ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2018
ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΔ΄ ΛΟΥΚΑ (Λκ. ιη΄, 35–43)
2 Δεκεμβρίου 2018
Κάνει ἴσως ἐντύπωση τὸ ἐρώτημα ποὺ ἀπευθύνει ὁ Χριστὸς στὸν τυφλὸ τῆς Ἱεριχοῦς. «Τί θέλεις νὰ σοῦ κάνω».
Μὰ τί ἄλλο θὰ μποροῦσε νὰ ζητήσει ὁ τυφλὸς παρὰ τὸ φῶς του;
Ὁ Χριστὸς μὲ τὸ ἐρώτημά Του αὐτὸ ἐπιθυμεῖ νὰ κάνει σαφὲς στὸ πλῆθος πὼς ὁ τυφλὸς δὲν εἶναι ἕνας συνηθισμένος ἐπαίτης, ἀλλὰ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει πίστη. Αὐτὴ ἄλλωστε ἡ πίστη τὸν ὁδήγησε μὲ ἀσφάλεια πρὸς τὸν Μόνο ποὺ μποροῦσε νὰ τοῦ δώσει τὸ φῶς.
Ὁ τυφλὸς «ἐβόησε», λέει τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο, ποὺ σημαίνει, ἐφώναξε μὲ ὅση δύναμη εἶχε «Ἰησοῦ υἱὲ τοῦ Δαυῒδ ἐλέησόν με», ἐκφράζοντας τὴ βαθειά του πίστη στὸν Χριστὸ ὡς Σωτήρα καὶ ἄρα τὴ βεβαιότητά του πὼς Αὐτὸς θὰ τὸν ἐλεήσει.
Οἱ Πατέρες σχολιάζουν ὅτι αὐτὴ ἡ δύναμη τῆς φωνῆς ἐξωτερίκευσε τὴν βαθειά του ἀνάγκη, ὡς αἴτημα ποὺ πρέπει νὰ μιμούμεθα, ἀφοῦ ὁ Χριστὸς ἔτσι κι ἀλλιῶς γνωρίζει ὅλες μας τὶς ἀνάγκες καὶ τὶς ἐλλείψεις. Ζητᾶ ὅμως ἐμεῖς οἱ ἴδιοι νὰ τὶς ἀπευθύνουμε πρὸς Αὐτόν, διότι ἔτσι ἐκφράζουμε τὴν ἐμπιστοσύνη μας στὸν Θεό.
Ὁ τυφλὸς τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου εἶχε ἀσφαλῶς ἀκούσει νὰ μιλοῦν γιὰ τὶς θεραπεῖες τοῦ Χριστοῦ· γιὰ τὴν ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου καὶ ὅλες αὐτὲς οἱ πληροφορίες τὸν ἔκαναν νὰ ἐλπίζει στὸ ἔλεος τοῦ Χριστοῦ, γι' αὐτὸ καὶ Τὸν ἀναζητοῦσε συνεχῶς. Ὅσο δὲ οἱ ἄλλοι τοῦ ἔλεγαν νὰ σωπάσει, ἐκεῖνος περισσῶς ἔκραζε λέγων· «Ἰησοῦ, ἀπόγονε τοῦ Δαυῒδ ἐλέησόν με».
Στὸ σημεῖο αὐτὸ ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος παρατηρεῖ πὼς «μὲ τὸ νὰ λέγει ὁ τυφλὸς «ἐλέησόν με», ἀποκαλύπτει ὅτι μέσα του εἶχε ἐπίγνωση τῆς θεότητος τοῦ Χριστοῦ». Καὶ συνεχίζει προτρέποντας καὶ ἐμᾶς, νὰ παρακινηθοῦμε ἀπὸ τὴν ἐμμονὴ τοῦ τυφλοῦ, ὀφείλοντες νὰ ἀπευθύνουμε καὶ τὴν δική μας παράκληση καὶ τὰ ποικίλα αἰτήματά μας ὁμοίως ἀδιάκοπα καὶ ἐπίμονα. Νὰ ἐπιμένουμε ζητοῦντες καὶ νὰ ἀναμένουμε ἐπιμένοντες, μέχρι νὰ εἰσακουστοῦμε, ὅπως αὐτὸς ποὺ τελικὰ ἔλαβε τὴν ποθητὴ θεραπεία του ὡς ἀμοιβή.
Τὸ ἱερὸ κείμενο τοῦ Εὐαγγελίου σημειώνει ὅτι ὁ Χριστὸς ζητᾶ νὰ φέρουν κοντά Του τὸν τυφλὸ γιὰ νὰ τοῦ πεῖ : «Ἡ πίστη σου σὲ ἔσωσε».
Στὴ θεραπεία αὐτὴ σὲ ἀντίθεση μὲ ὅλες τὶς ἄλλες ἔχουμε νὰ παρατηρήσουμε καὶ τὸ ἐξῆς σημαντικὸ, ποὺ γίνεται γιὰ πρώτη φορά. Ὁ Χριστός, ἐνῶ σὲ ὅλα τὰ θαύματά Του παραγγέλει «μηδενὶ εἰπεῖν τὸ γεγονός», στὸ σημερινὸ τυφλό, ἐπιτρέπει τὴν δημόσια ἐκδήλωση τῆς εὐγνωμοσύνης του πρὸς Αὐτόν. Καὶ ἀφήνει ταυτόχρονα καὶ τὸ παριστάμενο πλῆθος νὰ ἐκφράσει ζωηρὰ τὸ θαυμασμὸ καὶ τὴν χαρά του, γιὰ νὰ διδάξει καὶ ἐμᾶς ὅτι ὀφείλουμε νὰ δοξολογοῦμε τὸ Θεό ὄχι μόνο γιὰ τὰ ἐλέη Του πρὸς ἐμᾶς, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὰ ἐλέη ποὺ παρέχει πρὸς τοὺς ἄλλους.
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ὁ τυφλὸς ζήτησε τὸ φῶς του, γιὰ νὰ δεῖ ὄχι μόνο τὸν κόσμο γύρω του, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀντικρύσει τὸν Χριστό. Αὐτὸν ποὺ μέσα του γνώριζε καὶ πίστευε καὶ περίμενε νὰ Τὸν συναντήσει καὶ ἀξιώθηκε νὰ Τὸν πλησιάσει, νὰ θεραπευτεῖ ἀπ’Αὐτὸν καὶ νὰ δεῖ τὸ πρόσωπό Του μὲ τὰ θεραπευμένα πιὰ μάτια του.
Στὴν Ἐκκλησία μας καλλιεργεῖται αὐτὸ τὸ ταπεινὸ φρόνημα τοῦ τυφλοῦ καὶ βιώνεται ἡ ἀγάπη καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ ποὺ μᾶς θεραπεύει, ἀφοῦ ἀνεξαιρέτως ὅλοι τὸ ἔχουμε ἀνάγκη.
Αὐτὸς ὁ ἀγώνας ἀποτελεῖ τὴν ἐκ μέρους μας προϋπόθεση συμμετοχῆς στὴν μεγάλη ὑπόθεση τῆς βιώσεως τοῦ θαύματος καὶ εἶναι τὸ δικό μας μερίδιο εὐθύνης καὶ προσφορᾶς στὸν τυφλὸ σύγχρονο κόσμο, ποὺ ποθεῖ καὶ ἀπελπισμένα ἀναζητᾶ νὰ βρεῖ τὸ φῶς του. Τὸ φῶς τὸ ἀληθινό, τὸν Χριστό, ποὺ θερμαίνει τὴν παγωμένη καρδιά, ἀνασταίνει τὴν νεκρωμένη ψυχὴ καὶ φωτίζει τὴν ὀμορφιά τοῦ κόσμου γύρω μας.
9 Δεκεμβρίου 2018
Στὴν καθημερινὴ ζωὴ καὶ στὶς μεταξύ μας σχέσεις στενοχωρούμεθα ἂν δὲν μᾶς ἀναγνωρίσουν κάτι καλὸ ποὺ ἐνδεχομένως κάναμε ἤ δὲν μᾶς δείξουν τὴν ἀνάλογη εὐγνωμοσύνη. Μάλιστα κάποιες φορὲς ἤ σὲ κάποιες περιπτώσεις αὐτὸ τὸ παράπονο μένει σὰν σαπισμένη ρίζα μέσα στὴν ψυχή μας καὶ καθορίζει ἀρνητικὰ τὴν μετέπειτα συμπεριφορά μας.
Ἐνῶ ὅμως εἴμαστε τόσο εὐαίσθητοι γιὰ τὴν παράληψη τῆς εὐγνωμοσύνης πρὸς ἐμᾶς, τὴν ἴδια στιγμὴ δὲν δίνουμε καὶ μεγάλη σημασία, ὅταν τὸ ἴδιο λάθος κάνουμε καὶ ἐμεῖς, ὄχι μόνο πρὸς τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ κυρίως πρὸς αὐτὸν τὸν Ἴδιο τὸν Εὐεργέτη Θεό. Εἶναι πραγματικὰ φοβερὸ νὰ συνειδητοποιήσουμε πόσο συχνὰ καὶ ἀπὸ πόσους ἀνθρώπους καθημερι-νὰ λησμονεῖται αὐτὴ ἡ ἔκφραση τῆς ψυχῆς.
Γι’ αὐτὸ ἡ συμπεριφορὰ τῆς συγκύπτουσας, τῆς σημερινῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς, ἡ ὁποία ἔσπευσε νὰ δοξάσει τὸν Θεό, μόλις θεραπεύτηκε ἀπὸ τὴ βασανιστική της ἀρρώστια, εἶναι παράδειγμα ἐξαίρετο στὴ συνειδητοποίηση τοῦ μεγέθους καὶ τῆς μεγάλης ἀξίας τῆς ἀρετῆς τῆς εὐγνωμοσύνης.
Ἐμεῖς οἱ χριστιανοί, συνήθως ἢ παραλείπουμε τελείως νὰ εὐχαριστήσουμε τὸν Θεὸ γιὰ τὶς εὐεργεσίες Του ἢ καὶ ὅταν Τὸν εὐχαριστοῦμε, τὸ κάνουμε μὲ σκοπιμότητα, ἐπειδὴ σύντομα θὰ Τὸν ξαναχρειαστοῦμε. Κατὰ μία ἔννοια ἔχουμε τήν ψευδαίσθηση ὅτι πρέπει νὰ τοῦ δίνουμε γιὰ νὰ μᾶς δώσει. Θέλουμε πρῶτα νὰ ἀπολαύσουμε τὶς εὐεργεσίες Του μὲ ὅλους τοὺς δυνατοὺς τρόπους καὶ ὅταν ἐν πολλοῖς εὐργετηθοῦμε τότε κάποιοι θυμόμαστε καὶ νὰ Τὸν εὐχαριστήσουμε.
Ὅμως, ἡ ἐκδήλωση εὐγνωμοσύνης πρὸς τὸν Θεὸ δὲν εἶναι ἁπλῶς ἕνα στοιχειῶδες καθῆκον, ἀλλὰ καὶ δεῖγμα εὐγενικῆς διάθεσης καὶ γενικότερα ψυχικῆς ὑγείας. Ὁ ψυχικὸς μηχανισμὸς ἐκείνου ποὺ δὲν ἐκδηλώνει πρὸς τὸν Θεὸ τὴν εὐγνωμοσύνη του δὲν βρίσκεται ὁπωσδήποτε σὲ ὁμαλὴ κατάσταση, ἀφοῦ αὐτονόητα δὲν τὴν ἐκδηλώνει καὶ στοὺς συνανθρώπους του. Συνεπῶς, ὄχι μόνο δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ ἀπολαύσει τὴ θεϊκὴ εὐεργεσία καὶ νὰ χαρεῖ, ἀλλὰ γίνεται περισσότερο ἀπαιτητικός, ὥστε ἀντὶ νὰ εὐγνωμονεῖ γιὰ ὅσα μέχρι τώρα ἔχει ἀπολαύσει, τὰ θεωρεῖ λίγα καὶ παραπονεῖται γιὰ ὅσα θὰ ἔπρεπε νὰ ἔχει λάβει καὶ δὲν τὰ ἔλαβε ἀπὸ τὸν Θεό.
Ὁ ἀγνώμων δὲν ἀποδέχεται τὴν προφανῆ ἀλήθεια, ὅτι ὁ Δημιουργὸς Θεὸς νοιάζεται ἔμπρακτα γιὰ τὸ πλάσμα Του. Ἐνῶ ἀντίθετα αὐτὴ ἡ συνειδητοποίηση τὸν ὁδηγεῖ στὴν ἐκδήλωση τῆς εὐγνωμοσύνης πρὸς τὸν Θεὸ γιὰ ὅλες τὶς εὐεργεσίες Του καὶ ἀποκαλύπτει τὴ δική μας χριστιανικὴ ταυτότητα.
Ὁ ἄνθρωπος ὅταν ὑπολογίζει τοὺς ἄλλους δὲν στηρίζεται στὴν προσωπική του παντοδυναμία, ἀντίθετα πιστεύει στὸν Χριστό, δοξολογεῖ τὸν Χριστὸ καὶ Τὸν εὐγνωμονεῖ πάντοτε γιὰ ὅλα.
Ἡ εὐγνωμοσύνη σὲ αὐτὴν τὴν περίπτωση κάνει τὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη νὰ λειτουργεῖ φυσιολογικά, ἐπειδὴ δὲν εἰδωλοποιεῖ τὸν ἑαυτό της, ἀναγνωρίζει ὅτι τὰ πάντα προέρχονται ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ἐπιστρέφουν στὴν πηγή τους μέσα στὴν κοινωνία τῆς ἀγάπης Του. Ὅταν εὐχαριστοῦμε λειτουργικὰ τὸν Θεὸ σημαίνει ὅτι ἐμπιστευόμαστε τὴν ὕπαρξή μας σ’ Αὐτόν. Κι αὐτὸ τὸ ἐλάχιστο εἶναι ἡ οὐσιαστικὴ ἀντιπροσφορά μας στὶς φανερὲς καί ἀφανεῖς εὐεργεσίες Του.
Ἀδελφοί μου, ἐμεῖς ὡς συγκύπτοντες, παραδομένοι στὴ φθορὰ καὶ στὸν θάνατο εἶναι ἄμεση ἀνάγκη, κάθε φορὰ ποὺ συγκεντρωνόμαστε σὲ αὐτὸν τὸν χῶρο λατρείας τοῦ Θεοῦ νὰ δατρανώνουμε τὴν πίστη, τὴν ἐμπιστοσύνη καὶ τὴν εὐγνωμοσύνη μας στὸν ὡς βρέφος σαρκούμενο Θεό, ποὺ φανερώνεται νηπιάζων, γιὰ νὰ ἀποκαλύπτει τὴν ἀγάπη Του στὸ πλᾶσμα Του καὶ νὰ καταργεῖ πάντοτε ὡς Σωτήρας τὴν «ἀργία τοῦ Σαββάτου» τῶν πονηρῶν καὶ τυπολατρῶν τῆς ἐποχῆς μας, ἀνταποκρινόμενος λυτρωτικὰ στὴν ἀνάγκη μας.
16 Δεκεμβρίου 2018
Στὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ἀκούσαμε τὴν παραβολὴ τοῦ μεγάλου δείπνου. Σύμφωνα μὲ αὐτή, ἕνας ἄνθρωπος ἑτοίμασε μέγα δεῖπνο, στὸ ὁποῖο κάλεσε πολλούς. Ὅταν ὅλα εἶχαν ἑτοιμαστεῖ, ἔστειλε τὸν δοῦλο του νὰ εἰδοποιήσει τοὺς προσκεκλη-μένους, οἱ ὁποῖοι ὅμως μὲ διάφορες δικαιολογίες, ἀρνήθηκαν νὰ παραστοῦν. Τότε ὁ οἰκοδεσπότης ὀργίστηκε γιὰ τὴν περιφρόνηση τῆς πρόσκλησης καὶ ἔστειλε ξανὰ τὸν δοῦλο του νὰ προσκαλέσει αὐτὴ τὴ φορὰ τοὺς καταφρονημένους, οἱ ὁποῖοι καὶ ἀποδέχθηκαν τὴν κλήση γιὰ τὸ δεῖπνο. Ἐπειδὴ ὅμως περίσευαν θέσεις κενές, ὁ οἰκοδεσπότης ἔστειλε πάλι τὸν δοῦλο του, ὥστε νὰ φέρει καὶ ἄλλους μέχρι νὰ γεμίσει τὸ τραπέζι. Ἡ παραβολὴ τελειώνει μὲ τὴ διαβεβαίωση τοῦ οἰκοδεσπότη ὅτι κανένας ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἀρνήθηκαν τὴν πρόσκλησή του δὲν ἐπρόκειτο νὰ γευτεῖ τὸ δεῖπνο του.
Στὴν παραβολὴ τοῦ μεγάλου δείπνου συνοψίζεται, ἀδελφοί μου, ὅλο τὸ σχέδιο τῆς θείας οἰκονομίας. Ὁ οἰκοδεσπότης εἶναι ὁ Θεὸς Πατέρας ποὺ στέλνει τὸν Υἱό Του, σαρκώνεται καὶ προσκαλεῖ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους στὴ βασιλεία Του. Αὐτὴ ἡ πρόσκληση ἔχει ὡς ἀποδέκτες ὅλους ἀνεξαιρέτως τοὺς ἀνθρώπους, ἀποτελεῖ δηλαδὴ κατὰ τὸν Κύριλλο Ἀλεξανδρείας παγκόσμιο κάλεσμα.
Ἡ εὐαγγελικὴ περικοπὴ ἀναφέρει ὅτι ὁ δοῦλος ἀποστέλλεται τρεῖς ξεχωριστὲς φορὲς γιὰ νὰ προσκαλέσει τοὺς ἀνθρώπους στὸ ἑτοιμασμένο πνευματικὸ δεῖπνο. Τὴν πρώτη φορὰ κάλεσε «πολλούς», οἱ ὁποῖοι, κατὰ τοὺς ἑρμηνευτὲς Πατέρες, ἀντιστοιχοῦν στὰ «πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἴκου Ἰσραήλ», δηλαδὴ στὸν ἐκλεκτὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ, τὸν κληρονόμο τῆς ἐπαγγελίας τοῦ ἐρχομοῦ τοῦ Μεσσία. Οἱ τρεῖς ἄνθρωποι ποὺ δὲν ἀποδέχθηκαν τὴν πρόσκληση κατανοοῦνται κατὰ δύο τρόπους. Ἀφενὸς ἀντιπροσωπεύουν τοὺς Ἰουδαίους ποὺ δὲν ἀποδέχθηκαν τὸν Χριστὸ ὡς Μεσσία καὶ ἀφετέρου κάθε ἄνθρωπο ποὺ ἀρνεῖται τὸ κάλεσμα ἀπὸ τὸν Θεό. Ἡ πρόσκληση ποὺ σημειώνεται μὲ τὴ φράση «ἐλᾶτε, ὅλα εἶναι πιὰ ἕτοιμα» εἶναι ἡ ἴδια ἡ πρόσκληση τοῦ Χριστοῦ, τὸ «ἤγγικε ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν», καὶ φανερώνει ὅτι μὲ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ, ἡ πνευματικὴ τράπεζα τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν εἶναι πλέον ἕτοιμη. Στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ θεώθηκε ἡ ἀνθρώπινη φύση καὶ συστάθηκε τὸ μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας καὶ οἱ ἄνθρωποι ἔχουν τὴν εὐκαιρία νὰ μετάσχουν καὶ νὰ κοινωνήσουν μὲ τὸν ἴδιο τὸν Θεό.
Τὴ δεύτερη φορά, ὁ δοῦλος ἀποστέλλεται γιὰ νὰ φέρει στὸ δεῖπνο τοὺς «φτωχούς, τοὺς ἀνάπηρους, τοὺς κουτσοὺς καὶ τοὺς τυφλούς». Αὐτὴ ἡ ὁμάδα τῶν ἀνθρώπων πάλι ἔχει διπλὴ σημασία. Κατὰ πρῶτον ἐξυπονοοῦνται οἱ ἐθνικοί, οἱ μὴ Ἰουδαῖοι, οἱ πρώην εἰδωλολάτρες, οἱ ὁποῖοι δὲν εἶχαν γνώση τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, δὲν ἦταν κληρονόμοι τῆς ἐπαγγελίας. Παρόλα αὐτά, μπολιάστηκαν στὴν Ἐκκλησία, διότι ἀποδέχθηκαν μὲ χαρὰ τὴν κλήση ἀπὸ τὸν Θεό. Κατὰ δεύτερον, δηλώνεται ὁ κάθε ἄνθρωπος ποὺ ἐνῶ ἀρχικὰ βρίσκεται μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ἔτσι στερεῖται τὸν πλοῦτο, τὴ χαρὰ καὶ τὸ φῶς τοῦ Θεοῦ, στὴ συνέχεια ἀποδέχεται τὴ θεία πρόσκληση καὶ πλέον ἀπολαμβάνει τὴ συμμετοχή του στὸ δεῖπνο.
Ὁ δοῦλος στέλνεται καὶ γιὰ τρίτη φορά, ὥστε νὰ «ἀναγκάσει» τοὺς ἀνθρώπους νὰ ἔρθουν, μέχρις ὅτου νὰ πληρωθοῦν ὅλες οἱ θέσεις καὶ γεμίσει τὸ σπίτι τοῦ οἰκοδεσπότη. Τὸ κάλεσμα αὐτὴ τὴ φορὰ περικλείει μία ἄλλη δυναμική. Εἶναι τὸ κάλεσμα τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ παρατείνεται μέχρι τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος, καλώντας τὸν κάθε ἄνθρωπο νὰ συμμετάσχει στὸ δεῖπνο τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν μέσῳ τῶν ἁγίων μυστηρίων, τὰ ὁποῖα εἶναι οἱ πύλες τοῦ παραδείσου, κατὰ τὸν ἅγιο Νικόλαο Καβάσιλα.
Τὸ ἀντίστοιχο κάλεσμα τοῦ Θεοῦ δέχθηκαν καὶ οἱ Προπάτορες, τοὺς ὁποίους τιμοῦμε σήμερα. Ἦταν ἄνθρωποι ποὺ μὲ τὴν πίστη καὶ τοὺς ἀγῶνες τους δόξασαν τὸν Θεὸ καὶ δοξάσθηκαν ἀπὸ τὸν Θεό. Αὐτοὶ προετοίμασαν καὶ προανήγγειλαν τὴν ἔλευση τοῦ Μεσσία καὶ Λυτρωτή, ὁ Ὁποῖος γεννήθηκε γιὰ τὴ σωτηρία ὅλων τῶν ἀνθρώπων.
Ἀδελφοί, μὲ τὰ Χριστούγεννα ἐπὶ θύραις, μιμούμενοι τοὺς ἀποδέκτες τῆς μεγάλης κλήσεως στὴν ἱστορία, ἂς ἀποδεχθοῦμε καὶ ἐμεῖς τὴν πρόσκληση τοῦ Θεοῦ καὶ ἂς ἑτοιμάσουμε τὸ «σπήλαιο» τῆς ψυχῆς μας γιὰ νὰ ὑποδεχθεῖ ἐπάξια τὸν ἐνανθρωπήσαντα Χριστό. Ἀμήν.
23 Δεκεμβρίου 2018
Κυριακὴ πρὸ τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως σήμερα, καὶ τὰ Ἀναγνώσματα εἶναι σχετικὰ μὲ τὴ μεγάλη ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων. Ἀκούσαμε στὸ εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα μετὰ τὸν γενεαλογικὸ κατάλογο τοῦ Κυρίου τὰ περιστατικὰ τῆς κατὰ σάρκα Γεννήσεώς Του. Ἄγγελος Κυρίου ἐμφανίσθηκε στὸν Ἰωσὴφ, "κατ’ ὄναρ", καὶ τοῦ εἶπε ὅτι ἡ μνηστή του Μαρία εἶναι ἁγνή, καὶ τὸ παιδὶ ποὺ κυοφορεῖ, δὲν εἶναι συνηθισμένο, διότι προέρχεται ἀπὸ τὴ δημιουργικὴ ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τὸν γιὸ ποὺ θὰ γεννήσει θὰ πρέπει νὰ τὸν ὀνομάσει Ἰησοῦ· Αὐτὸς θὰ σώσει τὸν λαό Του ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες του.
Ἂς δοῦμε λοιπὸν σήμερα τί σημαίνει τὸ ὄνομα «Ἰησοῦς» καὶ τί σημασία ἔχει αὐτὸ γιὰ τὴ ζωὴ τοῦ κάθε πιστοῦ.
Τὸ ὄνομα «Ἰησοῦς» στὰ Ἑλληνικὰ σημαίνει Σωτήρ. Εἶναι ὄνομα ποὺ δὲν τὸ ἔδωσαν στὸ θεῖο Βρέφος οἱ ἄνθρωποι, ἀλλὰ τὸ ὅρισε ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς διὰ τοῦ ἀγγέλου Του καὶ δηλώνει τὴν ἀποστολὴ τοῦ Κυρίου. Καὶ ἡ ἀποστολή Του εἶναι νὰ σώσει τὸν λαό Του ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες του. Ἐκεῖνος θὰ ἐξασφαλίσει τὴ σωτηρία γιὰ ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος, καὶ ὅσοι Τὸν ἐγκολπωθοῦν ὡς Σωτήρα καὶ Λυτρωτή τους θὰ σωθοῦν. Αὐτοὶ θὰ ἀποτελέσουν τὸν λαό Του.
Νὰ δοῦμε τὶ σημαίνει θὰ σώσει τὸν λαό Του ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ ἔσωσαν συνανθρώπους τους ἀπὸ τὸν σωματικὸ θάνατο, στρατηγοὶ ποὺ ἔσωσαν τὴν Πατρίδα τους ἀπὸ τὴν ὑποδούλωση, ἐπιστήμονες ποὺ μὲ τὶς ἐφευρέσεις τους εὐεργέτησαν πλήθη ἀνθρώπων.
Ὁ Κύριος Ἰησοῦς ὅμως σώζει ὅλες τὶς γενιὲς τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, τὸ πιὸ μεγάλο κακό, τὴν αἰτία ὅλων τῶν κακῶν. Σώζει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν αἰώνια κόλαση. Ἔρχεται μὲ τὸν λόγο Του νὰ διδάξει στὸν ἄνθρωπο τὴν ἀλήθεια· μὲ τὴ ζωή Του νὰ δώσει τὸ τέλειο παράδειγμα τῆς ἀρετῆς· μὲ τὸ Πάθος Του νὰ πάρει ἐπάνω Του τὴν ἁμαρτία τοῦ κόσμου, νὰ χαρίσει στὸν ἄνθρωπο τὴν ἄφεση, νὰ τὸν συμφιλιώσει μὲ τὸν Θεό. Αὐτὴ εἶναι ἡ σωτηρία μὲ τὴν ἀπόλυτη σημασία τῆς λέξεως. Γι᾿ αὐτὸ εἶπε ὁ ἄγγελος: «Αὐτὸς γὰρ σώσει». Αὐτὸς θὰ σώσει, ὄχι ἄλλος. Κανεὶς ἄλλος δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς σώσει. Ἀπολύτως κανείς. «Οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενὶ ἡ σωτηρία», διακήρυξε ἀργότερα ὁ ἀπόστολος Πέτρος (Πράξ. δ´ 12). Δὲν ὑπάρχει ἄλλο ὄνομα στὴ γῆ τὸ ὁποῖο ἔχει δώσει ὁ Θεὸς στοὺς ἀνθρώπους καὶ ἔχει ὁρίσει ὅτι μ'᾿ αὐτὸ μποροῦμε νὰ σωθοῦμε ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι.
Ὅσοι τελικὰ πιστεύουμε στὸν Κύριο Ἰησοῦ καὶ θέλουμε νὰ γευτοῦμε τὴ σωτηρία ποὺ Ἐκεῖνος χαρίζει, ὀφείλουμε ἀσφαλῶς νὰ γίνουμε λαός Του. Ἤδη μὲ τὸ ἅγιο Βάπτισμα γίναμε μέλη τῆς Ἐκκλησίας Του, ἡ ὁποία παρέχει τὴ σωτηρία διὰ τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ πρέπει νὰ μᾶς συνέχει καὶ νὰ ἀναγνωρίζουμε συνειδητὰ τὸν Κύριο Ἰησοῦ ὡς τὸν Μόνο Σωτήρα. Νὰ μὴν ἐπηρεαζόμαστε ἀπὸ τὸ πνεῦμα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τῆς Πανθρησκείας, ποὺ κηρύσσουν τὴν πλάνη, ὅτι ὅλες οἱ θρησκεῖες πρέπει νὰ εἶναι ἀποδεκτές, διότι τάχα εἶναι διαφορετικοὶ δρόμοι ποὺ ὁδηγοῦν ὅλοι στὸ Θεό. Ὅποιος θέλει νὰ ἀξιωθεῖ τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας καὶ νὰ ἑορτάζει ἀληθινὰ Χριστούγεννα, ὀφείλει νὰ φυλάσσει τὴν Ὀρθόδοξη πίστη του ἀμόλυντη καὶ νὰ ὁμολογεῖ πίστη μόνο στὸν Κύριο Ἰησοῦ καὶ στὸν Πατέρα καὶ στὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὸν μόνο ἀληθινὸ ἐν Τριάδι Θεό. Ἐπιπλέον ὀφείλει νὰ ζεῖ ζωὴ μετανοίας. Γιατὶ ὁ Κύριος δὲν σώζει ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες του ἐκεῖνον ποὺ δὲν θέλει νὰ τὶς ἀπαρνηθεῖ. Καὶ δὲν τὸν σώζει, διότι σέβεται τὴν ἐλευθερία του. Γιὰ νὰ σωθοῦμε λοιπόν, καλούμαστε ἐλεύθερα, μὲ ὅλη μας τὴν καρδιά, νὰ παραδώσουμε τὴ ζωή μας στὸ Χριστό· νὰ τηροῦμε τὸ θέλημά Του καὶ νὰ μετανοοῦμε γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας. Ἡ δὲ συμμετοχή μας στὴν μυστηριακὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας μᾶς κάνει κληρονόμους τῆς Βασιλείας Του.
Ἰησοῦς εἶναι τὸ μοναδικὸ ὄνομα καὶ πρόσωπο ποὺ περίμεναν οἱ αἰῶνες. Τὸ ὄνομα ποὺ ἀποκαλύπτει τὰ ἀληθινὰ δῶρα τῶν Χριστουγέννων, καὶ ποὺ δὲν εἶναι αὐτὰ ποὺ ἀντα-λάσσουμε μεταξύ μας, ἀλλὰ αὐτὰ ποὺ προσφέρει ἡ ἀγάπη τοῦ Νηπιάζοντος Ἰησοῦ. Ἡ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν, ἡ σωτηρία, ἡ ἀναγέννηση, ἡ θέωση.
Ἂς περάσουμε αὐτὲς τὶς ἅγιες ἡμέρες μὲ εὐγνωμοσύνη καὶ δοξολογία στὸ Θεὸ γι’ αὐτοὺς τοὺς λόγους.
30 Δεκεμβρίου 2018
Τὴν Κυριακὴ μετὰ τὰ Χριστούγεννα ἡ Ἐκκλησία μας ἑορτάζει, ἀγαπητοί ἀδελφοί, τὴ μνήμη τοῦ Ἰωσὴφ τοῦ μνήστορος, τοῦ Ἰακώβου τοῦ ἀδελφοθέου καὶ τοῦ προφητάνακτος Δαβίδ. Εἶναι τρία πρόσωπα ποὺ σηματοδοτοῦν τὸ πέρασμα ἀπὸ τὸ νόμο στὴ Χάρη· εἶναι πρόσωπα τὰ ὁποῖα εἶχαν οὐσιαστικὴ σχέση μὲ τὸ Χριστό, διότι ἔζησαν ὁ καθένας μ᾽ ἕναν ἰδιαίτερο τρόπο τὸ ἔλεος, τὴ φιλανθρωπία καὶ τὴ δόξα Του. Τὸν γνώρισαν ὡς «τὸ σωτήριον τοῦ Θεοῦ», «πρότερον μὲν ἄσαρκον ὡς Λόγον» ὁ Δαβίδ, «ὕστερον δὲ δι᾽ ἡμᾶς σεσαρκωμένον» ὁ Ἰωσὴφ καὶ ὁ Ἰάκωβος.
Ἡ μετάβαση ὅμως ἀπὸ τὸ νόμο στὴ Χάρη, ἀπὸ τὴν Παλαιὰ στὴν Καινὴ Διαθήκη, δὲν ἔγινε χωρὶς τριγμοὺς σὲ πολλὲς συνειδήσεις. Ὁ Χριστὸς γιὰ πολλοὺς ἦταν, καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι, «σημεῖον ἀντιλεγόμενον». Ἄν παρακολουθήσουμε τὴν ἱστορία τοῦ περιούσιου λαοῦ θὰ δοῦμε ὅτι σὲ σχέση μὲ τὸ Χριστὸ καὶ τὴν φανέρωση τῆς Βασιλείας Του ἐμφανίζονται διάφορες κατηγορίες ἀνθρώπων. Ὑπάρχουν αὐτοὶ ποὺ προγεύονται μὲ τὸ προφητικὸ χάρισμα τοὺς καρποὺς τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Κυρίου, ὅπως ἦταν ὁ Δαβίδ. Ὑπάρχουν αὐτοὶ ποὺ ζοῦσαν σιωπηλὰ τὸ πνεῦμα τοῦ νόμου, ἀφοῦ ξεπέρασαν τὸ «γράμμα» ποὺ «ἀποκτείνει» καὶ ἔφθασαν μέχρι τὴν τελειότητα τῆς εὐαγγελικῆς δικαιοσύνης, ὅπως συνέβη μὲ τὸν Ἰωσήφ.
Ὁ Μέγας Βασίλειος λέει ὅτι ὁ Ἰωσήφ ὑπηρέτησε τὸ μυστήριο τῆς θείας οἰκονομίας μὲ διάθεση καὶ μὲ στοργὴ καὶ μὲ ὅλη τὴν ἐπιμέλεια ποὺ ἐπιβάλλεται σὲ ἐκείνους ποὺ ζοῦν σ᾽ ἕνα σπίτι.
Ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ ποὺ μνηστεύθηκε τὴν ἁγία Παρθένο, βρέθηκε μπροστὰ σὲ ἀνέλπιστα καὶ ἀνεξήγητα γεγονότα. Ἀλλὰ ἡ διάθεσή του ἦταν πάντα ἀγαθὴ καὶ γι᾽ αὐτὸ σὲ κάθε περίσταση ὁ Θεὸς τὸν ὁδηγοῦσε στὸ πῶς ἔπρεπε νὰ ἐνεργήσει. Ἐπίσης, ὑπάρχουν αὐτοὶ ποὺ ἀγαποῦσαν τὶς πατρικὲς παραδόσεις, ἀλλὰ δὲ δίστασαν νὰ ἐγκαταλείψουν τὴ σκιὰ τοῦ νόμου καὶ νὰ περάσουν στὸ φῶς τῆς ἀλήθειας, ὅταν γνώρισαν τὸ Χριστὸ ὡς μονογενῆ Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, ὅπως συνέβη μὲ τὸν γιὸ τοῦ Ἰωσήφ, τὸν ἀδελφόθεο Ἰάκωβο, πρῶτο ἐπίσκοπο Ἱεροσολύμων.
Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ αὐτὲς τὶς κατηγορίες τῶν ἀνθρώπων, ποὺ εἶχαν μιὰ θετικὴ στάση ἀπέναντι στὸ Χριστό, ὑπῆρχαν καὶ ὑπάρχουν καὶ ἄλλοι ποὺ ἐκδήλωσαν ἀρνητικὲς διαθέσεις ἀπέναντί Του. Τέτοιοι ἦταν οἱ ἀρχιερεῖς τῶν Ἰουδαίων, οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ φαρισαῖοι καὶ ὁ Ἠρώδης, ὁ ὁποῖος ὅταν ἄκουσε γιὰ τὴ Γέννηση τοῦ Ἰησοῦ «ἐταράχθη καὶ πᾶσα Ἱεροσόλυμα μετ᾽ αὐτοῦ, καὶ συναγαγῶν πάντας τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ γραμματεῖς τοῦ λαοῦ ἐπυνθάνετο παρ᾽ αὐτῶν ποῦ ὁ Χριστὸς γεννᾶται».
Ἡ γέννηση τοῦ Χριστοῦ, ὅπως περιγράφεται ἀπὸ τὸν εὐαγγελιστὴ Ματθαῖο στὴ σημερινὴ περικοπή, μᾶς δείχνει προκαταβολικὰ τὴν τύχη τοῦ Μεσσία μέσα στὸν κόσμο. Ὁ νεογέννητος Χριστὸς εὐθὺς ὡς εἰσέρχεται στὸν παρόντα κόσμο γνωρίζει τὴν καταδίωξη καὶ τὴν ἐχθρότητα τῶν ἀρχόντων. Ἡ ἐχθρότητα αὐτὴ βρίσκει τὸν κύριο ἐκπρόσωπό της στὸ βασιλιὰ Ἠρώδη, ἡ θηριωδία τοῦ ὁποίου μᾶς εἶναι γνωστὴ καὶ ἀπὸ τοὺς ἱστορικοὺς τῆς ἐποχῆς.
Θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῦ σημαίνεται ἤδη ἀπὸ τὴ στιγμὴ τῆς γεννήσεώς Του. Ἡ ὅλη πορεία τοῦ Χριστοῦ μέσα στὸν κόσμο θὰ εἶναι ἕνας σταυρὸς ἀγάπης καὶ θυσίας· ἕνας σταυρὸς στὸν ὁποῖο θὰ νικηθεῖ ὁριστικὰ ἡ δαιμονικὴ δύναμη γιὰ νὰ λάμψει τὸ φῶς τῆς ἀναστάσεως. Ἡ θηριωδία τοῦ Ἠρώδη, ποὺ ἐκδηλώθηκε μὲ τὴν ἀπάνθρωπη σφαγὴ τῶν νηπίων στὴ Βηθλεὲμ καὶ στὴ γύρω περιοχὴ, δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ σταματήσει ἤδη ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τὸ ἔργο τοῦ νεογέννητου Μεσσία, ποὺ βρισκόταν κάτω ἀπὸ τὴν προστατευτικὴ πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Παρὰ τὸ φαινομενικὸ θρίαμβο τοῦ κακοῦ, τοῦ μίσους καὶ τῆς θηριωδίας μέσα στὴν ἱστορία τῶν ἀνθρώπων, τελικὰ ἐπιβάλλεται ἡ δύναμη τῆς ἀγάπης. Ὅτι ὁ Θεὸς γεννιέται σὰν ἄνθρωπος ἀποτελεῖ ἀκριβῶς τὴν ἀπόδειξη γιὰ τὸ στοργικὸ ἐνδιαφέρον καὶ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ νὰ λυτρώσει καὶ νὰ σώσει τὸν ἄνθρωπο.
Ἡ «σωτήριος Χάρις», ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, δίνεται ἀπὸ τὸ Θεὸ ἐξίσου σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Αὐτὸ ποὺ μᾶς διαφοροποιεῖ εἶναι ἡ διάθεση τῆς εὐγνωμοσύνης ποὺ ἔχουμε ἀπέναντι στὸ Θεὸ γιὰ τὶς δωρεές Του. Εἶναι ἐπίσης ἡ αὐτοπροαίρετη διάθεση τῆς ὑπακοῆς μας στὸ εὐαγγελικὸ κήρυγμα. Καὶ εἶναι, τέλος, ἡ κοπιαστικὴ προσπάθεια νὰ μεταβάλλουμε τὸν ἑαυτό μας ἀπὸ ἀποστάτη ἤ διώκτη σὲ «σκεῦος ἐκλογῆς» τοῦ Θεοῦ. Ἀμήν.
ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ NOEMΒΡΙΟΥ 2018
ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΛΟΥΚΑ (Λκ. ιστ΄ 19-31)
4 Νοεμβρίου 2018
Ἡ σημερινή Εὐαγγελική Περικοπή, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἀφορᾶ στήν Παραβολή τοῦ ἄφρονος πλουσίου καί τοῦ πτωχοῦ Λαζάρου. Σήμερα δέν θά κάνουμε δικές μας σκέψεις μέ ἀφορμή τά ἀναφερόμενα πρόσωπα καί τίς συμπεριφορές τους, ἀλλά θά ἀκούσουμε τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο, τόν ἕνα ἐκ τῶν Μεγάλων Ἱεραρχῶν τῆς Ἐκκλησίας μας, γιά νά ἔχουμε μεῖζον πνευματικό ὄφελος.
Ἀπευθυνόμενος, τότε, στό ποίμνιό του κατά τήν ἀντίστοιχη Κυριακή, εἶπε : « Ἀργά ἄνοιξε τά μάτια του ὁ πλούσιος! Τό ἔκανε τότε πού εἶδε στήν ἀγκαλιά τοῦ Ἀβραάμ τόν Λάζαρο! Τόν ἄνθρωπο, πού δέν καταδεχόταν οὔτε νά τοῦ ρίξει μιά ματιά, ὅταν τόν εὕρισκε νά περιμένει ἔξω ἀπό πόρτα του.
Καί τότε κατάλαβε καλά τί σημαίνει ἐκεῖνο, πού μέχρι τότε ποτέ δέν εἶχε καταλάβει.
Στήν κόλαση βρέθηκε ὑποχρεωμένος, θέλοντας καί μή, νά κάμει ἕναν ἀπολογισμό. Ἐκεῖ ἀναγκάσθηκε νά ψάξει τί τοῦ εἶχε γίνει ἀφορμή νά χάσει ἐκείνη τή διάθεση, πού δέν τόν ἄφηνε νά δεῖ στό πρόσωπο τοῦ φτωχοῦ Λαζάρου τόν «πλησίον» του. Δηλαδή ἕνα συνάνθρωπο, στή θέση τοῦ ὁποίου θά μποροῦσε κάποτε νά βρεθεῖ καί ὁ ἴδιος• καί εἶχε γι᾿ αὐτό τόν λόγο χρέος νά τόν συμπονάει.
Ἄς ρίξωμε μιά ματιά στήν ἄθλια κατάσταση, πού εἶχε βρεθεῖ τότε ὁ πλούσιος, ἐνῶ τώρα ἔφθασε στό ἀντίθετο ἄκρο. Τότε εἶχε μεγάλη ἀφθονία. Τότε γλεντοῦσε, ὅσο πιό καλά μποροῦσε. Τώρα τά ἔχει χάσει ὅλα. Καί ὅσο πιό πολύ σκεπτόταν τήν μεγάλη ἀντίθεση, τόσο πιό πολύ τόν "ἔτσουζε". Καί γι᾿ αὐτό εἶπε: «Πατέρα, Ἀβραάμ, λυπήσου με. Καί στεῖλε τόν Λάζαρο, νά βουτήξει ἔστω καί ἕνα δάχτυλό του σέ νερό, νά μοῦ δροσίσει λίγο τήν γλῶσσα, διότι ὑποφέρω πολύ μέσα σέ αὐτές τίς φλόγες» (Λουκ. 16,24).
Ἀπό τά λόγια αὐτά, ἀσφαλῶς δέν πρέπει νά βγάλωμε τό συμπέρασμα, ὅτι ἀρκεῖ ἐκεῖ μιά σταγόνα νερό, γιά νά μᾶς ἀνακουφίσει καί νά μᾶς δροσίσει. Τά λόγια αὐτά μᾶς λένε μόνο, ὅτι ἐκεῖνοι πού ἔχουν πολλές ἁμαρτίες, ἐκεῖ θά ὑποφέρουν πολύ, ἐκεῖ θά ταλαιπωρηθοῦν πολύ ἀπό τήν φοβερή ἐκείνη φωτιά, πού εἶναι ἡ συναίσθηση τοῦ βάρους τῆς ἁμαρτίας τους.
Ἀπό τά λόγια αὐτά τοῦ πλουσίου, μαθαίνουμε μόνο ὅτι στήν τελική κρίση τοῦ Κυρίου, ἡ ποινή θά εἶναι ἀνάλογη μέ τήν ἐσωτερική μας ἀθλιότητα.
Ὁ πλούσιος, σπρωγμένος ἀπό τήν ἄθλια κατάσταση στήν ὁποία βρισκόταν, ἀναγκάστηκε νά ζητήσει μιά σταγόνα νερό. Ἐδῶ στήν γῆ, σπρωγμένος ἀπο τήν φιλαργυρία καί τήν ἀσπλαγχνία του, εἶχε καταντήσει νά μή δίνει οὔτε μιά σταγόνα νερό.
Ἄραγε μποροῦσε ποτέ, νά βρεθεῖ γι' αὐτόν κατάσταση πιό δίκαιη, μέχρι τίς τελευταῖες της λεπτομέρειες καί ταυτόχρονα πιό ὁδυνηρή; Ζητάει μιά σταγόνα νερό.
Ποῖος; Ἐκεῖνος, πού τά εἶχε ὅλα καί στόν φτωχό δέν ἔδινε οὔτε ἕνα ψίχουλο ψωμί.
Τόν ἔκαμε ὁ Θεός νά ποθήσει μιά σταγόνα νερό, γιά νά τόν κάμει νά καταλάβει, τί φοβερό πρᾶγμα εἶναι ἡ φτώχεια καί πόσο χρειάζεται νά εἴμαστε πονετικοί ὅλοι μας στήν ἀνάγκη τῶν ἄλλων ».
11 Νοεμβρίου 2018
Ὁ Κύριος, στὴ σημερινὴ παραβολή, πρωτοποριακὰ ἀπελευθερώνει τὴν ἔννοια τοῦ πλησίον ἀπὸ τὰ στενὰ γεωγραφικά, φυλετικὰ καὶ θρησκευτικὰ ὅρια. Ὁ Χριστὸς τονίζει ὅτι δὲν ὑπάρχουν ὅρια στὸ χρέος τῆς ἀγάπης. Πλησίον εἶναι ὁ κάθε ἄνθρωπος ποὺ βρίσκεται σὲ ἀνάγκη, ἀδιακρίτως ἔθνους, φυλῆς, θρησκευτικοῦ πιστεύω, κοινωνικῆς τάξεως, ἢ εὐθύνης γιὰ τὴν κατάστασή του. Ἐκεῖνο ποὺ βαρύνει εἶναι ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος ὡς εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Καὶ τὸ οὐσιαστικὸ πρόβλημα δὲν εἶναι ποιὸς εἶναι ὁ πλησίον, ἀλλὰ τὸ πῶς μποροῦμε νὰ γίνουμε ἐμεῖς πλησίον σὲ κάθε ἄνθρωπο ποὺ χρειάζεται τὴν βοήθειά μας.
Ὁ Κύριος ἀποκαλυπτικὰ θέτει ἔμμεσα ἕνα ἀκόμη ἀμείλικτο ἐρώτημα. Ποιὸς ἔχει τὴν εὐαισθησία νὰ κατανοεῖ καλύτερα τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, νὰ ἀνακαλύπτει τὸ βαθύτερο νόημα τῆς ἐντολῆς περὶ ἀγάπης τοῦ πλησίον;
Ποιός τελικὰ τηρεῖ τὸν Νόμο; Αὐτοὶ ποὺ ἀσχολοῦνται ἐξ ὑποχρεώσεως μὲ τὸ λειτουργικὸ καὶ θρησκευτικὸ τυπικό, οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ λευΐτες, ἢ ἕνας ξένος μὲ αὐτά, ὅπως ἦταν ὁ Σαμαρείτης, ποὺ βλέπει μὲ καθαρὸ μάτι καὶ αὐθόρμητη καρδιὰ τὸν συνάνθρωπό του, χωρὶς θρησκευτικὲς καὶ φυλετικὲς προκαταλήψεις; Δὲν εἶναι αὐτὸς ποὺ ἀνταποκρίνεται ἔμπρακτα στὶς ἀνάγκες τοῦ ἀγνώστου πλησίον;
Θεωρητικὰ οἱ χριστιανοὶ συμφωνοῦμε μὲ τὴ νέα αὐτὴ διάσταση τῆς ἔννοιας τοῦ «πλησίον», ποὺ διευκρινίζει ἡ παραβολὴ τοῦ καλοῦ Σαμαρείτη. Στὴν ἔμπρακτη πραγματικότητα ὅμως τί γίνεται;
Τὸ πρόβλημα λοιπὸν στὴν προσωπική μας ζωὴ εἶναι τὸ πῶς ἀπὸ τὴ θεωρητικὴ ἀποδοχὴ τοῦ μηνύματος τῆς σημερινῆς παραβολῆς θὰ προχωρήσουμε στὴν πρακτικὴ συμμόρφωση. Ἀπὸ τὴν θεωρία τῆς ἀγάπης, ποὺ δέχονται ὅλοι μὲ λόγια, στὴν βίωση καὶ ἐφαρμογή της, ποὺ εἶναι δύσκολη καὶ δὲν βεβαιώνεται γύρω μας.
Γιὰ νὰ βοηθηθοῦμε ἂς προσέξουμε μερικὰ χαρακτηριστικὰ τῆς ἀγάπης, ὅπως αὐτὰ ἀποκαλύπτονται στὴ συμπεριφορὰ τοῦ ἁπλοῦ πρωταγωνιστὴ τῆς παραβολῆς.
Ὁ Σαμαρείτης εὐσπλαγχνίζεται καὶ φροντίζει τὸν ἄτυχο ὁδοιπόρο. Σπεύδει ἀπρόσκλητα. Δὲν ἀσχολεῖται μὲ τὸ κακὸ ποὺ ἔκαμαν οἱ ληστές, ἢ τὴν ἀδιαφορία καὶ ἀσπλαγχνία ποὺ ἐπέδειξαν οἱ ἄλλοι. Ὁ ἴδιος προσωπικὰ κάνει τὸ χρέος του. Τὸ οὐσιαστικὸ ἐρώτημα δὲν εἶναι τί κάνουν ἢ τί δὲν κάνουν οἱ ἄλλοι, ἀλλὰ πῶς ἐμεῖς συμπεριφερόμαστε στὶς συγκεκριμένες καταστάσεις.
Ἕνα ἄλλο στοιχεῖο εἶναι ὅτι ἡ ἀγάπη κοστίζει. Εἶναι μία ὀδυνηρὴ παραίτηση ἀπὸ πράγματα ποὺ δικαιούμαστε, τὸ χρῆμα, τὸν χρόνο, τὸ καθημερινὸ πρόγραμμα. Ὁ Σαμαρείτης καθυστερεῖ τὸ ταξίδι του, βαδίζει πεζός, θέτει στὴ διάθεση τοῦ τραυματία ὅ,τι ἔχει
Ἡ ἀγάπη δὲν ἀφήνει καὶ δὲν ἐπιτρέπει τὸ καλὸ νὰ γίνεται λειψά. Ἂν συχνὰ εἴμαστε ἀνίκανοι νὰ μιμηθοῦμε τὸν Σαμαρείτη, εἶναι γιατὶ θὰ θέλαμε νὰ ἀγαπήσουμε μὲ τὸ ἀζημίωτο. Ὅποιος ὅμως ἀποφασίζει νὰ ἀγαπᾶ, ὅπως ὁ Θεὸς θέλει, πρέπει νὰ εἶναι ἀποφασισμένος νὰ στερηθεῖ δικά του δικαιώματα καὶ ἀγαθά. Ἔπειτα ἡ ἀγάπη εἶναι ἐλεύθερη ἀπὸ ἀναζήτηση ἀνταλλαγμάτων, ἐλεύθερη ἀπὸ τὸν βραχνᾶ τῆς ἀναγνωρίσεως. Δὲν ἐνεργεῖ γιὰ νὰ φανεῖ καὶ γιὰ νὰ ἐπαινεθεῖ. Ὁ ἐρημικὸς τόπος στὸν ὁποῖο ἕδρασε ὁ Σαμαρείτης, βεβαιώνει πὼς ἐνεργοῦσε χωρὶς νὰ περιμένει ἀντάλλαγμα.
Τέλος, ἡ ἀγάπη εἶναι ἤρεμη δύναμη, πιὸ ἰσχυρὴ καὶ ἀπὸ τὸν θάνατο. Δὲν ἀναφερόμαστε στὴ διάσωση τοῦ τραυματία, ἀλλὰ τελικὰ στὴ νίκη πάνω στὸν φόβο τοῦ θανάτου. Οἱ δύο ἄνθρωποι ποὺ προηγήθηκαν τοῦ Σαμαρείτη, ὁ ἱερέας καὶ ὁ Λευΐτης, ἔφυγαν τρομαγμένοι ἀπὸ τὸν τόπο τοῦ δράματος.
Ὁ Σαμαρείτης, ὅμως, προχωρεῖ ἀποφασιστικὰ καὶ γενναῖα, ἀδιαφορώντας γιὰ κάθε κίνδυνο, ἐπειδὴ «ἡ ἀγάπη ἔξω βάλλει τὸν φόβο».
«Τίς οὖν τούτων τῶν τριῶν πλησίον δοκεῖ σοι γεγονέναι τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τοὺς ληστάς;», ἐρωτᾶ τὸν καθένα μας ὁ Κύριος. Τὴν ἀπάντηση τὴν ξέρουμε. «Ὁ ποιήσας τὸ ἔλεος μετ'᾿ αὐτοῦ». Ὅμως αὐτὸ δὲν φθάνει, διότι ἀπαιτεῖται καὶ ἡ μίμηση, δηλαδὴ τὸ «Πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως».
Ἄς διαμορφώσουμε ἀδελφοὶ τὴν στάση μας σὲ αὐτὴ τὴν προτροπὴ μὲ προσωπικὴ συμμετοχὴ στὸν πόνο τοῦ πλησίον, τοῦ κάθε πλησίον, μὲ μία ἀγάπη ποὺ στοιχίζει, ἀλλὰ ποὺ εἶναι ἱκανὴ νὰ νικήσει τὸν θάνατο τοῦ φόβου καὶ τῆς ἀδιαφορίας ποὺ χωρίζει τὸν κόσμο σήμερα.
18 Νοεμβρίου 2018
Ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή, ἀδελφοί μου, λέγεται «παραβολὴ τοῦ ἄφρονος πλουσίου». Ἡ ἀφορμὴ γιὰ νὰ τὴν διηγηθεῖ ὁ Κύριος δόθηκε ἀπὸ τὸ ἑξῆς περιστατικό. Κάποιος ἀπὸ τοὺς ἀκροατὲς τοῦ Χριστοῦ τὸν πλησίασε καὶ τοῦ εἶπε: «Διδάσκαλε εἶπε τῷ ἀδελφῷ μου μερίσασθαι τὴν κληρονομία μετ᾿ ἐμοῦ» (Λουκ. 12, 1) καὶ ἔλαβε ὡς ἀπάντηση τὸ ἐρώτημα «τίς με κατέστησε δικαστὴν ἢ μεριστὴν ἐφ᾿ὑμᾶς;». Ὅταν δυὸ ἀδέλφια, ποὺ μεταξύ τους συνδέονται μὲ δεσμοὺς αἵματος, πιὸ πάνω ἀπὸ τὴν ἀδελφοσύνη βάζουν τὴν πλεονεξία, ποιός μπορεῖ νὰ τοὺς ἀλλάξει γνώμη καὶ νὰ τοὺς συμβιβάσει; Ἡ πλεονεξία ἀφαιρεῖ ἀπὸ τὴν καρδιὰ κάθε ἀνθρώπου κάθε εὐγενικὸ συναίσθημα, ἀκόμα καὶ πρὸς τοὺς γονεῖς καὶ τὰ ἀδέλφια. Γι᾿ αὐτὸ ὁ Κύριος ἄφησε τὸν πλεονέκτη ἀδελφό, ἐστράφη πρὸς τοὺς ἀκροατές του καὶ εἶπε «ὁρᾶτε καὶ φυλάσσεσθε ἀπὸ πάσης πλεονεξίας· ὅτι οὐκ ἐν τῷ περισσεύειν τινὶ ἡ ζωὴ αὐτοῦ ἐκ τῶν ὑπαρχόντων αὐτοῦ (Λουκ. 12, 15). Δὲν ἐξαρτᾶται ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὰ περισσεύματα τῶν ὑπαρχόντων του, γι᾿ αὐτὸ ἂς προσέχει καὶ ἂς προφυλάσσει ὁ καθένας τὸν ἑαυτό του ἀπὸ κάθε πλεονεξία. Καὶ γιὰ νὰ ἀντιληφθοῦν ὅλοι ὅτι ἡ πλεονεξία εἶναι ἀφροσύνη καὶ ὁδηγεῖ σὲ ψυχικὸ καὶ σωματικὸ ὄλεθρο, διηγήθηκε τὴν παραβολὴ τοῦ «ἄφρονος πλουσίου».
Ἡ συμπεριφορὰ τοῦ πλουσίου τῆς παραβολῆς εἶναι πράγματι ἀφροσύνη. Διότι λησμονεῖ τὸν Θεὸν τὴν ὥρα τῆς εὐφορίας τῶν ἀγρῶν του. Λησμονεῖ ἢ μᾶλλον δὲν πιστεύει ὅτι ὁ Θεὸς κυβερνᾶ τὸν κόσμο καὶ ὅτι, ἂν Ἐκεῖνος δὲν θέλει, ὅσο καὶ ἂν κοπιάσει, οὔτε οἱ ἀγροί του οὔτε τὰ χωράφια του θὰ ἀπέδιδαν καρπούς οὔτε οἱ ἐλιές του σταγόνα λάδι. Λησμονεῖ ὅτι ἔχει προικισθεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ ἀθάνατη ψυχὴ καὶ ἔχει ὑποχρέωση νὰ τὴν καλλιεργήσει. Ξεχνᾶ ὅτι ἡ ψυχὴ δὲν διατρέφεται μὲ προϊόντα καὶ καρποὺς τῆς γῆς καὶ ὑλικὰ μέσα. Ἔτσι γίνεται ὁ ἴδιος δολοφόνος τῆς ψυχῆς του. Τί μεγάλη στ'᾿ ἀλήθεια ἀφροσύνη.
Ὅμως προχωρεῖ καὶ σὲ ἄλλη ἀφροσύνη ὁ πλούσιος. Παραμελεῖ καὶ ἀγνοεῖ τοὺς συνανθρώπους του. Ἡ στάση του εἶναι προκλητική. Χωρὶς συναίσθηση καὶ χωρὶς ντροπὴ τακτοποιεῖ τὰ ἔσοδα ἀπὸ τὴ εὐφορία τῶν καρπῶν τῆς γῆς του μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό του «συνάξω πάντα τὰ γεννήματά μου καὶ τὰ ἀγαθά μου». Γκρέμισε ὁ πλούσιος τὶς ἀποθῆκες του καὶ ἔκτισε μεγαλύτερες. Κουράστηκε πολὺ μέχρι νὰ συγκεντρώσει τὰ ἀγαθά του. Ξάπλωσε κατόπιν νὰ ξεκουραστεῖ ἀπὸ τὸν κόπο καὶ τὴν ἀγωνία καὶ γεμᾶτος αὐταρέσκεια μονολογοῦσε. «Ψυχή μου, ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ γιὰ πολλά χρόνια. Ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου».
Ἀφροσύνη σὲ ὅλο τὸ μεγαλεῖο, ἀφοῦ ἀκούγεται ἡ φωνὴ ποὺ δὲν περιμένει κανεὶς καὶ προσγειώνει στὴν πραγματικότητα. «Ταύτη τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπό σοῦ, ἃ δὲ ἠτοίμασας τίνι ἔσται;» Ἀνόητε ἄνθρωπε, ἐστήριξες τὴ ζωὴ στὸν πλοῦτο σου τὸν ὁποῖο ὁρίζεις. Τὴ ζωή σου ὅμως δὲν σκέφθηκες ὅτι ἄλλος τὴν ὁρίζει;
Ὁ πλούσιος τῆς παραβολῆς εἶναι ὁ ἄνθρωπος τοῦ ἐναγώνιου κόπου. Ἡ πλεονεξία του ἀποβλέπει στὴν προσωπική του ἱκανοποίηση καὶ αὐτή του ἡ διάθεση τὸν ὁδηγεῖ στὸ νὰ ἀπομακρύνεται ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους καὶ ἑπομένως καὶ ἀπὸ τὸν Θεὸ. Μένει ἔρημος καὶ δυστυχὴς καὶ δὲν ἔχει ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα «ἃ ἠτοίμασας τίνι ἔσται;». Ὁ ἄφρων καὶ πλεονέκτης δὲν πιστεύει στὸν Θεὸ, δὲν ἀγαπᾶ τοὺς ἀνθρώπους καὶ δὲν αἰσθάνεται τίποτε γιὰ ὅ,τι προσωπικὰ δὲν τὸν ἀφορᾶ καὶ ἔτσι ἔχει δολοφονήσει τὴν ψυχή του. Δὲν ξέρει τίνος εἶναι ὅσα συγκέντρωσε καὶ πέρασε ἡ ζωή του μέσα σὲ μιὰ ἀγωνία.
Ἀδελφοί μου, ἂς ἔχουμε πάντα στὸ μυαλό μας τὴ φράση τοῦ εὐαγγελίου «ταύτη τῇ νυκτὶ τὴν ψυχὴν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ» καὶ ἂς ἀκούσουμε τὴν προτροπὴ τοῦ Κυρίου μας «γίνεσθε ἕτοιμοι ὅτι ᾗ ὥρᾳ οὐ δοκεῖτε ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεται (Λουκ. 12-40). Τοῦτο ἰσχύει γιὰ ὅλους, πλουσίους καὶ φτωχούς. Ἄφρονες καὶ συνετούς, ἔνθεους καὶ μή. Γιαυτὸ «γρηγορεῖτε καὶ προσεύχεσθε». Ὁ Θεὸς δὲν θὰ μᾶς κρίνει ἀνάλογα μὲ τὸν χρόνο ποὺ ζήσαμε, ἀλλὰ ἀνάλογα μὲ τὰ ἔργα τῆς ἀρετῆς ποὺ κάναμε καὶ γιὰ ὅσα δὲν κάναμε.
Ἀδιάκοπο αἴτημα στὴν προσευχή μας νὰ εἶναι ἡ παράκλησή μας «τὸν ὑπόλοιπον χρόνον τῆς ζωῆς ἡμῶν ἐν εἰρήνῃ καὶ μετανοίᾳ ἐκτελέσαι», ὥστε τὰ τέλη μας νὰ ἀποβοῦν «χριστιανά, ἀνώδυνα, ἀνεπαίσχυντα, εἰρηνικά», χωρὶς ἀφροσύνη, γιὰ νὰ ἔχουμε «καλὴν ἀπολογίαν ἐπὶ τοῦ φοβεροῦ βήματος τοῦ Χριστοῦ». Ἀμήν.
25 Νοεμβρίου 2018
Ἀνιχνευτὴς τοῦ οὐρανοῦ καὶ νοσταλγὸς τῆς χαρᾶς τοῦ παραδείσου ἐμφανίζεται, ἀδελφοί μου, ὁ πλούσιος νέος του εὐαγγελίου. Πλησιάζει τὸν Ἰησοῦ, γιὰ νὰ ζητήσει τὴν συμβουλὴ Του «ἵνα ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσῃ». Καὶ ὁ μεγάλος Διδάσκαλος τοῦ θύμισε τὶς ἐντολὲς τοῦ δεκαλόγου ποὺ μιλᾶνε γιὰ τὸ σεβασμὸ τῆς τιμῆς, τῆς ζωῆς, τῆς περιουσίας, τὰ καθήκοντα γιὰ τοὺς γονεῖς. Τοῦ ἔδειξε τὸ σωστὸ δρόμο ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἠθικὴ τελειότητα. Ἀλλὰ ὅταν ὁ πλούσιος εἶπε πὼς «ταῦτα πάντα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου», ὁ Κύριος τοῦ ἀπάντησε «ἔτι ἕν σοι λείπει». Ὅσο καὶ ἂν νόμιζε πὼς κατέχει τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ, δὲν ἦταν ἔτσι. Ὑστεροῦσε τελικὰ στὴν πνευματική του ζωή, ἀλλὰ δὲν τὸ καταλάβαινε.
Εἶναι δύσκολο νὰ ἀπαντήσει κανεὶς στὸ ἐρώτημα «πόσες εἶναι ὁ στιγμὲς τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ καταφέρνει νὰ ζεῖ μὲ πλήρη αὐτοσυνειδησία», ὅταν τὶς περισσότερες ὥρες του τὶς περνᾶ χωρὶς καλά-καλὰ νὰ τὶς νοιώσει, νὰ τὶς ζεῖ. Βέβαια αὐτὸ συνέβαινε πάντα μὲ τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ σήμερα μὲ τὸ κυνηγητὸ τῆς βιοπάλης καὶ τοῦ ἄγχους, μὲ τὴν πραγματικὴ ἢ ψεύτικη αὔξηση τῶν ἀναγκῶν, ἐλάχιστος ἀπομένει χρόνος γιὰ τὰ μεγάλα καὶ οὐσιαστικὰ ἐρωτήματα «τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;».
Σήμερα οἱ κοινωνικὲς ὑποχρεώσεις καὶ αὔριο οἱ ἐπαγγελματικὲς ἔρχονται νὰ ὑποτάξουν καὶ νὰ στραγγαλίσουν τὴν ἐλευθερία τῆς ἀνθρώπινης καρδιᾶς.
Κάποτε ὅμως αὐτὴ ἡ σκλαβωμένη ψυχὴ μέσα ἀπὸ ποικίλα γεγονότα τῆς ζωῆς βρίσκει τὸ θάρρος νὰ τοποθετηθεῖ μπρὸς στὸ μεγάλο ἐρώτημα «Τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω». Ἀσφαλῶς ὁ νέος της περικοπῆς θὰ εἶχε πολλὰ πράγματα καταφέρει μέχρι τότε στὴ ζωή του. Φαίνεται ὅμως πὼς ὅλα αὐτὰ δὲν τὸν ἱκανοποιοῦσαν, δὲν γέμιζαν τὴν ψυχή του, δὲν τοῦ ἔδιναν τὴν πληροφορία ὅτι ὅλα πήγαιναν καλά. Αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ ἀνησυχία εἶναι ἡ ἀσίγαστη ἐπιθυμία τῆς ψυχῆς, ποὺ θέλει νὰ βάλει τὸν ἄνθρωπο στὸν δρόμο τῆς αἰωνιότητος. Γιατί μόνον αὐτὴ ξέρει πὼς ὅλες οἱ ἀνθρώπινες δραστηριότητες δὲν ἔχουν καμμία ἀξία, ἂν δὲν συντονίζονται στὴ συχνότητα τῆς αἰωνιότητος. Γιατί μόνον αὐτὴ ἀξιοποιεῖ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὰ ἐπιτεύγματά του. Θὰ ἄντεχε ἆραγὲ ὁ ἄνθρωπος τὴ ζωὴ στὴ γῆ χωρὶς νὰ νοηματίζεται μὲ ὅ,τι προφέρει ὁ κόσμος τῆς ψυχῆς του;
Τοῦτο τὸ ἐρώτημα πρέπει πολὺ συχνὰ νὰ θέτει ὁ ἄνθρωπος στὸν ἑαυτό του. Νὰ ρωτάει μὲ εἰλικρίνεια «τί ἔκανα, γιὰ νὰ κερδίσω τὴν ἀθανασία;», διότι αὐτὸ θὰ τὸν βοηθήσει νὰ ἀξιολογήσει τὰ ἔργα του μέχρι σήμερα. Θὰ μετρήσει τὶς σκέψεις του μὲ τὴν αἰώνια λογική, θὰ ζυγίσει τὰ ἔργα του στὴ ζυγαριὰ τῶν αἰωνίων ἀξιῶν καὶ θὰ καλλιεργήσει τὸν πόθο γιὰ τὴν κατάκτηση τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Λυπημένο εἶδαν οἱ μαθητὲς τὸν πλούσιο νέο νὰ φεύγει μέσα στὸ σύννεφο τῆς δυσκολίας γιὰ σωτηρία, καθὼς ὁ Θεάνθρωπος τὴν ἀνέπτυξε καὶ τὴν στήριξε πάνω στὴ θυσία. Θὰ ἔλεγε κανεὶς πὼς καὶ οἱ μαθητὲς ποὺ τόσο κοντὰ ζοῦσαν μὲ τὸν Ἰησοῦ, εἶχαν ἀπελπιστεῖ. Γι᾿ αὐτὸ ρωτοῦν τὸν Διδάσκαλο «τὶς δύναται σωθῆναι;». Καὶ ἡ ἀπάντησις τοῦ Κυρίου «τὰ ἀδύνατα παρ'᾿ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστὶν», ἀναπτερώνει τὸν ἄνθρωπο καὶ τοῦ προσφέρει τὴν βεβαιότητα γιὰ τὴν νίκη καὶ τὴν κατάκτηση τῆς σωτηρίας. Ὅ,τι γιὰ τὸν ἄνθρωπο εἶναι ἀφάνταστα δύσκολο ἢ ἀκατόρθωτο γιὰ τὸν Κύριο εἶναι μηδαμινό, γιατί Ἐκεῖνος θέλει τὴ σωτηρία μας. Μένει σὲ μᾶς νὰ ἀσκήσουμε βία στὸν ἑαυτό μας γιὰ τὸ σκοπὸ αὐτό. Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ ἀναγνωρίζουμε τὶς ἐλλείψεις καὶ τὶς ἀστοχίες μας, γίνεται τὸ ξεκίνημα τῆς νίκης. Ἂν πιστεύουμε ὅτι ὑστεροῦμε ἔναντι τοῦ Θεοῦ, τότε ἡ ἁγιότης δὲν εἶναι μακριά. Ἂν τὴν ὑπόδειξη τοῦ Κυρίου μας «δεῦρο ἀκολούθει μοι» δὲν τὴν δεχθοῦμε, ὅπως ἔκανε ὁ πλούσιος νέος του εὐαγγελίου, τότε δὲν θὰ μᾶς εἶναι εὔκολο νὰ λέμε «πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντι με Χριστῷ» (Φιλιπ. 4-13). Καὶ ὅταν κανεὶς ἀκολουθεῖ Ἐκεῖνον, ἐμπιστεύεται τὸν ἑαυτό του σὲ Ἐκεῖνον, δὲν ρωτάει πλέον πῶς θὰ κερδίσει τὴν αἰώνιον ζωήν, γιατί ὁ Χριστὸς εἶναι παρὼν καὶ εὐλογεῖ.
Ὁ πλούσιος νέος τῆς παραβολῆς ἦταν ἐλεύθερος ἀπὸ μεγάλες ἁμαρτίες. Τὸν ἐμπόδιζαν στὴν πνευματική του ἄνοδο καὶ τελειότητα τὰ πλούτη του καὶ ἡ προσκόλλησή του σὲ αὐτά. Ἔδινε μεγαλύτερη ἀξία στὰ ὑλικὰ ἀγαθά, τὰ πρόσκαιρα, παρὰ στὸν αἰώνιο Θεό. Ἡ ὑπέρμετρη ἀγάπη του πρὸς τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ καὶ τὰ κτήματα, τοῦ στέρησε τὴν ἠθικὴ τελειότητα καὶ τὸν ἀπεμάκρυνε ἀπὸ τὸν Θεό. «Δυσκόλως γὰρ οἱ τὰ χρήματα ἔχοντες εἰσελεύσονται εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ».
Ἀδελφοί μου, ἡ Ἐκκλησία δὲν δικαιώνει οὔτε τὸν πλοῦτο οὔτε τὴν φτώχεια. Οὔτε πτωχὸς θὰ κληρονομήσει τὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἐπειδὴ εἶναι πτωχός, οὔτε πλούσιος θὰ τὴν χάσει, ἐπειδὴ εἶναι πλούσιος. Ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀπαλάσσει τὸν πρῶτο ἀπὸ τὴν ἀπόγνωση καὶ τὸν δεύτερο ἀπὸ τὴν φυλαργυρία, ὁπότε ἀπολαμβάνουν τὶς δωρεὲς τοῦ Θεοῦ καὶ πλούσιοι καὶ πτωχοί, ἄν τὶς θέλουν. Γένοιτο.
ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2018
ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ ΛΟΥΚΑ (Λουκ. ζ΄, 11–16)
7 Ὀκτωβρίου 2017
Μέσα στὰ πολλὰ θαυμαστὰ γεγονότα τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ, κορυφαῖα θέση κατέχουν οἱ ἀναστάσεις τῶν νεκρῶν, ὅπως ἡ περίπτωση τοῦ υἱοῦ τῆς χήρας τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου, τῆς κόρης τοῦ Ἰαείρου, τοῦ φίλου Του Λαζάρου, τῶν νεκρῶν οἱ ὁποῖοι «ἠγέρθησαν καὶ εἰσῆλθον εἰς τὴν ἁγίαν πόλιν καὶ ἐνεφανίσθησαν πολλοῖς» καὶ τέλος ἡ ἴδια Του ἡ ἔγερση.
Εἶναι πράγματι σημαντικὲς αὐτὲς οἱ ἀναστάσεις, ἐπειδὴ ἐκφράζουν τὴν ἐξουσία τοῦ Θεοῦ πάνω στὴ ζωὴ καὶ στὸ θάνατο. Αὐτὸς ἄλλωστε ἔχει στὰ χέρια Του τὴ ζωή μας καὶ τὴν ἐξουσία νὰ τὴν διαχειρίζεται.
Μιλώντας γιὰ τὸ γεγονὸς τοῦ θανάτου, ἔτσι καθὼς τὸ ἀντικρύζουμε στὸν υἱὸ τῆς χήρας στὴν πόλη Ναΐν, κατανοοῦμε πὼς πρόκειται γιὰ ἕνα μεγάλο μυστήριο. Ὁ θάνατος εἶναι τὸ μεγάλο μυστήριο, ποὺ μᾶς φοβίζει καὶ ὅταν τὸ σκεπτόμαστε, μᾶς παγώνει, μᾶς ἀπελπίζει καὶ νεκρώνει τὴν ὕπαρξή μας.
Καὶ παρ’ὅτι καθημερινὰ ἐπαναλαμβάνουμε στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεώς μας «προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν», ἐν τούτοις μοιάζουμε μ᾿ αὐτοὺς ποὺ δὲν ἐλπίζουν πιὰ σὲ τίποτε. Ποὺ νομίζουν πὼς ὅλα τελειώνουν ἐδῶ καὶ δὲν περιμένουν τίποτε μετά. Γι᾿ αὐτὸ ὑποφέρουν, χάνουν τὴ λογική τους καὶ πολλὲς φορὲς στρέφονται κατὰ τοῦ Θεοῦ, ὡς τὴν αἰτία τῆς συμφορᾶς τους. Αὐτὴ ἡ συμπεριφορὰ ὅμως τελικὰ βεβαιώνει πὼς οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ δὲν ἔχουν σχέση μὲ τὴν πίστη τοῦ Εὐαγγελίου ἔστω κι ἄν ὀνομάζονται χριστιανοὶ ἤ κι ἂν ἰσχυρίζονται οἱ ἴδιοι πὼς πιστεύουν.
Μὲ τὸ θάνατο βέβαια εἶναι ἀνθρώπινο καὶ φυσικό νὰ λυπηθοῦμε καὶ νὰ κλάψουμε, μὰ στοὺς πιστοὺς δὲν ἐπιτρέπεται νὰ κυριαρχήσει ὁ πόνος καὶ νὰ παραμείνει ἡ λύπη, ἐπειδὴ οἱ νεκροί μας φεύγουν μὲν ἀπὸ κοντά μας, ἀλλὰ δὲν χάνονται. Αὐτοὶ προπορεύονται καὶ ἐμεῖς ἀκολουθοῦμε γιὰ νὰ τοὺς ξανασυναντήσουμε.
Ὁ Χριστὸς μὲ τὶς ἀναστάσεις αὐτὲς, καὶ κυρίως μὲ τὴ δική Του ἔγερση, φανερώνει πὼς δὲν ὑπάρχουν νεκροί. Γι᾿αυτὸ κάθε φορὰ ποὺ μιλάει γιὰ θάνατο, μιλάει γιὰ ὕπνο καὶ βεβαιώνει πὼς ὅσοι φεύγουν ἀπ’᾿ αὐτὴ τὴ ζωή, δὲν πεθαίνουν, ἀλλὰ κοιμοῦνται.
Ὅλα αὐτὰ τὰ ὑπέρλογα γεγονότα, δύσκολα τὰ ἀκούει ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος καὶ ἀκόμη πιὸ δύσκολα τὰ πιστεύει.
Μὰ ἐδῶ μιλάει ὁ ἴδιος ὁ Θεός κι ἐμεῖς ὀφείλουμε νὰ ἀκοῦμε, νὰ δεχόμαστε καὶ νὰ ἐμπιστεύομαστε. Ὡς χριστιανοὶ ἔχουμε ὑποχρέωση νὰ πιστεύουμε ὅ,τι ἡ Ἐκκλησία διδάσκει χωρὶς νὰ κάνουμε ἐπιλογὲς κατὰ τὴν κρίση μας. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ κιβωτὸς τῆς πίστεως ποὺ κατέχει καὶ διαφυλάσσει ὁλόκληρη τὴν ἀποκαλυφθεῖσα ἀλήθεια.
Ὁ θάνατος λοιπόν, κατὰ τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ, εἶναι μιὰ μετάβαση πρὸς τὴ ζωή, γι’ αὐτὸ ἀπὸ φαινομενικὸ τέλος μεταβάλλεται σὲ τελείωση ποὺ σημαίνει ὁλοκλήρωση,·ἀπὸ σιωπὴ γίνεται ζωή, ἀπὸ νέκρωση γίνεται ἀνάσταση.
Ἀγαπητοὶ μου ἀδελφοί,
δὲν γίνεται στ’ ἀλήθεια νὰ περνᾶ ἀνώδυνα ἀπὸ τὴ ζωή μας ὁ θάνατος, ἀλλὰ ἄς πάψουμε νὰ πορεύομαστε μετὰ τὴν παρέμβασή του «ὥσπερ οἱ λοιποὶ οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα» κατὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο. Αὐτὴ ἡ πίστη μας θά καθορίσει καὶ τὴν ἰσορροπία μας σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο καὶ τὸ κέρδος στὴν αἰωνιότητα.
Στὴν προσπάθεια αὐτῆς τῆς στάσης μᾶς ἐνισχύει ἡ Ἑκκλησία, διότι εἶναι ἡ παρηγοριὰ καὶ τὸ ἀκλόνητο στήριγμά μας· θερμαίνει μὲ τὴ ζεστασιά της τὴν πονεμένη μας καρδιά, φωτίζει καὶ καθαρίζει τὸ νοῦ. Μέσα στὸ φωτισμὸ τῆς ψυχῆς καὶ στὴ θερμότητα τῆς καρδιᾶς γεννιέται ἡ πίστη καὶ ἡ βεβαιότητα ὅτι δὲν ὑπάρχει πιὰ θάνατος, παρὰ μόνο ἡ ζωὴ ἡ αἰώνιος, ὁ Χριστός.
14 Ὀκτωβρίου 2018
«Ἐν καρδίᾳ καλῇ καὶ ἀγαθῇ ἀκούσαντες τὸν λόγον κατέχουσι καὶ καρποφοροῦσιν ἐν ὑπομονῇ»
Τιμοῦμε σήμερα τοὺς ἁγίους 365 Πατέρες τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, οἱ ὁποῖοι μὲ τὸν φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος θεολόγησαν ὑπὲρ τῶν ἱερῶν εἰκόνων. Συγχρόνως σήμερα ἀκοῦμε τὴν Παραβολὴ τοῦ σπορέως. Ὡστόσο στὴν Παραβολὴ δὲν καρποφόρησε παρὰ μόνο ἕνα μικρὸ μέρος τοῦ χωραφιοῦ, «ἡ γῆ ἡ ἀγαθή».
Ἡ καρποφορία δὲν εἶναι κάτι αὐτονόητο. Ἂς δοῦμε λοιπὸν πῶς θὰ γίνουμε κι ἐμεῖς «γῆ ἀγαθὴ» ποὺ θὰ καρποφορεῖ,· ποιὰ δηλαδὴ εἶναι τὰ βήματα ποὺ πρέπει νὰ κάνουμε γιὰ νὰ καρποφορήσει στὴ ζωή μας ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ.
Πρῶτον νὰ ἀκοῦμε μὲ καλὴ διάθεση. Ὁ Κύριος ἐξήγησε στοὺς μαθητές Του ὅτι ἡ καλὴ γῆ ποὺ καρποφόρησε, σημαίνει τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἀκοῦνε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ «ἐν καρδίᾳ καλῇ καὶ ἀγαθῇ», δηλαδὴ μὲ καλοπροαίρετη καρδιά. Ὀφείλουμε λοιπὸν καὶ ἐμεῖς νὰ ἀκοῦμε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ ἢ νὰ τὸν μελετοῦμε μὲ καλὴ διάθεση, μὲ εὐθεία προαίρεση, λέγοντας μαζὶ μὲ τὸν Ψαλμωδό: «Ἀκούσομαι τί λαλήσει ἐν ἐμοὶ Κύριος ὁ Θεός» (Ψαλ. πδ´ 9). Τώρα μιλάει ὁ Θεός. Ν’ ἀκούσω τὶ θὰ μοῦ πεῖ. Γιὰ νὰ καρποφορήσει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ στὴ ζωή μας, πρέπει νὰ ταπεινωθοῦμε ἀπέναντί του. Πρέπει νὰ Τὸν τιμήσουμε. Νὰ Τὸν ἀκοῦμε μὲ πολλὴ εὐλάβεια καὶ προσοχή· μὲ πνεῦμα μαθητείας· χωρὶς νὰ λέμε «αὐτὰ τὰ ξέρουμε» ἢ «αὐτὰ σήμερα δὲν γίνονται». Ἀλλὰ μὲ διάθεση ἐμβαθύνσεως καὶ αὐτοκριτικῆς καὶ μὲ γενναία ἀπόφαση νὰ συμμορφώσουμε τὴ ζωή μας μὲ ὅλες τὶς ἅγιες ἐντολές.
Στὴ συνέχεια νὰ τὸν κρύβουμε μέσα στὴν καρδιά μας. Αὐτοὶ ποὺ παρομοιάζονται μὲ καλὴ γῆ, ὄχι μόνο ἀκοῦνε, ἀλλὰ καὶ «κατέχουσι». «Κατέχω» σημαίνει «κρατάω σφιχτά, μὲ δύναμη» τὸν θεῖο λόγο, ὥστε κανεὶς νὰ μὴ μοῦ τὸν ἁρπάξει· Ὁ ἱερὸς ὑμνωδὸς λέει «Στὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μου ἔκρυψα τὰ λόγια Σου, Κύριε, σὰν πολύτιμο θησαυρό, γιὰ νὰ τὰ θυμᾶμαι πάντοτε καὶ ἔτσι νὰ μὴν ἁμαρτήσω σ᾿ Ἐσένα».
«Ταῦτα μελέτα, ἐν τούτοις ἴσθι», προτρέπει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Α´ Τιμ. δ´ 15). Αὐτὰ νὰ μελετᾶς συνέχεια. Ἡ πνευματικὴ μελέτη δὲν τελειώνει ὅταν κλείσουμε τὴν Ἁγία Γραφή. Τὰ ἱερὰ νοήματα ποὺ μελετήσαμε, πρέπει νὰ τὰ διατηροῦμε στὴ μνήμη μας, νὰ τὰ κυκλοφοροῦμε στὴ σκέψη μας, νὰ γίνονται προσευχή μας. Δὲν εἶναι εὔκολο αὐτό. Χρειάζεται προσπάθεια. Ἀλλὰ ποιὸ ὡραῖο καὶ ὑψηλὸ δὲν ἀπαιτεῖ κόπο γιὰ νὰ κατακτηθεῖ;
Καὶ τέλος νὰ καρποφοροῦμε μὲ ὑπομονή, ἐπειδὴ ἡ καρποφορία τοῦ θείου λόγου τὴν ἀπαιτεῖ. Ὁ ὅσιος Δωρόθεος γράφει σχετικὰ ὅτι γι’ αὐτὸ δὲν προοδεύουμε πνευματικά, διότι δὲν ἔχουμε ὑπομονὴ στὸ ἔργο ποὺ ξεκινᾶμε, ἀλλὰ θέλουμε χωρὶς κόπο νὰ ἀποκτήσουμε τὴν ἀρετή. Νομίζουμε ὅτι θ᾿ ἁπλώσουμε τὸ χέρι μας καὶ θὰ πιάσουμε τὴν ἀρετὴ ποὺ θέλουμε. Εἶναι ἀνάγκη νὰ δείξουμε πολλὴ ὑπομονή, διότι προβάλλουν πολλὰ ἐμπόδια γιὰ τὴν καρποφορία• ὁ ἑαυτός μας, ὁ ἀδύναμος καὶ κακομαθημένος• ὁ σατανᾶς, ποὺ μᾶς πολεμάει μὲ τὸν κόσμο τῆς ἀποστασίας καὶ μᾶς ἐπηρεάζει•· πολλὴ ὑπομονή, ὥστε νὰ μὴν ὁλιγοψυχήσουμε στὶς θλίψεις, ὅπως λύγισαν ὅσοι συμβολίζονται στὴν παραβολὴ μὲ πετρώδη γῆ· ἀλλὰ καὶ νὰ μὴ μᾶς ἀπορροφήσουν οἱ μέριμνες, οἱ πολλὲς δουλειές, οἱ ἐπίγειες χαρὲς καὶ οἱ μάταιες ἀσχολίες, ποὺ συμβολίζονται μὲ τὰ ἀγκάθια.
Ὁ Κύριος ὁμιλεῖ γιὰ ὑπομονή, ἐπειδὴ ἡ πνευματικὴ καρποφορία τελικὰ εἶναι δῶρο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δὲν ἀποτελεῖ δικό μας κατόρθωμα, ἂν καὶ εἶναι ἀπολύτως ἀπαραίτητος ὁ δικός μας ἀγώνας.
Οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ποὺ ἑορτάζουμε σήμερα, ἀποτελοῦν χαρακτηριστικὸ παράδειγμα πνευματικῆς καρποφορίας. Ἀγάπησαν τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, τὸν μελέτησαν καὶ ἀγωνίσθηκαν νὰ τὸν ἐφαρμόσουν στὴ ζωή τους. Δὲν προτίμησαν τὴν ἄνεσή τους, τὸ δικό τους θέλημα. Σήκωσαν μὲ πολλὴ ὑπομονὴ τὸν σταυρὸ τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἁγιάσθηκαν· καὶ κατὰ τὶς ἐργασίες τῆς Συνόδου στὴ Νίκαια τὸ 787 φωτίσθηκαν καὶ ὀρθοτόμησαν τὴν ἀλήθεια. Ἔδωσαν γλυκύτατο καρπὸ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι τὰ θεοφώτιστα κείμενα τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Ἡ θαυμαστὴ καρποφορία τους, ὅπως καὶ ὅλων τῶν Ἁγίων, ἂς ἀποτελεῖ προτροπὴ νὰ ἀκολουθήσουμε τὸ παράδειγμά τους. Ἀμήν.
21 Ὀκτωβρίου 2018
Ἀναστατωμένη τὴν χώρα τῶν Γαδαρηνῶν παρουσιάζει σήμερα τὸ Εὐαγγέλιο. Τὴν ἐπισκέφθηκε ὁ Θεάνθρωπος φανερώνοντας τὴ θεϊκή Του δύναμη, ἀφοῦ ἐλευθέρωσε ἕνα δαιμονισμένο ἀπὸ τὰ δαιμόνια ποὺ τὸν εἶχαν κυριεύσει, καὶ συγχρόνως ἔδωσε στὰ πνεύματα αὐτὰ τὴν ἄδεια νὰ εἰσέλθουν σ’ ἕνα μεγάλο κοπάδι χοίρων ποὺ ἔβοσκε ἐκεῖ κοντά. Οἱ χοῖροι ὑπὸ τὴ δαιμονικὴ ἐπήρεια ὅρμησαν στὸν γκρεμὸ καὶ πνίγηκαν στὴ λίμνη. Ὁ Κύριος ἐπέτρεψε αὐτὴ τὴν καταστροφή, ἐπειδὴ ὁ Μωσαϊκὸς Νόμος ἀπαγόρευε στοὺς Ἰσραηλίτες νὰ τρῶνε χοιρινὸ κρέας καὶ ἑπομένως ἡ ἐκτροφὴ χοίρων ἦταν παράνομη. Εἶναι ἀξιοπρόσεκτη ἡ ἀντίδραση τῶν κατοίκων τῆς περιοχῆς ἀπέναντι στὰ ὅσα συνέβησαν. Παρακάλεσαν ὅλοι τους τὸν Κύριο νὰ φύγει ἀπὸ τὴ χώρα τους. Αἴτημα παρανοϊκό. Ἂς δοῦμε ὅμως τί σημαίνει αὐτὸ τὸ αἴτημα καὶ πῶς ἀφορᾶ στὸν καθένα μας.
Οἱ κάτοικοι τῶν Γαδαρηνῶν παρακάλεσαν τὸν Κύριο νὰ φύγει ἔξω ἀπὸ τὰ σύνορά τους, ἐπειδὴ «φόβῳ μεγάλῳ συνείχοντο». Δὲν τρόμαξαν ἁπλῶς ἐπειδὴ ἐξοντώθηκε ὁλοσχερῶς μὲ θαυμαστὸ τρόπο ἕνα μεγάλο κοπάδι χοίρων σὲ ἐλάχιστο χρόνο, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἐπίσκεψη τοῦ Θεοῦ στὴ χώρα τους.
Εἶδαν τὸν περιβόητο ἐκεῖνο δαιμονισμένο, ποὺ ἦταν ὁ φόβος καὶ ὁ τρόμος τῆς περιοχῆς, νὰ κάθεται «ἱματισμένος καὶ σωφρονῶν» στὰ πόδια τοῦ Κυρίου καὶ κατάλαβαν ὅτι ὁ παράδοξος αὐτὸς ἐπισκέπτης, ἦταν ἀπεσταλμένος ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ διαχειριζόταν θεϊκὴ δύναμη. Κατάλαβαν ὅτι ἡ ἐξόντωση τοῦ κοπαδιοῦ τους ἦταν δίκαιη τιμωρία τοῦ Θεοῦ στὴν παρανομία τους. Ἀναγνώρισαν τὴν ἐπίσκεψη τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ δὲν τὴν ἀποδέχθηκαν.
Ἦλθε ὁ Θεάνθρωπος στὸν τόπο τους νὰ τοὺς καλέσει σὲ μετάνοια καὶ σωτηρία, ἀλλὰ ἐκεῖνοι προτίμησαν τοὺς χοίρους τους, τὸ δικό τους θέλημα, ὄχι τὸ θέλημα καὶ τὸ Νόμο τοῦ Θεοῦ. Κυριεύθηκαν ὄχι ἀπὸ τὸν εὐλαβῆ φόβο τοῦ Θεοῦ, ποὺ ὁδηγεῖ σὲ μετάνοια καὶ ἀλλαγὴ ζωῆς· κυριεύθηκαν ἀπὸ τὸν φόβο τοῦ ἀμετανόητου ἐνόχου ποὺ δὲν θέλει νὰ ἀπαρνηθεῖ τὴν ἁμαρτία του. Τὸ αἴτημά τους λοιπὸν πρὸς τὸν Κύριο δείχνει τὴν πεισματικὴ ἀμετανοησία τους.
Τὸ τραγικὸ παράδειγμα τῶν κατοίκων τῶν Γαδαρηνῶν ὅμως δὲν ἀφορᾶ μόνο σὲ ὅσους συνειδητὰ ζοῦν μακρυὰ ἀπὸ τὸν Θεό, ἀφορᾶ καὶ σ’ ἐμᾶς τοὺς πιστούς, ἀφοῦ εἶναι ἐνδεχόμενο κάποιος πιστός, ἂν καὶ ἀγωνίζεται νὰ ζεῖ σύμφωνα μὲ τὶς ἐπιταγὲς τοῦ Εὐαγγελίου, ὅμως συνειδητὰ νὰ μὴ συμμορφώνεται τελείως μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ,· νὰ ὑπάρχουν μέσα του περιοχές σὰν τὴ χώρα τῶν Γαδαρηνῶν, ὅπου θέλει νὰ βόσκει ἀνενόχλητος τοὺς χοίρους του κάνοντας τὸ δικό του θέλημα.
Νὰ εἶναι δηλαδὴ πρόθυμος νὰ κάνει νηστεῖες, προσευχές, ἐλεημοσύνες, νὰ διακονεῖ στὰ ἔργα τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ νὰ μὴν θέλει νὰ συγχωρήσει τὸν ἀδελφό του ποὺ τὸν ἀδίκησε. Νὰ μὴν πολεμᾶ ἀποφασιστικὰ τὸ πάθος του, τὸν θυμό, τὴν κατάκριση, τὴ λαιμαργία ἢ ὁτιδήποτε ἄλλο. Καὶ ὅταν ὁ Θεὸς τὸν ἐλέγχει καὶ τοῦ ὑποδεικνύει τὴν ἁμαρτία του, εἴτε διὰ τοῦ Πνευματικοῦ εἴτε διὰ τῶν θλίψεων εἴτε δι’ ἄλλου τρόπου, ἀντιδρᾶ, ταράζεται, ἀρνεῖται.
Ἀλλοίμονο στὸν πιστὸ ποὺ γνώρισε τὴν ἀλήθεια καὶ δὲν παραδόθηκε στὸ Χριστὸ μὲ ὅλη του τὴν καρδιά. Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ἔχει μέρος στὴ Βασιλεία Του;
Ἀδελφοί μου,
ὁ Χριστὸς σέβεται πάντοτε τὴν ἐπιθυμία μας, ὅπως σεβάστηκε καὶ τὸ αἴτημα τῶν κατοίκων ἐκείνης τῆς περιοχῆς νὰ τοὺς ἀφήσει, ἀλλὰ καὶ δὲν παραιτήθηκε ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία Του νὰ τοὺς σώσει, γι᾿ αυτὸ ἄφησε στὰ μέρη τους κήρυκα τῶν θαυμασίων Του τὸν πρώην δαιμονισμένο.
Ἄν ἐμεῖς θελήσουμε, ὁ Χριστὸς εἶναι ἕτοιμος νὰ ἐκμηδενίσει καὶ στὴ δική μας ζωὴ τὰ ἐμπόδια ποὺ μᾶς χωρίζουν ἀπὸ Ἐκεῖνον, ὥστε νὰ ἑνωθοῦμε μαζί Του καὶ νὰ Τὸν δοξάζουμε στοὺς αἰῶνες.
Γένοιτο.
28 Ὀκτωβρίου 2018
«Μὴ κλαίετε• οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει».
Ἡ φράση αὐτὴ τοῦ Χριστοῦ, ὅπως τότε ἔτσι καί σήμερα, προκαλεῖ τὴν λογική μας καὶ θὰ μᾶς προσκαλεῖ πάντοτε νὰ ἀφεθοῦμε μὲ ἐμπιστοσύνη καὶ νὰ παραδοθοῦμε μὲ ἐλπίδα στὴν πραγματικότητα τοῦ μυστηρίου καὶ τῆς ἀλήθειας τοῦ Θεοῦ.
Εἶναι γεγονὸς ὅτι ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ θὰ γεννηθεῖ ἕνας ἄνθρωπος δὲν ὑπάρχει καμία ἄλλη βεβαιότητα, παρὰ μόνο ὅτι κάποτε θὰ πεθάνει. Καὶ ὅμως, αὐτὴ ἡ βεβαιότητα παραμένει μιὰ ἄγνωστη ἐμπειρία. Κανεὶς δὲν ἔχει ἐμπειρία τοῦ θανάτου του. Κανεὶς δὲν «ἔζησε» τὸν βιολογικό του θάνατο, γιὰ νὰ μᾶς πεῖ τί σημαίνει αὐτό. Κανεὶς δὲν μᾶς εἶπε τί βιώνει, ὅταν εἶναι νεκρός. Βέβαια, ὁ Χριστὸς καὶ τὰ χαρισματικὰ μέλη τοῦ Σώματός Του, οἱ ἅγιοί Του, φανέρωσαν τὴν ἀντίπερα ὄχθη τῆς ζωῆς, τὴν πραγματικὴ καὶ ἄφθαρτη ζωὴ τῆς αἰωνιότητας μετὰ τὸν θάνατο. Αὐτὴ ἡ βεβαιότητα, λοιπόν, εἶναι πίστη καὶ ἀποκάλυψη, εἶναι μία ἄλλη διάσταση ὕπαρξης καὶ ζωῆς, ἡ ὁποία, ὅμως, ἂς μὴν ξεχνᾶμε, ὑπερβαίνει πολὺ τὴν γήινη ἐμπειρία μας. Ἐδῶ, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι τὰ μοναδικὰ σημεῖα στήριξης τῆς ὕπαρξής μας, ποὺ ἀποκαλύπτουν τὸ θαῦμα τῆς Ἀνάστασης καὶ ὑποδηλώνουν τὸ μυστήριο τῆς αἰωνιότητας. Χωρὶς αὐτά, καμιὰ λογικὴ καὶ καμιὰ ἐπιστήμη, καμιὰ φιλοσοφία καὶ καμιὰ γνώση, καμιὰ δύναμη τοῦ ἐαυτοῦ μας καὶ τοῦ κόσμου τούτου δὲν μπορεῖ νὰ φωτίσει τὰ σκοτάδια καὶ νὰ διαλύσει τὰ ἀδιέξοδά μας. Μόνο ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ ποὺ γίνεται πίστη τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ ἀπάντηση στὸ ὑπαρξιακό μας πρόβλημα. Αὐτὴ ἡ ἀλήθεια μᾶς λέει ὅτι ὁ θάνατος δὲν εἶναι πλέον τέρμα, ἀλλὰ ἔγινε ἐν Χριστῷ πέρασμα καὶ μετάβαση στὴν αἰωνιότητα. Μοιάζει νὰ εἶναι μιὰ ἄλλου εἴδους γέννηση στὴν ὄντως ζωή.
Ὁ θάνατος δὲν εἶναι κάτι ποὺ θὰ ἔλθει τὴν τελευταία μέρα τῆς ἐπίγειας ζωῆς μας, ἀλλὰ κάτι ποὺ ἀντιμετωπίζουμε καθημερινά. Ὁ τρόπος ποὺ ζοῦμε ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο βλέπουμε τὸν θάνατο. Ἂν ὁ ἄνθρωπος δεχθεῖ ὅτι ὁ θάνατος εἶναι διάλυση καὶ ἀποσύνθεση καὶ ἀφανισμός, τότε ὁδηγεῖται στὴν ἀπόγνωση καὶ τὸ κενό.
Μέσα στὸν παραλογισμὸ ὅτι ζεῖ γιὰ νὰ πεθάνει, δὲν ἔχει ἄλλη ἐπιλογή, παρὰ τὸ «φάγωμεν, πίωμεν, αὔριο γὰρ ἀποθνήσκωμεν». Ὁ ἄνθρωπος γίνεται ὑλιστής, ἰδιοτελὴς καὶ κυνικός, ὅπως ἐπιβεβαιώνει ἡ καθημερινή μας πείρα. Ἐδῶ ἡ πίστη εἶναι περιττὴ καὶ γραφική, ἐδῶ ἡ ἠθικὴ παραμερίζεται καὶ ἡ ἁμαρτία γελοιοποιεῖται. Ὁ χῶρος τοῦ πνεύματος μικραίνει ἐπικίνδυνα καὶ ἐξαφανίζεται. Τὸ σῶμα καὶ οἱ αἰσθήσεις, ἡ ὕλη καὶ οἱ ποικίλες ἀνάγκες της ἀπολυτοποιοῦνται. Τότε ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ βιαστεῖ, γιὰ νὰ προλάβει νὰ χαρεῖ τὶς ἀπολαύσεις τῆς ζωῆς. Ἡ ἀγωνία τοῦ τέλους ποὺ ἔρχεται καὶ διαλύει τὰ πάντα σκιάζει τὴν ὕπαρξή του. Καὶ μετὰ τὸν θάνατο δὲν ὑπάρχει τίποτα. Αὐτὴ εἶναι ῥίζα τοῦ μηδενισμοῦ σὲ ὅλη τὴν γυμνότητά του.
Ὅμως, εὐτυχῶς γιὰ ἐμᾶς τοὺς πιστούς, ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ἐκμηδένιση τοῦ θανάτου καὶ ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς πέρα ἀπὸ τὸν τάφο. Ὁ λόγος τοῦ Εὐαγγελίου μᾶς ὑποδεικνύει μιὰ ζωὴ μὲ νόημα καὶ πληρότητα, μᾶς ὑπόσχεται καὶ μᾶς ἐγγυᾶται τὸ «περισσὸ τῆς ζωῆς», τὸ περίσσευμά της καὶ τὴν συνέχειά της στὴν αἰωνιότητα.
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί,
ἡ παροῦσα ζωὴ δὲν εἶναι καταπίεση, γιὰ νὰ ὑποτιμήσουμε αὐτὸν τὸν κόσμο. Δὲν εἶναι μιζέρια καὶ περιφρόνηση κάθε ὀμορφιᾶς καὶ χαρᾶς, ὅπως συχνὰ τὴν παραμορφώνουμε. Εἶναι ἀγώνας γιὰ ἀλήθεια, πίστη, ἀγάπη καὶ ἐλπίδα. Εἶναι σχέση καὶ κοινωνία μὲ τὸν Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο. Μιὰ τέτοια ζωὴ ὑπερφαλαγγίζει τὸ φράγμα τοῦ θανάτου καί, τότε, ὄχι μόνο οἱ χαρὲς καὶ οἱ ὀμορφιὲς τῆς ζωῆς, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ αύτές οἱ λύπες καὶ τὰ δάκρυά της μεταμορφώνονται λυτρωτικά.
Ὅσοι ἀπὸ ἐμᾶς ἔτσι βλέπουμε τὴν ζωὴ μποροῦμε ἐν Χριστῷ νὰ βιώσουμε τὸν θάνατο σὰν ὕπνο ποὺ θὰ μᾶς ξυπνήσει στὴν κοινή ἀνάσταση.
Ἀμήν.
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ
ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2018
ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΔ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ (Μτθ. κβ΄ 2-14)
2 Σεπτεμβρίου 2018
Ἡ χθεσινὴ ἔναρξη τοῦ νέου ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, προσφέρεται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μας ὡς «καιρὸς εὐπρόσδεκτος», γιὰ νὰ στοχεύσουμε καὶ νὰ ἐπιδιώξουμε τὴ σωτηρία μας. Αὐτὸ τὸ γεγονὸς τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας συνδέεται μὲ τὴν παραβολικὴ εἰκόνα τῶν βασιλικῶν γάμων τῆς σημερινῆς Εὐαγγελικῆς περικοπῆς καὶ ἔχει σχέση καὶ μὲ τὸνΤίμιο Σταυρό, τοῦ ὁποίου τὴν παγκόσμια ὕψωση θὰ ἑορτάσουμε σὲ λίγες μέρες.
Στὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο ἀκούσαμε τὸν Κύριο νὰ τονίζει ὅτι στὴ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν εἶναι ἅπαντες προσκεκλημένοι. Παρόλα αὐτὰ πολλοὶ εἶναι ἀπρόθυμοι. Ἀνταποκρίνονται μόνο ὅσοι τηροῦν τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦκαὶ ἀγαποῦν τὸν συνάνθρωπό τους. Καὶ αὐτὸ γίνεται μέσα ἀπὸ κόπο καὶ ἀποφασιστικότητα.
Ὁ δρόμος τῆς ζωῆς μας μπορεῖ νὰ εἶναι στενὸς ἢ εὐρύχωρος. Τραχὺς ἢ ἄνετος. Γεμᾶτος δυσκολίες ἢ ἀπολαύσεις. Ἡ ἐπιλογὴ εἶναι ἀποκλειστικὰ δική μας, ἀλλὰ πρέπει νὰ γνωρίζουμε ὅτι ἡ αἰωνιότητα βαδίζεται μόνο μέσα ἀπὸ τὸν στενὸ δρόμο. Καὶ αὐτὸς ὁ στενὸς δρόμος ἀφορᾶ στὴν ἀγάπη. Σύμφωνα μὲ τὸν ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητὴ ἡ πρὸς τὸν Θεὸ ἀγάπη ἀφορᾶ στὴν ἀγαθὴ διάθεση τῆς ψυχῆς. Ὅποιος τὴν κατέχει δὲν προτιμᾶ κανένα ἀπὸ τὰ δημιουργήματα, περισσότερο ἀπὸ τὸν δημιουργὸ Θεό. Εἶναιδὲ ἀδύνατο νὰ τὴν ἀποκτήσει ὁ ἄνθρωπος, ὅταν βρίσκεται προσκολλημένος στὰ ἐπίγεια πράγματα. Ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾶ λοιπὸν τὸν Θεό, τηρεῖ τὶς ἐντολές Του˙ ἀγαπᾶ τοὺς συνανθρώπους του καὶ ζεῖ συνειδητὰ μετανοῶντας, ἀγωνιζόμενος καὶ προσευχόμενος. Ἔτσι, ἡ ἀγάπη του πρὸς τὸν Θεὸ ἔχει συνάρτηση μὲ τὸν πλησίον. Δὲν μπορεῖ νὰ μισεῖ τὸν συνάνθρωπό του, τὸν ὁποῖο ἔχει δίπλα του, ἰσχυριζόμενος ὅτι ἀγαπᾶ τὸν Θεὸ ποὺ δὲν βλέπει.
Ὁ Θεὸς ἀγαπᾶται διὰ τῆς τηρήσεως τῶν ἐντολῶν Του μὲ ἔμπρακτη ἐφαρμογὴ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους. Αὐτὴ ἡ ἀγάπη πρὸς τοὺς ἀνθρώπους εἶναι ἀληθινή, ὅταν εἶναι θυσιαστικὴ ὑπὲρ τοῦ ἄλλου καὶ ὄχι συναισθηματικὴ ὑπὲρ τῶν οἰκείων μας. Μᾶς λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ὅτι ἡ ἀγάπη ποὺ εἶναι ἰδιοτελὴς μοιάζει μὲ τὸν χείμαρρο, ποὺ τρέχει μόνο ὅταν βρέχει, ἐνῷ ξηραίνεται ὅταν σταματᾶ ἡ βροχή. Ὅμως ἡ ἀγάπη ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸν Θεὸ εἶναι σὰν τὴν πηγὴ ποὺ ἀναβλύζει καὶ ποὺ ποτὲ δὲν παύει ἡ ροή της, ἀφοῦ ὁ Θεὸς εἶναι ἡ πηγὴ τῆς ἀγάπης.
Εἶναι μακάριος, λοιπόν, ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος ποὺ ἐπιμένει στὴν κοινωνία μὲ τοὺς συνανθρώπους του, διότι μένει «ἐν τῷ Θεῷ». Αὐτὸς πάντα μὲπροθυμία ἀποδέχεται τὴν πρόσκληση στὸ δεῖπνο μὲ τὴ συμμετοχὴ του στὸ βασιλικὸ γάμο.
Ἀντίθετα ὁ ἐγωκεντρισμὸς δὲν ἐπιτρέπει τὴν κοινωνία μὲ τὸν Θεὸ καὶγι’ αυτὸ ἀπορρίπτει τὴν προσφερόμενη ἀγάπη μὲ τὴν ἄρνηση συμμετοχῆς στὴν κοινὴ χαρὰ τῆς γαμήλιας τελετῆς. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ εἶναι δεμένος μὲ τὴν ἁμαρτία ἀφήνει τὸν ἑαυτό του ἔξω τοῦ νυμφῶνος. Φοβᾶται νὰ βρεθεῖ στὸν χῶρο τῆς προσφερόμενης ἀγάπης καὶ αὐτοκαταδικάζεται σὲ ἀπομόνωση καὶ μοναξιά.
Οἱ συνεχεῖς προσκλήσεις τοῦ Κυρίου, ὡς βασιλιά, ἀποκαλύπτουν τὸ ἔλεος καὶ τὴν ἄφατη μακροθυμία τοῦ Θεοῦ.
Τὸ Δεῖπνο εἶναι τελικὰ ὁ λειτουργικὸς χῶρος καὶ χρόνος τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὸ μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, στὸ ὁποῖο καλεῖ ται γιὰ συμμετοχὴ κάθε ἄνθρωπος.
Ὅπως ἀκριβῶς στὴν σημερινὴ παραβολὴ ἡ ἄρνηση συμμετοχῆς κάποιων δὲν σήμαινε καὶ τὴν ἀναστολὴ τοῦ δείπνου, ἔτσι καὶ καθημερινὰ στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας δὲν μποροῦν οἱ ἀρνητὲς νὰ ἀκυρώσουν τὴ σωτήρια ἐμπειρία ποὺ προσφέρει ἡ κοινωνία τῆς ἀγάπης σὲ ὅσους τὴν ἀποδέχονται.
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ὁ καθένας μας ἐκδηλώνοντας τὴ βαθύτερη διάθεση καὶ ἀνάγκη του μπορεῖ νὰ συμπεριληφθεῖ στοὺς «κλητοὺς» καὶ στοὺς«ἐκλεκτοὺς» τοῦ βασιλικοῦ γάμου. Πρέπει νὰ γνωρίζουμε ὅτι ὅλα ἐκεῖ εἶναι προσφορὰ καὶ δωρεὰ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Ἀρκεῖ νὰ παραθέσουμε τὸνἑαυτό μας μὲ πόθο καὶ διάθεση ζωῆς, Χριστῷ τῷ Θεῷ ἡμῶν, Ἀμήν.
9 Σεπτεμβρίου 2018
Καθὼς πλησιάζει ἡ μεγάλη ἑορτὴ τῆς Παγκοσμίου Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου καὶ Ζωοποιοῦ Σταυροῦ, ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία μᾶς καλεῖ νὰ ἀναλογιστοῦμε τὴν ἄπειρη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ὅπως αὐτὴ κορυφώθηκε μὲ τὴ σταυρικὴ θυσία τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. Σ’ αὐτὴν τὴ θεϊκὴ ἀγάπη ἀναφέρεται ὁ Κύριος μὲ ἕνα συγκλονιστικὸ λόγο Tου, ποὺ ἀκοῦμε στὸ σημερινὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο: «Τόσο πολὺ ἀγάπησε ὁ Θεὸς τὸν κόσμο τῶν ἀνθρώπων ποὺζοῦσαν στὴν ἁμαρτία, ὥστε γιὰ τὴ σωτηρία τους παρέδωσε σὲ θάνατο τὸν μονάκριβο υἱό Tου».
Μὲ ἀφορμὴ λοιπὸν αὐτὸν τὸν βαρυσήμαντο λόγο τοῦ Κυρίου, ἂς προσπαθήσουμε νὰ ἐμβαθύνουμε στὸ ἀνυπέρβλητο μεγαλεῖο τῆς θεϊκῆς ἀγάπης καὶ νὰ δοῦμε πῶς ὁ Τίμιος Σταυρὸς φανερώνει τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ στὸ ἀποκορύφωμά της.
Τόσο πολύ, μᾶς λέει ὁ Κύριος, ἀγάπησε ὁ Θεὸς τὸν κόσμο, «ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν». Δὲν ἔστειλε κάποιον δοῦλο, κάποιον ἄγγελο ἢ ἀρχάγγελο ἀλλὰ τὸν Μονογενῆ Υἱό Tου. Αὐτὸν γιὰ τὸν Ὁποῖο ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς Πατὴρ εἶχε διαβεβαιώσει ὅτι «οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα» (Ματθ. γ΄ 17). Αὐτὸν τὸν μονάκριβο καὶ ἀγαπημένο Υἱό Tου ἀπέστειλε στὴ γῆ μὲ σκοπὸ νὰ προσφέρει τὸ αἷμα Tου θυσία ἐξιλεωτικὴ γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας. Καὶ εἶδε ὁ Θεὸς Πατὴρ σταυρωμένο τὸν Υἱό Tου ἐν μέσῳ κακούργων καὶ ληστῶν μὲ τὸ ἀκάνθινο στεφάνι στὴν κεφαλή, μὲ λογχισμένη τὴν πλευρά, μὲ τὰ καρφιὰ στὰ χέρια καὶ στὰ πόδια. Τί συγκλονιστικό! Ὁ Θεὸς Πατὴρ παραδίδει τὸν Υἱό Tου σὲ θάνατο σταυρικὸ γιὰ τὴ σωτηρία μας! Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος λέει ὅτι ὁ Σταυρὸς εἶναι ἡ ἀπόδειξη τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ (ΕΠΕ 26, 98).
Ὡστόσο τὸ μεγαλεῖο αὐτῆς τῆς θείας ἀγάπης φανερώνεται σὲ ἀκόμη μεγαλύτερο βαθμό, ἂν σκεφθοῦμε σὲ ποιοὺς ἐκδηλώνει ὁ Θεὸς αὐτὴν τὴν ἀγάπη. Ὁ Κύριος μᾶς ἀπέδειξε ὅτι «ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον». Ἀλλὰ ποιὸν κόσμο; Ἕναν κόσμο ἁμαρτωλό, διεφθαρμένο, ἀλαζονικό. Κι ἐνῷ τὸ φυσικὸ θὰ ἦταν ἕνας τέτοιος κόσμος νὰ προκαλέσει τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ, γίνεται τὸ ἀκριβῶς ἀντίθετο. Ὁ πανάγαθος Θεὸς ἐκδηλώνει τὴν ἄπειρη καὶ τέλεια ἀγάπη Tου πρὸς τὸν ἀποστατημένο ἄνθρωπο.
Ἀγάπη ποὺ ἐκδηλώνεται ὄχι μόνο γενικὰ πρὸς ὅλο τὸν κόσμο ἀλλὰ καὶ ξεχωριστὰ γιὰ κάθε ἄνθρωπο. Αὐτὴ τὴν προσωπικὴ ἀγάπη αἰσθάνεται ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὁ ὁποῖος ὁμολογεῖ: «ζῶ ἐμπνεόμενος καὶ κυριαρχούμενος ἀπὸ τὴν πίστη στὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος μὲ ἀγάπησε καὶ παρέδωσε τὸν Ἑαυτό Του γιὰ τὴ σωτηρία μου» (Γαλ. β΄ 20).
Ὑπάρχει ὅμως κι ἕνα τρίτο σημεῖο ποὺ ἀποδεικνύει ἀσύγκριτα τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Εἶναι τὰ μοναδικὰ δῶρα ποὺ μᾶς χαρίζει μὲ τὴ σταυρική Του θυσία. Τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν, τὴν λύτρωση, τὴν σωτηρία μὲ ἐπιστέγασμα τὴν αἰώνια ζωή. Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς θυσιάστηκε καὶ παραδόθηκε στὸ σταυρικὸ θάνατο «ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον» (Ἰω. γ΄ 16).
Ὁ Κύριος μὲ τὴ θυσία τοῦ Σταυροῦ ἄνοιξε τὴν πύλη τοῦ Παραδείσου ὄχι μόνο γιὰ τὸν μετανοημένο ληστὴ ἀλλὰ καὶ γιὰ κάθε ἄνθρωπο ποὺ πιστεύει καὶ μετανοεῖ εἰλικρινά. Καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι τόσο μεγάλη,ὥστε ὄχι μόνο σώζει τοὺς πιστοὺς ἀπὸ τὴν αἰώνια καταδίκη, ἀλλὰ τοὺς κάνει κληρονόμους ἀσύγκριτης δόξας καὶ ἀτελεύτητης μακαριότητας στὴ Βασιλεία Του.
Ὁ Σταυρὸς τοῦ Κυρίου, ποὺ θὰ δοῦμε νὰ ὑψώνεται σὲ λίγες ἡμέρες, ἀποτελεῖ τὴ διαρκῆ ὑπενθύμιση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ποὺ παρηγορεῖ τὴνψυχή, δυναμώνει τὴ θέληση, εἰρηνεύει τὴν καρδιά, στηρίζει τὴν ἐλπίδα. Αὐτὴ τὴν πανανθρώπινη ἐμπειρία καλούμεθα νὰ ἑορτάσουμε ψάλλοντας,
« Σταυρὸς ὁ φύλαξ τῆς οἰκουμένης...».
16 Σεπτεμβρίου 2018
Στὴν σημερινὴ Εὐαγγελικὴ περικοπὴ ὁ Κύριος μᾶς ἀποκαλύπτει τὴν ἀνεκτίμητη ἀξία τῆς ψυχῆς μας μὲ τὸ καίριο ἐρώτημα «Τί γὰρ ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐὰν κερδίσῃ τὸν κόσμον ὅλον, καὶ ζημιωθῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ; ». Καὶ τί μπορεῖ νὰ δώσει κανεὶς ἀντάλλαγμα, γιὰ νὰ ἐξαγοράσει τὴν ψυχή του ἀπὸ τὴν αἰώνια κόλαση; Καὶ ἀπαντᾶ: Τίποτε ἀπολύτως. Διότι, ἐὰν χάσει κανεὶς τὴν ψυχή του, χάνει τὴ σωτηρία του, χάνει τὸ Θεό του, χάνει τὰ πάντα.
Ἄς προσπαθήσουμε λοιπὸν νὰ κατανοήσουμε τὴν ἀνυπολόγιστη ἀξίατῆς ψυχῆς καὶ τὴν φροντίδα ποὺ θὰ πρέπει νὰ δείξουμε γι’ αὐτήν. Ὁ ἄνθρωπος ἔχει διπλῆ ὑπόσταση, ἀποτελεῖται ἀπὸ ψυχὴ καὶ σῶμα. Τὸ σῶμα προέρχεται ἀπὸ τὴ γῆ, ἐνῷ ἡ ψυχὴ εἶναι οὐράνια καὶ ἡ ἀξία τηςμεγάλη. Τὴ δημιούργησε ὁ Θεός, ὅταν «ἐνεφύσησεν» στὸ πρόσωπο τοῦ Ἀδάμ «πνοὴν ζωῆς» (Γεν. β’ 7). Ἡ ψυχὴ εἶναι ποὺ δίνει ζωὴ στὸ σῶμα. Ὅταν αὐτὴ ἀποχωριστεῖ ἀπὸ τὸ σῶμα, ἐπέρχεται ὁ θάνατος. Κι ὅταν τὸ σῶμα νεκρωθεῖ, ἡ ἀθάνατη ψυχὴ ἐξακολουθεῖ νὰ ζεῖ.
Ἡ ψυχή μας πλάστηκε κατ’ εἰκόνα Θεοῦ, ἔχει δηλαδὴ τὰ χαρακτηριστικὰτοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι ἡ λογική, ἡ ἐλευθερία, ἡ κυριαρχικὴ δύναμη, ἡ σοφία, ἡ σύνεση. Τὴν εἰκόνα ὅμως αὐτὴ τοῦ Θεοῦ, τὴν ψυχή μας, ἐμεῖς οἱ ἴδιοι τὴν ἀμαυρώσαμε καὶ τὴν καταδικάσαμε στὴν αἰώνια κόλαση, καθὼς ξεπέσαμε στὴν ἁμαρτία. Κανεὶς δὲν θὰ μποροῦσε νὰ σώσει τὴν ψυχή μας ἀπὸ τὴν αἰώνια δυστυχία οὔτε ἄνθρωπος οὔτε ἄγγελος παρὰ μόνο ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Κι ἐνῷ ἐμεῖς εἴμαστε ἀνάξιοι τῆς ἀγάπης Του, ὁ Θεὸς ἔδειξε στὸνἄνθρωπο τὴν ἄπειρη ἀγάπη Του. Ἔγινε ἄνθρωπος καὶ ἔχυσε τὸ αἷμα Του, γιὰ νὰ ἐλευθερώσει τὴν ψυχή μας καὶ νὰ τὴν σώσει ἀπὸ τὸν διάβολο. Κάθε στιγμὴ καὶ κάθε ὥρα κατεργάζεται ὁ Θεὸς τὴν σωτηρία μας.
Ἐπιστρατεύει ὅλη τὴν κτίση, ἀνθρώπους καὶ ἀγγέλους, γιὰ νὰ μᾶς ὁδηγήσει στὸν οὐρανό. Νὰ λοιπὸν γιατὶ ἔχει ἀπροσμέτρητη ἀξία ἡ ψυχή μας. Διότι εἶναι θεόπλαστη, θεόσωστη, αἰώνια. Δὲν συγκρίνεται μὲ ὅλα τὰ πλούτη καὶτὶς τιμὲς τοῦ κόσμου αὐτοῦ. Γι’αὐτὸ πρέπει νὰ μᾶς συγκλονίζει τὸ θέμα τῆς σωτηρίας τῆς ψυχῆς μας καὶ νὰ τὸ θεωροῦμε ὡς τὸν σπουδαιότερο στόχο τῆς ζωῆς μας.
Ὁ Μέγας Βασίλειος μᾶς προτρέπει: «Ἐπιμελοῦ ψυχῆς, πράγματος ἀθανάτου». Νὰ ἐπιμελεῖσαι τὴν ψυχή σου ποὺ εἶναι ἀθάνατη. Δυστυχῶς, πολλὲς φορὲς ἀδιαφοροῦμε γιὰ τὴν ψυχή μας καὶ συγκεντρώνουμε τὸ ἐνδιαφέρον μας σὲ ὑποθέσεις ἐγκόσμιες, ἐφήμερες καὶ ἁμαρτωλές. Αὐτὸ εἶναι δεῖγμα ὅτι ζεῖ μέσα μας ὁ μάταιος κόσμος. Προσκολλᾶται ἡ ὕπαρξή μας στὴν πλάση καὶ ὄχι στὸν Πλάστη, καὶ κινδυνεύει νὰ ὁδηγηθεῖ στὴν αἰώνια ἀπώλεια.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος μᾶς συμβουλεύει: «Μετὰ φόβου καὶ τρόμου τὴν ἑαυτῶν σωτηρίαν κατεργάζεσθε» (Φιλιπ. β΄ 12). Νὰ ἀγωνίζεσθε, συνιστᾶ, γιὰ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς σας μὲ φόβο καὶ τρόμο. Μᾶς λέει λοιπὸν νὰ εἶναι ἰσχυρὸτὸ ἐνδιαφέρον μας γιὰ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς μας. Νὰ ἀγωνιζόμαστε νὰ τὴν διατηροῦμε καθαρὴ ἀπὸ κάθε ἁμαρτία. Νὰ τὴν στολίζουμε μὲ ἀρετὲς καὶ ἀγαθὰ ἔργα. Νὰ τὴν ἐνισχύουμε μὲ τὴν προσευχή. Νὰ τὴν τρέφουμε μὲ τὸνθεῖο λόγο. Νὰ τὴν ἁγιάζουμε μὲ τὰ ἅγια Μυστήρια. Νὰ τὴν ἑνώνουμε μὲ τὸν Δημιουργό της.
Ἀδελφοί, ὁ ἅγιος Ἐφραὶμ ὁ Σύρος λέει ὅτι τὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν σωτηρίατῆς ψυχῆς μας μοιάζει μὲ τὸ ἐμπόριο. Ὅπως κάθε βράδυ ὁ ἔμπορος ὑπολογίζει τὸ κέρδος καὶ τὴ ζημιὰ τῆς ἡμέρας, ἔτσι ὅλοι μας πρέπει κάθε βράδυ νὰ κάνουμε τὸν ἀπολογισμό μας.
Νὰ εἰσερχόμαστε στὰ ἄδυτα τῆς καρδιᾶς μας καὶ νὰ ρωτᾶμε τὸν ἑαυτό μας, μήπως μὲ κάποιον τρόπο σήμερα παρόξυνα τὸν Θεό; Μήπως εἶπα κάποιολόγο ἀργό; Μήπως ἐξόργισα τὸν ἀδελφό μου; Μήπως κατέκρινα κάποιον; Μήπως ἦρθε μέσα μου κάποια ἐπιθυμία σαρκικὴ καὶ τὴν δέχθηκα μὲ εὐχαρίστηση; Μήπως νικήθηκα ἀπὸ γήινες μέριμνες; Αὐτὸς ὁ ἀπολογισμὸς θὰ μᾶς βοηθήσει νὰ ἐπανορθώνουμε τὶς ζημιὲς ποὺ ἐπιφέρουμε στὴν ψυχή μας καὶ νὰ ἀποκτοῦμε πνευματικὰ κέρδη. Ἔτσι θὰ τὴν παραδίδουμε καθημερινὰ στὸν Σωτῆρα Χριστό, γιὰ νὰ μᾶς τὴν ἀσφαλίσει στὴν οὐράνια Βασιλεία Του. Ἀμήν.
23 Σεπτεμβρίου 2018
Ἀπὸ σήμερα μέχρι σχεδὸν καὶ τὰ Χριστούγεννα ἀναγινώσκονται στὴν Ἐκκλησία περικοπὲς ἀπὸ τὸ κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιο. Σήμερα ἀκούσαμε τὴθαυμαστὴ ἁλιεία καὶ τὴν κλήση τῶν πρώτων μαθητῶν, ποὺ ἦταν ψαράδες. Μὲ τὶς ὁδηγίες τοῦ Κυρίου ἔπιασαν, ἀνέλπιστα, πρωτοφανὲς πλῆθος ψαριῶν. Τότε ὁ Πέτρος ἀντέδρασε μὲ τρόπο παράδοξο. Ἔπεσε στὰ γόνατα τοῦ Κυρίου καὶ Τοῦ εἶπε: «Ἔξελθε ἀπ’ ἐμοῦ, ὅτι ἀνὴρ ἁμαρτωλός εἰμι, Κύριε». Ἀξίζει νὰ ἐπιμείνουμε καὶ νὰ δοῦμε τί σημαίνει αὐτὸς ὁ λόγος τοῦ Πέτρου καὶ πῶς μπορεῖ νὰ ἐφαρμοσθεῖ στὴ δική μας ζωή.
Ὁ λόγος αὐτὸς τοῦ Πέτρου δείχνει πολὺ μεγάλη ἀρετή. Δὲν εἶναι σύνηθες νὰ ὁμολογεῖ κάποιος τὴν ἁμαρτωλότητά του τὴ στιγμὴ τῆς ἐπιτυχίας του. Νὰ συντρίβεται, ὅταν τὸν εὐλογεῖ ὁ Θεός. Τὰ λόγια αὐτὰ εἶναι λόγια ἀνθρώπου ποὺ ἔχει πηγαία εὐσέβεια καὶ βαθειὰ συναίσθηση ἁμαρτωλότητος. Φανερώνουν ἄνθρωπο ποὺ ζεῖ τὴ μετάνοια καὶ ἔχει ἀληθινὴ ταπείνωση καὶ αὐτογνωσία.
Ὁ λόγος αὐτὸς τοῦ Πέτρου ἀποτελεῖ φρόνημα καὶ ὅλων τῶν Ἁγίων,Ὁ λόγος αὐτὸς τοῦ Πέτρου ἀποτελεῖ φρόνημα καὶ ὅλων τῶν Ἁγίων,οἱ ὁποῖοι σὲ κάθε εὐεργεσία τοῦ Θεοῦ ταπεινώνονται πιὸ πολύ, ἀναγνωρίζουν σταθερὰ τὴ δική τους ἀναξιότητα καὶ τὸ θαυμαστὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ· καὶ γι’ αὐτὸ γίνονται ἄξιοι ὅλο καὶ μεγαλύτερων εὐεργεσιῶν, κάτι ἀσφαλῶς ποὺ ὀφείλουμε νὰ κάνουμε ὅλοι.
Μποροῦμε κι ἐμεῖς νὰ μιμηθοῦμε τὸν ἀπόστολο Πέτρο, ὅταν ἔχουμε συνείδηση ὅτι δὲν εἴμαστε ἄξιοι τῶν εὐεργεσιῶν ποὺ ἀπολαμβάνουμε. Ὅταν ἔχουμε τὴ συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητάς μας. Ὅταν διαπιστώνουμε ὅτι δὲν ἀξίζουμε τὰ δῶρα ποὺ μᾶς δίνει, ἐπειδὴ εἶναι πολυεύσπλαχνος καὶ ἐλεήμων.
Τὸ σημαντικότερο ὅμως εἶναι νὰ ζοῦμε σωστὰ τὴ χριστιανικὴ ζωή, ἡ ὁποία δὲν ἀφορᾶ σὲ ἐξωτερικὰ καθήκοντα καὶ ὑποχρεώσεις, ἀλλὰ σὲ τρόπους ἐσωτερικῶν ἀλλαγῶν, ὡς καρπῶν μετανοίας.
Ἀληθινὴ χριστιανικὴ ζωὴ δὲν εἶναι νὰ θέλουμε τὸν Θεὸ ὑπηρέτη τῆς ἐγωιστικῶν ἀναγκῶν μας, ἀλλὰ πραγματικὸ Κύριο τῆς ζωῆς μας. Νὰ Τοῦ δώσουμε τὴν καρδιά μας. Νὰ Τὸν ἀγαπήσουμε. Νὰ ταπεινωθοῦμε ἀπέναντί Του μὲ ὑπακοὴ στὸ θέλημά Του.
Ἀληθινὴ χριστιανικὴ ζωὴ εἶναι ἡ ἀδιάκοπη ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ζωντανὴ μας οὐσιαστικὴ μαζί Του. Τότε θὰ νιώσουμε τὴν εὐλογία καὶ τὴν ἐπίσκεψή Του καὶ θὰ μποροῦμε νὰ λέμε κι ἐμεῖς μαζὶ μὲ τὸν ἀπόστολο Πέτρογεμᾶτοι εὐγνωμοσύνη καὶ συντριβὴ «Ἔξελθε ἀπ’ ἐμοῦ, ὅτι ἀνὴρ ἁμαρτωλός εἰμι, Κύριε».
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,
τὰ δίχτυα ἦταν κατάφορτα ἀπὸ ψάρια, πρώτη φορὰ τόσα πολλά. Ἂν τὰτὰ δίχτυα ἦταν κατάφορτα ἀπὸ ψάρια, πρώτη φορὰ τόσα πολλά. Ἂν τὰπουλοῦσαν, θὰ εἶχαν ἕνα καλὸ εἰσόδημα. Ὅμως οἱ ἁπλοὶ ψαράδες τῆς Γενησαρὲτ δὲν ἔριξαν βλέμμα πλεονεξίας στὰ δίχτυα, ἀλλὰ μὲ τὰ μάτια τῆςκαθαρῆς ψυχῆς τους ἀνοιχτὰ ἀντιλήφθηκαν τὴν ἐπίσκεψη τοῦ Θεοῦ στὴνκαθημερινότητά τους. Καὶ αὐτὸ ἄλλαξε τὴ ζωή τους.
Ἂν σταματήσουμε κι ἐμεῖς νὰ ἀγαποῦμε τὸν Θεὸ γιὰ τὰ δῶρα Του, κι ἂν προσπαθήσουμε νὰ συνδεθοῦμε μὲ Τὸν Ἴδιο, εἶναι βέβαιο ὅτι θὰ ζήσουμε τὶς εὐεργεσίες τῆς παρουσίας Του στὴν καθημερινότητά μας, μὲ ἀποκορύφωμα τὴ μετοχή μας στὴν αἰωνιότητά Του.
Ἀμήν.
30 Σεπτεμβρίου 2018
Ὅπως θέλετε νὰ συμπεριφέρονται οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι σὲ σᾶς, ἔτσι νὰ συμπεριφέρεσθε κι ἐσεῖς σ᾽αὐτούς, λέει στὴν Εὐαγγελικὴ περικοπὴ ὁ Κύριος σήμερα. Αὐτὴ τὴ συμπεριφορά, συνεχίζει, τὴ χρωστᾶτε σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Διότι, ἄν ἀγαπᾶτε μόνο αὐτοὺς ποὺ σᾶς ἀγαποῦν, τί ἄξιο ἀνταμοιβῆς ἀπὸ τὸν Θεὸ ἔχετε κάνει; Μήπως καὶ οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι δὲν ἀγαποῦν τοὺς φίλους τους; Καὶ ἄν εὐεργετεῖτε αὐτοὺς ποὺ σᾶς εὐεργετοῦν, τί ἄξιο ἀμοιβῆς κάνετε; Ἀφοῦ καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ ἄνθρωποι τὸ ἴδιο ἀκριβῶς κάνουν. Καὶ ἄν δανείζετε σ᾽ αὐτοὺς ἀπὸ τοὺς ὁποίους περιμένετε ὅτι θὰ τὰ πάρετε πίσω, ποιὰ χάρη σᾶς ὀφείλει ὁ Θεός; Καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ τὸ ἴδιο δὲν κάνουν; Δανείζουν στοὺς ὁμοίους τους, γιὰ νὰ τὰ ξαναπάρουν πίσω, κι ἄν κάποτε χρειαστεῖ, νὰ μποροῦν νὰ δανειστοῦν κι αὐτοί.
Λοιπόν, ἐσεῖς ποὺ θέλετε νὰ μὲ ἀκολουθεῖτε, καταλήγει ὁ Κύριος, δὲν πρέπει νὰ ἀρκεσθεῖτε σ᾽αὐτά. Ἀλλὰ νὰ ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθρούς σας, νὰ τοὺς εὐεργετεῖτε καὶ νὰ τοὺς δανείζετε, χωρὶς νὰ περιμένετε ἀνταπόδοση.
Τὰ ἐπαναστατικά, πράγματι, αὐτὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ εἶναι, ἀγαπητοί μου, ὁ πυρήνας τῆς πίστεώς μας. Ὁλόκληρη ἡ διδασκαλία τῆς Καινῆς Διαθήκης συμπυκνώνεται σ᾽ αὐτὴν ἀκριβῶς τὴ νέα ἐντολὴ τοῦ Κυρίου, δηλαδή, στὴν ἀγάπη πρὸς τοὺς ἐχθρούς. Μιὰ ἐντολὴ τόσο μεγάλων διαστάσεων, ὥστε νὰ ξεπερνάει σὲ ἀσύλληπτο βαθμὸ ὅλα τὰ ἀνθρώπινα ἐπίπεδα. Τὴν ἐντολὴ ποὺ μᾶς ἀποκαλύπτει τὸν τρόπο ζωῆς τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη. Kαὶ ἀποκορύφωμα τῆς ἀγάπης Του ὑπῆρξε τὸ ὅτι γιὰ μᾶς ἔγινε ἄνθρωπος καὶ ἀνέλαβε στοὺς ὤμους Του τὸ βάρος τῶν ἁμαρτιῶν μας.
Λοιπόν, ἄς μὴ νομίσει κανεὶς ἀπὸ μᾶς ὅτι εἶναι ἀληθινὸς Χριστιανός, ἄν δὲν ἔχει καταλάβει τὴ δύναμη τῆς ἐντολῆς τῆς ἀγάπης πρὸς τοὺς ἐχθρούς. Ἄν κάποιος ἀντιλαμβάνεται μέσα στὴν καρδιά του ἀντιπάθεια ἤ μῖσος ἤ κακία γιὰ ἐκεῖνον ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἀδικήθηκε ἤ βλάφτηκε ἤ ἀπὸ τὸν ὁποῖο περιφρονήθηκε, ἂς γνωρίζει ὅτι βρίσκεται μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό.
Δὲν ὑπάρχει ἀξιολογότερο ἀγώνισμα ἀπὸ τὸ ἄθλημα τῆς ἀγάπης πρὸς τοὺς ἐχθρούς. Εἶναι ἡ ὑψίστη ἐπιστήμη ὅλων τῶν ἐπιστημῶν καὶ ἡ δυνατότερη ἄσκηση ἀπὸ ὅλα τὰ πνευματικὰ γυμνάσματα. Μακάριος εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ τὴν σπουδάζει. Εὐλογημένος αὐτὸς ποὺ ἀγωνίζεται καὶ μιμητὴς τοῦ Χριστοῦ αὐτὸς ποὺ τὴν ἐφαρμόζει.
Νὰ ἀγαπᾶτε, λέει ὁ Κύριος, τοὺς ἐχθρούς σας καὶ νὰ τοὺς εὐεργετεῖτε καὶ νὰ τοὺς δανείζετε καὶ τότε «ἔσται ὁ μισθὸς ὑμῶν πολύς». Θὰ ἔχετε μισθὸ μεγάλο ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ θὰ ἀναδειχθεῖτε υἱοὶ τοῦ Θεοῦ, ὅμοιοι πρὸς Αὐτόν, ἀφοῦ κι Ἐκεῖνος εἶναι εὐεργετικὸς στοὺς ἀχάριστους καὶ πονηροὺς ἀνθρώπους. Νὰ γίνεστε λοιπὸν εὔσπλαχνοι, ὅπως εἶναι οἰκτίρμων καὶ εὔσπλαχνος ὁ πατέρας σας, συνιστᾶ.
Εἶναι ἀλήθεια πὼς ἀμέτρητοι ἀγῶνες γίνονται στὶς μέρες μας ἀπὸ ἀναρίθμητες ὁμάδες ἀνθρώπων μὲ πρῶτο καὶ ἐπίμονο αἴτημα τὴν αὔξηση τῶν μισθῶν καὶ τὴν ἐξασφάλιση τῶν συντάξεων. Αἰτήματα, ἀπεργίες, πορεῖες διαμαρτυρίας, διαβήματα, ἀπειλές, ἀπαιτήσεις, συγκρούσεις ἀποτελοῦν καθημερινὸ φαινόμενο συμπεριφορᾶς. Οἱ ἄνθρωποι ζητοῦν αὔξηση τοῦ μισθοῦ.
Πόσο τυφλὸς γίνεται ἀλήθεια ὁ ἄνθρωπος, ὅταν ἐξαντλεῖται στὰ γήινα.Ὅταν ζητάει μόνο αὔξηση μισθοῦ γιὰ νὰ ζήσει, ἀλλὰ ὄχι γιὰ νὰ γίνει εὐτυχισμένος. Ὅταν ἀγωνίζεται γιὰ νὰ κερδίσει κάτι ἀκόμα, ἀλλὰ ὄχι γιὰ νὰ ἐξασφαλίσει τὰ πάντα καὶ γιὰ πάντα. Ὅταν ἀγωνίζεται μὲ πάθος διακινδυνεύοντας ἀκόμα καὶ τὴ ζωή του, ἀλλὰ ὄχι μὲ σκοπὸ νὰ ζήσει, παρὰ μόνο νὰ κερδίσει. Ταλαίπωρο πλᾶσμα τοῦ Θεοῦ ὁ ἄνθρωπος. Δὲν ἀντιλαμβάνεται τί στ’ ἀλήθεια ἔχει ἀνάγκη. Καὶ γι᾽ αὐτὸ πάσχει, ὑποφέρει βασανίζεται, ταλαιπωρεῖται. Ἔχει χάσει τὸν προσανατολισμό του, ἔχει λησμονήσει τὸν σκοπὸ τῆς ζωῆς του.
Ἀδελφοί μου, ἄς μὴν ἀναλώνουμε ἄλλο τὸν χρόνο ποὺ τελειώνει γιὰ ὅλους.Πιστεύουμε ὡς χριστιανοὶ στὴν αἰώνια ζωή; Ἀσφαλῶς ναί. Πιστεύουμε πὼς ὁΚύριος ἔχει ἑτοιμάσει γιὰ μᾶς Βασιλεία δόξας καί ἀτελεύτητης χαρᾶς; Βεβαίως τὸ πιστεύουμε. Δεχόμαστε πὼς αὐτὸς ἀκριβῶς εἶναι ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς μας καὶ τὸ τελικὸ νόημά της; Καὶ αὐτὸ ἀναμφίβολα μὲ ὅλη μας τὴν καρδιὰ τὸ βεβαιώνουμε.
Τότε τὸ πρᾶγμα εἶναι παραπάνω ἀπὸ φανερό. Πρέπει νὰ ἀγωνιστοῦμε μὲΤότε τὸ πρᾶγμα εἶναι παραπάνω ἀπὸ φανερό. Πρέπει νὰ ἀγωνιστοῦμε μὲτέτοιο τρόπο καὶ μὲ τέτοια κριτήρια σ' αὐτὸν τὸν κόσμο, ὥστε νὰ γίνουμε κληρονόμοι τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ μᾶς ἀποδοθεῖ πολὺς ὁ μισθὸς ἡμῶν ἐν τοῖς οὐρανοῖς. Ἀμήν.
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ
ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2018
ΚΥΡΙΑΚΗ Ι΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ (Ματθ. ιζ΄ 14-23)
5 Αὐγούστου 2018
Ἡ διήγηση τῆς θεραπείας τοῦ ἐπιληπτικοῦ νέου συγκεντρώνει τὴν προσοχή μας σὲ δύο κυρίως σημεῖα· στὴν ἐξουσία τοῦ Χριστοῦ κατὰ τῶνδαιμόνων καὶ στὴ συζήτησή Του μὲ τοὺς μαθητὲς περὶ τῆς ἀπιστίας ὡςαἰτίας τῆς ἀδυναμίας τους νὰ ἐπιτελέσουν τὴ θεραπεία.
«Σᾶς βεβαιώνω πώς, ἂν ἔχετε πίστη ἔστω καὶ σὰν ἕνα κόκκο σιναπιοῦ, θὰ λέτε σ’ αὐτὸ τὸβουνὸ πήγαινε ἀπὸ ἐδῶ ἐκεῖ, καὶ θὰ πηγαίνει, καὶ κανένα πρᾶγμα δὲν θὰ εἶναι ἀδύνατο γιὰ σᾶς». Ἡ παράδοξη εἰκόνα ποὺ χρησιμοποιεῖται στὴ φράση αὐτὴ τοῦ Κυρίου ἔχει τὴν ἔννοια ὅτι ἡ πίστη κάνει θαύματα, ἐπιτελεῖ ἔργα παράδοξα, ἀκόμηκαὶ ἔργα τὰ ὁποῖα φαίνονται λογικὰ ἀκατόρθωτα.
Ἡ ἀπαίτηση πολλῶν ἀνθρώπων νὰ δοῦν πρῶτα θαύματα, γιὰ νὰ πιστεύσουν, προέρχεται ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη ἀδυναμία νὰ στηρίζει κανεὶς τὰπάντα στὴ λογικὴ ἀπόδειξη, στὴ βεβαιότητα. Ἡ παραπάνω φράση τοῦ Χριστοῦ ἀνατρέπει τὴ σειρὰ ποὺ ἀπαιτεῖ ἡ λογικὴ τοῦ ἀνθρώπου καὶ προβάλλειτὴν πίστη ὡς προϋπόθεση τοῦ θαύματος. Μόνον ὅποιος πιστεύει στὸν Θεὸκαὶ στὸν σταυρὸ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ βλέπει τὸ θαῦμα τῆς θείας ἀγάπης νὰἀγκαλιάζει καὶ νά μεταμορφώνει τὸν χαλασμένο ἀπὸ τὴν ἁμαρτία κόσμο σὲ «καινὴ κτίση».
Ἡ σύγχρονη γενιὰ ζητεῖ σημάδια, γιὰ νὰ πιστέψει στὴ θεία προέλευσή Του· «θέλομεν ἀπὸ σοῦ σημεῖον ἰδεῖν»· κι ὅσοι στέκουν μπροστὰ στὸ σταυρὸπροκαλοῦν τὸν Χριστὸ νὰ κατεβεῖ ἀπὸ τὸν σταυρό, γιὰ νὰ ἀποδείξει τὴδύναμή Του.
Δὲν μᾶς θυμίζουν ὅλα αὐτὰ τὶς σατανικὲς ὑποδείξεις ἀπὸ τὴ γνωστὴ διήγηση τῶν πειρασμῶν; Μὲ ἄλλα λόγια ἡ προσπάθεια νὰ πεισθεῖ ὁ ἄνθρωποςλογικά, πρὶν πιστέψει, ἔχει μέσα της κάτι τὸ δαιμονικό, κάτι ποὺ δηλώνειτὴν πεσμένη καὶ φθαρμένη φύση του.
Ἡ πίστη ποὺ ξεπερνᾶ τοὺς λογικοὺς ἐνδοιασμοὺς καὶ τὶς φυσικὲς ἐπιφυλάξεις εἶναι χαρακτηριστικὸ νέας ἐποχῆς, τῆς ἐποχῆς ποὺ ἀνανεώνεται ἐνΧριστῷ ἡ φύση τοῦ ἄνθρωπου, ὥστε νὰ μὴ ἀναζητεῖ πλέον ὁ ἄνθρωπος θαύματα, γιὰ νὰ στηρίξει τὴν πίστη του, ἀλλὰ νὰ βλέπει μὲ τὴν πίστη παντοῦθαύματα. Ὅλα τὰ κατ’ ἄνθρωπον ἀκατόρθωτα γίνονται κατορθωτά. Κι ἡ λύτρωση τοῦ κόσμου, ποὺ μὲ τὶς ἀνθρώπινες προοπτικὲς εἶναι ἀκατόρθωτη, γίνεται πραγματικότητα διὰ τοῦ Χριστοῦ.
Αὐτὴ τὴ νέα πραγματικότητα τὴ βλέπει κανεὶς μὲ τὴν πίστη του κι ἔτσι ὅλαγύρω του γίνονται ἕνα θαῦμα τῆς θείας ἀγάπης. Τὸ αἴτημα νὰ προηγηθεῖ τὸ θαῦμα, γιὰ νὰ ἔλθει ἡ πίστη εἶναι δαιμονικό· ἡ πρόταξη τῆς πίστεως μὲ συνέπεια τὸ θαῦμα εἶναι δῶρο θεϊκό.
12 Αὐγούστου 2018
Ὁ Χριστὸς γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ μᾶς ἀποκαλύπτει ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι πατέρας ποὺ συγχωρεῖ, ἐπειδὴ μᾶς ἀγαπᾶ πραγματικά, γι’ αὐτὸ σὲ τελικὴ ἀνάλυσημᾶς ἀποδέχεται καὶ μᾶς κατανοεῖ. Αὐτὸν ὀφείλουν νὰ μιμοῦνται οἱ ἄνθρωποι, ποὺ λένε ὅτι ἐμπιστεύονται τὴν ἀλήθειά Του, ἂν θέλουν νὰ δείξουν πιστότητα στὴν ἀποκάλυψή Του.
Μὲ τὴν εἰκόνα τῆς σημερινῆς παραβολῆς καλούμαστε νὰ συνειδητοποιήσουμε καὶ νὰ ἀναλογισθοῦμε τὸ χρέος μας ἀπέναντι στὸν Θεό, ἀφοῦκάθε ἄνθρωπος εἶναι ὀφειλέτης σὲ Ἐκεῖνον. Γιατὶ ἡ ὕπαρξή μας δὲν εἶναι μόνο δῶρο τοῦ Θεοῦ σὲ ἐμᾶς, ἀλλά, ταυτόχρονα, εἶναι τὸ χρέος καὶ ἡ ὀφειλή μας ἀπέναντί του. Αὐτὴ ἡ ἐξόφληση τοῦ χρέους μας ἀπέναντι στὸν Θεὸ γίνεται, ὅπως μᾶς λέει σήμερα τὸ Εὐαγγέλιο, κάθε φορὰ ποὺ μαθαίνουμενὰ ζητοῦμε καὶ νὰ προσφέρουμε τὴν συγγνώμη μας. Ἔτσι, ἡ σκέψημας στρέφεται αὐθόρμητα σὲ μιὰ βαθιὰ ἀνάγκη καὶ ἐπιθυμία, ὅπως αὐτὴ ἐκφράζεται μέσα ἀπὸ τὸ αἴτημα τῆς Κυριακῆς προσευχῆς: «καὶ ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν» (Ματθ. 6,12). Εἶναι ἡφωνὴ τῆς συνείδησής μας ποὺ ξυπνᾶ καὶ ζητεῖ νὰ ἀπελευθερωθεῖ ἀπὸ τὸ δυσβάστακτο βάρος τῆς ἐνοχῆς. Εἶναι ἡ ἀνάγκη τῆς ὕπαρξής μας νὰ ἀπαλλαγεῖἀπὸ τὰ χρέη της καὶ τὶς ὀφειλές της.
Ἕνας σύγχρονος Μητροπολίτης ἐπισημαίνει εὔστοχα τὴν πραγματικότητααὐτή, ὅταν γράφει: «Διερωτηθήκαμε ποτὲ τί χρωστᾶμε στὸν Θεό; Ποιὰ εἶναι τὰ «ὀφειλήματά» μας ἀπέναντί Του; Τοῦ χρωστᾶμε τὸν κόσμοποὺ μᾶς τὸν ἐμπιστεύθηκε καὶ ἐμεῖς τὸν καταστρέφουμε. Τοῦ χρωστᾶμε τὴν ὕπαρξή μας, ποὺ μᾶς τὴν χάρισε Ἐκεῖνος καὶ ἐμεῖς τὸν ξεχάσαμε καὶ τὸν περιφρονήσαμε. Καί, ἀκόμη, ἡ ἐνοχή μας προχωρεῖ πολὺ βαθύτερα. Γιατὶ ὁ Θεὸς δὲν μᾶς χάρισε μόνο τὸν κόσμο καὶ τὴν ὕπαρξή μας, ἀλλὰ μᾶς χάρισε τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό Του».
Ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τῆς συγκλονιστικῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἐκδηλώνεται ὡς θυσία καὶ συγχώρηση γιὰ τὸν ἁμαρτάνοντα ἄνθρωπο, πηγάζει αὐτὸ ποὺ λέμε καὶ ζοῦμε στὴν Ἐκκλησία ὡς λύτρωση. Ἡ συναίσθηση τῆς λύτρωσης ὁδηγεῖ στὴν εὐγνωμοσύνη στὸν Θεὸ καὶ στὴν συγχωρητικότητα μεταξύ μας. Ὅταν βρίσκουμε τὴν δύναμη νὰ συγχωροῦμε, ἀπελευθερωνόμαστε ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοῦ ἑαυτοῦ μας. Ἐδῶ δὲν βρίσκουμε μόνο τὴν προϋπόθεση τῆς χριστιανικῆς ζωῆς ἀλλὰ καὶ τὸ συστατικὸ στοιχεῖο τῆς «καινῆς διδαχῆς» καὶ τῆς «καινῆς ἐντολῆς», τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ.
Ἡ καρδιὰ τοῦ Θεοῦ δὲν μοιάζει μὲ τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Θεὸς διαλύει τὸ χρέος τῶν ἁμαρτιῶν μας, ὅταν μετανοήσουμε εἰλικρινά. Ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας ἑρμηνεύει τὴν ἀδυναμία μας νὰ συγχωροῦμε, ὅταν τονίζει ὅτι ἡ ἁμαρτία «εἰδωλοποιεῖ» τὸν ἄνθρωπο. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ ἁμαρτία διαστρέφει σὲ ἀρρωστημένο ἐγωισμὸ ἀκόμη καὶ αὐτὸ τὸ δῶρο τῆς συγχώρησης καὶ τῆς ἄφεσης τῶν ἁμαρτιῶν, ποὺ μᾶς προσφέρει ὁ Θεός. Γι’αὐτὸ βλέπουμε τόσο συχνὰ τὸν ἄνθρωπο νὰ κρατᾶ γιὰ τὸν ἑαυτό του αὐτὸ ποὺ ὁ Θεὸς τοῦ ἔδωσε, γιὰ νὰ τὸ προσφέρει καὶ αὐτὸς μὲ τήν σειρά του στοὺς ἄλλους.
Ἔτσι, ἐνῷ ζητοῦμε ἀπὸ τὸν Θεὸ συγγνώμη γιὰ τὸν ἑαυτό μας, ἐμεῖς δὲν τὴν προσφέρουμε στοὺς ἄλλους. Δεσμεύουμε τὶς ἁμαρτίες μας και, ἔτσι, δὲν ἀφήνουμε τὴν θεία χάρη νὰ μᾶς ἀπαλλάξει ἀπὸ τὸ βάρος τῆς ἐνοχῆς ποὺ διαπερνᾶ τὴν ὕπαρξή μας. Ὅταν δὲν συγχωροῦμε, ὑποφέρουμε συνεχῶς γιὰ ὅλα ὅσα μᾶς εἶπαν καὶ μᾶς ἔκαναν, κουβαλῶντας μέσα μας τὶς αἰτίες τῆς ἐσωτερικῆς μας ταραχῆς καὶ ἀναστάτωσης. Τότε ἡ χριστιανική μας συνείδηση γίνεται ἐπικίνδυνα ἐγωκεντρική, γι’ αὐτὸ καὶ τελικὰ αὐτοαναιρεῖται καὶἀκυρώνεται. Εἶναι τραγικὸ νὰ διαπιστώνουμε φαινόμενα ὑποκρισίας καὶ «πνευματικῆς σχιζοφρένειας» ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ ἰσχυρίζονται ὅτι ζητοῦν καὶ βιώνουν τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ σὰν συγχώρηση καὶ ἄφεση ἁμαρτιῶν, ἀλλὰ δὲν τὴν ἀντανακλοῦν, τουλάχιστον ὡς μακροθυμία καὶ κατανόηση, στὶς διαπροσωπικές τους σχέσεις. Ὅταν βλέπουμε νὰ λείπουν, ἀπὸ ἐκεῖ ὅπου θὰ ἔπρεπε κατεξοχὴν νὰ ὑπάρχουν, πράξεις ἀγάπης, συμπεριφορὲς ἀνεκτικότητας καὶ διάθεση συγχωρητικότητας, ἀπογοητευόμαστε γιὰ τὸν ἑαυτό μας καὶ τοὺς ἄλλους, καί, ἔτσι, «ἀλλήλους προκαλούμενοι» (Γαλ. 5,26), διαψεύδουμε τὴν χριστιανική μας μαρτυρία.
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, κάθε φορὰ ποὺ συναισθανόμαστε τὴν σκληρότητατῆς καρδιᾶς μας, συνειδητοποιοῦμε πόσο πεσμένη εἶναι ἡ ἀνθρώπινη φύσημας. Γι’ αὐτό, ἂς προσπαθοῦμε καὶ ἂς ζητοῦμε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ ζοῦμε τὴν θεραπεία τῆς ἀνόρθωσης καὶ τὸ «θαῦμα» τῆς συγχώρησης. Ἀμήν.
19 Αὐγούστου 2017
Ὁ νεανίσκος τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,τηροῦσε ἐκ νεότητος τὶς θεῖες ἐντολὲς καὶ οἱ σχέσεις του μὲ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους ἦταν ἄψογες. Ζητοῦσε ὅμως τὸ τέλειο καὶ γι’ αὐτὸ πλησίασε τὸν Χριστὸ καὶ Τὸν παρακαλοῦσε νὰ τοῦ ὑποδείξει τὸν τρόπο τῆς κατακτήσεως τῆς αἰωνίου ζωῆς. Ὁ Κύριος τοῦ πρότεινε τὴν τελεία ἀποξένωση ἀπὸ κάθε πρόσκαιρο θησαυρό.
«Πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι». Ὁ δρόμος τῶν τελείων περνᾶ ἀπὸ τὴν ἐλεημοσύνη καὶ τὴν ὑποταγή, τοῦ λέγει. Ὁ νεὸς ὅμως κλονίζεται. Ἀγαπᾶ περισσότερο τὰ κτήματά του ἀπὸ τὸν Χριστὸ καὶ μὲ τὴν πικρία τῆς ἀπογοητεύσεως στρέφει τὰ νῶτα του καὶ ἀπομακρύνεται. Ἀλήθεια, πολὺ δύσκολα πλούσιος θὰ εἰσέλθει στὴ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Εἶναι στ’ ἀλήθεια καταδικασμένοι ἀπὸ τὸν Θεὸ οἱ πλούσιοι; Κάθε ἄλλο. Ὁ Θεὸς εὐλογεῖ ἐκείνους ποὺ μὲ τὸν μόχθο καὶ τὴν τιμία ἐργασία τους πολλαπλασίασαν τὰ τάλαντα ποὺ τοὺς ἔδωσε καὶ τοὺς χαρίζει τὴν πραγματικὴ εὐτυχία. Ὁ πλοῦτος εἶναι σημεῖο τῆς γενναιοδωρίας Του καὶ τῆς πληρότητας ζωῆς ποὺ Ἐκεῖνος ὑπόσχεται στοὺς ἐκλεκτούς Του. Ὁ ἴδιος πλουτίζει τὸν Ἀβραάμ, τὸν Ἰσαάκ, τὸν Ἰακώβ, τὸν Ἰωσὴφ καὶ εὐλογεῖ τὰ ἀγαθά τους. Τότε μόνο κατακρίνει τὸν πλοῦτο, ὅταν ἀποκτᾶται μὲ φαῦλο τρόπο καὶ διατίθεται σὲ ἐγωιστικοὺς σκοπούς. Ἀκόμα, ὅταν ὁ πλούσιος προσκολλᾶται σ’ αὐτὸν καὶ πιστεύει ὅτι μπορεῖ νὰ ζήσει στηριζόμενος στὴν δύναμή του χωρὶς τὸν Θεό. Τὰ ἀγαθὰ τότε συσσωρεύουν τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνος ποὺ θὰ στηρίξει τὶς ἐλπίδες του στὴ δύναμη τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν θὰ συντριβεῖ, ἔστω κι ἂν ἐφαρμόζει τὶς ὑπόλοιπες ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. «Ἡ ἀλαζονεία τοῦ βίου» τοῦ κλείνει τὰ σπλάγχνα τῆς ἀγάπης καὶ τὸν κάνει ἀδιάφορο στοὺς πόνους καὶ στὶς ἀνάγκες τοῦ ἀδελφοῦ (Α΄ Ἰωάν. β΄15).
Τὸ χρῆμα ἐξαπατᾶ ἀκόμα κι ἐκεῖνες τὶς ψυχὲς ποὺ ἔχουν καλὲς διαθέσεις. Φράζει τὸ δρόμο τῆς τελειότητος, πνίγει τὸν Εὐαγγελικὸ λόγο καὶ κάνεινὰ ξεχαστεῖ τὸ οὐσιῶδες, ὅτι «οὐκ ἐν τῷ περισσεύειν τινι ἡ ζωὴ αὐτοῦ ἐστιν ἐκ τῶνὑπαρχόντων αὐτοῦ» (Λουκ. ιβ΄ 15). Εἶναι πολὺ δύσκολο νά μείνει κανεὶς πιστός, ὅταν εὐημερεῖ. Ἡ ὕλη τοῦ σκεπάζει τὴν καρδιὰ καὶ ἀμείλικτα τὸν ἐξουσιάζει.Τοῦ προκαλεῖ ψυχικὴ ἀναισθησία ἀπὸ τὴν ὁποία γεννιέται «ὁ πολυκέφαλος ὄφις τῆς εἰδωλολατρίας», δηλαδὴ ἡ φιλαργυρία, ὅπως σημειώνει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος. Στὸ Εὐαγγέλιο ὅμως ὑπάρχει ἕνας νόμος ἀπόλυτος ποὺ δὲν ἐπιδέχεται καμμία ἐξαίρεση. «Οὐδεὶς δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν» καὶ «οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καὶ μαμωνᾷ» (Ματθ. στ΄ 24).
Ἐκεῖνος ποὺ ἔχει σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο τὰ ἀγαθά του δὲν μπορεῖ νὰ εἰσέλθει στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Δὲν ζητεῖ ὁ Κύριος νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὴν περιουσία του, ὅπως ζήτησε ἀπὸ τὸν πλούσιο νεανίσκο. Ζητεῖ νὰ ἀποδεσμευθεῖ ἀπὸ τὴν προσκόλληση τοῦ πλούτου καὶ ν’ ἀνοίξει τὴν καρδιά του στὰ αἰτήματα τῶν πτωχῶν ἀδελφῶν. Ὅποιος θέλει νὰ ἀποκτήσει οὐρανίους θησαυρούς, πρέπει νὰ διανείμει τοὺς ἐπίγειους.
Ὁ Κύριος προέτρεψε τὸν πλούσιο νεανίσκο νὰ μοιράσει τὸν πλοῦτο του στοὺς φτωχούς. Μέσα στὴν οἰκογένεια τῆς Ἐκκλησίας δὲν μπορεῖ ἕνα μέλος νὰ ἔχει θησαυροὺς καὶ ἄλλο νὰ στερεῖται τὸν ἐπιούσιο. Ἡ ἐλεημοσύνη καὶ ἡ φιλανθρωπία εἶναι πράξη ἀγάπης, ἡ ὁποία καταργεῖ τὶς διαφορὲς καὶ δίνει τὴ δυνατότητα τῆς ἁρμονικῆς συμβιώσεως πτωχῶν καὶ πλουσίων.Ὅταν λείπει τὸ πνεῦμα τῆς ἀγάπης, οἱ πτωχοὶ μισοῦν τοὺς πλούσιους καὶ βίαια οἰκειοποιοῦνται τὶς περιουσίες τους, οἱ δὲ πλούσιοι περιφρονοῦν τοὺς φτωχοὺς καὶ λαμβάνουν ἐχθρικὴ στάση ἀπέναντί τους. Ὅταν κυριαρχεῖ τὸπνεῦμα τοῦ Χριστοῦ, οἱ πλούσιοι εὐεργετοῦν τοὺς ἐνδεεῖς καὶ ἐκεῖνοι εὐγνωμονοῦν τοὺς πλουσίους.
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί,
Τὸ πάθος τῆς πλεονεξίας καταλαμβάνει συνέχεια πολλούς. Ἡ θεραπεία του εἶναι δύσκολη ὄχι ὅμως ἀδύνατη. Ὅπως, γιὰ νὰ θεραπευθεῖ ἕνα σπυρί, πρέπει πρῶτα νὰ βγάλουμε τὸ πύον, ἔτσι καὶ γιὰ νὰ θεραπεύσουμε τὸ οἴδημα τῆς πλεονεξίας, πρέπει νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὰ περιττά.
Ὅποιος σκορπίζει στοὺς πτωχοὺς τὰ ἀγαθά του καὶ μὲ τὸν πλοῦτο του γεννᾶ τὴν ἐλπίδα μέσα στὸ σκοτάδι τῆς ἀπογνώσεως, θὰ βρεῖ ἀδαπάνητους θησαυροὺς στὸν οὐρανό. Ἀμήν.
26 Αὐγούστου 2018
Στὴν παραβολὴ τῆς ἀμπέλου ἀναφέρεται ἡ σημερινὴ Εὐαγγελικὴ περικοπή, τὴν ὁποίαν εἶπε ὁ Κύριός μας στοὺς μαθητές Του. Μὲ τὴν παραβολὴ αὐτὴ ὁ Κύριος ἐννοεῖ τὴν ἁγία Του Ἐκκλησία, τὴν ὁποία φύτεψε ὁ ἴδιος σὰν ἄμπελο ἐπὶ τῆς γῆς, ὡς τὴν μόνη δική Του κληρονομιά.
Ἡ ἁγία Ἐκκλησία, δηλαδὴ τὸ σύνολο τῶν πιστῶν, εἶναι ἡ ἄμπελος. Εἶναι ὅμως καὶ οἱ ψυχὲς τῶν Χριστιανῶν ποὺ ἀποτελοῦν τὴν ἁγία Ἐκκλησία. Ἡ ψυχὴ τοῦ καθενός μας, τὴν ὁποία φέρουμε μέσα μας.
Γιὰ ποιὸ λόγο, ὅμως, ἡ Ἐκκλησία χαρακτηρίζεται ὡς ἄμπελος, καὶ γιὰ ποιὸ λόγο χαρακτηρίζεται ἔτσι καὶ ἡ ψυχή μας; Οἱ Θεοφόροι Πατέρες μᾶς γνωρίζουν ὅτι ὁ Θεὸς περιμένει ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ ἀπὸ τὴν ψυχή μας νὰ καρποφορήσουν καρπὸ πνευματικό. Καρπὸ ἀπὸ ὅλους μαζὶ καὶ καρπὸ ἀπὸ τὸν καθένα μας ἰδιαιτέρως.
Καὶ ποιὸς εἶναι ὁ καρπός; Εἶναι ἡ ἁγιότητα, ἡ ἀρετή. Πνευματικὴ ἡ ἄμπελος, πνευματικὸς καὶ ὁ καρπός της. Γιὰ τὴν Ἐκκλησία καρπὸς εἶναι ἡ δημιουργία πιστῶν καὶ ἡ παρουσία ἁγίων. Γιὰ τὶς ψυχές μας καρπὸς εἶναι τὰ ἔργα τῆς πίστεως καὶ τῆς ἀγάπης, ὁ βίος τῆς ἀρετῆς καὶ ἁγιότητος. Ρητὰ λέει σὲ ὅλους μας ὁ Κύριος «ποιήσατε καρποὺς ἀξίους τῆς μετανοίας» καὶ ἐπίμοναμᾶς παρακαλεῖ «μείνατε ἐν ἐμοὶ ἵνα καρπὸν φέρητε». «Ὁ δὲ καρπὸς τοῦ Πνεύματὸς ἐστὶνἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη, πίστις, πραότης, ἐγκράτεια», ὅπως ἀναφέρει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴν πρὸς Γαλάτας ἐπιστολή του. Λοιπόν, νὰ οἱ καρποί, νὰ ἡ καρποφορία.
Ὁ Ἴδιος φύτεψε αὐτὴ τὴν ἄμπελο καὶ τὴν καλλιεργεῖ. Εἶναι ὁ πρῶτος γεωργός της. «Ἐφύτευσεν ἀμπελῶνα». Καὶ δὲν ζήτησε ἀμέσως τοὺς καρπούς. Ἄφησε νὰ περάσει ὅσος χρόνος χρειάζεται γιὰ νὰ ριζώσει, νὰ βγάλει βλαστούς, καὶ νὰ καρποφορήσει. «Ὅτε δὲ ἤγγισεν ὁ καιρὸς τῶν καρπῶν», τότε «ἀπέστειλε τοὺς δούλους αὐτοῦ πρὸς τοὺς γεωργοὺς λαβεῖν τοὺς καρποὺς αὐτοῦ». Ἔδωσε γεωργοὺς τοὺς ποιμένες καὶ διδασκάλους, τοὺς κήρυκες τοῦ θείου λόγου καὶ λειτουργοὺς τοῦ ἁγίου Του θυσιαστηρίου, ὥστε αὐτοὶ ἄγρυπνοι φρουροὶνὰ προστατεύουν τὴν ἄμπελο τῆς Ἐκκλησίας Του ἀπὸ τῶν ἐχθρῶν τὶς ἐπιθέσεις. Αὐτοὶ νὰ κηρύττουν, αὐτοὶ νὰ διδάσκουν, νὰ συμβουλεύουν, νὰ στηρίζουν, νὰ καθοδηγοῦν. Γιὰ νὰ βρίσκουν φῶς οἱ τυφλοί, στήριγμα οἱκλονισμένοι, παρηγοριὰ οἱ λυπημένοι, μετάνοια οἱ ἁμαρτωλοί, ἐλπίδα σωτηρίας οἱ ἀπελπισμένοι. Ἔδωσε γεωργοὺς ὁ Θεός, γιὰ νὰ καλλιεργοῦν τὸ ἀμπέλι Του. Ἀλλὰ καὶ ὁ καθένας εἶναι γεωργὸς τῆς ψυχῆς του. Ἐσὺ χριστιανὲ τί κάνεις; Τρέχεις στὴν Ἐκκλησία; Ἀκοῦς τὸ κήρυγμα; Μελετᾶς τὴν Ἁγία Γραφή; Μετέχεις στὰ μυστήρια; Κοινωνεῖς Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ γιὰ τὴν ψυχική σου καλλιέργεια καὶ καρποφορία;
Μέσο γιὰ τὴν καρποφορία τῆς ψυχῆς μας εἶναι ἡ καλλιέργεια. Τὰ ἀμπέλια τὰ καλλιεργοῦν καὶ τὰ σκάβουν, γιὰ νὰ καρποφορήσουν. Ἀλλὰ καὶ τὰ κλαδεύουν, γιὰ νὰ φέρουν καρπό. Δακρύζουν τὰ κλήματα, ὅταν τὰ κλαδεύουν, πονοῦν. Καὶ ὅμως ὁ πόνος φέρει τὸν καρπό, τὸ κλάδεμα φέρνει τὴν ἀφθονία.
Ἔτσι καὶ μὲ τὸν Χριστιανό. Τὸν κλαδεύει ὁ Θεός. Τοῦ στέλνει θλίψεις καὶ δοκιμασίες, φτώχειες, στερήσεις, κατατρεγμοὺς καὶ διώξεις. Τοῦ στέλνει ἀκόμη ἀρρώστιες καὶ θανάτους. Πονάει τότε ὁ χριστιανὸς καὶ στενάζει. Κλαίει καὶ θρηνεῖ. Ἀλλὰ καρποφορεῖ τὴν ὑπομονή, τὴν ἐγκαρτέρηση, τὴν ἐλπίδα, τὴν προσευχή. Μαθαίνει νὰ ἀγαπᾶ, νὰ συμπαθεῖ καὶ νὰ εὐσπλαγχνίζεται. Μαθαίνει νὰ στρέφεται πρὸς τὸν ἅγιο Θεὸ μὲ πίστη καὶ ἐλπίδα, νὰ ἀφοσιώνεται σ’Αὐτόν, νὰ ζητεῖ τὴν προστασία Του, νά μετανοεῖ, νὰ εἰρηνεύει, νὰ καταρτίζεται, νὰ τελειοποιεῖται. Ἰδοὺ ἡ πλουσία, ἁγία καρποφορία.
Ἀδελφοί, στὴν Ἁγία Γραφὴ ὁ Θεὸς λέει γιὰ τὴν ἄμπελό Του ὅτι περίμενε «τοῦ ποιῆσαι σταφυλὴν καὶ ἐποίησεν ἀκάνθας». Περίμενε δηλαδὴ νὰ βγάλει σταφύλια καὶ ἔβγαλε ἀγκάθια. Τὰ ἀγκάθια εἶναι οἱ συμπεριφορὲς τῶν Ἑβραίων τότε καὶ τῶν Χριστιανῶν σήμερα ποὺ μὲ τὶς πολλὲς ἁμαρτίες σταυρώνουμε τὸν Κύριο.
Εἶναι καταστροφικὸ νὰ συνεχίσουμε νὰ ἀφήνουμε στὸν χρόνο ποὺ κυλᾶ ἀκαλλιέργητο τὸ ἀμπέλι τῆς ψυχῆς μας, ποὺ συνεχίζει νὰ βγάζει ἀγκάθια. Εἶναι καιρὸς νὰ ἀναλάβουμε τὴν καλλιέργεια τῆς ψυχῆς μας. Νὰ δεχθοῦμεμὲ ὑπομονὴ τὸ κλάδεμα ποὺ τῆς κάνει ὁ Θεός, γιὰ νὰ καρποφορήσει τοὺς καρποὺς τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς ἁγιότητος ποὺ θὰ θρέψουν τὸν κόσμο καὶ θὰ σώσουν ὅλους μας. Ἀμήν
ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΙΟΥΛΙΟΥ 2018
ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ (Ματθ. η΄ 28-θ΄1)
1 Ἰουλίου 2018
Ἡ Ἐκκλησία μας, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, διδάσκει ὅτι ὁ Θεός, πρὶν δημιουργήσει τὸν ὑλικὸ κόσμο, δημιούργησε τὸν πνευματικὸ κόσμο, δηλαδὴ τοὺς Ἀγγέλους, ποὺ εἶναι λογικά, ἀσώματα καὶ ἐλεύθερα ὄντα. Κάποιοι Ἄγγελοι ὅμως ἔκαναν ἀνταρσία ἐναντίον τοῦ Θεοῦ ἀπὸ ὑπερηφάνεια. Ἔτσι ἀπὸ Ἄγγελοι τοῦ Φωτός, ἔπεσαν καὶ ἔγιναν ἄγγελοι τοῦ σκότους. Εἶναι οἱ Δαίμονες ποὺ ἀντιτάσσονται στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, συκοφαντοῦν, μισοῦν, ἀρνοῦνται τὸν Θεὸ καὶ ἐπαναστατοῦν ἐναντίον Του. Ἔργο καὶ σκοπός τους εἶναι ἡ ἀπομάκρυνση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεό. Ἡ ἐμπειρία βεβαιώνει ὅτι ὁ διάβολος φέρνει πάντα ταραχή, κι ὅταν ἀκόμη παρουσιάζεται ὡς ἄγγελος φωτός. Μεγάλος ἐχθρὸς λοιπὸν ὁ διάβολος καὶ ἐμπόδιο στὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου.
Ὁ διάβολος πείραξε ἀκόμη καὶ τὸν ἴδιο τὸν Χριστό. Ὅμως, ἐνῷ εἶναι μεγάλος ἐχθρός, δὲν εἶναι παντοδύναμος. Πάνω ἀπὸ αὐτὸν κυριαρχεῖ ὁ οὐράνιος Πατέρας, ὁ Σωτήρας Χριστὸς καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο.
Ἡ κυριαρχία τοῦ Χριστοῦ φαίνεται στὸ σημερινὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα, ὅταν ἀπαλλάσσει, ὅπως ἀκούσαμε, τοὺς δαιμονισμένους. Φτάνει ὁ Κύριος μὲ τοὺς μαθητὲς ἀπὸ τὴν Καπερναοὺμ στὴν ἀπέναντι ὄχθη τῆς λίμνης Γεννησαρέτ, στὴν πόλη τῶν Γεργεσηνῶν, ὅπου ζοῦν δύο δαιμονισμένοι. Χαρακτηρίζονται «χαλεποὶ λίαν» καὶ εἶναι τόσο ἐπικίνδυνοι, ὥστε κανένας νὰ μὴν τολμᾶ νὰ περάσει ἀπὸ τὸ δρόμο ἐκεῖνον. Ζοῦν στὰ μνήματα, ἄρα ἀπομονωμένοι ἀπὸ τὴν κοινωνία τῶν ἀνθρώπων.
Οἱ ἄλλοι Εὐαγγελιστὲς σημειώνουν πὼς ἔχουν καὶ διάσπαση προσωπικότητας. Στὴν ἐρώτηση τοῦ Ἰησοῦ ποιὸ εἶναι τὸ ὄνομά σου, ἀπαντοῦν: «λεγεών, ὅτι πολλοὶ ἐσμέν». Πράγματι οἱ δαιμονικὲς δυνάμεις διασποῦν καὶ διαιροῦν τὸν ἄνθρωπο. Ὁ δαιμονισμένος ὄχι μόνο δὲν γνωρίζει τὸ ὄνομά του, ἀλλὰ καὶ τὸν διακατέχει τάση αὐτοκαταστροφῆς. Χαρακτηριστικὸ γνώρισμα τοῦ σύγχρονου ἀπομεμακρυσμένου ἀπὸ τὸν Θεὸ ἀνθρώπου.
Ὁ Χριστὸς βέβαια ἦλθε στὸν κόσμο γιὰ νὰ λύσει τὰ ἔργα καὶ τὴν ἐξουσία τοῦ διαβόλου. Ἡ κυριαρχία τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ νίκη Του φαίνεται στὴ συνέχεια τοῦ Εὐαγγελίου.
Ἡ συναίσθηση τοῦ δαίμονα στὸν διάλογο μὲ τὸν Χριστὸ ἀποκαλύπτει τὴν ἀπροσμέτρητη διαφορά. «Τί ἡμῖν καὶ σοὶ Υἱὲ τοῦ Θεοῦ»; Πράγματι, ὁ Χριστὸς εἶναι ἀγάπη, ζωή, ἀλήθεια ποὺ ὁδηγεῖ στὴν σωτηρία· οἱ δαίμονες ταυτίζονται μὲ τὴν κακία, τὸ ψεῦδος, τὸ μῖσος, τὴν πλάνη, τὴν καταστροφὴ καὶ ὁδηγοῦν στὴν αἰώνια καταδίκη. Τὰ δαιμόνια ἀναγνωρίζουν τὴ θεότητά Του καὶ παρακαλοῦν νὰ μὴν τὰ βασανίσει. Ζητοῦν νὰ μποῦν στὴν ἀγέλη τῶν χοίρων. Ὁ Κύριος τὸ ἐπιτρέπει, μὲ ἀποτέλεσμα οἱ χοῖροι νὰ γκρεμιστοῦν καὶ νὰ πνιγοῦν στὴ λίμνη. Τελικὰ καταστρέφεται καθετὶ ποὺ ὑποτάσσεται στὶς δαιμονικὲς δυνάμεις, ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο μέχρι καὶ τὰ ζῶα.
Ἡ συμπεριφορὰ ὅμως τῶν ἀνθρώπων εἶναι ἐκείνη ποὺ βαθιὰ ἀπελπίζει. «Πᾶσα ἡ πόλις ἐξῆλθεν εἰς συνάντησιν τῷ Ἰησοῦ, καὶ ἰδόντες αὐτὸν παρεκάλουν, ὅπως μεταβῇ ἀπὸ τῶν ὁρίων αὐτῶν».
Ὁ Χριστὸς τοὺς τιμᾶ μὲ τὴν παρουσία του, τοὺς εὐεργετεῖ, τοὺς διδάσκει, τοὺς ἀπαλλάσσει ἀπὸ τὰ δαιμόνια καὶ ἐκεῖνοι Τὸν ἀρνοῦνται. Τοῦ ζητοῦν νὰ ἐγκαταλείψει τὴ χώρα τους, νὰ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὴ ζωή τους. Δὲν τοὺς συμφέρει ἡ παρουσία Του.
Ἡ πραγματικότητα αὐτή, ἀδελφοί μου, ἐπαναλαμβάνεται ἔμπρακτα στὴν καθημερινότητα τῶν ἀνθρώπων. Οἱ ἴδιοι ἐμεῖς οἱ χριστιανοὶ λησμονοῦμε ὅτι ἀνήκουμε στὸν Χριστὸ καὶ στὴν Ἐκκλησία Του. Ὅτι ἡ χάρη Του καὶ ἡ ἀγάπη Του μᾶς προστατεύουν ἀπὸ κάθε δαιμονικὴ ἐπιρροή. Ὅτι τὰ Ἅγια Μυστήρια ἀποτελοῦν τὸ πνευματικό μας ὁπλοστάσιο καὶ ὅτι Αὐτὸς εἶναι ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς καὶ τῆς ἀθανασίας μας.
Στὴν δαιμονοποιημένη ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἀδιαφορία μας κοινωνία, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος συνιστᾶ «ἐνδύσασθε τὴν πανοπλίαν τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸ δύνασθαι ὑμᾶς στῆναι πρὸς τάς μεθοδείας τοῦ διαβόλου» (Ἐφεσ. 6,11) , διότι ἔτσι θὰ μπορέσουμε νὰ ἀποφύγουμε τὰ πεπυρωμένα βέλη τοῦ πονηροῦ τὰ καθ’ ἡμῶν δολίως κινούμενα.
Τὴν δὲ προσευχή μας ἂς τὴν ἐπαναλαμβάνουμε ἀκατάπαυστα, ὅπως μᾶς τὴν δίδαξε ὁ Χριστὸς «Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς…ρῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ». Ἀμήν.
8 Ἰουλίου 2018
Τὸ θαῦμα τῆς θεραπείας τοῦ παραλυτικοῦ τῆς Καρπεναούμ ἔγινε ἀφορμὴ νὰ ἀποκαλυφθεῖ γιὰ μιὰ ἀκόμα φορὰ ἡ θεία δύναμη καὶ ἐξουσία τοῦ Χριστοῦ. Νὰ πιστοποιηθεῖ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ αὐθεντικότητα τοῦ λόγου Του. Νὰ δηλωθεῖ, κατὰ τὸν σαφέστερο τρόπο, ἡ νίκη τοῦ Θεοῦ πάνω στὴ δύναμη τοῦ διαβόλου καὶ τῆς ἁμαρτίας.
Τὰ θαύματα ἐνισχύουν τὴν πίστη τῶν ἁπλῶν καὶ ταπεινῶν ἀνθρώπων στὴν καρδιὰ ποὺ δέχονται γιὰ Σωτῆρα καὶ Κύριό τους τὸν Χριστό. Ἡ δοξολογία τοῦ Θεοῦ εἶναι τὸ φυσικὸ ἐπακόλουθο κάθε θαύματος.
Στὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο, ὅμως, βλέπουμε τοὺς γραμματεῖς καὶ τοὺς φαρισαίους νὰ στενοχωροῦνται καὶ νὰ ἐκφράζονται ἀρνητικὰ γιὰ τὸ θαῦμα ποὺ ζοῦν, λέγοντες «Οὗτος βλασφημεῖ», ὅταν ὁ Κύριος θεραπεύει πρῶτα τὴν ψυχὴ τοῦ παραλυτικοῦ μὲ τὴ φράση «θάρσει τέκνον˙ ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου». Καὶ ὁ Κύριος ὡς παντογνώστης διαβάζει τὶς καρδιὲς καὶ τὶς σκέψεις τους, καὶ ἀποκαλύπτοντας ὅτι «ἐξουσίαν ἔχει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἀφιέναι ἁμαρτίας», λέγει στὸν παραλυτικὸ «Ἐγερθεὶς ἆρον σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου». Ἔτσι ἔγινε ἔμπρακτα φανερὸ ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι παντοδύναμος καὶ παντογνώστης, γεμᾶτος ἀγάπη γιὰ τὰ πλάσματά Του.
Τί σημαίνει ὅμως γιὰ τὸν καθένα μας τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι παντογνώστης καὶ γνωρίζει κάθε λεπτομέρεια τῆς ζωῆς μας;
Μὲ τὴ σκέψη ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι παντογνώστης παρηγορούμεθα. Εἶναι ἀποτελεσματικὸ νὰ ξέρουμε ὅτι ὁ Κύριος εἶναι δίπλα μας, γιὰ νὰ μᾶς ἐνισχύει, νὰ παρακολουθεῖ τὶς δυσκολίες μας καὶ νὰ ἐπεμβαίνει, ὅταν τὸ ἀπαιτεῖ τὸ πνευματικό μας συμφέρον. Τὴν πραγματικότητα αὐτὴ τὴν καταλαβαίνουμε σὲ στιγμὲς πνευματικῆς πληρότητας, ποὺ ἡ χάρη Του διαποτίζει τὴν καρδιά μας. Ἀλλὰ καὶ ὅταν περνοῦμε κάποια δοκιμασία, ποὺ κάθε ἀνθρώπινη βοήθεια εἶναι ἀνίσχυρη, βρίσκουμε καταφύγιο «εἰς τὸν μόνον δυνάμενον σώζειν».
Ἡ βεβαιότητα ὅτι εἶναι Παντογνώστης μᾶς βοηθεῖ ἐπίσης νὰ σκεφθοῦμε ὀρθά, ἐπειδὴ ὁ ἐχθρός μας διάβολος προσπαθεῖ νὰ μᾶς πείσει ὅτι κανεὶς δὲν μᾶς βλέπει καὶ κανεὶς δὲν θὰ μάθει ποτὲ τὸ κακὸ ποὺ κάνουμε.
Τέλος, ἡ βεβαιότητα ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι Παντογνώστης, παρηγορεῖ τὸν ἀγῶνα μας, ὅπως φαίνεται καὶ στὴν περίπτωση τοῦ παραλυτικοῦ τῆς σημερινῆς Εὐαγγελικῆς περικοπῆς, στὸν ὁποῖον ἀπευθυνόμενος ὁ Χριστὸς εἶπε «Θάρσει τέκνον», ἐνισχύοντας ἔτσι τὶς δυνάμεις του καὶ κάθε ἄνθρωπο, ποὺ σήμερα περισσότερο ἀπὸ ποτὲ ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ ἐλπίδα καὶ ψυχικὴ στήριξη.
Ἀδελφοί μου, ὅλοι ἔχουμε ἀνάγκη τὴν σῴζουσα καὶ ζωντανὴ πίστη, ἡ ὁποία, ὅταν ὑπηρετεῖ τὸν πληγωμένο ἄνθρωπο, βεβαιώνει μὲ τὸν πιὸ χειροπιαστὸ τρόπο ὅτι ἡ παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι ὑπόθεση τοῦ μυαλοῦ μας ἀλλὰ τῆς καρδιᾶς μας.
Αὐτό, βέβαια, δὲν σημαίνει ἕνα πρόχειρο συναισθηματισμὸ ποὺ ἀφορᾶ ἐπιφανειακὰ θρησκευόμενους ἀνθρώπους, ἀλλὰ εἶναι τὸ βαθύτερο γνώρισμα τῶν ἀγωνιστῶν ποὺ ἀνακάλυψαν τὴν οὐσία τῆς ὕπαρξής τους. Αὐτοὶ εἶναι οἱ νικητὲς τῆς παρούσας ζωῆς καὶ οἱ κληρονόμοι τῆς αἰώνιας πραγματικότητας.
15 Ἰουλίου 2018
Ἡ Εὐαγγελικὴ περικοπὴ ποὺ ἀκούσαμε σήμερα, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἀποτελεῖ τμῆμα τῆς ἐπὶ τοῦ ὄρους ὁμιλίας τοῦ Χριστοῦ καὶ ἔχει ὡς κεντρικὸ θέμα τὴν ἀγωνιώδη μέριμνα τῶν ἀνθρώπων γιὰ τὴ ζωή, ἔναντι τῆς ὁποίας ὑπογραμμίζει τὴν ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Εὔλογα ὅμως ἀκούγοντας αὐτά, θὰ διερωτηθεῖ κανεὶς μήπως ἔτσι καταδικάζεται ἡ προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου νὰ φροντίζει τὸν ἑαυτό του καὶ τὴν οἰκογένειά του. Θὰ ἦταν αὐτονόητα παρανόηση τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ νὰ ὑποστηρίξει κανεὶς κάτι τέτοιο. Ἡ φροντίδα γιὰ τὴ ζωὴ δὲν ἀπορρέει μόνο ἀπὸ τὴ στοιχειώδη λογική, ἀλλ’ ἀποτελεῖ καὶ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ.
Σήμερα βέβαια ὁ ἄνθρωπος ἔχει μεταβάλει αὐτὴ τὴ φροντίδα ἀπὸ μέσο διατήρησης τῆς ζωῆς σὲ σκοπὸ καὶ περιεχόμενο τῆς ζωῆς. Γι’ αὐτὸ ὁ Χριστὸς λέει: «οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καί μαμωνᾷ» (Μτθ. 6,24). Ὁ Θεὸς κι ὁ μαμωνᾶς δὲν εἶναι δύο ἰσότιμα καὶ ἰσοδύναμα μέρη. Διαφέρουν ριζικὰ καὶ οὐσιαστικά. Ὁ Θεὸς εἶναι πρόσωπο, Πατέρας, ποὺ δίνει ἀγάπη καὶ ζωή, ποὺ κάνει σύντροφο καὶ συνομιλητή του τὸν ἄνθρωπο. Ὁ μαμωνᾶς εἶναι πρᾶγμα ἄψυχο, χωρὶς ζωὴ καὶ ἀγάπη, χωρὶς ἴχνος ἀνθρωπιᾶς, ποὺ κάνει τὸν ἄνθρωπο ὅμοιό του, δηλαδὴ ἄψυχο πρᾶγμα. Τὸ δίλημμα λοιπὸν δὲν εἶναι νὰ διαλέξει κανεὶς ἕνα κύριο, ἀλλὰ νὰ διαμορφώσει τὴν προσωπικότητά του ἤ νὰ τὴν ἀρνηθεῖ, νὰ προτιμήσει τὸ εἶναι ἤ τὸ ἔχειν, τὴ ζωὴ ἤ τὸ θάνατο. Δὲν πρόκειται γιὰ μιὰ ἠθικὴ ἐπιλογὴ τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ γιὰ τὴ διαμόρφωσή του σὲ ἄνθρωπο ἤ ὄχι. Ὅλα ὅσα ἀκολουθοῦν εἶναι ἁπλὲς συνέπειες, ἐκδηλώσεις ποὺ δείχνουν τί προτίμησε ὁ ἄνθρωπος.
Αὐτὲς τὶς συνέπειες μᾶς δείχνει στὴ συνέχεια τῆς περικοπῆς ὁ Χριστὸς μ’ ἕνα παράδειγμα ἀπὸ τὴν καθημερινή μας ζωή. Ὅλος ὁ κόπος κι ἡ φροντίδα μας εἶναι ν’ ἀποκτήσουμε, νὰ ἔχουμε, νὰ κατέχουμε. Νὰ κατέχουμε ὅσα χρειαζόμαστε σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδα τῆς ζωῆς, ἐπειδὴ δῆθεν αὐτὰ διασφαλίζουν τὸ μέλλον μας. Ἀκόμα κι οἱ διαπροσωπικές μας σχέσεις αὐτὴν τὴν βαθύτερη διάθεση ἐξωτερικὰ ἐκφράζουν.
Συνηθίζουμε νὰ τονίζουμε τὸ πόσο μᾶς ἀγαποῦν, παρὰ τὸ πόσο ἀγαποῦμε. Τό ἴδιο κάνουμε μερικὲς φορὲς καὶ μὲ τὸν Θεό, ὅταν φυσικὰ τὸν θυμόμαστε. Ζητοῦμε νὰ πάρουμε, χωρὶς ποτὲ νὰ δίνουμε.
Εἶναι ὁλοφάνερο, ἀγαπητοί μου, πὼς ἔχουμε χάσει τὴν ἀνθρώπινη ὑπόστασή μας, ἀφοῦ καὶ τὸν Θεὸ τὸν μεταβάλαμε σὲ ὑπηρέτη τῶν ἀναγκῶν μας. Δὲν εἶναι ὅμως μόνο τραγικὴ αὐτή μας ἡ πορεία. Εἶναι καὶ παράλογη, ὅπως φαίνεται μὲ τὰ ἁπλᾶ παραδείγματα ποὺ δίνει ὁ Χριστός. Παράλογη, διότι ξεχνᾶ τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς, ὅπως ἐμφανίζεται στὸν κόσμο. Τὰ ἀγριολούλουδα καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ δὲν κατέχουν τίποτε. Ὑπάρχουν, ἐπειδὴ τὰ φροντίζει ὁ Θεός. Ὁ Θεός ποὺ εἶναι αὐτοζωή. Δὲν ἔχει ἁπλᾶ ὁ Θεὸς ζωή, ἀλλά εἶναι ὁ Ἴδιος ἡ ζωή, τὴν ὁποία χορηγεῖ. Γι’ αὐτὸ δίνει ζωὴ στὸν κόσμο, χωρὶς νὰ φοβᾶται ὅτι θὰ τὴ στερηθεῖ ὁ ἴδιος. Γι’ αὐτὸ ὁ Χριστὸς ἔγινε ἄνθρωπος, χωρὶς νὰ φοβηθεῖ τὸν θάνατο. Ὁ θάνατος μπορεῖ ν’ ἀφαιρέσει κάτι ποὺ ὁ ἄλλος ἔχει, ἀλλὰ δὲν μπορεῖ νὰ μεταβάλει τὸ Εἶναι. Γι’ αὐτὸ φοβᾶται ἄλλωστε ὁ ἄνθρωπος τὸν θάνατο. Φοβᾶται ἐπειδὴ θὰ τοῦ στερήσει ὅσα ἔχει, τὰ ὁποῖα καὶ ταυτίζονται μὲ τὴ ζωή. Αὐτὴ ὅμως εἶναι λανθασμένη τοποθέτηση, διότι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὕπαρξη, εἶναι ζωή, ἐνῷ ὁ θάνατος ἔχει ἐξουσία μόνο στὰ περὶ τὴν ζωὴ, δηλαδὴ στὰ πράγματα.
Συνεπῶς, ἀδελφοί μου, ἡ μετάβαση στὸ χῶρο τοῦ εἶναι, τῆς ζωῆς δηλαδή, πρέπει ν’ ἀποτελεῖ τὸ μοναδικὸ μέλημα τοῦ ἀνθρώπου. Ἔτσι, θὰ λυτρωθεῖ ἀπὸ τὴ φθορὰ καὶ τὸ θάνατο, χωρὶς νὰ ἀγωνίζεται κάτω ἀπὸ δεσμά.
Ἡ αὐτόβουλη καὶ συνειδητὴ ἔνταξη στὸ χῶρο τῆς ζωῆς, δηλαδὴ στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, στὴν καινὴ κτίση ποὺ ἐγκαινίασε ὁ Χριστός, προβάλλει ὡς ἡ μόνη ἀσφαλὴς καὶ βεβαία λύση ζωῆς. Κι ἐδῶ πρέπει νά θυμηθοῦμε πώς ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι μιά προσφορά νέων πραγμάτων ἀπὸ τὸν Θεὸ στὸν ἄνθρωπο.
Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ σάρκωσή Του στὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο. Εἶναι ἡ ἐπανατοποθέτηση τοῦ ἴδιου τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν ἄστοχο τρόπο τοῦ ἔχειν, τῆς κατοχῆς, στὸν σωτήριο στόχο τοῦ Εἶναι, τῆς ζωῆς.
Μὲ αὐτὴ τὴν ἔννοια ὁ Χριστὸς προτρέπει τοὺς μαθητές Του νὰ ζητοῦν καὶ νὰ ἐπιδιώκουν πρῶτα τὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ μετὰ ἀπὸ αὐτό τὸν πόθο, θὰ προσθέσει ὁ Ἴδιος ὅσα ἄλλα χρειάζονται, γιὰ νὰ γίνουν κληρονόμοι τῆς Βασιλείας Του. Ἀμήν.
22 Ἰουλίου 2018
Ὅλα ὅσα κάνει ὁ Ὕψιστος εἶναι ἀπαραίτητα. Δὲν κάνει τίποτα ἄσκοπο, τίποτα ὑπερβολικό, τίποτα ποὺ νὰ μὴ χρειάζεται. Γιατί μερικοὶ ἄνθρωποι περιφέρονται τόσο ἄσκοπα καὶ κάνουν τόσο ἀδιάφορα πράγματα; Ἐπειδὴ δὲν εἶναι βέβαιοι γιὰ τὸν σκοπὸ τῆς ζωῆς τους, γιὰ τὸν προορισμὸ τοῦ ἐπίγειου ταξιδιοῦ τους. Γιατί μερικοὶ ἄνθρωποι ὑπερφορτώνονται μὲ ἄσκοπες ὑποχρεώσεις, προβαίνουν σὲ ὑπερβολικὲς ἐνέργειες, σὲ σημεῖο ποὺ νὰ μὴν μποροῦν νὰ κινοῦνται ἐλεύθερα κάτω ἀπὸ τέτοιο βάρος ὑποχρεώσεων; Ἐπειδὴ δὲν γνωρίζουν τὸ ἕνα πρᾶγμα, «οὗ ἐστι χρεία».
Γιὰ νὰ βοηθήσει ὁ Κύριος τὸν ἄνθρωπο νὰ μαζέψει τὸν διασκορπισμένο νοῦ του, νὰ θεραπεύσει τὴ διχασμένη καρδιά του καὶ νὰ συγκροτήσει τὴν ἀνεξέλεγκτη δύναμή του, ἀποκάλυψε τὸν ἕνα καὶ μοναδικὸ στόχο ποὺ εἶναι ἀπαραίτητος. Τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Πόσο ἄσκοπη εἶναι ἀλήθεια ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἀγωνίζεται νὰ ἐπιτύχει διάφορους στόχους! Πόσο ἀναίσθητη εἶναι ἡ διχασμένη καρδιά! Πόσο ἀδύναμη εἶναι ἡ θέληση, ὅταν ἡ δύναμή της κατακερματίζεται!
Ἑνός ἐστι χρεία. Μόνο ἕνα πρᾶγμα μᾶς χρειάζεται. Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ὁ Χριστὸς προσπάθησε νὰ στρέψει τὰ μάτια καὶ τὴν προσοχὴ ὅλων τῶν ἀνθρώπων πρὸς αὐτὸν τὸν προορισμό. Ὅποιος σκέφτεται ἔτσι, ἔχει ἕνα μόνο στόχο. Τὸν Θεό. Ἕνα αἴσθημα. Τὴν ἀγάπη. Μία νοσταλγία. Νὰ πλησιάσει τὸν Θεό. Μακάριος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἔφτασε σ’ αὐτὸ τὸ μέτρο. Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἔχει γίνει σὰν τὸ φακὸ ποὺ συγκεντρώνει τὶς ἀκτῖνες τοῦ ἥλιου, γιὰ νὰ δημιουργήσει φωτιά.
Τὰ λόγια ποὺ εἶπε ὁ Χριστὸς στὴ Μάρθα, «Μάρθα, Μάρθα, μεριμνᾶς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά, ἑνὸς δέ ἐστι χρεία» (Λουκ. ι΄, 41- 42), ἦταν στὴν πραγματικότητα ἕνας ἔλεγχος, μία προειδοποίηση στὸν κόσμο ὁλόκληρο. Κι αὐτὸ τὸ ἕνα ποὺ ἔχουμε πραγματικὴ ἀνάγκη εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ( Ματθ. στ΄, 33). Γιὰ ὅλα ὅσα εἶπε καὶ ἔκανε ὁ Κύριος, εἶχε στὸν νοῦ του τὸν στόχο αὐτό. Ἐκεῖ εἶχε συγκεντρωθεῖ ὅλη ἡ φλόγα, ποὺ φωτίζει τοὺς ταξιδιῶτες ἐκείνους ποὺ περιφέρονται γύρω ἀπὸ τὶς χαράδρες καὶ τοὺς ἀνεμοστρόβιλους τῆς πρόσκαιρης αὐτῆς ζωῆς.
Ὅλα ὅσα κάνει ὁ Ὕψιστος εἶναι ἀπαραίτητα. Τὰ πάντα γίνονται μ᾽ αὐτὸν τὸν ὕψιστο, τὸ μοναδικὸ στόχο. Ὅλα εἶναι ἀπαραίτητα, τόσο τὰ λόγια ποὺ λέει ὅσο καὶ τὰ ἔργα ποὺ κάνει. Δὲν ὑπάρχει οὔτε ἕνας ἀργὸς λόγος οὔτε ἕνα ἀχρείαστο ἔργο. Καὶ πόσο καρποφόρα ἦταν τὰ λόγια καὶ τὰ ἔργα Του! Πόσα ἑκατομμύρια φορὲς ἔχει καρποφορήσει κάθε λόγος καὶ κάθε Του πράξη ὣς τὶς μέρες μας ! Πόσο γλυκός, εὐωδιαστὸς καὶ ζωογόνος εἶναι ὁ καρπὸς αὐτός !
Γιατὶ ὁ Κύριος δέν μετέτρεψε τὶς πέτρες σὲ ψωμιά, ὅταν τοῦ τὸ ζήτησε ὁ σατανᾶς; Σὲ δύο μεταγενέστερες περιπτώσεις, ὅταν γύρω Του ὑπῆρχε ἕνα πεινασμένο πλῆθος, πολλαπλασίασε τὸ λίγο ψωμὶ σὲ μία τεράστια ποσότητα, ὥστε μετὰ τὴ διατροφὴ τοῦ πλήθους, περίσσεψε περισσότερο ψωμὶ ἀπ᾽ ὅσο ἦταν ἀρχικά. Τὸ πρῶτο θαῦμα ὅμως (ἡ μετατροπὴ τῶν λίθων σὲ ψωμὶ) ἦταν κάτι ἀδόκιμο, ἀνάρμοστο, ἄτοπο. Τὸ δεύτερο θαῦμα (ὁ πολλαπλασιασμὸς τῶν ἄρτων) ἦταν κατάλληλο, ἀπαραίτητο καὶ ταιριαστό.
Γιατὶ ὁ Κύριος δὲν ἔδωσε «σημεῖον ἐκ τοῦ οὐρανοῦ» στοὺς Φαρισαίους, ὅταν Τοῦ τὸ ζήτησαν; Δὲν ἔδωσε τέτοια σημεῖα ἀπὸ τὸν οὐρανὸ σὲ ἀμέτρητες περιπτώσεις, ὅπως σὲ θαύματα-θεραπεῖες ἄρρωστων, λεπρῶν, δαιμονισμένων, δὲν ἀνέστησε νεκρούς; Κάθε σημεῖο ἀπὸ τὸν οὐρανὸ στοὺς φθονεροὺς Φαρισαίους ὅμως θὰ ἦταν ἀνάρμοστο, ἀκατάλληλο καὶ ὑπερβολικό, ἐνῷ σὲ ἄλλες περιπτώσεις θὰ ἦταν κατάλληλο, ἀπαραίτητο καὶ ταιριαστό.
( Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ἁγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς «Ὁμιλίες Δ΄´ – Κυριακοδρόμιο», ἐκδ. Πέτρου Μπότση, 2012 ).
29 Ἰουλίου 2018
Μιὰ χαρακτηριστικὴ ἐναλλαγὴ τόλμης καὶ φόβου, ἐμπιστοσύνης καὶ δισταγμοῦ ἀποκαλύπτεται στὴν περιπέτεια τοῦ ἀποστόλου Πέτρου μέσα στὴν ταραγμένη θάλασσα τῆς Γεννησαρέτ, τὴν ὁποία περιγράφει τὸ σημερινὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα. Πρόκειται γιὰ ψυχολογία τυπικὰ ἀνθρώπινη, ποὺ μᾶς βοηθεῖ νὰ κατανοήσουμε καὶ ἐμεῖς κάτι περισσότερο ἀπὸ τὴν πνευματική μας προσωπικὴ περιπέτεια.
Τὸ πρῶτο μέρος τῆς Περικοπῆς εἶναι μιὰ στιγμὴ αὐθόρμητης πίστεως. Ὁ ἀπόστολος Πέτρος, πλημμυρισμένος ἀπὸ ἀφοσίωση καὶ ἐμπιστοσύνη, ζητάει νὰ ἔρθει ὅσο τὸ δυνατὸ συντομότερα κοντὰ στὸν Χριστό. «Κύριε, ἂν εἶσαι Σύ, τότε δῶσε μου διαταγὴ νὰ ἔρθω κοντὰ Σου πάνω στὰ νερά». Τότε ἡ σκέψη τοῦ Πέτρου ἦταν ἐπίμονα στραμμένη στὸν Χριστό.
Ἕνα ἄλλο στοιχεῖο εἶναι ἡ τόλμη ποὺ ἀναπτύσσεται μέσα σ’ αὐτὴν τὴν ἐμπιστοσύνη. Ἀνάμεσα στὸν μαθητὴ καὶ στὸν Διδάσκαλο ὑπάρχουν τρικυμισμένα κύματα. Ἀλλὰ ἡ ἐσωτερικὴ βεβαιότητα τοῦ Πέτρου δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ ἐξωτερικὰ στοιχεῖα. Ἐκεῖνο ποὺ βαρύνει δὲν εἶναι ἡ φουρτούνα ἀλλὰ ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ποὺ βρίσκεται κοντά του. Ὅποιος ἀτενίζει σταθερὰ τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ὅποιος εἶναι ἕτοιμος νὰ Τὸν ἀκολουθήσει, νὰ συσταυρωθεῖ μὲ τὸν Χριστό, εἶναι σὲ θέση νὰ βαδίσει πάνω στὶς πιὸ ἀμφίβολες, ἀβέβαιες καὶ στὶς πιὸ ρευστὲς καταστάσεις, ἀκόμη καὶ πάνω στὰ ὕδατα.
Ἕνα τρίτο στοιχεῖο εἶναι ὅτι ὁ Πέτρος ζητεῖ συγκατάθεση. «Κέλευσόν με πρός σε ἐλθεῖν ἐπὶ τὰ ὕδατα». Δός μου τὴν ἄδεια, δός μου τὴν συγκατάθεσή Σου, τὴ διαταγὴ νὰ ἔρθω κοντὰ Σου. Καὶ τὰ πιὸ τολμηρὰ πνεύματα πρέπει πάντα νὰ ζητοῦν τὴ συγκατάθεση τοῦ Χριστοῦ στὰ σχέδιά τους καὶ νὰ περιμένουν τὸ «ἐλθὲ» τοῦ Κυρίου. Ἔτσι δείχνουν, ὄχι ἁπλῶς ὅτι ἔχουν ἐμπιστοσύνη στὸν Χριστό, ἀλλὰ ὅτι ἐξαρτοῦν τὸ πᾶν ἀπὸ Ἐκεῖνον, ὅτι δὲν τολμοῦν νὰ προχωρήσουν χωρὶς τὴ δική Του εὐλογία.
Στὴν πρώτη περίπτωση ὁ Πέτρος εἶχε ἕνα ζωντανὸ διάλογο μὲ τὸν Διδάσκαλο. Ἄκουσε τὸν Ἰησοῦ νὰ λέει: «Θαρσεῖτε, ἐγὼ εἶμαι, μὴ φοβᾶστε». Τότε ὁ μαθητὴς τοῦ ζήτησε νὰ πάει κοντά Του. Περπατῶντας στὰ κύματα, διακόπτεται αὐτὴ ἡ ζωντανὴ ἐπικοινωνία καὶ ἀρχίζει ἕνας παράξενος, μυστικός, σιωπηλὸς διάλογος μὲ τὸν ἰσχυρὸ ἄνεμο, μὲ τὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως. Ἔτσι τὸ κέντρο βάρους τῆς προσοχῆς του μετατοπίζεται πρὸς τὸν κίνδυνο τὸν ὁποῖο διατρέχει καὶ αὐτονόητα ἡ ἰσορροπία χάνεται.
Ἀδελφοί μου, ὁ Πέτρος δὲν ἀφέθηκε στὰ κύματα νὰ τὸν ρουφήξουν. Στὴν πιὸ κρίσιμη στιγμὴ τῆς προσπάθειάς του κραύγασε «Κύριε σῶσον με».
Ἡ κραυγή του αὐτὴ συμπυκνώνει γιὰ μᾶς τὰ αἰσθήματα συντριβῆς καί μετάνοιας ποὺ ἔστω καὶ τὴν τελευταία στιγμὴ πρέπει νὰ ἔχουμε, γιὰ νὰ εὐθυγραμμίζεται καὶ νὰ ἰσορροπεῖ καὶ πάλι ἡ πορεία μας πρὸς τὸν Χριστό.Ἀμήν.
ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ IOYNIOY 2018
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΝΤΩΝ (Ματθ. ι΄ 32-33, 37-38, ιθ΄27-30)
3 Ἰουνίου 2018
«Μνήμη δικαίων μετ’ἐγκωμίων» σήμερα, ἀδελφοί μου, καὶ μὲ πολὺ σκέψη καὶ δυσκολία ἀποφασίζει κανεὶς νὰ μιλήσει στοὺς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς μας γιὰ τὴν ἁγιότητα, ἀφοῦ γιὰ τοὺς πολλοὺς ὁ χριστιανισμὸς ἔγινε μόνο μιὰ κοινωνικὴ δύναμη, ἡ Ἐκκλησία γνωρίζεται ὡς ἕνας θεσμὸς καὶ διοικητικὴ ὀργάνωση καὶ ἡ ζωή μας ἔμπρακτα ἀναποδογυρίζει καὶ ἀποδομεῖ τὶς ἀξίες, γιὰ τὶς ὁποῖες ἄλλοι κάποτε ἀνάλωσαν καὶ θυσίασαν ἀκόμα καὶ τὴ ζωή τους.
Ἡ ἁγιότητα ὡς στόχος καὶ ἡ ἀνάγκη ποὺ ἔχουν οἱ καιροί μας νὰ ἀποκτήσουν ἁγίους δὲν μποροῦν νὰ γίνουν κατανοητά. Θὰ τὸ τολμήσουμε ὅμως σήμερα μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς ἑορτῆς «πάντων τῶν Ἁγίων», οἱ ὁποῖοι ἀναδείχθηκαν «κανόνες πίστεως» καί ζῶντας εὐαγγελικῶς στὸν κόσμο πέτυχαν τὴ θέωση καὶ τὴ μακαριότητα.
Ὁ Κύριος δὲν μιλᾶ γιὰ τὴ σωματικὴ δίψα ἀλλὰ γιὰ τοὺς μεγάλους καὶ ἀσίγαστους πόθους τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς. Αὐτοὺς τοὺς πόθους τοὺς χαρακτηρίζει ὡς «δίψα», γιὰ νὰ φανερώσει πόσο ἔντονοι εἶναι,· διότι ἡ δίψα εἶναι ἀπὸ τὰ πιὸ ἔντονα αἰσθήματα τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ πρέπει σύντομα νὰ ἱκανοποιηθεῖ, γιὰ νὰ παραμείνει ὁ ἄνθρωπος στὴ ζωή. Δὲν ἀντέχει χωρὶς νερὸ παρὰ ἐλάχιστες ἡμέρες.
Μέσα ἀπὸ τὴν σημερινὴ ἑορτὴ ἡ Ἐκκλησία «τιμᾷ τοὺς προλαβόντας καὶ προτρέπει τοὺς παρόντας» γιὰ μίμηση τῶν ἁγίων, ἐπειδὴ οἱ ἅγιοι παρουσιάζονται ὡς ἐνδιάμεσοι τύποι γιὰ τὴ μίμηση τοῦ Χριστοῦ. Οἱ ἅγιοι εἶναι αὐτοὶ ποὺ διατηροῦν ἀνοιχτὸ τὸν δρόμο τῆς θεώσεως καὶ μαρτυροῦν γιὰ τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ μέσα στὸν κόσμο. Οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας, ὡς μιμητὲς τοῦ Χριστοῦ, ὑπάρχουν ὡς πρότυπα καὶ δεῖκτες ποὺ δὲν προβάλλουν τὸ δικό τους ἐγώ, ἀλλὰ τὸ ἀφανίζουν, γιὰ νὰ φανερωθεῖ μέσα τους ὁ Χριστός. Οἱ ἅγιοι ζοῦν στὸν κόσμο γιὰ τὸν Θεὸ καὶ διαμορφώνουν τὴν προσωπικότητά τους σύμφωνα μὲ τὸ θέλημά Του·«ἅγιοι, γίνεσθε ὅτι Ἐγὼ ἅγιος εἰμί».
Ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἰδιαίτερα τοῦ Χριστιανοῦ, δεν εἶναι στατικὴ ἀλλὰ δυναμική. Δὲν εἶναι δουλικὴ ἀντιγραφὴ ἀλλὰ προσωπικὴ δημιουργία. Κάθε προσωπική, θετικὴ δημιουργία ὅμως προϋποθέτει τὴν ἀντιγραφή. Ἀντιγράφοντας λοιπὸν τοὺς ἁγίους μας βρίσκουμε «τὸ ἴδιον μέγεθος», ἐπανερχόμαστε στὴν κατὰ φύση ζωὴ καὶ μὲ τὴν θρησκευτικὴ ἑορτή, ποὺ ἀποτελεῖ σπουδαία πνευματικὴ καὶ πολιτιστικὴ δύναμη, διασώζουμε τὴν ἰδιαίτερη φυσιογνωμία καὶ ταυτότητά μας, στοιχεῖα ποὺ μᾶς διαφοροποιοῦν πνευματικὰ καὶ πολιτιστικὰ μέσα στὴν οἰκογένεια τῶν ἐθνῶν.
Κάθε ἑορτὴ ἁγίου τῆς Ἐκκλησίας ἐκπέμπει ἐπίκαιρο μήνυμα, ἐπειδὴ προέρχεται ἀπὸ τὸν Χριστὸ τοῦ «χθὲς καὶ σήμερον καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τοῦ Αὐτοῦ». Γι’᾿αὐτὸ καὶ μὲ τὴ φράση «πάλιν καὶ πολλάκις» τοῦ μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας, μυσταγωγεῖται ἡ πνευματικὴ προκοπὴ τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἡ ἀνάδειξη καὶ προβολὴ τῶν ἁγίων της. Μέσα ἀπὸ τὴν ἑορτὴ τοῦ κάθε ἁγίου ἀποδεικνύεται πόσο θαυμαστὸς εἶναι ὁ Θεός, ὅταν «ἐγείρῃ ἀπὸ γῆς πτωχὸν καὶ ἀπὸ κοπρίας ἀνυψοῖ πένητα» καὶ ὅτι «οὔκ ἐστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενὶ ἡ σωτηρία». Κέντρο λοιπὸν τῆς ζωῆς τῶν ἁγίων καὶ τῆς κάθε ἑορτῆς τους εἶναι ὁ «φανερωθεὶς ἐν σαρκὶ Θεὸς» καὶ αὐτοὶ μαρτυροῦν ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι κάποια νεκρὴ φυσιογνωμία τοῦ παρελθόντος ἀλλὰ «ὁ ὢν καὶ ὁ ἦν καὶ ὁ ἐρχόμενος, ὁ παντοκράτωρ». Οἱ ἅγιοι ξεπηδοῦν σὰν «τοῦ ποταμοῦ τὰ ὁρμήματα», διασχίζουν τοὺς αἰῶνες, δροσίζουν, ποτίζουν καὶ ξεδιψοῦν τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ καὶ εὐφραίνουν γῆ καὶ οὐρανό. Ἑορτὴ ἁγίων καὶ μίμηση ἁγίων σημαίνει τιμὴ ἁγίων καὶ ἀκόμα ὅτι ἡ πνευματικὴ προκοπή μας, ὡς μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, πραγματοποιεῖται στὸ μέτρο ποὺ ἐνεργοποιοῦμε τὴν ἔνταξή μας σ’᾿ Αὐτόν. Μίμηση τῶν ἁγίων μας δὲν σημαίνει ἁπλῶς ἐπιστροφὴ στὸ ἱστορικὸ παρελθὸν τῆς παρουσίας ἐκείνων οὔτε μεταφορά τους ὡς ἀρχαιολογικῶν θησαυρῶν στὸ παρὸν καὶ στὸ μέλλον ἀλλὰ ἀποδοχὴ τῆς παρουσίας τους ὡς μελῶν τοῦ ἑνιαίου Σώματος τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀποποίηση, ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὴν πολύτροπη ἁμαρτία. Οἱ χριστιανικὲς ἑορτὲς καὶ ὅλοι οἱ ἅγιοι εἶναι τὰ γεφύρια ποὺ μᾶς συνδέουν μὲ τὸ χθὲς τῆς πνευματικῆς ζωῆς καὶ ὅσοι ἀπὸ μᾶς λησμονοῦμε καὶ δεν τὸ ἀξιοποιοῦμε δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ στεριώσουμε τὰ γεφύρια ποὺ θὰ μᾶς ὁδοιπορήσουν στὸ μακάριο αὔριο.
Ἡ σημερινὴ ἑορτή «πάντων τῶν Ἁγίων» ἂς γίνει ἀφετηρία πνευματικοῦ ἀνεφοδιασμοῦ καὶ ἡρωϊκῶν ἀποφάσεων. Ἂς προσευχηθοῦμε θερμὰ νὰ ἀναδει- χθοῦμε καὶ ἐμεῖς, μὲ τὶς ἱκεσίες τους, μιμητές τους «κατὰ τὸν καλέσαντα ἡμᾶς ἅγιον» καὶ νὰ γίνουμε «τέλειοι ὥσπερ ὁ πατὴρ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς», διότι μόνον τότε δοξάζεται τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ στὴ γῆ ἀπὸ᾿τοὺς ἀνθρώπους καὶ μεταβάλονται οἱ ἑορτές τῶν ἁγίων σὲ φάρους ποὺ φωτίζουν καὶ λεωφόρους θεώσεως ποὺ δείχνουν τὸν Θεό.
10 Ἰουνίου 2018
Ἡ σημερινὴ Εὐαγγελικὴ περικοπή, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, μᾶς παρουσιάζει τὴ σκηνὴ ποὺ Χριστὸς ἀναζητεῖ καὶ καλεῖ τοὺς πρώτους μαθητές Του «παρὰ τὴν θάλασσαν τῆς Γαλιλαίας», μέσα σὲ ἕνα περιβάλλον καθημερινὸ καὶ ἁπλὸ. Οἱ πρῶτοι στοὺς ὁποίους ἀπευθύνεται εἶναι ἄνθρωποι τοῦ καθημερινοῦ μόχθου, γνήσιοι, ἀληθινοί, ἀνεπιτήδευτοι καὶ ὁπωσδήποτε μὲ διαφορετικὴ ἰδιοσυγκρασία μεταξύ τους.
Ὁ Θεὸς μᾶς καλεῖ στὴν ὕπαρξη, ἐπειδὴ μᾶς ἀγαπᾶ, πρὶν ἀκόμη μᾶς δημιουργήσει, γι’ αὐτὸ καὶ μᾶς γνωρίζει, πρὶν μᾶς φέρει στὴν ζωή. Αὐτὸς ποὺ μᾶς καλεῖ εἶναι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ Χριστός. Δὲν μᾶς καλεῖ στὴν ὕπαρξη, γιὰ νὰ γεννηθοῦμε καὶ νὰ πεθάνουμε, ἀλλὰ γιὰ νὰ ζήσουμε καὶ νὰ σωθοῦμε, δηλαδὴ γιὰ νὰ ἑνωθοῦμε μαζί Του σὲ μιὰ ἀτέλειωτη ζωή. Ἡ κλήση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἕνα μυστήριο, ἔργο τοῦ θελήματος καὶ τῆς πρόγνωσης τοῦ Θεοῦ «οὐχ ὑμεῖς με ἐξελέξασθε, ἀλλ᾽ ἐγὼ ἐξελεξάμην ὑμᾶς».
Αὐτὸ τὸ κάλεσμα ἀπευθύνεται στὸν κάθε ἄνθρωπο ξεχωριστά, μὲ διαφορετικὸ τρόπο, ἀλλὰ μὲ κοινὸ σκοπό τὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ὁ Θεὸς μᾶς διαλέγει καὶ μᾶς ἐκλέγει, ὅταν Ἐκεῖνος μᾶς καλεῖ, σέβεται τὴν ἰδιαιτερότητα τῆς προσωπικότητάς μας. Δὲν παραβλέπει τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ καθένας ἀπὸ ἐμᾶς εἶναι μοναδικὸς καὶ ἀνεπανάληπτος. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν καταργεῖ τὴν ἐλευθερία μας, δὲν μᾶς ἰσοπεδώνει καὶ δὲν μᾶς ἐξισώνει μὲ ἄλλους.
Μέσα ὅμως στὸ μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας καλούμαστε νὰ χωρέσουμε ὅλοι, κλειστοὶ καὶ ἀνοιχτοὶ τύποι χαρακτήρων, πρόσχαροι καὶ σοβαροί, ἐπιεικεῖς καὶ αὐστηροί, εὐαίσθητοι καὶ δυναμικοί, ὅποιοι καὶ ἂν εἴμαστε ἐμεῖς, ὅποιοι καὶ ἂν εἶναι οἱ ἄλλοι, οἱ διαφορετικοὶ ἀπὸ ἐμᾶς. Οἱ μαθητὲς δέχθηκαν ἀμέσως τὴν κλήση τοῦ Χριστοῦ, ἀνταποκρίθηκαν αὐθόρμητα καὶ ὁλοκληρωτικά. Γιατὶ ἆραγε; Ἐπειδὴ ἦταν καλοπροαίρετοι ἄνθρωποι. Ἡ ἀπάντησή τους στὴν κλήση τοῦ Χριστοῦ ἦταν πράξη προθυμίας καὶ ὑπακοῆς. Ἐμπιστεύθηκαν τὸν Χριστὸ καὶ παραδόθηκαν στὸ θέλημά Του καὶ στὴν ἀγάπη Του.
Ἡ κλήση τοῦ Θεοῦ εἶναι πάντα καθαρὰ προσωπική. Ἀγγίζει τὸ κέντρο τοῦ ἑαυτοῦ μας, τὸν πυρήνα τῆς ὕπαρξής μας. Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶναι φιλοσοφία οὔτε ἀκατανόητη θεολογία, ὅπως, δυστυχῶς, κάποτε τὸν μεταποιοῦμε ἀνούσια ἐμεῖς. Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ ἔχει πάντοτε ἀμεσότητα μὲ τὰ ἐνδιαφέροντα καὶ τὴν ζωὴ τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἀναφέρει πολλὲς φορὲς τὸ Εὐαγγέλιο. Ἀρκεῖ νὰ θυμηθοῦμε ὅτι στοὺς ἀκροατές Του, ποὺ σκέπτονται τὸν θερισμό, ὁμιλεῖ γιὰ τὸν πνευματικὸ θερισμό. Στὴν Σαμαρείτιδα ποὺ πῆγε γιὰ νερὸ στὸ πηγάδι, κάνει λόγο γιὰ τὸ «ὕδωρ τὸ ζῶν». Στοὺς ψαράδες ποὺ τοὺς ἀπασχολεῖ ἡ ἐργασία τους, γιὰ μία διαφορετικὴ παράδοξη καὶ θαυμαστὴ ἁλιεία.
«Οἱ δὲ ἀφέντες ἅπαντα ἠκολούθησαν τὸν Χριστό». Ἐγκατέλειψαν τὰ πάντα καὶ ἀκολούθησαν τὸν Χριστό. Δὲν ἦταν μὲ κανέναν καὶ μὲ τίποτε στὸν κόσμο τόσο δεμένοι ὅσο μπόρεσαν νὰ δεθοῦν μὲ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ παραδοθοῦν στὴν ἀγάπη Του. Γι’ αὐτὸ καὶ ὅποιος ἀκολουθεῖ πραγματικὰ τὸν Χριστὸ δὲν προτρέχει οὔτε στέκεται μακριά του, ἀλλὰ ἀποδεσμεύεται ἀπὸ πρόσωπα, πράγματα καὶ καταστάσεις καὶ ζεῖ μιὰ καινούργια πραγματικότητα. Βιώνει τὴν ἐσωτερικὴ ἐλευθερία, ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὴν ἀκλόνητη πίστη καὶ βεβαιότητα ὅτι ἔχει βρεῖ τὴν ἀλήθεια ποὺ ἐλευθερώνει ἀπὸ ὅλα ὅσα καθημερινὰ τὸν περικυκλώνουν. Πράγματι, ὅσο ὡριμάζουμε καὶ ὁλοκληρωνόμαστε ἐσωτερικά, συνειδητοποιοῦμε ὅτι ἡ πολυσυζητημένη ἐλευθερία τὴν ὁποία ὁ κόσμος ἐπιδιώκει καὶ ὁ πολιτισμὸς προβάλλει ὡς βασικὸ σύνθημα εἶναι ἐξωτερική, σχετικὴ καὶ περιορισμένη, ἐπειδὴ εἴμαστε αἰχμάλωτοι περιστάσεων καὶ συνθηκῶν μέσα στὶς ὁποῖες ζοῦμε, τῆς κληρονομικότητας καὶ τῆς ἰδιοσυγκρασίας μας, τοῦ περιβάλλοντός μας, ἀλλὰ καὶ ὁτιδήποτε ἄλλου μᾶς δεσμεύει καὶ μᾶς ὑποτάσσει σ’ αὐτό. Ἄλλωστε, δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾶμε ὅτι δὲν εἴμαστε ἐλεύθεροι στὰ σύνορα τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου. Κανεὶς δὲν μᾶς ρωτᾶ πότε, ποῦ καὶ ἀπὸ ποιοὺς θὰ ἔρθουμε στὴ ζωὴ, ἀλλὰ οὔτε πότε, ποῦ καὶ μὲ ποιὸ τρόπο θὰ φύγουμε ἀπὸ αὐτήν.
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, μόνο ὅταν θεληματικὰ ἀποδεχθοῦμε τὴν κλήση τοῦ Χριστοῦ, μποροῦμε νὰ ἀπελευθερωθοῦμε ἀπὸ κάθε δουλεία, γιὰ νὰ ζήσουμε τὴν «ἐλευθερία τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ». Ἀμήν.
17 Ἰουνίου 2018
Ἡ Εὐαγγελικὴ περικοπὴ ποὺ ἀκούσαμε σήμερα, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἀποτελεῖ τμῆμα τῆς ἐπὶ τοῦ ὄρους ὁμιλίας τοῦ Χριστοῦ καὶ ἔχει ὡς κεντρικὸ θέμα τὴν ἀγωνιώδη μέριμνα τῶν ἀνθρώπων γιὰ τὴ ζωή, ἔναντι τῆς ὁποίας ὑπογραμμίζει τὴν ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Εὔλογα ὅμως ἀκούγοντας αὐτά, θὰ διερωτηθεῖ κανεὶς μήπως ἔτσι καταδικάζεται ἡ προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου νὰ φροντίζει τὸν ἑαυτό του καὶ τὴν οἰκογένειά του. Θὰ ἦταν αὐτονόητα παρανόηση τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ νὰ ὑποστηρίξει κανεὶς κάτι τέτοιο. Ἡ φροντίδα γιὰ τὴ ζωὴ δὲν ἀπορρέει μόνο ἀπὸ τὴ στοιχειώδη λογική, ἀλλ’ ἀποτελεῖ καὶ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ.
Σήμερα βέβαια ὁ ἄνθρωπος ἔχει μεταβάλει αὐτὴ τὴ φροντίδα ἀπὸ μέσο διατήρησης τῆς ζωῆς σὲ σκοπὸ καὶ περιεχόμενο τῆς ζωῆς. Γι’ αὐτὸ ὁ Χριστὸς λέει: «οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καί μαμωνᾷ» (Μτθ. 6,24). Ὁ Θεὸς κι ὁ μαμωνᾶς δὲν εἶναι δύο ἰσότιμα καὶ ἰσοδύναμα μέρη. Διαφέρουν ριζικὰ καὶ οὐσιαστικά. Ὁ Θεὸς εἶναι πρόσωπο, Πατέρας, ποὺ δίνει ἀγάπη καὶ ζωή, ποὺ κάνει σύντροφο καὶ συνομιλητή του τὸν ἄνθρωπο. Ὁ μαμωνᾶς εἶναι πρᾶγμα ἄψυχο, χωρὶς ζωὴ καὶ ἀγάπη, χωρὶς ἴχνος ἀνθρωπιᾶς, ποὺ κάνει τὸν ἄνθρωπο ὅμοιό του, δηλαδὴ ἄψυχο πρᾶγμα. Τὸ δίλημμα λοιπὸν δὲν εἶναι νὰ διαλέξει κανεὶς ἕνα κύριο, ἀλλὰ νὰ διαμορφώσει τὴν προσωπικότητά του ἤ νὰ τὴν ἀρνηθεῖ, νὰ προτιμήσει τὸ εἶναι ἤ τὸ ἔχειν, τὴ ζωὴ ἤ τὸ θάνατο. Δὲν πρόκειται γιὰ μιὰ ἠθικὴ ἐπιλογὴ τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ γιὰ τὴ διαμόρφωσή του σὲ ἄνθρωπο ἤ ὄχι. Ὅλα ὅσα ἀκολουθοῦν εἶναι ἁπλὲς συνέπειες, ἐκδηλώσεις ποὺ δείχνουν τί προτίμησε ὁ ἄνθρωπος.
Αὐτὲς τὶς συνέπειες μᾶς δείχνει στὴ συνέχεια τῆς περικοπῆς ὁ Χριστὸς μ’ ἕνα παράδειγμα ἀπὸ τὴν καθημερινή μας ζωή. Ὅλος ὁ κόπος κι ἡ φροντίδα μας εἶναι ν’ ἀποκτήσουμε, νὰ ἔχουμε, νὰ κατέχουμε. Νὰ κατέχουμε ὅσα χρειαζόμαστε σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδα τῆς ζωῆς, ἐπειδὴ δῆθεν αὐτὰ διασφαλίζουν τὸ μέλλον μας. Ἀκόμα κι οἱ διαπροσωπικές μας σχέσεις αὐτὴν τὴν βαθύτερη διάθεση ἐξωτερικὰ ἐκφράζουν.
Συνηθίζουμε νὰ τονίζουμε τὸ πόσο μᾶς ἀγαποῦν, παρὰ τὸ πόσο ἀγαποῦμε. Τό ἴδιο κάνουμε μερικὲς φορὲς καὶ μὲ τὸν Θεό, ὅταν φυσικὰ τὸν θυμόμαστε. Ζητοῦμε νὰ πάρουμε, χωρὶς ποτὲ νὰ δίνουμε.
Εἶναι ὁλοφάνερο, ἀγαπητοί μου, πὼς ἔχουμε χάσει τὴν ἀνθρώπινη ὑπόστασή μας, ἀφοῦ καὶ τὸν Θεὸ τὸν μεταβάλαμε σὲ ὑπηρέτη τῶν ἀναγκῶν μας. Δὲν εἶναι ὅμως μόνο τραγικὴ αὐτή μας ἡ πορεία. Εἶναι καὶ παράλογη, ὅπως φαίνεται μὲ τὰ ἁπλᾶ παραδείγματα ποὺ δίνει ὁ Χριστός. Παράλογη, διότι ξεχνᾶ τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς, ὅπως ἐμφανίζεται στὸν κόσμο. Τὰ ἀγριολούλουδα καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ δὲν κατέχουν τίποτε. Ὑπάρχουν, ἐπειδὴ τὰ φροντίζει ὁ Θεός. Ὁ Θεός ποὺ εἶναι αὐτοζωή. Δὲν ἔχει ἁπλᾶ ὁ Θεὸς ζωή, ἀλλά εἶναι ὁ Ἴδιος ἡ ζωή, τὴν ὁποία χορηγεῖ. Γι’ αὐτὸ δίνει ζωὴ στὸν κόσμο, χωρὶς νὰ φοβᾶται ὅτι θὰ τὴ στερηθεῖ ὁ ἴδιος. Γι’ αὐτὸ ὁ Χριστὸς ἔγινε ἄνθρωπος, χωρὶς νὰ φοβηθεῖ τὸν θάνατο. Ὁ θάνατος μπορεῖ ν’ ἀφαιρέσει κάτι ποὺ ὁ ἄλλος ἔχει, ἀλλὰ δὲν μπορεῖ νὰ μεταβάλει τὸ Εἶναι. Γι’ αὐτὸ φοβᾶται ἄλλωστε ὁ ἄνθρωπος τὸν θάνατο. Φοβᾶται ἐπειδὴ θὰ τοῦ στερήσει ὅσα ἔχει, τὰ ὁποῖα καὶ ταυτίζονται μὲ τὴ ζωή. Αὐτὴ ὅμως εἶναι λανθασμένη τοποθέτηση, διότι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὕπαρξη, εἶναι ζωή, ἐνῷ ὁ θάνατος ἔχει ἐξουσία μόνο στὰ περὶ τὴν ζωὴ, δηλαδὴ στὰ πράγματα.
Συνεπῶς, ἀδελφοί μου, ἡ μετάβαση στὸ χῶρο τοῦ εἶναι, τῆς ζωῆς δηλαδή, πρέπει ν’ ἀποτελεῖ τὸ μοναδικὸ μέλημα τοῦ ἀνθρώπου. Ἔτσι, θὰ λυτρωθεῖ ἀπὸ τὴ φθορὰ καὶ τὸ θάνατο, χωρὶς νὰ ἀγωνίζεται κάτω ἀπὸ δεσμά.
Ἡ αὐτόβουλη καὶ συνειδητὴ ἔνταξη στὸ χῶρο τῆς ζωῆς, δηλαδὴ στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, στὴν καινὴ κτίση ποὺ ἐγκαινίασε ὁ Χριστός, προβάλλει ὡς ἡ μόνη ἀσφαλὴς καὶ βεβαία λύση ζωῆς. Κι ἐδῶ πρέπει νά θυμηθοῦμε πώς ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι μιά προσφορά νέων πραγμάτων ἀπὸ τὸν Θεὸ στὸν ἄνθρωπο.
Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ σάρκωσή Του στὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο. Εἶναι ἡ ἐπανατοποθέτηση τοῦ ἴδιου τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν ἄστοχο τρόπο τοῦ ἔχειν, τῆς κατοχῆς, στὸν σωτήριο στόχο τοῦ Εἶναι, τῆς ζωῆς.
Μὲ αὐτὴ τὴν ἔννοια ὁ Χριστὸς προτρέπει τοὺς μαθητές Του νὰ ζητοῦν καὶ νὰ ἐπιδιώκουν πρῶτα τὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ μετὰ ἀπὸ αὐτό τὸν πόθο, θὰ προσθέσει ὁ Ἴδιος ὅσα ἄλλα χρειάζονται, γιὰ νὰ γίνουν κληρονόμοι τῆς Βασιλείας Του. Ἀμήν.
24 Ἰουνίου 2018
Τὸ σημερινὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ἀφορᾶ στὴ θεραπεία τοῦ δούλου τοῦ ἑκατοντάρχου ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ. Ὁ ἑκατόνταρχος, παρὰ τὸ ὅτι δὲν ἦταν Ἰουδαῖος, ζητεῖ μὲ πίστη ἀπὸ τὸν Κύριο τὴ θεραπεία τοῦ πάσχοντος καὶ ἑτοιμοθάνατου δούλου του καὶ ὁ Χριστός, ὡς Κύριος τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου, ἱκανοποιεῖ τὸ αἴτημά του χορηγῶντας τὴν ἴαση.
Τὸ ἀναφερόμενο περιστατικὸ ἀποκαλύπτει τὴ φιλανθρωπία καὶ τὴν πίστη τοῦ ἑκατόνταρχου καὶ ταυτόχρονα τὴν ἐξουσία καὶ τὴ δικαιοσύνη τοῦ Ἰησοῦ.
Ὁ ἑκατόνταρχος ἦταν εἰδωλολάτρης ἀξιωματικὸς τοῦ ρωμαϊκοῦ στρατοῦ καὶ εἶχε ὑπὸ τὶς διαταγές του ἑκατὸ στρατιῶτες καὶ μεγάλο ἀριθμὸ δούλων. Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ἦταν καὶ ὁ ἀσθενὴς τῆς σημερινῆς Εὐαγγελικῆς διήγησης. Ὁ ἑκατόνταρχος ἐπιδεικνύει πνεῦμα φιλανθρωπίας, τὸ ὁποῖο μάλιστα ὑπερβαίνει τόσο τὰ συνήθη τῆς ἐποχῆς του, ἀφοῦ τότε οἱ δοῦλοι δὲν εἶχαν καμμιὰ ἀξία, ἀλλὰ θεωροῦνταν ἀναλώσιμα ὑλικά, ὅσο καὶ τὰ συνήθη κάθε ἐποχῆς, ἰδιαίτερα καὶ τῆς δικῆς μας, ὅπου δὲν νοιάζεται κανεὶς γιὰ τὸν ἄλλον. Παρόλα αὐτὰ ὁ ἑκατόνταρχος συμπονεῖ τὸν δοῦλο του καὶ προσπαθεῖ γιὰ ἐκεῖνον προσερχόμενος μὲ πίστη στὸν Ἰησοῦ, γιὰ νὰ τὸν θεραπεύσει.
Αὐτὴ ἡ πίστη τοῦ ἑκατόνταρχου ἀποτελεῖ ὄντως παράδοξο χαρακτηριστικό, ἀφοῦ ὡς ἐθνικός, δηλαδὴ μὴ Ἰουδαῖος καὶ εἰδωλολάτρης ἀγνοοῦσε τὸν Νόμο τοῦ Θεοῦ, τοὺς Προφῆτες, τὶς Γραφὲς καὶ τὶς ἐπαγγελίες τοῦ Θεοῦ. Ὅμως εἶχε ἐσωτερικὴ ποιότητα καὶ ζῶντας στὴν περιοχὴ τῆς Παλαιστίνης ἔβλεπε τὴν λατρεία τοῦ Ἰσραὴλ καὶ γινόταν μάρτυς τῆς διδασκαλίας καὶ τῶν θαυμάτων τοῦ Ἰησοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ καταφεύγει σὲ αὐτὸν μὲ πίστη. Ἡ πίστη του ἦταν συνυφασμένη μὲ τὴν ταπείνωση, διότι ὅταν ὁ Χριστὸς θέλησε νὰ πάει στὸ σπίτι του, γιὰ νὰ θεραπεύσει τὸν δοῦλο του, ὁ ἑκατόνταρχος θεώρησε ὅτι δὲν ἀξίζει τέτοια τιμή. Σὲ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ σημεῖο ἀποκαλύπτονται οἱ διαστάσεις τῆς πίστης του καὶ ἡ αἴσθηση ποὺ εἶχε ἐνώπιον τοῦ Ἰησοῦ. Ζητεῖ ἀπὸ τὸν Κύριο ἁπλῶς νὰ κάνει τὸ θαῦμα.
Εἶναι ὄντως ἐκπληκτικὴ ἡ πίστη τοῦ ἑκατόνταρχου, διότι ἀναγνωρίζει στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ τὸν Θεό, ὁ ὁποῖος μόνο μὲ τὸν λόγο του δημιούργησε, στερέωσε καὶ διακρατεῖ τὰ σύμπαντα. Αὐτὴ ἡ πίστη νικᾶ τὸν θάνατο, κλείνει τὶς πύλες τοῦ Ἅδη καὶ ἀνοίγει τὴ θύρα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ ἡ πίστη εἶναι τὸ ἀδιάκοπα ζητούμενο ὄχι μόνο ἀπὸ τὸν ἑκατόνταρχο ἀλλὰ ἀπὸ κάθε ἄνθρωπο. Αὐτὸς εἶναι ὁ ὄντως πλοῦτος, ὁ ὁποῖος δὲν χάνεται, ἀλλὰ σώζει. Κανένα ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα πράγματα, οὔτε ἡ περιουσία οὔτε τὰ κτήματα οὔτε τὰ χρήματα οὔτε ἡ κοινωνικὴ θέση οὔτε ἡ ἐξουσία οὔτε τὸ σωματικὸ κάλλος, δὲν εἶναι μόνιμο. Καὶ ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ ἡ καθημερινὴ ἐπιδίωξη καὶ ἡ ἀπολυτοποίησή τους σκορπίζει τὶς ἐσωτερικὲς δυνάμεις τοῦ ἀνθρώπου καὶ δὲν ἐπιτρέπει τὸ φτάσιμο στὸν Θεό.
Ὁ Χριστὸς θαυμάζει τελικὰ τὴν ποιότητα καὶ τὴ δύναμη αὐτῆς τῆς πίστης τοῦ ἑκατόνταρχου καὶ προσφέρει, ὡς ἐξουσίαν ἔχων, τὸ δῶρο τῆς ζωῆς στὸν πάσχοντα δοῦλο του. Στρεφόμενος ὅμως πρὸς τὸ πλῆθος τῶν Ἰουδαίων ποὺ Τὸν ἀκολουθοῦσαν σημειώνει ὅτι αὐτοὶ δὲν ἔχουν τέτοια πίστη.
Οἱ Ἰουδαῖοι ὡς τέκνα τοῦ Ἀβραάμ, ἀδελφοί μου, ἐπαναπαύονταν στὴν πνευματικὴ καταγωγή τους, ὅπως ἐμεῖς σήμερα, θεωρῶντας ὅτι μόνο μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ἔχουν ἐξασφαλισμένη τὴ σωτηρία. Ἔμπρακτα ὅμως ἀρνήθηκαν νὰ ἀποδεχθοῦν τὴν ἐκπλήρωση τῶν ἐπαγγελιῶν στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Παρόλο ποὺ ἀνατράφηκαν μὲ τὸν Νόμο, τοὺς Προφῆτες καὶ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, ἀγνόησαν τὴν πραγματικότητα τῆς παρουσίας, τῆς διδασκαλίας καὶ τῆς θαυματουργικῆς ἐξουσίας τοῦ Ἰησοῦ, μὲ ἀποτέλεσμα τελικὰ νὰ Τὸν σταυρώσουν. Ἔτσι ἔχασαν τὸ προνόμιο τοῦ ἐκλεκτοῦ λαοῦ καὶ τὴ θέση τους παίρνουν ἀπὸ τότε ὅσοι στρέφονται μὲ βεβαιότητα στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ὡς Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος καὶ σώζοντος κάθε ἄνθρωπο.
ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΜΑΙΟΥ 2018
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ (Ἰωαν. δ΄ 5-42)
6 Μαΐου 2018
«Ὃς ἂν πίῃ ἐκ τοῦ ὕδατος οὗ ἐγὼ δώσω αὐτῷ, οὐ μὴ διψήσῃ εἰς τὸν αἰῶνα».
Μὲ αὐτὸν τὸν λόγο ὁ Κύριος, ὅπως ἀκούσαμε στὸ σημερινὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα, διακονεῖ τὴ σωτηρία αὐτῆς τῆς τραυματισμένης ψυχῆς, τὴν ὁποία συνάντησε στὸ φρέαρ τοῦ Ἰακώβ, στὸ πρόσωπο τῆς ἁμαρτωλῆς Σαμαρείτιδας γυναίκας. Τῆς ἀποκαλύπτει μεγάλες ἀλήθειες. Μεταξὺ τῶν ἄλλων τῆς εἶπε ὅτι ὅποιος πιεῖ ἀπὸ τὸ νερὸ ποὺ δίνει Ἐκεῖνος, δὲν θὰ διψάσει ποτὲ πιά. Ἂς δοῦμε λοιπὸν ποιὰ εἶναι ἡ δίψα τοῦ ἀνθρώπου στὴν ὁποία ἀναφέρεται ὁ Κύριος καὶ γιατί μόνο Ἐκεῖνος μπορεῖ νὰ τὴν ἱκανοποιήσει.Μὲ αὐτὸν τὸν λόγο ὁ Κύριος, ὅπως ἀκούσαμε στὸ σημερινὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα, διακονεῖ τὴ σωτηρία αὐτῆς τῆς τραυματισμένης ψυχῆς, τὴν ὁποία συνάντησε στὸ φρέαρ τοῦ Ἰακώβ, στὸ πρόσωπο τῆς ἁμαρτωλῆς Σαμαρείτιδας γυναίκας. Τῆς ἀποκαλύπτει μεγάλες ἀλήθειες. Μεταξὺ τῶν ἄλλων τῆς εἶπε ὅτι ὅποιος πιεῖ ἀπὸ τὸ νερὸ ποὺ δίνει Ἐκεῖνος, δὲν θὰ διψάσει ποτὲ πιά. Ἂς δοῦμε λοιπὸν ποιὰ εἶναι ἡ δίψα τοῦ ἀνθρώπου στὴν ὁποία ἀναφέρεται ὁ Κύριος καὶ γιατί μόνο Ἐκεῖνος μπορεῖ νὰ τὴν ἱκανοποιήσει.
Ὁ Κύριος δὲν μιλᾶ γιὰ τὴ σωματικὴ δίψα ἀλλὰ γιὰ τοὺς μεγάλους καὶ ἀσίγαστους πόθους τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς. Αὐτοὺς τοὺς πόθους τοὺς χαρακτηρίζει ὡς «δίψα», γιὰ νὰ φανερώσει πόσο ἔντονοι εἶναι,· διότι ἡ δίψα εἶναι ἀπὸ τὰ πιὸ ἔντονα αἰσθήματα τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ πρέπει σύντομα νὰ ἱκανοποιηθεῖ, γιὰ νὰ παραμείνει ὁ ἄνθρωπος στὴ ζωή. Δὲν ἀντέχει χωρὶς νερὸ παρὰ ἐλάχιστες ἡμέρες.
Καὶ ποιοὶ εἶναι αὐτοὶ οἱ πόθοι τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς ποὺ ζητοῦν ὁπωσδήποτε ἱκανοποίηση; Εἶναι ὁ πόθος γιὰ ἀφθαρσία καὶ ἀθανασία. Λυπᾶται ὁ ἄνθρωπος γιὰ τὴ φθορὰ ποὺ βλέπει νὰ κυριαρχεῖ στὸν παρόντα κόσμο καὶ κυρίως γιὰ τὴ φθορὰ στὸ σῶμα του: ποὺ ἀρρωσταίνει, ποὺ γερνᾶ, καὶ τὸ χειρότερο, ποὺ πεθαίνει. Ὁ ἄνθρωπος δὲν δημιουργήθηκε γιὰ τὸν θάνατο ἀλλὰ γιὰ τὴν αἰώνια ζωή. Γι’᾿αὐτὸ ἀποστρέφεται τὸν θάνατο, συγκλονίζεται ἀπὸ τὸν θάνατο. Δὲν θέλει νὰ πεθάνει.
Ποθεῖ ἐπίσης τὴν τελειότητα καὶ μάλιστα τὴν τελειότητα στὴν ἀρετή. Θέλει νὰ εἶναι τέλειος σὲ ὅλα, ἄμεμπτος, καθαρὸς ἀπὸ κάθε ἀτέλεια, ἀπὸ κάθε ἐλάττωμα. Ἐπιθυμεῖ νὰ ἔχει ἀκατηγόρητη συνείδηση. Ἀγαπᾶ τὴν ἀρετή, τὴν θαυμάζει. Θέλει νὰ νὰ ἀναδειχθεῖ, νὰ δοξασθεῖ. Διψάει τὴ χαρά, τὴν εὐτυχία.
Πόθοι διάφοροι τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς. Ποιὸς ὅμως μπορεῖ νὰ τοὺς ἱκανοποιήσει;
Μόνο ὁ Χριστὸς ξεδιψᾶ τὸν ἄνθρωπο.
«Ἡ δίψα τῶν ἀνθρωπίνων ψυχῶν», γράφει ὁ ἅγιος Νικόλαος ὁ Καβάσιλας, «ἀπείρου δεῖταί τινος ὕδατος». Ἡ δίψα τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς χρειάζεται κάποιο νερὸ ποὺ νὰ μὴν τελειώνει ποτέ, νὰ εἶναι ἄπειροαὐτὸς ὁ κόσμος μὲ ὅλα τὰ ἀγαθά του εἶναι πεπερασμένος, ἔχει ὅρια, πῶς μπορεῖ νὰ ἐπαρκέσει; Καὶ αὐτὸ τὸ ἄπειρο νερὸ εἶναι ἡ θεία Χάρις, ὁ Θεὸς κοινωνούμενος. Μόνο ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ ξεδιψάσει τὸν ἄνθρωπο, ὁ Θεὸς ὁ ἄφθαρτος, ὁ ἀθάνατος, ποὺ ἔχει κάθε τελειότητα σὲ ἄπειρο βαθμό, ὁ μόνος Ἅγιος, ἡ πηγὴ κάθε ἀγαθοῦ.
Γι’᾿αὐτὸ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἐνηνθρώπησε, γιὰ νὰ ὁδηγήσει τὸν ἄνθρωπο στὸ Θεό, γιὰ νὰ σβήσει τὴν ἀνθρώπινη δίψα, ποὺ τελικὰ δὲν εἶναι παρὰ ἕνας πόθος: ὁ πόθος γιὰ τὸν Θεό, γιὰ τὸν Χριστό. Διότι ὁ ἄνθρωπος εἶναι δημιουργημένος «κατ’ εἰκόνα» καὶ «καθ’᾿ὁμοίωσιν» Θεοῦ. Ἔχει θεϊκὰ γνωρίσματα καὶ εἶναι προορισμένος, ἄν τὸ θελήσει, νὰ γίνει θεός – τίποτε λιγότερο! Ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἔμφυτη τὴν ἀναζήτηση τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστὸς εἶναι «ὁ μόνος ἐπιθυμητός, οὗ τυχοῦσιν οὐκ ἔνι ζητεῖν περαιτέρω», γράφει πάλι ὁ ἅγιος Νικόλαος ὁ Καβάσιλας. Εἶναι ὁ μόνος ποὺ ἐπιθυμεῖ ἡ ἀνθρώπινη ψυχή. Κι ὅσοι Τὸν βροῦν δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ζητήσουν τίποτε ἄλλο στὴ ζωή τους. Σταματοῦν τὴν ἀγωνιώδη ἀναζήτηση. Ἀναπαύονται πλήρως. Εἶναι αὐτὸ ἀκριβῶς ποὺ εἶπε σήμερα στὴ Σαμαρείτιδα ὁ Κύριος «οὐ μὴ διψήσῃ εἰς τὸν αἰῶνα».
Ἆραγε καταλαβαίνουμε αὐτὰ τὰ λόγια τοῦ Κυρίου; Ὅποιος πιεῖ ἀπὸ τὸ νερὸ ποὺ δίνει ὁ Κύριος ξεδιψᾶ τελείως. Τὸ ζοῦμε αὐτό; Ἂν ναί, εἴμαστε μακάριοι· κι ἂς τρέξουμε σὰν τὴ Σαμαρείτιδα νὰ ὁδηγήσουμε κι ἄλλες ψυχὲς στὴν πηγὴ τοῦ ἀληθινοῦ νεροῦ. Ἂν ὄχι, ἂς μὴν ἀπογοητευθοῦμε. Δόξα τῷ Θεῷ, ξέρουμε ποῦ θὰ ξεδιψάσουμε. Νὰ ἀγωνισθοῦμε φιλότιμα. Καὶ θὰ βροῦμε ὁπωσδήποτε τὸν Χριστό· ἢ μᾶλλον Ἐκεῖνος θὰ μᾶς βρεῖ, θὰ μᾶς ἀποκαλυφθεῖ καὶ θὰ μᾶς ξεδιψάσει. Αὐτὸς ποὺ εἶναι ἀκούραστος νὰ ἀγαπᾶ καὶ νὰ καταδιώκει τὴν κάθε ψυχή, γιὰ νὰ τῆς χαρίσει «τὸ ὕδωρ τὸ ἀλλόμενον εἰς ζωὴν αἰώνιον».
Ἀμήν.
13 Μαΐου 2018
«Ἓν οἶδα, ὅτι τυφλὸς ὢν ἄρτι βλέπω».Ἔλαμψε στὴ σημερινὴ Εὐαγγελικὴ περικοπὴ ἡ ἀγάπη τοῦ Κυρίου καὶ ἡ παντοδυναμία Του. Θεράπευσε ἕναν ἐκ γενετῆς τυφλό, ἕναν ἀόμματο. Ἔλαμψε ὅμως καὶ ἡ ἀρετὴ τοῦ θεραπευμένου τυφλοῦ, ὁ ὁποῖος ὁμολόγησε μὲ ὑποδειγματικὸ τρόπο τὴν ἀλήθεια γιὰ τὴ θεραπεία του καὶ γιὰ τὸν Κύριο Ἰησοῦ, ὅσο Τὸν εἶχε γνωρίσει. Μὲ αὐτὴ τὴν ἀφορμὴ ἂς δοῦμε ποιὰ εἶναι τὰ γνωρίσματα τῆς ὁμολογίας τοῦ τυφλοῦ καὶ πῶς θὰ μπορέσουμε καὶ ἐμεῖς νὰ ὁμολογοῦμε θεάρεστα τὴν πίστη μας.
Ἡ ὁμολογία τοῦ τυφλοῦ διακρίνεται πρῶτα-πρῶτα ἀπὸ ἀνδρεία. Ὁ τυφλὸς μὲ θάρρος ὁμολόγησε τί εἶχε συμβεῖ, χωρὶς νὰ φοβηθεῖ τοὺς Φαρισαίους καὶ χωρὶς νὰ ὑποκύψει στὶς πιέσεις τους. Οἱ Φαρισαῖοι μισοῦσαν τὸν Κύριο καὶ εἶχαν ἀπειλήσει ὅτι ὅποιος Τὸν ὁμολογοῦσε ὡς Μεσσία θὰ γινόταν ἀποσυνάγωγος. Ἦταν φοβερὴ τιμωρία νὰ γίνει κανεὶς ἀποσυνάγωγος. Θὰ λέγαμε σήμερα, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ πάει στὴν ἐκκλησία οὔτε νὰ συμμετάσχει στὰ ἱερὰ Μυστήρια, θὰ τὸν κρατοῦσαν ὅλοι σὲ ἀπόσταση σὰν μιασμένο καὶ θὰ τοῦ ἔκλειναν τὴν πόρτα. Οἱ γονεῖς τοῦ πρώην τυφλοῦ φοβήθηκαν, δὲν ὁμολόγησανὁ ἴδιος ἀντίθετα ἔδειξε ἀξιοθαύμαστο θάρρος ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μέχρι τὸ τέλος τῆς ἀνακρίσεως ποὺ τοῦ ἔκαναν οἱ ἐχθροὶ τοῦ Κυρίου.
Ἔδειξε θάρρος, ὄχι ὅμως καὶ θράσος. Ἡ ὁμολογία του ξεχωρίζει καὶ γιὰ τὸ ἀνώτερο ἦθος της. Ἂν καὶ κατάλαβε τὴ δολιότητα τῶν Ἰουδαίων, δὲν θύμωσε οὔτε τοὺς ἤλεγξε. Ἀπαντοῦσε σταθερά, μὲ εὐθύτητα καὶ ἠρεμία. Καὶ ὅταν τὸν χλεύασαν καὶ τὸν ἔδιωξαν, δὲν ἀνταπέδωσε.
Τέλος, ἡ ὁμολογία του εἶχε λογικὰ ἐπιχειρήματα. Ὁ συλλογισμός του εἶχε ὡς ἑξῆς: «Ὁ Θεὸς δὲν εἰσακούει τοὺς ἁμαρτωλούς. Ἀπὸ τὴν ἄλλη ὁ Ἰησοῦς μοῦ ἔκανε θαῦμα πρωτοφανές, ποὺ μόνο μὲ τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ μποροῦσε νὰ γίνει. Ἄρα ὁ Ἰησοῦς δὲν εἶναι ἁμαρτωλὸς ἀλλὰ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ». Κρυστάλλινη λογική, στὴν ὁποία οἱ Φαρισαῖοι δὲν μπόρεσαν νὰ ἀντιτάξουν παρὰ μόνο ὕβρεις καὶ βία.
Ἂς ἔρθουμε ὅμως σὲ μᾶς. Πῶς ὁμολογοῦμε τὴν πίστη μας στὸν Κύριο; Ἡ ἀπάντηση εἶναι ἁπλή. Ὁμολογοῦμε τὴν πίστη μας, μόνον ἐὰν τὴν ζοῦμε. Ὁ Κύριος σὲ ἄλλη περίπτωση εἶχε πεῖ « ὅποιος μὲ ὁμολογήσει εἶναι ἑνωμένος μαζί μου » δηλαδὴ ὁμολογεῖ κανεὶς τὸν Χριστὸ ὄχι μὲ τὴ δική του δύναμη ἀλλὰ μὲ τὴ βοήθεια τῆς θείας Χάριτος. Ἀντίστοιχα ὁ τυφλὸς ὁμολόγησε αὐτὸ ποὺ ἔζησε, ἡ ὁμολογία του ἦταν κατάθεση τῆς ἐμπειρίας του. Εἶπε «Ἂν εἶναι ἁμαρτωλὸς ὁ Ἰησοῦς, δὲν τὸ ξέρω. Ἕνα πράγμα ξέρω, ὅτι ἤμουν τυφλὸς καὶ τώρα βλέπω».
Νὰ συνδεθοῦμε λοιπὸν στενὰ μὲ τὸν Κύριο. Νὰ Τὸν γνωρίσουμε ἀληθινά. Νὰ ἐπιδιώκουμε νὰ ἑνωνόμαστε μαζί Του. Νὰ γίνει ἡ θεία Κοινωνία τὸ κέντρο τῆς ζωῆς μας. Ὅταν γνωρίσουμε τὸν Χριστό, τότε ἡ πίστη μας σ’᾿ Ἐκεῖνον θὰ γίνει τόσο δυνατὴ καὶ ἡ ἀγάπη μας τόσο φλογερή, ὥστε δὲν θὰ μποροῦμε νὰ μὴν Τὸν ὁμολογοῦμε. Δὲν θὰ ἀμφιταλαντευόμαστε προκειμένου νὰ Τὸν ὑπερασπισθοῦμε, ἀκόμη κι ἂν μᾶς ἀπειλοῦν μὲ θάνατο. Ἀφοῦ θὰ ποθοῦμε νὰ ζήσουν καὶ οἱ ἄλλοι τὴ χαρὰ τῆς χριστιανικῆς ζωῆς, αὐθόρμητα θὰ τὴν ὁμολογοῦμε.
Ὀφείλουμε οἱ Χριστιανοὶ ποὺ ζοῦμε τὸν Χριστὸ νὰ ἔχουμε τὸ θάρρος νὰ Τὸν ὁμολογοῦμε. Τὸ ἔχει ἀνάγκη ἡ κοινωνία μας, ἡ τόσο ἀποστατημένη, στὴν ὁποία ὑπάρχει τόση ἄγνοια καὶ τόση ἐχθρότητα ἐναντίον τῆς Πίστεως. Ὅποιος ἀντέξει νὰ ὁμολογήσει τὸν Χριστό, ὅποιος βαστάσει τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, θὰ ὠφελήσει πολλὲς καλοπροαίρετες ψυχὲς ποὺ ζοῦν μέσα στὸ σκοτάδι. Αὐτὸς θὰ στηρίξει καὶ τοὺς ἀδύναμους πιστούς. Θὰ ὑποστεῖ ἴσως τὴν ἀπόρριψη ὅσων ζοῦν καὶ ἀγαποῦν τὸ σκοτάδι. Ἀλλὰ ἂς μὴ φοβηθεῖ. Ὁ Κύριος θὰ τοῦ χαρίσει τὸν στέφανο τῆς Βασιλείας Του, Αὐτὸς ποὺ στεφανώνει ὅσους ὑποφέρουν γιὰ τὴν ἀγάπη Του.
Ἀμήν.
20 Μαΐου 2018
«Ἐγώ σε ἐδόξασα ἐπὶ τῆς γῆς».Τὴ σημερινὴ Κυριακὴ τιμοῦμε τὴ μνήμη τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Α΄´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἡ Σύνοδος αὐτὴ συγκλήθηκε τὸ 325 μ.Χ. στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας, μιὰ πόλη τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῆς αἱρέσεως τοῦ Ἀρείου. Τὸ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα, σχετικὸ μὲ τὴν ἑορτή, εἶναι τὸ πρῶτο μέρος τῆς Ἀρχιερατικῆς Προσευχῆς τοῦ Κυρίου, δηλαδὴ τῆς προσευχῆς ποὺ ἀπηύθυνε ὁ Κύριος λίγο πρὶν ἀπὸ τὸ Πάθος Του. Στὴν ἀρχή της ὁ Κύριος λέει ὅτι δόξασε τὸν ἐπουράνιο Πατέρα Του στὴ γῆ «Ἐγώ σε ἐδόξασα ἐπὶ τῆς γῆς». Ἂς δοῦμε λοιπὸν σήμερα πῶς δόξασε ὁ Κύριος τὸν Θεὸ Πατέρα, πῶς Τὸν δόξασαν οἱ ἅγιοι Πατέρες ποὺ τιμοῦμε σήμερα, καὶ ποιὸ εἶναι τὸ δικό μας χρέος.
Ὁ Κύριος δόξασε τὸν Πατέρα Του στὴ γῆ μὲ ὁλόκληρη ἀσφαλῶς τὴ ζωή Του. Τὸν δόξασε ὅμως καὶ μὲ τὴ φανέρωση τῆς ἀλήθειας περὶ Θεοῦ. Στὴν πρὸ Χριστοῦ ἐποχὴ λατρεύονταν καὶ δοξάζονταν πολλοὶ ψεύτικοι θεοί ποὺ· πίσω ἀπὸ αὐτοὺς κρύβονταν οἱ δαίμονες.
Ὁ ἐνανθρωπήσας Υἱὸς τοῦ Θεοῦ κατήργησε τὴ δόξα τῶν ψεύτικων θεῶν, ἀποκαλύπτοντας στοὺς ἀνθρώπους ποιὸς εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός, ὁ μόνος ἄξιος νὰ δοξάζεται. Γι’ αὐτὸ ἄλλωστε ἦλθε στὸν κόσμο, ὅπως διεκήρυξε ὁ Ἴδιος, «ἵνα μαρτυρήσῃ τῇ ἀληθείᾳ»,·γιὰ νὰ ἀποκαλύψει καὶ κηρύξει τὴν ἀλήθεια περὶ τοῦ Θεοῦ.
Ἀποκάλυψε δηλαδὴ ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι Τριαδικός, ὁ Πατήρ, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο. Καὶ ὅτι αὐτὸς ὁ ἐν Τριάδι Θεός ἀγαπάει τὸν ἁμαρτωλὸ καὶ θέλει τὴ σωτηρία του·καὶ ὅτι γι’ αὐτὴ τὴ σωτηρία τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἔγινε καὶ ἄνθρωπος, γιὰ νὰ προσφέρει τὸν Ἑαυτό Του θυσία «ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς καὶ σωτηρίας», γιὰ νὰ ζήσει καὶ νὰ σωθεῖ ὁ κόσμος.
Κι ὅταν κάποιοι σκανδαλίσθηκαν ἀπὸ τὰ λόγια Του, δὲν θέλησε νὰ ἀλλάξει τὴ διδασκαλία Του, ἀλλὰ ρώτησε τοὺς μαθητές Του «Μήπως θέλετε κι ἐσεῖς νὰ φύγετε;». Ἤθελε νὰ δοξάσει τὸν Θεό, νὰ παραδώσει ἀνόθευτη τὴν ἀλήθεια ποὺ σώζει, χωρὶς νὰ ἐπιζητεῖ ὀπαδούς.
Κατὰ τὸ τέλειο παράδειγμα τοῦ Κυρίου, καὶ οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου δόξασαν τὸν Θεὸ μὲ τὴ θεόπνευστη διδασκαλία τους κατὰ τὴ σύγκληση τῆς Συνόδου αὐτῆς.
Δὲν συγκεντρώθηκαν γιὰ τὴ δική τους δόξα. Μία ἦταν ἡ ἀγωνία τους: νὰ μείνει ἀπαραχάρακτη ἡ ἐν Χριστῷ ἀποκαλυφθεῖσα ἀλήθεια,·νὰ μὴν ἀλλάξει ἡ ἀλήθεια τῆς χριστιανικῆς πίστεως,·νὰ φυλαχθεῖ ἔτσι ἀκριβῶς ὅπως τὴν κήρυξε ὁ Κύριος καὶ τὴν δίδαξαν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι. Γνώριζαν ὅτι μείωση τῆς ἀλήθειας περὶ Θεοῦ σήμαινε μείωση τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ.
Αὐτοὶ οἱ ἅγιοι Πατέρες ἦταν ἡ γενιὰ ποὺ εἶχε βγεῖ ἀπὸ τὶς Κατακόμβες μόλις πρὶν ἀπὸ λίγα χρόνια. Καὶ ἔφεραν τὰ στίγματα τοῦ Κυρίου στὸ σῶμα τους. Ἄλλος εἶχε κομμένη μύτη, ἄλλος ἀκρωτηριασμένο χέρι, καὶ γενικὰ εἶχαν ὑποστεῖ βασανιστήρια, ἐπειδὴ δὲν εἶχαν θελήσει νὰ ἀρνηθοῦν τὸν Χριστὸ καὶ νὰ προσκυνήσουν τὰ εἴδωλα. Εἶχαν δοξάσει τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ μὲ τὴ σταθερὴ ὁμολογία τους· καὶ τώρα στὴ Σύνοδο δόξασαν τὸν Θεὸ διατυπώνοντας, μὲ τὸν φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὴν ἀλήθεια ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι Θεὸς ἀληθινός, ὁμοούσιος μὲ τὸν Πατέρα.
Χρέος δικό μας λοιπὸν εἶναι νὰ κρατοῦμε ἀνόθευτη τὴν ἀλήθεια, γιὰ νὰ δοξάζεται ὁ μόνος ἀληθινὸς ἐν Τριάδι Θεός, ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ ὁ Θεὸς Πατὴρ καὶ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα. Νὰ φυλάττουμε δηλαδὴ τὴν Ὀρθόδοξη Πίστη μας ἀνόθευτη καὶ νὰ τὴν ὁμολογοῦμε. Βεβαίως σεβόμαστε τοὺς ἑτερόδοξους καὶ τοὺς ἀλλόθρησκους, ἀλλὰ πιστεύουμε ὅτι μία εἶναι ἡ ἀλήθεια, ἕνας εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεὸς καὶ ὅτι μόνο ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ὁ Σωτὴρ τοῦ κόσμου. Ὅποιος δοξάζει τὸν Θεό, αὐτὸς κερδίζει. Ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ζωή μας, ἡ εὐτυχία μας, ἡ αἰώνια σωτηρία μας. Νὰ μᾶς ἀξιώσει ὁ Κύριος νὰ τὴν γευθοῦμε. Ἀμήν.
27 Μαΐου 2018
Κυριακὴ τῆς Πεντηκοστῆς. Μεγάλη ἡ σημερινὴ ἑορτὴ γιὰ τὴν Ἐκκλησία, ἀφοῦ ἀποτελεῖ τὴν ἀρχὴ τῆς πορείας της στὴν ἱστορία γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν κόσμο. Κι αὐτὴ τὴ μεγάλη ἡμέρα παρουσιάζεται ὁ Χριστὸς μέσα ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου, νὰ καλεῖ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους νά ’ρθουν νὰ πιοῦν ἀπὸ τὸ δικό Του νερό, τὸ αἰώνιο, γιὰ νὰ ξεδιψάσουν.
Ὁ Χριστὸς καλεῖ συνεχῶς, ὅπως τότε καὶ τώρα καὶ πάντα ἐκείνους ποὺ διψοῦν καὶ πεινοῦν γιὰ τὴ δικαιοσύνη Του καὶ τὴν ἀγάπη Του. «Ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω», ἀφοῦ ἡ πηγὴ εἶναι πάντα ρέουσα καὶ παρέχει τὸ «ὕδωρ τὸ ζῶν».
Καὶ σ’ ἐκείνους, ποὺ κλεισμένοι σὰν μέσα σὲ σκοτεινὸ σπήλαιο -ἔτσι τοὺς φαντάσθηκε ὁ ἀρχαῖος φιλόσοφος στὴν «Πολιτεία του» - ἐναγώνια ζητοῦν νὰ μάθουν τὴν ἀλήθεια, ὁ Χριστὸς θὰ διακηρύσσει πὼς «ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου». Ἐνῷ δὲ ὁ Χριστὸς διακηρύσσει αὐτὲς τὶς αἰώνιες ἀλήθειες καὶ ἐνῷ ἡ Ἐκκλησία προβάλλει συνεχῶς τὸ πρόσωπό Του, ὑπάρχουν καὶ ἐκεῖνοι ποὺ Τὸν τοποθετοῦν μέσα στὰ ἐγκόσμια πλαίσια. Καὶ οἱ ἄλλοι ποὺ Τὸν ἀμφισβητοῦν καὶ διαλογίζονται πονηρά.
Δὲν ἔλειψαν οὔτε τότε μὰ οὔτε καὶ τώρα οἱ ἀμφισβητοῦντες καὶ οἱ ἀρνούμενοι, ὅπως στὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο στὴν περιγραφὴ τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου, ὁ ὁποῖος μιλάει γιὰ τοὺς ἄρχοντες, δηλαδὴ τοὺς πνευματικούς, κοινωνικοὺς καὶ πολιτικούς ταγούς. Ὅλοι αὐτοὶ βάζουν τὰ πράγματα τῆς ζωῆς σὲ τάξη κατὰ πὼς ὁρίζει καὶ ἐξασφαλίζει ὁ νόμος. Γιατὶ γνωρίζουν μὲν τὸν νόμο, μὰ δὲν γνωρίζουν τὴν πίστη τοῦ λαοῦ μήτε καταδέχονται νὰ ἀσχοληθοῦν μὲ αὐτήν.
Ἐὰν ὅμως ἔτσι τοποθετήσουμε τὰ πράγματα καὶ τοὺς δώσουμε αὐτὴ τὴ διάσταση, τότε βεβαίως ὁ νόμος εἶναι ἡ λύση. Γι’ αὐτὸ εἶναι πλανεμένος καὶ ἄθλιος ὅποιος τὸν ἀγνοεῖ. «Ὁ ὄχλος οὗτος, ὁ μὴ γινώσκων τὸν νόμον, ἐπικατάρατοι εἰσίν».
αὐτὰ ὑπάρχουν καὶ πορεύονται κατὰ τοὺς ἀμφισβητοῦντες ἢ ἀρνουμένους τὴν πραγματικὴ ἀλήθεια, ὅπως ἐκφράζεται ἀπὸ τὸν Χριστό, καταγράφεται στὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια, διαφυλάσσεται καὶ κηρύσσεται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία.
Γι’ αὐτὸ ἐκεῖνοι ποὺ ἀμφισβητοῦν τὸν Χριστὸ καὶ προβάλλουν τὴν δική τους γνώμη ὡς ἀλήθεια, ἐπειδὴ κάποιες φορὲς ἀδυνατοῦν νὰ τὴν ἐπιβάλουν στὸ λαό, «καταριῶνται τοὺς ἀνθρώπους γιὰ τὴν ἄγνοια καὶ τὴν ἀμάθειά τους!».
Μά, ἐὰν προσέξουμε καλύτερα στὰ χρόνια ποὺ πέρασαν, θὰ παρατηρήσουμε πὼς ὑπάρχουν τὰ ἴδια πράγματα. Δηλαδὴ ἐπαναλαμβάνεται ἡ πρόσκληση τοῦ Χριστοῦ «ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω» καὶ ὑπάρχουν ἐκεῖνοι ποὺ Τὸν ὁμολογοῦν δίχως καλά-καλά νὰ Τὸν γνωρίζουν. Καὶ πιὸ ἐκεῖ αὐτοὶ ποὺ καλοπροαίρετα ἀμφιβάλλουν. Τέλος δὲ ἐκεῖνοι «ποὺ ἥσυχοι καὶ κατοχυρωμένοι στὴν ἐξουσία, Τὸν ἀρνοῦνται».
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ὅλες αὐτὲς οἱ περιπτώσεις τῶν ἀνθρώπων, ὑπάρχουν στὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο. Μὰ ὑπάρχουν ἀκόμη καὶ στὴν καθημερινότητά μας. Καὶ συμβαίνει αὐτό, γιατὶ οἱ ἄνθρωποι εἶναι μοιρασμένοι κατὰ πὼς ὁ καθένας γνωρίζει καὶ βιώνει τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ.
Ἔτσι, ὁ κάθε ἄνθρωπος, ἀκόμη κι αὐτοὶ οἱ λεγόμενοι ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας, θέλει νὰ ἑρμηνεύσει τὸ Εὐαγγέλιο ἀπὸ μόνος του ὡς αὐθεντία. Τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι νὰ πέφτει σὲ λάθη, νὰ κατακερματίζει τὸ οὐράνιο μήνυμα, νὰ δημιουργεῖ, ἔστω καὶ ἄθελά του, αἱρετικὲς διδασκαλίες καὶ πλάνες. Καὶ τέλος, ποὺ εἶναι καὶ τὸ σπουδαιότερο, νὰ ἀχρηστεύει τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ.
Ὀφείλουμε ὅμως νὰ γνωρίζουμε πὼς ἀπὸ μόνοι μας ἀδυνατοῦμε νὰ ἑρμηνεύσουμε σωστὰ τὸ Εὐαγγέλιο, γι’ αὐτὸ μᾶς χρειάζεται ἡ παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτὸ ἄλλωστε ἑορτάζουμε σήμερα, δηλαδὴ τὴν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ τὴν ἀπὸ τότε παρουσία του στὸν κόσμο καὶ τὸν ἄνθρωπο. Καὶ μιὰ μονάχα προσευχὴ κάνουμε νὰ μένει πάντα μαζί μας, γιὰ νὰ μᾶς καθοδηγεῖ στὸν σωστὸ καὶ ἀληθινὸ δρόμο,νὰ μᾶς ἐνισχύει στὶς μικρὲς καὶ μεγάλες ἀδυναμίες μας,νὰ μᾶς βοηθάει νὰ σηκωθοῦμε ἀπὸ τὶς πολλὲς πτώσεις μας καὶ νὰ μᾶς ἁγιάζει καθημερινὰ μὲ τὴν χάρη Του. Ἀμήν.
ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2018
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ (Ιωαν. ιβ΄1-18 )
1 Ἀπριλίου
Ὁ Κύριος εἰσέρχεται σήμερα θριαμβευτικά στά Ἱεροσόλυμα. Πλῆθος κόσμου ξεχύθηκε στούς δρόμους, γιά νά τόν ὑποδεχθεῖ μέ κλαδιά ἀπό φοίνικες. Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος, φώναζαν, ἐν ὀνόματι Κυρίου, ὁ βασιλεύς τοῦ Ἰσραήλ.
Τά βαΐα τῶν φοινίκων συμβόλιζαν τήν νίκη τοῦ Χριστοῦ καί προμήνυαν τήν ἀνάστασή του. Ποιοί ἀποτελοῦσαν τά πλήθη; Μήπως οἱ ἄρχοντες καί ἄνθρωποι ἀνωτέρας τάξεως; Μήπως οἱ μεγάλοι καί τρανοί τῆς ἐποχῆς; Ὄχι. Ὁ ἁπλός λαός ἔτρεξε νά Τόν προϋπαντήσει καί μέ τρόπο αὐθόρμητο ἐκδήλωσε τόν σεβασμό του καί τήν ἀναγνώρισή του πρός τόν Χριστό. Τόν ἐπευφημοῦσε ὡς βασιλέα καί ἐπίγειο ἄρχοντά του. Τόν ἀποκαλοῦσε εὐλογημένο καί ἀπεσταλμένο τοῦ Θεοῦ, δηλαδή Μεσσία. Φώναζαν, ὡσαννά ἐν τοῖς ὑψίστοις, πού πάει νά πεῖ, σῶσε μας, σύ ὁ Ὕψιστος. Ἐπάνω σωτηρία, κάτω ἔρχεται φιλανθρωπία.
Στή γῆ πατοῦσαν, μά στόν οὐρανό βρίσκονταν. Σῶμα εἶχαν, ἀλλά μέ τούς ἀγγέλους ἦσαν κοινωνοί. Ἰουδαῖοι στό ὄνομα, χριστιανοί στήν πραγματικότητα. Ὅλο τό πλῆθος ἀπό τόν οὐρανό, ἀπό πάνω ἔλαβε τήν μαρτυρία καί τόν φωτισμό. Πῶς ἀλλιῶς γνώριζε ὁ ὄχλος, ὅτι ὁ Χριστός εἶναι βασιλιάς, ἀφοῦ δέν τόν ἔβλεπαν νά φοράει βασιλικό διάδημα; Δέν φοροῦσε βασιλικά ἐνδύματα, δέν τόν συνόδευε στρατιωτικό ἄγημα, δέν προηγεῖτο ἱππικό καί χρυσοποίκιλτα ἅρματα. Πῶς τό κατάλαβαν; ἀπό ποῦ ἤξεραν, ὅτι εἶναι βασιλιάς; Μελετοῦσαν τήν Ἁγία Γραφή.
Λίγες ὅμως ἡμέρες μετά ὁ ἴδιος ὁ λαός θά ἀποδοκιμάσει τόν Διδά-σκαλο. Θά τόν διώχνει ἀπό τήν ζωή του, θά τόν παραδώσει στό θάνατο. Θά ζητάει τήν σταυρική του καταδίκη.
Ποῦ εἶναι τά ὡσαννά καί οἱ ζητωκραυγές; Αὐτά τώρα λησμονήθη-καν, πετάχθηκαν στήν ἄκρη. Τώρα ὠρύονται καί ἀγριεμένοι φωνάζουν σταυρωθήτω. Γιατί ὅλα αὐτά; Γιατί ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ γιά κάποιους ἦταν καί παραμένει ἐνοχλητική. Οἱ ἄρχοντες, οἱ μεγάλοι καί ἰσχυροί ἔβαλαν σέ ἐνέργεια τό σχέδιό τους. Μέ δημαγωγικό καί ὑποκριτικό τρόπο ἔπεισαν τόν λαό, ὅτι ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος εἶναι ἐπικίνδυνος γιά τόν τόπο.
Καί ὁ λαός παρασύρεται ἀπό αὐτούς. Ξέχασε τά θαύματα. Λησμόνησε τά λόγια του. Ἔκλεισε τά μάτια του στίς θεραπεῖες. Πλέον δέν ἀκούει καί δέν θυμᾶται οὔτε τίς δικές του προηγούμενες ζητωκραυγές. Ὁ ὄχλος συνειδητά ἤ ἀσυνείδητα στέκεται ἀπέναντι στόν Ἰησοῦ καί ζητᾶ τή θανάτωσή του.
Καί νά σκεφθεῖ κανείς, ὅτι ὅλοι αὐτοί ἦσαν θρησκευόμενοι, πού ἦρθαν ἀπό διάφορα μέρη τοῦ Ἰσραήλ, ἀνέβηκαν στά Ἱεροσόλυμα, γιά νά προσκυνήσουν στό ναό τοῦ Σολομῶντος καί νά γιορτάσουν τήν μεγάλη γιορτή τοῦ Ἑβραϊκοῦ Πάσχα. Πῆγαν νά λατρέψουν τόν Θεό, ἀλλ᾿ ἔγιναν θεοκτόνοι. Ἐφόνευσαν τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ.
Ἡ ἱστορική αὐτή πραγματικότητα, ἀγαπητοί μου, πρέπει νά μᾶς προβληματίσει. Εὑρισκόμεθα πρό ἕξ ἡμερῶν τοῦ Πάσχα. Πολλοί χριστιανοί, τώρα τήν Μεγάλη Ἑβδομάδα, θά τρέξουν στούς Ναούς, θά γεμίσουν τίς Ἐκκλησίες. Καταλαβαίνουμε ἄραγε τό βαθύτερο νόημα τῆς σταυρώσεως; Θά συγκινηθοῦμε συναισθηματικά καί θά κλάψουμε γιά τόν Χριστό. Μά δέν εἶναι προτιμότερο νά κλάψουμε γιά τούς ἑαυτούς μας καί τίς ἁμαρτίες μας; Ἔτσι εἶπε ὁ Κύριος στίς γυναῖκες, πού ἔκλαιγαν πίσω του, ὅταν ἀνέβαινε τόν ἀνηφορικό δρόμο τοῦ Γολγοθᾶ φορτωμένος τόν σταυρό. Γυναῖκες τῆς Ἱερουσαλήμ, γιά σᾶς νά κλαῖτε, ὄχι γιά μένα. Γιά τίς συμφορές, πού πρόκειται νά σᾶς βροῦν.
Θά ἀνάψουμε πολλά κεριά αὐτές τίς μέρες, μά δέν θά φωτισθοῦν μέσα μας τά σκοτάδια τῆς δικῆς μας ζωῆς καί ψυχῆς. Θά ἑτοιμάσουμε πλούσια τραπέζια καί θά ἀπολαύσουμε τά ἀγαθά τοῦ Θεοῦ. Θά αἰσθανθοῦμε ὅμως τήν ἀνάγκη νά καθήσουμε στό δικό Του τραπέζι; Στήν Ἁγία Τράπεζα, στή Θεία Κοινωνία;
Ἀγαπητοί μου,
Στήν Μεγάλη Ἑβδομάδα πού ξεκινᾶ ὀφείλουμε νά συμφιλιωθοῦμε πρῶτα μέ τόν ἑαυτό μας καί κατόπιν μέ τούς ἄλλους. Εἶναι ἀνάγκη νά ἀναπαυθοῦμε μέσα ἀπό τή συγχώρηση τοῦ μυστηρίου τῆς ἐξομολογή-σεως. Ἄν δέν κάνουμε ἔτσι, χάνουμε ἄλλη μιά πνευματική εὐκαιρία.
Θά ἦταν σωτήριο ἄν αὐτό τό Πάσχα ἀποδειχθεῖ γιά ὅλους μας διαφορετικό ἀπό ὅλα τά προηγούμενα. Νά εἶναι ὄντως Πάσχα. Ἕνα πέρασμα δηλαδή σέ ὀρθή νοοτροπία καί τρόπο. Σέ πνευματική ζωή. Σύμφωνη μέ τά μέτρα τοῦ Χριστοῦ. Νά ἀγαπήσουμε τούς σταυρούς τῆς ζωῆς μας γιά νά πλησιάσουμε τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ καί νά ἀφήσουμε τό πανάγιο Αἷμα Του νά τρέξει πάνω μας. Νά μᾶς ποτίσει, νά μᾶς χορτάσει, νά μᾶς καθαρίσει, νά μᾶς μεταμορφώσει καί νά μᾶς ἀναστήσει. ΑΜΗΝ.
15 Ἀπριλίου
Ἔχουν ἤδη περάσει ὀκτώ ἡμέρες ἀπό τήν Ἀνάσταση καθώς καί ἀπό τήν πρώτη ἐμφάνιση τοῦ Κυρίου στούς μαθητές Του. Ὅλοι εἶναι χαρούμενοι ἐπειδή παντοῦ φθάνει τό μήνυμα ὅτι «ἠγέρθη ὁ Κύριος ὄντως». Εἶναι γεγονός ποὺ τό ζοῦν ἔντονα. «Ἑωράκαμεν τόν Κύριον» ἀναφωνοῦν γεμᾶτοι ἐνθουσιασμό στόν Θωμᾶ, ὁ ὁποῖος ἀπουσίαζε τή στιγμὴ τῆς ἐμφάνισης τοῦ Κύριου.
Ὁ Θωμᾶς θέλει νά πιστέψει. Ἡ λογική του ὅμως τόν ἐμποδίζει, μέ ἀποτέλεσμα νά ἀποκλείει τό ὑπερφυσικό καί καταπληκτικό γεγονός τῆς Ἀναστάσεως. «Ἐάν δέν δῶ μέ τά μάτια μου τά σημάδια ἀπό τά καρφιά καί ἄν δέν βάλω τό δάκτυλό μου στά σημάδια, καί ἀκόμη ἄν δέν βάλω τό δάκτυλό μου στήν πλευρά Του, τήν τρυπημένη ἀπό τήν λόγχη, δέν πρόκειται νά πιστέψω».
Ἀπό τή φύση του ὁ Θωμᾶς ἦταν καλοπροαίρετος, ὅμως ἦταν καί χαρακτῆρας πού γιά ὅλα ἤθελε ἀποδείξεις. Ἡ ἀλήθεια εἶναι πώς δέν ἀμφέβαλε οὔτε πρός στιγμή στή μαρτυρία τῶν ὑπολοίπων μαθητῶν ὅτι πραγματικά εἶχαν δεῖ τόν Κύριο. Ὅμως ἡ φυσική του ἀδυναμία καί ἡ δυνατή ἀγάπη του γιά τόν Χριστό καί ἡ ἐπιθυμία του νά ξαναδεῖ τόν διδάσκαλο, μετά ἀπό τά ὅσα συνέβησαν τίς τελευταῖες ἡμέρες, τόν κάνουν δύσπιστο, ὄχι ἄπιστο.
Ταυτόχρονα ἡ στάση του κρύβει καί ἕνα καθαρά ἀνθρώπινο παράπονο «Γιατί ὅλοι οἱ μαθητές νά ἔχουν δεῖ τόν ἀναστημένο διδάσκαλο καί αὐτός νά μήν ἔχει ἀκόμη αὐτή τήν ἐμπειρία».
Πρέπει νά ξέρουμε ὅτι ἡ ἀπουσία τοῦ Θωμᾶ ἀπό τήν πρώτη ἐμφάνιση τοῦ Κυρίου, δέν ἦταν καθόλου συμπτωματική. Ἡ θεία Πρόνοια κανόνισε γιά μᾶς ἔτσι τά γεγονότα, ὥστε νά ἔχουμε ἀκόμη μία μαρτυρία τῆς Ἀναστά-σεως, μία μαρτυρία, πού νά προέρχεται ἀπό χείλη ἀνθρώπου πού θέλει σάν καί μᾶς ἀποδείξεις γιά νά πιστέψει.
Αὐτὴ τή δυσπιστία τοῦ μαθητή ἡ Ἐκκλησία μας σήμερα τήν ὀνομάζει «καλή» καί γι’ αὐτό ψάλλει «Ὦ καλή ἀπιστία τοῦ Θωμᾶ ! Τῶν πιστῶν τάς καρδίας εἰς ἐπίγνωσιν ἦξε…» δηλαδή «Ὦ καλοπροαίρετη ἀπιστία τοῦ Θωμᾶ πού ὁδηγεῖ τίς καρδιές τῶν πιστῶν στή διαβεβαίωση καί στή διαπίστωση τῆς Ἀναστάσεως».
Μπορεῖ ὅμως ἡ ἀπιστία νά εἶναι καλή; Πῶς γίνεται νά ἐξυμνεῖται, ὅταν γνωρίζουμε ὅτι ἡ πίστη στό Θεό ἐκδηλώνεται πρίν ἀπ’ ὅλα σάν ἐμπιστοσύνη ἀπέναντί Του; Μήπως ὁ Θωμᾶς δέν εἶχε αὐτή τήν ἐμπιστοσύνη; Μά φυσικά καί τήν εἶχε. Ἡ ἐπιθυμία του ὅμως νά ξαναδεῖ τόν Διδάσκαλο, τόν ἀναγκάζει στήν «καλή ἀπιστία». Δέν περιορίστηκε μόνο νά δεῖ τόν Κύριο, ἀλλά ζητοῦ-σε νά Τόν αἰσθανθεῖ μέ τήν ἁφή του, νά Τόν ψηλαφίσει, γιά νά μήν ἔχει ψευδαισθήσεις.
Ὁ Κύριος στό παράπονο καί στήν ἐπιθυμία τοῦ μαθητοῦ δείχνει συγκατάβαση. Μετά ἀπό ὀκτώ ἡμέρες ξαναεμφανίζεται, «τῶν θυρῶν κεκλεισμένων». Ὅπως στήν πρώτη ἐμφάνιση, ἔτσι καί τώρα. Ἐνῶ οἱ μαθητές ἦταν πάλι συγκεντρωμένοι, μαζί τους καί ὁ Θωμᾶς, ἐμφανίσθηκε καί τούς χαιρέτησε μέ τή φράση: «Εἰρήνη ὑμῖν». Στό χαιρετισμό Του συμπεριλαμβάνει καί τόν Θωμᾶ καί ἀπευθύνεται σ’ αὐτόν ξεχωριστά, γιά νά τοῦ χαρίσει τήν ἐμεπιρία τοῦ θαύματος. Εἰρήνη, εὔχεται ὁ Ἰησοῦς στούς μαθητές, ἀποκαλύπτοντας ὅτι εἶναι «Θεὸς ἰσχυρός, Ἐξουσιαστής, ἄρχων εἰρήνης». Τήν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ πού βιώνουμε οἱ πιστοί κατά τήν τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας. Γευόμαστε τήν εἰρήνη καί τή χαρά τοῦ Κυρίου καί προγευόμαστε τήν Οὐράνια Βασιλεία ἤδη ἀπό τήν παροῦσα ζωή. Ὁ Θωμᾶς μή ἔχοντας μέσα του τήν προϋπόθεση τῆς εἰρήνης, δυσκολεύτηκε νά δεχθεῖ τό γεγονός τῆς Ἀναστάσεως καί τή χαρά πού προσφέρει ὁ Χριστός.
Ἡ συγκατάβαση ὅμως καί ἡ ἀνοχή τοῦ Διδασκάλου, ἀλλά καί ἡ ἀγάπη πού δείχνει στόν ἐγκλωβισμένο στήν ἀνάγκη του μαθητή, εἶναι μοναδική καί ἀσύγκριτη. Τοῦ δείχνει ὅτι γνωρίζει τίς σκέψεις του, ἀκόμη καί πώς τίς καταλαβαίνει. Δέν τόν ἀφήνει νά ζεῖ στήν ἀμφιβολία. «Ἔλα λοιπόν νά δεῖς καί ψηλάφισέ με» τοῦ λέει. Ὁ Θωμᾶς δέν ἤθελε περισσότερα γιά νά βεβαιωθεῖ. Καί μόνο ἡ παρουσία τοῦ Ἰησοῦ, τόν κάνει νά ἀναφωνήσει αὐθόρμητα «ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου».
Ἀφοῦ δηλαδή στερεώθηκε στήν πίστη δέν ἀναγνωρίζει ἁπλῶς τόν Ἰησοῦ σάν Κύριό του, ἀλλά ὁμολογεῖ τή θεότητά Του, μέ τέτοιο τρόπο πού κανείς μέχρι ἐκείνη τή στιγμή δέν τήν εἶχε ἀναγνωρίσει καί ὁμολογήσει ἔτσι.
Ἡ ἀπιστία τοῦ Θωμᾶ, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἐξυμνεῖται ἀπό τήν Ἐκκλησία μας, ὅπως εἴπαμε, ὡς «καλή ἀπιστία», ἐπειδή μᾶς βοηθᾶ νά στηρίξουμε τήν πίστη μας. Μᾶς δείχνει ὅτι ἡ μαρτυρία γιά τήν Ἀνάσταση δέν προέρχεται ἀπό χείλη ἀνθρώπων, ἀλλά ἀπό αὐτόπτες μάρτυρες, οἱ ὁποῖοι παρέμειναν δύσπιστοι μέχρι τή στιγμή πού ἱκανοποιεῖται καί ἡ λογική τους.
Τό πρόσωπο τοῦ προβαλλομένου Ἀποστόλου Θωμᾶ γίνεται γιά μᾶς αἰτία νά ἀφήσουμε τήν καρδιά μας νά μᾶς ὁδηγήσει στόν Ἀναστημένο Χριστό, ἐπειδή ἡ λογική μας θά ἀποτελεῖ πάντοτε τόν ὀγκόλιθο πού θά κρατᾶ ἐμᾶς τούς ἴδιους ἀποκλεισμένους ἀπό τήν ἀλήθεια.
Τό θαῦμα ὅμως τῆς ἀναστημένης παρουσίας Του θά συνεχίζει μέσα στήν ἱστορία νά τό χαρίζει ὁ Ἴδιος, ὅπως καί τότε, ὄχι σέ ὅσους ψάχνουν ἀδιάφορα, ἀλλά σέ ὅσους ποθοῦν νά τόν συναντήσουν ἀκόμη καί μέσα ἀπό τήν ἀνθρώπινη ἀδυναμία τους γιά νά ὁμολογοῦν στόν κόσμο τήν ἀλήθεια «ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου, δόξα σοι».
22 Ἀπριλίου
Πέρασαν ἤδη δύο ἑβδομάδες ἀπὸ τὴν πανεφρόσυνη ἡμέρα τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐμεῖς ὡς μέλη τῆς ἁγίας Ἐκκλησίας συνεχίζουμε νὰ πανηγυρίζουμε καὶ νὰ ζοῦμε μέσα στὴν ἴδια ἀναστάσιμη χαρά. Αὐτὸ τὸ ἀναστάσιμο πανηγύρι εἶναι ἑορτὴ διαρκείας. Δὲν εἶναι μόνον οἱ τρεῖς ἡμέρες. Οὔτε μόνον οἱ σαράντα ἡμέρες μετὰ τὴν Κυριακὴ τὴν Ἀνάσταση. Εἶναι ὁλόκληρο τὸ ἔτος, ἀφοῦ κάθε Κυριακὴ μὲ τὴν τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας ἑορτάζουμε πανηγυρικὰ τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Καὶ μόνον αὐτὸ τὸ λατρευτικὸ τυπικὸ τῆς Ἐκκλησίας ἀρκεῖ γιὰ νὰ δείξει ποιὰ εἶναι ἡ θέση τῆς Ἀναστάσεως στὴ ζωὴ τῶν χριστιανῶν. Εἶναι αὐτὴ ποὺ φωτίζει καὶ νοηματοδοτεῖ τὸν βίο μας. Εἶναι αὐτὴ ποὺ δίνει ἀπαντήσεις καὶ λύσεις στὰ ζωτικὰ προβλήματα ποὺ μᾶς ἀπασχολοῦν, ὅπως τὸ πρόβλημα τοῦ θανάτου καὶ τῆς μετὰ θάνατον ζωῆς.
Ὅπως κάθε ἀναστάσιμη γιορτινὴ ἡμέρα φωτίζει καὶ μία ξεχωριστὴ πτυχὴ τῆς ζωῆς τῶν χριστιανῶν, ἔτσι καὶ ἡ σημερινὴ Κυριακὴ τονίζει ἰδιαίτερα τὴ σχέση τῶν χριστιανῶν γυναικῶν μὲ τὸν ἀναστημένο Χριστό. Κι αὐτὸ τὸ ἐπιτυγχάνει προβάλλοντάς μας τὸ παράδειγμα τῶν μυροφόρων γυναικῶν.
Ποιὲς ἦταν αὐτὲς οἱ μυροφόρες γυναῖκες; Ἦταν μία ὁμάδα γυναικῶν, ποὺ τρία χρόνια ἀκολουθοῦσαν καὶ διακονοῦσαν τόν Ἰησοῦ. Στὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ἀναφέρονται τρεῖς ἀπὸ αὐτές. Μαρία ἡ Μαγδαληνή, ἡ Μαρία τοῦ Ἰακώβου καὶ ἡ Σαλώμη. Ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὲς, ἄλλες γνωστὲς ἦταν ἡ Μαρία, ἡ μητέρα τοῦ Ἰωςὴφ καὶ ἡ Παναγία. Ὅλες αὐτές, μαζὶ καὶ μὲ ἄλλες, εἶχαν μεγάλο πόθο νὰ μαθαίνουν ἀπὸ τὴν διδαχὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ παρακολουθοῦν τὴ δράση του. Ἔβλεπαν τὰ θαύματα ποὺ ἐπιτελοῦσε. Πίστευαν στὸν Χριστὸ καὶ τὸν ἀγαποῦσαν πολύ. Ἔδειχναν τὴν ἀγάπη τους μὲ τὴν θυσία. Δὲν ὑπολόγιζαν τὸν ἑαυτό τους. Δὲν πτοοῦνταν ἀπὸ τὴν περιφρόνηση καὶ τὴν ἐχθρότητα τῶν ἀρχόντων πρὸς τὸν Χριστό. Γιὰ τοὺς ἄρχοντες, τοὺς ἀρχιερεῖς, τοὺς γραμματεῖς καὶ τοὺς φαρισαίους, ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἦταν πρόκληση, γιαυτὸ αἰσθάνονταν ἐχθρικὰ καὶ τὸν περιφρονοῦσαν. Αὐτονόητα περιφρονοῦσαν καὶ ὅσους τὸν ἀκολουθοῦσαν.
Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἀκριβῶς βρίσκεται τὸ μεγαλεῖο τῶν Μυροφόρων γυναικῶν. Αὐτὸν ποὺ οἱ ἄλλοι τὸν χαρακτήριζαν ὡς πλᾶνο, ὡς φίλο τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ τῶν τελώνων, αὐτὸν ποὺ οἱ ἰσχυροὶ τοῦ κόσμου τὸν περιφρονοῦν, τὸν ἐχθρεύονται, τὸν δικάζουν, τὸν καταδικάζουν καὶ τὸν σταυρώνουν, οἱ Μυροφόρες τὸν πιστεύουν ὡς Κύριο καὶ θεό τους. Τὸν ἀγαποῦν, τὸν διακονοῦν καὶ μένουν κοντά του ἀκόμη καὶ στὶς πιὸ κρίσιμες στιγμές. Ὅταν ὁ Κύριος δικάζεται ἀπὸ τὸν Ἄννα καὶ τὸν Καϊάφα, ὅταν ἀποστέλλεται στὸν Ἡρώδη καὶ ὅταν ἀνακρίνεται ἀπὸ τὸν Πιλᾶτο, ἐκεῖνες παρακολουθοῦν ἀπὸ κοντὰ κάθε βῆμα. Ὅταν ἀνεβαίνει στὸν Γολγοθᾶ φορτωμένος τὸν βαρὺ σταυρό, τὸν ἀκολουθοῦν μὲ σφιγμένη τὴν καρδιά. Ὅταν τὰ καρφιὰ τρυποῦν τὰ ἄχραντα χέρια του, ἐκεῖνες σφίγγουν τὰ δικά τους. Ὅταν δέχεται τοὺς χλευασμοὺς καὶ τὶς ὕβρεις κι ὅταν ἡ λόγχη τρυπάει τὴν ἁγία του πλευρά, περνάει δίστομη ρομφαία τὴν δική τους καρδιά. Στέκονται δίπλα στὸν σταυρὸ βουβές, ἀμίλητες, γεμᾶτες ἀπορία καὶ ἀνθρώπινο πόνο.
Καὶ ὅταν ὅλοι ἐγκαταλείπουν τὸν Χριστό, ὅταν καὶ αὐτοὶ οἱ μαθητές του κρύβονται «διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων», οἱ Μυροφόρες ὑπερνικοῦν ὅλα τὰ ἐμπόδια. Ἔρχονται «λίαν πρωῒ, σκοτίας ἔτι οὔσης» στὸ μνημεῖο, γιὰ νὰ περιποιηθοῦν μυρώνοντας τὸ νεκρὸ σῶμα τοῦ Διδασκάλου μὲ σεβασμὸ καὶ συνέπεια στὰ νεκρικὰ ἔθιμα. Δὲν τοὺς σταματᾶ κανένας φόβος. Οὔτε τὸ μῖσος τῶν ἀρχόντων, οὔτε τῶν στρατιωτῶν ἡ σκληρότητα, οὔτε τῆς νύχτας τὸ σκοτάδι. Ὅλα τὰ νικᾶ ἡ ἀληθινὴ ἀγάπη.
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,
τὰ πρόσωπα τῶν Μυροφόρων, ποὺ προβάλλονται σήμερα γίνονται τὰ πρότυπα καὶ τὰ παραδείγματα γιὰ τὶς χριστιανὲς γυναῖκες ὅλων τῶν αἰώνων. Κάθε ἀληθινὴ χριστιανὴ εἶναι καὶ μία μυροφόρα τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὴν ἐποχή της. Κύριο γνώρισμά της εἶναι ἡ γνήσια, ἡ θυσιαστικὴ ἀγάπη τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία.
Ἡ πραγματικὴ χριστιανὴ ὡς μυροφόρα παραμερίζει τὸν ἑαυτό της καὶ φλέγεται ἀπὸ τὸν πόθο νὰ βρίσκεται κοντὰ στὸν Χριστὸ κάτω ἀπὸ ὁποιεσδήποτε συνθῆκες. Στὸν ἱερὸ ναό, στὴ Θεία Λειτουργία, στὸ κήρυγμα, στὴν κατήχηση. Ἡ πραγματικὴ χριστιανὴ γυναίκα ἐπιθυμεῖ καὶ ἀγωνίζεται νὰ κάνει ὅ,τι ἀρέσει στὸν Χριστό. Καὶ τὸ κάνει μὲ ὅλη της τὴν καρδιά. Τὴν θέλει ὁ Χριστὸς ἁπλῆ, ἀνεπητίδευτη, σεμνή, διακριτική; Τὸ κάνει μὲ πολὺ χαρά. Τὴν θέλει ὁ Χριστὸς στὴ διακονία τῶν ἐν ἀνάγκαις ἀδελφῶν; Τὸ κάνει ὁλοπρόθυμα. Μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο οἱ Μυροφόρες τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας σ’ ὅλους τοὺς αἰῶνες καὶ στὶς μέρες μας, μαρτυροῦν τὴν συνεχιζόμενη στὴν ἱστορία ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ἀκυρώνοντας ἔμπρακτα τὴν ἀπιστία τοῦ κόσμου, ποὺ ὁδηγεῖ στὴ φθορὰ καὶ στὸν θάνατο, γιὰ νὰ παρέχουν στὸν καθένα τὴν ἐμπειρία ὅτι «Χριστός Ἀνέστη».
29 Ἀπριλίου
Ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ μᾶς ὁμιλεῖ γιὰ τὴ θαυμαστὴ θεραπεία ἑνὸς ἄνδρα, ὁ ὁποῖος κατέκειτο παράλυτος γιὰ τριάκοντα ὀκτὼ ὁλόκληρα χρόνια.
Στὴν πόλη τῆς Ἱερουσαλὴμ ὑπῆρχε ἕνα ἰδιαίτερος χῶρος, μία δεξαμενὴ μὲ πέντε στοές, ποὺ στὰ ἑβραϊκὰ ὀνομαζόταν Βηθεσδά. Στὸ μέρος ἐκεῖνο συγκεντρωνόταν πλῆθος ἀσθενῶν, τυφλῶν, χωλῶν, ξηρῶν καὶ ἐν γένει ἀνήμπορων ἀνθρώπων. Αὐτοὶ ἀποτελοῦσαν μιὰ ὄντως τραγικὴ εἰκόνα τῆς ἀνθρώπινης δυστυχίας, ἀλλὰ καὶ ἔκφραση τῆς θλίψεως, τῆς ὀδύνης καὶ τοῦ πόνου. Ἐκεῖ ἀκούγονταν ἀπὸ τοὺς ταλαίπωρους αὐτοὺς ἀσθε-νεῖς κραυγὲς πόνου καὶ ἀδημονίας, ἱκεσίες καὶ παρακλήσεις, ὥστε νὰ τύχουν βοηθείας.
Ταυτόχρονα, ὅμως, ὅπως χαρακτηριστικὰ ἐπισημαίνει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ὑπῆρχε στὸ χῶρο ἐκεῖνο ὑπομονὴ καὶ πολλὴ καρτερία. Ὁμιλώντας ὁ ἴδιος εἰδικότερα στὸν ἐπὶ τριάντα ὀκτὼ ἔτη παράλυτο, χαρακτηρίζει «ἔκπληκτη» τὴν καρτερία του, ἐπειδὴ παρέμενε καὶ ὑπέμενε στὸν χῶρο τῆς δεξαμενῆς, χωρὶς συγγενεῖς καὶ φίλους, μόνος καὶ ἀβοήθητος. Τὸ ἴδιο πάντως ἄγρυπνοι καὶ καρτερικοὶ ἦταν καὶ οἱ ἄλλοι ἀσθενεῖς, ἀφοῦ ἦταν ἄδηλος ὁ καιρὸς ταραζόταν τὸ ὕδωρ. Ἑρμηνεύοντας ὁ Εὐθύμιος Ζιγαβηνὸς τὸ «ἄγγελος γὰρ κατὰ καιρὸν κατέβαινεν ἐν τῇ κολυμβήθρᾳ, καὶ ἐταράσσετο τὸ ὕδωρ», λέει πὼς τὸ θαῦμα τῆς θεραπείας δὲν γινόταν βέβαια συνεχῶς, ἀλλὰ ἀπὸ καιρὸ σὲ καιρό. Ὁ χρόνος τέλεσής του ἦταν ἄγνωστος στοὺς ἀνθρώπους. Ἐπειδή, ὅμως, αὐτὸ λάμβανε χώρα πολλὲς φορὲς κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ἔτους, οἱ ἀσθενεῖς εὑρίσκοντο συνεχῶς στὸν χῶρο τῆς δεξαμενῆς, γιὰ νὰ εἶναι ἕτοιμοι νὰ εἰσέλθουν σὲ αὐτή. Ὅλοι δὲ οἱ ἀσθενεῖς εἶχαν καὶ κάποιο δικό τους, ὥστε νὰ τοὺς ὑπηρετεῖ καὶ νὰ τοὺς σπρώξει στὸ νερό. Μόνον ὁ παραλυτικὸς ἦταν μόνος ἐκεῖ. Παρόλα αὐτὰ δὲν δυσανασχετοῦσε. Στὸν διάλογό του μὲ τὸν Κύριο, ἐπιδεικνύει τὴν ἐσωτερική του ποιότητα. Ὅταν ὁ Χριστὸς τὸν ρώτησε ἐὰν θέλει νὰ γίνει καλὰ δὲν ἀντέδρασε μὲ κακότητα καὶ ἀπελπισία. Πολὺ περισσότερο δὲν στενοχωρήθηκε ἀπὸ τὴν ἐρώτηση ποὺ τοῦ ἀπηύθυνε ὁ Κύριος˙ δὲν ἔδειξε νὰ τοῦ φταίει κανείς. Ἀπαντᾶ μὲ πραότητα, ἀλήθεια καὶ πόνο «Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω, ἵνα ὅταν ταραχθῇ τὸ ὕδωρ, βάλῃ με εἰς τὴν κολυμβήθραν˙ ἐν ᾧ δὲ ἔρχομαι ἐγώ, ἄλλος πρὸ ἐμοῦ καταβαίνει».
Τότε ὁ Κύριος τὸν εὐσπλχανίζεται, τὸν θεραπεύει καὶ τοῦ λέει «ἴδε ὑγιὴς γέγονας˙ μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μὴ χεῖρόν σοί τι γένηται», πρᾶγμα ποὺ ὅπως ἑρμηνεύει ὁ ἅγιος Ἀμφιλόχιος ὁ ἐπίσκοπος Ἰκονίου, σημαίνει πὼς ἡ ἁμαρτία του ἦταν ὑπεύθυνη γιὰ τὴ μακροχρόνια ἀσθένειά του.
Ἡ συνομιλία τοῦ παραλυτικοῦ μὲ τὸν Κύριο ἀποδεικνύει καὶ ἀναδεικνύει τὴν πίστη καὶ τὴν ἀνδρεία τοῦ ἀνθρώπου ποὺ μὲ συναίσθηση ὑπομένει. Ἡ πίστη του φαίνεται στὸν τρόπο, μὲ τὸν ὁποῖο δέχθηκε τὴν προσταγή: «ἔγειρε, ἆρον τὸν κράββατόν σου καὶ περιπάτει». Καὶ ἡ ἀνδρεία του ἀποκαλύπτεται ἀμέσως μετὰ τὸ θαῦμα τῆς θεραπείας, ὅταν, παρὰ τὶς κατηγορίες τῶν ἄλλων γιὰ δῆθεν καταπάτηση τῆς ἀργίας τοῦ Σαββάτου, ὄχι μόνο δὲν ἀρνήθηκε τὸν εὐεργέτη του, ἀλλὰ τὸν ὁμολόγησε.
Ἀδελφοί μου,
Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἐπεσήμανε στοὺς μαθητές του αὐτὴ τὴν πραγματικότητα ποὺ ἐπιφυλάσσει αὐτὸς ὁ κόσμος «ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ θλῖψιν ἕξετε». Ἐφόσον κάποιος ζεῖ ἐπὶ τῆς γῆς θὰ συνυφαίνει τὴ ζωή του μὲ τὸν πόνο καὶ τὴ θλίψη καὶ τὴ δυστυχία. Καὶ αὐτὸ ἰσχύει ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸ ἐὰν εἶναι εὐσεβὴς ἢ ἀσεβής, πιστὸς ἢ ἄπιστος. Ὁ τρόπος, ὅμως, ποὺ ἀντιμετωπίζει τὶς θλίψεις, τὴν ἀσθένεια καὶ τὴ δοκιμασία, θὰ φανερώνει τὴν πνευματική του κατάσταση, ἡ ὁποία θὰ προκαλεῖ ἤ ὄχι τὸ θαῦμα στὴ ζωή.
Στὴν ἀγωνία καὶ στὴν ἀναμονὴ τοῦ ποθητοῦ θαύματος, ἄς ἐνισχυόμαστε ἀπὸ τὴν ἀψευδῆ διαβεβαίωση τοῦ ποιοῦντος μεγάλα καὶ θαυμαστὰ Κυρίου, λέγοντος «θαρσεῖτε, ἐγὼ νενίκηκα τὸν κόσμον».
ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΜΑΡΤΙΟΥ 2018
ΚΥΡΙΑΚΗ Β΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ (Μαρκ. β΄ 1-12)
4 Μαρτίου
Τὸ σημερινὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα μᾶς διδάσκει ἀφενὸς τὴ δύναμη τῆς πίστης πρὸς τὴ θεότητα τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀφετέρου τὴν προθυμία καὶ τὸν ζῆλο τῶν κατοίκων τῆς Καπερναούμ, ὥστε νὰ ἀκούσουν τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ.
Ἐνῷ ὁ Χριστός, εὑρισκόμενος μέσα σὲ ἕνα σπίτι, δίδασκε τὸ πλῆθος ποὺ εἶχε μαζευτεῖ, προσέγγισαν τὸν χῶρο κάποιοι ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι μετέφεραν ἕνα παράλυτο. Ἐξ αἰτίας τοῦ πλήθους, ὅμως, δὲν μποροῦσαν νὰ προσεγγίσουν τὸν Κύριο, γι’ αὐτὸ καὶ βρῆκαν ἕνα πρωτότυπο τρόπο νὰ τὸν πλησιάσουν· ἄνοιξαν τρύπα στὴ στέγη τοῦ σπιτιοῦ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ κατέβασαν τὸ κρεββάτι στὸ ὁποῖο βρισκόταν ὁ παράλυτος. Βλέποντας ὁ Χριστὸς τὴ μεγάλη πίστη καὶ τὴν προθυμία τοῦ παραλύτου καὶ τῶν συνοδῶν του, τοὺς προσέφερε τὸ ζητούμενο, λέγοντας: «Τέκνον, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου».
Ἔτσι ὁ παράλυτος τῆς Καπερναοὺμ γεύεται τὴν ἀνεκτίμητη δωρεὰ τοῦ Θεοῦ˙χάρη στὴ μεγάλη του πίστη ἕλκυσε τὸ ἔλεος τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀπαλλάχθηκε τόσο ἀπὸ τὴ σωματικὴ ἀσθένεια ὅσο καὶ ἀπὸ τὸ μεγάλο βάρος τῆς ἁμαρτίας. Εἶναι ὄντως γεγονὸς ὅτι πολλὲς φορὲς ἡ ἁμαρτία ἔχει ἄμεσο ἀντίκτυπο καὶ στὴ σωματική μας ὑγεία. Γι’᾿αὐτὸ καὶ ὁ Χριστὸς συγχωρεῖ καὶ θεραπεύει κατ’ ἀρχὰς τὸ αἴτιο, δηλαδὴ τὴν ἁμαρτία, ὥστε νὰ φτάσει στὸ ἀποτέλεσμα, τὴ σωματικὴ ἴαση τοῦ παραλύτου.
Κάποιοι ἀπὸ τοὺς ἐκεῖ παρευρισκόμενους γραμματεῖς ἀντέδρασαν καὶ θεώρησαν τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ: «Τέκνον, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου» ὡς μέγα σκάνδαλο. Αὐτοί -πολὺ σωστὰ βέβαια- πίστευαν ὅτι μόνο ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ συγχωρεῖ ἁμαρτίες. Ὡς γνῶστες τοῦ Ἰουδαϊκοῦ Νόμου γνώριζαν τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, ὅπως κατὰ πρῶτον τὸν εἶχε διακηρύξει ὁ Ἠσαΐας: «Ἐγώ εἰμι ὁ ἐξαλείφων τὰς ἀνομίας σου ἕνεκεν ἐμοῦ» καὶ ἔπειτα ὁ Μιχαίας: «Ὁ Θεὸς ἐπιστρέψει καὶ οἰκτειρήσει ἡμᾶς, καταδύσει τὰς ἀδικίας ἡμῶν καὶ ἀπορριφήσονται εἰς τὰ βάθη τῆς θαλάσσης, πάσας τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν».
Τὸ σφάλμα τῶν γραμματέων ἐντοπίζεται στὸ ὅτι γνώριζαν μὲν τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ δὲν μποροῦσαν νὰ ἀναγνωρίσουν τὴν ἐκπλήρωσή του στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀρνοῦνταν τὴ θεότητα τοῦ Χριστοῦ. Συνεπῶς κάθε Του ἐνέργεια, ἀποτελοῦσε σκάνδαλο γι’᾿αὐτούς. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ ἡ Ἐκκλησία μας πολὺ σοφὰ ὅρισε γιὰ τὴ σημερινὴ ἡμέρα, ὡς ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα, ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν πρὸς Ἑβραίους Ἐπιστολὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Σὲ αὐτὸ τονίζεται ἡ ἀνωτερότητα τοῦ Χριστοῦ σὲ σχέση μὲ τοὺς ἀγγέλους καὶ ἀποδεικνύεται ἡ θεότητά Του.
Τὸ ἄλλο οὐσιαστικὸ στοιχεῖο, τὸ ὁποῖο προκύπτει ἀπὸ τὸ σημερινὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ἀφορᾶ στὴν προθυμία τῶν ἀνθρώπων νὰ ἀκούσουν τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ. Γι’᾿αὐτὸ εἶχε μαζευτεῖ τόσο πλῆθος στὸ σπίτι ποὺ βρισκόταν ὁ Κύριος. Ὁ ζῆλος ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων ἀποτελεῖ διαχρονικὸ παράδειγμα πρὸς ὅλους μας, ὥστε καὶ ἐμεῖς νὰ ἐπιδιώκουμε νὰ ἀκούουμε καὶ νὰ μελετοῦμε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ.
Κανεὶς ἂς μὴν ἰσχυριστεῖ ὅτι γνωρίζει τὴν Ἁγία Γραφή. Ὅσες φορὲς καὶ νὰ τὰ ἄκουσε καὶ ὅσες φορὲς νὰ τὰ ἔχει διαβάσει, πάλι θὰ βρίσκεται μακριὰ ἀπὸ τὴν πλήρη κατανόηση τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀπαιτεῖται ἡ ἐκ μέρους μας προσεκτικὴ ἀκρόαση τοῦ κηρύγματος στοὺς Ναοὺς ἀλλὰ καὶ ἡ μελέτη τόσο τῆς Ἁγίας Γραφῆς ὅσο καὶ διαφόρων ἐποικοδομητικῶν βιβλίων. Ἂς μὴ ξεχνᾶμε ὅτι ὅλοι οἱ μεγάλοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, καθὼς καὶ οἱ ἐκκλησιαστικοὶ συγγραφεῖς, δὲν ἔπαυαν ἀπὸ τοῦ νὰ μελετοῦν καὶ νὰ ἐμβαθύνουν, ἡμέρα καὶ νύκτα, στὴν Ἁγία Γραφή. Παρόλα αὐτὰ δὲν ἰσχυρίζονταν ὅτι γνώριζαν τὰ πάντα καὶ ἀντ’ αὐτοῦ διακήρυσσαν τὴν ἄγνοιά τους.
Πολὺ περισσότερο ἐμεῖς ὀφείλουμε νὰ μελετοῦμε συνεχῶς τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦτο, διότι ὄντως τὸν ἔχουμε ἀνάγκη. Καμμία ἄλλη γνώση δὲν μᾶς εἶναι τόσο ἀπαραίτητη. Ὅλα τὰ ἄλλα εἶναι σχετικὰ καὶ ὑποκείμενα στὸ λάθος καὶ στὴ διάψευση, ἐνῷ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἀλήθεια ποὺ αὐτὸς κρύβει ἀποτελοῦν τὴν ὁδό, γιὰ νὰ γνωρίσουμε καὶ νὰ κοινωνήσουμε ἀληθινὰ μὲ τὸν Χριστό. Γένοιτο.
11 Μαρτίου
Κυριακὴ τῆς Σταυροπροσκυνήσεως σήμερα, προσκυνοῦμε τὸν Τίμιο Σταυρό, ἐπάνω στὸν ὁποῖο καρφώθηκε ὁ Κύριος γιὰ τὴ σωτηρία μας. Ὁ Σταυρὸς ὅμως δὲν μᾶς ὑπενθυμίζει μόνο πόσο μᾶς ἀγάπησε ὁ Θεός,· μᾶς ὑπενθυμίζει καὶ ποιὰ εἶναι ἡ ἀληθινὴ χριστιανικὴ ζωή, ποιὰ εἶναι ἡ σταυρικὴ ζωή, ποὺ καλεῖται νὰ ζήσει κάθε συνειδητὸς πιστός, γιὰ νὰ σωθεῖ. Γι’ αὐτὸ θὰ ἀναφερθοῦμε στὴ συνέχεια στὰ βασικὰ γνωρίσματά της, αὐτὰ ποὺ ἀναφέρει ὁ Κύριος στὸ σημερινὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα, καὶ στὸ πῶς θὰ κατορθώσουμε νὰ ζήσουμε τὴ ζωὴ τοῦ σταυροῦ.
Πρῶτο γνώρισμα τῆς σταυρικῆς ζωῆς εἶναι τὸ ἴδιο τὸ προσκλητήριο τοῦ Κυρίου: « Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν…». Ἐκεῖνος ποὺ θέλει νὰ μὲ ἀκολουθεῖ ὡς μαθητής μου… τί πρέπει νὰ κάνει; «Ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν», λέει πρῶτα-πρῶτα ὁ Κύριος.
Ἂς ἀρνηθεῖ τὸν ἑαυτό του. Νὰ λησμονήσει τὸ κακὸ παρελθόν του καὶ νὰ ἀρνηθεῖ τὸ ἀντίθετο πρὸς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ θέλημά του. Ἡ σταυρικὴ ζωὴ εἶναι ζωὴ αὐταπαρνήσεως, ζωὴ ἀγῶνος ἐναντίον τῆς ἁμαρτίας. Καὶ κατόπιν συμπληρώνει «Καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ»·· ὅποιος θέλει νὰ μὲ ἀκολουθεῖ, ὀφείλει νὰ σηκώσει τὸν σταυρό του. Σήμερα ὅταν λέμε «σηκώνω τὸν σταυρό μου», ἐννοοῦμε «κάνω ὑπομονὴ στὶς θλίψεις μου». Στὸ συγκεκριμένο χωρίο ὅμως ἡ σημασία εἶναι διαφορετική. Ὅταν τὰ ἔλεγε αὐτὰ ὁ Κύριος, ὁ σταυρὸς δὲν εἶχε ἐξαγιασθεῖ ἀκόμη ἀπὸ τὴ θυσία Του. Ἦταν τὸ μέσο τῆς πιὸ σκληρῆς θανατικῆς ποινῆς. Τὸ ἄκουσμα τῆς λέξεως «σταυρὸς» τότε γιὰ αὐτοὺς τοὺς λόγους καὶ σήμερα γιὰ ἄλλους προκαλοῦσε φρίκη.
Ἡ φράση λοιπὸν αὐτὴ σημαίνει «νὰ ἀναλάβει καθένας τὸν σταυρὸ πάνω στὸν ὁποῖο θὰ τὸν καρφώσουν, σὰν νὰ ἔλεγε ὁ Κύριος: «νὰ πάρει τὸ ξίφος μὲ τὸ ὁποῖο θὰ τὸν ἀποκεφαλίσουν». Συνεπῶς τὸ «ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ» δηλώνει τὸν βαθμὸ τῆς αὐταπαρνήσεως ποὺ ζητεῖ ὁ Κύριος,· δηλαδὴ νὰ Τὸν ἀκολουθοῦμε μὲ ἀπόφαση θανάτου, ὡς μελλοθάνατοι, προκειμένου νὰ μείνουμε πιστοὶ στὸ θέλημά Του.
Συνεπῶς ὁ Χριστιανὸς ποὺ εἰλικρινὰ θέλει νὰ ζήσει τὴ χριστιανικὴ ζωὴ παίρνει μιὰ ἀπόφαση. Στὴ ζωή μου δὲν κάνω πλέον αὐτὸ ποὺ θέλω ἐγώ, ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ θέλει ὁ Θεός. Θὰ κάνω τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὅ,τι κι ἂν μοῦ κοστίσει, διότι ὁ ἐσταυρωμένος βίος εἶναι ὁ βίος τῆς τελείας ὑπακοῆς στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, τῆς τελείας αὐταπαρνήσεως, τῆς ἄκρας ταπεινώσεως.
Θαυμάζουμε ἀσφαλῶς τὸ πολίτευμα τοῦ σταυροῦ, ὅπως τὸ βλέπουμε μάλιστα στοὺς βίους τῶν Ἁγίων μᾶς συγκινεῖ, ἀλλὰ καὶ μᾶς φοβίζει. Βλέπουμε τὸν ἑαυτό μας πολὺ ἀδύναμο. Τί μπορεῖ νὰ μᾶς βοηθήσει, ὥστε νὰ ζήσουμε τὴ ζωὴ τοῦ σταυροῦ;
Ὁ ἴδιος ὁ Σταυρὸς τοῦ Κυρίου θὰ μᾶς ἐνισχύσει, ὥστε νὰ νικήσουμε τὸν κακὸ ἑαυτό μας. Νὰ προσκυνοῦμε τὸν Σταυρό, νὰ φορᾶμε Σταυρό, νὰ κάνουμε συχνὰ καὶ μὲ εὐλάβεια τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ. Θὰ ζήσουμε τὴ σταυρικὴ ζωὴ μὲ τὴ δύναμη τοῦ Σταυροῦ.
Οἱ ἅγιοι θεοφώτιστοι Πατέρες, οἱ τόσο αὐστηροὶ στὴν προσωπική τους ἄσκηση, ὁμιλοῦν μὲ πολλὴ συμπάθεια καὶ κατανόηση στὴν ἀδυναμία τοῦ πιστοῦ. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς σὲ μιὰ ὁμιλία του, ποὺ ἐκφώνησε σὰν σήμερα, Κυριακὴ τῆς Σταυροπροσκυνήσεως, μᾶς διδάσκει: «Σᾶς μίλησα γιὰ τὴ ζωὴ τοῦ σταυροῦ. Κανεὶς ἂς μὴν ἀπελπιστεῖ ἢ ἂς μὴ δυσφορήσει μὲ ὅσα ἄκουσε. Ἀλλ’ ἀφοῦ μάθει πόσα ὀφείλει στὸ Δεσπότη, ἂς Τοῦ προσφέρει ὅ,τι μπορεῖ μὲ μετριοφροσύνη, ἡ ὁποία θὰ ἀναπληρώσει τὸ ὑστέρημά του».
Δηλαδὴ ἀνάλογα μὲ τὶς μικρές μας δυνάμεις νὰ καταβάλλουμε κάθε προσπάθεια, νὰ δείχνουμε κάθε φιλοτιμία καὶ ἐπιμέλεια γιὰ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς μας. Νὰ προσφέρουμε στὸν Κύριό μας ὅ,τι περισσότερο μποροῦμε. Δὲν μποροῦμε νὰ ἀγωνιστοῦμε τόσο ἔντονα ὅσο οἱ Ἅγιοι; Μποροῦμε ὅμως νὰ ἀγωνιστοῦμε νὰ καλλιεργήσουμε τὸ ἴδιο φρόνημα ἀπολύτως ἀσυμβίβαστοι μὲ τὴν ἁμαρτία. Ὁ Θεὸς καὶ ἐκείνους θὰ στεφανώσει καὶ ἐμᾶς θὰ ἐλεήσει.
Ὁ Τίμιος Σταυρός, ποὺ ὑψώνει σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας, δὲν εἶναι μόνο σύμβολο αὐταπαρνήσεως, ἀλλὰ καὶ σύμβολο νίκης καὶ πηγὴ Χάριτος καὶ δυνάμεως. Ἂς μὴ στεκόμαστε μόνο στὴν κακοπάθεια ποὺ δηλώνει. Κυρίως ἂς ἀναλογιζόμαστε ὅτι προσκυνώντας τὸν Σταυρὸ καὶ συσταυρούμενοι καθημερινὰ μὲ τὸν Χριστό, λαμβάνουμε πολλὴ τή Χάρη του, καταισχύνουμε τοὺς δαίμονες, κερδίζουμε τὴν αἰωνιότητα. Ὁ δρόμος πρὸς τὸν Γολγοθᾶ εἶναι ὁ μόνος δρόμος πρὸς τὴν Ἀνάσταση.
Νὰ εὐχηθοῦμε νὰ ζήσουμε τὴ σταυρικὴ ζωὴ μὲ ὅσο τὸ δυνατὸν μεγαλύτερη συνέπεια, ὥστε νὰ γευθοῦμε καὶ τὴν ἀνέκφραστη χαρὰ τῆς Ἀναστάσεως. Ἀμήν.
18 Μαρτίου
Ἕνα δυστυχισμένο παιδὶ στέκει αἰχμάλωτο μιᾶς σκληρῆς κυριαρχίας. Τῆς ἐξουσίας τοῦ διαβόλου. Ψυχικὰ κὰι σωματικὰ τὸ ἔχει τσακίσει. Ὅσοι βρίσκονται γύρω του καὶ παρακολουθοῦν τὴν τραγωδία, ἀποδεικνύονται ἀνίκανοι νὰ τὸ βοηθήσουν. Μὲ τὴν ἀπιστία τους ὀρθώνονται ἐμπόδια στὴ λύτρωσή του. Σ’ αὐτὸ τὸ δύσπιστο κόσμο ἀνήκουν ὄχι μόνο οἱ ἐχθροὶ τοῦ Χριστοῦ, οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ φαρισαῖοι, ἀλλ’ ἀκόμη καὶ οἱ μαθητές Του καὶ οἱ ἀμέσως ἐνδιαφερόμενοι γιὰ τὸ βασανισμένο παιδί, ὅπως ὁ πατέρας του. Τὴ διάχυτη δυσπιστία στὴν ἀποτελεσματικότητα τῆς δυνάμεως τοῦ Χριστοῦ ἔναντι τοῦ δαιμονικοῦ κατεστημένου ἐκφράζει παραστατικὰ ὁ διάλογος μὲ τὸν πατέρα τοῦ παιδιοῦ.
«Πόσος καιρὸς εἶναι ἀπὸ τότε ποὺ τοῦ συνέβη αὐτό;» ρωτάει ὁ Ἰησοῦς, καθὼς τὸ παιδὶ κυλιόταν κάτω καὶ ἄφριζε, ἐξουθενωμένο ἀπὸ τὸ δαίμονα. «Ἀπό τὰ παιδικά του χρόνια», ἦταν ἡ ἀπάντηση. «Πολλὲς φορὲς καὶ στὴ φωτιὰ τὸν ἔστειλε καὶ στὰ νερά, γιὰ νὰ τὸν ἐξολοθρεύσει. Ἀλλὰ ἂν μπορεῖς νὰ κάνεις κάτι, βοήθησέ μας, σπλαγχνίσου μας.» Μαζί μέ τήν ἀπόγνωση πού τυραννοῦσε τήν καρδιά του, ἡ ἀμφιβολία τήν δάγκωνε καί τήν μάτωνε.
Ἡ σκιὰ τῆς ἀμφιβολίας δὲν ἔπαψε νὰ πέφτει βαρειὰ στὴ σκέψη καὶ τὴν καρδιὰ τῶν ἀνθρώπων. Ἡ ἀμφιβολία ὅμως σκοτίζει τήν σκέψη, τῆς κλείνει τόν ὁρίζοντα, νεκρώνει τήν ἐλπίδα καὶ τήν τυλίγει στό σκοτάδι.
Τὸ πρῶτο βῆμα γιὰ τὴν ὑπέρβαση τὸ ὑποδεικνύει ὁ Κύριος. Τὸ δεύτερο τὸ καθορίζει ἡ συμπεριφορὰ τοῦ πατέρα. Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπε· ‘Τὸ θέμα δὲν εἶναι ἂν ἐγὼ μπορῶ νὰ θεραπεύσω τὸ παιδί σου, ἀλλά ἂν ἐσὺ μπορεῖς νὰ πιστέψεις. Σ’ αὐτὴ τὴν κατεύθυνση ἀναζήτησε τὴ λύση τοῦ δράματός σου. Στὴν καρδιά σου. Ἐκεῖ βρίσκεται τὸ ἐμπόδιο’.
Ἀδελφοί μου,
μετὰ ἀπὸ αὐτὴ τὴ σαφῆ διευκρίνιση τοῦ Κυρίου τὸ κλειδὶ γιὰ ν’ ἀνοίξουν οἱ βαρειὰ κλεισμένες πόρτες, μὴν τὸ ζητᾶμε ἀλλοῦ. Ἐμεῖς τὸ ἔχουμε. Τὸ πετάξαμε στὴ σκοτεινὴ γωνιὰ τῶν δισταγμῶν καὶ τῆς ἀμφιβολίας μας. Ἀπὸ ἐκεῖ θὰ πρέπει τὸ συντομότερο νὰ τὸ ἀνασύρουμε. Τὸ κλειδὶ αὐτὸ εἶναι ἡ συνειδητή ἐμπιστοσύνη ἡ δική μας, ὡς προσωπικὴ πίστη στὴν παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ πρέπει νὰ ἰσχυροποιηθεῖ καὶ νὰ πάρει στὴ ζωή μας τὴν κεντρικὴ θέση ποὺ τῆς ἁρμόζει. Ἡ καρδιὰ τοῦ πατέρα ταράζεται, καθώς συναισθάνεται ὅτι ὁ ἴδιος στέκει μέ τήν ἀπιστία του ἐμπόδιο στή θεραπεία τοῦ παιδιοῦ του καί μέ μιά ὕστατη προσπάθεια ἀπελευθερώνεται ἀπό τά δεσμά τῆς δυσπιστίας, φωνάζοντας «Πιστεύω Κύριε, βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ».
Λοιπόν, ἀκόμη κι ὅταν νοιώθουμε πὼς οἱ ἀμφιβολίες μᾶς πνίγουν, κι ὅταν ἀκόμη ἡ ψυχή μας δέν βρίσκει τὴ δύναμη οὔτε δυὸ λόγια προσευχῆς νὰ ψιθυρίσει, νὰ μὴ τὰ χάνουμε ἀκόμη καὶ τότε, διότι Ἐκεῖνος καὶ τότε ἀκόμη μᾶς δέχεται. Μὲ ἁπλωμένα τὰ χέρια Του μᾶς περιμένει.
Ἄς στρέψουμε τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μας πρὸς Ἐκεῖνον κι αὐτὸ μονάχα νὰ Τοῦ ποῦμε: «Πιστεύω, Κύριε, βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ».
25 Μαρτίου
ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ
ΣΤΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ
Μεγάλο καὶ θεῖο, ἀπόρρητο καὶ ἀκατανόητο, ὄχι μόνο στοὺς ἀνθρώπους ἀλλὰ καὶ στοὺς ἀγγέλους καὶ στοὺς ἀρχαγγέλους εἶναι τὸ γεγονός, ὅτι ἡ φύση μας ἔγινε διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ὁμόθεος καὶ μᾶς χαρίστηκε ἡ ἐπάνοδός μας στὸ καλύτερο. Αὐτὸ εἶναι τὸ μυστήριο ποὺ πιστεύεται, ἀλλὰ δὲν γνωρίζεται. Εἶναι ἀκατανόητο ὄχι μόνο στοὺς ἀνθρώπους ἀλλὰ καὶ στοὺς ἀγγέλους καὶ στοὺς ἀρχαγγέλους. Ἀρχίζει ἀπὸ τὸ γεγονὸς ποὺ γιορτάζεται σήμερα.
Ὁ ἀρχάγγελος εὐαγγελίζεται στὴν Παρθένο τὴ σύλληψη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἐκείνη ἔκπληκτη ζήτησε τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο αὐτὸ θὰ γινόταν καὶ εἶπε πρὸς αὐτὸν «πῶς θὰ μοῦ συμβεῖ αὐτὸ ἀφοῦ δὲν γνωρίζω ἄνδρα;» καὶ τότε ὁ ἀρχάγγελος κατέφυγε πρὸς τὸν Θεὸ λέγοντας· «Πνεῦμα Ἅγιο θὰ ἔρθει σ’ ἐσένα καὶ δύναμις Ὑψίστου θὰ σὲ ἐπισκιάσει». Αὐτό ποὺ ὁμολογεῖται ἀπὸ τὸν ἀρχάγγελο πρὸς τὴν Παρθένο ἐνέχει τὸ μεγαλύτερο μυστήριο. Ὁ Σωτήρας καὶ λυτρωτὴς τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, θὰ γίνει ἄνθρωπος γιὰ νὰ σώσει τὸν ἄνθρωπο.
Παραβαίνοντας τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ κατεβήκαμε μέχρι τὸν Ἅδη καὶ πολλὰ δεινὰ μᾶς βρῆκαν διαδοχικά. Τὸ γένος μας γεύτηκε τὴ λύπη καὶ ἡ ζωή μας ἔγινε γεμάτη ὀδύνη. Ὁ Θεὸς ὅμως ποὺ μᾶς ἔπλασε μὲ εὐσπλαγχνία καὶ φιλανθρωπία ἔκλινε τοὺς οὐρανοὺς καὶ κατέβηκε γιὰ νὰ μᾶς βρεῖ, παίρνοντας ἀπὸ τὴν ἁγία Παρθένο τὴ φύση μας ποὺ τὴν ἀνακαίνισε. Ὁ Θεὸς στέλνοντας τὸν ἀρχάγγελο στὴν Παρθένο τὴν κάνει μητέρα τοῦ Χριστοῦ μόνο μὲ τὴ προσφώνηση ποὺ ἀκούει σήμερα. Ἄν ἡ σύλληψη τοῦ Χριστοῦ θὰ ἦταν ἀπὸ ἀνθρώπινη ἐπέμβαση, ὁ Χριστὸς δὲν θὰ ἦταν ὁ νέος ἄνθρωπος. Τώρα ἦρθε καὶ ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, γίνεται ἄνθρωπος καὶ σαρκώθηκε στὴ μήτρα τῆς Παρθένου μένοντας ἀναλλοίωτος Θεὸς καὶ τέλειος άνθρωπος.
Τὸ ὄνομα τῆς Παρθένου ἦταν Μαριάμ, ποὺ ἐρμηνεύεται Κυρία. Ἐκείνη ἦταν πράγματι παρθένος καὶ στὸ σῶμα καὶ στὴ ψυχή. Εἶχε ὅλες τὶς αἰσθήσεις τοῦ σώματος ἐκτὸς ἀπὸ τὸν μολυσμό. Ἔχει γραφεῖ γιὰ Ἐκείνη ὅτι ἦταν ἡ κλεισμένη πύλη, ποὺ κανεὶς δὲν πρόκειται νὰ περάσει ἀπὸ αὐτὴν παρὰ μόνον ὁ Χριστός. Ἡ Παναγία εἶναι Κυρία καὶ μὲ ἕναν ἄλλο τρόπο. Δεσπόζει ὅλων, καθὼς εἶναι ἐλεύθερη καὶ ρίζα τῆς ἐλευθερίας τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων, καὶ γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς ὁ ἄγγελος ἐμφανιζόμενος στὴν Παρθένο τῆς ἀπευθύνει τὸ «Χαῖρε Κεχαριτωμένη. Ὁ Κύριος εἶναι μαζί σου, εἶσαι εὐλογημένη ἀνάμεσα στὶς γυναῖκες». Ἡ Παρθένος φοβήθηκε μήπως ὁ ἄγγελος εἶναι κάποιος ἀπατηλὸς καὶ δὲν δέχθηκε χωρὶς ἐξέταση τὸν χαιρετισμό. Ταράχθηκε καὶ ρώτησε πῶς εἶναι δυνατὸ νὰ γίνει αυτό. Ὁ ἀρχάγγελος ἀμέσως τῆς διέλυσε τὸν θεοφιλῆ φόβο λέγοντάς της· «Μὴ φοβᾶσαι Μαρία, διότι πέτυχες τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ».
Ἡ Παρθένος ρώτησε ὄχι ἀπὸ ἀπιστία, ἀλλὰ ἐπειδὴ ζητοῦσε νὰ μάθει πῶς ἦταν δυνατὸ νὰ πραγματοποιηθεῖ αὐτὸ τὸ θαῦμα, γι’αυτὸ ἀκριβῶς μετὰ τὴν ἐξήγηση τοῦ ἀρχαγγέλου ἐκείνη τρέχει πρὸς τὸν Θεὸ καὶ ἀπευθύνεται πρὸς αὐτόν.
Λέγει λοιπὸν στὸν ἀρχάγγελο· «ἄν ὅπως λὲς ἔρθει σ’ ἐμένα τὸ Ἅγιο Πνεῦμα γιὰ νὰ μὲ καθαρίσει περισσότερο καὶ νὰ μὲ δυναμώσει νὰ δεχτῶ τὸ σωτήριο ἔμβρυο, ἄν μὲ ἐπισκιάσει ἡ δύναμη τοῦ Ὑψίστου ποὺ θὰ μορφώσει μέσα μου ὡς ἄνθρωπο αὐτὸν ποὺ εἶναι Θεὸς καὶ Βασιλεὺς αἰώνιος, πιστεύω ὅτι τίποτε δὲν εἶναι ἀδύνατο γιὰ τὸν Θεό. Λοιπόν, ἰδοὺ ἐγὼ ἡ δούλη τοῦ Κυρίου, ἄς γίνει σύμφωνα μὲ τὸ λόγο σου». Τότε ἔφυγε ἀπὸ ὲκεῖ ὁ ἄγγελος, ἀφοῦ ἄφησε στὴ γαστέρα της τὸν Δημιουργὸ τοῦ κόσμου ἑνωμένο μὲ τὴν Παρθένο.
Μετά ἀπὸ αὐτὸ τὸ γεγονὸς ἡ Παναγία εἶναι τὸ μοναδικὸ μεθόριο μεταξύ κτιστῆς καὶ ἄκτιστης φύσεως. Εἶναι ἡ χώρα τοῦ Ἀχωρήτου. Αὐτὴν θὰ ὑμνήσουν στὸ μέλλον μετὰ τὸ Θεὸ ὅλοι οἱ πιστοί. Αὐτή εἶναι ἡ αἰτία κάθε καλοῦ καὶ ἡ προστάτις καὶ πρόξενος τῶν αὶωνίων ἀγαθῶν. Εἶναι ἡ ἀρχὴ τῶν ἀποστόλων καὶ τὸ ἐδραίωμα τῶν μαρτύρων, εἶναι ἡ δόξα τῆς γῆς καὶ ἡ τερπνότητα τῶν οὐρανίων, εἶναι τὸ στολίδι ὅλης τῆς κτίσεως. Ἀπὸ αὐτὴν ἂς ἀποκτήσουμε ἐλπίδα καὶ ἐμεῖς καὶ μὲ τὶς δικές της ἀδιάκοπες προσευχὲς γιὰ ὅλους μας ἄς ἔρθει ἡ δόξα καὶ ἡ χαρὰ Ἐκείνου ποὺ γεννήθηκε ἀπὸ τὸν Πατέρα πρὶν ἀπὸ τοὺς αἰῶνες καὶ σαρκώθηκε ἀπὸ τὴν Παναγία μας.
Στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ ἀνήκει κάθε δόξα καὶ τιμὴ καὶ προσκύνηση στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2018
ΚΥΡΙΑΚΗ IΖ΄ ΛΟΥΚΑ (ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ). (Λουκ. ιε΄ 11 ‐ 32)
4 Φεβρουαρίου
Ἡ παραβολὴ τοῦ Ἀσώτου, ποὺ ἀναγινώσκεται σήμερα, χαρακτηρίστηκε ὡς τὸ «εὐαγγέλιο τῶν εὐαγγελίων». Διότι, ἂν ὑποθέσουμε ὅτι χανόταν ὅλη ἡ ὑπόλοιπη διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, θὰ ἦταν ἀρκετὴ καὶ μόνο αὐτὴ ἡ παραβολή, γιὰ νὰ μᾶς βεβαιώσει ὅτι ὁ Κύριος εἶναι Θεὸς τῆς ἄπειρης ἀγάπης καὶ φιλανθρωπίας. Θὰ ἦταν ἀρκετή, γιὰ νὰ περιγράψει τὴν ἱστορία τῆς ἀποστασίας τοῦ κόσμου.
Ἡ ἱστορία τοῦ νεότερου υἱοῦ ποὺ ζήτησε ἀπὸ τὸν πατέρα τὸ μερίδιό του καὶ ἔφυγε μακριὰ ἀπὸ τὸ σπίτι σπαταλῶντας τὴν περιουσία του καὶ «ζῶν ἀσώτως», ἀποτυπώνει μὲ τὸν πλεὸν παραστατικὸ τρόπο τὴν τραγωδία τοῦ κάθε ἀνθρώπου ποὺ ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ παραδίδεται στὰ ἁμαρτωλὰ πάθη καὶ τὶς ἐπιθυμίες του. Ἡ ἴδια ἱστορία ὅμως φανερώνει καὶ τὴν ἄπειρη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος περιμένει τή μετάνοια καὶ τὴν ἐπιστροφὴ κάθε ἁμαρτωλοῦ. Περιμένει καὶ τὴ δική μας μετάνοια...
Κανεὶς δὲν μπορεῖ νά μείνει ἀσυγκίνητος, ὅταν ἀναλογίζεται τὴν πολὺ χαρακτηριστικὴ εἰκόνα τῆς ὑποδοχῆς τοῦ Ἀσώτου. Τότε ποὺ ὁ σπλαγχνικὸς πατέρας εἶδε ἀπὸ μακριὰ τὸν ἄσωτο γιό του νὰ ἐπιστρέφει σὲ ἄθλια κατάσταση κι ἔτρεξε, τὸν ἕσφιξε στὴν ἀγκαλιά του καὶ τὸν καταφιλοῦσε μὲ στοργή. «Καὶ δραμῶν ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτόν».
Πόσο μᾶς συγκινεῖ αὐτὴ ἡ ἀνοιχτὴ ἀγκαλιὰ τοῦ πατέρα!
Τέτοια εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Μακροθυμεῖ γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας καὶ περιμένει τήν μετάνοιά μας. Μᾶς παρέχει πολλὲς καὶ ποικίλες εὐκαιρίες, γιὰ νὰ διορθωθοῦμε. Κι ὅταν δεῖ τὴν διάθεση καὶ μόνον ἐπιστροφῆς, ἀφήνει νὰ συναντήσουμε τὸ ξεχείλισμα τῆς ἀγάπης Του. Μολονότι φέρουμε ἔντονα τοὺς ρύπους καὶ τὴν δυσωδία τῆς ἁμαρτίας, ὁ σπλαγχνικὸς Πατέρας μᾶς ἀγκαλιάζει καὶ μᾶς καταφιλεῖ. Δέχεται τὴν ἐξομολόγηση καὶ τὴ μετάνοιά μας καὶ θυσιάζει τὸ «μόσχο τὸν σιτευτό», γιὰ νὰ μᾶς τὸν προσφέρει στὴν ἱερὴ τράπεζα τῆς Θείας Κοινωνίας. Ὁ Πανάγαθος Θεὸς μᾶς ἀναγνωρίζει ὡς ἀγαπημένα παιδιά Του καὶ κληρονόμους τῆς Βασιλείας Του. Ἀλήθεια τί ἄλλο ὑπάρχει στὸν κόσμο, ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ συγκριθεῖ μὲ τὸ ἀξεπέραστο μεγαλεῖο αὐτῶν τῶν δωρεῶν τῆς θεϊκῆς ἀγάπης;
Καὶ μόνο τὸ ὄνομα τῆς παραβολῆς τοῦ Ἀσώτου ἑστιάζει τὴν προσοχή μας στὸ πρόσωπο τοῦ νεότερου γιοῦ, ποὺ ἔγινε ἄσωτος καθὼς ἔφυγε μακριὰ ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ πατέρα.
Ὡστόσο ἀξίζει νὰ προσέξουμε καὶ τὸν ἄλλο γιό. Τὸν πρεσβύτερο τῆς παραβολῆς, ὁ ὁποῖος ἂν καὶ ζοῦσε μέσα στὸ σπίτι, οὐσιαστικὰ ἦταν μακριά.
Ὁ πρεσβύτερος υἱὸς ἐξωτερικὰ φαινόταν πιστὸς γιὸς τοῦ πατέρα καὶ ἀκριβὴς τηρητὴς τῶν ἐντολῶν του. Ὡστόσο τὸ γεγονὸς τῆς ἐπιστροφῆς τοῦ μικρότερου ἀδελφοῦ του ἀνέτρεψε τὴν ἐπιφανειακὰ καλή του εἰκόνα. Ὅταν πληροφορήθηκε ὅτι ἐπέστρεψε ὁ ἄσωτος ἀδελφός του, ἀντὶ νὰ χαρεῖ, ὀργίστηκε καὶ ἀρνήθηκε νὰ λάβει μέρος στὸ πανηγύρι. Μάλιστα μὲ ἐπιθετικὸ τρόπο ξέσπασε ἐναντίον τοῦ πατέρα. Καὶ ἐνῷ καυχόταν γιὰ τὴν τυφλὴ ὑπακοὴ στὸν πατέρα «οὐδέποτε ἐντολὴν σου παρῆλθον», τὴν ἴδια στιγμὴ ἀντιστεκόταν μὲ πεῖσμα ὄχι σὲ ἐντολὴ ἀλλὰ στὴν πατρικὴ παράκληση καὶ προτροπὴ νὰ μοιραστεῖ τὴ κοινὴ χαρὰ στὸ σπίτι.
Ἴσως μᾶς ξαφνιάζει τὸ πρωτοφανὲς ξέσπασμα ἐγωϊσμοῦ, ζηλοτυπίας καὶ φθόνου τοῦ μεγαλύτερου υἱοῦ. Τὸ πιθανότερο ὅμως εἶναι νὰ ζοῦμε κι ἐμεῖς συνειδητὰ ἢ ἀσυνείδητα σὰν αὐτόν. Ἀπὸ μικρὰ παιδιά μεγαλώνουμε μέσα στὸ σπίτι τοῦ Θεοῦ Πατέρα, τὴν Ἐκκλησία. Καὶ ἐπειδή, ἐνδεχομένως, ἀποφεύγουμε σοβαρὲς παρεκτροπὲς καὶ πιστεύουμε ὅτι ἐφαρμόζουμε μὲ ἀκρίβεια τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, εὔκολα διαχωρίζουμε τὴ θέση μας ἀπὸ κάθε ἄσωτο, νομίζοντας ὅτι εἶναι αὐτονόητη ἡ θέση μας στὸν Παράδεισο. Ἔτσι ἐπαναπαυόμαστε καὶ θεωροῦμε περιττὴ τήν μετάνοια, τὴν ἐξομολόγηση, τὴν προσευχή, τή μελέτη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἔμπρακτη ἐκδήλωση τῆς ἀγάπης μας στοὺς ἀδελφούς.
Ἀδελφοί, ἂς παραδεχθοῦμε ταπεινὰ τὴν ἁμαρτωλότητά μας κι ἂς ἀκολουθήσουμε τὴν ὁδὸ τῆς μετανοίας. Εἴτε μοιάζουμε μὲ τὸ νεότερο εἴτε μὲ τὸν πρεσβύτερο υἱό, ἂς γνωρίζουμε ὅτι ἡ ἀγκαλιὰ τοῦ Θεοῦ εἶναι πάντα ἀνοιχτὴ καὶ ἕτοιμη νὰ μᾶς ὑποδεχθεῖ, ἀρκεῖ νὰ εἴμαστε πρόθυμοι γιὰ ἐπιστροφὴ ἀκόμη καὶ χωρὶς προϋποθέσεις.
Ἀμήν.
11 Φεβρουαρίου
Ἡ σημερινὴ τρίτη Κυριακὴ τοῦ Τριωδίου εἶναι ἀφιερωμένη στὸ φοβερότερο γεγονὸς τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας, ποὺ εἶναι ἡ μέλλουσα Κρίση, ἡ ὁποία μπορεῖ νὰ ἀποτελέσει ἀπαραίτητο προβληματισμὸ τῶν πιστῶν κατ’ αὐτὴν τὴν ἀγωνιστικὴ περίοδο.
Ἡ μέλλουσα Κρίση εἶναι θεμελιώδης πίστη τῆς χριστιανικῆς μας διδασκαλίας, ἡ ὁποία θὰ ἐπισυμβεῖ στὸ τέλος αὐτοῦ τοῦ πρόσκαιρου κόσμου καὶ περιγράφεται μὲ σαφήνεια στὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Ματθαίου, ποὺ σήμερα ἀναγνώσαμε.
Ὁ Κύριος, λίγο πρὶν τὸ πάθος Του, μιλῶντας γιὰ τὰ ἔσχατα τῆς ἱστορίας καὶ τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου εἶπε πώς, ὅταν ἔρθει ὁ Ἴδιος στὴ Δεύτερη καὶ φοβερὴ παρουσία Του, θὰ ἐπισφραγίσει μὲ τὴν δίκαιη κρίση καὶ ἐνέργειά Του τὸ μυστήριο τῆς θείας οἰκονομίας.
Τὸ φιλάνθρωπο πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ θὰ γίνει τὴν ἡμέρα ἐκείνη δικαιόκριτο καὶ ἀποκαλυπτικό. Στὴν ἐμφάνισή Του θὰ συντριβοῦν ἡ γῆ καὶ ὁ οὐρανός, θά σεισθοῦν τὰ θεμέλια τῆς γῆς ἀπὸ τὴν παρουσία τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ αὐτὴ τὴ φορὰ δὲν θὰ ἔλθει ἀδύναμος καὶ ταπεινὸς ἀλλὰ «μετὰ δυνάμεως καὶ δόξης πολλῆς». Δὲν θὰ ζητήσει τότε ὁ Χριστὸς ἀπὸ τοὺς κρινόμενους οὔτε νηστεῖες οὔτε ἀγρυπνίες οὔτε γονυκλισίες ἀλλὰ πόση ἀγάπη ἔδειξαν. Χωρὶς αὐτὴν καταντοῦν ὅλα τύποι ἀνώφελοι, ποὺ δὲν ἁγιάζουν τὸν πιστό.
Ὁ Κύριος ἑστιάζει στὴ φιλάνθρωπη καρδιά, γιατὶ ἀπ’ αὐτὴν ἐξαρτῶνται οἱ ὑπόλοιπες ἀρετές. Ὅποιος ἀγαπᾶ τὸν συνάνθρωπο, ἐκεῖνος λατρεύει οὐσιαστικὰ τὸν Θεό. Ὁ ἐλεήμων εἶναι δίκαιος καὶ ἐνάρετος, ὁ δὲ ἀφιλάνθρωπος εἶναι παραβάτης καὶ ἁμαρτωλός. Γι’ αὐτὸ ὁ Κύριος ἔθεσε ὡς κριτήριο τὴν ἀγάπη, γιατὶ ἀπὸ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸν πλησίον «….ὅλος ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται κρέμανται».
Μὲ βάση, λοιπόν, τὴν ἀγάπη θὰ μᾶς κρίνει λέγοντας «κληρονομήσατε τὴν ἡτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν» ἢ «πορεύεσθε ἀπ’ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ ἐξώτερον».
Ἑπομένως ἡ μέλλουσα κρίση καὶ ἀνταπόδοση εἶναι συνέπεια καὶ ἀπόρροια τῆς ἐπίγειας συμπεριφορᾶς τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ καὶ ἀπόδοση τῆς ὁριστικῆς δικαιοσύνης τοῦ Θεοῦ. Τῆς δικαιοσύνης ἐκείνης, ἡ ὁποία θὰ ἀποκαταστήσει ἀσφαλῶς τὸ κακὸ ποὺ διέφυγε ἀπὸ τὴν κρίση τῶν ἀνθρώπων. Ἀλλ’ εἶναι καὶ ἀπαίτηση τῆς δικαιοσύνης τοῦ Θεοῦ, ποὺ θὰ ἀνταμείψει τοὺς ἀνθρώπους ἐκείνους, τοὺς ὁποίους ὄχι μόνον δὲν κατόρθωσε νὰ ἀνταμείψει ἡ δικαιοσύνη τῶν ἀνθρώπων, ἀλλ’ ἴσως καὶ νὰ ἀδίκησε.
Εἶναι ὁπωσδήποτε ἀτελὴς ἡ ἀπονομὴ τῆς ἀνθρώπινης δικαιοσύνης. Πράγματα καὶ καταστάσεις ποὺ ἐξυπηρέτησαν σκοπιμότητες σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο, νὰ εἴμαστε βέβαιοι ὅτι δὲν θὰ περάσουν ἀπαρατήρητα καὶ ἄκριτα ἀπὸ τὸ κριτήριο τοῦ ζῶντος Θεοῦ.
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, αὐτὴ τὴν ἀναπόφευκτη κρίση μᾶς ὑπενθυμίζει ἡ Ἐκκλησία τὶς ἡμέρες αὐτές.
Ὅσοι παραβλέπουμε καὶ περιφρονοῦμε τοὺς ἐλαχίστους ἀδελφούς, νὰ ἔχουμε τὴν βεβαιότητα ὅτι παραβλέπουμε καὶ περιφρονοῦμε τὸν Ἴδιο τὸν Χριστό. Ἡ λειτουργικὴ αὐτὴ χρονικὴ περίοδος τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι ὁ εὐπρόσδεκτος καιρός, γιὰ νὰ γίνουμε εὔσπλαχνοι, ἐλεήμονες, καταδεκτικοὶ μπροστὰ στὸν ἀνθρώπινο πόνο ποὺ πλεονάζει στὶς μέρες μας. Ἀσθενεῖς, ἄποροι, μετανάστες, φτωχὰ παιδιά, γέροντες περιμένουν ἕναν καλὸ λόγο, μιὰ ἐπίσκεψη, τὴν ἐλάχιστη φροντίδα, ἀκόμη καὶ ἕνα χαμόγελο ποὺ μπορεῖ καὶ ζεσταίνει τὴν καρδιά. Αὐτοὶ οἱ ἐλάχιστοι κυριολεκτικὰ μᾶς σπρώχνουν στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Ὅσες καὶ ἂν εἶναι οἱ δυσκολίες τῶν προβλημάτων τῆς ζωῆς, ὅση καὶ ἂν εἶναι ἡ ζάλη καὶ ἡ πίεση τῶν μεριμνῶν τοῦ βίου μας, δὲν χρειαζόμαστε χρήματα, γιὰ νὰ κερδίσουμε τὴν αἰωνιότητα. Ἡ ἔμπρακτη ἀγάπη θὰ μᾶς κάνει νὰ ἀκούσουμε τὴ φωνὴ τοῦ Κυρίου: «Δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ Πατρός μου κληρονομήσατε τὴν ἡτοιμασμένην ὑμῖν Βασιλείαν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου».
Ἀμήν.
18 Φεβρουαρίου
Στὰ πρόθυρα τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ἡ Ἐκκλησία μὲ τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο μᾶς ἀποκαλύπτει τὸ νόημα καὶ τὶς διαστάσεις τῆς ἀληθινῆς νηστείας.
Ἡ νηστεία εἶναι τὸ πιὸ διαδεδομένο ἀσκητικὸ μέσο τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας παράδοσης. Ἡ λέξη σημαίνει τὴν ἀποχὴ ἀπὸ τὶς τροφές. Ὡς πρακτικὴ μὲ θρησκευτικὸ περιεχόμενο τὴ συναντᾶμε σὲ ὅλες σχεδὸν τὶς θρησκεῖες καὶ σχετίζεται κυρίως μὲ τὴν ἐξωτερίκευση τοῦ πένθους, τῆς θλίψης, τῆς ἐσωτερικῆς συντριβῆς καὶ τὴν προετοιμασία γιά μεγάλες ἑορτὲς ποὺ προϋποθέτουν ἐσωτερικὴ κάθαρση.
Οἱ παλαιοὶ Χριστιανοὶ τηροῦσαν μὲ εὐλάβεια τὶς καθορισμένες νηστεῖες μὲ μόνη δικαιολογημένη ἐξαίρεση τοὺς ἐμπερίστατους ἀδελφοὺς (ἀσθενεῖς, ὁδοιπόρους, νήπια). Ἄλλωστε γιὰ ὅσους ἀδικαιολόγητα καταστρατηγοῦν τὶς νηστεῖες οἱ Ἱεροὶ Κανόνες ἐπιβάλλουν αὐστηρὰ ἐπιτίμια.
Σήμερα ἡ νηστεία ὡς θεσμὸς εἶναι περιφρονημένη καὶ παρεξηγημένη. Ἄλλοι, παρασυρόμενοι ἀπὸ τὴν γενικευμένη ἐκκοσμίκευση τὴν παραμερίζουν, τὴν προσδιορίζουν κατὰ τὴν κρίση καὶ δυνατότητά τους ἢ καὶ τὴν καταργοῦν, ἐνῷ ἄλλοι τὴν ὑπερτιμοῦν ἀδιάκριτα καὶ τῆς ἀποδίδουν τεράστια σωτηριολογικὴ ἀξία καθιστῶντας την αὐτοσκοπό.
Ἡ νηστεία, ὅμως, δὲν εἶναι αὐτοσκοπός, εἶναι μέσο τοῦ ἀσκητικοῦ ἀγώνα τοῦ πιστοῦ, τὸ μυστικὸ ὅπλο τοῦ «πολέμου» κατὰ τῶν παθῶν, «ἡ μάχαιρα ἥτις ἐκκόπτει πολλὰς κακίας» κατὰ τοὺς Θεοφόρους Πατέρες.
Ἡ ἀληθινὴ νηστεία ἔχει χαρακτῆρα παιδαγωγικὸ καὶ ἀναγωγικό. Διδάσκει τὸν ἄνθρωπο νὰ μὴ βασίζεται στὰ ὑλικὰ πράγματα, ὑπενθυμίζοντάς του τὴ σχετικὴ ἀξία τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν, ἐνῷ τὸν ὁδηγεῖ νὰ ξεπεράσει τὴν τυραννία τῆς ὑλικῆς ἀναγκαιότητας καὶ νὰ φθάσει στὸ βασίλειο τῆς ἐλευθερίας τοῦ Πνεύματος.
Ὁ μέγας ἐχθρὸς τῆς νηστείας, ὅπως φαίνεται στὴ σημερινὴ Εὐαγγελικὴ περικοπὴ εἶναι ἡ τυπολατρεία καὶ ἡ ὑποκρισία, μὲ μιὰ λέξη ὁ φαρισαϊσμός, αὐτὴ ἡ φοβερὴ πνευματικὴ ἀσθένεια ποὺ πλήττει καὶ ἀκυρώνει κάθε ἐσωρικὴ διάθεση καὶ ἐξωτερικὴ ἐκδήλωση.
Ἡ Ἐκκλησία μὲ τὸν θεόπνευστο λόγο τῶν Πατέρων, διὰ τῆς ὑμνογραφίας, μᾶς προειδοποιεῖ ὅτι ἀληθινὴ καὶ εὐάρεστη στὸν Θεὸ νηστεία δὲν εἶναι ἁπλᾶ ἡ τυπικὴ τήρηση κάποιων περιορισμῶν στὴ διατροφή, ἀλλὰ γενικὰ ἡ κυριαρχία τοῦ πνεύματος ἔναντι ὅλων τῶν πιεστικῶν ἀναγκῶν τοῦ σώματος.
«Ἀληθὴς νηστεία ἡ τῶν κακῶν ἀλλοτρίωσις, ἐγκράτεια γλώσσης, θυμοῦ ἀποχή, καταλαλιᾶς, ψευδοῦς καὶ ἐπιορκίας. Ἡ τούτων ἔνδεια, νηστεία ἔστιν ἀληθὴς καὶ εὐπρόσδεκτος» θὰ ἀκούσουμε ἀπόψε στὸν ἑσπερινὸ τῆς Καθαρᾶς Δευτέρας..
Οἱ Πατέρες συνιστοῦν ἐπίσης νὰ συνοδεύεται ἡ νηστεία μὲ τὴν ἄσκηση καὶ ἄλλων ἀρετῶν καὶ κυρίως τῆς ἐλεημοσύνης. «Νηστεύεις; Δεῖξον μοι διὰ τῶν ἔργων αὐτῶν. Ποίων ἔργων, φησίν. Ἐὰν ἴδῃς πένητα, ἐλέησον», ὅπως λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος.
Ἡ νηστεία συνδέεται μὲ τὴν κοινωνικότητα τοῦ ἀνθρώπου. Δὲν ἀποσκοπεῖ στὴν ἐγωκεντρικὴ κατάκτηση ἀτομικοῦ ἀσκητικοῦ στόχου. Παιδαγωγεῖ τὸν ἄνθρωπο νὰ ἀκολουθεῖ τὸν κοινὸ κατ’ ἀλήθειαν τρόπο ζωῆς «σὺν πᾶσι τοῖς ἁγίοις». Ἀναγκαῖος ὅρος, λοιπόν, γιὰ νὰ ἀρχίσουμε «τὸν καλὸν τῆς νηστείας ἀγῶνα» εἶναι ἡ ἀποκατάσταση τῶν κοινωνικῶν μας σχέσεων σὲ σωστὴ βάση μὲ ἀμοιβαία συγχώρηση.
Γι’ αὐτὸ ὁ πρῶτος Κατανυκτικὸς ἑσπερινὸς τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, στὸν ὁποῖο πρέπει νὰ συμμετάσχουμε ὅλοι μας ἀπόψε, ὁλοκληρώνεται σύμφωνα μὲ παλαιὸ μοναστικὸ τυπικὸ στὴν καρδιακὴ ἀνταλλαγὴ τῆς συγχώρησης, ὡς προϋπόθεσης τῆς προσπάθειάς μας καὶ ὀνομάζεται Ἑσπερινὸς τῆς συγγνώμης. Μόνον ἔτσι συμπεριφερόμενοι καὶ προσευχόμενοι οἱ Χριστιανοὶ θὰ καταλήξουμε στὴν ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ στὴν κοινωνία τῆς ἀγάπης, τὰ ὁποῖα ἑορτάζουμε στὸ τέλος αὐτῆς τῆς πορείας καὶ λειτουργικῆς περιόδου μὲ τὴν μετοχή μας στὸν Ἀναστάσιμο ἑσπερινὸ τῆς Ἀγάπης.
Καλὴ Σαρακοστὴ καὶ καλὴ δύναμη στὸν προκείμενο ἀγῶνα.
25 Φεβρουαρίου
Ἡ σημερινὴ Κυριακή, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, εἶναι ἡ πρώτη Κυριακὴ τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς καὶ εἶναι ἀφιερωμένη στὴν Ὀρθοδοξία, στὴ νίκη δηλαδὴ τῆς ὀρθόδοξης πίστης ἐναντίον τῶν ποκίλων αἱρέσεων. Ἡ αἵρεση εἶναι ὁ ἐσωτερικὸς ἐχθρός της Ἐκκλησίας, ἀφοῦ κάνει ζημιὰ καὶ διασπᾶ τὴν ἑνότητα τῆς πίστεώς της.
Μία αἵρεση ἐδῶ καὶ χίλια τριακόσια περίπου χρόνια, ἡ ὁποία ταλαιπώρησε τὴν Ἐκκλησία πάνω ἀπὸ ἕναν αἰῶνα, ἀπὸ τὸ 727 μέχρι τὸ 843, ἦταν ἡ Εἰκονομαχία· ὁ πόλεμος δηλαδὴ ἐναντίον τῶν ἱερῶν εἰκόνων. Οἱ ὑποστηρικτὲς αὐτῆς τῆς αἵρεσης ἔλεγαν πὼς δὲν πρέπει νὰ ἔχουμε στὴν Ἐκκλησία εἰκόνες καὶ νὰ τὶς προσκυνοῦμε, ἐπειδὴ αὐτὸ εἶναι τάχα εἰδωλολατρεία.
Αὐτὴ ἡ κακοδιδασκαλία ἔφερε μεγάλη ἀναταραχὴ στὴν Ἐκκλησία κι ἔγινε αἰτία νὰ διωχθοῦν, νὰ βασανισθοῦν καὶ νὰ πεθάνουν πολλοὶ ἅγιοι, ὑπερασπίζοντας τὴν ὀρθὴ πίστη. Αὐτοὺς ἡ Ἐκκλησία τοὺς ὀνομάζει Ὁμολογητές, καὶ κάποιοι ἐξ αὐτῶν εἶναι ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης κι ἄλλοι πολλοί. Αὐτοὶ μὲ ἔνθεο ζῆλο καὶ μὲ ἀτρόμητη γνώμη ὑπερασπίσθηκαν τὴν ὀρθὴ πίστη τῆς Ἐκκλησίας καὶ στὸ τέλος ἡ Ὀρθοδοξία νίκησε. Οἱ ἱερὲς εἰκόνες ξαναπῆραν τὴ θέση τους μέσα στὸν Ναὸ κι ὁ πιστὸς λαός, ὅλοι ἐμεῖς, τὶς προσκυνοῦμε μέχρι σήμερα. Τὶς προσκυνοῦμε τιμητικά. Τὶς ἱερὲς εἰκόνες δὲν τὶς λατρεύουμε γι’ αὐτὸ ποὺ εἶναι οἱ ἴδιες, ἀλλὰ διότι τὰ εἰκονιζόμενα πρόσωπα ἢ γεγονότα μᾶς παραπέμπουν στὴν προσκύνηση καὶ λατρεία τοῦ μόνου ἀληθινοῦ Θεοῦ καὶ Δεσπότου τῆς ζωῆς.
Ἡ φράση τοῦ Μεγάλου Βασιλείου «ἡ τιμὴ τῆς εἰκόνος ἐπὶ τὸ πρωτότυπον διαβαίνει» εἶναι ἡ ὀρθόδοξη πίστη καὶ ἡ ἀκριβὴς θέση ποὺ ἐπικράτησε πιὰ ὡς κανόνας στὸ θέμα τῆς ἀπόδοσης τιμῆς στὶς ἅγιες εἰκόνες. Ἔκτοτε, οἱ εἰκόνες εἶναι ἱερὲς καὶ ἅγιες ὄχι γιὰ τὰ ὑλικὰ ἀπὸ τὰ ὁποῖα κατασκευάζονται, ἀλλὰ γιὰ τὰ ἱερὰ καὶ ἅγια πρόσωπα ποὺ εἰκονίζουν. Οἱ εἰκόνες δὲν εἶναι στὴ συνείδησή μας ζωγραφιὲς καὶ φωτογραφίες ἀλλὰ ὁρατὰ παράθυρα τοῦ ἀόρατου κόσμου, καθιερωμένα πλέον ὡς ἀντικείμενα τῆς θείας λατρείας· αὐτὲς στολίζουν τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴ δείχνουν ὡς ἐπίγειο οὐρανό, αὐτὲς ἀνιστοροῦν τὸν βίο καὶ τὰ θαύματα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, αὐτὲς μᾶς ζωντανεύουν τὴν ἄθληση καὶ τὴν ἄσκηση τῶν ἁγίων, αὐτὲς εἶναι τὸ ἀνοιχτὸ πάντοτε βιβλίο τῆς πίστης στὰ μάτια τῶν ἀγραμμάτων ἀλλὰ καὶ στὴ λογικὴ τῶν γραμματισμένων.
Αὐτὴ εἶναι μὲ λίγα λόγια, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἡ πίστη τῆς Ἐκκλη-σίας γιὰ τὶς ἱερὲς εἰκόνες, κι αὐτῆς τῆς πίστεως τὴ νίκη γιορτάζουμε σήμερα, ὄχι μόνο ἐναντίον τῆς Εἰκονομαχίας ἀλλὰ καὶ ὅλων μαζὶ τῶν αἱρέσεων, καὶ γι’ αὐτὴν τὴν αἰτία ἡ σημερινὴ Κυριακὴ εὔστοχα χαρακτηρίστηκε ὡς Ἡμέρα τῆς Ὀρθοδοξίας, ἐπειδὴ εἶναι ἑορτὴ τῆς Ἐκκλησίας ἐναντίον κάθε πλάνης, κάθε κακοδιδασκαλίας, ποὺ στοχεύει τὴ σύγχυση τῆς ὀρθῆς πίστεως καὶ τὴν ἀναίρεση τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων.
Τέτοιες πλάνες καὶ τέτοια ψεύδη εἶναι καὶ στὶς μέρες μας πολλά. Ἡ Ἐκκλησία καὶ σήμερα ἀναστατώνεται, ταλαιπωρεῖται καὶ δοκιμάζεται μὲ σύγχρονες αἱρέσεις, σχίσματα καὶ ὁμολογίες. Ἀλλὰ δὲν χάνεται κι οὔτε θὰ χαθεῖ, διότι δὲν εἶναι ἀνθρώπινο κατασκεύασμα ἢ ὀργανισμὸς ἀλλὰ εἶναι τὸ ζωντανό, παρατεινόμενο καὶ ἀναστημένο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ στὴν ἱστορία.
Ὅλοι ἐμεῖς, ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ δηλαδή, ποὺ εἴμαστε ἡ Ἐκκλησία, μέσα σ’ αὐτὴν βρίσκουμε τὴν πίστη μας, ποὺ εἶναι ἡ ἀλήθεια, τὸ φῶς καὶ ἡ ζωὴ ποὺ χρειαζόμαστε, γι’ αὐτὸ καὶ «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις πατράσιν», «...οὕτω φρονοῦμεν, οὕτω λαλοῦμεν, οὕτω κηρύσσομεν Χριστὸν τὸν ἀληθινὸν Θεὸν ἡμῶν….».
«...Αὕτη ἡ πίστις τῶν Ἀποστόλων, αὕτη ἡ πίστις τῶν Πατέρων, αὕτη ἡ πίστις τῶν ὀρθοδόξων, αὕτη ἡ πίστις τὴν οἰκουμένην ἐστήριξεν...».
ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2018
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ (Ἰωάν. α΄ 29 ‐ 34)
7 Ἰανουαρίου 2018
Ἡ σημερινὴ ἑορτὴ τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου ἀποτελεῖ τὴ συνέχεια τῆς χθεσινῆς μεγάλης ἑορτῆς τῆς Βαπτίσεως τοῦ Χριστοῦ. Γιατὶ στὴν εἰκόνα αὐτοῦ τοῦ γεγονότος κεντρικὸ πρόσωπο καὶ κεντρικὸ ρόλο ἔχει καὶ τὸ πρόσωπο τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου.
Ἐκεῖ, στὴ Βάπτιση, ἑτοιμάζεται νὰ βαπτίσει τὸν Χριστό,·ἐδῶ κηρύττει γι’ Αὐτὸν· «Μετανοεῖτε... γιατὶ πλησίασε ἡ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν».
Χθὲς ὁ προφήτης Ἰωάννης βαπτίζει τόν Μεσσία,·ἐδῶ ἑτοιμάζει τὴν ὁδὸ γι’ Αὐτόν. « Ἔρχεται μετὰ ἀπὸ ἐμένα Ἐκεῖνος, ποὺ εἶναι ἰσχυρότερός μου». Στὴ χθεσινὴ ἑορτὴ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ἐγγίζει μὲ δέος τὴν κεφαλὴ τοῦ Χριστοῦ,· στὴ σημερινὴ ἑορτὴ ἀδυνατεῖ νὰ λύσει τὸν ἱμάντα τῶν ὑποδημάτων Του. Ἐκεῖ τέλος, θαυμάζει τὰ ἀνεξήγητα ποὺ λαμβάνουν χώρα μπροστά του, ἐδῶ προσπαθεῖ νὰ ἑρμηνεύσει τὰ ὁρώμενα, καθὼς ἀρχίζουν νὰ ἀποκαλύπτονται μέσα στὴν ἀνθρώπινη ἱστορία.
«Καὶ ἐλάβαμε χάρη ἐπάνω στὴν ἄλλη χάρη καί μετὰ τὴ χάρη τῆς ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν μας, ἐλάβαμε καὶ τὴν χάρη τῆς υἱοθεσίας καὶ τῆς μακαρίας ζωῆς καὶ ὁλονὲν προστίθεται νέα ὑπεράφθονος χάρη σ’ ἐκείνη ποὺ προηγουμένως ἐλάβαμε...», λέγει μὲ ἔμφαση ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Ἔτσι, ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος ἀποτελεῖ κορυφαῖο βιβλικὸ πρόσωπο, τὸ ὁποῖο ἐγκωμιάστηκε ἀπὸ τὸ Θεὸ δύο φορές. Πρῶτα, στὴν ἐμφάνιση τοῦ Ἀγγέλου στὸν πατέρα του Ζαχαρία, ποὺ τοῦ ἀναγγέλλει τὴ γέννησή του καὶ τοῦ ἀποκαλύπτει τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ ὅτι «θὰ εἶναι μεγάλος ἐνώπιον τοῦ Κυρίου». Καὶ ἡ δεύτερη φορὰ στὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ γι᾿ αὐτόν, ὅταν ἦταν στὴ φυλακή·«Μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων ποὺ γεννήθηκαν μέχρι τώρα, μεγαλύτερος κατὰ τὴν ἀξία προφήτης ἀπὸ τὸν Ἰωάννη τὸν βαπτιστὴ δὲν εἶναι κανείς...».
Οἱ δύο αὐτὲς ἐγκωμιαστικὲς ἀναφορές, ἡ μία στὴν ἀρχὴ καὶ ἡ ἄλλη στὸ τέλος τοῦ βίου του, καλύπτουν ὁλόκληρη τῆν ἁγία καὶ ἀσκητικὴ ζωή του. Σ’ αὐτὴ δὲ τὴ ζωὴ ὁ Προφήτης μας ἔρχεται «μὲ τὸ πνεῦμα καὶ τὴ δύναμη τοῦ προφήτου Ἠλία», κατὰ τὸν λόγο τοῦ Ἀγγέλου, γιὰ νὰ κατακαύσει ὅ,τι αἰσχρὸ καὶ ἄδικο καὶ νὰ ἑτοιμάσει «εὐθείας τὰς τρίβους...» τῶν ἀνθρώπων.
Ὁ προφήτης Ἰωάννης εἶναι ὁ μεγάλος καὶ τελευταῖος τῆς σειρᾶς τῶν Προφητῶν, μὲ τὸν ὁποῖο κλείνει ἡ περίοδος τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Αὐτὸς δὲ ὁ ἴδιος εἶναι ἡ ἀρχὴ τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ, ὡς ἀγγελία οὐράνια, πιστοποιῶντας τὴν παγκόσμια ἔλευση τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι, μ’ αὐτὸν ξεκινάει ἡ περίοδος τῆς Καινῆς Διαθήκης. «Ἀρχὴ τοῦ χαροποιοῦ μηνύματος περὶ τῆς ἐλεύσεως εἰς τὸν κόσμο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ... καὶ ἔγινε ὁ Ἰωάννης ἀρχὴ τοῦ Εὐαγγελίου μὲ τὸ νὰ βαπτίζει στὴν ἔρημο καὶ μὲ τὸ νὰ κηρύττει βάπτισμα μετανοίας...».
Λιπόσαρκος, ἐραστὴς τῆς ἀσκήσεως καὶ αὐτάρκης στὴν λιτότητά του, μέσα στὴν ἀπόλυτη ἔνδεια. Βηματίζει συμβολικῶς, ὡς ἄνθρωπος ἄλλου κόσμου, δεικνύει ἔντονα καὶ παραστατικὰ τὸν Χριστό, ὁ ὁποῖος «θὰ βαπτίζει ὅλους μας εἰς τὸ διηνεκὲς μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα».
Προφήτης τῆς πραγματικῆς μετανοίας τῆς καρδιᾶς, ζῶντας καθημερινῶς στὸ χῶρο τῆς ἐρήμου καὶ βιώνοντας καθ’ ὁλοκληρία τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἔχει τὸ δικαίωμα τοῦ ἐλέγχου τῶν ἀνθρωπίνων ἁμαρτωλῶν πράξεων. «Μετανοεῖτε, γιατὶ πλησίασε ἡ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν...».
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ὁ Πρόδρομος Ἰωάννης ἑτοιμάζει τὴν ὁδὸ Κυρίου καὶ ἀποκαλύπτει πὼς ἔρχεται ἀναζητῶντας τὸν πλανώμενο, αὐτὸν ποὺ ἐγκατέλειψε τὴν πατρικὴ ἑστία καὶ ἀνέστιος καὶ ξένος περιφέρεται σὲ χώρους ξένους καὶ ἔρημους.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ βαπτιστὴς ἦλθε στὸν κόσμο καὶ ἔφυγε ἀπ’ αὐτὸν ὡς δῶρο τοῦ Θεοῦ. Ἄνθρωπος τῆς ἐρήμου καὶ τῆς ἀσκήσεως, ζῶντας τὴ σιωπὴ καὶ βιώνοντας τὴν ἐσωτερικὴ προσευχὴ τῆς καρδιᾶς, δώρησε τὸν ἑαυτόν του σ’ ὅλους μας καὶ δίδαξε πὼς μέσα στὴ σιωπὴ καὶ στὴν προσευχὴ ἀποκαλύπτεται ὁ Θεός. Μέσα στήν μετάνοια καὶ τὸν αὐτοέλεγχο βρίσκουμε τὸ ἄνοιγμα τῶν οὐρανῶν. Καὶ μέσα ἀπὸ τὴν καρτερία καὶ τὴν ὑπομονή μας μεγαλύνεται τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ.
Μὲ τὰ χαρακτηριστικὰ μιᾶς τέτοιας προσπάθειας μποροῦμε νὰ αἰσιοδοξοῦμε γιὰ καλὴ καὶ εὐλογημένη χρονιά. Ἀμήν.
14 Ἰανουαρίου 2018
«... Ἀπὸ τότε ἤρξατο ὁ Ἰησοῦς κηρύσσειν καὶ λέγειν· Μετανοεῖτε ἤγγικε γάρ ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν...».
Mὲ αὐτὴ τὴ φράση ἀπὸ τὸ σύντομο σημερινὸ Εὐαγγελικὸ κείμενο τῆς πρώτης Κυριακῆς μετὰ τὰ ἅγια Θεοφάνεια τοῦ Κυρίου, ἡ Ἐκκλησία μᾶς εἰσάγει στὴ πραγματικότητα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία δὲν ἔχει τέλος, δὲν εἶναι ξένη καὶ μακρυνὴ πραγματικότητα γιὰ τοὺς πιστούς, ἀλλὰ ἐσωτερικὴ κατάσταση ποὺ ἐκφράζεται μὲ τὸν ἱερὸ πόθο καὶ τὴν ἀνάγκη τῆς παρουσίας Του στὴ ζωή τους, καλλιεργεῖται στὰ βάθη τῆς καρδιᾶς τους καὶ διαποτίζει τὸν πυρήνα τοῦ εἶναι τους.
Τὶ εἶναι ἆραγε ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ; Εἶναι φαινομενικότητα ἢ πραγματικότητα; Εἶναι ἰδεολογικὴ στάση τοῦ ἀνθρώπου ἢ οὐσιαστικὴ κατάσταση τῆς ψυχῆς του; Εἶναι τόπος ἢ τρόπος γιὰ ὅσους τὴν ἀναζητοῦν;
Σίγουρα ὅσοι ἐπιφανειακὰ ψάχνουν μέσα ἀπὸ τὸν περιορισμὸ τῆς λογικῆς, ἀντιμετωπίζουν τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ὡς ἀφηρημένη καὶ εὐρύτερη χριστιανικὴ ἔννοια. Ὅσοι ὅμως τὴν ἀντικρύζουν μὲ τὰ μάτια τῆς πίστεως, διαπιστώνουν πὼς αὐτὴ ἀπεικονίζεται στὸν τρόπο τῆς δικῆς τους ζωῆς. Στὸ ὕφος καὶ στὸ ἦθος τους, στὴ ποιότητα δηλαδὴ τῆς ζωῆς τους. Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ διαφαίνεται τότε ὡς ἐξωτερικὴ ἔκφραση τῆς ἐσωτερικότητας τῆς ψυχῆς τους. Γι’αυτὸ οἱ συνειδητοὶ πιστοὶ εἶναι ἐπίγειοι ἄνθρωποι ἀλλὰ οὐράνιοι πολῖτες. Ζοῦν καὶ κινοῦνται στὴ γῆ, ἀλλὰ φρονοῦν καὶ συμμορφώνουν τὴν βιοτή τους μὲ τὸ πολίτευμα τοῦ οὐρανοῦ. Ἔχουν τὰ μάτια τους στὴ γῆ, μὰ κρατοῦν πάνω ἀπὸ αὐτὴν τὸ νοῦ καὶ τὴν καρδιά. Ζοῦν τὰ πρόσκαιρα καὶ τὰ παροδικά, ἀλλὰ μαγνητίζονται καὶ κινοῦνται πρὸς τὰ αἰώνια καὶ ἀληθινά. Μοιράζονται τὴν κοινωνία τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά μετέχουν στὴ ζωὴ τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι βιώνουν τὴ Βασιλεία Του «ἐξαγοραζόμενοι τὸν καιρόν» τοῦ μετρητοῦ τους χρόνου μὲ τὴν προσδοκία τῆς αἰωνιοποίησής τους.
Πιστοί, ἔτσι, γίνονται «οἱ ἀτενίζοντες διαπαντὸς ἐν τῷ οὐρανῷ».
Κάθε ἄνθρωπος μέσα ἀπὸ τὴν ἀδυναμία τῆς φθαρτῆς φύσης του καὶ τῆς καθημερινῆς πτώσης του ἔχει μόνον ἕναν τρόπο νὰ ἀτενίζει τὸν οὐρανό. Τὸν ὑπέδειξε μὲ σαφήνεια στὴν σημερινὴ Εὐαγγελικὴ περικοπὴ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μὲ τὴν προτροπὴ «Μετανοεῖτε».
Προτροπὴ γιὰ ἐπιστράτευση τῶν ψυχικῶν δυνάμεων μὲ προθυμία γιὰ συμμόρφωση στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ἔναντι τῆς ἐλεύθερης ἐπιλογῆς τῶν πιεστικῶν ἀναγκῶν τῆς φθαρτῆς φύσεως. Προτροπὴ γιὰ ἀδιάκοπη ἀναγνώριση τῶν σφαλμάτων μας καὶ ἀλλαγὴ τῆς νοοτροπίας μας. Προτροπὴ γιὰ ἀντίσταση στὴν πτωτικὴ πορεία καὶ καλλιέργεια τῆς διαθέσεως μετανοίας.
«Τὸ πίπτειν ἀνθρώπινον, τὸ ἐμμένειν σατανικὸν» μᾶς διευκρινίζουν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας. Δηλαδή, τὸ νὰ πέφτει κανεὶς στὴν ἁμαρτία εἶναι γνώρισμα τῆς κοινῆς μας φύσεως, τὸ νὰ στέκεται ὅμως ἀμετανόητα ἀπὸ προτίμηση στὴν ἁμαρτία, εἶναι πιὰ γνώρισμα τῆς προσωπικῆς διαθέσεως.
Ἔρχεται σήμερα ὁ Χριστὸς καὶ μᾶς ὑποδεικνύει «ξένης βιοτῆς τὴν ἀπαρχὴν» πρὸς τὶς συνήθειές μας. Μᾶς ὑποδεικνύει τὴν ὁδὸ τῆς μετανοίας, δηλαδὴ τῆς μεταστροφῆς τοῦ δικοῦ μας τρόπου.
Μακάρι μέσα στὸ νέο χρόνο ποὺ ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ ἐπέτρεψε νὰ προστεθεῖ στὴ ζωή μας, νὰ ζήσουμε, νὰ βαδίσουμε ὅλοι μας τὴν ὁδὸ τῆς μετανοίας. Δηλαδὴ νὰ ἔχουμε τὴν ἑτοιμότητα νὰ δεχθοῦμε αὐτὸ τό μεγάλο δῶρο τοῦ Θεοῦ, τήν μετάνοια, πού μεταμορφώνει καὶ ἱεροποιεῖ τὴ ζωή μας, σὲ ἕναν κόσμο ποὺ καθημερινά μετέρχεται ὅλα τὰ δυνατὰ μέσα νὰ ἀποϊεροποιήσει τὰ πάντα, καλλιεργῶντας τὴν ἐγωπάθειά μας, μὲ σκοπό τὴν ἀπομόνωσή μας ἀπὸ τὴν κοινωνία τῶν ἀνθρώπων τοῦ Θεοῦ.
Ἡ μετάνοια θά μεταμορφώσει τὴ ζωή μας, θὰ ἰσορροπήσει τὴν ὕπαρξή μας, θὰ ἐξασφαλίσει τὴν σωτηρία μας καὶ θὰ σώσει τὸν κόσμο ὅλο. Ἀμήν.
21 Ἰανουαρίου 2018
Ὁ πλούσιος ἀρχιτελώνης Ζακχαῖος, τῆς σημερινῆς Εὐαγγελικῆς περικοπῆς δὲν ἦταν εὐτυχισμένος. Τὰ πλούτη καὶ τὰ ἀξιώματα, ποὺ διέθετε, ναὶ μὲν τοῦ ἔδιδαν κοινωνικὴ ἐπιφάνεια, ὅμως τὸν ἄφηναν ἐσωτερικὰ ἄδειο, δὲν τὸν γέμιζαν καὶ δὲν τοῦ ἔδιναν τὴν πραγματικὴ χαρά. Κάτι βαθύτερο τοῦ ἔλειπε, κάτι ποὺ θὰ τοῦ ἐπέτρεπε νὰ ἀποδιώξει τὸ βάρος ἀπὸ τὴ συνείδησή του. Βάρος, τὸ ὁποῖο προερχόταν ἀπὸ τὶς ἀδικίες ποὺ ἐκ τῶν πραγμάτων διέπραττε ἀπὸ τὴ θέση τοῦ ἀρχιτελώνη.
Αὐτὸ δὲ ποὺ ἔλειπε ἀπὸ τὸν ἀρχιτελώνη Ζακχαῖο ἦταν ὁ Θεός, γι᾽ αὐτὸ καὶ ἡ ζωή του, ἡ ἐπιφανειακὰ πλήρης καὶ εὐτυχισμένη, ἦταν ἄνευ νοήματος. Ἡ διέλευση ὅμως τοῦ Κυρίου ἀπὸ τὴν Ἱεριχὼ θὰ ἀποτελέσει εὐκαιρία ἐπανόρθωσης τῶν ἀδικιῶν του καὶ ἄρα προοπτικὴ λύτρωσης καὶ δυνατότητα σωτηρίας. Τοῦτο τὸ γνωρίζει ὁ Ζακχαῖος, ὁ ὁποῖος ἂν καὶ ἀδικῶν καὶ ἁμαρτάνων, εἶχε κατὰ βάθος ἀγαθὴ διάθεση ἀλλὰ καὶ πόθο ἐξόδου ἀπὸ τὴν κατάσταση στὴν ὁποία βρισκόταν. Διὰ τοῦτο σπεύδει μπροστὰ καὶ σκαρφαλώνει σὲ μία συκομορέα, ὥστε νὰ πετύχει τὸ ποθούμενο.
Ἡ αὐθόρμητη πράξη τοῦ ἀρχιτελώνη Ζακχαίου, πράξη, ἡ ὁποία οὐσιαστικὰ καταδεικνύει τὴν ἀγαθή του διάθεση, δὲν διαφεύγει τῆς προσοχῆς τοῦ Κυρίου. Τὸν εἶδε ὁ Κύριος καὶ τοῦ ζήτησε νά μείνει καὶ νὰ φιλοξενηθεῖ στὴν οἰκία του. Ἡ τιμὴ ποὺ τοῦ κάνει ὁ Κύριος πυροδοτεῖ τὸ φιλότιμό του Ζακχαίου. Ὄχι μόνο τὸν ὑποδέχθηκε «χαίρων», ἀλλὰ καὶ τὸ σημαντικότερο˙ ἔμπροσθεν πάντων καὶ παρὰ τὴν κοινωνική του θέση, μὲ συντριβὴ καρδίας ἐξομολογεῖται καὶ ἐπιζητεῖ τὴν ἐπανόρθωση τῶν ἀδικιῶν ποὺ διέπραξε: «ἰδοὺ τὰ ἡμίση τῶν ὑπαρχόντων μου, Κύριε, δίδωμι τοῖς πτωχοῖς, καὶ εἰ τινός τι ἐσυκοφάντησα, ἀποδίδωμι τετραπλοῦν». Ἔτσι, ταπεινούμενος ὁ Ζακχαῖος καὶ ἐπανορθώνοντας τὶς ἀδικίες ποὺ ἐπετέλεσε, λαμβάνει τὴ λύτρωση τῆς ψυχῆς του.
Ἡ περίπτωση τοῦ ἀρχιτελώνη Ζακχαίου συνιστᾶ ἕνα ἰδιαίτερα διδακτικὸ παράδειγμα καὶ προσφέρεται ὡς ἠχηρὴ ὑπενθύμιση στὸν κάθε ἕνα ἀπὸ ἐμᾶς. Τάχα ἐμεῖς δὲν ἀδικοῦμε τοὺς ἄλλους; Δὲν σφάλλουμε λίγο ἢ πολύ; Εἴμαστε μήπως ἄμεμπτοι στὶς διάφορες συναναστροφές μας; Ἂς θελήσουμε νὰ ψάξουμε βαθειὰ μέσα μας καὶ θὰ ἀνακαλύψουμε ὅτι καὶ ἐμεῖς ἀδικοῦμε, τόσο τοὺς ἀνθρώπους τῆς οἰκογένειάς μας ὅσο καὶ τοῦ ἐπαγγελματικοῦ καὶ τοῦ κοινωνικοῦ μας χώρου. Ἡ δὲ ἀδικία ποὺ κάνουμε στοὺς ἄλλους εἶναι ποικίλη. Πικραίνουμε, κατακρίνουμε, συκοφαντοῦμε μὲ τὴν ἄκριτη καὶ ἀπρόσεκτη συμπεριφορά μας. Κυριαρχούμενοι ἀπὸ τὸν φθόνο προσβάλουμε καὶ κατηγοροῦμε τοὺς ἄλλους. Ἡ ἀπληστία μᾶς κατακυριεύει καὶ κλέβουμε εἴτε νομίμως εἴτε ἀνόμως. Πάντως κλέβουμε, τὴ στιγμὴ μάλιστα ποὺ μένουμε ἀσυγκίνητοι ἀπὸ τὶς πολλὲς ἀνάγκες τῶν φτωχῶν. Ἀδικοῦμε βέβαια καὶ ὅταν δὲν καταδεχόμαστε νὰ συναναστραφοῦμε μὲ ὅσους εἶναι κοινωνικὰ κατώτεροί μας.
Ἄρα, ἀφοῦ λίγο ἢ πολύ, κατὰ τὸν ἕνα ἢ τὸν ἄλλο τρόπο ἀδικοῦμε, πρέπει νὰ ἐνεργήσουμε κατὰ τὸν τρόπο τοῦ Ζακχαίου. Νά μετανοήσουμε δηλαδὴ εἰλικρινὰ καὶ νὰ διορθώσουμε θαρραλέα τὶς ὅποιες ἀδικίες κάναμε, ὥστε νὰ ἀκούσουμε καὶ ἐμεῖς τὸ «σήμερον σωτηρία τῷ οἴκῳ τούτῳ ἐγένετο». Καμμία ἁμαρτία καὶ κανένας ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἐμποδίσει τὴ φιλανθρωπία τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος «ἦλθε ζητῆσαι καὶ σῶσαι τὸ ἀπολωλός». Ὁ Χριστὸς δὲν θὰ μᾶς ἀποδιώξει οὔτε θὰ μᾶς ἀποστραφεῖ. Ἡ ἀγάπη του ἀναμένει τὴ μετάνοια τοῦ ἀπωλολότος. Πρῶτος αὐτὸς μᾶς προσκαλεῖ νὰ τὸν προσεγγίσουμε, ὥστε νὰ μᾶς ἀπαλλάξει ἀπὸ τὸ φορτίο τῶν ἁμαρτιῶν μας·˙«Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι καγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς», μᾶς λέει. Μᾶς περιμένει νὰ μᾶς ἀνακουφίσει ἀπὸ τὸν καύσωνα τῆς ἀδικίας καὶ ἐν τέλει νὰ θεραπεύσει τὸ κενὸ τῆς ψυχῆς μας.
Ἀπὸ ἐμᾶς ἀπαιτεῖται μόνο ἡ φιλότιμη καὶ ἔμπρακτη ἐπίδειξη τῆς μετάνοιάς μας, ὥστε νὰ ἀνακουφίσουμε τὸ βάρος τῆς ψυχῆς μας καὶ ἡ ζωή μας νὰ χριστοποιηθεῖ.
Ἀμήν.
28 Ἰανουαρίου 2018
Ἡ παραβολὴ τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου, μὲ τὴν ὁποία ἀρχίζει ἡ περίοδος τοῦ Τριωδίου, εἶναι ἕνα μάθημα περὶ προσευχῆς. Δὲν εἶναι τυχαῖο ἄλλωστε ὅτι ἡ παραβολὴ αὐτὴ τοποθετεῖται στὴν ἀρχὴ αὐτῆς τῆς περιόδου. Ἀκριβῶς ἐπειδὴ αὐτὸ τὸ διάστημα ἡ Ἐκκλησία μας μᾶς καλεῖ σὲ περισσότερη καὶ ἐντατικότερη προσευχή, μᾶς διδάσκει ταυτόχρονα καὶ πῶς πρέπει νὰ προσευχόμαστε.
Τὸ πρῶτο ποὺ ὑπογραμμίζει ὁ Κύριος στὴν παραβολὴ εἶναι ἡ σωστὴ στάση κατὰ τὴν προσευχή. Ὁ Φαρισαῖος «σταθεὶς πρὸς ἑαυτὸν ταῦτα προσηύχετο». Στάθηκε ὄρθιος. Σὲ μέρος κεντρικὸ καὶ ἐμφανὲς γιὰ νὰ τὸν βλέπουν ὅλοι. Καὶ ἄρχισε νὰ προσεύχεται «πρὸς ἑαυτόν». Δηλαδὴ ἀπηύθυνε τὴν προσευχὴ στὸν ἑαυτό του καὶ ὄχι στὸν Θεό. Σὰν νὰ ἔστησε μπροστά του ἕνα ἄγαλμα ἢ σὰν νὰ βρισκόταν μπροστὰ σ’ ἕνα καθρέπτη, ἄρχισε νὰ προσκυνᾶ τὸν ἑαυτό του ἢ μᾶλλον τὸ εἴδωλο τοῦ ἑαυτοῦ του. Ὁ Τελώνης ἀντιθέτως πῆρε ἄλλη στάση. Στάθηκε μακριά, παράμερα. Δὲν τολμοῦσε οὔτε τὰ μάτια του νὰ σηκώσει στὸν οὐρανό. Κρυμμένος ἀπὸ τὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων κτυποῦσε τὸ στῆθος του καί, καθὼς προσευχόταν, ἦταν συγκεντρωμένος μέσα του.
Αὐτὴ εἶναι ἡ σωστὴ στάση τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς. Ὁ ἄνθρωπος νὰ στέκεται ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ μὲ βαθύ σεβασμό, μὲ ἅγιο φόβο, μὲ συναίσθηση ἁμαρτωλότητος. Νὰ μὴν ἀφήνει οὔτε τὰ μάτια του οὔτε τὰ αὐτιά του οὔτε τοὺς λογισμούς του νὰ σκορπίσουν γύρω του, ἀλλὰ νὰ εἶναι συγκεντρωμένος μέσα του.
Ὑπάρχουν τρία εἴδη προσευχῆς. Ἡ ἱκετευτική, ἡ εὐχαριστιακὴ καὶ ἡ δοξολογική. Ὁ Τελώνης αἰσθανόμενος ἀνάξιος προσευχήθηκε ἱκετευτικά. Ὁ Φαρισαῖος συναισθανόμενος πὼς δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τίποτε, ἐπειδὴ τὰ εἶχε ὅλα, προσευχήθηκε δοξολογικά. Μόνο ποὺ δὲν ἦταν εὐχαριστία πρὸς τὸν Θεὸ ἡ προσευχή του. Οὐσιαστικὰ ἦταν ἕνας αὐτοέπαινος. Μία ὑποκρισία καὶ μία εὐχαριστία στὸν ἑαυτό του. «Σὲ εὐχαριστῶ, Θεέ μου, ποὺ μὲ ἔκανες τόσο καλὸ καὶ ξεχωριστὸ ἀπὸ τοὺς ἄλλους». Αὐτὸ ἔλεγε. Ἀντίθετα ἡ προσευχὴ τοῦ Τελώνη ἦταν ἁπλῆ καὶ σύντομη. «Ὁ Θεός, ἱλάσθητὶ μοι τῷ ἁμαρτωλῷ». Θεέ μου, λυπήσου με τὸν ἁμαρτωλό, ἔλεγε.
Ἡ εὐπρόσδεκτη στὸν Θεὸ προσευχή, εἴτε ἱκεσία εἶναι εἴτε εὐχαριστία εἴτε δοξολογία, ἔχει ὡς βασικὸ χαρακτηριστικό της τὴ συντριβή, τὴν ταπείνωση, τὴ συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητος, καὶ τὴ συγκέντρωση τῆς προσοχῆς μέσα στὴν καρδιά. Ἀλλιῶς καταντᾶ μία συνήθεια, ἕνας τύπος ἢ ἀκόμη χειρότερα γίνεται ἐπίδειξη.
Ἀθωωμένος καὶ δίκαιος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ἐπέστρεψε ἀπὸ τὸν Ναὸ στὸ σπίτι του ὁ Τελώνης καὶ ὄχι ὁ Φαρισαῖος. Τὸ ἔλεος, τὴν εἰρήνη, τὴν ἀγαλλίαση τῆς συμφιλιώσεως μὲ τὸν Θεὸ πῆρε ὁ Τελώνης καὶ ὄχι ὁ Φαρισαῖος, ἐπειδὴ ἡ προσευχὴ τοῦ Φαρισαίου ἦταν μία αὐτοδικαίωση, ἐνῷ ἡ προσευχὴ τοῦ Τελώνη ἦταν μία αὐτοκαταδίκη.
«Φαρισαίου φύγωμεν ὑψηγορίαν καὶ Τελώνου μάθωμεν τὸ ταπεινὸν ἐν στεναγμοῖς».
Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀληθινὴ προσευχή. Ἡ μόνη ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς δικαιώσει, νὰ μᾶς ἑνώσει λυτρωτικὰ μὲ τὸν Θεὸ καὶ νὰ μᾶς δώσει τὴν ἰσορροπία στὴ ζωὴ καὶ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς μας, Ἀμήν.