ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2020
ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ (Ματθ. α΄ 1-25)
20 Δεκεμβρίου 2020
Λίγες μέρες πρὶν ἀπὸ τὰ Χριστούγεννα, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἀκούσαμε τὴν ἀρχὴ τοῦ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγελίου. Εἶναι ὁ γνωστὸς κατάλογος τῶν προγόνων τοῦ Χριστοῦ. Ἄλλα ἀπὸ τὰ ὀνόματα ποὺ ἀκούσαμε τὰ πιὸ πολλὰ μᾶς εἶναι ἄγνωστα. Αὐτὸς ὁ κατάλογος μᾶς δείχνει τὴν φροντίδα τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος. Τὰ ὀνόματα αὐτὰ εἶναι ἀντιπροσωπευτικὰ τῶν ἀνθρώπων, ποὺ γενιὲς ὁλόκληρες περίμεναν τὴ μεγάλη ὥρα, γιὰ τὸν ἐρχομὸ τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Εἶναι πρόγονοι τοῦ Χριστοῦ οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι ποὺ ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιὰ πρόσμεναν τὴ στιγμὴ κατὰ τὴν ὁποία οἱ ἐπαγγελίες τοῦ Θεοῦ, οἱ ὑποσχέσεις του, θὰ γίνονταν πραγματικότητα.
Θὰ περίμενε κανεὶς ὁ κατάλογος αὐτὸς τῶν προγόνων τοῦ Χριστοῦ νὰ εἶναι ἕνα ἁγιολόγιο. Ὅμως ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος δὲ διστάζει νὰ χρησιμοποιήσει ξένες στὴν ἐθνότητα, προσήλυτες ἢ μὲ πρότερο μεμπτὸ βίο γυναῖκες ποὺ ὑπῆρξαν πρόγονοι τοῦ Κυρίου. Οὔτε φοβᾶται νὰ ἀναφερθεῖ σὲ ἀνθρώπους δυνάστες σκληροὺς καὶ βίαιους, ὅπως ἦταν μερικοὶ ἀπὸ τοὺς βασιλεῖς. Καὶ τὸ κάνει αὐτὸ ἐπειδὴ θέλει νὰ τονίσει πὼς ὁ Θεὸς δὲ βλέπει πρόσωπα, καταγωγὴ ἀκόμη καὶ ἦθος σύμφωνα μὲ τὰ ἀνθρώπινα κριτήρια γιὰ νὰ πραγματοποιήσει τὸ σχέδιο τῆς Οἰκονομίας Του.
Φαίνεται ἔτσι πὼς τὰ κριτήρια τοῦ Θεοῦ ἦταν καὶ παραμένουν διαφορετικά, ἔστω κι ἂν προκαλοῦν πάντοτε τὴν ἀνθρώπινη λογικὴ μέσα στὴν Ἱστορία. Γιατὶ ἀκριβῶς τὴν ὥρα ποὺ τὸ σκοτάδι εἶχε ἁπλωθεῖ πάνω στὰ ἔθνη καὶ τοὺς λαούς, ὁ Θεὸς διάλεξε τὴν ὥρα γιὰ νὰ ἐκπληρώσει τὶς ἐπαγγελίες Του, χωρὶς τὶς αὐτονόητες γιὰ μᾶς προϋποθέσεις τῆς παρουσίας Του.
Εἶναι ὁπωσδήποτε διαφορετικὰ τὰ κριτήρια τοῦ Θεοῦ, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, τὴν ὥρα τῆς Ἐνσάρκωσης τοῦ Λόγου του. Ποιὰ εἶναι αὐτά; Εἶναι ἡ ἀπόλυτη ἀγάπη Του γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ὄχι μόνο γιὰ τὸν πιστό, τὸν δίκαιο, τὸ τίμιο, τὸν καλό. Καὶ εἶναι καὶ τὸ ἔλεός του, ἡ συγνώμη ποὺ χορηγεῖ στὸν ἁμαρτωλό, χωρὶς κἂν νὰ περιμένει νὰ τοῦ τὴ ζητήσει ἐκεῖνος. Αὐτὰ τὰ δύο, ἡ ἀγάπη καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, δείχνουν τὴ φιλανθρωπία Του. Δὲν συγχωρεῖ ἁπλῶς τὸν ἄνθρωπο ὁ Θεός, ἀλλὰ τοῦ χαρίζει δῶρα ἀνεκτίμητα καὶ ἀπροσδόκητα. Τὸν κάνει παιδί του καὶ τὸν προικίζει μὲ τὶς δωρεὲς τοῦ ἁγίου Του Πνεύματος.
Στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ στὴν δυνατότητα γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ πλάσματός του ἑστιάζεται τὸ μοναδικὸ κριτήριο τῆς ἔνσαρκης παρουσίας Του. Καὶ αὐτὴ ἡ ἀγάπη εἶναι τὸ μεγάλο καὶ αἰώνιο μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου. Εἶναι ἡ τήρηση τῶν ὑποσχέσεων, εἶναι ὁ λόγος τῆς ἐκπλήρωσής τους, εἶναι ὁ πλουτισμὸς τοῦ ἀνθρωπίνου γένους ἀπὸ τὴ Θεϊκὴ δωρεά.
Αὐτὸ τὸ μήνυμα τῆς θεϊκῆς συγκατάβασης τονίζεται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μας ἰδιαίτερα αὐτὴν τὴν χρονικὴ περίοδο πρὶν τὰ Χριστούγεννα. Γιὰ νὰ μὴ περιοριστεῖ καὶ ἐξαντληθεῖ ἡ μεγάλη Δεσποτικὴ ἑορτὴ σὲ ἕνα πανηγυρικὸ διάκοσμο, σὲ ἕνα παροδοσιακὸ φαγοπότι καὶ σὲ ἐπιφανειακὴ ἀνταλλαγὴ δώρων, ποὺ δὲν προσφέρουν τίποτε οὐσιαστικό. Γιὰ νὰ μὴ κλειστεῖ ὁ καθένας μας στὸν ἑαυτό του ἀδιαφορώντας γιὰ τοὺς ἄλλους. Γιὰ νὰ μὴν ἀποκτήσει κανένας τὴν ψευδαίσθηση τῆς ὅποιας ὑπεροχῆς του, ὅταν ὁ Μεγάλος Θεὸς κατεβαίνει, κενώνεται γιὰ νὰ γίνει μικρὸς ἄνθρωπος, νήπιο. Καὶ πάνω ἀπ’ ὅλα γιὰ νὰ θυμόμαστε στὴν καθημερινὴ ζωή μας τὴν αἰτία τῆς ἔνσαρκης ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, «Γίνεσθε οὖν οἰκτίρμονες καθὼς καὶ ὁ πατήρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος οἰκτίρμων ἐστί» ποὺ πρέπει νὰ μιμούμεθα στὶς σχέσεις μας μὲ τοὺς συνανθρώπους.
Αὐτὴ ἡ ἔμπρακτη ἀγάπη, ποὺ δὲν ἔχει περιορισμούς, οὔτε βάζει προϋποθέσεις, αὐτὴ ποὺ ξέρει μόνο νὰ συγχωρεῖ, ποὺ μπορεῖ νὰ ἀγκαλιάζει ὅλο τὸν κόσμο, εἶναι ἡ ἐπαναλαμβανόμενη Γέννηση τοῦ Χριστοῦ στὴ φάτνη τῆς καρδιᾶς τοῦ κάθε ἀνθρώπου καὶ ἀποτελεῖ τὴν καλύτερη μαρτυρία τῆς παρουσίας Του ἀνάμεσά μας καὶ τὸ σωτήριο μήνυμά του στὸ σύγχρονο κόσμο.
Ἀμήν.
ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2020
ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΑ΄ ΛΟΥΚΑ (Λουκ. ιδ΄ 16-24 Μτθ. κβ΄ 14)
13 Δεκεμβρίου 2020
Στὸ σημερινὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα, ἀδελφοί μου, ἀκούσαμε τὴν παραβολὴ τοῦ μεγάλου δείπνου ποὺ ἐκφράζει τὴν οἰκονομία τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ καὶ ἀποκαλύπτει «τὴν ἀνέκφραστον ἀπόλαυσιν τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ».
Εὑρισκόμενος ὁ Κύριος σὲ κάποιο δεῖπνο, ἕνας ἐκ τῶν συνδαιτυμόνων τοῦ εἶπε· «Μακάριος ὃς φάγεται ἄρτον ἐν τῇ Βασιλείᾳ τοῦ Θεοῦ» (Λουκ. 14-15), δηλαδὴ εἶναι εὐτυχὴς ἐκεῖνος ποὺ θὰ ἀξιωθεῖ νὰ καθίσει μαζὶ μὲ τόν μεσσία, τοὺς Πατριάρχες καὶ τοὺς προφῆτες στὴν τράπεζα τοῦ οὐρανοῦ καὶ θὰ ἔχει οὐράνια χαρὰ καὶ εὐφροσύνη. Ποιοὶ ὅμως θὰ ἀπολαύσουν αὐτὴ τὴ μακαριότητα καὶ εὐτυχία; Μήπως, ἐνῷ ὅλοι προσκαλοῦνται, ὑπάρχουν μερικοὶ οἱ ὁποῖοι ἀρνοῦνται τὴν συμμετοχή τους καὶ χάνουν τὸν οὐράνιο θησαυρό; Μήπως ὁ οὐράνιος οἰκοδεσπότης γνωστοποιεῖ σὲ ὅλους τὴν πρόσκληση, ἀλλὰ οἱ προσκαλούμενοι στρέφουν τὰ νῶτα καὶ παίρνουν ἄλλες κατευθύνσεις;
Ὁ Θεὸς ἀδελφοί μου, προσκαλεῖ τὸν ἄνθρωπο συνεχῶς, ἀλλὰ ἐμεῖς εἴμαστε ἀρνητὲς τῆς μεγάλης κλήσεως. Δὲν ἐπιλέγουμε τὴν ἐπιστροφὴ στὴν προπτωτικὴ κατάσταση, τὴν συμμετοχή μας στὴν ζωοποιὸ χάρη, δὲν θέλουμε νὰ χορτάσουμε ἀπὸ τὸν ἄρτο τῆς ζωῆς, γι’᾿αὐτὸ καὶ μένουμε νηστικοὶ πνευματικὰ καὶ πεινασμένοι.
Σὲ τρεῖς κατηγορίες κατέταξε ὁ Κύριος ὅσους ἀρνοῦνται νὰ γευθοῦν τὰ ἀγαθὰ τοῦ δείπνου Του. Στὴν πρώτη ὁμάδα εἶναι οἱ δοῦλοι τῶν αἰσθητῶν. «Ἀγρὸν ἠγόρασα καὶ ἔχω ἀνάγκην ἐξελθεῖν καὶ ἰδεῖν αὐτόν». Ἐδῶ ἀνήκουν οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι ποὺ ἀρνοῦνται νὰ ἐκκλησιασθοῦν καὶ νὰ ἐκκλησιοποιηθοῦν, γιατὶ εἶναι ὑποδουλωμένοι στὴν ὕλη. Δὲν τὴν βλέπουν ὡς δῶρο Θεοῦ καὶ δὲν τὴν ἀναφέρουν σὲ Αὐτόν. Τί κάνουμε στὴν Θεία Λειτουργία; Προσφέρουμε τοὺς καρπούς μας στὸν Θεὸ ποὺ τοὺς ἁγιάζει καὶ στὴν συνέχεια ἁγιαζόμαστε καὶ ἐμεῖς ἀπὸ αὐτούς. Ὅταν δὲν ζοῦμε εὐχαριστιακά, ὅταν δὲν θεωροῦμε τὰ ἀγαθά μας ὡς δῶρο Θεοῦ, τότε ὑπηρετοῦμε δουλικὰ τὴ γῆ, ἀφήνοντας ἔρημη τὴν καρδιά μας, πεινασμένη τὴν ψυχή μας.
Δεύτερη ὁμάδα ἀρνητῶν καὶ πνευματικὰ πεινασμένων εἶναι οἱ δοῦλοι τῆς ἐργασίας. «Ζεύγη βοῶν ἠγόρασα πέντε καὶ πορεύομαι δοκιμάσαι αὐτά». Ὁμάδα ἀνθρώπων μὲ νοῦ καὶ καρδιὰ προσηλωμένα στὰ γήινα, στὴ δουλειὰ ποὺ γίνεται ἔτσι δουλεία, γιατὶ ὑποχρεώνει αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους νὰ εἶναι ὑποταγμένοι στὸν χρόνο, νά μετρᾶνε τὴ ζωή τους μὲ ὀχτάωρα καὶ ἐργάσιμες μέρες, νὰ δυσκολεύονται νὰ καταλάβουν ὅτι ἐργάζονται γιὰ νὰ ζοῦν καὶ ὄχι ὅτι ζοῦν γιὰ νὰ ἐργάζονται. Ἡ Ἐκκλησία ὅμως δὲν ἀρνεῖται τὴν ἐργασία, ἀλλὰ δὲν τὴν ἀπολυτοποιεῖ. Τὴν θεωρεῖ σὰν ἐργόχειρο στὴ ζωή μας. Ἔτσι κέντρο καὶ στόχος τῶν ἐπιδιώξεών μας πρέπει νὰ εἶναι ἡ ἐν Χριστῷ ζωή, ἡ ἀποδεσμευμένη ἀπὸ τὴν δουλεία τοῦ χρόνου, ἀπὸ τὴν τυραννία τοῦ κέρδους.
Κατὰ ἕνα περίεργο τρόπο ἡ τρίτη ὁμάδα ἀρνητῶν καὶ πεινασμένων προβάλλει ὡς δικαιολογία τῆς ἀρνήσεώς τους τὴν οἰκογενειακὴ ζωή. «Γυναῖκα ἔγημα καὶ διὰ τοῦτο οὐ δύναμαι ἐλθεῖν». Ὁ γάμος ἔγινε ἐμπόδιο καὶ δὲν ἔλαβαν μέρος στό μεγάλο δεῖπνο. Συμβαίνει καὶ σήμερα αὐτό. Ἀρκετοὶ θεωροῦν τὸν γάμο καὶ τὰ οἰκογενειακὰ βάρη ἐμπόδιο. Ὅμως ἡ Ἐκκλησία εὐλογεῖ τὴ συζυγία καὶ τὴν οἰκογενειακὴ ζωή, ἡ ὁποία μὲ τή μετοχή της στὴ λατρεία ἐλαφρώνει τὸ βάρος της, ἀνανεώνεται καὶ διατηρεῖ τὴν ἑνότητά της.
Ἡ πρώτη ὁμάδα, ποὺ ἀρνοῦνται τὴ συμμετοχή τους στό μεγάλο Δεῖπνο δεμένοι μὲ τὸν ἀγρὸ καὶ τὴν γῆ, ἀποκηρύσσουν τὴν πρόσκληση γιὰ σωτηρία. Ἄρνηση ὅμως τῆς σωτηρίας σημαίνει ἐπιλογὴ τοῦ θανάτου. Ἡ δεύτερη ὁμάδα εἶναι φορτωμένη ἀπὸ τὸν κόπο καὶ τὴν φροντίδα γιὰ τὰ ἐπαγγελματικά, γι’ αὐτὸ μὲ πεῖσμα φροντίζουν ὑπερβολικὰ τὶς ἐργασίες τους καὶ ὄχι τὴ σωτηρία τους. Ἀδιαφορία ὅμως γιὰ τὴ σωτηρία σημαίνει θάνατο. Ἡ τρίτη ὁμάδα ἀνόητα ὑποστηρίζει πὼς δὲν συμβιβάζεται οἰκογενειακὴ ζωὴ καὶ θρησκευτικότητα, ἐνῷ οὐσιαστικὰ αὐτοστερεῖται τὸν πνευματικὸ ἀνεφοδιασμό.
Ὅλοι, ἀδελφοί μου, καταλαβαίνουμε ὅτι ἡ σημερινὴ Εὐαγγελικὴ περικοπὴ τοῦ Μεγάλου Δείπνου καὶ τῶν προσκεκλημένων ἀφορᾷ στό μεγάλο Δεῖπνο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ὅπου προσφέρεται «ὁ Ἄρτος τῆς ζωῆς ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβὰς» (Ἰωάν. 6-51), ποὺ μᾶς μεταγγίζει τὴ Ζωὴ καὶ τὴν Ἀνάσταση. Αὐτὴ τὴν προοπτική, αὐτὴ τὴ διάσταση τὴ ζοῦμε μόνο στὴ Θεία Εὐχαριστία, γιατὶ ἐκεῖ ὅλα καὶ ὅλοι μεταμορφώνονται, ὅλα ἀλλάζουν. Τότε τὸ παρὸν γίνεται αἰώνιο καὶ τὸ αἰώνιο ἔρχεται τόσο κοντά μας μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, ποὺ μᾶς καθιστᾶ συνδαιτυμόνες στὸ οὐράνιο δεῖπνο Του, δηλαδὴ κληρονόμους τῆς οὐράνιας Βασιλείας Του. Ἀμήν.
ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2020
ΚΥΡΙΑΚΗ Ι΄ ΛΟΥΚΑ (Λκ. ιγ΄ 10-17)
(6-12-2020)
Ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ μᾶς φέρνει στὴν σκέψη ἕνα γεγονὸς ποὺ ἐξελίχθηκε μέσα σὲ Συναγωγή, ὅπου δίδασκε ὁ Κύριος κατὰ τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου. Ἐμφανίστηκε μία ἀληθινὰ ταλαίπωρη γυναίκα, ἡ ὁποία γιὰ δεκαοκτὼ χρόνια καὶ ἀπὸ συνεργία τοῦ Σατανᾶ, βρισκόταν σὲ ἄθλια κατάσταση. Ἦταν συγκύπτουσα, δηλαδὴ συνεχῶς σκυφτή, ἀδυνατώντας νὰ σηκώσει πάνω τὸ κεφάλι της. Ὁ φιλάνθρωπος Κύριος τὴ λυπήθηκε καὶ ἀφοῦ τὴν προσέγγισε, ἔβαλε πάνω της τὰ χέρια Του, καὶ αὐτὴ ἔγινε καλὰ τὴν ἴδια στιγμή. Τότε, τόσο ἡ πρώην ταλαίπωρη γυναίκα, ὅσο καὶ ὁ λαός ποὺ εἶδε τὸ θαῦμα, δόξασαν τὸν Θεό.
Ὁ ἀρχισυνάγωγος, ὅμως, μετὰ τὴ θεραπεία τῆς συγκύπτουσας ἀπὸ τὸν Κύριο, ἀντέδρασε, ἐπικαλούμενος τὴν τήρηση τῆς ἀργίας τοῦ Σαββάτου. Μὲ ἀγανάκτηση εἶπε στοὺς παρευρισκομένους νὰ μὴν προσέρχονται πρὸς θεραπεία τὸ Σάββατο, ἀλλὰ τὶς ὑπόλοιπες ἕξι ἡμέρες τῆς ἑβδομάδας: «ἓξ ἡμέραι εἰσίν, ἐν αἷς δεῖ ἐργάζεσθαι˙ ἐν ταύταις οὖν ἐρχόμενοι θεραπεύεσθαι, καὶ μὴ τῇ ἡμέρᾳ τοῦ Σαββάτου». Τοῦτο τὸ ἔκανε ὄχι ἐξαιτίας τοῦ ζήλου ποὺ εἶχε γιὰ τὸν πατρῶο Νόμο, ἀλλὰ διότι ἦταν ὑποκριτής, γεμᾶτος φθόνο.
Ὁ φθόνος εἶναι ἕνα φοβερὸ νόσημα, εἶναι πάντοτε τέκνο τῆς κακότητας τοῦ Σατανᾶ καὶ ἀντιμάχεται καὶ ἀμφισβητεῖ τόσο τὸν ἴδιο τὸν Θεό, ὅσο καὶ τὰ ἔργα Του. Ὅταν ἐμφανιστεῖ στὴν ψυχή, τὴν τυφλώνει καὶ τὴν ἐξασθενεῖ, ὅπως ἡ σκουριὰ τὸν σίδηρο, καὶ κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ μὴν μπορεῖ νὰ ἐνεργήσει λογικὰ καὶ νὰ μὴν βλέπει καὶ νὰ σκέφτεται τίποτε ἄλλο παρὰ μόνο τί κακὸ νὰ πεῖ καὶ νὰ κάνει. Κατὰ πὼς λέει ὁ Μέγας Βασίλειος ὁ φθόνος προέρχεται ἀπὸ τὴ ζήλεια, γεννᾶ τὸ μῖσος καὶ μεταφράζεται σὲ λύπη γιὰ τὴν εὐτυχία τοῦ ἄλλου. Ἔτσι ἐκδιώκεται ἡ ἀγάπη καὶ ὁ ἄνθρωπος ἀντιμετωπίζει τοὺς πάντες, ἀκόμα καὶ τοὺς εὐεργέτες, ὡς ἐχθρούς. Ὁ φθονερὸς λυπᾶται γιὰ τὰ καλὰ καὶ τὶς ἀρετὲς καὶ τὴν εὐτυχία τοῦ πλησίον, ὑποφέρει γιὰ τὶς ὅποιες ἐπιτυχίες ἔχει ὁ συνάνθρωπός του. Στενοχωριέται καὶ πληγώνεται ἀπὸ ὅλους. Ἔχει κάποιος καλὴ ὑγεία; Αὐτὸ πληγώνει τὸν φθονερό. Εἶναι κάποιος πιὸ ὡραῖος καὶ πιὸ ὄμορφος; Εἶναι πλούσιος, ἔχει κοινωνικὴ ἐπιφάνεια; Τοῦτα εἶναι πληγὲς καὶ τραύματα στὴν ψυχὴ τοῦ φθονεροῦ. Τὸ μόνο ποὺ ἀνακουφίζει τὸν φθονερὸ εἶναι ἡ δυστυχία τοῦ συνανθρώπου του, τὸν ὁποῖο φθονεῖ. Ὅταν λοιπὸν κάποιος χαίρεται, κατὰ τὸν Μ. Βασίλειο, ὁ φθονερὸς δὲν χαίρεται μαζί του, ὅταν, ὅμως, ὑποφέρει τότε συμπάσχει μαζί του καὶ τὸν εὐσπλαχνίζεται γιὰ αὐτὸ ποὺ ἔπαθε. Χαρὰ τοῦ φθονεροῦ λοιπὸν εἶναι νὰ δεῖ, τὸν ἐπιτυχημένο νὰ ἐκπίπτει σὲ ἐλεεινό, τὸν εὐτυχισμένο ἄνθρωπο νὰ γίνεται δυστυχὴς καὶ τὸν χαρούμενο νὰ δακρύει καὶ νὰ πενθεῖ.
Ἡ κατάσταση τοῦ φθόνου εἶναι ἐναντίωση στὸν Θεὸ τῆς ἀγάπης, σὲ αὐτὸν ποὺ μᾶς ἔδωσε τὴν ἐντολὴ νὰ ἀγαπᾶμε ὄχι μόνο ὅσους -γιὰ ὁποιονδήποτε λόγο- μᾶς ἐπηρεάζουν καὶ μᾶς ἐνοχλοῦν, ἀλλὰ ἀκόμα καὶ τοὺς ἐχθρούς μας. Ἀντ᾽ αὐτοῦ οἱ ταλαίπωροι φθονεροί, ὄχι μόνο τοὺς ἐχθρούς τους δὲν ἀγαποῦν, ἀλλὰ ἀκόμα καὶ τοὺς φίλους καὶ ἀδελφοὺς καὶ εὐεργέτες τους φθονοῦν καὶ ἐπιβουλεύονται γιὰ τὴν εὐτυχία ἢ τὴν ἐπιτυχία τους.
Ὁ φθονερὸς ἄνθρωπος ἔχει ἔλλειμμα ἀγάπης καὶ ἄρα μένει ἐκτὸς τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ. Στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ δὲν πᾶνε ὅσοι μισοῦν καὶ φθονοῦν τὸν ἄλλο, ἀλλὰ αὐτοὶ ποὺ ἀγαποῦν καὶ χαίρονται γιὰ τὸ καλό, τὸ ἀγαθὸ καὶ τὴ δόξα τοῦ συνανθρώπου τους.
Ἂς μὴν λησμονοῦμε πὼς ὁ θάνατος γιὰ ἐμᾶς τοὺς ἀνθρώπους ἐκπήγασε -ὡσὰν ἀπὸ πηγή- ἀπὸ τὸν φθόνο τοῦ διαβόλου, καθὼς ἐπίσης ἡ ἔκπτωση ἀπὸ τὰ πνευματικὰ ἀγαθὰ καὶ ἡ ἀποξένωση ἀπὸ τὸν Θεό. Ἄρα ἐφόσον ποθοῦμε τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἂς ἀκούσουμε τὸν Ἀπόστολο Παῦλο, ὁ ὁποῖος μᾶς συμβουλεύει: «μὴ γινώμεθα κενόδοξοι, ἀλλήλους προκαλούμενοι, ἀλλήλοις φθονοῦντες», καὶ ταυτόχρονα μᾶς ζητᾶ νὰ γίνουμε «ἀλλήλους χρηστοί, εὔσπλαχνοι», συγχωροῦντες ὁ ἕνας τὸν ἄλλο «καθὼς καὶ ὁ Θεὸς ἐν Χριστῷ ἐχαρίσατο ἡμῖν».
Ἂς ἀγωνιστοῦμε λοιπὸν νὰ μετανοήσουμε καὶ νὰ ἀποβάλουμε τὸ ὀλέθριο πάθος τοῦ φθόνου ἀπὸ τὴν ψυχή μας καὶ ἀντ᾽ αὐτοῦ νὰ ἀποδεχθοῦμε τὸν ἀδελφό μας, νὰ χαροῦμε γιὰ ὅλα του τὰ προτερήματα, μὰ κυρίως νὰ ταπεινωθοῦμε καὶ νὰ τὸν ἀγαπήσουμε, ἐπειδὴ αὐτὸς γίνεται μέσον τῆς προσωπικῆς κοινωνίας μας μὲ τὸν θεό.
Ἀμήν.
ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2020
ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ΄ ΛΟΥΚΑ (Λκ. ιη΄ 18-27)
(29-11-2020)
Τὸ νὰ κατέχει κανεὶς ὑλικὰ ἀγαθὰ δὲν εἶναι πρᾶγμα κακό. Ἄλλωστε ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας ἔχει ἄπειρα παραδείγματα πλουσίων, οἱ ὁποῖοι ὄχι μόνο δὲν κατακρίνονται γιὰ τὴν οἰκονομική τους ἐπιφάνεια, ἀλλὰ ἀντιθέτως ἐπαινοῦνται γιὰ τὸν τρόπο ποὺ διαχειρίστηκαν τὸν πλοῦτο τους. Τὸ κακὸ ξεκινᾶ ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ ἄνθρωπος γίνεται πλεονέκτης· θέλει νὰ ἀποκτήσει ὅλο καὶ περισσότερα καὶ κλείνει τὰ σπλάγχνα του στὸν συνάνθρωπό του ποὺ ἔχει ἀνάγκη. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς πέρασε τὴν ἐπίγειο ζωή Του χωρὶς νὰ ἔχει «ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ» καὶ σὲ πλεῖστες περιπτώσεις κατέκρινε ἔντονα τὴν προσκόλληση πρὸς τὸν ἐπίγειο πλοῦτο. Καὶ τοῦτο ὄχι χωρὶς λόγο: ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀπελευθερωθεῖ ἀπὸ τὴν προσκόλλησή του στὸν πλοῦτο, τότε γλιτώνει καὶ ἀπὸ τὴ δουλεία τοῦ κόσμου καὶ τὴν ἐξουσία τοῦ πονηροῦ. Ἡ χριστιανικὴ ζωή, καθὸ ζωὴ ἐλευθερίας, ἀπαιτεῖ ἀποδέσμευση ἀπὸ τὴ δυναστεία τοῦ πλούτου, ποὺ καταδυναστεύει τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν ὑποτάσσει στὸ χρῆμα, ἐμποδίζοντάς τον ταυτόχρονα νὰ σηκώσει τὸ κεφάλι του στὸν οὐρανό.
Στὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο ἕνας ἄρχοντας πλησίασε τὸν Χριστὸ καὶ τὸν ρώτησε μὲ ποιὸ τρόπο θὰ κληρονομοῦσε τὴν αἰώνια ζωή. Ἀσφαλῶς τὸ ἐρώτημα ἔκρυβε τὴν ἐσωτερική του ἀνησυχία. Ἡ ἀντίδρασή του, ὅμως, μετὰ τὴν ἀπάντηση τοῦ Χριστοῦ ἀποδεικνύει καὶ τὴν προσκόλληση ποὺ εἶχε στὴν περιουσία του. Γι᾽ αὐτό, καὶ ὅταν ἄκουσε τὸν Χριστὸ νὰ τοῦ λέει πώς, ἐφόσον ἐπιζητεῖ τὴν τελειότητα καὶ τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, πρέπει νὰ δώσει ὅλη τὴν περιουσία του στοὺς φτωχοὺς καὶ νὰ Τὸν ἀκολουθήσει, ἀμέσως ἄλλαξε διάθεση, ἔγινε περίλυπος καὶ ἀπομακρύνθηκε. Ἡ προσκόλληση στὴ μεγάλη του, προφανῶς, περιουσία, δὲν τοῦ ἐπέτρεψε νὰ παραμείνει κοντὰ στὸν Χριστό. Ἔτσι ἔφυγε ἀπὸ κοντά Του.
Ἡ κατοχὴ ὑλικοῦ πλούτου καὶ ἡ προσκόλληση σὲ αὐτὸν αἰχμαλωτίζει τὸν ἄνθρωπο. Ἑπομένως, ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος τοῦ ὁποίου ἡ καρδία εἶναι δοσμένη στὸν πλοῦτο καὶ ὄχι στὸν Χριστό, ἐμποδίζεται ἀπὸ μόνος του νὰ εἰσέλθει στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Χριστός, μετὰ τὴν ἀποχώρηση τοῦ πλούσιου νέου, κάνει τὴν τραγικὴ διαπίστωση «πῶς δυσκόλως οἱ τὰ χρήματα ἔχοντες εἰσελεύσονται εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ!». Δὲν λέει ὅτι εἶναι ἀδύνατον νὰ σωθοῦν καὶ οἱ πλούσιοι, ἀλλὰ ὅτι εἶναι πολὺ δύσκολο, ὅσο δύσκολο εἶναι γιὰ ἕνα χοντρὸ σχοινὶ νὰ χωρέσει ἀπὸ τὴν τρύπα μιᾶς βελόνας. Γίνεται, ὅμως, εὔκολο ὅταν οἱ πλούσιοι παύσουν νὰ εἶναι προσκολλημένοι στὸ χρῆμα καὶ τὸ χρησιμοποιήσουν ὀρθά, ὅπως ἁρμόζει στοὺς βαπτισμένους καὶ ἀναγεννημένους ἀνθρώπους.
Ὁ πόθος τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία πρέπει νὰ χαρακτηρίζει κάθε χριστιανό, ὁδηγεῖ στὴν ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὸ βάρος τοῦ πλούτου ὄχι πετῶντας ἀλλὰ χρησιμοποιῶντας αὐτὸν ὡς μέσο γιὰ τὴν ὑπηρεσία τοῦ ἐμπερίστατου συνανθρώπου. Οἱ Χριστιανοὶ καλοῦνται νὰ ἔχουν πραγματικὴ αὐτάρκεια στὰ ὑλικὰ πράγματα, ἡ ὁποία δὲν εἶναι τίποτα ἄλλο παρὰ ἡ ὀλιγάρκεια.
Ὁ πλοῦτος καὶ ὁ χορτασμὸς πρέπει νὰ ἐπιζητοῦνται μόνο στὰ πνευματικὰ καὶ ὄχι στὰ ὑλικὰ ἀγαθά. Ὅταν, ὅμως, ὁ πλοῦτος μένει προστατευμένος στὶς ἀποθῆκες καὶ στὶς τράπεζες χωρὶς νὰ χρησιμοποιεῖται φιλάνθρωπα, τότε ἀποδεικνύει τὸν διαχειριστή του ὡς ἄνθρωπο ποὺ φέρει μάταια τὸ ὄνομα τοῦ Χριστιανοῦ. Ὁ Μ. Βασίλειος γράφει «ὁ ἀγαπῶν τὸν πλησίον του, ὅπως τὸν ἑαυτό του, δὲν θέλει νὰ ἔχει περισσότερα ἀπὸ ἐκεῖνον. Ὅταν ὅμως ἀρχίσει νὰ μαζεύει καὶ νὰ αὐξάνει τὴν περιουσία του, στρέφοντας τὴν καρδία του σὲ αὐτή, τότε δείχνει ὅτι τοῦ λείπει ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ». Ἔτσι ἐνῷ ὁ χριστιανὸς πρέπει νὰ εἶναι δοῦλος τοῦ Χριστοῦ, καταλήγει δοῦλος τοῦ χρήματος.
Ἐν προκειμένῳ εἶναι πολὺ χαρακτηριστικὴ ἡ προτροπὴ τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ: «Μᾶς ἐχάρισεν ὁ Θεὸς τὸν πλοῦτον; Ἔχομεν χρέος νὰ τρώγωμεν καὶ νὰ πίνωμεν τὸ ἀρκετόν μας, τὰ ρουχαλάκια μας τὰ ἀρκετὰ καὶ τὰ ἐπίλοιπα νὰ τὰ ξοδιάζωμεν εἰς τοῦς πτωχοὺς διὰ τὴν ψυχήν μας. Καὶ δὲν μᾶς ἔδωκεν ὁ Θεὸς τὸν πλοῦτον διὰ νὰ πολυτρώγωμεν καὶ νὰ κάνωμεν πολύτιμα φορέματα καὶ παλάτια ὑψηλά, νὰ χορεύουν τὰ ποντίκια αὔριο καὶ οἱ πτωχοὶ νὰ ἀποθαίνουν ἀπὸ τὴν πεῖναν. Αὐτὸ εἶναι τὸ χρέος μας, ἀδελφοί μου, ἔτσι τὸ ἐξεύρετε. Ἀπὸ τὴν σήμερον καὶ ὕστερα ἔτσι νὰ κάμνετε ἂν θέλετε νὰ σωθῆτε».
ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2020
ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ ΛΟΥΚΑ (Λκ. ιβ΄ 16-21)
(22-11-2020)
Θέμα τῆς σημερινῆς Εὐαγγελικῆς περικοπῆς, ὅπως ἀκούσαμε, εἶναι ὁ πλοῦτος, ἡ μεγάλη δύναμις καὶ θεότητα τοῦ παρόντος κόσμου. Θὰ λέγαμε καλύτερα πὼς τὸ θέμα τῆς παραβολῆς δὲν εἶναι ὁ πλοῦτος, ἀλλὰ ἡ λατρεία τοῦ πλούτου, ἡ προσκόλληση τοῦ ἀνθρώπου σ’ αὐτόν. Εἶναι τὸ σημεῖο στὸ ὁποῖο συναντῶνται ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, πλούσιοι καὶ πτωχοί. Οἱ πλούσιοι δὲν θέλουν νὰ χάσουν τὸν πλοῦτο ποὺ κατέχουν καὶ οἱ πτωχοὶ ἀγωνίζονταινὰ τὸν ἀποκτήσουν. Ὁ Χριστὸς βέβαια δὲν κάνει ἁπλῶς ἕνα κοινωνικὸκήρυγμα, γιὰ νὰ μοιράσει τὸν πλοῦτο. Ὁ Χριστὸς ὅταν ἀναφέρεται στὸν πλοῦτο, μιλᾶ γιὰ ἀπόλυτη ἀνεξαρτησία ἀπέναντι στὰ ἀγαθὰ τοῦ κόσμου. Οὔτε τὰ καταδικάζει οὔτε τὰ δικαιώνει. Μιλάει μόνο γιὰ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο σχετίζεται ὁ ἄνθρωπος μὲ αὐτὰ καὶ τὸν κίνδυνο ποὺ διατρέχει ἀπὸαὐτά.
Στὴ σημερινὴ παραβολὴ τοῦ ἄφρονος πλουσίου, ὁ Χριστὸς μιλάει γιὰ τὴν πλεονεξία καὶ τὴν ἀφροσύνη ἑνὸς ἀνθρώπου, ἐπειδὴ θέλει τὸν ἄνθρωπο κύριο καὶ διαχειριστὴ τῶν πραγμάτων καὶ ὄχι δοῦλο τους.
Ἡ παραβολὴ ἀφορᾷ στὴν καθημερινότητα τῆς Γαλιλαίας. Ἕνας ἄνθρωπος, πλούσιος ἤδη, βλέπει τὴ γῆ του νὰ εὐφορεῖ. Ὅχι κάποια κτήματά του ἀλλὰ ὅλη ἡ χώρα του ἀφθονοῦσε ἀπὸ σιτάρι καὶ ἄλλα ἀγαθά. Στὴ διήγηση τοῦ Χριστοῦ δὲν γίνεται κανένας ὑπαινιγμός γιὰ τὸν μέχριτώρα κόπο τοῦ πλούσιου γαιοκτήμονα γιὰ τὰ ἀγαθὰ ποὺ ἀπέκτησε. Οἱἀκροατὲς τοῦ Χριστοῦ γνώριζαν καλὰ ὅτι στὴ Γαλιλαία αὐτοὶ ποὺ κατέχουν τὴ γῆ ἔμεναν στὶς πόλεις καὶ τὰ κτήματά τους τὰ δούλευαν ἀντὶ ἐλάχιστης ἀμοιβῆς ἐργάτες. Καὶ στὴ γεωργία τίποτα δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν ἐργασία τοῦ ἀνθρώπου ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ἀστάθμητους παράγοντες, ποὺ μόνο ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ ἐλέγξει. Ὁ πλούσιος τῆς παραβολῆς μας λοιπὸν φαίνεται νὰβρίσκεται σὲ μιὰ ὄχι καὶ τόσο ἀναμενόμενη εὐφορία καὶ δὲν εἶναικατάλληλα προετοιμασμένος.
Ἡ πρώτη ἀντίδρασή του δὲν εἶναι νὰ εὐχαριστήσει τὸν Θεὸ οὔτε νὰ προσφέρει τοὺς πρώτους καρποὺς στὸν Ναὸ οὔτε στὴν ἐλεημοσύνη τῶν πτωχῶν, σύμφωνα μὲ τὸν Νόμο. Προτοῦ κἄν θερίσει, διαλέγεται μὲ τὸν ἑαυτό του, ἀποφεύγοντας ἀκόμα καὶ τὴν οἰκογένειά του καὶ τοὺς φίλους του. Διερωτᾶται λοιπὸν «τί ποιήσω…», συνειδητοποιῶντας ὅτι δὲν ἔχει τόσες ἀποθῆκες, ὥστε νὰ ἐξασφαλίσει τὸν πλοῦτο του.
Αὐτὴ εἶναι ἡ τραγωδία τοῦ ἀνθρώπου· νὰ θεωρεῖ πὼς ὅ,τι κατακτᾶ γιὰ τὸν ἑαυτό του μπορεῖ νὰ γεμίσει τὴν ὕπαρξή του, νὰ ἱκανοποιήσει τὴ δῖψατου γιὰ ζωή, γιὰ πληρότητα, γιὰ εὐφροσύνη, γιὰ ἀθανασία. Ὁ ἄνθρωπος τῆς παραβολῆς μας θεωρεῖ πὼς ἡ συγκέντρωση ἀγαθῶν καὶ πλούτουμποροῦν νὰ τοῦ ἐξασφαλίσουν εὐφροσύνη καὶ μακροζωία, «ψυχή μου ἔχειςπολλὰ ἀγαθά κείμενα εἰς ἔτη πολλά, ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου». Ἐξαρτᾶ τὴ ζωήτου καὶ τὴν χαρά ἀπὸ τὴν ἀτομικὴ χρήση τῶν ἀγαθῶν.
Ὅμως ἡ εὐημερία καὶ ὁ καταναλωτισμὸς δὲν εἶναι εὐτυχία, ὅταν ἡ ζωὴ διεκδικεῖται ἀτομικά. Μόνος του βυθίστηκε στὸ σκοτάδι τοῦ θανάτου,ἀφοῦ τὸ ἄγχος γιὰ τὴ συγκέντρωση τοῦ πλούτου τὸν ὁδήγησε στὴν ἀπομόνωσή του ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Θεὸς χαρακτηρίζει τὸν πλούσιο ὡς ἄφρονα.
Σήμερα, ὅπως καὶ κάθε ἐποχή, ὁ κόσμος περνάει κρίση. Τὸ αἴτιο τῆς κρίσης πάντα εἶναι ὅτι οἱ ἄνθρωποι πίστεψαν πώς, γιὰ νὰ ζήσουν, ἀρκεῖ νὰ ἔχουν ἀφθονία ὑλικῶν ἀγαθῶν, ἀδιαφορῶντας ἂν ἑκατομμύρια ἄνθρωποι πεθαίνουν ἀπὸ ἀνέχεια καὶ πεῖνα.
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,
«Ἀφροσύνη ἀνδρὸς λυμαίνεται τὰς ὁδοὺς αὐτοῦ» λέει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀφροσύνη σκορπίζει τὴν καταστροφὴ στὴ ζωὴ καὶ τὸν προορισμὸ τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ προορισμός μας εἶναι οὐράνιος. Ἡ μέλλουσα οὐράνια πατρίδα εἶναι ἡ μένουσα καὶ μᾶς περιμένει. Ἐκείνη κρύβει γιὰ μᾶς τὰ ἀγαθά. Εἶναι μεγάλη ἀνάγκη ὅσο ζοῦμε πάνω στὴ γῆ νὰ ἀγαποῦμε μὲ ὅλη μας τὴν δύναμη τοὺς συνανθρώπους μας, διότι αὐτοὶ θὰ μᾶς ὁδηγήσουν στὸν Θεό. Μόνοι μας δὲν θὰ φθάσουμε ποτέ.
Ἀληθινὸς Χριστιανὸς χωρὶς ἀδελφοὺς δὲν ὑπάρχει. Ὁ Θεὸς καὶ οἱ ἄνθρωποι εἶναι τό πλήρωμα τῆς πνευματικῆς μας ζωῆς καὶ ἡ ἰσορροπία μαςστὸν κόσμο.
ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ ΛΟΥΚΑ (Λκ. ι΄ 25-37)
(15-11-2020)
Στὴ σημερινὴ Εὐαγγελικὴ περικοπὴ ὁ Κύριος ἑρμηνεύει τὴν ἔννοια τοῦ πλησίον, καλῶντας μας νὰ τοποθετηθοῦμε.
Κάποιος «νομικός», ἄνθρωπος δηλαδὴ ποὺ μελετοῦσε καὶ γνώριζε, θεωρητικά τουλάχιστον, τὸν Νόμο τοῦ Θεοῦ, πλησίασε τὸν Χριστὸ καὶ τοῦ ἔθεσε ἕνα ἐρώτημα. Οἱ προθέσεις τοῦ νομικοῦ, ὅμως, δὲν ἦταν καλές, ἀφοῦ πλησίασε τὸν Χριστὸ ὄχι μὲ πνεῦμα μαθητείας, ἀλλά «ἐκπειράζων αὐτόν», ἐπιδιώκοντας νὰ τὸν παγιδεύσει, νὰ πάρει ἀπάντηση ἀντίθετη μὲ τὸν Νόμο καὶ ἀκολούθως νὰ τὸν κατηγορήσει. Ἔτσι τὸν ἐρώτησε καὶ τοῦ εἶπε: «Διδάσκαλε, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;». Ὁ Κύριος κατανοεῖ τὴν διάθεση καὶ τὴν πονηρία τοῦ νομικοῦ καὶ τὸν παραπέμπει στὸν Νόμο: «Ἐν τῷ νόμῳ τί γέγραπται; πῶς ἀναγινώσκεις;».
Ὁ νομικὸς τοῦ ἀπαντᾶ μὲ ἀναφορὰ σὲ ἐντολὲς τοῦ Λευιτικοῦ καὶ τοῦ Δευτερονομίου: «Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου, καὶ τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν». Ἡ ἀπάντηση τοῦ νομικοῦ ἦταν ὀρθή, διότι τὸ νὰ ἀγαπήσει κανεὶς τὸν Θεὸ ἐξ ὅλης τῆς ὑπάρξεώς του καὶ τὸν πλησίον του σὲ τέτοιο βαθμό, ὅπως ἀγαπᾶ τὸν ἑαυτό του, εἶναι ὄντως τὸ πλέον σημαντικό. Αὐτὴ ἡ ἀγάπη, ὅμως, ἀποβαίνει ὁλοκληρωμένη μόνο ὅταν εἶναι γνήσια, ὅταν δηλαδὴ δὲν περιορίζεται σὲ κάποιες μόνο κατηγορίες ἀνθρώπων, ἀλλὰ ἐκτείνεται θυσιαστικά, κατὰ τὸ παράδειγμα τοῦ Χριστοῦ, πρὸς κάθε ἄνθρωπο.
Ὁ νομικὸς ὅμως, καθότι Ἰουδαῖος, δὲν εἶχε αὐτὴ τὴν εὐρεῖα ἀντίληψη γιὰ τὴ θυσιαστικὴ ἀγάπη πρὸς ὅλους τους ἀνθρώπους· γιὰ τοὺς Ἑβραίους πλησίον ἦταν μόνο οἱ ὁμοεθνεῖς καὶ οἱ ὁμόπιστοί τους καὶ κανένας ἄλλος. Εἰδικὰ γιὰ τὴν τάξη τῶν Φαρισαίων ὁ φτωχὸς καὶ ἀγράμματος λαὸς δὲν ἦταν οὔτε πλησίον, οὔτε ὅμως καὶ ἄξιος γιὰ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἀνθρώπινη ἀγάπη. Ἔτσι περιόριζαν τὴν ἀγάπη καὶ τὸ ἐνδιαφέρον τους μόνο σὲ αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους. Μὲ βάση αὐτὰ τὰ δεδομένα κατανοεῖται καὶ ἡ παγίδα τοῦ νομικοῦ, ὅπου μία ἐνδεχόμενη ἀπάντηση τοῦ Χριστοῦ ἀντίθετη μὲ τὰ δεδομένα τῶν Ἰουδαίων, θὰ παρεῖχε τὴν εὐκαιρία νὰ Τὸν κατηγορήσουν.
Γιὰ ἐμᾶς τοὺς Χριστιανούς, ὁ κάθε ἄνθρωπος, ὁμοεθνὴς ἢ ἀλλοεθνής, φίλος ἢ ἐχθρός, εἶναι πλησίον καὶ ἀδελφός μας. Ἐφόσον μοιραζόμαστε τὴν ἴδια ἀνθρώπινη φύση καὶ ἔχουμε τὸν Θεὸ ὡς Πατέρα καὶ δημιουργό, τότε εἴμαστε ἀδέλφια. Ἑπομένως ὀφείλουμε νὰ κοιτάζουμε τὸν κάθε ἄνθρωπο ἀγαπητικὰ καὶ σὲ περίπτωση ἀνάγκης καὶ θλίψεως νὰ τείνουμε χεῖρα βοηθείας, ἀνεξαρτήτως κόπου ἢ θυσιῶν ἢ δαπανῶν. Κινητήριος δύναμη τῶν πράξεών μας πρέπει νὰ εἶναι μόνο ἡ φιλανθρωπία καὶ στόχος μας ἡ ἀνακούφιση ἀπὸ τὰ βάσανα καὶ τὶς ἀνάγκες, σωματικὲς ἢ ψυχικές, ὅσων ὑποφέρουν. Οἱ σωματικὰ ἀσθενεῖς, εἴτε ἔχουν κάποιον νὰ τοὺς φροντίσει εἴτε ὄχι, πάντα χρειάζονται τὴν ἐπίσκεψή μας καὶ τὸν ἱλαρὸ τὸν λόγο, τὴν παρηγοριά μας καὶ τὴν ἀνακούφιση ποὺ προσφέρει ἡ ἁπλῆ παρουσία μας κοντά τους. Ὅλοι αὐτοὶ περιμένουν ἀπὸ ἐμᾶς τὴν ἀναγκαία βοήθεια. Ἀνεξάρτητα ἐὰν ἔχουμε μεγάλες οἰκονομικὲς δυνατότητες ἢ μικρές, τὸ θέμα εἶναι νὰ βοηθήσουμε ὅσο μποροῦμε, ἔστω καὶ λίγο. Ὁ ταλαιπωρημένος ἄνθρωπος δὲν θέλει πολλὰ πράγματα γιὰ νὰ ἀνακουφισθεῖ, ἐνῷ ἀπὸ τὴν ἄλλη ἀναπαύεται μὲ τὴν πράξη μας καὶ ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Ἡ βοήθεια καὶ ἡ παρηγοριὰ στὸν πάσχοντα θεωρεῖται ἀπὸ τὸν Χριστὸ ὅτι γίνονται στὸν Ἴδιο.
Τὴν ἴδια ἢ καὶ μεγαλύτερη ἀνάγκη ἔχουν καὶ αὐτοὶ ποὺ ἀντιμετωπίζουν κάθε εἴδους προβλήματα. Ποικίλη ψυχικὴ ὀδύνη, οἰκογενειακὰ δράματα, ἐχθρότητα, πάσης φύσεως δυσκολίες, ἀκόμη καί θάνατο οἰκείου τους προσώπου. Οἱ ἄνθρωποι ποὺ ταλαιπωροῦνται ἀπὸ αὐτὲς τὶς καταστάσεις ἔχουν τὴν ἀνάγκη τῆς δικῆς μας παρηγοριᾶς, ἐνίσχυσης, συμπαράστασης καὶ συμπόνιας, ὥστε νὰ ἁπαλυνθεῖ ὁ πόνος τους, νὰ μὴν περιπέσουν σὲ κατάθλιψη καὶ νὰ μὴν φτάσουν στὴν ἀπελπισία, ποὺ εἶναι ἔργο καὶ στόχος τοῦ πονηροῦ.
ΚΗΡΥΓΜΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Ζ΄ ΛΟΥΚΑ (Λκ. ιη΄ 41-56)
(8-11-2020)
Ἡ ζωὴ τοῦ Χριστιανοῦ εἶναι συνύπαρξη μὲ τὸν Χριστό. Εἶναι συμπόρευση μαζί Του. Εἶναι ἡ συνειδητὴ τήρηση τοῦ θελήματος τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι πορεία ἀνηφορικὴ καὶ ἰδιαίτερα δύσκολη. Εἶναι σταυρὸς καὶ καθημερινὸς θάνατος. Εἶναι μαρτύριο ὑπὲρ τῆς ἀληθείας. Εἶναι συμπεριφορὰ ἀσυνήθιστη ἀλλὰ καὶ παράλογη γιὰ τὰ δεδομένα τοῦ κόσμου καὶ τῆς ἁμαρτίας του. Τελικά, ἡ ζωὴ τοῦ Χριστιανοῦ δὲν εἶναι ἁπλῆ βιολογικὴ ἐπιβίωση ἀλλὰ ὑπέρβασή της, πρᾶγμα παράδοξο. Παράδοξο, πλὴν ὅμως ἀληθινό, ὅπως μαρτυρεῖ ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Χριστῷ συνεσταύρωμαι· ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός· ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ».
Αὐτὴ τὴν ἀσυνήθιστη συμπεριφορὰ παρατηροῦμε καὶ στὸ σημερινὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα. Τὴν ἐπιδεικνύει ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος, ὡς νέος Ἀδάμ, γίνεται πρότυπο τῆς ἀνθρωπότητος καὶ προσφέρει τὸ μέτρο ποὺ ὀφείλουμε νὰ τηροῦμε, ὥστε νὰ δικαιολογεῖται καὶ ἡ προσωνυμία τοῦ Χριστιανοῦ στὸ πρόσωπό μας.
Ὁ Χριστός, μετὰ τὸ θαῦμα τῆς θεραπείας τοῦ δαιμονισμένου στὴ χώρα τῶν Γαδαρηνῶν, πορευόταν στὸ σπίτι τοῦ ἀρχισυνάγωγου Ἰάειρου, γιὰ νὰ θεραπεύσει τὴ δωδεκάχρονη ἑτοιμοθάνατη θυγατέρα του. Ἐνῷ βρισκόταν καθ᾽ ὁδὸν ἀκολουθούμενος ἀπὸ τὰ πλήθη τῶν ἀνθρώπων, τὰ ὁποῖα «συνέπνιγον αὐτόν», κάποια γυναίκα, ποὺ ὑπέφερε ἀπὸ αἱμορραγία δώδεκα χρόνια, κατάφερε νὰ Τὸν πλησιάσει καὶ διακριτικὰ νὰ ἀγγίξει τὴν ἄκρη τῶν ἐνδυμάτων Του. Τὸ ἄγγιγμα αὐτὸ ἀποδείχθηκε σωτήριο· «παραχρῆμα ἔστη ἡ ρύσις τοῦ αἵματος αὐτῆς», ὅμως, ἡ ἐνέργειά της δὲν διέλαθε τῆς προσοχῆς τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποῖος ἐρώτησε ποιὸς Τὸν ἄγγιξε.
Τὸ ἐρώτημα αὐτὸ τοῦ Χριστοῦ ὁπωσδήποτε μᾶς ξενίζει, ἐπειδὴ ὁ Ἴδιος εἶναι γνώστης ἀκόμα καὶ τῶν πιὸ μύχιων λογισμῶν τῶν πλασμάτων Του.
Ἔκπληξη γιὰ τὴν ἀπορία ἐκφράζουν καὶ οἱ μαθητὲς μὲ τὸ στόμα τοῦ Πέτρου, ὁ ὁποῖος ἐρωτᾶ μὲ αὐθορμητισμό: «ἐπιστάτα, οἱ ὄχλοι συνέχουσί σε καὶ ἀποθλίβουσι, καὶ λέγεις τίς ὁ ἁψάμενός μου;».
Ἡ ὁμολογία ὅμως τῆς πίστεως τῆς γυναίκας πρὸς τὸ πρόσωπό Του καὶ τὰ δυνατὰ ἀποτελέσματά της ἦταν, ὅπως φαίνεται, οἱ βαθύτερες ἀνθρώπινες καταστάσεις ποὺ θέλησε ὁ Κύριος μὲ τὴν ἀπορία νὰ ἀποκαλύψει, προκειμένου νὰ διδάξει.
Ἡ ἀληθινὴ πίστη στὸν Χριστὸ εἶναι ἐκείνη ποὺ σώζει τὸν ἄνθρωπο. Ἀπὸ τὴν ἄλλη ὅμως, ὅταν ἡ πίστη στρέφεται στὸν ἑαυτό μας καὶ μόνο, τότε ἐκδηλώνεται μὲ τὴ μορφὴ τοῦ ἐγωισμοῦ καὶ προκαλεῖ σοβαρὲς ἐμπλοκές. Ἀφήνει τὸν ἄνθρωπο ἀδύναμο νὰ προσεγγίσει καὶ νὰ κατανοήσει τὰ γεγονότα. Αὐτὸ συνέβη καὶ μὲ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ εἶχαν μαζευτεῖ στὸ σπίτι τοῦ Ἰαείρου, ὅταν ἔμαθαν πὼς τὸ κορίτσι πέθανε. Ὅταν ὁ Κύριος ἔφθασε στὸ σπίτι καὶ εἶπε «μὴ κλαίετε, οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει», τότε ὅλοι μαζὶ «κατεγέλων αὐτοῦ εἰδότες ὅτι ἀπέθανεν». Δὲν μποροῦσαν νὰ ἀντιληφθοῦν ὅτι μπροστά τους εἶχαν «τὸν κυριεύοντα ζωῆς καὶ θανάτου Κύριον». Δὲν κατενόησαν ὅτι μὲ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ ὁ δρόμος τοῦ θανάτου μεταβάλλεται σὲ πύλη τῆς αἰωνιότητος.
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἡ πίστη ποὺ ἐκδήλωσαν τόσο ἡ αἱμορροοῦσα γυναῖκα ὅσο καὶ ὁ Ἰάειρος, εἶναι ἐκείνη ποὺ μπορεῖ νὰ καταξιώσει τὸν ἄνθρωπο, γιὰ νὰ ἀνεβεῖ τὰ σκαλοπάτια τῆς ἀληθινῆς ζωῆς. Αὐτὴ ἡ πίστη ποὺ βλασταίνει μέσα ἀπὸ τὴ μυστηριακὴ ζωὴ μᾶς καθιστᾶ μετόχους τῶν θαυμαστῶν ἐνεργειῶν τοῦ Κυρίου καὶ τοῦ ἐπιστηρηκτικοῦ λόγου Του «μὴ φοβοῦ· μόνον πίστευε, καὶ σωθήσεται».
ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΜΑΡΤΙΟΥ 2020
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΤΥΡΙΝΗΣ (Ματθ. στ΄14-21 )
1 Μαρτίου 2020
Στὰ πρόθυρα τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ἡ Ἐκκλησία μὲ τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο μᾶς ἀποκαλύπτει τὸ νόημα καὶ τὴν διάσταση τῆς ἀληθινῆς νηστείας.
Ἡ νηστεία εἶναι τὸ πιὸ διαδεδομένο ἀσκητικὸ μέσο τῆς ἐκκλησια-στικῆς μας παράδοσης. Ἡ λέξη σημαίνει τὴν ἀποχὴ ἀπὸ τὶς τροφές. Ὡς πρακτικὴ μὲ θρησκευτικὸ περιεχόμενο τὴ συναντᾶμε σὲ ὅλες σχεδὸν τὶς θρησκεῖες καὶ σχετίζεται κυρίως μὲ τὴν ἐξωτερίκευση τοῦ πένθους, τῆς θλίψης, τῆς ἐσωτερικῆς συντριβῆς καὶ τὴν προετοιμασία γιὰ μεγάλες ἑορτὲς ἢ σπουδαῖες τελετουργίες, ποὺ προϋποθέτουν ἐσωτερικὴ κάθαρση.
Οἱ παλαιοὶ Χριστιανοὶ τηροῦσαν μὲ εὐλάβεια τὶς καθορισμένες νηστεῖες μὲ μόνη δικαιολογημένη ἐξαίρεση τοὺς ἐμπερίστατους ἀδελφοὺς (ἀσθενεῖς, ὁδοιπόρους, νήπια). Ἄλλωστε, γιὰ ὅσους ἀδικαιολόγητα κατα-στρατηγοῦν τὶς νηστεῖες οἱ ἱεροὶ Κανόνες ἐπιβάλλουν αὐστηρὰ ἐπιτίμια. Σήμερα ἡ νηστεία ὡς θεσμὸς εἶναι περιφρονημένη καὶ παρεξηγημένη. Ἄλλοι, παρασυρόμενοι ἀπὸ τὴν γενικευμένη ἐκκοσμίκευση, τὴν παρα-μερίζουν, τὴν προσδιορίζουν κατὰ τὴν κρίση καὶ δυνατότητά τους ἢ καὶ τὴν καταργοῦν, ἐνῷ ἄλλοι τὴν ὑπερτιμοῦν ἀδιάκριτα καὶ τῆς ἀποδίδουν τεράστια σωτηριολογικὴ ἀξία καθιστῶντάς την αὐτοσκοπό.
Ἡ νηστεία, ὅμως, δὲν εἶναι αὐτοσκοπός, εἶναι μέσο τοῦ ἀσκητικοῦ ἀγώνα τοῦ πιστοῦ, τὸ μυστικὸ ὅπλο τοῦ «ἀοράτου πολέμου» του κατὰ τῶν παθῶν, «ἡ μάχαιρα ἥτις ἐκκόπτει πολλὰς κακίας» κατὰ τοὺς Θεοφόρους Πατέρες.
Ἡ ἀληθινὴ νηστεία ἔχει χαρακτῆρα παιδαγωγικὸ καὶ ἀναγωγικό. Διδάσκει, δηλαδή, τὸν ἄνθρωπο νὰ μὴ βασίζεται στὰ ὑλικὰ πράγματα, ὑπενθυμίζοντάς του τὴ σχετικὴ ἀξία τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν, ἐνῷ τὸν ὁδηγεῖ νὰ ξεπεράσει τὴν τυραννία τῆς ὑλικῆς ἀναγκαιότητας καὶ νὰ φθάσει στὸ βασίλειο τῆς ἐλευθερίας τοῦ Πνεύματος.
Ὁ μέγας ἐχθρὸς τῆς νηστείας, ὅπως φαίνεται στὴ σημερινὴ Εὐαγγελικὴ περικοπὴ εἶναι ἡ τυπολατρία καὶ ἡ ὑποκρισία, μὲ μιὰ λέξη ὁ φαρισαϊσμός, αὐτὴ ἡ φοβερὴ πνευματικὴ ἀσθένεια ποὺ πλήττει καὶ ἀκυ-ρώνει κάθε ἐκδήλωση εὐσεβείας.
Ἡ Ἐκκλησία μὲ τὸ θεόπνευστο λόγο τῶν Πατέρων, διὰ τῆς ἱερᾶς ὑμνογραφίας μᾶς προειδοποιεῖ ὅτι ἀληθινὴ καὶ εὐάρεστη στὸ Θεὸ νηστεία δὲν εἶναι ἁπλᾶ ἡ τυπικὴ τήρηση κάποιων περιορισμῶν στὴν διατροφὴ ἀλλὰ γενικὰ ἡ κυριαρχία τοῦ πνεύματος ἔναντι ὅλων τῶν πιεστικῶν ἀναγκῶν τοῦ σώματος.
«Ἀληθὴς νηστεία ἡ τῶν κακῶν ἀλλοτρίωσις, ἐγκράτεια γλώσσης, θυμοῦ ἀποχή, καταλαλιᾶς, ψευδοῦς καὶ ἐπιορκίας. Ἡ τούτων ἔνδεια, νηστεία ἔστιν ἀληθὴς καὶ εὐπρόσδεκτος» θὰ ἀκούσουμε στὸν ἑσπερινὸ τῆς Καθαρᾶς Δευτέρας.
Οἱ Πατέρες συνιστοῦν ἐπίσης νὰ συνοδεύεται ἡ νηστεία μὲ τὴν ἄσκηση καὶ ἄλλων ἀρετῶν καὶ κυρίως τῆς ἐλεημοσύνης. «Νηστεύεις; Δεῖξον μοι διὰ τῶν ἔργων αὐτῶν. Ποίων ἔργων, φησίν. Ἐὰν ἴδῃς πένητα, ἐλέησον», ὅπως λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος.
Ἡ νηστεία συνδέεται μὲ τὴν κοινωνικότητα τοῦ ἀνθρώπου. Δὲν ἀποσκοπεῖ στὴν ἐγωκεντρικὴ κατάκτηση κάποιου ἀτομικοῦ ἀσκητικοῦ στόχου. Παιδαγωγεῖ τὸν ἄνθρωπο νὰ ἀκολουθεῖ τὸν κοινὸ κατ’ ἀλήθειαν τρόπο ζωῆς «σὺν πᾶσι τοῖς ἁγίοις». Ἀναγκαῖος ὅρος, λοιπόν, γιὰ νὰ ἀρχίσουμε «τὸν καλὸν τῆς νηστείας ἀγῶνα» εἶναι ἡ ἀποκατάσταση τῶν κοινωνικῶν μας σχέσεων σὲ σωστὴ βάση μὲ τὴν ἀπαραίτητη ἀμοιβαία συγχώρηση.
Γι’ αὐτὸ ὁ πρῶτος Κατανυκτικὸς ἑσπερινὸς τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, στὸν ὁποῖο πρέπει νὰ συμμετάσχουμε ὅλοι μας ἀπόψε, ὁλοκληρώνεται σύμφωνα μὲ παλαιὸ μοναστικὸ τυπικὸ στὴν καρδιακὴ ἀνταλλαγὴ τῆς συγχώρησης, ὡς προϋπόθεσης τῆς προσπάθειάς μας καὶ ὀνομάζεται ἑσπερινὸς τῆς συγγνώμης. Μόνον ἔτσι συμπεριφερόμενοι καὶ προσευχόμενοι οἱ Χριστιανοὶ θὰ καταλήξουμε στὴν ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ στὴν κοινωνία τῆς ἀγάπης, τὰ ὁποῖα ἑορτάζουμε στὸ τέλος αὐτῆς τῆς πορείας καὶ λειτουργικῆς περιόδου μὲ τὸν Ἀναστάσιμο ἑσπερινὸ τῆς Ἀγάπης.
Καλὴ Σαρακοστή, καλὴ δύναμη στὸν προκείμενο ἀγῶνα.
8 Μαρτίου 2020
Σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας ἑορτάζει τὸ θρίαμβο τῆς Ὀρθοδοξίας, τῆς ἀλήθειας γιὰ τὸν Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο, γιὰ τὴν πίστη καὶ τὴν ζωή. Θυμᾶται τὸ ἱστορικὸ γεγονὸς τῆς ἀναστήλωσης τῶν εἰκόνων. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ διακηρύσσει τὴν συνείδησή της, δηλαδὴ φανερώνει τὸ πρόσωπό Της. Γιατὶ μὲ τὸ πρόσωπο ἐκφράζουμε τὸ βαθύτερο εἶναι μας, τὸ περιεχόμενο τῆς καρδιᾶς μας. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸ σημερινὸ Εὐαγγελικὸ ἀνά-γνωσμα ἀναφέρεται στὴν προτροπὴ τοῦ Φιλίππου στὸν φίλο του Ναθα-ναὴλ νὰ γνωρίσει προσωπικὰ τὸν Χριστό. Ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ ὁ Χριστὸς παρατεινόμενος στοὺς αἰῶνες. Ὀρθόδοξη πίστη εἶναι ἡ προσωπικὴ ἐπαφὴ μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ μέσα στὸ μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας.
Στὴν ἱστορία πολλοὶ ἀναζήτησαν καὶ ἀνακάλυψαν ἀποσπασματικὲς ἀλήθειες γιὰ τὸν Θεὸ καὶ τὸν κόσμο. Κάποιοι ἄλλοι ἰσχυρίσθηκαν ὅτι ἦταν ἀπεσταλμένοι τοῦ Θεοῦ καὶ ἔτσι ἐπινόησαν θρησκεῖες. Δημιούργησαν τὸ «εἴδωλο τοῦ θεοῦ», ὄχι ὅμως τὸν ἀληθινὸ Θεό. Ὁ Χριστὸς φέρνει τὸν Θεὸ ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους, γιατί εἶναι ὁ Ἴδιος Θεός. Δὲν μιλάει ἁπλῶς γιὰ τὴν ἀλήθεια, ἀλλὰ εἶναι Αὐτὸς ἡ ἀλήθεια. Ἡ πίστη στὸ θεανθρώπινο πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἀπὸ μόνη της ἕνα θαῦμα. Μία τέτοια πίστη εἶναι ἕνα δῶρο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὸν ἄνθρωπο, μία προσωπικὴ ἀποκάλυψη καὶ ἐμπειρία μέσα στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας τονίζει ὅτι στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἡ θεϊκὴ καὶ ἡ ἀνθρώπινη φύση ἑνώθηκαν, χωρὶς νὰ συγχέονται καὶ χωρὶς νὰ διαιροῦνται. Ἕνα μυστήριο ποὺ δὲν μποροῦμε κατανοήσουμε, πολὺ δὲ περισσότερο νὰ τὸ ἑρμηνεύσουμε, ἐπειδὴ ἡ ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ δὲν χωράει στὴ λογικὴ τοῦ ἀνθρώπου. Δὲν μπαίνει στὸ μικροσκόπιο τῆς ἔρευνας καὶ τοῦ πειράματος. Τὰ δόγματα, ποὺ μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς σημερινῆς ἑορτῆς καλούμαστε νὰ διαφυλάξουμε, χαράζουν τὰ ὅρια τοῦ περιεχομένου τῆς πίστεως, ἀλλὰ δὲν ἐξηγοῦν τὸ μυστήριο τοῦ Θεοῦ. Μᾶς προτρέπουν νὰ ἐμπιστευθοῦμε καὶ νὰ ζήσουμε μὲ τὴν καρδιὰ μας αὐτὸ ποὺ ὁ Θεὸς μᾶς ἀποκάλυψε, ὄχι ὅμως νὰ ἀναλύσουμε μὲ τὸ μυαλὸ αὐτὸ ποὺ ἡ Ἐκκλησία μᾶς παρέδωσε.
Τὸ μυστήριο τοῦ Χριστοῦ συνίσταται μεταξὺ ἄλλων στὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ «κρύβεται» πάντοτε πίσω ἀπὸ τὸν Υἱὸ τοῦ ἀνθρώπου. Ἐδῶ βρίσκεται τὸ σημεῖο ποὺ σκοντάφτει ἡ ἀνθρώπινη λογικὴ τότε καὶ σήμερα. Ἐδῶ ἀρχίζει ἡ τραγικὴ ἱστορία τῶν πολλῶν καὶ ποικίλων αἱρέσεων, οἱ ὁποῖες νοθεύουν τὴν πίστη καὶ ἀκυρώνουν τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ αἵρεση εἶναι ὁ πειρασμὸς τῆς λογικῆς πάνω στὴν ἀποκάλυψη τῆς πίστεως. Ὅσα στοιχεῖα τῆς πίστεως τὰ κατανοεῖ, τὰ ἀποδέχεται καὶ τὰ ὑπερτονίζει. Τὰ ὑπόλοιπα τὰ προσπερνᾶ καὶ τὰ ὑποτιμᾶ. Διαχωρίζει τὸν Ἰησοῦ τῆς ἱστορίας ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ τῆς Ἐκκλησίας. Ἄλλωστε, ἂς μὴν ξεχνᾶμε ὅτι τὸν Χριστὸ τὸν συνάντησαν ἀναρίθμητοι ἄνθρωποι στὴν ἐπίγεια διαδρομή Του. Τὸν γνώρισαν ὡς «υἱὸ τῆς Μαρίας», ὡς προφήτη, ὡς χαρισματικὸ διδάσκαλο τῆς Ναζαρέτ. Δὲν μπόρεσαν ὅμως ὅλοι νὰ διακρίνουν πίσω ἀπὸ Αὐτὸν τὸν Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος, τὸν θεάνθρωπο Χριστὸ τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἱστορία ἀποδεικνύει τὸ πέρασμά Του ἀπὸ τὸν κόσμο. Ψηλαφίζει τὰ τεκμήρια τῆς παρουσίας Του. Ἀναγνωρίζει τὸ μεγαλεῖο καὶ ἄλλοτε ἀμφισβητεῖ τὴν ὑπεροχή Του. Δὲν μπορεῖ ὅμως μὲ τὴν ἔρευνα καὶ τὴν ἐπιστημοσύνη νὰ ἀποδείξει τὴν θεότητά Του. Τὸ μυστήριο τοῦ θεανθρώπινου προσώπου τοῦ Χριστοῦ τὸ βιώνουμε «ἐν πίστει» μέσα στὴν Ἐκκλησία. Εἶναι ἀδιανόητο νὰ ἀναζητοῦμε τὴν ἀλήθεια γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ στὴν ἀσυδοσία ἢ στὴν χυδαιότητα τῆς τέχνης, στὴν τόλμη ἢ στὴν βλασφημία τῆς διανόησης, στὰ πολύκροτα βιβλία ἤ στὶς κινηματογραφικὲς ὑπερπαραγωγές.
Δὲν μποροῦμε νὰ ἀπαιτοῦμε ἀπὸ τὰ ἀχαλίνωτα στοιχεῖα τοῦ κόσμου νὰ γίνονται κήρυκες τῆς ἀλήθειας τοῦ Χριστοῦ. Ἂν «κόσμος» εἶναι καθετὶ ποὺ βρίσκεται ἔξω ἀπὸ τὴν χάρη καὶ τὴν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, τότε «τὰ τοῦ κόσμου» θὰ συγκρούονται πάντοτε μὲ τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν πραγματικότητα τοῦ Θεοῦ. Ἐμεῖς ὅμως γνωρίζουμε ὅτι «Αὕτη ἐστὶν ἡ νίκη ἡ νικήσασα τὸν κόσμον, ἡ πίστις ἡμῶν» (Ἰωαν. Α΄ 5,4), ἀφοῦ τὸν τελευταῖο λόγο γιὰ ὅλους καὶ γιὰ ὅλα τὸν ἔχει ὁ Θεός. Ἀμήν.
15 Μαρτίου 2020
Ἰδιαίτερη ἐντύπωση στὴν σημερινὴ Εὐαγγελικὴ περικοπὴ δημιουργεῖ τὸ ὅτι ὁ Χριστὸς θεραπεύοντας τὸν παραλυτικὸ δὲν ἀναφέρεται στὴν πίστη τοῦ ἀρρώστου, ποὺ τελικὰ γίνεται καλά, ἀλλὰ στὴν πίστη ἐκείνων ποὺ τὸν μεταφέρουν. Στὸ θαῦμα ποὺ περιγράφεται στὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο εἶναι ὑπαρκτὴ μιὰ πίστη συλλογική, ποὺ προϋποθέτει συνεργασία, κοινὸ προγραμματισμό, κοινὴ ἐνέργεια.
Στὸ σπίτι ποὺ βρέθηκε ὁ Χριστὸς νὰ μιλᾶ στὰ πλήθη τῶν συγκεντρωμένων, ἡ ἀδιαφορία τῶν πολλῶν ἔφραξε σὰν τεῖχος τὴν πόρτα στὴν ἀνάγκη τοῦ παραλύτου νὰ περάσει, γιὰ νὰ συναντήσει τὸν Λυτρωτή. Ὁ πόθος ὅμως καὶ ἡ ἐπιμονὴ τῶν ὀλίγων ποὺ τὸν μετέφεραν τοὺς ἔκανε νὰ καταφέρουν νὰ ἀνοίξουν πέρασμα ἀπὸ τὸ πιὸ ἀπίθανο μέρος. Ἀνεβαίνουν στὴ στέγη, δημιουργοῦν ἕνα μεγάλο ἄνοιγμα στὴν ὀροφὴ καὶ κατεβάζουν τὸν παραλυτικὸ ἀνάμεσα στὸ πλῆθος, μπροστὰ στὸν Διδάσκαλο.
Ὅταν μὲ κίνητρο τὴν ἀγάπη, ἡ προσωπικὴ πίστη τοῦ ἑνὸς συνταιριάζει μὲ ἐκείνη τῶν ἄλλων, ἡ ἔντασή της πολλαπλασιάζεται. Οἱ μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ δὲν ἔμειναν μονάδες, ἀλλὰ συγκεντρώθηκαν γύρω Του καὶ ἀποτέλεσαν ἕνα ἱερὸ σύλλογο. Στὴ συνέχεια, μὲ τὴν παρουσία τοῦ Παρακλήτου συνέστησαν τὴν Ἐκκλησία. Στὴ μεγάλη αὐτὴ ὀργανικὴ ἑνότητα ἡ πίστη, ἡ ἀγάπη καὶ ἡ προσευχὴ τοῦ κάθε πιστοῦ ἐνισχύονται ἀπὸ τὴν παρουσία τῶν ἄλλων.
Ἡ ἀνταπόκριση τοῦ Χριστοῦ στὴ συλλογικὴ πίστη τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν εἶναι ἄμεση, θεραπεύει τὸν ἀσθενή, ἀλλὰ τὰ λόγια Του δημιουργοῦν ἔκπληξη. Ἀπευθυνόμενος στὸν παραλυτικὸ τοῦ λέγει: «Τέκνον, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου». Ὁ Χριστὸς δὲν στέκει στὴν ἐπιφάνεια. Ὁ λόγος Του εἰσχωρεῖ στὴν καρδιὰ τοῦ προβλήματος. Πηγαίνει σ’ ἕνα βαθύτερο ἐπίπεδο, πηγαίνει κατ’ εὐθεῖαν στὴν οὐσία.
Στὴ συγκεκριμένη περίπτωση τοῦ παραλυτικοῦ, ἡ συνάφεια ἀσθενείας καὶ ἁμαρτίας, καὶ συνεπῶς ἡ σχέση συγχωρήσεως καὶ θεραπείας ἦταν ἄμεση. Ἀπὸ ’κεῖ ἔπρεπε νὰ ἀρχίσει ἡ θεραπεία, ἀπὸ τὴν ἀπομάκρυνση τῆς νοσογόνου αἰτίας, μὲ τὴ συγχώρηση.
Ἡ πρώτη λέξη, «τέκνον», ἀποκαθιστᾶ τὴ διαταραγμένη σχέση τοῦ παραλυτικοῦ μὲ τὸ Θεάνθρωπο καὶ ἀποτελεῖ τὸν πρόλογο τῆς ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν καὶ τῆς ὁριστικῆς θεραπείας.
Οἱ θεραπεῖες αὐτὲς ἀποτελοῦν «σημεῖα» ποὺ δείχνουν ὅτι «νενίκηνται τῆς φύσεως οἱ ὅροι» καὶ προμηνύματα τῆς γενικότερης ὑπέρβασης τῆς ἀνθρώπινης ὀδύνης, καὶ ἀντιφεγγίζουν τὴν τελικὴ καὶ παγκόσμια νίκη τοῦ Χριστοῦ πάνω στὴν ἁμαρτία καὶ στὴν κάθε λογῆς ἀρρώστια.
Ἡ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν φανερώνει ἐπίσης τὴν δυνατότητα τοῦ κτιστοῦ ἀνθρώπου νὰ ζήσει τὴν ζωὴ τοῦ ἀκτίστου Θεοῦ. Αὐτὸ εἶναι τὸ ἀφετηριακὸ καὶ θεμελιῶδες θαῦμα τοῦ Κυρίου. Ἐνῷ ἡ Θεϊκὴ προτροπὴ «Ἔγειρε, ἆρον τὸν κράββατόν σου καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκον σου» ἀποκαλύπτει τὴν βοήθεια ποὺ προσφέρει ὁ Κύριος στὸν ἄνθρωπο, νὰ ἀνακαλύψει τὴν ἔμπρακτη πατρική του ἀγάπη.
Ὁ ἑορταζόμενος σήμερα μεγάλος ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς στηρίζει, μὲ τὸ ἐκκλησιαστικό του φρόνημα καὶ τὴν θεολογική του συνεισφορά, τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἐπιτυγχάνεται μόνον μὲ τὴν ἠθική του τελείωση ἀλλὰ μὲ τὴν μετὰ πίστεως καὶ ἀγάπης προσωπική του κοινωνία μὲ τὸν Χριστό.
Αὐτὴ τὴ βάση τῆς ὀρθοδόξου πίστεως προσφέρει ἡ σημερινὴ Εὐαγγελικὴ περικοπὴ καὶ βεβαιώνει τὴν ἔλευση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τῆς βασιλείας τῆς ἀγάπης, ποὺ ἄρχισε μέσα στὴν ἱστορία μὲ τὴν ἐπὶ γῆς ἔλευσή Του, γιὰ νὰ ὁλοκληρωθεῖ στὴν Δευτέρα ἔνδοξη παρουσία Του. Ἀμήν.
22 Μαρτίου 2020
Ἡ Ἐκκλησία μας σήμερα, ἀδελφοί μου, ὑψώνει καὶ ἑορτάζει τὸν Τίμιο Σταυρὸ τοῦ Κυρίου, ὑπενθυμίζοντάς μας τὴν ἀναγκαιότητά του γιὰ τὴ σωτηρία μας. Ὁ Σταυρὸς τὸν ὁποῖο καλούμεθα νὰ προσκυνήσουμε δὲν εἶναι ἁπλῶς ἕνα σύμβολο, ἀλλὰ ἀποτελεῖ τὸ μυστήριο διὰ τοῦ ὁποίου καταργεῖται ἡ ἁμαρτία καὶ σώζεται ὁ κόσμος. Ὁ Σταυρὸς εἶναι ἡ φύση τῆς ἀποστολῆς τῆς Ἐκκλησίας στὸν κόσμο, ὁ τρόπος τοῦ ἀγῶνα τοῦ πιστοῦ κατὰ τῶν σαρκικῶν παθῶν, τῶν ἐπιθυμιῶν, τοῦ ἐγωισμοῦ, τῆς ὑπερηφανείας, τῆς κενοδοξίας, τῆς φιλοδοξίας καὶ κάθε ἄλλης καταστάσεως ποὺ εἶναι ἐνάντια στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο μᾶς ὑπενθυμίζει τὴν αἰώνια προτροπὴ τοῦ Χριστοῦ στὸν ἄνθρωπο νά ἀνακαλύψει τὸν τρόπο τῆς σωτηρίας του: «Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ, καὶ ἀκολουθείτω μοι», δηλαδὴ ὅποιος θέλει νὰ μὲ ἀκολουθήσει πρέπει νὰ ἀπαρνηθεῖ τὸν ἑαυτό του καὶ νὰ σηκώσει τὸν σταυρό του. Ἡ πρόσκληση νὰ ἀκολουθήσουμε τὸν Χριστὸ δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὴν προσπάθεια τῆς συνέπειάς μας μὲ τὶς ἐντολὲς Του. Αὐτὸ ὅμως σημαίνει ὄχι μόνον τὴ ἄρση τοῦ σταυροῦ μας, ἀλλὰ κυρίως τὴν προϋπόθεση ἀρνήσεως τοῦ ἑαυτοῦ μας. Μὲ ἄλλα λόγια ἡ προσπάθειά μας ἀφορᾶ στὴν ἀπομάκρυνσή μας ἀπὸ τὴν ἁμαρτία τοῦ κόσμου, διὰ τῆς ἀποβολῆς τῶν παθῶν καὶ τῆς νέκρωσης τῶν φθοροποιῶν λογισμῶν ποὺ ὁδηγοῦν στὴν διάπραξη τῆς ἁμαρτίας. Παράλληλα ἀφορᾶ καὶ στὸν ἐσωτερικὸ ἀγῶνα οὐσιαστικῆς μας μετανοίας, μὲ τὴν καλλιέργεια τῆς ψυχῆς μας στὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ καὶ στὴν ἔμπρακτη καταπολέμηση τῆς ἁμαρτίας. Αὐτὸ ἀπαιτεῖ ἐπίμονη καὶ ἐπίπονη προσπάθεια, ποὺ ὅμως εἶναι ἀναγκαία προϋπόθεση γιὰ τὴ μετοχή μας στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Ἡ διευκρίνιση τοῦ Κυρίου στὴν συνέχεια «...ὅς γὰρ ἂν θέλῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει αὐτήν· ὃς δ᾽ ἂν ἀπολέσῃ τὴν ἑαυτοῦ ψυχὴν ἕνεκεν ἐμοῦ καὶ τοῦ εὐαγγελίου, οὗτος σώσει αὐτήν...» ἀφορᾶ στὴν προσπάθεια ποὺ ὀφείλουμε νά καταβάλουμε στὸν πόθο καὶ στὸν στόχο νὰ κερδίσουμε τὴν ψυχή μας. Ὅποιος δὲν μπορεῖ νὰ ἀποδεσμευθεῖ ἀπὸ τὴν ἀσφάλεια ποὺ παρέχουν στὸ βιοτικὸ ἐπίπεδο τὰ σχήματα καὶ τὰ πρόσκαιρα πράγματα τοῦ κόσμου, τελικὰ ζημιώνει τὴν ἴδια του τὴν ψυχή, ἀφοῦ τὴν ἀποστερεῖ ἀπὸ τὴν ὄντως ζωή, ἡ ὁποία εἶναι ἀσύμβατη μὲ τὴ φθαρτότητά τους. Ἀντιθέτως, αὐτὸς ὁ ὁποῖος ἕνεκεν τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν ἐντολῶν Του, ἀπομακρύνεται ἀπὸ κάθε τι ἁμαρτωλό, νεκρώνεται γιὰ τὴν ἁμαρτία καὶ ταυτόχρονα ἀγωνίζεται νὰ ἀνακαινίσει τὸν ἑαυτό του, ἐνδυναμούμενος ἀπὸ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ, διὰ τῆς ὁποίας σώζει τὴν ψυχή του.
Ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου ἔχει ἄπειρη ἀξία. «...Τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ;». Οὔτε ὁ κόσμος ὁλόκληρος δὲν εἶναι ἀντάξιός της. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι τόσο σημαντικὸ πρᾶγμα, γιὰ τὸ ὁποῖο καὶ ὁ ἴδιος ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἐνανθρώπησε.
Ἀδελφοί μου,
ὁ Σταυρὸς τοῦ Κυρίου ὑψώνεται σήμερα στὸ μέσον τῆς Ἐκκλη-σίας ἀλλὰ καὶ τῆς εὐλογημένης αὐτῆς ἐκκλησιαστικῆς περιόδου καὶ προσπαθείας μας, γιὰ νὰ προβληθεῖ ὡς ὁ ἰδανικὸς τρόπος ποὺ μποροῦμε νὰ ἐπιλέξουμε γιὰ νὰ ἐξυψώσουμε καὶ νὰ διαφυλάξουμε τὴν ψυχή μας. Ἔτσι θὰ καταδείξουμε τὴν μοναδική της ἀξία, γιὰ τὴν ὁποία πρέπει νὰ ἀγωνιστοῦμε καὶ νὰ θυσιάσουμε τὰ πάντα, αἴροντας πρόθυμα τὸν σταυρὸ τῶν δυσκολιῶν μας σ’αὐτὴ τὴν προσπάθεια, μὲ σκοπὸ νὰ ἀξιωθοῦμε μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ, νὰ πετύχουμε τὴν αἰωνιότητά της, ποὺ εἶναι ἡ ὄντως ζωή μας. Ἀμήν.
29 Μαρτίου 2020
Τὸ Εὐαγγέλιο σήμερα μᾶς παρουσιάζει ἕνα ταλαίπωρο πατέρα ποὺ ζητεῖ βοήθεια ἀπὸ τὸν Χριστό, ἐπειδὴ τὸ παιδί του ἦταν δαιμονισμένο. Στὴν ἐμφάνιση τοῦ Κυρίου ὁ δαίμονας ρίχνει κάτω τὸν νέο σὲ μιὰ προσπάθεια νὰ κάνει ὅσο περισσότερο κακὸ ἀκόμη μπορεῖ, ἐπειδὴ καταλαβαίνει ὅτι ἡ ἐξουσία του τελειώνει.
Ὁ Χριστὸς ἀνταποκρίνεται στὸ αἴτημα τοῦ πατέρα, ἀλλὰ ζητεῖ πρῶτα τὴν πίστη του. Ὅλα μποροῦν νὰ γίνουν τοῦ λέει, ἐφόσον ὑπάρχει ἡ πίστη. Ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ εἶναι δεδομένη, ὅμως τὸ ἐὰν θὰ ἐνεργοποιηθεῖ ἢ ὄχι ἐξαρτᾶται ἀποκλειστικὰ ἀπὸ τὴν πίστη τοῦ ἀνθρώπου. Ἄρα λοιπὸν ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο ἐξαρτᾶται ἐὰν θὰ λάβει ἢ ὄχι αὐτὸ ποὺ ζητεῖ. Τὸ διαπιστώνουμε στὴ στάση τοῦ πατέρα ὁ ὁποῖος τότε φωνάζει δυνατὰ «Πιστεύω, Κύριε· βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ». Βοήθησέ με νὰ πιστέψω ὅπως πρέπει· καὶ ὁ Χριστὸς μὲ δεδομένη τὴν ἀνάγκη τῆς πίστεως προστάζει τὸν δαίμονα: «Τὸ πνεῦμα τὸ ἄλαλον καὶ κωφόν, ἐγώ σοι ἐπιτάσσω, ἔξελθε ἐξ αὐτοῦ καὶ μηκέτι εἰσέλθῃς εἰς αὐτόν». Τὸ δαιμόνιο ἐξέρχεται καὶ τὸ παιδὶ ἀπελευθερώνεται ἀπὸ τὴν τυραννία του. Ὅταν ἀργότερα οἱ μαθητὲς ζήτησαν νὰ μάθουν τὴν αἰτία ποὺ οἱ ἴδιοι δὲν μπόρεσαν νὰ ἐκδιώξουν τὸν δαίμονα, ὁ Χριστὸς τοὺς εἶπε ὅτι αὐτὸ τὸ γένος τῶν δαιμόνων δὲν φεύγει χωρὶς προσευχὴ καὶ νηστεία.
Κατ’ ἀναλογία μὲ τὴν Εὐαγγελικὴ διήγηση πρέπει νὰ ἐνεργήσουμε καὶ ἐμεῖς, ἐφόσον βέβαια ἐπιθυμοῦμε νὰ νικήσουμε τὰ πάθη μας ποὺ σὰν δαίμονες μᾶς ταλαιπωροῦν καὶ μᾶς βασανίζουν. Καὶ αὐτὸ θὰ γίνει μόνο μὲ τὴν προσευχὴ στὸν Θεὸ καὶ τὴ νηστεία. Εἶναι σημαντικὸ νὰ συνειδητοποιήσουμε ὅτι ἡ προσευχὴ δὲν εἶναι τυπικὴ ὑποχρέωση. Ἀντιθέτως, ἡ προσευχὴ εἶναι ἀνάγκη ἔκφρασης τῆς ψυχῆς. Ὅπως τὸ λουλούδι μαραίνεται, ὅταν τὸ ποτίζουμε ἀραιά, ἔτσι καὶ ἡ ψυχὴ στεγνώνει καὶ μαραίνεται, ὅταν δὲν ζητοῦμε ἀκατάπαυστα τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν προσευχή. Οἱ Πατέρες, λένε, συνιστοῦν «μνημονευτέον Θεοῦ μᾶλλον ἢ ἀναπνευστέον». Δηλαδὴ πιὸ πολὺ χρειάζεται νὰ θυμᾶται κανεὶς τὸν Θεὸ κάθε ὥρα καὶ στιγμή, παρὰ νὰ ἀναπνέει. Ἡ μνήμη τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι τίποτα ἄλλο ἀπὸ τὴν προσευχή, ἡ ὁποία μᾶς ὁδηγεῖ σὲ κοινωνία μὲ τὸν Θεό.
Καὶ βέβαια ἡ προσευχὴ εἶναι χρέος καὶ ὑποχρέωση ὅλων τῶν πιστῶν οἱ ὁποῖοι στὴν καθημερινότητά τους ὀφείλουν νὰ προσεύχονται ἀδιάκοπα, γιὰ νὰ χαριτώνονται καὶ νὰ ἰσορροποῦν. Ἐὰν ἡ ἀδιάλειπτη προσευχὴ ἦταν κάτι ποὺ δὲν θὰ μποροῦσαν ὅλοι νὰ ἐφαρμόσουν, ὁ ἀπόστολος Παῦλος δὲν θὰ μᾶς ζητοῦσε τὸ «ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε». Καὶ γιὰ τὴν ἀδιάλειπτη προσευχὴ δὲν ἀπαιτοῦνται ἰδιαίτερες συνθῆκες, παρὰ μόνο ζῆλος, πίστη καὶ προσοχή. Ἔτσι μπορεῖ κάποιος νὰ ζεῖ μέσα στὶς μέριμνες καὶ στὶς φροντίδες τῆς καθημερινότητας, νὰ δουλεύει καὶ νὰ ἀσχολεῖται μὲ διάφορα πράγματα καὶ νὰ διαπιστώνει ὅτι ἡ προσευχὴ προσκομίζει περισσότερα ὀφέλη καὶ καρποὺς ἀπὸ τὴν προσπάθεια.
Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ τὴν προσευχή, ἀναγκαῖο στοιχεῖο τῆς πνευματικῆς ζωῆς καὶ ὅπλο κατὰ τοῦ διαβόλου, ὅπως διευκρίνισε ὁ Κύριος στοὺς ἀποροῦντες Ἀποστόλους, εἶναι καὶ ἡ νηστεία. Αὐτὴ μᾶς βοηθεῖ στὴν ἄσκηση, στὴν ταπείνωση, ἀλλὰ καὶ στὴ συγκέντρωση τοῦ νοῦ κατὰ τὴν προσευχή. Διδάσκοντας τὰ πολὺ μεγάλα ὀφέλη τῆς νηστείας, ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης ὁ Κολοβὸς ἀναφέρει ὅτι: «ὅταν ἕνας βασιλιᾶς θελήσει νὰ καταλάβει μία ἐχθρικὴ πόλη, αὐτὸ ποὺ κάνει πρῶτα εἶναι νὰ δεσμεύσει τὸ νερὸ καὶ τὸ φαγητό. Οἱ κάτοικοι τῆς πόλης, δηλαδὴ οἱ ἐχθροί, γιὰ νὰ μὴν τὰ στερηθοῦν καὶ πεθάνουν ἀπὸ τὴν πεῖνα, παραδίδονται καὶ ὑποτάσσονται στὸν βασιλιᾶ. Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ τὰ ποικίλα πάθη τοῦ ἀνθρώπου. Ἐὰν ὁ ἄνθρωπος ζήσει μὲ νηστεία καὶ στέρηση καὶ ἐγκράτεια, τὰ πάθη του ἐξασθενίζουν καὶ εὔκολα καταβάλλονται καὶ δὲν ἀποτελοῦν πλέον κίνδυνο γι’ αὐτόν».
Ἀδελφοί μου,
ἄς ἐμπιστευθοῦμε ἐπιτέλους μὲ τὴν καρδιά μας τὴν προσευχὴ καὶ τὴν νηστεία ὡς τὰ ὅπλα καὶ τὶς προϋποθέσεις πού συνιστᾶ σήμερα ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, γιὰ τὴν ἀλλαγὴ τῶν καταστάσεων τῆς ζωῆς μας, ἀφοῦ μέχρι τώρα, ἔχοντας ἀγνοήσει ἢ ὑποτιμήσει τὴν μεταμορφωτικὴ δύναμή τους, συνεχίζουμε τρομοκρατημένοι νὰ ἀντιμετωπίζουμε καθημερινὰ τὴν δαιμονισμένη πραγματικότητα τῆς ζωῆς καὶ τῆς κοινωνίας μας.