ἐσὺ εἶσαι ἐκεῖνος ὁ ἐπιθυμητὸς Μεσσίας ἀπὸ ὅλα τὰ ἔθνη καὶ εὐθὺς νὰ γεννηθῆς μὲ τοιαῦτα βάσανα;” Ναί, μοῦ ἀποκρίνεται. αὐτὸ ἦταν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τὸ θέλημα τοῦ Οὐρανίου Πατρός μου. Νὰ καταργηθεῖ ἡ ἡδονὴ μὲ τὴν ὀδύνη. Αὐτὸ τὸ πατρικὸ θέλημα ἦρθα νὰ ἐκπληρώσω εὐθὺς μόλις γεννήθηκα στὸν κόσμο, καθὼς ἐκ μέρους μου προεῖπε ὁ Δαβὶδ καὶ μὲ τὸν Δαβὶδ ὁ Ἀπόστολος. “Διὸ εἰσερχόμενος εἰς τὸν κόσμον ‘θυσίαν καὶ προσφορὰν οὐκ ἠθέλησας, σῶμα δὲ κατηρτίσω μοι’ τότε εἶπον. ἰδοὺ ἤκω τοῦ ποιῆσαι ὁ Θεὸς τὸ θέλημά σου” (Ἑβρ. 10, 5, 7), (Ψαλμ. 39, 7 . 8).

Ἐδῶ τώρα, ἐσὺ ἀγαπητέ, νὰ γίνεις κριτὴς ἀνάμεσα στὸν Χριστὸ καὶ στὸν κόσμο καὶ νὰ ἀποφασίσεις ποιὸς θὰ σ’ ἐξουσιάζει, ὁ Χριστὸς ἢ ὁ κόσμος; Ποιὸν πρέπει ν’ ἀκολουθεῖς, ἐκεῖνον πού θέλει τὴ σωτηρία σου μὲ τὴν ὀδύνη, ἢ ἐκεῖνον πού ζητεῖ τὴν ἀπώλειά σου μὲ τὴν ἡδονή; Εἶναι φανερὸν ὅτι τὸ πρῶτο. “εἰς τοῦτο γὰρ ἐκλήθητε, ὅτι καὶ Χριστὸς ἔπαθεν ὑπὲρ ἡμῶν, ὑμ{ιν ὑπολιμπάνων ὑπογραμμόν, ἵνα ἐπακολουθήσητε τοῖς ἴχνεσιν αὐτοῦ” (Α’ Πέτρ. 2, 21). Ὅμως ὁ κόσμος εἶναι τόσο τυφλός, ποὺ ὄχι μόνο δὲν γνωρίζει τὴν ἀλήθεια, ἀλλὰ οὔτε μπορεῖ νὰ τὴν γνωρίσει, καθὼς λέγει ἡ ἴδια ἡ αὐτοαλήθεια. “καὶ ἐγὼ ἐρωτήσω τὸν πατέρα καὶ ἄλλον παράκλητον δώσει ὑμῖν, ἵνα μένη μεθ’ ὑμῶν εἰς τὸν αἰώνα, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὃ ὁ κόσμος οὐ δύναται λαβεῖν, ὅτι οὐ θεωρεῖ αὐτὸ οὐδὲ γιγνώσκει αὐτὸ” (Ἰω. 14, 16-17). Ἐὰν λοιπὸν ἐσὺ θέλεις νὰ θεραπευθεῖς μέσα σ’ αὐτὸν τὸν τυφλὸ κόσμο καὶ εἶσαι ἱκανοποιημένος νὰ κυβερνᾶς τὴ ζωή σου μὲ τὰ ψεύτικα διατάγματά του, ὢ ταλαίπωρος ποὺ εἶσαι! Μόνος σου παραδόθηκες στὰ χέρια τοῦ θανατηφόρου ἐχθροῦ σου, ὅπως ἔκανε ὁ Σαμψών ποὺ παραδόθηκε στὰ χέρια τῶν ἀλλοφύλων κι ἀκόμη ἔγινες μόνος σου φανερὸς ἀποστάτης τοῦ Κυρίου, τοῦ μόνου εὐεργέτου σου. Γιατί θέλησες νὰ ὑπηρετεῖς τὶς αἰσθήσεις σου μὲ τὶς ἡδονὲς καὶ προτίμησες μία ζωὴ τρυφηλή, μαλθακὴ καὶ ἡδονική, τὴν ὁποία τόσο πολὺ μίσησε ὁ Ἰησοῦς μόλις γεννήθηκε, ἂν καὶ αὐτὴ ἡ ζωὴ θεωρεῖται ἀπὸ τοὺς ἄφρονες ἀλάνθαστη καὶ ἀθώα!

Ἂχ ἀδελφέ μου! Καὶ πιστεύεις ἐσὺ ποτὲ πὼς ἡ ἄπειρη σοφία τοῦ Θεοῦ θέλησε νὰ βασανίσει τόσο πολὺ τὸ πανάγιόν της σῶμα, ὄχι μόνο κατὰ τὴν γέννησή του ἀλλὰ καὶ σ’ ὁλόκληρη τὴ ζωή του καὶ στὸ θάνατό του, ἐὰν δὲν ἦταν ἀναγκαῖο σὲ σένα νὰ ἀποφεύγεις τὶς ἡδονὲς καὶ νὰ σκληραγωγεῖς τὸ σῶμα σου; Καὶ σὲ τί θὰ ὠφελήσει ἡ ἀσεβής σου πρόφαση ποὺ λὲς πὼς ὁ Χριστὸς δὲν σὲ προστάζει μὲ ἐντολὴ νὰ ἀπέχεις ἀπὸ τὶς ἡδονὲς καὶ τὶς ἀναπαύσεις τῶν αἰσθήσεων καὶ τοῦ σώματος, ἀλλὰ ὅτι σὲ συμβουλεύει μόνο λέγοντας: “ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ, καὶ ἀκολουθείτω μοι”; (Μάρκ. 8,36). Καλά, καὶ ἔτσι ὑπολογίζεις ἐσὺ τὶς συμβουλὲς τῆς ἀκτίστου σοφίας, προφασιζόμενος προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις θέλοντας νὰ ἐξουσιάζεις (καὶ νὰ ὑπερασπίζεσαι) τὴν τρυφηλὴ ζωή σου; Νὰ ξέρεις λοιπὸν ὅτι πρέπει νὰ μιμεῖσαι τὸν Ἰησοῦ Χριστό, ἂν θέλεις νὰ εἶσαι προορισμένος γιὰ τὴν Βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Ἄκουσε τώρα ἐκεῖνες τὶς φοβερὲς ἀποφάσεις ποὺ φωνάζει μὲ δυνατὴ φωνὴ μέσα ἀπὸ τὴ φάτνη τὸ Βρέφος ὁ Ἰησοῦς. “Οὐαὶ ὑμῖν τοῖς πλουσίοις, ὅτι ἀπέχετε τὴν παράκλησιν ὑμῶν. οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἐμπεπλησμένοι, ὅτι πεινάσετε. οὐαὶ ὑμῖν οἱ γελῶντες νῦν, ὅτι πενθήσετε καὶ κλαύσετε. οὐαί, ὅταν καλῶς ὑμᾶς εἴπωσι πάντες οἱ ἄνθρωποι” (Λουκ. 6,24-26). Τί ἀπαντᾶς σ’ αὐτὰ ἐσύ, ποὺ θέλεις νὰ περνᾶς τὴ ζωή σου μὲ ἀνέσεις κι’ ἔπειτα ἐπιδιώκεις γι’ αὐτὸ νὰ βρίσκεις ἀκόμη καὶ δικαιολογίες; Θεωρεῖς πὼς αὐτὰ ποὺ λέγει ὁ Κύριος εἶναι λόγια κενὰ καὶ πώς ὁ Θεὸς μίλησε χωρὶς νὰ μποροῦν νὰ ἐκπληρωθοῦν τὰ λόγια του; Αὐτὸ βγάλτο ἀπὸ τὸ μυαλό σου. “Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρελεύσονται, οἱ δὲ λόγοι μου οὐ μὴ παρέλθωσι” (Ματθ. 24, 35). Νὰ αἰσχύνεσαι λοιπόν, νὰ αἰσχύνεσαι γιὰ ὅλες τὶς ἡδονὲς καὶ ἀπολαύσεις καὶ νὰ θεωρεῖς τὸν ἑαυτό σου ἀνάξιο τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστιανοῦ, ἐπειδὴ μὲ τὴ ζωὴ καὶ τὰ ἔργα σου πρόσβαλες πολὺ τὴν χριστιανική σου ἰδιότητα καὶ τόσες φορὲς προτίμησες νὰ ὑπηρετήσεις τὴ σάρκα σου παρὰ τὸν Θεό. Μὲ τὴν συμπεριφορά σου αὐτὴ ἔγινες αἰτία νὰ βλασφημεῖται ἀπὸ τὰ ἔθνη ὁ χριστιανισμὸς καὶ τὸ ὑπερύμνητον ὄνομα τοῦ Θεοῦ, καθὼς αὐτὸς ὁ ἴδιος παραπονεῖται καὶ λέγει. “δι’ ὑμᾶς διὰ παντὸς τὸ ὄνομά μου βλασφημεῖται ἐν τοῖς ἔθνεσιν” (Ἤσ. 52, 5).

Γι’ αὐτὸ ἀποφάσισε ἐπιτέλους νὰ ἀπαρνηθεῖς ὅλες τὶς ἡδονὲς ποὺ ἀποδεδειγμένα δὲν εἶναι ἀπαραίτητες στὴ ζωή σου καὶ νὰ δεχτεῖς στὸ ἑξῆς εὐχαρίστως ὅλους τους σταυροὺς καὶ τὶς θλίψεις ποὺ θὰ σοῦ στείλει ὁ Θεός. Νὰ ἀγκαλιάσεις τὴν σκληραγωγία ποὺ περιλαμβάνει ἡ ἀληθινὴ μετάνοια καὶ νὰ μὴ λογαριάζεις τίποτε ἄλλο γιὰ νὰ τὴν ἀγαπᾶς, παρὰ νὰ λογαριάζεις μόνο τὴν ἀγάπη ποὺ ἔδειξε ὁ Χριστὸς γι’ αὐτὴν ἤδη ἀπὸ τὴν γέννησή του. Εὐχαρίστησε τὸν Κύριο, ποὺ γιὰ τὴν ἀγάπη σου θέλησε νὰ γεννηθεῖ μὲ τέτοια βάσανα. Καὶ προπάντων παρακάλεσέ Τον νὰ σοῦ δώσει χάρη νὰ καταλάβεις καλὰ ἀπὸ τὸ παράδειγμά του αὐτὴ τὴν ἀλήθεια: ὅτι δηλ. ἡ παροῦσα ζωὴ εἶναι καιρὸς γιὰ νὰ κλαῖς καὶ νὰ θλίβεσαι κι ὄχι γιὰ νὰ γελᾶς καὶ νὰ ξεφαντώνεις καθὼς τονίζει ὁ Ἐκκλησιαστῆς “καιρὸς τοῦ κλαίειν” (3, 4) καὶ μὲ τὸν Ἐκκλησιαστή καὶ ὁ Ἀπόστολος. “ὁ καιρὸς συνεσταλμένος τὸ λοιπὸν ἐστιν, ἵνα καὶ οἱ ἔχοντες γυναίκα, ὡς μὴ ἔχοντες ὦσι, καὶ οἱ κλαίοντες ὡς μὴ κλαίοντες, καὶ οἱ χαίροντες ὡς μὴ χαίροντες… παράγει γὰρ τὸ σχῆμα τοῦ κόσμου τούτου” (Α’ Κόρ. 7, 29).

3. Γιάτρεψε τὸν ἔρωτα τῆς δόξας.

Σκέψου ἀκόμη ὅτι ὁ Χριστὸς μὲ τὴν γέννησή του ἦρθε νὰ πολεμήσει μὲ τὴν ταπείνωσή του τὸν ἄτακτο ἔρωτα τῆς δόξας. Ὁ κοσμικὸς ἄνθρωπος ἐπιδιώκει νὰ ὑπερέχει ἀπὸ τοὺς ἄλλους, νὰ τιμᾶται καὶ νὰ δοξάζεται καὶ γενικὰ νὰ φαίνεται ὅτι εἶναι ὁ ἐκλεκτότερος τῶν ὑπολοίπων. Νὰ δίνει διαταγὲς μὲ δεσποτικὴ ἀλαζονεία, νὰ μιλάει ἀφ’ ὑψηλοῦ καὶ νὰ παρουσιάζεται ὡς αὐθεντία. Ἂν καμιὰ φορά τύχει κι ἔρθουν σὲ ἀντιπαράθεση ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ δόξα ἡ δική του, τότε αὐτὸς καταφρονεῖ τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ ἐκ τῶν προτέρων προτιμᾶ τὴ δική του δόξα.

Αὐτὰ ὅλα εἶναι ἀνόητες θέσεις καὶ διδασκαλίες ποὺ διδάσκει ὁ κόσμος στοὺς μαθητές του καὶ αὐτὰ τὰ σφάλματα ἦρθε νὰ θεραπεύσει ὁ λυτρωτής μας, ἀφότου ἄρχισε νὰ ζεῖ στὸν κόσμο. Μποροῦσε ὁ ἴδιος ἀσφαλῶς καὶ βρέφος ἀκόμη νὰ κάνει ἔργα ὡρίμου ἀνδρός. Μποροῦσε δηλ. μόλις γεννήθηκε νὰ μιλάει μὲ καθαρὴ ἄρθρωση. Μποροῦσε νὰ καταλαβαίνει καὶ νὰ μιλάει τὶς γλῶσσες ὅλων τῶν λαῶν. Μποροῦσε νὰ ἔχει γύρω του χιλιάδες καὶ μυριάδες ἡλιομόρφων Ἀγγέλων γιὰ νὰ τὸν παραστέκονται ὁλοφάνερα καὶ νὰ τὸν ὑπηρετοῦν ὄχι μόνον ὡς Θεό, ἀλλὰ καὶ ὡς ἄνθρωπο. Ἀκόμη μποροῦσε ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ τῆς ζωῆς του νὰ χρησιμοποιεῖ τὸν χρόνο μὲ τὸ νὰ τρέχει στὸν κόσμο νὰ τὸν γεμίζει ἀπὸ τὰ μεγαλεῖα τῶν θαυμάτων του, νὰ τὸν φωτίζει μὲ τὶς λάμψεις τῆς διδασκαλίας του, νὰ τὸν διδάσκει μὲ τὴν ἁγιότητα τῶν παραδειγμάτων του καὶ νὰ τὸν μεταστρέφει μὲ τὴ δύναμη τοῦ κηρύγματός του. Μ’ αὐτὰ ὅλα μποροῦσε νὰ δοξάσει τὸ ὄνομά του περισσότερο ἀπ’ ὅλους τούς ἀνθρώπους ποὺ ὑπῆρχαν φιλόδοξοι στὸν κόσμο. Καὶ οἱ βασιλεῖς καὶ οἱ ἄρχοντες καὶ οἱ μεγιστάνες τοῦ κόσμου καὶ ὅλοι οἱ λαοὶ νὰ ξεκινοῦν ἀπὸ τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης καὶ νὰ ἔρχονται στὴν Ἱερουσαλὴμ γιὰ ν’ ἀκούσουν τὴν οὐράνια σοφία ποὺ διδάσκει ἕνα βρέφος, ὅπως ἡ βασίλισσα τοῦ Νότου ποὺ ξεκίνησε μέσα ἀπὸ τὴν Εὐδαίμονα Ἀραβία καὶ ἦρθε ν’ ἀκούσει τὴ σοφία τοῦ δωδεκαετοῦς παιδιοῦ, τοῦ Σολομῶντος. Νὰ ἔρχονται νὰ δοῦν ἕνα νήπιο νὰ φωτίζει τυφλούς, νὰ καθαρίζει λεπρούς, νὰ ἀνορθώνει χωλούς, νὰ γιατρεύει ἀρρώστους, νὰ ἀνασταίνει νεκροὺς καὶ γενικὰ νὰ κάνει παράδοξα καὶ φρικτὰ θαύματα, ὥστε ὅλοι νὰ τὸ ἐπαινοῦν, ὅλοι νὰ τὸ δοξάζουν, ὅλοι νὰ τὸ εὐφημοῦν. Ἀλλὰ ὁ Ἰησοῦς δὲν ἤθελε τέτοια ἀνθρώπινη καὶ μάταιη δόξα. Ὄχι! Ἀλλὰ “σχήματι εὑρεθείς ὡς ἄνθρωπος ἐταπείνωσεν ἑαυτόν”, καθὼς λέγει ὁ θεῖος Παῦλος (Φιλιπ. 2, 8) καὶ κρύβεται μὲ τὸν ἐρχομὸ του σ’ ἕνα τόπο ἀπὸ τοὺς πιὸ ἀφανεῖς της Ἰουδαίας καὶ σ’ ἕνα ἐνδιαίτημα τῶν ἀλόγων ζώων σκεπάζει δὲ ὅλους τούς θησαυροὺς τῆς σοφίας του μέσα σ’ ἕνα κομμάτι σάρκας καὶ κάτω ἀπὸ τὴν διανοητικὴ ἀδυναμία ἑνὸς ἀγνώστου ἀφώνου νηπίου. “ἐν ᾧ εἰσι πάντες οἱ θησαυροὶ τῆς σοφίας καὶ τῆς γνώσεως ἀπόκρυφοι”! (Κολ. 2,3) Δι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ἠσαΐας γιὰ τὴν νηπιώδη ἀγνωσία τοῦ παιδιοῦ αὐτοῦ λέγει. “…πρὶν ἢ γνῶναι τὸ παιδίον καλεῖν πατέρα ἢ μητέρα…” (Ἤσ. 8, 4). Καὶ κατὰ τὴν ἐποχὴ ποὺ οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς -ἐννοῶ ὁ Αὔγουστος Καίσαρ- κυβερνοῦν τὸ κράτος τους μὲ ἀπογραφὲς καὶ ἐκδίδουν στοὺς λαοὺς νόμους καὶ φαίνονται παντοῦ ἔνδοξοι, αὐτός, ποὺ εἶναι ὁ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων, γεννιέται καὶ ζεῖ ἐντελῶς ἄγνωστος καὶ θεωρεῖται σὰν ἕνα μηδενικό. Ὢ τῆς ἀνυπέρβλητης ταπεινώσεώς σου, ὢ γλυκύτατο ὄνομα, ὢ γλυκύτατε ὑπεράνθρωπε Ἰησοῦ! Αὐτὴ ἡ ταπείνωσή σου ἔκανε τὸν προφήτη Ἀββακοὺμ νὰ χάσει σχεδὸν τὸ μυαλό του καὶ νὰ λέει· “Κύριε, κατενόησα τὰ ἔργα σου καὶ ἐξέστην. Ἐν μέσῳ δύο ζώων γνωσθήση” (Ἀββακ. 3, 2). Αὐτὴ ἡ ταπείνωση παρακίνησε τὸν ὅσιόν σου Ἰσαὰκ νὰ πεῖ τὰ ὑψηλὰ αὐτὰ λόγια. “ἡ ταπεινοφροσύνη στολὴ θεότητος ἐστιν. ὁ γὰρ Λόγος ὁ ἐνανθρωπήσας αὐτὴν ἐνεδύσατο καὶ ὠμίλησεν ἡμῖν δι’ αὐτῆς ἐν τῷ σώματι ἡμῶν… ἵνα μὴ ἡ κτίσις τῇ αὐτοῦ θεωρία καταφλεχθῆ” (Λογ. κ’).

Eikona Genniseos XristouἘπειδὴ καὶ ἡ αἰτία τῆς πτώσεως τῶν ἀγγέλων στὸν οὐρανὸ καὶ τῶν ἀνθρώπων στὴ γῆ ὑπῆρξε ἡ διαφορὰ ἀνάμεσα στὸ μεγαλύτερο καὶ στὸ μικρότερο, γι’ αὐτὸ ἐσύ, ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, μὲ τὴ γέννησή σου σηκώνεις ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτὸ τὸ μεγάλο σκάνδαλο τῆς ἀπωλείας τοῦ κόσμου. Καὶ Σύ, ὁ ἀνώτερος καὶ “ὑπὲρ τὰ ὄντα ὦν”, ἀφοῦ ἔγινες κατώτερος καὶ ἔσχατος ὅλων, κάνεις μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο ὅμοια ὅλα σου τὰ κτίσματα, τόσο τὰ μεγαλύτερα καὶ ἀνώτερα, ὅσο καὶ τὰ μικρότερα καὶ κατώτερα καὶ καταδεικνύεις ὡς ἄριστη ὁδὸ ὑψώσεως, τὴν ταπείνωση, καθὼς θεολογεῖ ὁ δικός σου τῆς Θεσσαλονίκης Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς λέγοντας: “Ἐλευθερώνει μὲ παράδοξο τρόπο ὁ Θεὸς ἀπὸ τὴν αἰτία τῆς ἀρχικῆς πτώσεως (τὸν ἄνθρωπο). καὶ αὐτὴ (ἡ αἰτία) ἦταν ἡ ὑπεροχὴ καὶ ἡ κατωτερότητα ποὺ ἐνυπάρχει στὰ ὄντα. Καὶ ἀπὸ ἐδῶ ξεκινάει ὁ φθόνος καὶ ὁ δόλος καὶ οἱ φανερὲς καὶ κρυφὲς ἀντιπαλότητες. Ὁ Θεὸς λοιπὸν εὐδόκησε πρόσφατα (μὲ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ) νὰ διαλύσει τὴν αἰτία τῆς ὑπερηφάνειας ποὺ καταστρέφει τὰ λογικά του κτίσματα. Ἐξομοιώνει δηλ. τὰ πάντα μὲ τὸν ἑαυτό του καὶ ἐπειδὴ βέβαια ὁ ἴδιος μὲ τὸν ἑαυτὸ τοη εἶναι ἴσος καὶ ὅμοιος κατὰ φύσιν, κάνει καὶ τὴν φύση ἴση κατὰ χάριν μὲ τὸν ἑαυτό της. Καὶ αὐτὸ πῶς ἔγινε; Ὁ ἴδιος ὁ ἐκ Θεοῦ Θεὸς Λόγος, ἀφοῦ ἄδειασε τὸν ἑαυτὸ του ἀπόρρητα καὶ μυστικά, κατέβηκε ἀπὸ ψηλὰ στὴν ἔσχατη ἀνθρώπινη ὕπαρξη καὶ αὐτὴ ἀφοῦ τὴν ἔδεσε μαζί του κατὰ τρόπο ἄλυτο καὶ ἀφοῦ ταπεινώθηκε καὶ πτώχευσε σὰν ἄνθρωπος (ὅμοιός μας) ἔκανε τὰ κάτω πάνω, μᾶλλον δὲ συνένωσε καὶ τὰ δύο σὲ ἕνα. Μὲ τὴ Θεότητα δηλ. συνένωσε τὴν ἀνθρωπότητα καὶ ἔτσι ὑπέδειξε σὲ ὅλους τὴν ταπείνωση ὡς δρόμο ποὺ ὁδηγεῖ πρὸς τὰ ἄνω, ἀφοῦ πρόσφερε τὸν ἑαυτὸ του σήμερα ὑπόδειγμα μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους καὶ στοὺς ἁγίους Ἀγγέλους” (Λόγος στὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ).

Τώρα, ἐσὺ ἀγαπητέ, μπορεῖς νὰ βρεῖς μεγαλύτερη ἀπ’ αὐτὴ τὴ διαφορὰ μεταξύ τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ κόσμου; Λοιπόν, ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς δύο ποιὸς εἶναι δίκαιο νὰ σ’ ἐξουσιάζει; Ὁ Χριστὸς ἢ ὁ κόσμος; Βέβαια ὁ Χριστός. Γιατί ὁ Χριστὸς οὔτε πλανᾶ οὔτε πλανᾶται, ἐνῶ ὁ κόσμος καὶ πλανᾶ καὶ πλανᾶται. Ἔπειτα, σκέψου, πὼς γιὰ τὸν Χριστὸ δὲν ἦταν ἀρκετὸ ποὺ γεννήθηκε ὑπήκοος τοῦ Καίσαρος Αὐγούστου, ἀλλὰ θέλησε ἀκόμη νὰ γεννηθεῖ καὶ στὴν ἐποχὴ ποὺ γινόταν ἐπίσημη δήλωση ἔμπρακτης ὑποταγῆς. “ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις ἐξῆλθε δόγμα παρὰ Καίσαρος Αὐγούστου ἀπογράφεσθαι πᾶσαν τὴν οἰκουμένην” (Λουκ. 2,1) καὶ θέλησε νὰ φέρει ἄνω – κάτω ὅλα τὰ πράγματα, κυρίως ὅμως νὰ βάλει τὸν ἑαυτὸ του κάτω ἀπ’ αὐτὴν τὴν ὑποταγή. “Ἀνέβη δὲ καὶ Ἰωσὴφ ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας ἐκ πόλεως Βηθλεέμ… ἀπογράψασθαι σὺν Μαριὰμ τὴ μεμνηστευμένη αὐτῷ γυναικὶ οὔση ἐγκύῳ” (Λουκ. 2, 4).

Ἐσένα ὅμως ἀδελφὲ φαίνεται πὼς σ’ εὐχαριστεῖ νὰ τὰ κάνεις ὅλα ἄνω κάτω, νὰ συγχύζεις ὅλο τὸν κόσμο, μόνο γιὰ νὰ ἐκπληρώσεις τὴν ἐπιθυμία σου, μόνο γιὰ νὰ ὑποτάξεις ὅλους στὴ γνώμη σου, μόνο γιὰ νὰ γίνεις μεγάλος καὶ γιὰ νὰ ἀποκτήσεις δόξα στὸν κόσμο. Μ’ αὐτὸ ποὺ κάνεις φαίνεσαι νὰ λές: Ἐγὼ προτιμῶ ν’ ἀκολουθήσω τὸ παράδειγμα τοῦ κόσμου ἀπὸ τὸ παράδειγμα τοῦ Χριστοῦ. Ἐγὼ ἐπιλέγω τὴν δόξα τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ.

Ὢ πόσο θὰ σοῦ φανεῖ βαριὰ αὐτὴ ἡ παράλογη ἐκλογή σου, ὅταν στὸ φῶς τῆς κρίσεως τοῦ Θεοῦ θὰ δεῖς τὰ πράγματα ὅπως ἀκριβῶς εἶναι κι ὄχι καθὼς τώρα σοῦ φαίνονται καὶ ὅταν αὐτὸ τὸ βρέφος, ποὺ τώρα βλέπεις μέσα στὴ φάτνη ἄδοξο καὶ ταπεινό, ἔρθει ὡς μέγας βασιλεὺς μὲ δύναμη καὶ δόξα πολλὴ γιὰ νὰ κρίνει ὅλο τὸν κόσμο.

Ἀλλὰ τί ἀπαντᾶς; Ναὶ ἐγὼ πρέπει νὰ παραβλέπω τὴν τιμή μου καὶ νὰ ταπεινώνομαι γιὰ τὸν Χριστό, ἀλλὰ ὁ κόσμος εἶναι χωρὶς διάκριση καὶ μὲ περιφρονεῖ καὶ δὲν μὲ ὑπολογίζει γιὰ τίποτε. Εὖγε, σωστὰ ἀπάντησες. Ἄφησε λοιπὸν νὰ εἶναι κρυμμένη καὶ καταφρονημένη ἀπ’ αὐτὸν τὸν κόσμο ἡ δική σου τιμὴ καὶ ἡ ζωή, γιὰ νὰ φανερωθεῖς καὶ σὺ μὲ τιμὴ καὶ δόξα, ὅταν φανερωθεῖ ὁ Χριστός. “Ἀπεθάνετε γάρ, καὶ ἡ ζωὴ ὑμῶν κέκρυπται σὺν τῷ Χριστῷ ἐν τῷ Θεῶ. ὅταν ὁ Χριστὸς φανερωθῆ, ἡ ζωὴ ἡμῶν, τότε ὑμεῖς σὺν αὐτῶ φανερωθήσεσθε ἐν δόξη” (Κολ. 3, 3-4).

Ἂς λέει ὁ κόσμος τὰ δικά του. τί σὲ νοιάζει; Ἐσὺ ν’ ἀκολουθεῖς τὴν ὁδηγία τῆς σοφίας τοῦ Χριστοῦ κι ὄχι τῆς μωρίας τοῦ κόσμου, ποὺ εἶναι καὶ δικός σου ἐχθρὸς καὶ ἐχθρός του λυτρωτοῦ σου. Εἶναι τόσο μεγάλος ἐχθρός του ποὺ ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς στὸ καιρὸ τοῦ πάθους του, ἐνῶ παρακάλεσε τὸν οὐράνιο πατέρα ἀκόμη καὶ γιὰ τοὺς σταυρωτές του, ὅμως γιὰ τὸν κόσμο δὲν θέλησε νὰ παρακαλέσει. “οὐ περὶ τοῦ κόσμου ἐρωτῶ” (Ἰω. 17, 9). Γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ διαλέξεις ἕνα ἀπὸ τὰ δύο, ἂν εἶσαι φίλος τοῦ Ἰησοῦ, πρέπει νὰ εἶσαι ἐχθρός τοῦ κόσμου. καὶ ἂν ἀντίθετα θελήσεις νὰ εἶσαι φίλος τοῦ κόσμου, ἐξάπαντος θὰ εἶσαι ἐχθρός τοῦ Ἰησοῦ. “μοιχοὶ καὶ μοιχαλίδες! οὐκ οἴδατε ὅτι ἡ φιλία τοῦ κόσμου ἔχθρα τοῦ Θεοῦ ἐστιν; ὃς ἂν οὖν βουληθῆ φίλος εἶναι τοῦ κόσμου ἐχθρός του Θεοῦ καθίσταται” (Ἰακωβ. 4,4). Μά σοῦ κακοφαίνεται ἐπειδὴ σὲ καταφρονεῖ καὶ σὲ μισεῖ ὁ κόσμος; Ἀνόητος ποὺ εἶσαι! Αὐτὸ τὸ μίσος καὶ αὐτὴ ἡ καταφρόνηση (τοῦ κόσμου) εἶναι καλὸ σημάδι. Πώς δηλ. δὲν εἶσαι μαθητὴς τοῦ κόσμου, ἀλλὰ μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ. “Εἰ ἐκ τοῦ κόσμου ἦτε, ὁ κόσμος ἂν τὸ ἴδιον ἐφίλει. ὅτι δὲ ἐκ τοῦ κόσμου οὐκ ἐστέ, ἀλλ’ ἐγὼ ἐξελεξάμην ὑμᾶς ἐκ τοῦ κόσμου, διὰ τοῦτο μισεῖ ὑμᾶς ὁ κόσμος” (Ἰω. 15, 19).

Ἀδελφέ μου, ἄνοιξε μία φορὰ τὰ μάτια σου γιὰ τὸ καλό τῆς ψυχῆς σου καὶ ἀποφάσισε νὰ μὴν ἐμπιστεύεσαι πιὰ τὸν ψεύτη καὶ ἐπίβουλο κόσμο, καθὼς σὲ συμβουλεύει καὶ ὁ σοφὸς Σειράχ. “Μὴ πιστεύσης τῷ ἐχθρῷ σου εἰς τὸν αἰώνα” (Σοφ. Σειρ. 12, 10). Πάρε σταθερὴ ἀπόφαση νὰ μελετᾶς πάντοτε καὶ νὰ ἀκολουθεῖς τὴν ὁδηγία τοῦ φωτὸς τῶν παραδειγμάτων, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος μέσα ἀπὸ τὰ βρεφικὰ σπάργανα σοῦ φωνάζει μὲ γλώσσα ψελλίζουσα ἐκεῖνο τὸ φοβερὸ ἔλεγχο. “Πῶς δύνασθε ὑμεῖς πιστεῦσαι, δόξαν παρὰ ἀλλήλων λαμβάνοντες καὶ τὴν δόξαν τὴν παρὰ τοῦ μόνου Θεοῦ οὐ ζητεῖτε;” (Ἰω. 6, 44) Καὶ ἐπειδὴ αὐτὸς (ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς) ἔπαθε τόσα γιὰ νὰ σὲ διδάξει τὴν ἀλήθεια, παρακάλεσε τὸν νὰ σοῦ δώσει χάρη νὰ καταλάβεις σ’ ὅλο τὸ βάθος τὸ παράδειγμά του καὶ τὴν διδασκαλία του, γιὰ νὰ ἀγαπᾶς τὴν ταπείνωσή του, ἡ ὁποία εἶναι γεμάτη ἀπὸ ἀληθινὸ ὕψος καὶ δόξα. Νὰ μισεῖς ὅμως καὶ νὰ ἀποστρέφεσαι τὴν δόξα καὶ τὴν τιμὴ τοῦ κόσμου, ἡ ὁποία εἶναι ἀληθινὴ ἀτιμία καὶ ἀδοξία. Γιατί ὄχι μόνο σοῦ στερεῖ τὴν οὐράνια δόξα, ἀλλὰ καὶ γιατί στὸ τέλος τῆς ζωῆς, καταλήγει (ἡ δόξα τοῦ κόσμου) στὸ χῶμα καὶ στὴν κοπριὰ σύμφωνα μὲ τὴ Δαβιτικὴ ἐκείνη κατάρα. “Καταδιῶξαι ἄρα ὁ ἐχθρὸς τὴν ψυχήν μου… καὶ τὴν δόξαν μου εἰς χοῦν κατασκηνῶσαι” (Ψαλμ. 7, 5).


Σημειώσεις:

1. Αὐτὰ τὰ τρία πολέμησε ὁ Κύριος καὶ ὅταν ἀνέβηκε στὸ ὅρος καὶ πειράστηκε ἀπὸ τὸν διάβολο:

1) τὴν φιληδονία τὴν πολέμησε, ἐπειδὴ δὲ θέλησε νὰ κάνει τοὺς λίθους ἄρτους γιὰ νὰ φάει καὶ νὰ χορτάσει τὴν πείνα του καὶ εἶπε: “οὐκ ἐπ’ ἄρτω μόνω ζήσεται ἄνθρωπος ἀλλ’ ἐν παντὶ ρήματι ἐκπορευομένω διὰ στόματος Θεοῦ. (Δεύτ. 6, 3),

2) τὴν φιλοδοξία, γιατί δὲν θέλησε νὰ πέσει κάτω ἀπὸ τὸ πτερύγιον τοῦ Ἱεροῦ, γιὰ νὰ δοξαστεῖ μὴ παθαίνοντας τίποτε, τότε εἶπε. “οὐκ ἐκπειράσεις Κύριον τὸν Θεόν σου” (Δεύτ. 6, 61),

3) τὴν δὲ φιλαργυρία τὴν πολέμησε μὴ θέλοντας νὰ προσκυνήσει τὸν διάβολον, ὁ ὁποῖος τοῦ ἔδειξε ὅλα τὰ βασίλεια τοῦ κόσμου, καὶ τοῦ εἶπε. “Κύριον τὸν Θεόν σου προσκυνήσεις καὶ αὐτῶ μόνω λατρεύσεις” (Δεύτ. 6, 13). 2. Οἱ θεολόγοι ὑποστηρίζουν ὅτι ὁ Κύριος κατὰ τὸ σῶμα δὲν ἦταν τέλειος ἀλλὰ αὐτὸ τὸ ἀπέκτησε κατὰ τὴν πορεία τῆς ζωῆς του, ὅπως καὶ οἱ ἄλλοι ἅγιοι. γιατί εἶχε καὶ αὐτὸ τὸ σῶμα παθητὸ καὶ θνητό, ὥστε νὰ μπορέσει διὰ μέσου αὐτοῦ νὰ πάθει καὶ νὰ ἐκπληρώσει τὴν οἰκονομία: κατὰ τὴν ψυχὴ ὅμως ἦταν τέλειος διότι δὲν εἶχε μόνο τὴ φυσικὴ λεγόμενη γνώση καὶ φιλοσοφία καὶ τὴν θεόπνευστη, ἀλλὰ εἶχε καὶ τὴν μακαρία ὅραση τοῦ θείου προσώπου, μὲ τὴν ὁποία ἀκόμη καὶ ὅταν ἦταν σ’ αὐτὴν ἐδῶ τὴν ζωὴ χαιρόταν τὴν ἀπόλαυση τῆς θεωρίας, τοῦ προσώπου τοῦ Θεοῦ, τὴν ὁποία ἀξιώνονται οἱ ἅγιοι μετὰ θάνατον. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἱερὸς Αὐγουστίνος στὸ τελευταῖο κεφάλαιο τοῦ δ’ βιβλίου “περὶ συμφωνίας τῶν Εὐαγγελιστῶν” λέγει ὅτι ὁ Χριστὸς διέφερε ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, διότι σὲ κανένα σ’ αὐτὴ τὴ ζωὴ δὲν ἔχει ἐπιτραπεῖ νὰ δεῖ τὸ Θεό, ὅπως σ’ ἐκεῖνον. Σ’ αὐτὸ συμβάλλουν καὶ τὰ ἑξῆς ρητά: “Θεὸν οὐδεὶς ἐώρακε πώποτε. ὁ μονογενὴς υἱὸς ὁ ὧν εἰς τὸν κόλπον τοῦ πατρός, ἐκεῖνος ἐξηγήσατο (Ἰω. 1, 18) καὶ πάλι “οὐδεὶς ἀναβέβηκεν εἰς τὸν οὐρανόν, εἰ μὴ ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς, ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὧν ἐν τῷ οὐρανῶ” (Ἰω. 3, 13). Εἶναι δηλαδὴ φανερὸ ὅτι ἦταν στὸν οὐρανὸ διὰ μέσου της μακαρίας ὁράσεως (Βλέπε Ἀθανασίου Ἀλεξανδρείας, Λόγος εἰς τὸν Εὐαγγελισμόν).


Πηγή:www.imaik.gr


Λόγος στὴν Γέννηση τοῦ Σωτῆρος
(Ἅγιος Νεόφυτος ὁ Ἔγκλειστος)

ag.neofytos allΓνωρίζουμε βεβαίως ὅλοι, ὅτι ὁ αἰσθητὸς αὐτὸς ἥλιος ἀποστέλλει τὸ φῶς του σὲ ὅλη τὴν ὑφήλιο, «καὶ οὐκ ἔστιν (οὐδεὶς) ὡς ἀποκρυβήσεται τῆς θέρμης αὐτοῦ»καὶ ἀπὸ τῆς διαυγέστατης λαμπρότητός του. Πολλὲς φορὲς ὅμως οἱ ὁλόλαμπρες ἀκτίνες του καλύπτονται ἀπὸ νέφη καὶ ὁμίχλη ἢ ἀπὸ τὸ φύλλωμα τῶν δένδρων, ἀλλὰ καὶ πάλι, ἡ πνοὴ κάποιου ἀνέμου διαλύει τὸ νεφικὸ ἐπικάλυμμα καὶ τὴν ὁμίχλη ἐκείνη καὶ ἐπιτρέπει στὶς φεγγοβόλες ἀκτίνες νὰ ἐξαπλωθοῦν τρανῶς σὲ ὅλη τὴν κτίση.

Τὸν δὲ πρὸ ἡλίου «ἥλιον τῆς δικαιοσύνης» τὸν νοητό, ὁ ὁποῖος ἐγεννήθη σήμερα ἀπὸ τὴν «κούφη νεφέλη», ἀπὸ τὴν φωτοφόρο καὶ ἡλιακὴ καὶ πάναγνο κοιλία παραδόξως, καλύπτει ἡ τοῦ «δούλου μορφή», τὰ νηπιώδη σπάργανα καὶ τὸ σπήλαιο τὸ φτωχὸ καὶ συμφώνως μὲ τὴν οἰκονομία καὶ ὁρισμένα ἄλλα, τὰ ὁποῖα συμβολίζουν τὴν πτωχεία καὶ τὴν ταπεινότητα.

Καθὼς ὅμως ἤδη ἐλέχθη, ἡ πνοὴ καὶ ἡ ὁρμὴ τοῦ ἀνέμου διασκορπίζει τὸ κάλυμμα τοῦ νέφους καὶ τῆς ὁμίχλης καὶ φανερώνει καθαρὰ τὶς ἡλιακὲς ἀκτίνες· ἔτσι συμβαίνει καὶ ἐδῶ, μὲ τὸν «ἥλιον τῆς δικαιοσύνης», τὸν Θεὸ καὶ Δεσπότη ὁ Ὁποῖος καλύπτεται μὲ σπάργανα καὶ κρύπτεται σὲ σπήλαιον καὶ φάτνη ἀλόγων ζώων γιὰ τὴν πολλή του συγκατάβαση καὶ «δι’ ὑπερβολὴν ἀγαθότητος»· τὸ συνεργὸν Πανάγιον Πνεῦμα καὶ ἡ εὐδοκία τοῦ Πατρὸς τὸν φανερώνει καθαρά, αὐτὸν τὸν κρυπτόμενον στὴν φάτνη ἥλιον καὶ Θεὸν καὶ κινεῖ ὅλη τὴν κτίση, τὴν ὁρατὴ καὶ τὴν ἀόρατη, νὰ προστρέξει καὶ νὰ κηρύξει τὸν Βασιλέα τῆς δόξης καὶ Δημιουργὸ τῶν ὅλων, ὁ Ὁποῖος κρύπτεται σὲ σπήλαιο καὶ φάτνη, περιτυλιγμένος μὲ τὰ σπάργανα. Ἐκεῖ ὅπου ἦλθαν ἀδιστάκτως καὶ «οἱ μάγοι ἐξ ἀνατολῶν» μετὰ δώρων πολυτελῶν νὰ δωροφορήσουν καὶ νὰ τὸν προσκυνήσουν πιστῶς. Καὶ ὄχι μόνον αὐτοί, ἀλλὰ καὶ ἄγγελοι κατῆλθαν ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ ἀνακραύγαζαν μελωδικὰ, πρὸς τὸν «ἐν ὑψίστοις Θεὸν καὶ ἐπὶ γῆς» εἰρηνάρχην, γιὰ τὴν καταλλαγὴ τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ πραγματοποίησε μὲ τὴν εὐδοκία τοῦ Πατρός· τοῦ ἀπένειμαν ὡς Βασιλέα τους τὴν ὀφειλόμενη ἐπευφημία καὶ ἀπεκάλυψαν τρανῶς τὸν κρυπτόμενον ἀκόμη Βασιλέα καὶ τὸν ἀνήγγειλαν στοὺς πλησιοχώρους ποιμένες ὅπως ἤρμοζε σὲ αὐτούς, ὡς «ποιμένα τῶν προβάτων τὸν μέγαν». «Ὅτι ἐτέχθη», λέγει, «ὑμῖν σήμερον Σωτήρ, ὡς ἔστι Χριστὸς Κύριος ἐν πόλει Δαυΐδ. Καὶ τοῦτο ὑμῖν τὸ σημεῖον εὑρήσετε βρέφος ἐσπαργανωμένον καὶ κείμενον ἐν φάτνη».

Καθὼς ἤκουσαν αὐτὰ «οἱ ποιμένες εἶπον πρὸς ἀλλήλους. Διέλθωμεν δὴ εἰς Βηθλεὲμ καὶ ἴδωμεν τὸ ρῆμα τοῦτο, ὃ ὁ Κύριος ἐγνώρισεν ἡμῖν. Καὶ ἦλθον σπεύσαντες καὶ εὗρον τὴν τε Μαρίαν καὶ τὸν Ἰωσὴφ καὶ τὸ βρέφος κείμενον ἐν τῇ φάτνῃ, καὶ ἰδόντες διεγνώρισαν» στὸν λαόν, «καὶ ὑπέστρεψαν δοξάζοντες καὶ αἰνοῦντες τὸν Θεὸν ἐπὶ πᾶσιν οἷς ἤκουσαν καὶ εἶδον, καθὼς ἐλαλήθη πρὸς αὐτούς».

Γιὰ ποιὸ λόγο διαφημίζεται καὶ μεγαλύνεται ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ τὴ γῆ ὁ κρυπτόμενος ὡς νήπιον σὲ σπήλαιον καὶ φάτνη; Εἶναι φανερὸ ὅτι αὐτὸ γίνεται γιὰ νὰ γνωστοποιηθεῖ σὲ ὅλη τὴν κτίση ὅτι τὸ βρέφος αὐτὸ ἐξουσιάζει ὅλα τὰ ἀόρατα καὶ τὰ ὁρατὰ καὶ ὅτι εἶναι ὁ Βασιλεὺς τῆς δόξης.

Γι’ αὐτὸ μάλιστα καὶ ὅλη ἡ κτίση, σύμφωνα μὲ τὸν φυσικὸ νόμο, ἔμεινε ἀκίνητη ἀπὸ σεβασμὸ πρὸς τὸν παράδοξο καὶ ἀπόρρητο ἐκεῖνο τοκετό, ὥστε οἱ ροὲς τῶν ποταμῶν καὶ οἱ ἀναβλύσεις τῶν πηγῶν καὶ οἱ κινήσεις τῶν θαλασσῶν καὶ οἱ πτήσεις τῶν πουλιῶν καὶ οἱ πορεῖες τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν ἑρπετῶν καὶ τῶν θηρίων καὶ τῶν τετραπόδων καὶ γενικὰ ὅλη ἡ φύση καὶ ἡ κτίση, οὐράνιος καὶ ἐπίγειος «ἔστη καὶ ἐξέστη καὶ ἤργησε» καὶ γιὰ μία στιγμὴ διέκοψε τὴν κίνηση καὶ τὴν ἐργασία της, μέχρι νὰ τελειώσει τὸ μυστήριο τοῦ παραδόξου καὶ ἀπορρήτου ἐκείνου τοκετοῦ, ὅπως σαφῶς μᾶς ἐμήνυσε ἡ περὶ τούτων ἱστορία.

Καὶ ἐγὼ τὸ δέχομαι αὐτὸ καὶ τὸ πιστεύω πρόθυμα καὶ πείθομαι, ἐπειδὴ εἶναι ἀπίθανο τὴ στιγμὴ ποὺ πραγματοποιεῖται τόσο μεγάλο ἔργο νὰ τολμᾶ καὶ κάποιο ἄλλο νὰ λαμβάνει χώρα καὶ νὰ κινεῖται ἔστω κατ’ ἐλάχιστον. Ἀλλὰ ὅλα μαζὶ ἀκινητοποιήθηκαν σὰν νὰ ἀποδεσμεύτηκαν πρὸς στιγμὴν ἀπὸ τὸν νόμο τῆς φύσεως, λογικὰ καὶ ἄλογα, ὁρατὰ καὶ ἀόρατα, σεβόμενα ὡς δοῦλοι τὸν Δεσπότη. Διότι λέει, «ἐθεμελίωσας τὴν γῆν καὶ διαμένει, ὅτι τὰ σύμπαντα δούλα σά». Ἐπειδὴ λοιπὸν «τὰ σύμπαντα δούλα αὐτοῦ» καὶ ἠσθάνοντο τὸ μέγα ἔργον τοῦ Κυρίου των, τὴν σωτηρία τοῦ κόσμου, κάθε ἕνα ἀπὸ τὰ κτίσματα στάθηκε ἀπαρασάλευτο μέχρι ποὺ ὁλοκληρώθηκε ἐκεῖνο τὸ θεῖο ἔργο, καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὰ ἡ κτίση συνέχισε κανονικὰ τὴν ἐργασία της.

Ὄντως «ἐξέστη ὁ οὐρανὸς ἐπὶ τούτῳ καὶ τῆς γῆς κατεπλάγη τὰ πέρατα» «ὅτι παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν καὶ υἱὸς Θεοῦ ἐδόθη ἡμῖν, οὗ ἡ ἀρχὴ ἐπὶ τοῦ ὤμου αὐτοῦ καὶ συναϊδίου Πατρὸς καὶ τῆς εἰρήνης αὐτοῦ οὐκ ἔστιν ὅριον, καλεῖται τὸ ὄνομα αὐτοῦ μεγάλης βουλῆς ἄγγελος, θαυμαστὸς σύμβουλος, Θεὸς ἰσχυρός, ἐξουσιαστής, ἄρχων εἰρήνης, πατὴρ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος».

Καὶ «ἄγγελος» μὲν λέγεται ἐπειδὴ φέρει ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ Πατέρα Εὐαγγέλια καταλλακτήρια, δηλαδὴ καλά, χαρούμενα μηνύματα συνδιαλλαγῆς καὶ συμφιλιώσεως μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων, καὶ διὰ τοῦ θείου Βαπτίσματος υἱοθεσίας ἀξιωτήρια, καὶ τῆς φύσεώς μας ἀπὸ τὴν πονηρὴ δουλεία ἁπαλλακτήρια, καὶ τοῦ θανάτου παντελῶς ἀναιρετήρια καὶ τοῦ διαβόλου ἀσυμπαθῶς φυγαδευτήρια, καὶ τῆς τυραννίδος τῶν δαιμόνων δεσμωτήρια καὶ πολυχρονίων νεκρῶν ἐξαναστήρια, καὶ μυστηρίων νέων καὶ μεγάλων παραδοτήρια· καὶ ὄχι μόνον αὐτά, ἀλλὰ καὶ Βασιλείας Οὐρανῶν ὑποσχετήρια καὶ γιὰ ὅσους ἐβίωσαν καλῶς ἀθανάτου κληρονομιᾶς ἀποδοτήρια.

EIKONA GENNISIS KYRIOY 2413Σὲ αὐτὰ τὰ Εὐαγγέλια διασώζεται τὸ μυστήριο τῆς ἀμωμήτου πίστεως, ἡ σφραγὶς τοῦ τρισάγιου Θεοῦ· καὶ ἄλλων πολλῶν καὶ μεγάλων δωρεῶν καὶ μυστηρίων φρικτῶν Εὐαγγέλια ἔφερε, τῶν ὁποίων αὐτὸς ὁ ἴδιος ἔγινε καὶ δοτήρας καὶ διδάσκαλος. Καὶ ὁπωσδήποτε εὐλόγως λέγεται καὶ «μεγάλης βουλῆς», θείας καὶ πρακτικῆς, «ἄγγελος». Τὸ δὲ «θαυμαστὸς σύμβουλος» τὸ λέγει ἐπειδὴ ἔχει τὴν ὕπαρξη «πρὸ τῶν αἰώνων καὶ ἐν ἀρχῇ» μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα του καὶ τὸ Πνεῦμα συναΐδιον καὶ τῆς ἰδίας μὲ αὐτοὺς φύσεως. Σύμβουλός του εἶναι ἡ «μεγάλη βουλή», ὁ Πατὴρ καὶ Θεός. Τί συμβούλευσε; Εἶναι φανερὸν ὅτι νὰ κτίσει τὸν ἀόρατο καὶ ὁρώμενο κόσμο καὶ ὅλα τὰ κοσμήματα ποὺ ὑπάρχουν σὲ αὐτοὺς καὶ τὸν ἄνθρωπο, καὶ νὰ συγκρατοῦνται δι’ αὐτοῦ καὶ νὰ συνέχωνται τὰ πάντα, ὥστε νὰ διαμένουν τὰ σύμπαντα καὶ νὰ διασώζονται μὲ τὸν καλύτερο τρόπο. Καὶ δὲν τὸ ἔκαμε αὐτὸ ἀσυμβούλως, οὔτε πάλι τοῦ λέγει προστακτικῶς νὰ κτίσει τὸν κόσμο καὶ μέσα σὲ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ συμβουλευόμενος θαυμαστῶς τὸν θαυμαστὸ αὐτὸ σύμβουλο καὶ Ἀγαπητὸ Υἱό Του, λέει· «Ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ’ εἰκόνα ἡμετέραν καὶ καθ’ ὁμοίωσιν» ποὺ σημαίνει Θεὸν ἐπίγειο καὶ ἀρχηγό, ὁ ὁποῖος λόγω τοῦ αὐτεξουσίου εἰκονίζει τὸν Θεὸ «καθ’ ὁμοίωσιν» δέ, δηλαδὴ ἀθάνατο καί, ὅσο εἶναι δυνατὸν στὸν ἄνθρωπο, ἱκανὸ νὰ ὁμοιωθεῖ διὰ τῆς ἀρετῆς μὲ τὸν Θεό. Πράγματι λοιπὸν «πάντα δι’ αὐτοῦ ἐγένετο» τοῦ θαυμαστοῦ συμβούλου, «καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲν ἐν ὃ γέγονε», ὅπως ἔχει γραφεῖ.

Τὸ δὲ «Θεὸς ἰσχυρὸς» διακηρύσσει τρανῶς τὸ ἰσχυρό της θείας φύσεως· διότι ὑπάρχουν καὶ οἱ εἰδωλικοὶ ψευδώνυμοι θεοί, δὲν εἶναι ὅμως καὶ ἰσχυροί. Ὥστε καὶ ἐσὺ ἀκούοντας «ὅτι παιδίον ἐγεννήθη καὶ ἐδόθη ἡμῖν» νὰ μὴν ὑποπτευθεῖς ὅτι εἶναι ἁπλὸ αὐτὸ τὸ παιδὶ καὶ ἐφάμιλλο μὲ τὰ ἄλλα παιδιά, ἀλλὰ νὰ ἐννοήσεις ὅτι αὐτὸ τὸ παιδὶ εἶναι καὶ θαυμαστὸς σύμβουλος τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρός· «καὶ τῆς εἰρήνης αὐτοῦ οὐκ ἐστιν ὅριον», ὅπως ἤδη ἐλέχθη· διότι αὐτὸ τὸ παιδὶ ἔχει ἀπεριόριστο καὶ ἀπέραντο πλοῦτο εἰρήνης μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα Του καὶ μὲ τὸ Πνεῦμα.

Τὸ δὲ «πατὴρ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος» θέλει νὰ φανερώσει τὸ δημιουργικὸ καὶ προάναρχο τοῦπαιδιοῦ αὐτοῦ ποὺ γεννήθηκε. Ὅπως δηλαδὴ κάποιος ποὺ ἔχει γίνει πατέρας πολλῶν παιδιῶν εἶναι αἴτιος τῆς πλάσεως καὶ τῆς γεννήσεώς τους, ἔτσι καὶ τὸ παιδὶ αὐτὸ ποὺ γεννήθηκε εἶναι κτίστης καὶ γεννήτορας ὅλων τῶν δημιουργημάτων, ἄρχοντας καὶ πατέρας καὶ ἡγέτης τῶν ἑπτὰ παρερχομένων αἰώνων καὶ τοῦ ἀπέραντου ὀγδόου, γι’ αὐτὸ καὶ λέγεται «πατὴρ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος».

«Ὅτι παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν» σήμερα καὶ σπαργανώθηκε παιδικά, αὐτὸς ποὺ σπαργάνωσε παλαιὰ μὲ ὁμίχλη τὴν θάλασσα. «Ὅτι παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν», τοῦ ὁποίου ἡ ἀρχὴ εἶναι ἄναρχος καὶ τέλος δὲν ἔχει.

«Ὅτι παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν», τὸ ὁποῖο συγκρατεῖ, ὡς δούλα του, τὰ σύμπαντα· γι’ αὐτὸ καὶ ὡς δούλα τὸ ὑπηρετοῦν καὶ τὸ ἐπευφημοῦν καὶ τοῦ προσφέρουν δῶρα· οἱ μάγοι καὶ ὁ ἀστέρας, οἱ ἄγγελοι καὶ οἱ ποιμένες, τὸ σπήλαιο καὶ ἡ φάτνη, ἡ Παρθένος Μητέρα ὑπερφυῶς καὶ ὁ μνήστωρ Ἰωσὴφ ὁ τεχνίτης, φαινόμενος ὡς πατέρας τοῦ τεχνουργοῦ τῶν πάντων. Λείπει ὅμως ἡ ἐπιστασία τῶν μαιῶν ἀπὸ τὸν τίμιο ἐκεῖνο καὶ παράδοξο καὶ παρθενικὸ τοκετὸ διότι ἐκεῖ ποὺ γίνεται μητέρα ἡ Παρθένος μὲ τὴν ἐπισκίαση τῆς Δυνάμεως τοῦ Ὑψίστου, μαῖες δὲν χρειάζονται. Αὐτὰ λοιπὸν καὶ τὰ ἰσότιμα μὲ αὐτὰ φανέρωναν σαφῶς τὴν θεαρχία καὶ παντοκρατορία τοῦ νεογέννητου παιδιοῦ. «Ὅτι παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν» ἀπὸ τὴν ἁγία Παρθένο χωρὶς πατέρα αὐτὸ ποὺ ἐγεννήθη «ἐκ γαστρὸς πρὸ ἑωσφόρου» ἀπὸ τὸν Πατέρα χωρὶς μητέρα.

«Ὅτι παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν» κριτὴς ζώντων καὶ νεκρῶν.

«Ὅτι παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν» καὶ φανέρωσε σήμερα τὸ προαιώνιο μυστήριο, καὶ ἔτσι περατώθηκε μὲ τὸν καλύτερο τρόπο ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο «πολυμερῶς καὶ πολυτρόπως» διεῖδαν ἀπὸ παλαιὰ οἱ Προφῆτες· προέλεγαν δηλαδὴ ὅτι «ἐκ Σιών ἐξελεύσεται νόμος καὶ λόγος Κυρίου ἐξ Ἱερουσαλὴμ» καὶ ὅτι «ὁ Θεὸς ἀπὸ Θαιμᾶν ἤξει» καὶ ὅτι «ἐκ Σιών ἡ εὐπρέπεια τῆς ὡραιότητος αὐτοῦ» καὶ ὅτι «ἐξελεύσεται ράβδος ἐκ τῆς ρίζης Ἰεσσαὶ» καὶ τὰ λοιπά.

«Ὅτι παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν», τὴν γέννηση τοῦ ὁποίου ἐμυήθησαν οἱ μάγοι, οἱ βασιλεῖς τῶν Περσῶν καὶ ἦλθαν μὲ ὁδηγὸ τὸν ἀστέρα νὰ τὸν προσκυνήσουν, αὐτοὶ τοὺς ὁποίους ἡ ἁγία Γραφὴ ὀνόμασε ἀπὸ παλαιὰ Σεβωείμ, λέγοντας: «ὅτι ἄνδρες ὑψηλοὶ Σεβωεὶμ διαβήσονται πρὸς σὲ καὶ προσκυνήσουσι λέγοντες ὅτι ἐν σοί ὁ Θεός ἐστι καὶ οὐκ ἐστὶ Θεὸς πλήν σου». Αὐτοὶ λοιπὸν οἱ ἄνδρες ἦλθαν καὶ τὸν προσκύνησαν καὶ θεολογώντας τοῦ προσέφεραν δῶρα· χρυσὸν μὲν ἐπειδὴ εἶναι Βασιλεύς, λίβανον ἐπειδὴ εἶναι Θεὸς καὶ σμύρνα γιὰ τὸ ἄχραντον Πάθος· τὴν ἔκβαση αὐτοῦ ἔφερε εἰς πέρας ὁ Ἰωσὴφ καὶ ὁ Νικόδημος, ὅταν μετὰ τὸ Πάθος κήδευσαν τὸ ζωηφόρο Ἐκεῖνο σῶμα μὲ ἑκατὸ λίτρες σμύρνης καὶ ἀλόης.

«Ὅτι παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν» καὶ εἶναι τώρα ξαπλωμένο στὴ φάτνη, αὐτὸς ὁ Ὁποῖος κρατεῖ στὸ χέρι του τὴ σφαίρα τῆς γῆς καὶ συγκρατεῖ θεοπρεπῶς καὶ ἀνέτως ὅλη τὴν κτίση.

Καὶ γιὰ νὰ πῶ συγκεφαλαιώνοντας τὸ πληρέστατο παραλείποντας τὰ περισσότερα, «ὅτι παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν» κόσμου σωτήριον, νοσημάτων ἰατήριον. δαιμόνων ἀφανιστήριον, εἰδωλικῶν ξοάνων καὶ βωμῶν καταλυτήριον, θυσιῶν διαβολικῶν καὶ βέβηλων κνισσῶν ἐξαλειπτήριον, τυραννικῆς διαβόλου ἀποστασίας ἁλυσοδετήριον αἰώνιον. καὶ καθολικῆς ἀναστάσεως νεκρῶν ἀρχετήριον.

xristougenna gennhsh xristouΠοιὸς εἶδε ἢ ἄκουσε ποτὲ παρόμοιο παιδὶ νὰ εἶναι ξαπλωμένο σὲ φάτνη περιτυλιγμένο μὲ σπάργανα καὶ νὰ κρατεῖ στὴν παλάμη του τὰ σύμπαντα, νὰ προσκαλεῖ στὰ ὕψη τὸ ὕδωρ τῆς θαλάσσης καὶ νὰ τὸ διαχέει ὅπου θέλει, νὰ ἀναπαύεται στὴ φάτνη καὶ συγχρόνως νὰ χρησιμοποιεῖ σὰν ὄχημα τὰ χερουβίμ, νὰ γαλακτοτροφῆται ἀπὸ Μητέρα παρθένο καὶ νὰ «ἐξαποστέλλη πηγάς ὑδάτων ἐν φάραγξι», νὰ περικρατῆται σὲ παρθενικὲς ἀγκάλες καὶ νὰ κρατεῖ ἀσφαλῶς τὰ σύμπαντα: «Ὢ βάθος πλούτου καὶ σοφίας καὶ γνώσεως Θεοῦ!», ὅπως ἀναφωνεῖ καὶ ὁ θεῖος Παῦλος. Ὢ θαύματος παραδόξου, ἀπὸ τὰ σύγχρονα καὶ τὰ παλαιὰ καινοφανεστέρου. Ὢ θείας κηδεμονίας καὶ ἄκρας συγκαταβάσεως. Πῶς ὁ ἀπεριόριστος Λόγος καὶ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρὸς περιορίστηκε ἑκούσια μέσα στὴ μορφὴ τοῦ δούλου; Πῶς ὁ κατὰ φύσιν ἀσώματος περιεβλήθη μὲ σῶμα; Πῶς φάνηκε αὐτὸς ποὺ εἶναι καὶ στοὺς ἀγγέλους ἀθέατος; Πῶς ὁ κτίστης τῶν ἀθανάτων δυνάμεων καταδέχτηκε νὰ φορέσει σάρκα; Πῶς αὐτὸς ποὺ διαθέτει τὸν ἀσύγκριτο πλοῦτο τῆς θεότητος καὶ χαρίζει τὰ πλούσια δῶρα ἔφθασε στὴν ἔσχατη πτωχεία; Πράγματι, τί πτωχότερο μπορεῖ νὰ ὑπάρξει ἀπὸ τὸ βουστάσιο καὶ τὴ φάτνη καὶ τὸ σπήλαιο; Πῶς ὡράθη παραδόξως ὁ ἀόρατος; Πῶς ὁ Ὕψιστος κατέβηκε; Πῶς ὁ ὑπερουράνιος ἠθέλησε νὰ ζήσει μαζὶ μὲ ἐμᾶς τοὺς χαμηλούς; Πῶς ὁ περικυκλούμενος ἀπὸ στρατιὲς λαμπρότατων ἀγγέλων ἦλθε νὰ συναναστραφεῖ μὲ τοὺς ἀνθρώπους; Πῶς ὁ «περιβαλλόμενος φῶς ὡς ἱμάτιον» περιβάλλεται μὲ σπάργανα εὐτελῆ; Πῶς ὁ ὑπερκαθαρὸς κατῆλθε πρὸς ἐμᾶς ποὺ εὑρισκόμεθα στὸν λάκκο καὶ τὴν σαπρία τῶν ὀλέθριων παθῶν; Γιὰ ποιὸν λόγο, γιατί ἔγινε ἡ ἀσύλληπτος αὐτὴ καὶ πολλὴ συγκατάβαση; Εἶναι βεβαίως φανερὸ γιὰ ὅσους θέλουν νὰ ἐρευνήσουν τὴ δύναμη τοῦ μυστηρίου· θὰ τὸ διασαφήσω σύντομα χρησιμοποιώντας μία εἰκόνα. Ὅπως κάποιος ποὺ ἔχει πέσει σὲ λάκκο βαθύτατο καὶ βορβορώδη δὲν μπορεῖ νὰ ἀνέλθει μόνος του ἀπὸ ἐκεῖ, ἀλλὰ χρειάζεται κάποιο χέρι ἀπὸ ἐπάνω νὰ τὸν ἀνασύρει, κάτι παρόμοιο ἔπαθε καὶ ἡ φύση μας· ἐπωμίστηκε δεινῶς μὲ τὴν πτώση στὸ βόθρο τῆς παραβάσεως καὶ πεσμένη στὸ λάκκο τοῦ Ἅδη εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ κάποιο χέρι πανίσχυρο γιὰ νὰ τὴν ἀνασύρει. Καὶ ἐπειδὴ κανενὸς συνδούλου χέρι δὲν εἶχε αὐτὴ τὴν ἱκανότητα, ἐκτείνεται ἀπὸ ἐπάνω, ἀπὸ τὰ θεία ὑψώματα «ἡ πανσθενουργὸς δεξιὰ» πρὸς τὰ κάτω, ἡ ὁποία, καὶ ὡς πατρικὴ δεξιά, ὄχι μόνο ἀνείλκυσε ἀπὸ τὸν λάκκο ἐκεῖνο αὐτοὺς ποὺ εἶχαν πέσει, ἀλλὰ καὶ «τῷ πλήθει τῆς δόξης καὶ τῆς δυνάμεως αὐτῆς συνέτριψε τοὺς ὑπεναντίους», ὅπως ἔχει γραφεῖ, καὶ λαμβάνοντας ὑπεφυῶς τὴ φύση μας, ἡ ὁποία εἶχε ριφθεῖ ἐκεῖ, τὴν ὁδήγησε ὑψηλὰ στοὺς οὐρανοὺς καὶ ἀφοῦ τὴν κάθισε στὸ θρόνο ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρὸς τὴν ἀξίωσε νὰ προσκυνεῖται ἀπὸ ὅλη τὴν κτίση, καὶ προσκαλώντας ἐμᾶς ἐκεῖ ἔλεγε «εἰ τὶς ἐμοὶ διακονεῖ, ἐμοὶ ἀκολουθείτω, ἵνα ὅπου εἰμὶ ἐγώ, ἐκεῖ καὶ ὁ διάκονος ὁ ἐμὸς ἔσται». Ὁμοίως καὶ ὁ μακάριος Παῦλος συνιστᾶ: «Τὰ ἄνω ζητεῖν, τὰ ἄνω φρονεῖν, ἔνθα κάθηται Χριστὸς ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρός».


Πηγή: www.imaik.gr


"Εἰς τό Γενέθλιον τοῦ Κυρίου Ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ"
(Αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου)

 

11 Nov 13 Ioannis xrysostomosΜυστήριον ξένον καὶ παράδοξον βλέπω·
ποιμένες μου περιηχοῦσι τὰ ὦτα,
οὐκ ἔρημον συρίζοντες μέλος,
ἀλλ' οὐράνιον ᾄδοντες ὕμνον.
Ἄγγελοι ᾄδουσιν,
ἀρχάγγελοι μέλπουσιν,
ὑμνεῖ τὰ Χερουβὶμ,
δοξολογεῖ τὰ Σεραφὶμ,
πάντες ἑορτάζουσι Θεὸν ἐπὶ γῆς ὁρῶντες,
καὶ ἄνθρωπον ἐν οὐρανοῖς·
τὸν ἄνω κάτω δι' οἰκονομίαν,
καὶ τὸν κάτω ἄνω διὰ φιλανθρωπίαν.

Σήμερον Βηθλεὲμ τὸν οὐρανὸν ἐμιμήσατο·
ἀντὶ μὲν ἀστέρων ἀγγέλους ὑμνοῦντας δεξαμένη,
ἀντὶ δὲ ἡλίου τὸν τῆς δικαιοσύνης ἀπεριγράπτως χωρήσασα.
Καὶ μὴ ζήτει πῶς·
ὅπου γὰρ βούλεται Θεὸς, νικᾶται φύσεως τάξις.
Ἠβουλήθη γὰρ, ἠδυνήθη, κατῆλθεν, ἔσωσε·
σύνδρομα τὰ πάντα τῷ Θεῷ.

Σήμερον ὁ ὢν τίκτεται,
καὶ ὁ ὢν γίνεται ὅπερ οὐκ ἦν·
ὢν γὰρ Θεὸς,
γίνεται ἄνθρωπος,
οὐκ ἐκστὰς τοῦ εἶναι Θεός.
Οὐδὲ γὰρ κατ' ἔκστασιν θεότητος γέγονεν ἄνθρωπος,
οὐδὲ πάλιν κατὰ προκοπὴν ἐξ ἀνθρώπου γέγονε Θεός·
ἀλλὰ Λόγος ὢν,
διὰ τὸ ἀπαθὲς σὰρξ ἐγένετο,
ἀμεταβλήτου μενούσης τῆς φύσεως.

Ἀλλ' ὅτε μὲν ἐτέχθη, Ἰουδαῖοι ἠρνοῦντο τὸν ξένον τόκον,
καὶ Φαρισαῖοι παρηρμήνευον τὰς θείας Βίβλους,
καὶ γραμματεῖς ὑπεναντία τοῦ νόμου ἐλάλουν.
Ἡρώδης τὸν τεχθέντα ἐζήτει, οὐχ ἵνα αὐτὸν τιμήσῃ, ἀλλ' ἵνα αὐτὸν ἀπολέσῃ.
Σήμερον γὰρ πάντα ὑπεναντία εἶδον.

Οὐκ ἐκρύβη γὰρ, κατὰ τὸν ψαλμῳδὸν,
ἀπὸ τῶν τέκνων αὐτῶν εἰς γενεὰν ἑτέραν.
Βασιλεῖς μὲν γὰρ ἦλθον,
τὸν ἐπουράνιον βασιλέα θαυμάζοντες,
ὅτι πῶς ἐπὶ γῆς ἦλθεν οὐκ ἀγγέλους ἔχων,
οὐκ ἀρχαγγέλους,
οὐ θρόνους,
οὐ κυριότητας,
οὐ δυνάμεις,
οὐκ ἐξουσίας,
ἀλλὰ ξένην καὶ ἀτριβῆ βαδίσας ὁδὸν,
ἐξ ἀγεωργήτου προῆλθε γαστρὸς,
οὔτε τοὺς ἀγγέλους αὐτοῦ ἐρήμους τῆς ἐπιστασίας αὐτοῦ καταλιπὼν,
οὔτε τῇ πρὸς ἡμᾶς ἐνανθρωπήσει τῆς οἰκείας θεότητος ἐκστάς·
ἀλλὰ βασιλεῖς μὲν τὸν ἐπουράνιον βασιλέα τῆς δόξης ἦλθον προσκυνήσοντες,
στρατιῶται δὲ τὸν ἀρχιστράτηγον τῆς δυνάμεως θεραπεύσοντες·
αἱ γυναῖκες τὸν ἐκ γυναικὸς τεχθέντα,
ἵνα τὰς λύπας τῆς γυναικὸς εἰς χαρὰν μεταβάλλῃ·
αἱ παρθένοι τὸ τῆς παρθένου παιδίον,
ὅτι πῶς ὁ γάλακτος καὶ μαζῶν δημιουργὸς τὰς πηγὰς μαζῶν αὐτόματα ῥεῖθρα φέρεσθαι ποιῶν,
παρὰ μητρὸς παρθένου παιδίου τροφὴν ἔλαβε·
τὰ νήπια τὸν νήπιον γενόμενον,
ἵνα ἐκ στόματος νηπίων καὶ θηλαζόντων καταρτίσῃ αἶνον·
οἱ παῖδες τὸν παῖδα μάρτυρας διὰ τὴν Ἡρώδου μανίαν εἰργασάμενον·
οἱ ἄνδρες τὸν ἐνανθρωπήσαντα καὶ τὰ τῶν δούλων θεραπεύσαντα κακά·
οἱ ποιμένες τὸν ποιμένα τὸν καλὸν,
τὸν τὴν ψυχὴν ὑπὲρ τῶν προβάτων προθέμενον·
οἱ ἱερεῖς τὸν κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδὲκ ἀρχιερέα γενόμενον·
οἱ δοῦλοι τὸν μορφὴν δούλου λαβόντα,
ἵνα ἡμῶν τὴν δουλείαν ἐλευθερίᾳ τιμήσῃ·
οἱ ἁλιεῖς τὸν ἀπὸ ἁλιέων θηρευτὰς ἀνθρώπων ἐργαζόμενον·
οἱ τελῶναι τὸν ἀπὸ τελωνῶν εὐαγγελιστὴν ἀναδείξαντα·
αἱ πόρναι τὸν τοῖς πορνικοῖς δάκρυσι τοὺς πόδας προϊέμενον·
καὶ ἵνα συντόμως εἴπω,
πάντες οἱ ἁμαρτωλοὶ ἦλθον ἰδεῖν τὸν ἀμνὸν τοῦ Θεοῦ τὸν αἴροντα τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου,
μάγοι δορυφοροῦντες, ποιμένες εὐλογοῦντες, τελῶναι εὐαγγελιζόμενοι, πόρναι μυροφοροῦσαι, Σαμαρεῖτις πηγὴν διψῶσα ζωῆς, Χαναναία πίστιν ἀνενδοίαστον ἔχουσα.

Πάντων οὖν σκιρτώντων,
σκιρτῆσαι θέλω κἀγὼ, χορεῦσαι βούλομαι, πανηγυρίσαι θέλω·
χορεύω δὲ, οὐ κιθάραν πλήττων, οὐ θυρσὸν κινῶν, οὐκ αὐλοὺς ἔχων, οὐ δᾷδας ἅπτων, ἀλλ' ἀντὶ μουσικῶν ὀργάνων τὰ τοῦ Χριστοῦ σπάργανα φέρων.
Αὐτὰ γάρ μοι ἐλπὶς, αὐτά μοι ζωὴ, αὐτά μοι σωτηρία, αὐτά μοι αὐλὸς, αὐτά μοι κιθάρα.
∆ιὸ καὶ αὐτὰ ἔρχομαι φέρων, ἵνα τῇ αὐτῶν δυνάμει ἰσχὺν λόγων λαβὼν μετ' ἀγγέλων εἴπω·

gennisischristouagiouorfanou∆όξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ·
μετὰ δὲ ποιμένων,
Καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία.
Σήμερον ὁ γεννηθεὶς ἀῤῥήτως ἐκ Πατρὸς,
ἐκ παρθένου τίκτεται, ἀφράστως δι' ἐμέ.

Ἀλλὰ τότε μὲν κατὰ φύσιν ἐκ τοῦ Πατρὸς πρὸ αἰώνων ἐγεννήθη, ὡς ὁ γεννήσας οἶδε·
σήμερον δὲ πάλιν παρὰ φύσιν ἐτέχθη,
ὡς ἡ τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐπίσταται χάρις.

Καὶ ἡ ἄνω αὐτοῦ γέννησις ἀληθὴς,
καὶ ἡ κάτω γέννησις ἀψευδὴς,
καὶ ἀληθῶς Θεὸς ἐκ Θεοῦ ἐγεννήθη,
καὶ ἀληθῶς ἄνθρωπος ὁ αὐτὸς ἐκ παρθένου ἐτέχθη.

Ἄνω μόνος ἐκ μόνου Μονογενὴς,
κάτω μόνος ἐκ παρθένου μόνης Μονογενὴς ὁ αὐτός.
Ὥσπερ γὰρ ἐπὶ τῆς ἄνω γεννήσεως ἀσεβὲς ἐννοῆσαι μητέρα·
οὕτω βλάσφημόν ἐστιν ὑπολαβεῖν καὶ ἐπὶ τῆς κάτω γεννήσεως πατέρα.

Ὁ Πατὴρ ἀῤῥεύστως ἐγέννησε,
καὶ ἡ παρθένος ἀφθόρως ἔτεκεν·
οὔτε γὰρ ὁ Θεὸς ῥεῦσιν ὑπέμεινε γεννήσας·
θεοπρεπῶς γὰρ ἐγέννησεν·
οὔτε ἡ παρθένος φθορὰν ὑπέμεινε τεκοῦσα·
πνευματικῶς γὰρ ἔτεκεν.

Ὅθεν οὔτε ἡ ἄνω αὐτοῦ γέννησις ἐξήγησιν ἔχει,
οὔτε ἡ ἐν ὑστέροις καιροῖς πρόοδος πολυπραγμονεῖσθαι ἀνέχεται.
Ὅτι μὲν γὰρ ἔτεκεν ἡ παρθένος, σήμερον οἶδα,
καὶ ὅτι ἐγέννησεν ὁ Θεὸς ἀχρόνως, πιστεύω·
τὸν δὲ τρόπον τῆς γεννήσεως σιωπῇ τιμᾷν μεμάθηκα,
καὶ οὐ διὰ λόγων πολυπραγμονεῖν παρέλαβον.
Ἐπὶ γὰρ Θεοῦ οὐ δεῖ τῇ φύσει τῶν πραγμάτων προσέχειν, ἀλλὰ τῇ δυνάμει τοῦ ἐνεργοῦντος πιστεύειν.
Φύσεως γάρ ἐστι νόμος,
ὅταν γυνὴ προσομιλήσασα γάμοις τέκῃ·
ὅταν δὲ παρθένος ἀπειρόγαμος τεκοῦσα πάλιν παρθένος φανείη, ὑπὲρ φύσιν τὸ πρᾶγμα.

Τὸ οὖν κατὰ φύσιν ζητείσθω,
τὸ δὲ ὑπὲρ φύσιν σιγῇ τιμάσθω, οὐχ ὡς φευκτὸν,
ἀλλ' ὡς ἀπόῤῥητον, καὶ σιωπῇ τιμᾶσθαι ἄξιον.

Ἀλλ' ἀπονείματέ μοι συγγνώμην, παρακαλῶ,
ἐν προοιμίοις καταπαῦσαι τὸν λόγον βουλομένῳ.
∆ειλὸς γὰρ ὢν πρὸς τὴν τῶν κρειττόνων ἔρευναν,
πῶς ἢ ποῦ τρέψω τῶν λόγων τὰ πηδάλια οὐχ ἔχω.

Τί γὰρ εἴπω, ἢ τί λαλήσω;
Τὴν τεκοῦσαν ὁρῶ, τὸν τεχθέντα βλέπω,
τὸν δὲ τρόπον τῆς γεννήσεως οὐ συνορῶ·
νικᾶται γὰρ φύσις,
νικᾶται καὶ τάξεως ὅρος,
ὅπου Θεὸς βούλεται.

Οὐ γὰρ κατὰ φύσιν γέγονε τὸ πρᾶγμα·
ἀλλ' ὑπὲρ φύσιν τὸ θαῦμα·
ἤργησε γὰρ ἡ φύσις,
καὶ ἐνήργησε τοῦ ∆εσπότου τὸ βούλημα.

Ὢ χάριτος ἀφράστου!
Ὁ πρὸ αἰώνων Μονογενὴς, ὁ ἀναφὴς, καὶ ἁπλοῦς, καὶ ἀσώματος, ὑπεισῆλθέ μου τὸ φθαρτὸν καὶ ὁρατὸν σῶμα.

∆ιὰ τί;
Ἵνα βλεπόμενος διδάξῃ,
διδάξας δὲ πρὸς τὸ μὴ βλεπόμενον χειραγωγήσῃ.
Ἐπειδὴ γὰρ οἱ ἄνθρωποι τὸν ὀφθαλμὸν τῆς ἀκοῆς πιστότερον ποιοῦσιν,
ὃ δὲ μὴ βλέπουσιν ἀμφιβάλλουσι,
διὰ τοῦτο ἠνείχετο καὶ ὀφθαλμοῖς τὴν ἑαυτοῦ θέαν διὰ τοῦ σώματος παρασχεῖν, ἵνα λύσῃ τὴν ἀμφισβήτησιν.

Καὶ τίκτεται ἐκ παρθένου ἀγνοούσης τὸ πρᾶγμα·
οὔτε γὰρ συνήργησε πρὸς τὸ γινόμενον,
οὔτε συνεβάλλετο πρὸς τὸ πραττόμενον,
ἀλλ' ἦν ψιλὸν ὄργανον τῆς ἀποῤῥήτου αὐτοῦ δυνάμεως, μόνον εἰδυῖα, ὃ παρὰ τοῦ Γαβριὴλ ἐρομένη ἔμαθεν,
ὅτι Πῶς ἔσται μοι τοῦτο, ἐπεὶ ἄνδρα οὐ γινώσκω;

Καί φησι·
Τοῦτο βούλει μαθεῖν;
Πνεῦμα ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπὶ σὲ,
καὶ δύναμις Ὑψίστου ἐπισκιάσει σοι.
Καὶ πῶς ἦν μετ' αὐτῆς, καὶ μικρὸν ὕστερον ἐξ αὐτῆς;

Ὥσπερ τεχνίτης εὑρὼν ὕλην χρησιμωτάτην,
κάλλιστον ἀπεργάζεται σκεῦος·
οὕτω καὶ ὁ Χριστὸς εὑρὼν τῆς παρθένου ἅγιον καὶ τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχὴν, ἔμψυχον ἑαυτῷ κατεκόσμησε ναὸν, ὃν ἐβουλήθη
τρόπον πλάσας τὸν ἄνθρωπον ἐν τῇ παρθένῳ, καὶ ἐνδυσάμενος αὐτὸν, σήμερον προῆλθεν,
οὐκ αἰδεσθεὶς τὸ δυσειδὲς τῆς φύσεως.
Οὐδὲ γὰρ ὕβριν ἔφερεν αὐτῷ, φορέσαι τὸ ἴδιον ἔργον·
καὶ τὸ πλάσμα δὲ μεγίστην ἐκαρποῦτο δόξαν,
ἔνδυμα τοῦ τεχνίτου γινόμενον.

Ὥσπερ γὰρ παρὰ τὴν πρώτην πλάσιν ἀδύνατον ἦν συνεστάναι τὸν ἄνθρωπον,
πρὶν ἢ τὸν πηλὸν εἰς τὰς χεῖρας αὐτοῦ ἐλθεῖν·
οὕτω καὶ τὸ φθαρὲν σκεῦος ἀδύνατον μεταποιηθῆναι,
εἰ μὴ γέγονεν ἔνδυμα τοῦ ποιήσαντος.

Ἀλλὰ τί εἴπω, ἢ τί λαλήσω;
Ἐκπλήττει γάρ με τὸ θαῦμα.
Ὁ Παλαιὸς ἡμερῶν παιδίον γέγονεν,
ὁ ἐπὶ θρόνου ὑψηλοῦ καὶ ἐπηρμένου καθήμενος ἐν φάτνῃ τίθεται,
ὁ ἀναφὴς, καὶ ἁπλοῦς, καὶ ἀσύνθετος, καὶ ἀσώματος χερσὶν ἀνθρωπίναις ἑλίσσεται,
ὁ τὰ τῆς ἁμαρτίας διασπῶν δεσμὰ σπαργάνοις ἐμπλέκεται,
ἐπειδὴ τοῦτο θέλει.

Θέλει γὰρ τὴν ἀτιμίαν ποιῆσαι τιμὴν,
τὴν ἀδοξίαν ἐνδῦσαι δόξαν,
τὸν τῆς ὕβρεως ὅρον, ἀρετῆς δεῖξαι τρόπον.
Ὅθεν ὑπέρχεται τὸ ἐμὸν σῶμα, ἵνα ἐγὼ χωρήσω τὸν αὐτοῦ Λόγον·
καὶ λαβὼν τὴν ἐμὴν σάρκα,
δίδωσί μοι τὸ ἑαυτοῦ Πνεῦμα,
ἵνα διδοὺς καὶ λαμβάνων θησαυρόν μοι ζωῆς ἐμπορεύσηται.
Λαμβάνει μου τὴν σάρκα, ἵνα με ἁγιάσῃ·
δίδωσί μοι τὸ Πνεῦμα αὐτοῦ, ἵνα με διασώσῃ.

Ἀλλὰ τί εἴπω, καὶ τί λαλήσω;
Ἰδοὺ ἡ παρθένος ἐν γαστρὶ ἕξει.
Οὐκέτι λέγεται ὡς γενησόμενον,
ἀλλὰ θαυμάζεται ὡς πεπραγμένον.

Παρὰ Ἰουδαίοις ἐπέπρακτο, παρ' οἷς καὶ ἐλέγετο,
ὑφ' ἡμῶν δὲ πιστεύεται, παρ' οἷς οὐδὲ ὠνομάζετο.
Ἰδοὺ ἡ παρθένος ἐν γαστρὶ ἕξει.
Τὸ μὲν γράμμα τῆς συναγωγῆς,
τὸ δὲ κτῆμα τῆς Ἐκκλησίας.
Ἐκείνη τὸ δίπτυχον εὗρεν,
αὕτη τὸν μαργαρίτην ἐφεῦρεν·
ἐκείνη τὸ ἔριον ἔβαψεν,
αὕτη τὴν ἁλουργίδα ἐνεδύσατο.
Ἡ Ἰουδαία γὰρ αὐτὸν ἔτεκε,
καὶ ἡ οἰκουμένη αὐτὸν ὑπεδέξατο.
Ἡ συναγωγὴ αὐτὸν ἔθρεψε, καὶ ἐτιθηνήσατο,
καὶ ἡ Ἐκκλησία κατέσχε καὶ ἐκαρπώσατο.
Παρ' ἐκείνῃ τὸ κλῆμα τῆς ἀμπέλου,
καὶ παρ' ἐμοὶ ὁ βότρυς τῆς ἀληθείας.
Ἐκείνη τὸν βότρυν ἐτρύγησε,
καὶ τὰ ἔθνη τὸ μυστικὸν πίνει πόμα.
Ἐκείνη τὸν κόκκον τοῦ σίτου ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ ἔσπειρε,
καὶ τὰ ἔθνη τῇ δρεπάνῃ τῆς πίστεως τὸν ἄσταχυν ἐθέρισε.

γεννηση1Τὰ ἔθνη τὸ ῥόδον εὐσεβῶς ἀπέκειρε,
καὶ Ἰουδαίοις ἡ ἄκανθα τῆς ἀπιστίας ἀπέμεινεν·
ὁ νεοττὸς ἀπέπτη,
καὶ παρακάθηνται οἱ ἄφρονες τῇ καλιᾷ·
τὴν φυλλάδα τοῦ γράμματος οἱ Ἰουδαῖοι ἑρμηνεύουσι,
καὶ τὸν καρπὸν τοῦ Πνεύματος τὰ ἔθνη δρέπονται·
Ἰδοὺ ἡ παρθένος ἐν γαστρὶ λήψεται.

Εἰπέ μοι, ὦ Ἰουδαῖε, εἰπέ μοι λοιπὸν, τίνα ἔτεκε;
Θάῤῥησόν μοι, κἂν ὡς τῷ Ἡρώδῃ.
Ἀλλ' οὐ θαῤῥεῖς.
Οἶδα διὰ τί·
διὰ τὴν ἐπιβουλήν.
Ἐκείνῳ γὰρ εἶπας, ἵνα αὐτὸν ἀνέλῃ·
ἐμοὶ δὲ οὐ λέγεις, ἵνα μὴ αὐτὸν προσκυνήσω.
Τίνα δὲ ἔτεκε;
Τίνα;
Τὸν ∆εσπότην τῆς φύσεως.
Κἂν γὰρ σὺ σιωπᾷς, ἡ φύσις βοᾷ·
ἔτεκε γὰρ, ὡς ὁ τεχθεὶς τεχθῆναι ἠθέλησεν.

Οὐ γὰρ ὑπὸ τῆς φύσεως ἐπετρέπετο,
ἀλλ' ὡς ∆εσπότης τῆς φύσεως ξένον τῆς γεννήσεως εἰσήγαγε τρόπον, ἵνα δείξῃ,
ὅτι καὶ ἄνθρωπος γενόμενος οὐχ ὡς ἄνθρωπος τίκτεται,
ἀλλ' ὡς Θεὸς γεννᾶται.
Ἐκ παρθένου οὖν σήμερον προῆλθε νικησάσης φύσιν, ὑπερβάσης γάμον.
Ἔπρεπε γὰρ τῷ τῆς ἁγιοσύνης πρυτάνει ἐκ καθαρῶν καὶ ἁγίων προελθεῖν τόκων.
Αὐτὸς γάρ ἐστιν ὁ πάλαι ἐκ παρθένου γῆς τὸν Ἀδὰμ πλάσας,
ἀπὸ δὲ τοῦ Ἀδὰμ ἄνευ γυναικὸς γυναῖκα μορφώσας.
Ὥσπερ γὰρ ὁ Ἀδὰμ ἄνευ γυναικὸς γυναῖκα ἤνεγκεν,
οὕτω καὶ σήμερον ἡ παρθένος ἄνευ ἀνδρὸς ἄνδρα ἔτεκεν.
Ἄνθρωπος γάρ ἐστι, φησὶ, καὶ τίς γνώσεται αὐτόν;

Ἐπειδὴ γὰρ ἐχρεώστει τὸ γυναικεῖον γένος τοῖς ἀνθρώποις τὴν χάριν, ὡς τοῦ Ἀδὰμ ἄνευ γυναικὸς γυναῖκα βλαστήσαντος,
διὰ τοῦτο σήμερον ἔτεκεν ἡ παρθένος ἄνευ ἀνδρὸς,
ὑπὲρ τῆς Εὔας ἐκτιννύουσα τοῖς ἀνδράσι τὸ χρέος.
Ἵνα γὰρ μὴ μέγα φρονήσῃ ὁ Ἀδὰμ, ἄνευ γυναικὸς γυναῖκα βλαστήσας, διὰ τοῦτο καὶ ἡ παρθένος ἄνευ ἀνδρὸς ἄνδρα ἔτεκεν,
ἵνα τῷ κοινῷ τοῦ θαύματος τὸ ὁμότιμον δείξῃ τῆς φύσεως.
Ὥσπερ γὰρ ἀπὸ τοῦ Ἀδὰμ τὴν πλευρὰν ἀφεῖλε,
καὶ τὸν Ἀδὰμ οὐκ ἐμείωσεν οὐδέν·
οὕτω καὶ ἐν τῇ παρθένῳ καὶ τὸν ἔμψυχον ἔπλασε ναὸν,
καὶ τὴν παρθενίαν οὐκ ἔλυσεν.
Σῶος ἔμεινεν ὁ Ἀδὰμ καὶ μετὰ τὴν ἀφαίρεσιν τῆς πλευρᾶς·
ἄφθορος ἔμεινε καὶ ἡ παρθένος μετὰ τὴν πρόοδον τοῦ βρέφους.
∆ιὰ τοῦτο δὲ οὐκ ἀλλαχόθεν ἑαυτῷ ναὸν κατεσκευάσατο, οὐδὲ ἄλλο σῶμα πλάσας ἐνεδύσατο,
ἵνα μὴ δόξῃ τὸ τοῦ Ἀδὰμ ἐνυβρίζειν φύραμα.

Ἐπειδὴ γὰρ ἀπατηθεὶς ὁ ἄνθρωπος ὄργανον γέγονε τοῦ διαβόλου,
διὰ τοῦτο αὐτὸν τὸν ὑποσκελισθέντα ἔμψυχον ἀνελάμβανε ναὸν,
ἵνα διὰ τὴν πρὸς τὸν πεποιηκότα συνάφειαν ἐκ τῆς τοῦ διαβόλου αὐτὸν ἀποστήσῃ συνηθείας.

Ὅμως καὶ ἄνθρωπος γινόμενος οὐχ ὡς ἄνθρωπος τίκτεται, ἀλλ' ὡς Θεὸς γεννᾶται.
Εἰ γὰρ ἐκ κοινῶν γάμων προῆλθεν, ὥσπερ ἐγὼ,
ψεῦδος τοῖς πολλοῖς ἐνομίζετο·
νῦν δὲ διὰ τοῦτο ἐκ παρθένου τίκτεται,
τικτόμενος δὲ καὶ τὴν μήτραν ἀναλλοίωτον τηρεῖ,
καὶ τὴν παρθενίαν ἀζήμιον διαφυλάττει,
ἵνα ὁ ξένος τῆς κυήσεως τρόπος πίστεώς μοι μεγάλης πρόξενος γένηται.

Ὅθεν κἂν Ἕλλην με, κἂν Ἰουδαῖος ἐρωτᾷ,
ὅτι ὁ Χριστὸς Θεὸς ὢν κατὰ φύσιν,
ἄνθρωπος γέγονε παρὰ φύσιν,
ἐρῶ, Ναὶ, μάρτυρα τοῦ λόγου τὴν ἄσπιλον τῆς παρθενίας σφραγῖδα καλῶν·
οὕτω γάρ ἐστι Θεὸς νικῶν τὴν τῆς φύσεως τάξιν·
οὕτω γαστρός ἐστι κεραμεὺς, καὶ παρθενίας εὑρετὴς,
ὅτι καὶ ἀμόλυντον ἔσχε τῆς γεννήσεως τὸν τρόπον,
καὶ ἑαυτῷ ἀφράστως ᾠκοδόμησε ναὸν,
ὃν ἠβουλήθη τρόπον.

Εἰπέ μοι οὖν, ὦ Ἰουδαῖε, ἔτεκεν ἡ παρθένος, ἢ οὔ;
Εἰ μὲν γὰρ ἔτεκεν, ὁμολόγησον τὸν ξένον τόκον·
εἰ δὲ οὐκ ἔτεκε, διὰ τί τὸν Ἡρώδην ἠπάτησας;
Σὺ γὰρ αὐτῷ πυνθανομένῳ,
ποῦ ὁ Χριστὸς γεννᾶται, εἶπας, ὅτι ἐν Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας.

Μὴ οὖν ἐγὼ ᾔδειν τὴν κώμην, ἢ τὸν τόπον;
μὴ ἐγὼ τοῦ γεννωμένου τὴν ἀξίαν ἐγίνωσκον;
οὐχ ὁ Ἡσαΐας ὡς Θεοῦ αὐτοῦ ἐμνημόνευσε;
Τέξεται γὰρ, φησὶν, υἱὸν,
καὶ καλέσουσι τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ.

Οὐχ ὑμεῖς ἀγνώμονες ἐχθροὶ τὴν ἀλήθειαν εἰσηγήσασθε;
οὐχ ὑμεῖς οἱ γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι οἱ ἀκριβεῖς τοῦ νόμου φύλακες πάντα τὰ κατ' αὐτὸν ἡμᾶς ἐδιδάξατε;
μὴ τὴν τῶν Ἑβραίων γλῶσσαν εἴδομεν;
οὐχ ὑμεῖς τὰς Γραφὰς ἡρμηνεύσατε;
Μετὰ τὸ τεκεῖν τὴν παρθένον, καὶ πρὸ τοῦ τεκεῖν,
ἵνα μὴ δόξῃ πρὸς χάριν τοῦ Θεοῦ ἑρμηνεύεσθαι τὸ λεγόμενον,
οὐχ ὑμεῖς ἐρωτώμενοι παρ' Ἡρώδου,
μάρτυρα παρηγάγετε Μιχαίαν τὸν προφήτην,
ἵνα ὑμῶν τὸν λόγον κυρώσηται;
Καὶ σὺ γὰρ, φησὶ, Βηθλεὲμ οἶκος τοῦ Ἐφραθᾶ οὐδαμῶς ἐλαχίστη εἶ ἐν τοῖς ἡγεμόσιν Ἰούδα·
ἐκ σοῦ γὰρ ἐξελεύσεται ἡγούμενος,
ὅστις ποιμανεῖ τὸν λαόν μου τὸν Ἰσραήλ.

Καλῶς εἶπεν ὁ προφήτης, Ἐκ σοῦ.
Ἐξ ὑμῶν γὰρ ἐξῆλθε, καὶ εἰς τὴν οἰκουμένην ἦλθεν.
Ὁ γὰρ ὢν, προέρχεται·
ὁ δὲ μὴ ὢν, κτίζεται, ἢ γίνεται.
Αὐτὸς δὲ καὶ ἦν, καὶ προῆν,
καὶ ἀεὶ ἦν ἀλλ' ἦν μὲν ἀεὶ ὡς Θεὸς, διέπων τὸν κόσμον·
σήμερον δὲ προῆλθεν,
ὡς ἄνθρωπος μὲν τὸν λαὸν ποιμαίνων,
ὡς Θεὸς δὲ τὴν οἰκουμένην διασώζων.

Ὢ πολεμίων χρηστῶν!
ὢ κατηγόρων φιλανθρώπων!
οἳ τὸν ἐν Βηθλεὲμ τεχθέντα λανθάνοντες Θεὸν ἔδειξαν,
οἳ τὸν ἐν φάτνῃ κρυπτόμενον ∆εσπότην ἐγνώρισαν,
οἳ τὸν ἐν σπηλαίῳ καθήμενον ἐμήνυσαν ἄκοντες, καὶ εὐηργέτησαν μὴ θέλοντες, ἀπεκάλυψαν καλύψαι βουλόμενοι.

Εἶδες ἀμαθεῖς διδασκάλους;
Ἃ διδάσκουσιν, οὐ γινώσκουσι, πεινῶντες τρέφουσι, διψῶντες ποτίζουσι, πενόμενοι πλουτίζουσι.

∆εῦτε οὖν, ἑορτάσωμεν, δεῦτε πανηγυρίσωμεν.
Ξένος γὰρ ὁ τῆς ἑορτῆς τρόπος,
ἐπειδὴ καὶ παράδοξος ὁ τῆς γεννήσεως λόγος.
Σήμερον γὰρ ὁ χρόνιος ἐλύθη δεσμὸς,
ὁ διάβολος ᾐσχύνθη,
οἱ δαίμονες ἐδραπέτευσαν,
ὁ θάνατος ἐλύθη,
παράδεισος ἠνεῴχθη,
ἡ κατάρα ἠφανίσθη,
ἡ ἁμαρτία ἐκποδὼν γέγονεν,
ἡ πλάνη ἀπηλάθη,
ἡ ἀλήθεια ἐπανῆλθε,
καὶ τῆς εὐσεβείας ὁ λόγος πανταχοῦ διεσπάρη καὶ ἔδραμεν·
ἡ τῶν ἄνω πολιτεία ἐν τῇ γῇ ἐφυτεύθη,
ἄγγελοι μετὰ ἀνθρώπων κοινωνοῦσι,
καὶ ἄνθρωποι μετὰ ἀγγέλων ἀδεῶς διαλέγονται.

∆ιὰ τί;
Ἐπειδὴ Θεὸς ἐπὶ γῆς ἦλθε,
καὶ ἄνθρωπος ἐν οὐρανῷ·
πάντα ἀναμὶξ γέγονε.
Ἦλθε γὰρ ἐπὶ τῆς γῆς, ὅλος ὢν ἐν οὐρανοῖς·
ὅλος δὲ ὢν ἐν οὐρανῷ, ὅλος ἐστὶν ἐπὶ τῆς γῆς.
Θεὸς ὢν, γέγονεν ἄνθρωπος,
οὐκ ἀρνησάμενος τὸ εἶναι Θεός·
λόγος ὢν ἀπαθὴς, σὰρξ ἐγένετο,
διὰ τὸ ἐνοικῆσαι ἡμῖν σὰρξ ἐγένετο.
Θεὸς γὰρ οὐκ ἐγένετο, ἀλλὰ ἦν.
∆ιὰ τοῦτο σὰρξ ἐγένετο,
ἵνα ὃν οὐκ ἐχώρει οὐρανὸς, δέξηται φάτνη.

∆ιὰ τοῦτο ἐν φάτνῃ ἐτέθη,
ἵνα ὁ τρέφων τὰ σύμπαντα παιδίου τροφὴν παρὰ μητρὸς παρθένου λάβῃ
∆ιὰ τοῦτο ὁ τῶν μελλόντων αἰώνων Πατὴρ ὡς ὑπομάζιον βρέφος παρθενικῶν ἀνέχεται ἀγκαλῶν, ἵνα καὶ μάγοις εὐπρόσιτος γένηται.
Σήμερον γὰρ καὶ μάγοι προσῆλθον,
ἀρχὴν λαβόντες ἀρνεῖσθαι τὸν τύραννον,
καὶ ὁ οὐρανὸς καυχᾶται ἀστέρι τὸν ἴδιον ∆εσπότην μηνύων,
καὶ ὁ Κύριος ἐπὶ νεφέλης κούφης τοῦ σώματος καθεζόμενος ἐπὶ τὴν Αἴγυπτον τρέχει,
τῷ μὲν δοκεῖν φεύγων τὴν Ἡρώδου ἐπιβουλὴν,
τῇ δὲ ἀληθείᾳ ἀποπληρῶν τὸ παρὰ τοῦ Ἡσαΐου εἰρημένον·
Ἔσται γὰρ, φησὶν,
ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ Ἰσραὴλ τρίτος ἐν τοῖς Ἀσσυρίοις,
καὶ ἐν τοῖς Αἰγυπτίοις εὐλογημένος ἔσται ὁ λαός μου ἐν τῇ γῇ, ἣν εὐλόγησε Κύριος Σαβαὼθ λέγων·
Εὐλογημένος ἔσται ὁ λαός μου ὁ ἐν Αἰγύπτῳ καὶ ὁ ἐν τοῖς Ἀσσυρίοις καὶ ὁ ἐν Ἰσραήλ.

Τί λέγεις, ὦ Ἰουδαῖε;
ὁ πρῶτος τρίτος γέγονας;
Αἰγύπτιοι καὶ Ἀσσύριοι προετάχθησαν,
καὶ ὁ πρωτότοκος Ἰσραὴλ ὑπαριθμεῖται;
Ναί·
εἰκότως Ἀσσύριοι πρῶτοι ἔσονται,
ἐπειδὴ καὶ αὐτοὶ αὐτὸν πρῶτοι διὰ τῶν μάγων προσεκύνησαν·
Αἰγύπτιοι δὲ μετὰ τοὺς Ἀσσυρίους,
ἐπειδὴ καὶ αὐτοὶ φεύγοντα αὐτὸν τὴν Ἡρώδου ἐπιβουλὴν ἐδέξαντο·
τελευταῖος δὲ Ἰσραὴλ ὑπαριθμεῖται,
ἐπειδὴ μετὰ τὴν ἄνοδον τὴν ἐκ τοῦ Ἰορδάνου διὰ τῶν ἀποστόλων αὐτὸν ἔγνωσαν.

Εἰσῆλθε δὲ εἰς Αἴγυπτον, σείων τὰ χειροποίητα τῆς Αἰγύπτου οὐχ ἁπλῶς, ἀλλ' ἐπειδὴ
ἀπέκλεισε τῆς Αἰγύπτου τὰ πρόθυρα τῇ τῶν πρωτοτόκων ἀπωλείᾳ·
∆ιὰ τοῦτο σήμερον εἰσῆλθεν ὡς πρωτότοκος,
ἵνα τῆς παλαιᾶς στυγνότητος διαλύσῃ τὸ πένθος.

Καὶ ὅτι πρωτότοκος λέγεται ὁ Χριστὸς,
μαρτυρεῖ σήμερον ὁ Λουκᾶς ὁ εὐαγγελιστὴς, λέγων·
Καὶ ἔτεκε τὸν υἱὸν αὐτῆς τὸν πρωτότοκον,
καὶ ἐσπαργάνωσεν αὐτὸν,
καὶ ἀνέκλινεν ἐν τῇ φάτνῃ,
διότι οὐκ ἦν αὐτοῖς τόπος ἐν τῷ καταλύματι.

Εἰσῆλθεν οὖν εἰς τὴν Αἴγυπτον,
ἵνα τῆς παλαιᾶς στυγνότητος διαλύσῃ τὸ πένθος,
ἀντὶ μαστίγων χαρὰν ἐπιβαλὼν,
ἀντὶ νυκτὸς καὶ σκότους σωτηρίας φέγγος χαρισάμενος.
Βέβηλον ἦν τότε τοῦ ποταμοῦ τὸ ὕδωρ τῇ τῶν ἀώρων νηπίων σφαγῇ.

Εἰσῆλθεν οὖν εἰς τὴν Αἴγυπτον ὁ πάλαι τὸ ὕδωρ φοινίξας, καὶ ἐποίησε τὰ ῥεῖθρα τοῦ ποταμοῦ σωτηρίας γεννητικὰ,
τὸ ἐναγὲς αὐτῶν καὶ βέβηλον δυνάμει καθαρίσας τοῦ Πνεύματος.

πρσκυνηση μαγωνἘκακώθησαν οἱ Αἰγύπτιοι, καὶ μανέντες ἠρνοῦντο τὸν Θεόν.
Εἰσῆλθεν οὖν εἰς τὴν Αἴγυπτον, καὶ γνώσεως Θεοῦ ψυχὰς θεοφιλεῖς ἐπλήρωσε·
τῷ ποταμῷ δὲ παρέσχε μάρτυρας τρέφειν σταχύων εὐφορωτέρους.

Ἀλλὰ διὰ τὸ στενὸν τοῦ καιροῦ ἐνταῦθα βούλομαι καταπαῦσαι τὸν λόγον·
ὧδε δὲ καταπαύσω, τὸν λόγον πληρώσας,
ὅτι πῶς Λόγος ὢν ἀπαθὴς, σὰρξ ἐγένετο,
ἀμεταβλήτου μενούσης τῆς φύσεως.

Τί δὲ εἴπω, ἢ τί λαλήσω;
Τέκτονα καὶ φάτνην ὁρῶ, καὶ βρέφος, καὶ σπάργανα, λοχὸν παρθένου τῶν χρειῶν ἔρημον, ὅλα πτωχείας ἐχόμενα, ὅλα πενίας γέμοντα.

Εἶδες πλοῦτον ἐν πενίᾳ πολλῇ;
πῶς πλούσιος ὢν δι' ἡμᾶς ἐπτώχευσε;
πῶς οὔτε κλίνην, οὔτε στρωμνὴν εἶχεν,
ἀλλ' ἐπὶ ξηρᾶς ἔῤῥιπτο φάτνης;

Ὦ πενία πλούτου πηγή!
ὦ πλοῦτε ἄμετρε, πενίας πρόσχημα φέρων!
Ἐν φάτνῃ κεῖται, καὶ τὴν οἰκουμένην σαλεύει·
ἐν σπαργάνοις ἐμπλέκεται, καὶ τὰ τῆς ἁμαρτίας διαῤῥήσσει δεσμά·
οὔπω ἔναρθρον ἔῤῥηξε φωνὴν, καὶ τοὺς μάγους ἐδίδαξε,
καὶ ἐκίνησε πρὸς ἐπιστροφήν.
Τί εἴπω, ἢ τί λαλήσω;
Ἰδοὺ βρέφος σπαργάνοις ἐμπλέκεται, καὶ ἐν φάτνῃ κεῖται·
πάρεστι δὲ καὶ Μαρία παρθένος οὖσα καὶ μήτηρ·
παρῆν δὲ καὶ Ἰωσὴφ ὀνομαζόμενος πατήρ.

Οὗτος ἀνὴρ λέγεται, ἐκείνη γυνὴ προσαγορεύεται·
ὀνόματα ἔννομα συζυγίας ἔρημα.
Μέχρι ῥημάτων νόησαί μοι, ἀλλ' οὐ μέχρι πραγμάτων.
Μόνον οὗτος ἐμνηστεύσατο, καὶ Πνεῦμα ἅγιον αὐτῇ ἐπεσκίασεν.
Ὅθεν ἀπορῶν ὁ Ἰωσὴφ οὐκ ᾔδει τί καλέσει τὸ βρέφος.
Ἐκ μοιχείας αὐτὸς εἰπεῖν οὐκ ἐτόλμα,
κατὰ τῆς παρθένου βλάσφημον καταχέειν λόγον οὐκ ἠδύνατο, τέκνον αὐτὸ εἰπεῖν ἴδιον οὐκ ἠνείχετο·
ᾔδει γὰρ καλῶς, ὅτι οὐκ ἔγνω πῶς ἢ πόθεν ἐτέχθη τὸ βρέφος·
ὅθεν ἀποροῦντι αὐτῷ πρὸς τὸ πρᾶγμα χρησμὸς οὐρανόθεν διὰ τῆς τοῦ ἀγγέλου φωνῆς ἐπεφέρετο,
ὅτι Μὴ φοβοῦ, Ἰωσήφ·
τὸ γὰρ γεννώμενον ἐξ αὐτῆς ἐκ Πνεύματός ἐστιν ἁγίου.

Πνεῦμα γὰρ ἅγιον ἐπεσκίασεν τῇ παρθένῳ.
∆ιὰ τί δὲ ἐκ παρθένου τίκτεται,
καὶ τὴν παρθενίαν ἀζήμιον τηρεῖ;
Ὅτι πάλαι παρθένον οὖσαν τὴν Εὔαν ἠπάτησεν ὁ διάβολος, διὰ τοῦτο παρθένον οὖσαν τὴν Μαριὰμ ὁ Γαβριὴλ εὐηγγελίσατο.

Ἀλλ' ἀπατηθεῖσα μὲν ἡ Εὔα ῥῆμα ἔτεκε θανάτου αἴτιον·
εὐαγγελισθεῖσα δὲ ἡ Μαρία Λόγον ἐν σαρκὶ ἐγέννησε,
ζωῆς αἰωνίου ἡμῖν πρόξενον.

Τὸ ῥῆμα τῆς Εὔας ξύλον ἔδειξε,
δι' οὖ τὸν Ἀδὰμ ἐκ τοῦ παραδείσου ἐξέωσεν·
ὁ Λόγος δὲ ὁ ἐκ τῆς Παρθένου τὸν σταυρὸν ἔδειξε,
δι' οὗ τὸν λῃστὴν εἰς πρόσωπον τοῦ Ἀδὰμ εἰς τὸν παράδεισον εἰσήγαγεν.

Ἐπειδὴ γὰρ οὐκ ἐπίστευον Ἕλληνες, οὐκ Ἰουδαῖοι, οὐχ αἱρετικῶν παῖδες,
ὅτι ὁ Θεὸς ἀῤῥεύστως καὶ ἀπαθῶς ἐγέννησε,
διὰ τοῦτο σήμερον ἐκ παθητοῦ σώματος προελθὼν,
ἀπαθὲς τὸ παθητὸν διετήρησε σῶμα,
ἵνα δείξῃ, ὅτι ὥσπερ ἐκ τῆς παρθένου τεχθεὶς τὴν παρθενίαν οὐκ ἔλυσεν,
οὕτω καὶ ὁ Θεὸς ἀῤῥεύστου καὶ ἀναλλοιώτου μενούσης τῆς ἁγίας οὐσίας, ὡς Θεὸς Θεὸν θεοπρεπῶς ἐγέννησεν.

Ἐπειδὴ γὰρ καταλιπόντες αὐτὸν οἱ ἄνθρωποι ἀνθρωπόμορφα ἔγλυφον ξόανα, οἷς καὶ ἐλάτρευον ἐφ' ὕβρει τοῦ κτίσαντος,
διὰ τοῦτο σήμερον ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος, Θεὸς ὢν,
ἐν μορφῇ ἀνθρώπου ὤφθη,
ἵνα καὶ τὸ ψεῦδος λύσῃ,
καὶ λανθανόντως εἰς ἑαυτὸν τὴν λατρείαν ἀπενέγκηται.
Τούτῳ οὖν τῷ ἐξ ἀπόρων πόρον ἐργασαμένῳ Χριστῷ δόξαν ἀναπέμψωμεν σὺν τῷ Πατρὶ καὶ τῷ ἁγίῳ Πνεύματι,
νῦν καὶ ἀεὶ, καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Ἀμήν.


Πηγή: https://orthodoxfathers.com

 
Αφιέρωμα στο Άγιο Δωδεκαήμερο

   
 Θεοφάνεια
   
"Εἰς τὰ ἅγια Φῶτα"
(Αγ. Γρηγορίου του Θεολόγου)
   
ag.grig
   
"Λόγος στὴν Κυριακὴ τῶν Φώτων"
(Αγ. Λουκά Αρχιεπ. Κριμαίας)

                                                                                                                                          
ag.loukas krimaias 1
   
Περιτομή του Κυρίου 
   
"Εἰς τὴν Περιτομὴν τοῦ Κυρίου"
(† Αρχ. Γεωργίου Καψάνη,
Προηγούμενου Ι. Μ. Γρηγορίου Αγίου Όρους)

                                                                                                                                          
kapsanis
   
Xριστούγεννα 
   
"Εἰς τό Γενέθλιον τοῦ Κυρίου Ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ"
(Αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου)
   
ag.iwannis
   
"Λόγος στὴν Γέννηση τοῦ Σωτῆρος"
(Αγ. Νεoφύτου του Εγκλείστου)

                                                                                                                                          
ag.neofytos
   
"Εἰς τὴν Γέννησιν τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ"
(Αγ. Νικοδήμου του Αγιορείτου)

                                                                                                                                          
ag. nikodhmos 1
   
Γέννησις web 1024x669