en ru

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ
ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2018

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΔ΄ ΛΟΥΚΑ (Λκ. ιη΄, 35–43)
2 Δε­κεμ­βρί­ου 2018

Κάνει ἴσως ἐντύπωση τὸ ἐρώτημα ποὺ ἀπευθύνει ὁ Χριστὸς στὸν τυφλὸ τῆς  Ἱεριχοῦς. «Τί θέλεις νὰ σοῦ κάνω».

Μὰ τί ἄλλο θὰ μποροῦσε νὰ ζητήσει ὁ τυφλὸς παρὰ τὸ φῶς του;

Ὁ Χριστὸς μὲ τὸ ἐρώτημά Του αὐτὸ ἐπιθυμεῖ νὰ κάνει σαφὲς στὸ πλῆθος πὼς ὁ τυφλὸς δὲν εἶναι ἕνας συνηθισμένος ἐπαίτης,  ἀλλὰ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει πίστη. Αὐτὴ ἄλλωστε ἡ πίστη τὸν ὁδήγησε μὲ ἀσφάλεια πρὸς τὸν Μόνο ποὺ μποροῦσε νὰ τοῦ δώσει τὸ φῶς.

Ὁ τυφλὸς «ἐβόησε», λέει τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο, ποὺ σημαίνει,  ἐφώναξε μὲ ὅση δύναμη εἶχε «Ἰησοῦ υἱὲ τοῦ Δαυῒδ ἐλέησόν με», ἐκφράζοντας τὴ βαθειά του πίστη στὸν Χριστὸ ὡς Σωτήρα καὶ ἄρα τὴ βεβαιότητά του πὼς Αὐτὸς θὰ τὸν ἐλεήσει.

Οἱ Πατέρες σχολιάζουν ὅτι αὐτὴ ἡ δύναμη τῆς φωνῆς ἐξωτερίκευσε τὴν βαθειά του ἀνάγκη, ὡς αἴτημα ποὺ πρέπει νὰ μιμούμεθα, ἀφοῦ ὁ Χριστὸς ἔτσι κι ἀλλιῶς γνωρίζει ὅλες μας τὶς ἀνάγκες καὶ τὶς ἐλλείψεις. Ζητᾶ ὅμως ἐμεῖς οἱ ἴδιοι νὰ τὶς ἀπευθύνουμε πρὸς Αὐτόν, διότι ἔτσι ἐκφράζουμε τὴν ἐμπιστοσύνη μας στὸν Θεό.

Ὁ τυφλὸς τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου εἶχε ἀσφαλῶς ἀκούσει νὰ μιλοῦν γιὰ τὶς θεραπεῖες τοῦ Χριστοῦ· γιὰ τὴν ἀνάσταση τοῦ  Λαζάρου καὶ ὅλες αὐτὲς οἱ πληροφορίες τὸν ἔκαναν νὰ ἐλπίζει στὸ ἔλεος τοῦ Χριστοῦ, γι' αὐτὸ καὶ Τὸν ἀναζητοῦσε συνεχῶς. Ὅσο δὲ οἱ ἄλλοι τοῦ ἔλεγαν νὰ σωπάσει, ἐκεῖνος περισσῶς ἔκραζε λέγων· «Ἰησοῦ, ἀπόγονε τοῦ Δαυῒδ ἐλέησόν με».

Στὸ σημεῖο αὐτὸ ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος παρατηρεῖ πὼς «μὲ τὸ νὰ λέγει ὁ τυφλὸς «ἐλέησόν με», ἀποκαλύπτει ὅτι μέσα του εἶχε ἐπίγνωση τῆς θεότητος τοῦ Χριστοῦ». Καὶ συνεχίζει προτρέποντας καὶ ἐμᾶς, νὰ παρακινηθοῦμε ἀπὸ τὴν ἐμμονὴ τοῦ τυφλοῦ, ὀφείλοντες νὰ ἀπευθύνουμε καὶ τὴν δική μας παράκληση καὶ τὰ ποικίλα αἰτήματά μας ὁμοίως ἀδιάκοπα καὶ ἐπίμονα. Νὰ ἐπιμένουμε ζητοῦντες καὶ νὰ ἀναμένουμε ἐπιμένοντες, μέχρι νὰ εἰσακουστοῦμε, ὅπως αὐτὸς ποὺ τελικὰ ἔλαβε τὴν ποθητὴ θεραπεία του ὡς ἀμοιβή.

Τὸ ἱερὸ κείμενο τοῦ Εὐαγγελίου σημειώνει ὅτι ὁ Χριστὸς ζητᾶ νὰ φέρουν κοντά Του τὸν τυφλὸ γιὰ νὰ τοῦ πεῖ : «Ἡ πίστη σου σὲ ἔσωσε».

Στὴ θεραπεία αὐτὴ σὲ ἀντίθεση μὲ ὅλες τὶς ἄλλες ἔχουμε νὰ παρατηρήσουμε καὶ τὸ ἐξῆς σημαντικὸ, ποὺ γίνεται γιὰ πρώτη φορά. Ὁ Χριστός, ἐνῶ σὲ ὅλα τὰ θαύματά Του παραγγέλει «μηδενὶ εἰπεῖν τὸ γεγονός», στὸ σημερινὸ τυφλό, ἐπιτρέπει τὴν δημόσια ἐκδήλωση τῆς εὐγνωμοσύνης του πρὸς Αὐτόν. Καὶ ἀφήνει ταυτόχρονα καὶ τὸ παριστάμενο πλῆθος νὰ ἐκφράσει ζωηρὰ τὸ θαυμασμὸ καὶ τὴν χαρά του, γιὰ νὰ διδάξει καὶ ἐμᾶς  ὅτι ὀφείλουμε νὰ δοξολογοῦμε τὸ Θεό ὄχι μόνο γιὰ τὰ ἐλέη Του πρὸς ἐμᾶς, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὰ ἐλέη ποὺ παρέχει πρὸς τοὺς ἄλλους.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ὁ τυφλὸς ζήτησε τὸ φῶς του, γιὰ νὰ δεῖ ὄχι μόνο τὸν κόσμο γύρω του, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀντικρύσει τὸν Χριστό. Αὐτὸν ποὺ μέσα του γνώριζε καὶ πίστευε καὶ περίμενε νὰ Τὸν συναντήσει καὶ ἀξιώθηκε νὰ Τὸν πλησιάσει, νὰ θεραπευτεῖ ἀπ’Αὐτὸν καὶ νὰ δεῖ τὸ πρόσωπό Του μὲ τὰ θεραπευμένα πιὰ μάτια του.

Στὴν Ἐκκλησία μας καλλιεργεῖται αὐτὸ τὸ ταπεινὸ φρόνημα τοῦ τυφλοῦ καὶ βιώνεται ἡ ἀγάπη καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ ποὺ μᾶς θεραπεύει, ἀφοῦ ἀνεξαιρέτως ὅλοι τὸ ἔχουμε ἀνάγκη.

Αὐτὸς ὁ ἀγώνας ἀποτελεῖ τὴν ἐκ μέρους μας προϋπόθεση συμμετοχῆς στὴν μεγάλη ὑπόθεση τῆς βιώσεως τοῦ θαύματος καὶ εἶναι τὸ δικό μας μερίδιο εὐθύνης καὶ προσφορᾶς στὸν τυφλὸ σύγχρονο κόσμο, ποὺ ποθεῖ καὶ ἀπελπισμένα ἀναζητᾶ νὰ βρεῖ τὸ φῶς του. Τὸ φῶς τὸ ἀληθινό, τὸν Χριστό, ποὺ θερμαίνει τὴν παγωμένη καρδιά, ἀνασταίνει τὴν νεκρωμένη ψυχὴ καὶ φωτίζει τὴν ὀμορφιά τοῦ κόσμου γύρω μας. 


 




ΚΥΡΙΑΚΗ Ι΄ ΛΟΥΚΑ (Λκ. ιγ΄, 10-17)
9 Δε­κεμ­βρί­ου 2018

Στὴν καθημερινὴ ζωὴ καὶ στὶς μεταξύ μας σχέσεις στενοχωρούμεθα ἂν δὲν μᾶς ἀναγνωρίσουν κάτι καλὸ ποὺ ἐνδεχομένως κάναμε ἤ δὲν μᾶς δείξουν τὴν ἀνάλογη εὐγνωμοσύνη. Μάλιστα κάποιες φορὲς ἤ σὲ κάποιες περιπτώσεις αὐτὸ τὸ παράπονο μένει σὰν σαπισμένη ρίζα μέσα στὴν ψυχή μας καὶ καθορίζει ἀρνητικὰ τὴν μετέπειτα συμπεριφορά μας.

Ἐνῶ ὅμως εἴμαστε τόσο εὐαίσθητοι γιὰ τὴν παράληψη τῆς εὐγνωμοσύνης πρὸς ἐμᾶς, τὴν ἴδια στιγμὴ δὲν δίνουμε καὶ μεγάλη σημασία, ὅταν τὸ ἴδιο λάθος κάνουμε καὶ ἐμεῖς, ὄχι μόνο πρὸς τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ κυρίως πρὸς αὐτὸν τὸν Ἴδιο τὸν Εὐεργέτη Θεό. Εἶναι πραγματικὰ φοβερὸ νὰ συνειδητοποιήσουμε πόσο συχνὰ καὶ ἀπὸ πόσους ἀνθρώπους καθημερι-νὰ λησμονεῖται αὐτὴ ἡ ἔκφραση τῆς ψυχῆς.

Γι’ αὐτὸ ἡ συμπεριφορὰ τῆς συγκύπτουσας, τῆς σημερινῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς, ἡ ὁποία ἔσπευσε νὰ δοξάσει τὸν Θεό, μόλις θεραπεύτηκε ἀπὸ τὴ βασανιστική της ἀρρώστια, εἶναι παράδειγμα ἐξαίρετο στὴ συνειδητοποίηση τοῦ μεγέθους καὶ τῆς μεγάλης ἀξίας τῆς ἀρετῆς τῆς εὐγνωμοσύνης.

Ἐμεῖς οἱ χριστιανοί, συνήθως ἢ παραλείπουμε τελείως νὰ εὐχαριστήσουμε τὸν Θεὸ γιὰ τὶς εὐεργεσίες Του ἢ καὶ ὅταν Τὸν εὐχαριστοῦμε, τὸ κάνουμε μὲ σκοπιμότητα, ἐπειδὴ σύντομα θὰ Τὸν ξαναχρειαστοῦμε. Κατὰ μία ἔννοια ἔχουμε τήν ψευδαίσθηση ὅτι πρέπει νὰ τοῦ δίνουμε γιὰ νὰ μᾶς δώσει. Θέλουμε  πρῶτα νὰ ἀπολαύσουμε τὶς εὐεργεσίες Του μὲ ὅλους τοὺς δυνατοὺς τρόπους καὶ ὅταν ἐν πολλοῖς εὐργετηθοῦμε τότε κάποιοι θυμόμαστε καὶ νὰ Τὸν εὐχαριστήσουμε.

Ὅμως, ἡ ἐκδήλωση εὐγνωμοσύνης πρὸς τὸν Θεὸ δὲν εἶναι ἁπλῶς ἕνα στοιχειῶδες καθῆκον, ἀλλὰ καὶ δεῖγμα εὐγενικῆς διάθεσης καὶ γενικότερα ψυχικῆς ὑγείας. Ὁ ψυχικὸς μηχανισμὸς ἐκείνου ποὺ δὲν ἐκδηλώνει πρὸς τὸν Θεὸ τὴν εὐγνωμοσύνη του δὲν βρίσκεται ὁπωσδήποτε σὲ ὁμαλὴ κατάσταση, ἀφοῦ αὐτονόητα δὲν τὴν ἐκδηλώνει καὶ στοὺς συνανθρώπους του. Συνεπῶς, ὄχι μόνο δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ ἀπολαύσει τὴ θεϊκὴ εὐεργεσία καὶ νὰ χαρεῖ, ἀλλὰ γίνεται περισσότερο ἀπαιτητικός, ὥστε ἀντὶ νὰ εὐγνωμονεῖ γιὰ ὅσα μέχρι τώρα ἔχει ἀπολαύσει, τὰ θεωρεῖ λίγα καὶ παραπονεῖται γιὰ ὅσα θὰ ἔπρεπε νὰ ἔχει λάβει καὶ δὲν τὰ ἔλαβε ἀπὸ τὸν Θεό. 

Ὁ ἀγνώμων δὲν ἀποδέχεται τὴν προφανῆ ἀλήθεια, ὅτι ὁ Δημιουργὸς Θεὸς νοιάζεται ἔμπρακτα γιὰ τὸ πλάσμα Του. Ἐνῶ ἀντίθετα αὐτὴ ἡ συνειδητοποίηση τὸν ὁδηγεῖ στὴν ἐκδήλωση τῆς εὐγνωμοσύνης πρὸς τὸν Θεὸ γιὰ ὅλες τὶς  εὐεργεσίες Του καὶ ἀποκαλύπτει τὴ δική μας χριστιανικὴ ταυτότητα.

Ὁ ἄνθρωπος ὅταν ὑπολογίζει τοὺς ἄλλους δὲν στηρίζεται στὴν προσωπική του παντοδυναμία, ἀντίθετα πιστεύει στὸν Χριστό, δοξολογεῖ τὸν Χριστὸ καὶ Τὸν εὐγνωμονεῖ πάντοτε γιὰ ὅλα.  

Ἡ εὐγνωμοσύνη σὲ αὐτὴν τὴν περίπτωση κάνει τὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη νὰ λειτουργεῖ φυσιολογικά, ἐπειδὴ δὲν εἰδωλοποιεῖ τὸν ἑαυτό της, ἀναγνωρίζει ὅτι τὰ πάντα προέρχονται ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ἐπιστρέφουν στὴν πηγή τους μέσα στὴν κοινωνία τῆς ἀγάπης Του. Ὅταν εὐχαριστοῦμε λειτουργικὰ τὸν Θεὸ σημαίνει ὅτι ἐμπιστευόμαστε τὴν ὕπαρξή μας σ’ Αὐτόν. Κι αὐτὸ τὸ ἐλάχιστο εἶναι ἡ οὐσιαστικὴ ἀντιπροσφορά μας στὶς φανερὲς καί ἀφανεῖς εὐεργεσίες Του.

Ἀδελφοί μου, ἐμεῖς ὡς συγκύπτοντες, παραδομένοι στὴ φθορὰ καὶ στὸν θάνατο εἶναι ἄμεση ἀνάγκη, κάθε φορὰ ποὺ συγκεντρωνόμαστε σὲ αὐτὸν τὸν χῶρο λατρείας τοῦ Θεοῦ νὰ δατρανώνουμε τὴν πίστη, τὴν ἐμπιστοσύνη καὶ τὴν εὐγνωμοσύνη μας στὸν ὡς βρέφος σαρκούμενο Θεό, ποὺ φανερώνεται νηπιάζων, γιὰ νὰ  ἀποκαλύπτει τὴν ἀγάπη Του στὸ πλᾶσμα Του καὶ νὰ καταργεῖ πάντοτε ὡς Σωτήρας  τὴν «ἀργία τοῦ Σαββάτου» τῶν πονηρῶν καὶ τυπολατρῶν τῆς ἐποχῆς μας, ἀνταποκρινόμενος λυτρωτικὰ στὴν ἀνάγκη μας.

 




ΚΥΡΙΑΚΗ  ΙΑ΄ ΛΟΥΚΑ (Λκ. ιδ΄ 16-24 Μτθ. κβ΄14)
16 Δεκεμβρίου 2018

Στὸ σημερινὸ εὐ­αγ­γε­λι­κὸ ἀ­νά­γνω­σμα ἀ­κού­σα­με τὴν πα­ρα­βο­λὴ τοῦ με­γά­λου δεί­πνου. Σύμφωνα μὲ αὐτή, ἕ­νας ἄν­θρω­πος ἑ­τοί­μα­σε μέ­γα δεῖ­πνο, στὸ ὁποῖο κάλεσε πολλούς. Ὅταν ὅλα εἶχαν ἑτοιμαστεῖ, ἔστειλε τὸν δοῦλο του νὰ εἰδοποιήσει τοὺς προσκεκλη-μένους, οἱ ὁποῖοι ὅμως μὲ διάφορες δικαιολογίες, ἀρνήθηκαν νὰ παραστοῦν. Τότε ὁ οἰκοδεσπότης ὀργίστηκε γιὰ τὴν περι­φρό­νη­ση τῆς πρό­σκλη­σης καὶ ἔστειλε ξανὰ τὸν δοῦ­λο του νὰ προσκα­λέ­σει αὐτὴ τὴ φορὰ τοὺς καταφρονημένους, οἱ ὁ­ποῖ­οι καὶ ἀ­πο­δέ­χθη­καν τὴν κλήση γιὰ τὸ δεῖ­πνο. Ἐπειδὴ ὅμως περίσευαν θέσεις κενές, ὁ οἰκοδεσπότης ἔστειλε πάλι τὸν δοῦ­λο του, ὥστε νὰ φέρει καὶ ἄλλους μέχρι νὰ γεμίσει τὸ τραπέζι. Ἡ πα­ρα­βο­λὴ τε­λει­ώ­νει μὲ τὴ δι­α­βε­βαί­ω­ση τοῦ οἰ­κο­δε­σπό­τη ὅ­τι κα­νέ­νας ἀ­πὸ αὐ­τοὺς ποὺ ἀρ­νή­θη­καν τὴν πρό­σκλη­σή του δὲν ἐπρόκειτο νὰ γευ­τεῖ τὸ δεῖ­πνο του.

Στὴν πα­ρα­βο­λὴ τοῦ με­γά­λου δεί­πνου συ­νο­ψί­ζε­ται, ἀδελφοί μου, ὅ­λο τὸ σχέ­δι­ο τῆς θεί­ας οἰ­κο­νο­μί­ας. Ὁ οἰ­κο­δε­σπό­της εἶ­ναι ὁ Θε­ὸς Πα­τέ­ρας ποὺ στέλ­νει τὸν Υἱ­ό Του, σαρκώνεται καὶ προ­σκα­λεῖ ὅ­λους τοὺς ἀν­θρώ­πους στὴ βασιλεία Του. Αὐ­τὴ ἡ πρό­σκλη­ση ἔ­χει ὡς ἀ­πο­δέ­κτες ὅ­λους ἀ­νε­ξαι­ρέ­τως τοὺς ἀν­θρώ­πους, ἀποτελεῖ δηλαδὴ κατὰ τὸν Κύ­ριλ­λο Ἀ­λε­ξαν­δρεί­ας παγ­κό­σμι­ο κά­λε­σμα.

Ἡ εὐαγγελικὴ πε­ρι­κο­πὴ ἀ­να­φέ­ρε­ι ὅ­τι ὁ δοῦ­λος ἀ­πο­στέλ­λε­ται τρεῖς ξε­χω­ρι­στὲς φο­ρὲς γιὰ νὰ προ­σκα­λέ­σει τοὺς ἀν­θρώ­πους στὸ ἑτοιμασμένο πνευ­μα­τι­κὸ δεῖ­πνο. Τὴν πρώ­τη φο­ρὰ ­κά­λε­σε «πολ­λούς», οἱ ὁποῖοι, κατὰ τοὺς ἑρ­μη­νευ­τὲς Πατέρες, ἀντιστοιχοῦν στὰ «πρό­βα­τα τὰ ἀ­πο­λω­λό­τα οἴ­κου Ἰσ­ρα­ήλ», δηλαδὴ στὸν ἐ­κλε­κτὸ λα­ὸ τοῦ Θεοῦ, τὸν κλη­ρο­νό­μο τῆς ἐ­παγ­γε­λί­ας τοῦ ἐρ­χο­μοῦ τοῦ Μεσ­σί­α. Οἱ τρεῖς ἄν­θρω­ποι ποὺ δὲν ἀ­πο­δέ­χθη­καν τὴν πρόσκλη­ση κατανοοῦνται κατὰ δύο τρόπους. Ἀφενὸς ἀν­τι­προ­σω­πεύ­ουν τοὺς  Ἰ­ου­δαί­ους ποὺ δὲν ἀ­πο­δέ­χθη­καν τὸν Χρι­στὸ ὡς Μεσ­σί­α καὶ ἀ­φε­τέ­ρου κά­θε ἄν­θρω­πο ποὺ ἀρ­νεῖ­ται τὸ κά­λε­σμα ἀ­πὸ τὸν Θε­ό. Ἡ πρό­σκλη­ση ποὺ ση­μει­ώ­νε­ται μὲ τὴ φρά­ση «ἐλᾶ­τε, ὅ­λα εἶ­ναι πιὰ ἕ­τοι­μα» εἶ­ναι ἡ ἴδια ἡ πρό­σκλη­ση τοῦ Χρι­στοῦ, τὸ «ἤγ­γι­κε ἡ βα­σι­λεί­α τῶν οὐ­ρα­νῶν», καὶ φα­νε­ρώ­νει ὅ­τι μὲ τὴν ἐ­ναν­θρώ­πηση τοῦ Υἱ­οῦ καὶ Λό­γου τοῦ Θε­οῦ, ἡ πνευματικὴ τράπεζα τῆς βα­σι­λεί­ας τῶν οὐ­ρα­νῶν εἶ­ναι πλέ­ον ἕ­τοι­μη. Στὸ πρό­σω­πο τοῦ Χρι­στοῦ θε­ώ­θη­κε ἡ ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση καὶ συ­στά­θη­κε τὸ μυ­στή­ρι­ο τῆς Θεί­ας Εὐ­χα­ρι­στί­ας καὶ οἱ ἄν­θρω­ποι ἔ­χουν τὴν εὐ­και­ρί­α νὰ με­τά­σχουν καὶ νὰ κοινωνήσουν μὲ τὸν ἴδιο τὸν Θεό.

Τὴ δεύ­τε­ρη φο­ρά, ὁ δοῦ­λος ἀ­πο­στέλ­λε­ται γιὰ νὰ φέ­ρει στὸ δεῖ­πνο τοὺς «φτω­χούς, τοὺς ἀ­νά­πη­ρους, τοὺς κου­τσοὺς καὶ τοὺς τυ­φλούς». Αὐ­τὴ ἡ ὁ­μά­δα τῶν ἀνθρώπων πά­λι ἔ­χει δι­πλὴ ση­μα­σί­α. Κατὰ πρῶτον ἐξυπονοοῦνται οἱ ἐ­θνι­κοί, οἱ μὴ Ἰουδαῖοι, οἱ πρώ­ην εἰ­δω­λο­λά­τρες, οἱ ὁποῖοι δὲν εἶ­χαν γνώ­ση τοῦ ἀ­λη­θι­νοῦ Θε­οῦ, δὲν ἦ­ταν κλη­ρο­νό­μοι τῆς ἐ­παγ­γε­λί­ας. Παρόλα αὐτά, μπο­λι­ά­στη­καν στὴν Ἐκ­κλη­σί­α, διότι ἀ­πο­δέ­χθη­καν μὲ χα­ρὰ τὴν κλήση ἀ­πὸ τὸν Θε­ό. Κατὰ δεύτερον, δηλώνεται ὁ κά­θε ἄν­θρω­πος ποὺ ἐνῶ ἀρχικὰ βρίσκεται μα­κρι­ὰ ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ καὶ ἔτσι στε­ρεῖ­ται τὸν πλοῦ­το, τὴ χα­ρὰ καὶ τὸ φῶς τοῦ Θε­οῦ, στὴ συ­νέ­χει­α ἀ­πο­δέ­χε­ται τὴ θεία πρό­σκλη­ση καὶ πλέον ἀ­πο­λαμ­βά­νει τὴ συμμετοχή του στὸ δεῖ­πνο.

Ὁ δοῦλος στέλνεται καὶ γιὰ τρίτη φορά, ὥστε νὰ «ἀ­ναγ­κά­σει» τοὺς ἀν­θρώ­πους νὰ ἔρ­θουν, μέ­χρις ὅτου νὰ πληρωθοῦν ὅλες οἱ θέσεις καὶ γε­μί­σει τὸ σπί­τι τοῦ οἰκοδεσπότη. Τὸ κά­λε­σμα αὐ­τὴ τὴ φο­ρὰ πε­ρι­κλεί­ει μί­α ἄλλη δυ­να­μι­κή. Εἶ­ναι τὸ κά­λε­σμα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ποὺ πα­ρα­τεί­νε­ται μέ­χρι τῆς συν­τε­λεί­ας τοῦ αἰ­ῶ­νος, καλώντας τὸν κά­θε ἄν­θρω­πο νὰ συμ­με­τά­σχει στὸ δεῖπνο τῆς βα­σι­λεί­ας τῶν οὐ­ρα­νῶν μέ­σῳ τῶν ἁ­γί­ων μυ­στη­ρί­ων, τὰ ὁποῖα εἶ­ναι οἱ πύ­λες τοῦ παραδείσου, κα­τὰ τὸν ἅ­γι­ο Νι­κό­λα­ο Κα­βά­σι­λα.

Τὸ ἀντίστοιχο κά­λε­σμα τοῦ Θε­οῦ δέ­χθη­καν καὶ οἱ Προ­πά­το­ρες, τοὺς ὁ­ποί­ους τι­μοῦμε σή­με­ρα. Ἦ­ταν ἄν­θρω­ποι ποὺ μὲ τὴν πί­στη καὶ τοὺς ἀ­γῶ­νες τους δό­ξα­σαν τὸν Θεὸ καὶ δο­ξά­σθη­καν ἀ­πὸ τὸν Θεό. Αὐ­τοὶ προ­ε­τοί­μα­σαν καὶ προ­α­νήγ­γει­λαν τὴν ἔ­λευ­ση τοῦ Μεσ­σί­α καὶ Λυ­τρω­τή, ὁ Ὁποῖος γεννήθηκε γιὰ τὴ σωτηρία ὅλων τῶν ἀνθρώπων.

Ἀδελφοί, μὲ τὰ Χριστούγεννα ἐπὶ θύραις, μιμούμενοι τοὺς ἀποδέκτες τῆς μεγάλης κλήσεως στὴν ἱστορία, ἂς ἀποδε­χθοῦ­με καὶ ἐμεῖς τὴν πρό­σκλη­ση τοῦ Θε­οῦ καὶ ἂς ἑ­τοι­μά­σου­με τὸ «σπή­λαι­ο» τῆς ψυ­χῆς μας γιὰ νὰ ὑ­πο­δε­χθεῖ ἐ­πά­ξι­α τὸν ἐνανθρωπήσαντα Χριστό. Ἀμήν.

 

 


ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΗΣ (Μτθ. α΄ 1-25)
23 Δε­κεμ­βρί­ου 2018

Κυριακὴ πρὸ τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως σήμερα, καὶ τὰ Ἀναγνώσματα εἶναι σχετικὰ μὲ τὴ μεγάλη ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων. Ἀκούσαμε στὸ εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα μετὰ τὸν γενεαλογικὸ κατάλογο τοῦ Κυρίου τὰ περιστατικὰ τῆς κατὰ σάρκα Γεννήσεώς Του. Ἄγγελος Κυρίου ἐμφανίσθηκε στὸν Ἰωσὴφ, "κατ’ ὄναρ", καὶ τοῦ εἶπε ὅτι ἡ μνηστή του Μαρία εἶναι ἁγνή, καὶ τὸ παιδὶ ποὺ κυοφορεῖ, δὲν εἶναι συνηθισμένο, διότι προέρχεται ἀπὸ τὴ δημιουργικὴ ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύμα­τος. Τὸν γιὸ ποὺ θὰ γεννήσει θὰ πρέπει νὰ τὸν ὀνομάσει Ἰησοῦ·  Αὐτὸς θὰ σώσει τὸν λαό Του ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες του.

 Ἂς δοῦμε λοιπὸν σήμερα τί σημαίνει τὸ ὄνομα «Ἰησοῦς» καὶ τί σημασία ἔχει αὐτὸ γιὰ τὴ ζωὴ τοῦ κάθε πιστοῦ.

Τὸ ὄνομα «Ἰησοῦς» στὰ Ἑλληνικὰ σημαίνει Σωτήρ. Εἶναι ὄνομα ποὺ δὲν τὸ ἔδωσαν στὸ θεῖο Βρέφος οἱ ἄνθρωποι, ἀλλὰ τὸ ὅρισε ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς διὰ τοῦ ἀγγέλου Του καὶ δηλώνει τὴν ἀποστολὴ τοῦ Κυρίου. Καὶ ἡ ἀποστολή Του εἶναι νὰ σώσει τὸν λαό Του ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες του. Ἐκεῖνος θὰ ἐξασφαλίσει τὴ σωτηρία γιὰ ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος, καὶ ὅσοι Τὸν ἐγκολπωθοῦν ὡς Σωτήρα καὶ Λυτρωτή τους θὰ σωθοῦν. Αὐτοὶ θὰ ἀποτελέσουν τὸν λαό Του.

Νὰ δοῦμε τὶ σημαίνει θὰ σώσει τὸν λαό Του ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ ἔσωσαν συνανθρώπους τους ἀπὸ τὸν σωματικὸ θάνατο, στρατηγοὶ ποὺ ἔσωσαν τὴν Πατρίδα τους ἀπὸ τὴν ὑποδούλωση, ἐπιστήμονες ποὺ μὲ τὶς ἐφευρέσεις τους εὐεργέτησαν πλήθη ἀν­­θρώπων.

Ὁ Κύριος Ἰησοῦς ὅμως σώζει ὅλες τὶς γενιὲς τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, τὸ πιὸ μεγάλο κακό, τὴν αἰτία ὅλων τῶν κακῶν. Σώζει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν αἰώνια κόλαση. Ἔρχεται μὲ τὸν λόγο Του νὰ διδάξει στὸν ἄνθρωπο τὴν ἀλήθεια· μὲ τὴ ζωή Του νὰ δώσει τὸ τέλειο παράδειγμα τῆς ἀρετῆς· μὲ τὸ Πάθος Του νὰ πάρει ἐπάνω Του τὴν ἁμαρτία τοῦ κόσμου, νὰ χαρίσει στὸν ἄνθρωπο τὴν ἄφεση, νὰ τὸν συμφιλιώσει μὲ τὸν Θεό. Αὐτὴ εἶναι ἡ σωτηρία μὲ τὴν ἀπόλυτη σημασία τῆς λέξεως. Γι᾿ αὐτὸ εἶπε ὁ ἄγγελος: «Αὐτὸς γὰρ σώσει». Αὐτὸς θὰ σώσει, ὄχι ἄλλος. Κανεὶς ἄλλος δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς σώσει. Ἀπολύτως κανείς. «Οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενὶ ἡ σωτηρία», διακήρυξε ἀργότερα ὁ ἀπόστολος Πέτρος (Πράξ. δ´ 12). Δὲν ὑπάρχει ἄλλο ὄνομα στὴ γῆ τὸ ὁποῖο ἔχει δώσει ὁ Θεὸς στοὺς ἀνθρώπους καὶ ἔχει ὁρίσει ὅτι μ'᾿ αὐτὸ μποροῦμε νὰ σωθοῦμε ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι.

Ὅσοι τελικὰ πιστεύουμε στὸν Κύριο Ἰησοῦ καὶ θέλουμε νὰ γευτοῦμε τὴ σωτηρία ποὺ Ἐκεῖνος χαρίζει, ὀφείλουμε ἀσφαλῶς νὰ γίνουμε λαός Του. Ἤδη μὲ τὸ ἅγιο Βάπτισμα γίναμε μέλη τῆς Ἐκκλησίας Του, ἡ ὁποία παρέχει τὴ σωτηρία διὰ τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ πρέπει νὰ μᾶς συνέχει καὶ νὰ ἀναγνωρίζουμε συνειδητὰ τὸν Κύριο Ἰη­­σοῦ ὡς τὸν Μόνο Σωτήρα. Νὰ μὴν ἐπηρεαζόμαστε ἀπὸ τὸ πνεῦ­μα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τῆς Παν­­θρησκείας, ποὺ κηρύσσουν τὴν πλάνη, ὅτι ὅλες οἱ θρησκεῖες πρέπει νὰ εἶναι ἀποδεκτές, διότι τάχα εἶναι διαφορετικοὶ δρόμοι ποὺ ὁδηγοῦν ὅλοι στὸ Θεό. Ὅποιος θέλει νὰ ἀξιωθεῖ τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας καὶ νὰ ἑορτάζει ἀληθινὰ Χριστούγεννα, ὀφείλει νὰ φυλάσσει τὴν Ὀρθόδοξη πίστη του ἀμόλυν­τη καὶ νὰ ὁμολογεῖ πίστη μόνο στὸν Κύριο Ἰησοῦ καὶ στὸν Πατέρα καὶ στὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὸν μόνο ἀληθινὸ ἐν Τριάδι Θεό. Ἐπιπλέον ὀφείλει νὰ ζεῖ ζωὴ μετανοί­ας. Γιατὶ ὁ Κύριος δὲν σώζει ἀπὸ τὶς ἁ­μαρτίες του ἐκεῖνον ποὺ δὲν θέλει νὰ τὶς ἀπαρνηθεῖ. Καὶ δὲν τὸν σώζει, διότι σέβεται τὴν ἐλευθερία του. Γιὰ νὰ σωθοῦμε λοιπόν, καλούμαστε ἐλεύθερα, μὲ ὅλη μας τὴν καρδιά, νὰ πα­­ραδώσουμε τὴ ζωή μας στὸ Χριστό· νὰ τηροῦμε τὸ θέλημά Του καὶ νὰ μετανοοῦμε γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας. Ἡ δὲ συμμετοχή μας στὴν μυστηριακὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας μᾶς κάνει κληρονόμους τῆς Βασιλείας Του.

Ἰησοῦς εἶναι τὸ μοναδικὸ ὄνομα καὶ πρό­­σωπο ποὺ περίμεναν οἱ αἰῶνες. Τὸ ὄ­νομα ποὺ ἀποκαλύπτει τὰ ἀληθινὰ δῶρα τῶν Χριστουγέννων, καὶ ποὺ δὲν εἶναι αὐτὰ ποὺ ἀντα-λάσσουμε μεταξύ μας, ἀλλὰ αὐτὰ ποὺ προσφέρει ἡ ἀγάπη τοῦ Νηπιάζοντος Ἰησοῦ. Ἡ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν, ἡ σωτηρία, ἡ ἀναγέννηση, ἡ θέωση.

Ἂς περάσουμε αὐτὲς τὶς ἅγιες ἡμέρες μὲ εὐγνωμοσύνη καὶ δοξολογία στὸ Θεὸ γι’ αὐτοὺς τοὺς λόγους.

 

 


ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΙΝ (Μτθ. β΄ 13-23)
30 Δε­κεμ­βρί­ου 2018

Τὴν Κυριακὴ μετὰ τὰ Χριστούγεννα ἡ Ἐκκλησία μας ἑορτάζει, ἀγαπητοί ἀδελφοί, τὴ μνήμη τοῦ Ἰωσὴφ τοῦ μνήστορος, τοῦ Ἰακώβου τοῦ ἀδελφοθέου καὶ τοῦ προφητάνακτος Δαβίδ. Εἶναι τρία πρόσωπα ποὺ σηματοδοτοῦν τὸ πέρασμα ἀπὸ τὸ νόμο στὴ Χάρη· εἶναι πρόσωπα τὰ ὁποῖα εἶχαν οὐσιαστικὴ σχέση μὲ τὸ Χριστό, διότι ἔζησαν ὁ καθένας μ᾽ ἕναν ἰδιαίτερο τρόπο τὸ ἔλεος, τὴ φιλανθρωπία καὶ τὴ δόξα Του. Τὸν γνώρισαν ὡς «τὸ σωτήριον τοῦ Θεοῦ», «πρότερον μὲν ἄσαρκον ὡς Λόγον» ὁ Δαβίδ, «ὕστερον δὲ δι᾽ ἡμᾶς σεσαρκωμένον» ὁ Ἰωσὴφ καὶ ὁ Ἰάκωβος.

Ἡ μετάβαση ὅμως ἀπὸ τὸ νόμο στὴ Χάρη, ἀπὸ τὴν Παλαιὰ στὴν Καινὴ Διαθήκη, δὲν ἔγινε χωρὶς τριγμοὺς σὲ πολλὲς συνειδήσεις. Ὁ Χριστὸς γιὰ πολλοὺς ἦταν, καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι, «σημεῖον ἀντιλεγόμενον». Ἄν παρακολουθήσουμε τὴν ἱστορία τοῦ περιούσιου λαοῦ θὰ δοῦμε ὅτι σὲ σχέση μὲ τὸ Χριστὸ καὶ τὴν φανέρωση τῆς Βασιλείας Του ἐμφανίζονται διάφορες κατηγορίες ἀνθρώπων. Ὑπάρχουν αὐτοὶ ποὺ προγεύονται μὲ τὸ προφητικὸ χάρισμα τοὺς καρποὺς τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Κυρίου, ὅπως ἦταν ὁ Δαβίδ. Ὑπάρχουν αὐτοὶ ποὺ ζοῦσαν σιωπηλὰ τὸ πνεῦμα τοῦ νόμου, ἀφοῦ ξεπέρασαν τὸ «γράμμα» ποὺ «ἀποκτείνει» καὶ ἔφθασαν μέχρι τὴν τελειότητα τῆς εὐαγγελικῆς δικαιοσύνης, ὅπως συνέβη μὲ τὸν Ἰωσήφ.

Ὁ Μέγας Βασίλειος λέει ὅτι ὁ Ἰωσήφ ὑπηρέτησε τὸ μυστήριο τῆς θείας οἰκονομίας μὲ διάθεση καὶ μὲ στοργὴ καὶ μὲ ὅλη τὴν ἐπιμέλεια ποὺ ἐπιβάλλεται σὲ ἐκείνους ποὺ ζοῦν σ᾽ ἕνα σπίτι.

Ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ ποὺ μνηστεύθηκε τὴν ἁγία Παρθένο, βρέθηκε μπροστὰ σὲ ἀνέλπιστα καὶ ἀνεξήγητα γεγονότα. Ἀλλὰ ἡ διάθεσή του ἦταν πάντα ἀγαθὴ καὶ γι᾽ αὐτὸ σὲ κάθε περίσταση ὁ Θεὸς τὸν ὁδηγοῦσε στὸ πῶς ἔπρεπε νὰ ἐνεργήσει. Ἐπίσης, ὑπάρχουν αὐτοὶ ποὺ ἀγαποῦσαν τὶς πατρικὲς παραδόσεις, ἀλλὰ δὲ δίστασαν νὰ ἐγκαταλείψουν τὴ σκιὰ τοῦ νόμου καὶ νὰ περάσουν στὸ φῶς τῆς ἀλήθειας, ὅταν γνώρισαν τὸ Χριστὸ ὡς μονογενῆ Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, ὅπως συνέβη μὲ τὸν γιὸ τοῦ Ἰωσήφ, τὸν ἀδελφόθεο Ἰάκωβο, πρῶτο ἐπίσκοπο Ἱεροσολύμων.

Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ αὐτὲς τὶς κατηγορίες τῶν ἀνθρώπων, ποὺ εἶχαν μιὰ θετικὴ στάση ἀπέναντι στὸ Χριστό, ὑπῆρχαν καὶ ὑπάρχουν καὶ ἄλλοι ποὺ ἐκδήλωσαν ἀρνητικὲς διαθέσεις ἀπέναντί Του. Τέτοιοι ἦταν οἱ ἀρχιερεῖς τῶν Ἰουδαίων, οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ φαρισαῖοι καὶ ὁ Ἠρώδης, ὁ ὁποῖος ὅταν ἄκουσε γιὰ τὴ Γέννηση τοῦ Ἰησοῦ «ἐταράχθη καὶ πᾶσα Ἱεροσόλυμα μετ᾽ αὐτοῦ, καὶ συναγαγῶν πάντας τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ γραμματεῖς τοῦ λαοῦ ἐπυνθάνετο παρ᾽ αὐτῶν ποῦ ὁ Χριστὸς γεννᾶται».

Ἡ γέννηση τοῦ Χριστοῦ, ὅπως περιγράφεται ἀπὸ τὸν εὐαγγελιστὴ Ματθαῖο στὴ σημερινὴ περικοπή, μᾶς δείχνει προκαταβολικὰ τὴν τύχη τοῦ Μεσσία μέσα στὸν κόσμο. Ὁ νεογέννητος Χριστὸς εὐθὺς ὡς εἰσέρχεται στὸν παρόντα κόσμο γνωρίζει τὴν καταδίωξη καὶ τὴν ἐχθρότητα τῶν ἀρχόντων. Ἡ ἐχθρότητα αὐτὴ βρίσκει τὸν κύριο ἐκπρόσωπό της στὸ βασιλιὰ Ἠρώδη, ἡ θηριωδία τοῦ ὁποίου μᾶς εἶναι γνωστὴ καὶ ἀπὸ τοὺς ἱστορικοὺς τῆς ἐποχῆς.

Θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῦ σημαίνεται ἤδη ἀπὸ τὴ στιγμὴ τῆς γεννήσεώς Του. Ἡ ὅλη πορεία τοῦ Χριστοῦ μέσα στὸν κόσμο θὰ εἶναι ἕνας σταυρὸς ἀγάπης καὶ θυσίας· ἕνας σταυρὸς στὸν ὁποῖο θὰ νικηθεῖ ὁριστικὰ ἡ δαιμονικὴ δύναμη γιὰ νὰ λάμψει τὸ φῶς τῆς ἀναστάσεως. Ἡ θηριωδία τοῦ Ἠρώδη, ποὺ ἐκδηλώθηκε μὲ τὴν ἀπάνθρωπη σφαγὴ τῶν νηπίων στὴ Βηθλεὲμ καὶ στὴ γύρω περιοχὴ, δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ σταματήσει ἤδη ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τὸ ἔργο τοῦ νεογέννητου Μεσσία, ποὺ βρισκόταν κάτω ἀπὸ τὴν προστατευτικὴ πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Παρὰ τὸ φαινομενικὸ θρίαμβο τοῦ κακοῦ, τοῦ μίσους καὶ τῆς θηριωδίας μέσα στὴν ἱστορία τῶν ἀνθρώπων, τελικὰ ἐπιβάλλεται ἡ δύναμη τῆς ἀγάπης. Ὅτι ὁ Θεὸς γεννιέται σὰν ἄνθρωπος ἀποτελεῖ ἀκριβῶς τὴν ἀπόδειξη γιὰ τὸ στοργικὸ ἐνδιαφέρον καὶ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ νὰ λυτρώσει καὶ νὰ σώσει τὸν ἄνθρωπο.

Ἡ «σωτήριος Χάρις», ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, δίνεται ἀπὸ τὸ Θεὸ ἐξίσου σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Αὐτὸ ποὺ μᾶς διαφοροποιεῖ εἶναι ἡ διάθεση τῆς εὐγνωμοσύνης ποὺ ἔχουμε ἀπέναντι στὸ Θεὸ γιὰ τὶς δωρεές Του. Εἶναι ἐπίσης ἡ αὐτοπροαίρετη διάθεση τῆς ὑπακοῆς μας στὸ εὐαγγελικὸ κήρυγμα. Καὶ εἶναι, τέλος, ἡ κοπιαστικὴ προσπάθεια νὰ μεταβάλλουμε τὸν ἑαυτό μας ἀπὸ ἀποστάτη ἤ διώκτη σὲ «σκεῦος ἐκλογῆς» τοῦ Θεοῦ. Ἀμήν.

 

Κηρύγματα Δεκεμβρίου 2018 pdf 


ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ NOEMΒΡΙΟΥ 2018


ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΛΟΥΚΑ (Λκ. ιστ΄ 19-31)
4  Νοεμβρίου 2018

Ἡ σημερινή Εὐαγγελική Περικοπή, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἀφορᾶ  στήν Παραβολή τοῦ ἄφρονος πλουσίου καί τοῦ πτωχοῦ Λαζάρου. Σήμερα δέν θά κάνουμε δικές μας σκέψεις μέ ἀφορμή τά ἀναφερόμενα πρόσωπα καί τίς συμπεριφορές τους, ἀλλά θά ἀκούσουμε τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο, τόν ἕνα ἐκ τῶν Μεγάλων Ἱεραρχῶν  τῆς Ἐκκλησίας μας, γιά νά ἔχουμε  μεῖζον πνευματικό ὄφελος.

Ἀπευθυνόμενος, τότε, στό ποίμνιό του κατά τήν ἀντίστοιχη Κυριακή, εἶπε : « Ἀργά ἄνοιξε τά μάτια του ὁ πλούσιος! Τό ἔκανε τότε πού εἶδε στήν ἀγκαλιά τοῦ Ἀβραάμ τόν Λάζαρο! Τόν ἄνθρωπο, πού δέν καταδεχόταν οὔτε νά τοῦ ρίξει μιά ματιά, ὅταν τόν εὕρισκε νά περιμένει ἔξω ἀπό πόρτα του.

Καί τότε κατάλαβε καλά τί σημαίνει ἐκεῖνο, πού μέχρι τότε ποτέ δέν εἶχε καταλάβει.

Στήν κόλαση βρέθηκε ὑποχρεωμένος, θέλοντας καί μή, νά κάμει ἕναν ἀπολογισμό. Ἐκεῖ ἀναγκάσθηκε νά ψάξει τί τοῦ εἶχε γίνει ἀφορμή νά χάσει ἐκείνη τή διάθεση, πού δέν τόν ἄφηνε νά δεῖ στό πρόσωπο τοῦ φτωχοῦ Λαζάρου τόν «πλησίον» του. Δηλαδή ἕνα συνάνθρωπο, στή θέση τοῦ ὁποίου θά μποροῦσε κάποτε νά βρεθεῖ καί ὁ ἴδιος• καί εἶχε γι᾿ αὐτό τόν λόγο χρέος νά τόν συμπονάει.

Ἄς ρίξωμε μιά ματιά στήν ἄθλια κατάσταση, πού εἶχε βρεθεῖ τότε ὁ πλούσιος, ἐνῶ τώρα ἔφθασε στό ἀντίθετο ἄκρο. Τότε εἶχε μεγάλη ἀφθονία. Τότε γλεντοῦσε, ὅσο πιό καλά μποροῦσε. Τώρα τά ἔχει χάσει ὅλα. Καί ὅσο πιό πολύ σκεπτόταν τήν μεγάλη ἀντίθεση, τόσο πιό πολύ τόν "ἔτσουζε". Καί γι᾿ αὐτό εἶπε: «Πατέρα, Ἀβραάμ, λυπήσου με. Καί στεῖλε τόν Λάζαρο, νά βουτήξει ἔστω καί ἕνα δάχτυλό του σέ νερό, νά μοῦ δροσίσει λίγο τήν γλῶσσα, διότι ὑποφέρω πολύ μέσα σέ αὐτές τίς φλόγες» (Λουκ. 16,24).

Ἀπό τά λόγια αὐτά, ἀσφαλῶς δέν πρέπει νά βγάλωμε τό συμπέρασμα, ὅτι ἀρκεῖ ἐκεῖ μιά σταγόνα νερό, γιά νά μᾶς ἀνακουφίσει καί νά μᾶς δροσίσει. Τά λόγια αὐτά μᾶς λένε μόνο, ὅτι ἐκεῖνοι πού ἔχουν πολλές ἁμαρτίες, ἐκεῖ θά ὑποφέρουν πολύ, ἐκεῖ θά ταλαιπωρηθοῦν πολύ ἀπό τήν φοβερή ἐκείνη φωτιά, πού εἶναι ἡ συναίσθηση τοῦ βάρους τῆς ἁμαρτίας τους.

Ἀπό τά λόγια αὐτά τοῦ πλουσίου, μαθαίνουμε μόνο ὅτι στήν τελική κρίση τοῦ Κυρίου, ἡ ποινή θά εἶναι ἀνάλογη μέ τήν ἐσωτερική μας ἀθλιότητα.

Ὁ πλούσιος, σπρωγμένος ἀπό τήν ἄθλια κατάσταση στήν ὁποία βρισκόταν, ἀναγκάστηκε νά ζητήσει μιά σταγόνα νερό. Ἐδῶ στήν γῆ, σπρωγμένος ἀπο τήν φιλαργυρία καί τήν ἀσπλαγχνία του, εἶχε καταντήσει νά μή δίνει οὔτε μιά σταγόνα νερό.

Ἄραγε μποροῦσε ποτέ, νά βρεθεῖ γι' αὐτόν κατάσταση πιό δίκαιη, μέχρι τίς τελευταῖες της λεπτομέρειες καί ταυτόχρονα πιό ὁδυνηρή; Ζητάει μιά σταγόνα νερό.

Ποῖος; Ἐκεῖνος, πού τά εἶχε ὅλα καί στόν φτωχό δέν ἔδινε οὔτε ἕνα ψίχουλο ψωμί.

Τόν ἔκαμε ὁ Θεός νά ποθήσει μιά σταγόνα νερό, γιά νά τόν κάμει νά καταλάβει, τί φοβερό πρᾶγμα εἶναι ἡ φτώχεια καί πόσο χρειάζεται νά εἴμαστε πονετικοί ὅλοι μας στήν ἀνάγκη τῶν ἄλλων ».


 




ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ ΛΟΥΚΑ (Λκ. ι΄ 25-37)
11  Νοεμβρίου 2018

Ὁ Κύριος, στὴ σημερινὴ παραβολή, πρωτοποριακὰ ἀπελευθερώνει τὴν ἔννοια τοῦ πλησίον ἀπὸ τὰ στενὰ  γεωγραφικά, φυλετικὰ καὶ θρησκευτικὰ ὅρια. Ὁ Χριστὸς τονίζει ὅτι δὲν ὑπάρχουν ὅρια στὸ χρέος τῆς ἀγάπης. Πλησίον εἶναι ὁ κάθε ἄνθρωπος ποὺ βρίσκεται σὲ ἀνάγκη, ἀδιακρίτως ἔθνους, φυλῆς, θρησκευτικοῦ πιστεύω, κοινωνικῆς τάξεως, ἢ εὐθύνης γιὰ τὴν κατάστασή του. Ἐκεῖνο ποὺ βαρύνει εἶναι ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος ὡς εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Καὶ τὸ οὐσιαστικὸ πρόβλημα δὲν εἶναι ποιὸς εἶναι ὁ πλησίον, ἀλλὰ τὸ πῶς μποροῦμε νὰ γίνουμε ἐμεῖς πλησίον σὲ κάθε ἄνθρωπο ποὺ χρειάζεται τὴν βοήθειά μας.

Ὁ Κύριος ἀποκαλυπτικὰ θέτει ἔμμεσα ἕνα ἀκόμη ἀμείλικτο ἐρώτημα. Ποιὸς ἔχει τὴν εὐαισθησία νὰ κατανοεῖ καλύτερα τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, νὰ ἀνακαλύπτει τὸ βαθύτερο νόημα τῆς ἐντολῆς περὶ ἀγάπης τοῦ πλησίον;

Ποιός τελικὰ τηρεῖ τὸν Νόμο; Αὐτοὶ ποὺ ἀσχολοῦνται ἐξ ὑποχρεώσεως μὲ τὸ λειτουργικὸ καὶ θρησκευτικὸ τυπικό, οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ λευΐτες, ἢ ἕνας ξένος μὲ αὐτά, ὅπως ἦταν ὁ Σαμαρείτης, ποὺ βλέπει μὲ καθαρὸ μάτι καὶ αὐθόρμητη καρδιὰ τὸν συνάνθρωπό του, χωρὶς θρησκευτικὲς καὶ φυλετικὲς προκαταλήψεις; Δὲν εἶναι αὐτὸς ποὺ ἀνταποκρίνεται ἔμπρακτα στὶς ἀνάγκες τοῦ ἀγνώστου πλησίον;

Θεωρητικὰ οἱ χριστιανοὶ συμφωνοῦμε μὲ τὴ νέα αὐτὴ διάσταση τῆς ἔννοιας τοῦ «πλησίον», ποὺ διευκρινίζει ἡ παραβολὴ τοῦ καλοῦ Σαμαρείτη. Στὴν ἔμπρακτη πραγματικότητα ὅμως  τί γίνεται;

Τὸ πρόβλημα  λοιπὸν  στὴν προσωπική μας ζωὴ εἶναι τὸ πῶς ἀπὸ τὴ θεωρητικὴ ἀποδοχὴ τοῦ μηνύματος τῆς σημερινῆς παραβολῆς θὰ προχωρήσουμε στὴν πρακτικὴ συμμόρφωση. Ἀπὸ τὴν θεωρία τῆς ἀγάπης, ποὺ δέχονται ὅλοι μὲ λόγια, στὴν βίωση καὶ ἐφαρμογή της, ποὺ εἶναι δύσκολη καὶ δὲν βεβαιώνεται γύρω μας.

Γιὰ νὰ βοηθηθοῦμε ἂς προσέξουμε μερικὰ χαρακτηριστικὰ τῆς ἀγάπης, ὅπως αὐτὰ ἀποκαλύπτονται στὴ συμπεριφορὰ τοῦ ἁπλοῦ πρωταγωνιστὴ τῆς παραβολῆς.

Ὁ Σαμαρείτης εὐσπλαγχνίζεται καὶ φροντίζει τὸν ἄτυχο ὁδοιπόρο. Σπεύδει ἀπρόσκλητα. Δὲν ἀσχολεῖται μὲ τὸ κακὸ ποὺ ἔκαμαν οἱ ληστές, ἢ τὴν ἀδιαφορία καὶ ἀσπλαγχνία ποὺ ἐπέδειξαν οἱ ἄλλοι. Ὁ ἴδιος προσωπικὰ κάνει τὸ χρέος του. Τὸ οὐσιαστικὸ ἐρώτημα δὲν εἶναι τί κάνουν ἢ τί δὲν κάνουν οἱ ἄλλοι, ἀλλὰ πῶς ἐμεῖς συμπεριφερόμαστε στὶς συγκεκριμένες καταστάσεις.

Ἕ­να ἄλ­λο στοι­χεῖ­ο εἶ­ναι ὅ­τι ἡ ἀ­γά­πη κο­στί­ζει. Εἶ­ναι μί­α ὀ­δυ­νη­ρὴ πα­ραί­τη­ση ἀ­πὸ πράγ­μα­τα ποὺ δι­και­ού­μα­στε, τὸ χρῆ­μα, τὸν χρό­νο, τὸ κα­θη­με­ρι­νὸ πρό­γραμ­μα. Ὁ Σα­μα­ρεί­της κα­θυ­στε­ρεῖ τὸ τα­ξί­δι του, βα­δί­ζει πε­ζός, θέ­τει στὴ δι­ά­θε­ση τοῦ τραυ­μα­τί­α ὅ,­τι ἔ­χει

Ἡ ἀ­γά­πη δὲν ἀ­φή­νει καὶ δὲν ἐ­πι­τρέ­πει τὸ κα­λὸ νὰ γί­νε­ται λει­ψά. Ἂν συ­χνὰ εἴ­μα­στε ἀ­νί­κα­νοι νὰ μι­μη­θοῦ­με τὸν Σα­μα­ρεί­τη, εἶ­ναι για­τὶ θὰ θέ­λα­με νὰ ἀ­γα­πή­σου­με μὲ τὸ ἀ­ζη­μί­ω­το. Ὅ­ποιος ὅμως ἀ­πο­φα­σί­ζει νὰ ἀ­γα­πᾶ, ὅπως ὁ Θεὸς θέλει, πρέ­πει νὰ εἶ­ναι ἀ­πο­φα­σι­σμέ­νος νὰ στε­ρη­θεῖ δι­κά του δι­και­ώ­μα­τα καὶ ἀ­γα­θά. Ἔ­πει­τα ἡ ἀ­γά­πη εἶ­ναι ἐ­λεύ­θε­ρη ἀ­πὸ ἀ­να­ζή­τη­ση ἀν­ταλ­λαγ­μά­των, ἐ­λεύ­θε­ρη ἀ­πὸ τὸν βρα­χνᾶ τῆς ἀ­να­γνω­ρί­σε­ως. Δὲν ἐ­νερ­γεῖ γιὰ νὰ φα­νεῖ καὶ γιὰ νὰ ἐ­παι­νε­θεῖ. Ὁ ἐρημικὸς τόπος στὸν ὁποῖο ἕδρασε ὁ Σαμαρείτης, βεβαιώνει πὼς ἐνεργοῦσε χω­ρὶς νὰ πε­ρι­μέ­νει ἀν­τάλ­λαγ­μα.

Τέ­λος, ἡ ἀ­γά­πη εἶ­ναι ἤ­ρε­μη δύ­να­μη, πι­ὸ ἰ­σχυ­ρὴ καὶ ἀ­πὸ τὸν θά­να­το. Δὲν ἀ­να­φε­ρό­μα­στε στὴ δι­ά­σω­ση τοῦ τραυ­μα­τί­α, ἀλ­λὰ τελικὰ στὴ νί­κη πά­νω στὸν φό­βο τοῦ θα­νά­του. Οἱ δύ­ο ἄν­θρω­ποι ποὺ προ­η­γή­θη­καν τοῦ Σα­μα­ρεί­τη, ὁ ἱ­ε­ρέ­ας καὶ ὁ Λευ­ΐ­της, ἔ­φυ­γαν τρο­μαγ­μέ­νοι ἀ­πὸ τὸν τό­πο τοῦ δρά­μα­τος.

Ὁ Σα­μα­ρεί­της, ὅ­μως, προ­χω­ρεῖ ἀ­πο­φα­σι­στι­κὰ καὶ γεν­ναῖ­α, ἀ­δι­α­φο­ρών­τας γιὰ κάθε κίν­δυ­νο, ἐπειδὴ «ἡ ἀ­γά­πη ἔ­ξω βάλ­λει τὸν φό­βο».

«Τίς οὖν τού­των τῶν τρι­ῶν πλη­σί­ον δο­κεῖ σοι γε­γο­νέ­ναι τοῦ ἐμ­πε­σόν­τος εἰς τοὺς λη­στάς;», ἐ­ρω­τᾶ τὸν κα­θέ­να μας ὁ Κύ­ρι­ος. Τὴν ἀ­πάν­τη­ση τὴν ξέ­ρου­με. «Ὁ ποι­ή­σας τὸ ἔ­λε­ος μετ'᾿ αὐ­τοῦ». Ὅ­μως αὐ­τὸ δὲν φθά­νει, δι­ό­τι ἀ­παι­τεῖ­ται καὶ ἡ μί­μη­ση, δη­λα­δὴ τὸ «Πο­ρεύ­ου καὶ σὺ ποί­ει ὁ­μοί­ως».

Ἄς διαμορφώσουμε ἀδελφοὶ τὴν στάση μας σὲ αὐτὴ τὴν προτροπὴ μὲ προ­σω­πι­κὴ συμ­με­το­χὴ στὸν πό­νο τοῦ πλη­σί­ον, τοῦ κά­θε πλη­σί­ον, μὲ μί­α ἀ­γά­πη ποὺ στοι­χί­ζει, ἀλλὰ ποὺ εἶναι ἱ­κα­νὴ νὰ νι­κή­σει τὸν θά­να­το τοῦ φόβου καὶ τῆς ἀδιαφορίας ποὺ χωρίζει τὸν κόσμο σήμερα.


 




ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ΛΟΥΚΑ (Λκ. ιβ΄ 16-21)
18 Νοεμβρίου 2018

Ἡ σημε­ρι­νὴ εὐαγ­γε­λι­κὴ περι­κο­πή, ἀδελ­φοί μου, λέγε­ται «παρα­βο­λὴ τοῦ ἄφρο­νος πλου­σί­ου». Ἡ ἀφορ­μὴ γιὰ νὰ τὴν διη­γη­θεῖ ὁ Κύρι­ος δόθη­κε ἀπὸ τὸ ἑξῆς περι­στα­τι­κό. Κάποι­ος ἀπὸ τοὺς ἀκρο­α­τὲς τοῦ Χρι­στοῦ τὸν πλη­σί­α­σε καὶ τοῦ εἶπε: «Διδά­σκα­λε εἶπε τῷ ἀδελ­φῷ μου μερί­σα­σθαι τὴν κλη­ρο­νο­μία μετ᾿ ἐμοῦ» (Λουκ. 12, 1) καὶ ἔλα­βε ὡς ἀπάν­τη­ση τὸ ἐρώ­τη­μα «τίς με κατέ­στη­σε δικα­στὴν ἢ μερι­στὴν ἐφ᾿ὑμᾶς;». Ὅταν δυὸ ἀδέλ­φια, ποὺ μετα­ξύ τους συν­δέ­ον­ται μὲ δεσμοὺς αἵμα­τος, πιὸ πάνω ἀπὸ τὴν ἀδελ­φο­σύ­νη βάζουν τὴν πλε­ο­νε­ξία, ποι­ός μπο­ρεῖ νὰ τοὺς ἀλλά­ξει γνώ­μη καὶ νὰ τοὺς συμ­βι­βά­σει; Ἡ πλε­ο­νε­ξία ἀφαι­ρεῖ ἀπὸ τὴν καρ­διὰ κάθε ἀνθρώ­που κάθε εὐγε­νι­κὸ συναί­σθη­μα, ἀκό­μα καὶ πρὸς τοὺς γονεῖς καὶ τὰ ἀδέλ­φια. Γι᾿ αὐτὸ ὁ Κύρι­ος ἄφη­σε τὸν πλε­ο­νέ­κτη ἀδελ­φό, ἐστρά­φη πρὸς τοὺς ἀκρο­α­τές του καὶ εἶπε «ὁρᾶ­τε καὶ φυλάσ­σε­σθε ἀπὸ πάσης πλε­ο­νε­ξί­ας· ὅτι οὐκ ἐν τῷ περισ­σεύ­ειν τινὶ ἡ ζωὴ αὐτοῦ ἐκ τῶν ὑπαρ­χόν­των αὐτοῦ (Λουκ. 12, 15). Δὲν ἐξαρ­τᾶ­ται ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώ­που ἀπὸ τὰ περισ­σεύ­μα­τα τῶν ὑπαρ­χόν­των του, γι᾿ αὐτὸ ἂς προ­σέ­χει καὶ ἂς προ­φυ­λάσ­σει ὁ καθέ­νας τὸν ἑαυ­τό του ἀπὸ κάθε πλε­ο­νε­ξία. Καὶ γιὰ νὰ ἀντι­λη­φθοῦν ὅλοι ὅτι ἡ πλε­ο­νε­ξία εἶναι ἀφρο­σύ­νη καὶ ὁδη­γεῖ σὲ ψυχι­κὸ καὶ σωμα­τι­κὸ ὄλε­θρο, διη­γή­θη­κε τὴν παρα­βο­λὴ τοῦ «ἄφρο­νος πλου­σί­ου».

Ἡ συμ­πε­ρι­φο­ρὰ τοῦ πλου­σί­ου τῆς παρα­βο­λῆς εἶναι πρά­γμα­τι ἀφρο­σύ­νη. Διό­τι  λησμο­νεῖ τὸν Θεὸν τὴν ὥρα τῆς εὐφο­ρί­ας τῶν ἀγρῶν του. Λησμο­νεῖ ἢ μᾶλ­λον δὲν πιστεύ­ει ὅτι ὁ Θεὸς κυβερ­νᾶ τὸν κόσμο καὶ ὅτι, ἂν Ἐκεῖ­νος δὲν θέλει, ὅσο καὶ ἂν κοπι­ά­σει, οὔτε οἱ ἀγροί του οὔτε τὰ χωρά­φια του θὰ ἀπέ­δι­δαν καρ­πούς οὔτε οἱ ἐλι­ές του στα­γό­να λάδι. Λησμο­νεῖ ὅτι ἔχει προι­κι­σθεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ ἀθά­να­τη ψυχὴ καὶ ἔχει ὑπο­χρέ­ω­ση νὰ τὴν καλ­λι­ερ­γή­σει. Ξεχνᾶ ὅτι ἡ ψυχὴ δὲν δια­τρέ­φε­ται μὲ προ­ϊ­όν­τα καὶ καρ­ποὺς τῆς γῆς καὶ ὑλι­κὰ μέσα. Ἔτσι γίνε­ται ὁ ἴδι­ος δολο­φό­νος τῆς ψυχῆς του. Τί μεγά­λη στ'᾿ ἀλή­θεια ἀφρο­σύ­νη.

Ὅμως προ­χω­ρεῖ καὶ σὲ ἄλλη ἀφροσύνη ὁ πλού­σι­ος. Παρα­με­λεῖ καὶ ἀγνο­εῖ τοὺς συναν­θρώ­πους του. Ἡ στά­ση του εἶναι προ­κλη­τι­κή. Χωρὶς συναί­σθη­ση καὶ χωρὶς ντρο­πὴ τακτο­ποι­εῖ τὰ ἔσο­δα ἀπὸ τὴ εὐφο­ρία τῶν καρ­πῶν τῆς γῆς του μόνο γιὰ τὸν ἑαυ­τό του «συνά­ξω πάν­τα τὰ γεν­νή­μα­τά μου καὶ τὰ ἀγα­θά μου». Γκρέ­μι­σε ὁ πλού­σι­ος τὶς ἀπο­θῆ­κες του καὶ ἔκτι­σε μεγα­λύ­τε­ρες. Κου­ρά­στη­κε πολὺ μέχρι νὰ συγκεντρώσει τὰ ἀγα­θά του. Ξάπλω­σε κατό­πιν νὰ ξεκου­ρα­στεῖ ἀπὸ τὸν κόπο καὶ τὴν ἀγω­νία καὶ γεμᾶ­τος αὐτα­ρέ­σκεια μονο­λο­γοῦ­σε. «Ψυχή μου, ἔχεις πολ­λὰ ἀγα­θὰ γιὰ πολ­λά χρόνια. Ἀνα­παύ­ου, φάγε, πίε, εὐφραί­νου».

Ἀφρο­σύ­νη σὲ ὅλο τὸ μεγαλεῖο, ἀφοῦ ἀκού­γε­ται ἡ φωνὴ ποὺ δὲν περιμένει κανεὶς καὶ  προσ­γει­ώ­νει στὴν πρα­γμα­τι­κό­τη­τα. «Ταύ­τη τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαι­τοῦ­σιν ἀπό σοῦ, ἃ δὲ ἠτοί­μα­σας τίνι ἔσται;» Ἀνό­η­τε ἄνθρω­πε, ἐστή­ρι­ξες τὴ ζωὴ στὸν πλοῦ­το σου τὸν ὁποῖο ὁρί­ζεις. Τὴ ζωή σου ὅμως δὲν σκέφθηκες ὅτι ἄλλος τὴν ὁρί­ζει;

Ὁ πλού­σι­ος τῆς παρα­βο­λῆς εἶναι ὁ ἄνθρω­πος τοῦ ἐνα­γώ­νι­ου κόπου. Ἡ πλε­ο­νε­ξία του ἀπο­βλέ­πει στὴν προ­σω­πι­κή του ἱκα­νο­ποί­η­ση καὶ αὐτή του ἡ διάθεση τὸν ὁδη­γεῖ στὸ νὰ ἀπο­μα­κρύ­νε­ται ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀνθρώ­πους καὶ ἑπομένως καὶ ἀπὸ τὸν Θεὸ. Μένει ἔρη­μος καὶ δυστυ­χὴς καὶ δὲν ἔχει ἀπάν­τη­ση στὸ ἐρώ­τη­μα «ἃ ἠτοί­μα­σας τίνι ἔσται;». Ὁ ἄφρων καὶ πλε­ο­νέ­κτης δὲν πιστεύ­ει στὸν Θεὸ, δὲν ἀγα­πᾶ τοὺς ἀνθρώ­πους καὶ δὲν αἰσθάνεται τίποτε γιὰ ὅ,τι προσωπικὰ δὲν τὸν ἀφορᾶ καὶ ἔτσι ἔχει δολο­φο­νή­σει τὴν ψυχή του. Δὲν ξέρει τίνος εἶναι ὅσα συγ­κέν­τρω­σε καὶ πέρασε ἡ ζωή του μέσα σὲ μιὰ ἀγωνία. 

Ἀδελ­φοί μου, ἂς ἔχου­με πάν­τα στὸ μυα­λό μας τὴ φρά­ση τοῦ εὐαγ­γε­λί­ου «ταύ­τη τῇ νυκτὶ τὴν ψυχὴν σου ἀπαι­τοῦ­σιν ἀπὸ σοῦ» καὶ ἂς ἀκού­σου­με τὴν προτροπὴ τοῦ Κυρί­ου μας «γίνε­σθε ἕτοι­μοι ὅτι ᾗ ὥρᾳ οὐ δοκεῖ­τε ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώ­που ἔρχε­ται (Λουκ. 12-40). Τοῦ­το ἰσχύ­ει γιὰ ὅλους, πλου­σί­ους καὶ φτω­χούς. Ἄφρο­νες καὶ συνε­τούς, ἔνθε­ους καὶ μή. Γιαυτὸ «γρη­γο­ρεῖ­τε καὶ προ­σεύ­χε­σθε». Ὁ Θεὸς δὲν θὰ μᾶς κρί­νει ἀνά­λο­γα μὲ τὸν χρό­νο ποὺ ζήσα­με, ἀλλὰ ἀνά­λο­γα μὲ τὰ ἔργα τῆς ἀρε­τῆς ποὺ κάνα­με καὶ γιὰ ὅσα δὲν κάναμε.

Ἀδιάκοπο αἴτη­μα στὴν προ­σευ­χή μας νὰ εἶναι ἡ παράκλησή μας  «τὸν ὑπό­λοι­πον χρό­νον τῆς ζωῆς ἡμῶν ἐν εἰρή­νῃ καὶ μετα­νοίᾳ ἐκτε­λέ­σαι», ὥστε τὰ τέλη μας νὰ ἀποβοῦν «χρι­στι­α­νά, ἀνώ­δυ­να, ἀνε­παί­σχυν­τα, εἰρη­νι­κά», χωρὶς ἀφρο­σύ­νη, γιὰ νὰ ἔχου­με «καλὴν ἀπο­λο­γί­αν ἐπὶ τοῦ φοβε­ροῦ βήμα­τος τοῦ Χρι­στοῦ». Ἀμήν.                

 

 


ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ΄ ΛΟΥΚΑ (Λκ. ιη΄ 18-27)
25 Νοεμβρίου 2018

Ἀνι­χνευ­τὴς τοῦ οὐρα­νοῦ καὶ νοσταλ­γὸς τῆς χαρᾶς τοῦ παρα­δεί­σου ἐμφα­νί­ζε­ται, ἀδελ­φοί μου, ὁ πλού­σι­ος νέος του εὐαγ­γε­λί­ου. Πλη­σι­ά­ζει τὸν Ἰησοῦ, γιὰ νὰ ζητή­σει τὴν συμ­βου­λὴ Του «ἵνα ζωὴν αἰώ­νι­ον κλη­ρο­νο­μή­σῃ». Καὶ ὁ μεγά­λος Διδά­σκα­λος τοῦ θύμι­σε τὶς ἐντο­λὲς τοῦ δεκα­λό­γου ποὺ μιλᾶ­νε γιὰ τὸ σεβα­σμὸ τῆς τιμῆς, τῆς ζωῆς, τῆς περι­ου­σί­ας, τὰ καθή­κον­τα γιὰ τοὺς γονεῖς. Τοῦ ἔδει­ξε τὸ σωστὸ δρό­μο ποὺ ὁδη­γεῖ στὴν ἠθι­κὴ τελει­ό­τη­τα. Ἀλλὰ ὅταν ὁ πλού­σι­ος εἶπε πὼς «ταῦ­τα πάν­τα ἐφυ­λα­ξά­μην ἐκ νεό­τη­τός μου», ὁ Κύρι­ος τοῦ ἀπάν­τη­σε «ἔτι ἕν σοι λεί­πει». Ὅσο καὶ ἂν νόμι­ζε πὼς κατέ­χει τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ, δὲν ἦταν ἔτσι. Ὑστε­ροῦ­σε τελικὰ στὴν πνευ­μα­τι­κή του ζωή, ἀλλὰ δὲν τὸ κατα­λά­βαι­νε.

Εἶναι δύσκο­λο νὰ ἀπαν­τή­σει  κανεὶς στὸ ἐρώ­τη­μα «πόσες εἶναι ὁ στι­γμὲς τοῦ ἀνθρώ­που, ποὺ κατα­φέρ­νει νὰ ζεῖ μὲ πλή­ρη αὐτο­συ­νει­δη­σία», ὅταν τὶς περισ­σό­τε­ρες ὥρες του τὶς περ­νᾶ χωρὶς καλά-καλὰ νὰ τὶς νοι­ώ­σει, νὰ τὶς ζεῖ. Βέβαια αὐτὸ συνέ­βαι­νε πάν­τα μὲ τὸν ἄνθρω­πο, ἀλλὰ σήμε­ρα μὲ τὸ κυνη­γη­τὸ τῆς βιο­πά­λης καὶ τοῦ ἄγχους, μὲ τὴν πρα­γμα­τι­κὴ ἢ ψεύ­τι­κη αὔξη­ση τῶν ἀναγ­κῶν, ἐλά­χι­στος ἀπο­μέ­νει χρό­νος γιὰ τὰ μεγά­λα καὶ οὐσιαστικὰ ἐρω­τή­μα­τα «τί ποι­ή­σας ζωὴν αἰώ­νι­ον κλη­ρο­νο­μή­σω;».

Σήμε­ρα οἱ κοι­νω­νι­κὲς ὑπο­χρε­ώ­σεις καὶ αὔριο οἱ ἐπαγ­γελ­μα­τι­κὲς  ἔρχον­ται νὰ ὑπο­τά­ξουν καὶ νὰ στραγ­γα­λί­σουν τὴν ἐλευ­θε­ρία τῆς ἀνθρώ­πι­νης καρ­δι­ᾶς.

Κάπο­τε ὅμως αὐτὴ ἡ σκλα­βω­μέ­νη ψυχὴ μέσα ἀπὸ ποικίλα γεγονότα τῆς ζωῆς βρί­σκει τὸ θάρ­ρος νὰ τοπο­θε­τη­θεῖ μπρὸς στὸ μεγά­λο ἐρώ­τη­μα «Τί ποι­ή­σας ζωὴν αἰώ­νι­ον κλη­ρο­νο­μή­σω». Ἀσφα­λῶς ὁ νέος της περι­κο­πῆς θὰ εἶχε πολ­λὰ πρά­γμα­τα κατα­φέ­ρει μέχρι τότε στὴ ζωή του. Φαί­νε­ται ὅμως πὼς ὅλα αὐτὰ δὲν τὸν ἱκα­νο­ποι­οῦ­σαν, δὲν γέμι­ζαν τὴν ψυχή του, δὲν τοῦ ἔδι­ναν τὴν πλη­ρο­φο­ρία ὅτι ὅλα πήγαι­ναν καλά. Αὐτὴ ἀκρι­βῶς ἡ ἀνη­συ­χία εἶναι ἡ ἀσί­γα­στη ἐπι­θυ­μία τῆς ψυχῆς, ποὺ θέλει νὰ βάλει τὸν ἄνθρω­πο στὸν δρό­μο τῆς αἰω­νι­ό­τη­τος. Για­τί μόνον αὐτὴ ξέρει πὼς ὅλες οἱ ἀνθρώ­πι­νες δρα­στη­ρι­ό­τη­τες δὲν ἔχουν καμ­μία ἀξία, ἂν δὲν συν­το­νί­ζον­ται στὴ συχνό­τη­τα τῆς αἰω­νι­ό­τη­τος. Για­τί μόνον αὐτὴ ἀξι­ο­ποι­εῖ τὸν ἄνθρω­πο καὶ τὰ ἐπι­τεύ­γμα­τά του. Θὰ ἄντε­χε ἆρα­γὲ ὁ ἄνθρω­πος τὴ ζωὴ στὴ γῆ χωρὶς νὰ  νοη­μα­τί­ζεται μὲ ὅ,τι προ­φέ­ρει ὁ κόσμος τῆς ψυχῆς του;

Τοῦ­το τὸ ἐρώ­τη­μα πρέ­πει πολὺ συχνὰ νὰ θέτει ὁ ἄνθρω­πος στὸν ἑαυ­τό του. Νὰ ρωτάει μὲ εἰλι­κρί­νεια «τί ἔκα­να, γιὰ νὰ κερ­δί­σω τὴν ἀθα­να­σία;», διότι αὐτὸ θὰ τὸν βοη­θή­σει νὰ ἀξι­ο­λο­γή­σει τὰ ἔργα του μέχρι σήμε­ρα. Θὰ μετρή­σει τὶς σκέ­ψεις του μὲ τὴν αἰώ­νια λογι­κή, θὰ ζυγί­σει τὰ ἔργα του στὴ ζυγα­ριὰ τῶν αἰω­νί­ων ἀξι­ῶν καὶ θὰ καλλιεργήσει τὸν πόθο γιὰ τὴν κατά­κτη­ση τῆς βασι­λεί­ας τοῦ Θεοῦ.

Λυπημένο εἶδαν οἱ μαθη­τὲς τὸν πλού­σιο νέο νὰ φεύ­γει μέσα στὸ σύν­νε­φο τῆς δυσκο­λίας γιὰ σωτη­ρί­α, καθὼς ὁ Θεάν­θρω­πος τὴν ἀνέ­πτυ­ξε καὶ τὴν στή­ρι­ξε πάνω στὴ θυσία. Θὰ ἔλε­γε κανεὶς πὼς καὶ οἱ μαθη­τὲς ποὺ τόσο κον­τὰ ζοῦ­σαν μὲ τὸν Ἰησοῦ, εἶχαν ἀπελ­πι­στεῖ. Γι᾿ αὐτὸ ρωτοῦν τὸν Διδά­σκα­λο «τὶς δύνα­ται σωθῆ­ναι;». Καὶ ἡ ἀπάν­τη­σις τοῦ Κυρίου «τὰ ἀδύ­να­τα παρ'᾿ ἀνθρώ­ποις δυνα­τὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστὶν», ἀνα­πτε­ρώ­νει τὸν ἄνθρω­πο καὶ τοῦ προ­σφέ­ρει τὴν βεβαι­ό­τη­τα γιὰ τὴν νίκη καὶ τὴν κατά­κτη­ση τῆς σωτη­ρί­ας. Ὅ,τι γιὰ τὸν ἄνθρω­πο εἶναι ἀφάν­τα­στα δύσκο­λο ἢ ἀκα­τόρ­θω­το γιὰ τὸν Κύριο εἶναι μηδα­μι­νό, για­τί Ἐκεῖ­νος θέλει τὴ σωτη­ρί­α μας. Μένει σὲ μᾶς νὰ ἀσκή­σου­με βία στὸν ἑαυ­τό μας γιὰ τὸ σκο­πὸ αὐτό. Ἀπὸ τὴν στι­γμὴ ποὺ ἀνα­γνω­ρί­ζου­με τὶς ἐλλεί­ψεις καὶ τὶς ἀστο­χί­ες μας, γίνε­ται τὸ ξεκί­νη­μα τῆς νίκης. Ἂν πιστεύ­ου­με ὅτι ὑστε­ροῦ­με ἔναν­τι τοῦ Θεοῦ, τότε ἡ ἁγι­ό­της δὲν εἶναι μακριά. Ἂν τὴν ὑπό­δει­ξη τοῦ Κυρί­ου μας «δεῦ­ρο ἀκο­λού­θει μοι» δὲν τὴν δεχθοῦ­με, ὅπως ἔκα­νε ὁ πλού­σι­ος νέος του εὐαγ­γε­λί­ου, τότε δὲν θὰ μᾶς εἶναι εὔκο­λο νὰ λέμε «πάν­τα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυ­να­μοῦν­τι με Χρι­στῷ» (Φιλιπ. 4-13).  Καὶ ὅταν κανεὶς ἀκο­λου­θεῖ Ἐκεῖ­νον, ἐμπιστεύεται τὸν ἑαυ­τό του σὲ Ἐκεῖ­νον, δὲν ρωτά­ει πλέ­ον πῶς θὰ κερ­δί­σει τὴν αἰώ­νι­ον ζωήν, για­τί ὁ Χρι­στὸς εἶναι παρὼν καὶ εὐλο­γεῖ.

Ὁ πλού­σι­ος νέος τῆς παρα­βο­λῆς ἦταν ἐλεύ­θε­ρος ἀπὸ μεγά­λες ἁμαρ­τί­ες. Τὸν ἐμπό­δι­ζαν στὴν πνευ­μα­τι­κή του ἄνο­δο καὶ τελει­ό­τη­τα τὰ πλού­τη του καὶ ἡ προ­σκόλ­λη­σή του σὲ αὐτά. Ἔδι­νε μεγα­λύ­τε­ρη ἀξία στὰ ὑλι­κὰ ἀγα­θά, τὰ πρόσκαι­ρα, παρὰ στὸν αἰώ­νιο Θεό. Ἡ ὑπέρ­με­τρη ἀγά­πη του πρὸς τὰ ὑλι­κὰ ἀγα­θὰ καὶ τὰ κτή­μα­τα, τοῦ στέ­ρη­σε τὴν ἠθι­κὴ τελει­ό­τη­τα καὶ τὸν ἀπε­μά­κρυ­νε ἀπὸ τὸν Θεό. «Δυσκό­λως γὰρ οἱ τὰ χρή­μα­τα ἔχον­τες εἰσελεύσονται εἰς τὴν βασι­λεί­αν τοῦ Θεοῦ».    

Ἀδελ­φοί μου, ἡ Ἐκκλη­σία δὲν δικαι­ώ­νει οὔτε τὸν πλοῦ­το οὔτε τὴν φτώ­χεια. Οὔτε πτω­χὸς θὰ κλη­ρο­νο­μή­σει τὴν βασι­λεία τοῦ Θεοῦ, ἐπειδὴ εἶναι πτω­χός, οὔτε πλού­σι­ος θὰ τὴν χάσει, ἐπειδὴ εἶναι πλού­σι­ος. Ἡ Χάρις τοῦ Ἁγί­ου Πνεύ­μα­τος, ἀπα­λάσ­σει τὸν πρῶ­το ἀπὸ τὴν ἀπό­γνω­ση καὶ τὸν δεύ­τε­ρο ἀπὸ τὴν φυλαρ­γυ­ρία, ὁπό­τε ἀπο­λαμ­βά­νουν τὶς δωρεὲς τοῦ Θεοῦ καὶ πλού­σι­οι καὶ πτω­χοί, ἄν τὶς θέλουν. Γένοιτο. 


 


Κηρύγματα Νοεμβρίου 2018 pdf 


ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2018


ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ ΛΟΥΚΑ (Λουκ. ζ΄, 11–16)
7 Ὀκτω­βρί­ου 2017

Μέσα στὰ πολλὰ θαυμαστὰ γεγονότα τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ, κορυφαῖα θέση κατέχουν οἱ ἀναστάσεις τῶν νεκρῶν, ὅπως ἡ περίπτωση τοῦ υἱοῦ τῆς χήρας τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου, τῆς κόρης τοῦ Ἰαείρου, τοῦ φίλου Του Λαζάρου, τῶν νεκρῶν οἱ ὁποῖοι «ἠγέρθησαν καὶ εἰσῆλθον εἰς τὴν ἁγίαν πόλιν καὶ ἐνεφανίσθησαν πολλοῖς» καὶ τέλος ἡ ἴδια Του ἡ ἔγερση.

Εἶναι πράγματι σημαντικὲς αὐτὲς οἱ ἀναστάσεις, ἐπειδὴ ἐκφράζουν τὴν ἐξουσία τοῦ Θεοῦ πάνω στὴ ζωὴ καὶ στὸ θάνατο. Αὐτὸς ἄλλωστε ἔχει στὰ χέρια Του τὴ ζωή μας καὶ τὴν ἐξουσία νὰ τὴν διαχειρίζεται.

Μιλώντας γιὰ τὸ γεγονὸς τοῦ θανάτου, ἔτσι καθὼς τὸ ἀντικρύζουμε στὸν υἱὸ τῆς χήρας στὴν πόλη Ναΐν, κατανοοῦμε πὼς πρόκειται γιὰ ἕνα μεγάλο μυστήριο. Ὁ θάνατος εἶναι τὸ μεγάλο μυστήριο, ποὺ μᾶς φοβίζει καὶ ὅταν τὸ σκεπτόμαστε, μᾶς παγώνει, μᾶς ἀπελπίζει καὶ νεκρώνει τὴν ὕπαρξή μας.

Καὶ παρ’ὅτι καθημερινὰ ἐπαναλαμβάνουμε στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεώς μας «προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν», ἐν τούτοις μοιάζουμε μ᾿ αὐτοὺς ποὺ δὲν ἐλπίζουν πιὰ σὲ τίποτε. Ποὺ νομίζουν πὼς ὅλα τελειώνουν ἐδῶ καὶ δὲν περιμένουν τίποτε μετά. Γι᾿ αὐτὸ ὑποφέρουν, χάνουν τὴ λογική τους καὶ  πολλὲς φορὲς στρέφονται κατὰ τοῦ Θεοῦ, ὡς τὴν αἰτία τῆς συμφορᾶς τους. Αὐτὴ ἡ συμπεριφορὰ  ὅμως τελικὰ βεβαιώνει πὼς οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ δὲν ἔχουν σχέση μὲ τὴν πίστη τοῦ Εὐαγγελίου ἔστω κι ἄν ὀνομάζονται χριστιανοὶ ἤ κι ἂν ἰσχυρίζονται οἱ ἴδιοι πὼς πιστεύουν.

Μὲ τὸ θάνατο βέβαια εἶναι  ἀνθρώπινο καὶ φυσικό νὰ λυπηθοῦμε καὶ νὰ κλάψουμε, μὰ στοὺς πιστοὺς δὲν ἐπιτρέπεται νὰ  κυριαρχήσει ὁ πόνος καὶ νὰ παραμείνει ἡ λύπη, ἐπειδὴ οἱ νεκροί μας φεύγουν μὲν ἀπὸ κοντά μας, ἀλλὰ δὲν χάνονται. Αὐτοὶ προπορεύονται καὶ ἐμεῖς  ἀκολουθοῦμε γιὰ νὰ τοὺς ξανασυναντήσουμε.

Ὁ Χριστὸς μὲ τὶς ἀναστάσεις αὐτὲς, καὶ κυρίως μὲ τὴ δική Του ἔγερση, φανερώνει πὼς δὲν ὑπάρχουν νεκροί. Γι᾿αυτὸ κάθε φορὰ ποὺ μιλάει γιὰ θάνατο, μιλάει γιὰ ὕπνο καὶ βεβαιώνει πὼς ὅσοι φεύγουν ἀπ’᾿ αὐτὴ τὴ ζωή, δὲν πεθαίνουν, ἀλλὰ κοιμοῦνται.

Ὅλα αὐτὰ τὰ ὑπέρλογα γεγονότα, δύσκολα τὰ ἀκούει ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος καὶ ἀκόμη πιὸ δύσκολα τὰ πιστεύει.

Μὰ ἐδῶ μιλάει ὁ ἴδιος ὁ Θεός κι ἐμεῖς ὀφείλουμε νὰ ἀκοῦμε, νὰ δεχόμαστε καὶ νὰ ἐμπιστεύομαστε. Ὡς χριστιανοὶ ἔχουμε ὑποχρέωση νὰ πιστεύουμε ὅ,τι ἡ Ἐκκλησία διδάσκει χωρὶς νὰ κάνουμε ἐπιλογὲς κατὰ τὴν κρίση μας. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ κιβωτὸς τῆς πίστεως ποὺ κατέχει καὶ διαφυλάσσει ὁλόκληρη τὴν ἀποκαλυφθεῖσα ἀλήθεια.

Ὁ θάνατος λοιπόν, κατὰ τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ, εἶναι μιὰ μετάβαση πρὸς τὴ ζωή, γι’ αὐτὸ ἀπὸ φαινομενικὸ τέλος μεταβάλλεται σὲ τελείωση ποὺ σημαίνει ὁλοκλήρωση,·ἀπὸ σιωπὴ γίνεται ζωή, ἀπὸ νέκρωση γίνεται ἀνάσταση.

Ἀγαπητοὶ μου ἀδελφοί,
δὲν γίνεται στ’ ἀλήθεια νὰ περνᾶ ἀνώδυνα ἀπὸ τὴ ζωή μας ὁ θάνατος, ἀλλὰ ἄς πάψουμε νὰ πορεύομαστε μετὰ τὴν παρέμβασή του «ὥσπερ οἱ λοιποὶ οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα» κατὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο. Αὐτὴ ἡ πίστη μας θά καθορίσει καὶ τὴν ἰσορροπία μας σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο καὶ τὸ κέρδος στὴν αἰωνιότητα.

Στὴν προσπάθεια αὐτῆς τῆς στάσης μᾶς ἐνισχύει ἡ Ἑκκλησία, διότι εἶναι ἡ παρηγοριὰ καὶ τὸ ἀκλόνητο στήριγμά μας· θερμαίνει μὲ τὴ ζεστασιά της τὴν πονεμένη μας καρδιά,  φωτίζει καὶ καθαρίζει τὸ νοῦ. Μέσα στὸ φωτισμὸ τῆς ψυχῆς καὶ στὴ θερμότητα τῆς καρδιᾶς γεννιέται ἡ πίστη καὶ ἡ βεβαιότητα ὅτι δὲν ὑπάρχει πιὰ θάνατος, παρὰ μόνο ἡ ζωὴ ἡ αἰώνιος, ὁ Χριστός.


 




ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΛΟΥΚΑ (Λκ. η΄ 5-15)
14 Ὀκτω­βρί­ου 2018

«Ἐν καρδίᾳ καλῇ καὶ ἀγαθῇ ἀκούσαντες τὸν λόγον κατέχουσι καὶ καρποφοροῦσιν ἐν ὑπομονῇ»

Τιμοῦμε σήμερα τοὺς ἁγίους 365 Πατέρες τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, οἱ ὁποῖοι μὲ τὸν φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος θεολόγησαν ὑπὲρ τῶν ἱερῶν εἰκόνων. Συγχρόνως σήμερα ἀκοῦμε τὴν Παραβολὴ τοῦ σπορέως. Ὡστόσο στὴν Παραβολὴ δὲν καρποφόρησε παρὰ μόνο ἕνα μικρὸ μέρος τοῦ χωραφιοῦ, «ἡ γῆ ἡ ἀγαθή».

Ἡ καρποφορία δὲν εἶναι κάτι αὐτονόητο. Ἂς δοῦμε λοιπὸν πῶς θὰ γίνουμε κι ἐμεῖς «γῆ ἀγαθὴ» ποὺ θὰ καρποφορεῖ,· ποιὰ δηλαδὴ εἶναι τὰ βήματα ποὺ πρέπει νὰ κάνουμε γιὰ νὰ καρποφορήσει στὴ ζωή μας ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ.

Πρῶτον νὰ ἀκοῦμε μὲ καλὴ διάθεση. Ὁ Κύριος ἐξήγησε στοὺς μαθητές Του ὅτι ἡ καλὴ γῆ ποὺ καρποφόρησε, σημαίνει τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἀκοῦνε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ «ἐν καρδίᾳ καλῇ καὶ ἀγαθῇ», δηλαδὴ μὲ καλοπροαίρετη καρδιά. Ὀφείλουμε λοιπὸν καὶ ἐμεῖς νὰ ἀκοῦμε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ ἢ νὰ τὸν μελετοῦμε μὲ καλὴ διάθεση, μὲ εὐθεία προαίρεση, λέγοντας μαζὶ μὲ τὸν Ψαλμωδό: «Ἀκούσομαι τί λαλήσει ἐν ἐμοὶ Κύριος ὁ Θεός» (Ψαλ. πδ´  9). Τώρα μιλάει ὁ Θεός. Ν’ ἀκούσω τὶ θὰ μοῦ πεῖ. Γιὰ νὰ καρποφορήσει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ στὴ ζωή μας, πρέπει νὰ ταπεινωθοῦμε ἀπέναντί του. Πρέπει νὰ Τὸν τιμήσουμε. Νὰ Τὸν ἀκοῦμε μὲ πολλὴ εὐλάβεια καὶ προσοχή· μὲ πνεῦμα μαθητείας· χωρὶς νὰ λέμε «αὐτὰ τὰ ξέρουμε» ἢ «αὐτὰ σήμερα δὲν γίνονται». Ἀλλὰ μὲ διάθεση ἐμβαθύνσεως καὶ αὐτοκριτικῆς καὶ μὲ γενναία ἀπόφαση νὰ συμμορφώσουμε τὴ ζωή μας μὲ ὅλες τὶς ἅγιες ἐντολές.

Στὴ συνέχεια νὰ τὸν κρύβουμε μέσα στὴν καρδιά μας. Αὐτοὶ ποὺ παρομοιάζονται μὲ καλὴ γῆ, ὄχι μόνο ἀκοῦνε, ἀλλὰ καὶ «κατέχουσι». «Κατέχω» σημαίνει «κρατάω σφιχτά, μὲ δύναμη» τὸν θεῖο λόγο, ὥστε κανεὶς νὰ μὴ μοῦ τὸν ἁρπάξει·  Ὁ ἱερὸς ὑμνωδὸς λέει «Στὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μου ἔκρυψα τὰ λόγια Σου, Κύριε, σὰν πολύτιμο θησαυρό, γιὰ νὰ τὰ θυμᾶμαι πάντοτε καὶ ἔτσι νὰ μὴν ἁμαρτήσω σ᾿ Ἐσένα».

«Ταῦτα μελέτα, ἐν τούτοις ἴσθι», προτρέπει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Α´ Τιμ. δ´ 15). Αὐτὰ νὰ μελετᾶς συνέχεια. Ἡ πνευματικὴ μελέτη δὲν τελειώνει ὅταν κλείσουμε τὴν Ἁγία Γραφή. Τὰ ἱερὰ νοήματα ποὺ μελετήσαμε, πρέπει νὰ τὰ διατηροῦμε στὴ μνήμη μας, νὰ τὰ κυκλοφοροῦμε στὴ σκέψη μας, νὰ γίνονται προσευχή μας. Δὲν εἶναι εὔκολο αὐτό. Χρειάζεται προσπάθεια. Ἀλλὰ ποιὸ ὡραῖο καὶ ὑψηλὸ δὲν ἀπαιτεῖ κόπο γιὰ νὰ κατακτηθεῖ;

Καὶ τέλος νὰ καρποφοροῦμε μὲ ὑπομονή, ἐπειδὴ ἡ καρποφορία τοῦ θείου λόγου τὴν ἀπαιτεῖ. Ὁ ὅσιος Δωρόθεος γράφει σχετικὰ ὅτι γι’ αὐτὸ δὲν προοδεύουμε πνευματικά, διότι δὲν ἔχουμε ὑπομονὴ στὸ ἔργο ποὺ ξεκινᾶμε, ἀλλὰ θέλουμε χωρὶς κόπο νὰ ἀποκτήσουμε τὴν ἀρετή. Νομίζουμε ὅτι θ᾿ ἁπλώσουμε τὸ χέρι μας καὶ θὰ πιάσουμε τὴν ἀρετὴ ποὺ θέλουμε. Εἶναι ἀνάγκη νὰ δείξουμε πολλὴ ὑπομονή, διότι προβάλλουν πολλὰ ἐμπόδια γιὰ τὴν καρποφορία• ὁ ἑαυτός μας, ὁ ἀδύναμος καὶ κακομαθημένος• ὁ σατανᾶς, ποὺ μᾶς πολεμάει μὲ τὸν κόσμο τῆς ἀποστασίας καὶ μᾶς ἐπηρεάζει•· πολλὴ ὑπομονή, ὥστε νὰ μὴν ὁλιγοψυχήσουμε στὶς θλίψεις, ὅπως λύγισαν ὅσοι συμβολίζονται στὴν παραβολὴ μὲ πετρώδη γῆ· ἀλλὰ καὶ νὰ μὴ μᾶς ἀπορροφήσουν οἱ μέριμνες, οἱ πολλὲς δουλειές, οἱ ἐπίγειες χαρὲς καὶ οἱ μάταιες ἀσχολίες, ποὺ συμβολίζονται μὲ τὰ ἀγκάθια.

Ὁ Κύριος ὁμιλεῖ γιὰ ὑπομονή, ἐπειδὴ ἡ πνευματικὴ καρποφορία τελικὰ εἶναι δῶρο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δὲν ἀποτελεῖ δικό μας κατόρθωμα, ἂν καὶ εἶναι ἀπολύτως ἀπαραίτητος ὁ δικός μας ἀγώνας.

Οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ποὺ ἑορτάζουμε σήμερα, ἀποτελοῦν χαρακτηριστικὸ παράδειγμα πνευματικῆς καρποφορίας. Ἀγάπησαν τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, τὸν μελέτησαν καὶ ἀγωνίσθηκαν νὰ τὸν ἐφαρμόσουν στὴ ζωή τους. Δὲν προτίμησαν τὴν ἄνεσή τους, τὸ δικό τους θέλημα. Σήκωσαν μὲ πολλὴ ὑπομονὴ τὸν σταυρὸ τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἁγιάσθηκαν· καὶ κατὰ τὶς ἐργασίες τῆς Συνόδου στὴ Νίκαια τὸ 787 φωτίσθηκαν καὶ ὀρθοτόμησαν τὴν ἀλήθεια. Ἔδωσαν γλυκύτατο καρπὸ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι τὰ θεοφώτιστα κείμενα τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.

Ἡ θαυμαστὴ καρποφορία τους, ὅπως καὶ ὅλων τῶν Ἁγίων, ἂς ἀποτελεῖ προτροπὴ νὰ ἀκολουθήσουμε τὸ παράδειγμά τους. Ἀμήν.


 




ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΛΟΥΚΑ (Λκ. η΄ 5-15)
21 Ὀκτω­βρί­ου 2018

Ἀναστατωμένη τὴν χώρα τῶν Γαδαρηνῶν παρουσιάζει σήμερα τὸ Εὐαγγέλιο. Τὴν ἐπισκέφθηκε ὁ Θεάνθρωπος φανερώνοντας τὴ θεϊκή Του δύναμη, ἀφοῦ ἐλευθέρωσε ἕνα δαιμονισμένο ἀπὸ τὰ δαιμόνια ποὺ τὸν εἶχαν κυριεύσει, καὶ συγχρόνως ἔδωσε στὰ πνεύματα αὐτὰ τὴν ἄδεια νὰ εἰσέλθουν σ’ ἕνα μεγάλο κοπάδι χοίρων ποὺ ἔβοσκε ἐκεῖ κοντά. Οἱ χοῖροι ὑπὸ τὴ δαιμονικὴ ἐπήρεια ὅρμησαν στὸν γκρεμὸ καὶ πνίγηκαν στὴ λίμνη. Ὁ Κύριος ἐπέτρεψε αὐτὴ τὴν καταστροφή, ἐπειδὴ ὁ Μωσαϊκὸς Νόμος ἀπαγόρευε στοὺς Ἰσραηλίτες νὰ τρῶνε χοιρινὸ κρέας  καὶ ἑπομένως ἡ ἐκτροφὴ χοίρων ἦταν παράνομη. Εἶναι ἀξιοπρόσεκτη ἡ ἀντίδραση τῶν κατοίκων τῆς περιοχῆς ἀπέναντι στὰ ὅσα συνέβησαν. Παρακάλεσαν ὅλοι τους τὸν Κύριο νὰ φύγει ἀπὸ τὴ χώρα τους. Αἴτημα παρανοϊκό. Ἂς δοῦμε ὅμως τί σημαίνει αὐτὸ τὸ αἴτημα καὶ πῶς ἀφορᾶ στὸν καθένα μας.

Οἱ κάτοικοι τῶν Γαδαρηνῶν παρακάλεσαν τὸν Κύριο νὰ φύγει ἔξω ἀπὸ τὰ σύνορά τους, ἐπειδὴ «φόβῳ μεγάλῳ συνείχοντο». Δὲν τρόμαξαν ἁπλῶς ἐπειδὴ ἐξοντώθηκε ὁλοσχερῶς μὲ θαυμαστὸ τρόπο ἕνα μεγάλο κοπάδι χοίρων σὲ ἐλάχιστο χρόνο, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἐπίσκεψη τοῦ Θεοῦ στὴ χώρα τους.

Εἶδαν τὸν περιβόητο ἐκεῖνο δαιμονισμένο, ποὺ ἦταν ὁ φόβος καὶ ὁ τρόμος τῆς περιοχῆς, νὰ κάθεται «ἱματισμένος καὶ σωφρονῶν» στὰ πόδια τοῦ Κυρίου καὶ κατάλαβαν ὅτι ὁ παράδοξος αὐτὸς ἐπισκέπτης, ἦταν ἀπεσταλμένος ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ διαχειριζόταν θεϊκὴ δύναμη. Κατάλαβαν ὅτι ἡ ἐξόντωση τοῦ κοπαδιοῦ τους ἦταν δίκαιη τιμωρία τοῦ Θεοῦ στὴν παρανομία τους. Ἀναγνώρισαν τὴν ἐπίσκεψη τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ δὲν τὴν ἀποδέχθηκαν.

Ἦλθε ὁ Θεάνθρωπος στὸν τόπο τους νὰ τοὺς καλέσει σὲ μετάνοια καὶ σωτηρία, ἀλλὰ ἐκεῖνοι προτίμησαν τοὺς χοίρους τους, τὸ δικό τους θέλημα, ὄχι τὸ θέλημα καὶ τὸ Νόμο τοῦ Θεοῦ. Κυριεύθηκαν ὄχι ἀπὸ τὸν εὐλαβῆ φόβο τοῦ Θεοῦ, ποὺ ὁδηγεῖ σὲ μετάνοια καὶ ἀλλαγὴ ζωῆς· κυριεύθηκαν ἀπὸ τὸν φόβο τοῦ ἀμετανόητου ἐνόχου ποὺ δὲν θέλει νὰ ἀπαρνηθεῖ τὴν ἁμαρτία του. Τὸ αἴτημά τους λοιπὸν πρὸς τὸν Κύριο δείχνει τὴν πεισματικὴ ἀμετανοησία τους.

Τὸ τραγικὸ παράδειγμα τῶν κατοίκων τῶν Γαδαρηνῶν ὅμως δὲν ἀφορᾶ μόνο σὲ ὅσους συνειδητὰ ζοῦν μακρυὰ ἀπὸ τὸν Θεό, ἀφορᾶ καὶ σ’ ἐμᾶς τοὺς πιστούς, ἀφοῦ εἶναι ἐνδεχόμενο κάποιος πιστός, ἂν καὶ ἀγωνίζεται νὰ ζεῖ σύμφωνα μὲ τὶς ἐπιταγὲς τοῦ Εὐαγγελίου, ὅμως συνειδητὰ νὰ μὴ συμμορφώνεται τελείως μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ,· νὰ ὑπάρχουν μέσα του περιοχές σὰν τὴ χώρα τῶν Γαδαρηνῶν, ὅπου θέλει νὰ βόσκει ἀνενόχλητος τοὺς χοίρους του κάνοντας τὸ δικό του θέλημα.

Νὰ εἶναι δηλαδὴ πρόθυμος νὰ κάνει νηστεῖες, προσευχές, ἐλεημοσύνες, νὰ διακονεῖ στὰ ἔργα τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ νὰ μὴν θέλει νὰ συγχωρήσει τὸν ἀδελφό του ποὺ τὸν ἀδίκησε. Νὰ μὴν πολεμᾶ ἀποφασιστικὰ τὸ πάθος του, τὸν θυμό, τὴν κατάκριση, τὴ λαιμαργία ἢ ὁτιδήποτε ἄλλο. Καὶ ὅταν ὁ Θεὸς τὸν ἐλέγχει καὶ τοῦ ὑποδεικνύει τὴν ἁμαρτία του, εἴτε διὰ τοῦ Πνευματικοῦ εἴτε διὰ τῶν θλίψεων εἴτε δι’ ἄλλου τρόπου, ἀντιδρᾶ, ταράζεται, ἀρνεῖται.

Ἀλλοίμονο στὸν πιστὸ ποὺ γνώρισε τὴν ἀλήθεια καὶ δὲν παραδόθηκε στὸ Χριστὸ μὲ ὅλη του τὴν καρδιά.  Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ἔχει μέρος στὴ Βασιλεία Του;

Ἀδελφοί μου,
ὁ Χριστὸς σέβεται πάντοτε τὴν ἐπιθυμία μας, ὅπως σεβάστηκε καὶ τὸ αἴτημα τῶν κατοίκων ἐκείνης τῆς περιοχῆς νὰ τοὺς ἀφήσει, ἀλλὰ καὶ δὲν παραιτήθηκε ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία Του νὰ τοὺς σώσει, γι᾿ αυτὸ ἄφησε στὰ μέρη τους κήρυκα τῶν θαυμασίων Του τὸν πρώην δαιμονισμένο.

Ἄν ἐμεῖς θελήσουμε, ὁ Χριστὸς εἶναι ἕτοιμος νὰ ἐκμηδενίσει καὶ στὴ δική μας ζωὴ τὰ ἐμπόδια ποὺ μᾶς χωρίζουν ἀπὸ Ἐκεῖνον, ὥστε νὰ ἑνωθοῦμε μαζί Του καὶ νὰ Τὸν δοξάζουμε στοὺς αἰῶνες.

Γένοιτο.

 

 


ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ΄ ΛΟΥΚΑ (Λκ. η΄ 41-56)
28 Ὀκτω­βρί­ου 2018

«Μὴ κλαίετε• οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει».

Ἡ φράση αὐτὴ τοῦ Χριστοῦ, ὅπως τότε ἔτσι καί σήμερα, προκαλεῖ τὴν λογική μας καὶ θὰ μᾶς προσκαλεῖ πάντοτε νὰ ἀφεθοῦμε μὲ ἐμπιστοσύνη καὶ νὰ παραδοθοῦμε μὲ ἐλπίδα στὴν πραγματικότητα τοῦ μυστηρίου καὶ τῆς ἀλήθειας τοῦ Θεοῦ.

Εἶναι γεγονὸς ὅτι ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ θὰ γεννηθεῖ ἕνας ἄνθρωπος δὲν ὑπάρχει καμία ἄλλη βεβαιότητα, παρὰ μόνο ὅτι κάποτε θὰ πεθάνει. Καὶ ὅμως, αὐτὴ ἡ βεβαιότητα παραμένει μιὰ ἄγνωστη ἐμπειρία. Κανεὶς δὲν ἔχει ἐμπειρία τοῦ θανάτου του. Κανεὶς δὲν «ἔζησε» τὸν βιολογικό του θάνατο, γιὰ νὰ μᾶς πεῖ τί σημαίνει αὐτό. Κανεὶς δὲν μᾶς εἶπε τί βιώνει, ὅταν εἶναι νεκρός.  Βέβαια, ὁ Χριστὸς καὶ τὰ χαρισματικὰ μέλη τοῦ Σώματός Του, οἱ ἅγιοί Του, φανέρωσαν τὴν ἀντίπερα ὄχθη τῆς ζωῆς, τὴν πραγματικὴ καὶ ἄφθαρτη ζωὴ τῆς αἰωνιότητας μετὰ τὸν θάνατο. Αὐτὴ ἡ βεβαιότητα, λοιπόν, εἶναι πίστη καὶ ἀποκάλυψη, εἶναι μία ἄλλη διάσταση ὕπαρξης καὶ ζωῆς, ἡ ὁποία, ὅμως, ἂς μὴν ξεχνᾶμε, ὑπερβαίνει πολὺ τὴν γήινη ἐμπειρία μας.  Ἐδῶ, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι τὰ μοναδικὰ σημεῖα στήριξης τῆς ὕπαρξής μας, ποὺ ἀποκαλύπτουν τὸ θαῦμα τῆς Ἀνάστασης καὶ ὑποδηλώνουν τὸ μυστήριο τῆς αἰωνιότητας. Χωρὶς αὐτά, καμιὰ λογικὴ καὶ καμιὰ ἐπιστήμη, καμιὰ φιλοσοφία καὶ καμιὰ γνώση, καμιὰ δύναμη τοῦ ἐαυτοῦ μας καὶ τοῦ κόσμου τούτου δὲν μπορεῖ νὰ φωτίσει τὰ σκοτάδια καὶ νὰ διαλύσει τὰ ἀδιέξοδά μας. Μόνο ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ ποὺ γίνεται πίστη τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ ἀπάντηση στὸ ὑπαρξιακό μας πρόβλημα. Αὐτὴ ἡ ἀλήθεια μᾶς λέει ὅτι ὁ θάνατος δὲν εἶναι πλέον τέρμα, ἀλλὰ ἔγινε ἐν Χριστῷ πέρασμα καὶ μετάβαση στὴν αἰωνιότητα. Μοιάζει νὰ εἶναι μιὰ ἄλλου εἴδους γέννηση στὴν ὄντως ζωή.

Ὁ θάνατος δὲν εἶναι κάτι ποὺ θὰ ἔλθει τὴν τελευταία μέρα τῆς ἐπίγειας ζωῆς μας, ἀλλὰ κάτι ποὺ ἀντιμετωπίζουμε καθημερινά. Ὁ τρόπος ποὺ ζοῦμε ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο βλέπουμε τὸν θάνατο. Ἂν ὁ ἄνθρωπος δεχθεῖ ὅτι ὁ θάνατος εἶναι διάλυση καὶ ἀποσύνθεση καὶ ἀφανισμός, τότε ὁδηγεῖται στὴν ἀπόγνωση καὶ τὸ κενό.

Μέσα στὸν παραλογισμὸ ὅτι ζεῖ γιὰ νὰ πεθάνει, δὲν ἔχει ἄλλη ἐπιλογή, παρὰ τὸ «φάγωμεν, πίωμεν, αὔριο γὰρ ἀποθνήσκωμεν». Ὁ ἄνθρωπος γίνεται ὑλιστής, ἰδιοτελὴς καὶ κυνικός, ὅπως ἐπιβεβαιώνει ἡ καθημερινή μας πείρα. Ἐδῶ ἡ πίστη εἶναι περιττὴ καὶ γραφική, ἐδῶ ἡ ἠθικὴ παραμερίζεται καὶ  ἡ ἁμαρτία γελοιοποιεῖται. Ὁ χῶρος τοῦ πνεύματος μικραίνει ἐπικίνδυνα καὶ ἐξαφανίζεται. Τὸ σῶμα καὶ οἱ αἰσθήσεις, ἡ ὕλη καὶ οἱ ποικίλες ἀνάγκες της ἀπολυτοποιοῦνται. Τότε ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ βιαστεῖ, γιὰ νὰ προλάβει νὰ χαρεῖ τὶς ἀπολαύσεις τῆς ζωῆς. Ἡ ἀγωνία τοῦ τέλους ποὺ ἔρχεται καὶ διαλύει τὰ πάντα σκιάζει τὴν ὕπαρξή του. Καὶ μετὰ τὸν θάνατο δὲν ὑπάρχει τίποτα. Αὐτὴ εἶναι ῥίζα τοῦ μηδενισμοῦ σὲ ὅλη τὴν γυμνότητά του.

Ὅμως, εὐτυχῶς γιὰ ἐμᾶς τοὺς πιστούς, ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ἐκμηδένιση τοῦ θανάτου καὶ ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς πέρα ἀπὸ τὸν τάφο. Ὁ λόγος τοῦ Εὐαγγελίου μᾶς ὑποδεικνύει μιὰ ζωὴ μὲ νόημα καὶ πληρότητα, μᾶς ὑπόσχεται καὶ μᾶς ἐγγυᾶται τὸ «περισσὸ τῆς ζωῆς», τὸ περίσσευμά της καὶ τὴν συνέχειά της στὴν αἰωνιότητα.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί,
ἡ παροῦσα ζωὴ δὲν εἶναι καταπίεση, γιὰ νὰ ὑποτιμήσουμε αὐτὸν τὸν κόσμο. Δὲν εἶναι μιζέρια καὶ περιφρόνηση κάθε ὀμορφιᾶς καὶ χαρᾶς, ὅπως συχνὰ τὴν παραμορφώνουμε. Εἶναι ἀγώνας γιὰ ἀλήθεια, πίστη, ἀγάπη καὶ ἐλπίδα. Εἶναι σχέση καὶ κοινωνία μὲ τὸν Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο. Μιὰ τέτοια ζωὴ ὑπερφαλαγγίζει τὸ φράγμα τοῦ θανάτου καί, τότε, ὄχι μόνο οἱ χαρὲς καὶ οἱ ὀμορφιὲς τῆς ζωῆς, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ αύτές οἱ λύπες καὶ τὰ δάκρυά της μεταμορφώνονται λυτρωτικά.

Ὅσοι ἀπὸ ἐμᾶς ἔτσι βλέπουμε τὴν ζωὴ μποροῦμε ἐν Χριστῷ νὰ βιώσουμε τὸν θάνατο σὰν ὕπνο ποὺ θὰ μᾶς ξυπνήσει στὴν κοινή ἀνάσταση.

Ἀμήν.


 


Κηρύγματα Ὀκτωβρίου 2018 pdf 


ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2018


ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΔ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ (Μτθ. κβ΄ 2-14)
2 Σεπτεμβρίου 2018

Ἡ χθεσινὴ ἔναρξη τοῦ νέου ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, προσφέρεται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μας ὡς «καιρὸς εὐπρόσδεκτος», γιὰ νὰ στοχεύσουμε καὶ νὰ ἐπιδιώξουμε τὴ σωτηρία μας. Αὐτὸ τὸ γεγονὸς τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας συνδέεται μὲ τὴν παραβολικὴ εἰκόνα τῶν βασιλικῶν γάμων τῆς σημερινῆς Εὐαγγελικῆς περικοπῆς καὶ ἔχει σχέση καὶ μὲ τὸνΤίμιο Σταυρό, τοῦ ὁποίου τὴν παγκόσμια ὕψωση θὰ ἑορτάσουμε σὲ λίγες μέρες.

Στὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο ἀκούσαμε τὸν Κύριο νὰ τονίζει ὅτι στὴ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν εἶναι ἅπαντες προσκεκλημένοι. Παρόλα αὐτὰ πολλοὶ εἶναι ἀπρόθυμοι. Ἀνταποκρίνονται μόνο ὅσοι τηροῦν τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦκαὶ ἀγαποῦν τὸν συνάνθρωπό τους. Καὶ αὐτὸ γίνεται μέσα ἀπὸ κόπο καὶ ἀποφασιστικότητα.

Ὁ δρόμος τῆς ζωῆς μας μπορεῖ νὰ εἶναι στενὸς ἢ εὐρύχωρος. Τραχὺς ἢ ἄνετος. Γεμᾶτος δυσκολίες ἢ ἀπολαύσεις. Ἡ ἐπιλογὴ εἶναι ἀποκλειστικὰ δική μας, ἀλλὰ πρέπει νὰ γνωρίζουμε ὅτι ἡ αἰωνιότητα βαδίζεται μόνο μέσα ἀπὸ τὸν στενὸ δρόμο. Καὶ αὐτὸς ὁ στενὸς δρόμος ἀφορᾶ στὴν ἀγάπη. Σύμφωνα μὲ τὸν ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητὴ ἡ πρὸς τὸν Θεὸ ἀγάπη ἀφορᾶ στὴν ἀγαθὴ διάθεση τῆς ψυχῆς. Ὅποιος τὴν κατέχει δὲν προτιμᾶ κανένα ἀπὸ τὰ δημιουργήματα, περισσότερο ἀπὸ τὸν δημιουργὸ Θεό. Εἶναιδὲ ἀδύνατο νὰ τὴν ἀποκτήσει ὁ ἄνθρωπος, ὅταν βρίσκεται προσκολλημένος στὰ ἐπίγεια πράγματα. Ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾶ λοιπὸν τὸν Θεό, τηρεῖ τὶς ἐντολές Του˙ ἀγαπᾶ τοὺς συνανθρώπους του καὶ ζεῖ συνειδητὰ μετανοῶντας, ἀγωνιζόμενος καὶ προσευχόμενος. Ἔτσι, ἡ ἀγάπη του πρὸς τὸν Θεὸ ἔχει συνάρτηση μὲ τὸν πλησίον. Δὲν μπορεῖ νὰ μισεῖ τὸν συνάνθρωπό του, τὸν ὁποῖο ἔχει δίπλα του, ἰσχυριζόμενος ὅτι ἀγαπᾶ τὸν Θεὸ ποὺ δὲν βλέπει.

Ὁ Θεὸς ἀγαπᾶται διὰ τῆς τηρήσεως τῶν ἐντολῶν Του μὲ ἔμπρακτη ἐφαρμογὴ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους. Αὐτὴ ἡ ἀγάπη πρὸς τοὺς ἀνθρώπους εἶναι ἀληθινή, ὅταν εἶναι θυσιαστικὴ ὑπὲρ τοῦ ἄλλου καὶ ὄχι συναισθηματικὴ ὑπὲρ τῶν οἰκείων μας. Μᾶς λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ὅτι ἡ ἀγάπη ποὺ εἶναι ἰδιοτελὴς μοιάζει μὲ τὸν χείμαρρο, ποὺ τρέχει μόνο ὅταν βρέχει, ἐνῷ ξηραίνεται ὅταν σταματᾶ ἡ βροχή. Ὅμως ἡ ἀγάπη ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸν Θεὸ εἶναι σὰν τὴν πηγὴ ποὺ ἀναβλύζει καὶ ποὺ ποτὲ δὲν παύει ἡ ροή της, ἀφοῦ ὁ Θεὸς εἶναι ἡ πηγὴ τῆς ἀγάπης.

Εἶναι μακάριος, λοιπόν, ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος ποὺ ἐπιμένει στὴν κοινωνία μὲ τοὺς συνανθρώπους του, διότι μένει «ἐν τῷ Θεῷ». Αὐτὸς πάντα μὲπροθυμία ἀποδέχεται τὴν πρόσκληση στὸ δεῖπνο μὲ τὴ συμμετοχὴ του στὸ βασιλικὸ γάμο.

Ἀντίθετα ὁ ἐγωκεντρισμὸς δὲν ἐπιτρέπει τὴν κοινωνία μὲ τὸν Θεὸ καὶγι’ αυτὸ ἀπορρίπτει τὴν προσφερόμενη ἀγάπη μὲ τὴν ἄρνηση συμμετοχῆς στὴν κοινὴ χαρὰ τῆς γαμήλιας τελετῆς. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ εἶναι δεμένος μὲ τὴν ἁμαρτία ἀφήνει τὸν ἑαυτό του ἔξω τοῦ νυμφῶνος. Φοβᾶται νὰ βρεθεῖ στὸν χῶρο τῆς προσφερόμενης ἀγάπης καὶ αὐτοκαταδικάζεται σὲ ἀπομόνωση καὶ μοναξιά.

Οἱ συνεχεῖς προσκλήσεις τοῦ Κυρίου, ὡς βασιλιά, ἀποκαλύπτουν τὸ ἔλεος καὶ τὴν ἄφατη μακροθυμία τοῦ Θεοῦ.

Τὸ Δεῖπνο εἶναι τελικὰ ὁ λειτουργικὸς χῶρος καὶ χρόνος τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὸ μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, στὸ ὁποῖο καλεῖ ται γιὰ συμμετοχὴ κάθε ἄνθρωπος.

Ὅπως ἀκριβῶς στὴν σημερινὴ παραβολὴ ἡ ἄρνηση συμμετοχῆς κάποιων δὲν σήμαινε καὶ τὴν ἀναστολὴ τοῦ δείπνου, ἔτσι καὶ καθημερινὰ στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας δὲν μποροῦν οἱ ἀρνητὲς νὰ ἀκυρώσουν τὴ σωτήρια ἐμπειρία ποὺ προσφέρει ἡ κοινωνία τῆς ἀγάπης σὲ ὅσους τὴν ἀποδέχονται.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ὁ καθένας μας ἐκδηλώνοντας τὴ βαθύτερη διάθεση καὶ ἀνάγκη του μπορεῖ νὰ συμπεριληφθεῖ στοὺς «κλητοὺς» καὶ στοὺς«ἐκλεκτοὺς» τοῦ βασιλικοῦ γάμου. Πρέπει νὰ γνωρίζουμε ὅτι ὅλα ἐκεῖ εἶναι προσφορὰ καὶ δωρεὰ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Ἀρκεῖ νὰ παραθέσουμε τὸνἑαυτό μας μὲ πόθο καὶ διάθεση ζωῆς, Χριστῷ τῷ Θεῷ ἡμῶν, Ἀμήν.

 




ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟ ΤΗΣ ΥΨΩΣΕΩΣ (Ἰωάν. γ’, 13-17)
9 Σεπτεμβρίου 2018

Καθὼς πλησιάζει ἡ μεγάλη ἑορτὴ τῆς Παγκοσμίου Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου καὶ Ζωοποιοῦ Σταυροῦ, ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία μᾶς καλεῖ νὰ ἀναλογιστοῦμε τὴν ἄπειρη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ὅπως αὐτὴ κορυφώθηκε μὲ τὴ σταυρικὴ θυσία τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. Σ’ αὐτὴν τὴ θεϊκὴ ἀγάπη ἀναφέρεται ὁ Κύριος μὲ ἕνα συγκλονιστικὸ λόγο Tου, ποὺ ἀκοῦμε στὸ σημερινὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο: «Τόσο πολὺ ἀγάπησε ὁ Θεὸς τὸν κόσμο τῶν ἀνθρώπων ποὺζοῦσαν στὴν ἁμαρτία, ὥστε γιὰ τὴ σωτηρία τους παρέδωσε σὲ θάνατο τὸν μονάκριβο υἱό Tου».

Μὲ ἀφορμὴ λοιπὸν αὐτὸν τὸν βαρυσήμαντο λόγο τοῦ Κυρίου, ἂς προσπαθήσουμε νὰ ἐμβαθύνουμε στὸ ἀνυπέρβλητο μεγαλεῖο τῆς θεϊκῆς ἀγάπης καὶ νὰ δοῦμε πῶς ὁ Τίμιος Σταυρὸς φανερώνει τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ στὸ ἀποκορύφωμά της.

Τόσο πολύ, μᾶς λέει ὁ Κύριος, ἀγάπησε ὁ Θεὸς τὸν κόσμο, «ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν». Δὲν ἔστειλε κάποιον δοῦλο, κάποιον ἄγγελο ἢ ἀρχάγγελο ἀλλὰ τὸν Μονογενῆ Υἱό Tου. Αὐτὸν γιὰ τὸν Ὁποῖο ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς Πατὴρ εἶχε διαβεβαιώσει ὅτι «οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα» (Ματθ. γ΄ 17). Αὐτὸν τὸν μονάκριβο καὶ ἀγαπημένο Υἱό Tου ἀπέστειλε στὴ γῆ μὲ σκοπὸ νὰ προσφέρει τὸ αἷμα Tου θυσία ἐξιλεωτικὴ γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας. Καὶ εἶδε ὁ Θεὸς Πατὴρ σταυρωμένο τὸν Υἱό Tου ἐν μέσῳ κακούργων καὶ ληστῶν μὲ τὸ ἀκάνθινο στεφάνι στὴν κεφαλή, μὲ λογχισμένη τὴν πλευρά, μὲ τὰ καρφιὰ στὰ χέρια καὶ στὰ πόδια. Τί συγκλονιστικό! Ὁ Θεὸς Πατὴρ παραδίδει τὸν Υἱό Tου σὲ θάνατο σταυρικὸ γιὰ τὴ σωτηρία μας! Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος λέει ὅτι ὁ Σταυρὸς εἶναι ἡ ἀπόδειξη τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ (ΕΠΕ 26, 98).

Ὡστόσο τὸ μεγαλεῖο αὐτῆς τῆς θείας ἀγάπης φανερώνεται σὲ ἀκόμη μεγαλύτερο βαθμό, ἂν σκεφθοῦμε σὲ ποιοὺς ἐκδηλώνει ὁ Θεὸς αὐτὴν τὴν ἀγάπη. Ὁ Κύριος μᾶς ἀπέδειξε ὅτι «ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον». Ἀλλὰ ποιὸν κόσμο; Ἕναν κόσμο ἁμαρτωλό, διεφθαρμένο, ἀλαζονικό. Κι ἐνῷ τὸ φυσικὸ θὰ ἦταν ἕνας τέτοιος κόσμος νὰ προκαλέσει τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ, γίνεται τὸ ἀκριβῶς ἀντίθετο. Ὁ πανάγαθος Θεὸς ἐκδηλώνει τὴν ἄπειρη καὶ τέλεια ἀγάπη Tου πρὸς τὸν ἀποστατημένο ἄνθρωπο.

Ἀγάπη ποὺ ἐκδηλώνεται ὄχι μόνο γενικὰ πρὸς ὅλο τὸν κόσμο ἀλλὰ καὶ ξεχωριστὰ γιὰ κάθε ἄνθρωπο. Αὐτὴ τὴν προσωπικὴ ἀγάπη αἰσθάνεται ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὁ ὁποῖος ὁμολογεῖ: «ζῶ ἐμπνεόμενος καὶ κυριαρχούμενος ἀπὸ τὴν πίστη στὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος μὲ ἀγάπησε καὶ παρέδωσε τὸν Ἑαυτό Του γιὰ τὴ σωτηρία μου» (Γαλ. β΄ 20).

Ὑπάρχει ὅμως κι ἕνα τρίτο σημεῖο ποὺ ἀποδεικνύει ἀσύγκριτα τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Εἶναι τὰ μοναδικὰ δῶρα ποὺ μᾶς χαρίζει μὲ τὴ σταυρική Του θυσία. Τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν, τὴν λύτρωση, τὴν σωτηρία μὲ ἐπιστέγασμα τὴν αἰώνια ζωή. Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς θυσιάστηκε καὶ παραδόθηκε στὸ σταυρικὸ θάνατο «ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον» (Ἰω. γ΄ 16).

Ὁ Κύριος μὲ τὴ θυσία τοῦ Σταυροῦ ἄνοιξε τὴν πύλη τοῦ Παραδείσου ὄχι μόνο γιὰ τὸν μετανοημένο ληστὴ ἀλλὰ καὶ γιὰ κάθε ἄνθρωπο ποὺ πιστεύει καὶ μετανοεῖ εἰλικρινά. Καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι τόσο μεγάλη,ὥστε ὄχι μόνο σώζει τοὺς πιστοὺς ἀπὸ τὴν αἰώνια καταδίκη, ἀλλὰ τοὺς κάνει κληρονόμους ἀσύγκριτης δόξας καὶ ἀτελεύτητης μακαριότητας στὴ Βασιλεία Του.

Ὁ Σταυρὸς τοῦ Κυρίου, ποὺ θὰ δοῦμε νὰ ὑψώνεται σὲ λίγες ἡμέρες, ἀποτελεῖ τὴ διαρκῆ ὑπενθύμιση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ποὺ παρηγορεῖ τὴνψυχή, δυναμώνει τὴ θέληση, εἰρηνεύει τὴν καρδιά, στηρίζει τὴν ἐλπίδα. Αὐτὴ τὴν πανανθρώπινη ἐμπειρία καλούμεθα νὰ ἑορτάσουμε ψάλλοντας,

« Σταυρὸς ὁ φύλαξ τῆς οἰκουμένης...».

 




ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΥΨΩΣΙΝ (Μαρκ. η΄, 34 – θ΄,1)
16 Σεπτεμβρίου 2018

Στὴν σημερινὴ Εὐαγγελικὴ περικοπὴ ὁ Κύριος μᾶς ἀποκαλύπτει τὴν ἀνεκτίμητη ἀξία τῆς ψυχῆς μας μὲ τὸ καίριο ἐρώτημα «Τί γὰρ ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐὰν κερδίσῃ τὸν κόσμον ὅλον, καὶ ζημιωθῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ; ». Καὶ τί μπορεῖ νὰ δώσει κανεὶς ἀντάλλαγμα, γιὰ νὰ ἐξαγοράσει τὴν ψυχή του ἀπὸ τὴν αἰώνια κόλαση; Καὶ ἀπαντᾶ: Τίποτε ἀπολύτως. Διότι, ἐὰν χάσει κανεὶς τὴν ψυχή του, χάνει τὴ σωτηρία του, χάνει τὸ Θεό του, χάνει τὰ πάντα.

Ἄς προσπαθήσουμε λοιπὸν νὰ κατανοήσουμε τὴν ἀνυπολόγιστη ἀξίατῆς ψυχῆς καὶ τὴν φροντίδα ποὺ θὰ πρέπει νὰ δείξουμε γι’ αὐτήν. Ὁ ἄνθρωπος ἔχει διπλῆ ὑπόσταση, ἀποτελεῖται ἀπὸ ψυχὴ καὶ σῶμα. Τὸ σῶμα προέρχεται ἀπὸ τὴ γῆ, ἐνῷ ἡ ψυχὴ εἶναι οὐράνια καὶ ἡ ἀξία τηςμεγάλη. Τὴ δημιούργησε ὁ Θεός, ὅταν «ἐνεφύσησεν» στὸ πρόσωπο τοῦ Ἀδάμ «πνοὴν ζωῆς» (Γεν. β’ 7). Ἡ ψυχὴ εἶναι ποὺ δίνει ζωὴ στὸ σῶμα. Ὅταν αὐτὴ ἀποχωριστεῖ ἀπὸ τὸ σῶμα, ἐπέρχεται ὁ θάνατος. Κι ὅταν τὸ σῶμα νεκρωθεῖ, ἡ ἀθάνατη ψυχὴ ἐξακολουθεῖ νὰ ζεῖ.

Ἡ ψυχή μας πλάστηκε κατ’ εἰκόνα Θεοῦ, ἔχει δηλαδὴ τὰ χαρακτηριστικὰτοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι ἡ λογική, ἡ ἐλευθερία, ἡ κυριαρχικὴ δύναμη, ἡ σοφία, ἡ σύνεση. Τὴν εἰκόνα ὅμως αὐτὴ τοῦ Θεοῦ, τὴν ψυχή μας, ἐμεῖς οἱ ἴδιοι τὴν ἀμαυρώσαμε καὶ τὴν καταδικάσαμε στὴν αἰώνια κόλαση, καθὼς ξεπέσαμε στὴν ἁμαρτία. Κανεὶς δὲν θὰ μποροῦσε νὰ σώσει τὴν ψυχή μας ἀπὸ τὴν αἰώνια δυστυχία οὔτε ἄνθρωπος οὔτε ἄγγελος παρὰ μόνο ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Κι ἐνῷ ἐμεῖς εἴμαστε ἀνάξιοι τῆς ἀγάπης Του, ὁ Θεὸς ἔδειξε στὸνἄνθρωπο τὴν ἄπειρη ἀγάπη Του. Ἔγινε ἄνθρωπος καὶ ἔχυσε τὸ αἷμα Του, γιὰ νὰ ἐλευθερώσει τὴν ψυχή μας καὶ νὰ τὴν σώσει ἀπὸ τὸν διάβολο. Κάθε στιγμὴ καὶ κάθε ὥρα κατεργάζεται ὁ Θεὸς τὴν σωτηρία μας.

Ἐπιστρατεύει ὅλη τὴν κτίση, ἀνθρώπους καὶ ἀγγέλους, γιὰ νὰ μᾶς ὁδηγήσει στὸν οὐρανό. Νὰ λοιπὸν γιατὶ ἔχει ἀπροσμέτρητη ἀξία ἡ ψυχή μας. Διότι εἶναι θεόπλαστη, θεόσωστη, αἰώνια. Δὲν συγκρίνεται μὲ ὅλα τὰ πλούτη καὶτὶς τιμὲς τοῦ κόσμου αὐτοῦ. Γι’αὐτὸ πρέπει νὰ μᾶς συγκλονίζει τὸ θέμα τῆς σωτηρίας τῆς ψυχῆς μας καὶ νὰ τὸ θεωροῦμε ὡς τὸν σπουδαιότερο στόχο τῆς ζωῆς μας.

Ὁ Μέγας Βασίλειος μᾶς προτρέπει: «Ἐπιμελοῦ ψυχῆς, πράγματος ἀθανάτου». Νὰ ἐπιμελεῖσαι τὴν ψυχή σου ποὺ εἶναι ἀθάνατη. Δυστυχῶς, πολλὲς φορὲς ἀδιαφοροῦμε γιὰ τὴν ψυχή μας καὶ συγκεντρώνουμε τὸ ἐνδιαφέρον μας σὲ ὑποθέσεις ἐγκόσμιες, ἐφήμερες καὶ ἁμαρτωλές. Αὐτὸ εἶναι δεῖγμα ὅτι ζεῖ μέσα μας ὁ μάταιος κόσμος. Προσκολλᾶται ἡ ὕπαρξή μας στὴν πλάση καὶ ὄχι στὸν Πλάστη, καὶ κινδυνεύει νὰ ὁδηγηθεῖ στὴν αἰώνια ἀπώλεια.

Ὁ ἀπόστολος Παῦλος μᾶς συμβουλεύει: «Μετὰ φόβου καὶ τρόμου τὴν ἑαυτῶν σωτηρίαν κατεργάζεσθε» (Φιλιπ. β΄ 12). Νὰ ἀγωνίζεσθε, συνιστᾶ, γιὰ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς σας μὲ φόβο καὶ τρόμο. Μᾶς λέει λοιπὸν νὰ εἶναι ἰσχυρὸτὸ ἐνδιαφέρον μας γιὰ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς μας. Νὰ ἀγωνιζόμαστε νὰ τὴν διατηροῦμε καθαρὴ ἀπὸ κάθε ἁμαρτία. Νὰ τὴν στολίζουμε μὲ ἀρετὲς καὶ ἀγαθὰ ἔργα. Νὰ τὴν ἐνισχύουμε μὲ τὴν προσευχή. Νὰ τὴν τρέφουμε μὲ τὸνθεῖο λόγο. Νὰ τὴν ἁγιάζουμε μὲ τὰ ἅγια Μυστήρια. Νὰ τὴν ἑνώνουμε μὲ τὸν Δημιουργό της.

Ἀδελφοί, ὁ ἅγιος Ἐφραὶμ ὁ Σύρος λέει ὅτι τὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν σωτηρίατῆς ψυχῆς μας μοιάζει μὲ τὸ ἐμπόριο. Ὅπως κάθε βράδυ ὁ ἔμπορος ὑπολογίζει τὸ κέρδος καὶ τὴ ζημιὰ τῆς ἡμέρας, ἔτσι ὅλοι μας πρέπει κάθε βράδυ νὰ κάνουμε τὸν ἀπολογισμό μας.

Νὰ εἰσερχόμαστε στὰ ἄδυτα τῆς καρδιᾶς μας καὶ νὰ ρωτᾶμε τὸν ἑαυτό μας, μήπως μὲ κάποιον τρόπο σήμερα παρόξυνα τὸν Θεό; Μήπως εἶπα κάποιολόγο ἀργό; Μήπως ἐξόργισα τὸν ἀδελφό μου; Μήπως κατέκρινα κάποιον; Μήπως ἦρθε μέσα μου κάποια ἐπιθυμία σαρκικὴ καὶ τὴν δέχθηκα μὲ εὐχαρίστηση; Μήπως νικήθηκα ἀπὸ γήινες μέριμνες; Αὐτὸς ὁ ἀπολογισμὸς θὰ μᾶς βοηθήσει νὰ ἐπανορθώνουμε τὶς ζημιὲς ποὺ ἐπιφέρουμε στὴν ψυχή μας καὶ νὰ ἀποκτοῦμε πνευματικὰ κέρδη. Ἔτσι θὰ τὴν παραδίδουμε καθημερινὰ στὸν Σωτῆρα Χριστό, γιὰ νὰ μᾶς τὴν ἀσφαλίσει στὴν οὐράνια Βασιλεία Του. Ἀμήν.

 

 


ΚΥΡΙΑΚΗ Α΄ ΛΟΥΚΑ (Λουκ. ε΄, 1–11)
23 Σεπτεμβρίου 2018

Ἀπὸ σήμερα μέχρι σχεδὸν καὶ τὰ Χριστούγεννα ἀναγινώσκονται στὴν Ἐκκλησία περικοπὲς ἀπὸ τὸ κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιο. Σήμερα ἀκούσαμε τὴθαυμαστὴ ἁλιεία καὶ τὴν κλήση τῶν πρώτων μαθητῶν, ποὺ ἦταν ψαράδες. Μὲ τὶς ὁδηγίες τοῦ Κυρίου ἔπιασαν, ἀνέλπιστα, πρωτοφανὲς πλῆθος ψαριῶν. Τότε ὁ Πέτρος ἀντέδρασε μὲ τρόπο παράδοξο. Ἔπεσε στὰ γόνατα τοῦ Κυρίου καὶ Τοῦ εἶπε: «Ἔξελθε ἀπ’ ἐμοῦ, ὅτι ἀνὴρ ἁμαρτωλός εἰμι, Κύριε». Ἀξίζει νὰ ἐπιμείνουμε καὶ νὰ δοῦμε τί σημαίνει αὐτὸς ὁ λόγος τοῦ Πέτρου καὶ πῶς μπορεῖ νὰ ἐφαρμοσθεῖ στὴ δική μας ζωή.

Ὁ λόγος αὐτὸς τοῦ Πέτρου δείχνει πολὺ μεγάλη ἀρετή. Δὲν εἶναι σύνηθες νὰ ὁμολογεῖ κάποιος τὴν ἁμαρτωλότητά του τὴ στιγμὴ τῆς ἐπιτυχίας του. Νὰ συντρίβεται, ὅταν τὸν εὐλογεῖ ὁ Θεός. Τὰ λόγια αὐτὰ εἶναι λόγια ἀνθρώπου ποὺ ἔχει πηγαία εὐσέβεια καὶ βαθειὰ συναίσθηση ἁμαρτωλότητος. Φανερώνουν ἄνθρωπο ποὺ ζεῖ τὴ μετάνοια καὶ ἔχει ἀληθινὴ ταπείνωση καὶ αὐτογνωσία.

Ὁ λόγος αὐτὸς τοῦ Πέτρου ἀποτελεῖ φρόνημα καὶ ὅλων τῶν Ἁγίων,Ὁ λόγος αὐτὸς τοῦ Πέτρου ἀποτελεῖ φρόνημα καὶ ὅλων τῶν Ἁγίων,οἱ ὁποῖοι σὲ κάθε εὐεργεσία τοῦ Θεοῦ ταπεινώνονται πιὸ πολύ, ἀναγνωρίζουν σταθερὰ τὴ δική τους ἀναξιότητα καὶ τὸ θαυμαστὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ· καὶ γι’ αὐτὸ γίνονται ἄξιοι ὅλο καὶ μεγαλύτερων εὐεργεσιῶν, κάτι ἀσφαλῶς ποὺ ὀφείλουμε νὰ κάνουμε ὅλοι.

Μποροῦμε κι ἐμεῖς νὰ μιμηθοῦμε τὸν ἀπόστολο Πέτρο, ὅταν ἔχουμε συνείδηση ὅτι δὲν εἴμαστε ἄξιοι τῶν εὐεργεσιῶν ποὺ ἀπολαμβάνουμε. Ὅταν ἔχουμε τὴ συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητάς μας. Ὅταν διαπιστώνουμε ὅτι δὲν ἀξίζουμε τὰ δῶρα ποὺ μᾶς δίνει, ἐπειδὴ εἶναι πολυεύσπλαχνος καὶ ἐλεήμων.

Τὸ σημαντικότερο ὅμως εἶναι νὰ ζοῦμε σωστὰ τὴ χριστιανικὴ ζωή, ἡ ὁποία δὲν ἀφορᾶ σὲ ἐξωτερικὰ καθήκοντα καὶ ὑποχρεώσεις, ἀλλὰ σὲ τρόπους ἐσωτερικῶν ἀλλαγῶν, ὡς καρπῶν μετανοίας.

Ἀληθινὴ χριστιανικὴ ζωὴ δὲν εἶναι νὰ θέλουμε τὸν Θεὸ ὑπηρέτη τῆς ἐγωιστικῶν ἀναγκῶν μας, ἀλλὰ πραγματικὸ Κύριο τῆς ζωῆς μας. Νὰ Τοῦ δώσουμε τὴν καρδιά μας. Νὰ Τὸν ἀγαπήσουμε. Νὰ ταπεινωθοῦμε ἀπέναντί Του μὲ ὑπακοὴ στὸ θέλημά Του.

Ἀληθινὴ χριστιανικὴ ζωὴ εἶναι ἡ ἀδιάκοπη ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ζωντανὴ μας οὐσιαστικὴ μαζί Του. Τότε θὰ νιώσουμε τὴν εὐλογία καὶ τὴν ἐπίσκεψή Του καὶ θὰ μποροῦμε νὰ λέμε κι ἐμεῖς μαζὶ μὲ τὸν ἀπόστολο Πέτρογεμᾶτοι εὐγνωμοσύνη καὶ συντριβὴ «Ἔξελθε ἀπ’ ἐμοῦ, ὅτι ἀνὴρ ἁμαρτωλός εἰμι, Κύριε».

Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,

τὰ δίχτυα ἦταν κατάφορτα ἀπὸ ψάρια, πρώτη φορὰ τόσα πολλά. Ἂν τὰτὰ δίχτυα ἦταν κατάφορτα ἀπὸ ψάρια, πρώτη φορὰ τόσα πολλά. Ἂν τὰπουλοῦσαν, θὰ εἶχαν ἕνα καλὸ εἰσόδημα. Ὅμως οἱ ἁπλοὶ ψαράδες τῆς Γενησαρὲτ δὲν ἔριξαν βλέμμα πλεονεξίας στὰ δίχτυα, ἀλλὰ μὲ τὰ μάτια τῆςκαθαρῆς ψυχῆς τους ἀνοιχτὰ ἀντιλήφθηκαν τὴν ἐπίσκεψη τοῦ Θεοῦ στὴνκαθημερινότητά τους. Καὶ αὐτὸ ἄλλαξε τὴ ζωή τους.

Ἂν σταματήσουμε κι ἐμεῖς νὰ ἀγαποῦμε τὸν Θεὸ γιὰ τὰ δῶρα Του, κι ἂν προσπαθήσουμε νὰ συνδεθοῦμε μὲ Τὸν Ἴδιο, εἶναι βέβαιο ὅτι θὰ ζήσουμε τὶς εὐεργεσίες τῆς παρουσίας Του στὴν καθημερινότητά μας, μὲ ἀποκορύφωμα τὴ μετοχή μας στὴν αἰωνιότητά Του.

Ἀμήν. 

 

 


ΚΥΡΙΑΚΗ Β΄ ΛΟΥΚΑ (Λουκ. στ΄, 31–36)
30 Σεπτεμβρίου 2018

Ὅπως θέλετε νὰ συμπεριφέρονται οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι σὲ σᾶς, ἔτσι νὰ συμπεριφέρεσθε κι ἐσεῖς σ᾽αὐτούς, λέει στὴν Εὐαγγελικὴ περικοπὴ ὁ Κύριος σήμερα. Αὐτὴ τὴ συμπεριφορά, συνεχίζει, τὴ χρωστᾶτε σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Διότι, ἄν ἀγαπᾶτε μόνο αὐτοὺς ποὺ σᾶς ἀγαποῦν, τί ἄξιο ἀνταμοιβῆς ἀπὸ τὸν Θεὸ ἔχετε κάνει; Μήπως καὶ οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι δὲν ἀγαποῦν τοὺς φίλους τους; Καὶ ἄν εὐεργετεῖτε αὐτοὺς ποὺ σᾶς εὐεργετοῦν, τί ἄξιο ἀμοιβῆς κάνετε; Ἀφοῦ καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ ἄνθρωποι τὸ ἴδιο ἀκριβῶς κάνουν. Καὶ ἄν δανείζετε σ᾽ αὐτοὺς ἀπὸ τοὺς ὁποίους περιμένετε ὅτι θὰ τὰ πάρετε πίσω, ποιὰ χάρη σᾶς ὀφείλει ὁ Θεός; Καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ τὸ ἴδιο δὲν κάνουν; Δανείζουν στοὺς ὁμοίους τους, γιὰ νὰ τὰ ξαναπάρουν πίσω, κι ἄν κάποτε χρειαστεῖ, νὰ μποροῦν νὰ δανειστοῦν κι αὐτοί.

Λοιπόν, ἐσεῖς ποὺ θέλετε νὰ μὲ ἀκολουθεῖτε, καταλήγει ὁ Κύριος, δὲν πρέπει νὰ ἀρκεσθεῖτε σ᾽αὐτά. Ἀλλὰ νὰ ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθρούς σας, νὰ τοὺς εὐεργετεῖτε καὶ νὰ τοὺς δανείζετε, χωρὶς νὰ περιμένετε ἀνταπόδοση.

Τὰ ἐπαναστατικά, πράγματι, αὐτὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ εἶναι, ἀγαπητοί μου, ὁ πυρήνας τῆς πίστεώς μας. Ὁλόκληρη ἡ διδασκαλία τῆς Καινῆς Διαθήκης συμπυκνώνεται σ᾽ αὐτὴν ἀκριβῶς τὴ νέα ἐντολὴ τοῦ Κυρίου, δηλαδή, στὴν ἀγάπη πρὸς τοὺς ἐχθρούς. Μιὰ ἐντολὴ τόσο μεγάλων διαστάσεων, ὥστε νὰ ξεπερνάει σὲ ἀσύλληπτο βαθμὸ ὅλα τὰ ἀνθρώπινα ἐπίπεδα. Τὴν ἐντολὴ ποὺ μᾶς ἀποκαλύπτει τὸν τρόπο ζωῆς τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη. Kαὶ ἀποκορύφωμα τῆς ἀγάπης Του ὑπῆρξε τὸ ὅτι γιὰ μᾶς ἔγινε ἄνθρωπος καὶ ἀνέλαβε στοὺς ὤμους Του τὸ βάρος τῶν ἁμαρτιῶν μας.

Λοιπόν, ἄς μὴ νομίσει κανεὶς ἀπὸ μᾶς ὅτι εἶναι ἀληθινὸς Χριστιανός, ἄν δὲν ἔχει καταλάβει τὴ δύναμη τῆς ἐντολῆς τῆς ἀγάπης πρὸς τοὺς ἐχθρούς. Ἄν κάποιος ἀντιλαμβάνεται μέσα στὴν καρδιά του ἀντιπάθεια ἤ μῖσος ἤ κακία γιὰ ἐκεῖνον ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἀδικήθηκε ἤ βλάφτηκε ἤ ἀπὸ τὸν ὁποῖο περιφρονήθηκε, ἂς γνωρίζει ὅτι βρίσκεται μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό.

Δὲν ὑπάρχει ἀξιολογότερο ἀγώνισμα ἀπὸ τὸ ἄθλημα τῆς ἀγάπης πρὸς τοὺς ἐχθρούς. Εἶναι ἡ ὑψίστη ἐπιστήμη ὅλων τῶν ἐπιστημῶν καὶ ἡ δυνατότερη ἄσκηση ἀπὸ ὅλα τὰ πνευματικὰ γυμνάσματα. Μακάριος εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ τὴν σπουδάζει. Εὐλογημένος αὐτὸς ποὺ ἀγωνίζεται καὶ μιμητὴς τοῦ Χριστοῦ αὐτὸς ποὺ τὴν ἐφαρμόζει.

Νὰ ἀγαπᾶτε, λέει ὁ Κύριος, τοὺς ἐχθρούς σας καὶ νὰ τοὺς εὐεργετεῖτε καὶ νὰ τοὺς δανείζετε καὶ τότε «ἔσται ὁ μισθὸς ὑμῶν πολύς». Θὰ ἔχετε μισθὸ μεγάλο ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ θὰ ἀναδειχθεῖτε υἱοὶ τοῦ Θεοῦ, ὅμοιοι πρὸς Αὐτόν, ἀφοῦ κι Ἐκεῖνος εἶναι εὐεργετικὸς στοὺς ἀχάριστους καὶ πονηροὺς ἀνθρώπους. Νὰ γίνεστε λοιπὸν εὔσπλαχνοι, ὅπως εἶναι οἰκτίρμων καὶ εὔσπλαχνος ὁ πατέρας σας, συνιστᾶ.

Εἶναι ἀλήθεια πὼς ἀμέτρητοι ἀγῶνες γίνονται στὶς μέρες μας ἀπὸ ἀναρίθμητες ὁμάδες ἀνθρώπων μὲ πρῶτο καὶ ἐπίμονο αἴτημα τὴν αὔξηση τῶν μισθῶν καὶ τὴν ἐξασφάλιση τῶν συντάξεων. Αἰτήματα, ἀπεργίες, πορεῖες διαμαρτυρίας, διαβήματα, ἀπειλές, ἀπαιτήσεις, συγκρούσεις ἀποτελοῦν καθημερινὸ φαινόμενο συμπεριφορᾶς. Οἱ ἄνθρωποι ζητοῦν αὔξηση τοῦ μισθοῦ.

Πόσο τυφλὸς γίνεται ἀλήθεια ὁ ἄνθρωπος, ὅταν ἐξαντλεῖται στὰ γήινα.Ὅταν ζητάει μόνο αὔξηση μισθοῦ γιὰ νὰ ζήσει, ἀλλὰ ὄχι γιὰ νὰ γίνει εὐτυχισμένος. Ὅταν ἀγωνίζεται γιὰ νὰ κερδίσει κάτι ἀκόμα, ἀλλὰ ὄχι γιὰ νὰ ἐξασφαλίσει τὰ πάντα καὶ γιὰ πάντα. Ὅταν ἀγωνίζεται μὲ πάθος διακινδυνεύοντας ἀκόμα καὶ τὴ ζωή του, ἀλλὰ ὄχι μὲ σκοπὸ νὰ ζήσει, παρὰ μόνο νὰ κερδίσει. Ταλαίπωρο πλᾶσμα τοῦ Θεοῦ ὁ ἄνθρωπος. Δὲν ἀντιλαμβάνεται τί στ’ ἀλήθεια ἔχει ἀνάγκη. Καὶ γι᾽ αὐτὸ πάσχει, ὑποφέρει βασανίζεται, ταλαιπωρεῖται. Ἔχει χάσει τὸν προσανατολισμό του, ἔχει λησμονήσει τὸν σκοπὸ τῆς ζωῆς του.

Ἀδελφοί μου, ἄς μὴν ἀναλώνουμε ἄλλο τὸν χρόνο ποὺ τελειώνει γιὰ ὅλους.Πιστεύουμε ὡς χριστιανοὶ στὴν αἰώνια ζωή; Ἀσφαλῶς ναί. Πιστεύουμε πὼς ὁΚύριος ἔχει ἑτοιμάσει γιὰ μᾶς Βασιλεία δόξας καί ἀτελεύτητης χαρᾶς; Βεβαίως τὸ πιστεύουμε. Δεχόμαστε πὼς αὐτὸς ἀκριβῶς εἶναι ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς μας καὶ τὸ τελικὸ νόημά της; Καὶ αὐτὸ ἀναμφίβολα μὲ ὅλη μας τὴν καρδιὰ τὸ βεβαιώνουμε.

Τότε τὸ πρᾶγμα εἶναι παραπάνω ἀπὸ φανερό. Πρέπει νὰ ἀγωνιστοῦμε μὲΤότε τὸ πρᾶγμα εἶναι παραπάνω ἀπὸ φανερό. Πρέπει νὰ ἀγωνιστοῦμε μὲτέτοιο τρόπο καὶ μὲ τέτοια κριτήρια σ' αὐτὸν τὸν κόσμο, ὥστε νὰ γίνουμε κληρονόμοι τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ μᾶς ἀποδοθεῖ πολὺς ὁ μισθὸς ἡμῶν ἐν τοῖς οὐρανοῖς. Ἀμήν.

 


Κηρύγματα Σεπτεμβρίου 2018 pdf 


ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2018


ΚΥΡΙΑΚΗ Ι΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ (Ματθ. ιζ΄ 14-23)
5 Αὐγούστου 2018

Ἡ διήγηση τῆς θεραπείας τοῦ ἐπιληπτικοῦ νέου συγκεντρώνει τὴν προσοχή μας σὲ δύο κυρίως σημεῖα· στὴν ἐξουσία τοῦ Χριστοῦ κατὰ τῶνδαιμόνων καὶ στὴ συζήτησή Του μὲ τοὺς μαθητὲς περὶ τῆς ἀπιστίας ὡςαἰτίας τῆς ἀδυναμίας τους νὰ ἐπιτελέσουν τὴ θεραπεία.

«Σᾶς βεβαιώνω πώς, ἂν ἔχετε πίστη ἔστω καὶ σὰν ἕνα κόκκο σιναπιοῦ, θὰ λέτε σ’ αὐτὸ τὸβουνὸ πήγαινε ἀπὸ ἐδῶ ἐκεῖ, καὶ θὰ πηγαίνει, καὶ κανένα πρᾶγμα δὲν θὰ εἶναι ἀδύνατο γιὰ σᾶς». Ἡ παράδοξη εἰκόνα ποὺ χρησιμοποιεῖται στὴ φράση αὐτὴ τοῦ Κυρίου ἔχει τὴν ἔννοια ὅτι ἡ πίστη κάνει θαύματα, ἐπιτελεῖ ἔργα παράδοξα, ἀκόμηκαὶ ἔργα τὰ ὁποῖα φαίνονται λογικὰ ἀκατόρθωτα.

Ἡ ἀπαίτηση πολλῶν ἀνθρώπων νὰ δοῦν πρῶτα θαύματα, γιὰ νὰ πιστεύσουν, προέρχεται ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη ἀδυναμία νὰ στηρίζει κανεὶς τὰπάντα στὴ λογικὴ ἀπόδειξη, στὴ βεβαιότητα. Ἡ παραπάνω φράση τοῦ Χριστοῦ ἀνατρέπει τὴ σειρὰ ποὺ ἀπαιτεῖ ἡ λογικὴ τοῦ ἀνθρώπου καὶ προβάλλειτὴν πίστη ὡς προϋπόθεση τοῦ θαύματος. Μόνον ὅποιος πιστεύει στὸν Θεὸκαὶ στὸν σταυρὸ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ βλέπει τὸ θαῦμα τῆς θείας ἀγάπης νὰἀγκαλιάζει καὶ νά μεταμορφώνει τὸν χαλασμένο ἀπὸ τὴν ἁμαρτία κόσμο σὲ «καινὴ κτίση».

Ἡ σύγχρονη γενιὰ ζητεῖ σημάδια, γιὰ νὰ πιστέψει στὴ θεία προέλευσή Του· «θέλομεν ἀπὸ σοῦ σημεῖον ἰδεῖν»· κι ὅσοι στέκουν μπροστὰ στὸ σταυρὸπροκαλοῦν τὸν Χριστὸ νὰ κατεβεῖ ἀπὸ τὸν σταυρό, γιὰ νὰ ἀποδείξει τὴδύναμή Του.

Δὲν μᾶς θυμίζουν ὅλα αὐτὰ τὶς σατανικὲς ὑποδείξεις ἀπὸ τὴ γνωστὴ διήγηση τῶν πειρασμῶν; Μὲ ἄλλα λόγια ἡ προσπάθεια νὰ πεισθεῖ ὁ ἄνθρωποςλογικά, πρὶν πιστέψει, ἔχει μέσα της κάτι τὸ δαιμονικό, κάτι ποὺ δηλώνειτὴν πεσμένη καὶ φθαρμένη φύση του.

Ἡ πίστη ποὺ ξεπερνᾶ τοὺς λογικοὺς ἐνδοιασμοὺς καὶ τὶς φυσικὲς ἐπιφυλάξεις εἶναι χαρακτηριστικὸ νέας ἐποχῆς, τῆς ἐποχῆς ποὺ ἀνανεώνεται ἐνΧριστῷ ἡ φύση τοῦ ἄνθρωπου, ὥστε νὰ μὴ ἀναζητεῖ πλέον ὁ ἄνθρωπος θαύματα, γιὰ νὰ στηρίξει τὴν πίστη του, ἀλλὰ νὰ βλέπει μὲ τὴν πίστη παντοῦθαύματα. Ὅλα τὰ κατ’ ἄνθρωπον ἀκατόρθωτα γίνονται κατορθωτά. Κι ἡ λύτρωση τοῦ κόσμου, ποὺ μὲ τὶς ἀνθρώπινες προοπτικὲς εἶναι ἀκατόρθωτη, γίνεται πραγματικότητα διὰ τοῦ Χριστοῦ.

Αὐτὴ τὴ νέα πραγματικότητα τὴ βλέπει κανεὶς μὲ τὴν πίστη του κι ἔτσι ὅλαγύρω του γίνονται ἕνα θαῦμα τῆς θείας ἀγάπης. Τὸ αἴτημα νὰ προηγηθεῖ τὸ θαῦμα, γιὰ νὰ ἔλθει ἡ πίστη εἶναι δαιμονικό· ἡ πρόταξη τῆς πίστεως μὲ συνέπεια τὸ θαῦμα εἶναι δῶρο θεϊκό.

 




ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΑ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ (Ματθ. ιη΄ 23-35)
12 Αὐγούστου 2018

Ὁ Χριστὸς γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ μᾶς ἀποκαλύπτει ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι πατέρας ποὺ συγχωρεῖ, ἐπειδὴ μᾶς ἀγαπᾶ πραγματικά, γι’ αὐτὸ σὲ τελικὴ ἀνάλυσημᾶς ἀποδέχεται καὶ μᾶς κατανοεῖ. Αὐτὸν ὀφείλουν νὰ μιμοῦνται οἱ ἄνθρωποι, ποὺ λένε ὅτι ἐμπιστεύονται τὴν ἀλήθειά Του, ἂν θέλουν νὰ δείξουν πιστότητα στὴν ἀποκάλυψή Του.

Μὲ τὴν εἰκόνα τῆς σημερινῆς παραβολῆς καλούμαστε νὰ συνειδητοποιήσουμε καὶ νὰ ἀναλογισθοῦμε τὸ χρέος μας ἀπέναντι στὸν Θεό, ἀφοῦκάθε ἄνθρωπος εἶναι ὀφειλέτης σὲ Ἐκεῖνον. Γιατὶ ἡ ὕπαρξή μας δὲν εἶναι μόνο δῶρο τοῦ Θεοῦ σὲ ἐμᾶς, ἀλλά, ταυτόχρονα, εἶναι τὸ χρέος καὶ ἡ ὀφειλή μας ἀπέναντί του. Αὐτὴ ἡ ἐξόφληση τοῦ χρέους μας ἀπέναντι στὸν Θεὸ γίνεται, ὅπως μᾶς λέει σήμερα τὸ Εὐαγγέλιο, κάθε φορὰ ποὺ μαθαίνουμενὰ ζητοῦμε καὶ νὰ προσφέρουμε τὴν συγγνώμη μας. Ἔτσι, ἡ σκέψημας στρέφεται αὐθόρμητα σὲ μιὰ βαθιὰ ἀνάγκη καὶ ἐπιθυμία, ὅπως αὐτὴ ἐκφράζεται μέσα ἀπὸ τὸ αἴτημα τῆς Κυριακῆς προσευχῆς: «καὶ ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν» (Ματθ. 6,12). Εἶναι ἡφωνὴ τῆς συνείδησής μας ποὺ ξυπνᾶ καὶ ζητεῖ νὰ ἀπελευθερωθεῖ ἀπὸ τὸ δυσβάστακτο βάρος τῆς ἐνοχῆς. Εἶναι ἡ ἀνάγκη τῆς ὕπαρξής μας νὰ ἀπαλλαγεῖἀπὸ τὰ χρέη της καὶ τὶς ὀφειλές της.

Ἕνας σύγχρονος Μητροπολίτης ἐπισημαίνει εὔστοχα τὴν πραγματικότητααὐτή, ὅταν γράφει: «Διερωτηθήκαμε ποτὲ τί χρωστᾶμε στὸν Θεό; Ποιὰ εἶναι τὰ «ὀφειλήματά» μας ἀπέναντί Του; Τοῦ χρωστᾶμε τὸν κόσμοποὺ μᾶς τὸν ἐμπιστεύθηκε καὶ ἐμεῖς τὸν καταστρέφουμε. Τοῦ χρωστᾶμε τὴν ὕπαρξή μας, ποὺ μᾶς τὴν χάρισε Ἐκεῖνος καὶ ἐμεῖς τὸν ξεχάσαμε καὶ τὸν περιφρονήσαμε. Καί, ἀκόμη, ἡ ἐνοχή μας προχωρεῖ πολὺ βαθύτερα. Γιατὶ ὁ Θεὸς δὲν μᾶς χάρισε μόνο τὸν κόσμο καὶ τὴν ὕπαρξή μας, ἀλλὰ μᾶς χάρισε τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό Του».

Ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τῆς συγκλονιστικῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἐκδηλώνεται ὡς θυσία καὶ συγχώρηση γιὰ τὸν ἁμαρτάνοντα ἄνθρωπο, πηγάζει αὐτὸ ποὺ λέμε καὶ ζοῦμε στὴν Ἐκκλησία ὡς λύτρωση. Ἡ συναίσθηση τῆς λύτρωσης ὁδηγεῖ στὴν εὐγνωμοσύνη στὸν Θεὸ καὶ στὴν συγχωρητικότητα μεταξύ μας. Ὅταν βρίσκουμε τὴν δύναμη νὰ συγχωροῦμε, ἀπελευθερωνόμαστε ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοῦ ἑαυτοῦ μας. Ἐδῶ δὲν βρίσκουμε μόνο τὴν προϋπόθεση τῆς χριστιανικῆς ζωῆς ἀλλὰ καὶ τὸ συστατικὸ στοιχεῖο τῆς «καινῆς διδαχῆς» καὶ τῆς «καινῆς ἐντολῆς», τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ.

Ἡ καρδιὰ τοῦ Θεοῦ δὲν μοιάζει μὲ τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Θεὸς διαλύει τὸ χρέος τῶν ἁμαρτιῶν μας, ὅταν μετανοήσουμε εἰλικρινά. Ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας ἑρμηνεύει τὴν ἀδυναμία μας νὰ συγχωροῦμε, ὅταν τονίζει ὅτι ἡ ἁμαρτία «εἰδωλοποιεῖ» τὸν ἄνθρωπο. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ ἁμαρτία διαστρέφει σὲ ἀρρωστημένο ἐγωισμὸ ἀκόμη καὶ αὐτὸ τὸ δῶρο τῆς συγχώρησης καὶ τῆς ἄφεσης τῶν ἁμαρτιῶν, ποὺ μᾶς προσφέρει ὁ Θεός. Γι’αὐτὸ βλέπουμε τόσο συχνὰ τὸν ἄνθρωπο νὰ κρατᾶ γιὰ τὸν ἑαυτό του αὐτὸ ποὺ ὁ Θεὸς τοῦ ἔδωσε, γιὰ νὰ τὸ προσφέρει καὶ αὐτὸς μὲ τήν σειρά του στοὺς ἄλλους.

Ἔτσι, ἐνῷ ζητοῦμε ἀπὸ τὸν Θεὸ συγγνώμη γιὰ τὸν ἑαυτό μας, ἐμεῖς δὲν τὴν προσφέρουμε στοὺς ἄλλους. Δεσμεύουμε τὶς ἁμαρτίες μας και, ἔτσι, δὲν ἀφήνουμε τὴν θεία χάρη νὰ μᾶς ἀπαλλάξει ἀπὸ τὸ βάρος τῆς ἐνοχῆς ποὺ διαπερνᾶ τὴν ὕπαρξή μας. Ὅταν δὲν συγχωροῦμε, ὑποφέρουμε συνεχῶς γιὰ ὅλα ὅσα μᾶς εἶπαν καὶ μᾶς ἔκαναν, κουβαλῶντας μέσα μας τὶς αἰτίες τῆς ἐσωτερικῆς μας ταραχῆς καὶ ἀναστάτωσης. Τότε ἡ χριστιανική μας συνείδηση γίνεται ἐπικίνδυνα ἐγωκεντρική, γι’ αὐτὸ καὶ τελικὰ αὐτοαναιρεῖται καὶἀκυρώνεται. Εἶναι τραγικὸ νὰ διαπιστώνουμε φαινόμενα ὑποκρισίας καὶ «πνευματικῆς σχιζοφρένειας» ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ ἰσχυρίζονται ὅτι ζητοῦν καὶ βιώνουν τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ σὰν συγχώρηση καὶ ἄφεση ἁμαρτιῶν, ἀλλὰ δὲν τὴν ἀντανακλοῦν, τουλάχιστον ὡς μακροθυμία καὶ κατανόηση, στὶς διαπροσωπικές τους σχέσεις. Ὅταν βλέπουμε νὰ λείπουν, ἀπὸ ἐκεῖ ὅπου θὰ ἔπρεπε κατεξοχὴν νὰ ὑπάρχουν, πράξεις ἀγάπης, συμπεριφορὲς ἀνεκτικότητας καὶ διάθεση συγχωρητικότητας, ἀπογοητευόμαστε γιὰ τὸν ἑαυτό μας καὶ τοὺς ἄλλους, καί, ἔτσι, «ἀλλήλους προκαλούμενοι» (Γαλ. 5,26), διαψεύδουμε τὴν χριστιανική μας μαρτυρία.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, κάθε φορὰ ποὺ συναισθανόμαστε τὴν σκληρότητατῆς καρδιᾶς μας, συνειδητοποιοῦμε πόσο πεσμένη εἶναι ἡ ἀνθρώπινη φύσημας. Γι’ αὐτό, ἂς προσπαθοῦμε καὶ ἂς ζητοῦμε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ ζοῦμε τὴν θεραπεία τῆς ἀνόρθωσης καὶ τὸ «θαῦμα» τῆς συγχώρησης. Ἀμήν.

 




ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΒ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ (Ματθ. ιθ΄ 16-24)
19 Αὐγούστου 2017

Ὁ νεανίσκος τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,τηροῦσε ἐκ νεότητος τὶς θεῖες ἐντολὲς καὶ οἱ σχέσεις του μὲ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους ἦταν ἄψογες. Ζητοῦσε ὅμως τὸ τέλειο καὶ γι’ αὐτὸ πλησίασε τὸν Χριστὸ καὶ Τὸν παρακαλοῦσε νὰ τοῦ ὑποδείξει τὸν τρόπο τῆς κατακτήσεως τῆς αἰωνίου ζωῆς. Ὁ Κύριος τοῦ πρότεινε τὴν τελεία ἀποξένωση ἀπὸ κάθε πρόσκαιρο θησαυρό.

«Πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι». Ὁ δρόμος τῶν τελείων περνᾶ ἀπὸ τὴν ἐλεημοσύνη καὶ τὴν ὑποταγή, τοῦ λέγει. Ὁ νεὸς ὅμως κλονίζεται. Ἀγαπᾶ περισσότερο τὰ κτήματά του ἀπὸ τὸν Χριστὸ καὶ μὲ τὴν πικρία τῆς ἀπογοητεύσεως στρέφει τὰ νῶτα του καὶ ἀπομακρύνεται. Ἀλήθεια, πολὺ δύσκολα πλούσιος θὰ εἰσέλθει στὴ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν.

Εἶναι στ’ ἀλήθεια καταδικασμένοι ἀπὸ τὸν Θεὸ οἱ πλούσιοι; Κάθε ἄλλο. Ὁ Θεὸς εὐλογεῖ ἐκείνους ποὺ μὲ τὸν μόχθο καὶ τὴν τιμία ἐργασία τους πολλαπλασίασαν τὰ τάλαντα ποὺ τοὺς ἔδωσε καὶ τοὺς χαρίζει τὴν πραγματικὴ εὐτυχία. Ὁ πλοῦτος εἶναι σημεῖο τῆς γενναιοδωρίας Του καὶ τῆς πληρότητας ζωῆς ποὺ Ἐκεῖνος ὑπόσχεται στοὺς ἐκλεκτούς Του. Ὁ ἴδιος πλουτίζει τὸν Ἀβραάμ, τὸν Ἰσαάκ, τὸν Ἰακώβ, τὸν Ἰωσὴφ καὶ εὐλογεῖ τὰ ἀγαθά τους. Τότε μόνο κατακρίνει τὸν πλοῦτο, ὅταν ἀποκτᾶται μὲ φαῦλο τρόπο καὶ διατίθεται σὲ ἐγωιστικοὺς σκοπούς. Ἀκόμα, ὅταν ὁ πλούσιος προσκολλᾶται σ’ αὐτὸν καὶ πιστεύει ὅτι μπορεῖ νὰ ζήσει στηριζόμενος στὴν δύναμή του χωρὶς τὸν Θεό. Τὰ ἀγαθὰ τότε συσσωρεύουν τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνος ποὺ θὰ στηρίξει τὶς ἐλπίδες του στὴ δύναμη τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν θὰ συντριβεῖ, ἔστω κι ἂν ἐφαρμόζει τὶς ὑπόλοιπες ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. «Ἡ ἀλαζονεία τοῦ βίου» τοῦ κλείνει τὰ σπλάγχνα τῆς ἀγάπης καὶ τὸν κάνει ἀδιάφορο στοὺς πόνους καὶ στὶς ἀνάγκες τοῦ ἀδελφοῦ (Α΄ Ἰωάν. β΄15).

Τὸ χρῆμα ἐξαπατᾶ ἀκόμα κι ἐκεῖνες τὶς ψυχὲς ποὺ ἔχουν καλὲς διαθέσεις. Φράζει τὸ δρόμο τῆς τελειότητος, πνίγει τὸν Εὐαγγελικὸ λόγο καὶ κάνεινὰ ξεχαστεῖ τὸ οὐσιῶδες, ὅτι «οὐκ ἐν τῷ περισσεύειν τινι ἡ ζωὴ αὐτοῦ ἐστιν ἐκ τῶνὑπαρχόντων αὐτοῦ» (Λουκ. ιβ΄ 15). Εἶναι πολὺ δύσκολο νά μείνει κανεὶς πιστός, ὅταν εὐημερεῖ. Ἡ ὕλη τοῦ σκεπάζει τὴν καρδιὰ καὶ ἀμείλικτα τὸν ἐξουσιάζει.Τοῦ προκαλεῖ ψυχικὴ ἀναισθησία ἀπὸ τὴν ὁποία γεννιέται «ὁ πολυκέφαλος ὄφις τῆς εἰδωλολατρίας», δηλαδὴ ἡ φιλαργυρία, ὅπως σημειώνει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος. Στὸ Εὐαγγέλιο ὅμως ὑπάρχει ἕνας νόμος ἀπόλυτος ποὺ δὲν ἐπιδέχεται καμμία ἐξαίρεση. «Οὐδεὶς δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν» καὶ «οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καὶ μαμωνᾷ» (Ματθ. στ΄ 24).

Ἐκεῖνος ποὺ ἔχει σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο τὰ ἀγαθά του δὲν μπορεῖ νὰ εἰσέλθει στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Δὲν ζητεῖ ὁ Κύριος νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὴν περιουσία του, ὅπως ζήτησε ἀπὸ τὸν πλούσιο νεανίσκο. Ζητεῖ νὰ ἀποδεσμευθεῖ ἀπὸ τὴν προσκόλληση τοῦ πλούτου καὶ ν’ ἀνοίξει τὴν καρδιά του στὰ αἰτήματα τῶν πτωχῶν ἀδελφῶν. Ὅποιος θέλει νὰ ἀποκτήσει οὐρανίους θησαυρούς, πρέπει νὰ διανείμει τοὺς ἐπίγειους.

Ὁ Κύριος προέτρεψε τὸν πλούσιο νεανίσκο νὰ μοιράσει τὸν πλοῦτο του στοὺς φτωχούς. Μέσα στὴν οἰκογένεια τῆς Ἐκκλησίας δὲν μπορεῖ ἕνα μέλος νὰ ἔχει θησαυροὺς καὶ ἄλλο νὰ στερεῖται τὸν ἐπιούσιο. Ἡ ἐλεημοσύνη καὶ ἡ φιλανθρωπία εἶναι πράξη ἀγάπης, ἡ ὁποία καταργεῖ τὶς διαφορὲς καὶ δίνει τὴ δυνατότητα τῆς ἁρμονικῆς συμβιώσεως πτωχῶν καὶ πλουσίων.Ὅταν λείπει τὸ πνεῦμα τῆς ἀγάπης, οἱ πτωχοὶ μισοῦν τοὺς πλούσιους καὶ βίαια οἰκειοποιοῦνται τὶς περιουσίες τους, οἱ δὲ πλούσιοι περιφρονοῦν τοὺς φτωχοὺς καὶ λαμβάνουν ἐχθρικὴ στάση ἀπέναντί τους. Ὅταν κυριαρχεῖ τὸπνεῦμα τοῦ Χριστοῦ, οἱ πλούσιοι εὐεργετοῦν τοὺς ἐνδεεῖς καὶ ἐκεῖνοι εὐγνωμονοῦν τοὺς πλουσίους.
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί,

Τὸ πάθος τῆς πλεονεξίας καταλαμβάνει συνέχεια πολλούς. Ἡ θεραπεία του εἶναι δύσκολη ὄχι ὅμως ἀδύνατη. Ὅπως, γιὰ νὰ θεραπευθεῖ ἕνα σπυρί, πρέπει πρῶτα νὰ βγάλουμε τὸ πύον, ἔτσι καὶ γιὰ νὰ θεραπεύσουμε τὸ οἴδημα τῆς πλεονεξίας, πρέπει νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὰ περιττά.

Ὅποιος σκορπίζει στοὺς πτωχοὺς τὰ ἀγαθά του καὶ μὲ τὸν πλοῦτο του γεννᾶ τὴν ἐλπίδα μέσα στὸ σκοτάδι τῆς ἀπογνώσεως, θὰ βρεῖ ἀδαπάνητους θησαυροὺς στὸν οὐρανό. Ἀμήν.

 

 


ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ (Ματθ. κα΄ 33-43)
26 Αὐγούστου 2018

Στὴν παραβολὴ τῆς ἀμπέλου ἀναφέρεται ἡ σημερινὴ Εὐαγγελικὴ περικοπή, τὴν ὁποίαν εἶπε ὁ Κύριός μας στοὺς μαθητές Του. Μὲ τὴν παραβολὴ αὐτὴ ὁ Κύριος ἐννοεῖ τὴν ἁγία Του Ἐκκλησία, τὴν ὁποία φύτεψε ὁ ἴδιος σὰν ἄμπελο ἐπὶ τῆς γῆς, ὡς τὴν μόνη δική Του κληρονομιά.

Ἡ ἁγία Ἐκκλησία, δηλαδὴ τὸ σύνολο τῶν πιστῶν, εἶναι ἡ ἄμπελος. Εἶναι ὅμως καὶ οἱ ψυχὲς τῶν Χριστιανῶν ποὺ ἀποτελοῦν τὴν ἁγία Ἐκκλησία. Ἡ ψυχὴ τοῦ καθενός μας, τὴν ὁποία φέρουμε μέσα μας.

Γιὰ ποιὸ λόγο, ὅμως, ἡ Ἐκκλησία χαρακτηρίζεται ὡς ἄμπελος, καὶ γιὰ ποιὸ λόγο χαρακτηρίζεται ἔτσι καὶ ἡ ψυχή μας; Οἱ Θεοφόροι Πατέρες μᾶς γνωρίζουν ὅτι ὁ Θεὸς περιμένει ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ ἀπὸ τὴν ψυχή μας νὰ καρποφορήσουν καρπὸ πνευματικό. Καρπὸ ἀπὸ ὅλους μαζὶ καὶ καρπὸ ἀπὸ τὸν καθένα μας ἰδιαιτέρως.

Καὶ ποιὸς εἶναι ὁ καρπός; Εἶναι ἡ ἁγιότητα, ἡ ἀρετή. Πνευματικὴ ἡ ἄμπελος, πνευματικὸς καὶ ὁ καρπός της. Γιὰ τὴν Ἐκκλησία καρπὸς εἶναι ἡ δημιουργία πιστῶν καὶ ἡ παρουσία ἁγίων. Γιὰ τὶς ψυχές μας καρπὸς εἶναι τὰ ἔργα τῆς πίστεως καὶ τῆς ἀγάπης, ὁ βίος τῆς ἀρετῆς καὶ ἁγιότητος. Ρητὰ λέει σὲ ὅλους μας ὁ Κύριος «ποιήσατε καρποὺς ἀξίους τῆς μετανοίας» καὶ ἐπίμοναμᾶς παρακαλεῖ «μείνατε ἐν ἐμοὶ ἵνα καρπὸν φέρητε». «Ὁ δὲ καρπὸς τοῦ Πνεύματὸς ἐστὶνἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη, πίστις, πραότης, ἐγκράτεια», ὅπως ἀναφέρει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴν πρὸς Γαλάτας ἐπιστολή του. Λοιπόν, νὰ οἱ καρποί, νὰ ἡ καρποφορία.

Ὁ Ἴδιος φύτεψε αὐτὴ τὴν ἄμπελο καὶ τὴν καλλιεργεῖ. Εἶναι ὁ πρῶτος γεωργός της. «Ἐφύτευσεν ἀμπελῶνα». Καὶ δὲν ζήτησε ἀμέσως τοὺς καρπούς. Ἄφησε νὰ περάσει ὅσος χρόνος χρειάζεται γιὰ νὰ ριζώσει, νὰ βγάλει βλαστούς, καὶ νὰ καρποφορήσει. «Ὅτε δὲ ἤγγισεν ὁ καιρὸς τῶν καρπῶν», τότε «ἀπέστειλε τοὺς δούλους αὐτοῦ πρὸς τοὺς γεωργοὺς λαβεῖν τοὺς καρποὺς αὐτοῦ». Ἔδωσε γεωργοὺς τοὺς ποιμένες καὶ διδασκάλους, τοὺς κήρυκες τοῦ θείου λόγου καὶ λειτουργοὺς τοῦ ἁγίου Του θυσιαστηρίου, ὥστε αὐτοὶ ἄγρυπνοι φρουροὶνὰ προστατεύουν τὴν ἄμπελο τῆς Ἐκκλησίας Του ἀπὸ τῶν ἐχθρῶν τὶς ἐπιθέσεις. Αὐτοὶ νὰ κηρύττουν, αὐτοὶ νὰ διδάσκουν, νὰ συμβουλεύουν, νὰ στηρίζουν, νὰ καθοδηγοῦν. Γιὰ νὰ βρίσκουν φῶς οἱ τυφλοί, στήριγμα οἱκλονισμένοι, παρηγοριὰ οἱ λυπημένοι, μετάνοια οἱ ἁμαρτωλοί, ἐλπίδα σωτηρίας οἱ ἀπελπισμένοι. Ἔδωσε γεωργοὺς ὁ Θεός, γιὰ νὰ καλλιεργοῦν τὸ ἀμπέλι Του. Ἀλλὰ καὶ ὁ καθένας εἶναι γεωργὸς τῆς ψυχῆς του. Ἐσὺ χριστιανὲ τί κάνεις; Τρέχεις στὴν Ἐκκλησία; Ἀκοῦς τὸ κήρυγμα; Μελετᾶς τὴν Ἁγία Γραφή; Μετέχεις στὰ μυστήρια; Κοινωνεῖς Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ γιὰ τὴν ψυχική σου καλλιέργεια καὶ καρποφορία;

Μέσο γιὰ τὴν καρποφορία τῆς ψυχῆς μας εἶναι ἡ καλλιέργεια. Τὰ ἀμπέλια τὰ καλλιεργοῦν καὶ τὰ σκάβουν, γιὰ νὰ καρποφορήσουν. Ἀλλὰ καὶ τὰ κλαδεύουν, γιὰ νὰ φέρουν καρπό. Δακρύζουν τὰ κλήματα, ὅταν τὰ κλαδεύουν, πονοῦν. Καὶ ὅμως ὁ πόνος φέρει τὸν καρπό, τὸ κλάδεμα φέρνει τὴν ἀφθονία.

Ἔτσι καὶ μὲ τὸν Χριστιανό. Τὸν κλαδεύει ὁ Θεός. Τοῦ στέλνει θλίψεις καὶ δοκιμασίες, φτώχειες, στερήσεις, κατατρεγμοὺς καὶ διώξεις. Τοῦ στέλνει ἀκόμη ἀρρώστιες καὶ θανάτους. Πονάει τότε ὁ χριστιανὸς καὶ στενάζει. Κλαίει καὶ θρηνεῖ. Ἀλλὰ καρποφορεῖ τὴν ὑπομονή, τὴν ἐγκαρτέρηση, τὴν ἐλπίδα, τὴν προσευχή. Μαθαίνει νὰ ἀγαπᾶ, νὰ συμπαθεῖ καὶ νὰ εὐσπλαγχνίζεται. Μαθαίνει νὰ στρέφεται πρὸς τὸν ἅγιο Θεὸ μὲ πίστη καὶ ἐλπίδα, νὰ ἀφοσιώνεται σ’Αὐτόν, νὰ ζητεῖ τὴν προστασία Του, νά μετανοεῖ, νὰ εἰρηνεύει, νὰ καταρτίζεται, νὰ τελειοποιεῖται. Ἰδοὺ ἡ πλουσία, ἁγία καρποφορία.

Ἀδελφοί, στὴν Ἁγία Γραφὴ ὁ Θεὸς λέει γιὰ τὴν ἄμπελό Του ὅτι περίμενε «τοῦ ποιῆσαι σταφυλὴν καὶ ἐποίησεν ἀκάνθας». Περίμενε δηλαδὴ νὰ βγάλει σταφύλια καὶ ἔβγαλε ἀγκάθια. Τὰ ἀγκάθια εἶναι οἱ συμπεριφορὲς τῶν Ἑβραίων τότε καὶ τῶν Χριστιανῶν σήμερα ποὺ μὲ τὶς πολλὲς ἁμαρτίες σταυρώνουμε τὸν Κύριο.

Εἶναι καταστροφικὸ νὰ συνεχίσουμε νὰ ἀφήνουμε στὸν χρόνο ποὺ κυλᾶ ἀκαλλιέργητο τὸ ἀμπέλι τῆς ψυχῆς μας, ποὺ συνεχίζει νὰ βγάζει ἀγκάθια. Εἶναι καιρὸς νὰ ἀναλάβουμε τὴν καλλιέργεια τῆς ψυχῆς μας. Νὰ δεχθοῦμεμὲ ὑπομονὴ τὸ κλάδεμα ποὺ τῆς κάνει ὁ Θεός, γιὰ νὰ καρποφορήσει τοὺς καρποὺς τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς ἁγιότητος ποὺ θὰ θρέψουν τὸν κόσμο καὶ θὰ σώσουν ὅλους μας. Ἀμήν

 


Κηρύγματα Αὐγούστου 2018 pdf 


ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ
ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΙΟΥΛΙΟΥ 2018

ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ (Ματθ. η΄ 28-θ΄1)
1 Ἰ­ου­λίου 2018

Ἡ Ἐκ­κλη­σία μας, ἀ­γα­πη­τοὶ ἀ­δελ­φοί, δι­δά­σκει ὅτι ὁ Θεός, πρὶν δη­μι­ουρ­γή­σει τὸν ὑ­λικὸ κό­σμο, δη­μι­ούρ­γησε τὸν πνευ­μα­τικὸ κό­σμο, δη­λαδὴ τοὺς Ἀγ­γέ­λους, ποὺ εἶ­ναι λο­γικά, ἀ­σώ­ματα καὶ ἐ­λεύ­θερα ὄντα. Κά­ποιοι Ἄγ­γε­λοι ὅ­μως ἔ­κα­ναν ἀν­ταρ­σία ἐναν­τίον τοῦ Θεοῦ ἀπὸ ὑ­πε­ρη­φά­νεια. Ἔτσι ἀπὸ Ἄγ­γε­λοι τοῦ Φω­τός, ἔ­πε­σαν καὶ ἔ­γι­ναν ἄγ­γε­λοι τοῦ σκό­τους. Εἶ­ναι οἱ Δαί­μο­νες ποὺ ἀν­τι­τάσσον­ται στὸ θέ­λημα τοῦ Θεοῦ, συ­κο­φαν­τοῦν, μι­σοῦν, ἀρ­νοῦν­ται τὸν Θεὸ καὶ ἐ­πα­να­στα­τοῦν ἐ­ναν­τίον Του. Ἔργο καὶ σκο­πός τους εἶ­ναι ἡ ἀ­πο­μά­κρυνση τοῦ ἀν­θρώ­που ἀπὸ τὸν Θεό. Ἡ ἐμ­πει­ρία βε­βαι­ώ­νει ὅτι ὁ δι­ά­βο­λος φέρ­νει πάντα τα­ραχή, κι ὅ­ταν ἀ­κόμη πα­ρου­σι­ά­ζε­ται ὡς ἄγ­γε­λος φω­τός. Με­γά­λος ἐ­χθρὸς λοι­πὸν ὁ δι­ά­βο­λος καὶ ἐμ­πό­διο στὴν σω­τη­ρία τοῦ ἀνθρώ­που.

Ὁ δι­ά­βο­λος πεί­ραξε ἀ­κόμη καὶ τὸν ἴ­διο τὸν Χρι­στό. Ὅ­μως, ἐνῷ εἶ­ναι με­γά­λος ἐ­χθρός, δὲν εἶ­ναι παν­το­δύ­να­μος. Πάνω ἀπὸ αὐ­τὸν κυ­ρι­αρ­χεῖ ὁ οὐ­ρά­νιος Πα­τέ­ρας, ὁ Σω­τή­ρας Χρι­στὸς καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο.

Ἡ κυ­ρι­αρ­χία τοῦ Χρι­στοῦ φαί­νε­ται στὸ ση­με­ρινὸ Εὐ­αγγελικὸ ἀ­νά­γνω­σμα, ὅ­ταν ἀ­παλ­λάσ­σει, ὅ­πως ἀ­κού­σαμε, τοὺς  δαι­μονισμέ­νους. Φτά­νει ὁ Κύ­ριος μὲ τοὺς μα­θη­τὲς ἀπὸ τὴν Κα­περ­να­οὺμ στὴν ἀ­πέ­ναντι ὄ­χθη τῆς λί­μνης Γε­ννη­σα­ρέτ, στὴν πόλη τῶν Γερ­γε­ση­νῶν, ὅ­που ζοῦν δύο δαι­μο­νι­σμέ­νοι. Χα­ρα­κτη­ρί­ζον­ται «χα­λε­ποὶ λίαν» καὶ εἶναι τόσο ἐ­πι­κίν­δυ­νοι, ὥ­στε κα­νέ­νας νὰ μὴν τολμᾶ νὰ πε­ρά­σει ἀπὸ τὸ δρόμο ἐ­κεῖ­νον. Ζοῦν στὰ μνή­ματα, ἄρα ἀ­πο­μο­νω­μέ­νοι ἀπὸ τὴν κοι­νω­νία τῶν ἀν­θρώ­πων.

 Οἱ ἄλ­λοι Εὐ­αγ­γε­λι­στὲς ση­μει­ώ­νουν πὼς ἔ­χουν καὶ δι­ά­σπαση προ­σω­πι­κό­τη­τας. Στὴν ἐ­ρώ­τηση τοῦ Ἰ­η­σοῦ ποιὸ εἶ­ναι τὸ ὄ­νομά σου, ἀ­παν­τοῦν: «λε­γεών, ὅτι πολ­λοὶ ἐσμέν». Πρά­γματι οἱ δαι­μο­νι­κὲς δυ­νά­μεις δι­α­σποῦν καὶ δι­αι­ροῦν τὸν ἄν­θρωπο. Ὁ δαιμο­νι­σμέ­νος ὄχι μόνο δὲν γνω­ρί­ζει τὸ ὄ­νομά του, ἀλλὰ καὶ τὸν δι­α­κα­τέ­χει τάση αὐτο­κα­τα­στρο­φῆς. Χα­ρα­κτη­ρι­στικὸ γνώ­ρι­σμα τοῦ σύγ­χρο­νου ἀ­πο­με­μα­κρυ­σμέ­νου ἀπὸ τὸν Θεὸ ἀν­θρώ­που.

Ὁ Χρι­στὸς βέ­βαια ἦλθε στὸν κό­σμο γιὰ νὰ λύ­σει τὰ ἔργα καὶ τὴν ἐ­ξου­σία τοῦ δι­α­βό­λου. Ἡ κυ­ρι­αρ­χία τοῦ Χρι­στοῦ καὶ ἡ νίκη Του φαί­νε­ται στὴ συ­νέ­χεια τοῦ Εὐαγ­γε­λίου.

Ἡ συ­ναί­σθηση τοῦ δαί­μονα στὸν δι­ά­λογο μὲ τὸν Χρι­στὸ ἀ­πο­κα­λύ­πτει τὴν ἀπρο­σμέ­τρητη δι­α­φορά. «Τί ἡ­μῖν καὶ σοὶ Υἱὲ τοῦ Θεοῦ»; Πρά­γματι, ὁ Χρι­στὸς εἶ­ναι ἀγάπη, ζωή, ἀ­λή­θεια ποὺ ὁ­δη­γεῖ στὴν σω­τη­ρία· οἱ δαί­μο­νες ταυ­τί­ζον­ται μὲ τὴν κακία, τὸ ψεῦ­δος, τὸ μῖ­σος, τὴν πλάνη, τὴν κα­τα­στροφὴ καὶ ὁ­δη­γοῦν στὴν αἰ­ώ­νια κα­τα­δίκη. Τὰ δαι­μό­νια ἀ­να­γνω­ρί­ζουν τὴ θε­ό­τητά Του καὶ πα­ρα­κα­λοῦν νὰ μὴν τὰ βασα­νί­σει. Ζη­τοῦν νὰ μποῦν στὴν ἀ­γέλη τῶν χοί­ρων. Ὁ Κύ­ριος τὸ ἐ­πι­τρέ­πει, μὲ ἀ­πο­τέ­λε­σμα οἱ χοῖ­ροι νὰ γκρε­μι­στοῦν καὶ νὰ πνι­γοῦν στὴ λί­μνη. Τε­λικὰ κα­τα­στρέ­φε­ται κα­θετὶ ποὺ ὑ­πο­τάσ­σε­ται στὶς δαι­μο­νι­κὲς δυ­νά­μεις, ἀπὸ τὸν ἄν­θρωπο μέ­χρι καὶ τὰ ζῶα.

Ἡ συμ­πε­ρι­φορὰ ὅ­μως τῶν ἀν­θρώ­πων εἶ­ναι ἐ­κείνη ποὺ βα­θιὰ ἀ­πελ­πί­ζει. «Πᾶσα ἡ πό­λις ἐ­ξῆλ­θεν εἰς συ­νάν­τη­σιν τῷ Ἰ­η­σοῦ, καὶ ἰ­δόν­τες αὐ­τὸν πα­ρε­κά­λουν, ὅ­πως μεταβῇ ἀπὸ τῶν ὁ­ρίων αὐ­τῶν».

 Ὁ Χρι­στὸς τοὺς τιμᾶ μὲ τὴν πα­ρου­σία του, τοὺς εὐ­ερ­γε­τεῖ, τοὺς δι­δά­σκει, τοὺς ἀ­παλ­λάσ­σει ἀπὸ τὰ δαι­μό­νια καὶ ἐ­κεῖ­νοι Τὸν ἀρ­νοῦν­ται. Τοῦ ζη­τοῦν νὰ ἐγ­κα­τα­λεί­ψει τὴ χώρα τους, νὰ ἀπομα­κρυν­θεῖ ἀπὸ τὴ ζωή τους. Δὲν τοὺς συμ­φέ­ρει ἡ πα­ρου­σία Του.

Ἡ πρα­γμα­τι­κό­τητα αὐτή, ἀ­δελ­φοί μου, ἐ­πα­να­λαμ­βά­νε­ται ἔμ­πρα­κτα στὴν κα­θη­με­ρι­νό­τητα τῶν ἀν­θρώ­πων. Οἱ ἴ­διοι ἐ­μεῖς οἱ χρι­στι­α­νοὶ λη­σμο­νοῦμε ὅτι ἀ­νή­κουμε στὸν Χρι­στὸ καὶ στὴν Ἐκ­κλη­σία Του. Ὅτι ἡ χάρη Του καὶ ἡ ἀ­γάπη Του μᾶς προ­στα­τεύ­ουν ἀπὸ κάθε δαι­μο­νικὴ ἐ­πιρ­ροή. Ὅτι τὰ  Ἅ­για Μυ­στή­ρια ἀ­πο­τε­λοῦν τὸ πνευ­ματικό μας ὁ­πλο­στά­σιο καὶ ὅτι Αὐ­τὸς εἶ­ναι ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς καὶ τῆς ἀ­θα­να­σίας μας.

 Στὴν δαι­μο­νο­ποι­η­μένη ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἀ­δι­α­φο­ρία μας κοι­νω­νία, ὁ Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος συ­νι­στᾶ «ἐν­δύ­σα­σθε τὴν πα­νο­πλίαν τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸ δύ­να­σθαι ὑ­μᾶς στῆ­ναι πρὸς τάς με­θο­δείας τοῦ δι­α­βό­λου» (Ἐ­φεσ. 6,11) , δι­ότι ἔτσι θὰ μπο­ρέ­σουμε νὰ ἀ­πο­φύ­γουμε τὰ πε­πυ­ρω­μένα βέλη τοῦ πο­νη­ροῦ τὰ καθ’ ἡ­μῶν δο­λίως κι­νού­μενα.

Τὴν δὲ προ­σευχή μας ἂς τὴν ἐ­πα­να­λαμ­βά­νουμε ἀ­κατάπαυ­στα, ὅ­πως μᾶς τὴν δί­δαξε ὁ Χρι­στὸς «Πά­τερ ἡ­μῶν ὁ ἐν τοῖς οὐ­ρα­νοῖς…ρῦ­σαι ἡ­μᾶς ἀπὸ τοῦ πο­νη­ροῦ».  Ἀ­μήν.

 

 


 

ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ (Ματθ. θ΄ 1-8)
8 Ἰ­ου­λίου 2018

Τὸ θαῦμα τῆς θε­ρα­πείας τοῦ πα­ρα­λυ­τι­κοῦ τῆς Καρ­πε­να­ούμ ἔγινε ἀ­φορμὴ νὰ ἀ­πο­κα­λυ­φθεῖ γιὰ μιὰ ἀ­κόμα φορὰ ἡ θεία δύ­ναμη καὶ ἐ­ξου­σία τοῦ Χρι­στοῦ. Νὰ πι­στο­ποι­η­θεῖ ἡ ἀ­λή­θεια καὶ ἡ αὐ­θεντικό­τητα τοῦ λόγου Του. Νὰ δη­λω­θεῖ, κατὰ τὸν σα­φέ­στερο τρόπο, ἡ νίκη τοῦ Θεοῦ πάνω στὴ δύ­ναμη τοῦ δι­α­βό­λου καὶ τῆς ἁ­μαρ­τίας.

Τὰ θαύ­ματα ἐ­νι­σχύ­ουν τὴν πί­στη τῶν ἁ­πλῶν καὶ τα­πει­νῶν ἀν­θρώ­πων στὴν καρ­διὰ ποὺ δέ­χον­ται γιὰ Σω­τῆρα καὶ Κύ­ριό τους τὸν Χρι­στό. Ἡ δοξο­λο­γία τοῦ Θεοῦ εἶ­ναι τὸ φυ­σικὸ ἐ­πα­κό­λουθο κάθε θαύ­μα­τος.

Στὸ ση­με­ρινὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο, ὅ­μως, βλέ­πουμε τοὺς γραμ­μα­τεῖς καὶ τοὺς φα­ρι­σαί­ους νὰ στε­νο­χω­ροῦν­ται καὶ νὰ ἐκ­φρά­ζον­ται ἀρ­νη­τικὰ γιὰ τὸ θαῦμα ποὺ ζοῦν, λέ­γον­τες «Οὗ­τος βλα­σφη­μεῖ», ὅ­ταν ὁ Κύ­ριος θε­ρα­πεύει πρῶτα τὴν ψυχὴ τοῦ πα­ρα­λυ­τι­κοῦ μὲ τὴ φράση «θάρ­σει τέ­κνον˙ ἀ­φέ­ων­ταί σοι αἱ ἁ­μαρ­τίαι σου». Καὶ ὁ Κύ­ριος ὡς παν­το­γνώ­στης δι­α­βά­ζει τὶς καρ­διὲς καὶ τὶς σκέ­ψεις τους, καὶ  ἀ­πο­κα­λύ­πτον­τας ὅτι «ἐ­ξου­σίαν ἔ­χει ὁ υἱὸς τοῦ ἀν­θρώ­που ἀ­φι­έ­ναι ἁ­μαρ­τίας», λέ­γει στὸν πα­ρα­λυ­τικὸ «Ἐ­γερ­θεὶς ἆ­ρον σου τὴν κλί­νην καὶ ὕ­παγε εἰς τὸν οἶ­κόν σου». Ἔτσι ἔ­γινε ἔμ­πρα­κτα φα­νερὸ ὅτι ὁ Χρι­στὸς εἶ­ναι παν­το­δύ­να­μος καὶ παν­το­γνώ­στης, γε­μᾶ­τος ἀ­γάπη γιὰ τὰ πλά­σματά Του.

Τί ση­μαί­νει ὅ­μως γιὰ τὸν κα­θένα μας τὸ γε­γο­νὸς ὅτι ὁ Χρι­στὸς εἶ­ναι παν­το­γνώ­στης καὶ γνω­ρί­ζει κάθε λε­πτο­μέ­ρεια τῆς ζωῆς μας;

Μὲ τὴ σκέψη ὅτι ὁ Χρι­στὸς εἶ­ναι παν­το­γνώ­στης πα­ρη­γο­ρούμεθα. Εἶναι ἀ­πο­τε­λε­σμα­τικὸ νὰ ξέ­ρουμε ὅτι ὁ Κύ­ριος εἶ­ναι δί­πλα μας, γιὰ νὰ μᾶς ἐνι­σχύει, νὰ πα­ρα­κο­λου­θεῖ τὶς δυ­σκο­λίες μας καὶ νὰ ἐ­πεμ­βαί­νει, ὅ­ταν τὸ ἀπαι­τεῖ τὸ πνευ­μα­τικό μας συμ­φέ­ρον. Τὴν πρα­γμα­τι­κό­τητα αὐτὴ τὴν κα­τα­λα­βαί­νουμε σὲ στι­γμὲς πνευ­μα­τι­κῆς πλη­ρό­τη­τας, ποὺ ἡ χάρη Του δι­α­πο­τί­ζει τὴν καρ­διά μας. Ἀλλὰ καὶ ὅ­ταν περ­νοῦμε κά­ποια δο­κι­μα­σία, ποὺ κάθε ἀν­θρώ­πινη βο­ή­θεια εἶ­ναι ἀ­νί­σχυρη, βρί­σκουμε κα­τα­φύ­γιο «εἰς τὸν μό­νον δυ­νά­με­νον σώ­ζειν».

Ἡ βε­βαι­ό­τητα ὅτι εἶ­ναι Παν­το­γνώ­στης μᾶς βο­ηθεῖ ἐ­πί­σης νὰ σκε­φθοῦμε ὀρθά, ἐ­πειδὴ ὁ ἐ­χθρός μας δι­ά­βο­λος προ­σπα­θεῖ νὰ μᾶς πεί­σει ὅτι κα­νεὶς δὲν μᾶς βλέ­πει καὶ κα­νεὶς δὲν θὰ μά­θει ποτὲ τὸ κακὸ ποὺ κά­νουμε.

Τέ­λος, ἡ βε­βαι­ό­τητα ὅτι ὁ Χρι­στὸς εἶ­ναι Παν­το­γνώ­στης, πα­ρη­γο­ρεῖ τὸν ἀ­γῶνα μας, ὅ­πως φαί­νε­ται καὶ στὴν πε­ρί­πτωση τοῦ πα­ρα­λυ­τι­κοῦ τῆς ση­με­ρι­νῆς Εὐ­αγ­γε­λι­κῆς πε­ρι­κο­πῆς, στὸν ὁ­ποῖον ἀ­πευ­θυ­νό­με­νος ὁ Χρι­στὸς εἶπε «Θάρ­σει τέ­κνον», ἐ­νι­σχύ­ον­τας  ἔτσι τὶς δυ­νά­μεις του καὶ κάθε ἄν­θρωπο, ποὺ σή­μερα πε­ρισ­σό­τερο ἀπὸ ποτὲ ἔ­χει ἀ­νάγκη ἀπὸ ἐλ­πίδα καὶ ψυ­χικὴ στή­ριξη.

Ἀ­δελ­φοί μου, ὅ­λοι ἔ­χουμε ἀ­νάγκη τὴν σῴ­ζουσα καὶ ζων­τανὴ πί­στη, ἡ ὁ­ποία, ὅ­ταν ὑ­πη­ρε­τεῖ τὸν πλη­γω­μένο ἄν­θρωπο, βε­βαι­ώ­νει μὲ τὸν πιὸ χει­ρο­πι­α­στὸ τρόπο ὅτι ἡ παν­το­δυ­να­μία τοῦ Θεοῦ δὲν εἶ­ναι ὑ­πό­θεση τοῦ μυ­α­λοῦ μας ἀλλὰ τῆς καρ­διᾶς μας.

Αὐτό, βέ­βαια, δὲν ση­μαί­νει ἕ­να πρό­χειρο συ­ναι­σθη­μα­τι­σμὸ ποὺ ἀφορᾶ ἐ­πι­φα­νει­ακὰ θρη­σκευ­ό­με­νους  ἀν­θρώ­πους, ἀλλὰ εἶ­ναι τὸ βα­θύ­τερο γνώ­ρι­σμα τῶν  ἀ­γω­νι­στῶν  ποὺ ἀ­να­κά­λυ­ψαν τὴν οὐ­σία τῆς ὕ­παρ­ξής τους. Αὐ­τοὶ εἶ­ναι οἱ νι­κη­τὲς τῆς πα­ρού­σας ζωῆς καὶ οἱ κλη­ρο­νό­μοι τῆς αἰ­ώ­νιας πρα­γμα­τι­κό­τη­τας.

 

 


 

ΚΥΡΙΑΚΗ Z΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ (Πρός Τίτον γ΄ 8-15)
15 Ἰ­ου­λίου 2018

Ἡ Εὐ­αγ­γε­λικὴ πε­ρι­κοπὴ ποὺ ἀ­κού­σαμε σή­μερα, ἀ­γα­πη­τοὶ ἀ­δελ­φοί, ἀ­πο­τε­λεῖ τμῆμα τῆς ἐπὶ τοῦ ὄ­ρους ὁ­μι­λίας τοῦ Χρι­στοῦ καὶ ἔ­χει ὡς κεν­τρικὸ θέμα τὴν ἀ­γω­νι­ώδη μέ­ρι­μνα τῶν ἀν­θρώ­πων γιὰ τὴ ζωή, ἔ­ναντι τῆς ὁ­ποίας ὑ­πο­γραμ­μί­ζει τὴν ἀ­πό­λυτη ἐμ­πι­στο­σύνη στὴν πρό­νοια τοῦ Θεοῦ. Εὔ­λογα ὅ­μως ἀ­κού­γον­τας αὐτά, θὰ δι­ε­ρω­τη­θεῖ κα­νεὶς μή­πως ἔτσι κα­τα­δι­κά­ζε­ται ἡ προ­σπά­θεια τοῦ ἀν­θρώ­που νὰ φρον­τί­ζει τὸν ἑ­αυτό του καὶ τὴν οἰ­κο­γέ­νειά του. Θὰ ἦ­ταν αὐ­το­νό­ητα πα­ρα­νό­ηση τοῦ λό­γου τοῦ Θεοῦ νὰ ὑ­πο­στη­ρί­ξει κα­νεὶς κάτι τέ­τοιο. Ἡ φρον­τίδα γιὰ τὴ ζωὴ δὲν ἀ­πορ­ρέει μόνο ἀπὸ τὴ στοι­χει­ώδη λο­γική, ἀλλ’ ἀ­πο­τε­λεῖ καὶ ἐν­τολὴ τοῦ Θεοῦ.

Σή­μερα βέ­βαια ὁ ἄν­θρω­πος ἔ­χει με­τα­βάλει αὐτὴ τὴ φρον­τίδα ἀπὸ μέσο δι­α­τή­ρη­σης τῆς ζωῆς σὲ σκοπὸ καὶ πε­ρι­ε­χό­μενο τῆς ζωῆς. Γι’ αὐτὸ ὁ Χρι­στὸς λέει: «οὐ δύ­να­σθε Θεῷ δου­λεύ­ειν καί μα­μωνᾷ» (Μτθ. 6,24). Ὁ Θεὸς κι ὁ μα­μω­νᾶς δὲν εἶ­ναι δύο ἰ­σό­τιμα καὶ ἰ­σο­δύ­ναμα μέρη. Δι­α­φέ­ρουν ρι­ζικὰ καὶ οὐ­σι­α­στικά. Ὁ Θεὸς εἶ­ναι πρό­σωπο, Πα­τέ­ρας, ποὺ δί­νει ἀ­γάπη καὶ ζωή, ποὺ κά­νει σύν­τροφο καὶ συ­νο­μι­λητή του τὸν ἄν­θρωπο. Ὁ μα­μω­νᾶς εἶ­ναι πρᾶ­γμα ἄ­ψυχο, χω­ρὶς ζωὴ καὶ ἀ­γάπη, χω­ρὶς ἴ­χνος ἀν­θρω­πιᾶς, ποὺ κά­νει τὸν ἄν­θρωπο ὅ­μοιό του, δη­λαδὴ ἄ­ψυχο πρᾶ­γμα. Τὸ δί­λημμα λοι­πὸν δὲν εἶ­ναι νὰ δι­α­λέ­ξει κα­νεὶς ἕνα κύ­ριο, ἀλλὰ νὰ δι­α­μορ­φώ­σει τὴν προ­σω­πι­κό­τητά του ἤ νὰ τὴν ἀρ­νη­θεῖ, νὰ προ­τι­μή­σει τὸ εἶ­ναι ἤ τὸ ἔ­χειν, τὴ ζωὴ ἤ τὸ θά­νατο. Δὲν πρό­κει­ται γιὰ μιὰ ἠ­θικὴ ἐ­πι­λογὴ τοῦ ἀν­θρώ­που, ἀλλὰ γιὰ τὴ δι­α­μόρ­φωσή του σὲ ἄν­θρωπο ἤ ὄχι. Ὅλα ὅσα ἀ­κο­λου­θοῦν εἶ­ναι ἁ­πλὲς συ­νέ­πειες, ἐκ­δη­λώ­σεις ποὺ δεί­χνουν τί προ­τί­μησε ὁ ἄν­θρω­πος.

Αὐ­τὲς τὶς συ­νέ­πειες μᾶς δεί­χνει στὴ συ­νέ­χεια τῆς πε­ρι­κο­πῆς ὁ Χρι­στὸς μ’ ἕνα πα­ρά­δει­γμα ἀπὸ τὴν κα­θη­με­ρινή μας ζωή. Ὅ­λος ὁ κό­πος κι ἡ φρον­τίδα μας εἶ­ναι ν’ ἀ­πο­κτή­σουμε, νὰ ἔ­χουμε, νὰ κα­τέ­χουμε. Νὰ κα­τέ­χουμε ὅσα χρει­α­ζό­μα­στε σὲ ὅλα τὰ ἐ­πί­πεδα τῆς ζωῆς, ἐ­πειδὴ δῆ­θεν αὐτὰ δι­α­σφα­λί­ζουν τὸ μέλ­λον μας. Ἀ­κόμα κι οἱ δι­α­προ­σω­πι­κές μας σχέ­σεις αὐ­τὴν τὴν βα­θύ­τερη δι­ά­θεση ἐ­ξω­τε­ρικὰ ἐκ­φρά­ζουν.

Συ­νη­θί­ζουμε νὰ το­νί­ζουμε τὸ πόσο μᾶς ἀ­γα­ποῦν, παρὰ τὸ πόσο ἀ­γα­ποῦμε. Τό ἴ­διο κά­νουμε με­ρι­κὲς φο­ρὲς καὶ μὲ τὸν Θεό, ὅ­ταν φυ­σικὰ τὸν θυ­μό­μα­στε. Ζη­τοῦμε νὰ πά­ρουμε, χω­ρὶς ποτὲ νὰ δί­νουμε.

Εἶ­ναι ὁ­λο­φά­νερο, ἀ­γα­πη­τοί μου, πὼς ἔ­χουμε χά­σει τὴν ἀν­θρώ­πινη ὑ­πό­στασή μας, ἀ­φοῦ καὶ τὸν Θεὸ τὸν με­τα­βά­λαμε σὲ ὑ­πη­ρέτη τῶν ἀ­ναγ­κῶν μας. Δὲν εἶ­ναι ὅ­μως μόνο τρα­γικὴ αὐτή μας ἡ πο­ρεία. Εἶ­ναι καὶ πα­ρά­λογη, ὅ­πως φαί­νε­ται μὲ τὰ ἁ­πλᾶ πα­ρα­δεί­γματα ποὺ δί­νει ὁ Χρι­στός. Πα­ρά­λογη, δι­ότι ξε­χνᾶ τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς, ὅ­πως ἐμ­φα­νί­ζε­ται στὸν κό­σμο. Τὰ ἀ­γρι­ο­λού­λουδα καὶ τὰ πε­τεινὰ τοῦ οὐ­ρα­νοῦ δὲν κα­τέ­χουν τί­ποτε. Ὑ­πάρ­χουν, ἐ­πειδὴ τὰ φρον­τί­ζει ὁ Θεός. Ὁ Θεός ποὺ εἶ­ναι αὐ­το­ζωή. Δὲν ἔ­χει ἁ­πλᾶ ὁ Θεὸς ζωή, ἀλλά εἶ­ναι ὁ Ἴδιος ἡ ζωή, τὴν ὁ­ποία χο­ρη­γεῖ. Γι’ αὐτὸ δί­νει ζωὴ στὸν κό­σμο, χω­ρὶς νὰ φοβᾶ­ται ὅτι θὰ τὴ στε­ρη­θεῖ ὁ ἴ­διος. Γι’ αὐτὸ ὁ Χρι­στὸς ἔ­γινε ἄν­θρω­πος, χω­ρὶς νὰ φο­βη­θεῖ τὸν θά­νατο. Ὁ θά­να­τος μπο­ρεῖ ν’ ἀ­φαι­ρέ­σει κάτι ποὺ ὁ ἄλ­λος ἔ­χει, ἀλλὰ δὲν μπο­ρεῖ νὰ με­τα­βά­λει τὸ Εἶ­ναι. Γι’ αὐτὸ φο­βᾶ­ται ἄλ­λω­στε ὁ ἄν­θρω­πος τὸν θά­νατο. Φο­βᾶ­ται ἐ­πειδὴ θὰ τοῦ στε­ρή­σει ὅσα ἔ­χει, τὰ ὁ­ποῖα καὶ ταυ­τί­ζον­ται μὲ τὴ ζωή. Αὐτὴ ὅ­μως εἶ­ναι λαν­θα­σμένη το­πο­θέ­τηση, δι­ότι ὁ ἄν­θρω­πος εἶναι ὕ­παρξη, εἶ­ναι ζωή, ἐνῷ ὁ θά­να­τος ἔ­χει ἐ­ξου­σία μόνο στὰ περὶ τὴν ζωὴ, δηλαδὴ στὰ πρά­γματα.

Συ­νε­πῶς, ἀ­δελ­φοί μου, ἡ με­τά­βαση στὸ χῶρο τοῦ εἶ­ναι, τῆς ζωῆς δηλαδή, πρέ­πει ν’ ἀ­πο­τε­λεῖ τὸ μο­να­δικὸ μέ­λημα τοῦ ἀν­θρώ­που. Ἔτσι, θὰ λυ­τρω­θεῖ ἀπὸ τὴ φθορὰ καὶ τὸ θά­νατο, χω­ρὶς νὰ ἀ­γω­νί­ζε­ται κάτω ἀπὸ δε­σμά.

Ἡ αὐ­τό­βουλη καὶ συ­νει­δητὴ ἔν­ταξη στὸ χῶρο τῆς ζωῆς, δη­λαδὴ στὴ Βασι­λεία τοῦ Θεοῦ, στὴν καινὴ κτίση ποὺ ἐγ­και­νί­ασε ὁ Χρι­στός, προ­βάλ­λει ὡς ἡ μόνη ἀ­σφα­λὴς καὶ βε­βαία λύση ζωῆς. Κι ἐδῶ πρέ­πει νά θυ­μη­θοῦμε πώς ἡ βα­σι­λεία τοῦ Θεοῦ δέν εἶ­ναι μιά προ­σφορά νέων πρα­γμά­των ἀπὸ τὸν Θεὸ στὸν ἄν­θρωπο.

Ἡ Βα­σι­λεία τοῦ Θεοῦ εἶ­ναι ἡ σάρ­κωσή Του στὸ ἀν­θρώ­πινο πρό­σωπο. Εἶ­ναι ἡ ἐ­πα­να­το­πο­θέ­τηση τοῦ ἴ­διου τοῦ ἀν­θρώ­που ἀπὸ τὸν ἄ­στοχο τρόπο τοῦ ἔ­χειν, τῆς κα­το­χῆς, στὸν σω­τή­ριο στόχο τοῦ Εἶ­ναι, τῆς ζωῆς.

Μὲ αὐτὴ τὴν ἔν­νοια ὁ Χρι­στὸς προ­τρέ­πει τοὺς μα­θη­τές Του νὰ ζη­τοῦν καὶ νὰ ἐ­πι­δι­ώ­κουν πρῶτα τὴν βα­σι­λεία τοῦ Θεοῦ, ἀ­φοῦ μετὰ ἀπὸ αὐτό τὸν πόθο, θὰ προ­σθέ­σει ὁ Ἴ­διος ὅσα ἄλλα χρει­ά­ζον­ται, γιὰ νὰ γί­νουν κλη­ρο­νό­μοι τῆς Βα­σι­λείας Του. Ἀ­μήν.

 

 


 

ΚΥΡΙΑΚΗ H΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ (Ματθ. ιδ΄ 14-22)
22 Ἰ­ου­λίου 2018

Ὅλα ὅσα κά­νει ὁ Ὕ­ψι­στος εἶ­ναι ἀ­πα­ραί­τητα. Δὲν κά­νει τί­ποτα ἄ­σκοπο, τίποτα ὑ­περ­βο­λικό, τί­ποτα ποὺ νὰ μὴ χρει­ά­ζε­ται. Γι­ατί με­ρι­κοὶ ἄν­θρω­ποι πε­ρι­φέ­ρον­ται τόσο ἄ­σκοπα καὶ κά­νουν τόσο ἀ­δι­ά­φορα πρά­γματα; Ἐ­πειδὴ δὲν εἶ­ναι βέβαιοι γιὰ τὸν σκοπὸ τῆς ζωῆς τους, γιὰ τὸν προ­ο­ρι­σμὸ τοῦ ἐ­πί­γειου τα­ξι­διοῦ τους. Γι­ατί με­ρι­κοὶ ἄν­θρω­ποι ὑ­περ­φορ­τώ­νον­ται μὲ ἄ­σκο­πες ὑ­πο­χρε­ώ­σεις, προ­βαί­νουν σὲ ὑ­περ­βο­λι­κὲς ἐ­νέρ­γειες, σὲ ση­μεῖο ποὺ νὰ μὴν μπο­ροῦν νὰ κι­νοῦν­ται ἐ­λεύ­θερα κάτω ἀπὸ τέ­τοιο βά­ρος ὑ­πο­χρε­ώ­σεων; Ἐ­πειδὴ δὲν γνω­ρί­ζουν τὸ ἕνα πρᾶ­γμα, «οὗ ἐ­στι χρεία».

     Γιὰ νὰ βο­η­θή­σει ὁ Κύ­ριος τὸν ἄν­θρωπο νὰ μα­ζέ­ψει τὸν δι­α­σκορ­πι­σμένο νοῦ του, νὰ θε­ρα­πεύ­σει τὴ δι­χα­σμένη καρ­διά του καὶ νὰ συγ­κρο­τή­σει τὴν ἀ­νε­ξέ­λεγ­κτη δύ­ναμή του, ἀ­ποκάλυψε τὸν ἕνα καὶ μο­να­δικὸ στόχο ποὺ εἶ­ναι ἀ­πα­ραί­τη­τος. Τὴν Βα­σι­λεία τοῦ Θεοῦ. Πόσο ἄ­σκοπη εἶ­ναι ἀ­λή­θεια ἡ ζωὴ τοῦ ἀν­θρώ­που ποὺ ἀγω­νί­ζε­ται νὰ ἐ­πι­τύ­χει δι­ά­φο­ρους στό­χους! Πόσο ἀ­ναί­σθητη εἶ­ναι ἡ δι­χα­σμένη καρ­διά! Πόσο ἀ­δύ­ναμη εἶ­ναι ἡ θέ­ληση, ὅ­ταν ἡ δύ­ναμή της κα­τα­κερ­μα­τί­ζε­ται!

 Ἑ­νός ἐ­στι χρεία. Μόνο ἕνα πρᾶ­γμα μᾶς χρει­ά­ζε­ται. Ἡ Βα­σι­λεία τοῦ Θεοῦ. Ὁ Χρι­στὸς προ­σπά­θησε νὰ στρέ­ψει τὰ μά­τια καὶ τὴν προ­σοχὴ ὅ­λων τῶν ἀν­θρώ­πων πρὸς αὐ­τὸν τὸν προ­ο­ρι­σμό. Ὅ­ποιος σκέ­φτε­ται ἔτσι, ἔ­χει ἕνα μόνο στόχο. Τὸν Θεό. Ἕνα αἴ­σθημα. Τὴν ἀ­γάπη. Μία νο­σταλ­γία. Νὰ πλη­σι­ά­σει τὸν Θεό. Μα­κά­ριος εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νος ποὺ ἔ­φτασε σ’ αὐτὸ τὸ μέ­τρο. Ὁ ἄν­θρω­πος αὐ­τὸς ἔ­χει γί­νει σὰν τὸ φακὸ ποὺ συγ­κεν­τρώ­νει τὶς ἀ­κτῖ­νες τοῦ ἥ­λιου, γιὰ νὰ δη­μι­ουρ­γή­σει φω­τιά.

 Τὰ λό­για ποὺ εἶπε ὁ Χρι­στὸς στὴ Μάρθα, «Μάρθα, Μάρθα, με­ρι­μνᾶς καὶ τυρ­βάζῃ περὶ πολλά, ἑ­νὸς δέ ἐ­στι χρεία» (Λουκ. ι΄, 41- 42), ἦ­ταν στὴν πρα­γμα­τι­κό­τητα ἕ­νας ἔλεγχος, μία προ­ει­δο­ποί­ηση στὸν κό­σμο ὁ­λό­κληρο. Κι αὐτὸ τὸ ἕνα ποὺ ἔ­χουμε πρα­γμα­τικὴ ἀ­νάγκη εἶ­ναι ἡ Βα­σι­λεία τοῦ Θεοῦ ( Ματθ. στ΄, 33). Γιὰ ὅλα ὅσα εἶπε καὶ ἔ­κανε ὁ Κύ­ριος, εἶχε στὸν νοῦ του τὸν στόχο αὐτό. Ἐ­κεῖ εἶχε συγ­κεν­τρω­θεῖ ὅλη ἡ φλόγα, ποὺ φω­τί­ζει τοὺς τα­ξι­δι­ῶ­τες ἐ­κεί­νους ποὺ πε­ρι­φέ­ρον­ται γύρω ἀπὸ τὶς χαρά­δρες καὶ τοὺς ἀ­νε­μο­στρό­βι­λους τῆς πρό­σκαι­ρης αὐ­τῆς ζωῆς.

  Ὅλα ὅσα κά­νει ὁ Ὕ­ψι­στος εἶ­ναι ἀ­πα­ραί­τητα. Τὰ πάντα γί­νον­ται μ᾽ αὐ­τὸν τὸν ὕ­ψι­στο, τὸ μο­να­δικὸ στόχο. Ὅλα εἶ­ναι ἀ­πα­ραί­τητα, τόσο τὰ λό­για ποὺ λέει ὅσο καὶ τὰ ἔργα ποὺ κά­νει. Δὲν ὑ­πάρ­χει οὔτε ἕ­νας ἀρ­γὸς λό­γος οὔτε ἕνα ἀ­χρεί­α­στο ἔργο. Καὶ πόσο καρ­πο­φόρα ἦ­ταν τὰ λό­για καὶ τὰ ἔργα Του! Πόσα ἑ­κα­τομ­μύ­ρια φο­ρὲς ἔ­χει καρ­πο­φο­ρή­σει κάθε λό­γος καὶ κάθε Του πράξη ὣς τὶς μέ­ρες μας ! Πόσο γλυ­κός, εὐ­ω­δι­α­στὸς καὶ ζω­ο­γό­νος εἶ­ναι ὁ καρ­πὸς αὐ­τός !

 Γι­ατὶ ὁ Κύ­ριος δέν με­τέ­τρεψε τὶς πέ­τρες σὲ ψω­μιά, ὅ­ταν τοῦ τὸ ζή­τησε ὁ σα­τα­νᾶς; Σὲ δύο με­τα­γε­νέ­στε­ρες πε­ρι­πτώ­σεις, ὅ­ταν γύρω Του ὑ­πῆρχε ἕνα πει­να­σμένο πλῆ­θος, πολ­λα­πλα­σί­ασε τὸ λίγο ψωμὶ σὲ μία τε­ρά­στια πο­σό­τητα, ὥ­στε μετὰ τὴ δι­α­τροφὴ τοῦ πλή­θους, πε­ρίσ­σεψε πε­ρισ­σό­τερο ψωμὶ ἀπ᾽ ὅσο ἦ­ταν ἀρ­χικά. Τὸ πρῶτο θαῦμα ὅ­μως (ἡ με­τα­τροπὴ τῶν λί­θων σὲ ψωμὶ) ἦ­ταν κάτι ἀ­δό­κιμο, ἀ­νάρ­μο­στο, ἄ­τοπο. Τὸ δεύ­τερο θαῦμα (ὁ πολ­λα­πλα­σι­α­σμὸς τῶν ἄρ­των) ἦ­ταν κα­τάλ­ληλο, ἀ­πα­ραί­τητο καὶ ται­ρι­α­στό.

Γι­ατὶ ὁ Κύ­ριος δὲν ἔ­δωσε «ση­μεῖον ἐκ τοῦ οὐ­ρα­νοῦ» στοὺς Φα­ρι­σαί­ους, ὅ­ταν Τοῦ τὸ ζή­τη­σαν; Δὲν ἔ­δωσε τέ­τοια ση­μεῖα ἀπὸ τὸν οὐ­ρανὸ σὲ ἀ­μέ­τρη­τες πε­ρι­πτώ­σεις, ὅ­πως σὲ θαύ­ματα-θε­ρα­πεῖες ἄρ­ρω­στων, λε­πρῶν, δαι­μο­νι­σμέ­νων, δὲν ἀ­νέ­στησε νε­κρούς; Κάθε ση­μεῖο ἀπὸ τὸν οὐ­ρανὸ στοὺς φθο­νε­ροὺς Φα­ρι­σαί­ους ὅ­μως θὰ ἦ­ταν ἀ­νάρ­μο­στο, ἀ­κα­τάλ­ληλο καὶ ὑ­περ­βο­λικό, ἐνῷ σὲ ἄλ­λες πε­ρι­πτώ­σεις θὰ ἦταν κα­τάλ­ληλο, ἀ­πα­ραί­τητο καὶ ται­ρι­α­στό.

( Ἀπὸ τὸ βι­βλίο τοῦ Ἁ­γίου Νι­κο­λάου Βε­λι­μί­ρο­βιτς  «Ὁ­μι­λίες Δ΄´ – Κυ­ρι­α­κο­δρό­μιο», ἐκδ. Πέ­τρου Μπότση, 2012 ).

 


ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ (Ματθ. ιδ΄ 22-34)
29 Ἰ­ου­λίου 2018

Μιὰ χα­ρα­κτη­ρι­στικὴ ἐ­ναλ­λαγὴ τόλ­μης καὶ φό­βου, ἐμ­πι­στο­σύ­νης καὶ δι­στα­γμοῦ ἀ­πο­κα­λύ­πτε­ται στὴν πε­ρι­πέ­τεια τοῦ ἀ­πο­στό­λου Πέ­τρου μέσα στὴν τα­ρα­γμένη θά­λασσα τῆς Γε­ννη­σα­ρέτ, τὴν ὁ­ποία πε­ρι­γρά­φει τὸ ση­με­ρινὸ Εὐ­αγ­γε­λικὸ ἀ­νά­γνω­σμα. Πρό­κει­ται γιὰ ψυ­χο­λο­γία τυ­πικὰ ἀν­θρώ­πινη, ποὺ μᾶς βο­ηθεῖ νὰ κα­τα­νο­ή­σουμε καὶ ἐ­μεῖς κάτι πε­ρισ­σό­τερο ἀπὸ τὴν πνευ­μα­τική μας προ­σω­πικὴ πε­ρι­πέ­τεια.

Τὸ πρῶτο μέ­ρος τῆς Πε­ρι­κο­πῆς εἶ­ναι μιὰ στι­γμὴ αὐ­θόρ­μη­της πί­στεως. Ὁ ἀ­πό­στο­λος Πέ­τρος, πλημ­μυ­ρι­σμέ­νος ἀπὸ ἀ­φο­σί­ωση καὶ ἐμ­πι­στο­σύνη, ζη­τάει νὰ ἔρ­θει ὅσο τὸ δυ­νατὸ συν­το­μό­τερα κοντὰ στὸν Χρι­στό. «Κύ­ριε, ἂν εἶ­σαι Σύ, τότε δῶσε μου δι­α­ταγὴ νὰ ἔρθω κοντὰ Σου πάνω στὰ νερά». Τότε ἡ σκέψη τοῦ Πέ­τρου ἦ­ταν ἐ­πί­μονα στραμ­μένη στὸν Χρι­στό.

Ἕνα ἄλλο στοι­χεῖο εἶ­ναι ἡ τόλμη ποὺ ἀ­να­πτύσ­σε­ται μέσα σ’ αὐ­τὴν τὴν ἐμ­πι­στο­σύνη. Ἀ­νά­μεσα στὸν μα­θητὴ καὶ στὸν Δι­δά­σκαλο ὑ­πάρ­χουν τρι­κυ­μι­σμένα κύ­ματα. Ἀλλὰ ἡ ἐ­σω­τε­ρικὴ βε­βαι­ό­τητα τοῦ Πέ­τρου δὲν ἐ­ξαρ­τᾶ­ται ἀπὸ ἐ­ξω­τε­ρικὰ στοι­χεῖα. Ἐ­κεῖνο ποὺ βα­ρύ­νει δὲν εἶ­ναι ἡ φουρ­τούνα ἀλλὰ ὁ Ἰ­η­σοῦς Χρι­στὸς ποὺ βρί­σκε­ται κοντά του. Ὅ­ποιος ἀ­τε­νί­ζει στα­θερὰ τὸ πρό­σωπο τοῦ Χρι­στοῦ, ὅ­ποιος εἶ­ναι ἕ­τοι­μος νὰ Τὸν ἀ­κο­λου­θή­σει, νὰ συ­σταυ­ρω­θεῖ μὲ τὸν Χρι­στό, εἶ­ναι σὲ θέση νὰ βα­δί­σει πάνω στὶς πιὸ ἀμ­φί­βο­λες, ἀβέ­βαιες καὶ στὶς πιὸ ρευ­στὲς κα­τα­στά­σεις, ἀ­κόμη καὶ πάνω στὰ ὕ­δατα.

Ἕνα τρίτο στοι­χεῖο εἶ­ναι ὅτι ὁ Πέ­τρος ζη­τεῖ συγ­κα­τά­θεση. «Κέ­λευ­σόν με πρός σε ἐλ­θεῖν ἐπὶ τὰ ὕ­δατα».  Δός μου τὴν ἄ­δεια, δός μου τὴν συγ­κα­τά­θεσή Σου, τὴ δι­α­ταγὴ νὰ ἔρθω κοντὰ Σου. Καὶ τὰ πιὸ τολ­μηρὰ πνεύ­ματα πρέ­πει πάντα νὰ ζη­τοῦν τὴ συγ­κα­τά­θεση τοῦ Χρι­στοῦ στὰ σχέ­διά τους καὶ νὰ περι­μέ­νουν τὸ «ἐλθὲ» τοῦ Κυ­ρίου. Ἔτσι δεί­χνουν, ὄχι ἁ­πλῶς ὅτι ἔ­χουν ἐμ­πι­στο­σύνη στὸν Χρι­στό, ἀλλὰ ὅτι ἐ­ξαρ­τοῦν τὸ πᾶν ἀπὸ Ἐ­κεῖ­νον, ὅτι δὲν τολ­μοῦν νὰ προ­χω­ρή­σουν χω­ρὶς τὴ δική Του εὐ­λο­γία.

Στὴν πρώτη πε­ρί­πτωση ὁ Πέ­τρος εἶχε ἕνα ζων­τανὸ δι­ά­λογο μὲ τὸν Δι­δά­σκαλο. Ἄ­κουσε τὸν Ἰ­η­σοῦ νὰ λέει: «Θαρ­σεῖτε, ἐγὼ εἶ­μαι, μὴ φο­βᾶ­στε». Τότε ὁ μα­θη­τὴς τοῦ ζή­τησε νὰ πάει κοντά Του. Περ­πα­τῶν­τας στὰ κύ­ματα, δι­α­κό­πτε­ται αὐτὴ ἡ ζων­τανὴ ἐ­πι­κοι­νω­νία καὶ ἀρ­χί­ζει ἕ­νας πα­ρά­ξε­νος, μυ­στι­κός, σι­ω­πη­λὸς δι­ά­λο­γος μὲ τὸν ἰ­σχυρὸ ἄ­νεμο, μὲ τὰ στοι­χεῖα τῆς φύ­σεως. Ἔτσι τὸ κέν­τρο βά­ρους τῆς προ­σο­χῆς του με­τα­το­πί­ζε­ται πρὸς τὸν κίν­δυνο τὸν ὁ­ποῖο δι­α­τρέ­χει καὶ αὐ­το­νό­ητα ἡ ἰ­σορ­ρο­πία χά­νε­ται.

Ἀ­δελ­φοί μου, ὁ Πέ­τρος δὲν ἀ­φέ­θηκε  στὰ κύ­ματα νὰ τὸν ρου­φή­ξουν.  Στὴν πιὸ κρί­σιμη στι­γμὴ τῆς προ­σπά­θειάς του κραύ­γασε «Κύ­ριε σῶ­σον με».  

Ἡ κραυγή του αὐτὴ συμ­πυ­κνώ­νει γιὰ μᾶς τὰ αἰ­σθή­ματα συν­τρι­βῆς καί με­τά­νοιας ποὺ ἔ­στω καὶ τὴν τε­λευ­ταία στι­γμὴ πρέ­πει νὰ ἔ­χουμε, γιὰ νὰ εὐθυ­γραμ­μί­ζε­ται καὶ νὰ ἰ­σορ­ρο­πεῖ καὶ πάλι ἡ πο­ρεία μας πρὸς τὸν Χρι­στό.Ἀ­μήν.

 


 

Κηρύγματα Ιουλίου 2018 pdf 

 

 

 

 

 


ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ
ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ IOYNIOY 2018

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΝΤΩΝ (Ματθ. ι΄ 32-33, 37-38, ιθ΄27-30)
3 Ἰ­ου­νίου 2018

   «Μνήμη δι­καίων μετ’ἐγ­κω­μίων» σή­μερα, ἀ­δελ­φοί μου, καὶ μὲ πολὺ σκέψη καὶ δυ­σκο­λία ἀ­πο­φα­σί­ζει κα­νεὶς νὰ μι­λή­σει στοὺς ἀν­θρώ­πους τῆς ἐ­πο­χῆς μας γιὰ τὴν ἁ­γι­ό­τητα, ἀ­φοῦ γιὰ τοὺς πολ­λοὺς ὁ χρι­στι­α­νι­σμὸς ἔ­γινε μόνο μιὰ κοι­νω­νικὴ δύ­ναμη, ἡ Ἐκ­κλη­σία γνω­ρί­ζε­ται ὡς ἕ­νας θε­σμὸς καὶ δι­οι­κη­τικὴ ὀρ­γά­νωση καὶ ἡ ζωή μας ἔμ­πρα­κτα ἀ­να­πο­δο­γυ­ρί­ζει καὶ ἀ­πο­δο­μεῖ τὶς ἀ­ξίες, γιὰ τὶς ὁ­ποῖες ἄλ­λοι κά­ποτε ἀ­νά­λω­σαν καὶ θυ­σί­α­σαν ἀ­κόμα καὶ τὴ ζωή τους.

Ἡ ἁ­γι­ό­τητα ὡς στό­χος καὶ ἡ ἀ­νάγκη ποὺ ἔ­χουν οἱ και­ροί μας νὰ ἀ­πο­κτή­σουν ἁ­γί­ους δὲν μπο­ροῦν νὰ γί­νουν κα­τα­νο­ητά. Θὰ τὸ τολ­μή­σουμε ὅ­μως σήμερα μὲ τὴν εὐ­και­ρία τῆς ἑ­ορ­τῆς «πάν­των τῶν Ἁ­γίων», οἱ ὁ­ποῖοι ἀ­να­δεί­χθη­καν «κα­νό­νες πί­στεως» καί ζῶν­τας εὐ­αγ­γε­λι­κῶς στὸν κό­σμο πέ­τυ­χαν τὴ θέ­ωση καὶ τὴ μα­κα­ρι­ό­τητα.

    Ὁ Κύ­ριος δὲν μιλᾶ γιὰ τὴ σω­μα­τικὴ δίψα ἀλλὰ γιὰ τοὺς με­γά­λους καὶ ἀσί­γα­στους πό­θους τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ψυ­χῆς. Αὐ­τοὺς τοὺς πό­θους τοὺς χα­ρα­κτη­ρί­ζει ὡς «δίψα», γιὰ νὰ φα­νε­ρώ­σει πόσο ἔν­το­νοι εἶ­ναι,· δι­ότι ἡ δίψα εἶ­ναι ἀπὸ τὰ πιὸ ἔν­τονα αἰ­σθή­ματα τοῦ ἀν­θρώ­που, ποὺ πρέ­πει σύν­τομα νὰ ἱ­κα­νο­ποι­η­θεῖ, γιὰ νὰ πα­ρα­μεί­νει ὁ ἄν­θρω­πος στὴ ζωή. Δὲν ἀν­τέ­χει χω­ρὶς νερὸ παρὰ ἐ­λά­χι­στες ἡ­μέ­ρες.

Μέσα ἀπὸ τὴν ση­με­ρινὴ ἑ­ορτὴ ἡ Ἐκ­κλη­σία «τιμᾷ τοὺς προ­λα­βόν­τας καὶ προ­τρέ­πει τοὺς πα­ρόν­τας» γιὰ μί­μηση τῶν ἁ­γίων, ἐ­πειδὴ οἱ ἅ­γιοι πα­ρου­σι­ά­ζον­ται ὡς ἐν­δι­ά­με­σοι τύ­ποι γιὰ τὴ μί­μηση τοῦ Χρι­στοῦ. Οἱ ἅ­γιοι εἶ­ναι αὐ­τοὶ ποὺ δι­α­τη­ροῦν ἀ­νοιχτὸ τὸν δρόμο τῆς θε­ώ­σεως καὶ μαρ­τυ­ροῦν γιὰ τὴν πα­ρου­σία τοῦ Χρι­στοῦ μέσα στὸν κό­σμο. Οἱ ἅ­γιοι τῆς Ἐκ­κλη­σίας, ὡς μι­μη­τὲς τοῦ Χρι­στοῦ, ὑ­πάρ­χουν ὡς πρό­τυπα καὶ δεῖ­κτες ποὺ δὲν προ­βάλ­λουν τὸ δικό τους ἐγώ, ἀλλὰ τὸ ἀ­φα­νί­ζουν, γιὰ νὰ φα­νε­ρω­θεῖ μέσα τους ὁ Χρι­στός. Οἱ ἅ­γιοι ζοῦν στὸν κό­σμο γιὰ τὸν Θεὸ καὶ δι­α­μορ­φώ­νουν τὴν προ­σω­πι­κό­τητά τους σύμ­φωνα μὲ τὸ θέ­λημά Του·«ἅ­γιοι, γί­νε­σθε ὅτι Ἐγὼ ἅ­γιος εἰμί».

Ἡ ζωὴ τοῦ ἀν­θρώ­που καὶ ἰ­δι­αί­τερα τοῦ Χρι­στι­α­νοῦ, δεν εἶ­ναι στα­τικὴ ἀλλὰ δυ­να­μική. Δὲν εἶ­ναι δου­λικὴ ἀν­τι­γραφὴ ἀλλὰ προ­σω­πικὴ δη­μι­ουρ­γία. Κάθε προ­σω­πική, θε­τικὴ δη­μι­ουρ­γία ὅ­μως προ­ϋ­πο­θέ­τει τὴν ἀν­τι­γραφή. Ἀν­τι­γρά­φον­τας λοι­πὸν τοὺς ἁ­γί­ους μας βρί­σκουμε «τὸ ἴ­διον μέ­γε­θος», ἐ­πα­νερ­χό­μα­στε στὴν κατὰ φύση ζωὴ καὶ μὲ τὴν θρη­σκευ­τικὴ ἑ­ορτή, ποὺ ἀ­πο­τε­λεῖ σπου­δαία πνευ­μα­τικὴ καὶ πο­λι­τι­στικὴ δύ­ναμη, δι­α­σώ­ζουμε τὴν ἰ­δι­αί­τερη φυ­σι­ο­γνω­μία καὶ ταυ­τό­τητά μας, στοι­χεῖα ποὺ μᾶς δι­α­φο­ρο­ποι­οῦν πνευ­μα­τικὰ καὶ πο­λι­τι­στικὰ μέσα στὴν οἰ­κο­γέ­νεια τῶν ἐ­θνῶν.

Κάθε ἑ­ορτὴ ἁ­γίου τῆς Ἐκ­κλη­σίας ἐκ­πέμ­πει ἐ­πί­καιρο μή­νυμα, ἐ­πειδὴ προ­έρ­χε­ται ἀπὸ τὸν Χρι­στὸ τοῦ «χθὲς καὶ σή­με­ρον καὶ εἰς τοὺς αἰ­ῶ­νας τοῦ Αὐ­τοῦ». Γι’᾿αὐτὸ καὶ μὲ τὴ φράση «πά­λιν καὶ πολ­λά­κις» τοῦ μυ­στη­ρίου τῆς Θείας Εὐ­χα­ρι­στίας, μυ­στα­γω­γεῖ­ται ἡ πνευ­μα­τικὴ προ­κοπὴ τῶν με­λῶν τῆς Ἐκ­κλη­σίας καὶ ἡ ἀ­νά­δειξη καὶ προ­βολὴ τῶν ἁ­γίων της. Μέσα ἀπὸ τὴν ἑ­ορτὴ τοῦ κάθε ἁ­γίου ἀ­πο­δει­κνύ­ε­ται πόσο θαυ­μα­στὸς εἶ­ναι ὁ Θεός, ὅ­ταν «ἐ­γείρῃ ἀπὸ γῆς πτω­χὸν καὶ ἀπὸ κο­πρίας ἀ­νυ­ψοῖ πέ­νητα» καὶ ὅτι «οὔκ ἐ­στιν ἐν ἄλλῳ οὐ­δενὶ ἡ σω­τη­ρία». Κέν­τρο λοι­πὸν τῆς ζωῆς τῶν ἁ­γίων καὶ τῆς κάθε ἑ­ορ­τῆς τους εἶ­ναι ὁ «φα­νε­ρω­θεὶς ἐν σαρκὶ Θεὸς» καὶ αὐ­τοὶ μαρ­τυ­ροῦν ὅτι ὁ Χρι­στὸς δὲν εἶ­ναι κάποια νε­κρὴ φυ­σι­ο­γνω­μία τοῦ πα­ρελ­θόν­τος ἀλλὰ «ὁ ὢν καὶ ὁ ἦν καὶ ὁ ἐρ­χό­με­νος, ὁ παν­το­κρά­τωρ». Οἱ ἅ­γιοι ξε­πη­δοῦν σὰν «τοῦ πο­τα­μοῦ τὰ ὁρ­μή­ματα», δι­α­σχί­ζουν τοὺς αἰ­ῶ­νες, δρο­σί­ζουν, πο­τί­ζουν καὶ ξε­δι­ψοῦν τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ καὶ εὐ­φραί­νουν γῆ καὶ οὐ­ρανό. Ἑ­ορτὴ ἁ­γίων καὶ μί­μηση ἁγίων ση­μαί­νει τιμὴ ἁ­γίων καὶ ἀ­κόμα ὅτι ἡ πνευ­μα­τικὴ προ­κοπή μας, ὡς με­λῶν τῆς Ἐκ­κλη­σίας, πρα­γμα­το­ποι­εῖ­ται στὸ μέ­τρο ποὺ ἐ­νερ­γο­ποι­οῦμε τὴν ἔν­ταξή μας σ’᾿ Αὐ­τόν. Μί­μηση τῶν ἁ­γίων μας δὲν ση­μαί­νει ἁ­πλῶς ἐ­πι­στροφὴ στὸ ἱστο­ρικὸ πα­ρελ­θὸν τῆς πα­ρου­σίας ἐ­κεί­νων οὔτε με­τα­φορά τους ὡς ἀρ­χαι­ο­λο­γι­κῶν θη­σαυ­ρῶν στὸ πα­ρὸν καὶ στὸ μέλ­λον ἀλλὰ ἀ­πο­δοχὴ τῆς πα­ρου­σίας τους ὡς με­λῶν τοῦ ἑ­νι­αίου Σώ­μα­τος τοῦ Χρι­στοῦ καὶ ἀ­πο­ποί­ηση, ἀ­πο­μά­κρυνση ἀπὸ τὴν πο­λύ­τροπη ἁ­μαρ­τία. Οἱ χρι­στι­α­νι­κὲς ἑ­ορ­τὲς καὶ ὅ­λοι οἱ ἅ­γιοι εἶ­ναι τὰ γε­φύ­ρια ποὺ μᾶς συν­δέ­ουν μὲ τὸ χθὲς τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ζωῆς καὶ ὅ­σοι ἀπὸ μᾶς λη­σμο­νοῦμε καὶ δεν τὸ ἀ­ξι­ο­ποι­οῦμε δὲν εἶ­ναι δυ­να­τὸν νὰ στε­ρι­ώ­σουμε τὰ γεφύ­ρια ποὺ θὰ μᾶς ὁ­δοι­πο­ρή­σουν στὸ μα­κά­ριο αὔ­ριο.

Ἡ ση­με­ρινὴ ἑ­ορτή «πάν­των τῶν Ἁ­γίων» ἂς γί­νει ἀ­φε­τη­ρία πνευ­μα­τι­κοῦ ἀ­νε­φο­δι­α­σμοῦ καὶ ἡ­ρω­ϊ­κῶν ἀ­πο­φά­σεων. Ἂς προ­σευ­χη­θοῦμε θερμὰ νὰ ἀ­να­δει- χθοῦμε καὶ ἐ­μεῖς, μὲ τὶς ἱ­κε­σίες τους, μι­μη­τές τους «κατὰ τὸν κα­λέ­σαντα ἡ­μᾶς ἅ­γιον» καὶ νὰ γί­νουμε «τέ­λειοι ὥ­σπερ ὁ πα­τὴρ ἡ­μῶν ὁ ἐν τοῖς οὐ­ρα­νοῖς», δι­ότι μό­νον τότε δοξά­ζε­ται τὸ ὄ­νομα τοῦ Θεοῦ στὴ γῆ ἀπὸ᾿τοὺς ἀν­θρώ­πους καὶ μετα­βά­λον­ται οἱ ἑ­ορ­τές τῶν ἁ­γίων σὲ φά­ρους ποὺ φω­τί­ζουν καὶ λε­ω­φό­ρους θεώ­σεως ποὺ δεί­χνουν τὸν Θεό.

 

 


 

ΚΥΡΙΑΚΗ Β΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ (Ματθ. δ΄ 18-23)
10 Ἰ­ου­νίου 2018

Ἡ ση­με­ρινὴ Εὐ­αγ­γε­λικὴ πε­ρι­κοπή, ἀ­γα­πη­τοί μου ἀ­δελ­φοί, μᾶς πα­ρου­σι­ά­ζει τὴ σκηνὴ ποὺ Χρι­στὸς ἀ­να­ζη­τεῖ καὶ κα­λεῖ τοὺς πρώ­τους μα­θη­τές Του «παρὰ τὴν θά­λασ­σαν τῆς Γα­λι­λαίας», μέσα σὲ ἕνα πε­ρι­βάλ­λον κα­θη­με­ρινὸ καὶ ἁ­πλὸ. Οἱ πρῶ­τοι στοὺς ὁ­ποί­ους ἀ­πευ­θύ­νε­ται εἶ­ναι ἄν­θρω­ποι τοῦ κα­θη­με­ρι­νοῦ μό­χθου, γνή­σιοι, ἀλη­θι­νοί, ἀ­νε­πι­τή­δευ­τοι καὶ ὁ­πωσ­δή­ποτε μὲ δι­α­φο­ρε­τικὴ ἰ­δι­ο­συγ­κρα­σία με­ταξύ τους.

Ὁ Θεὸς μᾶς κα­λεῖ στὴν ὕ­παρξη, ἐ­πειδὴ μᾶς ἀ­γαπᾶ, πρὶν ἀ­κόμη μᾶς δη­μι­ουρ­γή­σει, γι’ αὐτὸ καὶ μᾶς γνω­ρί­ζει, πρὶν μᾶς φέ­ρει στὴν ζωή. Αὐ­τὸς ποὺ μᾶς καλεῖ εἶ­ναι ὁ Λό­γος τοῦ Θεοῦ, ὁ Χρι­στός. Δὲν μᾶς κα­λεῖ στὴν ὕ­παρξη, γιὰ νὰ γεν­νη­θοῦμε καὶ νὰ πε­θά­νουμε, ἀλλὰ γιὰ νὰ ζή­σουμε καὶ νὰ σω­θοῦμε, δη­λαδὴ γιὰ νὰ ἑ­νω­θοῦμε μαζί Του σὲ μιὰ ἀ­τέ­λει­ωτη ζωή. Ἡ κλήση τοῦ Χρι­στοῦ εἶ­ναι ἕνα μυστή­ριο, ἔργο τοῦ θε­λή­μα­τος καὶ τῆς πρό­γνω­σης τοῦ Θεοῦ «οὐχ ὑ­μεῖς με ἐ­ξε­λέ­ξα­σθε, ἀλλ᾽ ἐγὼ ἐ­ξε­λε­ξά­μην ὑ­μᾶς».

Αὐτὸ τὸ κά­λε­σμα ἀ­πευ­θύ­νε­ται στὸν κάθε ἄν­θρωπο ξε­χω­ρι­στά, μὲ δι­α­φο­ρε­τικὸ τρόπο, ἀλλὰ μὲ κοινὸ σκοπό τὴν βα­σι­λεία τοῦ Θεοῦ. Ὅ­ταν ὁ Θεὸς μᾶς δι­α­λέ­γει καὶ μᾶς ἐ­κλέ­γει, ὅ­ταν Ἐ­κεῖ­νος μᾶς κα­λεῖ, σέ­βε­ται τὴν ἰ­δι­αι­τε­ρό­τητα τῆς προσωπι­κό­τη­τάς μας. Δὲν πα­ρα­βλέ­πει τὸ γε­γο­νὸς ὅτι ὁ κα­θέ­νας ἀπὸ ἐ­μᾶς εἶ­ναι μο­να­δι­κὸς καὶ ἀ­νε­πα­νά­λη­πτος. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν κα­ταρ­γεῖ τὴν ἐ­λευ­θε­ρία μας, δὲν μᾶς ἰ­σο­πε­δώ­νει καὶ δὲν μᾶς ἐ­ξι­σώ­νει μὲ ἄλ­λους.

Μέσα ὅ­μως στὸ μυ­στή­ριο τῆς Ἐκ­κλη­σίας κα­λού­μα­στε νὰ χω­ρέ­σουμε ὅ­λοι, κλει­στοὶ καὶ ἀ­νοιχ­τοὶ τύ­ποι χα­ρα­κτή­ρων, πρό­σχα­ροι καὶ σο­βα­ροί, ἐ­πι­ει­κεῖς καὶ αὐ­στη­ροί, εὐ­αί­σθη­τοι καὶ δυ­να­μι­κοί, ὅ­ποιοι καὶ ἂν εἴ­μα­στε ἐ­μεῖς, ὅ­ποιοι καὶ ἂν εἶ­ναι οἱ ἄλ­λοι, οἱ δι­α­φο­ρε­τι­κοὶ ἀπὸ ἐ­μᾶς. Οἱ μα­θη­τὲς δέ­χθη­καν ἀ­μέ­σως τὴν κλήση τοῦ Χρι­στοῦ, ἀν­τα­πο­κρί­θη­καν αὐ­θόρ­μητα καὶ ὁ­λο­κλη­ρω­τικά. Γι­ατὶ ἆ­ραγε; Ἐ­πειδὴ ἦ­ταν κα­λο­προ­αί­ρε­τοι ἄν­θρω­ποι. Ἡ ἀ­πάν­τησή τους στὴν κλήση τοῦ Χρι­στοῦ ἦ­ταν πράξη προ­θυ­μίας καὶ ὑ­πα­κοῆς. Ἐμ­πι­στεύ­θη­καν τὸν Χρι­στὸ καὶ πα­ρα­δό­θη­καν στὸ θέ­λημά Του καὶ στὴν ἀ­γάπη Του.

Ἡ κλήση τοῦ Θεοῦ εἶ­ναι πάντα κα­θαρὰ προ­σω­πική. Ἀγ­γί­ζει τὸ κέν­τρο τοῦ ἑ­αυ­τοῦ μας, τὸν πυ­ρήνα τῆς ὕ­παρ­ξής μας. Ὁ λό­γος τοῦ Χρι­στοῦ δὲν εἶ­ναι φι­λο­σο­φία οὔτε ἀ­κα­τα­νό­ητη θε­ο­λο­γία, ὅ­πως, δυ­στυ­χῶς, κά­ποτε τὸν με­τα­ποιοῦμε ἀνού­σια ἐ­μεῖς. Ὁ λό­γος τοῦ Χρι­στοῦ ἔ­χει πάν­τοτε ἀ­με­σό­τητα μὲ τὰ ἐν­δι­α­φέ­ροντα καὶ τὴν ζωὴ τῶν ἀν­θρώ­πων, ὅ­πως ἀ­να­φέ­ρει πολ­λὲς φο­ρὲς τὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο. Ἀρ­κεῖ νὰ θυ­μη­θοῦμε ὅτι στοὺς ἀ­κρο­α­τές Του, ποὺ σκέ­πτον­ται τὸν θε­ρι­σμό, ὁμιλεῖ γιὰ τὸν πνευ­μα­τικὸ θε­ρι­σμό. Στὴν Σα­μα­ρεί­τιδα ποὺ πῆγε γιὰ νερὸ στὸ πη­γάδι, κά­νει λόγο γιὰ τὸ «ὕ­δωρ τὸ ζῶν». Στοὺς ψα­ρά­δες ποὺ τοὺς ἀ­πα­σχο­λεῖ ἡ ἐρ­γα­σία τους, γιὰ μία δι­α­φο­ρε­τικὴ πα­ρά­δοξη καὶ θαυ­μα­στὴ ἁ­λι­εία.

«Οἱ δὲ ἀ­φέν­τες ἅ­παντα ἠ­κο­λού­θη­σαν τὸν Χρι­στό». Ἐγ­κα­τέ­λει­ψαν τὰ πάντα καὶ ἀ­κο­λού­θη­σαν τὸν Χρι­στό. Δὲν ἦ­ταν μὲ κα­νέ­ναν καὶ μὲ τί­ποτε στὸν κό­σμο τόσο δε­μέ­νοι ὅσο μπό­ρε­σαν νὰ δε­θοῦν μὲ τὸν Χρι­στὸ καὶ νὰ πα­ρα­δο­θοῦν στὴν ἀ­γάπη Του. Γι’ αὐτὸ καὶ ὅ­ποιος ἀ­κο­λου­θεῖ πρα­γμα­τικὰ τὸν Χρι­στὸ δὲν προ­τρέ­χει οὔτε στέ­κε­ται μα­κριά του, ἀλλὰ ἀ­πο­δε­σμεύ­ε­ται ἀπὸ πρό­σωπα, πρά­γματα καὶ κα­τα­στά­σεις καὶ ζεῖ μιὰ και­νούρ­για πρα­γμα­τι­κό­τητα. Βι­ώ­νει τὴν ἐ­σω­τε­ρικὴ ἐ­λευ­θε­ρία, ποὺ πηγά­ζει ἀπὸ τὴν ἀ­κλό­νητη πί­στη καὶ βε­βαιότητα ὅτι ἔ­χει βρεῖ τὴν ἀ­λή­θεια ποὺ ἐλευ­θε­ρώ­νει ἀπὸ ὅλα ὅσα κα­θη­με­ρινὰ τὸν πε­ρι­κυ­κλώ­νουν. Πρά­γματι, ὅσο ὡ­ρι­μά­ζουμε καὶ ὁ­λο­κλη­ρω­νό­μα­στε ἐ­σω­τε­ρικά, συ­νει­δη­το­ποι­οῦμε ὅτι ἡ πο­λυ­συ­ζη­τη­μένη ἐ­λευ­θε­ρία τὴν ὁ­ποία ὁ κό­σμος ἐ­πι­δι­ώ­κει καὶ ὁ πο­λι­τι­σμὸς προ­βάλ­λει ὡς βασικὸ σύν­θημα εἶ­ναι ἐ­ξω­τε­ρική, σχε­τικὴ καὶ πε­ρι­ο­ρι­σμένη, ἐ­πειδὴ εἴ­μα­στε αἰ­χμά­λω­τοι πε­ρι­στάσεων καὶ συν­θη­κῶν μέσα στὶς ὁ­ποῖες ζοῦμε, τῆς κλη­ρο­νο­μικότη­τας καὶ τῆς ἰ­δι­ο­συγ­κρα­σίας μας, τοῦ πε­ρι­βάλ­λον­τός μας, ἀλλὰ καὶ ὁ­τι­δή­ποτε ἄλ­λου μᾶς δε­σμεύει καὶ μᾶς ὑ­πο­τάσ­σει σ’ αὐτό. Ἄλ­λω­στε, δὲν πρέ­πει νὰ ξε­χνᾶμε ὅτι δὲν εἴ­μα­στε ἐ­λεύ­θε­ροι στὰ σύ­νορα τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θα­νά­του. Κα­νεὶς δὲν μᾶς ρωτᾶ πότε, ποῦ καὶ ἀπὸ ποι­οὺς θὰ ἔρ­θουμε στὴ ζωὴ, ἀλλὰ οὔτε πότε, ποῦ καὶ μὲ ποιὸ τρόπο θὰ φύ­γουμε ἀπὸ αὐ­τήν.

Ἀ­γα­πη­τοὶ ἀ­δελ­φοί, μόνο ὅ­ταν θε­λη­μα­τικὰ ἀ­πο­δε­χθοῦμε τὴν κλήση τοῦ Χρι­στοῦ, μπο­ροῦμε νὰ ἀ­πε­λευ­θε­ρω­θοῦμε ἀπὸ κάθε δου­λεία, γιὰ νὰ ζή­σουμε τὴν «ἐ­λευ­θε­ρία τῆς δό­ξης τῶν τέ­κνων τοῦ Θεοῦ». Ἀ­μήν.

 

 


 

ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ (Ματθ. στ΄ 22-33)
17 Ἰ­ου­νίου 2018

Ἡ Εὐ­αγ­γε­λικὴ πε­ρι­κοπὴ ποὺ ἀ­κού­σαμε σή­μερα, ἀ­γα­πη­τοὶ ἀ­δελ­φοί, ἀ­πο­τε­λεῖ τμῆμα τῆς ἐπὶ τοῦ ὄ­ρους ὁ­μι­λίας τοῦ Χρι­στοῦ καὶ ἔ­χει ὡς κεν­τρικὸ θέμα τὴν ἀ­γω­νι­ώδη μέ­ρι­μνα τῶν ἀν­θρώ­πων γιὰ τὴ ζωή, ἔ­ναντι τῆς ὁ­ποίας ὑ­πο­γραμ­μί­ζει τὴν ἀ­πό­λυτη ἐμ­πι­στο­σύνη στὴν πρό­νοια τοῦ Θεοῦ. Εὔ­λογα ὅ­μως ἀ­κού­γον­τας αὐτά, θὰ δι­ε­ρω­τη­θεῖ κα­νεὶς μή­πως ἔτσι κα­τα­δι­κά­ζε­ται ἡ προ­σπά­θεια τοῦ ἀν­θρώ­που νὰ φρον­τί­ζει τὸν ἑ­αυτό του καὶ τὴν οἰ­κο­γέ­νειά του. Θὰ ἦ­ταν αὐ­το­νό­ητα πα­ρα­νό­ηση τοῦ λό­γου τοῦ Θεοῦ νὰ ὑ­πο­στη­ρί­ξει κα­νεὶς κάτι τέ­τοιο. Ἡ φρον­τίδα γιὰ τὴ ζωὴ δὲν ἀ­πορ­ρέει μόνο ἀπὸ τὴ στοι­χει­ώδη λο­γική, ἀλλ’ ἀ­πο­τε­λεῖ καὶ ἐν­τολὴ τοῦ Θεοῦ.

Σή­μερα βέ­βαια ὁ ἄν­θρω­πος ἔ­χει με­τα­βάλει αὐτὴ τὴ φρον­τίδα ἀπὸ μέσο δι­α­τή­ρη­σης τῆς ζωῆς σὲ σκοπὸ καὶ πε­ρι­ε­χό­μενο τῆς ζωῆς. Γι’ αὐτὸ ὁ Χρι­στὸς λέει: «οὐ δύ­να­σθε Θεῷ δου­λεύ­ειν καί μα­μωνᾷ» (Μτθ. 6,24). Ὁ Θεὸς κι ὁ μα­μω­νᾶς δὲν εἶ­ναι δύο ἰ­σό­τιμα καὶ ἰ­σο­δύ­ναμα μέρη. Δι­α­φέ­ρουν ρι­ζικὰ καὶ οὐ­σι­α­στικά. Ὁ Θεὸς εἶ­ναι πρό­σωπο, Πα­τέ­ρας, ποὺ δί­νει ἀ­γάπη καὶ ζωή, ποὺ κά­νει σύν­τροφο καὶ συ­νο­μι­λητή του τὸν ἄν­θρωπο. Ὁ μα­μω­νᾶς εἶ­ναι πρᾶ­γμα ἄ­ψυχο, χω­ρὶς ζωὴ καὶ ἀ­γάπη, χω­ρὶς ἴ­χνος ἀν­θρω­πιᾶς, ποὺ κά­νει τὸν ἄν­θρωπο ὅ­μοιό του, δη­λαδὴ ἄ­ψυχο πρᾶ­γμα. Τὸ δί­λημμα λοι­πὸν δὲν εἶ­ναι νὰ δι­α­λέ­ξει κα­νεὶς ἕνα κύ­ριο, ἀλλὰ νὰ δι­α­μορ­φώ­σει τὴν προ­σω­πι­κό­τητά του ἤ νὰ τὴν ἀρ­νη­θεῖ, νὰ προ­τι­μή­σει τὸ εἶ­ναι ἤ τὸ ἔ­χειν, τὴ ζωὴ ἤ τὸ θά­νατο. Δὲν πρό­κει­ται γιὰ μιὰ ἠ­θικὴ ἐ­πι­λογὴ τοῦ ἀν­θρώ­που, ἀλλὰ γιὰ τὴ δι­α­μόρ­φωσή του σὲ ἄν­θρωπο ἤ ὄχι. Ὅλα ὅσα ἀ­κο­λου­θοῦν εἶ­ναι ἁ­πλὲς συ­νέ­πειες, ἐκ­δη­λώ­σεις ποὺ δεί­χνουν τί προ­τί­μησε ὁ ἄν­θρω­πος.

Αὐ­τὲς τὶς συ­νέ­πειες μᾶς δεί­χνει στὴ συ­νέ­χεια τῆς πε­ρι­κο­πῆς ὁ Χρι­στὸς μ’ ἕνα πα­ρά­δει­γμα ἀπὸ τὴν κα­θη­με­ρινή μας ζωή. Ὅ­λος ὁ κό­πος κι ἡ φρον­τίδα μας εἶ­ναι ν’ ἀ­πο­κτή­σουμε, νὰ ἔ­χουμε, νὰ κα­τέ­χουμε. Νὰ κα­τέ­χουμε ὅσα χρει­α­ζό­μα­στε σὲ ὅλα τὰ ἐ­πί­πεδα τῆς ζωῆς, ἐ­πειδὴ δῆ­θεν αὐτὰ δι­α­σφα­λί­ζουν τὸ μέλ­λον μας. Ἀ­κόμα κι οἱ δι­α­προ­σω­πι­κές μας σχέ­σεις αὐ­τὴν τὴν βα­θύ­τερη δι­ά­θεση ἐ­ξω­τε­ρικὰ ἐκ­φρά­ζουν.

Συ­νη­θί­ζουμε νὰ το­νί­ζουμε τὸ πόσο μᾶς ἀ­γα­ποῦν, παρὰ τὸ πόσο ἀ­γα­ποῦμε. Τό ἴ­διο κά­νουμε με­ρι­κὲς φο­ρὲς καὶ μὲ τὸν Θεό, ὅ­ταν φυ­σικὰ τὸν θυ­μό­μα­στε. Ζη­τοῦμε νὰ πά­ρουμε, χω­ρὶς ποτὲ νὰ δί­νουμε.

Εἶ­ναι ὁ­λο­φά­νερο, ἀ­γα­πη­τοί μου, πὼς ἔ­χουμε χά­σει τὴν ἀν­θρώ­πινη ὑ­πό­στασή μας, ἀ­φοῦ καὶ τὸν Θεὸ τὸν με­τα­βά­λαμε σὲ ὑ­πη­ρέτη τῶν ἀ­ναγ­κῶν μας. Δὲν εἶ­ναι ὅ­μως μόνο τρα­γικὴ αὐτή μας ἡ πο­ρεία. Εἶ­ναι καὶ πα­ρά­λογη, ὅ­πως φαί­νε­ται μὲ τὰ ἁ­πλᾶ πα­ρα­δεί­γματα ποὺ δί­νει ὁ Χρι­στός. Πα­ρά­λογη, δι­ότι ξε­χνᾶ τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς, ὅ­πως ἐμ­φα­νί­ζε­ται στὸν κό­σμο. Τὰ ἀ­γρι­ο­λού­λουδα καὶ τὰ πε­τεινὰ τοῦ οὐ­ρα­νοῦ δὲν κα­τέ­χουν τί­ποτε. Ὑ­πάρ­χουν, ἐ­πειδὴ τὰ φρον­τί­ζει ὁ Θεός. Ὁ Θεός ποὺ εἶ­ναι αὐ­το­ζωή. Δὲν ἔ­χει ἁ­πλᾶ ὁ Θεὸς ζωή, ἀλλά εἶ­ναι ὁ Ἴδιος ἡ ζωή, τὴν ὁ­ποία χο­ρη­γεῖ. Γι’ αὐτὸ δί­νει ζωὴ στὸν κό­σμο, χω­ρὶς νὰ φοβᾶ­ται ὅτι θὰ τὴ στε­ρη­θεῖ ὁ ἴ­διος. Γι’ αὐτὸ ὁ Χρι­στὸς ἔ­γινε ἄν­θρω­πος, χω­ρὶς νὰ φο­βη­θεῖ τὸν θά­νατο. Ὁ θά­να­τος μπο­ρεῖ ν’ ἀ­φαι­ρέ­σει κάτι ποὺ ὁ ἄλ­λος ἔ­χει, ἀλλὰ δὲν μπο­ρεῖ νὰ με­τα­βά­λει τὸ Εἶ­ναι. Γι’ αὐτὸ φο­βᾶ­ται ἄλ­λω­στε ὁ ἄν­θρω­πος τὸν θά­νατο. Φο­βᾶ­ται ἐ­πειδὴ θὰ τοῦ στε­ρή­σει ὅσα ἔ­χει, τὰ ὁ­ποῖα καὶ ταυ­τί­ζον­ται μὲ τὴ ζωή. Αὐτὴ ὅ­μως εἶ­ναι λαν­θα­σμένη το­πο­θέ­τηση, δι­ότι ὁ ἄν­θρω­πος εἶναι ὕ­παρξη, εἶ­ναι ζωή, ἐνῷ ὁ θά­να­τος ἔ­χει ἐ­ξου­σία μόνο στὰ περὶ τὴν ζωὴ, δηλαδὴ στὰ πρά­γματα.

Συ­νε­πῶς, ἀ­δελ­φοί μου, ἡ με­τά­βαση στὸ χῶρο τοῦ εἶ­ναι, τῆς ζωῆς δηλαδή, πρέ­πει ν’ ἀ­πο­τε­λεῖ τὸ μο­να­δικὸ μέ­λημα τοῦ ἀν­θρώ­που. Ἔτσι, θὰ λυ­τρω­θεῖ ἀπὸ τὴ φθορὰ καὶ τὸ θά­νατο, χω­ρὶς νὰ ἀ­γω­νί­ζε­ται κάτω ἀπὸ δε­σμά.

Ἡ αὐ­τό­βουλη καὶ συ­νει­δητὴ ἔν­ταξη στὸ χῶρο τῆς ζωῆς, δη­λαδὴ στὴ Βασι­λεία τοῦ Θεοῦ, στὴν καινὴ κτίση ποὺ ἐγ­και­νί­ασε ὁ Χρι­στός, προ­βάλ­λει ὡς ἡ μόνη ἀ­σφα­λὴς καὶ βε­βαία λύση ζωῆς. Κι ἐδῶ πρέ­πει νά θυ­μη­θοῦμε πώς ἡ βα­σι­λεία τοῦ Θεοῦ δέν εἶ­ναι μιά προ­σφορά νέων πρα­γμά­των ἀπὸ τὸν Θεὸ στὸν ἄν­θρωπο.

Ἡ Βα­σι­λεία τοῦ Θεοῦ εἶ­ναι ἡ σάρ­κωσή Του στὸ ἀν­θρώ­πινο πρό­σωπο. Εἶ­ναι ἡ ἐ­πα­να­το­πο­θέ­τηση τοῦ ἴ­διου τοῦ ἀν­θρώ­που ἀπὸ τὸν ἄ­στοχο τρόπο τοῦ ἔ­χειν, τῆς κα­το­χῆς, στὸν σω­τή­ριο στόχο τοῦ Εἶ­ναι, τῆς ζωῆς.

Μὲ αὐτὴ τὴν ἔν­νοια ὁ Χρι­στὸς προ­τρέ­πει τοὺς μα­θη­τές Του νὰ ζη­τοῦν καὶ νὰ ἐ­πι­δι­ώ­κουν πρῶτα τὴν βα­σι­λεία τοῦ Θεοῦ, ἀ­φοῦ μετὰ ἀπὸ αὐτό τὸν πόθο, θὰ προ­σθέ­σει ὁ Ἴ­διος ὅσα ἄλλα χρει­ά­ζον­ται, γιὰ νὰ γί­νουν κλη­ρο­νό­μοι τῆς Βα­σι­λείας Του. Ἀ­μήν.

 

 


 

ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ (Ματθ. η΄ 5-13)
24 Ἰ­ου­νίου 2018

Τὸ ση­με­ρινὸ Εὐ­αγ­γε­λικὸ ἀ­νά­γνω­σμα ἀ­φορᾶ στὴ θε­ρα­πεία τοῦ δού­λου τοῦ ἑ­κα­τον­τάρ­χου ἀπὸ τὸν Ἰ­η­σοῦ. Ὁ ἑ­κα­τόν­ταρ­χος, παρὰ τὸ ὅτι δὲν ἦ­ταν Ἰου­δαῖος, ζητεῖ μὲ πί­στη ἀπὸ τὸν Κύ­ριο τὴ θε­ρα­πεία τοῦ πά­σχον­τος καὶ ἑτοι­μο­θά­να­του δού­λου του καὶ ὁ Χρι­στός, ὡς Κύ­ριος τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανά­του, ἱ­κα­νο­ποιεῖ τὸ αἴ­τημά του χο­ρη­γῶν­τας τὴν ἴ­αση.

Τὸ ἀ­να­φε­ρό­μενο πε­ρι­στα­τικὸ ἀ­πο­κα­λύ­πτει τὴ φι­λαν­θρω­πία καὶ τὴν πίστη τοῦ ἑ­κα­τόν­ταρ­χου καὶ ταυ­τό­χρονα τὴν ἐ­ξου­σία καὶ τὴ δι­και­ο­σύνη τοῦ Ἰ­η­σοῦ.

Ὁ ἑ­κα­τόν­ταρ­χος ἦ­ταν εἰ­δω­λο­λά­τρης ἀ­ξι­ω­μα­τι­κὸς τοῦ ρω­μα­ϊ­κοῦ στρα­τοῦ καὶ εἶχε ὑπὸ τὶς δι­α­τα­γές του ἑ­κατὸ στρα­τι­ῶ­τες καὶ με­γάλο ἀ­ρι­θμὸ δού­λων. Ἕ­νας ἀπὸ αὐ­τοὺς ἦ­ταν καὶ ὁ ἀ­σθε­νὴς τῆς ση­με­ρι­νῆς Εὐ­αγ­γε­λι­κῆς δι­ή­γη­σης. Ὁ ἑ­κα­τόν­ταρ­χος ἐ­πι­δει­κνύει πνεῦμα φι­λαν­θρω­πίας, τὸ ὁ­ποῖο μά­λι­στα ὑ­περ­βαί­νει τόσο τὰ συ­νήθη τῆς ἐ­πο­χῆς του, ἀ­φοῦ τότε οἱ δοῦ­λοι δὲν εἶ­χαν καμ­μιὰ ἀ­ξία, ἀλλὰ θε­ω­ροῦν­ταν ἀ­να­λώ­σιμα ὑ­λικά, ὅσο καὶ τὰ συ­νήθη κάθε ἐπο­χῆς, ἰ­δι­αί­τερα καὶ τῆς δι­κῆς μας, ὅ­που δὲν νοι­ά­ζε­ται κα­νεὶς γιὰ τὸν ἄλ­λον. Πα­ρόλα αὐτὰ ὁ ἑ­κα­τόν­ταρ­χος συμ­πο­νεῖ τὸν δοῦλο του καὶ προ­σπα­θεῖ γιὰ ἐκεῖ­νον προ­σερ­χό­με­νος μὲ πί­στη στὸν Ἰ­η­σοῦ, γιὰ νὰ τὸν θε­ρα­πεύ­σει.

Αὐτὴ ἡ πί­στη τοῦ ἑ­κα­τόν­ταρ­χου ἀ­πο­τε­λεῖ ὄν­τως πα­ρά­δοξο χα­ρα­κτη­ρι­στικό, ἀ­φοῦ ὡς ἐ­θνι­κός, δη­λαδὴ μὴ Ἰ­ου­δαῖος καὶ εἰ­δω­λο­λά­τρης ἀ­γνο­οῦσε τὸν Νόμο τοῦ Θεοῦ, τοὺς Προ­φῆ­τες, τὶς Γρα­φὲς καὶ τὶς ἐ­παγ­γε­λίες τοῦ Θεοῦ. Ὅ­μως εἶχε ἐ­σω­τε­ρικὴ ποι­ό­τητα καὶ ζῶν­τας στὴν πε­ρι­οχὴ τῆς Πα­λαι­στί­νης ἔ­βλεπε τὴν λα­τρεία τοῦ Ἰσ­ραὴλ καὶ γι­νό­ταν μάρ­τυς τῆς δι­δα­σκα­λίας καὶ τῶν θαυ­μά­των τοῦ Ἰ­η­σοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ κα­τα­φεύ­γει σὲ αὐ­τὸν μὲ πί­στη. Ἡ πί­στη του ἦ­ταν συ­νυ­φα­σμένη μὲ τὴν τα­πεί­νωση, δι­ότι ὅ­ταν ὁ Χρι­στὸς θέλησε νὰ πάει στὸ σπίτι του, γιὰ νὰ θε­ρα­πεύ­σει τὸν δοῦλο του, ὁ ἑ­κα­τόν­ταρ­χος θε­ώ­ρησε ὅτι δὲν ἀ­ξί­ζει τέ­τοια τιμή. Σὲ αὐτὸ ἀ­κρι­βῶς τὸ ση­μεῖο ἀ­πο­κα­λύ­πτον­ται οἱ δι­α­στά­σεις τῆς πί­στης του καὶ ἡ αἴ­σθηση ποὺ εἶχε ἐ­νώ­πιον τοῦ Ἰ­η­σοῦ. Ζητεῖ ἀπὸ τὸν Κύ­ριο ἁ­πλῶς νὰ κά­νει τὸ θαῦμα.

Εἶ­ναι ὄν­τως ἐκ­πλη­κτικὴ ἡ πί­στη τοῦ ἑ­κα­τόν­ταρ­χου, δι­ότι ἀ­να­γνω­ρί­ζει στὸ πρό­σωπο τοῦ Ἰ­η­σοῦ τὸν Θεό, ὁ ὁ­ποῖος μόνο μὲ τὸν λόγο του δη­μι­ούρ­γησε, στε­ρέ­ωσε καὶ δι­α­κρα­τεῖ τὰ σύμ­παντα. Αὐτὴ ἡ πί­στη νικᾶ τὸν θά­νατο, κλεί­νει τὶς πύ­λες τοῦ Ἅδη καὶ ἀ­νοί­γει τὴ θύρα τῆς Βα­σι­λείας τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ ἡ πί­στη εἶ­ναι τὸ ἀ­δι­ά­κοπα ζη­τού­μενο ὄχι μόνο ἀπὸ τὸν ἑ­κα­τόν­ταρχο ἀλλὰ ἀπὸ κάθε ἄν­θρωπο. Αὐ­τὸς εἶ­ναι ὁ ὄν­τως πλοῦ­τος, ὁ ὁ­ποῖος δὲν χά­νε­ται, ἀλλὰ σώ­ζει. Κα­νένα ἀπὸ τὰ ἀν­θρώ­πινα πρά­γματα, οὔτε ἡ πε­ρι­ου­σία οὔτε τὰ κτή­ματα οὔτε τὰ χρή­ματα οὔτε ἡ κοι­νω­νικὴ θέση οὔτε ἡ ἐ­ξου­σία οὔτε τὸ σω­μα­τικὸ κάλ­λος, δὲν εἶ­ναι μό­νιμο. Καὶ ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ ἡ κα­θη­με­ρινὴ ἐ­πι­δί­ωξη καὶ ἡ ἀ­πο­λυ­το­ποί­ησή τους σκορ­πί­ζει τὶς ἐ­σω­τε­ρι­κὲς δυ­νά­μεις τοῦ ἀν­θρώ­που καὶ δὲν ἐ­πι­τρέ­πει τὸ φτά­σιμο στὸν Θεό.

Ὁ Χρι­στὸς θαυ­μά­ζει τε­λικὰ τὴν ποι­ό­τητα καὶ τὴ δύ­ναμη αὐ­τῆς τῆς πίστης τοῦ ἑ­κα­τόν­ταρ­χου καὶ προ­σφέ­ρει, ὡς ἐ­ξου­σίαν ἔ­χων, τὸ δῶρο τῆς ζωῆς στὸν πά­σχοντα δοῦλο του. Στρε­φό­με­νος ὅ­μως πρὸς τὸ πλῆ­θος τῶν Ἰου­δαίων ποὺ Τὸν ἀ­κο­λου­θοῦ­σαν ση­μει­ώ­νει ὅτι αὐ­τοὶ δὲν ἔ­χουν τέ­τοια πίστη.

Οἱ Ἰ­ου­δαῖοι ὡς τέ­κνα τοῦ Ἀ­βραάμ, ἀ­δελ­φοί μου, ἐ­πα­να­παύ­ον­ταν στὴν πνευ­μα­τικὴ κα­τα­γωγή τους, ὅ­πως ἐ­μεῖς σή­μερα, θε­ω­ρῶν­τας ὅτι μόνο μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ἔ­χουν ἐ­ξα­σφα­λι­σμένη τὴ σω­τη­ρία. Ἔμ­πρα­κτα ὅ­μως ἀρ­νή­θη­καν νὰ ἀ­πο­δε­χθοῦν τὴν ἐκ­πλή­ρωση τῶν ἐ­παγ­γε­λιῶν στὸ πρό­σωπο τοῦ Χρι­στοῦ. Πα­ρόλο ποὺ ἀ­να­τρά­φη­καν μὲ τὸν Νόμο, τοὺς Προ­φῆ­τες καὶ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, ἀ­γνό­η­σαν τὴν πρα­γμα­τι­κό­τητα τῆς πα­ρου­σίας, τῆς δι­δα­σκα­λίας καὶ τῆς θαυ­μα­τουρ­γι­κῆς ἐ­ξου­σίας τοῦ Ἰ­η­σοῦ, μὲ ἀ­πο­τέ­λε­σμα τε­λικὰ νὰ Τὸν σταυ­ρώ­σουν. Ἔτσι ἔ­χα­σαν τὸ προ­νό­μιο τοῦ ἐ­κλε­κτοῦ λαοῦ καὶ τὴ θέση τους παίρ­νουν ἀπὸ τότε ὅ­σοι στρέ­φον­ται μὲ βε­βαι­ό­τητα στὸ πρό­σωπο τοῦ Χρι­στοῦ, ὡς Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶν­τος καὶ σώ­ζον­τος κάθε ἄν­θρωπο.

 


 

Κηρύγματα Ιουνίου 2018 pdf 

 

 

 

 

 


ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ
ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΜΑΙΟΥ 2018

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ (Ἰωαν. δ΄ 5-42)
6 Μα­ΐου 2018

    «Ὃς ἂν πίῃ ἐκ τοῦ ὕ­δα­τος οὗ ἐγὼ δώσω αὐτῷ, οὐ μὴ δι­ψήσῃ εἰς τὸν αἰῶνα».

Μὲ αὐτὸν τὸν λόγο ὁ Κύριος, ὅπως ἀκούσαμε στὸ σημερινὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα, διακονεῖ τὴ σωτηρία αὐτῆς τῆς τραυματισμένης ψυχῆς, τὴν ὁποία συνάντησε στὸ φρέαρ τοῦ Ἰακώβ, στὸ πρόσωπο τῆς ἁμαρτωλῆς Σαμαρείτιδας γυναίκας. Τῆς ἀποκαλύπτει μεγάλες ἀλήθειες. Μεταξὺ τῶν ἄλλων τῆς εἶπε ὅτι ὅποιος πιεῖ ἀπὸ τὸ νερὸ ποὺ δίνει Ἐκεῖνος, δὲν θὰ διψάσει ποτὲ πιά. Ἂς δοῦμε λοιπὸν ποιὰ εἶναι ἡ δίψα τοῦ ἀνθρώπου στὴν ὁποία ἀναφέρεται ὁ Κύριος καὶ γιατί μόνο Ἐκεῖνος μπορεῖ νὰ τὴν ἱκανοποιήσει.Μὲ αὐ­τὸν τὸν λόγο ὁ Κύ­ριος, ὅ­πως ἀ­κού­σαμε στὸ ση­με­ρινὸ Εὐ­αγ­γε­λικὸ ἀ­νά­γνω­σμα, δι­α­κο­νεῖ τὴ σω­τη­ρία αὐ­τῆς τῆς τραυ­μα­τι­σμέ­νης ψυ­χῆς, τὴν ὁ­ποία συ­νάν­τησε στὸ φρέαρ τοῦ Ἰ­α­κώβ, στὸ πρό­σωπο τῆς ἁ­μαρ­τω­λῆς Σα­μα­ρεί­τι­δας γυ­ναίκας. Τῆς ἀ­πο­κα­λύ­πτει με­γά­λες ἀ­λή­θειες. Με­ταξὺ τῶν ἄλ­λων τῆς εἶπε ὅτι ὅ­ποιος πιεῖ ἀπὸ τὸ νερὸ ποὺ δί­νει Ἐ­κεῖ­νος, δὲν θὰ δι­ψά­σει ποτὲ πιά. Ἂς δοῦμε λοι­πὸν ποιὰ εἶ­ναι ἡ δίψα τοῦ ἀν­θρώ­που στὴν ὁ­ποία ἀ­να­φέ­ρε­ται ὁ Κύ­ριος καὶ γι­ατί μόνο Ἐ­κεῖ­νος μπο­ρεῖ νὰ τὴν ἱ­κα­νο­ποι­ή­σει.

    Ὁ Κύ­ριος δὲν μιλᾶ γιὰ τὴ σω­μα­τικὴ δίψα ἀλλὰ γιὰ τοὺς με­γά­λους καὶ ἀσί­γα­στους πό­θους τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ψυ­χῆς. Αὐ­τοὺς τοὺς πό­θους τοὺς χα­ρα­κτη­ρί­ζει ὡς «δίψα», γιὰ νὰ φα­νε­ρώ­σει πόσο ἔν­το­νοι εἶ­ναι,· δι­ότι ἡ δίψα εἶ­ναι ἀπὸ τὰ πιὸ ἔν­τονα αἰ­σθή­ματα τοῦ ἀν­θρώ­που, ποὺ πρέ­πει σύν­τομα νὰ ἱ­κα­νο­ποι­η­θεῖ, γιὰ νὰ πα­ρα­μεί­νει ὁ ἄν­θρω­πος στὴ ζωή. Δὲν ἀν­τέ­χει χω­ρὶς νερὸ παρὰ ἐ­λά­χι­στες ἡ­μέ­ρες.

    Καὶ ποιοὶ εἶ­ναι αὐ­τοὶ οἱ πό­θοι τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ψυ­χῆς ποὺ ζη­τοῦν ὁ­πωσ­δή­ποτε ἱ­κα­νο­ποί­ηση; Εἶ­ναι ὁ πό­θος γιὰ ἀ­φθαρ­σία καὶ ἀ­θα­να­σία. Λυ­πᾶ­ται ὁ ἄνθρω­πος γιὰ τὴ φθορὰ ποὺ βλέ­πει νὰ κυ­ρι­αρ­χεῖ στὸν πα­ρόντα κό­σμο καὶ κυρίως γιὰ τὴ φθορὰ στὸ σῶμα του: ποὺ ἀρ­ρω­σταί­νει, ποὺ γερνᾶ, καὶ τὸ χει­ρό­τερο, ποὺ πε­θαί­νει. Ὁ ἄν­θρω­πος δὲν δη­μι­ουρ­γή­θηκε γιὰ τὸν θά­νατο ἀλλὰ γιὰ τὴν αἰ­ώ­νια ζωή. Γι’᾿αὐτὸ ἀ­πο­στρέ­φε­ται τὸν θά­νατο, συγ­κλο­νί­ζε­ται ἀπὸ τὸν θά­νατο. Δὲν θέ­λει νὰ πε­θά­νει.

    Πο­θεῖ ἐ­πί­σης τὴν τε­λει­ό­τητα καὶ μά­λι­στα τὴν τε­λει­ό­τητα στὴν ἀ­ρετή. Θέ­λει νὰ εἶ­ναι τέ­λειος σὲ ὅλα, ἄ­μεμ­πτος, κα­θα­ρὸς ἀπὸ κάθε ἀ­τέ­λεια, ἀπὸ κάθε ἐ­λάτ­τωμα. Ἐ­πι­θυ­μεῖ νὰ ἔ­χει ἀκατη­γό­ρητη συ­νεί­δηση. Ἀ­γαπᾶ τὴν ἀ­ρετή, τὴν θαυ­μά­ζει. Θέ­λει νὰ νὰ ἀ­να­δει­χθεῖ, νὰ δο­ξα­σθεῖ. Δι­ψάει τὴ χαρά, τὴν εὐ­τυ­χία.

Πό­θοι δι­ά­φο­ροι τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ψυ­χῆς. Ποιὸς ὅ­μως μπο­ρεῖ νὰ τοὺς ἱκα­νο­ποι­ή­σει;

Μόνο ὁ Χρι­στὸς ξε­διψᾶ τὸν ἄν­θρωπο.

«Ἡ δίψα τῶν ἀν­θρω­πί­νων ψυ­χῶν», γρά­φει ὁ ἅ­γιος Νι­κό­λαος ὁ Κα­βά­σι­λας, «ἀ­πεί­ρου δεῖ­ταί τι­νος ὕ­δα­τος». Ἡ δίψα τῆς ἀν­θρώπι­νης ψυ­χῆς χρει­ά­ζε­ται κά­ποιο νερὸ ποὺ νὰ μὴν τε­λει­ώ­νει ποτέ, νὰ εἶ­ναι ἄ­πειροαὐ­τὸς ὁ κό­σμος μὲ ὅλα τὰ ἀ­γαθά του εἶ­ναι πε­πε­ρα­σμέ­νος, ἔ­χει ὅ­ρια, πῶς μπο­ρεῖ νὰ ἐ­παρ­κέ­σει; Καὶ αὐτὸ τὸ ἄ­πειρο νερὸ εἶ­ναι ἡ θεία Χά­ρις, ὁ Θεὸς κοι­νω­νού­με­νος. Μόνο ὁ Θεὸς μπο­ρεῖ νὰ ξε­δι­ψά­σει τὸν ἄν­θρωπο, ὁ Θεὸς ὁ ἄ­φθαρ­τος, ὁ ἀ­θά­να­τος, ποὺ ἔ­χει κάθε τε­λει­ό­τητα σὲ ἄ­πειρο βα­θμό, ὁ μό­νος Ἅ­γιος, ἡ πηγὴ κάθε ἀ­γα­θοῦ.

Γι’᾿αὐτὸ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἐ­νην­θρώ­πησε, γιὰ νὰ ὁ­δη­γή­σει τὸν ἄν­θρωπο στὸ Θεό, γιὰ νὰ σβή­σει τὴν ἀν­θρώ­πινη δίψα, ποὺ τε­λικὰ δὲν εἶ­ναι παρὰ ἕ­νας πό­θος: ὁ πό­θος γιὰ τὸν Θεό, γιὰ τὸν Χρι­στό. Δι­ότι ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι δη­μι­ουρ­γη­μέ­νος «κατ’ εἰ­κόνα» καὶ «καθ’᾿ὁ­μοί­ω­σιν» Θεοῦ. Ἔ­χει θε­ϊκὰ γνω­ρί­σματα καὶ εἶ­ναι προ­ο­ρι­σμέ­νος, ἄν τὸ θε­λή­σει, νὰ γί­νει θεός – τί­ποτε λι­γό­τερο! Ὁ ἄν­θρω­πος ἔ­χει ἔμ­φυτη τὴν ἀ­να­ζή­τηση τοῦ Χρι­στοῦ. Ὁ Χρι­στὸς εἶ­ναι «ὁ μό­νος ἐ­πι­θυ­μη­τός, οὗ τυ­χοῦ­σιν οὐκ ἔνι ζη­τεῖν πε­ραι­τέρω», γρά­φει πάλι ὁ ἅ­γιος Νι­κό­λαος ὁ Κα­βά­σι­λας. Εἶ­ναι ὁ μό­νος ποὺ ἐ­πι­θυ­μεῖ ἡ ἀν­θρώ­πινη ψυχή. Κι ὅ­σοι Τὸν βροῦν δὲν εἶ­ναι δυ­να­τὸν νὰ ζη­τή­σουν τί­ποτε ἄλλο στὴ ζωή τους. Στα­μα­τοῦν τὴν ἀ­γω­νι­ώδη ἀ­να­ζή­τηση. Ἀ­να­παύ­ον­ται πλή­ρως. Εἶ­ναι αὐτὸ ἀ­κρι­βῶς ποὺ εἶπε σή­μερα στὴ Σα­μα­ρεί­τιδα ὁ Κύ­ριος «οὐ μὴ δι­ψήσῃ εἰς τὸν αἰ­ῶνα».

Ἆ­ραγε κα­τα­λα­βαί­νουμε αὐτὰ τὰ λό­για τοῦ Κυ­ρίου; Ὅ­ποιος πιεῖ ἀπὸ τὸ νερὸ ποὺ δί­νει ὁ Κύ­ριος ξε­διψᾶ τε­λείως. Τὸ ζοῦμε αὐτό; Ἂν ναί, εἴ­μα­στε μα­κά­ριοι· κι ἂς τρέ­ξουμε σὰν τὴ Σα­μα­ρεί­τιδα νὰ ὁ­δη­γή­σουμε κι ἄλ­λες ψυ­χὲς στὴν πηγὴ τοῦ ἀ­λη­θι­νοῦ νε­ροῦ. Ἂν ὄχι, ἂς μὴν ἀ­πο­γο­η­τευ­θοῦμε. Δόξα τῷ Θεῷ, ξέρουμε ποῦ θὰ ξε­δι­ψά­σουμε. Νὰ ἀ­γω­νι­σθοῦμε φι­λό­τιμα. Καὶ θὰ βροῦμε ὁπωσ­δή­ποτε τὸν Χρι­στό· ἢ μᾶλ­λον Ἐ­κεῖ­νος θὰ μᾶς βρεῖ, θὰ μᾶς ἀ­πο­κα­λυ­φθεῖ καὶ θὰ μᾶς ξε­δι­ψά­σει. Αὐ­τὸς ποὺ εἶ­ναι ἀ­κού­ρα­στος νὰ ἀ­γαπᾶ καὶ νὰ κα­τα­δι­ώ­κει τὴν κάθε ψυχή, γιὰ νὰ τῆς χα­ρί­σει «τὸ ὕ­δωρ τὸ ἀλ­λό­με­νον εἰς ζωὴν αἰ­ώ­νιον».

        Ἀ­μήν.

 

 


 

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ (Ἰ­ωάν. θ΄ 1-38)
13 Μα­ΐου 2018

«Ἓν οἶδα, ὅτι τυ­φλὸς ὢν ἄρτι βλέπω».Ἔ­λαμψε στὴ ση­με­ρινὴ Εὐ­αγ­γε­λικὴ πε­ρι­κοπὴ ἡ ἀ­γάπη τοῦ Κυ­ρίου καὶ ἡ παν­το­δυ­να­μία Του. Θε­ρά­πευσε ἕ­ναν ἐκ γε­νε­τῆς τυ­φλό, ἕ­ναν ἀ­όμ­ματο. Ἔ­λαμψε ὅμως καὶ ἡ ἀ­ρετὴ τοῦ θε­ρα­πευ­μέ­νου τυ­φλοῦ, ὁ ὁ­ποῖος ὁ­μο­λό­γησε μὲ ὑ­πο­δει­γμα­τικὸ τρόπο τὴν ἀ­λή­θεια γιὰ τὴ θε­ρα­πεία του καὶ γιὰ τὸν Κύ­ριο Ἰ­η­σοῦ, ὅσο Τὸν εἶχε γνω­ρί­σει. Μὲ αὐτὴ τὴν ἀ­φορμὴ ἂς δοῦμε ποιὰ εἶ­ναι τὰ γνω­ρί­σματα τῆς ὁ­μο­λο­γίας τοῦ τυ­φλοῦ καὶ πῶς θὰ μπο­ρέ­σουμε καὶ ἐ­μεῖς νὰ ὁ­μο­λο­γοῦμε θε­ά­ρε­στα τὴν πί­στη μας.

Ἡ ὁ­μο­λο­γία τοῦ τυ­φλοῦ δι­α­κρί­νε­ται πρῶτα-πρῶτα ἀπὸ ἀν­δρεία. Ὁ τυ­φλὸς μὲ θάρ­ρος ὁ­μο­λό­γησε τί εἶχε συμ­βεῖ, χω­ρὶς νὰ φο­βη­θεῖ τοὺς Φα­ρι­σαί­ους καὶ χωρὶς νὰ ὑ­πο­κύ­ψει στὶς πι­έ­σεις τους. Οἱ Φα­ρι­σαῖοι μι­σοῦ­σαν τὸν Κύ­ριο καὶ εἶ­χαν ἀπει­λή­σει ὅτι ὅ­ποιος Τὸν ὁ­μο­λο­γοῦσε ὡς Μεσ­σία θὰ γι­νό­ταν ἀ­πο­συ­νά­γω­γος. Ἦταν φο­βερὴ τι­μω­ρία νὰ γί­νει κα­νεὶς ἀ­πο­συ­νά­γω­γος. Θὰ λέ­γαμε σή­μερα, δὲν θὰ μπο­ροῦσε νὰ πάει στὴν ἐκ­κλη­σία οὔτε νὰ συμ­με­τά­σχει στὰ ἱ­ερὰ Μυ­στή­ρια, θὰ τὸν κρα­τοῦ­σαν ὅ­λοι σὲ ἀ­πό­σταση σὰν μι­α­σμένο καὶ θὰ τοῦ ἔ­κλει­ναν τὴν πόρτα. Οἱ γο­νεῖς τοῦ πρώην τυ­φλοῦ φο­βή­θη­καν, δὲν ὁ­μο­λό­γη­σανὁ ἴ­διος ἀν­τί­θετα ἔδειξε ἀ­ξι­ο­θαύ­μα­στο θάρ­ρος ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μέ­χρι τὸ τέ­λος τῆς ἀ­να­κρί­σεως ποὺ τοῦ ἔ­κα­ναν οἱ ἐ­χθροὶ τοῦ Κυ­ρίου.

     Ἔδειξε θάρρος, ὄχι ὅμως καὶ θράσος. Ἡ ὁμολογία του ξεχωρίζει καὶ γιὰ τὸ ἀνώτερο ἦθος της. Ἂν καὶ κατάλαβε τὴ δολιότητα τῶν Ἰουδαίων, δὲν θύμωσε οὔτε τοὺς ἤλεγξε. Ἀπαντοῦσε σταθερά, μὲ εὐθύτητα καὶ ἠρεμία. Καὶ ὅταν τὸν χλεύασαν καὶ τὸν ἔδιωξαν, δὲν ἀνταπέδωσε.

Τέ­λος, ἡ ὁ­μο­λο­γία του εἶχε λο­γικὰ ἐ­πι­χει­ρή­ματα. Ὁ συλ­λο­γι­σμός του εἶχε ὡς ἑ­ξῆς: «Ὁ Θεὸς δὲν εἰ­σα­κούει τοὺς ἁ­μαρ­τω­λούς. Ἀπὸ τὴν ἄλλη ὁ Ἰ­η­σοῦς μοῦ ἔ­κανε θαῦμα πρω­το­φα­νές, ποὺ μόνο μὲ τὴ δύ­ναμη τοῦ Θεοῦ μπο­ροῦσε νὰ γί­νει. Ἄρα ὁ Ἰ­η­σοῦς δὲν εἶ­ναι ἁ­μαρ­τω­λὸς ἀλλὰ ἄν­θρω­πος τοῦ Θεοῦ». Κρυ­στάλ­λινη λογική, στὴν ὁ­ποία οἱ Φα­ρι­σαῖοι δὲν μπό­ρε­σαν νὰ ἀν­τι­τά­ξουν παρὰ μόνο ὕ­βρεις καὶ βία.

Ἂς ἔρ­θουμε ὅ­μως σὲ μᾶς. Πῶς ὁ­μο­λο­γοῦμε τὴν πί­στη μας στὸν Κύ­ριο; Ἡ ἀ­πάν­τηση εἶ­ναι ἁ­πλή. Ὁ­μο­λο­γοῦμε τὴν πί­στη μας, μό­νον ἐὰν τὴν ζοῦμε. Ὁ Κύριος σὲ ἄλλη πε­ρί­πτωση εἶχε πεῖ « ὅ­ποιος μὲ ὁ­μο­λο­γή­σει εἶ­ναι ἑ­νω­μέ­νος μαζί μου » δη­λαδὴ ὁ­μο­λο­γεῖ κα­νεὶς τὸν Χρι­στὸ ὄχι μὲ τὴ δική του δύ­ναμη ἀλλὰ μὲ τὴ βο­ή­θεια τῆς θείας Χά­ρι­τος. Ἀν­τί­στοιχα ὁ τυ­φλὸς ὁ­μο­λό­γησε αὐτὸ ποὺ ἔ­ζησε, ἡ ὁ­μο­λο­γία του ἦ­ταν κα­τά­θεση τῆς ἐμ­πει­ρίας του. Εἶπε «Ἂν εἶ­ναι ἁ­μαρ­τω­λὸς ὁ Ἰ­η­σοῦς, δὲν τὸ ξέρω. Ἕνα πρά­γμα ξέρω, ὅτι ἤ­μουν τυ­φλὸς καὶ τώρα βλέπω».

Νὰ συν­δε­θοῦμε λοι­πὸν στενὰ μὲ τὸν Κύ­ριο. Νὰ Τὸν γνω­ρί­σουμε ἀ­λη­θινά. Νὰ ἐ­πι­δι­ώ­κουμε νὰ ἑ­νω­νό­μα­στε μαζί Του. Νὰ γί­νει ἡ θεία Κοι­νω­νία τὸ κέν­τρο τῆς ζωῆς μας. Ὅ­ταν γνω­ρί­σουμε τὸν Χρι­στό, τότε ἡ πί­στη μας σ’᾿ Ἐ­κεῖ­νον θὰ γίνει τόσο δυ­νατὴ καὶ ἡ ἀ­γάπη μας τόσο φλο­γερή, ὥ­στε δὲν θὰ μπο­ροῦμε νὰ μὴν Τὸν ὁ­μο­λο­γοῦμε. Δὲν θὰ ἀμ­φι­τα­λαν­τευ­ό­μα­στε προ­κει­μέ­νου νὰ Τὸν ὑ­πε­ρα­σπι­σθοῦμε, ἀ­κόμη κι ἂν μᾶς ἀ­πει­λοῦν μὲ θά­νατο. Ἀ­φοῦ θὰ πο­θοῦμε νὰ ζή­σουν καὶ οἱ ἄλ­λοι τὴ χαρὰ τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς ζωῆς, αὐ­θόρ­μητα θὰ τὴν ὁ­μο­λο­γοῦμε.

Ὀ­φεί­λουμε οἱ Χρι­στι­α­νοὶ ποὺ ζοῦμε τὸν Χρι­στὸ νὰ ἔ­χουμε τὸ θάρ­ρος νὰ Τὸν ὁ­μο­λο­γοῦμε. Τὸ ἔ­χει ἀ­νάγκη ἡ κοι­νω­νία μας, ἡ τόσο ἀ­πο­στα­τη­μένη, στὴν ὁποία ὑ­πάρ­χει τόση ἄ­γνοια καὶ τόση ἐ­χθρό­τητα ἐ­ναν­τίον τῆς Πί­στεως. Ὅ­ποιος ἀν­τέ­ξει νὰ ὁ­μο­λο­γή­σει τὸν Χρι­στό, ὅ­ποιος βα­στά­σει τὸ ὄ­νομα τοῦ Χρι­στοῦ, θὰ ὠ­φε­λή­σει πολ­λὲς κα­λο­προ­αί­ρε­τες ψυ­χὲς ποὺ ζοῦν μέσα στὸ σκο­τάδι. Αὐ­τὸς θὰ στη­ρί­ξει καὶ τοὺς ἀ­δύ­να­μους πι­στούς. Θὰ ὑ­πο­στεῖ ἴ­σως τὴν ἀ­πόρ­ριψη ὅ­σων ζοῦν καὶ ἀ­γα­ποῦν τὸ σκο­τάδι. Ἀλλὰ ἂς μὴ φο­βη­θεῖ. Ὁ Κύ­ριος θὰ τοῦ χα­ρί­σει τὸν στέφανο τῆς Βα­σι­λείας Του, Αὐ­τὸς ποὺ στε­φα­νώ­νει ὅ­σους ὑ­πο­φέ­ρουν γιὰ τὴν ἀ­γάπη Του.

        Ἀ­μήν.

 

 


 

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΘΕΟΦΟΡΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ (Ἰ­ωάν. ιζ΄1-13 )
20 Μα­ΐου 2018

«Ἐγώ σε ἐ­δό­ξασα ἐπὶ τῆς γῆς».Τὴ ση­με­ρινὴ Κυ­ρι­ακὴ τι­μοῦμε τὴ μνήμη τῶν Ἁ­γίων Πα­τέ­ρων τῆς Α΄´ Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου. Ἡ Σύ­νο­δος αὐτὴ συγ­κλή­θηκε τὸ 325 μ.Χ. στὴ Νίκαια τῆς Βι­θυ­νίας, μιὰ πόλη τῆς Μι­κρᾶς Ἀ­σίας, γιὰ τὴν ἀν­τι­με­τώ­πιση τῆς αἱ­ρέ­σεως τοῦ Ἀ­ρείου. Τὸ Εὐ­αγ­γε­λικὸ Ἀ­νά­γνω­σμα, σχε­τικὸ μὲ τὴν ἑ­ορτή, εἶ­ναι τὸ πρῶτο μέ­ρος τῆς Ἀρ­χι­ε­ρα­τι­κῆς Προ­σευ­χῆς τοῦ Κυ­ρίου, δη­λαδὴ τῆς προσευ­χῆς ποὺ ἀ­πηύ­θυνε ὁ Κύ­ριος λίγο πρὶν ἀπὸ τὸ Πά­θος Του. Στὴν ἀρχή της ὁ Κύ­ριος λέει ὅτι δό­ξασε τὸν ἐ­που­ρά­νιο Πα­τέρα Του στὴ γῆ «Ἐγώ σε ἐ­δό­ξασα ἐπὶ τῆς γῆς». Ἂς δοῦμε λοι­πὸν σή­μερα πῶς δό­ξασε ὁ Κύ­ριος τὸν Θεὸ Πα­τέρα, πῶς Τὸν δό­ξα­σαν οἱ ἅ­γιοι Πα­τέ­ρες ποὺ τι­μοῦμε σή­μερα, καὶ ποιὸ εἶ­ναι τὸ δικό μας χρέος.

Ὁ Κύ­ριος δό­ξασε τὸν Πα­τέρα Του στὴ γῆ μὲ ὁ­λό­κληρη ἀ­σφα­λῶς τὴ ζωή Του. Τὸν δό­ξασε ὅ­μως καὶ μὲ τὴ φα­νέ­ρωση τῆς ἀ­λή­θειας περὶ Θεοῦ. Στὴν πρὸ Χρι­στοῦ ἐ­ποχὴ λα­τρεύ­ον­ταν καὶ δο­ξά­ζον­ταν πολ­λοὶ ψεύ­τι­κοι θεοί ποὺ· πίσω ἀπὸ αὐ­τοὺς κρύ­βον­ταν οἱ δαί­μο­νες.

Ὁ ἐ­ναν­θρω­πή­σας Υἱὸς τοῦ Θεοῦ κα­τήρ­γησε τὴ δόξα τῶν ψεύ­τι­κων θεῶν, ἀ­πο­κα­λύ­πτον­τας στοὺς ἀν­θρώ­πους ποιὸς εἶ­ναι ὁ ἀ­λη­θι­νὸς Θεός, ὁ μόνος ἄ­ξιος νὰ δο­ξά­ζε­ται. Γι’ αὐτὸ ἄλ­λω­στε ἦλθε στὸν κό­σμο, ὅ­πως δι­ε­κή­ρυξε ὁ Ἴ­διος, «ἵνα μαρ­τυ­ρήσῃ τῇ ἀ­λη­θείᾳ»,·γιὰ νὰ ἀ­πο­κα­λύ­ψει καὶ κη­ρύ­ξει τὴν ἀ­λή­θεια περὶ τοῦ Θεοῦ.

Ἀ­πο­κά­λυψε δη­λαδὴ ὅτι ὁ Θεὸς εἶ­ναι Τρι­α­δι­κός, ὁ Πα­τήρ, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅ­γιο. Καὶ ὅτι αὐ­τὸς ὁ ἐν Τρι­άδι Θεός ἀ­γα­πάει τὸν ἁ­μαρ­τωλὸ καὶ θέ­λει τὴ σω­τη­ρία του·καὶ ὅτι γι’ αὐτὴ τὴ σω­τη­ρία τοῦ ἁ­μαρ­τω­λοῦ ἀν­θρώ­που ὁ ἴ­διος ὁ Κύ­ριος, ὁ Υἱὸς καὶ Λό­γος τοῦ Θεοῦ ἔ­γινε καὶ ἄν­θρω­πος, γιὰ νὰ προσφέ­ρει τὸν Ἑ­αυτό Του θυ­σία «ὑ­πὲρ τῆς τοῦ κό­σμου ζωῆς καὶ σω­τη­ρίας», γιὰ νὰ ζή­σει καὶ νὰ σω­θεῖ ὁ κό­σμος.

Κι ὅ­ταν κά­ποιοι σκαν­δα­λί­σθη­καν ἀπὸ τὰ λό­για Του, δὲν θέ­λησε νὰ ἀλ­λά­ξει τὴ δι­δα­σκα­λία Του, ἀλλὰ ρώ­τησε τοὺς μα­θη­τές Του «Μή­πως θέ­λετε κι ἐ­σεῖς νὰ φύ­γετε;». Ἤ­θελε νὰ δο­ξά­σει τὸν Θεό, νὰ πα­ρα­δώ­σει ἀ­νό­θευτη τὴν ἀλή­θεια ποὺ σώ­ζει, χω­ρὶς νὰ ἐ­πι­ζη­τεῖ ὀ­πα­δούς.

Κατὰ τὸ τέ­λειο πα­ρά­δει­γμα τοῦ Κυ­ρίου, καὶ οἱ ἅ­γιοι Πα­τέ­ρες τῆς Α΄ Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου δό­ξα­σαν τὸν Θεὸ μὲ τὴ θε­ό­πνευ­στη δι­δα­σκα­λία τους κατὰ τὴ σύγ­κληση τῆς Συ­νό­δου αὐ­τῆς.

Δὲν συγ­κεν­τρώ­θη­καν γιὰ τὴ δική τους δόξα. Μία ἦ­ταν ἡ ἀ­γω­νία τους: νὰ μεί­νει ἀ­πα­ρα­χά­ρα­κτη ἡ ἐν Χρι­στῷ ἀ­πο­κα­λυ­φθεῖσα ἀ­λή­θεια,·νὰ μὴν ἀλ­λά­ξει ἡ ἀ­λή­θεια τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς πί­στεως,·νὰ φυ­λα­χθεῖ ἔτσι ἀ­κρι­βῶς ὅ­πως τὴν κή­ρυξε ὁ Κύ­ριος καὶ τὴν δί­δα­ξαν οἱ ἅ­γιοι Ἀ­πό­στο­λοι. Γνώ­ρι­ζαν ὅτι μεί­ωση τῆς ἀ­λή­θειας περὶ Θεοῦ σή­μαινε μεί­ωση τῆς δό­ξας τοῦ Θεοῦ.

Αὐ­τοὶ οἱ ἅ­γιοι Πα­τέ­ρες ἦ­ταν ἡ γε­νιὰ ποὺ εἶχε βγεῖ ἀπὸ τὶς Κα­τα­κόμ­βες μό­λις πρὶν ἀπὸ λίγα χρό­νια. Καὶ ἔ­φε­ραν τὰ στί­γματα τοῦ Κυ­ρίου στὸ σῶμα τους. Ἄλ­λος εἶχε κομ­μένη μύτη, ἄλ­λος ἀ­κρω­τη­ρι­α­σμένο χέρι, καὶ γε­νικὰ εἶ­χαν ὑ­πο­στεῖ βα­σα­νι­στή­ρια, ἐ­πειδὴ δὲν εἶ­χαν θε­λή­σει νὰ ἀρ­νη­θοῦν τὸν Χρι­στὸ καὶ νὰ προ­σκυ­νή­σουν τὰ εἴ­δωλα. Εἶ­χαν δο­ξά­σει τὸ ὄ­νομα τοῦ Θεοῦ μὲ τὴ στα­θερὴ ὁ­μο­λο­γία τους· καὶ τώρα στὴ Σύ­νοδο δό­ξα­σαν τὸν Θεὸ δι­α­τυ­πώ­νον­τας, μὲ τὸν φω­τι­σμὸ τοῦ Ἁ­γίου Πνεύ­μα­τος, τὴν ἀ­λή­θεια ὅτι ὁ Χρι­στὸς εἶ­ναι Θεὸς ἀλη­θι­νός, ὁ­μο­ού­σιος μὲ τὸν Πα­τέρα.

Χρέος δικό μας λοι­πὸν εἶ­ναι νὰ κρα­τοῦμε ἀ­νό­θευτη τὴν ἀ­λή­θεια, γιὰ νὰ δο­ξά­ζε­ται ὁ μό­νος ἀ­λη­θι­νὸς ἐν Τρι­άδι Θεός, ὁ Κύ­ριος Ἰ­η­σοῦς Χρι­στὸς καὶ ὁ Θεὸς Πα­τὴρ καὶ τὸ Πα­νά­γιο Πνεῦμα. Νὰ φυ­λάτ­τουμε δη­λαδὴ τὴν Ὀρ­θό­δοξη Πί­στη μας ἀ­νό­θευτη καὶ νὰ τὴν ὁ­μο­λο­γοῦμε. Βε­βαίως σε­βό­μα­στε τοὺς ἑ­τε­ρό­δο­ξους καὶ τοὺς ἀλ­λό­θρη­σκους, ἀλλὰ πι­στεύ­ουμε ὅτι μία εἶ­ναι ἡ ἀ­λή­θεια, ἕ­νας εἶ­ναι ὁ ἀ­λη­θι­νὸς Θεὸς καὶ ὅτι μόνο ὁ Κύ­ριος Ἰ­η­σοῦς Χρι­στὸς εἶ­ναι ὁ Σω­τὴρ τοῦ κό­σμου. Ὅ­ποιος δο­ξά­ζει τὸν Θεό, αὐ­τὸς κερ­δί­ζει. Ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ εἶ­ναι ἡ ζωή μας, ἡ εὐ­τυ­χία μας, ἡ αἰ­ώ­νια σω­τη­ρία μας. Νὰ μᾶς ἀ­ξι­ώ­σει ὁ Κύ­ριος νὰ τὴν γευ­θοῦμε. Ἀ­μήν.

 

 


 

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ (Ἰ­ωάν. ζ΄ 37-52, η΄18)
27 Μα­ΐου 2018

Κυ­ρι­ακὴ τῆς Πεν­τη­κο­στῆς. Με­γάλη ἡ ση­με­ρινὴ ἑ­ορτὴ γιὰ τὴν Ἐκ­κλη­σία, ἀ­φοῦ ἀ­πο­τε­λεῖ τὴν ἀρχὴ τῆς πο­ρείας της στὴν ἱ­στο­ρία γιὰ τὸν ἄν­θρωπο καὶ τὸν κό­σμο. Κι αὐτὴ τὴ με­γάλη ἡ­μέρα πα­ρου­σι­ά­ζε­ται ὁ Χρι­στὸς μέσα ἀπὸ τὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο τοῦ Εὐ­αγ­γε­λι­στοῦ Ἰ­ω­άν­νου, νὰ κα­λεῖ ὅ­λους τοὺς ἀν­θρώ­πους νά ’ρθουν νὰ πι­οῦν ἀπὸ τὸ δικό Του νερό, τὸ αἰ­ώ­νιο, γιὰ νὰ ξε­δι­ψά­σουν.

Ὁ Χρι­στὸς κα­λεῖ συ­νε­χῶς, ὅ­πως τότε καὶ τώρα καὶ πάντα ἐ­κεί­νους ποὺ δι­ψοῦν καὶ πει­νοῦν γιὰ τὴ δι­και­ο­σύνη Του καὶ τὴν ἀ­γάπη Του. «Ἐάν τις διψᾷ, ἐρ­χέ­σθω πρός με καὶ πι­νέτω», ἀ­φοῦ ἡ πηγὴ εἶ­ναι πάντα ρέ­ουσα καὶ παρέ­χει τὸ «ὕ­δωρ τὸ ζῶν».

Καὶ σ’ ἐ­κεί­νους, ποὺ κλει­σμέ­νοι σὰν μέσα σὲ σκο­τεινὸ σπή­λαιο -ἔτσι τοὺς φαν­τά­σθηκε ὁ ἀρ­χαῖος φι­λό­σο­φος στὴν «Πο­λι­τεία του» - ἐ­να­γώ­νια ζητοῦν νὰ μά­θουν τὴν ἀ­λή­θεια, ὁ Χρι­στὸς θὰ δι­α­κη­ρύσ­σει πὼς «ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κό­σμου». Ἐνῷ δὲ ὁ Χρι­στὸς δι­α­κη­ρύσ­σει αὐ­τὲς τὶς αἰ­ώ­νιες ἀ­λή­θειες καὶ ἐνῷ ἡ Ἐκ­κλη­σία προ­βάλ­λει συ­νε­χῶς τὸ πρό­σωπό Του, ὑ­πάρ­χουν καὶ ἐκεῖ­νοι ποὺ Τὸν το­πο­θε­τοῦν μέσα στὰ ἐγ­κό­σμια πλαί­σια. Καὶ οἱ ἄλ­λοι ποὺ Τὸν ἀμ­φι­σβη­τοῦν καὶ δι­α­λο­γί­ζον­ται πο­νηρά.

Δὲν ἔ­λει­ψαν οὔτε τότε μὰ οὔτε καὶ τώρα οἱ ἀμ­φι­σβη­τοῦν­τες καὶ οἱ ἀρνού­με­νοι, ὅ­πως στὸ ση­με­ρινὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο στὴν πε­ρι­γραφὴ τοῦ Εὐ­αγ­γε­λι­στοῦ Ἰ­ω­άν­νου, ὁ ὁ­ποῖος μι­λάει γιὰ τοὺς ἄρ­χον­τες, δη­λαδὴ τοὺς πνευ­μα­τι­κούς, κοι­νω­νι­κοὺς καὶ πο­λι­τι­κούς τα­γούς. Ὅ­λοι αὐ­τοὶ βά­ζουν τὰ πρά­γματα τῆς ζωῆς σὲ τάξη κατὰ πὼς ὁ­ρί­ζει καὶ ἐ­ξα­σφα­λί­ζει ὁ νό­μος. Γι­ατὶ γνω­ρί­ζουν μὲν τὸν νόμο, μὰ δὲν γνω­ρί­ζουν τὴν πί­στη τοῦ λαοῦ μήτε κα­τα­δέ­χον­ται νὰ ἀ­σχο­λη­θοῦν μὲ αὐ­τήν.

Ἐὰν ὅ­μως ἔτσι το­πο­θε­τή­σουμε τὰ πρά­γματα καὶ τοὺς δώ­σουμε αὐτὴ τὴ δι­ά­σταση, τότε βε­βαίως ὁ νό­μος εἶ­ναι ἡ λύση. Γι’ αὐτὸ εἶ­ναι πλα­νε­μέ­νος καὶ ἄ­θλιος ὅ­ποιος τὸν ἀ­γνοεῖ. «Ὁ ὄ­χλος οὗ­τος, ὁ μὴ γι­νώ­σκων τὸν νό­μον, ἐπι­κα­τά­ρα­τοι εἰ­σίν».

αὐτὰ ὑ­πάρ­χουν καὶ πο­ρεύ­ον­ται κατὰ τοὺς ἀμ­φι­σβη­τοῦν­τες ἢ ἀρνου­μέ­νους τὴν πρα­γμα­τικὴ ἀ­λή­θεια, ὅ­πως ἐκ­φρά­ζε­ται ἀπὸ τὸν Χρι­στό, κα­τα­γρά­φε­ται στὰ ἱ­ερὰ Εὐ­αγ­γέ­λια, δι­α­φυ­λάσ­σε­ται καὶ κη­ρύσ­σε­ται ἀπὸ τὴν Ἐκ­κλη­σία.

Γι’ αὐτὸ ἐ­κεῖ­νοι ποὺ ἀμ­φι­σβη­τοῦν τὸν Χρι­στὸ καὶ προ­βάλ­λουν τὴν δική τους γνώμη ὡς ἀ­λή­θεια, ἐ­πειδὴ κά­ποιες φο­ρὲς ἀ­δυ­να­τοῦν νὰ τὴν ἐ­πι­βά­λουν στὸ λαό, «κα­τα­ρι­ῶν­ται τοὺς ἀν­θρώ­πους γιὰ τὴν ἄ­γνοια καὶ τὴν ἀ­μά­θειά τους!».

 Μά, ἐὰν προ­σέ­ξουμε κα­λύ­τερα στὰ χρό­νια ποὺ πέ­ρα­σαν, θὰ πα­ρα­τη­ρή­σουμε πὼς ὑ­πάρ­χουν τὰ ἴ­δια πρά­γματα. Δη­λαδὴ ἐ­παναλαμ­βά­νε­ται ἡ πρόσκληση τοῦ Χρι­στοῦ «ἐάν τις διψᾷ, ἐρ­χέ­σθω πρός με καὶ πι­νέτω» καὶ ὑ­πάρ­χουν ἐ­κεῖ­νοι ποὺ Τὸν ὁ­μο­λο­γοῦν δί­χως καλά-καλά νὰ Τὸν γνω­ρί­ζουν. Καὶ πιὸ ἐ­κεῖ αὐ­τοὶ ποὺ κα­λο­προ­αί­ρετα ἀμ­φι­βάλ­λουν. Τέ­λος δὲ ἐ­κεῖ­νοι «ποὺ ἥ­συ­χοι καὶ κα­το­χυ­ρω­μέ­νοι στὴν ἐ­ξου­σία, Τὸν ἀρ­νοῦν­ται».

 Ἀ­γα­πη­τοὶ ἀ­δελ­φοί, ὅ­λες αὐ­τὲς οἱ πε­ρι­πτώ­σεις τῶν ἀν­θρώ­πων, ὑ­πάρ­χουν στὸ ση­με­ρινὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο. Μὰ ὑ­πάρ­χουν ἀ­κόμη καὶ στὴν κα­θη­με­ρι­νό­τητά μας. Καὶ συμ­βαί­νει αὐτό, γι­ατὶ οἱ ἄν­θρω­ποι εἶ­ναι μοι­ρα­σμέ­νοι κατὰ πὼς ὁ κα­θέ­νας γνω­ρί­ζει καὶ βι­ώ­νει τὸν λόγο τοῦ Χρι­στοῦ.

 Ἔτσι, ὁ κάθε ἄν­θρω­πος, ἀ­κόμη κι αὐ­τοὶ οἱ λε­γό­με­νοι ἄν­θρω­ποι τῆς Ἐκ­κλη­σίας, θέ­λει νὰ ἑρ­μη­νεύ­σει τὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο ἀπὸ μό­νος του ὡς αὐ­θεν­τία. Τὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα εἶ­ναι νὰ πέ­φτει σὲ λάθη, νὰ κα­τα­κερ­μα­τί­ζει τὸ οὐ­ρά­νιο μήνυμα, νὰ δη­μι­ουρ­γεῖ, ἔ­στω καὶ ἄ­θελά του, αἱ­ρε­τι­κὲς δι­δα­σκα­λίες καὶ πλάνες. Καὶ τέ­λος, ποὺ εἶ­ναι καὶ τὸ σπου­δαι­ό­τερο, νὰ ἀ­χρη­στεύει τὸν λόγο τοῦ Χρι­στοῦ.

 Ὀ­φεί­λουμε ὅ­μως νὰ γνω­ρί­ζουμε πὼς ἀπὸ μό­νοι μας ἀ­δυ­να­τοῦμε νὰ ἑρμη­νεύ­σουμε σω­στὰ τὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο, γι’ αὐτὸ μᾶς χρει­ά­ζε­ται ἡ πα­ρου­σία τοῦ Ἁ­γίου Πνεύ­μα­τος. Αὐτὸ ἄλ­λω­στε ἑ­ορ­τά­ζουμε σή­μερα, δη­λαδὴ τὴν κά­θοδο τοῦ Ἁ­γίου Πνεύ­μα­τος καὶ τὴν ἀπὸ τότε πα­ρου­σία του στὸν κό­σμο καὶ τὸν ἄν­θρωπο. Καὶ μιὰ μο­νάχα προ­σευχὴ κά­νουμε νὰ μέ­νει πάντα μαζί μας, γιὰ νὰ μᾶς κα­θο­δη­γεῖ στὸν σω­στὸ καὶ ἀ­λη­θινὸ δρόμο,νὰ μᾶς ἐ­νι­σχύει στὶς μικρὲς καὶ με­γά­λες ἀ­δυ­να­μίες μας,νὰ μᾶς βο­η­θάει νὰ ση­κω­θοῦμε ἀπὸ τὶς πολ­λὲς πτώ­σεις μας καὶ νὰ μᾶς ἁ­γι­ά­ζει κα­θη­με­ρινὰ μὲ τὴν χάρη Του. Ἀ­μήν.

 


 

Κηρύγματα Μαΐου 2018 pdf 

 

 

 

 

 


ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ
ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2018

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ (Ιωαν. ιβ΄1-18 )
1 Ἀπριλίου

     Ὁ Κύριος εἰσέρχεται σήμερα θριαμβευτικά στά Ἱεροσόλυμα. Πλῆθος κόσμου ξεχύθηκε στούς δρόμους, γιά νά τόν ὑποδεχθεῖ μέ κλαδιά ἀπό φοίνικες. Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος, φώναζαν, ἐν ὀνόματι Κυρίου, ὁ βασιλεύς τοῦ Ἰσραήλ.

     Τά βαΐα τῶν φοινίκων συμβόλιζαν τήν νίκη τοῦ Χριστοῦ καί προμήνυαν τήν ἀνάστασή του. Ποιοί ἀποτελοῦσαν τά πλήθη; Μήπως οἱ ἄρχοντες καί ἄνθρωποι ἀνωτέρας τάξεως; Μήπως οἱ μεγάλοι καί τρανοί τῆς ἐποχῆς; Ὄχι. Ὁ ἁπλός λαός ἔτρεξε νά Τόν προϋπαντήσει καί μέ τρόπο αὐθόρμητο ἐκδήλωσε τόν σεβασμό του καί τήν ἀναγνώρισή του πρός τόν Χριστό. Τόν ἐπευφημοῦσε ὡς βασιλέα καί ἐπίγειο ἄρχοντά του. Τόν ἀποκαλοῦσε εὐλογημένο καί ἀπεσταλμένο τοῦ Θεοῦ, δηλαδή Μεσσία. Φώναζαν, ὡσαννά ἐν τοῖς ὑψίστοις, πού πάει νά πεῖ, σῶσε μας, σύ ὁ Ὕψιστος. Ἐπάνω σωτηρία, κάτω ἔρχεται φιλανθρωπία.

     Στή γῆ πατοῦσαν, μά στόν οὐρανό βρίσκονταν. Σῶμα εἶχαν, ἀλλά μέ τούς ἀγγέλους ἦσαν κοινωνοί. Ἰουδαῖοι στό ὄνομα, χριστιανοί στήν πραγματικότητα. Ὅλο τό πλῆθος ἀπό τόν οὐρανό, ἀπό πάνω ἔλαβε τήν μαρτυρία καί τόν φωτισμό. Πῶς ἀλλιῶς γνώριζε ὁ ὄχλος, ὅτι ὁ Χριστός εἶναι βασιλιάς, ἀφοῦ δέν τόν ἔβλεπαν νά φοράει βασιλικό διάδημα; Δέν φοροῦσε βασιλικά ἐνδύματα, δέν τόν συνόδευε στρατιωτικό ἄγημα, δέν προηγεῖτο ἱππικό καί χρυσοποίκιλτα  ἅρματα. Πῶς τό κατάλαβαν; ἀπό ποῦ ἤξεραν, ὅτι εἶναι βασιλιάς; Μελετοῦσαν τήν Ἁγία Γραφή.

     Λίγες ὅμως ἡμέρες μετά ὁ ἴδιος ὁ λαός θά ἀποδοκιμάσει τόν Διδά-σκαλο. Θά τόν διώχνει ἀπό τήν ζωή του, θά τόν παραδώσει στό θάνατο. Θά ζητάει τήν σταυρική του καταδίκη.

     Ποῦ εἶναι τά ὡσαννά καί οἱ ζητωκραυγές; Αὐτά τώρα λησμονήθη-καν, πετάχθηκαν στήν ἄκρη. Τώρα ὠρύονται  καί ἀγριεμένοι φωνάζουν σταυρωθήτω. Γιατί ὅλα αὐτά; Γιατί ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ γιά κάποιους ἦταν καί παραμένει ἐνοχλητική. Οἱ ἄρχοντες, οἱ μεγάλοι καί ἰσχυροί ἔβαλαν σέ ἐνέργεια τό σχέδιό τους. Μέ δημαγωγικό καί ὑποκριτικό τρόπο ἔπεισαν τόν λαό, ὅτι ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος εἶναι ἐπικίνδυνος γιά τόν τόπο.

Καί ὁ λαός παρασύρεται ἀπό αὐτούς. Ξέχασε τά θαύματα. Λησμόνησε τά  λόγια του. Ἔκλεισε τά μάτια του στίς θεραπεῖες. Πλέον δέν ἀκούει καί δέν θυμᾶται οὔτε τίς δικές του προηγούμενες ζητωκραυγές. Ὁ  ὄχλος συνειδητά ἤ ἀσυνείδητα στέκεται ἀπέναντι στόν Ἰησοῦ καί ζητᾶ τή θανάτωσή του.

Καί νά σκεφθεῖ κανείς, ὅτι ὅλοι αὐτοί ἦσαν θρησκευόμενοι, πού ἦρθαν ἀπό διάφορα μέρη τοῦ Ἰσραήλ, ἀνέβηκαν στά Ἱεροσόλυμα, γιά νά προσκυνήσουν στό ναό τοῦ Σολομῶντος καί νά γιορτάσουν τήν μεγάλη γιορτή τοῦ Ἑβραϊκοῦ Πάσχα. Πῆγαν νά λατρέψουν τόν Θεό, ἀλλ᾿ ἔγιναν θεοκτόνοι. Ἐφόνευσαν τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ.

     Ἡ ἱστορική αὐτή πραγματικότητα, ἀγαπητοί μου, πρέπει νά μᾶς προβληματίσει. Εὑρισκόμεθα πρό ἕξ ἡμερῶν τοῦ Πάσχα. Πολλοί χριστιανοί, τώρα τήν Μεγάλη Ἑβδομάδα, θά τρέξουν στούς Ναούς, θά γεμίσουν τίς Ἐκκλησίες. Καταλαβαίνουμε ἄραγε τό βαθύτερο νόημα τῆς σταυρώσεως; Θά συγκινηθοῦμε συναισθηματικά καί θά κλάψουμε γιά τόν Χριστό. Μά δέν εἶναι προτιμότερο νά κλάψουμε γιά τούς ἑαυτούς μας καί τίς ἁμαρτίες μας; Ἔτσι εἶπε ὁ Κύριος στίς γυναῖκες, πού ἔκλαιγαν πίσω του, ὅταν ἀνέβαινε τόν ἀνηφορικό δρόμο τοῦ Γολγοθᾶ φορτωμένος τόν σταυρό. Γυναῖκες τῆς Ἱερουσαλήμ, γιά σᾶς νά κλαῖτε, ὄχι γιά μένα. Γιά τίς συμφορές, πού πρόκειται νά σᾶς βροῦν.

     Θά ἀνάψουμε πολλά κεριά αὐτές τίς μέρες, μά δέν θά φωτισθοῦν μέσα μας τά σκοτάδια τῆς δικῆς μας ζωῆς καί ψυχῆς. Θά ἑτοιμάσουμε πλούσια τραπέζια καί θά  ἀπολαύσουμε τά ἀγαθά τοῦ Θεοῦ. Θά αἰσθανθοῦμε ὅμως τήν ἀνάγκη νά καθήσουμε στό δικό Του τραπέζι;  Στήν Ἁγία Τράπεζα, στή Θεία Κοινωνία;

    Ἀγαπητοί μου,
Στήν Μεγάλη Ἑβδομάδα πού ξεκινᾶ ὀφείλουμε νά συμφιλιωθοῦμε πρῶτα μέ τόν ἑαυτό μας καί κατόπιν μέ τούς ἄλλους. Εἶναι ἀνάγκη νά ἀναπαυθοῦμε μέσα ἀπό τή συγχώρηση τοῦ μυστηρίου τῆς ἐξομολογή-σεως. Ἄν δέν κάνουμε ἔτσι, χάνουμε ἄλλη μιά πνευματική εὐκαιρία.

         Θά ἦταν σωτήριο ἄν αὐτό τό Πάσχα ἀποδειχθεῖ γιά ὅλους μας  διαφορετικό ἀπό ὅλα τά προηγούμενα. Νά εἶναι ὄντως Πάσχα. Ἕνα πέρασμα δηλαδή σέ ὀρθή νοοτροπία καί τρόπο. Σέ πνευματική ζωή. Σύμφωνη μέ τά μέτρα τοῦ Χριστοῦ. Νά ἀγαπήσουμε τούς σταυρούς τῆς ζωῆς μας γιά νά πλησιάσουμε τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ καί νά ἀφήσουμε τό πανάγιο Αἷμα Του νά τρέξει πάνω μας. Νά μᾶς ποτίσει, νά μᾶς χορτάσει, νά μᾶς καθαρίσει, νά μᾶς μεταμορφώσει καί νά μᾶς ἀναστήσει. ΑΜΗΝ.

 

 


 

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΘΩΜΑ (Ιωαν. κ’ 19-31)
15 Ἀπριλίου

     Ἔχουν ἤδη περάσει ὀκτώ ἡμέρες ἀπό τήν Ἀνάσταση καθώς  καί ἀπό τήν πρώτη ἐμφάνιση τοῦ Κυρίου στούς μαθητές Του. Ὅλοι εἶναι χαρούμενοι ἐπειδή παντοῦ φθάνει τό μήνυμα ὅτι «ἠγέρθη ὁ Κύριος ὄντως». Εἶναι γεγονός ποὺ τό ζοῦν ἔντονα. «Ἑωράκαμεν τόν Κύριον» ἀναφωνοῦν γεμᾶτοι ἐνθουσιασμό στόν Θωμᾶ, ὁ ὁποῖος ἀπουσίαζε τή στιγμὴ τῆς ἐμφάνισης τοῦ Κύριου.

     Ὁ Θωμᾶς  θέλει νά  πιστέψει.  Ἡ λογική του ὅμως τόν ἐμποδίζει, μέ ἀποτέλεσμα νά ἀποκλείει τό ὑπερφυσικό καί καταπληκτικό γεγονός τῆς Ἀναστάσεως. «Ἐάν δέν δῶ μέ τά μάτια μου τά σημάδια ἀπό τά καρφιά καί ἄν δέν βάλω τό δάκτυλό μου στά σημάδια, καί ἀκόμη ἄν  δέν βάλω τό δάκτυλό μου στήν πλευρά Του, τήν τρυπημένη ἀπό τήν λόγχη, δέν πρόκειται νά  πιστέψω».

     Ἀπό τή φύση του ὁ Θωμᾶς ἦταν καλοπροαίρετος, ὅμως ἦταν καί χαρακτῆρας πού γιά ὅλα ἤθελε ἀποδείξεις. Ἡ ἀλήθεια εἶναι πώς δέν ἀμφέβαλε οὔτε πρός στιγμή στή μαρτυρία τῶν ὑπολοίπων μαθητῶν ὅτι πραγματικά εἶχαν δεῖ τόν Κύριο. Ὅμως ἡ φυσική του ἀδυναμία καί ἡ δυνατή ἀγάπη του γιά τόν Χριστό καί ἡ ἐπιθυμία του νά ξαναδεῖ τόν διδάσκαλο, μετά ἀπό τά ὅσα συνέβησαν τίς τελευταῖες ἡμέρες, τόν κάνουν δύσπιστο, ὄχι ἄπιστο.

Ταυτόχρονα ἡ στάση του κρύβει καί ἕνα καθαρά ἀνθρώπινο παράπονο «Γιατί ὅλοι οἱ  μαθητές νά  ἔχουν  δεῖ τόν ἀναστημένο διδάσκαλο καί αὐτός νά μήν ἔχει ἀκόμη αὐτή τήν ἐμπειρία».

     Πρέπει νά ξέρουμε ὅτι ἡ ἀπουσία τοῦ Θωμᾶ  ἀπό  τήν πρώτη ἐμφάνιση τοῦ Κυρίου, δέν ἦταν καθόλου συμπτωματική. Ἡ θεία Πρόνοια κανόνισε γιά μᾶς ἔτσι τά γεγονότα, ὥστε νά  ἔχουμε ἀκόμη μία μαρτυρία τῆς Ἀναστά-σεως, μία μαρτυρία, πού  νά προέρχεται ἀπό χείλη ἀνθρώπου πού θέλει σάν καί μᾶς ἀποδείξεις γιά νά  πιστέψει.

     Αὐτὴ τή δυσπιστία τοῦ μαθητή ἡ Ἐκκλησία μας σήμερα τήν ὀνομάζει «καλή» καί γι’ αὐτό ψάλλει «Ὦ καλή ἀπιστία τοῦ Θωμᾶ ! Τῶν πιστῶν τάς καρδίας εἰς ἐπίγνωσιν ἦξε…» δηλαδή «Ὦ καλοπροαίρετη ἀπιστία τοῦ Θωμᾶ πού ὁδηγεῖ τίς καρδιές τῶν πιστῶν στή διαβεβαίωση καί στή διαπίστωση τῆς Ἀναστάσεως».

     Μπορεῖ ὅμως ἡ ἀπιστία νά εἶναι καλή; Πῶς γίνεται νά ἐξυμνεῖται, ὅταν γνωρίζουμε ὅτι ἡ πίστη στό Θεό ἐκδηλώνεται πρίν ἀπ’ ὅλα σάν ἐμπιστοσύνη ἀπέναντί  Του;  Μήπως ὁ Θωμᾶς δέν εἶχε αὐτή τήν ἐμπιστοσύνη; Μά φυσικά καί τήν εἶχε. Ἡ ἐπιθυμία του ὅμως νά ξαναδεῖ τόν Διδάσκαλο, τόν ἀναγκάζει στήν «καλή ἀπιστία». Δέν περιορίστηκε μόνο νά  δεῖ  τόν Κύριο, ἀλλά ζητοῦ-σε νά Τόν αἰσθανθεῖ μέ τήν ἁφή του, νά Τόν ψηλαφίσει, γιά νά μήν ἔχει ψευδαισθήσεις.

     Ὁ Κύριος στό παράπονο καί στήν ἐπιθυμία τοῦ μαθητοῦ δείχνει συγκατάβαση. Μετά ἀπό ὀκτώ ἡμέρες ξαναεμφανίζεται, «τῶν θυρῶν κεκλεισμένων».  Ὅπως  στήν πρώτη ἐμφάνιση, ἔτσι καί τώρα. Ἐνῶ οἱ μαθητές ἦταν πάλι συγκεντρωμένοι, μαζί τους καί ὁ Θωμᾶς, ἐμφανίσθηκε καί τούς χαιρέτησε μέ τή φράση: «Εἰρήνη ὑμῖν». Στό χαιρετισμό Του συμπεριλαμβάνει καί τόν Θωμᾶ καί ἀπευθύνεται σ’ αὐτόν  ξεχωριστά, γιά νά τοῦ χαρίσει τήν ἐμεπιρία τοῦ θαύματος. Εἰρήνη, εὔχεται ὁ Ἰησοῦς στούς μαθητές, ἀποκαλύπτοντας ὅτι εἶναι «Θεὸς ἰσχυρός, Ἐξουσιαστής, ἄρχων  εἰρήνης». Τήν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ πού βιώνουμε οἱ πιστοί κατά τήν τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας. Γευόμαστε τήν εἰρήνη καί τή χαρά τοῦ Κυρίου καί προγευόμαστε τήν Οὐράνια Βασιλεία ἤδη ἀπό τήν παροῦσα ζωή. Ὁ Θωμᾶς μή ἔχοντας μέσα του τήν προϋπόθεση τῆς εἰρήνης, δυσκολεύτηκε νά δεχθεῖ τό γεγονός τῆς Ἀναστάσεως καί τή χαρά πού προσφέρει ὁ Χριστός.

     Ἡ συγκατάβαση ὅμως καί ἡ ἀνοχή τοῦ Διδασκάλου, ἀλλά καί ἡ  ἀγάπη πού δείχνει στόν ἐγκλωβισμένο στήν ἀνάγκη του μαθητή, εἶναι μοναδική καί  ἀσύγκριτη. Τοῦ δείχνει ὅτι γνωρίζει τίς σκέψεις του, ἀκόμη καί  πώς τίς καταλαβαίνει. Δέν τόν ἀφήνει νά ζεῖ στήν ἀμφιβολία. «Ἔλα λοιπόν νά δεῖς καί ψηλάφισέ με» τοῦ λέει. Ὁ Θωμᾶς δέν ἤθελε περισσότερα γιά νά βεβαιωθεῖ. Καί μόνο ἡ παρουσία τοῦ Ἰησοῦ, τόν κάνει νά ἀναφωνήσει  αὐθόρμητα «ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου».

Ἀφοῦ δηλαδή στερεώθηκε στήν πίστη δέν ἀναγνωρίζει  ἁπλῶς τόν Ἰησοῦ σάν Κύριό του, ἀλλά ὁμολογεῖ τή θεότητά Του, μέ τέτοιο τρόπο πού κανείς μέχρι ἐκείνη τή στιγμή δέν τήν  εἶχε ἀναγνωρίσει καί ὁμολογήσει ἔτσι.

     Ἡ ἀπιστία τοῦ Θωμᾶ, ἀγαπητοί  μου ἀδελφοί, ἐξυμνεῖται ἀπό τήν Ἐκκλησία μας, ὅπως εἴπαμε, ὡς «καλή ἀπιστία», ἐπειδή μᾶς βοηθᾶ νά στηρίξουμε τήν πίστη μας. Μᾶς δείχνει ὅτι ἡ μαρτυρία γιά τήν Ἀνάσταση δέν προέρχεται ἀπό χείλη ἀνθρώπων, ἀλλά ἀπό αὐτόπτες μάρτυρες, οἱ ὁποῖοι παρέμειναν δύσπιστοι μέχρι τή στιγμή πού ἱκανοποιεῖται καί ἡ λογική τους.

   Τό πρόσωπο τοῦ προβαλλομένου Ἀποστόλου Θωμᾶ γίνεται γιά μᾶς αἰτία νά ἀφήσουμε τήν καρδιά μας νά μᾶς ὁδηγήσει στόν Ἀναστημένο Χριστό, ἐπειδή ἡ λογική μας θά ἀποτελεῖ πάντοτε τόν ὀγκόλιθο πού θά κρατᾶ ἐμᾶς τούς ἴδιους ἀποκλεισμένους ἀπό τήν ἀλήθεια.  

    Τό θαῦμα ὅμως τῆς ἀναστημένης παρουσίας Του θά συνεχίζει μέσα στήν ἱστορία νά τό χαρίζει ὁ Ἴδιος, ὅπως καί τότε, ὄχι σέ ὅσους ψάχνουν ἀδιάφορα, ἀλλά σέ ὅσους ποθοῦν νά τόν συναντήσουν ἀκόμη καί μέσα ἀπό τήν ἀνθρώπινη ἀδυναμία τους γιά νά ὁμολογοῦν στόν κόσμο τήν ἀλήθεια «ὁ  Κύριός μου καί ὁ Θεός μου, δόξα σοι».

 

 


 

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ (Μαρκ. ιε΄ 43- ις΄8)
22 Ἀπριλίου

Πέρασαν ἤδη δύο ἑβδομάδες ἀπὸ τὴν πανεφρόσυνη ἡμέρα τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐμεῖς ὡς μέλη τῆς ἁγίας Ἐκκλησίας συνεχίζουμε νὰ πανηγυρίζουμε καὶ νὰ ζοῦμε μέσα στὴν ἴδια ἀναστάσιμη χαρά. Αὐτὸ τὸ ἀναστάσιμο πανηγύρι εἶναι ἑορτὴ διαρκείας. Δὲν εἶναι μόνον οἱ τρεῖς ἡμέρες. Οὔτε μόνον οἱ σαράντα ἡμέρες μετὰ τὴν Κυριακὴ τὴν Ἀνάσταση. Εἶναι ὁλόκληρο τὸ ἔτος, ἀφοῦ κάθε Κυριακὴ μὲ τὴν τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας ἑορτάζουμε πανηγυρικὰ τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Καὶ μόνον αὐτὸ τὸ λατρευτικὸ τυπικὸ τῆς Ἐκκλησίας ἀρκεῖ γιὰ νὰ δείξει ποιὰ εἶναι ἡ θέση τῆς Ἀναστάσεως στὴ ζωὴ τῶν χριστιανῶν. Εἶναι αὐτὴ ποὺ φωτίζει καὶ νοηματοδοτεῖ τὸν βίο μας. Εἶναι αὐτὴ ποὺ δίνει ἀπαντήσεις καὶ λύσεις στὰ ζωτικὰ προβλήματα ποὺ μᾶς ἀπασχολοῦν, ὅπως τὸ πρόβλημα τοῦ θανάτου καὶ τῆς μετὰ θάνατον ζωῆς.

Ὅπως κάθε ἀναστάσιμη γιορτινὴ ἡμέρα φωτίζει καὶ μία ξεχωριστὴ πτυχὴ τῆς ζωῆς τῶν χριστιανῶν, ἔτσι καὶ ἡ σημερινὴ Κυριακὴ τονίζει ἰδιαίτερα τὴ σχέση τῶν χριστιανῶν γυναικῶν μὲ τὸν ἀναστημένο Χριστό. Κι αὐτὸ τὸ ἐπιτυγχάνει προβάλλοντάς μας τὸ παράδειγμα τῶν μυροφόρων γυναικῶν.

Ποιὲς ἦταν αὐτὲς οἱ μυροφόρες γυναῖκες; Ἦταν μία ὁμάδα γυναικῶν, ποὺ τρία χρόνια ἀκολουθοῦσαν καὶ διακονοῦσαν τόν Ἰησοῦ. Στὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ἀναφέρονται τρεῖς ἀπὸ αὐτές. Μαρία ἡ Μαγδαληνή, ἡ Μαρία τοῦ Ἰακώβου καὶ ἡ Σαλώμη. Ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὲς, ἄλλες γνωστὲς ἦταν ἡ Μαρία, ἡ μητέρα τοῦ Ἰωςὴφ καὶ ἡ Παναγία. Ὅλες αὐτές, μαζὶ καὶ μὲ ἄλλες, εἶχαν μεγάλο πόθο νὰ μαθαίνουν ἀπὸ τὴν διδαχὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ παρακολουθοῦν τὴ δράση του. Ἔβλεπαν τὰ θαύματα ποὺ ἐπιτελοῦσε. Πίστευαν στὸν Χριστὸ καὶ τὸν ἀγαποῦσαν πολύ. Ἔδειχναν τὴν ἀγάπη τους μὲ τὴν θυσία. Δὲν ὑπολόγιζαν τὸν ἑαυτό τους. Δὲν πτοοῦνταν ἀπὸ τὴν περιφρόνηση καὶ τὴν ἐχθρότητα τῶν ἀρχόντων πρὸς τὸν Χριστό. Γιὰ τοὺς ἄρχοντες, τοὺς ἀρχιερεῖς, τοὺς γραμματεῖς καὶ τοὺς φαρισαίους, ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἦταν πρόκληση, γιαυτὸ αἰσθάνονταν ἐχθρικὰ καὶ τὸν περιφρονοῦσαν. Αὐτονόητα περιφρονοῦσαν καὶ ὅσους τὸν ἀκολουθοῦσαν.

Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἀκριβῶς βρίσκεται τὸ μεγαλεῖο τῶν Μυροφόρων γυναικῶν. Αὐτὸν ποὺ οἱ ἄλλοι τὸν χαρακτήριζαν ὡς πλᾶνο, ὡς φίλο τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ τῶν τελώνων, αὐτὸν ποὺ οἱ ἰσχυροὶ τοῦ κόσμου τὸν περιφρονοῦν, τὸν ἐχθρεύονται, τὸν δικάζουν, τὸν καταδικάζουν καὶ τὸν σταυρώνουν, οἱ Μυροφόρες τὸν πιστεύουν ὡς Κύριο καὶ θεό τους. Τὸν ἀγαποῦν, τὸν διακονοῦν καὶ μένουν κοντά του ἀκόμη καὶ στὶς πιὸ κρίσιμες στιγμές. Ὅταν ὁ Κύριος δικάζεται ἀπὸ τὸν Ἄννα καὶ τὸν Καϊάφα, ὅταν ἀποστέλλεται στὸν Ἡρώδη καὶ ὅταν ἀνακρίνεται ἀπὸ τὸν Πιλᾶτο, ἐκεῖνες παρακολουθοῦν ἀπὸ κοντὰ κάθε βῆμα. Ὅταν ἀνεβαίνει στὸν Γολγοθᾶ φορτωμένος τὸν βαρὺ σταυρό, τὸν ἀκολουθοῦν μὲ σφιγμένη τὴν καρδιά. Ὅταν τὰ καρφιὰ τρυποῦν τὰ ἄχραντα χέρια του, ἐκεῖνες σφίγγουν τὰ δικά τους. Ὅταν δέχεται τοὺς χλευασμοὺς καὶ τὶς ὕβρεις κι ὅταν ἡ λόγχη τρυπάει τὴν ἁγία του πλευρά, περνάει δίστομη ρομφαία τὴν δική τους καρδιά. Στέκονται δίπλα στὸν σταυρὸ βουβές, ἀμίλητες, γεμᾶτες ἀπορία καὶ  ἀνθρώπινο πόνο.

Καὶ ὅταν ὅλοι ἐγκαταλείπουν τὸν Χριστό, ὅταν καὶ αὐτοὶ οἱ μαθητές του κρύβονται «διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων», οἱ Μυροφόρες ὑπερνικοῦν ὅλα τὰ ἐμπόδια. Ἔρχονται «λίαν πρωῒ, σκοτίας ἔτι οὔσης» στὸ μνημεῖο, γιὰ νὰ περιποιηθοῦν μυρώνοντας τὸ νεκρὸ σῶμα τοῦ Διδασκάλου μὲ σεβασμὸ καὶ συνέπεια στὰ νεκρικὰ ἔθιμα. Δὲν τοὺς σταματᾶ κανένας φόβος. Οὔτε τὸ μῖσος τῶν ἀρχόντων, οὔτε τῶν στρατιωτῶν ἡ σκληρότητα, οὔτε τῆς νύχτας  τὸ σκοτάδι. Ὅλα τὰ νικᾶ ἡ  ἀληθινὴ ἀγάπη.

Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,

 τὰ πρόσωπα τῶν Μυροφόρων, ποὺ προβάλλονται σήμερα γίνονται τὰ πρότυπα καὶ τὰ παραδείγματα γιὰ τὶς χριστιανὲς γυναῖκες ὅλων τῶν αἰώνων. Κάθε ἀληθινὴ χριστιανὴ εἶναι καὶ μία μυροφόρα τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὴν ἐποχή της. Κύριο γνώρισμά της εἶναι ἡ γνήσια, ἡ θυσιαστικὴ  ἀγάπη τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία.

Ἡ πραγματικὴ χριστιανὴ ὡς μυροφόρα παραμερίζει τὸν ἑαυτό της καὶ φλέγεται ἀπὸ τὸν πόθο νὰ βρίσκεται κοντὰ στὸν Χριστὸ κάτω ἀπὸ ὁποιεσδήποτε συνθῆκες. Στὸν ἱερὸ ναό, στὴ Θεία Λειτουργία, στὸ κήρυγμα, στὴν κατήχηση. Ἡ πραγματικὴ χριστιανὴ γυναίκα ἐπιθυμεῖ καὶ ἀγωνίζεται νὰ κάνει ὅ,τι ἀρέσει στὸν Χριστό. Καὶ τὸ κάνει μὲ ὅλη της τὴν καρδιά. Τὴν θέλει ὁ Χριστὸς ἁπλῆ, ἀνεπητίδευτη, σεμνή, διακριτική; Τὸ κάνει μὲ πολὺ χαρά. Τὴν θέλει ὁ Χριστὸς στὴ διακονία τῶν ἐν ἀνάγκαις ἀδελφῶν; Τὸ κάνει ὁλοπρόθυμα. Μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο οἱ Μυροφόρες τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας σ’ ὅλους τοὺς αἰῶνες καὶ στὶς μέρες μας, μαρτυροῦν τὴν συνεχιζόμενη στὴν ἱστορία ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ἀκυρώνοντας ἔμπρακτα τὴν ἀπιστία τοῦ κόσμου, ποὺ ὁδηγεῖ στὴ φθορὰ καὶ στὸν θάνατο, γιὰ νὰ παρέχουν στὸν καθένα τὴν ἐμπειρία ὅτι «Χριστός Ἀνέστη».

 

 


 

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ (Ιωαν. ε΄΄1-15 )
29 Ἀπριλίου

Ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ μᾶς ὁμιλεῖ γιὰ τὴ θαυμαστὴ θεραπεία ἑνὸς ἄνδρα, ὁ ὁποῖος κατέκειτο παράλυτος γιὰ τριάκοντα ὀκτὼ ὁλόκληρα χρόνια.

Στὴν πόλη τῆς Ἱερουσαλὴμ ὑπῆρχε ἕνα ἰδιαίτερος χῶρος, μία δεξαμενὴ μὲ πέντε στοές, ποὺ στὰ ἑβραϊκὰ ὀνομαζόταν Βηθεσδά. Στὸ μέρος ἐκεῖνο συγκεντρωνόταν πλῆθος ἀσθενῶν, τυφλῶν, χωλῶν, ξηρῶν καὶ ἐν γένει ἀνήμπορων ἀνθρώπων. Αὐτοὶ ἀποτελοῦσαν μιὰ ὄντως τραγικὴ εἰκόνα τῆς ἀνθρώπινης δυστυχίας, ἀλλὰ καὶ ἔκφραση τῆς θλίψεως, τῆς ὀδύνης καὶ τοῦ πόνου. Ἐκεῖ ἀκούγονταν ἀπὸ τοὺς ταλαίπωρους αὐτοὺς ἀσθε-νεῖς κραυγὲς πόνου καὶ ἀδημονίας, ἱκεσίες καὶ παρακλήσεις, ὥστε νὰ τύχουν βοηθείας.

Ταυτόχρονα, ὅμως, ὅπως χαρακτηριστικὰ ἐπισημαίνει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ὑπῆρχε στὸ χῶρο ἐκεῖνο ὑπομονὴ καὶ πολλὴ καρτερία. Ὁμιλώντας ὁ ἴδιος εἰδικότερα στὸν ἐπὶ τριάντα ὀκτὼ ἔτη παράλυτο, χαρακτηρίζει «ἔκπληκτη» τὴν καρτερία του, ἐπειδὴ παρέμενε καὶ ὑπέμενε στὸν χῶρο τῆς δεξαμενῆς, χωρὶς συγγενεῖς καὶ φίλους, μόνος καὶ ἀβοήθητος. Τὸ ἴδιο πάντως ἄγρυπνοι καὶ καρτερικοὶ ἦταν καὶ οἱ ἄλλοι ἀσθενεῖς, ἀφοῦ ἦταν ἄδηλος ὁ καιρὸς ταραζόταν τὸ ὕδωρ. Ἑρμηνεύοντας ὁ Εὐθύμιος Ζιγαβηνὸς τὸ «ἄγγελος γὰρ κατὰ καιρὸν κατέβαινεν ἐν τῇ κολυμβήθρᾳ, καὶ ἐταράσσετο τὸ ὕδωρ», λέει πὼς τὸ θαῦμα τῆς θεραπείας δὲν γινόταν βέβαια συνεχῶς, ἀλλὰ ἀπὸ καιρὸ σὲ καιρό. Ὁ χρόνος τέλεσής του ἦταν ἄγνωστος στοὺς ἀνθρώπους. Ἐπειδή, ὅμως, αὐτὸ λάμβανε χώρα πολλὲς φορὲς κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ἔτους, οἱ ἀσθενεῖς εὑρίσκοντο συνεχῶς στὸν χῶρο τῆς δεξαμενῆς, γιὰ νὰ εἶναι ἕτοιμοι νὰ εἰσέλθουν σὲ αὐτή. Ὅλοι δὲ οἱ ἀσθενεῖς εἶχαν καὶ κάποιο δικό τους, ὥστε νὰ τοὺς ὑπηρετεῖ καὶ νὰ τοὺς σπρώξει στὸ νερό. Μόνον ὁ παραλυτικὸς ἦταν μόνος ἐκεῖ. Παρόλα αὐτὰ δὲν δυσανασχετοῦσε. Στὸν διάλογό του μὲ τὸν Κύριο, ἐπιδεικνύει τὴν ἐσωτερική του ποιότητα. Ὅταν ὁ Χριστὸς τὸν ρώτησε ἐὰν θέλει νὰ γίνει καλὰ δὲν ἀντέδρασε μὲ κακότητα καὶ ἀπελπισία. Πολὺ περισσότερο δὲν στενοχωρήθηκε ἀπὸ τὴν ἐρώτηση ποὺ τοῦ ἀπηύθυνε ὁ Κύριος˙ δὲν ἔδειξε νὰ τοῦ φταίει κανείς. Ἀπαντᾶ μὲ πραότητα, ἀλήθεια καὶ πόνο «Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω, ἵνα ὅταν ταραχθῇ τὸ ὕδωρ, βάλῃ με εἰς τὴν κολυμβήθραν˙ ἐν ᾧ δὲ ἔρχομαι ἐγώ, ἄλλος πρὸ ἐμοῦ καταβαίνει».

Τότε ὁ Κύριος τὸν εὐσπλχανίζεται, τὸν θεραπεύει καὶ τοῦ λέει «ἴδε ὑγιὴς γέγονας˙ μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μὴ χεῖρόν σοί τι γένηται», πρᾶγμα ποὺ ὅπως ἑρμηνεύει ὁ ἅγιος Ἀμφιλόχιος ὁ ἐπίσκοπος Ἰκονίου, σημαίνει πὼς ἡ ἁμαρτία του ἦταν ὑπεύθυνη γιὰ τὴ μακροχρόνια ἀσθένειά του.

Ἡ συνομιλία τοῦ παραλυτικοῦ μὲ τὸν Κύριο ἀποδεικνύει καὶ ἀναδεικνύει τὴν πίστη καὶ τὴν ἀνδρεία τοῦ ἀνθρώπου ποὺ μὲ συναίσθηση ὑπομένει. Ἡ πίστη του φαίνεται στὸν τρόπο, μὲ τὸν ὁποῖο δέχθηκε τὴν προσταγή: «ἔγειρε, ἆρον τὸν κράββατόν σου καὶ περιπάτει». Καὶ ἡ ἀνδρεία του ἀποκαλύπτεται ἀμέσως μετὰ τὸ θαῦμα τῆς θεραπείας, ὅταν, παρὰ τὶς κατηγορίες τῶν ἄλλων γιὰ δῆθεν καταπάτηση τῆς ἀργίας τοῦ Σαββάτου, ὄχι μόνο δὲν ἀρνήθηκε τὸν εὐεργέτη του, ἀλλὰ τὸν ὁμολόγησε.

Ἀδελφοί μου,ὁ πόνος καὶ ἡ δοκιμασία τοῦ παραλυτικοῦ εἶναι πράγματα μὲ τὰ ὁποῖα δοκιμάζεται καθημερινὰ ἡ ἀντοχὴ ὅλων τῶν ἀνθρώ-πων, ἄλλοι λιγότερο καὶ ἄλλοι περισσότερο. Δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει ἄνθρωπος ποὺ νὰ περάσει τὴ ζωή του χωρὶς θλίψη.

Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἐπεσήμανε στοὺς μαθητές του αὐτὴ τὴν πραγματικότητα ποὺ ἐπιφυλάσσει αὐτὸς ὁ κόσμος «ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ θλῖψιν ἕξετε». Ἐφόσον κάποιος ζεῖ ἐπὶ τῆς γῆς θὰ συνυφαίνει τὴ ζωή του μὲ τὸν πόνο καὶ τὴ θλίψη καὶ τὴ δυστυχία. Καὶ αὐτὸ ἰσχύει ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸ ἐὰν εἶναι εὐσεβὴς ἢ ἀσεβής, πιστὸς ἢ ἄπιστος. Ὁ τρόπος, ὅμως, ποὺ ἀντιμετωπίζει τὶς θλίψεις, τὴν ἀσθένεια καὶ τὴ δοκιμασία, θὰ φανερώνει τὴν πνευματική του κατάσταση, ἡ ὁποία θὰ προκαλεῖ ἤ ὄχι τὸ θαῦμα στὴ ζωή.

Στὴν ἀγωνία καὶ στὴν ἀναμονὴ τοῦ ποθητοῦ θαύματος, ἄς ἐνισχυόμαστε ἀπὸ τὴν ἀψευδῆ διαβεβαίωση τοῦ ποιοῦντος μεγάλα καὶ θαυμαστὰ Κυρίου, λέγοντος «θαρσεῖτε, ἐγὼ νενίκηκα τὸν κόσμον».      

 

 


 

Κηρύγματα Απριλίου 2018 pdf 

 


ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ
ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΜΑΡΤΙΟΥ 2018

ΚΥΡΙΑΚΗ Β΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ (Μαρκ. β΄ 1-12)
4 Μαρ­τίου

Τὸ ση­με­ρινὸ Εὐ­αγ­γε­λικὸ ἀ­νά­γνω­σμα μᾶς δι­δά­σκει ἀ­φε­νὸς τὴ δύ­ναμη τῆς πί­στης πρὸς τὴ θε­ό­τητα τοῦ Χρι­στοῦ καὶ ἀ­φε­τέ­ρου τὴν προ­θυ­μία καὶ τὸν ζῆλο τῶν κα­τοί­κων τῆς Κα­περ­να­ούμ, ὥ­στε νὰ ἀ­κού­σουν τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ.

Ἐνῷ ὁ Χρι­στός, εὑ­ρι­σκό­με­νος μέσα σὲ ἕνα σπίτι, δί­δα­σκε τὸ πλῆ­θος ποὺ εἶχε μα­ζευ­τεῖ, προ­σέγ­γι­σαν τὸν χῶρο κά­ποιοι ἄν­θρω­ποι, οἱ ὁ­ποῖοι με­τέ­φε­ραν ἕνα πα­ρά­λυτο. Ἐξ αἰ­τίας τοῦ πλή­θους, ὅ­μως, δὲν μπο­ροῦ­σαν νὰ προσεγ­γί­σουν τὸν Κύ­ριο, γι’ αὐτὸ καὶ βρῆ­καν ἕνα πρω­τό­τυπο τρόπο νὰ τὸν πλη­σι­ά­σουν· ἄ­νοι­ξαν τρύπα στὴ στέγη τοῦ σπι­τιοῦ καὶ ἀπὸ ἐ­κεῖ κα­τέ­βα­σαν τὸ κρεβ­βάτι στὸ ὁ­ποῖο βρι­σκό­ταν ὁ πα­ρά­λυ­τος. Βλέ­πον­τας ὁ Χρι­στὸς τὴ με­γάλη πί­στη καὶ τὴν προ­θυ­μία τοῦ πα­ρα­λύ­του καὶ τῶν συ­νο­δῶν του, τοὺς προ­σέ­φερε τὸ ζη­τού­μενο, λέ­γον­τας: «Τέ­κνον, ἀ­φέ­ων­ταί σοι αἱ ἁ­μαρ­τίαι σου».

Ἔτσι ὁ πα­ρά­λυ­τος τῆς Κα­περ­να­οὺμ γεύ­ε­ται τὴν ἀ­νε­κτί­μητη δω­ρεὰ τοῦ Θεοῦ˙χάρη στὴ με­γάλη του πί­στη ἕλ­κυσε τὸ ἔ­λεος τοῦ Χρι­στοῦ καὶ ἀπαλ­λά­χθηκε τόσο ἀπὸ τὴ σω­μα­τικὴ ἀ­σθέ­νεια ὅσο καὶ ἀπὸ τὸ με­γάλο βά­ρος τῆς ἁ­μαρ­τίας. Εἶ­ναι ὄν­τως γε­γο­νὸς ὅτι πολ­λὲς φο­ρὲς ἡ ἁ­μαρ­τία ἔ­χει ἄμεσο ἀν­τί­κτυπο καὶ στὴ σω­μα­τική μας ὑ­γεία. Γι’᾿αὐτὸ καὶ ὁ Χρι­στὸς συγ­χω­ρεῖ καὶ θε­ρα­πεύει κατ’ ἀρ­χὰς τὸ αἴ­τιο, δη­λαδὴ τὴν ἁ­μαρ­τία, ὥ­στε νὰ φτά­σει στὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα, τὴ σω­μα­τικὴ ἴ­αση τοῦ πα­ρα­λύ­του.

Κά­ποιοι ἀπὸ τοὺς ἐ­κεῖ πα­ρευ­ρι­σκό­με­νους γραμ­μα­τεῖς ἀν­τέ­δρα­σαν καὶ θε­ώ­ρη­σαν τὸν λόγο τοῦ Χρι­στοῦ: «Τέ­κνον, ἀ­φέ­ων­ταί σοι αἱ ἁ­μαρ­τίαι σου» ὡς μέγα σκάν­δαλο. Αὐ­τοί -πολὺ σω­στὰ βέ­βαια- πί­στευαν ὅτι μόνο ὁ Θεὸς μπο­ρεῖ νὰ συγ­χω­ρεῖ ἁ­μαρ­τίες. Ὡς γνῶ­στες τοῦ Ἰ­ου­δα­ϊ­κοῦ Νό­μου γνώ­ρι­ζαν τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, ὅ­πως κατὰ πρῶ­τον τὸν εἶχε δι­α­κη­ρύ­ξει ὁ Ἠ­σα­ΐας: «Ἐγώ εἰμι ὁ ἐ­ξα­λεί­φων τὰς ἀ­νο­μίας σου ἕ­νε­κεν ἐ­μοῦ» καὶ ἔ­πειτα ὁ Μι­χαίας: «Ὁ Θεὸς ἐ­πι­στρέ­ψει καὶ οἰ­κτει­ρή­σει ἡ­μᾶς, κα­τα­δύ­σει τὰς ἀ­δι­κίας ἡ­μῶν καὶ ἀ­πορ­ρι­φή­σον­ται εἰς τὰ βάθη τῆς θα­λάσ­σης, πά­σας τὰς ἁ­μαρ­τίας ἡ­μῶν».

Τὸ σφάλμα τῶν γραμ­μα­τέων ἐν­το­πί­ζε­ται στὸ ὅτι γνώ­ρι­ζαν μὲν τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ δὲν μπο­ροῦ­σαν νὰ ἀ­να­γνω­ρί­σουν τὴν ἐκ­πλή­ρωσή του στὸ πρό­σωπο τοῦ Χρι­στοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀρ­νοῦν­ταν τὴ θε­ό­τητα τοῦ Χριστοῦ. Συ­νε­πῶς κάθε Του ἐ­νέρ­γεια, ἀ­πο­τε­λοῦσε σκάν­δαλο γι’᾿αὐ­τούς. Αὐ­τὸς εἶ­ναι ὁ λό­γος ποὺ ἡ Ἐκ­κλη­σία μας πολὺ σοφὰ ὅ­ρισε γιὰ τὴ ση­με­ρινὴ ἡ­μέρα, ὡς ἀ­πο­στο­λικὸ ἀ­νά­γνω­σμα, ἀ­πό­σπα­σμα ἀπὸ τὴν πρὸς Ἑ­βραί­ους Ἐπι­στολὴ τοῦ ἀ­πο­στό­λου Παύ­λου. Σὲ αὐτὸ το­νί­ζε­ται ἡ ἀ­νω­τε­ρό­τητα τοῦ Χρι­στοῦ σὲ σχέση μὲ τοὺς ἀγ­γέ­λους καὶ ἀ­πο­δει­κνύ­ε­ται ἡ θε­ό­τητά Του.

Τὸ ἄλλο οὐ­σι­α­στικὸ στοι­χεῖο, τὸ ὁ­ποῖο προ­κύ­πτει ἀπὸ τὸ ση­με­ρινὸ Εὐ­αγ­γε­λικὸ ἀ­νά­γνω­σμα ἀ­φορᾶ στὴν προ­θυ­μία τῶν ἀν­θρώ­πων νὰ ἀ­κού­σουν τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ. Γι’᾿αὐτὸ εἶχε μα­ζευ­τεῖ τόσο πλῆ­θος στὸ σπίτι ποὺ βρι­σκό­ταν ὁ Κύ­ριος. Ὁ ζῆ­λος ἐ­κεί­νων τῶν ἀν­θρώ­πων ἀ­πο­τε­λεῖ δι­α­χρο­νικὸ παρά­δει­γμα πρὸς ὅ­λους μας, ὥ­στε καὶ ἐ­μεῖς νὰ ἐ­πι­δι­ώ­κουμε νὰ ἀ­κού­ουμε καὶ νὰ με­λε­τοῦμε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ.

Κα­νεὶς ἂς μὴν ἰ­σχυ­ρι­στεῖ ὅτι γνω­ρί­ζει τὴν Ἁ­γία Γραφή. Ὅ­σες φο­ρὲς καὶ νὰ τὰ ἄ­κουσε καὶ ὅ­σες φο­ρὲς νὰ τὰ ἔ­χει δι­α­βά­σει, πάλι θὰ βρί­σκε­ται μακριὰ ἀπὸ τὴν πλήρη κα­τα­νό­ηση τοῦ λό­γου τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀ­παι­τεῖ­ται ἡ ἐκ μέ­ρους μας προ­σε­κτικὴ ἀ­κρό­αση τοῦ κη­ρύ­γμα­τος στοὺς Να­οὺς ἀλλὰ καὶ ἡ με­λέτη τόσο τῆς Ἁ­γίας Γρα­φῆς ὅσο καὶ δι­α­φό­ρων ἐ­ποι­κο­δο­μη­τι­κῶν βι­βλίων. Ἂς μὴ ξε­χνᾶμε ὅτι ὅ­λοι οἱ με­γά­λοι Πα­τέ­ρες τῆς Ἐκ­κλη­σίας, κα­θὼς καὶ οἱ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοὶ συγ­γρα­φεῖς, δὲν ἔ­παυαν ἀπὸ τοῦ νὰ με­λε­τοῦν καὶ νὰ ἐμ­βα­θύ­νουν, ἡ­μέρα καὶ νύ­κτα, στὴν Ἁ­γία Γραφή. Πα­ρόλα αὐτὰ δὲν ἰ­σχυ­ρί­ζον­ταν ὅτι γνώ­ρι­ζαν τὰ πάντα καὶ ἀντ’ αὐ­τοῦ δι­α­κή­ρυσ­σαν τὴν ἄ­γνοιά τους.

Πολὺ πε­ρισ­σό­τερο ἐ­μεῖς ὀ­φεί­λουμε νὰ με­λε­τοῦμε συ­νε­χῶς τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦτο, δι­ότι ὄν­τως τὸν ἔ­χουμε ἀ­νάγκη. Κα­μμία ἄλλη γνώση δὲν μᾶς εἶ­ναι τόσο ἀ­πα­ραί­τητη. Ὅλα τὰ ἄλλα εἶ­ναι σχε­τικὰ καὶ ὑ­πο­κεί­μενα στὸ λά­θος καὶ στὴ δι­ά­ψευση, ἐνῷ ὁ λό­γος τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἀ­λή­θεια ποὺ αὐτὸς κρύ­βει ἀ­πο­τε­λοῦν τὴν ὁδό, γιὰ νὰ γνω­ρί­σουμε καὶ νὰ κοι­νω­νή­σουμε ἀ­λη­θινὰ μὲ τὸν Χρι­στό. Γέ­νοιτο.


 




ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΣΤΑΥΡΟΠΡΟΣΚΥΝΗΣΕΩΣ (Μρκ. η΄ 34-θ΄1)
11 Μαρ­τίου

Κυ­ρι­ακὴ τῆς Σταυ­ρο­προ­σκυ­νή­σεως σή­μερα, προ­σκυ­νοῦμε τὸν Τί­μιο Σταυρό, ἐ­πάνω στὸν ὁ­ποῖο καρ­φώ­θηκε ὁ Κύ­ριος γιὰ τὴ σω­τη­ρία μας. Ὁ Σταυ­ρὸς ὅ­μως δὲν μᾶς ὑ­πεν­θυ­μί­ζει μόνο πόσο μᾶς ἀ­γά­πησε ὁ Θεός,· μᾶς ὑ­πεν­θυ­μί­ζει καὶ ποιὰ εἶ­ναι ἡ ἀ­λη­θινὴ χρι­στι­α­νικὴ ζωή, ποιὰ εἶ­ναι ἡ σταυ­ρικὴ ζωή, ποὺ κα­λεῖ­ται νὰ ζή­σει κάθε συ­νει­δη­τὸς πι­στός, γιὰ νὰ σω­θεῖ. Γι’ αὐτὸ θὰ ἀ­να­φερ­θοῦμε στὴ συ­νέ­χεια στὰ βα­σικὰ γνω­ρί­σματά της, αὐτὰ ποὺ ἀ­να­φέ­ρει ὁ Κύ­ριος στὸ ση­με­ρινὸ Εὐ­αγ­γε­λικὸ ἀ­νά­γνω­σμα, καὶ στὸ πῶς θὰ κατορ­θώ­σουμε νὰ ζή­σουμε τὴ ζωὴ τοῦ σταυ­ροῦ.

Πρῶτο γνώ­ρι­σμα τῆς σταυ­ρι­κῆς ζωῆς εἶ­ναι τὸ ἴ­διο τὸ προ­σκλη­τή­ριο τοῦ Κυ­ρίου: « Ὅ­στις θέ­λει ὀ­πίσω μου ἀ­κο­λου­θεῖν…». Ἐ­κεῖ­νος ποὺ θέ­λει νὰ μὲ ἀ­κο­λου­θεῖ ὡς μα­θη­τής μου… τί πρέ­πει νὰ κά­νει; «Ἀ­παρ­νη­σά­σθω ἑ­αυ­τόν», λέει πρῶτα-πρῶτα ὁ Κύ­ριος.

Ἂς ἀρ­νη­θεῖ τὸν ἑ­αυτό του. Νὰ λη­σμο­νή­σει τὸ κακὸ πα­ρελ­θόν του καὶ νὰ ἀρ­νη­θεῖ τὸ ἀν­τί­θετο πρὸς τὸ θέ­λημα τοῦ Θεοῦ θέ­λημά του. Ἡ σταυ­ρικὴ ζωὴ εἶ­ναι ζωὴ αὐ­τα­παρ­νή­σεως, ζωὴ ἀ­γῶ­νος ἐ­ναν­τίον τῆς ἁ­μαρ­τίας. Καὶ κατό­πιν συμ­πλη­ρώ­νει «Καὶ ἀ­ράτω τὸν σταυ­ρὸν αὐ­τοῦ»·· ὅ­ποιος θέ­λει νὰ μὲ ἀ­κο­λου­θεῖ, ὀ­φεί­λει νὰ ση­κώ­σει τὸν σταυρό του. Σή­μερα ὅ­ταν λέμε «ση­κώνω τὸν σταυρό μου», ἐν­νο­οῦμε «κάνω ὑ­πο­μονὴ στὶς θλί­ψεις μου». Στὸ συγ­κε­κρι­μένο χω­ρίο ὅ­μως ἡ ση­μα­σία εἶ­ναι δι­α­φο­ρε­τική. Ὅ­ταν τὰ ἔ­λεγε αὐτὰ ὁ Κύ­ριος, ὁ σταυ­ρὸς δὲν εἶχε ἐ­ξα­γι­α­σθεῖ ἀ­κόμη ἀπὸ τὴ θυ­σία Του. Ἦ­ταν τὸ μέσο τῆς πιὸ σκλη­ρῆς θα­να­τι­κῆς ποι­νῆς. Τὸ ἄ­κου­σμα τῆς λέ­ξεως «σταυ­ρὸς» τότε γιὰ αὐ­τοὺς τοὺς λό­γους καὶ σή­μερα γιὰ ἄλ­λους προ­κα­λοῦσε φρίκη.

Ἡ φράση λοι­πὸν αὐτὴ ση­μαί­νει «νὰ ἀ­να­λά­βει κα­θέ­νας τὸν σταυρὸ πάνω στὸν ὁ­ποῖο θὰ τὸν καρ­φώ­σουν, σὰν νὰ ἔ­λεγε ὁ Κύ­ριος: «νὰ πά­ρει τὸ ξί­φος μὲ τὸ ὁ­ποῖο θὰ τὸν ἀ­πο­κε­φα­λί­σουν». Συ­νε­πῶς τὸ «ἀ­ράτω τὸν σταυρὸν αὐ­τοῦ» δη­λώ­νει τὸν βα­θμὸ τῆς αὐ­τα­παρ­νή­σεως ποὺ ζητεῖ ὁ Κύριος,· δη­λαδὴ νὰ Τὸν ἀ­κο­λου­θοῦμε μὲ ἀ­πό­φαση θα­νά­του, ὡς μελ­λο­θά­να­τοι, προ­κει­μέ­νου νὰ μεί­νουμε πι­στοὶ στὸ θέ­λημά Του.

Συ­νε­πῶς ὁ Χρι­στι­α­νὸς ποὺ εἰ­λι­κρινὰ θέ­λει νὰ ζή­σει τὴ χρι­στιανικὴ ζωὴ παίρ­νει μιὰ ἀ­πό­φαση. Στὴ ζωή μου δὲν κάνω πλέον αὐτὸ ποὺ θέλω ἐγώ, ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ θέ­λει ὁ Θεός. Θὰ κάνω τὸ θέ­λημα τοῦ Θεοῦ, ὅ,τι κι ἂν μοῦ κο­στί­σει, δι­ότι ὁ ἐ­σταυ­ρω­μέ­νος βίος εἶ­ναι ὁ βίος τῆς τε­λείας ὑ­πα­κοῆς στὸ θέ­λημα τοῦ Θεοῦ, τῆς τε­λείας αὐ­τα­παρ­νή­σεως, τῆς ἄ­κρας τα­πει­νώ­σεως.

Θαυ­μά­ζουμε ἀ­σφα­λῶς τὸ πο­λί­τευμα τοῦ σταυ­ροῦ, ὅ­πως τὸ βλέ­πουμε μά­λι­στα στοὺς βί­ους τῶν Ἁ­γίων μᾶς συγ­κι­νεῖ, ἀλλὰ καὶ μᾶς φο­βί­ζει. Βλέπουμε τὸν ἑ­αυτό μας πολὺ ἀ­δύ­ναμο. Τί μπο­ρεῖ νὰ μᾶς βο­η­θή­σει, ὥ­στε νὰ ζή­σουμε τὴ ζωὴ τοῦ σταυ­ροῦ;

Ὁ ἴ­διος ὁ Σταυ­ρὸς τοῦ Κυ­ρίου θὰ μᾶς ἐ­νι­σχύ­σει, ὥ­στε νὰ νι­κή­σουμε τὸν κακὸ ἑ­αυτό μας. Νὰ προ­σκυ­νοῦμε τὸν Σταυρό, νὰ φο­ρᾶμε Σταυρό, νὰ κά­νουμε συ­χνὰ καὶ μὲ εὐ­λά­βεια τὸ ση­μεῖο τοῦ Σταυ­ροῦ. Θὰ ζή­σουμε τὴ σταυ­ρικὴ ζωὴ μὲ τὴ δύ­ναμη τοῦ Σταυ­ροῦ.

Οἱ ἅ­γιοι θε­ο­φώ­τι­στοι Πα­τέ­ρες, οἱ τόσο αὐ­στη­ροὶ στὴν προ­σω­πική τους ἄ­σκηση, ὁ­μι­λοῦν μὲ πολλὴ συμ­πά­θεια καὶ κα­τα­νό­ηση στὴν ἀ­δυ­να­μία τοῦ πι­στοῦ. Ὁ ἅ­γιος Γρη­γό­ριος ὁ Πα­λα­μᾶς σὲ μιὰ ὁ­μι­λία του, ποὺ ἐκ­φώ­νησε σὰν σή­μερα, Κυ­ρι­ακὴ τῆς Σταυ­ρο­προ­σκυ­νή­σεως, μᾶς δι­δά­σκει: «Σᾶς μί­λησα γιὰ τὴ ζωὴ τοῦ σταυ­ροῦ. Κα­νεὶς ἂς μὴν ἀ­πελ­πι­στεῖ ἢ ἂς μὴ δυ­σφο­ρή­σει μὲ ὅσα ἄ­κουσε. Ἀλλ’ ἀ­φοῦ μά­θει πόσα ὀ­φεί­λει στὸ Δε­σπότη, ἂς Τοῦ προ­σφέ­ρει ὅ,τι μπο­ρεῖ μὲ με­τρι­ο­φρο­σύνη, ἡ ὁ­ποία θὰ ἀ­να­πλη­ρώ­σει τὸ ὑστέ­ρημά του».

Δη­λαδὴ ἀ­νά­λογα μὲ τὶς μι­κρές μας δυ­νά­μεις νὰ κα­τα­βάλ­λουμε κάθε προ­σπά­θεια, νὰ δεί­χνουμε κάθε φι­λο­τι­μία καὶ ἐ­πι­μέ­λεια γιὰ τὴ σω­τη­ρία τῆς ψυ­χῆς μας. Νὰ προ­σφέ­ρουμε στὸν Κύ­ριό μας ὅ,τι πε­ρισ­σό­τερο μπο­ροῦμε. Δὲν μπο­ροῦμε νὰ ἀ­γω­νι­στοῦμε τόσο ἔν­τονα ὅσο οἱ Ἅ­γιοι; Μπο­ροῦμε ὅ­μως νὰ ἀ­γω­νι­στοῦμε νὰ καλ­λι­ερ­γή­σουμε τὸ ἴ­διο φρό­νημα ἀ­πο­λύ­τως ἀ­συμ­βί­βα­στοι μὲ τὴν ἁ­μαρ­τία. Ὁ Θεὸς καὶ ἐ­κεί­νους θὰ στε­φα­νώ­σει καὶ ἐ­μᾶς θὰ ἐ­λε­ή­σει.

Ὁ Τί­μιος Σταυ­ρός, ποὺ ὑ­ψώ­νει σή­μερα ἡ Ἐκ­κλη­σία μας, δὲν εἶ­ναι μόνο σύμ­βολο αὐ­τα­παρ­νή­σεως, ἀλλὰ καὶ σύμ­βολο νί­κης καὶ πηγὴ Χά­ρι­τος καὶ δυ­νά­μεως. Ἂς μὴ στε­κό­μα­στε μόνο στὴν κα­κο­πά­θεια ποὺ δη­λώ­νει. Κυ­ρίως ἂς ἀ­να­λο­γι­ζό­μα­στε ὅτι προ­σκυ­νών­τας τὸν Σταυρὸ καὶ συ­σταυ­ρού­με­νοι κα­θη­με­ρινὰ μὲ τὸν Χρι­στό, λαμ­βά­νουμε πολλὴ τή Χάρη του, κα­ται­σχύ­νουμε τοὺς δαί­μο­νες, κερ­δί­ζουμε τὴν αἰ­ω­νι­ό­τητα. Ὁ δρό­μος πρὸς τὸν Γολ­γοθᾶ εἶ­ναι ὁ μό­νος δρό­μος πρὸς τὴν Ἀ­νά­σταση.

Νὰ εὐ­χη­θοῦμε νὰ ζή­σουμε τὴ σταυ­ρικὴ ζωὴ μὲ ὅσο τὸ δυ­να­τὸν με­γα­λύ­τερη συ­νέ­πεια, ὥ­στε νὰ γευ­θοῦμε καὶ τὴν ἀ­νέκ­φρα­στη χαρὰ τῆς Ἀ­να­στά­σεως. Ἀμήν.

 




ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ (Μαρκ. θ΄ 17-31)
18 Μαρ­τίου

Ἕνα δυ­στυ­χι­σμένο παιδὶ στέ­κει αἰ­χμά­λωτο μιᾶς σκλη­ρῆς κυ­ρι­αρ­χίας. Τῆς ἐ­ξου­σίας τοῦ δι­α­βό­λου. Ψυ­χικὰ κὰι σω­μα­τικὰ τὸ ἔ­χει τσα­κί­σει. Ὅ­σοι βρί­σκον­ται γύρω του καὶ πα­ρα­κο­λουθοῦν τὴν τρα­γω­δία, ἀ­πο­δει­κνύ­ον­ται ἀνί­κα­νοι νὰ τὸ βο­η­θή­σουν. Μὲ τὴν ἀ­πι­στία τους ὀρ­θώ­νον­ται ἐμ­πό­δια στὴ λύ­τρωσή του. Σ’ αὐτὸ τὸ δύ­σπι­στο κό­σμο ἀ­νή­κουν ὄχι μόνο οἱ ἐ­χθροὶ τοῦ Χρι­στοῦ, οἱ γραμ­μα­τεῖς καὶ οἱ φα­ρι­σαῖοι, ἀλλ’ ἀ­κόμη καὶ οἱ μα­θη­τές Του καὶ οἱ ἀ­μέ­σως ἐν­δι­α­φε­ρό­με­νοι γιὰ τὸ βα­σα­νι­σμένο παιδί, ὅ­πως ὁ πα­τέ­ρας του. Τὴ δι­ά­χυτη δυ­σπι­στία στὴν ἀ­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τητα τῆς δυ­νά­μεως τοῦ Χρι­στοῦ ἔ­ναντι τοῦ δαι­μο­νι­κοῦ κα­τε­στη­μέ­νου ἐκ­φρά­ζει πα­ρα­στα­τικὰ ὁ δι­ά­λο­γος μὲ τὸν πα­τέρα τοῦ παι­διοῦ.

«Πό­σος και­ρὸς εἶ­ναι ἀπὸ τότε ποὺ τοῦ συ­νέβη αὐτό;» ρω­τάει ὁ Ἰ­η­σοῦς, κα­θὼς τὸ παιδὶ κυ­λι­ό­ταν κάτω καὶ ἄ­φριζε, ἐ­ξου­θε­νω­μένο ἀπὸ τὸ δαί­μονα. «Ἀπό τὰ παι­δικά του χρό­νια», ἦ­ταν ἡ ἀ­πάν­τηση. «Πολ­λὲς φο­ρὲς καὶ στὴ φω­τιὰ τὸν ἔ­στειλε καὶ στὰ νερά, γιὰ νὰ τὸν ἐ­ξο­λο­θρεύ­σει. Ἀλλὰ ἂν μπο­ρεῖς νὰ κά­νεις κάτι, βο­ή­θησέ μας, σπλαγ­χνί­σου μας.» Μαζί μέ τήν ἀ­πό­γνωση πού τυ­ραν­νοῦσε τήν καρ­διά του, ἡ ἀμ­φι­βο­λία τήν δάγ­κωνε καί τήν μά­τωνε.

Ἡ σκιὰ τῆς ἀμ­φι­βο­λίας δὲν ἔ­παψε νὰ πέ­φτει βα­ρειὰ στὴ σκέψη καὶ τὴν καρ­διὰ τῶν ἀν­θρώ­πων. Ἡ ἀμ­φι­βο­λία ὅ­μως σκο­τί­ζει τήν σκέψη, τῆς κλεί­νει τόν ὁ­ρί­ζοντα, νε­κρώ­νει τήν ἐλ­πίδα καὶ τήν τυ­λί­γει στό σκο­τάδι.

Τὸ πρῶτο βῆμα γιὰ τὴν ὑ­πέρ­βαση τὸ ὑ­πο­δει­κνύει ὁ Κύ­ριος. Τὸ δεύ­τερο τὸ κα­θο­ρί­ζει ἡ συμ­πε­ρι­φορὰ τοῦ πα­τέρα. Ὁ δὲ Ἰ­η­σοῦς εἶπε· ‘Τὸ θέμα δὲν εἶ­ναι ἂν ἐγὼ μπορῶ νὰ θε­ρα­πεύσω τὸ παιδί σου, ἀλλά ἂν ἐσὺ μπο­ρεῖς νὰ πι­στέ­ψεις. Σ’ αὐτὴ τὴν κα­τεύ­θυνση ἀ­να­ζή­τησε τὴ λύση τοῦ δρά­μα­τός σου. Στὴν καρ­διά σου. Ἐ­κεῖ βρί­σκε­ται τὸ ἐμ­πό­διο’.

Ἀ­δελ­φοί μου,

μετὰ ἀπὸ αὐτὴ τὴ σαφῆ δι­ευ­κρί­νιση τοῦ Κυ­ρίου τὸ κλειδὶ γιὰ ν’ ἀ­νοί­ξουν οἱ βα­ρειὰ κλει­σμέ­νες πόρ­τες, μὴν τὸ ζη­τᾶμε ἀλ­λοῦ. Ἐ­μεῖς τὸ ἔ­χουμε. Τὸ πε­τά­ξαμε στὴ σκο­τεινὴ γω­νιὰ τῶν δι­στα­γμῶν καὶ τῆς ἀμ­φι­βο­λίας μας. Ἀπὸ ἐκεῖ θὰ πρέ­πει τὸ συν­το­μό­τερο νὰ τὸ ἀ­να­σύ­ρουμε. Τὸ κλειδὶ αὐτὸ εἶναι ἡ συ­νει­δητή ἐμ­πι­στο­σύνη ἡ δική μας, ὡς προ­σω­πικὴ πί­στη στὴν παν­το­δυ­να­μία τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ πρέ­πει νὰ ἰ­σχυ­ρο­ποι­η­θεῖ καὶ νὰ πά­ρει στὴ ζωή μας τὴν κεν­τρικὴ θέση ποὺ τῆς ἁρ­μό­ζει. Ἡ καρ­διὰ τοῦ πα­τέρα τα­ρά­ζε­ται, κα­θώς συ­ναι­σθά­νε­ται ὅτι ὁ ἴ­διος στέ­κει μέ τήν ἀ­πι­στία του ἐμ­πό­διο στή θερα­πεία τοῦ παι­διοῦ του καί μέ μιά ὕ­στατη προ­σπά­θεια ἀ­πε­λευ­θε­ρώ­νε­ται ἀπό τά δε­σμά τῆς δυ­σπι­στίας, φω­νά­ζον­τας «Πι­στεύω Κύ­ριε, βο­ή­θει μου τῇ ἀ­πι­στίᾳ».

Λοι­πόν, ἀ­κόμη κι ὅ­ταν νοι­ώ­θουμε πὼς οἱ ἀμ­φι­βο­λίες μᾶς πνί­γουν, κι ὅ­ταν ἀ­κόμη ἡ ψυχή μας δέν βρί­σκει τὴ δύ­ναμη οὔτε δυὸ λό­για προ­σευ­χῆς νὰ ψι­θυ­ρί­σει, νὰ μὴ τὰ χά­νουμε ἀ­κόμη καὶ τότε, δι­ότι Ἐ­κεῖ­νος καὶ τότε ἀκόμη μᾶς δέ­χε­ται. Μὲ ἁ­πλω­μένα τὰ χέ­ρια Του μᾶς πε­ρι­μέ­νει.

Ἄς στρέ­ψουμε τὰ μά­τια τῆς ψυ­χῆς μας πρὸς Ἐ­κεῖ­νον κι αὐτὸ μο­νάχα νὰ Τοῦ ποῦμε: «Πι­στεύω, Κύ­ριε, βο­ή­θει μου τῇ ἀ­πι­στίᾳ».

 




ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ (Λκ. α΄ 24-38)
25 Μαρ­τίου

ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ
 ΣΤΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

Με­γάλο καὶ θεῖο, ἀ­πόρ­ρητο καὶ ἀ­κα­τα­νό­ητο, ὄχι μόνο στοὺς ἀν­θρώ­πους ἀλλὰ καὶ στοὺς ἀγ­γέ­λους καὶ στοὺς ἀρ­χαγ­γέ­λους εἶ­ναι τὸ γε­γο­νός, ὅτι ἡ φύση μας ἔ­γινε διὰ τοῦ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ ὁ­μό­θεος καὶ μᾶς χα­ρί­στηκε ἡ ἐ­πά­νο­δός μας στὸ κα­λύ­τερο. Αὐτὸ εἶ­ναι τὸ μυ­στή­ριο ποὺ πι­στεύ­ε­ται, ἀλλὰ δὲν γνω­ρί­ζε­ται. Εἶ­ναι ἀ­κα­τα­νό­ητο ὄχι μόνο στοὺς ἀν­θρώ­πους ἀλλὰ καὶ στοὺς ἀγ­γέ­λους καὶ στοὺς ἀρ­χαγ­γέ­λους. Ἀρ­χί­ζει ἀπὸ τὸ γε­γο­νὸς ποὺ γι­ορ­τά­ζε­ται σή­μερα.

Ὁ ἀρ­χάγ­γε­λος εὐ­αγ­γε­λί­ζε­ται στὴν Παρ­θένο τὴ σύλ­ληψη τοῦ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ. Ἐ­κείνη ἔκ­πλη­κτη ζή­τησε τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁ­ποῖο αὐτὸ θὰ γι­νό­ταν καὶ εἶπε πρὸς αὐ­τὸν «πῶς θὰ μοῦ συμ­βεῖ αὐτὸ ἀ­φοῦ δὲν γνω­ρίζω ἄν­δρα;» καὶ τότε ὁ ἀρ­χάγ­γε­λος κα­τέ­φυγε πρὸς τὸν Θεὸ λέ­γον­τας· «Πνεῦμα Ἅ­γιο θὰ ἔρ­θει σ’ ἐ­σένα καὶ δύ­να­μις Ὑ­ψί­στου θὰ σὲ ἐ­πι­σκι­ά­σει». Αὐτό ποὺ ὁ­μο­λο­γεῖ­ται ἀπὸ τὸν ἀρ­χάγ­γελο πρὸς τὴν Παρ­θένο ἐ­νέ­χει τὸ με­γα­λύ­τερο μυ­στή­ριο. Ὁ Σω­τή­ρας καὶ λυ­τρω­τὴς τοῦ ἀν­θρω­πί­νου γέ­νους, θὰ γί­νει ἄν­θρω­πος γιὰ νὰ σώ­σει τὸν ἄν­θρωπο.

Πα­ρα­βαί­νον­τας τὴν ἐν­τολὴ τοῦ Θεοῦ κα­τε­βή­καμε μέ­χρι τὸν Ἅδη καὶ πολλὰ δεινὰ μᾶς βρῆ­καν δι­α­δο­χικά. Τὸ γέ­νος μας γεύ­τηκε τὴ λύπη καὶ ἡ ζωή μας ἔ­γινε γε­μάτη ὀ­δύνη. Ὁ Θεὸς ὅ­μως ποὺ μᾶς ἔ­πλασε μὲ εὐ­σπλαγ­χνία καὶ φι­λαν­θρω­πία ἔ­κλινε τοὺς οὐ­ρα­νοὺς καὶ κα­τέ­βηκε γιὰ νὰ μᾶς βρεῖ, παίρ­νον­τας ἀπὸ τὴν ἁ­γία Παρ­θένο τὴ φύση μας ποὺ τὴν ἀ­να­καί­νισε. Ὁ Θεὸς στέλ­νον­τας τὸν ἀρ­χάγ­γελο στὴν Παρ­θένο τὴν κά­νει μη­τέρα τοῦ Χρι­στοῦ μόνο μὲ τὴ προ­σφώ­νηση ποὺ ἀ­κούει σή­μερα. Ἄν ἡ σύλ­ληψη τοῦ Χρι­στοῦ θὰ ἦ­ταν ἀπὸ ἀν­θρώ­πινη ἐ­πέμ­βαση, ὁ Χρι­στὸς δὲν θὰ ἦ­ταν ὁ νέος ἄν­θρω­πος. Τώρα ἦρθε καὶ ἀπὸ τὸ Ἅ­γιο Πνεῦμα, γί­νε­ται ἄν­θρω­πος καὶ σαρ­κώ­θηκε στὴ μή­τρα τῆς Παρ­θέ­νου μέ­νον­τας ἀ­ναλ­λοί­ω­τος Θεὸς καὶ τέ­λειος άν­θρω­πος.

Τὸ ὄ­νομα τῆς Παρ­θέ­νου ἦ­ταν Μα­ριάμ, ποὺ ἐρ­μη­νεύ­ε­ται Κυ­ρία. Ἐκείνη ἦ­ταν πρά­γματι παρ­θέ­νος καὶ στὸ σῶμα καὶ στὴ ψυχή. Εἶχε ὅ­λες τὶς αἰ­σθή­σεις τοῦ σώ­μα­τος ἐ­κτὸς ἀπὸ τὸν μο­λυ­σμό. Ἔ­χει γρα­φεῖ γιὰ Ἐ­κείνη ὅτι ἦ­ταν ἡ κλει­σμένη πύλη, ποὺ κα­νεὶς δὲν πρό­κει­ται νὰ πε­ρά­σει ἀπὸ αὐ­τὴν παρὰ μό­νον ὁ Χρι­στός. Ἡ Πα­να­γία εἶ­ναι Κυ­ρία καὶ μὲ ἕ­ναν ἄλλο τρόπο. Δε­σπό­ζει ὅ­λων, κα­θὼς εἶ­ναι ἐ­λεύ­θερη καὶ ρίζα τῆς ἐ­λευ­θε­ρίας τοῦ γέ­νους τῶν ἀν­θρώ­πων, καὶ γι’ αὐτὸ ἀ­κρι­βῶς ὁ ἄγ­γε­λος ἐμ­φα­νι­ζό­με­νος στὴν Παρ­θένο τῆς ἀ­πευ­θύ­νει τὸ «Χαῖρε Κε­χα­ρι­τω­μένη. Ὁ Κύ­ριος εἶ­ναι μαζί σου, εἶ­σαι εὐ­λο­γη­μένη ἀ­νά­μεσα στὶς γυ­ναῖ­κες». Ἡ Παρ­θέ­νος φο­βή­θηκε μή­πως ὁ ἄγ­γε­λος εἶ­ναι κάποιος ἀ­πα­τη­λὸς καὶ δὲν δέ­χθηκε χω­ρὶς ἐ­ξέ­ταση τὸν χαι­ρε­τι­σμό. Τα­ρά­χθηκε καὶ ρώ­τησε πῶς εἶ­ναι δυ­νατὸ νὰ γί­νει αυτό. Ὁ ἀρ­χάγ­γε­λος ἀ­μέ­σως τῆς δι­έ­λυσε τὸν θε­ο­φιλῆ φόβο λέ­γον­τάς της· «Μὴ φο­βᾶ­σαι Μα­ρία, δι­ότι πέ­τυ­χες τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ».

Ἡ Παρ­θέ­νος ρώ­τησε ὄχι ἀπὸ ἀ­πι­στία, ἀλλὰ ἐ­πειδὴ ζη­τοῦσε νὰ μά­θει πῶς ἦ­ταν δυ­νατὸ νὰ πρα­γμα­το­ποι­η­θεῖ αὐτὸ τὸ θαῦμα, γι’αυτὸ ἀ­κρι­βῶς μετὰ τὴν ἐ­ξή­γηση τοῦ ἀρ­χαγ­γέ­λου ἐ­κείνη τρέ­χει πρὸς τὸν Θεὸ καὶ ἀ­πευ­θύ­νε­ται πρὸς αὐ­τόν.

Λέ­γει λοι­πὸν στὸν ἀρ­χάγ­γελο· «ἄν ὅ­πως λὲς ἔρ­θει σ’ ἐ­μένα τὸ Ἅ­γιο Πνεῦμα γιὰ νὰ μὲ κα­θα­ρί­σει πε­ρισ­σό­τερο καὶ νὰ μὲ δυ­να­μώ­σει νὰ δεχτῶ τὸ σω­τή­ριο ἔμ­βρυο, ἄν μὲ ἐ­πι­σκι­ά­σει ἡ δύ­ναμη τοῦ Ὑ­ψί­στου ποὺ θὰ μορ­φώ­σει μέσα μου ὡς ἄν­θρωπο αὐ­τὸν ποὺ εἶ­ναι Θεὸς καὶ Βα­σι­λεὺς αἰ­ώ­νιος, πι­στεύω ὅτι τί­ποτε δὲν εἶ­ναι ἀ­δύ­νατο γιὰ τὸν Θεό. Λοι­πόν, ἰ­δοὺ ἐγὼ ἡ δούλη τοῦ Κυ­ρίου, ἄς γί­νει σύμ­φωνα μὲ τὸ λόγο σου». Τότε ἔ­φυγε ἀπὸ ὲ­κεῖ ὁ ἄγ­γε­λος, ἀ­φοῦ ἄ­φησε στὴ γα­στέρα της τὸν Δη­μι­ουργὸ τοῦ κό­σμου ἑ­νω­μένο μὲ τὴν Παρ­θένο.

Μετά ἀπὸ αὐτὸ τὸ γε­γο­νὸς ἡ Πα­να­γία εἶ­ναι τὸ μο­να­δικὸ με­θό­ριο μεταξύ κτι­στῆς καὶ ἄ­κτι­στης φύ­σεως. Εἶ­ναι ἡ χώρα τοῦ Ἀ­χω­ρή­του. Αὐ­τὴν θὰ ὑ­μνή­σουν στὸ μέλ­λον μετὰ τὸ Θεὸ ὅ­λοι οἱ πι­στοί. Αὐτή εἶ­ναι ἡ αἰ­τία κάθε κα­λοῦ καὶ ἡ προ­στά­τις καὶ πρό­ξε­νος τῶν αὶ­ω­νίων ἀ­γα­θῶν. Εἶ­ναι ἡ ἀρχὴ τῶν ἀ­πο­στό­λων καὶ τὸ ἐ­δραί­ωμα τῶν μαρ­τύ­ρων, εἶ­ναι ἡ δόξα τῆς γῆς καὶ ἡ τερ­πνό­τητα τῶν οὐ­ρα­νίων, εἶ­ναι τὸ στο­λίδι ὅ­λης τῆς κτί­σεως. Ἀπὸ αὐ­τὴν ἂς ἀ­πο­κτή­σουμε ἐλ­πίδα καὶ ἐ­μεῖς καὶ μὲ τὶς δι­κές της ἀ­δι­ά­κο­πες προ­σευ­χὲς γιὰ ὅ­λους μας ἄς ἔρ­θει ἡ δόξα καὶ ἡ χαρὰ Ἐ­κεί­νου ποὺ γεν­νή­θηκε ἀπὸ τὸν Πατέρα πρὶν ἀπὸ τοὺς αἰ­ῶ­νες καὶ σαρ­κώ­θηκε ἀπὸ τὴν Πα­να­γία μας.

Στὸν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στὸ ἀ­νή­κει κάθε δόξα καὶ τιμὴ καὶ προ­σκύ­νηση στοὺς αἰ­ῶ­νες τῶν αἰ­ώ­νων. Ἀμήν.

 

 


 

Κηρύγματα Μαρτίου 2018 pdf 


ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ
ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2018

ΚΥΡΙΑΚΗ IΖ΄ ΛΟΥΚΑ (ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ). (Λουκ. ιε΄ 11 ‐ 32)
4 Φε­βρου­α­ρίου

Ἡ πα­ρα­βολὴ τοῦ Ἀ­σώ­του, ποὺ ἀ­να­γι­νώ­σκε­ται σή­μερα, χα­ρα­κτη­ρί­στηκε ὡς τὸ «εὐ­αγ­γέ­λιο τῶν εὐ­αγ­γε­λίων». Δι­ότι, ἂν ὑ­πο­θέ­σουμε ὅτι χα­νό­ταν ὅλη ἡ ὑ­πό­λοιπη δι­δα­σκα­λία τοῦ Χρι­στοῦ, θὰ ἦ­ταν ἀρ­κετὴ καὶ μόνο αὐτὴ ἡ πα­ρα­βολή, γιὰ νὰ μᾶς βε­βαι­ώ­σει ὅτι ὁ Κύ­ριος εἶ­ναι Θεὸς τῆς ἄ­πει­ρης ἀ­γά­πης καὶ φι­λαν­θρω­πίας. Θὰ ἦ­ταν ἀρ­κετή, γιὰ νὰ πε­ρι­γρά­ψει τὴν ἱ­στο­ρία τῆς ἀ­πο­στα­σίας τοῦ κό­σμου.

Ἡ ἱ­στο­ρία τοῦ νε­ό­τε­ρου υἱοῦ ποὺ ζή­τησε ἀπὸ τὸν πα­τέρα τὸ με­ρί­διό του καὶ ἔ­φυγε μα­κριὰ ἀπὸ τὸ σπίτι σπα­τα­λῶν­τας τὴν πε­ρι­ου­σία του καὶ «ζῶν ἀ­σώ­τως», ἀ­πο­τυ­πώ­νει μὲ τὸν πλεὸν πα­ρα­στα­τικὸ τρόπο τὴν τρα­γω­δία τοῦ κάθε ἀν­θρώ­που ποὺ ἀ­πο­μα­κρύ­νε­ται ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ πα­ρα­δί­δε­ται στὰ ἁ­μαρ­τωλὰ πάθη καὶ τὶς ἐ­πι­θυ­μίες του. Ἡ ἴ­δια ἱ­στο­ρία ὅ­μως φα­νε­ρώ­νει καὶ τὴν ἄ­πειρη ἀ­γάπη τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁ­ποῖος πε­ρι­μέ­νει τή με­τά­νοια καὶ τὴν ἐ­πι­στροφὴ κάθε ἁ­μαρ­τω­λοῦ. Πε­ρι­μέ­νει καὶ τὴ δική μας με­τά­νοια...

Κα­νεὶς δὲν μπο­ρεῖ νά μεί­νει ἀ­συγ­κί­νη­τος, ὅ­ταν ἀ­να­λο­γί­ζε­ται τὴν πολὺ χα­ρα­κτη­ρι­στικὴ εἰ­κόνα τῆς ὑ­πο­δο­χῆς τοῦ Ἀ­σώ­του. Τότε ποὺ ὁ σπλαγ­χνι­κὸς πα­τέ­ρας εἶδε ἀπὸ μα­κριὰ τὸν ἄ­σωτο γιό του νὰ ἐ­πι­στρέ­φει σὲ ἄ­θλια κα­τά­σταση κι ἔ­τρεξε, τὸν ἕ­σφιξε στὴν ἀγ­κα­λιά του καὶ τὸν κα­τα­φι­λοῦσε μὲ στοργή. «Καὶ δρα­μῶν ἐ­πέ­πε­σεν ἐπὶ τὸν τρά­χη­λον αὐ­τοῦ καὶ κα­τε­φί­λη­σεν αὐ­τόν».

Πόσο μᾶς συγ­κι­νεῖ αὐτὴ ἡ ἀ­νοιχτὴ ἀγ­κα­λιὰ τοῦ πα­τέρα!
Τέ­τοια εἶ­ναι ἡ ἀ­γάπη τοῦ Θεοῦ. Μα­κρο­θυ­μεῖ γιὰ τὶς ἁ­μαρ­τίες μας καὶ πε­ρι­μέ­νει τήν με­τά­νοιά μας. Μᾶς πα­ρέ­χει πολ­λὲς καὶ ποι­κί­λες εὐ­και­ρίες, γιὰ νὰ δι­ορ­θω­θοῦμε. Κι ὅ­ταν δεῖ τὴν δι­ά­θεση καὶ μό­νον ἐ­πι­στρο­φῆς, ἀ­φή­νει νὰ συ­ναν­τή­σουμε τὸ ξε­χεί­λι­σμα τῆς ἀ­γά­πης Του. Μο­λο­νότι φέ­ρουμε ἔν­τονα τοὺς ρύ­πους καὶ τὴν δυ­σω­δία τῆς ἁ­μαρ­τίας, ὁ σπλαγ­χνι­κὸς Πα­τέ­ρας μᾶς ἀγ­κα­λι­ά­ζει καὶ μᾶς κα­τα­φι­λεῖ. Δέ­χε­ται τὴν ἐ­ξο­μο­λό­γηση καὶ τὴ με­τά­νοιά μας καὶ θυ­σι­ά­ζει τὸ «μό­σχο τὸν σι­τευτό», γιὰ νὰ μᾶς τὸν προ­σφέ­ρει στὴν ἱ­ερὴ τρά­πεζα τῆς Θείας Κοι­νω­νίας. Ὁ Πα­νά­γα­θος Θεὸς μᾶς ἀ­να­γνω­ρί­ζει ὡς ἀ­γα­πη­μένα παι­διά Του καὶ κλη­ρο­νό­μους τῆς Βα­σι­λείας Του. Ἀ­λή­θεια τί ἄλλο ὑ­πάρ­χει στὸν κό­σμο, ποὺ θὰ μπο­ροῦσε νὰ συγ­κρι­θεῖ μὲ τὸ ἀ­ξε­πέ­ρα­στο με­γα­λεῖο αὐ­τῶν τῶν δω­ρεῶν τῆς θε­ϊ­κῆς ἀ­γά­πης;

Καὶ μόνο τὸ ὄ­νομα τῆς πα­ρα­βο­λῆς τοῦ Ἀ­σώ­του ἑ­στι­ά­ζει τὴν προ­σοχή μας στὸ πρό­σωπο τοῦ νε­ό­τε­ρου γιοῦ, ποὺ ἔ­γινε ἄ­σω­τος κα­θὼς ἔ­φυγε μα­κριὰ ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ πα­τέρα.

Ὡ­στόσο ἀ­ξί­ζει νὰ προ­σέ­ξουμε καὶ τὸν ἄλλο γιό. Τὸν πρε­σβύ­τερο τῆς πα­ρα­βο­λῆς, ὁ ὁ­ποῖος ἂν καὶ ζοῦσε μέσα στὸ σπίτι, οὐ­σι­α­στικὰ ἦ­ταν μα­κριά.

Ὁ πρε­σβύ­τε­ρος υἱὸς ἐ­ξω­τε­ρικὰ φαι­νό­ταν πι­στὸς γιὸς τοῦ πα­τέρα καὶ ἀ­κρι­βὴς τη­ρη­τὴς τῶν ἐν­το­λῶν του. Ὡ­στόσο τὸ γε­γο­νὸς τῆς ἐ­πι­στρο­φῆς τοῦ μι­κρό­τε­ρου ἀ­δελ­φοῦ του ἀ­νέ­τρεψε τὴν ἐ­πι­φα­νει­ακὰ καλή του εἰ­κόνα. Ὅ­ταν πλη­ρο­φο­ρή­θηκε ὅτι ἐ­πέ­στρεψε ὁ ἄ­σω­τος ἀ­δελ­φός του, ἀντὶ νὰ χα­ρεῖ, ὀρ­γί­στηκε καὶ ἀρ­νή­θηκε νὰ λά­βει μέ­ρος στὸ πα­νη­γύρι. Μά­λι­στα μὲ ἐ­πι­θε­τικὸ τρόπο ξέ­σπασε ἐ­ναν­τίον τοῦ πα­τέρα. Καὶ ἐνῷ καυ­χό­ταν γιὰ τὴν τυ­φλὴ ὑ­πα­κοὴ στὸν πα­τέρα «οὐ­δέ­ποτε ἐν­το­λὴν σου πα­ρῆλ­θον», τὴν ἴ­δια στι­γμὴ ἀν­τι­στε­κό­ταν μὲ πεῖ­σμα ὄχι σὲ ἐν­τολὴ ἀλλὰ στὴν πα­τρικὴ πα­ρά­κληση καὶ προ­τροπὴ νὰ μοι­ρα­στεῖ τὴ κοινὴ χαρὰ στὸ σπίτι.

 Ἴ­σως μᾶς ξα­φνι­ά­ζει τὸ πρω­το­φα­νὲς ξέ­σπα­σμα ἐ­γω­ϊ­σμοῦ, ζη­λο­τυ­πίας καὶ φθό­νου τοῦ με­γα­λύ­τε­ρου υἱοῦ. Τὸ πι­θα­νό­τερο ὅ­μως εἶ­ναι νὰ ζοῦμε κι ἐ­μεῖς συ­νει­δητὰ ἢ ἀ­συ­νεί­δητα σὰν αὐ­τόν. Ἀπὸ μι­κρὰ παι­διά με­γα­λώ­νουμε μέσα στὸ σπίτι τοῦ Θεοῦ Πα­τέρα, τὴν Ἐκ­κλη­σία. Καὶ ἐ­πειδή, ἐν­δε­χο­μέ­νως, ἀ­πο­φεύ­γουμε σο­βα­ρὲς πα­ρε­κτρο­πὲς καὶ πι­στεύ­ουμε ὅτι ἐ­φαρ­μό­ζουμε μὲ ἀ­κρί­βεια τὶς ἐν­το­λὲς τοῦ Θεοῦ, εὔ­κολα δι­α­χω­ρί­ζουμε τὴ θέση μας ἀπὸ κάθε ἄ­σωτο, νο­μί­ζον­τας ὅτι εἶ­ναι αὐ­το­νό­ητη ἡ θέση μας στὸν Πα­ρά­δεισο. Ἔτσι ἐ­πα­να­παυ­ό­μα­στε καὶ θε­ω­ροῦμε πε­ριττὴ τήν με­τά­νοια, τὴν ἐ­ξο­μο­λό­γηση, τὴν προ­σευχή, τή με­λέτη τοῦ λό­γου τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἔμ­πρα­κτη ἐκ­δή­λωση τῆς ἀ­γά­πης μας στοὺς ἀ­δελ­φούς.

Ἀ­δελ­φοί, ἂς πα­ρα­δε­χθοῦμε τα­πεινὰ τὴν ἁ­μαρ­τω­λό­τητά μας κι ἂς ἀκολου­θή­σουμε τὴν ὁδὸ τῆς με­τα­νοίας. Εἴτε μοι­ά­ζουμε μὲ τὸ νε­ό­τερο εἴτε μὲ τὸν πρε­σβύ­τερο υἱό, ἂς γνω­ρί­ζουμε ὅτι ἡ ἀγ­κα­λιὰ τοῦ Θεοῦ εἶ­ναι πάντα ἀ­νοιχτὴ καὶ ἕ­τοιμη νὰ μᾶς ὑ­πο­δε­χθεῖ, ἀρ­κεῖ νὰ εἴ­μα­στε πρό­θυ­μοι γιὰ ἐπιστροφὴ ἀ­κόμη καὶ χω­ρὶς προ­ϋ­πο­θέ­σεις.

 Ἀ­μήν.


 




ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΑΠΟΚΡΕΩ (Ματθ. κεʹ 31 ‐ 46)
11 Φε­βρου­α­ρίου

Ἡ ση­με­ρινὴ τρίτη Κυ­ρι­ακὴ τοῦ Τρι­ω­δίου εἶ­ναι ἀ­φι­ε­ρω­μένη στὸ φοβε­ρό­τερο γε­γο­νὸς τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ἱ­στο­ρίας, ποὺ εἶ­ναι ἡ μέλ­λουσα Κρίση, ἡ ὁ­ποία μπο­ρεῖ νὰ ἀ­πο­τε­λέ­σει ἀ­πα­ραί­τητο προ­βλη­μα­τι­σμὸ τῶν πι­στῶν κατ’ αὐ­τὴν τὴν ἀ­γω­νι­στικὴ πε­ρί­οδο.

Ἡ μέλ­λουσα Κρίση εἶ­ναι θε­με­λι­ώ­δης πί­στη τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς μας δι­δα­σκα­λίας, ἡ ὁ­ποία θὰ ἐ­πι­συμ­βεῖ στὸ τέ­λος αὐ­τοῦ τοῦ πρό­σκαι­ρου κό­σμου καὶ πε­ρι­γρά­φε­ται μὲ σα­φή­νεια στὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο τοῦ Ματ­θαίου, ποὺ σή­μερα ἀ­να­γνώ­σαμε.

Ὁ Κύ­ριος, λίγο πρὶν τὸ πά­θος Του, μι­λῶν­τας γιὰ τὰ ἔ­σχατα τῆς ἱ­στο­ρίας καὶ τῆς ζωῆς τοῦ ἀν­θρώ­που εἶπε πώς, ὅ­ταν ἔρ­θει ὁ Ἴ­διος στὴ Δεύ­τερη καὶ φο­βερὴ πα­ρου­σία Του, θὰ ἐ­πι­σφρα­γί­σει μὲ τὴν δί­καιη κρίση καὶ ἐ­νέρ­γειά Του τὸ μυ­στή­ριο τῆς θείας οἰ­κο­νο­μίας.

Τὸ φι­λάν­θρωπο πρό­σωπο τοῦ Χρι­στοῦ θὰ γί­νει τὴν ἡ­μέρα ἐ­κείνη δι­και­ό­κριτο καὶ ἀ­πο­κα­λυ­πτικό. Στὴν ἐμ­φά­νισή Του θὰ συν­τρι­βοῦν ἡ γῆ καὶ ὁ οὐ­ρα­νός, θά σει­σθοῦν τὰ θε­μέ­λια τῆς γῆς ἀπὸ τὴν πα­ρου­σία τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀν­θρώ­που, ποὺ αὐτὴ τὴ φορὰ δὲν θὰ ἔλ­θει ἀ­δύ­να­μος καὶ τα­πει­νὸς ἀλλὰ «μετὰ δυ­νά­μεως καὶ δό­ξης πολ­λῆς». Δὲν θὰ ζη­τή­σει τότε ὁ Χρι­στὸς ἀπὸ τοὺς κρι­νό­με­νους οὔτε νη­στεῖες οὔτε ἀ­γρυ­πνίες οὔτε γο­νυ­κλι­σίες ἀλλὰ πόση ἀ­γάπη ἔ­δει­ξαν. Χω­ρὶς αὐ­τὴν κα­ταν­τοῦν ὅλα τύ­ποι ἀ­νώ­φε­λοι, ποὺ δὲν ἁ­γι­ά­ζουν τὸν πι­στό.

 Ὁ Κύ­ριος ἑ­στι­ά­ζει στὴ φι­λάν­θρωπη καρ­διά, γι­ατὶ ἀπ’ αὐ­τὴν ἐ­ξαρ­τῶν­ται οἱ ὑ­πό­λοι­πες ἀ­ρε­τές. Ὅ­ποιος ἀ­γαπᾶ τὸν συ­νάν­θρωπο, ἐ­κεῖ­νος λα­τρεύει οὐ­σι­α­στικὰ τὸν Θεό. Ὁ ἐ­λε­ή­μων εἶ­ναι δί­καιος καὶ ἐ­νά­ρε­τος, ὁ δὲ ἀ­φι­λάν­θρω­πος εἶ­ναι πα­ρα­βά­της καὶ ἁ­μαρ­τω­λός. Γι’ αὐτὸ ὁ Κύ­ριος ἔ­θεσε ὡς κρι­τή­ριο τὴν ἀ­γάπη, γι­ατὶ ἀπὸ τὴν ἀ­γάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸν πλη­σίον «….ὅλος ὁ νό­μος καὶ οἱ προ­φῆ­ται κρέ­μαν­ται».

Μὲ βάση, λοι­πόν, τὴν ἀ­γάπη θὰ μᾶς κρί­νει λέ­γον­τας «κλη­ρο­νο­μή­σατε τὴν ἡ­τοι­μα­σμέ­νην ὑ­μῖν βα­σι­λείαν» ἢ «πο­ρεύ­ε­σθε ἀπ’ ἐ­μοῦ οἱ κα­τη­ρα­μέ­νοι εἰς τὸ πῦρ τὸ ἐ­ξώ­τε­ρον».

Ἑ­πο­μέ­νως ἡ μέλ­λουσα κρίση καὶ ἀν­τα­πό­δοση εἶ­ναι συ­νέ­πεια καὶ ἀ­πόρ­ροια τῆς ἐ­πί­γειας συμ­πε­ρι­φο­ρᾶς τοῦ ἀν­θρώ­που, ἀλλὰ καὶ ἀ­πό­δοση τῆς ὁ­ρι­στι­κῆς δι­και­ο­σύ­νης τοῦ Θεοῦ. Τῆς δι­και­ο­σύ­νης ἐ­κεί­νης, ἡ ὁ­ποία θὰ ἀ­πο­κα­τα­στή­σει ἀ­σφα­λῶς τὸ κακὸ ποὺ δι­έ­φυγε ἀπὸ τὴν κρίση τῶν ἀν­θρώ­πων. Ἀλλ’ εἶ­ναι καὶ ἀ­παί­τηση τῆς δι­και­ο­σύ­νης τοῦ Θεοῦ, ποὺ θὰ ἀν­τα­μεί­ψει τοὺς ἀν­θρώ­πους ἐ­κεί­νους, τοὺς ὁ­ποί­ους ὄχι μό­νον δὲν κα­τόρ­θωσε νὰ ἀν­τα­μεί­ψει ἡ δι­και­ο­σύνη τῶν ἀν­θρώ­πων, ἀλλ’ ἴ­σως καὶ νὰ ἀ­δί­κησε.

Εἶ­ναι ὁ­πωσ­δή­ποτε ἀ­τε­λὴς ἡ ἀ­πο­νομὴ τῆς ἀν­θρώ­πι­νης δι­και­ο­σύ­νης. Πρά­γματα καὶ κα­τα­στά­σεις ποὺ ἐ­ξυ­πη­ρέ­τη­σαν σκο­πι­μό­τη­τες σ’ αὐ­τὸν τὸν κό­σμο, νὰ εἴ­μα­στε βέ­βαιοι ὅτι δὲν θὰ πε­ρά­σουν ἀ­πα­ρα­τή­ρητα καὶ ἄ­κριτα ἀπὸ τὸ κρι­τή­ριο τοῦ ζῶν­τος Θεοῦ.

Ἀ­γα­πη­τοί μου ἀ­δελ­φοί, αὐτὴ τὴν ἀ­να­πό­φευ­κτη κρίση μᾶς ὑ­πεν­θυ­μί­ζει ἡ Ἐκ­κλη­σία τὶς ἡ­μέ­ρες αὐ­τές.

Ὅ­σοι πα­ρα­βλέ­πουμε καὶ πε­ρι­φρο­νοῦμε τοὺς ἐ­λα­χί­στους ἀ­δελ­φούς, νὰ ἔ­χουμε τὴν βε­βαι­ό­τητα ὅτι πα­ρα­βλέ­πουμε καὶ πε­ρι­φρο­νοῦμε τὸν Ἴ­διο τὸν Χρι­στό. Ἡ λει­τουρ­γικὴ αὐτὴ χρο­νικὴ πε­ρί­ο­δος τῆς Ἐκ­κλη­σίας μας εἶ­ναι ὁ εὐ­πρόσ­δε­κτος και­ρός, γιὰ νὰ γί­νουμε εὔ­σπλα­χνοι, ἐ­λε­ή­μο­νες, κα­τα­δε­κτι­κοὶ μπρο­στὰ στὸν ἀν­θρώ­πινο πόνο ποὺ πλε­ο­νά­ζει στὶς μέ­ρες μας. Ἀ­σθε­νεῖς, ἄ­πο­ροι, με­τα­νά­στες, φτωχὰ παι­διά, γέ­ρον­τες πε­ρι­μέ­νουν ἕ­ναν καλὸ λόγο, μιὰ ἐ­πί­σκεψη, τὴν ἐ­λά­χι­στη φρον­τίδα, ἀ­κόμη καὶ ἕνα χα­μό­γελο ποὺ μπο­ρεῖ καὶ ζε­σταί­νει τὴν καρ­διά. Αὐ­τοὶ οἱ ἐ­λά­χι­στοι κυ­ρι­ο­λε­κτικὰ μᾶς σπρώ­χνουν στὴ Βα­σι­λεία τοῦ Θεοῦ.

Ὅ­σες καὶ ἂν εἶ­ναι οἱ δυ­σκο­λίες τῶν προ­βλη­μά­των τῆς ζωῆς, ὅση καὶ ἂν εἶ­ναι ἡ ζάλη καὶ ἡ πί­εση τῶν με­ρι­μνῶν τοῦ βίου μας, δὲν χρει­α­ζό­μα­στε χρή­ματα, γιὰ νὰ κερ­δί­σουμε τὴν αἰ­ω­νι­ό­τητα. Ἡ ἔμ­πρα­κτη ἀ­γάπη θὰ μᾶς κά­νει νὰ ἀ­κού­σουμε τὴ φωνὴ τοῦ Κυ­ρίου: «Δεῦτε οἱ εὐ­λο­γη­μέ­νοι τοῦ Πα­τρός μου κλη­ρο­νο­μή­σατε τὴν ἡ­τοι­μα­σμέ­νην ὑ­μῖν Βα­σι­λείαν ἀπὸ κα­τα­βο­λῆς κόσμου».

Ἀ­μήν.

 




ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΤΥΡΙΝΗΣ (Μτθ. στ΄14-21)
18 Φε­βρου­α­ρίου

Στὰ πρό­θυρα τῆς Με­γά­λης Τεσ­σα­ρα­κο­στῆς ἡ Ἐκ­κλη­σία μὲ τὸ ση­με­ρινὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο μᾶς ἀ­πο­κα­λύ­πτει τὸ νό­ημα καὶ τὶς δι­α­στά­σεις τῆς ἀ­λη­θι­νῆς νη­στείας.

Ἡ νη­στεία εἶ­ναι τὸ πιὸ δι­α­δε­δο­μένο ἀ­σκη­τικὸ μέσο τῆς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς μας πα­ρά­δο­σης. Ἡ λέξη ση­μαί­νει τὴν ἀ­ποχὴ ἀπὸ τὶς τρο­φές. Ὡς πρα­κτικὴ μὲ θρη­σκευ­τικὸ πε­ρι­ε­χό­μενο τὴ συ­ναν­τᾶμε σὲ ὅ­λες σχε­δὸν τὶς θρη­σκεῖες καὶ σχε­τί­ζε­ται κυ­ρίως μὲ τὴν ἐ­ξω­τε­ρί­κευση τοῦ πέν­θους, τῆς θλί­ψης, τῆς ἐ­σω­τε­ρι­κῆς συν­τρι­βῆς καὶ τὴν προ­ε­τοι­μα­σία γιά με­γά­λες ἑ­ορ­τὲς ποὺ προ­ϋ­πο­θέ­τουν ἐ­σω­τε­ρικὴ κά­θαρση.

Οἱ πα­λαιοὶ Χρι­στι­α­νοὶ τη­ροῦ­σαν μὲ εὐ­λά­βεια τὶς κα­θο­ρι­σμέ­νες νη­στεῖες μὲ μόνη δι­και­ο­λο­γη­μένη ἐ­ξαί­ρεση τοὺς ἐμ­πε­ρί­στα­τους ἀ­δελ­φοὺς (ἀ­σθε­νεῖς, ὁ­δοι­πό­ρους, νή­πια). Ἄλ­λω­στε γιὰ ὅ­σους ἀ­δι­και­ο­λό­γητα κα­τα­στρα­τη­γοῦν τὶς νη­στεῖες οἱ Ἱ­ε­ροὶ Κα­νό­νες ἐ­πι­βάλ­λουν αὐ­στηρὰ ἐ­πι­τί­μια.

Σή­μερα ἡ νη­στεία ὡς θε­σμὸς εἶ­ναι πε­ρι­φρο­νη­μένη καὶ πα­ρε­ξη­γη­μένη. Ἄλ­λοι, πα­ρα­συ­ρό­με­νοι ἀπὸ τὴν γε­νι­κευ­μένη ἐκ­κο­σμί­κευση τὴν πα­ρα­με­ρί­ζουν, τὴν προσ­δι­ο­ρί­ζουν κατὰ τὴν κρίση καὶ δυ­να­τό­τητά τους ἢ καὶ τὴν κα­ταρ­γοῦν, ἐνῷ ἄλ­λοι τὴν ὑ­περ­τι­μοῦν ἀ­δι­ά­κριτα καὶ τῆς ἀ­πο­δί­δουν τε­ρά­στια σω­τη­ρι­ο­λο­γικὴ ἀ­ξία κα­θι­στῶν­τας την αὐ­το­σκοπό.

Ἡ νη­στεία, ὅ­μως, δὲν εἶ­ναι αὐ­το­σκο­πός, εἶ­ναι μέσο τοῦ ἀ­σκη­τι­κοῦ ἀγώνα τοῦ πι­στοῦ, τὸ μυ­στικὸ ὅ­πλο τοῦ «πο­λέ­μου» κατὰ τῶν πα­θῶν, «ἡ μά­χαιρα ἥ­τις ἐκ­κό­πτει πολ­λὰς κα­κίας» κατὰ τοὺς Θε­ο­φό­ρους Πα­τέ­ρες.

Ἡ ἀ­λη­θινὴ νη­στεία ἔ­χει χα­ρα­κτῆρα παι­δα­γω­γικὸ καὶ ἀ­να­γω­γικό. Δι­δά­σκει τὸν ἄν­θρωπο νὰ μὴ βα­σί­ζε­ται στὰ ὑ­λικὰ πρά­γματα, ὑ­πεν­θυ­μί­ζον­τάς του τὴ σχε­τικὴ ἀ­ξία τῶν ὑ­λι­κῶν ἀ­γα­θῶν, ἐνῷ τὸν ὁ­δη­γεῖ νὰ ξε­πε­ρά­σει τὴν τυ­ραν­νία τῆς ὑ­λι­κῆς ἀ­ναγ­και­ό­τη­τας καὶ νὰ φθά­σει στὸ βα­σί­λειο τῆς ἐ­λευ­θε­ρίας τοῦ Πνεύ­μα­τος.

Ὁ μέ­γας ἐ­χθρὸς τῆς νη­στείας, ὅ­πως φαί­νε­ται στὴ ση­με­ρινὴ Εὐ­αγ­γε­λικὴ πε­ρι­κοπὴ εἶ­ναι ἡ τυ­πο­λα­τρεία καὶ ἡ ὑ­πο­κρι­σία, μὲ μιὰ λέξη ὁ φα­ρι­σα­ϊ­σμός, αὐτὴ ἡ φο­βερὴ πνευ­μα­τικὴ ἀ­σθέ­νεια ποὺ πλήτ­τει καὶ ἀ­κυ­ρώ­νει κάθε ἐ­σω­ρικὴ δι­ά­θεση καὶ ἐ­ξω­τε­ρικὴ ἐκ­δή­λωση.

Ἡ Ἐκ­κλη­σία μὲ τὸν θε­ό­πνευ­στο λόγο τῶν Πα­τέ­ρων, διὰ τῆς ὑ­μνο­γρα­φίας, μᾶς προ­ει­δο­ποιεῖ ὅτι ἀ­λη­θινὴ καὶ εὐ­ά­ρε­στη στὸν Θεὸ νη­στεία δὲν εἶ­ναι ἁ­πλᾶ ἡ τυ­πικὴ τή­ρηση κά­ποιων πε­ρι­ο­ρι­σμῶν στὴ δι­α­τροφή, ἀλλὰ γε­νικὰ ἡ κυ­ρι­αρ­χία τοῦ πνεύ­μα­τος ἔ­ναντι ὅ­λων τῶν πι­ε­στι­κῶν ἀ­ναγ­κῶν τοῦ σώ­μα­τος.

 «Ἀ­λη­θὴς νη­στεία ἡ τῶν κα­κῶν ἀλ­λο­τρί­ω­σις, ἐγ­κρά­τεια γλώσ­σης, θυ­μοῦ ἀ­ποχή, κα­τα­λα­λιᾶς, ψευ­δοῦς καὶ ἐ­πι­ορ­κίας. Ἡ τού­των ἔν­δεια, νη­στεία ἔ­στιν ἀ­λη­θὴς καὶ εὐ­πρόσ­δε­κτος» θὰ ἀ­κού­σουμε ἀ­πόψε στὸν ἑ­σπε­ρινὸ τῆς Κα­θα­ρᾶς Δευ­τέ­ρας..

Οἱ Πα­τέ­ρες συ­νι­στοῦν ἐ­πί­σης νὰ συ­νο­δεύ­ε­ται ἡ νη­στεία μὲ τὴν ἄ­σκηση καὶ ἄλ­λων ἀ­ρε­τῶν καὶ κυ­ρίως τῆς ἐ­λε­η­μο­σύ­νης. «Νη­στεύ­εις; Δεῖ­ξον μοι διὰ τῶν ἔρ­γων αὐ­τῶν. Ποίων ἔρ­γων, φη­σίν. Ἐὰν ἴ­δῃς πέ­νητα, ἐ­λέ­η­σον», ὅ­πως λέει ὁ ἱ­ε­ρὸς Χρυ­σό­στο­μος.

Ἡ νη­στεία συν­δέ­ε­ται μὲ τὴν κοι­νω­νι­κό­τητα τοῦ ἀν­θρώ­που. Δὲν ἀ­πο­σκο­πεῖ στὴν ἐ­γω­κεν­τρικὴ κα­τά­κτηση ἀ­το­μι­κοῦ ἀ­σκη­τι­κοῦ στό­χου. Παι­δα­γω­γεῖ τὸν ἄν­θρωπο νὰ ἀ­κο­λου­θεῖ τὸν κοινὸ κατ’ ἀ­λή­θειαν τρόπο ζωῆς «σὺν πᾶσι τοῖς ἁ­γί­οις». Ἀ­ναγ­καῖος ὅ­ρος, λοι­πόν, γιὰ νὰ ἀρ­χί­σουμε «τὸν κα­λὸν τῆς νη­στείας ἀ­γῶνα» εἶ­ναι ἡ ἀ­πο­κα­τά­σταση τῶν κοι­νω­νι­κῶν μας σχέ­σεων σὲ σω­στὴ βάση μὲ ἀ­μοι­βαία συγ­χώ­ρηση.

Γι’ αὐτὸ ὁ πρῶ­τος Κα­τα­νυ­κτι­κὸς ἑ­σπε­ρι­νὸς τῆς Με­γά­λης Τεσ­σα­ρα­κο­στῆς, στὸν ὁ­ποῖο πρέ­πει νὰ συμ­με­τά­σχουμε ὅ­λοι μας ἀ­πόψε, ὁ­λο­κλη­ρώ­νε­ται σύμ­φωνα μὲ πα­λαιὸ μο­να­στικὸ τυ­πικὸ στὴν καρ­δι­ακὴ ἀν­ταλ­λαγὴ τῆς συγ­χώ­ρη­σης, ὡς προ­ϋ­πό­θε­σης τῆς προ­σπά­θειάς μας καὶ ὀ­νο­μά­ζε­ται Ἑ­σπε­ρι­νὸς τῆς συγ­γνώ­μης. Μό­νον ἔτσι συμ­πε­ρι­φε­ρό­με­νοι καὶ προ­σευ­χό­με­νοι οἱ Χρι­στι­α­νοὶ θὰ κα­τα­λή­ξουμε στὴν ἑ­νό­τητα τῆς πί­στεως καὶ στὴν κοι­νω­νία τῆς ἀ­γά­πης, τὰ ὁ­ποῖα ἑ­ορ­τά­ζουμε στὸ τέ­λος αὐ­τῆς τῆς πο­ρείας καὶ λει­τουρ­γι­κῆς πε­ρι­ό­δου μὲ τὴν με­τοχή μας στὸν Ἀ­να­στά­σιμο ἑ­σπε­ρινὸ τῆς Ἀ­γά­πης.

Καλὴ Σα­ρα­κο­στὴ καὶ καλὴ δύ­ναμη στὸν προ­κεί­μενο ἀ­γῶνα.

 

 


ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ (Ἰ­ωαν. α΄ 44-52)
25 Φε­βρου­α­ρίου

Ἡ ση­με­ρινὴ Κυ­ρι­ακή, ἀ­γα­πη­τοὶ ἀ­δελ­φοί, εἶ­ναι ἡ πρώτη Κυ­ρι­ακὴ τῆς Με­γά­λης Τεσ­σα­ρα­κο­στῆς καὶ εἶ­ναι ἀ­φι­ε­ρω­μένη στὴν Ὀρ­θο­δο­ξία, στὴ νίκη δη­λαδὴ τῆς ὀρ­θό­δο­ξης πί­στης ἐ­ναν­τίον τῶν πο­κί­λων αἱ­ρέ­σεων. Ἡ αἵ­ρεση εἶ­ναι ὁ ἐ­σω­τε­ρι­κὸς ἐ­χθρός της Ἐκ­κλη­σίας, ἀ­φοῦ κά­νει ζη­μιὰ καὶ δι­α­σπᾶ τὴν ἑ­νό­τητα τῆς πί­στεώς της.

Μία αἵ­ρεση ἐδῶ καὶ χί­λια τρι­α­κό­σια πε­ρί­που χρό­νια, ἡ ὁ­ποία ταλαι­πώ­ρησε τὴν Ἐκ­κλη­σία πάνω ἀπὸ ἕ­ναν αἰ­ῶνα, ἀπὸ τὸ 727 μέ­χρι τὸ 843, ἦ­ταν ἡ Εἰ­κο­νο­μα­χία· ὁ πό­λε­μος δη­λαδὴ ἐ­ναν­τίον τῶν ἱ­ε­ρῶν εἰ­κό­νων. Οἱ ὑ­πο­στη­ρι­κτὲς αὐ­τῆς τῆς αἵ­ρε­σης ἔ­λε­γαν πὼς δὲν πρέ­πει νὰ ἔχουμε στὴν Ἐκ­κλη­σία εἰ­κό­νες καὶ νὰ τὶς προ­σκυ­νοῦμε, ἐ­πειδὴ αὐτὸ εἶ­ναι τάχα εἰ­δω­λο­λα­τρεία.

Αὐτὴ ἡ κα­κο­δι­δα­σκα­λία ἔ­φερε με­γάλη ἀ­να­τα­ραχὴ στὴν Ἐκ­κλη­σία κι ἔ­γινε αἰ­τία νὰ δι­ω­χθοῦν, νὰ βα­σα­νι­σθοῦν καὶ νὰ πε­θά­νουν πολ­λοὶ ἅ­γιοι, ὑ­πε­ρα­σπί­ζον­τας τὴν ὀρθὴ πί­στη. Αὐ­τοὺς ἡ Ἐκ­κλη­σία τοὺς ὀ­νο­μά­ζει Ὁ­μο­λο­γη­τές, καὶ κά­ποιοι ἐξ αὐ­τῶν εἶ­ναι ὁ ἅ­γιος Ἰ­ω­άν­νης ὁ Δα­μα­σκη­νός, ὁ ἅ­γιος Θε­ό­δω­ρος ὁ Στου­δί­της κι ἄλ­λοι πολ­λοί. Αὐ­τοὶ μὲ ἔν­θεο ζῆλο καὶ μὲ ἀ­τρό­μητη γνώμη ὑ­πε­ρα­σπί­σθη­καν τὴν ὀρθὴ πί­στη τῆς Ἐκ­κλη­σίας καὶ στὸ τέ­λος ἡ Ὀρ­θο­δο­ξία νί­κησε. Οἱ ἱ­ε­ρὲς εἰ­κό­νες ξα­να­πῆ­ραν τὴ θέση τους μέσα στὸν Ναὸ κι ὁ πι­στὸς λαός, ὅ­λοι ἐ­μεῖς, τὶς προ­σκυ­νοῦμε μέχρι σή­μερα. Τὶς προ­σκυ­νοῦμε τι­μη­τικά. Τὶς ἱ­ε­ρὲς εἰ­κό­νες δὲν τὶς λατρεύ­ουμε γι’ αὐτὸ ποὺ εἶ­ναι οἱ ἴ­διες, ἀλλὰ δι­ότι τὰ εἰ­κο­νι­ζό­μενα πρό­σωπα ἢ γε­γο­νότα μᾶς πα­ρα­πέμ­πουν στὴν προ­σκύ­νηση καὶ λα­τρεία τοῦ μό­νου ἀλη­θι­νοῦ Θεοῦ καὶ Δε­σπό­του τῆς ζωῆς.

Ἡ φράση τοῦ Με­γά­λου Βα­σι­λείου «ἡ τιμὴ τῆς εἰ­κό­νος ἐπὶ τὸ πρω­τό­τυ­πον δι­α­βαί­νει» εἶ­ναι ἡ ὀρ­θό­δοξη πί­στη καὶ ἡ ἀ­κρι­βὴς θέση ποὺ ἐ­πι­κρά­τησε πιὰ ὡς κα­νό­νας στὸ θέμα τῆς ἀ­πό­δο­σης τι­μῆς στὶς ἅ­γιες εἰ­κό­νες. Ἔ­κτοτε, οἱ εἰ­κό­νες εἶ­ναι ἱ­ε­ρὲς καὶ ἅ­γιες ὄχι γιὰ τὰ ὑ­λικὰ ἀπὸ τὰ ὁ­ποῖα κα­τα­σκευ­ά­ζον­ται, ἀλλὰ γιὰ τὰ ἱ­ερὰ καὶ ἅ­για πρό­σωπα ποὺ εἰ­κο­νί­ζουν. Οἱ εἰ­κό­νες δὲν εἶ­ναι στὴ συ­νεί­δησή μας ζω­γρα­φιὲς καὶ φω­το­γρα­φίες ἀλλὰ ὁ­ρατὰ πα­ρά­θυρα τοῦ ἀ­ό­ρα­του κό­σμου, κα­θι­ε­ρω­μένα πλέον ὡς ἀν­τι­κεί­μενα τῆς θείας λα­τρείας· αὐ­τὲς στο­λί­ζουν τὴν Ἐκ­κλη­σία καὶ τὴ δεί­χνουν ὡς ἐ­πί­γειο οὐ­ρανό, αὐ­τὲς ἀ­νι­στο­ροῦν τὸν βίο καὶ τὰ θαύ­ματα τοῦ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, αὐ­τὲς μᾶς ζων­τα­νεύ­ουν τὴν ἄ­θληση καὶ τὴν ἄ­σκηση τῶν ἁγίων, αὐ­τὲς εἶ­ναι τὸ ἀ­νοιχτὸ πάν­τοτε βι­βλίο τῆς πί­στης στὰ μά­τια τῶν ἀ­γραμ­μά­των ἀλλὰ καὶ στὴ λο­γικὴ τῶν γραμ­μα­τι­σμέ­νων.

Αὐτὴ εἶ­ναι μὲ λίγα λό­για, ἀ­γα­πη­τοὶ ἀ­δελ­φοί, ἡ πί­στη τῆς Ἐκ­κλη-σίας γιὰ τὶς ἱ­ε­ρὲς εἰ­κό­νες, κι αὐ­τῆς τῆς πί­στεως τὴ νίκη γι­ορ­τά­ζουμε σή­μερα, ὄχι μόνο ἐ­ναν­τίον τῆς Εἰ­κο­νο­μα­χίας ἀλλὰ καὶ ὅ­λων μαζὶ τῶν αἱ­ρέ­σεων, καὶ γι’ αὐ­τὴν τὴν αἰ­τία ἡ ση­με­ρινὴ Κυ­ρι­ακὴ εὔ­στοχα χα­ρα­κτη­ρί­στηκε ὡς Ἡ­μέρα τῆς Ὀρ­θο­δο­ξίας, ἐ­πειδὴ εἶ­ναι ἑ­ορτὴ τῆς Ἐκ­κλη­σίας ἐναν­τίον κάθε πλά­νης, κάθε κα­κο­δι­δα­σκα­λίας, ποὺ στο­χεύει τὴ σύγ­χυση τῆς ὀρ­θῆς πί­στεως καὶ τὴν ἀ­ναί­ρεση τῆς σω­τη­ρίας τῶν ἀν­θρώ­πων.

Τέ­τοιες πλά­νες καὶ τέ­τοια ψεύδη εἶ­ναι καὶ στὶς μέ­ρες μας πολλά. Ἡ Ἐκ­κλη­σία καὶ σή­μερα ἀ­να­στα­τώ­νε­ται, τα­λαι­πω­ρεῖ­ται καὶ δο­κι­μά­ζε­ται μὲ σύγ­χρο­νες αἱ­ρέ­σεις, σχί­σματα καὶ ὁ­μο­λο­γίες. Ἀλλὰ δὲν χά­νε­ται κι οὔτε θὰ χα­θεῖ, δι­ότι δὲν εἶ­ναι ἀν­θρώ­πινο κα­τα­σκεύ­α­σμα ἢ ὀρ­γα­νι­σμὸς ἀλλὰ εἶ­ναι τὸ ζων­τανό, πα­ρα­τει­νό­μενο καὶ ἀ­να­στη­μένο Σῶμα τοῦ Χρι­στοῦ στὴν ἱ­στο­ρία.

 Ὅ­λοι ἐ­μεῖς, ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ δη­λαδή, ποὺ εἴ­μα­στε ἡ Ἐκ­κλη­σία, μέσα σ’ αὐ­τὴν βρί­σκουμε τὴν πί­στη μας, ποὺ εἶ­ναι ἡ ἀ­λή­θεια, τὸ φῶς καὶ ἡ ζωὴ ποὺ χρει­α­ζό­μα­στε, γι’ αὐτὸ καὶ «ἑ­πό­με­νοι τοῖς ἁ­γί­οις πα­τρά­σιν», «...οὕτω φρο­νοῦ­μεν, οὕτω λα­λοῦ­μεν, οὕτω κη­ρύσ­σο­μεν Χρι­στὸν τὸν ἀ­λη­θι­νὸν Θεὸν ἡ­μῶν….».

«...Αὕτη ἡ πί­στις τῶν Ἀ­πο­στό­λων, αὕτη ἡ πί­στις τῶν Πα­τέ­ρων, αὕτη ἡ πί­στις τῶν ὀρ­θο­δό­ξων, αὕτη ἡ πί­στις τὴν οἰ­κου­μέ­νην ἐ­στή­ρι­ξεν...».

 

 


 

Κηρύγματα Φεβρουαρίου 2018 pdf 


ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ
ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2018

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ (Ἰ­ωάν. α΄ 29 ‐ 34)
7 Ἰ­α­νου­α­ρίου 2018

Ἡ ση­με­ρινὴ ἑ­ορτὴ τοῦ ἁ­γίου Ἰ­ω­άν­νου τοῦ Προ­δρό­μου ἀ­πο­τε­λεῖ τὴ συ­νέ­χεια τῆς χθε­σι­νῆς με­γά­λης ἑ­ορ­τῆς τῆς Βα­πτί­σεως τοῦ Χρι­στοῦ. Γι­ατὶ στὴν εἰ­κόνα αὐ­τοῦ τοῦ γε­γο­νό­τος κεν­τρικὸ πρό­σωπο καὶ κεν­τρικὸ ρόλο ἔ­χει καὶ τὸ πρό­σωπο τοῦ Ἰ­ω­άν­νου τοῦ Προ­δρό­μου.

Ἐ­κεῖ, στὴ Βά­πτιση, ἑ­τοι­μά­ζε­ται νὰ βα­πτί­σει τὸν Χρι­στό,·ἐδῶ κη­ρύτ­τει γι’ Αὐ­τὸν· «Με­τα­νο­εῖτε... γι­ατὶ πλη­σί­ασε ἡ Βα­σι­λεία τῶν οὐ­ρα­νῶν».

Χθὲς ὁ προ­φή­της Ἰ­ω­άν­νης βα­πτί­ζει τόν Μεσ­σία,·ἐδῶ ἑ­τοι­μά­ζει τὴν ὁδὸ γι’ Αὐ­τόν. « Ἔρ­χε­ται μετὰ ἀπὸ ἐ­μένα Ἐ­κεῖ­νος, ποὺ εἶ­ναι ἰ­σχυ­ρό­τε­ρός μου». Στὴ χθε­σινὴ ἑ­ορτὴ ὁ ἅ­γιος Ἰ­ω­άν­νης ἐγ­γί­ζει μὲ δέος τὴν κε­φαλὴ τοῦ Χρι­στοῦ,· στὴ ση­με­ρινὴ ἑ­ορτὴ ἀ­δυ­να­τεῖ νὰ λύ­σει τὸν ἱ­μάντα τῶν ὑ­πο­δη­μά­των Του. Ἐ­κεῖ τέ­λος, θαυ­μά­ζει τὰ ἀ­νε­ξή­γητα ποὺ λαμ­βά­νουν χώρα μπρο­στά του, ἐδῶ προ­σπα­θεῖ νὰ ἑρ­μη­νεύ­σει τὰ ὁ­ρώ­μενα, κα­θὼς ἀρ­χί­ζουν νὰ ἀ­πο­κα­λύ­πτον­ται μέσα στὴν ἀν­θρώ­πινη ἱ­στο­ρία.

«Καὶ ἐ­λά­βαμε χάρη ἐ­πάνω στὴν ἄλλη χάρη καί μετὰ τὴ χάρη τῆς ἀ­φέ­σεως τῶν ἁ­μαρ­τιῶν μας, ἐ­λά­βαμε καὶ τὴν χάρη τῆς υἱ­ο­θε­σίας καὶ τῆς μα­κα­ρίας ζωῆς καὶ ὁ­λο­νὲν προ­στί­θε­ται νέα ὑ­πε­ρά­φθο­νος χάρη σ’ ἐ­κείνη ποὺ προ­η­γου­μέ­νως ἐ­λά­βαμε...», λέ­γει μὲ ἔμ­φαση ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος. Ἔτσι, ὁ Ἰ­ω­άν­νης ὁ Πρό­δρο­μος ἀ­πο­τε­λεῖ κο­ρυ­φαῖο βι­βλικὸ πρό­σωπο, τὸ ὁ­ποῖο ἐγ­κω­μι­ά­στηκε ἀπὸ τὸ Θεὸ δύο φο­ρές. Πρῶτα, στὴν ἐμ­φά­νιση τοῦ Ἀγ­γέ­λου στὸν πα­τέρα του Ζα­χα­ρία, ποὺ τοῦ ἀ­ναγ­γέλ­λει τὴ γέν­νησή του καὶ τοῦ ἀ­πο­κα­λύ­πτει τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ ὅτι «θὰ εἶ­ναι με­γά­λος ἐ­νώ­πιον τοῦ Κυ­ρίου». Καὶ ἡ δεύ­τερη φορὰ στὸν λόγο τοῦ Χρι­στοῦ γι᾿ αὐ­τόν, ὅ­ταν ἦ­ταν στὴ φυ­λακή·«Με­ταξὺ τῶν ἀν­θρώ­πων ποὺ γεννήθηκαν μέ­χρι τώρα, με­γα­λύ­τε­ρος κατὰ τὴν ἀ­ξία προ­φή­της ἀπὸ τὸν Ἰ­ω­άννη τὸν βα­πτι­στὴ δὲν εἶ­ναι κα­νείς...».

Οἱ δύο αὐ­τὲς ἐγ­κω­μι­α­στι­κὲς ἀ­να­φο­ρές, ἡ μία στὴν ἀρχὴ καὶ ἡ ἄλλη στὸ τέ­λος τοῦ βίου του, κα­λύ­πτουν ὁ­λό­κληρη τῆν ἁ­γία καὶ ἀ­σκη­τικὴ ζωή του. Σ’ αὐτὴ δὲ τὴ ζωὴ ὁ Προ­φή­της μας ἔρ­χε­ται «μὲ τὸ πνεῦμα καὶ τὴ δύ­ναμη τοῦ προ­φή­του Ἠ­λία», κατὰ τὸν λόγο τοῦ Ἀγ­γέ­λου, γιὰ νὰ κα­τα­καύ­σει ὅ,τι αἰ­σχρὸ καὶ ἄ­δικο καὶ νὰ ἑ­τοι­μά­σει «εὐ­θείας τὰς τρί­βους...» τῶν ἀν­θρώ­πων.

Ὁ προ­φή­της Ἰ­ω­άν­νης εἶ­ναι ὁ με­γά­λος καὶ τε­λευ­ταῖος τῆς σει­ρᾶς τῶν Προ­φη­τῶν, μὲ τὸν ὁ­ποῖο κλεί­νει ἡ πε­ρί­ο­δος τῆς Πα­λαιᾶς Δι­α­θή­κης. Αὐ­τὸς δὲ ὁ ἴ­διος εἶ­ναι ἡ ἀρχὴ τοῦ Εὐ­αγ­γε­λίου τοῦ Χρι­στοῦ, ὡς ἀγ­γε­λία οὐ­ρά­νια, πι­στο­ποι­ῶν­τας τὴν παγ­κό­σμια ἔ­λευση τοῦ Χρι­στοῦ. Ἔτσι, μ’ αὐ­τὸν ξε­κι­νάει ἡ πε­ρί­ο­δος τῆς Και­νῆς Δι­α­θή­κης. «Ἀρχὴ τοῦ χα­ρο­ποιοῦ μη­νύ­μα­τος περὶ τῆς ἐ­λεύ­σεως εἰς τὸν κό­σμο τοῦ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ... καὶ ἔ­γινε ὁ Ἰ­ω­άν­νης ἀρχὴ τοῦ Εὐ­αγ­γε­λίου μὲ τὸ νὰ βα­πτί­ζει στὴν ἔ­ρημο καὶ μὲ τὸ νὰ κη­ρύτ­τει βά­πτι­σμα με­τα­νοίας...».

Λι­πό­σαρ­κος, ἐ­ρα­στὴς τῆς ἀ­σκή­σεως καὶ αὐ­τάρ­κης στὴν λι­τό­τητά του, μέσα στὴν ἀ­πό­λυτη ἔν­δεια. Βη­μα­τί­ζει συμ­βο­λι­κῶς, ὡς ἄν­θρω­πος ἄλ­λου κό­σμου, δει­κνύει ἔν­τονα καὶ πα­ρα­στα­τικὰ τὸν Χρι­στό, ὁ ὁ­ποῖος «θὰ βα­πτί­ζει ὅ­λους μας εἰς τὸ δι­η­νε­κὲς μὲ τὸ Ἅ­γιο Πνεῦμα».

Προ­φή­της τῆς πρα­γμα­τι­κῆς με­τα­νοίας τῆς καρ­διᾶς, ζῶν­τας κα­θη­με­ρι­νῶς στὸ χῶρο τῆς ἐ­ρή­μου καὶ βι­ώ­νον­τας καθ’ ὁ­λο­κλη­ρία τὴν ἀ­γάπη τοῦ Θεοῦ, ἔ­χει τὸ δι­καί­ωμα τοῦ ἐ­λέγ­χου τῶν ἀν­θρω­πί­νων ἁ­μαρ­τω­λῶν πρά­ξεων. «Με­τα­νο­εῖτε, γι­ατὶ πλη­σί­ασε ἡ Βα­σι­λεία τῶν οὐ­ρα­νῶν...».

Ἀ­γα­πη­τοὶ ἀ­δελ­φοί, ὁ Πρό­δρο­μος Ἰ­ω­άν­νης ἑ­τοι­μά­ζει τὴν ὁδὸ Κυ­ρίου καὶ ἀ­πο­κα­λύ­πτει πὼς ἔρ­χε­ται ἀ­να­ζη­τῶν­τας τὸν πλα­νώ­μενο, αὐ­τὸν ποὺ ἐγ­κα­τέ­λειψε τὴν πα­τρικὴ ἑ­στία καὶ ἀ­νέ­στιος καὶ ξέ­νος πε­ρι­φέ­ρε­ται σὲ χώ­ρους ξέ­νους καὶ ἔ­ρη­μους.

Ὁ ἅ­γιος Ἰ­ω­άν­νης ὁ βα­πτι­στὴς ἦλθε στὸν κό­σμο καὶ ἔ­φυγε ἀπ’ αὐ­τὸν ὡς δῶρο τοῦ Θεοῦ. Ἄν­θρω­πος τῆς ἐ­ρή­μου καὶ τῆς ἀ­σκή­σεως, ζῶν­τας τὴ σι­ωπὴ καὶ βι­ώ­νον­τας τὴν ἐ­σω­τε­ρικὴ προ­σευχὴ τῆς καρ­διᾶς, δώ­ρησε τὸν ἑαυ­τόν του σ’ ὅ­λους μας καὶ δί­δαξε πὼς μέσα στὴ σι­ωπὴ καὶ στὴν προ­σευχὴ ἀ­πο­κα­λύ­πτε­ται ὁ Θεός. Μέσα στήν με­τά­νοια καὶ τὸν αὐ­το­έ­λεγχο βρί­σκουμε τὸ ἄ­νοι­γμα τῶν οὐ­ρα­νῶν. Καὶ μέσα ἀπὸ τὴν καρ­τε­ρία καὶ τὴν ὑ­πο­μονή μας με­γα­λύ­νε­ται τὸ ὄ­νομα τοῦ Θεοῦ.

Μὲ τὰ χα­ρα­κτη­ρι­στικὰ μιᾶς τέ­τοιας προ­σπά­θειας μπο­ροῦμε νὰ αἰ­σι­ο­δο­ξοῦμε γιὰ καλὴ καὶ εὐ­λο­γη­μένη χρο­νιά. Ἀ­μήν.


 




ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΑ ΦΩΤΑ (Μτθ. δ΄12-17)
14 Ἰ­α­νου­α­ρίου 2018

«... Ἀπὸ τότε ἤρ­ξατο ὁ Ἰ­η­σοῦς κη­ρύσ­σειν καὶ λέ­γειν· Με­τα­νο­εῖτε ἤγ­γικε γάρ ἡ Βα­σι­λεία τῶν Οὐ­ρα­νῶν...».

Mὲ αὐτὴ τὴ φράση ἀπὸ τὸ σύν­τομο ση­με­ρινὸ Εὐ­αγ­γε­λικὸ κεί­μενο τῆς πρώ­της Κυ­ρι­α­κῆς μετὰ τὰ ἅ­για Θε­ο­φά­νεια τοῦ Κυ­ρίου, ἡ Ἐκ­κλη­σία μᾶς εἰ­σά­γει στὴ πρα­γμα­τι­κό­τητα τῆς Βα­σι­λείας τοῦ Θεοῦ.

Ἡ Βα­σι­λεία τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁ­ποία δὲν ἔ­χει τέ­λος, δὲν εἶ­ναι ξένη καὶ μα­κρυνὴ πρα­γμα­τι­κό­τητα γιὰ τοὺς πι­στούς, ἀλλὰ ἐ­σω­τε­ρικὴ κα­τά­σταση ποὺ ἐκ­φρά­ζε­ται μὲ τὸν ἱ­ερὸ πόθο καὶ τὴν ἀ­νάγκη τῆς πα­ρου­σίας Του στὴ ζωή τους, καλ­λι­ερ­γεῖ­ται στὰ βάθη τῆς καρ­διᾶς τους καὶ δι­α­πο­τί­ζει τὸν πυ­ρήνα τοῦ εἶ­ναι τους.     

Τὶ εἶ­ναι ἆ­ραγε ἡ Βα­σι­λεία τοῦ Θεοῦ; Εἶ­ναι φαι­νο­με­νι­κό­τητα ἢ πρα­γμα­τι­κό­τητα; Εἶ­ναι ἰ­δε­ο­λο­γικὴ στάση τοῦ ἀν­θρώ­που ἢ οὐ­σι­α­στικὴ κα­τά­σταση τῆς ψυ­χῆς του; Εἶ­ναι τό­πος ἢ τρό­πος γιὰ ὅ­σους τὴν ἀ­να­ζη­τοῦν;

Σί­γουρα ὅ­σοι ἐ­πι­φα­νει­ακὰ ψά­χνουν μέσα ἀπὸ τὸν πε­ρι­ο­ρι­σμὸ τῆς λο­γι­κῆς, ἀν­τι­με­τω­πί­ζουν τὴν Βα­σι­λεία τοῦ Θεοῦ ὡς ἀ­φη­ρη­μένη καὶ εὐ­ρύ­τερη χρι­στι­α­νικὴ ἔν­νοια. Ὅ­σοι ὅ­μως τὴν ἀν­τι­κρύ­ζουν μὲ τὰ μά­τια τῆς πί­στεως, δι­α­πι­στώ­νουν πὼς αὐτὴ ἀ­πει­κο­νί­ζε­ται στὸν τρόπο τῆς δι­κῆς τους ζωῆς. Στὸ ὕ­φος καὶ στὸ ἦ­θος τους, στὴ ποι­ό­τητα δη­λαδὴ τῆς ζωῆς τους. Ἡ Βα­σι­λεία τοῦ Θεοῦ δι­α­φαί­νε­ται τότε ὡς ἐ­ξω­τε­ρικὴ ἔκ­φραση τῆς ἐ­σω­τε­ρι­κό­τη­τας τῆς ψυ­χῆς τους. Γι­’αυτὸ οἱ συ­νει­δη­τοὶ πι­στοὶ εἶ­ναι ἐ­πί­γειοι ἄν­θρω­ποι ἀλλὰ οὐ­ρά­νιοι πο­λῖ­τες. Ζοῦν καὶ κι­νοῦν­ται στὴ γῆ, ἀλλὰ φρο­νοῦν καὶ συμ­μορ­φώ­νουν τὴν βι­οτή τους μὲ τὸ πο­λί­τευμα τοῦ οὐ­ρα­νοῦ. Ἔ­χουν τὰ μά­τια τους στὴ γῆ, μὰ κρα­τοῦν πάνω ἀπὸ αὐ­τὴν τὸ νοῦ καὶ τὴν καρ­διά. Ζοῦν τὰ πρό­σκαιρα καὶ τὰ πα­ρο­δικά, ἀλλὰ μα­γνη­τί­ζον­ται καὶ κι­νοῦν­ται πρὸς τὰ αἰ­ώ­νια καὶ ἀ­λη­θινά. Μοι­ρά­ζον­ται τὴν κοι­νω­νία τῶν ἀν­θρώ­πων, ἀλλά με­τέ­χουν στὴ ζωὴ τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι βι­ώ­νουν τὴ Βα­σι­λεία Του «ἐ­ξα­γο­ρα­ζό­με­νοι τὸν και­ρόν» τοῦ με­τρη­τοῦ τους χρό­νου μὲ τὴν προσ­δο­κία τῆς α­ἰω­νι­ο­ποί­η­σής τους.

Πι­στοί, ἔτσι, γί­νον­ται «οἱ ἀ­τε­νί­ζον­τες δι­α­παν­τὸς ἐν τῷ οὐ­ρανῷ».

Κάθε ἄν­θρω­πος μέσα ἀπὸ τὴν ἀ­δυ­να­μία τῆς φθαρ­τῆς φύ­σης του καὶ τῆς κα­θη­με­ρι­νῆς πτώ­σης του ἔ­χει μό­νον ἕ­ναν τρόπο νὰ ἀ­τε­νί­ζει τὸν οὐ­ρανό. Τὸν ὑ­πέ­δειξε μὲ σα­φή­νεια στὴν ση­με­ρινὴ Εὐ­αγ­γε­λικὴ πε­ρι­κοπὴ ὁ ἴ­διος ὁ Κύ­ριος μὲ τὴν προ­τροπὴ «Με­τα­νο­εῖτε».

Προ­τροπὴ γιὰ ἐ­πι­στρά­τευση τῶν ψυ­χι­κῶν δυ­νά­μεων μὲ προ­θυ­μία γιὰ συμ­μόρ­φωση στὸ θέ­λημα τοῦ Θεοῦ ἔ­ναντι τῆς ἐ­λεύ­θε­ρης ἐ­πι­λο­γῆς τῶν πι­ε­στι­κῶν ἀ­ναγ­κῶν τῆς φθαρ­τῆς φύ­σεως. Προ­τροπὴ γιὰ ἀ­δι­ά­κοπη ἀ­να­γνώ­ριση τῶν σφαλ­μά­των μας καὶ ἀλ­λαγὴ τῆς νο­ο­τρο­πίας μας. Προ­τροπὴ γιὰ ἀν­τί­σταση στὴν πτω­τικὴ πο­ρεία καὶ καλ­λι­έρ­γεια τῆς δι­α­θέ­σεως με­τα­νοίας.

 «Τὸ πί­πτειν ἀν­θρώ­πι­νον, τὸ ἐμ­μέ­νειν σα­τα­νι­κὸν» μᾶς δι­ευ­κρι­νί­ζουν οἱ Πα­τέ­ρες τῆς Ἐκ­κλη­σίας μας. Δη­λαδή, τὸ νὰ πέ­φτει κα­νεὶς στὴν ἁ­μαρ­τία εἶ­ναι γνώ­ρι­σμα τῆς κοι­νῆς μας φύ­σεως, τὸ νὰ στέ­κε­ται ὅ­μως ἀ­με­τα­νό­ητα ἀπὸ προ­τί­μηση στὴν ἁ­μαρ­τία, εἶ­ναι πιὰ γνώ­ρι­σμα τῆς προ­σω­πι­κῆς δι­α­θέ­σεως.

Ἔρ­χε­ται σή­μερα ὁ Χρι­στὸς καὶ μᾶς ὑ­πο­δει­κνύει «ξέ­νης βι­ο­τῆς τὴν ἀ­παρ­χὴν» πρὸς τὶς συ­νή­θειές μας. Μᾶς ὑ­πο­δει­κνύει τὴν ὁδὸ τῆς με­τα­νοίας, δη­λαδὴ τῆς με­τα­στρο­φῆς τοῦ δι­κοῦ μας τρό­που.

Μα­κάρι μέσα στὸ νέο χρόνο ποὺ ἡ πρό­νοια τοῦ Θεοῦ ἐ­πέ­τρεψε νὰ προ­στε­θεῖ στὴ ζωή μας, νὰ ζή­σουμε, νὰ βα­δί­σουμε ὅ­λοι μας τὴν ὁδὸ τῆς με­τα­νοίας. Δη­λαδὴ νὰ ἔ­χουμε τὴν ἑ­τοι­μό­τητα νὰ δε­χθοῦμε αὐτὸ τό με­γάλο δῶρο τοῦ Θεοῦ, τήν με­τά­νοια, πού με­τα­μορ­φώ­νει καὶ ἱ­ε­ρο­ποιεῖ τὴ ζωή μας, σὲ ἕ­ναν κό­σμο ποὺ κα­θη­με­ρινά με­τέρ­χε­ται ὅλα τὰ δυ­νατὰ μέσα νὰ ἀ­πο­ϊ­ε­ρο­ποι­ή­σει τὰ πάντα, καλ­λι­ερ­γῶν­τας τὴν ἐ­γω­πά­θειά μας, μὲ σκο­πό τὴν ἀ­πο­μό­νωσή μας ἀπὸ τὴν κοι­νω­νία τῶν ἀν­θρώ­πων τοῦ Θεοῦ.

Ἡ με­τά­νοια θά με­τα­μορ­φώ­σει τὴ ζωή μας, θὰ ἰ­σορ­ρο­πή­σει τὴν ὕ­παρξή μας, θὰ ἐ­ξα­σφα­λί­σει τὴν σω­τη­ρία μας καὶ θὰ σώ­σει τὸν κό­σμο ὅλο. Ἀ­μήν.

 




ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΖΑΚΧΑΙΟΥ (Λουκ. ιθʹ 1-10)
21 Ἰανουαρίου 2018

Ὁ πλού­σιος ἀρ­χι­τε­λώ­νης Ζακ­χαῖος, τῆς ση­με­ρι­νῆς Εὐ­αγ­γε­λι­κῆς πε­ρι­κο­πῆς δὲν ἦ­ταν εὐ­τυ­χι­σμέ­νος. Τὰ πλούτη καὶ τὰ ἀ­ξι­ώ­ματα, ποὺ δι­έ­θετε, ναὶ μὲν τοῦ ἔ­δι­δαν κοι­νω­νικὴ ἐ­πι­φά­νεια, ὅ­μως τὸν ἄ­φη­ναν ἐ­σω­τε­ρικὰ ἄ­δειο, δὲν τὸν γέ­μι­ζαν καὶ δὲν τοῦ ἔ­δι­ναν τὴν πρα­γμα­τικὴ χαρά. Κάτι βα­θύ­τερο τοῦ ἔ­λειπε, κάτι ποὺ θὰ τοῦ ἐ­πέ­τρεπε νὰ ἀ­πο­δι­ώ­ξει τὸ βά­ρος ἀπὸ τὴ συ­νεί­δησή του. Βά­ρος, τὸ ὁ­ποῖο προ­ερ­χό­ταν ἀπὸ τὶς ἀ­δι­κίες ποὺ ἐκ τῶν πρα­γμά­των δι­έ­πραττε ἀπὸ τὴ θέση τοῦ ἀρ­χι­τε­λώνη.

Αὐτὸ δὲ ποὺ ἔ­λειπε ἀπὸ τὸν ἀρ­χι­τε­λώνη Ζακ­χαῖο ἦ­ταν ὁ Θεός, γι᾽ αὐτὸ καὶ ἡ ζωή του, ἡ ἐ­πι­φα­νει­ακὰ πλή­ρης καὶ εὐ­τυ­χι­σμένη, ἦ­ταν ἄ­νευ νο­ή­μα­τος. Ἡ δι­έ­λευση ὅ­μως τοῦ Κυ­ρίου ἀπὸ τὴν Ἱ­ε­ριχὼ θὰ ἀ­πο­τε­λέ­σει εὐ­και­ρία ἐ­πα­νόρ­θω­σης τῶν ἀ­δι­κιῶν του καὶ ἄρα προ­ο­πτικὴ λύ­τρω­σης καὶ δυ­να­τό­τητα σω­τη­ρίας. Τοῦτο τὸ γνω­ρί­ζει ὁ Ζακ­χαῖος, ὁ ὁ­ποῖος ἂν καὶ ἀ­δι­κῶν καὶ ἁ­μαρ­τά­νων, εἶχε κατὰ βά­θος ἀ­γαθὴ δι­ά­θεση ἀλλὰ καὶ πόθο ἐ­ξό­δου ἀπὸ τὴν κα­τά­σταση στὴν ὁ­ποία βρι­σκό­ταν. Διὰ τοῦτο σπεύ­δει μπρο­στὰ καὶ σκαρ­φα­λώ­νει σὲ μία συ­κο­μο­ρέα, ὥ­στε νὰ πε­τύ­χει τὸ πο­θού­μενο.

Ἡ αὐ­θόρ­μητη πράξη τοῦ ἀρ­χι­τε­λώνη Ζακ­χαίου, πράξη, ἡ ὁ­ποία οὐ­σι­α­στικὰ κα­τα­δει­κνύει τὴν ἀ­γαθή του δι­ά­θεση, δὲν δι­α­φεύ­γει τῆς προ­σο­χῆς τοῦ Κυ­ρίου. Τὸν εἶδε ὁ Κύ­ριος καὶ τοῦ ζή­τησε νά μεί­νει καὶ νὰ φι­λο­ξε­νη­θεῖ στὴν οἰ­κία του. Ἡ τιμὴ ποὺ τοῦ κά­νει ὁ Κύ­ριος πυ­ρο­δο­τεῖ τὸ φι­λό­τιμό του Ζακ­χαίου. Ὄχι μόνο τὸν ὑ­πο­δέ­χθηκε «χαί­ρων», ἀλλὰ καὶ τὸ ση­μαν­τι­κό­τερο˙ ἔμ­προ­σθεν πάν­των καὶ παρὰ τὴν κοι­νω­νική του θέση, μὲ συν­τριβὴ καρ­δίας ἐ­ξο­μο­λο­γεῖ­ται καὶ ἐ­πι­ζη­τεῖ τὴν ἐ­πα­νόρ­θωση τῶν ἀ­δι­κιῶν ποὺ δι­έ­πραξε: «ἰ­δοὺ τὰ ἡ­μίση τῶν ὑ­παρ­χόν­των μου, Κύ­ριε, δί­δωμι τοῖς πτω­χοῖς, καὶ εἰ τι­νός τι ἐ­συ­κο­φάν­τησα, ἀ­πο­δί­δωμι τε­τρα­πλοῦν». Ἔτσι, τα­πει­νού­με­νος ὁ Ζακ­χαῖος καὶ ἐ­πα­νορ­θώ­νον­τας τὶς ἀ­δι­κίες ποὺ ἐ­πε­τέ­λεσε, λαμ­βά­νει τὴ λύ­τρωση τῆς ψυ­χῆς του.

Ἡ πε­ρί­πτωση τοῦ ἀρ­χι­τε­λώνη Ζακ­χαίου συ­νι­στᾶ ἕνα ἰ­δι­αί­τερα δι­δα­κτικὸ πα­ρά­δει­γμα καὶ προ­σφέ­ρε­ται ὡς ἠ­χηρὴ ὑ­πεν­θύ­μιση στὸν κάθε ἕνα ἀπὸ ἐ­μᾶς. Τάχα ἐ­μεῖς δὲν ἀ­δι­κοῦμε τοὺς ἄλ­λους; Δὲν σφάλ­λουμε λίγο ἢ πολύ; Εἴ­μα­στε μή­πως ἄ­μεμ­πτοι στὶς δι­ά­φο­ρες συ­να­να­στρο­φές μας; Ἂς θε­λή­σουμε νὰ ψά­ξουμε βα­θειὰ μέσα μας καὶ θὰ ἀ­να­κα­λύ­ψουμε ὅτι καὶ ἐ­μεῖς ἀ­δι­κοῦμε, τόσο τοὺς ἀν­θρώ­πους τῆς οἰ­κο­γέ­νειάς μας ὅσο καὶ τοῦ ἐ­παγ­γελ­μα­τι­κοῦ καὶ τοῦ κοι­νω­νι­κοῦ μας χώ­ρου. Ἡ δὲ ἀ­δι­κία ποὺ κά­νουμε στοὺς ἄλ­λους εἶ­ναι ποι­κίλη. Πι­κραί­νουμε, κα­τα­κρί­νουμε, συ­κο­φαν­τοῦμε μὲ τὴν ἄ­κριτη καὶ ἀ­πρό­σε­κτη συμ­πε­ρι­φορά μας. Κυ­ρι­αρ­χού­με­νοι ἀπὸ τὸν φθόνο προ­σβά­λουμε καὶ κα­τη­γο­ροῦμε τοὺς ἄλ­λους. Ἡ ἀ­πλη­στία μᾶς κα­τα­κυ­ρι­εύει καὶ κλέ­βουμε εἴτε νο­μί­μως εἴτε ἀ­νό­μως. Πάν­τως κλέ­βουμε, τὴ στι­γμὴ μά­λι­στα ποὺ μέ­νουμε ἀ­συγ­κί­νη­τοι ἀπὸ τὶς πολ­λὲς ἀ­νάγ­κες τῶν φτω­χῶν. Ἀ­δι­κοῦμε βέ­βαια καὶ ὅ­ταν δὲν κα­τα­δε­χό­μα­στε νὰ συ­να­να­στρα­φοῦμε μὲ ὅ­σους εἶ­ναι κοι­νω­νικὰ κα­τώ­τε­ροί μας.

Ἄρα, ἀ­φοῦ λίγο ἢ πολύ, κατὰ τὸν ἕνα ἢ τὸν ἄλλο τρόπο ἀ­δι­κοῦμε, πρέ­πει νὰ ἐ­νερ­γή­σουμε κατὰ τὸν τρόπο τοῦ Ζακ­χαίου. Νά με­τα­νο­ή­σουμε δη­λαδὴ εἰ­λι­κρινὰ καὶ νὰ δι­ορ­θώ­σουμε θαρ­ρα­λέα τὶς ὅ­ποιες ἀ­δι­κίες κά­ναμε, ὥ­στε νὰ ἀ­κού­σουμε καὶ ἐ­μεῖς τὸ «σή­με­ρον σω­τη­ρία τῷ οἴκῳ τούτῳ ἐ­γέ­νετο». Καμμία ἁ­μαρ­τία καὶ κα­νέ­νας ἁ­μαρ­τω­λὸς ἄν­θρω­πος δὲν εἶ­ναι δυ­να­τὸν νὰ ἐμ­πο­δί­σει τὴ φι­λαν­θρω­πία τοῦ Χρι­στοῦ, ὁ ὁ­ποῖος «ἦλθε ζη­τῆ­σαι καὶ σῶ­σαι τὸ ἀ­πο­λω­λός». Ὁ Χρι­στὸς δὲν θὰ μᾶς ἀ­πο­δι­ώ­ξει οὔτε θὰ μᾶς ἀ­πο­στρα­φεῖ. Ἡ ἀ­γάπη του ἀ­να­μέ­νει τὴ με­τά­νοια τοῦ ἀ­πω­λο­λό­τος. Πρῶ­τος αὐ­τὸς μᾶς προ­σκα­λεῖ νὰ τὸν προ­σεγ­γί­σουμε, ὥ­στε νὰ μᾶς ἀ­παλ­λά­ξει ἀπὸ τὸ φορ­τίο τῶν ἁ­μαρ­τιῶν μας·˙«Δεῦτε πρός με πάν­τες οἱ κο­πι­ῶν­τες καὶ πε­φορ­τι­σμέ­νοι καγὼ ἀ­να­παύσω ὑ­μᾶς», μᾶς λέει. Μᾶς πε­ρι­μέ­νει νὰ μᾶς ἀ­να­κου­φί­σει ἀπὸ τὸν καύ­σωνα τῆς ἀ­δι­κίας καὶ ἐν τέ­λει νὰ θε­ρα­πεύ­σει τὸ κενὸ τῆς ψυ­χῆς μας.

Ἀπὸ ἐ­μᾶς ἀ­παι­τεῖ­ται μόνο ἡ φι­λό­τιμη καὶ ἔμ­πρα­κτη ἐ­πί­δειξη τῆς με­τά­νοιάς μας, ὥ­στε νὰ ἀ­να­κου­φί­σουμε τὸ βά­ρος τῆς ψυ­χῆς μας καὶ ἡ ζωή μας νὰ χρι­στο­ποι­η­θεῖ.

Ἀ­μήν.

 

 


ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΕΛΩΝΟΥ ΚΑΙ ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ (Λουκ. ιηʹ 10 ‐ 14)
28 Ἰ­α­νου­α­ρίου 2018

Ἡ πα­ρα­βολὴ τοῦ Τε­λώ­νου καὶ τοῦ Φα­ρι­σαίου, μὲ τὴν ὁ­ποία ἀρ­χί­ζει ἡ πε­ρί­ο­δος τοῦ Τρι­ω­δίου, εἶ­ναι ἕνα μά­θημα περὶ προ­σευ­χῆς. Δὲν εἶ­ναι τυ­χαῖο ἄλ­λω­στε ὅτι ἡ πα­ρα­βολὴ αὐτὴ το­πο­θε­τεῖ­ται στὴν ἀρχὴ αὐ­τῆς τῆς πε­ρι­ό­δου. Ἀ­κρι­βῶς ἐ­πειδὴ αὐτὸ τὸ δι­ά­στημα ἡ Ἐκ­κλη­σία μας μᾶς κα­λεῖ σὲ πε­ρισ­σό­τερη καὶ ἐν­τα­τι­κό­τερη προ­σευχή, μᾶς δι­δά­σκει ταυ­τό­χρονα καὶ πῶς πρέ­πει νὰ προ­σευ­χό­μα­στε.

Τὸ πρῶτο ποὺ ὑ­πο­γραμ­μί­ζει ὁ Κύ­ριος στὴν πα­ρα­βολὴ εἶ­ναι ἡ σω­στὴ στάση κατὰ τὴν προ­σευχή. Ὁ Φα­ρι­σαῖος «στα­θεὶς πρὸς ἑ­αυ­τὸν ταῦτα προ­σηύ­χετο». Στά­θηκε ὄρ­θιος. Σὲ μέ­ρος κεν­τρικὸ καὶ ἐμ­φα­νὲς γιὰ νὰ τὸν βλέ­πουν ὅ­λοι. Καὶ ἄρ­χισε νὰ προ­σεύ­χε­ται «πρὸς ἑ­αυ­τόν». Δη­λαδὴ ἀ­πηύ­θυνε τὴν προ­σευχὴ στὸν ἑ­αυτό του καὶ ὄχι στὸν Θεό. Σὰν νὰ ἔ­στησε μπρο­στά του ἕνα ἄ­γαλμα ἢ σὰν νὰ βρι­σκό­ταν μπρο­στὰ σ’ ἕνα κα­θρέ­πτη, ἄρ­χισε νὰ προ­σκυνᾶ τὸν ἑαυτό του ἢ μᾶλ­λον τὸ εἴ­δωλο τοῦ ἑ­αυ­τοῦ του. Ὁ Τε­λώ­νης ἀν­τι­θέ­τως πῆρε ἄλλη στάση. Στά­θηκε μα­κριά, πα­ρά­μερα. Δὲν τολ­μοῦσε οὔτε τὰ μά­τια του νὰ ση­κώ­σει στὸν οὐ­ρανό. Κρυμ­μέ­νος ἀπὸ τὰ μά­τια τῶν ἀν­θρώ­πων κτυ­ποῦσε τὸ στῆ­θος του καί, κα­θὼς προ­σευ­χό­ταν, ἦ­ταν συγ­κεν­τρω­μέ­νος μέσα του.

Αὐτὴ εἶ­ναι ἡ σω­στὴ στάση τὴν ὥρα τῆς προ­σευ­χῆς. Ὁ ἄν­θρω­πος νὰ στέ­κε­ται ἐ­νώ­πιον τοῦ Θεοῦ μὲ βαθύ σε­βα­σμό, μὲ ἅ­γιο φόβο, μὲ συ­ναί­σθηση ἁ­μαρ­τω­λό­τη­τος. Νὰ μὴν ἀ­φή­νει οὔτε τὰ μά­τια του οὔτε τὰ αὐ­τιά του οὔτε τοὺς λο­γι­σμούς του νὰ σκορ­πί­σουν γύρω του, ἀλλὰ νὰ εἶ­ναι συγ­κεν­τρω­μέ­νος μέσα του.

Ὑ­πάρ­χουν τρία εἴδη προ­σευ­χῆς. Ἡ ἱ­κε­τευ­τική, ἡ εὐ­χα­ρι­στι­ακὴ καὶ ἡ δο­ξο­λο­γική. Ὁ Τε­λώ­νης αἰ­σθα­νό­με­νος ἀ­νά­ξιος προ­σευ­χή­θηκε ἱ­κε­τευ­τικά. Ὁ Φα­ρι­σαῖος συ­ναι­σθα­νό­με­νος πὼς δὲν ἔ­χει ἀ­νάγκη ἀπὸ τί­ποτε, ἐ­πειδὴ τὰ εἶχε ὅλα, προ­σευ­χή­θηκε δο­ξο­λο­γικά. Μόνο ποὺ δὲν ἦ­ταν εὐ­χα­ρι­στία πρὸς τὸν Θεὸ ἡ προ­σευχή του. Οὐ­σι­α­στικὰ ἦ­ταν ἕ­νας αὐ­το­έ­παι­νος. Μία ὑ­πο­κρι­σία καὶ μία εὐ­χα­ρι­στία στὸν ἑ­αυτό του. «Σὲ εὐ­χα­ρι­στῶ, Θεέ μου, ποὺ μὲ ἔ­κα­νες τόσο καλὸ καὶ ξε­χω­ρι­στὸ ἀπὸ τοὺς ἄλ­λους». Αὐτὸ ἔ­λεγε. Ἀν­τί­θετα ἡ προ­σευχὴ τοῦ Τε­λώνη ἦ­ταν ἁ­πλῆ καὶ σύν­τομη. «Ὁ Θεός, ἱ­λά­σθητὶ μοι τῷ ἁ­μαρ­τωλῷ». Θεέ μου, λυ­πή­σου με τὸν ἁ­μαρ­τωλό, ἔ­λεγε.

Ἡ εὐ­πρόσ­δε­κτη στὸν Θεὸ προ­σευχή, εἴτε ἱ­κε­σία εἶ­ναι εἴτε εὐ­χα­ρι­στία εἴτε δο­ξο­λο­γία, ἔ­χει ὡς βα­σικὸ χα­ρα­κτη­ρι­στικό της τὴ συν­τριβή, τὴν τα­πεί­νωση, τὴ συ­ναί­σθηση τῆς ἁ­μαρ­τω­λό­τη­τος, καὶ τὴ συγ­κέν­τρωση τῆς προ­σο­χῆς μέσα στὴν καρ­διά. Ἀλ­λιῶς κα­ταντᾶ μία συ­νή­θεια, ἕ­νας τύ­πος ἢ ἀ­κόμη χει­ρό­τερα γί­νε­ται ἐ­πί­δειξη.

Ἀ­θω­ω­μέ­νος καὶ δί­καιος ἐ­νώ­πιον τοῦ Θεοῦ ἐ­πέ­στρεψε ἀπὸ τὸν Ναὸ στὸ σπίτι του ὁ Τε­λώ­νης καὶ ὄχι ὁ Φα­ρι­σαῖος. Τὸ ἔ­λεος, τὴν εἰ­ρήνη, τὴν ἀ­γαλ­λί­αση τῆς συμ­φι­λι­ώ­σεως μὲ τὸν Θεὸ πῆρε ὁ Τε­λώ­νης καὶ ὄχι ὁ Φα­ρι­σαῖος, ἐ­πειδὴ ἡ προ­σευχὴ τοῦ Φα­ρι­σαίου ἦ­ταν μία αὐ­το­δι­καί­ωση, ἐνῷ ἡ προ­σευχὴ τοῦ Τε­λώνη ἦ­ταν μία αὐ­το­κα­τα­δίκη.

«Φα­ρι­σαίου φύ­γω­μεν ὑ­ψη­γο­ρίαν καὶ Τε­λώ­νου μά­θω­μεν τὸ τα­πει­νὸν ἐν στε­να­γμοῖς».

Αὐτὴ εἶ­ναι ἡ ἀ­λη­θινὴ προ­σευχή. Ἡ μόνη ποὺ μπο­ρεῖ νὰ μᾶς δι­και­ώ­σει, νὰ μᾶς ἑ­νώ­σει λυ­τρω­τικὰ μὲ τὸν Θεὸ καὶ νὰ μᾶς δώ­σει τὴν ἰ­σορ­ρο­πία στὴ ζωὴ καὶ τὴ σω­τη­ρία τῆς ψυ­χῆς μας, Ἀ­μήν.

 

 


 

Κηρύγματα Ιανουαρίου 2018 pdf