ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2017
ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΔ΄ ΛΟΥΚΑ (Λουκ. ιη΄, 35–43)
3 Δεκεμβρίου 2017
Ὁ Χριστός, ἀδελφοί μου, εἶναι τὸ φῶς τοῦ κόσμου, ὄχι μόνο ἐπειδὴ φωτίζει τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ καὶ ἐπειδὴ χαρίζει καὶ τὸ αἰσθητὸ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν. Αὐτὸ βεβαιώνεται ἀπὸ τὴν σημερινὴ Εὐαγγελικὴ περικοπή.
Ὁ τυφλὸς τῆς σημερινῆς Εὐαγγελικῆς περικοπῆς ἦταν πονεμένος καὶ μᾶλλον περιφρονημένος ἄνθρωπος ἀπ’ τοὺς πολλούς. Περνοῦσε τὴν ἡμέρα του ὡς ταπεινὸς ζητιάνος στὴν ἄκρη τοῦ δρόμου, μὲ συντροφιὰ τὸ σκοτάδι καὶ τὴν ἐγκατάλειψη. Πίστευε ὅμως, ὅπως φαίνεται, ὅτι ὁ Χριστὸς μποροῦσε νὰ τὸν θεραπεύσει. Γι’ αὐτό, μόλις ἀντιλαμβάνεται ὅτι διέρχεται ἀπὸ τὸ σημεῖο τοῦ δρόμου στὸ ὁποῖο στεκόταν, ὑψώνει φωνὴ ἱκεσίας «Ἰησοῦ, υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με». Ὅμως ἀντὶ νὰ ἐνισχυθεῖ στὴν προσπάθειά του νὰ βρεῑ τὸ φῶς, δέχεται ἀπροσδόκητα τὴν ἐπίθεση ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ συνόδευαν τὸν Διδάσκαλο.
Σώπα, τοῦ ἔλεγαν, διότι μὲ τὶς φωνές σου κουράζεις τὸν Διδάσκαλο. «Ὁ δὲ πολλῷ μᾶλλον ἔκραζεν· Ἰησοῦ, υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με».
Εἶναι ἀλήθεια, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ὅτι τόσους αἰῶνες μετά, στὴν προσπάθειά μας νὰ φτάσουμε κοντὰ στὸν Χριστό, συναντοῦμε κι ἐμεῖς ἐμπόδια ἀκόμη καὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ περιμένουμε νὰ μᾶς στηρίξουν.
Ἐμπόδια στὴν κατὰ Χριστὸν προσπάθεια καὶ ζωὴ μᾶς βάζει πρῶτος ὁ διάβολος, ὁ ὁποῖος εἶναι μισάνθρωπος καὶ ἀνθρωποκτόνος. Γνωρίζει πόσο ὠφελούμεθα, ὅταν συνδεόμαστε μὲ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία Του, καὶ κάνει τὸ πᾶν, γιὰ νὰ μᾶς χωρίσει ἀπὸ τὴν ἀγάπη Του, νὰ μᾶς ὠθήσει στὴν ἁμαρτία, νὰ ψυχράνει τὸ ζῆλο μας, νὰ μαράνει τὸν ἐνθουσιασμό μας. Ὅπως ἀκριβῶς πέτυχε νὰ βγάλει τοὺς Πρωτοπλάστους ἀπ' τὸν Παράδεισο, ἔτσι ἐπιχειρεῖ νὰ βγάλει κι ἐμᾶς ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ νὰ μᾶς ὁδηγήσει στὴν ἀπώλεια, δηλαδὴ στὴν αἰώνια Κόλαση.
Ἐμπόδια στὴν κατὰ Χριστὸν ζωὴ συναντοῦμε καὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τοῦ κόσμου, οἱ ὁποῖοι εἴτε ἐν γνώσει τους εἴτε καὶ ἐν ἀγνοίᾳ γίνονται ὄργανα τοῦ σατανᾶ καὶ μᾶς ἐπιτιμοῦν νὰ σιωπήσουμε. Ὁ κόσμος τῆς ἁμαρτίας ἄλλοτε προσπαθεῖ σὰν μαγνήτης νὰ μᾶς ἑλκύσει κοντά του κι ἄλλοτε γίνεται ἀπειλητικός. Ἀρχίζει τὶς εἰρωνεῖες, τὰ πικρόλογα, τὶς προκλήσεις, τὰ κάθε εἴδους σκόπιμα τεχνάσματα καὶ τὶς πάσης φύσεως ἀπειλές.
Ἐμπόδια στὴν κατὰ Χριστὸν ζωὴ συναντοῦμε καὶ ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς μας, ὅταν δὲν ἔχουν «νοῦν Χριστοῦ». Πάλι στὴν ἐκκλησία θὰ πᾶς; Κι ἄλλο παιδὶ θὰ κάνεις; Δὲν σοῦ φτάνουν αὐτὰ ποὺ ἔχεις; Χρησιμοποιοῦν τέτοια δῆθεν λογικὰ ἐπιχειρήματα ἀναφερόμενοι σὲ πραγματικὲς δυσκολίες, γιὰ νὰ κουράσουν τὴν πίστη μας καὶ νὰ ἀποθαρρυνθοῦμε στοὺς στόχους μας. Ὑπάρχουν βέβαια περιπτώσεις, ποὺ οἱ ἴδιοι οἱ συγγενεῖς μας γίνονται οἱ μεγαλύτεροι ἐχθροί μας, ἐπαληθεύοντας τὸν λόγο τῆς Γραφῆς ὅτι «ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ».
Ἐμπόδια στὴν κατὰ Χριστὸν ζωὴ συναντοῦμε καὶ ἀπὸ τοὺς οἰκείους τῆς πίστεως, ὅσο κι ἂν αὐτὸ ἀκούγεται παράξενα. Στὴν Εὐαγγελικὴ περικοπὴ «οἱ προάγοντες» δὲν ἦταν ἄπιστοι. Ἦταν πιστοὶ καὶ ἀκολουθοῦσαν μὲ καλὴ διάθεση τὸν Χριστό. Ἀλλὰ δυστυχῶς μεσολαβοῦν ἀνθρώπινες μικρότητες. Ζηλοτυπίες, ἀρχομανίες, κακίες κι ἀντὶ νὰ βοηθοῦμε νά μεταφέρεται ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ δοξάζεται μέσῳ τῶν ἄλλων, στοχεύουμε ἐναντίον τῶν ἐργατῶν τοῦ Εὐαγγελίου μὲ σκοπὸ νὰ σιωπήσουν.
Τέλος, ἐμπόδια στὴν κατὰ Χριστὸν ζωὴ συναντοῦμε καὶ ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας, ποὺ ἔχει ροπὴ καὶ κλίση πρὸς τὸ κακό. Ὑποκύπτουμε στὴ ραθυμία καὶ στὴ νωθρότητα. Ἐφησυχάζουμε στὸν νυσταγμὸ τῆς ψυχῆς. Μαγνητιζόμαστε ἀπὸ τὴν ἐξωστρέφεια, ἀπὸ τὶς μέριμνες τοῦ βίου καὶ ἀναλωνόμαστε στὶς σύγχρονες ἐπικοινωνίες, ποὺ δὲν μᾶς ἀφήνουν χρόνο γιὰ βαθύτερο καὶ οὐσιαστικὸ σύνδεσμο μὲ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία Του.
Πολλὰ τὰ ἐμπόδια ποὺ ὑπάρχουν, λοιπόν, στὴν κατὰ Χριστὸν ζωή. Ἀλλὰ κι ἐμεῖς καλούμαστε νὰ τὰ ἀντιμετωπίζουμε καὶ νὰ τὰ ὑπερνικοῦμε.
Ὁ Χριστιανικὸς ἀγώνας, ποὺ διεξάγουμε, εἶναι εὐλογημένος ἀγώνας, γιατὶ ἔχει ὡς πεδίο μάχης τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου. Ἀγώνας δύσκολος, ἀλλὰ καὶ ποθητός. Ἀγώνας ἀπαιτεῑ νὰ παλαίψει ὁ ἄνθρωπος μὲ αὐτοθυσία, νὰ ἱδρώσει, νὰ ματώσει, νὰ δώσει τὰ πάντα γιὰ τὴ νίκη. Ἀλλ’ εἶναι ἀγώνας ποὺ ἐνισχύεται ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ στεφανώνεται κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Κρίσεως.
Στὸν ἀγώνα αὐτὸ μᾶς συνιστᾷ ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος νὰ χρησιμοποιοῦμε ὡς ὅπλο τὴν παντοδύναμη καὶ ἀποτελεσματικὴ προσευχὴ «’Ιησοῦ ὀνόματι μάστιζε πολεμίους». Μὲ τό μαςτίγιο τῆς προσευχῆς χτυποῦμε ἀλύπητα τοὺς δαίμονες. Ὅπως ὁ τυφλὸς φώναζε λέγοντας· «’Ιησοῦ, υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με», ἔτσι κι ἐμεῖς νὰ ἐπιμένουμε προσευχόμενοι· νὰ κτυποῦμε ἀκούραστα τὴν πόρτα τοῦ θείου ἐλέους.
Ἀδελφοί, τὰ λεγόμενα ἐμπόδια τῆς κατὰ Χριστὸν ζωῆς μποροῦμε νὰ τὰ δοῦμε ὡς σκαλοπάτια, ποὺ μᾶς ἀνεβάζουν μὲ κόπο, ἀλλὰ μᾶς ὁδηγοῦν ἐκεῖ ποὺ θέλουμε. Τὰ θεωρούμενα ἐμπόδια τῆς κατὰ Χριστὸν ζωῆς «καθ’ ὑπερβολὴν εἰς ὑπερβολὴν αἰώνιον βάρος δόξης κατεργάζονται» γιὰ τὸν καθένα μας. Διότι, ὅπως λέει ὁ Μέγας Βασίλειος, «πόνοι γεννῶσι δόξαν, κάματοι δὲ προξενοῦσι στεφάνους». Ὅσο περισσότερο, δηλαδή, κοπιάζει ὁ ἀγωνιστὴς τοῦ καλοῦ ἀγῶνος, τόσο μεγαλύτερο στεφάνι θὰ πάρει.
Γένοιτο.
10 Δεκεμβρίου 2017
Ἡ ὑπόμνηση τοῦ ἀρχισυναγώγου πρὸς τὸ λαό, ἀδελφοί μου, τῆς ἀργίας τοῦ Σαββάτου φαίνεται ἐν πρώτης ὄψεως «νόμιμη», ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα εἶναι ὑποκριτική, γιατὶ ὁ τρόπος καὶ ὁ χρόνος τῆς διδασκαλίας δείχνουν ὅτι ὑπῆρχε ἐμπάθεια, ζήλεια, ἔλλειψη ἀγάπης καὶ τελικὰ ἄγνοια τοῦ σκοποῦ τῆς ἀργίας τοῦ Σαββάτου. Αὐτὴ εἶναι ἡ αἰτία ποὺ ὁ Χριστός, ποὺ εἶναι ἡ ἐνυπόστατη Ἀλήθεια, δηλαδὴ ὁ Λόγος καὶ ἡ πράξη μαζί, ξεσκέπασε τὴν ὑποκρισία του.
Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ὁ ἄσαρκος Λόγος «νόμον ἔδωσε εἰς βοήθειαν» τῶν ἀνθρώπων, ὥστε νὰ μποροῦν νὰ διακρίνουν μεταξὺ τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ. Μεταξὺ τῶν ἄλλων νόμων ἔδωσε καὶ τὴν ἀργία τοῦ Σαββάτου «μνήσθητι τὴν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου ἁγιάζειν αὐτήν· ἓξ ἡμέρας ἐργᾶ καὶ ποιήσεις πάντα τὰ ἔργα σου τῇ δὲ ἑβδόμῃ σάββατα Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου» (Ἐξ. 20-8). Ἡ ἀργία τοῦ Σαββάτου, ποὺ σημαίνει ἀνάπαυση, εἶναι μίμηση τοῦ Θεοῦ ποὺ τὴν ἑβδόμη ἡμέρα «κατέπαυσε ἀπὸ πάντων τῶν ἔργων Αὐτοῦ… καὶ εὐλόγησεν ὁ Θεὸς τὴν ἡμέραν τὴν ἑβδόμην» (Γέν. 2, 3). Ὁ Ἰουδαῖος ἔπρεπε νὰ εὐχαριστήσει τὸν Θεὸ γιὰ τὴ δωρεὰ τῆς δημιουργίας καὶ νὰ Τὸν δοξολογήσει. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου πήγαινε στὸν ναὸ ἢ τὴν συναγωγὴ καὶ ἀφιέρωνε τὸν χρόνο του στήν μελέτη τοῦ νόμου καὶ τὴν προσευχή.
Ὅπως μᾶς διηγήθηκε ὁ ἱερὸς Εὐαγγελιστὴς σήμερα, σὲ μιὰ συναγωγὴ τῆς Παλαιστίνης, ἕνα Σάββατο, ὁ Χριστὸς διδάσκει. Τὰ λόγια Του μαγνητίζουν. Τὰ ρήματά Του εὐεργετοῦν «ὡς δρόσος Ἀερμών». Μύρο καὶ εὐωδία σταλάζουν τὰ χείλη Του καὶ σκορπίζουν ἀνέκφραστη χαρά. Ἔχει συγκεντρωθεῖ στὴν συναγωγὴ κόσμος πολύς, γιὰ νὰ ἀκούσει «ρήματα ζωῆς αἰωνίου» ἀπὸ Ἐκεῖνον ποὺ ὁμιλεῖ, ὅπως ποτὲ ἄλλοτε δὲν μίλησε ἄνθρωπος στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων. Ἄνδρες, γυναῖκες καὶ παιδιά, ἐπίσημοι τοῦ Ἰσραὴλ καὶ μή, πιστοὶ στὴν ἐντολὴ τοῦ Δεκαλόγου «τὰ σάββατα Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου» ἔχουν ἔλθει, γιὰ νὰ λάβουν μέρος στὴν κοινὴ προσευχή.
Τὴν ἡμέρα αὐτὴ σὲ μιὰ γωνιὰ τῆς συναγωγῆς ἕνα δύσμορφο πλάσμα κινεῖται μέσα στὴ συναγωγή. Μιὰ γυναίκα ποὺ ἦταν ἄρρωστη. Ἡ ἀρρώστια της προέρχεται ἀπὸ ἐνέργεια τοῦ σατανᾶ. Τὸ κεφάλι της ἦταν στραμμένο πρὸς τὰ κάτω «μὴ δυναμένη ἀνακῦψαι εἰς τὸ παντελές». Μιὰ ἀξιοθρήνητη καὶ ἀξιολύπητη ὕπαρξη, ποὺ δεκαοκτὼ ὁλόκληρα χρόνια ὑπέμενε τὴν δοκιμασία της χωρὶς νὰ βαρυγκομήσει, χωρὶς νὰ δειλιάσει, χωρὶς νὰ ἀπογοητευθεῖ. Ὅμως παρὰ τὶς δυσκολίες τῆς ἀσθένειάς της, μετέβαινε στὸν τόπο τῆς λατρείας τοῦ Θεοῦ, γιατὶ ἐπιθυμοῦσε νὰ θρέψει τὴν ψυχή της μὲ τὴ διδαχὴ τοῦ λόγου Του. Μιὰ τέτοια σακατεμένη γυναίκα θὰ ἦταν δικαιολογημένη ἂν δὲν πήγαινε στὴ συναγωγή, γιὰ νὰ προσευχηθεὶ. Ἔτρεφε ὅμως μέσα της ἀκτῖνα πίστεως καὶ ἐλπίδας γιὰ τὴν ἀποκατάσταση τῆς ὑγείας της ἀπὸ τὸν Θεό. Αὐτὸ τὸ Σάββατο τὴν βλέπει ὁ Χριστός. Ἔρριξε πάνω της ἕνα βλέμμα γεμᾶτο στοργὴ καὶ συμπάθεια. Εἶδε τὴν εὐλάβειά της, εἶδε τὴν ὑπομονή της, μέτρησε τὴν δοκιμασία της, τὴν σπλαγχνίστηκε καὶ ὡς παντοδύναμος προστάζει «Γῦναι ἀπολέλυσαι τῆς ἀσθενείας σου». Ἕνας ξερὸς τριγμὸς ἀκούστηκε μέσα ἀπὸ τὰ κόκκαλά της καὶ τὸ κυρτωμένο κορμί της, ποὺ ἔγινε ἴσιο σὰν κυπαρίσσι, καὶ τὸ κεφάλι τώρα πιὰ κοίταξε ψηλὰ καὶ ἐδόξασε τὸν Θεό.
Τὴν εὐεργεσία αὐτὴ ὅμως, γιὰ τὴν ὁποία ὅλος ὁ λαὸς χάρηκε, διαβάλλει καὶ συκοφαντεῖ καὶ βρίζει μία ὑποκριτικὴ ψυχή, μιὰ καρδιὰ ποὺ κρύβει μέσα της δόλο καὶ φθόνο. Ὁ ἀρχισυνάγωγος. Ἐπειδὴ φθόνησε τό μεγάλο αὐτὸ θαῦμα τοῦ Κυρίου, ποὺ μὲ ἕνα μόνο λόγο θεράπευσε τὴ γυναῖκα ἀπὸ τὴν πολυχρόνια ἀρρώστια, ὑποκρίνεται πὼς βεβηλώθηκε τὸ Σάββατο. Μὲ μάτια ἀγριεμένα, μὲ χείλη ποὺ τρέμουν ἀπὸ κακία, ὑψώνει τὰ χέρια ποὺ κρατοῦσαν τὸν Νόμο, τὴν Γραφὴ καὶ ἐπιτίθεται κατὰ τοῦ λαοῦ. «Δὲν πρέπει νὰ ἔρχεσθε τὸ Σάββατο νὰ θεραπεύεσθε, ἀλλὰ τὶς ἄλλες μέρες». Δὲν τολμᾶ, ἀδελφοί μου, νὰ ἐπιτεθεῖ κατὰ πρόσωπο στὸν Χριστό. Τὰ βάζει μὲ τὸν λαὸ ποὺ ἀπολαμβάνει τὶς θεραπεῖες τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου, ὑποκρινόμενος ὅτι ἐνδιαφέρεται, γιὰ νὰ μὴ καταλυθεῖ ἡ καθορισμένη ἀργία.
Μὰ ἡ ἀγαθοεργία, τοῦ λέει ὁ Κύριος, δὲν εἶναι κατάλυση τῆς ἀργίας τοῦ Σαββάτου οὔτε βεβήλωσή του ἀλλὰ καλὴ χρησιμοποίηση τῆς ἡμέρας. «Τὸ Σάββατον διὰ τὸν ἄνθρωπον ἐγένετο καὶ οὐχ ὁ ἄνθρωπος διὰ τὸ Σάββατον (Μάρ. 2, 27). Μήπως τάχα, ὑποκριτὴ ἀρχισυνάγωγε, δὲν λύνεις τὸ βόδι σου ἢ τὰ ἄλλα ζῶα τῆς ἰδιοκτησίας σου καὶ τὰ βγάζεις ἀπὸ τὸ παχνί τους, γιὰ νὰ τὰ ποτίζεις τὸ Σάββατο; Ὅταν ὁ Θεὸς λύει ὄχι ὑποζύγιο ἀλλὰ «θυγατέρα τοῦ Ἀβραάμ», εἰκόνα Θεοῦ, τὴν ὁποία ὁ σατανᾶς γιὰ δεκαοκτὼ χρόνια τὴν εἶχε κλείσει στὸ σταῦλο τῆς θλίψεως, τοῦ μαρασμοῦ, τῆς παραμορφώσεως, τῆς δίνει χαρά, τὴν ὁδηγεῖ στὴν ἐλευθερία καὶ τὴν πνευματικὴ χαρά, τότε βεβηλώνεται καὶ παραβιάζεται ἡ ἐντολὴ γιὰ τὴν ἀργία τοῦ Σαββάτου; Ὑποκριτή· ὁ φθόνος καὶ ἡ ὑποκρισία σου δὲν ἔχουν ὅρια. Βόδι καὶ ὄνος μποροῦν νὰ ἀπολαμβάνουν φαγητό, νερό, ἔξοδο ἀπὸ τὸν σταῦλο τὸ Σάββατο, ὁ ἄνθρωπος ὅμως, ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, τὸ δημιούργημα τοῦ Θεοῦ ὄχι;
Ἀδελφοί μου, ὁ ἀρχισυνάγωγος προσευχόταν καὶ λάτρευε τὸν Θεό. Τὰ χείλη του, τὸ στόμα του χρησιμοποιοῦσαν λόγια τῆς Γραφῆς. Στὴν καρδιά του ὅμως φώλιαζε μῖσος, κακία καὶ ὑποκρισία. Ἦταν εὐσεβοφανὴς ἀλλὰ ὄχι εὐσεβής. Τέτοι ἄνθρωποι ὅμως «Θεὸν ὁμολογοῦσιν εἰδέναι, τοῖς δὲ ἔργοις ἀρνοῦνται». (Τίτ. 1-16). Βδελύσσεται αὐτὴ τὴ συμπεριφορὰ ὁ Θεὸς καὶ λέει «ἐν τοῖς χείλεσιν αὐτῶν τιμῶσί με, ἡ δὲ καρδία αὐτῶν πόρρω ἀπέχει ἀπ᾿ ἐμοῦ» (Ἠσαΐας 29, 13). Οὐαὶ ὑμῖν, ὑποκριταί.
Ἀγαπητοί μου, ἐνῷ «πᾶς ὁ ὄχλος ἔχαιρεν» οἱ μορφωμένοι ὁδηγοὶ τοῦ λαοῦ, οἱ ὑπεύθυνοι, γιὰ νὰ τὸν διαφωτίζουν, κλείνουν τὰ μάτια, γιὰ νὰ μὴν ἀντικρύσουν τὴν ἀλήθεια τοῦ προσώπου καὶ τοῦ ἔργου τοῦ Κυρίου. Ὁ ἁπλὸς λαὸς χαίρεται, εὐαγγελίζεται, καταλαβαίνει, πανηγυρίζει, ἐνῷ οἱ ὑποκριτὲς θὰ προβάλλουν πάντα μιὰ ἀντίστοιχη ἀργία τοῦ Σαββάτου.
Ἀδελφοί, ἡ οὐσιαστικὴ ἔννοια τῆς ἀργίας τοῦ Σαββάτου εἶναι ἡ ἐπιστροφὴ τοῦ νοῦ καὶ τῆς καρδιᾶς στὸν οὐρανό. Εἶναι ἡ ἀνάπαυση τῆς ψυχῆς ἀπὸ αἰσχροὺς καὶ ρυπαροὺς λογισμοὺς καὶ ἀπὸ σκοτεινὰ ἔργα. Γιὰ μᾶς τοὺς χριστιανοὺς ἡ ἀργία τῆς Κυριακῆς ποὺ ἀντικατέστησε τὴν ἀργία τοῦ Σαββάτου ἔχει νόημα καὶ σκοπὸ σωτηριολογικό. Ἡ Κυριακάτικη ἀργία δὲν προσφέρεται γιὰ ἐξωτερικὴ ἀνάπαυση καὶ φυγὴ ἀπὸ τὴν καθημερινότητα, ἀλλὰ γιὰ ἐσωτερικὴ κατάπαυση μὲ προσφορὰ στὸν Θεὸ καὶ στὸν ἄνθρωπο. Προσφέρεται γιὰ «λόγῳ καὶ ἔργῳ» μετοχή μας στὴν κοινωνία τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων. Γένοιτο.
17 Δεκεμβρίου 2017
Στὸ σημερινὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα, ἀδελφοί μου, ἀκούσαμε τὴν παραβολὴ τοῦ μεγάλου δείπνου ποὺ ἐκφράζει τὴν οἰκονομία τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ καὶ ἀποκαλύπτει «τὴν ἀνέκφραστον ἀπόλαυσιν τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ».
Εὑρισκόμενος ὁ Κύριος σὲ κάποιο δεῖπνο, ἕνας ἐκ τῶν συνδαιτυμόνων τοῦ εἶπε· «Μακάριος ὃς φάγεται ἄρτον ἐν τῇ Βασιλείᾳ τοῦ Θεοῦ» (Λουκ. 14-15), δηλαδὴ εἶναι εὐτυχὴς ἐκεῖνος ποὺ θὰ ἀξιωθεῖ νὰ καθίσει μαζὶ μὲ τόν μεσσία, τοὺς Πατριάρχες καὶ τοὺς προφῆτες στὴν τράπεζα τοῦ οὐρανοῦ καὶ θὰ ἔχει οὐράνια χαρὰ καὶ εὐφροσύνη. Ποιοὶ ὅμως θὰ ἀπολαύσουν αὐτὴ τὴ μακαριότητα καὶ εὐτυχία; Μήπως, ἐνῷ ὅλοι προσκαλοῦνται, ὑπάρχουν μερικοὶ οἱ ὁποῖοι ἀρνοῦνται τὴν συμμετοχή τους καὶ χάνουν τὸν οὐράνιο θησαυρό; Μήπως ὁ οὐράνιος οἰκοδεσπότης γνωστοποιεῖ σὲ ὅλους τὴν πρόσκληση, ἀλλὰ οἱ προσκαλούμενοι στρέφουν τὰ νῶτα καὶ παίρνουν ἄλλες κατευθύνσεις;
Ὁ Θεὸς ἀδελφοί μου, προσκαλεῖ τὸν ἄνθρωπο συνεχῶς, ἀλλὰ ἐμεῖς εἴμαστε ἀρνητὲς τῆς μεγάλης κλήσεως. Δὲν ἐπιλέγουμε τὴν ἐπιστροφὴ στὴν προπτωτικὴ κατάσταση, τὴν συμμετοχή μας στὴν ζωοποιὸ χάρη, δὲν θέλουμε νὰ χορτάσουμε ἀπὸ τὸν ἄρτο τῆς ζωῆς, γι’᾿αὐτὸ καὶ μένουμε νηστικοὶ πνευματικὰ καὶ πεινασμένοι.
Σὲ τρεῖς κατηγορίες κατέταξε ὁ Κύριος ὅσους ἀρνοῦνται νὰ γευθοῦν τὰ ἀγαθὰ τοῦ δείπνου Του. Στὴν πρώτη ὁμάδα εἶναι οἱ δοῦλοι τῶν αἰσθητῶν. «Ἀγρὸν ἠγόρασα καὶ ἔχω ἀνάγκην ἐξελθεῖν καὶ ἰδεῖν αὐτόν». Ἐδῶ ἀνήκουν οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι ποὺ ἀρνοῦνται νὰ ἐκκλησιασθοῦν καὶ νὰ ἐκκλησιοποιηθοῦν, γιατὶ εἶναι ὑποδουλωμένοι στὴν ὕλη. Δὲν τὴν βλέπουν ὡς δῶρο Θεοῦ καὶ δὲν τὴν ἀναφέρουν σὲ Αὐτόν. Τί κάνουμε στὴν Θεία Λειτουργία; Προσφέρουμε τοὺς καρπούς μας στὸν Θεὸ ποὺ τοὺς ἁγιάζει καὶ στὴν συνέχεια ἁγιαζόμαστε καὶ ἐμεῖς ἀπὸ αὐτούς. Ὅταν δὲν ζοῦμε εὐχαριστιακά, ὅταν δὲν θεωροῦμε τὰ ἀγαθά μας ὡς δῶρο Θεοῦ, τότε ὑπηρετοῦμε δουλικὰ τὴ γῆ, ἀφήνοντας ἔρημη τὴν καρδιά μας, πεινασμένη τὴν ψυχή μας.
Δεύτερη ὁμάδα ἀρνητῶν καὶ πνευματικὰ πεινασμένων εἶναι οἱ δοῦλοι τῆς ἐργασίας. «Ζεύγη βοῶν ἠγόρασα πέντε καὶ πορεύομαι δοκιμάσαι αὐτά». Ὁμάδα ἀνθρώπων μὲ νοῦ καὶ καρδιὰ προσηλωμένα στὰ γήινα, στὴ δουλειὰ ποὺ γίνεται ἔτσι δουλεία, γιατὶ ὑποχρεώνει αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους νὰ εἶναι ὑποταγμένοι στὸν χρόνο, νά μετρᾶνε τὴ ζωή τους μὲ ὀχτάωρα καὶ ἐργάσιμες μέρες, νὰ δυσκολεύονται νὰ καταλάβουν ὅτι ἐργάζονται γιὰ νὰ ζοῦν καὶ ὄχι ὅτι ζοῦν γιὰ νὰ ἐργάζονται. Ἡ Ἐκκλησία ὅμως δὲν ἀρνεῖται τὴν ἐργασία, ἀλλὰ δὲν τὴν ἀπολυτοποιεῖ. Τὴν θεωρεῖ σὰν ἐργόχειρο στὴ ζωή μας. Ἔτσι κέντρο καὶ στόχος τῶν ἐπιδιώξεών μας πρέπει νὰ εἶναι ἡ ἐν Χριστῷ ζωή, ἡ ἀποδεσμευμένη ἀπὸ τὴν δουλεία τοῦ χρόνου, ἀπὸ τὴν τυραννία τοῦ κέρδους.
Κατὰ ἕνα περίεργο τρόπο ἡ τρίτη ὁμάδα ἀρνητῶν καὶ πεινασμένων προβάλλει ὡς δικαιολογία τῆς ἀρνήσεώς τους τὴν οἰκογενειακὴ ζωή. «Γυναῖκα ἔγημα καὶ διὰ τοῦτο οὐ δύναμαι ἐλθεῖν». Ὁ γάμος ἔγινε ἐμπόδιο καὶ δὲν ἔλαβαν μέρος στό μεγάλο δεῖπνο. Συμβαίνει καὶ σήμερα αὐτό. Ἀρκετοὶ θεωροῦν τὸν γάμο καὶ τὰ οἰκογενειακὰ βάρη ἐμπόδιο. Ὅμως ἡ Ἐκκλησία εὐλογεῖ τὴ συζυγία καὶ τὴν οἰκογενειακὴ ζωή, ἡ ὁποία μὲ τή μετοχή της στὴ λατρεία ἐλαφρώνει τὸ βάρος της, ἀνανεώνεται καὶ διατηρεῖ τὴν ἑνότητά της.
Ἡ πρώτη ὁμάδα, ποὺ ἀρνοῦνται τὴ συμμετοχή τους στό μεγάλο Δεῖπνο δεμένοι μὲ τὸν ἀγρὸ καὶ τὴν γῆ, ἀποκηρύσσουν τὴν πρόσκληση γιὰ σωτηρία. Ἄρνηση ὅμως τῆς σωτηρίας σημαίνει ἐπιλογὴ τοῦ θανάτου. Ἡ δεύτερη ὁμάδα εἶναι φορτωμένη ἀπὸ τὸν κόπο καὶ τὴν φροντίδα γιὰ τὰ ἐπαγγελματικά, γι’ αὐτὸ μὲ πεῖσμα φροντίζουν ὑπερβολικὰ τὶς ἐργασίες τους καὶ ὄχι τὴ σωτηρία τους. Ἀδιαφορία ὅμως γιὰ τὴ σωτηρία σημαίνει θάνατο. Ἡ τρίτη ὁμάδα ἀνόητα ὑποστηρίζει πὼς δὲν συμβιβάζεται οἰκογενειακὴ ζωὴ καὶ θρησκευτικότητα, ἐνῷ οὐσιαστικὰ αὐτοστερεῖται τὸν πνευματικὸ ἀνεφοδιασμό.
Ὅλοι, ἀδελφοί μου, καταλαβαίνουμε ὅτι ἡ σημερινὴ Εὐαγγελικὴ περικοπὴ τοῦ Μεγάλου Δείπνου καὶ τῶν προσκεκλημένων ἀφορᾷ στό μεγάλο Δεῖπνο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ὅπου προσφέρεται «ὁ Ἄρτος τῆς ζωῆς ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβὰς» (Ἰωάν. 6-51), ποὺ μᾶς μεταγγίζει τὴ Ζωὴ καὶ τὴν Ἀνάσταση. Αὐτὴ τὴν προοπτική, αὐτὴ τὴ διάσταση τὴ ζοῦμε μόνο στὴ Θεία Εὐχαριστία, γιατὶ ἐκεῖ ὅλα καὶ ὅλοι μεταμορφώνονται, ὅλα ἀλλάζουν. Τότε τὸ παρὸν γίνεται αἰώνιο καὶ τὸ αἰώνιο ἔρχεται τόσο κοντά μας μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, ποὺ μᾶς καθιστᾶ συνδαιτυμόνες στὸ οὐράνιο δεῖπνο Του, δηλαδὴ κληρονόμους τῆς οὐράνιας Βασιλείας Του. Ἀμήν.
24 Δεκεμβρίου 2017
Βρισκόμαστε στὴν παραμονὴ τῆς μεγάλης καὶ οἰκουμενικῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων. Αὔριο ἑορτάζουμε τὴν ἐγκόσμια παρουσία τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴ γέννησή του στὴ Βηθλεὲμ, καὶ εἴμαστε μάρτυρες τῆς ἐπιφανείας τοῦ Θεοῦ. Ὁλόκληρη ἡ ἀνθρωπότητα μὲ διάφορους τρόπους, ἄμεσα ἢ ἔμμεσα, ἑορτάζει τὰ Χριστούγεννα.
Ἀνατρέχοντας στὸ ἱερὸ κείμενο τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ματθαίου στὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο, στεκόμαστε ἀκριβῶς στὸ σημεῖο ποὺ ὁ ἱερὸς συγγραφέας μᾶς περιγράφει τὸ γεγονὸς τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος ξεκινάει νὰ καταγράφει τὸ γεγονὸς μὲ ἕνα λιτὸ καὶ ἁπλὸ τρόπο. Τόσο λιτὸ καὶ τόσο ἁπλό, λὲς καὶ περιγράφει κάτι συνηθισμένο καὶ καθημερινό, ἀνθρώπινο. Λὲς καὶ τέτοια γεγονότα συμβαίνουν πολλὲς φορές.
Αὐτὸς ὅμως ὁ λιτὸς καὶ ἁπλὸς τρόπος ἐκφράζει τὸ γνήσιο καὶ τὸ αὐθεντικό, τὸ δίχως ἀνθρώπινη ἐπέμβαση γεγονός, ποὺ καταγράφεται δίχως προσπάθεια ἀλλοιώσεως τῆς ἀλήθειας. Δὲν ἔχει ἀνθρώπινες ἐπεμβάσεις οὔτε παχιὰ καὶ ἀνούσια λόγια. Γιατὶ ὅλα αὐτὰ εἶναι ψεύτικα καὶ ἀπατηλά.
Ἀνεπιτήδευτος ἡ περιγραφή,· γνήσια καὶ αὐθεντικὴ ἡ παρουσίαση, δίχως ὄχληση καὶ ἀλλοίωση τοῦ περιεχομένου τῶν γεγονότων.
Ἄς παρακολουθήσουμε τὴν περιγραφὴ τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ματθαίου ποὺ γράφει: «ὅταν ἡ μητέρα τοῦ Χριστοῦ, ἡ Μαρία, μνηστεύτηκε τὸν Ἰωσήφ, προτοῦ συγκατοικήσουν, βρέθηκε ἡ Μαρία ἔγκυος μὲ τὴ δημιουργικὴ ἐπενέργεια τοῦ ἁγίου Πνεύματος». Στὸν προβληματισμὸ δὲ τοῦ δικαίου Ἰωσὴφ μπροστὰ στὸ γεγονὸς τῆς κυήσεως τῆς Θεοτόκου, παρεμβαίνει ὁ Ἄγγελος, ποὺ τὸν πληροφορεῖ γιὰ τὴν ἐπέμβαση τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ἔτσι ἀποδέχθηκε τὸ Θεῖο θέλημα ὁ δίκαιος Ἰωσήφ καὶ παρέλαβε στὸ σπίτι του τὴ Θεοτόκο Μαρία. Αὐτὴ δὲ ἐγέννησε τὸν μονάκριβο υἱό της καὶ τοῦ δόθηκε τὸ ὄνομα Ἰησοῦς.
Δὲν θὰ μποροῦσε ἴσως πιὸ λιτὰ καὶ πιὸ ἁπλᾶ νὰ περιγραφεῖ ἕνα τόσο σημαντικὸ γεγονός, δηλαδὴ ἡ Θεϊκὴ παρουσία τοῦ Χριστοῦ στὸν κόσμο.
Ὁ ἱερὸς Εὐαγγελιστὴς τονίζει μὲ σαφήνεια ὅτι ἡ κύηση τῆς Θεοτόκου Μαρίας ἦταν ἀπὸ τὴ δημιουργικὴ ἐπενέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Δὲν χωρεῖ λοιπὸν καμμία ἀμφιβολία πὼς ὁ Χριστὸς γεννιέται ἀπὸ τὴ Θεοτόκο ὡς ἄνθρωπος καὶ μὲ τὴν ἐπέμβαση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀποκαλύπτεται ἡ Θεότητά Του.
Ἀναλογιζόμενοι τὸ μέγιστο καὶ ἀνεπανάληπτο γεγονὸς τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, αἰσθανόμαστε πὼς εἶναι ἀνθρωπίνως ἀδύνατο νὰ καταγραφεῖ τὸ φαινόμενο. Πόσο λίγα καὶ πόσο ἀδύναμα εἶναι τὰ ἀνθρώπινα λόγια, ὅταν ἀναφέρονται σὲ θεϊκὰ γεγονότα. Καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη, πόσο μεγάλη συγκατάβαση θεϊκὴ νὰ χωρέσει τὸ μέγεθός της στὰ ἀνθρώπινα μέτρα. Ἀδειάζει ὁ Χριστὸς τό μεγαλεῖο Του καὶ κατεβάζει τὴν οὐράνια δόξα Του, γιὰ νὰ συγκατοικήσει μὲ τὴν ἀνθρώπινη μικρότητα, προετοιμάζοντας μὲ τὴ δική Του κάθοδο τὴ δική μας ἄνοδο καὶ τὴ συμμετοχὴ στὴν οὐράνια Βασιλεία Του.
Ὁ ἱερὸς ὑμνωδὸς τῆς ἑορτῆς τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ ἐκφράζεται ποιητικὰ γιὰ τὸ γεγονὸς καὶ διατυπώνει τὰ ἐρωτήματά του, ποὺ δὲν μποροῦν ἀνθρωπίνως νὰ ἀπαντηθοῦν. Λέει λοιπόν: «Ἐκεῖνος ποὺ δὲν χωράει πουθενά, πῶς χώρεσε στὴ γαστέρα; Ἐκεῖνος ποὺ βρίσκεται στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Πατέρα, τώρα πῶς θὰ χωρέσει στοὺς κόλπους τῆς Μητέρας; Αὐτὸς ὁ ἄσαρκος πῆρε τὴν ἀνθρώπινη σάρκα καὶ ἔγινε γιὰ μᾶς ὁρατός, ἔχοντας ἐπάνω Του καὶ τὴ θεϊκὴ καὶ τὴν ἀνθρώπινη φύση».
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἀκούσαμε ὅλοι τὸν Εὐαγγελιστὴ Ματθαῖο νὰ μᾶς ἀναφέρει πὼς «ἡ γέννηση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἔγινε κατὰ τὸν ἀκόλουθο τρόπο». Καὶ στὴ συνέχεια μᾶς περιγράφει μὲ τὸν ἀνθρώπινο λόγο τὸ κοσμοσωτήριο γεγονὸς τῆς Γεννήσεως. Τώρα εἶναι ἀναγκαῖο νὰ συνειδητοποιήσουμε πὼς ὁ Χριστὸς ποὺ γεννᾶται δὲν εἶναι κοινὸς ἄνθρωπος, δὲν εἶναι ἕνας φιλόσοφος, οὔτε ἕνας σπουδαῖος διδάσκαλος μόνο. Δὲν εἶναι πολιτικὸς ἡγέτης οὔτε κοινωνικὸς ἐπαναστάτης ἢ ἀναμορφωτής, ὅπως τὸν χαρακτηρίζουν πολλοί. Τίποτε δὲν ἦταν ἀπ’ ὅλα᾿ αὐτά. Γεννήθηκε καὶ εἶναι ἀσυγκρίτως κάτι πολὺ περισσότερο, γι’ αὐτὸ καὶ δὲν ὑπάρχει μέτρο σύγκρισης. Εἶναι ὁ Ἐμμανουήλ, ὁ Θεὸς μαζί μας. Καὶ ὅταν ὁ Θεὸς εἶναι μαζί μας, τότε ὅλοι ἐμεῖς μετέχουμε στὴ δική Του δόξα καὶ τιμή. Αὐτὴ ἡ δυνατότητά μας δικαιολογεῖ τὸν ἑορτασμό μας καὶ κάνει τὴν αὐριανὴ ἡμέρα ἀληθινὸ πανηγύρι. ΧΡΙΣΤΟΣ ΓΕΝΝΑΤΑΙ ΔΟΞΑΣΑΤΕ.
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΠΡΟ ΤΩΝ ΦΩΤΩΝ (Μρκ. α΄ 1-8)
31 Δεκεμβρίου 2017
Γιὰ τὸ λιοντάρι τῆς ἐρήμου, ὅπως ἔχει χαρακτηρισθεῖ ὁ ἅγιος ᾽Ιωάννης ὁ Πρόδρομος, κάνει λόγο σήμερα ἀδελφοί μου τὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα. Λίγο πρὸ τῆς ἀρχῆς τοῦ νέου ἔτους παρουσιάζει τὴν προσωπικότητά του ἡ Ἐκκλησία μας, ἐπειδὴ αὐτὸς ἀποτελεῖ τὴν ἀρχὴ τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ, διότι ὁ ᾽Ιωάννης ἐστάλη ἀπὸ τὸν Θεό, γιὰ νὰ προετοιμάσει τὸν δρόμο τοῦ Μεσσία μὲ τὸ κήρυγμα καὶ τὸ βάπτισμα τῆς μετανοίας. Κι ἦταν ὅλη του ἡ ζωὴ ἀντίστοιχη πρὸς τὴν ἀποστολή του, τὴν ὁποία ἔφερε σὲ πέρας μὲ ζῆλο, ντυμένος μὲ τρίχες καμήλου καὶ τρεφόμενος μὲ ἀκρίδες καὶ ἄγριο μέλι. ῾Η ἀδιάκοπη κραυγὴ τοῦ Ἰωάννου καὶ ἡ προτροπή του πρὸς πάντας, ἦταν «ἑτοιμάσατε τὴν ὁδὸν Κυρίου», γι’αυτὸ εὔστοχα ἡ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας τὸν χαρακτήρισε, ἀργότερα, Πρόδρομο.
Ποιὰ εἶναι ὅμως αὐτὴ ἡ ὁδὸς τοῦ Κυρίου τὴν ὁποία ἑτοίμαζε σὲ ὅλη του τὴ ζωὴ ὁ Ἰωάννης; Ὀπωσδήποτε δὲν ἀναφερόταν σὲ ἐπίγεια ὁδό, οὔτε σὲ «δρόμους» ποὺ καθορίζονται ὡς τρόπος ζωῆς ἀπὸ τὰ ποικίλα φιλοσοφικὰ καὶ κοινωνικὰ ρεύματα. ῞Ολα αὐτὰ εἶναι ἀνθρώπινα κατασκευάσματα, ποὺ σημαίνει ὅτι ἐμπεριέχουν τὸ στοιχεῖο τῆς ἀτέλειας ἢ καὶ τῆς πλάνης, ὅπως κάθε τι τὸ ἀνθρώπινο. ῾Οδὸς Κυρίου εἶναι ὁ τρόπος ζωῆς ποὺ ὑποδεικνύει ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς στὸν ἄνθρωπο, μὲ τὴν κλήση νὰ Τὸν ἀκολουθήσει γιὰ νὰ ζήσει. Εἶναι ἀκριβῶς ὁ ἴδιος δρόμος ζωῆς, τὸν ὁποῖο ἐξήγγελλαν οἱ προφῆτες καὶ ἀποκάλυψε ὁ σαρκωθεὶς Θεός, ὁ ᾽Ιησοῦς Χριστός. Ὁδὸς Κυρίου, ὅμως σαφέστερα, εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ὅπως ὁ Ἴδιος τὸ ἀποκάλυψε καὶ τὸ διαβεβαίωσε «Ἐγὼ εἰμὶ ἡ ὁδός, ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή». ῎Ετσι, ἡ συνέπεια στὸν κάθε λόγο καὶ θέλημά Του συνιστᾷ τὸν δρόμο ποὺ καθορίζει τὸν τρόπο τῆς ζωῆς καὶ μᾶς ὁδηγεῖ σὲ ἄμεση σχέση μαζί Του.
῾Ο Κύριος, ὅμως, ἦλθε ὄχι ἁπλῶς νὰ μᾶς ὑποδείξει τὸν δρόμο τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ νὰ μᾶς ἐνσωματώσει στὸν ἑαυτό Του καὶ ἑπομένως γενόμενοι ἕνα μ᾽ ᾽Εκεῖνον, νὰ γινόμαστε κι ἐμεῖς ὁδὸς Κυρίου. Μὲ ἄλλα λόγια ὁ κάθε σωστὸς χριστιανὸς εἶναι «ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ» ἡ φανέρωση τοῦ Χριστοῦ στὸν κόσμο. Στὸ πρόσωπο τοῦ πιστοῦ βλέπει ὁ κόσμος τὸν ῎Ιδιο τὸν Κύριο. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὁμολογοῦσε τὴν ἐμπειρία αὐτή, ὅταν διεκήρυττε «Ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός», ἐνῶ ἤδη ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη εἶχε ἐξαγγελθεῖ αὐτὴ ἡ πνευματικὴ πραγματικότητα «᾽Ενοικήσω ἐν αὐτοῖς καὶ ἐμπεριπατήσω...».
Ἡ ἀσύλληπτη γιὰ τὸν ἀνθρώπινο νοῦ ἐμπειρία, τὴν ὁποία χαρίζει στὸν πιστὸ ὁ Χριστός, προϋποθέτει ὅμως τὴν καρδιακὴ ἀνταπόκριση τοῦ ἀνθρώπου. Δὲν ἀρκεῖ μόνον ἡ δωρεὰ τοῦ Θεοῦ. Ἡ προτροπὴ τοῦ Κυρίου «῾Ετοιμάσατε τὴν ὁδὸν...» ἀποκαλύπτει ὅτι ἀπαιτεῖται καὶ ἡ ἑτοιμότητα τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδὴ ἡ ἔμπρακτη ἐκδήλωση τῆς διαθέσεώς του γιὰ ἀποδοχὴ τῆς προσφορᾶς αὐτῆς, μὲ ἑτοιμότητα ποὺ δὲν παρουσιάζει κενά, δεδομένου ὅτι ἡ ὁδὸς Κυρίου εἶναι μονίμως ἀνοικτὴ πρὸς τὸν ἄνθρωπο καὶ ἡ προσφορά του ἀδιάκοπη σ᾽ αὐτόν. Χριστιανὸς ἔτσι, σημαίνει ἄνθρωπος ποὺ ζεῖ μὲ ἐγρήγορση, γιὰ νὰ βιώνει τὴν παρουσία τοῦ Κυρίου μέσα του, «Γίνεσθε ἕτοιμοι, ὅτι ᾗ ὥρᾳ οὐ δοκεῖτε, ὁ Κύριος ἔρχεται».
῾Ο Προφητικὸς λόγος προβλέποντας τὴν πραγματικότητα ἑρμηνεύει τὴν κλήση ποὺ ἀπευθύνει ὁ Ἰωάννης, γιὰ ἑτοιμασία τοῦ ἀνθρώπου πρὸς ὑποδοχὴ καὶ ἀποδοχὴ τοῦ Μεσσία, ὡς «Φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ». Ἡ κλήση δηλαδὴ αὐτὴ μέσα στοὺς αἰῶνες βρίσκει συνήθως κλειστὰ ὦτα, διότι οἱ πολλοὶ εἶναι ἀπρόθυμοι νὰ ἀκούσουν τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, ἐπειδὴ εἶναι φορτωμένες οἱ καρδιές τους ἀπὸ τὰ πάθη καὶ φανερώνουν τὴν ἐρημιὰ ποὺ κυριαρχεῖ μέσα τους. Ἡ πνευματικὴ αὺτὴ ξηρασία, ἔτσι, γίνεται ἀφιλόξενος χῶρος γιὰ τὴν παρουσία τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ λιμοκτονία γίνεται χαρακτηριστικὸ γνώρισμα τῆς ζωῆς.
Τὴν ἐλπίδα ὅμως γεννᾶ καὶ παρέχει πάντα ἡ ᾽Εκκλησία, ποὺ συνεχίζει τὴν προφητικὴ παρουσία τοῦ Χριστοῦ στὸν κόσμο, ἐξακολουθώντας νὰ μᾶς προτρέπει «῾Ετοιμάσατε τὴν ὁδὸν Κυρίου». Αὐτὴ καλλιεργεῖ συνειδήσεις ποὺ μὲ τὰ ἔργα τους βεβαιώνουν γιὰ τὴν παρήγορη καὶ ἀδιάκοπη παρουσία τοῦ Χριστοῦ στὴν σύγχρονη ἐρημία τῶν ἀνθρώπων.
Ἀδελφοί μου, ἂς φοβηθοῦμε τὴν ἐρημία καὶ τὴν ξηρασία τῆς καρδιᾶς. ῎Ας συνειδητοποιήσουμε τό μεγαλεῖο τῆς κλήσεώς μας καὶ ἂς θελήσουμε τὴ σωτηρία μας, ἡ ὁποία κερδίζεται μὲ τή μετάνοια. Ἄς ἀφήσουμε τὸν Χριστὸ νὰ περπατήσει μέσα μας καὶ τότε θὰ γίνουμε κι ἐμεῖς ἡ ὁδὸς Κυρίου, ποὺ θὰ θελήσουν νὰ περπατήσουν καὶ ἄλλοι ἀδελφοί μας. Ἀμήν.
ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2017
ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΛΟΥΚΑ (Λουκ. στ΄, 19–31)
5 Νοεμβρίου 2017
Ἡ σημερινὴ Εὐαγγελικὴ περικοπὴ ὑπογραμμίζει τὴν πραγματικότητα τῆς καθημερινότητάς μας, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ὁ πλοῦτος φαντάζει στὰ μάτια τῶν περισσοτέρων ἀνθρώπων ὡς κάτι καλό. Θὰ δοῦμε ὅμως ὅτι ἀπὸ μόνος του δὲν εἶναι καλό. Καλὸ γίνεται, μόνο ὅταν χρησιμοποιηθεῖ σωστὰ μὲ γνώμονα τὴν ἐντολὴ τῆς ἀγάπης. Τότε, ὁ πλοῦτος μᾶς βοηθεῖ νὰ ἔχουμε τὴν ἀνάπαυση τῆς ψυχῆς μας, κερδίζοντας καὶ τὴ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Σὲ ἀντίθετη περίπτωση μεταμορφώνεται στόν μεγαλύτερο τύραννο τῆς παρούσας ζωῆς καὶ τῆς μέλλουσας πραγματικότητας.
Δύο πρόσωπα προβάλλονται σήμερα, μὲ ἐκ διαμέτρου ἀντίθετη ζωή. Ὁ ἀνώνυμος πλούσιος καὶ ὁ πτωχὸς Λάζαρος. Αὐτὸς ὁ πλούσιος χρησιμοποίησε τὸν πλοῦτο του ἐντελῶς ἀφιλάνθρωπα. Ζοῦσε μὲ συνεχεῖς καὶ καθημερινὲς διασκεδάσεις, χωρὶς νὰ τὸν ἐνδιαφέρουν οἱ ἀνάγκες τῶν ἄλλων. Ἔτσι δὲν ἔδειξε τὸ παραμικρὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὸν Λάζαρο, ὥστε νὰ τὸν συμπονέσει καὶ νὰ τὸν συνδράμει στὴ φτώχεια καὶ στὴν ἀσθένειά του. Οἱ διασκεδάσεις καὶ ἡ πολυτέλεια τῆς ζωῆς του δὲν τοῦ ἐπέτρεψαν νὰ σηκώσει τὸ βλέμμα σὲ αὐτὸν ποὺ οὐσιαστικὰ ζοῦσε δίπλα του ἐγκαταλελειμμένος καὶ ξεχασμένος ἀπὸ ὅλους, σὲ ἀπόλυτη ἔνδεια, ὑποσιτισμένος, μὲ πυορροοῦσες πληγές.
Ὅταν ὅμως ὁ πλούσιος καὶ ὁ Λάζαρος πεθαίνουν, τὰ πράγματα ἀλλάζουν. Ὁ πτωχὸς Λάζαρος, ἀπαλλαγμένος ἀπὸ τὸν πόνο καὶ τὶς ἀνάγκες ἀγάλλεται στὸ φῶς καὶ στὴν εὐφροσύνη τοῦ Παραδείσου, ἐνῷ ὁ πλούσιος ὑποφέρει καὶ βασανίζεται. Ὁ Λάζαρος δὲν εἶναι πιὰ μόνος του, ξεχασμένος καὶ ἐγκαταλελειμμένος, ἀλλὰ βρίσκεται σὲ κοινωνία μὲ ἄλλους ἀνθρώπους, ἀναπαυόμενος στοὺς κόλπους τοῦ Ἀβραάμ, δηλαδὴ στὴν ποθητὴ κατάσταση τοῦ Παραδείσου. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ὁ πλούσιος ὀδυνᾶται καὶ βιώνει τὴν ἀπόλυτη μοναξιά. Πουθενὰ δὲν φαίνεται νὰ ὑπάρχει ἄλλος γιὰ νὰ τὸν παρηγορήσει, ἔστω καὶ μὲ τὴν παρουσία του.
Ὁ πλούσιος δὲν τιμωρεῖται, ἐπειδὴ ἦταν πλούσιος, ἀλλὰ διότι δὲν ἀγάπησε καὶ δὲν ἐλέησε τὸν συνάνθρωπό του. Δὲν θέλησε ποτὲ νὰ δεῖ τὴν ἀνάγκη αὐτοῦ ποὺ ὑπέφερε. Προτίμησε νὰ ζήσει εὐφραινόμενος ὀ ἴδιος, κλείνοντας τὰ μάτια στὸν πόνο τοῦ πτωχοῦ καὶ ἀσθενοῦς. Αὐτὴ τὴν ἀλήθεια ἀπέδειξε ὁ θάνατός του, ὅτι δηλαδὴ κανεὶς δὲν ἐλεεῖται, ἐὰν δὲν ἐλεήσει, κανεὶς δὲν ἀναπαύεται, ἐὰν δὲν ἀναπαύσει καὶ κανεὶς δὲν γεύεται τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐὰν δὲν κοινωνήσει τὴν ἀνάγκη τοῦ ἄλλου.
Ἡ Εὐαγγελικὴ περικοπὴ τοῦ ἀφιλάνθρωπου πλουσίου καὶ τοῦ πτωχοῦ Λαζάρου ἀποκαλύπτει τί εἶναι Παράδεισος καὶ Κόλαση. Ὁπωσδήποτε δὲν εἶναι τόποι. Ἀντίθετα, ὁ Παράδεισος καὶ ἡ Κόλαση εἶναι τρόποι ἀτελεύτητης καταστάσεως τῶν ψυχῶν. Ὀνομάζεται ζωή, ὅταν εἶναι συνέχεια τῆς σχέσεως μὲ τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς, ποὺ εἶναι ὁ Θεός, καὶ εἶναι θάνατος, ὅταν ὁδηγεῖ σὲ ἀκοινωνησία τῶν προσώπων, ὡς ἐκούσια ἐπιλογὴ ἀπὸ τὸν χρόνο τοῦ βίου μας.
Ἀδελφοί μου,
ὁ τρόπος ποὺ βαδίζουμε στὴ ζωή μας καὶ διαχειριζόμαστε τὶς δυνατότητές μας νὰ γνωρίζουμε ὅτι εἶναι ὁ τρόπος ποὺ θὰ ἀπολαύσουμε καὶ στὴν αἰώνια κατάστασή μας, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς θά σεβαστεῖ αὐτὴν τὴν ἐπιλογή μας.
12 Νοεμβρίου 2017
Μὲ ἀφορμὴ τὰ ἐρωτήματα ποὺ δέχθηκε ἀπὸ ἕνα νομοδιδάσκαλο, ὁ Κύριος διηγήθηκε τὴ θαυμάσια παραβολὴ τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτου, ποὺ ἀκούσαμε σήμερα, γιὰ νὰ ὑπογραμμίσει πόσο μεγάλη σημασία ἔχει νὰ ἐφαρμόζει κανεὶς στὴν πράξη τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ πρὸς τὸν πλησίον του, ἀνεξάρτητα ἀπὸ ὅρια.
Ἂς κάνουμε λοιπὸν λίγες σκέψεις, γιὰ νὰ δοῦμε τί σημαίνει νὰ περνᾶμε ἀπὸ τὴ θεωρία στὴν ἔμπρακτη ἐφαρμογὴ τῆς ἀγάπης.
Ὁπωσδήποτε εἶναι ἀπαραίτητο νὰ γνωρίζουμε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ στὴ ζωή μας. Νά μελετοῦμε τὴν Ἁγία Γραφή, γιὰ νὰ βρίσκουμε καθοδήγηση καὶ λύση στὰ προβλήματά μας. Ὡστόσο μόνη ἡ γνώση δὲν ἀρκεῖ. Ὁ νομικὸς τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου ἤξερε νὰ ἀπαγγέλλει καλὰ, ὡς προσευχὴ πρωὶ καὶ βράδυ, τὴν ἐντολὴ τῆς ἀγάπης,‧ ἡ πρακτική της ὅμως τοῦ ἦταν ἄγνωστη. Νόμιζε πὼς ὄφειλε νὰ ἀγαπᾶ μόνο τοὺς ὁμοεθνεῖς του ἢ τοὺς ὁμοπίστους του, θὰ λέγαμε. Μιὰ τέτοια συνείδηση, ὅμως, καταντᾶ ἀνώφελη φιλοσοφία καὶ εἶναι πίστη νεκρή, ἀφοῦ δὲν συνοδεύεται ἀπὸ ἔργα ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ ἔχουν ἀποδέκτη κάθε ἄνθρωπο ἀνάγκης.
Ἔτσι κι ἐμεῖς οἱ χριστιανοὶ ἐκφράζουμε δυστυχῶς, ἐν πολλοῖς, τὴν θρησκευτικότητά μας. Μιλᾶμε μὲ γνώση καὶ ἄνεση γιὰ θεολογικὰ θέματα, ἀναλύουμε ἁγιογραφικὰ χωρία, τονίζουμε στοὺς ἄλλους τὴν ἀξία τῆς διδασκαλίας τοῦ Κυρίου, ὅμως δὲν ἔχουμε ἐπίγνωση τῶν λόγων μας, ἀφοῦ δὲν ἀφήνουμε τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ νὰ ἐπηρεάσει δραστικὰ πρῶτα τὴ προσωπική μας ζωή.
Ἀληθινὰ ὅμως εὐτυχεῖς καὶ μακάριοι γινόμαστε, μόνον ὅταν ἔμπρακτα ἐφαρμόσουμε τὸ θέλημά Του στὴ ζωή μας. Ποιὰ εἶναι ἡ κατεξοχὴν πρακτικὴ ἐφαρμογὴ τοῦ θελήματός Του; Ἡ ἔμπρακτη τήρηση τῶν δύο ἐντολῶν ποὺ προβάλλονται ὡς κορυφαῖες, ἐπειδὴ ἐμπεριέχουν ὅλες τὶς ἄλλες. Πρόκειται γιὰ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον. Σ’ αὐτὲς τὶς δύο ἐντολὲς «ὅλος ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται κρέμανται».
Καλούμαστε ν’ ἀγαπήσουμε πρῶτα τὸν Θεό, μὲ ὅλη μας τὴν καρδιὰ καὶ μὲ ὅλες μας τὶς δυνάμεις. Κι ἡ ἀγάπη αὐτὴ νὰ μὴν εἶναι θεωρητική, ἀλλὰ νὰ ἐκδηλώνεται «ἔργῳ καὶ ἀληθείᾳ» (Α΄ Ἰω. γ΄ 18). Μᾶς τὸ ζήτησε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος: «Ἐὰν ἀγαπᾶτέ με, τὰς ἐντολὰς τὰς ἐμὰς τηρήσατε» (Ἰω. ιδ΄ 15). Μὲ τὴν συνέπεια αὐτή, ἡ ἀγάπη κατόπιν πρὸς τὸν πλησίον θὰ προκύψει ὡς καρπὸς τῆς ἀνάγκης μας καὶ ὄχι ὡς ὀφειλή μας. Αὐτὴ εἶναι ἀπόδειξη ὅτι ἀγαποῦμε εἰλικρινὰ τὸν Θεό, σύμφωνα μὲ τὴ σαφῆ διευκρίνιση «ἐμοὶ ἐποιήσατε» (Ματθ. κε΄ 40).
Τὸ σημερινὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο προβάλλει τὸ ἐξαιρετικὰ πρακτικὸ παράδειγμα τῆς ἀνιδιοτελοῦς καὶ θυσιαστικῆς ἀγάπης καὶ τῆς ἔμπρακτης ἐφαρμογῆς της. Τὸν Καλὸ Σαμαρείτη. Ἕναν ἄνθρωπο ποὺ δὲν λογάριασε κόπο καὶ χρόνο οὔτε ἐπηρεάστηκε ἀπὸ προκαταλήψεις καὶ τοπικισμούς, ἀλλὰ στάθηκε μὲ προσωπικὸ κίνδυνο δίπλα στὸν ξένο καὶ πληγωμένο συνάνθρωπό του ὡς ἄνθρωπος, ὡς φίλος, ὡς ἀδελφός. Ποιὸς μπορεῖ ἀλήθεια σήμερα νὰ συγκρίνει αὐτὸ τὸ ἐπίπεδο ἀγάπης μὲ τὴν δική του συμπεριφορά;
Ἀναρίθμητες εἶναι οἱ εὐκαιρίες ποὺ παρουσιάζονται στὴ δική μας ζωή, γιὰ νὰ δείξουμε τὴν ἀγάπη μας σὲ συγγενεῖς καὶ φίλους, σὲ γνωστοὺς καὶ ἀγνώστους, ποὺ ἔχουν ἀνάγκη. Ἂν ξεπεράσουμε τυχὸν ἐπιφυλάξεις, ἴσως καὶ ἐμπάθειες, τότε, μὲ ἐπίκεντρο ἐνδιαφέροντος τὸν ἄλλον καὶ ὄχι τὸν ἑαυτό μας, θὰ ἀποκαλύψουμε τὴν ποιότητα τῆς ἀγάπης μας καὶ τὴν γνησιότητα τῆς πίστεώς μας.
«Πορεύου καὶ σὺ καὶ ποίει ὁμοίως».
Αὐτὸ παραγγέλλει σήμερα, ἀδελφοί μου, ὁ Χριστὸς στὸν καθένα ἀπὸ ἐμᾶς. Μὴ μένεις, λέει, στὴ θεωρία. Ἀκολούθησε τὸ παράδειγμα τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτου. Ὁ δρόμος γιὰ νὰ κληρονομήσεις τὴν αἰώνια ζωὴ ἔχει συγκεκριμένο τρόπο. Τὴν ἔμπρακτη ἀγάπη. Ξεπέρασε τὸν ἑαυτό σου, γιὰ νὰ συναντήσεις τὸν ἀδελφό σου. Κι ὅταν τὸν βρεῖς, ἔχεις συναντήσει Ἐμένα, τὴν Ζωή. Ἀμήν.
19 Νοεμβρίου 2017
Ὁ Χριστὸς μὲ μιὰ σύντομη παραβολή, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, μᾶς παρουσιάζει σήμερα τὴ ζωὴ ἑνὸς πλουσίου, τὸν ὁποῖο ὁ Ἴδιος χαρακτηρίζει ἄφρονα. Καὶ ἦταν πράγματι ἄφρων ὁ ἄνθρωπος αὐτός, ἐπειδὴ πέρασε ὅλη του τὴ ζωὴ προσκολλημένος στὰ πλούτη του, ἐνῷ τελικὰ πέθανε, πρὶν προλάβει νὰ τὰ ἀπολαύσει.
Ἀξίζει λοιπὸν νὰ δοῦμε γιατί ἡ ἐπιδίωξη ἀποκτήσεως ἐπίγειων ἀγαθῶν καὶ μάλιστα πολλῶν εἶναι ἀφροσύνη.
Πρῶτον, διότι γεμίζει τὸν ἄνθρωπο μὲ ἄγχος καὶ ἀγωνία. Αὐτοὶ ποὺ ἐνδιαφέρονται μόνο γιὰ τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ καὶ τὶς ἀπολαύσεις, νομίζουν ὅτι μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ θὰ χαροῦν τὴ ζωή τους. Ἡ ἀλήθεια ὅμως εἶναι ἐντελῶς διαφορετική.
Ἂς δοῦμε τὸν πλούσιο τῆς Παραβολῆς. Τὴν ἐξαιρετικὴ εὐφορία καὶ τὴν πλούσια σοδειά του ἀκολούθησαν βασανιστικὲς σκέψεις καὶ ἀγωνιώδεις μέριμνες, «Τί ποιήσω;» ἔλεγε. Καὶ στὴ συνέχεια ἡ πλεονεξία του τὸν ὁδήγησε σὲ μιὰ ἀπόφαση ποὺ τὸν περιέπλεξε σέ μεγαλύτερες περιπέτειες. Ἀποφάσισε νὰ γκρεμίσει τὶς ἀποθῆκες του καὶ νὰ κτίσει μεγαλύτερες, γιὰ νὰ ἐξασφαλίσει τὰ ὑπάρχοντά του. Στ’ ἀλήθεια, πόσες φασαρίες, ἔξοδα, πονοκεφάλους, προβλήματα καὶ ἐντάσεις προκάλεσε αὐτὴ ἡ ἀπόφασή του; Κάτι παρόμοιο συμβαίνει μὲ κάθε ἄνθρωπο ποὺ μπαίνει στὴ λογικὴ τῆς καταναλωτικῆς ζωῆς. Ἀρχίζει ἕνα ἀσταμάτητο κυνήγι χρημάτων μὲ ὅλα τὰ μέσα, χωρὶς νὰ ἡσυχάζει. Ἂν μάλιστα σὲ αὐτὰ προσθέσουμε τὴν ἀγωνία τῆς κλοπῆς τους, ποὺ τὸν διακατέχει, ἢ ἀκόμη τὴν ἀπώλειά τους ἀπὸ οἰκονομικὴ κρίση, τότε εὐκολότερα καταλαβαίνουμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ζεῖ μονίμως στὴν ἀβεβαιότητα καὶ στὴν ἀγωνία. Κάτω ἀπὸ αὐτὲς τὶς συνθῆκες πῶς εἶναι δυνατὸν κανεὶς νὰ ἀπολαύσει τὰ ἀγαθά του;
Δεύτερον, διότι ἠ ψυχὴ ὡς πνεῦμα δὲν χορταίνει μὲ ὑλικὰ ἀγαθά. Οἱ πόθοι της εἶναι βαθύτεροι καὶ ἄπειροι καὶ μόνο ὁ ἄπειρος καὶ τέλειος Θεὸς μπορεῖ νὰ τὴν ἱκανοποιήσει. Γι’ αὐτὸ καὶ αὐτὴ ἐνστικτωδῶς διψάει τὴν ἕνωσή της μὲ τὸν Θεό. Τίποτα ἄλλο δὲν μπορεῖ νὰ τὴν ἱκανοποιήσει οὐσιαστικὰ παρὰ μόνο τὸ «ὄντως ἐφετόν» πρόσωπο τοῦ Κυρίου.
Τρίτον, διότι ὁ ἄνθρωπος λησμονεῖ τὸν θάνατο. Τὸ πιὸ διακριτὸ χαρακτηριστικὸ τῆς ἀφροσύνης τῶν ὑλιστῶν εἶναι ἡ πεποίθηση ὅτι τὰ πλούτη τους θὰ τὰ ἔχουν διαρκῶς μαζί τους. Τὸν θάνατο οὔτε ποὺ τὸν σκέπτονται. Αὐτὸ ἀκριβῶς ἔπαθε κι ὁ δυστυχὴς πλούσιος τῆς Παραβολῆς, ὁ ὁποῖος ἐνῷ ὀνειρευόταν ἀνέσεις καὶ ἀπολαύσεις, τὸν ἐπισκέφθηκε ὁ θάνατος. Τότε ἄκουσε ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Δικαιοκρίτου Κυρίου « Ἀνόητε ἄνθρωπε, ὅλα αὐτὰ ποὺ ἑτοίμασες, ποῦ θὰ πᾶνε;».
Ἀδελφοί μου,
πολλοὶ ἄνθρωποι πέφτουν καθημερινὰ στὴν ἴδια παγίδα, ἐπειδὴ πιστεύουν ὅτι τὰ χρήματα καὶ τὰ κτήματα μποροῦν οἱ ἴδιοι νὰ τὰ διαχειρίζονται, ὡς δικά τους, χωρὶς ποτὲ νὰ τὰ ἀποχωριστοῦν. Δὲν σκεπτόμαστε ὅτι, ὅπως ὅταν γεννηθήκαμε δὲν εἴχαμε τίποτα, ἔτσι κι ὅταν φεύγουμε δὲν μποροῦμε νὰ πάρουμε μαζί μας τίποτα. Δὲν εἶναι ἀφροσύνη λοιπὸν νὰ ἀγωνιοῦμε καὶ νὰ κοπιάζουμε γιὰ πράγματα ποὺ εἶναι ἐπίγεια καὶ φθαρτά;
Ζοῦμε σὲ μιὰ κοινωνία ποὺ προβάλλει τὸ χρῆμα καὶ τὴν ὕλη ὡς προϋποθέσεις γιὰ τὴν εὐτυχία τοῦ ἀνθρώπου. Δὲν ὑπάρχει ὅμως μεγαλύτερη ἀφροσύνη ἀπὸ τὸ νὰ στηρίζεται κανεὶς στὴν ὕλη.
Κερδισμένοι ζοῦν σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο ὅσοι τὰ διαχειρίζονται πρὸς ὄφελος καὶ τῶν ἄλλων, ἐξασφαλίζοντας ἔτσι θησαυροὺς ποὺ ἀποτελοῦν γιὰ τοὺς ἴδιους τὴν καλύτερη ἐπένδυση καὶ γιὰ τὸ αἰώνιο μέλλον. Ἀμήν.
26 Νοεμβρίου 2017
Δὲν εἶχε εὐτυχῆ κατάληξη ἡ συνάντηση τοῦ πλούσιου ἐκείνου νεανίσκου μὲ τὸν Κύριο, τὴν ὁποία μᾶς περιγράφει τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο. Ἔφυγε λυπημένος ὁ νέος, ὅταν ὁ Χριστὸς τοῦ ζήτησε νὰ ἀποχωριστεῖ τὸ χρῆμα ποὺ κρατοῦσε αἰχμάλωτη τὴν ψυχή του, γιὰ νὰ γίνει τέλειος. Ἡ ὑπέρβαση γιὰ τὴν τελειότητα ἀποτελεῖ, ἀπὸ τότε, τὴν αἰώνια προτροπὴ τοῦ Κυρίου ἀλλὰ καὶ τὸν τελικὸ στόχο γιὰ κάθε χριστιανό.
Ἡ αὐτογνωσία καὶ ὁ ἀγώνας προβάλλουν ὡς ἀναγκαῖες προϋποθέσεις γιὰ τὴν ἐπιτυχία αὐτοῦ τοῦ σκοποῦ.
Ὁ πλούσιος νέος τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου νόμιζε ὅτι εἶναι καλός, ἐπειδὴ τηροῦσε τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Ὅπως ἀποδείχθηκε ὅμως, ἡ θρησκευτικότητά του ἦταν τυπικὴ καὶ ἐπιφανειακή. Νόμιζε ὅτι ἡ σχέση του μὲ τὸν Θεὸ καθορίζεται ἀπὸ τυπικὰ καλὲς πράξεις. Ἀπέφευγε βέβαια τὶς σοβαρὲς παραβάσεις τοῦ νόμου, ἀλλὰ ζητοῦσε νὰ μάθει ἂν χρειάζεται νὰ κάνει καὶ κάτι ἄλλο, γι’ αὐτὸ καὶ ρώτησε «τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;».
Ἡ ἔλλειψη αὐτογνωσίας στερεῖ μέχρι καὶ σήμερα ἀπὸ κάθε ἄνθρωπο τὴν δυνατότητα ἀνακάλυψης τῶν ἀγκαθιῶν, ὡς ἐμποδίων, ποὺ ὑπάρχουν βαθιὰ μέσα στὴν ψυχή του. Ἀγκάθια, ποὺ ἂν ἐντοπίσει καὶ ξεριζώσει, θὰ τελεσφορήσει κάθε καλὴ διάθεση καὶ προσπάθεια. Χρειάζεται παράλληλα αὐτοκριτικὴ καὶ εἰλικρίνεια, γιὰ νὰ ἐντοπισθεῖ τὸ ζητούμενο ἀπὸ τὸν Χριστὸ «ἓν» ποὺ μᾶς χωρίζει.
Τὸ δεύτερο ἀπαραίτητο στοιχεῖο, γιὰ νὰ γίνουμε τέλειοι καὶ πιστοὶ μαθητές Του, εἶναι ἀδιαμφισβήτητα ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ. Ὁ δρόμος τῆς χριστιανικῆς ζωῆς ὡς πορεία γιὰ τὴν τελειότητα δὲν εἶναι εὔκολος. Ἀπαιτεῖ θυσίες καὶ αὐταπάρνηση. Γιὰ τὸν πλούσιο, ὁ Κύριος εἶπε ὅτι εἶναι εὐκολότερο νὰ περάσει μία καμήλα ἀπὸ τὴν τρύπα μιᾶς βελόνας, παρὰ νὰ εἰσέλθει ἕνας πλούσιος στὴ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Κι ὅταν οἱ μαθητὲς ρώτησαν μὲ ἔκπληξη «τότε λοιπὸν ποιὸς μπορεῖ νὰ σωθεῖ;», ὁ Κύριος ἀπάντησε ὅτι «ὅσα εἶναι ἀδύνατον νὰ γίνουν μὲ τὴν ἀσθενικὴ ἀνθρώπινη δύναμη, εἶναι κατορθωτὰ μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ».
Ἀδελφοί μου,
ἡ συμμετοχή μας στὴ μυστηριακὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἰδιαίτερα ὅμως στὸ Μυστήριο τῆς ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως εἶναι ἡ εὐκαιρία νὰ ἐκδηλώσουμε τὴν εἰλικρινῆ μας μετάνοια καὶ νὰ καταθέσουμε ὅ,τι στέκεται πρόσκομμα στὸ δρόμο μας γιὰ νὰ Τὸν ἀκολουθήσουμε. Οἱ συμβουλὲς τοῦ πνευματικοῦ μας, μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, μποροῦν νὰ στηρίξουν τὸν πνευματικό μας ἀγῶνα γιὰ τὴν τελειότητα.
Ὁ Κύριος δὲν μᾶς θέλει ἁπλῶς «καλοὺς ἀνθρώπους» ἀλλὰ ἀφοσιωμένους μιμητές Του. Θέλει νὰ γίνουμε τέλειοι, διότι αὐτὲς εἶναι οἱ προδιαγραφὲς ποὺ μᾶς ἔδωσε, ὅταν μᾶς δημιούργησε. Μᾶς ἔπλασε «κατ’ εἰκόνα» καὶ «καθ’ ὁμοίωσίν» Tου. Ἔχουμε λοιπὸν τὴ δυνατότητα γιὰ πολὺ περισσότερα ἀπὸ ὅσα νομίζουμε ὅτι ἀπὸ μόνοι μας μποροῦμε νὰ καταφέρουμε. Ἔχουμε τὶς προϋποθέσεις ν’ ἀνεβοῦμε ψηλότερα. Ἀρκεῖ νὰ ἀνακαλύψουμε αὐτὸ τὸ «ἓν» ποὺ ζητεῖ σήμερα καὶ μᾶς χωρίζει ἀπὸ κοντὰ Tου καὶ νὰ τὸ ξεπεράσουμε μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ βοήθειά Tου. Τότε θὰ ἀποδειχθοῦμε ἄξιοι μαθητὲς καὶ κληρονόμοι τῆς Βασιλείας Του. Ἀμήν.
ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2017
ΚΥΡΙΑΚΗ Β΄ ΛΟΥΚΑ (Λουκ. στ΄, 31–36)
1 Ὀκτωβρίου 2017
Στὴ σημερινὴ Εὐαγγελικὴ περικοπὴ ὁ Κύριος ὁμιλεῖ γιὰ τὴν ἐντολὴ τῆς ἀγάπης, προτρέποντάς μας νὰ συμπεριφερόμαστε στοὺς συνανθρώπους μας ὅπως ἀκριβῶς ἐπιθυμοῦμε νὰ συμπεριφέρονται κι αὐτοὶ σὲ μᾶς. Εἶναι προϋπόθεση, μᾶς λέει, ἂν θέλουμε οἱ ἄνθρωποι νὰ μᾶς ἀγαποῦν, νὰ μᾶς σέβονται καὶ νὰ μᾶς συγχωροῦν, τότε κι ἐμεῖς πρῶτοι νὰ συμπεριφερόμαστε ἔτσι.
Ἄν ἀγαπᾶτε, διευκρινίζει, αὐτοὺς ποὺ σᾶς ἀγαποῦν, ὅπως κάνουν οἱ ἁμαρτωλοί, καὶ κάνετε καλὸ μόνο σὲ ἐκείνους ποὺ σᾶς φέρονται καλά, τότε μέσα σας δὲν ὑπάρχει ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ. Ἂν δανείζετε σ’ ἐκείνους ἀπὸ τοὺς ὁποίους περιμένετε νὰ ἔχετε ἀπολαβές, ὅπως κάνουν οἱ ἁμαρτωλοί, τότε ἡ ἀγάπη γίνεται δοσοληψία καὶ ἡ φιλανθρωπία ἰδιοτέλεια. Γι’ αὐτό, πάλι μᾶς προτρέπει, νὰ ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθρούς σας καὶ νὰ πράττετε τὸ ἀγαθὸ καὶ νὰ δανείζετε χωρὶς νὰ περιμένετε ἀνταπόδοση, καὶ τότε ὁ μισθός σας θὰ εἶναι πολὺς καὶ θὰ εἶσθε γνήσια παιδιὰ τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ὁ ἴδιος εὐεργετεῖ ἀκόμα καὶ τοὺς ἀχάριστους καὶ πονηροὺς ἀνθρώπους.
Μὲ τοὺς λόγους αὐτοὺς ὁ Κύριος ἀναλύει πρακτικὰ τὶ σημαίνει ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον, καὶ τὴν διαστέλλει ἀπὸ κάθε ἐνέργεια ποὺ ἀποβλέπει στὸ συμφέρον μας. Ἡ ἀγάπη δὲν εἶναι γιὰ τὸν Χριστὸ μία κίνηση ποὺ ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴ συμπεριφορὰ τῶν ἄλλων γύρω μας, ἀλλὰ ἀντλεῖ τὴν καταγωγή της καὶ τὴ δύναμή της ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸ Θεό. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ νέα ἐντολή, ἡ μοναδικὴ ἐντολὴ τῆς Καινῆς Διαθήκης, εἶναι τὸ «Ἀγαπᾶτε ἀλλήλους», καθὼς σ’ αὐτὴ στηρίζονται καὶ ὁ Νόμος καὶ οἱ Προφῆτες, καὶ κάθε ἔκφραση τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος δίνει σαφῆ ἐντολὴ θέλοντας νὰ διεγείρει τὴν ψυχή μας πρὸς τὴν πραγμάτωση τῆς ἀληθινῆς κοινωνίας μὲ τὸν πλησίον, μᾶς λέει πὼς σημάδι ὅτι εἴμαστε γνήσιοι μαθητές του εἶναι ὄχι ἡ θαυματουργία ἀλλὰ ἡ ἀγάπη. Δὲν ζήτησε ὁ Χριστὸς ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους νὰ κάνουν σημεῖα καὶ θαύματα, παρόλο ποὺ ὁ ἴδιος τοὺς ἔδωσε αὐτὴ τὴν δωρεὰ καὶ χάρη, ἀλλὰ ταυτίζει τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον μὲ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν ἴδιο τὸν Θεό. Ἐπείνασα, μᾶς λέει, καὶ μοῦ δώσατε νὰ φάω. Καὶ τοῦτο, ἐπειδὴ συνδέεται ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον καὶ ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό.
Δὲν εἶναι σπάνιο φαινόμενο, μέσα στὴν ἀνθρώπινη ἀτέλεια καὶ ἀδυναμία μας, καὶ ἔχοντας ἀνάγκη νὰ εἰσπράξουμε τὴν ἀγάπη τῶν συνανθρώπων μας, νὰ ἀντιλαμβανόμαστε τὴν ἀγάπη ὡς μιὰ κίνηση συναισθηματική, ποὺ περιορίζεται σὲ στενὸ κύκλο ἀνθρώπων γύρω μας, καὶ συχνά μεταβάλλεται ἀνάλογα μὲ τὴ συμπεριφορά τους. Ὅμως γιὰ τὸν Χριστὸ ἡ ἀγάπη εἶναι κοινωνία προσώπων καί, ἐπειδὴ ὡς κοινωνία προσώπων καὶ ὡς σχέση ἑνότητας μὲ τὸν συνάνθρωπο καὶ μὲ τὸν Θεὸ δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει μὲ ὅρους ἰδιοτελεῖς, τὸ χαρακτηριστικό της γνώρισμα δὲν εἶναι ἡ ἀντιπροσφορὰ ἀλλὰ ἡ προσφορὰ δίχως ἀνταλλάγματα. Πιὸ ἁπλᾶ, ἂν περιμένουμε ὅλοι μας πρῶτα οἱ ἄλλοι νὰ μᾶς φερθοῦν μὲ ἀγάπη, ὥστε κι ἐμεῖς νὰ πράξουμε ἀνάλογα, τότε μοιραῖα οἱ ἄνθρωποι ἀποξενωνόμαστε μεταξύ μας, κλεινόμαστε στὴ φυλακὴ τοῦ ἐγώ μας καὶ ζοῦμε ἀπὸ τώρα τὴν ἀπομόνωση, ποὺ εἶναι ἡ Κόλαση.
Ἡ κοινωνία σήμερα χαρακτηρίζεται, ὅσο ποτέ, ἀπρόσωπη, οἱ ἄνθρωποι ὡς μονάδες, ζοῦμε ἀπομονωμένοι, σκυθρωποί, δίχως ἐνδιαφέρον γιὰ τὸν πλησίον, δίχως πραγματικὴ ἀγάπη καὶ χαρὰ μέσα μας.
Ἔξοδο φυγῆς ἀπὸ τὴν κόλαση τῆς καθημερινότητας ἀποτελεῖ ἡ προτροπὴ τοῦ Χριστοῦ, σήμερα, νὰ περάσουμε ἀπὸ τὴν παθητικὴ ἐγωιστικὴ στάση στὴν ἐνεργητικὴ καὶ πραγματικὴ ἔκφραση τῆς ἀγάπης, ποὺ προσφέρει καὶ προσφέρεται καὶ θυσιάζεται χωρὶς ὅρους, ὅπως ἔκανε ὁ Ἴδιος, φωτίζοντας τὴν προοπτικὴ τῆς ὄντως Ζωῆς καὶ τῆς ἀνάστασης ποὺ χρειαζόμαστε. Ἀμήν.
8 Ὀκτωβρίου 2017
Ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς μᾶς διηγήθηκε σήμερα μὲ σύντομο καὶ παραστατικὸ τρόπο τὸ θαῦμα τῆς ἀναστάσεως τοῦ μοναδικοῦ παιδιοῦ μιᾶς γυναίκας χήρας ποὺ ζοῦσε στὴν κωμόπολη τῆς Ναΐν. Ἡ κωμόπολη αὐτὴ βρίσκεται στὰ νότια τοῦ ὄρους Θαβώρ, στὴν Γαλιλαία.
Ἐκεῖ πήγαινε ὁ Κύριος συνοδευόμενος ἀπὸ τοὺς μαθητές του καὶ ἀπὸ πολὺ κόσμο. Μόλις πλησίασε τὴν πύλη, ἀπὸ τὴν ὁποία ἔμπαιναν στὴν πόλη, βρέθηκε μπροστὰ στὴν νεκρικὴ πομπή. Ἡ θλίψη ὅλων καὶ ἰδιαίτερα τῆς μητέρας, ἀβάστακτη.
Τὰ πράγματα ὅμως μὲ τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ ἀλλάζουν τροπή. Ὁ Ἀρχηγὸς τῆς ζωῆς συναντιέται μὲ τὸν θάνατο. Ἐκεῖνος ποὺ εἶναι ἡ ἐλπίδα τοῦ κόσμου, ἔρχεται ἀντιμέτωπος μὲ ἕνα γεγονὸς ποὺ ἔσβηνε κάθε ἀνθρώπινη ἐλπίδα. Εἶναι ὅμως Ἐκεῖνος ποὺ ἀφανίζει τὴν θλίψη καὶ τὸν πόνο καὶ φέρνει στὸν κόσμο τὴν χαρά. Εἶναι ὁ μόνος ποὺ ἔχει ἐξουσία νὰ λέει: «Νεανίσκε, σοὶ λέγω ἐγέρθητι» καὶ ἡ ἐντολὴ τῆς ζωῆς νὰ ἐνεργοποιεῖται αὐτοστιγμεί. Τὸ νεκρὸ παιδὶ σηκώνεται καὶ παραδίδεται ζωντανὸ στὴν ἀπελπισμένη μητέρα.
Μὲ αὐτὸν τὸν θαυματουργικὸ τρόπο ὁ Θεὸς ἐπισκέφθηκε τὸν λαό του. Δὲν ἦταν καθόλου μικρὸ γεγονὸς αὐτὸ ποὺ εἶδαν ὅλοι. Ἕνας νεκρὸς ἀναστήθηκε μὲ τὸ πρόσταγμα τοῦ Χριστοῦ. Ἡ λύπη ποὺ εἶχε κυριεύσει τὴν ψυχή τους ἔφυγε καὶ ἀντικαταστάθηκε ἀπὸ τὴν χαρά.
Ὁ θάνατος, ἀδελφοί μου, εἶναι ἀδιαμφισβήτητα φοβερὸς γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Εἶναι ἕνα ἀφύσικο γεγονὸς ποὺ δὲν ἐπινοήθηκε ἀπὸ τὸν Δημιουργό, ἀλλὰ προέκυψε ὡς συνέπεια τοῦ χωρισμοῦ ἀπὸ τὴν ζωή, ποὺ εἶναι ὁ Ἴδιος. Ὁ Θεὸς μᾶς ἔπλασε γιὰ νὰ ζοῦμε, ὄχι νὰ πεθαίνουμε. Μᾶς ἔδωσε τὴν ζωή, γιὰ νὰ τὴν ἀπολαμβάνουμε καὶ ὄχι γιὰ νὰ τὴν ἀκυρώνουμε.
Ὁ θάνατος ἔρχεται στὴ ζωή μας, ὅταν ἡ ψυχὴ χωρίζεται ἀπὸ τὸ σῶμα. Μόλις ἡ ἀθάνατη ψυχὴ ἐγκαταλείψει τὸ φθαρτό μας σῶμα, αὐτὸ διαλύεται, μαρτυρῶντας ὅτι ἡ ζωὴ εἶχε ἀξία συζευγμένη μόνο μὲ τὴν πνοὴ τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι ἡ ψυχή μέσα μας. Ἡ ἀθάνατη ψυχὴ ὅμως ἐξακολουθεῖ νὰ ζεῖ περιμένοντας τὴν κοινὴ ἀνάσταση. Τὸ σῶμα μετὰ τὴν ἀνάσταση δὲν εἶναι πλέον φθαρτό, ἀλλὰ ἀφθαρτοποιημένο χωρὶς ὑλικὲς ἀνάγκες. Μὲ τὸ σῶμα αὐτὸ ἡ ψυχὴ θὰ ζήσει αἰώνια, χωρὶς τὸν φόβο νὰ τὸ ἀποχωριστεῖ ξανά.
Ἡ ἐπανασύσταση αὐτὴ τῆς ἀνθρώπινης ὀντότητας καὶ ἡ ἐκ νέου ἑνοποίησή της εἶναι τὸ μεγάλο δῶρο τοῦ Νικητοῦ τοῦ θανάτου, Χριστοῦ, καὶ τὸ ἀποτέλεσμα τῆς Ἀναστάσεώς του.
Πολλοὶ ἄνθρωποι δυσκολεύονται νὰ πιστέψουν στὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἑπομένως στὴν ἀνάσταση καὶ τῶν δικῶν μας σωμάτων, ἐπειδὴ παραμένουν δοῦλοι τῆς φθορᾶς καὶ τῶν παθῶν. Ἔτσι χάνεται ἡ προοπτικὴ τῆς αἰωνιότητας, καὶ ἡ ζωή μας κυριεύεται ἀπὸ τὴν ἀγωνία καὶ τὸν τρόμο τοῦ θανάτου.
Τὴν πίστη μας ὅμως στηρίζει ὁ ἄδειος τάφος τοῦ Χριστοῦ. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας ὀνομάζεται καὶ εἶναι Ἐκκλησία τῆς Ἀναστάσεως. Ἡ λειτουργική μας ζωὴ ἔχει ὡς ἐπίκεντρό της τὸ γεγονὸς αὐτό, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἀντλεῖται ἡ ἐλπίδα καὶ προσφέρεται ἡ ζωή.
Οἱ ἅγιοι εἶναι οἱ φίλοι τοῦ Θεοῦ ποὺ γίνονται τὰ πρότυπά μας, ἐπειδὴ ἀπέκτησαν αὐτὴν τὴν πεῖρα τῆς ἀναστάσεως, ἀψηφῶντας τὰ πάντα καὶ θυσιαζόμενοι γιὰ τὸν Χριστὸ μὲ φρικτὰ βασανιστήρια. Δὲν ὑπολόγισαν πλούτη, νειᾶτα οὔτε κι αὐτὴ τὴν ζωή τους, προκειμένου νὰ κερδίσουν τὴν χαρὰ τῆς αἰωνιότητας. Ἔζησαν τὴν χαρὰ τῆς ἀναστάσεως ἀπὸ τὸν παρόντα κόσμο, ἐπειδὴ πίστεψαν ὅτι ὁ θάνατος εἶναι ὕπνος ποὺ θὰ μᾶς ξημερώσει στὴν ποθητὴ ἡμέρα τῆς ὄντως ζωῆς.
«Νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι». Ὁ παντοδύναμος λόγος τοῦ Κυρίου ποὺ ἀνέστησε τὸ νεκρὸ γιὸ τῆς χήρας τῆς Ναῒν ἀντηχεῖ σὲ κάθε χρόνο καὶ ἐποχὴ καὶ διαλαλεῖ τὸ μήνυμα ὅτι πλέον ὁ θάνατος ἔχει νικηθεῖ. Μέσα στὴν Ἐκκλησία δὲν ὑπάρχουν νεκροί. Ὅλοι εἴμαστε ζωντανοί. Ἄλλοι στὴ γῆ κι ἄλλοι στὸν οὐρανό.
Ἂς μὴ λυπόμαστε λοιπὸν ὑπερβολικὰ γιὰ τοὺς ἀγαπημένους μας κεκοιμημένους. Πρέπει νὰ μᾶς παρηγορεῖ ἡ βεβαιότητα ὅτι ζοῦν στὴν φιλάνθρωπη ἀγκαλιὰ τοῦ Θεοῦ. Ἄς προσευχόμαστε γι’ αὐτοὺς καὶ ἂς ἀγωνιζόμαστε νὰ τοὺς συναντήσουμε, γιὰ νὰ ζήσουμε μαζί τους καινὴ καὶ ἀναστημένη ζωή. Ἀμήν.
15 Ὀκτωβρίου 2017
Κατὰ τὴ σημερινὴ ἡμέρα, ἑορτὴ τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἔχει καθορισθεῖ ὡς Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ἡ πολὺ γνωστὴ ἀλλὰ καὶ διδακτικὴ παραβολὴ τοῦ καλοῦ σπορέως. Ἡ παραβολὴ ὅπου ὁ Κύριος Ἰησοῦς παρομοιάζει τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ μὲ τὸ σπόρο. Σὰν τὸ σπόρο καὶ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ σπείρεται πλουσιοπάροχα στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων. Δὲν καρποφορεῖ ὅμως παντοῦ καὶ πάντα. Σύμφωνα μὲ τὴν παραβολή, μόνο ὁ σπόρος ὁ ὁποῖος ἔπεσε σὲ καλὴ γῆ καρποφόρησε.
Γι’ αὐτὴ τὴν καλὴ γῆ θὰ κάνουμε λόγο σήμερα. Γιὰ τὴν ψυχὴ δηλαδὴ τοῦ ἀνθρώπου ὁ ὁποῖος ἀκούει μὲ προσοχὴ καὶ συναίσθηση τὰ θεῖα λόγια καὶ ἀγωνίζεται νὰ τὰ ἐφαρμόσει στὴ ζωή του.
Εἶναι πάρα πολλὲς οἱ εὐκαιρίες μέσα ἀπὸ τὶς ὁποῖες ὁ Οὐράνιος Γεωργὸς ρίχνει τὸ σπόρο τοῦ θείου λόγου στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων. Πολλοὶ δὲν τὸν δέχονται. Ἄλλοι ὅμως ἀντίθετα ἀπολαμβάνουν πλούσιους καρπούς, διότι ἀκοῦν μὲ προσοχὴ καὶ ἱερὴ συναίσθηση τὰ θεῖα λόγια. Γι’ αὐτοὺς ὁ Κύριος εἶπε «οὗτοι εἰσὶν οἵτινες... ἀκούσαντες τὸν λόγον κατέχουσι».
Ἡ λέξη «κατέχουσι» δηλώνει συνειδητὸ ἀκροατὴ ὁ ὁποῖος, ὅταν ἀκούει καί μελετᾶ τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, συναισθάνεται ὅτι πρόκειται γιὰ θεῖα καὶ ἱερὰ λόγια καὶ ἡ συναίσθηση αὐτὴ τοῦ προκαλεῖ δέος. Αἰσθάνεται ὅτι τὴν ὥρα αὐτὴ τοῦ μιλάει ὁ Θεός. Καὶ ἡ σκέψη αὐτὴ δημιουργεῖ μέσα του ἕνα κλῖμα ἱεροπρέπειας καὶ σοβαρότητας. Αὐτὴ ἡ συναίσθηση τὸν κάνει νὰ προσεύχεται, πρὶν ἀκούσει ἢ μελετήσει τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ παρακαλεῖ τὸν Φωτοδότη Κύριο νὰ τὸν φωτίσει νὰ ἐννοήσει τὴ θεία διδασκαλία.
Ἡ ἴδια συναίσθηση τὸν παρακινεῖ κατὰ τὴν ὥρα τῆς θείας διδαχῆς νὰ ἐντείνει τὴν προσοχή του, γιὰ νὰ μὴ χάσει τίποτα ἀπὸ τὴν οὐράνια διδασκαλία. Ἀκολουθεῖ δηλαδὴ τὴ συμβουλὴ τῶν ἁγίων Πατέρων, οἱ ὁποῖοι σημειώνουν: Ὅπως πλησιάζεις μὲ εὐλάβεια νὰ κοινωνήσεις τὰ Ἄχραντα Μυστήρια προσέχοντας νὰ μὴν ἐκπέσει θεῖος μαργαρίτης, μὲ τὸν ἴδιο ἀκριβῶς τρόπο νὰ προσέχεις στὴν ἀκρόαση τοῦ θείου λόγου καὶ στή μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ὥστε νὰ μὴ σοῦ ξεφύγει κανένα ἀπὸ τὰ θεῖα νοήματά της.
Ὑπάρχει ὅμως κι ἕνα δεύτερο βασικὸ χαρακτηριστικὸ τῶν καλλιεργημένων καὶ δεκτικῶν ψυχῶν. Εἶναι ὁ καθημερινὸς ἀγώνας γιὰ τὴν ἐφαρμογὴ τοῦ θείου λόγου. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ τότε μόνο καρποφορεῖ, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀγωνίζεται «ἐν ὑπομονῇ» νὰ τὸν ἐφαρμόζει στὴ ζωή του. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἅγιος ἀδελφόθεος Ἰάκωβος μᾶς προτρέπει: «Γίνεσθε ποιηταὶ λόγου καὶ μὴ μόνον ἀκροαταὶ» (Ἰακ. α΄ 22).
Εἶναι σημαντικὸ λοιπὸν μετὰ τὴ μελέτη ἢ τὴν ἀκρόαση τοῦ θείου λόγου νὰ προσπαθοῦμε νὰ ἐπαναφέρουμε στὴ μνήμη μας ἐκεῖνο ποὺ διαβάσαμε ἢ ὅ,τι ἀκούσαμε καὶ νὰ σκεπτόμαστε πὼς αὐτὸ μποροῦμε νὰ τὸ ἐφαρμόσουμε στὴ ζωή μας. Ἔχουμε καὶ τώρα θέμα προσευχῆς. Ὅπως πρὶν ἀπὸ τή μελέτη ἢ τὴν ἀκρόαση τοῦ θείου λόγου προσευχόμαστε, γιὰ νὰ φωτιστεῖ ὁ νοῦς μας καὶ νὰ ἐννοήσουμε τὸ βάθος τῶν θείων νοημάτων, ἔτσι καί μετὰ ἀπὸ αὐτὴν προσευχόμαστε στὸν Θεὸ νὰ ἐνισχύσει Ἐκεῖνος τὴ θέλησή μας στὸν ἀγῶνα γιὰ τὴν ἐφαρμογὴ τοῦ θελήματός του.
Ἀδελφοί μου, εἶναι πολὺ σημαντικὸ νὰ ζητοῦμε τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, διότι ὑπάρχει τὸ ἐνδεχόμενο νὰ συναντήσουμε θλίψεις καὶ δοκιμασίες, δυσκολίες καὶ ἐμπόδια, τὰ ὁποῖα μπορεῖ νὰ μᾶς κλονίσουν, ἂν δὲν μᾶς ἐνισχύσει Ἐκεῖνος νὰ θέσουμε ὡς γερὴ βάση καὶ στήριγμά μας τὸ θέλημά του.
«Καλὴ γῆ». Ἔτσι μᾶς θέλει καὶ αὐτὴν ψάχνει ὁ Οὐράνιος Γεωργός. Νὰ ἔχουμε ψυχὲς δεκτικὲς ποὺ θὰ ἀκοῦν μὲ προσοχὴ τὰ θεῖα λόγια καὶ θὰ προσπαθοῦν νὰ τὰ ἐφαρμόζουν στὴν καθημερινὴ ζωή.
Ἂς Τὸν παρακαλέσουμε θερμὰ νὰ μᾶς χαρίσει καὶ κατὰ τὴ νέα ἱεραποστολικὴ χρονιὰ πλούσια τὴ σπορὰ τοῦ θείου λόγου καὶ ἀκόμη πλουσιότερη τὴν πνευματικὴ καρποφορία στὶς ψυχὲς ὅλων μας. Ἀμήν.
22 Ὀκτωβρίου 2017
Τὴν τραγικὴ πραγµατικότητα τῆς ἐπιρροῆς τοῦ σατανᾶ στὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου ἀλλὰ καὶ τὴ δυνατότητα ἀπελευθέρωσης ἀπὸ τὸ κακὸ, ποὺ παρέχει πάντα ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ στὴ ζωή µας, ἀποκαλύπτει ἡ σηµερινὴ Εὐαγγελικὴ περικοπὴ.
Ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς ἀναφερόµενος στὸ γεγονὸς τῆς µετάβασης τοῦ Κυρίου στὴ χώρα τῶν Γαδαρηνῶν καὶ τῆς συνάντησεώς του µὲ ἄνδρα «ὃς εἶχε δαιµόνια ἐκ χρόνων ἱκανῶν», διαπιστώνει τὸ διαβρωτικὸ καὶ καταστρεπτικὸ ρόλο τῶν δαιµονικῶν δυνάµεων στὸ ἀνθρώπινο γένος µέσα στοὺς αἰῶνες, ἀλλὰ παράλληλα φανερώνει τὴν καταλυτικὴ ἐξουσία ποὺ ἔχει ὁ Χριστὸς κατὰ τοῦ διαβόλου. Εἶναι ἀνάγκη νὰ ὑπογραµµίσουµε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τὴν ἀλήθεια ὅτι ἡ Ἐκκλησία, ὅταν κάνει λόγο στὸν σύγχρονο κόσµο γιὰ τὸν δαίµονα καὶ τὶς δυνάµεις του, δὲν παραπέµπει τὸν ὀρθολογιστὴ ἄνθρωπο νὰ ψάξει στὶς τερατόµορφες παραστάσεις ἄλλων ἐποχῶν, γιὰ νὰ τὸν ἐκφοβίσει, ἀλλὰ ἀπευθύνεται µὲ σκοπὸ νὰ τὸν βοηθήσει νὰ ἀνιχνεύσει µέσα ἀπὸ τὰ γεγονὸτα τῆς ζωῆς του τὴν κρυπτόµενη παρουσία καὶ ἐπέµβασή του, τονίζοντας παράλληλα τὴν παρήγορη ἀλήθεια ὅτι ὁ Κύριος ἦλθε «ἵνα καταργήσῃ τὸν τὸ κράτος ἔχοντα τοῦ θανάτου, τοῦτ’ ἔστι τὸν διάβολον». Εἶναι ἀδιαµφισβήτητη πραγµατικότητα πὼς ζοῦµε σὲ µιὰ ἐποχή, κατὰ τὴν ὁποία ὁ ἄνθρωπος κοµπάζει γιὰ τὸ ἐπίπεδο τοῦ πολιτισµοῦ του, γιὰ τὴν πολύπλευρη ἐπιστηµοσύνη του, γιὰ τὰ ἐπιτεύγµατα τῆς τεχνολογίας του, γιὰ τὰ κατοχυρωµένα δικαιώµατά του, καὶ ὁπωσδήποτε γιὰ τὴν ἀσύδοτη ἐλευθερία του καὶ τὴν ἀσύλληπτη δυνατότητά του σὲ κάθε τοµέα τῆς ζωῆς. Στὸν κόσµο αὐτὸ ὁ λόγος τῆς Ἐκκλησίας σήµερα περὶ δαιµονίων ξενίζει, προκαλεῖ, ἀµφισβητεῖται, παραπέµποντας σὲ σκοταδιστικὸ παρελθόν.
Ἀπὸ τὴν ἄλλη ὅμως, τὰ σκληρὰ περιστατικὰ τοῦ καθηµερινοῦ ἀβίωτου πλέον βίου µας, δηλαδὴ ἡ ἀπουσία τῆς ἀνθρωπιᾶς, ἡ ἔλλειψη τῆς ἀγάπης, ἡ ἀποκαθήλωση τῶν ἰδεωδῶν, τὸ ἀναποδογύρισµα τῶν ἀξιῶν, τὸ γκρέµισµα τῶν θεσµῶν, ἡ ἀποτυχία τῶν πολιτικοκοινωνικῶν µας συστηµάτων, ἡ διάλυση τῆς οἰκογένειας, ἡ ἐπίµονη ἄρνηση τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν νομιμοποίηση καὶ θεώρηση κάθε ἁμαρτίας καί διαστροφῆς ὡς ἀνθρωπίνου δικαιώματος, µᾶς βοηθοῦν νὰ ἐντοπίσουµε τὴ διαβρωτικὴ παρέµβαση τοῦ προαιώνιου ἐχθροῦ τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῆς ζωῆς, δηλαδὴ τοῦ διαβόλου. Εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ ἀναφορὰ τῆς Εὐαγγελικῆς περικοπῆς στὸ ἀλλοιωµένο ἀνθρώπινο πρόσωπο τοῦ δαιµονισµένου μὲ τὴν διάθεση ἐπίδειξης τῆς γυµνότητας, τὴν ἔλλειψη µέτρου, τὴν ἀπροθυµία κοινωνικότητας, τὸν πόθο παραµονῆς σὲ σκοτεινοὺς καὶ δυσώδεις τόπους, τὴν ἀφηνιασµένη δύναµη, ὥστε νὰ σπάζει ἀκόµη καὶ ἁλυσίδες, τὴν θορυβώδη ἐµφάνιση, τὴν µανιώδη ἐπίθεση καὶ τέλος τὸν φόβο τοῦ δαίµονα νὰ ἀντικρύσει τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ.
Σήµερα ποὺ μὲ σκοπιμότητα πολεμεῖται καί γελιοποιεῖται ἡ πίστη στὴν ὕπαρξη τοῦ σατανᾶ ἀπὸ τοὺς δῆθεν προοδευτικοὺς ποὺ ἀποκλείουν ἐπιστηµονικῶς (!!!) τὴν µεθοδεία τοῦ διαβόλου, ποιὸς ἀμφισβητεῖ ὅτι δὲν ὑφίστανται στὴν πολιτισµένη, κατὰ τὰ ἄλλα, κοινωνία µας τὰ ἴχνη τῶν ἔργων του µὲ κύρια χαρακτηριστικὰ τὶς καθημερινὲς συµπεριφορὲς ἀναρχικῶν, τροµοκρατῶν, δολοφόνων, ἀπατεώνων, βιαστῶν, ἐµπόρων ναρκωτικῶν καὶ ὅλων ὅσοι ἐργάζονται γιὰ τὴν ἐπικράτηση τοῦ κακοῦ καὶ τὴν διάσπαση κάθε δυνατῆς κοινωνίας προσώπων;
Ἡ Θεολογία τῆς Ἐκκλησίας µας, θεµελιωµένη στὴν ἁγιογραφικὴ µαρτυρία καὶ στὴν Πατερικὴ σοφία, δίνει πειστικὲς ἐρµηνεῖες γιὰ ὅσα συµβαίνουν, γνωρίζοντάς µας πὼς τὰ δαιµόνια εἶναι προσωπικὲς ὑπάρξεις τοῦ πνευµατικοῦ κόσµου µὲ συνείδηση καὶ ἐλευθερία. Μᾶς διδάσκει ἐπίσης ὅτι τὸ κακὸ προϋποθέτει ὑπευθυνότητα, ἐπειδὴ δὲν εἶναι αὐθύπαρκτο, δὲν εἶναι δηλαδὴ ἀφηρηµένη πραγµατικότητα ἀλλὰ καρπὸς ἐλεύθερης πράξης καὶ ἀποτέλεσµα συνειδητοῦ σκοποῦ. Γι’αὐτὸ καὶ σκοπός του ἔκτοτε ἔγινε ἡ κυριαρχία τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἔργο του ἡ διάσπαση τῆς κοινωνίας του µὲ τὸν Θεὸ καὶ τὸν συνάνθρωπο.
Τὸ Εὐαγγέλιο τῆς Ἐκκλησίας µας ἀναφέρεται σὲ πολλὲς περιπτώσεις, κατὰ τὶς ὁποῖες ὁ διάβολος ἐπιδιώκει τὴν προσωρινὴ ἢ καὶ τὴν αἰώνια ἐξόντωση τοῦ πλάσµατος τοῦ Θεοῦ. Ἀνέλαβε, ἐπίσης, τόν ρόλο τοῦ ὑποβολέα τοῦ κακοῦ στὴν ἐλεύθερη συνείδηση καὶ διάθεση τοῦ ἀνθρώπου, µισῶντας τὴν ἁρµονία, τὴν ὀµορφιὰ καὶ τὴν τάξη τοῦ φυσικοῦ κόσµου. Ὅµως οἱ ἐνέργειές του, οἱ σκοποί του καὶ οἱ δυνάµεις του καταλύονται ἀπὸ τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν ἁγίων του. Τὸ ἔργο αὐτὸ τοῦ Χριστοῦ κατὰ τῶν δαιµονικῶν δυνάµεων συνεχίζει στὸν κόσµο ἡ Ἐκκλησία, ὡς τὸ παρατεινόµενο στὴν ἱστορία ἀναστηµένο σῶµα του. Μέσα στὸ πνευµατικὸ αὐτὸ ἐργαστήριο ὁ Θεὸς ἐπιστρατεύει τοὺς ἁγίους του, οἱ ὁποῖοι διεξάγουν ἀόρατο πόλεµο κατὰ τοῦ διαβόλου.
Ἀδελφοί µου, ὁ πιστὸς ἄνθρωπος µπορεῖ νὰ διασώσει καὶ νὰ διαφυλάξει τὴν ὕπαρξή του συνειδητὰ καὶ ἐλεύθερα μόνο μέσα στὸ Σῶµα τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ὅπου ὑπερνικᾶται ἡ διάσπαση καὶ βιώνεται ἡ ἑνότητα μέσα στὴν Θεία Λειτουργία μὲ παράλληλη ἄσκηση ἔργων εὐποιΐας καὶ τὴν διακονία τῆς ἀγάπης. Γένοιτο.
29 Ὀκτωβρίου 2017
Σύμφωνα μὲ τὴ διδασκαλία τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἡ ζωὴ τοῦ χριστιανοῦ ἀποτελεῖ πρᾶγμα παράδοξο. Προκαλεῖ τὴν ἀνθρώπινη λογικὴ σήμερα ἡ ἐμπειρία καὶ ὁμολογία του, ὅταν γράφει «Χριστῷ συνεσταύρωμαι, ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός». Ἐσωτερικὸ ὅμως χαρακτηριστικὸ γνώρισμα τῆς ζωῆς τοῦ χριστιανοῦ εἶναι ἡ διὰ τοῦ βαπτίσματος πνευματικὴ ἀναγέννηση καὶ ἐξωτερικὸ χαρακτηριστικό της ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ταπείνωση.
Αὐτὰ ἀκριβῶς τὰ χαρακτηριστικὰ διαπιστώνουμε στὰ ἀναφερόμενα πρόσωπα τῆς σημερινῆς Εὐαγγελικῆς περικοπῆς. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ὡς ἀρχέτυπη εἰκόνα καὶ παράδειγμα τῆς ἀνθρωπότητας, προσφέρει τὸ μέτρο ποὺ ὀφείλουμε νὰ τηροῦμε, ὥστε νὰ δικαιολογεῖται καὶ ἡ προσωνυμία τοῦ χριστιανοῦ στὸ πρόσωπό μας. Ὁ Χριστός, μετὰ τὸ θαῦμα τῆς θεραπείας τοῦ δαιμονισμένου στὴ χώρα τῶν Γαδαρηνῶν, πορευόταν στὸ σπίτι τοῦ ἀρχισυνάγωγου Ἰαείρου, γιὰ νὰ θεραπεύσει τὴ δωδεκάχρονη ἑτοιμοθάνατη θυγατέρα του. Ἐνῷ βρισκόταν καθ᾽ ὁδὸν ἀκολουθούμενος ἀπὸ πλήθη ἀνθρώπων, τὰ ὁποῖα «συνέπνιγον αὐτόν», κάποια γυναίκα, ἡ ὁποία ὑπέφερε ἀπὸ αἱμορραγία ἐπὶ δώδεκα χρόνια, κατάφερε νὰ Τὸν πλησιάσει καὶ διακριτικὰ νὰ ἀγγίξει τὴν ἄκρη τῶν ἐνδυμάτων του. «Καὶ παραχρῆμα ἔστη ἡ ρύσις τοῦ αἵματος αὐτῆς», ὅμως, ἡ ἐνέργειά της δὲν διέλαθε τῆς προσοχῆς τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποῖος ἐρώτησε ποιὸς Τὸν εἶχε ἀγγίξει.
Τὸ ἐρώτημα τοῦ Χριστοῦ αὐθόρμητα προκάλεσε τὴν λογικὴ τῶν γύρω του καὶ τὴν ἀπορία τῶν μαθητῶν του. «Τόσος κόσμος Σὲ περιβάλλει, Κύριε, ἀσφυκτικά. Ὁ ἕνας σπρώχνει τὸν ἄλλο καὶ Σὲ πιέζουν. Σὲ ἀγγίζουν ἀπὸ παντοῦ καὶ Σὺ ρωτᾶς ποιὸς Σὲ ἄγγιξε;»
Στ’ ἀλήθεια παράξενο τὸ ἐρώτημα τοῦ Χριστοῦ. Δὲν τὴν ἄφησε νὰ διαφύγει τῆς προσοχῆς κανενός, ὅπως ἡ ἴδια ἤθελε, ἀλλὰ τὴ φέρνει στὸ κέντρο καὶ τὴ φανερώνει γιὰ πολλὲς αἰτίες. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος δίνει τὴν δική του ἐρμηνεία γιαυτό. Πρῶτα, λέει, διαλύει τὸν φόβο τῆς γυναίκας, γιὰ νὰ μὴν τὴν ἐνοχλεῖ ἡ συνείδησή της, σὰν νὰ ἔχει κλέψει τὴ χάρη καὶ ζεῖ σὲ ἀγωνία. Δεύτερον τὴν βγάζει ἀπὸ τὴν πλάνη της, ποὺ νομίζει ὅτι πέρασε ἀπαραίτητη καὶ τρίτον παρουσιάζει σ’ ὅλους τὴν πίστη της, ὁμολογῶντας τὴν θαυματουργικὴ ἐπέμβαση τῆς φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ, ὥστε νὰ τὴν μιμηθοῦν καὶ οἱ ἄλλοι.
Αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν ταπείνωσή της ἐπαινεῖ καὶ προβάλλει. Δέχεται ἡ γυναίκα ἀδιαμαρτύρητα ὅτι τῆς συμβαίνει, χωρὶς νά μετρᾶ τὸν ἑαυτό της, τὸ θέλημά της, ὑπομένουσα ἀκόμη σχόλια καὶ χαρακτηρισμοὺς ἀλλὰ καὶ ἀμφισβητήσεις τῆς στάσης της.
Δυστυχῶς ἡ σημερινὴ ἐποχὴ διακρίνεται γιὰ τὸ ἀκριβῶς ἀντίθετο. Οἱ ἄνθρωποι δὲν δέχονται κουβέντα ἀπὸ κανένα, δὲν ἀνέχονται οὔτε τὴν καλόπιστη κριτικὴ σὲ ὅ,τι κάνουν καὶ λένε. Ἡ αὐτοπροβολὴ καὶ ἡ ἀνάδειξη τοῦ προσωπικοῦ ἀλάθητου ἔχουν καθιερωθεῖ ὡς τὰ ἰδεώδη τῆς ἐποχῆς. Ὁ καθένας αἰσθάνεται ἀλάνθαστος καὶ ἀλλοίμονο σὲ αὐτὸν ποὺ θὰ τὸν ἐλέγξει. Καὶ ἔτσι πορεύονται οἱ ἄνθρωποι στὴ ζωή τους, μὲ ἐγωισμὸ καὶ αὐτάρκεια, χωρὶς νὰ αἰσθάνονται ὅτι χρειάζονται τὴ συμβουλὴ τῶν πνευματικῶν ἀνθρώπων.
Ἡ ζωὴ τοῦ χριστιανοῦ ὅμως δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι τέτοια. Ἡ θεάρεστη ταπείνωση γίνεται σὲ κάθε ἐποχὴ ὁ μαγνήτης ποὺ μαγνητίζει τὸ ἔλεος καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία «ταπεινοῖς δίδωσι χάριν».
Αὐτὴ ἡ ἀρετὴ θὰ γίνεται πάντοτε ἀπὸ μέρους μας τὸ δυνατότερο καὶ σωτήριο ἄγγιγμα τοῦ ἱματίου τοῦ Θεοῦ, ποὺ θὰ μᾶς κάνει ἀποδέκτες τῶν θεραπευτικῶν του ἐνεργειῶν. Ἀμήν.
ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2017
ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ (Α΄ Κορ. ιστ΄ 13-24)
3 Σεπτεμβρίου 2017
Μέσα στὸ διάβα τῆς ζωῆς μας συναντᾶμε, ἀδελφοί μου, πολλοὺς ἀνθρώπους. Ὑπάρχουν ὅμως καὶ μερικοὶ οἱ ὁποῖοι διακρίνονται γιὰ τὴν ἀρετή τους, τὴν καλοσύνη τους, τὴν διακριτικότητά τους καὶ γιὰ τὸ χαρισματικό τους χαρακτῆρα. Αὐτοὺς ἀκριβῶς τοὺς ἀνθρώπους ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὴν πρὸς Κορινθίους ἐπιστολὴ συνιστᾶ νὰ τοὺς ἐντοπίζουμε καὶ νὰ τοὺς ἐκτιμᾶμε μὲ ὅλη μας τὴν ψυχή. «Ἐπιγινώσκετε οὖν τοὺς τοιούτους» (Α΄ Κορ. ιστ΄ 18).
Στὴν ἐποχὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ὑπῆρξαν τέτοιοι ἄνθρωποι ποὺ βοήθησαν τὸ ἀποστολικό του ἔργο. Ἔθεσαν στὴ διάθεσή του τὰ σπίτια τους, τὶς ὑπηρεσίες τους, τὰ χρήματά τους. Σὲ σημεῖο μάλιστα ποὺ ὅπως ὁμολογοῦσε ὁ ἴδιος ἀνέπαυσαν τὸ πνεῦμα του καὶ συμπλήρωσαν τὸ κενὸ ποὺ εἶχε ἀφήσει μέσα του ἡ ἀπουσία ἄλλων προσφιλῶν συνεργατῶν του. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ διακρίνονταν γιὰ τὴν αὐταπάρνηση καὶ γιὰ τὸν ζῆλο τους. Ἔβλεπαν τὸν Ἀπόστολο ὡς ἀπεσταλμένο τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπέναντι στὰ πνευματικὰ ποὺ τοὺς χάριζε, αὐτοὶ ἀνελάμβαναν νὰ καλύψουν τὶς ὑλικές του ἀνάγκες καὶ νὰ ἐξασφαλίζουν τὶς προϋποθέσεις γιὰ τὴν ἐπιτυχία τοῦ ἔργου του. Στὰ πρόσωπα αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων ὁ Ἀπόστολος Παῦλος βρῆκε τοὺς πρώτους συνεργάτες του, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, ποὺ ἦταν ἡ ἀρχικὴ ζύμη σὲ κάθε τόπο γιὰ τὴν κατὰ τόπους ἐγκαθίδρυση τῆς Ἐκκλησίας. Μὲ ὅλους αὐτοὺς ὁ Ἀπόστολος Παῦλος διατηροῦσε στενὸ σύνδεσμο, γι’ αὐτὸ καὶ στὶς ἐπιστολές του, κάθε φορὰ θυμᾶται τὰ πρόσωπα αὐτὰ καὶ στέλνει τοὺς ἀσπασμούς του καὶ ἐκδηλώνει τὴν ἀγάπη του. Ἀλλὰ καὶ τὰ πρόσωπα αὐτὰ διατηροῦσαν μέσα τους ἀνάλογα αἰσθήματα γιὰ τὸν πνευματικό τους Πατέρα ποὺ τὸν σέβονταν καὶ ἐκτελοῦσαν πρόθυμα τὶς συμβουλές του.
Ἀνάμεσά τους εἶχε δημιουργηθεῖ ἕνας ἅγιος σύνδεσμος ποὺ μόνο ἡ ἁμαρτία μποροῦσε νὰ διασπάσει. Ὁ πνευματικὸς αὐτὸς δεσμὸς ἔγινε, ἔκτοτε, γιὰ ὅλους μας πρότυπο στὶς σχέσεις ποὺ πρέπει νὰ ἔχουμε μὲ τοὺς πνευματικούς μας πατέρες.
Τέτοια πρόσωπα συναντᾶμε καὶ σήμερα ἐμεῖς οἱ κληρικοί, ὅπου ἐργαζόμαστε πνευματικά. Εἶναι τὰ πρόσωπα ποὺ ἐκτιμοῦν τὸν κόπο μας καὶ μὲ τὴν ἀγάπη καὶ τὴ στοργή τους ἐνθαρρύνουν ἠθικὰ τὴν προσπάθειά μας. Πάντα αἰσθάνονται εὐγνωμοσύνη γιὰ τὸν Κύριο καὶ ὕστερα γιὰ μᾶς ποὺ γίναμε τὰ ὄργανα γιὰ τὴ σωτηρία τους καὶ γιὰ τὸν προσανατολισμὸ στὴ ζωή τους. Ἔτσι στὰ πρόσωπά τους οἱ ἐργάτες τοῦ Εὐαγγελίου βρίσκουμε τοὺς ἐθελοντὲς συνεργάτες καὶ τοὺς πρόθυμους συμπαραστάτες στὰ καλὰ ἔργα.
Ἤδη ἀπὸ τὴν ἀποστολικὴ ἐποχὴ καὶ ὕστερα στὸ πέρασμα πολλῶν αἰώνων, τέτοια πρόσωπα διεδραμάτισαν σπουδαῖο ρόλο στὴν διάδοση τῆς ἀλήθειας τοῦ Εὐαγγελίου, ἀνακουφίζοντας τοὺς κήρυκας τοῦ Λόγου ἢ ὑποβοηθῶντας τὸ δύσκολο ἔργο τους. Σὲ πολλὲς περιπτώσεις τὰ πρόσωπα αὐτὰ ἦσαν ἀφιερωμένα στὸ ἀποστολικὸ ἔργο κι ἄφησαν ἄλλες ἀσχολίες γιὰ νὰ ἀφοσιωθοῦν σ’ αὐτό. Ἀπὸ τὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι γνωστὰ τέτοια πρόσωπα ποὺ βοήθησαν ἀποφασιστικὰ τὴν Ἱεραποστολή.
Σήμερα ὁ θεσμὸς ἐπιβιώνει, ὅπου παρατηρεῖται ἱερὸς ζῆλος καὶ πνευματικὴ καθοδήγηση ἀπὸ μέρους καλῶν κληρικῶν. Καὶ εἶναι στ’ ἀλήθεια μία πραγματικὴ ὄαση στὴν ἐρημιὰ τῶν ποικίλων ἀντιξοοτήτων ἡ παρουσία τέτοιων ἁγιασμένων ψυχῶν, ποὺ ἀφοῦ σώθηκαν καὶ προσανατολίσθηκαν στὸ δρόμο τοῦ Χριστοῦ, ἀγωνίζονται νὰ κρατηθοῦν πιστὲς στὴ διακονία τους, ἐκδηλώνοντας τὰ εὐγενικά τους αἰσθήματα πρὸς τοὺς πατέρες τους, ἀναπαύοντας τὸ πνεῦμα τους.
Εἶναι ἔργο καὶ καρπὸς τῆς θείας οἰκονομίας ποὺ ἀπὸ τὴν μιὰ ἐπιτρέπει νὰ δοκιμάζουμε οἱ πνευματικοὶ ἐργάτες τὶς πίκρες τῆς σπορᾶς καὶ τὶς ἀπογοητεύσεις τῆς ἀκαρπίας καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη νὰ βρίσκουμε ὅργανα φωτισμένα ἀπὸ τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, μὲ προθυμία καὶ αὐταπάρνηση γιὰ τὴν πνευματικὴ σπορά.
Τὸ παράδειγμα αὐτῶν πρέπει νὰ τονίζεται γιὰ νὰ βρεῖ μιμητές. Εἶναι παράδειγμα ὡραίων ψυχῶν μὲ αἰσθήματα ἀγάπης καὶ εὐγενείας. Καὶ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ἡ προτροπὴ εἶναι νὰ ἐκτιμᾶμε τὰ πρόσωπα αὐτὰ καὶ νὰ ἀναγνωρίζουμε τὴν ἀξία τους καὶ τὴν προσφορά τους. Γιατὶ τὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ εἶναι δύσκολο.
Δὲν θὰ παύσουν βέβαια ποτὲ νὰ ὑπάρχουν καὶ οἱ ἐπιλήσμονες. Αὐτοὶ ποὺ κινοῦν τὴν πτέρνα τους κατὰ τοῦ εὐεργέτου καὶ ποὺ μὲ τὴν διαγωγή τους λογχίζουν τὴν καρδιά μας, ὅπως ἔγινε καὶ στοὺς ἁγίους Ἀποστόλους. Ἡ πρόνοια ὅμως τοῦ Θεοῦ μᾶς παρέχει ἀνθρώπους ποὺ κοπιάζουν στὰ καλὰ ἔργα, καὶ οἱ ὁποῖοι σηκώνουν μαζί μας τὸ βάρος στοὺς ὥμους τους, ἀναπληρώνοντας τὸ ὑστέρημα τῶν πρώτων.
Ἂς εἶναι εὐλογημένοι οἱ ἐν Χριστῷ συνεργοί μας καὶ ἂς σελαγίζει παντοῦ τὸ παράδειγμά τους.
10 Σεπτεμβρίου 2017
«Οὕτω γαρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον …..»
Ὁ Θεὸς Πατέρας «δὲν ἀπέστειλε τὸν Υἱὸν Αὐτοῦ στὸν κόσμο γιὰ νὰ κρίνει τὸν κόσμο, ἀλλὰ γιὰ νὰ σωθεῖ ὁ κόσμος δι’ Αὐτοῦ». Αὐτὸν τὸν λόγο, ἀγαπητοί μου, ἀκοῦμε στὴ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή, ποὺ ἀναγινώσκεται μέσα στὴ Θεία Λειτουργία, κατὰ τὴν Κυριακὴ πρὸ τῆς Ὑψώσεως. Ὁ σταυρικὸς θάνατος τοῦ Κυρίου εἶναι τὸ μέγα μυστήριο τῆς θείας φιλανθρωπίας, τὸ ἐνέχυρο τῆς θείας εὐσπλαγχνίας καὶ σωτηρίας, ἡ πιὸ γήινη καὶ ψηλαφητὴ εἰκόνα τοῦ οὐράνιου σταυροῦ τῆς ἀγάπης. Τὸ κήρυγμα τῆς Ἐκκλησίας ποὺ δὲν εἶναι μιὰ ἰδεολογία ἢ μιὰ φιλοσοφία, ἀλλὰ μιὰ πραγματικὴ ἱστορία, εἶναι ὁ πραγματικὸς καὶ ἱστορικὸς θάνατος τοῦ Θεοῦ, ποὺ φέρνει ἀκριβῶς τὴν πραγματικὴ καὶ ἱστορικὴ ἀνάσταση τοῦ ἀνθρώπου.
«Ἰδοὺ γὰρ διὰ τοῦ Σταυροῦ χαρὰ ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ». Διὰ τοῦτο ὁ Ἀπόστολος Παῦλος «κηρύσσει Χριστὸν ἐσταυρωμένον» καὶ καυχᾶται «ἐν τῷ σταυρῷ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ». Ἔτσι γιὰ νὰ δείξουμε τὴν ἀγάπη μας στὸν Κύριο κάνουμε τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ. Ὑμνοῦμε καὶ δοξάζουμε «τὸ μακάριον ξύλον», τὸ ξύλο τῆς ζωῆς τὸ καινό, ποὺ ἐπάνω σ’ αὐτὸ ἀπέθανε ὁ βασιλεὺς τῆς Δόξης, γιὰ νὰ σκορπίσει αἰώνια ζωὴ σ’ ὁλόκληρη τὴν κτίση. Ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ εἶναι τὸ κορύφωμα μαζὶ καὶ τὸ κλειδὶ τῆς εὐαγγελικῆς ἱστορίας. Ὁ σταυρικὸς θάνατος εἶναι τὸ Πάσχα τῆς Καινῆς Διαθήκης.
Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι βρισκόμαστε γύρω ἀπὸ τὸν Χριστὸ πάνω στὸ σταυρό μας, στὸ σταυρὸ τῶν δοκιμασιῶν καὶ τοῦ πόνου μας. Ἐκεῖνο ὅμως ποὺ διακρίνει τοὺς ἀνθρώπους δὲν εἶναι ἡ ἁμαρτωλότητα καὶ ἡ καθαρότητα, ἀλλὰ ἡ σχέση μὲ τὸν Χριστὸ καὶ τὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ Σταυρὸς τοῦ Κυρίου γίνεται ζυγὸς δικαιοσύνης, ὅπως θαυμάσια ψάλλει ἡ Ἐκκλησίας μας καὶ ὁ ἄνθρωπος κρίνεται ἀπὸ τὴν στάση του ἀπέναντι στὸ Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ, τὴν ἀποδοχὴ ἢ τὴν ἄρνηση. Ἕνα τροπάριο τῆς ἐνάτης ὥρας γράφει θαυμάσια: «ἐν μέσῳ δύο ληστῶν ζυγὸς δικαιοσύνης εὑρέθη ὁ σταυρός σου˙ τοῦ μὲν καταγομένου εἰς ἅδην τῷ βάρει τῆς βλασφημίας, τοῦ δὲ κουφιζομένου πταισμάτων πρὸς γνῶσιν θεολογίας».
Ὁ Σταυρὸς τοῦ Κυρίου ὑπενθυμίζει σ’ ὅλο τὸν κόσμο καὶ σ’ ἐμᾶς ὅτι, ὅταν διαλέξουμε τὸν Σταυρὸ ὡς τρόπο τῆς ζωῆς μας, ὡς πολίτευμα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ μας βίου, τότε ἔχουμε τὴν Ἀνάσταση, τὴν ἀληθινή μας ἐλευθερία, τὴν οὐσιαστικὴ ἀνάπαυσή μας μέσα στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τὴν ἀγάπη τῶν ἀδελφῶν μας καὶ τὴν ἀληθινὴ εἰρήνη τῆς ψυχῆς. Καὶ ὅταν περιστάσεις καὶ θλίψεις καὶ ἀνάγκες τοῦ βίου μᾶς κυκλώνουν, ὑψώνουμε τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μας καὶ ἀτενίζουμε μὲ πίστη τὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ μας, καὶ μὲ ἐλπίδα προχωρᾶμε, σταυρωμένοι καὶ ἀναστημένοι. Συσταυρωμένοι καὶ συναναστημένοι μὲ τὸν Ἰησοῦ Χριστό.
Ἀδελφοί μου,
προσδοκῶντας τὴν ἑορτὴ τῆς ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ἔχουμε μιὰ ἀκόμα εὐκαιρία νὰ ἀναλογισθοῦμε τὶς ἄπειρες δωρεὲς τοῦ Θεοῦ, οἱ ὁποῖες διοχετεύτηκαν στὴ ζωή μας διὰ τοῦ Σταυροῦ. Στὴν ἀναμονὴ αὐτὴ ἂς στρέψουμε τὸ βλέμμα μας στὸν Σταυρὸ τοῦ Κυρίου, ἀπὸ ὅπου πηγάζει ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, ἡ ζωὴ καὶ ἡ ἀνάστασή μας, προκειμένου νὰ φωτισθοῦν τὰ βάθη τῆς ψυχῆς μας μὲ τὴν ὁλόθερμη ἱκεσία «Σταυρὲ τοῦ Χριστοῦ σκέπε, φρούρει, φύλαττε καὶ σῶζε τοὺς δούλους σου». Ἀμήν.
17 Σεπτεμβρίου 2017
Τρεῖς ἀπαραίτητες πρϋποθέσεις ποὺ πρέπει νὰ ἔχει ἐκεῖνος ποὺ θέλει νὰ ἀκολουθήσει τὸν Χριστό, ἀδελφοί μου, διευκρινίζονται στὴν σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή, γιὰ νὰ εἶναι κανεὶς σωστὸς χριστιανὸς καὶ μαθητής τοῦ Κυρίου. Ἀντίθετα μὲ τὴν συνήθεια τῶν ἀρχόντων τοῦ κόσμου αὐτοῦ, ποὺ προκειμένου νὰ προσελκύσουν ὀπαδοὺς ὑπόσχονται παροχές, τιμὲς καὶ ἀπολαύσεις, ὁ Κύριος μᾶς προτρέπει νὰ ἀπαρνηθεῖ ὁ πιστὸς τὸν ἑαυτό του, ὕστερα νὰ σηκώσει τὸν προσωπικό του σταυρὸ καὶ τέλος νὰ ὑπακούσει στὶς ἐντολές του.
Ὁ Χριστὸς δὲν ἀναγκάζει καὶ δὲν ὑποχρεώνει κανένα. Ζητεῖ ὅμως ἀπὸ τὸν καθένα μας ἐλεύθερα νὰ ἀκολουθήσει μὲ συνέπεια, ἀποφασιστικότητα καὶ ἡρωϊσμό.
Τὸ «ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν» ἰσοδυναμεῖ μὲ νέκρωση πρὶν τὸ θάνατο. Ἀπαρνοῦμαι τὸν ἑαυτό μου σημαίνει ταπεινώνομαι γιὰ χάρη τῆς ἀγάπης τῶν ἄλλων. Χάνω γιὰ νὰ κερδίσει ὁ ἄλλος. Στεροῦμαι γιὰ νὰ πλουτίσει ὁ συνάνθρωπός μου. Ἀρνοῦμαι κάθετὶ ποὺ μὲ χωρίζει ἀπὸ τὸν Θεό. Ἀγωνίζομαι νὰ ὑποτάξω τὶς ἐπιθυμίες καὶ τὶς ἀνάγκες τῆς σάρκας μου. Γυρίζω τὴν πλάτη στὴν πονηρία. Νεκρώνω ὅ,τι μὲ κρατάει δέσμιο μὲ τὴ γῆ. Ὑπερβαίνω τὸν ἐγωϊσμὸ καὶ προσπαθῶ νὰ γίνω σωστὸ μέλος τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὸ προϋποθέτει δύναμη καὶ ἀποφαστικότητα. Πάνω ὅμως ἀπὸ τὴ δική μας δύναμη ὑπάρχει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, ποὺ μᾶς δυναμώνει γιὰ νὰ τὸ καταφέρουμε, ἐπειδὴ μόνοι μας δὲν μποροῦμε νὰ παλαίψουμε κατὰ τοῦ διαβόλου.
Τὸ «ἀράτω τὸν Σταυρὸν αὐτοῦ» ἀφορᾶ στὸν βαρὺ Σταυρὸ ποὺ ἐπωμίζεται κάθε πιστός. Ὁ πόνος εἶναι σὰν τὸ Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ. Μετὰ ὅμως ἀπὸ τὸν πόνο τῆς Σταυρώσεως ὑπάρχει ἡ λύτρωση καὶ ἡ δόξα τῆς ἀναστάσεως. Ὅπως ὁ Χριστὸς ὑπέφερε πάνω στὸν Σταυρό, ἔτσι ὑποφέρει κάθε πιστὸς καθὼς σταυρώνεται κάθε μέρα γιὰ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς του.
Τὶς ἀλήθειες τῆς σταυρώσεώς μας θὰ τὶς βιώσουμε στὴν καθημερινή μας ζωή. Ὅπως Ἐκεῖνος προδόθηκε ἀπὸ τὸ μαθητή του, ἔτσι κι ἐμεῖς προδινόμαστε ἀπὸ τοὺς πιὸ ἀγαπημένους καὶ ἔμπιστους ἀνθρώπους μας. Ὅπως ὁ Κύριος παράνομα δικάστηκε καὶ κατακρίθηκε, ἔτσι κι ἐμεῖς καταδικαζόμαστε μὲ εὐκολία ἀπὸ τοὺς συνανθρώπους. Ὅπως Ἐκεῖνος περιφρονήθηκε, ὑβρίσθηκε, χλευάστηκε, ἔτσι κι ἐμεῖς γινόμαστε στόχος τῶν εἰρωνειῶν καὶ τῶν ὕβρεων τῶν ἀνθρώπων ποὺ ἀφέθηκαν δοῦλοι στὴν ἁμαρτία. Κλῆρος τοῦ μαθητοῦ εἶναι ἡ μίμηση τοῦ Διδασκάλου καὶ κληρονομιὰ τοῦ πλάσματος ἡ ζωὴ τοῦ Δημιουργοῦ.
Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ τὰ παθήματα ποὺ μᾶς προκαλεῖ ὁ κόσμος, ἔχουμε καὶ τὰ παθήματα ποὺ μᾶς προκαλεῖ ὁ ἴδιος μας ὁ ἑαυτός. Εἶναι οἱ πονηροὶ λογισμοὶ καὶ οἱ ἄτακτες ἐπιθυμίες ποὺ σὰν ἀγκάθια καὶ καρφιὰ προκαλοῦν τὴν θλίψη καὶ ἀνισορροποῦν τὸν ἀγῶνα μας.
Καὶ τέλος τὸ «καὶ ἀκολουθείτω μοι». Ἡ ἀπάρνηση τοῦ ἑαυτοῦ μας καὶ ἡ καθημερινὴ σταύρωση μᾶς ἑνώνει μὲ τὸν Χριστό. Ἐκεῖνος ποὺ κατόρθωσε νὰ νεκρώσει τὰ πάθη του καὶ νὰ σταυρώσει τὶς ἐπιθυμίες του χαριτώνεται ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ τὰ δῶρα τῆς ἀγάπης, τῆς βαθειᾶς χαρᾶς, τῆς εἰρήνης, τὰ ὁποῖα γεμίζουν τὴν ψυχή του καὶ ἔτσι νοιώθει τὴν ἀξία τῆς ζωῆς, ἀφοῦ γίνεται δοχεῖο ἁγιασμένο τοῦ Θεοῦ.
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,
ἡ δύναμη τῶν ἀπολαύσεων τοῦ κόσμου τούτου νικᾶ καὶ παρασύρει καθημερινὰ πολλοὺς ἀνθρώπους ποὺ τυφλὰ παραδίδονται στὴν ἐξουσία της καὶ γίνονται χωρὶς νὰ τὸ καταλάβουν θύματα τῆς ζωῆς.
Σήμερα ὁ Χριστός μᾶς ὑποδεικνύει ὁδὸν σωτηρίας. Εἶναι ὁ δρόμος ποὺ ὁδηγεῖ στὸν προσωπικό μας Γολγοθᾶ, σκληρὸς καὶ ἀνηφορικὸς δρόμος, ἀλλὰ ἀποτελεσματικὸς καὶ σωτήριος. Στὴν πορεία τοῦ δρόμου αὐτοῦ θὰ κουρασθοῦμε καὶ θὰ ὑποφέρουμε, ὥσπου νὰ φθάσουμε στὸ τέρμα, ποὺ εἶναι ἡ κατάκτηση τῆς ζωῆς καὶ ὁ θρίαμβός της.
Ὁ Σταυρὸς ποὺ ἐπιλέγουμε ὡς τρόπο πορείας, νὰ ἔχουμε τὴν βεβαιότητα ὅτι εἶναι ζωὴ καὶ ἀνάσταση. Εἶναι ὁ πόνος ποὺ φέρνει χαρὰ καὶ ἡ νέκρωση ποὺ φέρνει αἰώνια ζωή. Ἀμήν.
24 Σεπτεμβρίου 2017
Τὸ γεγονὸς τῆς κλήσης τῶν πρώτων μαθητῶν διηγοῦνται ὅλοι οἱ εὐαγγελιστές, ἐνῶ ὁ Λουκᾶς, στὴ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή, ἀφηγεῖται ἐπιπλέον καὶ τὸ ἐκπληκτικὸ ψάρεμα ποὺ ἔγινε ἀπὸ τοὺς μαθητὲς μὲ τὴν ὑπόδειξη τοῦ Ἰησοῦ. Αὐτὸ γίνεται ὄχι γιατὶ ἐνδιαφέρονται νὰ μᾶς περιγράψουν, ὡς ἱστορικοί, τὸ ξεκίνημα τοῦ Ἰησοῦ στὸ ἐπὶ γῆς ἔργο Του, ἀλλὰ γιατί, στὸν τρόπο ποὺ δέχτηκαν οἱ ψαράδες τὴν πρόσκληση καὶ ἀνταποκρίθηκαν ἀμέσως, βλέπουν τὸ πρότυπο γιὰ τὸ πῶς πρέπει νὰ δέχεται ὁ ἄνθρωπος τὸ θεῖο κάλεσμα.
Ἔτσι, ἐρμηνεύοντας τὴ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή, μποροῦμε νὰ σταθοῦμε πρῶτα στὸ ὅτι τὸ προσκλητήριο ἀπευθύνεται στοὺς ὑποψήφιους ἀποστόλους, τὴν ὥρα ἀκριβῶς ποὺ αὐτοὶ βρίσκονταν στὶς ἐργασίες τους καὶ μάλιστα στὸ πέρας μιᾶς κοπιαστικῆς νύχτας χωρὶς ἀποτελέσματα.
Ἡ πράξη αὐτὴ τοῦ Κυρίου μᾶς βοηθεῖ νὰ κατανοήσουμε τὴν ἐκτίμησή του στὴν ἐργασία καὶ τὴν ἐμπιστοσύνη Του στοὺς ἀνθρώπους τοῦ καθημερινοῦ μόχθου. Ὅταν ἀποφάσισε νὰ ἐκλέξει τοὺς ἀποστόλους Του, δὲν ἦλθε στὴν Ἀθήνα γιὰ νὰ βρεῖ σοφούς, δὲν πῆγε στὴ Ρώμη γιὰ νὰ ζητήσει ἰσχυρούς, δὲν ἀνέβηκε κἂν στὰ Ἱεροσόλυμα γιὰ νὰ καλέσει ἱερεῖς καὶ νομικούς, ἀλλὰ «ἑστὼς παρὰ τὴν λίμνην Γεννησαρέτ» κάλεσε πρῶτα μερικοὺς ψαράδες, δηλαδὴ ἁπλοὺς ἀνθρώπους τοῦ λαοῦ, ποὺ ζοῦσαν μὲ τὴν καθημερινή τους ἐργασία. «Τὰ μωρὰ καὶ τὰ ἀσθενῆ του κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεός… ἵνα ἡ πίστις ἡμῶν φανερωθῇ μὴ ἐν σοφίᾳ ἀνθρώπων ἀλλ’ ἐν δυνάμει Θεοῦ» τονίζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος.
Ἐὰν ὁ Χριστὸς ἐξέλεγε γιὰ τὸ ἔργο Του σοφοὺς καὶ δυνατούς, θὰ θεωροῦνταν ἀνθρώπινο κατόρθωμα ἡ νίκη τοῦ Σταυροῦ. Ἀλλὰ «ὅπως μὴ καυχήσηται ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ πᾶσα σάρξ» καὶ «ἵνα πᾶν στόμα φραγῇ», ὁ Ἰησοῦς προνόησε καὶ κάλεσε τοὺς ἀποστόλους ἀπὸ τὶς τάξεις τῶν ψαράδων καὶ τῶν ἐργατῶν.
Ὑπάρχει ὅμως καὶ ἕνας ἄλλος λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο ὅλοι σχεδὸν οἱ ἀπόστολοι ὑπῆρξαν ἐργάτες. Ὅταν τοὺς καταρτίζει ὁ Ἰησοῦς γιὰ τὸ ἔργο τοῦ εὐαγγελίου, τοὺς ὁμιλεῖ γιὰ κόπους, γιὰ στερήσεις, γιὰ διωγμοὺς καὶ ἀγῶνες ποὺ τοὺς περιμένουν στὴν ἀποστολή τους. Δὲν θέλει, λοιπόν, σοφοὺς καὶ γραμματεῖς καὶ μωροὺς συζητητές, ποὺ μετροῦν τὰ πράγματα μὲ τὸν πῆχυ τῆς λογικῆς καὶ ἐξαρτοῦν τὰ πάντα ἀπὸ ἀνθρώπινους παράγοντες, ἀλλὰ ζητεῖ ἀνθρώπους μαθημένους νὰ παλεύουν καὶ νὰ ἀγωνίζονται, ποὺ νὰ γνωρίζουν ἀπὸ φτώχεια καὶ κόπο, ἀπὸ κινδύνους καὶ κακοπέραση, ἀνθρώπους ποὺ ἡ ζωὴ καὶ ἡ ψυχή τους εἶναι ἡ ἐργασία. Ἐργάτες τοῦ εὐαγγελίου ἤθελε ὁ Χριστὸς καὶ ἐργάτες τῆς ζωῆς ἐκάλεσε.
Ἕνα δεύτερο σημεῖο, ποὺ θέλει νὰ τονίσει ἡ διήγηση, εἶναι ἡ ἐμπιστοσύνη τῶν μαθητῶν στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ προθυμία ὑπακοῆς στὰ λόγια του. Ἐνῶ ἡ ὥρα ἦταν ἀκατάλληλη γιὰ ψάρεμα καὶ οἱ μαθητὲς κουρασμένοι, ὁ Πέτρος ἀπαντᾶ στὸ Χριστὸ «Διδάσκαλε, ὅλη τὴ νύχτα παιδευόμασταν καὶ δὲν πιάσαμε τίποτε, ἐπειδὴ ὅμως τὸ λὲς ἐσὺ θὰ ρίξω τὸ δίχτυ». Ἡ θαυματουργικὴ ἁλιεία ἦταν ἀποτέλεσμα τῆς πίστης τῶν μαθητῶν. Ὁ Χριστὸς δὲν κάνει τὸ θαῦμα γιὰ νὰ ἐντυπωσιάσει ἀλλὰ γιὰ νὰ δείξει προκαταβολικὰ πόσους καρποὺς θὰ ἀποφέρει ἡ ὑπακοὴ στὸ πρόσταγμά του καὶ ἡ ὁλοπρόθυμη ἀφοσίωση σ’ αὐτό.
Πραγματικά, ἡ ἁλιεία τῆς οἰκουμένης ἀπὸ τοὺς μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ ἀργότερα δὲν ὑπῆρξε λιγότερο ἐκπληκτικὴ καὶ θαυματουργική, ἐπειδὴ δὲν κοπίασαν μόνοι τους ἀλλὰ μὲ συμπαραστάτη τὸν Χριστὸ καὶ καθοδηγὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα.
Τὸ τρίτο σημεῖο ποὺ πρέπει νὰ σχολιαστεῖ εἶναι πὼς ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ θαυματουργικὴ ἁλιεία ὁδηγοῦν τὸν Πέτρο στὴ συναίσθηση τῆς μηδαμινότητάς του καὶ τῆς γύμνιας του καὶ τὸν κάνουν νὰ ὁμολογήσει: «βγὲς ἀπὸ τὸ καΐκι μου, Κύριε, γιατὶ εἶμαι ἄνθρωπος ἁμαρτωλός». Ἡ ὑψηλὴ ἰδέα ποὺ ἔχουμε γιὰ τὸν ἑαυτό μας δημιουργεῖ ἕνα τεῖχος ποὺ ἐμποδίζει τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ νὰ μᾶς ἀγγίξει, ἀντίθετα ἡ συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητάς μας προκαλεῖ τὴν ἐνέργεια τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ.
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἡ ὁλονύκτια μάταιη ἐργασία τῶν ψαράδων τῆς Γεννησαρὲτ δείχνει καθαρὰ τὴν ἀδυναμία νὰ σωθεῖ ὁ κόσμος μὲ ἀνθρώπινα μέσα. Τὸ θαῦμα τοῦ Χριστοῦ καὶ τὰ λόγια Του στὸν Πέτρο φανερώνουν τὸ ἔργο τῆς θείας οἰκονομίας, ποὺ μὲ τοὺς ἀποστόλους καὶ τὴν Ἐκκλησία, κατακτᾶ καὶ σώζει τὸν κόσμο. Ἡ κατάκτηση αὐτὴ καὶ ἡ σωτηρία θὰ συντελεῖται σὲ κάθε ἄνθρωπο, γιὰ νὰ ἀνανεώνεται καὶ νὰ ἐπαληθεύεται μέσα στὴν ἱστορία ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ πρὸς τὸν Πέτρο «ἀπὸ τοῦ νῦν ἀνθρώπους ἔση ζωγρῶν».
Ἀμήν.
ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΜΑΪΟΥ 2017
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ (Ἰωαν. ε΄1-15 )
7 Μαΐου 2017
Τ
Τ
Τ
Τ
Τ
Τ
Τ
Τ
Τ
Τ
Τ
Τ
Τ
Τ
Τ
Τ
Τ
Τ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ (Ἰωαν. ε΄1-15 )
7 Μαΐου 2017
Τ
Τ
Τ
Τ
Τ
Τ
Τ
Τ
Τ
Τ
Τ
Τ
Τ
Τ
Τ
Τ
Τ
Τ
7 Μαΐου 2017
Τ
Τ
Τ
Τ
Τ
Τ
Τ
Τ
Τ
Τ
Τ
Τ
Τ
Τ
Τ
Τ
Τ
Τ
7 Μαΐου 2017
Τ
Τ
Τ
Τ
Τ
Τ
Τ
Τ
Τ
Τ
Τ
Τ
Τ
Τ
Τ
Τ
Τ
Τ
ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΜΑΪΟΥ 2017
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ (Ἰωαν. ε΄1-15 )
7 Μαΐου 2017
Τ
Τ
Τ
Τ
Τ
Τ
Τ
Τ
Τ
Τ
Τ
Τ
Τ
Τ
Τ
Τ
Τ
Τ
ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΜΑΪΟΥ 2017
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ (Ἰωαν. ε΄1-15 )
7 Μαΐου 2017
Τ
Τ
Τ
Τ
Τ
Τ
Τ
Τ
Τ
Τ
Τ
Τ
Τ
Τ
Τ
Τ
Τ
Τ
ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΜΑΪΟΥ 2017
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ (Ἰωαν. ε΄1-15 )
7 Μαΐου 2017
Τ
Τ
Τ
Τ
Τ
Τ
Τ
Τ
Τ
Τ
Τ
Τ
Τ
Τ
Τ
Τ
Τ
Τ
ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2017
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ (Ματθ. ιζ΄ 1-9)
6 Αὐγούστου 2017
Τὸ ἱστορικὸ καὶ πνευματικὸ γεγονὸς τῆς ἀνάβασης τοῦ Κυρίου στὸ ὄρος Θαβώρ, ὅπου μετεμορφώθη ἐνώπιον τῶν ἁγίων Του μαθητῶν καὶ Ἀποστόλων, καὶ τὸ ὁποῖο ἑορτάζει ἡ Ἐκκλησία μας σήμερα, ἔγινε κατὰ τὴ διάρκεια τῆς πορείας πρὸς τὴν Ἱερουσαλήμ πρὸ τοῦ πάθους. Ὅπως μάλιστα σημειώνεται στὴ σχετικὴ ἀφήγηση τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ ποὺ διαβάζουμε στὸν ὄρθρο τῆς ἑορτῆς, τὸ θέμα τῆς συζητήσεως τοῦ Κυρίου μὲ τὸν Μωυσῆ καὶ τὸν Ἠλία ἦταν ἀκριβῶς ὁ σταυρικὸς θάνατός του, ποὺ ἐπρόκειτο νὰ πραγματοποιηθεῖ στὴν Ἁγία πόλη. Γιαυτό, ὅπως σημειώνουν οἱ Πατέρες, ἡ λάμψη τῆς Μεταμορφώσεως συνδέεται μὲ τὴ δόξα τοῦ Σταυροῦ.
Ὁ Χριστὸς δὲν ἦρθε ἁπλῶς νὰ διδάξει ἀλλὰ νὰ μεταμορφώσει τὸν ἄνθρωπο. Νὰ ξαναντύσει τὴν ἀνθρώπινη φύση στὸ φῶς, νὰ τῆς ξαναδώσει τὴ λάμψη, τῆς δόξης τοῦ Πατρός. Στὸ Θαβώρ ἔδειξε στοὺς μαθητές του τὴ δόξα Του καὶ ἐκεῖνοι τὴν ἀντελήφθησαν «καθὼς ἠδύναντο», στὸ μέτρο δηλαδὴ ποὺ οἱ ἴδιοι μποροῦσαν νὰ ἀντέξουν.
Ἔτσι, ὅσοι ποθοῦν νὰ δοῦν τὰ ἀνθρώπινα νὰ μεταμορφώνονται καὶ νὰ ἀποκτοῦν τὴν καθαρότητα καὶ τὴ λάμψη ποὺ ἔδωσε στὴν ἀνθρώπινη φύση ὁ Χριστός, ἂς μὴ λησμονοῦν ὅτι ἡ τελικὴ ἀλλαγὴ συντελεῖται μὲ τὸ Σταυρό. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ διαπερνᾶ μυστικὰ τὴν ἀνθρώπινη ζωὴ καὶ μεταμορφώνει τὸν κόσμο.
Ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς σημειώνει ὅτι ἡ μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου ἔγινε μέσα σὲ ἀτμόσφαιρα προσευχῆς. Ἀνέβηκε στὸ ὄρος γιὰ νὰ προσευχηθεῖ καὶ ἐνῶ προσευχόταν ἄλλαξε ἡ ὄψη τοῦ προσώπου Του καὶ τὰ ἐνδύματά του ἔγιναν λευκὰ καὶ ἀστραφτερά. Ἦταν ἀκριβῶς ἡ στιγμὴ τῆς κοινωνίας τῆς ἀγάπης τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα, ποὺ ἔλαμψε στὰ ἔκπληκτα μάτια τῶν μαθητῶν.
Ἔκτοτε, μέσα στὴν ἀτμόσφαιρα τῆς προσευχῆς τῆς Ἐκκλησίας συνεχίζει νὰ ἀποκαλύπτεται τὸ μυστικὸ φῶς τῆς Μεταμορφώσεως στοὺς προσευχομένους πιστούς, οἱ ὁποῖοι ἀτενίζουν τὸ φῶς τοῦ προσώπου Του, αἰσθάνονται τὴν ἀκτινοβολία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, κοινωνοῦν στὸ μυστήριο τῆς ἀγάπης τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ νοιώθουν τὴ ζωή τους νὰ ὑψώνεται σὲ ἄλλο ἐπίπεδο.
Οἱ πνευματικὲς αὐτὲς μυστικὲς ἐμπειρίες σφραγίζουν τὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτὸ ἀσφαλῶς συνέβη καὶ στὴν περίπτωση τῶν μαθητῶν, μόνο ποὺ δὲν διαρκοῦν πολύ, οὔτε προσφέρονται σὰν φυγὴ ἀπὸ τὴν καθημερινὴ πραγματικότητα. Οἱ ὧρες τῆς κατάνυξης στὴ λατρευτικὴ ζωὴ δὲν δίνονται σὰν δυνατότητα ἀποφυγῆς τῆς κοπιαστικῆς διακονίας, οὔτε ὡς δυνατότητα ἀποφυγῆς τοῦ προσωπικοῦ Γολγοθᾶ, ἀλλὰ σὰν βάλσαμο γιὰ τὸν πόνο ποὺ θὰ ἀκολουθήσει, ὡς δύναμη ἀντιστάσεως στὸν πειρασμὸ τῆς δοκιμασίας καὶ ὡς πρόγευση τῆς νίκης, ποὺ θὰ στηρίξει τελικὰ τὴν καρδιά μας στὶς δύσκολες φάσεις τῆς μάχης.
Στὸ γεγονὸς τῆς Μεταμορφώσεως, ποὺ θυμόμαστε σήμερα, ἀτενίζουμε τὸν Κύριο τῆς δόξης, τὴ χορεία τῶν Ἁγίων του καὶ προγευόμαστε τὴν ἔνδοξη παρουσία Του. Σὲ τέτοιες μοναδικὲς στιγμὲς ἀκούγεται συγκλονιστικότερη ἡ φωνὴ τοῦ Πατρὸς «Αὐτοῦ ἀκούεται». Ὥστε ὅταν κατόπιν μείνουμε μόνοι, νὰ Τὸν ἀκολουθήσουμε ἀνεπιφύλακτα μὲ τὴν βεβαιότητα ὅτι δὲν πρόκειται ἁπλῶς γιὰ ἕνα νομοθέτη, ἕνα Δάσκαλο ἠθικῆς τελειότητος, ἕνα Προφήτη, ἀλλὰ γιὰ τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἀνέλαβε νὰ ὁδηγήσει τὴν ἀνθρώπινη φύση στὸν Πατέρα του, ἀποκαθιστώντας την στὴ δόξα καὶ τὴ λαμπρότητα τῆς θεότητάς του.
Ἀδελφοί μου,
στὴν ἐκκλησιαστική μας παράδοση ἡ ἑορτὴ τῆς Μεταμορφώσεως κατέχει κεντρικὴ θέση καὶ προσδιορίζει τὴν Ὀρθόδοξη πνευματικότητα. Κάθε τι ποὺ συντελεῖται μυστηριακὰ στὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας μας, δηλαδή, ἡ διδαχή, ἡ προσευχή, τὰ ἔργα τῆς πίστεως καὶ τῆς ἀγάπης, ἡ κοινωνία τῶν πιστῶν, καὶ τὰ μυστήρια, μεταμορφώνουν τὴν ἀνθρώπινη ζωή μας μὲ πρότυπο καὶ ἄξονα τὸν Θεάνθρωπο Κύριο.
Ἐμεῖς ἀτενίζοντας τὶς διάφορες ἐκφάνσεις τῆς δόξης του, τὴ Σταύρωση, τὴ Μεταμόρφωση, τὸ Σταυρό, τὴν Ἀνάστασή του, ἂς ἀγωνιζόμαστε νὰ ζοῦμε ἐν Αὐτῷ, μεταμορφούμενοι «ἀπὸ δόξης εἰς δόξαν», διότι ἡ καθημερινὴ χριστιανικὴ ζωὴ εἶναι μόνον ἐπίπονη πορεία μεταμορφώσεώς μας μὲ τὴ δύναμη τοῦ Ἁγίου Του Πνεύματος. Ἀμήν.
13 Αὐγούστου 2017
Δίκαιο ἀντηχεῖ μέχρι σήμερα, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, τὸ παράπονο τοῦ Κυρίου μας «ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη! ἕως πότε ἔσομαι μεθ᾿ ὑμῶν; ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν; ». Διότι ἡ γενεὰ ἐκείνη τῶν Ἰουδαίων εἶχε δεῖ τόσα θαύματά του, εἶχε ἀπολαύσει τόσες εὐεργεσίες Του, εἶχε ἀκούσει τόσες διδασκαλίες Του. Καὶ ὅμως ἔμενε ἄπιστη, σκληρὴ καὶ ἀμετανόητη. Ἀλλὰ μήπως μέχρι σήμερα δὲν ἐπαναλαμβάνονται τὰ ἴδια καὶ χειρότερα; Ὅσο κι ἂν θέλουμε νὰ ἐλαφρύνουμε τὴ θέση μας, τὰ γεγονότα βοοῦν μὲ τὴν ἀνάρμοστη συμπεριφορά μας, ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ εἶχε ἤδη ξεσπάσει ἡ δίκαιη ὀργή του. Ἀλλὰ ὁ Κύριος μᾶς ἀνέχεται ἐπειδὴ ἀληθινὰ μᾶς ἀγαπᾶ.
Δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι μακροθυμεῖ μέχρι καὶ σήμερα καὶ μᾶς ἀνέχεται ὁ Κύριος. Βλέπει ἀνθρώπους ποὺ σέβονται τὸν νόμο Του καὶ τὰ προστάγματά του; Βλέπει ἀνθρώπους ποὺ ζοῦν ζωὴ καθαρότητος καὶ ἁγιασμοῦ; Βλέπει νὰ προοδεύουν πνευματικά, ὅσοι χαρακτηρίζονται μὲ τὸ ὄνομά του;
Δυστυχῶς. Ἡ ἁμαρτία ἔχει δηλητηριάσει τὴ ζωή μας. Φίλαυτοι, φιλάργυροι, ὑπερήφανοι, βλάσφημοι, ἀχάριστοι, ἀνελεήμονες, φιλήδονοι μᾶλλον παρὰ φιλόθεοι, δὲν μποροῦμε νὰ φαντασθοῦμε τὶ θὰ γινόταν, ἂν μετὰ ἀπὸ κάθε παράβαση ἐρχόταν ἡ δίκαιη τιμωρία.
Ἐδῶ ἀνοίγεται μπροστά μας τὸ μέγα κεφάλαιο τῆς ἀνοχῆς καὶ μακροθυμίας τοῦ Θεοῦ. Ἐπειδὴ μᾶς ἀγαπᾶ ὁ Κύριος, γι' αὐτὸ μακροθυμεῖ. Γι' αὐτὸ δὲν πατάσσει σκληρὰ τὸ κακό, ὅπως θὰ ἦταν δίκαιο νὰ τὸ κάνει. Ὁ Κύριος ὅταν ἦλθε στὴ γῆ, προτίμησε ἀντὶ νὰ τιμωρήσει τοὺς ἐνόχους, νὰ τιμωρηθεῖ ὁ Ἴδιος γιὰ χάρη μας· ἀντὶ νὰ καταδικάσει τοὺς ἁμαρτωλούς, νὰ καταδικαστεῖ ὁ Ἐκεῖνος γιὰ μᾶς. Ὑπέμεινε ὅλες τὶς δοκιμασίες, τὶς βλασφημίες, τοὺς ὀνειδισμούς, καὶ τὸν ἀπερίγραπτο πόνο τοῦ μαρτυρίου τοῦ Σταυροῦ.
Ἐμεῖς καὶ μετὰ τὴ σταυρικὴ θυσία Του ἐξακολουθοῦμε νὰ ἁμαρτάνουμε καὶ εἶναι πολὺ λυπηρό, διότι μετὰ Χριστὸν ἡ ἁμαρτία γίνεται ὄχι πλέον ἀπὸ εἰδωλολάτρες, ποὺ δὲν ἄκουσαν τίποτε περὶ Θεοῦ, ἀλλὰ ἀπὸ ὀρθοδόξους χριστιανούς, βαπτισμένους καὶ χρισμένους στὸ ὄνομά του.
«Νῦν δὲ πρόφασιν οὐκ ἔχετε περὶ τῶν ἁμαρτιῶν ὑμῶν» διασαφηνίζει ὁ Κύριος. Ὄχι γιὰ νὰ μᾶς ἀπειλήσει, ἀλλὰ γιὰ νὰ μᾶς ὑπομνήσει τὴν δυνατότητα ποὺ ἔχουμε στὸν χρόνο ποὺ μᾶς παρέχεται νὰ μετανοήσουμε, ἐπειδὴ κατεργάζεται τὴν σωτηρία μας.
Ὁ ἅγιος Θεὸς παρατείνει τὸ ἔλεός του γι’αὐτὸ τὸν σκοπό, μᾶς δίνει καὶ ἄλλες εὐκαιρίες νὰ μετανοήσουμε. Στὸν ἄνθρωπο ὅμως ποὺ παραμένει σάρκα δὲν μπορεῖ πιὰ νὰ λειτουργήσει ἡ μακροθυμία Του. Τότε θὰ λειτουργήσει καὶ ἡ δικαιοσύνη του.
Ἀδελφοί, στὴν ἐποχή μας εἴμαστε ὅλοι βιαστικοὶ καὶ ἀνυπόμονοι. Δὲν ἔχουμε ὑπομονὴ νὰ περιμένουμε, οὔτε μακροθυμία νὰ ἀνεχόμαστε. Ἀκόμη καὶ οἱ γονεῖς ποὺ διακρίνονται γιὰ τὴν φυσικὴ λειτουργία τῆς ἀγάπης τους, ὑψώνουν αὐστηρὴ τὴ φωνή τους καὶ χρησιμοποιοῦν μὲ περισσὴ εὐκολία τὴν παιδαγωγικὴ ράβδο τους. Οἱ συγγενεῖς, ἀκόμη καὶ οἱ πιστοὶ φίλοι μᾶς τιμωροῦν χωρὶς ἔλεος στὴν διαπίστωση ἀδιόρθωτου λάθους μας. Μόνο ὁ ἅγιος Θεός, ἐπειδὴ μᾶς ἀγαπᾶ, ἀνέχεται ὅλες τὶς παρεκτροπές μας. Μᾶς χαρίζει τὴν πίστωση τοῦ χρόνου ποὺ χρειαζόμαστε, γιὰ νὰ μετανοήσουμε.
Σήμερα ἀκούγεται πάλι ξεκάθαρα ἡ φωνὴ Του: «ἕως πότε ἔσομαι μεθ᾿ ὑμῶν; ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν;».
Νὰ μὴ τὴν περιφρονήσουμε, οὔτε πολὺ περισσότερο πάλι νὰ τὴν λησμονήσουμε, ἀσυγχώρητα προσκολλημένοι στὴ βιοτικὴ μέριμνα, ἀλλὰ μὲ βαθειὰ τὴν συνείδηση τῆς ἀδυναμίας μας, νὰ ζητήσουμε τὸ μέγα ἔλεός του γιὰ νὰ ἑλκύσουμε τὴν αἰωνιότητά του.
Ἀμήν.
20 Αὐγούστου 2017
Ἀφορμὴ γιὰ τὴν σημερινὴ Εὐαγγελικὴ παραβολὴ τοῦ σκληροῦ ἄκαρδου δούλου, ἦταν ἡ ἐρώτηση τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου «Κύριε πόσες φορὲς νὰ συγχωρήσω τὸν ἀδελφό μου, ἐὰν ἐξακολουθεῖ νὰ μοῦ κάνει κακό;» Τὸ συνηθισμένο ὅριο γιὰ τοὺς Ἰουδαίους ἧταν τρεῖς φορές. Ὁ Πέτρος πιστεύοντας ὅτι τὸ ἐξαντλεῖ φθάνοντας σὲ ὕψη μακροθυμίας, τὸ ὑπερδιπλασιάζει προτείνοντας ἕως ἑπτὰ φορές. Ὁ Χριστὸς τοῦ ἀπαντᾶ «οὐ λέγω σοι ἕως ἑπτάκις, ἀλλὰ ἕως ἑβδομηκοντάκις ἑπτά», γιὰ νὰ τοῦ δείξει ὅτι μπορεῖ νὰ συγχωρήσει κανεὶς τὸν συνάνθρωπό του ἀπεριόριστες φορές.
Στὴν παραβολὴ αὐτὴ χαρακτηριστικὲς εἶναι οἱ ἀντιθέσεις. Πρώτη εἶναι ἡ διαφορὰ τοῦ χρέους. Ὁ ἕνας δοῦλος ὤφειλε στὸν βασιλιὰ ἀσύλληπτα μεγάλο ποσό, «μύρια τάλαντα», ἐνῶ ὁ ἄλλος δοῦλος ὤφειλε τὸ ἀσήμαντο ποσὸ τῶν ἑκατὸ δηναρίων.
Στὴν δεύτερη ἀντίθεση ἡ εἰκόνα παρουσιάζεται πιὸ προκλητική. Ὁ μὲν βασιλιὰς «σπλαγχνισθείς» χαρίζει στὸν δοῦλο τὸ ὑπέρογκο ποσὸ ποὺ καταχράσθηκε καὶ τὸν ἐλευθερώνει, ἐνῶ ὁ μόλις εὐεργετημένος δὲν δείχνει ἐπιείκια, οὔτε τὴν ἐλάχιστη κατανόηση στὸ σύνδουλό του, ὁ ὁποῖος τοῦ ζητᾶ μόνο λίγη πίστωση χρόνου, ἀλλὰ γρήγορα τὸν ὁδηγεῖ στὴ φυλακή.
Καὶ ἕνα τρίτο σημεῖο. Αὐτὴ τὴ σκληρότητα τὴν δείχνει μόλις βγῆκε ἀπὸ τὴν τραγικὴ θέση ποὺ βρισκόταν ὁ ἴδιος, ἀφοῦ εἶχε ἀπολαύσει τὴν μεγαλοψυχία τοῦ Κυρίου του.
Πῶς θὰ βοηθήσουμε τὸν ἑαυτό μας νὰ συνέλθει ἀπὸ αὐτὴ τὴν παρανοϊκὴ στάση τῆς σκληροκαρδίας;
Χρειάζεται ἀδελφοί μου, νὰ συνειδητοποιήσουμε τὶς ὀφειλές μας στὸν Θεό, τὰ λάθη καὶ τὶς παραλείψεις μας, τὰ ἁμαρτήματά μας. Ἀναλογισθήκαμε τὰ χρέη μας στὸν Θεό; Σ’ αὐτὴ τὴν ἀντιπαράθεση εὐκολότερα θὰ καταλάβουμε πόσο ἀσήμαντες εἶναι οἱ ἀδικίες καὶ προσβολὲς τῶν ἄλλων σὲ μᾶς.
Ἡ ἐξάρτησή μας ἀπὸ τὸν Θεὸ θὰ μᾶς φέρει σὲ αὐτόματη συνάφεια μὲ ὅλους τους ἀνθρώπους.
Ἀγαπητοί μου,
τὸ δυνατὸ φῶς τῆς παραβολῆς αὐτῆς φωτίζει ζωηρὰ τὴν ὑποκρισία ποὺ ὅλοι δείχνουμε, ὅταν τὴ μιὰ στιγμὴ ἱκετεύουμε «Κύριε, μακροθύμησον ἐπ’ ἐμοί», ἐνῶ τὴν ἄλλη καθημερινὰ δὲν θέλουμε καὶ δὲν μποροῦμε νὰ συγχωρήσουμε τὸν ἀδελφό μας γιὰ μικρότερες ὀφειλὲς καὶ ἀσήμαντα παραπτώματα ἐμπρὸς στὰ δικά μας.
Εἶναι ἐπείγουσα ἀνάγκη νὰ συνειδητοποιήσουμε ὅτι τὸ νὰ εἴμαστε φιλάνθρωποι καὶ συγχωρητικοὶ δὲν εἶναι ἁπλῶς μιὰ ἠθικὴ ὑποχρέωση, ἀλλὰ πρέπει νὰ εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἀγάπης μας πρὸς τὸν Θεό. Ὁ ὅρος φιλανθρωπία δὲν χρησιμοποιεῖται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ὡς ἔννοια συναισθηματική, ἠθικιστικὴ ἢ συμπαθητική, ἀλλὰ γιὰ νὰ δηλώσει τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος εἶναι ἀγάπη καὶ καλεῖ τοὺς ἀνθρώπους σὲ διαρκῆ πορεία καὶ ζωὴ ἀγάπης μέσα στὸν κόσμο. Αὐτὴ ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ ἀπαιτεῖ νὰ τὴν μιμούμεθα διαρκῶς στὴ ζωή μας καὶ νὰ τὴ φανερώνουμε στὶς σχέσεις μας μὲ τοὺς συνανθρώπους μας. Γένοιτο.
27 Αὐγούστου 2017
Ἀδελφοί μου, ὅλοι σήμερα διαπιστώνουμε ὅτι ἡ κατάσταση τοῦ κόσμου μας δὲν εἶναι καθόλου εὐχάριστη. Ἡ κοινωνία στὴν ὁποία ζοῦμε παρουσιάζει τὴν εἰκόνα ἑνὸς βαρειὰ ἀσθενοῦς. Οἱ καθημερινὲς εἰδήσεις ἔχουν σχέση μὲ πολέμους καὶ ἐγκλήματα, μὲ ἀδικίες καὶ ἀτιμίες, μὲ κρίσεις καὶ σκάνδαλα. Καὶ ὁ μικρὸς καθημερινός μας βίος εἶναι γεμᾶτος ἀπὸ ἀγωνίες καὶ στενοχώριες, ἀπὸ ἄγχος καὶ ἀνασφάλεια καὶ δικαιολογημένα διερωτώμαστε, γιατὶ ὁ κόσμος μας νὰ παρουσιάζει αὐτὴ τὴν τραγικὴ εἰκόνα.
Τὴν ἀπάντηση, μαζὶ μὲ τὴ λύση τοῦ προβλήματος, μᾶς τὴ δίνει ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία. Μὲ τὸ Εὐαγγέλιό της μᾶς ἀποκαλύπτει ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι πλασμένος ἀπὸ τὸν Θεὸ γιὰ νὰ ἐκπληρώσει τὸν βασικὸ σκοπὸ τῆς ὑπάρξεώς του. Κι αὐτὸς ὁ σκοπός εἶναι νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸν Θεό, διότι αὐτὸς μόνος εἶναι «ἡ ἀστείρευτη πηγὴ τῆς ζωῆς». Ἑπομένως, ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ κάνει τὰ πάντα γιὰ νὰ φθάσει στὸν Θεό, κληρονομώντας τὴν βασιλεία Του.
Ὅμως οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ἔχουν χάσει ἀπὸ τὰ μάτια τους τὸν ἀληθινὸ σκοπὸ τοῦ βίου τους καὶ τὸν ἔχουν ἀντικαταστήσει μὲ ἄλλους σκοπούς, πρόσκαιρους καὶ δευτερεύοντες. Ἀπὸ τότε ποὺ συνειδητοποίησαν τὸν ἑαυτό τους, ἔχουν ὡς κύριο μέλημά τους νὰ ἀπολαύσουν ὅσο τὸ δυνατὸν περισσότερο τὰ ὑλικὰ ἀγαθά. Γι’ αὐτὸ καὶ διαθέτουν ὅλο τὸν χρόνο καὶ ὅλες τους τὶς δυνάμεις, γιὰ νὰ γίνουν ἐπιτυχημένοι καὶ εὐτυχισμένοι μὲ βάση τὰ ὑλικὰ ἀγαθά.
Τὸν Θεὸ τὸν θυμοῦνται στὶς δύσκολες ὧρες τοῦ βίου τους, στὸν κίνδυνο, στὴν ἀρρώστεια καὶ στὸν θάνατο. Καὶ τότε δὲν τὸν ἐπιζητοῦν γιὰ νὰ τοὺς δείξει τὸν δρόμο καὶ νὰ τοὺς ἐνισχύσει στὴν προσπάθεια τῆς ζωῆς τους. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἔχασαν τὸν σκοπὸ καὶ τὸν προορισμὸ τῆς ὑπάρξεώς τους. Γι’ αὐτὸ βιώνουν τὴν τραγικότητά τους.
Αὐτὴ τὴν εἰκόνα τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου, ποὺ ἔχασε τὸν προσανατολισμό του, τὴν βλέπουμε καθαρὰ στὸν πλούσιο τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου. Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἐκ πρώτης ὄψεως ὅτι γνωρίζει καλὰ ποιὸς εἶναι ὁ κύριος σκοπὸς τοῦ βίου του καὶ ἐπιδιώκει μὲ ζῆλο νὰ τὸν ἐκπληρώσει. Γι αὐτὸ καὶ ἐρωτᾶ τὸν Χριστό: «Διδάσκαλε ἀγαθέ, τὶ καλὸ νὰ κάνω γιὰ νὰ ἔχω αἰώνια ζωή»;
Στὴν πραγματικότητα ὅμως δὲν ἔχει ξεκαθαρισμένη ἀντίληψη. Αἰώνια ζωὴ γι’ αὐτὸν εἶναι τὰ πλούτη του. Τὸ μόνο ποὺ τοῦ λείπει εἶναι νὰ μπορεῖ νὰ μὴν πεθάνει, γιὰ νὰ τὰ ἀπολαμβάνη αἰώνια. Γι’ αὐτὸ καὶ στὸ τέλος ἀρνεῖται νὰ κάνει ὅ,τι τοῦ παραγγέλλει ὁ Χριστός· δηλαδή, νὰ μοιράσει τὰ πλούτη του καὶ νὰ τὸν ἀκολουθήσει. Ὅπως σημειώνει ὁ εὐαγγελιστής, «ὅταν ὅ νέος ἄκουσε αὐτὸ τὸν λόγο ἔφυγε λυπημένος, διότι εἶχε πολλὰ κτήματα».
Ὁ καρδιογνώστης Χριστός γνωρίζει πολὺ καλὰ ὅτι ὁ πλούσιος, ποὺ στέκεται μπροστά του, ἔχει χάσει ἀπὸ τὰ μάτια του τὸν πραγματικό του στόχο. Ἡ προσωρινὴ λάμψη τοῦ πλούτου καὶ ὁ σκοτισμὸς ἀπὸ τὸ πάθος τῆς φιλαργυρίας δὲν τὸν ἐπιτρέπουν νὰ ἰδῆ μακρύτερα καὶ νὰ κατανοήση ποιὰ εἶναι ἡ ἀληθινὴ αἰώνια ζωή, ποὺ προσφέρει ὁ Χριστός. Οὔτε τὸν ἴδιο τὸν Χριστὸ τὸν γνωρίζει πραγματικά, ἀφοῦ τὸν πιστεύει ἁπλῶς ὡς ἕνα σοφὸ διδάσκαλο καὶ ὄχι ὡς Θεό. Γι αὐτὸ καὶ τὸν προσφωνεῖ ὡς Διδάσκαλο.
Ἔχοντας αὐτὰ τὰ δεδομένα ὁ Χριστός ἐπιχειρεῖ νὰ θεραπεύσει τὸν πλούσιο ἄρχοντα. Πρῶτα πρῶτα θέλει νὰ τὸν βοηθήσει νὰ μάθει ποιὸς εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς. Ὅτι δηλαδὴ εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός, ὥστε νὰ τοῦ δείξει ἐμπιστοσύνη καὶ νὰ δεχθεῖ τὶς συμβουλές του. Ὕστερα τοῦ προτείνει δύο δραστικὰ φάρμακα, ποὺ θὰ τὸν βοηθήσουν νὰ γνωρίσει τὴν ἀληθινη αἰώνια ζωὴ καὶ νὰ τὴν κληρονομήσει. Τὸ ἕνα εἶναι ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν. Ὁ πλούσιος ὁμολογεῖ ὅτι ἐφύλαξε τὶς ἐντολὲς ἀπὸ τὰ μικρά του χρόνια. Δὲν ἀρκεῖ ὅμως νὰ τηρεῖ κάποιος μόνον τυπικὰ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Χρειάζεται νὰ εἶναι πρόθυμος νὰ κάνει ὅ,τι ἄλλο κι ἄν τοῦ ζητηθεῖ. Ἔτσι μποροῦν νὰ καθαρισθοῦν οἱ πνευματικές του αἰσθήσεις, ὥστε νὰ μὴν θαμβώνεται ἀπὸ τὴν προσωρινὴ λάμψη τοῦ πλούτου του καὶ νὰ βλέπει μακρύτερα τὴ λάμψη τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν. Αὐτὸ ὅμως δὲν συνέβη στὸν πλούσιο τοῦ εὐαγγελίου.
Τὸ δεύτερο φάρμακο, τὸ ἀκόμη πιὸ δραστικό, ἦταν νὰ ὑπερβεῖ τὶς ἐντολὲς, νὰ διαλέξει τὴν τέλεια ἀκτημοσύνη καὶ νὰ ἀφοσιωθεῖ ἀπόλυτα στὸν Θεὸ. Νὰ ἀποκολλήσει ἀπὸ τὴν καρδιά του τὰ ἐφήμερα ἀγαθὰ καὶ νὰ τὴν προσκολλήσει στὰ αἰώνια, αὐτὰ ποὺ ἑτοίμασε ὁ Θεὸς γιὰ ὅσους τὸν ἐμπιστεύονται καὶ τὸν ἀκολουθοῦν.
Ὁ πλούσιος τοῦ Εὐαγγελίου δὲν βρῆκε τὴ δύναμη νὰ νικήσει τὸ πάθος τῆς φιλαργυρίας καὶ ἔτσι ἔχασε τὴν εὐκαιρία νὰ ἀπολαύσει αὐτὸ ποὺ στὸ βάθος ἐπιθυμοῦσε, τὴν ἀληθινὴ καὶ αἰώνια εὐτυχία. Ἀρνήθηκε νὰ ἐφαρμόσει τὴ θεραπευτικὴ συνταγὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ ἔγινε περίλυπος. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἔδωκε τὴν ἀφορμὴ στὸν Χριστὸ νὰ μᾶς διδάξει πόσο μεγάλο ἐμπόδιο γιὰ τὴν ἀληθινὴ ζωὴ εἶναι ἡ φιλαργυρία, τήν ὁποίαν ἄν ὑπερβοῦμε θὰ προσελκύσουμε τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, ποὺ θὰ καθαρίσει τὸ εἶναι μας καὶ θὰ διασώσει τὴν ὕπαρξή μας.
Ἀμήν.
ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ IOYΛIOY 2017
ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ (Ματθ. η΄ 5-13)
2 Ἰουλίου 2017
Σὲ κάθε θαῦμα τοῦ Χριστοῦ θαυμάζουμε τὴν δύναμή του καὶ τὴν ἀγάπη Του πρὸς ἐμᾶς καὶ Τὸν δοξάζουμε γιαυτό. Σὲ μερικὰ θαύματά του ὅμως, βλέπουμε καὶ τὸν Χριστὸ νὰ θαυμάζει μερικοὺς ἀνθρώπους καὶ νὰ τοὺς δοξάζει.
Ἕνα τέτοιο περιστατικὸ εἶναι καὶ τὸ θαῦμα τῆς θεραπείας τοῦ δούλου τοῦ ἑκατοντάρχου.
Ἕνας ρωμαῖος ἀξιωματικός, ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἦταν κἂν Ἰσραηλίτης, ζητάει ἀπὸ τὸν Χριστὸ νὰ θεραπεύσει τὸν κατάκοιτο δοῦλο του. Καὶ ὅταν ὁ Χριστὸς δέχεται νὰ πάει στὸ σπίτι του, γιὰ νὰ τὸν θεραπεύσει, ὁ ἀξιωματικὸς τοῦ ἀπαντάει: «Κύριε, δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ μπεῖς κάτω ἀπὸ τὴν στέγη τοῦ σπιτιοῦ μου. Πὲς μόνο ἕνα λόγο καὶ θὰ θεραπευθεῖ ὁ δοῦλος μου. Φτάνει ἡ ἐντολή σου. Καὶ ἐγὼ ἔχω στρατιῶτες κάτω ἀπὸ τὴν ἐξουσία μου. Καὶ ὅταν λέω σὲ κάποιον ἔλα, ὑπακούει καὶ ἔρχεται· καὶ ὅταν λέω σὲ ἄλλον κάνε αὐτό, τὸ κάνει».
Ὁ Χριστὸς θαυμάζοντας τὴ μεγάλη πίστη του εἶπε πρὸς αὐτοὺς ποὺ Τὸν ἀκολουθοῦσαν: «Σᾶς βεβαιώνω, ὅτι τόση πίστη, οὔτε ἀνάμεσα στοὺς Ἰσραηλίτες δὲν βρῆκα».
Δὲν εἶναι μικρὸ πρᾶγμα νὰ θαυμάζει ὁ Χριστὸς ἕναν ἄνθρωπο; Ὑπάρχει ἆραγε μεγαλύτερη δόξα καὶ τιμή;
Ὁ Θεὸς πρέπει νὰ γνωρίζουμε ὅτι δὲν δοξάζει τὸν ἄνθρωπο γιὰ τὰ χαρίσματα ποὺ ὁ Ἴδιος τοῦ ἔχει δώσει. Τὸν θαυμάζει καὶ ἀξιολογεῖ τὶς ἀρετές, τὶς ὁποῖες καλλιέργησε μὲ δική του προσπάθεια καὶ ἀγῶνα. Γιὰ τὸν Θεό, ἡ ὀμορφιὰ τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἑστιάζεται στὰ ἐξωτερικὰ χαρακτηριστικά, ἀλλὰ στὰ δικά του ἐσωτερικὰ δῶρα. Ὁ Θεὸς πάνω ἀπὸ ὅλα τιμᾶ τὸν κόπο μας καὶ τὴ φιλότιμη διάθεσή μας, μὲ τὰ ὁποῖα καλλιεργήσαμε ὅσο περισσότερο ἦταν δυνατὸν τὰ χαρίσματα ποὺ μᾶς ἔδωσε.
Καὶ ὁ ρωμαῖος ἑκατόνταρχος, εἶναι φανερό, ὅτι εἶχε δουλέψει πάνω στὸν ἑαυτό του μὲ καθαρὴ συνείδηση. Γνώριζε τὴν ἀδυναμία του καὶ τὶς ἀτέλειές του. Καὶ αὐτὴ ἡ αὐτογνωσία τὸν ἔκανε ταπεινὸ καὶ ἰσορροπημένο.
Γι' αὐτό, βλέποντας τὸ μεγαλεῖο τοῦ Χριστοῦ, δὲν αἰσθάνθηκε τὸν ἑαυτό του ἄξιο νὰ Τὸν δεχθεῖ οὔτε κάτω ἀπὸ τὴν στέγη τοῦ σπιτιοῦ του.
Μπορεῖ ποτὲ νὰ ἔχει ταπείνωση καὶ αὐτογνωσία ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος, ποὺ ἔμαθε νὰ θυμᾶται τὸν Θεὸ μόνο γιὰ τὴν ἱκανοποίηση τῶν πρόσκαιρων ἀναγκῶν του, ἀπαιτῶντας μάλιστα νὰ τοῦ φανερώσει ἢ νὰ τοῦ δώσει ὑγεία, χρήματα, εὐτυχία καὶ δουλειά;
Ἀπαιτοῦν σήμερα οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ τὸν Θεὸ σημεῖα καὶ θαύματα, μὲ ἀντάλλαγμα νὰ τὸν πιστέψουν.
Δὲν γίνονται αὐτὰ ἀδελφοί μου. Τέτοιες συμπεριφορὲς δὲν φανερώνουν πίστη καὶ δὲν προδίδουν ἰσορροπία.
Οἱ ἅγιοι μᾶς δίδαξαν ὅτι ποτὲ δὲν θεωροῦσαν τὸν ἑαυτό τους ἄξιο, νὰ λάβουν ἀπὸ τὸν Θεὸ δῶρα. Τὸ μόνο ποὺ Τοῦ ζητοῦσαν μὲ ἐπιμονὴ καὶ ὑπομονὴ στὴν προσευχή τους, ἦταν τὸ ἔλεος Του, τὴν συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν τους καὶ τὴν λύτρωσή τους ἀπὸ τὴν αἰώνια κόλαση.
Καὶ ὅταν κάποτε ὁ Θεὸς τοὺς ἔδινε ἕνα ἰδιαίτερο χάρισμα, πολλοὶ Τὸν παρακαλοῦσαν μὲ συναίσθηση νὰ τοὺς τὸ πάρει πίσω, φοβούμενοι τὴν πτώση στὴν ἔπαρση καὶ στὴν ὑπερηφάνεια.
Τὸ μεγαλύτερο, λοιπόν, αἴτημά μας πρὸς τὸν Θεό, ἂς διδαχθοῦμε σήμερα μὲ ἀφορμὴ τὴν Εὐαγγελικὴ περικοπὴ ποὺ ἀκούσαμε, εἶναι νὰ Τὸν παρακαλοῦμε νὰ προσθέσει πίστη στὴν πίστη μας, γιατὶ αὐτὴ θὰ γεννήσει μέσα μας τὴν ταπείνωση τοῦ ἑκατοντάρχου, ἡ ὁποία θὰ γίνει μὲ τὴ σειρά της αἰτία νὰ εἰσέλθει, νὰ χωρέσει καὶ νὰ παραμείνει ὁ Χριστὸς κάτω ἀπὸ τὴν στέγη τῆς ψυχῆς μας. Ἀμήν.
9 Ἰουλίου 2017
Ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ ἀποκαλύπτει τὴν πραγματικότητα τοῦ Σατανᾶ, ὁ ὁποῖος καταδυναστεύει τὴν ἀνθρώπινη ψυχὴ καὶ τὴν σπρώχνει στὴν ἀπομόνωση καὶ σὲ μιὰ σειρὰ ἄλλων ἀντικοινωνικῶν ἐκδηλώσεων.
Μιὰ ἀπὸ τὶς λίγες φορὲς ποὺ οἱ δαίμονες εἶπαν τὴν ἀλήθεια, ἦταν στὴν ἔρημο τῶν Γεργεσηνῶν. Ἐκεῖ τυραννοῦσαν δυὸ δυστυχεῖς ἀνθρώπους. Πραγματικὰ ράκη πού εἶχαν ἀπομονωθεῖ ἀπὸ τὴν κοινωνία καὶ ἦταν ὁ φόβος τῶν κατοίκων τῆς περιοχῆς.
Μόλις ὁ Κύριος παρουσιάστηκε, τὰ δαιμόνια ἀναγνώρισαν τὸν Λυτρωτὴ τοῦ κόσμου καὶ ὁμολόγησαν ὅτι τοὺς χωρίζει ἀγεφύρωτο χάσμα μὲ τὸν Χριστό, ποὺ εἶναι ἡ ἀλήθεια, τὸ φῶς καὶ ἡ ἀγάπη. «Ποιὰ σχέση ὑπάρχει ἀνάμεσα σὲ σένα καὶ σὲ μᾶς; μᾶς χωρίζει χάσμα ἀγεφύρωτο, τρέμουμε τὴν παρουσία σου» ὁμολόγησαν.
Ἡ ἀντίθεση ἀνάμεσα στὸν Κύριο καὶ στὸν πονηρὸ εἶναι συνέπεια τῆς βαθειᾶς καὶ οὐσιαστικῆς ἀλλαγῆς, τὴν ὁποία ὑπέστη ὁ διάβολος μετὰ τὴν ἀνταρσία του ἐναντίον τοῦ Θεοῦ καὶ κατόπιν τὴν πτώση του. Ἀγγελικὴ ὕπαρξη ἦταν πρίν. Μποροῦσε νὰ ἀκούει τὸν Θεό, νὰ τὸν νοιώθει, νὰ τὸν ὑπηρετεῖ καὶ ἔπειτα βυθίστηκε στὴν πονηρία. Ἔγινε ἡ πηγὴ καὶ ὁ ἐκπρόσωπος τοῦ κακοῦ. Αὐτόματα δημιουργήθηκε τὸ χάσμα.
«Ἐγὼ εἰμὶ ἡ ἀλήθεια» βεβαιώνει μὲ τὴν θεϊκή Του αὐθεντία ὁ Χριστός. Μιλάει τὴ γλῶσσα τῆς ἀπόλυτης ἀλήθειας καὶ ἀπαιτεῖ ὡς ἀνταπόκριση τὴν ὁλοπρόθυμη προφορά της. Στὸ ἄλλο ἄκρο ὁ διάβολος. Ἔμπνευσή του εἶναι τὸ ψέμα. «Εἶναι ὄχι μόνον ψεύτης, ἀλλὰ ὁ πατέρας τοῦ ψεύδους». Αὐτὸς γεμίζει τὶς διαθέσεις μας μὲ τὸ ψέμα καὶ τὴν ἀπάτη, ἐνῶ τὸ παρουσιάζει στὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων ὡς τὴν πιὸ καθαρὴ καὶ ἀδιαμφισβήτητη πραγματικότητα.
«Ὁ Θεός φῶς ἐστί». Ὁ Θεὸς ὁρίζεται μὲ αὐτὸ τὸ ὄνομα ποὺ δηλώνει καθαρότητα, ἀστραφτερὴ ἀγνότητα καὶ γλυκειὰ παρηγοριά. Ἀντίθετα, τὸ βασίλειο τοῦ διαβόλου ἁπλώνεται στὸ ἀπόλυτο σκοτάδι. Μισεῖ τὸ φῶς. Ἀγωνίζεται γιὰ τὴν κυριαρχία τοῦ σκότους καὶ τῆς συγχύσεως στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων καὶ στὰ διαβήματα τῶν κοινωνιῶν.
«Ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστί». Ἡ τέλεια ἀγάπη. Ὁ διάβολος, ἀντίθετα, εἶναι ἡ προσωποποίηση τοῦ μίσους, ἑστία καὶ πηγή του. Μισεῖ χωρὶς νὰ μπορεῖ νὰ κάνει κάτι ἄλλο. Τὸ εἴδαμε στὴν ἀφήγηση τοῦ Ἱεροῦ Εὐαγγελίου, ποὺ βασανίζει τὰ θύματά του.
Ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή, ἀδελφοί μου, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι βεβαιώνει μὲ τρόπο συνταρακτικὸ γιὰ τὶς διασπαστικὲς ἐπεμβάσεις τοῦ σατανᾶ καὶ τὰ ὁλέθρια ἀποτελέσματα τῆς παρουσίας του, τελικὰ μᾶς τροφοδοτεῖ μὲ βεβαιότητα τὴν πίστη, ὅτι οὔτε παντοδύναμος εἶναι ὁ πονηρός, οὔτε τὸν τελευταῖο λόγο ἔχει. Ἀλλ' ὅπως γράφει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρὸς εἶναι ἐκείνη ποὺ κυβερνᾶ τὰ σύμπαντα καὶ μᾶς «καταδιώκει πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς ἡμῶν» πρὸς σωτηρίαν.
Τέλος, ἀκαταίσχυντη ἐλπίδα στὴν ἀδυναμία μας νὰ νικήσουμε μόνοι μας τοὺς πειρασμοὺς, εἶναι αὐτὴ ἡ ἴδια ἡ παρουσία τοῦ θεοῦ στὴ ζωή μας, ὁ Ὁποῖος «εἰς τοῦτο ἐφανερώθη, ἵνα λύσῃ τὰ ἔργα τοῦ διαβόλου» καὶ σώσει τὸν ἄνθρωπον.
Ἀμήν.
16 Ἰουλίου 2017
Στὰ χαρακτηριστικὰ τῶν ἀληθινῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ ἀναφέρεται, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή. Εἶναι ἀπὸ τὴν ἐπὶ τοῦ Ὄρους ὁμιλία τοῦ Κυρίου καὶ μὲ ἁπλὲς ἀλλὰ δυνατὲς εἰκόνες θυμίζει στὸν ἀκροατὴ τόσο τὰ θεωρητικὰ ὅσο καὶ τὰ πρακτικά του καθήκοντα. Διαβάζεται σήμερα αὐτὴ ἡ περικοπή, γιατὶ σήμερα ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τὴ μνήμη τῶν Πατέρων ποὺ συγκρότησαν τὴν Δ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο (451 μ.Χ. στὴ Χαλκηδόνα), καὶ διετράνωσαν τὴν ὀρθόδοξη πίστη, ὅτι ὁ Χριστὸς ὑπῆρξε τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος ἄνθρωπος, χωρὶς ἁμαρτία. Οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας στάθηκαν μὲ λόγια καὶ ἔργα ἀληθινοὶ μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ.
Στὴν ἀρχὴ ὁ Κύριος λέγει στοὺς μαθητές του ὅτι εἶναι τὸ «φῶς τοῦ κόσμου». Πιὸ τιμητικὸς χαρακτηρισμὸς δύσκολα βρίσκεται. Τοὺς ὀνόμασε μὲ τὸ δικό του ὄνομα, διότι Αὐτὸς εἶναι «τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, ὃ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον». Ὅταν θέλησε νὰ ἀποκαλύψῃ τὴν οὐσία τῆς ἀποστολῆς Του διεκήρυξε: «Ἐγὼ φῶς εἰς τὸν κόσμον ἐλήλυθα». Φυσικὰ αὐτὸ τὸ φῶς οἱ μαθητὲς δὲν τὸ ἔχουν ἀπὸ μόνοι τους, ἀλλὰ τὸ παίρνουν ἀπὸ τὸ Χριστὸ ποὺ εἶναι τὸ «φῶς τὸ ἀληθινόν». Ἀπὸ τὸ Χριστὸ παίρνουν τὸ φῶς οἱ πιστοὶ καὶ τὸ καθρεπτίζουν πρὸς τοὺς ἄλλους. Γίνονται ἔτσι τὸ πνευματικὸ φῶς τοῦ κόσμου. Μὲ τὸ φῶς τους καθοδηγοῦν, κρίνουν καὶ σώζουν τὸν κόσμο. Ἔτσι ἦταν οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ποὺ ἐφώτισαν τὸν κόσμο, ὄχι μόνο στὴν ἐποχή τους ἀλλὰ πάντοτε.
Ὁ μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ ὅμως δὲν κρύβει τὸ φῶς, ἀλλὰ μεταδίδει τὸ φῶς καὶ στοὺς ἄλλους μὲ τὴν ἱεραποστολή. Τὸ φῶς ἄναψε μέσα μας, δὲν δόθηκε ἀποκλειστικὰ γιὰ μᾶς, γιὰ νὰ τὸ ἀπολαμβάνουμε τελείως προσωπικά. Ἂν τὸ κρύψουμε «ὑπὸ τὸν μόδιον», ἂν τοῦ στερήσουμε τὸν ὁρίζοντα ἀκτινοβολίας, ὄχι μόνο δὲν θὰ ἀνταποκριθῆ στὸ σκοπὸ τῆς ὑπάρξεώς του, ἀλλὰ καὶ τελικὰ θὰ σβήση. Κάθε φῶς πρέπει νὰ λάμπη. Εἶναι στὴ φύση του νὰ διακρίνεται, νὰ φαίνεται. Μιὰ φωτισμένη ἀπὸ τὸ Χριστὸ ψυχὴ θὰ φανῆ ἀπὸ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἐκφράζεται˙ ἀπὸ τὸ πῶς συμπεριφέρεται, πῶς κινεῖται, πῶς ἀντιδρᾶ. Τὸ φῶς ἀποκαλύπτει ὅ,τι κρύβει τὸ σκοτάδι. Προειδοποιεῖ γιὰ τοὺς κινδύνους, βοηθεῖ στὸν καθορισμὸ τῆς σωστῆς πορείας, διαλύει τὴν ἀβεβαιότητα.
Ὁ πραγματικὸς μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ φωτίζει μὲ τὴν ἀρετή του. Ἡ ζωή του εἶναι ἕνα φωτεινὸ παράδειγμα γιὰ μίμηση. Δὲν ἔχει σημασία ἡ κοινωνική του θέση. Εἴτε βρίσκεται στὴ βάση, εἴτε στὴν κορυφὴ τῆς κοινωνικῆς πυραμίδας ἐπιβάλλεται μὲ τὴν τιμιότητα, τὴν εἰλικρίνεια, τὴ σοβαρότητα καὶ τὴ σεμνότητά του. Δὲν παίρνει ἀξία τὸ πρόσωπο ἑνὸς τέτοιου χριστιανοῦ ἀπὸ τὸ ἀξίωμα του ἢ τὴ θέση ποὺ κατέχει, ἀλλὰ ἡ θέση καὶ τὸ ἀξίωμα παίρνουν ἀξία ἀπὸ αὐτόν. Ἐκεῖνο ποὺ τὸν ἐνδιαφέρει δὲν εἶναι τὸ ποῦ θὰ φθάσει, ἀλλὰ ἂν θὰ ἀκτινοβολεῖ.
Δὲν εἴμαστε οἱ χριστιανοὶ ἁπλῶς φῶς γιὰ τὸν ἑαυτό μας, πρέπει νὰ εἴμαστε «φῶς τοῦ κόσμου» καὶ νὰ λάμπουμε στὴν καρδιὰ τῆς ἀνθρωπότητας, «ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων», εἶπε ὁ Χριστός. Ὄχι μὲ θεωρίες ἀλλὰ μὲ «καλὰ ἔργα» ποὺ στρέφουν τὴν προσοχὴ στὸ Θεό. Στὴν ἐποχὴ ἐκείνη τῶν εὐαγγελίων ἡ λέξη «καλός» δὲν σήμαινε ἁπλῶς ἀντίθετος τοῦ «κακός».
Εἶχε εὐρύτερη ἔννοια καὶ εἶχε τὴν ἔννοια τοῦ ὡραίου, τοῦ ἐλκυστικοῦ, τοῦ χαριτωμένου. Τὰ «καλὰ ἔργα» ἑπομένως ποὺ ζητᾶ ὁ Χριστός, δὲν εἶναι μιὰ ἀναγκαστικὴ ἐκτέλεση καθήκοντος. Εἶναι ἔργα χαριτωμένα, γεμάτα ἀγάπη καὶ χαρά. Ὄχι παγερὴ ἐξυπηρέτηση, εὐγένεια κατὰ παραγγελία, ἀλλὰ αὐθόρμητη καλωσύνη, γεμάτη φῶς στὴν καρδιὰ καὶ στὸ πρόσωπο. Στὴν καλωσύνη τῶν ἁγίων ὑπάρχει πάντα κάτι ἤρεμο, θελκτικὸ στὴν συμπεριφορὰ τῶν ἁγίων, στὰ λόγια, στὶς πράξεις, στὴ σιωπή τους. «Οὕτω λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων».
Καὶ ἐδῶ ἔρχεται τὸ ἑπόμενο χαρακτηριστικὸ τοῦ ἀληθινοῦ μαθητῆ τοῦ Χριστοῦ, αὐτοῦ ποὺ εἶναι πραγματικὸ φῶς ποὺ φωτίζει πνευματικὰ τὸν κόσμο.
Ὁ πραγματικὸς μαθητὴς ζεῖ καὶ διδάσκει ὁλόκληρη τὴν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου, χωρὶς περικοπὲς ἢ προσθέσεις, ἀνόθευτη. Φαίνεται εὐκολο αὐτό, ἀλλὰ δὲν εἶναι. Γιατὶ τὸ ἄπλετo φῶς κουράζει τὰ ἀσθενικὰ μάτια καὶ ὁ ἥλιος ξεσκεπάζει τὰ ἐλαττώματα ποὺ κρύβει τὸ μισοσκόταδο. Γι' αὐτὸ καὶ οἱ ἄνθρωποι ἀγαποῦν τὸ σκότος καὶ ὄχι τὸ φῶς, ἐπειδή, ὅπως λέγει ἀλλοῦ ὁ Χριστός, εἶναι πονηρὰ τὰ ἔργα τους.
Δύσκολος ὁ δρόμος τῆς ἀλήθειας, ἀλλὰ λυτρωτικός. Τὸ πλησίασμα στὸ φῶς εἶναι στὴν ἀρχὴ δύσκολο, ὕστερα ὅμως τὰ μάτια τῆς ψυχῆς συνηθίζουν, ὁ ἄνθρωπος καθαρίζεται καὶ γίνεται ὁ ἴδιος φῶς ποὺ φωτίζει καὶ τοὺς ἄλλους. Ἔτσι ἔγινε μὲ τοὺς Ἀποστόλους καὶ τοὺς Πατέρες, ἔτσι μπορεῖ νὰ γίνει μὲ ὅλους μας. Ἀρκεῖ νὰ δεχθοῦμε τὸ φῶς, νὰ τὸ κρατήσουμε ἀναμμένο, γιὰ νὰ τὸ μεταδώσουμε ἀνόθευτο σ' αὐτοὺς ποὺ περιμένουν νὰ τὸ παραλάβουν ἀπὸ ἐμᾶς.
Ἀμήν.
23 Ἰουλίου 2017
Οἱ θαυματουργικὲς θεραπεῖες δύο τυφλῶν καὶ ἑνὸς κωφοῦ ποὺ περιγράφει τὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα εἶναι ἀντιπροσωπευτικὲς ἀνάλογων περιστατικῶν ποὺ συναντᾶμε συχνὰ στὰ ἱερὰ κείμενα τῆς Καινῆς Διαθήκης. Θεμελειώδεις παράμετροι καὶ αὐτῶν τῶν θαυμάτων εἶναι ἡ ζωντανή, ἐπίμονη καὶ δυνατὴ πίστη τῶν ἀσθενῶν, ἡ μοναδικότητα τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἐκζήτηση τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ δίψα τῆς σωτηρίας.
Τὸ θαῦμα δὲν εἶναι μόνο ἕνα ἔκτακτο καὶ ὑπερφυσικὸ γεγονὸς ποὺ μᾶς ἐντυπωσιάζει. Εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς δύναμης καὶ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ εὐεργετήσει, νὰ θεραπεύσει, νὰ παρηγορήσει καί νὰ τονώσει τὸν πάσχοντα καὶ ἀδύνατο ἄνθρωπο. Τὸ πραγματικὸ θαῦμα εἶναι σημάδι καὶ γνώρισμα τῆς ἀληθινῆς πίστης, ἀλλά καὶ ἐγγύηση τῆς ἀλήθειας τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος. Ἀπαλλαγμένο ἀπὸ καθετὶ ἐγωιστικὸ καὶ ἰδιοτελές, δὲν ἔχει καμία σχέση μὲ τὴν ἐπίδειξη καὶ τὴν ἐκμετάλλευση, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ στὴν γελοιοποίηση τῆς πίστης. Τὸ θαῦμα εἶναι καρπὸς τῆς πίστης καὶ συνέπεια τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Τοῦ Θεοῦ, ποὺ οἰκοδομεῖ πνευματικὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν στερεώνει στὴ δύσβατη χριστιανικὴ ζωή. Ἡ πίστη ὁδηγεῖ στὸ θαῦμα καὶ ὄχι τὸ θαῦμα στὴν πίστη. Ἀρκεῖ νὰ θυμηθοῦμε τὴν ἄρνηση τοῦ Κυρίου νὰ κάνει θαύματα στοὺς κατοίκους τῆς Ναζαρὲτ ἐξαιτίας τῆς ἀπιστίας τους. Ἕνα τέτοιο θαῦμα θαμπώνει τὸ βλέμμα, ξαφνιάζει, δημιουργεῖ ἀπορία καί, κάποτε, ἀντίδραση. Γιὰ τὸν πιστὸ, ὅμως, κάθε θαῦμα εἶναι ἕνα παράθυρο ποὺ ἀνοίγει στὸν οὐρανό, γιὰ νὰ δεῖ κανεὶς τὸν ὑπερβατικὸ κόσμο τοῦ Θεοῦ. Μοιάζει μὲ μιὰ ἀστραπὴ μέσα στὸ σκοτάδι τῆς λογικῆς καὶ τῆς φθορᾶς αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ποὺ μᾶς ἀφήνει νὰ δοῦμε γιὰ λίγο αὐτὸ γιὰ τὸ ὁποῖο δημιουργηθήκαμε καὶ αὐτὸ στὸ ὁποῖο πρέπει νὰ φθάσουμε στὴν αἰωνιότητα. Τὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν, μιὰ ὕπαρξη καὶ ζωὴ χωρὶς πόνο δάκρυα, ἀρρώστια, φθορά, θάνατο. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀπάντηση τοῦ οὐρανοῦ στὴν ἀγωνία καὶ τὰ δάκρυα τῆς γῆς. Τὸ θαῦμα μπορεῖ νὰ στερεώνει καὶ νὰ οἰκοδομεῖ τὴν πίστη, εἶναι, ὅμως, προσωρινὸ, γιατί, ἔστω καὶ ἂν θεραπευθοῦμε ἀπὸ μιὰ ἀρρώστια, ἔστω καὶ ἂν ὑπερνικήσουμε μιὰ δυσκολία, θὰ ἀρρωστήσουμε ξανὰ καὶ θὰ συναντήσουμε καὶ ἄλλη δυσκολία. Ὅμως ἐμεῖς πήραμε δύναμη νὰ συνεχίσουμε. Συνειδητοποιήσαμε ὅτι τὸ κάθε θαῦμα στὴ ζωὴ μας εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς σοφίας καὶ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Μιᾶς ἀγάπης ποὺ δὲν μποροῦμε νὰ καταλάβουμε καὶ μιᾶς σοφίας ποὺ δὲν μποροῦμε νὰ ἑρμηνεύσουμε, ἀλλὰ ποὺ καλούμαστε, ὡστόσο, νὰ πιστεύσουμε, γιατί μόνο ἐκείνη ξέρει πότε καὶ τί πρέπει νὰ δίνει στὸν καθένα μας. Μιὰ τέτοια πίστη, ἕνα τέτοιο βίωμα ἐμπιστοσύνης στὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ εἶναι πηγὴ δυνάμεως, ὅταν πρόσωπα, καταστάσεις καὶ γεγονότα μᾶς ἀπογοητεύουν, μᾶς πτοοῦν καὶ μᾶς λυγίζουν. Καὶ πορευόμαστε περιμένοντας νὰ ἀκούσουμε «κατὰ τὴν πίστιν ὑμῶν γενηθήτω ὑμῖν».
Ὅταν ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ συναντᾷ τὴν πίστη τοῦ ἄνθρωπου, τότε δὲν πραγματώνεται μόνο τὸ θαῦμα τῆς θεραπείας, ἀλλὰ καὶ τὸ μυστήριο τῆς σωτηρίας. Ἡ ἀντίδραση τῶν φαρισαίων ἀπέναντι στὸ θαῦμα εἶναι ἀξιοπρόσεκτη. Οἱ φαρισαῖοι δὲν ἀρνοῦνται τὸ θαῦμα, ἀλλὰ διαστρεβλώνουν τὴν ἀλήθεια. Ἀναποδογυρίζουν τὴν πραγματικότητα, ποὺ εἶναι ἡ φανέρωση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ταλαιπωρημένο καὶ ἀγνώριστο ἀπὸ τὴν φθορὰ τῆς ἁμαρτίας ἄνθρωπο, ἀποδίδοντας τὶς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ στὶς δαιμονικὲς δυνάμεις. Θὰ ἦταν, ὅμως, παιδαριῶδες καὶ ἁπλοϊκὸ νὰ δοῦμε στὴ συμπεριφορὰ τῶν φαρισαίων μόνο τοὺς ἀνθρώπους ἐκείνους ποὺ ἀδίκησαν, κατηγόρησαν καὶ συκοφάντησαν ἀδίστακτα τὸ πρόσωπο καὶ τὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ. Ἡ στάση τους ἀποκαλύπτει τοὺς ἀνθρώπους κάθε ἐποχῆς, οἱ ὁποῖοι ἔχουν μιὰ ἀντεστραμμένη συνείδηση τοῦ κόσμου καὶ τῆς ζωῆς. Εἶναι ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ ἐγκλωβισμένοι μέσα στὸν ὀρθολογισμό τους ἀπορρίπτουν ἀκόμη καὶ τὰ πιὸ ὀφθαλμοφανῆ καὶ ὁλοφάνερα θαύματα. Αὐτοὶ ποὺ σὲ κάθε θαῦμα βλέπουν ψυχολογικὰ αἴτια καὶ φαινόμενα, φαντασιώσεις καὶ αὐθυποβολές, φυσικὰ αἴτια, τυχαῖες συμπτώσεις καὶ ἀνεξήγητες συγκυρίες. Ὄχι, δὲν ὑπάρχουν ἀποδείξεις «λογικῆς» γιὰ τὰ θαύματα. Τὰ θαύματα τὰ ἀναγνωρίζουν οἱ καλοπροαίρετοι ἄνθρωποι ἐκεῖ ὅπου οἱ ἄλλοι δὲν θέλουν νὰ τὰ δοῦν.
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, μόνο ἂν νεκρώσουμε τὴν ἀλαζονεία τῆς λογικῆς μας καὶ τὴν ἐμπάθεια τοῦ ἐγωισμοῦ μας, θὰ μπορέσουμε νὰ ἀναστηθοῦμε σὲ μιὰ νέα ζωή, ὅπου θὰ βλέπουμε καὶ θὰ καταλαβαίνουμε τὰ συνεχῆ θαύματα τοῦ μυστηρίου τοῦ Θεοῦ.
Ἀμήν.
30 Ἰουλίου 2017
Ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, μᾶς διηγεῖται τὸ θαῦμα τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τῶν πέντε ἄρτων καὶ τῶν δύο ἰχθύων, διὰ τοῦ ὁποίου ἔκανε νὰ χορτάσουν πέντε χιλιάδες ἄνδρες χωρὶς γυναῖκες καὶ παιδιά.
Γιὰ πολλοὺς ἀνθρώπους τὸ θαῦμα εἶναι ἕνας μαγικὸς τρόπος, μὲ τὸν ὁποῖο μποροῦμε νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὶς δυσάρεστες συνέπειες τῆς «παρὰ φύσιν» ζωῆς μας, χωρὶς ὅμως νὰ σταματήσουμε νὰ ζοῦμε αὐτὴ τὴν ζωή. Ὅμως, τὸ θαῦμα εἶναι μία μετάβαση ἀπὸ τὴν ψεύτικη καὶ παραχαραγμένη πραγματικότητα, στὴν ἀληθινή της εἰκόνα. Αὐτὴ δὲν γνωρίζει τὴν ἀνεπάρκεια καὶ τὴν ἔλλειψη, οὔτε τὴν ἀρρώστια, τὴ φθορὰ καὶ τὸ θάνατο. Ἡ πραγματικότητα αὐτὴ δὲ βρίσκεται ἀλλοῦ, ἀλλὰ βρίσκεται ἀλλιῶς. Δὲν εἶναι ἕνας ἄλλος χῶρος, ἀλλὰ μία ἄλλη κατάσταση. Εἶναι ἡ κυριαρχία τῆς ἀγάπης καὶ ἡ ἀπουσία τῆς ἁμαρτίας, ἕνας κόσμος ποὺ ἀποκαλύπτεται σὲ ὅποιον καὶ ὅποτε τὸν ἀναζητήσει πραγματικά.
Οἱ μαθητὲς βλέπουν τὸν τόπο ἔρημο καὶ τὴν ὥρα περασμένη. Οἱ πέντε ἄρτοι καὶ τὰ δύο ψάρια ποὺ ἔχουν μαζί τους ἀμφιβάλλουν ἂν θὰ φτάσουν νὰ χορτάσουν καὶ αὐτοὺς τοὺς ἴδιους. Γι’ αὐτὸ ζητοῦν ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ ἀφήσει τοὺς ὄχλους νὰ φύγουν γιὰ νὰ βροῦν καὶ νὰ ἀγοράσουν τρόφιμα χορταίνοντας τὴν πείνα τους. Ὁ Χριστὸς ὅμως, ποὺ ἔχει περάσει ὅλη τὴν ἡμέρα δείχνοντας τὴν ἀγάπη του καὶ θεραπεύοντας τοὺς ἀρρώστους, δὲν συμμερίζεται τὴ γνώμη τῶν μαθητῶν. Θεωρεῖ ὅτι τὰ λιγοστὰ αὐτὰ τρόφιμα μετὰ ἀπὸ τὴν προσευχὴ καὶ τὴ θεία εὐλογία ἐπαρκοῦν γιὰ νὰ χορτάσουν τόσο κόσμο.
Γιὰ τὸ Χριστό, ποὺ ἔβλεπε τὸν κόσμο γῦρο του φωτισμένο ἀπὸ τὸ φῶς τῆς ἀγάπης του, τὰ πέντε ψωμιὰ καὶ τὰ δύο ψάρια ἦταν ἀρκετὰ νὰ θρέψουν τοὺς πέντε χιλιάδες ἀνθρώπους ποὺ τὸν περιστοίχιζαν. Γιὰ τοὺς μαθητές, ὅμως, ποὺ ἔβλεπαν τὰ ἴδια ὑλικὰ μέσα ἀπὸ τὸ σκοτάδι τῆς ἐγωκεντρικῆς τους ἀπληστίας, μόλις ποὺ ἔφταναν γιὰ νὰ γεμίσουν τὰ δικά τους στομάχια.
Αὐτὸ ποὺ ἔκανε ὁ Χριστός, νὰ θρέψει πέντε χιλιάδες ἀνθρώπους μὲ πέντε ψωμιὰ καὶ δύο ψάρια, δὲν ἦταν ὑπερφυσικό. Ἀντίθετα, αὐτὸ ποὺ συνέβη μὲ τοὺς μαθητὲς ἦταν ἀφύσικο. Ὁ πραγματικὸς κόσμος εἶναι αὐτὸς ποὺ βλέπουμε πλημμυρισμένο ἀπὸ τὸ φῶς τῆς ἀγάπης καὶ ὄχι αὐτὸς ποὺ βλέπουμε βυθισμένοι στὸ σκοτάδι τοῦ ἐγωκεντρισμοῦ. Ὅποιος δεῖ τὸν κόσμο ὅπως τὸν βλέπει ὁ Χριστὸς θὰ μπορεῖ κι αὐτός, ὄχι μόνο νὰ θρέψει πέντε χιλιάδες ἀνθρώπους μὲ πέντε ψωμιὰ καὶ δύο ψάρια, ἀλλὰ «καὶ μείζονα τούτων ποιήσει».
Σήμερα, μὲ τόσο πλοῦτο καὶ ἀναρίθμητες παραγωγικὲς πηγὲς στὸν κόσμο, ἑκατομμύρια ἄνθρωποι ὑποσιτίζονται καὶ πεθαίνουν ἀπὸ πεῖνα. Κυριαρχεῖ στὴν κοινωνία μας ἡ ἀπληστία καὶ ἡ ἀδικία, ἐπειδὴ περίσσεψε τὸ μίσος καὶ ἡ κακία.
Μέσα στὸ μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας, ὅμως, τὸ θαῦμα τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τῶν ἄρτων καὶ τοῦ χορτασμοῦ χιλιάδων ψυχῶν συνεχίζεται. Πρῶτος προσφέρει τὰ μεγάλα καὶ ἀνεκτίμητα ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς χαρίζοντας τὸν τὸν ἑαυτό του, ὡς ἄρτον ζωῆς. Μετατρέποντας τὸ ψωμὶ καὶ τὸ κρασὶ τῆς προσφορᾶς μας σὲ τίμιο Σῶμα του καὶ σὲ ζωοποιὸ Αἷμα του, ἁγιάζει τοὺς πιστούς. Ὅποιος τρώει ἀπ’ αὐτὴν τὴν τροφὴ ζεῖ αἰώνια, χωρὶς νὰ φοβᾶται τὴν πεῖνα καὶ τὸν θάνατο. Ὅπως ὁ οὐράνιος Ἄρτος τρέφει τὸ κάθε μέλος χωριστὰ ἀλλὰ καὶ ὁλόκληρο τὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἔτσι ἀκριβῶς καὶ ὁ ἁγιασμὸς τοῦ χριστιανοῦ ἐπιδρᾶ στὴν κοινωνία ποὺ ἀνήκει.
Ὁ πιστὸς χριστιανός, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ὡς μέτοχος τῶν θείων μυστηρίων, δὲν κλείνει τὰ μάτια στὴν ἀδικία, δὲν μένει ἀδιάφορος στὸν πόνο, δὲν φθονεῖ στὴ χαρὰ τοῦ ἄλλου καὶ δὲν χαίρεται στὴν δυστυχία.
Δίνει ἀπ’ τὸ ψωμί του, ἀπὸ τὸ χρόνο καὶ τὴ βολή του, ἀπὸ τὰ χρήματά του, ἀπὸ τὴν ἀγάπη του. Καὶ ὅσο δίνει ἀπὸ τὴν ἀγάπη του, τόσο περισσεύει ἡ χάρη καὶ ἡ εὐλογία τοῦ Κυρίου στὴ δική του ζωὴ καὶ στὴ ζωὴ τῆς κοινωνίας μας.
Ἀμήν.
ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ IOYNIOY 2017
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ (Ἰωάν. ζ΄ 37-52, η΄18)
4 Ἰουνίου 2017
Σήμερα, ἑορτάζουμε τὴν κάθοδο καὶ τὴν ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στοὺς Ἀποστόλους καὶ δι' αὐτῶν σὲ ὅλη τὴν οἰκουμένη. Σήμερα, ἐγκαινιάζεται ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Σήμερα, οἱ ἄνθρωποι δύνανται νὰ μετέχουν στὰ μείζονα, δηλαδὴ στὴν ἀθανασία καὶ στὴν ἁγιότητα τοῦ Θεοῦ.
Πρὶν τὴν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν Ἐνανθρώπησή του, τὸ Ἅγιο Πνεῦμα δὲν βρισκόταν ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους. Χορηγοῦσε μὲν τὰ χαρίσματά του, τὴν ἔλλαμψη καὶ τὸν ἁγιασμὸ σὲ κάποιους ἀνθρώπους, ὅπως ἦταν οἱ Προφῆτες, ὥστε αὐτοὶ νὰ ἱκανωθοῦν νὰ γνωρίσουν τὸν Θεό, νὰ κηρύξουν καὶ νὰ ὁμιλήσουν γιὰ τὰ μέλλοντα, ὅμως αὐτὸ (τὸ Ἅγιο Πνεῦμα) ἀπουσίαζε, ὡς μόνιμη καὶ διαρκὴς παρουσία, ἀπὸ τὸν κόσμο.
Ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε ἐξ ἀρχῆς ἀπὸ τὸν Θεό, ὥστε νὰ μετέχει τῆς ἀθανασίας καὶ τῆς ἀφθαρσίας Του. Τὴ δυνατότητα αὐτὴ θὰ τὴν προσέφερε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, μὲ τὴν προϋπόθεση βέβαια ὅτι ὁ πρωτόπλαστος θὰ τηροῦσε τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἐπιλογὴ ὅμως τοῦ ἀνθρώπου νὰ παρακούσει τὸν Θεό, εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νὰ ἀπωλέσει κάθε ἀγαθὸ καὶ συνεπῶς καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Πλέον ὁ ἄνθρωπος ἔγινε φθαρτός, θνητὸς καὶ εὔκολος πρὸς τὴν ἁμαρτία.
Ἡ Ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ ἔγινε γιὰ νὰ ἐπανέλθει ὁ ἄνθρωπος στὴν ἀρχαία του δόξα. Αἴτιο αὐτῆς τῆς ἀναγέννησης καὶ τοῦ ἁγιασμοῦ εἶναι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, γι᾽ αὐτὸ καὶ ὁ Χριστὸς ἐπαγγέλεται ὅτι θὰ τὸ δώσει στοὺς ἀνθρώπους. Πρῶτος δὲ ὁ Χριστὸς λαμβάνει, κατὰ τὴ Βάπτιση, στὴν ἀνθρώπινή του φύση, τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ ἔτσι γίνεται ἡ ἀπαρχὴ τῆς καινούργιας ζωῆς καὶ τῆς νέας φύσης τῶν ἀνθρώπων. Ὅταν ὁ Χριστὸς βρισκόταν σωματικὰ ἐπὶ τῆς γῆς, τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐνεργοῦσε δι' Αὐτοῦ. Μετὰ τὴν Ἀνάληψη ὅμως ἀποστέλλεται ἀπὸ τὸν Χριστό, ὡς Παράκλητος, στοὺς ἀνθρώπους καὶ παραμένει γιὰ νὰ τοὺς ἁγιάζει καὶ νὰ τοὺς χαριτώνει.
Ἔτσι κατὰ τὴν Πεντηκοστή, τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἔρχεται καὶ κατοικεῖ ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους. Ὁ τρόπος τῆς ἔλευσής του, ἐν εἴδει πυρίνων γλωσσῶν, οἱ ὁποῖες στάθηκαν ἐπὶ τῶν μαθητῶν στὸ ὑπερῶο τῆς Ἱερουσαλήμ, βεβαιώνει τὸ μεγαλεῖο τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ καὶ ἀποκαλύπτει ἕναν βαθύτερο συμβολισμό: Πρῶτον, οἱ γλῶσσες παρουσιάζονται ὡς πύρινες. Τοῦτο σημαίνει ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι πῦρ, τὸ ὁποῖο κατακαίει τὴν ἁμαρτία καὶ τὴ μοχθηρία τῶν ἀνθρώπων, δεῦτερον, οἱ πύρινες γλῶσσες μερίστηκαν στοὺς παρευρισκομένους, δείχνοντας τὸ διάφορο τῶν χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τρίτον, τὸ ὅτι τὸ πῦρ στάθηκε στὶς κεφαλὲς τῶν μαθητῶν δείχνει ὅτι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἀναπαύεται στὴν ἁγιότητα τῶν ἐκλεκτῶν καὶ τῶν ἀγωνιστῶν στὴν τήρηση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, τέταρτον, ὅταν οἱ πύρινες γλῶσσες τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατῆλθαν, οἱ μαθητὲς βρίσκονταν στὸ ὑπερῶο, δηλαδὴ σὲ ἕνα ὑψηλὸ μέρος. Τοῦτο ὑποδηλώνει τὸν ἀγῶνα τοῦ ἀνθρώπου νὰ τηρήσει τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, νὰ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὸν βοῦρκο τῆς ἁμαρτίας καὶ νὰ ἀνυψωθεῖ πρὸς τὸν Θεό. Ἄλλωστε καὶ τὸ μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας δόθηκε ἀπὸ τὸν Χριστὸ στὸ ὑπερῶο, δείχνοντας ὅτι ἡ μετοχὴ σὲ αὐτὸ ἀπαιτεῖ τὴν ἀνύψωση τοῦ ἀνθρώπου.
Ἡ γενέθλιος ἡμέρα τῆς Ἐκκλησίας ἀδελφοί μου, δηλαδὴ ἡ Πεντηκοστὴ, θὰ ἑορτάζεται οὐσιαστικὰ ὅταν ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι ἑτοιμαζόμαστε ἔμπρακτα γιὰ τὸν ἐρχομό του κατὰ τὸν τρόπο ποὺ θέλει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Νὰ ἐνεργοῦμε δηλαδὴ καὶ νὰ ζοῦμε ἐν μετανοίᾳ, νὰ ἀγωνιζόμαστε κατὰ Θεὸν καὶ νὰ προσπαθοῦμε νὰ τηρήσουμε τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ, ὥστε Αὐτὸ νὰ ἀποθησαυρίσει στὴν ψυχή μας τὰ ἀμετάβλητα ἀγαθὰ καὶ τὰ χαρίσματά Του. Ἀμήν.
11 Ἰουνίου 2017
Στὴ ζωντανὴ ὁμολογία πίστεως ὅλων τῶν ἀνθρώπων τοῦ Θεοῦ, «πάντων τῶν Ἁγίων» κάθε χρόνου καὶ τόπου, ἀναφέρεται ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή. Ἐπειδὴ ἡ μαρτυρία τῆς χριστιανικῆς πίστεως εἶναι ἀπαίτηση τοῦ Θεοῦ, ἀποτελεῖ προϋπόθεση τῆς γνήσιας χριστιανικῆς ζωῆς. Αὐτὴ ἡ ὁμολογία καὶ μαρτυρία πίστεως συνίσταται σὲ λόγια, ἔργα καὶ συμπεριφορές. Ἀπὸ τὰ μικρὰ καὶ ἀσήμαντα τῆς καθημερινότητάς μας μέχρι τὰ μεγάλα καὶ βαρυσήμαντα, τὰ δύσκολα διλήμματα, τὶς μεγάλες ἀποφάσεις καὶ τὶς καθοριστικὲς ἐπιλογές μας.
Ἡ αὐθεντικὴ ὁμολογία πίστεως δὲν ἔχει σχέση μὲ τὴν ἐπίδειξη καὶ τὴν μισαλλοδοξία. Δὲν εἶναι ὑπεράσπιση μίας ἰδεολογίας μὲ ἐμπάθεια καὶ φανατισμὸ πρὸς καθετὶ ἀντίθετο μὲ τὴν ἀλήθεια ποὺ πιστεύουμε. Δὲν καταδικάζει καὶ δὲν ἀπορρίπτει τὸν ἄλλον, ἔστω καὶ ἂν βρίσκεται στὴν πλάνη καὶ στὴν ἄρνηση. Ὅποιος ὁμολογεῖ τὸν Χριστὸ μὲ λόγια καὶ μὲ ἔργα ἀγαπᾷ πραγματικὰ τὸν Θεὸ, ἀλλὰ καὶ τὴν εἰκόνα Του, τὸν ἄνθρωπο, γιατὶ γνωρίζει καλὰ ὅτι γιὰ τὸν κάθε ἄνθρωπο «Χριστὸς ἀπέθανε». Ἀγαπᾷ τὸν ἄνθρωπο μὲ μία ἀγάπη ποὺ δὲν εὐχαριστεῖ, ἀλλὰ ὠφελεῖ τὸν ἄλλο, γι’ αὐτὸ καὶ συχνὰ τὸν δυσαρεστεῖ ἐν ἀληθείᾳ. Ὑπομένει καὶ περιμένει τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ ἄλλου. Ὅποιος ὁμολογεῖ τὸν Χριστό δὲν συμβιβάζεται κάθε φορὰ ποὺ ἡ ἀλήθεια παραμερίζεται καὶ ποικίλες ἀρνητικὲς ἰδεολογίες κλονίζουν τὴν πίστη. Ὅταν οἱ σταθερὲς ἀξίες τῆς ζωῆς ὑπονομεύονται, ἐνῶ ἡ διαφθορὰ καὶ ἡ διαπλοκὴ ἀποθρασύνονται ὅπως συχνὰ συμβαίνει στὶς μέρες μας. Ἴσως, βέβαια, στὶς σημερινὲς συνθῆκες ζωῆς ἡ ὁμολογία τῆς πίστεως νὰ μὴν ἀπαιτεῖ μαρτύρια καὶ θάνατο. Ὅμως καὶ σήμερα κοστίζει πολλὰ σὲ ὅποιον δὲν ἐφησυχάζει νωχελικὰ στὴν βολεμένη ζωή του. Ὁ πιστὸς καλεῖται πάντα νὰ ἀντιστέκεται καὶ νὰ διαφοροποιεῖται ἀπέναντι σὲ πρόσωπα, γεγονότα, καταστάσεις καὶ σχέσεις ποὺ εἶναι διαβρωμένες ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ ἀντιστρατεύονται τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Τὸ θάρρος τῆς ὁμολογίας πρέπει νὰ συνοδεύεται ἀπὸ τὸν φωτισμὸ τοῦ Χριστοῦ, ὅπως τονίζει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ: «ἐγὼ γὰρ δώσω ὑμῖν στόμα καὶ σοφίαν, ᾗ οὐ δυνήσονται ἀντιστῆναι ἢ ἀντειπεῖν ἅπαντες οἱ ἀντικείμενοι ὑμῖν» (Λουκ. 21.15), γιατί ἐγῶ θὰ σᾶς δώσω λόγια καὶ σοφία καὶ σ’ αὐτὰ δὲν θὰ μπορέσουν νὰ ἀντισταθοῦν καὶ νὰ τὰ ἀντικρούσουν οἱ ἀντίπαλοί σας. Αὐτὸ σημαίνει διάκριση καὶ σύνεση, γιὰ νὰ ξέρουμε πότε καὶ τί πρέπει νὰ λέμε, ἀλλὰ καὶ πότε καὶ ποῦ πρέπει νὰ σιωποῦμε, ἂν αὐτὸ ὠφελεῖ περισσότερο, μὲ μία σιωπὴ δυνατή, ποὺ λέει πιὸ πολλὰ.
Ἂν ὁμολογία πίστεως εἶναι νὰ ἀκολουθοῦμε τὸν Χριστὸ καὶ στὴν Γεθσημανὴ καὶ στὸν Γολγοθᾶ, τότε μποροῦμε νὰ ἔχουμε τὴν βεβαιότητα τῆς συνάντησης μαζί Του στὴν Ἀνάσταση. Ὅμως πρὶν ἀπὸ τὸ ἔπαθλο ὑπάρχει ὁ ἀγῶνας καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν ἀνάσταση ὁ σταυρός. Ἐδῶ ἡ δύναμη τοῦ πιστοῦ «τελειοῦται ἐν ἀσθενείᾳ». Αἰσθάνεται ἀδύναμος στὶς σκληρὲς ἀπαιτήσεις τοῦ Εὐαγγελίου, γι’ αὐτὸ καὶ ἐμπιστεύεται τὸν ἑαυτό του στὴν ἀγαπῶσα ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Σηκώνει μὲ αὐταπάρνηση τὸν προσωπικό του καθημερινὸ σταυρὸ καὶ συσταυρώνεται ἐσωτερικὰ μὲ τὸν Χριστό. Ὁμολογεῖ τὴν δύναμη τοῦ Χριστοῦ μέσα του, γιατί ζεῖ τὴν μετάνοια, τὴν ἀφάνεια καὶ τὴν ταπείνωση. Αὐτὸ καταδεικνύουν τὰ συναξάρια καὶ τὰ μαρτυρολόγια ὅλων τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας. Δὲν ἔκαναν ὅλοι θαύματα, ἀγάπησαν, ὅμως, ὅλοι τὸν Χριστὸ καὶ ἀγωνίσθηκαν σιωπηλὰ καὶ ὑπομονετικὰ στὸ ὄνομά Του. Τὸν ὁμολόγησαν γενναία μὲ τὸν λόγο τους καί, κυρίως, μὲ τὸ παράδειγμά τους. Δὲν τελείωσαν ὅλοι τὴν ζωὴ τους μαρτυρικὰ για τὸν Χριστό, ἔζησαν, ὅμως, ὅλοι μὲ τὸν Χριστὸ καὶ γιὰ τὸν Χριστό. «Ἰδοὺ ἀφήκαμεν τὰ πάντα καὶ ἠκολουθήσαμέν σοι» (Ματθ.19,27), ἀφήσαμε τὰ πάντα καὶ σὲ ἀκολουθήσαμε, ἀκοῦμε νὰ λέει ὁ Ἀπόστολος Πέτρος καὶ μέσω αὐτοῦ ὅλοι οἱ ἅγιοι ποὺ προσπαθοῦν νὰ ἀνταποκριθοῦν στὴν κλήση τους. Ἄς προσέχουμε, γιατί ἀξιώματα, χρήματα, περιουσίες, συγγενικοὶ δεσμοὶ καὶ ἀνθρώπινες σχέσεις γίνονται κάποτε ἐμπόδια σ’ αὐτὸ ποὺ ὁ Θεὸς ζητᾷ ἀπὸ ἐμᾶς. Ὅλοι οἱ Ἄγιοι δὲν ἔγιναν γνωστοί, πλούτισαν, ὅμως, ὅλοι τὴν χριστιανικὴ ἐμπειρία καὶ φώτισαν τὸν δρόμο τοῦ ἀγῶνα μας. Ἔπεσαν στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Θεοῦ καὶ παραδόθηκαν μὲ ἐμπιστοσύνη στὸ θέλημά Του, γι’ αὐτὸ καί μπόρεσαν νὰ πετύχουν τὰ ἀκατόρθωτα.
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἡ μαρτυρία πίστεως φανερώνει τὴν οὐσιαστική μας σχέση μὲ τὸν Θεὸ καὶ τὸ βάθος τῆς χριστιανικῆς μας συνείδησης. Ἂς προσπαθοῦμε νὰ τὴν ἐπιβεβαιώνουμε καθημερινά μὲ τὴν ζωή μας καὶ μὲ τὸν ἀγῶνα μας. Ἀμήν.
18 Ἰουνίου 2017
«Δεῦτε ὀπίσω μου καί ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων»
Οἱ ἄνθρωποι ἀνάλογα μὲ τὸν προσανατολισμὸ τῆς ψυχῆς τους ἀποδέχονται τὸν Χριστὸ ἢ τὸν ἀπορρίπτουν. Ἐκεῖνο ποὺ κάνει τὴ διαφορὰ εἶναι ἡ διατήρηση τῆς ἄδολης καρδιᾶς, ἐπειδὴ αὐτὴ ἀναγνωρίζει τὸν Θεὸ «Μακάριοι οἱ καθαροὶ τῆ καρδία ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται».
Ἡ καρδιὰ κατὰ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας εἶναι τὸ κέντρο τῆς ὕπαρξης τοῦ ἀνθρώπου. Ὄχι βεβαίως ἡ σωματικὴ καρδιὰ ἀλλὰ ἡ πνευματική. «Ὁ ἀγαθὸς ἄνθρωπος ἐκ τοῦ ἀγαθοῦ θησαυροῦ ἐκβάλλει ἀγαθά, καὶ ὁ πονηρὸς ἄνθρωπος ἐκ τοῦ πονηροῦ θησαυροῦ ἐκβάλλει πονηρά... ἐκ γὰρ τοῦ περισσεύματος τῆς καρδίας τὸ στόμα λαλεῖ » (Ματθ. ιβ, 35) μᾶς πληροφορεῖ ἡ Γραφή. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἡ κάθαρση τῆς καρδίας εἶναι τὸ πρῶτο στάδιο τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ κάνει τὴν πνευματικὴ ἐκείνη πορεία ὥστε στὴν θέση τοῦ θυμοῦ νὰ ἐγκατασταθεῖ ἡ ἀγάπη, στὴ θέση τῆς ἐπιθυμίας ἡ ταπείνωση καὶ ἡ ἀνιδιοτέλεια καὶ στὴ θέση τοῦ ἄκαρπου λογισμοῦ ὁ Θεός. Ἡ ἀγάπη, ἡ ἀνιδιοτέλεια καὶ ἡ μονολόγιστη εὐχὴ τοῦ Χριστοῦ ὑπῆρξαν τὰ βιώματα τῶν Ἁγίων κάθε ἐποχῆς.
Ἔτσι, ὁ ἄνθρωπος ὀφείλει νὰ ξεκαθαρίσει στὸ νοῦ του ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἡ πρώτη ἀγάπη. Ὅλα τὰ ἄλλα ἕπονται. Ἡ καθημερινότητα καὶ ἡ βιοπάλη νὰ μὴν ἀποτελοῦν τὸ κέντρο τῆς ζωῆς καὶ τῶν διαλογισμῶν ἀλλὰ μὲ βάση τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ νὰ ἐξηγοῦνται οἱ χαρές, οἱ λύπες, ἡ καθημερινότητα, νὰ ἀντιμετωπίζονται τὰ προβλήματα. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ στὸ κέντρο τῆς καρδιᾶς του ἔχει ἰσορροπία καὶ δὲν διακατέχεται ἀπὸ ἄγχος ἢ πανικό. Ἡ ζωή του ἔχει σκοπὸ τὴν ἕνωση μὲ τὸν Θεό. Σὲ κάθε ἄλλη περίπτωση ἡ ζωὴ εἶναι ἄσκοπη καὶ αἰτία δυστυχίας καὶ ἀποπροσανατολισμοῦ. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος βγάλει ἀπὸ τὸ κέντρο τῆς καρδιᾶς του τὸν Θεὸ τότε στρέφεται στὰ κτίσματα ἀντὶ στὸν Κτίστη καὶ δὲν βρίσκει λύτρωση στὴν ἀναζήτησή του γιατὶ ὁ ἄνθρωπος ἔχει πλασθεῖ ἀπὸ τὸν Θεό, γιὰ τὸν Θεὸ προκειμένου νὰ ζήσει μὲ τὸν Θεό. Κανένα ὑποκατάστατο δὲν γεμίζει τὸν ἄδειο χῶρο τῆς καρδιᾶς του καὶ εἶναι δυστυχισμένος. Σήμερα, δισεκατομμύρια ἄνθρωποι βρίσκουν τὴν ἰσορροπία τους μὲ ψυχοφάρμακα, χωρὶς ὅμως στὴν οὐσία νὰ ἐπιλύουν τὸ πρόβλημα τῆς ψυχῆς τους, ἐπειδὴ αὐτὸ δὲν εἶναι ἀποτέλεσμα χημικῆς ἐπεμβάσεως, ἀλλὰ πνευματικῆς καταστάσεως.
Στὴν Εὐαγγελικὴ διήγηση οἱ ἁπλοῖ ψαράδες τῆς λίμνης Γεννησαρὲτ ἀναγνώρισαν τὸν Κύριο καὶ τὸν ἀκολούθησαν. Τὸ κριτήριο ἦταν ἡ ἁπλότητα καὶ ἡ καθαρότητα τῆς καρδιᾶς τους. Τὸ κήρυγμά τους ἦταν ἔκφραση τῆς ἐμπειρίας τους ἀλλὰ καὶ τῆς ἰδιοσύστασης τοῦ χαρακτήρα τους. Δὲν ἐκήρυξαν μὲ βάσει τὴν διαλεκτικὴ ἢ ἀλλη μέθοδο ἀπόδειξης ἀλλὰ μὲ βάσει τὴν ἁπλότητα τοῦ νοῦ τους.
Κατὰ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο: «οὐκ ἔγνω ὁ κόσμος διὰ τῆς σοφίας τὸν Θεὸν ἀλλὰ εὐδόκησεν ὁ Θεὸς διὰ τῆς μωρίας τοῦ κηρύγματος σῶσαι τοὺς πιστεύοντας...ὅτι τὰ μωρὰ τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Κύριος ἵνα τοὺς σοφοὺς καταισχύνει» (Α΄Κορ. α, 21 κ.ἑ.). Ἂν ὁ Θεὸς προσεγγίζετο γνωστικῶς μόνον, τότε μόνον οἱ ἔξυπνοι αὐτοῦ τοῦ κόσμου θὰ τὸν γνώριζαν. Ὅμως ἀποζητᾶ «καρδίαν καθαρὰν καὶ πνεῦμα εὐθές» ἐπειδὴ στὶς καθαρὲς καρδιὲς ζεῖ ὁ Θεός.
Σήμερα ὁ κόσμος ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ ἁγίους ἐργάτες τοῦ Εὐαγγελίου. Ἡ καθαρότητα τῆς καρδιᾶς τους, τὸ ἀποστολικὸ κήρυγμά τους καὶ ἀσφαλῶς ἡ εὐδοκία τοῦ Κυρίου θὰ ἁλιεύσει καὶ πάλι τὴν ψυχὴ τοῦ κόσμου καὶ θὰ τὴν ὁδηγήσει ἀπὸ τὴν ἁμαρτία στὴν εὐθεία ὁδὸ τοῦ φωτός, τῆς ἀλήθειας καὶ τῆς ζωῆς.
Ἀμήν.
25 Ἰουνίου 2017
Τὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ἔχει πολλαπλὰ μηνύματα. Μᾶς καλεῖ νὰ κατανοήσουμε καὶ νὰ ἑρμηνεύσουμε μέσα στὸ φῶς τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς δικαιοσύνης Του πολλὰ μεγέθη τῆς καθημερινότητάς μας. Τὶς βιοτικὲς μέριμνες καὶ τὸ ἀσφυκτικὸ ἄγχος ποὺ μᾶς διαπερνᾷ: «μὴ μεριμνᾶτε». Τὴν λαχτάρα τῆς ὅποιας ἐπιθυμίας καὶ τὴν πλεονεξία μέσα στὴν ὁποία βυθιζόμαστε: «ἐὰν δὲ ὁ ὀφθαλμὸς πονηρὸς ᾖ, ὅλον τὸ σῶμα σκοτεινὸν ἔσται», ἐὰν τὸ μάτι σου εἶναι πονηρό, ὅλος σου ὁ λογισμὸς θὰ εἶναι σκοτεινός. Τὴν ἐξάρτηση ἀπὸ τὸ χρῆμα καὶ τὶς συνέπειές του, ποὺ γίνεται μία ἄλλου εἴδους εἰδωλολατρία μέσα στὴν ὁποία παγιδευόμαστε: «οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καὶ μαμωνᾷ», δὲν μπορεῖτε νὰ δουλεύετε καὶ στὸν Θεὸ καὶ στὸν μαμωνᾶ.
Μαζὶ μὲ ὅλα αὐτά, ὅμως, θὰ ἦταν σκόπιμο νὰ κάνουμε καὶ μιὰ οἰκολογικὴ ἀνάγνωση τοῦ εὐαγγελικοῦ μηνύματος. Καὶ αὐτό, γιατὶ στὶς μέρες μας ζοῦμε, μαζὶ μὲ ὅλο τὸν κόσμο, μέσα στὸν φόβο καὶ στὴν «σκιὰ» ἐνὸς οἰκολογικοῦ θανάτου, ποὺ προκαλεῖ ἡ αὐξημένη μόλυνση καὶ καταστροφὴ τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος. Ἡ φράση τοῦ Χριστοῦ: «ἐμβλέψατε εἰς τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ, ὅτι οὐ σπείρουσιν οὐδὲ θερίζουσιν οὐδὲ συνάγουσιν εἰς ἀποθήκας, καὶ ὁ πατὴρ ἡμῶν ὁ οὐράνιος τρέφει αὐτά» εἶναι ἀσφαλῶς μιὰ ἠχηρὴ διακήρυξη τῆς πρόνοιας τοῦ Θεοῦ. Εὔκολα καταλαβαίνουμε ὅτι ἡ φύση ὄχι μόνο προέρχεται, ἀλλὰ καὶ κυβερνᾶται ἀπὸ τὸν Θεό. Ἡ φροντίδα καὶ ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ μέσα στὴν φύση εἶναι διαρκής. Ἡ λειτουργία τῶν φυσικῶν νόμων κινεῖται ἀποκλειστικὰ μέσα στὰ πλαίσια τῆς θέλησης, τῆς δύναμης, καὶ τῆς κυριαρχίας τοῦ Θεοῦ. Ὅλα λειτουργοῦν τέλεια, γιατί δημιουργήθηκαν νὰ εἶναι τέλεια. Ἡ Ἁγία Γραφὴ εἶναι κατάμεστη ἀπὸ ἐκφράσεις ποὺ ἀναφέρονται στὴν ὡραιότητα, τὴν ἁρμονία καὶ τὴν σκοπιμότητα τῆς φυσικῆς δημιουργίας. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς μᾶς δίνει τὸ παράδειγμα τῆς ἀγάπης στὴν δημιουργία, ἀλλὰ καὶ τοῦ σεβασμοῦ στὴν οἰκολογικὴ ἰσορροπία. Οἱ ὑπέροχες παραβολές Του, ἀλλὰ καί, γενικότερα, ὁ διδακτικός Του λόγος, τὶς περισσότερες φορὲς ἔχουν ἀφετηρία μιὰ εἰκόνα ἀπὸ τὸ φυσικὸ περιβάλλον. Ἡ τρικυμία τῆς θάλασσας, οἱ ἄνεμοι, τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ, τὰ κρίνα τοῦ ἀγροῦ, τὸ καρπερὸ ἀμπέλι, ἡ ἄκαρπη συκιὰ εἶναι εἰκόνες ἀπὸ τὴν δημιουργία τοῦ Θεοῦ. Ὅλα αὐτὰ ἀπὸ τὰ ὁποῖα ξεκινᾷ ὁ Χριστὸς τὴν διδασκαλία Του, γιὰ νὰ προχωρήσει στὰ βαθύτερα πνευματικὰ μηνύματα, μαρτυροῦν τὴν ἀγάπη Του καὶ τὴν ἀνύσταχτη φροντίδα Του γιὰ τὰ ἔμψυχα καὶ ἄψυχα δημιουργήματά Του.
Ὁ Χριστός, βέβαια, δὲν μᾶς καλεῖ ἀπλὰ νὰ ἀγαπᾶμε καὶ νὰ θαυμάζουμε τὴν φύση. Ἄλλωστε, «οὐκ ἐλάτρευσαν τὴν κτίσιν οἱ θεόφρονες παρὰ τὸν Κτίσαντα». Ἐκεῖνο τὸ «καταμάθατε τὰ κρίνα τοῦ ἀγροῦ πῶς αὐξάνει» μᾶς λέει κάτι ἄλλο πολὺ πιὸ σημαντικό, ποὺ πρέπει νὰ προσέξουμε. Νὰ μάθουμε νὰ μελετᾶμε τὸ ἀνοικτὸ βιβλίο τῆς φύσης καὶ νὰ ἀποκρυπτογραφοῦμε τὰ σήματα ποὺ μᾶς ἐκπέμπει κάθε στιγμὴ καὶ ὥρα. Κάθε φορὰ ποὺ μολύνουμε τὴν φύση καὶ καταστρέφουμε τὸ περιβάλλον, γκρεμίζουμε τὸ σπίτι ποὺ ὁ Θεὸς μᾶς ἔδωσε, γιὰ νὰ ζήσουμε. Ἁμαρτάνουμε, γιατὶ ξεχνᾶμε ὅτι ἡ ὑποχρέωση τοῦ ἀνθρώπου στὸν παράδεισο ἦταν τὸ «ἐργάζεσθαι αὐτὸν καὶ φυλάσσειν». Δύο χαρακτηριστικὲς λέξεις ποὺ τονίζουν τὰ δικαιώματα καὶ τὶς ὑποχρεώσεις μας ἀπέναντι στὸ περιβάλλον ποὺ ζοῦμε. Ἡ Ἁγία Γραφὴ ἀναφέρει διάφορα περιστατικὰ καταστροφῆς τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος, συμπτώματα καὶ αὐτὰ τοῦ πεσμένου κόσμου μας. Βέβαια, τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ καὶ οἱ εἰκόνες τῆς Ἀποκάλυψης ἀναφέρονται στὴν ὁλοκληρωτικὴ καταστροφὴ τῆς γῆς καὶ στὴ συντέλεια τῶν αἰώνων. Ἀλλά ἐδῶ δὲν πρόκειται γιὰ τὴν ἀπόγνωση τῆς οἰκολογικῆς καταστροφῆς, ἀλλὰ γιὰ τὴν ἐλπίδα τῆς μεταμόρφωσης καὶ ἀνακαίνισης τοῦ κόσμου.
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, καὶ ἐμεῖς, ὡς «σάρκα φοροῦντες καὶ τὸν κόσμον οἰκοῦντες», ἐμπλεκόμαστε στὸ οἰκολογικὸ πρόβλημα τῆς ἐποχῆς μας. Ἀλλὰ δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾶμε ὅτι ἡ κλήση μας καὶ ὁ ἀγώνας μας ἀποβλέπουν στὴν ἀντιμετώπιση κάθε μορφῆς κακοῦ, ἀκόμη καὶ τοῦ οἰκολογικοῦ, ἀφοῦ καὶ αὐτὸ εἶναι μιὰ μορφὴ ἁμαρτίας (λανθασμένη σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεὸ καὶ τὴν δημιουργία). Γι’ αὐτό, ὅσο διαρκεῖ ἡ ἱστορία, ἂς προσπαθοῦμε νὰ μεταβάλλουμε καὶ νὰ μεταμορφώνουμε συνεχῶς τὸ ἀνθρώπινο ἁμαρτωλὸ περιβάλλον μας, ἀλλὰ καὶ τὸ ἀπειλούμενο μὲ καταστροφὴ φυσικὸ περιβάλλον, μέχρι νὰ ἔρθει ὁ Κύριος καὶ νὰ ἀκουσθεῖ ἡ φωνή Του: «Ἰδοὺ καινὰ ποιῶ τὰ πάντα».
Ἀμήν.
ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΜΑΪΟΥ 2017
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ (Ἰωαν. ε΄1-15 )
7 Μαΐου 2017
Τριανταοκτὼ ὁλόκληρα χρόνια ὁ παράλυτος τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου ἐταλαιπωρεῖτο μὲ τὴν δική του δοκιμασία. Ἴσως νὰ πέρασε τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς ζωῆς του στὴ στοὰ τῆς θαυματουργικῆς κολυμβήθρας Βηθεσδά. Μάταια ὅμως περίμενε ἕναν ἄνθρωπο ποὺ θὰ τὸν συμπονοῦσε καὶ θὰ τὸν βοηθοῦσε νὰ μπεῖ στὴν κολυμβήθρα μόλις θὰ ταρασσόταν τὸ ὕδωρ.
Τὴ στιγμὴ ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ εἶχε χάσει κάθε ἐλπίδα ὁ παραλυτικὸς τῆς περικοπῆς μας, συνάντησε τὸν Χριστό. Ὁ μόνος Φιλάνθρωπος, ὁ Κύριος καὶ Θεός μας, ποὺ κάθε χρόνο ἔστελνε ἐκεῖ τὸν ἄγγελό του γιὰ νὰ ταράσσει τὸ νερὸ καί νά σώζεται ὁ πρῶτος ποὺ ριχνόταν σὲ αὐτό, ἦλθε τώρα ὁ ἴδιος. Ἀπευθύνεται στὸν παράλυτο καὶ τοῦ λέει: «Θέλεις ὑγιὴς γενέσθαι;» Ὁ Κύριος ὁπωσδήποτε δὲν ἀπηύθυνε τὴν ἐρώτηση αὐτὴ ἔχοντας ἀμφιβολία, ἀλλὰ διότι θέλησε νὰ παρακινήσει τὸν πάσχοντα ἄνθρωπο νὰ συνειδητοποιήσει τὴν πραγματικότητα τῆς σωτηρίας του. Ὁ παραλυτικὸς δὲν ἀπήντησε εὐθέως στὴν ἐρώτηση, ἀλλὰ ἐμμέσως ἐξέφρασε τὸ παράπονο ποὺ τὸν πλημμύριζε: «Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω, ἵνα ὅταν ταραχθῇ τὸ ὕδωρ, βάλῃ με εἰς τὴν κολυμβήθραν, ἐν ᾧ δὲ ἔρχομαι ἐγώ, ἄλλος πρὸ ἐμοῦ καταβαίνει». Τὸ θαῦμα ἔγινε. Ὁ Κύριος ἔδωσε ἀμέσως τὴν ὑγεία στὸν παραλυτικὸ καὶ τοῦ συνέστησε νὰ σηκώσει στὸν ὦμο τὸ κρεβάτι του καὶ νὰ περπατήσει. «Ἔγειρε, ἄρον τὸν κράββατόν σου καὶ περιπάτει». Ὁ μέχρι ἐκείνη τὴ στιγμὴ παράλυτος γίνεται ὑγιὴς καὶ μὲ συνέπεια στὴν προτροπὴ τοῦ Κυρίου, τὸ διαπιστώνει ὄχι μόνον ὁ ἴδιος, ἀλλὰ καὶ τόσοι ἄλλοι ποὺ παρευρίσκονταν κοντά του. Πῆρε στὸν ὦμο του τὸ κρεβάτι πάνω στὸ ὁποῖο τόσα χρόνια ἦταν κατάκοιτος.
Τὸ βαθὺ παράπονο τοῦ Παραλυτικοῦ, ἀδελφοί μου, «Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω», ἀντηχεῖ μέχρι καὶ σήμερα στὴ σύγχρονη κολυμβήθρα τῆς κοινωνίας μας. Αὐτὸ δημιουργεῖ τὸ δικό μας χρέος νὰ συμπαραστεκόμαστε μὲ κάθε τρόπο καὶ νὰ ἐκφράζουμε τὴν ἀγάπη μας σὲ κάθε πονεμένο συνάνθρωπό μας. Ἡ ἀδιαφορία τῶν συνανθρώπων τοῦ Παραλυτικοῦ, εἶχε παραλύσει τὴν ψυχή του καὶ τὶς ἀντοχές της βαθύτερα ἀπὸ τὸ σῶμα του. Ὅπως ἀκριβῶς κάνει καὶ σὲ μᾶς ὁ πόνος, ἡ θλίψη καὶ κάθε ἄλλου εἴδους δοκιμασία ποὺ παρουσιάζονται στὴ ζωή μας καὶ μᾶς ἀφήνουν πιὸ μόνους. Σήμερα οἱ «παραλυτικοὶ» αὐξήθηκαν ὅσο ποτέ. Καὶ εἶναι ὀδυνηρὴ ἀλήθεια, ἐπειδὴ δὲν χρειάζονται τόσο τὴν ὑλικὴ βοήθειά μας, ὅσο τὸ οὐσιαστικὸ νοιάξιμό μας. Ἂς συνειδητοποιήσουμε ὅτι ἡ θεραπεία ποὺ πρόσφερε ὁ Χριστὸς δὲν ἀφοροῦσε μόνο τὸ σῶμα, ἀλλὰ πάντοτε καὶ κυρίως τὴν ψυχή. Δηλαδὴ τὴν ἀπαλλαγή της ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὶς συνέπειες ποὺ αὐτὲς ἔφερναν καὶ στὸ σῶμα.
Στὴν ἐποχή μας ποὺ ἰδιαίτερα ὑπάρχει πνευματικὴ ἐρημιά, στὸν κόσμο αὐτὸ ποὺ χρεωκόπησε σὲ ἀρετὲς καὶ ἀξίες, ἀνοίγει μπροστά μας ὁ δρόμος γιὰ νὰ βοηθήσουμε συναθρώπους μας ποὺ βρίσκονται βυθισμένοι στὸ σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας, ὥστε νὰ βροῦν τὸν δρόμο τους καὶ νὰ φθάσουν στὸν Χριστό. Τὸν Μόνο ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς θεραπεύσει ἀπὸ κάθε ἀσθένεια ἀποκαθιστῶντας τὴν ψυχοσωματική μας ὑγεία. Νὰ τοὺς βοηθήσουμε νὰ ἐνταχθοῦν στὴν Ἐκκλησία καὶ νὰ γίνουν ζωντανὰ μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, ὥστε μέσα ἀπὸ τὰ Μυστήρια νὰ βιώνουν τὴ Χάρη Του.
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, τὸ παράπονο τοῦ παραλυτικοῦ «ἄνθρωπον οὐκ ἔχω», ἀποτυπώνει τὴν συνεχιζόμενη πραγματικότητα καὶ στὴ δική μας ἐποχή. Περιδιαβαίνοντας τοὺς δρόμους τῆς ζωῆς μας, ἂς πλησιάσουμε κάθε συνάνθρωπο, στὸ πρόσωπο τοῦ ὁποίου πρέπει νά ἀντικρύζουμε τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο μέσα ἀπὸ τὴν κοινωνία ἀγάπης μποροῦμε νὰ διαφυλάξουμε καὶ τὸν ἑαυτό μας, προκειμένου νὰ παύσει νὰ ἐπιβεβαιώνεται ἡ μοναξιά μας. Ἀμήν.
14 Μαΐου 2017
Τὸ Εὐαγγέλιο τῆς Ἐκκλησίας μας σήμερα, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἀναφέρεται στήν συνάντηση ποὺ εἶχε ὁ Κύριος μὲ μιὰ Σαμαρείτιδα γυναῖκα, ἡ ὁποία παρὰ τὴν ἁμαρτωλή της βιωτή, ἦταν ὅπως ἀποδεικνύεται ἄνθρωπος πίστεως καὶ ποιότητας. Ἡ συνομιλία ποὺ εἶχε μὲ τὸν Κύριο ἀποκαλύπτει ὅτι ἡ γυναῖκα αὐτή, ἐνῶ ἦταν ἁμαρτωλὴ καὶ ἀσχολεῖτο μὲ τὰ καθημερινά, ὅπως μαρτυρεῖ ἡ ἄντληση καὶ μεταφορὰ ὕδατος, ἐντούτοις μελετοῦσε, καὶ ἄρα γνώριζε, τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ τὶς ἐπαγγελίες τῶν προφητῶν γιὰ τὴν ἔλευση τοῦ Μεσσία. Τὸ ὅτι νικήθηκε ἀπὸ τὴ σαρκικὴ ἡδονή, καθὼς λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, αὐτὸ δὲν τὴν κατέστησε ἀκάθαρτη καὶ ἀπόβλητη στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ἀντιθέτως ἐπιβεβαίωσε ὅτι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἦλθε γιὰ αὐτοὺς ἀκριβῶς τοὺς ἀνθρώπους, τοὺς ἁμαρτωλούς. «Οὐ χρείαν ἔχουσιν οἱ ἰσχύοντες ἰατροῦ, ἀλλ’ οἱ κακῶς ἔχοντες».
Ἡ Σαμαρείτιδα ἀποδείχθηκε κρυμμένος μαργαρίτης, ἕνα πολύτιμο πετράδι, ποὺ ἂν καὶ ἀναμεμιγμένο μὲ τὴν ἁμαρτία δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ διαφύγει τῆς προσοχῆς τοῦ Δεσπότη. Εἶχε εὐγένεια ψυχῆς καὶ μεγάλη δεκτικότητα καὶ προσφερόταν γιὰ σπορὰ καὶ καρποφορία τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Ἂν καὶ γυναῖκα χωρὶς ὅρια ἠθικῆς δὲν χαρακτηριζόταν ἀπὸ τὴν ἄρνηση καὶ τὴν ἀπιστία, ἀλλὰ εἶχε συναίσθηση τοῦ ποιὰ ἦταν καὶ πῶς ζοῦσε. Αὐτὸ φαίνεται καὶ ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ ἐπιλέγει νὰ μεταβεῖ στὸ πηγάδι. Ἡ Σαμαρείτιδα πηγαίνει γιὰ νερὸ τὴν ὥρα τοῦ μεγάλου καύσωνος, ὅταν δηλαδὴ ἐκ τῶν πραγμάτων δὲν βρισκόταν κανεὶς ἄλλος ἐκεῖ, ἐχοντας τὴν διάθεση νὰ ἀποφύγει τὰ σκωπτικὰ καὶ προσβλητικὰ σχόλια γιὰ τὴν ἄστατη καὶ ἁμαρτωλὴ ζωή της. Φαίνεται ἀπὸ τὸν διάλογό της μὲ τὸν Χριστό, νὰ εἶχε πίστη καὶ νὰ μελετοῦσε τοὺς προφῆτες. Γι’ αὐτὸ καὶ τελικά, ὅταν συνάντησε τὸν Κύριο καὶ γνώρισε τὴν ἀποκάλυψή Του στὴν ψυχή της, πίστεψε εἰλικρινά.
Αὐτὸς εἶναι ἄλλωστε καὶ ὁ λόγος ποὺ ὁ Χριστός, γνωρίζοντας ποιὰ ἦταν ἡ Σαμαρείτιδα καὶ τὴ δεκτικότητα ποὺ εἶχε, πάει στὸ φρέαρ τὴ συγκεκριμένη ὥρα τῆς ἡμέρας καὶ ἀπομακρύνει καὶ τοὺς μαθητές του, ὥστε ἀπερίσπαστα νὰ συνομιλήσει μαζί της, στοχεύοντας νὰ τὴν ἀγρεύσει στὴ σωτηρία. Μάλιστα ἡ Σαμαρείτιδα ἁλιεύτηκε ἀπὸ τὸν Χριστὸ καὶ ἔγινε σκεῦος ἐκλογῆς, κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ καὶ ὁ Παῦλος ἐπιλέγηκε γιὰ τὴ διάδοση τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Ἁμαρτωλὸς ὁ Παῦλος καὶ διώκτης τοῦ Χριστοῦ, ἁμαρτωλὴ καὶ ἡ Σαμαρείτιδα, ποὺ διὰ τῶν ἁμαρτιῶν της ἔβλαπτε ὄχι μόνο τὸν ἑαυτό της, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἄλλους. Παρόλα αὐτὰ οὔτε ὁ Παῦλος οὔτε ἡ Σαμαρείτιδα ἀπορρίφθηκαν ἀπὸ τὸν Χριστό, ἀλλὰ ἀντίθετα ἐπιλέγηκαν καὶ ἐν τέλει πιάστηκαν στὰ δίκτυα τῆς ἀγάπης Του καὶ καταστάθηκαν κήρυκες τοῦ Εὐαγγελίου. Καὶ ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ εἰδικότερα ἡ Σαμαρείτιδα γίνεται μέτοχος μεγαλύτερων ἀποκαλύψεων ἀπὸ ὅ,τι οἱ Ἀπόστολοι. Ἡ θεότητα τοῦ Κυρίου ἀποκαλύφθηκε σὲ αὐτοὺς καὶ ἔγινε πιστευτὴ μετὰ τὴν Ἀνάσταση, ὁπότε καὶ στερεώθηκε καὶ ἡ πίστη τους. Στὴ Σαμαρείτιδα, ὅμως, τὴν ἁμαρτωλὸ γυναῖκα, ἡ ὁποία οὔτε θαύματα εἶδε, οὔτε ἦταν παροῦσα σὲ θαύματα ἀναστάσεως ἢ θεραπεῖες, τῆς ἀποκαλύπτεται ἐκ τῶν προτέρων ἡ μεσσιανικότητά του καὶ τὸν κηρύσσει Προφήτη.
Εἶναι ὄντως θαυμαστὴ ἡ μεταβολὴ ποὺ ἐπῆλθε στὴ Σαμαρείτιδα. Προϋπόθεση, ὅμως, τῆς ριζικῆς μεταστροφῆς της δὲν ἦταν μόνο ἡ ἐσωτερική της δίψα γιὰ τὴν ἀλήθεια, ἀλλὰ καὶ ἡ διάκριση τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστὸς τῆς ἀποκαλύπτει τὸν τρόπο ζωῆς της καὶ τοὺς ἄνομους δεσμούς της, χωρὶς νὰ τὴν κατακρίνει ἢ νὰ τὴν ἐξουδενώσει ἢ νὰ δείξει φθόνο καὶ ἀποστροφὴ πρὸς αὐτή. Γι’ αὐτὸ καὶ μίλησε κατευθείαν στὴν καρδία της, συγκινῶντας την καὶ ἑλκύοντάς την στὴν πίστη καὶ τὴ σωτηρία. Τὸ ζῶν ὕδωρ ποὺ τῆς προσέφερε, τὸ ζωογόνο, τὸ ἄφθονο, τὸ ἀνεξάντλητο, δὲν τὸ ἔλαβε ὡς ἄντλημα ἀπὸ τὸ παρακείμενο φρέαρ, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν ἑαυτό του. Ἔτσι ἡ ἁμαρτωλὴ γυναῖκα ἀπὸ τὴ Σαμάρεια κοινωνεῖ τοῦ ζῶντος ὕδατος, ἐγκαταλείπει τὸ παρελθόν της καὶ γίνεται ἔκτοτε καὶ ἡ ἴδια «πηγή ὕδατος ἁλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον» γιὰ τοὺς ἄλλους.
21 Μαΐου 2017
Ὅλα τὰ θαύματα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, εἶναι μεγάλα, ὅλα φανερώνουν τὴν θεότητα τοῦ Κυρίου· οἱ θεραπεῖες τῶν ἀσθενῶν μὲ τὴν ἐπίθεση τῶν χειρῶν του, οἱ ἰάσεις τῶν παραλύτων μὲ ἕνα μόνο λόγο Του «σήκω ἐπάνω καὶ περπάτα», οἱ ἀναστάσεις τῶν νεκρῶν. Κάθε θαῦμα ἔχει καὶ ἕνα ξεχωριστὸ σημεῖο, ποὺ τὸ διακρίνει ἀπὸ τὰ ἄλλα. Τὸ ἀναφερόμενο σήμερα διαφέρει ἀπὸ τὰ ἄλλα θαύματα σὲ τοῦτο: βλέπουμε τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ νὰ παίρνει ἀπὸ τὴ γῆ χῶμα καὶ μὲ πτύσμα νὰ φτιάχνει μάτια στὸν ἀόμματο τυφλό. Ὁ τυφλὸς αὐτὸς ὄχι ἁπλῶς δὲν ἔβλεπε, ἀλλὰ εἶχε γεννηθεῖ χωρὶς μάτια, καὶ ἀκριβῶς αὐτὸ εἶναι τὸ θαυμαστὸ ἐδῶ τοῦ Κυρίου: ὅτι φτιάχνει μάτια ἀπὸ τὸ χῶμα τῆς γῆς.
Τὸ θαῦμα αὐτὸ τοῦ Κυρίου μᾶς παραπέμπει στὴν ἀρχὴ τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου: «….καὶ ἔπλασεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον, χοῦν λαβὼν ἀπὸ τῆς γῆς, καὶ ἐνεφύσησεν εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ πνοὴν ζωῆς, καὶ ἐγένετο ὁ ἄνθρωπος εἰς ψυχὴν ζῶσαν». Ἐδῶ πάλι «ἔπτυσε χαμαὶ καὶ ἐποίησε πηλὸν ἐκ τοῦ πτύσματος, καὶ ἐπέχρισε τὸν πηλὸν ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ». Δὲν τoῦ ἔδωσε ξένα μάτια, ἀλλὰ ἔφτιαξε δικά του μάτια ἀπὸ τὸ χῶμα τῆς γῆς, ὅπως ἔπλασε ὅλο τὸ ἀνθρώπινο σῶμα. Καὶ ἀκόμη δὲν ἔφτιαξε τὸν πηλὸ μὲ νερό, ἀλλὰ μὲ τὸ πτύσμα του, «ἔπτυσε χαμαὶ καὶ ἐποίησε πηλὸν ἐκ τοῦ πτύσματος».
Στὴν ἀρχὴ τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου ἔλαβε τὸ χῶμα ὁ Θεός καὶ ἔφτιαξε ἄνθρωπο καὶ ἐμφύσησε στὸ πρόσωπό του χορηγῶν πνοὴν ζωῆς. Ἐδῶ «ἔπτυσε χαμαὶ», καὶ τὸ πτύσμα αὐτὸ ἔχει μέσα καὶ τὴ θεία πνοή, τὸ θεῖο φύσημα. Βεβαίως τὸν προτρέπει νὰ πλυθεῖ στὴν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωὰμ˙ πηγαίνει νίβεται καὶ βλέπει τὸ φῶς. Τοῦτο δὲν σημαίνει ὅτι τὸ νερὸ τῆς κολυμβήθρας εἶχε τὴν θαυματουργικὴ δύναμη ποὺ τὸν θεράπευσε, ἀλλὰ ἡ συνέπειά του στὴν Θεϊκὴ προτροπὴ ἔφερε τὸ ἐπιθυμητὸ ἀποτέλεσμα. Τὸ νερὸ δὲν ἔδωσε τὴ ζωὴ στὸ χῶμα, ἀλλὰ φανέρωσε τὴ νέα ζωή, τὰ νέα μάτια τοῦ τυφλοῦ ποὺ βλέπουν τὸ φῶς: «ἀπῆλθεν οὖν καὶ ἐνίψατο, καὶ ἦλθε βλέπων».
Οἱ Φαρισαῖοι τυφλωμένοι ἀπὸ τὸν ἐγωϊσμό τους δὲν μποροῦσαν νὰ δοῦν τὴν ἀλήθεια καὶ κυρίως νὰ δεχτοῦν τὸ ὁλοφάνερο θαῦμα τοῦ Χριστοῦ· ἔλεγαν καὶ ξαναρωτοῦσαν αὐτοὺς ποὺ γνώριζαν τὸν πρώην τυφλὸ «πῶς ἀνέβλεψεν;». Καὶ ἐνῶ αὐτὸς φώναζε μὲ ὅση δύναμη εἶχε: «ἄνθρωπος λεγόμενος Ἰησοῦς πηλὸν ἐποίησε καὶ ἐπέχρισέ μου τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ εἶπέ μοι· ὕπαγε εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωὰμ καὶ νίψαι· ἀπελθὼν δὲ καὶ νιψάμενος ἀνέβλεψα», δὲν ἔβλεπαν καὶ δὲν ἄκουγαν τὴν ἀλήθεια, ἐπιμένοντας νὰ λέγουν μὲ ὑπερηφάνεια καὶ ἐγωϊσμό: «ἡμεῖς δὲ τοῦ Μωϋσέως ἐσμὲν μαθηταί. ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι Μωϋσεῖ λελάληκεν ὁ Θεός· τοῦτον δὲ οὐκ οἴδαμεν πόθεν ἐστίν». Καὶ ἀκόμη ἔλεγαν γιὰ τὸν ἀναμάρτητο Χριστό: «ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι ὁ ἄνθρωπος οὗτος ἁμαρτωλός ἐστίν», στηρίζοντας τὴν ἁμαρτωλότητα τοῦ Κυρίου στὴν ἐκ μέρους Του κατάλυση τῆς ἀργίας τοῦ Σαββάτου «ἔλεγον οὖν ἐκ τῶν Φαρισαίων τινές· οὗτος ὁ ἄνθρωπος οὐκ ἔστι παρὰ τοῦ Θεοῦ, ὅτι τὸ σάββατον οὐ τηρεῖ», «ἦν δὲ σάββατον ὅτε τὸν πηλὸν ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς καὶ ἀνέῳξεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμούς».
Μεγάλο κακὸ γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ ἐμπόδιό του στὸ ἀντίκρυσμα τῆς ἀλήθειας ὁ ἐγωϊσμὸς καὶ ἡ ὑπερηφάνεια. Ὁδηγεῖ στὴν πλάνη καὶ στηρίζει τὴν ἀπιστία, ὅπως στὴν περίπτωση τῶν φαρισαίων. Ἑνῶ ἕνας ἀπελευθερωμένος ἀπὸ τὴν φυλακὴ τοῦ ἐγωϊσμοῦ του, ἄν καὶ σωματικὰ τυφλός, μπορεῖ καὶ βλέπει τὴν ἀλήθεια: «δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ αὐτὸς ποὺ μὲ θεράπευσε, γιατί ὁ Θεὸς δὲν ἀκούει τοὺς ἁμαρτωλούς, οὔτε ποτὲ ἀκούστηκε στὸν κόσμο πὼς ἄνοιξε κανεὶς τὰ μάτια κάποιου ἀνθρώπου ποὺ γεννήθηκε τυφλὸς». Καὶ ἡ ἀλήθεια ὁδηγεῖ πάντοτε στὴν ἀποδοχή της καὶ στὴ δοξολογία τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ «πιστεύω Κύριε» καὶ «προσεκύνησεν αὐτῷ».
Ἀδελφοί μου, ἂς κρατήσουμε ἀνοιχτὰ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μας, ἐκριζώνοντας τὸν ἐγωϊσμὸ ποὺ μᾶς κάνει νὰ βλέπουμε μόνο τὸν ἑαυτό μας, γιὰ νὰ ἀντικρύσουμε καὶ μεῖς τὸ φῶς ποὺ εἶδε ὁ τυφλός, ὅταν οἱ ἄλλοι πεισματικὰ παραμένουν στὸ σκοτάδι. Αὐτὸ τό Φῶς τὸ ἀληθινὸ ποὺ ζωογονεῖ καὶ νοηματίζει τὴ ζωή μας, ἐπειδὴ μᾶς συνδέει μὲ τὸν ἀδελφό μας. Αὐτὸ τὸ Φῶς ποὺ μᾶς ἀποκαλύπτει αἰῶνες ἡ Ἐκκλησία «Ἐγὼ εἰμὶ ἡ Ὁδὸς καὶ ἡ Ἀλήθεια καὶ ἡ Ζωή» καὶ τὸ ὁποῖο ἀντικρύζοντας ἀναφωνοῦμε καὶ ἐμεῖς «πιστεύω Κύριε» καὶ δοξολογοῦμε τὸν ἀναστάντα ἐκ νεκρῶν «ᾧ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων».
Ἀμήν.
28 Μαΐου 2017
Ἡ σημερινὴ περικοπὴ τοῦ Εὐαγγελίου ἀποτελεῖ τμῆμα τῆς μεγάλης ἀρχιερατικῆς προσευχῆς, ποὺ ὁ Χριστὸς ἀπηύθυνε πρὸς τὸν Θεὸ Πατέρα λίγο πρὸ τοῦ Πάθους του. Σὲ αὐτὴ διευκρινίζει ὁ Κύριος, ὅτι ἡ αἰώνιος ζωὴ δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο, παρὰ ἡ ζωὴ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος, ὡς γνώση καὶ σχέση τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ καὶ ὡς μετοχὴ στὴ ζωή, στὸ πάθος καὶ στὴ δόξα τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ στὴ ζωὴ καὶ στὴν ἀνάστασή Tου.
Ἡ ἰδέα γιὰ τὴν αἰώνιο ζωὴ εἶναι ἔμφυτη στὸν ἄνθρωπο καὶ γι’ αὐτὸ ὅλοι σὲ ὅλο τὸν κόσμο πιστεύουν σὲ αὐτή. Εἴτε εἶναι πιστοὶ κάποιας θρησκείας εἴτε ἄπιστοι, ὅλοι ἔχουν ἀντίληψη μιᾶς μετὰ θάνατον συνέχειας τῆς ζωῆς καὶ ἐπιβίωσης τῆς ὕπαρξης τοῦ ἀνθρώπου.
Στὸν Χριστιανισμό, σύμφωνα μὲ ὅσα ὁ Κύριος ἀναφέρει στὰ Εὐαγγέλια καὶ ὅπως ἡ παράδοση τῶν Πατέρων τὰ ἑρμήνευσε, ἡ αἰώνιος ζωὴ δὲν ἀφορᾶ μόνο σὲ μία μετὰ θάνατον συνέχιση τῆς ζωῆς, ἀλλὰ σὲ κάτι πιὸ βαθὺ καὶ πιὸ οὐσιαστικό. Πρῶτα πρῶτα στὸν Χριστιανισμὸ δὲν ὑπάρχει πλέον θάνατος. Αὐτὸς νικήθηκε διὰ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου. Ἔπειτα, αὐτὸ ποὺ λέμε αἰώνιος ζωὴ εἶναι ἡ ζωὴ κοινωνίας μὲ τὸν Θεό, ἡ ὁποία ὅμως ἀρχίζει ἀπὸ αὐτὴ τὴ ζωὴ καὶ συνεχίζεται, ὡς τέλεια, καὶ ὡς μακαρία καὶ ἀληθινὴ ζωὴ κοντὰ στὸν μόνο ἀληθινὸ Θεό. Ἀφορᾶ στὴ γνώση τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ, ὡς συμμετοχὴ στὴ ζωὴ καὶ τὴ δόξα Του. Ἡ αἰώνιος ζωὴ εἶναι τελικὰ ἡ κοινωνία ἀνθρώπου καὶ Θεοῦ, εἶναι ἡ δωρεὰ τῆς δόξας Του στὸν ἄνθρωπο.
Οἱ ἄνθρωποι στὴ μακαριότητα τῆς αἰωνότητας θὰ συμμετέχουν στὴ δόξα τοῦ Χριστοῦ, στὴν ἀνεκλάλητη χαρὰ τοῦ Παραδείσου, κατὰ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο. Ἐκεῖ, στὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ, δὲν θὰ ὑπάρχει θλίψη καὶ πόνος καὶ ταλαιπωρία καὶ ἀσθένεια καὶ θάνατος καὶ πένθος καὶ δάκρυα. Στὴν κατάσταση τῆς αἰωνίου ζωῆς τὰ πάντα θὰ εἶναι καινά. Θὰ βασιλεύει ἡ δικαιοσύνη, ἡ ἀρετή, ἡ ὁμόνοια, ἡ εἰρήνη, ἡ ἀγάπη: «τὰ πάντα ἐν εἰρήνῃ καὶ εὐφροσύνῃ καὶ χαρᾷ ἔσται. Πάντα εὔδια καὶ γαληνά, πάντα ἡμέρα καὶ λαμπρότης καὶ φῶς», ὅπως γράφει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος.
Ὅταν ὁ Χριστὸς ἀποκάλυπτε τὴν πραγματικότητα τῆς αἰωνίου ζωῆς ὅδευε πρὸς τὸ Πάθος καὶ πρὸς τὸν τὸν θάνατο. Παρόλα αὐτὰ ὁμιλεῖ γιὰ χαρά, τὴν ὁποία ὁ ἴδιος ἔχει καὶ μπορεῖ νὰ μεταδώσει καὶ στοὺς μαθητές του. Ἡ χαρὰ αὐτὴ δὲν ἔχει σχέση μὲ τὴν ψεύτικη καὶ ἐπιφανειακὴ χαρὰ τοῦ κόσμου, ἡ ὁποία οὐδέποτε διαρκεῖ γιὰ πολὺ καὶ εἶναι πάντοτε συνυφασμένη μὲ τὸν πόνο. Ἡ χαρὰ τοῦ Θεοῦ περνᾶ μὲν ἀπὸ τὸν πόνο τοῦ Σταυροῦ, ὅμως, ἐγκαθίσταται ἀδιατάρακτη πλέον στὴν ψυχὴ τοῦ κάθε γνήσιου μαθητὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ προσφέρεται ὡς ἀτελεύτητη στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Ἡ χαρὰ τοῦ Χριστοῦ εἶναι καρπὸς ἀγῶνα καὶ δωρίζεται ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ὡς ἐσωτερικὴ εἰρηνικὴ καὶ εὐφρόσυνη κατάσταση. Ὁ προαπαιτούμενος ἀγῶνας χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὴν πίστη στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καὶ κατ’ ἐπέκταση ἀπὸ τὴν ὑπακοὴ στὶς ἐντολές του, τὴν τήρηση τῆς συνείδησης, τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον καὶ τὴ φιλανθρωπία πρὸς τοὺς δυστυχοῦντας. Ὁ κόσμος οὐδεμία σταθερὴ χαρὰ προσφέρει, διότι ὅλες οἱ τέρψεις μεταβάλλονται σὲ λύπες καὶ στεναγμούς. Τὸ μόνο σταθερὸ στοιχεῖο αὐτῆς τῆς ζωῆς εἶναι ὁ Σωτῆρας Χριστὸς καὶ ἡ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι παραμονή του στὸν κόσμο. Ζῶντας κανεὶς σὲ κοινωνία μαζί του μπορεῖ νὰ χαρεῖ πραγματικά, νὰ χαρεῖ δηλαδὴ «ἐν Κυρίῳ» κατὰ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο.
Οἱ Χριστιανοί πρέπει νὰ ζοῦμε καθὼς ἁρμόζει στὴν κλήση μας, δὲν ἐπηρεαζόμαστε ἀρνητικὰ ἀπὸ τὰ δυσάρεστα τοῦ κόσμου καὶ δὲν πασχίζουμε νὰ βροῦμε παρηγοριὰ στὰ ἐφήμερα τῆς καθημερινότητας, τοῦ πλούτου καὶ τῆς ἡδονῆς. Ἡ προσοχὴ καὶ ἡ ἐλπίδα μας βρίσκονται στὸν ἀγῶνα μίμησης τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι χαιρόμαστε καὶ ταυτόχρονα ἀναμένουμε τὴ συνέχεια τῆς ζωῆς μας στὴν αἰωνιότητα τῆς κοινωνίας μας μὲ τὸν Θεό.
Ἀμήν.
ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ AΠΡΙΛΙΟΥ 2017
ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ (Μρκ. ι΄ 32-45)
2 Ἀπριλίου 2017
Τελευταῖα Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν σήμερα, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, καὶ ἡ Ἐκκλησία προβάλλει τὸν βίο μιᾶς μεγάλης Ἁγίας, τῆς Ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας, ἐπειδὴ πλησιάζει τὸ τέλος τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς καὶ πρέπει οἱ χριστιανοὶ νὰ καθαρισθοῦμε ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ἔχοντας σὰν παράδειγμα τὸ πρότυπό της. Παράλληλα ὅμως, προετοιμάζει καὶ τὴν εἴσοδο μας στὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα, μὲ σκοπὸ νὰ ζήσουμε, ὅσο γίνεται μυστηριακά, τὶς ἅγιες ἡμέρες καὶ νὰ βιώσουμε τὰ σωτηριολογικὰ γεγονότα ποὺ θὰ ἐξελιχθοῦν.
Σήμερα ἀκούσαμε νὰ ἀποκαλύπτει ὁ Κύριος στοὺς μαθητές Του «τὰ μέλλοντα αὐτῷ συμβαίνειν». Μὲ αὐτὴ τὴν προαναγγελία τοῦ πάθους Του, ἐξηγεῖ ὅτι θὰ παραδοθεῖ στοὺς ἄρχοντες τῶν Ἰουδαίων, οἱ ὁποῖοι καὶ θὰ Τὸν καταδικάσουν σὲ θάνατο.
Ὁ Κύριος πορεύεται πρὸς τὸ ἑκούσιο πάθος. Γνωρίζει ὅτι ἀντιμετωπίζει τό πικρὸ ποτήριο τοῦ σταυρικοῦ θανάτου καὶ τὸ βάπτισμα τοῦ φρικτοῦ μαρτυρίου μέσα στὸ Αἷμά Του. Στὸ δρόμο, ποὺ βαδίζουν, προσπαθεῖ νὰ προετοιμάσει καὶ νὰ ἐμψυχώσει γιὰ ὅλα αὐτὰ τοὺς μαθητές. Ἡ πορεία διαρκεῖ, ὁ Χριστὸς διδάσκει καὶ οἱ μαθητές ἀκοῦνε, χωρὶς ὅμως νὰ κατανοοῦν. Τοὺς προλέγει τὸ σταυρικό Του θάνατο, μὰ ἐκεῖνοι χωρὶς νὰ ἀντιλαμβάνονται τὴν ἀποκάλυψη, ποθοῦν καὶ ἀναμένουν τιμητικὲς διακρίσεις. Ἡ ἀπάντηση τοῦ Κυρίου ἦταν ἁπλῆ καὶ αὐστηρή: «οὐκ οἴδατε τί αἰτεῖσθε», δὲν ξέρετε τί ζητᾶτε, καὶ ἡ διευκρίνιση σαφὴς· «ὅστις θέλει εἶναι πρῶτος, ἔσται πάντων ἔσχατος καὶ πάντων διάκονος», δηλαδὴ αὐτὸς ποὺ προηγεῖται στὴν ἄσκηση τῆς ἀγάπης καὶ τῆς θυσίας, ἐκεῖνος θὰ ἀποδειχθεῖ μεγάλος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
Ἀδελφοί μου· μήπως κι ἐμεῖς κάποιες στιγμὲς στὴ ζωή μας, δὲν ζοῦμε τὴν ἴδια κατάσταση καὶ σύγχυση ποὺ εἶχαν καὶ οἱ μαθητές τοῦ Κυρίου; Σκεφθήκαμε ποτὲ πόσο κατανοοῦμε καὶ πόσο συμμετέχουμε σὲ ὅσα τελεσιουργοῦνται καθημερινὰ στὴν Ἐκκλησία μας; Ποιά εἶναι ἡ δική μας πορεία θυσίας καὶ ταπείνωσης στὴ διακονία τοῦ ἄλλου; Διότι θυσία γιὰ τὸν χριστιανὸ εἶναι ἡ προσπάθεια νὰ νικήσει τὸν ἑαυτό του καὶ τὴν ἁμαρτία γιὰ νὰ μπορέσει νὰ ἀγαπήσει τοὺς ἀδελφούς.
Πρὶν ἔλθει ὁ Χριστὸς στὴ γῆ, τὸ μεγαλεῖο μετριόταν μὲ τὸ πόσους κανεὶς μποροῦσε νὰ ἐξουσιάζει. Κατόπιν ὅμως μὲ τὸ πόσους μπορεῖ νὰ διακονεῖ. Δηλαδὴ, κριτήριο τῆς ἀγάπης πλέον δὲν εἶναι ἡ ἐξωτερικὴ δύναμη ποὺ ἐπιβάλλεται, ἀλλὰ ἡ ἐσωτερικὴ διάθεση θυσίας καὶ διακονίας, τῆς ὁποίας ὁ καρπὸς εἶναι πολύς.
Ὁ Χριστὸς καὶ πάλι σήμερα «ἐπείγεται τοῦ παθεῖν». Πῶς εἶναι δυνατὸν ἐμεῖς ὡς χριστιανοὶ νὰ βαδίζουμε τὸν δρόμο τοῦ συμβιβασμοῦ μὲ κάθε τι ἀντίθεο καὶ ἀπάνθρωπο; Πορεία μας πρὸς τὸ Πάθος καὶ συμπόρευση μὲ τὸν Χριστό σημαίνει μόνον προσωπικὴ θυσία, ἀλλιῶς δὲν ὑπάρχει χριστιανικὴ ζωή. Καὶ θυσία εἶναι ἡ καταπολέμηση τῶν ἀδυναμιῶν μας.
Καλούμαστε νὰ νικήσουμε τὰ πάθη μας, νὰ ἀποβάλλουμε τὸν ἐγωϊσμό μας καὶ νὰ ὑποτάξουμε τὸ θέλημά μας στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Μόνον τότε θὰ ἔχει ἀντίκρυσμα πάνω μας ὁ λόγος τοῦ Κύριου: «Ὃς ἐὰν θέλῃ γενέσθαι μέγας ἐν ὑμῖν ἔσται ὑμῶν διάκονος». Ἂς θυμηθοῦμε τοὺς ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας μας, οἱ ὁποῖοι μὲ αὐτὸ τὸ πνεῦμα καὶ αὐτὴ τὴ βιοτὴ ζωογόνησαν τὶς ἀνθρώπινες κοινωνίες, ὁμολογῶντας ἔμπρακτα τὸ ὄνομά Του καὶ τὴν ταυτότητά τους.
Ἀδελφοί, φθάσαμε στὶς ἡμέρες τοῦ θείου Πάθους.
«Δεῦτε οὖν καὶ ὑμεῖς κεκαθαρμέναις διανοίαις συμπορευθῶμεν αὐτῷ καὶ συσταυρωθῶμεν καὶ νεκρωθῶμεν δι’ αὐτὸν ταῖς τοῦ βίου ἡδοναῖς», μὲ τὴν συνείδηση ὅτι ἡ πορεία πρὸς τὴν ἀληθινὴ δόξα καὶ τὴν Ἀνάσταση ποὺ ποθοῦμε, περνᾶ ἀποκλειστικὰ μέσα ἀπὸ τὸ μονοπάτι τοῦ πόνου τοῦ Σταυροῦ.
9 Ἀπριλίου 2017
Εἶναι γνωστὸ σὲ ὅλους ὅτι ἡ μεγαλειώδης εἴσοδος τοῦ Χριστοῦ στὰ Ἱεροσόλυμα ἀποτελεῖ προανάκρουσμα τῆς θριαμβευτικῆς νίκης τῆς Ἀνάστασής Του. Προαναγγελία τοῦ θριάμβου τῆς ζωῆς πάνω στὸν θάνατο. Στὴν σημερινὴ γιορτὴ καλούμαστε νὰ ἀνακαλύψουμε τὸ βαθύτερο νόημα τῆς λυτρωτικῆς σταυρικῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ. Τὰ εὐαγγέλια τονίζουν τὴν μεσσιανικὴ ἰδιότητα τοῦ Χριστοῦ. Πρώτη φορὰ ὁ Χριστὸς μπῆκε στὰ Ἱεροσόλυμα μ’ αὐτόν τρόπο. Πρώτη φορὰ ἀποδέχθηκε τὸν ἐνθουσιασμὸ καὶ τὶς ἐπευφημίες τοῦ λαοῦ, τὴ δημόσια ἐπιδοκιμασία καὶ ἀναγνώριση. Καὶ αὐτὸ γιατί γνώριζε πόσο θολὰ καὶ ἐπιφανειακὰ εἶναι συνήθως τὰ αἰσθήματα τοῦ κόσμου. Πόσο ἀσταθὴς καὶ εὐμετάβλητη εἶναι ἡ ψυχολογία τῆς μάζας. Πόσο εὔκολα στὴν ἱστορία τοῦ κόσμου καὶ τὴν προσωπική μας ζωὴ τὸ «ὡσαννὰ εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος» ἐξελίσσεται καὶ μεταβάλλεται σὲ «ἆρον ἆρον σταύρωσον αὐτόν». Μιὰ χαρακτηριστικὴ καὶ ἀντιπροσωπευτικὴ συμπεριφορὰ τῶν περισσοτέρων ἀνθρώπων, ποὺ πρέπει νὰ μᾶς συνετίζει. Μέσα στὴν λειτουργικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας κάθε χρόνο θυμόμαστε καὶ γιορτάζουμε αὐτὸ τὸ γεγονός. Καθὼς ψάλλουμε τὸ «σήμερον ὁ Χριστὸς εἰσέρχεται εἰς τὴν ἁγίαν πόλιν», συνδέουμε τὸ χθὲς τῆς ἱστορίας ποὺ πέρασε μὲ τὸ σήμερα τῆς καθημερινότητας ποὺ ζοῦμε. Ἐπαναλαμβάνουμε τὰ ἴδια τροπάρια καὶ ἀναγνώσματα, τὶς ἴδιες ἀκολουθίες καὶ τελετές. Καὶ ὅμως τὸ περιεχόμενο καὶ τὸ πνευματικό τους μήνυμα μᾶς ἀγγίζει καὶ μᾶς συγκινεῖ πάντοτε. Ἔχουμε ἀνάγκη νὰ γινόμαστε μάρτυρες τῆς ὀδύνης τῶν παθῶν τοῦ Χριστοῦ ἀλλὰ καὶ μέτοχοι τῆς χαρᾶς τῆς Ἀναστάσεώς Του. Ἐδῶ ἀποκαλύπτεται τὸ ἅγιο καὶ βαθὺ μυστήριο τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας, ποὺ ὑπερβαίνει κάθε τόπο καὶ χρόνο.
Ἕξι ἡμέρες πρὶν ἀπὸ τὸ Πάσχα ὁ Χριστὸς «ἐπείγεται τοῦ παθεῖν ἀγαθότητι». Σ’ αὐτὴν τὴν πορεία μᾶς δείχνει ποιὰ εἶναι ἡ βασιλεία Του καὶ μᾶς καλεῖ νὰ γίνουμε πολίτες της. Ὁ Χριστὸς μιλᾶ γιὰ ἐνίσχυση καὶ ὑπομονὴ στὶς θλίψεις, γιὰ εἰρήνη καὶ ἐλπίδα. Μᾶς λέει γιὰ τὸν ἀγῶνα τῆς ἁγιότητας μὲ τιμιότητα καὶ ταπείνωση, μέ κόπο καὶ θυσία.
«…Ὅθεν καὶ ἡμεῖς ὡς οἱ παῖδες τὰ τῆς νίκης σύμβολα φέροντες σοὶ τῷ νικητῇ τοῦ θανάτου βοῶμεν· Ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου…» Καθὼς ψάλλουμε τὸ τροπάριο, ἐπιβεβαιώνουμε τὴν ὁμολογία τῆς πίστης μας ὅτι ἑνωμένοι μὲ τὸν Χριστό, ἔστω καὶ ἂν πεθάνουμε, δὲν θὰ χαθοῦμε, ἀλλὰ θὰ ζήσουμε στὸ φῶς τῆς Ἀνάστασής Του. Ἀναγνωρίζουμε ὅτι ὁ Σωτῆρας Χριστὸς εἶναι ὁ Κύριος τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου. Ἀποδεχόμαστε ὅτι ὁ θάνατός Του εἶναι ἀπόδειξη καὶ φανέρωση τῆς κυριότητάς Του.
Ζοῦμε σ’ ἕνα κόσμο ποὺ γκρεμίζει τὰ χριστιανικὰ θεμέλια τοῦ πολιτισμοῦ. Μιὰ ἐποχὴ ποὺ προδίδει τὶς χριστιανικὲς ῥίζες καὶ ἀρχές. Κυβερνήσεις, πολιτικοοικονομικά συστήματα καί μέσα ἐνημέρωσης, στὴ θρησκευτική τους ἀδιαφορία καὶ οὐδετερότητα θέλουν τὴν ἀποχριστιανοποίηση τῆς κοινωνίας. Ἀγωνίζονται, γιὰ νὰ διατηρήσουν τὴν ἐξουσία τους. Ἀνταγωνίζονται, γιὰ νὰ αὐξήσουν τὴν ἐπιρροή τους. Συγκρούονται σφοδρὰ γιὰ νὰ προωθήσουν τὰ συμφέροντά τους. Ἡ πίστη ἀμφισβητεῖται, ἐμπαίζεται καί παραμερίζεται. Αὐτὸ δὲν εἶναι σημεῖο τῶν καιρῶν μας, ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς φοβίζει καὶ νὰ μᾶς ἀπογοητεύει. Εἶναι βαθιὰ κατανόηση τῆς φύσης τῶν πραγμάτων τοῦ κόσμου σὲ σχέση μὲ τὸν διαχρονικὸ ἀγῶνα τῆς πίστης. Οἱ πανίσχυρες καὶ διαπλεκόμενες «βασιλεῖες τοῦ κόσμου» δὲν ἄφηναν ποτὲ καὶ δὲν ἀφήνουν καὶ σήμερα τόπο γιὰ τὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὅμως ὁ Θεός ἔχει τόν δικό Του παράδοξο καί μυστηριώδη τρόπο νὰ ἐνεργεῖ στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων. Ἀνυποψίαστος ὁ σημερινὸς κόσμος δὲν καταλαβαίνει τοὺς πιστοὺς ποὺ καὶ σήμερα διακηρύττουν στὶς κάθε εἴδους βασιλεῖες τῆς ἐποχῆς μας «ὡσαννά, ζεῖ ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ στὶς καρδιές μας». Ἀμήν.
23 Ἀπριλίου 2017
Ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ὁ Ἀπόστολος Θωμᾶς, τοῦ ὁποίου τὴν σωτήρια ὁμολογία ἑορτάζουμε σήμερα, ἀδυνατοῦσε νὰ πιστεύσει αὐτὸ ποὺ οἱ ἄλλοι μαθητὲς τοῦ ἔλεγαν ὅτι συνέβη κατὰ τὴν ἀπουσία του. Ὅτι δηλαδὴ ὁ Κύριος εἶχε ἀναστηθεῖ, ἦταν ζωντανὸς καὶ ἐν ἡμέρᾳ Κυριακῇ, «τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων», εἰσῆλθε στὸν χῶρο ποὺ ἦσαν συνηγμένοι «τῶν θυρῶν κεκλεισμένων», καὶ τοὺς ἔδειξε τὰ σημάδια ἀπὸ τὰ καρφιὰ στὰ χέρια καὶ στὰ πόδια του. Ἀντ’ αὐτοῦ ὁ Θωμᾶς, ζητοῦσε νὰ δεῖ γιὰ νὰ πιστεύσει. Ἤθελε πρῶτα νὰ ψηλαφίσει τὰ μέρη τοῦ σώματος τοῦ Κυρίου ποὺ ἔπαθαν, τὴν πλευρά του, τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια, ποὺ τρυπήθηκαν, καὶ ἔπειτα νὰ ἀποδεχθεῖ ὅτι πράγματι αὐτὰ ποὺ τοῦ ἔλεγαν ἦταν ἀληθινά. Ὁ Χριστὸς τότε, συγκαταβαίνοντας στὴν ἀδυναμία τοῦ Θωμᾶ, ἐπανέρχεται μετὰ ἀπὸ ὀκτὼ ἡμέρες καὶ μὲ τὸν ἴδιο θαυμαστὸ τρόπο, παρουσίᾳ ὅλων τῶν μαθητῶν του, ἐπιδεικνύει τὰ χέρια, τὰ πόδια καὶ τὴν πλευρά του. Αὐτὸ ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα ὁ μὲν Θωμᾶς νὰ τὸν ὁμολογήσει ὡς Κύριο καὶ Θεό, ὁ δὲ Ἰησοῦς νὰ πεῖ τό «μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες».
Ὁ Θωμᾶς πάντως δὲν ἦταν ἄπιστος. Ἦταν ἁπλῶς δύσπιστος, ἴσως ἐξαιτίας καὶ τῶν ὅσων εἶχαν προηγηθεῖ καὶ ἀφοροῦσαν τὴν ταπείνωση καὶ τὸν ἐξευτελισμὸ τοῦ Κυρίου ἀπὸ τοὺς Ῥωμαίους καὶ τοὺς Ἰουδαίους. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι τὴν ἴδια δυσπιστία μὲ τὸν Θωμᾶ ἐπέδειξαν καὶ οἱ ἄλλοι δέκα μαθητὲς ἐνώπιον τῆς ἀναγγελίας τῶν Μυροφόρων γυναικῶν ὅτι εἶδαν τὸν Κύριο. Αὐτοὶ θεώρησαν τὰ λόγια τῶν γυναικῶν ὡς παραλήρημα καὶ ἀποκύημα τῆς φαντασίας τους. Ἀκόμα καὶ ὅταν ὁ Κύριος ἐμφανίστηκε «ἐν μέσῳ αὐτῶν» καὶ τοὺς ἔδειξε τὰ σημάδια τοῦ Πάθους του, αὐτοὶ πάλι δὲν πίστευαν. Μόνο ὅταν ὁ Χριστὸς ἔφαγε ἐνώπιόν τους πίστεψαν στὴν πραγματικότητα τῆς Ἀνάστασης. Βέβαια οἱ μαθητὲς δὲν ἦσαν κακοπροαίρετοι ἄνθρωποι. Ἤθελαν μὲν νὰ πιστεύσουν, ἀλλὰ πρῶτα ἐπιθυμοῦσαν νὰ βεβαιωθοῦν γιὰ τὸ ὑπερφυὲς μυστήριο ποὺ εἶχαν μπροστά τους.
Ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα, καὶ δὴ μετὰ τὴν Πεντηκοστή, ὅταν ἔλαβαν τὴ Χάρη τοῦ Παναγίου Πνεύματος καὶ κατ’ ἐπέκταση τὴν πιστοποίηση ποὺ ζητοῦσαν σὲ σχέση μὲ τὸν Χριστό, οἱ μαθητὲς καὶ Ἀπόστολοι μὲ εἰλικρίνεια, μὲ ζῆλο καὶ ἀξιοπιστία, κήρυξαν τὴν πραγματικότητα τῆς Ἀνάστασης καὶ τῆς καινῆς βιωτῆς. Μὲ θάρρος καὶ παρρησία πλέον ἀντιμετώπιζαν τὴν ἄρνηση τῶν Ἑβραίων καὶ τῶν Ἐθνικῶν καὶ διακήρυσσαν τὸ «οὐ δυνάμεθα ἡμεῖς ἃ εἴδομεν καὶ ἠκούσαμεν μὴ λαλεῖν».
Ἀπὸ τότε καὶ μέχρι σήμερα, ἡ δική τους μαρτυρία προσφέρεται σὲ ἐμᾶς, μέσα ἀπὸ τὴν παρακαταθήκη τους, τὰ γραπτὰ τῶν Εὐαγγελίων καὶ τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, ὥστε καὶ ἐμεῖς νὰ πιστεύσουμε στὸν Κύριο καὶ νὰ καταξιωθοῦμε τοῦ μακαρισμοῦ του: «Μακάριοι, οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες». Αὐτὸς ὁ χαρακτηρισμὸς ἀφορᾶ σὲ ὅλους, οἱ ὁποῖοι χωρὶς νὰ δοῦν τὸν Κύριο, νὰ ἀκούσουν τὴ διδασκαλία του, νὰ δοῦν τὰ θαύματά του, ἀλλὰ καὶ νὰ τὸν ψηλαφίσουν, πιστεύουν εἰς αὐτόν. Αὐτὴ εἶναι ἡ πίστη, τὴν ὁποία ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἑρμηνεύει ὡς «ἐλπιζομένων ὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων».
Εἰδικότερα, γιὰ ἐμᾶς σήμερα ἡ πίστη μας δὲν πρέπει νὰ ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ ἐὰν θὰ δοῦμε τὸν ἴδιο τὸν Κύριο ἢ θὰ παραστοῦμε μάρτυρες κάποιου θαύματος. Τὸ πρώτιστο πρέπει νὰ εἶναι ἡ φιλοτιμία τοῦ καθενός μας, ἡ ἀγαθή του διάθεση, ἡ φύλαξη τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, ὁ πόθος τῆς οὐρανίας βασιλείας καὶ ἡ ἁπλότητα. Οἱ Γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι ἦσαν μάρτυρες θαυμάτων, ἀκροατὲς τῆς διδασκαλίας τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ καὶ συνδαιτήμονές του σὲ τράπεζες. Ἐπειδή, ὅμως, τοὺς ἔλειπε ἡ ἁπλότητα καὶ ἡ ἀγαθότητα δὲν πίστευσαν στὸν Κύριο καὶ συνεπῶς δὲν τὸν ἀκολούθησαν, μένοντας ἔτσι ἐκτὸς τῆς βασιλείας του. Ἐμεῖς, ὅμως, ἂς προσέξουμε μὲ ἀγαθὴ διάθεση στὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου καὶ ἂς ἀγωνιστοῦμε νὰ τὸ ἐφαρμόσουμε μὲ προθυμία. Ἔτσι θὰ ἐπιδεικνύουμε ἔμπρακτα τὴν πίστη μας καὶ δίχως ἄλλο θὰ λάβουμε ὡς καρπό της τὴ σωτηρία μας. Διότι δὲν ψεύδεται ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος ὑποσχέθηκε νὰ σώζει τοὺς ἀνθρώπους μὲ μόνη προϋπόθεση τὴν πίστη τους πρὸς αὐτόν. (Ἰωάν. 3, 15)
30 Ἀπριλίου 2017
Τὸ θάρρος ποὺ πηγάζει καὶ ἀπορρέει ἀπὸ τὴν ἀγάπη, ὑπερνικᾶ φόβους καὶ δισταγμούς, ἐμπόδια καὶ κινδύνους. Αὐτὸ μᾶς ὑπενθυμίζει μὲ τὸν πιὸ εὔγλωττο τρόπο τὸ περιστατικὸ τῶν τολμηρῶν Μυροφόρων γυναικῶν. Ἀψηφώντας φόβους καὶ κινδύνους «ἠγόρασαν ἀρώματα, ἵνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσιν αὐτόν». Ξεκινοῦν νύχτα, γιὰ νὰ προσφέρουν τὶς ἐντάφιες τιμὲς στὸ νεκρὸ διδάσκαλό τους.
Μᾶς συγκινεῖ καὶ μᾶς ἐκπλήσσει τὸ φρόνημα καὶ ἡ συμπεριφορὰ τῶν Μυροφόρων γυναικῶν ἐπειδὴ ξεπερνοῦν τὶς φοβίες καὶ τὶς δειλίες τῆς ἀνθρώπινης φύσης καὶ τοῦ φύλου τους. Καὶ ὅμως αὐτές οἱ ἡρωίδες τῆς πίστης γίνονται ταυτόχρονα τύπος καὶ εἰκόνα τῆς ἁπλῆς ἀνθρώπινης εὐαισθησίας, ἀλλὰ καὶ τῆς ὁλοκληρωτικῆς ἀφοσίωσης καὶ ἀκλόνητης ἀγάπης. Ἡ διακριτική τους παρουσία εἶναι χαρακτηριστική. Βρίσκονται ἀθόρυβα στὴ σκιὰ τοῦ Χριστοῦ. Στέκονται πλάι του στὶς τραγικὲς ὧρες τοῦ σταυρικοῦ πάθους «εἰστήκεισαν δὲ παρὰ τῷ σταυρῷ τοῦ Ἰησοῦ ἡ μήτηρ αὐτοῦ καὶ ἡ ἀδελφή τῆς μητρὸς αὐτοῦ, Μαρία ἡ τοῦ Κλωπᾶ καὶ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ» (Ἰω. 19,25). Τότε ποὺ οἱ μαθητὲς Του Τὸν ἐγκατέλειψαν. Τότε ποὺ τράπηκαν σὲ φυγὴ καὶ Τὸν ἄφησαν μόνο. Ὅταν στὸν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ ἀποκοιμήθηκαν, ἐνῶ ὁ ἱδρώτας τῆς ἀγωνίας τοῦ Χριστοῦ γινόταν «ὡσεὶ θρόμβοι αἵματος» λίγο πρὶν τὸ ἐπερχόμενο μαρτύριο. Ὅταν ὁ ἐνθουσιώδης καὶ παρορμητικὸς Πέτρος Τὸν ἀρνήθηκε καὶ ὁ ἀπογοητευμένος Ἰούδας Τὸν πρόδωσε.
Καὶ ὅμως ἡ γενναιότητα καὶ ἡ ἀφοσίωση τῶν Μυροφόρων γυναικῶν στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ εἶναι συγκλονιστική, ἔστω καὶ ἂν τὸ Εὐαγγέλιο ἀναφέρει ἐλάχιστες μόνο φράσεις γιὰ αὐτές. Ἡ ἐμπιστοσύνη καὶ ἡ ἀγάπη τους στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ πηγὴ τοῦ δυναμισμοῦ τους. Ἀγαποῦν καὶ ἐμπιστεύονται. Ἀνοίγουν τὴν καρδιά τους καὶ μέσα στὴν ἁπλότητά τους παραδίδουν τὸν ἑαυτό τους στὸν Χριστό. Πιστεύουν, τολμοῦν καὶ προχωροῦν. Ἄλλωστε ὅποιος πιστεύει γνωρίζει ὅτι μπορεῖ νὰ ἐπιτύχει καὶ αὐτὰ ποὺ φαίνονται ἀκατόρθωτα. Ὑπερνικοῦν ἐμπόδια καὶ δυσκολίες καὶ ζοῦν τὸ θαῦμα τῆς ὑπέρβασης. Αὐτὲς ποὺ πόνεσαν τόσο πολὺ γιὰ τὸ σταυρὸ καὶ τὸ θάνατο τοῦ Χριστοῦ, γίνονται πρῶτες μάρτυρες καὶ διάκονοι τῆς χαρᾶς τῆς Ἀνάστασής Του. Τὸ πιὸ πυκνὸ σκοτάδι εἶναι λίγο πρὶν ξημερώσει. Ἔτσι λοιπὸν στὸ σκοτάδι τῆς ὀδύνης τοῦ θανάτου, ἀνατέλλει τὸ φῶς τῆς ἀνάστασης καὶ τῆς ζωῆς. Οἱ Μυροφόρες ζοῦν τὴ νύχτα τοῦ θανάτου, ἀλλὰ πορεύονται μὲ πίστη καὶ θάρρος καὶ βλέπουν νὰ ξημερώνει ἡ μυστικὴ ἡμέρα τῆς ζωῆς.
Ἡ τόλμη καὶ τὸ θάρρος τῶν Μυροφόρων ἐλέγχει τὴ δειλία καὶ τὴν ἀτολμία μας στὴν πραγμάτωση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ. Γιατὶ ἀπαιτεῖται ψυχικὴ δύναμη καὶ θάρρος γιὰ τὴ μαρτυρία τῆς πίστης στὴν ἐπικίνδυνη ἐποχή μας. Χρειάζεται θάρρος στὰ δύσκολα διλήμματα καὶ στὶς κρίσιμες ἐπιλογὲς τῆς ζωῆς μας ποὺ ἀποδεικνύουν τὴ γνησιότητα τῶν χριστιανικῶν μας ἀξιῶν. Χρειάζεται τόλμη ποὺ κοστίζει πολλὰ γιὰ μία στάση ζωῆς ποὺ ἀντιστέκεται στὶς ποικίλες προκλήσεις τοῦ κόσμου, ποὺ δὲν ὑποκύπτει στὸν τυραννικὸ ὀρθολογισμὸ καὶ δὲν παρασύρεται στὴν παραζάλη τοῦ παραλογισμοῦ καὶ τοῦ μηδενισμοῦ τοῦ καιροῦ μας. Χρειάζεται θάρρος, γιὰ νὰ ὑπερνικοῦμε τὴν ἡττοπάθεια κάθε πνευματικῆς προσπάθειας. Γιὰ νὰ μποροῦμε, ἀκόμη, νὰ πιστεύουμε, νὰ ἐλπίζουμε καὶ νὰ ἀγαπᾶμε σὲ ἕναν κόσμο ποὺ δὲν πιστεύει ὀρθά, δὲν ἀγαπάει οὐσιαστικὰ καὶ ἔπαυσε πλέον νὰ ἐλπίζει πραγματικά.
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, εἶναι αὐτονόητο ὅτι τὸ θάρρος ἀποτελεῖ τὸ ἀπαραίτητο ὅπλο τοῦ ἀνθρώπου στὸ δύσκολο ἀγώνα τῆς ζωῆς. Ἡ λογικὴ τοῦ κόσμου ἰσχυρίζεται ὅτι, γιὰ νὰ ἀποκτήσουμε αὐτὴ τὴν ἀρετή, χρειάζεται νὰ ἐνισχύσουμε τὴν αὐτοπεποίθησή μας. Νὰ ἐμπιστευθοῦμε τὸν ἑαυτό μας καὶ τὶς δυνατότητές του. Νὰ ἔχουμε ψύχραιμη καὶ θετικὴ σκέψη. Νὰ ἰσχυροποιήσουμε τὴ θέληση καὶ τὸ χαρακτήρα μας, ὥστε νὰ μὴ δειλιάζουμε, νὰ μὴ πανικοβαλλόμαστε καὶ νὰ μὴ μεμψιμοιροῦμε μπροστὰ στοὺς κινδύνους καὶ τὰ προβλήματα. Ἡ πίστη καὶ ἡ στάση ζωῆς τῶν μυροφόρων μας λέει κάτι ἀκατανόητο γιὰ τὸν κόσμο. Ἡ ἀγάπη ποὺ θυσιάζεται, ἡ ἀφοσίωση ποὺ προσφέρει εἶναι ἡ δύναμη τοῦ θάρρους, ποὺ ξεπερνᾶ ἀκόμη καὶ τὴ σκιὰ καὶ τὸ φόβο τοῦ θανάτου καὶ ὁδηγεῖ στὴ νίκη καὶ τὸ θρίαμβο τῆς ζωῆς.
Ἀμήν.
Κυριακή Ε΄Νηστειών
Κυριακή των Βαΐων
Κυριακή του Θωμά
Κυριακή των Μυροφόρων
Kηρύγματα Απριλίου (όλα)
ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΜΑΡΤΙΟΥ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ (Ιωαν. α’ 44-52)
5 Μαρτίου 2017
Σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας ἑορτάζει τὸ θρίαμβο τῆς Ὀρθοδοξίας, τῆς ἀλήθειας γιὰ τὸν Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο, γιὰ τὴν πίστη καὶ τὴν ζωή. Θυμᾶται τὸ ἱστορικὸ γεγονὸς τῆς ἀναστήλωσης τῶν εἰκόνων. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ διακηρύσσει τὴν συνείδησή της, δηλαδὴ φανερώνει τὸ πρόσωπό Της, μὲ τὸ ὁποῖο ἐκφράζουμε τὸ βαθύτερο εἶναι μας, τὸ περιεχόμενο τῆς καρδιᾶς μας. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ἀναφέρεται στὴν προτροπὴ τοῦ Φιλίππου στὸ φίλο του Ναθαναὴλ νὰ γνωρίσει προσωπικὰ τὸν Χριστό. Ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ ὁ Χριστὸς παρατεινόμενος στοὺς αἰῶνες καὶ ὀρθόδοξη πίστη εἶναι ἡ προσωπικὴ ἐπαφὴ μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ μέσα στὸ μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας.
Στὴν ἱστορία πολλοὶ ἀναζήτησαν καὶ ἀνακάλυψαν ἀποσπασματικὲς ἀλήθειες γιὰ τὸν Θεὸ καὶ τὸν κόσμο. Κάποιοι ἄλλοι ἰσχυρίσθηκαν ὅτι ἦταν ἀπεσταλμένοι τοῦ Θεοῦ καὶ ἔτσι ἐπινόησαν θρησκεῖες. Δημιούργησαν τὸ «εἴδωλο τοῦ θεοῦ», ὄχι ὅμως τὸν ἀληθινὸ Θεό. Ὁ Χριστὸς φέρνει τὸν Θεὸ ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους γιατὶ εἶναι ὁ Ἴδιος Θεός. Δὲν μιλάει ἁπλῶς γιὰ τὴν ἀλήθεια, ἀλλὰ εἶναι Αὐτὸς ἡ ἀλήθεια. Ἡ πίστη στὸ θεανθρώπινο πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἀπὸ μόνη της ἕνα θαῦμα. Μία τέτοια πίστη εἶναι ἕνα δῶρο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὸν ἄνθρωπο, μία προσωπικὴ ἀποκάλυψη καὶ ἐμπειρία μέσα στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας τονίζει ὅτι στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἡ θεϊκὴ καὶ ἡ ἀνθρώπινη φύση ἑνώθηκαν χωρὶς νὰ συγχέονται καὶ χωρὶς νὰ διαιροῦνται. Ἕνα μυστήριο ποὺ δὲν μποροῦμε κατανοήσουμε, πολὺ δὲ περισσότερο νὰ τὸ ἑρμηνεύσουμε, ἐπειδὴ ἡ ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ δὲν χωράει στὴ λογικὴ τοῦ ἀνθρώπου. Δὲν μπαίνει στὸ μικροσκόπιο τῆς ἔρευνας καὶ τοῦ πειράματος. Τὰ δόγματα ποὺ μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς σημερινῆς ἑορτῆς καλούμαστε νὰ διαφυλάξουμε, χαράζουν τὰ ὅρια τοῦ περιεχομένου τῆς πίστεως, ἀλλὰ δὲν ἐξηγοῦν τὸ μυστήριο τοῦ Θεοῦ. Μᾶς προτρέπουν νὰ ἐμπιστευθοῦμε καὶ νὰ ζήσουμε μὲ τὴν καρδιὰ μας αὐτὸ ποῦ ὁ Θεὸς μᾶς ἀποκάλυψε, ὄχι ὅμως νὰ ἀναλύσουμε μὲ τὸ μυαλὸ αὐτὸ ποὺ ἡ Ἐκκλησία μᾶς παρέδωσε.
Τὸ μυστήριο τοῦ Χριστοῦ συνίσταται μεταξὺ ἄλλων στὸ γεγονὸς ὅτι, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ «κρύβεται» πάντοτε πίσω ἀπὸ τὸν Υἱὸ τοῦ ἀνθρώπου. Ἐδῶ βρίσκεται τὸ σημεῖο ποὺ σκοντάφτει ἡ ἀνθρώπινη λογικὴ τότε καὶ σήμερα. Ἐδῶ ἀρχίζει ἡ τραγικὴ ἱστορία τῶν πολλῶν καὶ ποικίλων αἱρέσεων οἱ ὁποῖες νοθεύουν τὴν πίστη καὶ ἀκυρώνουν τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ αἵρεση εἶναι ὁ πειρασμὸς τῆς λογικῆς πάνω στὴν ἀποκάλυψη τῆς πίστεως. Ὅσα στοιχεῖα τῆς πίστεως τὰ κατανοεῖ, τὰ ἀποδέχεται καὶ τὰ ὑπερτονίζει. Τὰ ὑπόλοιπα τὰ προσπερνᾶ καὶ τὰ ὑποτιμᾶ. Διαχωρίζει τὸν Ἰησοῦ τῆς ἱστορίας ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ τῆς Ἐκκλησίας. Ἄλλωστε ἂς μὴν ξεχνᾶμε ὅτι, τὸν Χριστὸ τὸν συνάντησαν ἀναρίθμητοι ἄνθρωποι στὴν ἐπίγεια διαδρομή του. Τὸν γνώρισαν ὡς «υἱὸ τῆς Μαρίας», ὡς προφήτη, ὡς χαρισματικὸ διδάσκαλο τῆς Ναζαρέτ. Δὲν μπόρεσαν ὅμως ὅλοι νὰ διακρίνουν πίσω ἀπὸ Αὐτὸν τὸν Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος, τὸν θεάνθρωπο Χριστὸ τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἱστορία ἀποδεικνύει τὸ πέρασμά του ἀπὸ τὸν κόσμο. Ψηλαφίζει τὰ τεκμήρια τῆς παρουσίας Του. Ἀναγνωρίζει τὸ μεγαλεῖο καὶ ἄλλοτε ἀμφισβητεῖ τὴν ὑπεροχή Του. Δὲν μπορεῖ ὅμως μὲ τὴν ἔρευνα καὶ τὴν ἐπιστημοσύνη νὰ ἀποδείξει τὴν θεότητά Του. Τὸ μυστήριο τοῦ θεανθρώπινου προσώπου τοῦ Χριστοῦ τὸ βιώνουμε «ἐν πίστει» μέσα στὴν Ἐκκλησία. Εἶναι ἀδιανόητο νὰ ἀναζητοῦμε τὴν ἀλήθεια γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ στὴν ἀσυδοσία ἢ στὴν χυδαιότητα τῆς τέχνης, στὴν τόλμη ἢ στὴν βλασφημία τῆς διανόησης, στὰ πολύκροτα βιβλία ἤ στὶς κινηματογραφικὲς ὑπερπαραγωγές.
Δὲν μποροῦμε νὰ ἀπαιτοῦμε ἀπὸ τὰ ἀχαλίνωτα στοιχεῖα τοῦ κόσμου νὰ γίνονται κήρυκες τῆς ἀλήθειας τοῦ Χριστοῦ. Ἂν «κόσμος» εἶναι καθετὶ ποὺ βρίσκεται ἔξω ἀπὸ τὴν χάρη καὶ τὴν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, τότε «τὰ τοῦ κόσμου» θὰ συγκρούονται πάντοτε μὲ τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν πραγματικότητα τοῦ Θεοῦ. Ἐμεῖς ὅμως γνωρίζουμε ὅτι «αὕτη ἐστὶν ἡ νίκη ἡ νικήσασα τὸν κόσμον, ἡ πίστις ἡμῶν» (Ἰωαν. Α΄ 5,4), ἀφοῦ τὸν τελευταῖο λόγο γιὰ ὅλους καὶ γιὰ ὅλα τὸν ἔχει ὁ Θεός.
12 Μαρτίου 2017
Ἰδιαίτερη ἐντύπωση στὴν σημερινὴ Εὐαγγελικὴ Περικοπὴ κάνει, ὅτι ὁ Χριστὸς θεραπεύοντας τὸν παραλυτικὸ δὲν ἀναφέρεται στὴν πίστη τοῦ ἀρρώστου, ποὺ τελικὰ γίνεται καλά, ἀλλὰ στὴν πίστη ἐκείνων ποὺ τὸν μεταφέρουν. Στὸ θαῦμα ποὺ περιγράφεται στὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο εἶναι ὑπαρκτὴ μιὰ πίστη συλλογική, ποὺ προϋποθέτει συνεργασία, κοινὸ προγραμματισμό, κοινὴ ἐνέργεια.
Στὸ σπίτι ποὺ βρέθηκε ὁ Χριστὸς νὰ μιλᾶ στὰ πλήθη τῶν συγκεντρωμένων, ἡ ἀδιαφορία τῶν πολλῶν ἔφραξε σὰν τεῖχος τὴν πόρτα στὴν ἀνάγκη τοῦ παραλύτου νὰ περάσει γιὰ νὰ συναντήσει τὸν Λυτρωτή. Ὁ πόθος ὅμως καὶ ἡ ἐπιμονὴ τῶν ὁλίγων ποὺ τὸν μετέφεραν τοὺς ἔκανε νὰ καταφέρουν νὰ ἀνοίξουν πέρασμα ἀπὸ τὸ πιὸ ἀπίθανο μέρος. Ἀνεβαίνουν στὴ στέγη, δημιουργοῦν ἕνα μεγάλο ἄνοιγμα στὴν ὀροφὴ καὶ κατεβάζουν τὸν παραλυτικὸ ἀνάμεσα στὸ πλῆθος, μπροστὰ στὸν Διδάσκαλο.
Ὅταν μὲ κίνητρο τὴν ἀγάπη ἡ προσωπικὴ πίστη τοῦ ἑνὸς συνταιριάζει μὲ ἐκείνη τῶν ἄλλων, ἡ ἔντασή της πολλαπλασιάζεται. Οἱ μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ δὲν ἔμειναν μονάδες, ἀλλὰ συγκεντρώθηκαν γύρω Του καὶ ἀποτέλεσαν ἕναν ἱερὸ σύλλογο. Στὴ συνέχεια, μὲ τὴν παρουσία τοῦ Παρακλήτου συνέστησαν τὴν Ἐκκλησία. Στὴ μεγάλη αὐτὴ ὀργανικὴ ἑνότητα ἡ πίστη, ἡ ἀγάπη καὶ ἡ προσευχὴ τοῦ κάθε πιστοῦ ἐνισχύονται ἀπὸ τὴν παρουσία τῶν ἄλλων.
Ἡ ἀνταπόκριση τοῦ Χριστοῦ στὴ συλλογικὴ πίστη τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν εἶναι ἄμεση, θεραπεύει τὸν ἀσθενή, ἀλλὰ τὰ λόγια Του δημιουργοῦν ἔκπληξη. Ἀπευθυνόμενος στὸν παραλυτικὸ τοῦ λέγει: «Τέκνον, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου». Ὁ Χριστὸς δὲν στέκει στὴν ἐπιφάνεια. Ὁ λόγος Του εἰσχωρεῖ στὴν καρδιὰ τοῦ προβλήματος. Πηγαίνει σ’ ἕνα βαθύτερο ἐπίπεδο, πηγαίνει κατ’ εὐθεῖαν στὴν οὐσία.
Στὴ συγκεκριμένη περίπτωση τοῦ παραλυτικοῦ, ἡ συνάφεια ἀσθενείας καὶ ἁμαρτίας, καὶ συνεπῶς ἡ σχέση συγχωρήσεως καὶ θεραπείας ἦταν ἄμεση. Ἀπὸ κεῖ ἔπρεπε νὰ ἀρχίσει ἡ θεραπεία, ἀπὸ τὴν ἀπομάκρυνση τῆς νοσογόνου αἰτίας, μὲ τὴ συγχώρηση.
Ἡ πρώτη λέξη, «τέκνον», ἀποκαθιστᾶ τὴ διαταραγμένη σχέση τοῦ παραλυτικοῦ μὲ τὸ Θεάνθρωπο καὶ ἀποτελεῖ τὸν πρόλογο τῆς ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν καὶ τῆς ὁριστικῆς θεραπείας.
Οἱ θεραπεῖες αὐτὲς ἀποτελοῦν «σημεῖα» ποὺ δείχνουν ὅτι «νενίκηνται τῆς φύσεως οἱ ὅροι» καὶ προμηνύματα τῆς γενικότερης ὑπέρβασης τῆς ἀνθρώπινης ὀδύνης, καὶ ἀντιφεγγίζουν τὴν τελικὴ καὶ παγκόσμια νίκη τοῦ Χριστοῦ πάνω στὴν ἁμαρτία καὶ στὴν κάθε λογῆς ἀρρώστια.
Ἡ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν φανερώνει ἐπίσης τὴν δυνατότητα τοῦ κτιστοῦ ἀνθρώπου νὰ ζήσει τὴν ζωὴ τοῦ ἀκτίστου Θεοῦ. Αὐτὸ εἶναι τὸ ἀφετηριακὸ καὶ θεμελιῶδες θαῦμα τοῦ Κυρίου. Ἐνῶ ἡ Θεϊκὴ προτροπὴ «Ἔγειρε, ἆρον τὸν κράββατόν σου καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκον σου» ἀποκαλύπτει τὴν βοήθεια ποὺ προσφέρει ὁ Κύριος στὸν ἄνθρωπο, νὰ ἀνακαλύψει τὴν ἔμπρακτη πατρική Του ἀγάπη.
Ὁ ἑορταζόμενος σήμερα μεγάλος ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς στηρίζει, μὲ τὸ ἐκκλησιαστικό του φρόνημα καὶ τὴν θεολογική του συνεισφορὰ τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἐπιτυγχάνεται μόνον μὲ τὴν ἠθική του τελείωση, ἀλλὰ μὲ τὴν μετὰ πίστεως καὶ ἀγάπης προσωπική του κοινωνία μὲ τὸν Χριστό.
Αὐτὴ τὴ βάση τῆς ὀρθοδόξου πίστεως προσφέρει ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ καὶ βεβαιώνει τὴν ἔλευση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τῆς βασιλείας τῆς ἀγάπης, πού ἄρχισε μέσα στήν ἱστορία μὲ τὴν ἐπὶ γῆς ἔλευσή Του, γιὰ νὰ ὁλοκληρωθεῖ στὴν Δευτέρα ἔνδοξη Παρουσία Του. Ἀμήν.
19 Μαρτίου 2017
Ἡ Ἐκκλησία μας σήμερα, ἀδελφοί μου, ὑψώνει καὶ ἑορτάζει τὸν Τίμιο Σταυρὸ τοῦ Κυρίου, ὑπενθυμίζοντάς μας τὴν ἀναγκαιότητά του γιὰ τὴ σωτηρία μας. Ὁ Σταυρὸς τὸν ὁποῖο καλούμεθα νὰ προσκυνήσουμε δὲν εἶναι ἁπλῶς ἕνα σύμβολο, ἀλλὰ ἀποτελεῖ τὸ μυστήριο διὰ τοῦ ὁποίου καταργεῖται ἡ ἁμαρτία καὶ σώζεται ὁ κόσμος. Ὁ Σταυρὸς εἶναι ἡ φύση τῆς ἀποστολῆς τῆς Ἐκκλησίας στὸν κόσμο, ὁ τρόπος τοῦ ἀγῶνα τοῦ πιστοῦ κατὰ τῶν σαρκικῶν παθῶν, τῶν ἐπιθυμιῶν, τοῦ ἐγωισμοῦ, τῆς ὑπερηφανείας, τῆς κενοδοξίας, τῆς φιλοδοξίας καὶ κάθε ἄλλης καταστάσεως ποὺ εἶναι ἐνάντια στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο μᾶς ὑπενθυμίζει τὴν αἰώνια προτροπὴ τοῦ Χριστοῦ στὸν ἄνθρωπο νά ἀνακαλύψει τὸν τρόπο τῆς σωτηρίας του: «Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ, καὶ ἀκολουθείτω μοι», δηλαδὴ ὅποιος θέλει νὰ μὲ ἀκολουθήσει πρέπει νὰ ἀπαρνηθεῖ τὸν ἑαυτό του καὶ νὰ σηκώσει τὸν σταυρό του. Ἡ πρόσκληση νὰ ἀκολουθήσουμε τὸν Χριστὸ δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὴν προσπάθεια τῆς συνέπειάς μας μὲ τὶς ἐντολὲς Του. Αὐτὸ ὅμως σημαίνει ὄχι μόνον τὴ ἄρση τοῦ σταυροῦ μας, ἀλλὰ κυρίως τὴν προϋπόθεση ἀρνήσεως τοῦ ἑαυτοῦ μας. Μὲ ἄλλα λόγια ἡ προσπάθειά μας ἀφορᾶ στὴν ἀπομάκρυνσή μας ἀπὸ τὴν ἁμαρτία τοῦ κόσμου, διὰ τῆς ἀποβολῆς τῶν παθῶν καὶ τῆς νέκρωσης τῶν φθοροποιῶν λογισμῶν ποὺ ὁδηγοῦν στὴν διάπραξη τῆς ἁμαρτίας. Παράλληλα ἀφορᾶ καὶ στὸν ἐσωτερικὸ ἀγῶνα οὐσιαστικῆς μας μετανοίας, μὲ τὴν καλλιέργεια τῆς ψυχῆς μας στὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ καὶ στὴν ἔμπρακτη καταπολέμηση τῆς ἁμαρτίας. Αὐτὸ ἀπαιτεῖ ἐπίμονη καὶ ἐπίπονη προσπάθεια, ποὺ ὅμως εἶναι ἀναγκαῖα προϋπόθεση γιὰ τὴ μετοχή μας στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Ἡ διευκρίνιση τοῦ Κυρίου στὴν συνέχεια «...ὅς γὰρ ἂν θέλῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει αὐτήν· ὃς δ᾽ ἂν ἀπολέσῃ τὴν ἑαυτοῦ ψυχὴν ἕνεκεν ἐμοῦ καὶ τοῦ εὐαγγελίου, οὗτος σώσει αὐτήν...» ἀφορᾶ στὴν προσπάθεια ποὺ ὀφείλουμε νά καταβάλουμε στὸν πόθο καὶ στὸν στόχο νὰ κερδίσουμε τὴν ψυχή μας. Ὅποιος δὲν μπορεῖ νὰ ἀποδεσμευθεῖ ἀπὸ τὴν ἀσφάλεια ποὺ παρέχουν στὸ βιοτικὸ ἐπίπεδο τὰ σχήματα καὶ τὰ πρόσκαιρα πράγματα τοῦ κόσμου, τελικὰ ζημιώνει τὴν ἴδια του τὴν ψυχή, ἀφοῦ τὴν ἀποστερεῖ ἀπὸ τὴν ὄντως ζωή, ἡ ὁποία εἶναι ἀσύμβατη μὲ τὴ φθαρτότητά τους. Ἀντιθέτως, αὐτὸς ὁ ὁποῖος ἕνεκεν τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν ἐντολῶν του, ἀπομακρύνεται ἀπὸ κάθε τὶ ἁμαρτωλό, νεκρώνεται γιὰ τὴν ἁμαρτία καὶ ταυτόχρονα ἀγωνίζεται νὰ ἀνακαινίσει τὸν ἑαυτό του, ἐνδυναμούμενος ἀπὸ τὴν Χάρη τοῦ θεοῦ, διὰ τῆς ὁποίας σώζει τὴν ψυχή του.
Ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου ἔχει ἄπειρη ἀξία. «...τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ;». Οὔτε ὁ κόσμος ὁλόκληρος δὲν εἶναι ἀντάξιός της. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι τόσο σημαντικὸ πρᾶγμα, γιὰ τὸ ὁποῖο καὶ ὁ ἴδιος ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἐνανθρώπησε.
Ἀδελφοί μου,
ὁ Σταυρὸς τοῦ Κυρίου ὑψώνεται σήμερα στὸ μέσον τῆς Ἐκκλησίας ἀλλὰ καὶ τῆς εὐλογημένης αὐτῆς ἐκκλησιαστικῆς περιόδου καὶ προσπαθείας μας, γιὰ νὰ προβληθεῖ ὡς ὁ ἰδανικὸς τρόπος ποὺ μποροῦμε νὰ ἐπιλέξουμε γιὰ νὰ ἐξυψώσουμε καὶ νὰ διαφυλάξουμε τὴν ψυχή μας. Ἔτσι θὰ καταδείξουμε τὴν μοναδική της ἀξία, γιὰ τὴν ὁποία πρέπει νὰ ἀγωνιστοῦμε καὶ νὰ θυσιάσουμε τὰ πάντα, αἴροντας πρόθυμα τὸν σταυρὸ τῶν δυσκολιῶν μας σ’αὐτὴ τὴν προσπάθεια, μὲ σκοπὸ νὰ ἀξιωθοῦμε μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ, νὰ πετύχουμε τὴν αἰωνιότητά της, ποὺ εἶναι ἡ ὄντως ζωή μας. Ἀμήν.
26 Μαρτίου 2017
Τὸ Εὐαγγέλιο σήμερα μᾶς παρουσιάζει ἕνα ταλαίπωρο πατέρα ποὺ ζητᾶ βοήθεια ἀπὸ τὸν Χριστό, ἐπειδὴ τὸ παιδί του ἦταν δαιμονισμένο. Στὴν ἐμφάνιση τοῦ Κυρίου ὁ δαίμονας ρίχνει κάτω τὸν νέο σὲ μιὰ προσπάθεια νὰ κάνει ὅσο περισσότερο κακὸ ἀκόμη μπορεῖ, ἐπειδὴ καταλαβαίνει ὅτι ἡ ἐξουσία του τελειώνει.
Ὁ Χριστὸς ἀνταποκρίνεται στὸ αἴτημα τοῦ πατέρα, ἀλλὰ ζητᾶ πρῶτα τὴν πίστη του. Ὅλα μποροῦν νὰ γίνουν τοῦ λέει, ἐφόσον ὑπάρχει ἡ πίστη. Ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ εἶναι δεδομένη, ὅμως τὸ ἐὰν θὰ ἐνεργοποιηθεῖ ἢ ὄχι ἐξαρτᾶται ἀποκλειστικὰ ἀπὸ τὴν πίστη τοῦ ἀνθρώπου. Ἄρα λοιπὸν ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο ἐξαρτᾶται ἐὰν θὰ λάβει ἢ ὄχι αὐτὸ ποὺ ζητᾶ. Τὸ διαπιστώνουμε στὴ στάση τοῦ πατέρα ὁ ὁποῖος τότε φωνάζει δυνατὰ «Πιστεύω, Κύριε· βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ». Βοήθησέ με νὰ πιστέψω ὅπως πρέπει καὶ ὁ Χριστὸς μὲ δεδομένη τὴν ἀνάγκη τῆς πίστεως προστάζει τὸν δαίμονα: «Τὸ πνεῦμα τὸ ἄλαλον καὶ κωφόν, ἐγώ σοι ἐπιτάσσω, ἔξελθε ἐξ αὐτοῦ καὶ μηκέτι εἰσέλθῃς εἰς αὐτόν». Τὸ δαιμόνιο ἐξέρχεται καὶ τὸ παιδὶ ἀπελευθερώνεται ἀπὸ τὴν τυραννία του. Ὅταν ἀργότερα οἱ μαθητὲς ζήτησαν νὰ μάθουν τὴν αἰτία ποὺ οἱ ἴδιοι δὲν μπόρεσαν νὰ ἐκδιώξουν τὸν δαίμονα, ὁ Χριστὸς τοὺς εἶπε ὅτι τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων δὲν μπορεῖ νὰ ἐλευθερωθεῖ χωρὶς προσευχὴ καὶ νηστεία.
Κατ’ ἀναλογία μὲ τὴν εὐαγγελικὴ διήγηση πρέπει νὰ ἐνεργήσουμε καὶ ἐμεῖς, ἐφόσον βέβαια ἐπιθυμοῦμε νὰ νικήσουμε τὰ πάθη μας ποὺ σὰν δαίμονες μᾶς ταλαιπωροῦν καὶ μᾶς βασανίζουν. Καὶ αὐτὸ θὰ γίνει μόνο μὲ τὴν προσευχὴ στὸν Θεὸ καὶ τὴ νηστεία. Εἶναι σημαντικὸ νὰ συνειδητοποιήσουμε ὅτι ἡ προσευχὴ δὲν εἶναι τυπικὴ ὑποχρέωση. Ἀντιθέτως, ἡ προσευχὴ εἶναι ἀνάγκη ἔκφρασης τῆς ψυχῆς. Ὅπως τὸ λουλούδι μαραίνεται ὅταν τὸ ποτίζουμε ἀραιά, ἔτσι καὶ ἡ ψυχὴ στεγνώνει καὶ μαραίνεται ὅταν δὲν ζητᾶμε ἀκατάπαυστα τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν προσευχή. Οἱ Πατέρες λένε συνιστοῦν «μνημονευτέον Θεοῦ μᾶλλον ἢ ἀναπνευστέον». Δηλαδὴ πιὸ πολὺ χρειάζεται νὰ θυμᾶται κανεὶς τὸν Θεὸ κάθε ὥρα καὶ στιγμή, παρὰ νὰ ἀναπνέει. Ἡ μνήμη τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι τίποτα ἄλλο ἀπὸ τὴν προσευχή, ἡ ὁποία μᾶς ὁδηγεῖ σὲ κοινωνία μὲ τὸν Θεό.
Καὶ βέβαια ἡ προσευχὴ εἶναι χρέος καὶ ὑποχρέωση ὅλων τῶν πιστῶν οἱ ὁποῖοι στὴν καθημερινότητά τους ὀφείλουν νὰ προσεύχονται ἀδιάκοπα γιὰ νὰ χαριτώνονται καὶ νὰ ἰσορροποῦν. Ἐὰν ἡ ἀδιάλειπτη προσευχὴ ἦταν κάτι ποὺ δὲν θὰ μποροῦσαν ὅλοι νὰ ἐφαρμόσουν ὁ Ἀπόστολος Παῦλος δὲν θὰ μᾶς ζητοῦσε τὸ «ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε». Καὶ γιὰ τὴν ἀδιάλειπτη προσευχὴ δὲν ἀπαιτοῦνται ἰδιαίτερες συνθῆκες, παρὰ μόνο ζῆλος, πίστη καὶ προσοχή. Ἔτσι μπορεῖ κάποιος νὰ ζεῖ μέσα στὶς μέριμνες καὶ στὶς φροντίδες τῆς καθημερινότητας, νὰ δουλεύει καὶ νὰ ἀσχολεῖται μὲ διάφορα πράγματα καὶ νὰ διαπιστώνει ὅτι ἡ προσευχὴ προσκομίζει περισσότερα ὀφέλη καὶ καρποὺς ἀπὸ τὴν προσπάθεια.
Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ τὴν προσευχή, ἀναγκαῖο στοιχεῖο τῆς πνευματικῆς ζωῆς καὶ ὅπλο κατὰ τοῦ διαβόλου, ὅπως διευκρίνισε ὁ Κύριος στοὺς ἀποροῦντες Ἀποστόλους, εἶναι καὶ ἡ νηστεία. Αὐτὴ μᾶς βοηθᾶ στὴν ἄσκηση, στὴν ταπείνωση, ἀλλὰ καὶ στὴ συγκέντρωση τοῦ νοῦ κατὰ τὴν προσευχή. Διδάσκοντας τὰ πολὺ μεγάλα ὀφέλη τῆς νηστείας ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης ὁ Κολοβὸς ἀναφέρει ὅτι: «ὅταν ἕνας βασιλιὰς θελήσει νὰ καταλάβει μία ἐχθρικὴ πόλη αὐτὸ ποὺ κάνει πρῶτα εἶναι νὰ δεσμεύσει τὸ νερὸ καὶ τὸ φαγητό. Οἱ κάτοικοι τῆς πόλης, δηλαδὴ οἱ ἐχθροί, γιὰ νὰ μὴν τὰ στερηθοῦν καὶ πεθάνουν ἀπὸ τὴν πεῖνα, παραδίδονται καὶ ὑποτάσσονται στὸν βασιλιά. Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ τὰ ποικίλα πάθη τοῦ ἀνθρώπου. Ἐὰν ὁ ἄνθρωπος ζήσει μὲ νηστεία καὶ στέρηση καὶ ἐγκράτεια, τὰ πάθη του ἐξασθενίζουν καὶ εὔκολα καταβάλλονται καὶ δὲν ἀποτελοῦν πλέον κίνδυνο γι’ αὐτόν».
Ἀδελφοί μου,
ἄς ἐμπιστευθοῦμε ἐπιτέλους τὴν προσευχὴ καὶ τὴν νηστεία, ὡς τὰ ὅπλα καὶ τὶς προϋποθέσεις ποὺ συνιστᾶ σήμερα ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς, γιὰ τὴν ἀλλαγὴ τῶν καταστάσεων τῆς ζωῆς μας, ἀφοῦ μέχρι τώρα ἔχοντας ἀγνοήσει ἤ ὑποτιμήσει τὴν μεταμορφωτικὴ δύναμή τους, συνεχίζουμε τρομοκρατημένοι νὰ ἀντιμετωπίζουμε καθημερινὰ τὴν δαιμονισμένη πραγματικότητα τῆς ζωῆς καὶ τῆς κοινωνίας μας.
ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΦΕΒΡOYAΡΙΟΥ
ΚΥΡΙΑΚΗ IΣΤ΄ ΛΟΥΚΑ (ΤΕΛΩΝΟΥ ΚΑΙ ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ) (Λουκ. ιη΄ 10-14)
5 Φεβρουαρίου 2017
Ἡ παραβολὴ τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου εἶναι ἰδιαίτερα διδακτικὴ γιὰ ὅλους μας, διότι δείχνει ὅτι ὅταν ὁ ἄνθρωπος συναισθανθεῖ τὰ σφάλματά του καὶ μετανοήσει, δικαιώνεται ἀπὸ τὸν Θεό, ἐνῷ ὅταν θεωρήσει τὸν ἑαυτό του δίκαιο, ἀναμάρτητο καὶ κριτὴ ὅλων τῶν ἄλλων ἀνθρώπων, κατακρίνεται.
Οἱ Τελῶνες, ὡς φοροεισπράκτορες ἦταν πρόσωπα ἰδιαίτερα μισητὰ γιὰ τὸν λαὸ τοῦ Ἰσραήλ. Κατὰ τὴν εἴσπραξη τῶν φόρων προέβαιναν σὲ αὐθαιρεσίες, ἐκμεταλλευόμενοι τὸν ἁπλὸ λαό. Γι' αυτὸ καὶ ὁ χαρακτηρισμός τους ὡς μεγάλων ἁμαρτωλῶν. Ὁ Τελώνης, ὅμως, τῆς σημερινῆς παραβολῆς φαίνεται ὅτι εἶχε συναίσθηση τῶν ἀδικιῶν του, γι᾽ αὐτὸ καὶ ἀνέβηκε στὸν Ναὸ γιὰ νὰ προσευχηθεῖ καὶ μετανοημένος ἐπικαλέστηκε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
Στὸν Ναό, ὅμως, ἀνέβηκε καὶ ὁ Φαρισαῖος, ὁ εὐυπόληπτος στὰ μάτια τοῦ λαοῦ, ὁ δίκαιος, ὁ ἄμεμπτος καὶ ἀναντίρρητα πιστὸς τηρητὴς τοῦ Νόμου. Φτάνοντας στὸν Ναὸ δὲν προσευχήθηκε στὸν Θεό, ζητῶντας τὸ ἔλεός του. Ἀντιθέτως, ἀφοῦ στάθηκε ἐπιδεικτικὰ σὲ μία περίοπτη καὶ διακεκριμένη θέση τοῦ Ναοῦ, ἄρχισε μεγαλοφώνως νὰ αὐτοεγκωμιάζεται, νὰ ἐπαινεῖ τὸν ἑαυτό του, νὰ τὸν δικαιώνει, νὰ ἀπαριθμεῖ τὶς καλές του πράξεις: «νηστεύω», ἔλεγε, «δὶς τοῦ σαββάτου, ἀποδεκατῶ πάντα ὅσα κτῶμαι», καὶ νὰ κατακρίνει ὅλους τοὺς ἄλλους. Εὐχαριστοῦσε μάλιστα τὸν Θεὸ γιὰ τὴν ἀναμαρτησία του καί ξεχωρίζοντας αὐτάρεσκα τὸν ἑαυτό του ἀπὸ ὅλους τοὺς ἄλλους καὶ βέβαια καὶ ἀπὸ τὸν Τελώνη, ἔλεγε: «οὔκ εἰμι ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων... ἢ καὶ ὡς οὗτος ὁ τελώνης».
Εἶναι προφανὲς ὅτι ὁ Φαρισαῖος ἀνέβηκε στὸν Ναὸ γιὰ νὰ αὐτοδικαιωθεῖ καὶ νὰ προβληθεῖ στοὺς ἀνθρώπους, ὡς ὁ τέλειος καὶ ἀναμάρτητος, σὲ ἀντίθεση μὲ ὅλους τοὺς ἄλλους, οἱ ὁποῖοι ἦταν ἁμαρτωλοί, φαῦλοι, διεφθαρμένοι, «ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί». Διαφημίζοντας τὴν ἐκ μέρους του τήρηση τοῦ Νόμου, δηλαδὴ τῆς δικαιοσύνης, τῆς φιλανθρωπίας, τῆς νηστείας καὶ τῆς ἐλεημοσύνης, ἀποδεικνύεται ἕνας ἐπιφανειακὸς ἄνθρωπος, γεμάτος ἐγωισμὸ καὶ φιλαρέσκεια. Στὴν προκειμένη περίπτωση, ἡ τήρηση τοῦ Νόμου, ἂν καὶ ἀναγκαία ὡς ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ, ἐν τούτοις ἀποδεικνύεται ἀνώφελη καὶ καταλήγει νὰ εἶναι μία ἁπλὴ ἐφαρμογὴ κάποιων ἐξωτερικῶν τύπων. Ἡ οὐσία, ἡ ὁποία ἀφορᾶ στὴν ἀγάπη πρὸς τὸν ἄλλο καὶ στὴ συναίσθηση τῆς ἀνεπάρκειάς μας, πρᾶγμα βέβαια ποὺ ὁδηγεῖ καὶ στὴν ἐπίκληση τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ, ἀπουσίαζε ἀπὸ τὸν Φαρισαῖο. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἐν τέλει κατακρίθηκε ἀπὸ τὸν Θεό.
Σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν ὑποκρισία καὶ τὴν αὐτοδικαίωση τοῦ Φαρισαίου, ὁ Τελώνης ἐπιδεικνύει οὐσιαστικὴ μετάνοια. Συναισθανόμενος τὰ μεγάλα σφάλματά του, καθὼς καὶ τὶς πάμπολλες ἀδικίες ποὺ ἔκανε, ἐλεεινολογεῖ τὸν ἑαυτό του. Στέκεται κάπου ἀπόμερα καὶ μὲ τὸ βλέμμα κάτω λυπᾶται, μετανοεῖ πραγματικὰ καὶ ζητεῖ μὲ συντριβὴ καὶ αὐτοεξουδένωση τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ: «ὁ Θεός, ἰλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ», λέει. Καὶ ἐπιτυγχάνει τὸ ζητούμενο. Ἡ προσευχή του εἰσακούεται καὶ λαμβάνει τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν του, τὴ δικαίωση καὶ τὴν υἱοθεσία τοῦ Θεοῦ.
Αὐτὸ ποὺ οὐσιαστικὰ μετράει στὸν Θεὸ δὲν εἶναι ἡ μικρὴ ἢ ἡ μεγάλη ἁμαρτία, ἀλλὰ ἡ μετάνοια. Αὐτὴ εἶναι τὸ Α καὶ τὸ Ω στὴ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό. Ὁ Χριστὸς ξεκινῶντας τὸ κήρυγμά του δὲν ζήτησε ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ἀναμαρτησία, ἀλλὰ τὴ μετάνοιά τους καὶ τὴ συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητας.
Βαδίζοντας καὶ ἐμεῖς πρὸς τὴ νοητὴ Ἱερουσαλὴμ τοῦ ἐφετινοῦ Πάσχα, ἂς ἐλέγξουμε τὸν ἑαυτό μας μὲ εἰλικρίνεια, ὥστε νὰ δοῦμε σὲ ποιὸν μοιάζουμε περισσότερο, στὸν Τελώνη ἢ στὸν Φαρισαῖο καὶ ἂς ἔχουμε μόνιμα στὸ νοῦ καὶ στὴν καρδιὰ τὸν ὕμνο ποὺ σήμερα ψάλλαμε: «Φαρισαίου φύγωμεν ὑψηγορίαν, καὶ Τελώνου μάθωμεν, τὸ ταπεινὸν ἐν στεναγμοῖς, πρὸς τὸν Σωτῆρα κραυγάζοντες· Ἵλαθι μόνε ἡμῖν εὐδιάλλακτε». Ἀμήν.
12 Φεβρουαρίου 2017
Ἀκούσαμε, ἀδελφοί μου, τὴν περασμένη Κυριακὴ γιὰ τὴν ταπεινὴ προσευχή, ἡ ὁποία σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν ἐπίγνωση τῆς ἁμαρτίας, θέτει τὸν ἄνθρωπο στὴ διαδικασία τῆς μετάνοιας καὶ στὸ νὰ ἐμπιστεύεται τὴν ζωή του στὸ Θεό.
Σήμερα ἡ παραβολὴ τοῦ ἀσώτου υἱοῦ μᾶς βοηθᾶ νὰ συνειδητοποιήσουμε συνειδητοποιοῦμε αὐτὴ τὴν μεγάλη ἀλήθεια.
Ἡ κακοπάθεια τοῦ ἀσώτου υἱοῦ καὶ ἡ νοσταλγία τῆς πατρικῆς ἑστίας, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴ βέβαιη πίστη, ὅτι ὁ πατέρας ἐπειδὴ ἀκόμη τὸν ἀγαπᾶ, θὰ τὸν συγχωρήσει καὶ θὰ τὸν δεχθεῖ, ἀνοίγουν τὰ μάτια τῆς ψυχῆς του καὶ αἰσθάνεται, πὼς ὁ δρόμος τῆς ἐπιστροφῆς εἶναι πλέον ὁ μόνος δρόμος τῆς ζωῆς του. Ἡ ἀπόφαση λοιπὸν καὶ ἡ πραγμάτωση τῆς ἐπιστροφῆς του ὀνομάζεται μετάνοια.
Ἡ Μετάνοια πάντοτε ὁριοθετεῖ τὴ σχέση τῶν ἀνθρώπων πρὸς τὸν Θεό. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἡ ἀναγκαιότητα τῆς μετανοίας ἀποτελεῖ πάντοτε τὸν σκοπὸ τοῦ κηρύγματος τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ μετάνοια εἶναι ὁ τρόπος γιὰ νὰ ἀνακαινίζει ὁ Χριστιανὸς τὴν ψυχή του καὶ νὰ τὴν καθαρίζει ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες, ποὺ διαπράχθηκαν μετὰ τὸ βάπτισμα γι’ αὐτὸ ὀνομάζεται καὶ «δεύτερο βάπτισμα». Ἡ μετάνοια διαφυλάσσει καὶ διατηρεῖ τὸν ἄνθρωπο ἐλεύθερο ἀπὸ τὴν δουλεία τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ διαβόλου. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἀφορᾶ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ἀνεξαρτήτως ἀξιωμάτων ἢ θέσεων, ἐκκλησιαστικῶν ἢ κοινωνικῶν.
Ἡ μετάνοια, στὴν ὁποία μᾶς καλεῖ ἡ Ἐκκλησία, δὲν εἶναι μιὰ ψυχαναγκαστικὴ λειτουργία. Δὲν εἶναι ἕνα σύνολο κανόνων ἠθικῆς καὶ τιμωρίας. Ἡ μετάνοια εἶναι τὸ δικαίωμα στὴν ἀληθινὴ ζωή, ὅπως τὸ προσφέρει ὁ Θεὸς στὸν ἄνθρωπο, καθὼς τὸν καλεῖ νὰ ἐπιστρέψει ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ νὰ Τὸν συναντήσει μέσα ἀπὸ τὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ κυρίως μέσα ἀπὸ τὸ μυστήριο τῆς Μετανοίας.
Τὸ μυστήριο τῆς μετανοίας, ὅπως καὶ τὰ ἄλλα μυστήρια διενεργεῖται ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Χριστό, διὰ τῆς Ἱερωσύνης, ποὺ ἐμπιστεύεται στοὺς Ἐπισκόπους καὶ δι’ ἐκείνων στοὺς Ἱερεῖς. Ἀπο κοινοῦ οἱ ἅγιοι Πατέρες θεωροῦν ὅτι ἡ ἀπελευθέρωση τῶν ψυχῶν ἀπὸ τὸ δεσμωτήριο τοῦ διαβόλου διὰ τοῦ μυστηρίου τῆς μετανοίας εἶναι ἀπὸ τὰ κυριώτερα ἔργα τοῦ Ἱερέως.
Ἐκεῖ ὁ πιστὸς ἀνοίγει τὴν καρδιά του, ὄχι στὸν ἐξομολόγο, ἀλλὰ στὸν ἴδιο τὸν Χριστό, ὁ ὁποῖος εἶναι ἀοράτως Παρών. Ὁ Χριστὸς ἀναδέχεται τὴν ἐξομολόγηση τοῦ πιστοῦ, ὅπως ἀκριβῶς συνέβαινε κι ὅταν κάθε ἁμαρτωλὸς Τὸν συναντοῦσε. Ἡ εὐχή, ποὺ διαβάζεται στὴ συνέχεια ἀπὸ τὸν Ἐξομολόγο, ποὺ ἔχει τὸ χέρι του πάνω στὸ κεφάλι τοῦ ἐξομολογουμένου ἀποτελεῖ τὸ ἁπτὸ σημεῖο τῆς παρουσίας τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τοῦτο συνεπάγεται τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν καὶ τὴν ἀναγέννηση τοῦ ἀνθρώπου, κάτι ποὺ ἐπιβεβαιώνεται πανηγυρικὰ μὲ τὴ θεία Κοινωνία, καθὼς ὅταν μεταλαμβάνουμε τῶν ἀχράντων Μυστηρίων ἀκοῦμε τὸν Ἱερέα νὰ λέει: «...εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ εἰς ζωὴν τὴν αἰώνιον».
Ἡ ἀληθὴς μετάνοια ὅμως γιὰ νὰ καρποφορήσει χρειάζεται τὴν συνέργεια τῆς ἐλεημοσύνης, τῆς νηστείας, τῆς προσευχῆς καὶ γενικῶς τῆς προσπάθειας νὰ ζεῖ ὁ Χριστιανὸς σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Ὁ πιστὸς Χριστιανὸς δὲν πρέπει νὰ στηρίζεται στὸν ἑαυτό του καὶ νὰ ἀναβάλλει τὴν μετάνοιά του, οὔτε νὰ περιμένει νὰ ἀρρωστήσει ἢ νὰ γηράσει γιὰ νὰ ἐξομολογηθεῖ. Ὅπως δὲν πρέπει ποτὲ νὰ ἀπελπίζεται ἐξαιτίας τῶν ἁμαρτιῶν του!
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέει χαρακτηριστικά, ὅτι ὅσο μεγάλη κι ἂν εἶναι ἡ ἁμαρτία τοῦ ἀνθρώπου, πάντως εἶναι μικρότερη ἀπὸ τὴν φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ καὶ χάνεται μέσα σ’αὐτήν, ὅπως ἀκριβῶς συμβαίνει μὲ τὴ σπίθα τῆς φωτιᾶς, ποὺ χάνεται μέσα στὸ πέλαγος τῆς θάλασσας. Καὶ σκεφθεῖτε συνεχίζει, πὼς τὸ πέλαγος ὅσο μεγάλο κι ἂν εἶναι μετριέται, ἐνῶ ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀπεριόριστη. Γι’ αὐτό, ὅσο ζοῦμε πάνω στὴ γῆ ἔχουμε τὴν δυνατότητα τῆς μετανοίας.
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας πέρα ἀπὸ τοὺς λόγους καὶ τὶς συμβουλὲς χειραγωγεῖ τὶς ψυχὲς στὴν μετάνοια μέσα καὶ ἀπὸ τὴν λατρευτική της ζωή. Ἡ Κυριακὴ προσευχὴ «Πάτερ ἡμῶν...» ζητεῖ τὴν ἄφεση καὶ τῶν δικῶν μας ἁμαρτιῶν, ἀνάλογα μὲ τὸ κατὰ πόσο συγχωροῦμε κι ἐμεῖς τοὺς ἄλλους. Ὁ Πεντηκοστὸς ψαλμὸς τοῦ Δαϋὶδ «Ἐλέησόν με ὁ Θεός...» δὲν ἀπουσιάζει σχεδὸν ἀπὸ καμμία μικρότερη ἢ μεγαλύτερη ἀκολουθία. Οἱ πρεσβεῖες τῆς Θεοτόκου καὶ τῶν Ἁγίων εὑρίσκονται συνεχῶς στὰ χείλη τῶν πιστῶν, μὲ σκοπὸ νὰ γίνουν καὶ τῆς καρδιᾶς τους ἡ φωνή, ἡ ἀπαραίτητη συνοδεία τῆς ἱκετήριας κραυγῆς «Κύριε ἐλέησον», μὲ τὴν ὁποίαν κατὰ συρροὴν τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ ἐκλιπαρεῖ γιὰ τὸ μέγα καὶ θεῖο ἔλεος.
Ὁ Χριστὸς μὲ τὴ σταυρική του θυσία μᾶς ξεχρέωσε μιὰ γιὰ πάντα ἀπὸ τὸ βάρος τῶν ἁμαρτιῶν μας καὶ ἄνοιξε τὸν Παράδεισο στὸν ὁποῖον πρῶτος εἰσῆλθε ἕνας Ληστής, ὁ ὁποῖος ἐξομολογήθηκε πάνω στὸ σταυρό του, ζήτησε καὶ ἔλαβε τὸ θεῖο ἔλεος.
Ἂς προβληματισθοῦμε λοιπόν, ποιὸς εἶναι ἀλήθεια αὐτός, ποὺ ἂν τοῦ χάριζαν τὸ χρέος ἢ τὴν ὀφειλή του, δὲν θὰ ἔτρεχε νὰ ἀποδεχθεῖ τὴν δωρεὰ καὶ νὰ εὐχαριστήσει τὸν δωρητή.
Ἂς σκεφθοῦμε τέλος ὅτι ὁ ἱερὸς Εὐαγγελιστὴς χρησιμοποίησε τὴν ἔκφραση «ἀναστὰς πορεύσομαι», γιὰ νὰ δείξει πὼς ἡ μετάνοια δὲν εἶναι μιὰ ἁπλὴ πορεία ἐπιστροφῆς, ἀλλὰ ἀνάσταση, νίκη τῆς ἀληθινῆς ζωῆς πάνω στὴν ἁμαρτία καὶ στὸν θάνατο. Εἶναι τὸ δῶρο τοῦ Χριστοῦ πρὸς ὅλους μας τὸ πολύτιμο καὶ ἀνεκτίμητο.
19 Φεβρουαρίου 2017
Τὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα σήμερα κάνει λόγο οὐσιαστικὰ γιὰ τήν φιλανθρωπία. Δηλαδὴ γιὰ τὴν ἀρετὴ τοῦ νὰ ἀγαπᾶ κανείς, νὰ νοιάζεται καὶ νὰ φροντίζει τὸν συνάνθρωπό του. Συνάνθρωπός μας εἶναι βέβαια ὁ κάθε ἄνθρωπος, συγγενής ἢ ξένος, ὁ πάσχων, ὁ καταφρονημένος τῆς κοινωνίας, ὁ περιθωριακός, καὶ γενικὰ ὁ κάθε ἕνας ποὺ ἔχει ἀνάγκη. Ἡ ἀγάπη ποὺ ἐπιδεικνύουμε ἢ ποὺ ἀρνιόμαστε στοὺς συνανθρώπους μας, ἀποτελεῖ τὸ κριτήριο τῆς αἰωνιότητας μας στὸν Παράδεισο ἤ στὴν Κόλαση.
Κατὰ τὴ Δευτέρα Παρουσία, ὅταν ὁ Κύριος ἔλθει ξανὰ ὄχι ὡς ἄσημος καὶ ταπεινός, ἀλλὰ ἔνδοξος ἐπὶ θρόνου καὶ ἐπὶ τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ, γιὰ νὰ κρίνει τὸν κάθε ἕνα ἀνάλογα μὲ τὰ ἔργα του, θὰ χωρίσει τοὺς δίκαιους καὶ φιλάνθρωπους ἀπὸ ὅσους ἀρνήθηκαν νὰ βοηθήσουν τοὺς πάσχοντες. Τὰ ἔργα τῆς ἀγάπης τῶν δικαίων πρὸς τοὺς ἀδυνάτους καὶ πτωχοὺς θὰ τὰ θεωρήσει ὅτι ἔγιναν στὸν Ἴδιο «πείνασα καὶ μοῦ δώσατε νὰ φάω», μᾶς λέει στὸ Εὐαγγέλιο ὁ Χριστός, «δίψασα καὶ μοῦ φέρατε νερὸ νὰ πιῶ, ἤμουν ξένος καὶ μὲ φιλοξενήσατε στὸ σπίτι σας, ἤμουν γυμνὸς καὶ μοῦ δώσατε ροῦχα νὰ φορέσω. Ὅταν ἀρρώστησα ἤρθατε καὶ μὲ ἐπισκεφθήκατε. Ἤμουν στὴ φυλακὴ καὶ μὲ ἐπισκεφθήκατε».
Αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ φροντίδα πρὸς ὅλους ὅσους ἔχουν ἀνάγκη, εἶναι ἡ αἰτία μετοχῆς μας στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ στὴν μακαριότητα τοῦ Παραδείσου. Ἡ ἀγάπη ἀποτελεῖ τὸ συγκερασμὸ τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Χωρὶς αὐτὴ καμία πράξη τῶν ἀνθρώπων καὶ κανένα ἀσκητικὸ ἀγώνισμα δὲν ἔχει νόημα ἀπὸ μόνο του. Αὐτὴ νοηματοδοτεῖ τὴ ζωὴ καὶ τὰ ἔργα τῶν ἀνθρώπων, ὥστε νὰ μὴν γίνονται φαρισαϊκά. Ὅπου αὐτὴ ὑπάρχει, ὑπάρχουν παράλληλα ἡ ταπεινοφροσύνη, ἡ δικαιοσύνη, ἡ πραότητα, ἡ μακροθυμία, ἡ σεμνότητα, ὁ ἀλληλοσεβασμὸς καὶ ἡ θυσία ὑπὲρ τοῦ ἄλλου. Αὐτὴ ἀποτελεῖ καὶ τὸ χαρακτηριστικὸ γνώρισμα τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ: «Ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοὶ μαθηταί ἐστε», μᾶς λέει ὁ Κύριος, «ἐὰν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις».
Βέβαια τὰ ἔργα ἀγάπης εἶναι δύσκολα καὶ ἀπαιτοῦν ἰδιαίτερη προσπάθεια. Ὁ μαθητὴς τῆς ἀγάπης, ὁ Ἰωάννης ὁ θεολόγος, γράφει ἀπευθυνόμενος σὲ ὅλους μας: «τεκνία μου, μὴ ἀγαπῶμεν λόγῳ, μηδὲ τῇ γλώσσῃ, ἀλλ᾽ ἐν ἔργῳ καὶ ἀληθείᾳ». Ὁ δὲ Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος παρατηρεῖ: «ἐὰν σὲ ἕνα γυμνὸ καὶ πεινασμένο πεῖ κάποιος: “Ὁ Θεὸς μαζί σου. Εὔχομαι νὰ βρεῖς ροῦχα νὰ φορέσεις καὶ φαγητὸ γιὰ νὰ χορτάσεις”, τότε ποιὸ τὸ ὄφελος ἐφόσον δὲν τοῦ δώσει τὰ ἀπαραίτητα ποὺ χρειάζεται;». Ἄρα ἐὰν μείνουμε Χριστιανοὶ τῶν λόγων, χωρὶς ἔμπρακτη ἀγάπη, δὲν θὰ ἀξιωθοῦμε τοῦ Παραδείσου. Ἐπιπλέον, τὸ νὰ δοῦμε μὲ ἀγάπη, συγκατάβαση καὶ φιλανθρωπία τὸν πλησίον μας, καλύπτοντας τὶς πολὺ ἁπλὲς καθημερινές του ἀνάγκες, εἶναι δύσκολο. Ὅμως δὲν ἀπαιτοῦνται ἰδιαίτερες συνθῆκες ἢ δυνατότητες, οὔτε ὑλικὸς πλοῦτος, γιὰ νὰ βοηθήσει κάποιος τὸν ἀδελφό του. Τὸ σημαντικὸ εἶναι κυρίως τὸ περίσσευμα τῆς καρδιᾶς μας. Αὐτὸ ἀρκεῖ νὰ ἐξαντλήσουμε γιὰ νὰ ἀγαπήσουμε, ὅπως ὁ Θεὸς θέλει.
Τὰ ἔργα πρὸς τοὺς πτωχοὺς καὶ καταφρονεμένους, τὰ ὁποῖα ἀπαριθμεῖ ὁ Χριστός, εἶναι πολὺ ἁπλὰ καὶ δὲν ἀπαιτοῦν παρὰ μόνο τὴν ἐκδήλωση τῆς ἀγάπης μας. Ἡ πτωχὴ χήρα ἐπαινέθηκε ἀπὸ τὸν Χριστὸ γιὰ τὴ μεγάλη της καρδιά, διότι ἐνῷ εἶχε ἡ ἴδια ἀνάγκη, προσέφερε τὰ πάντα της, δηλαδὴ τὸ δίλεπτο, γιὰ νὰ ἀνακουφίσει ἄλλους.
Ἀδελφοί μου, ὡς Χριστιανοὶ πρέπει νὰ ἀναλογιστοῦμε ἔμπρακτα τὶς ἀνάγκες τῶν ἐλαχίστων ἀδελφῶν μας καὶ ἀνοίγοντας τὴν καρδιά μας νὰ τοὺς συνδράμουμε καὶ νὰ τοὺς ἀνακουφίσουμε ἀπὸ τὴν πεῖνα, τὴ δίψα, τὴ γυμνότητα καὶ τὴ μοναξιά τους. Ἡ προσφορά μας αὐτὴ νὰ θυμόμαστε πὼς δὲν ἔχει συνάρτηση μὲ τὴν δυνατότητά μας, ἀλλὰ ἐξάρτηση ἀπὸ τὴ διάθεση τῆς καρδιᾶς μας.
Αὐτὴ ἡ καρδιακὴ συμπαράσταση καὶ προσφορά μας, ὅπως γίνεται σαφὲς σήμερα, θὰ ἀναστήσει τὴ χαρὰ ποὺ θὰ μᾶς ζωοποιήσει καὶ θὰ θερμάνει τὴν ψυχραμένη ἀγάπη τῶν ἀποδεκτῶν της, ὥστε νὰ καταλήξουμε ὅλοι μαζὶ στὴν ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ στὴν κοινωνία τοῦ ἁγίου Πνεύματος μετὰ πάντων τῶν ἁγίων. Ἀμήν.
26 Φεβρουαρίου 2017
Μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ βρισκόμαστε ξανὰ ἐμπρὸς στὴ Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Σὲ μιὰ ἐκκλησιαστικὴ περίοδο, τὴν ὁποία πρέπει νὰ ἀφιερώσουμε στὸ Θεό μὲ προσοχή, προσευχή καὶ νηστεία γιὰ τὴν ψυχική μας ἀναγέννηση.
Γιὰ τὴν Ἐκκλησία δὲν εἶναι μόνον ἀποχὴ ἀπὸ τὰ φαγητά, ἀλλὰ κυρίως ἄσκηση χαρισμάτων ποὺ τροφοδοτοῦν τὴν ψυχή.
Ἡ νηστεία ἀφορᾶ τὸν ὅλον ἄνθρωπο. Νηστεία θὰ πεῖ ἐγκράτεια τοῦ στομάχου, ἀλλὰ καὶ τῶν κακιῶν, καθαρμὸς τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς.
Ἡ νηστεία εἶναι κυρίως ἡ πνευματική προσπάθεια, ποὺ ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν διάθεση τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἀφορᾶ στὶς ἐπιθυμίες καὶ στὶς ἀνάγκες τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς. Νηστεύω πνευματικὰ θὰ πεῖ ἀγωνίζομαι νὰ κόψω τὰ πάθη μου, προσπαθῶ νὰ καθαρίσω τὴν ψυχή μου. «Ἀληθὴς νηστεία ἡ τῶν κακῶν ἀλλοτρίωση, ἐγκράτεια γλώσσης, θυμοῦ ἀποχή, καταλαλιᾶς, ψεύδους καὶ ἐπιορκίας» ψάλλουμε σήμερα στὴν Ἐκκλησία μας. Τί ἀξία μπορεῖ νὰ ἔχει μιὰ νηστεία τροφική, ἔστω καὶ ἂν εἶναι ἐξαντλητική, ἂν δὲν συνοδεύεται ἀπὸ τὸν ἀγώνα ἀπαλλαγῆς μας ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τὶς κακίες;
Γιὰ νὰ εἶναι ὁλοκληρωμένη ἡ νηστεία πρέπει νὰ συνδέεται μὲ ἀρετές, καὶ ἰδίως ἀπὸ τὶς ἀρετὲς τῆς προσευχῆς καὶ τῆς ἐλεημοσύνης. Ὅπως τὸ πτηνό, ἐὰν δὲν ἔχει φτερά, δὲν μπορεῖ νὰ πετάξει, ἔτσι καὶ ἡ νηστεία, ἂν δὲν ἔχει προσευχὴ καὶ ἐλεημοσύνη, δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς ἀνυψώσει στὸ Θεό.
Στὸ Εὐαγγέλιο τῆς Κυριακῆς μᾶς δίνει ὁ Κύριος πολύτιμες ὁδηγίες γιὰ νὰ πετύχουμε ψυχικὴ καλλιέργεια καὶ καρποφορία, μᾶς συνιστᾶ νὰ μὴ θησαυρίζουμε «θησαυροὺς ἐπὶ τῆς γῆς». Ἀγωνίζεται ὁ ἄνθρωπος νὰ θησαυρίσει. Βασανίζεται ἀπὸ τὸν πυρετὸ τῆς πλεονεξίας. Θέτει ὡς σκοπὸ τῆς ζωῆς του νὰ κερδίσει ὅσο τὸ δυνατὸν περισσότερα γιὰ νὰ θησαυρίσει. Ἐργάζεται, κοπιάζει, ἀγωνίζεται γιὰ πολλά, ὅλο καὶ πιὸ πολλά. Βλέπει τὸ χρῆμα καὶ τὸ λατρεύει. Ἀλλὰ τελικὰ ὑποδουλώνει τὴν ψυχὴ του στὸ χρῆμα. Μιὰ τέτοια ὑποδουλωμένη ψυχὴ δὲν ἔχει βαθύτερο περιεχόμενο. Δὲν γνωρίζει Θεό. Καταδικάζει ἡ ἴδια τὸν ἑαυτό της σὲ μαρασμὸ καὶ θάνατο. Γι’ αὐτό, λέγει ὁ Κύριος «θησαυρίζετε μέσα στὴν ψυχή σας τὴν πίστη. Τὴν ταπείνωση, τὴν δικαιοσύνη, τὴν ὑπομονή, τὴν ἀγάπη. Θησαυρίζετε θησαυροὺς καλῶν ἔργων».
Μᾶς συνιστᾶ ἀκόμη μὲ ποιὸ τρόπο θρησκεύουμε παρουσιάζοντας τὴν ὑποκριτικὴ θρησκευτικότητα τῶν Φαρισαίων, οἱ ὁποῖοι νήστευαν, ὄχι γιὰ νὰ γυμνασθοῦν στὴν ἐγκράτεια, ὄχι γιὰ νὰ ὠφελήσουν στὴν ψυχή τους, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἐπιδειχθοῦν στοὺς ἄλλους ἀνθρώπους. Ὅταν νήστευαν, ἔμειναν ἀπεριποίητοι καὶ ἀκάθαρτοι, γιὰ νὰ φαίνονται ἀδύνατοι στὸ πρόσωπο καὶ καταβεβλημένοι ἀπὸ τὴν νηστεία. Ὄχι τέτοια θρησκευτικότητα. Ὁ Θεὸς ζητᾶ εἰλικρίνεια στὶς διαθέσεις μας καὶ πολὺ περισσότερο στὰ θέματα τῆς πίστεώς μας. Σκοπὸς τῆς νηστείας, τὴν ὁποία θέτει, ὑποδεικνύει ἡ Ἐκκλησία μας, εἶναι ἡ ψυχική μας ὠφέλεια. Δὲν εἶναι ἡ ἐπίδειξη γιὰ καύχηση. Κατ’ ἀναλογίαν πρέπει νὰ προσέχουμε κάθε ἐκδήλωσή μας.
Ἡ νηστεία καὶ ἡ ἐγκράτεια, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἐξευγενίζουν τὸν ἄνθρωπο, καθαρίζουν τὴν ψυχὴ ἀπὸ κάθε πάθος καὶ ἐλευθερώνουν τὸν ἀνθρώπινο πρόσωπο ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῶν κακῶν συνηθειῶν μας. Ἀκόμη συντελοῦν στὴν καλὴ ὑγεία τοῦ σώματος. Κανεὶς ποτὲ δὲν ἀρρώστησε ἀπὸ τὴν ἐγκράτεια. Ἀπεναντίας ἡ ἀκράτεια γίνεται πρόξενος πολλῶν ψυχοσωματικῶν ἀσθενειῶν, ποὺ σήμερα ἰδιαίτερα βασανίζουν πολλούς.
Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος δεμένος στὸ ὄχημα τῆς καταναλωτικῆς καὶ ὑλιστικῆς κοινωνίας ἔχει μεταβάλει τὴν καρδιά του σὲ κέντρο χαμηλῶν ἐπιθυμιῶν μέσα στὶς ὁποῖες καθημερινὰ κυλιέται, μὲ τὴν λαιμαργία πάχυνε τὸν λογισμό του καὶ ἄναψε στὴν σάρκα του τὴν πύρωση τῶν ἐπιθυμιῶν.
Ἡ Ἐκκλησία μᾶς προτρέπει σήμερα νὰ ἀναλάβουμε τὸν καλό τῆς νηστείας ἀγώνα. Ἄς ἀποφύγουμε, λοιπόν, τὸν χορτασμὸ γιὰ νὰ μὴν ἀνάψουμε περισσότερο τὴ φωτιὰ τῆς σάρκας. Ἃς ζητήσουμε ἀπὸ τὸν Θεό μας φωτισμὸ καὶ δύναμη γιὰ χριστιανικὴ ζωή. «Ἰδοὺ καιρὸς εὐπρόσδεκτος. Ἰδοὺ καιρὸς μετανοίας. Ἀποθώμεθα τὰ ἔργα τοῦ σκότους καὶ ἐνδυσώμεθα τὰ ὅπλα τοῦ φωτός», ὅπως ἀξίως «εἰς τὴν τριήμερον ἀνάστασιν καταντήσωμεν τοῦ Κυρίου καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ σώζοντος τᾶς ψυχὰς ἡμῶν». Ἀμήν.
ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ IANOYAΡΙΟΥ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΑ ΦΩΤΑ (Μτθ. δ΄12-17)
8 Ἰανουαρίου 2017
Ὁ Ἰησοῦς ἀρχίζει τὸ κήρυγμά του προτρέποντας σὲ μετάνοια, ὥστε νὰ ἐπιτευχθεῖ ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ «μετανοεῖτε˙ ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν». Ὄντως, ἡ μετάνοια καὶ ἡ συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητάς μας, ἀποτελεῖ τὴ βάση τῆς πνευματικῆς ζωῆς καὶ κατ' ἐπέκταση τῆς σωτηρίας.
Στὸν δρόμο τῆς ζωῆς προβάλλουν μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους δύο ἐπιλογές. Ἡ πλατεῖα ὁδός, ἡ γεμάτη ἀνέσεις καὶ εὐκολίες καὶ ἡ στενή, τῆς ὁποίας τὸ πέρασμα συνοδεύεται ἀπὸ θλίψεις. Ἡ ἐπιλογὴ τῆς μίας ἢ τῆς ἄλλης ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ αὐτεξούσιό μας, δηλ. ἀπὸ τὴν ἐλευθερία μας. Συμβουλὲς καὶ προτροπὲς εἶναι δυνατὸν νὰ δεχθοῦμε ἀπὸ πολλούς, ὅμως, στὴν ἐξουσία καὶ στὴ θέλησή μας ἔγκειται τελικὰ νὰ ἀποφασίσουμε τὴν ὁδὸ ποὺ θὰ ἀκολουθήσουμε.
Ἡ ἐπιλογὴ τῆς στενῆς ὁδοῦ σημαίνει τὴ ζωὴ τῆς μετανοίας. Ὅσο μεγάλες καὶ φοβερὲς καὶ νὰ εἶναι οἱ ἁμαρτίες μας, ἐκμηδενίζονται μπρὸς στὸ πέλαγος τῆς εὐσπλαχνίας τοῦ Θεοῦ, ἐφόσον βέβαια ἐμεῖς προσπαθήσουμε νὰ παύσουμε νὰ ἐπιτελοῦμε τὸ κακὸ καὶ καταφύγουμε, μὲ ταπείνωση καὶ συντετριμμένη καρδία, στὸ μυστήριο τῆς ἐξομολόγησης. Ἡ δική μας εἰλικρίνεια, συντριβὴ καὶ ταπείνωση, κάμπτει τὸν ἀγαθό, φιλάνθρωπο καὶ εὐδιάλλακτο Θεό, ὥστε νὰ μᾶς σπλαχνιστεῖ καὶ νὰ μᾶς συγχωρέσει. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα ἀποτελεῖ ὁ βασιλιὰς Δαβὶδ. Ἡ καταφυγὴ στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ ἔδωσε τὴν ἄφεση στὸν ταπεινὸ ἁμαρτωλό. Τὸ ἴδιο συνέβη καὶ μὲ τὸν ληστή, ὅπου ἡ ἐπίγνωση τῆς ἁμαρτωλότητάς του καὶ ἡ συνεπακόλουθη ταπείνωση, προκάλεσαν τὸν οἶκτο τοῦ Θεοῦ, ὥστε νὰ τὸν εἰσαγάγει πρῶτον στὸν Παράδεισο. Ἔργα ἀγαθὰ δὲν εἶχε ὁ ληστής, παρὰ μόνο ἁμαρτίες καὶ κακότητα. Ὅμως διακρινόταν ἀπὸ τὴν ἐπίγνωση τῆς ἁμαρτίας του, ἀλλὰ καὶ τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ κέρδισε τὴ μακαριότητα τοῦ Παραδείσου.
Ἀντιθέτως, ὅταν ἀπουσιάζει ἡ συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητας καὶ ἐπιμένουμε στή χωρὶς ντροπή ἁμαρτία, μοιάζουμε μὲ τοὺς χοίρους, οἱ ὁποῖοι δὲν θέλουν καὶ δὲν μποροῦν νὰ σηκώσουν τὸ κεφάλι τους ἀπὸ τὸ βόρβορο καὶ τὴ δυσωδία, διότι οἱ ἀκαθαρσίες, μέσα στὶς ὁποῖες ζοῦν, τοὺς προσφέρουν ἡδονὴ καὶ εὐχαρίστηση. Τὸν οὐρανὸ τὸν βλέπουν μόνο ὅταν φτάσει ἡ ὥρα τῆς μάχαιρας, ὅταν δηλαδὴ τοὺς γυρίσουν ἀνάποδα γιὰ νὰ τοὺς σφάξουν. Τὸ ἴδιο ἀκριβῶς συμβαίνει καὶ μὲ μᾶς τοὺς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι παραμένουμε ἀμετανόητοι, μέσα στὸ βόρβορο τῆς ἁμαρτίας, μὴ θέλοντες νὰ ἀναβλέψουμε στὸν οὐρανό. Παραμένουμε μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ χαιρόμαστε μὲ κάθε τὶ τὸ ἁμαρτωλό, μίση, φθόνους, ἡδονές, πορνεῖες, φαγοπότια καὶ ἀσέβειες. Χωρὶς νὰ μποροῦμε νὰ χορτάσουμε ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ἀναλώνουμε τὴ ζωὴ ἀναζητῶντας τρόπους ἡδονῆς καὶ παροδικῆς εὐτυχίας.
Ἡ τραγικότητα ὅμως μᾶς ἀποκαλύπτεται ὅταν ψάχνοντας ἡδονὲς παραμένουμε ἐσωτερικὰ ἄδειοι. Τὶς ἁμαρτωλές συνήθειές μας, τὶς διακόπτουμε μόνο ὅταν μᾶς συναντᾶ ἡ ἀσθένεια καὶ ἡ φυσικὴ ἀδυναμία. Τότε μπορεῖ νὰ θυμηθοῦμε τὸν Θεὸ καὶ νὰ μετανοήσουμε. Ἐὰν ὅμως μᾶς προφτάσει ὁ θάνατος, ἡ πλατεῖα ὁδός, ἡ γεμάτη χαρὰ καὶ ἡδονή, δὲν θὰ καταλήξει στὴν αἰωνιότητα τῆς ζωῆς μας, ἀλλὰ στὴν αἰώνια τιμωρία. Ἐκεῖνες τὶς στιγμὲς δὲν θὰ ὑπάρχει ἡ δυνατότητα μετάνοιας.
Ἀδελφοί μου, ὁ παρὼν καιρὸς προσφέρεται γιὰ ἀλλαγὴ τρόπου ζωῆς. Ὁ χρόνος ποὺ ξεκινᾶ γίνεται χρῆμα στά χέρια μας γιὰ νὰ ἐξαγοράσουμε τὴν ζωή μας. Μόνο τὸ τώρα μᾶς προσφέρεται ἀπὸ τὸν Θεὸ γιὰ νὰ μετανοήσουμε, νὰ ἐξομολογηθοῦμε καὶ νὰ ζητήσουμε τὸ ἔλεός Του γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας. Ὁ καθένας μας ἂς ἀναλογιστεῖ τὴν παροῦσα καὶ τὴν μέλλουσα πραγματικότητα, ὥστε διακρίνοντας τὸ βαθύτερο καὶ οὐσιαστικὸ συμφέρον του, νὰ ἐπικαλεστεῖ τὴ Χάρη καὶ τὴν μακροθυμία τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ γίνει μέτοχος τῆς Βασιλείας Του, δηλαδὴ κοινωνὸς τῆς ὄντως ζωῆς.
15 Ἰανουαρίου 2017
Ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή, ἀδελφοί μου, μᾶς βεβαιώνει ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἀνήκει σὲ κανένα ἀποκλειστικά. Εἶναι Θεὸς ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ἀνεξάρτητα ἐὰν αὐτοὶ τὸν γνωρίζουν ἢ τὸν ἀγνοῦν. Πολλὲς φορὲς αὐτοὶ ἐπιδεικνύουν τέτοια πίστη, ἀγάπη, ζῆλο καὶ τέτοια εὐγνωμοσύνη, ποὺ ὑπερβαίνουν κατὰ πολὺ τὴν ἠθικὴ ποιότητα καὶ τὴν ἀρετὴ αὐτῶν ποὺ θεωρητικὰ μόνο γνωρίζουν τὸν Θεὸ καὶ τὸν νόμο Του. Αὐτὸ ἔκανε καὶ ὁ θεραπευθεὶς λεπρός, ὁ ὁποῖος ἂν καὶ ἀλλογενής, ὡς Σαμαρείτης, ἐπιστρέφει γιὰ νὰ εὐχαριστήσει τὸν Κύριο. Οἱ ὑπόλοιποι ἐννέα, Ἑβραῖοι στὴν καταγωγή, ἀποδεικνύονται ἀγνώμονες στὸν εὐεργέτη τους.
Εἶναι πολύ σημαντικὸ νὰ προσέξουμε ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν περιορίζει τὴ φροντίδα καὶ τὸ ἔλεός Του μόνο στοὺς Ἰουδαίους. Οἱ ἴδιοι ὅμως, ὅπως καὶ ἐμεῖς πάντα, δὲν μποροῦσαν νά κατανοήσουν ἐπ’ οὐδενὶ καὶ νὰ ἀποδεχτοῦν ὅτι καὶ ἄλλοι ἄνθρωποι εἶναι δυνατὸν νὰ εἶναι παιδιὰ τοῦ Θεοῦ, ἐκτὸς ἀπὸ αὐτούς. Αὐτὴ ἡ ἀντίληψη τοὺς ὁδηγοῦσε στὸ νὰ βλέπουν μὲ ὑπεροψία κάθε ἀλλογενῆ, θεωρώντας ὅτι πλησίον τους καὶ ἄρα ἀποδέκτης τοῦ ἐλέους καὶ τῆς φροντίδας τους, ἦταν μόνο οἱ ὁμοεθνεῖς τους καὶ κυρίως οἱ ἐνάρετοι.
Ὅμως ὁ Χριστὸς μὲ τὴν Ἐνανθρώπησή Του βεβαιώνει ὅτι δὲν ὑπάρχουν ὅρια στὴν ἔννοια τοῦ πλησίον, οὔτε περιορισμοὶ στὴν ἐντολὴ τῆς ἀγάπης. Τοῦτο πολὺ ἁπλὰ σημαίνει ὅτι ἐὰν ὁ κάθε ἄνθρωπος κατανοήσει ὅτι ὀφείλει πρωτίστως νὰ προσφέρει ἀγάπη καὶ ὄχι μόνο νὰ τὴν ἀπαιτεῖ, τότε ἡ ἀγάπη του θὰ εἶναι ἀπεριόριστη καὶ θὰ ἐκτείνεται πρὸς ὅλους.
Ὅποιος ἀγαπᾶ μόνο τοὺς οἰκείους του καὶ τοὺς ὁμοεθνεῖς του καὶ ὅλους ὅσους διακρίνονται γιὰ τὴν ἠθική τους τελειότητα, τότε αὐτὸς συμπεριφέρεται ἀνθρώπινα. Ὅποιος, ὅμως, δὲν διακρίνει συγγένεια καὶ φιλία καὶ ἁμαρτωλότητα καὶ ἀντ' αὐτοῦ ἀγκαλιάζει τοὺς πάντες, συμπεριφέρεται θεϊκά. Ἀποδεικνύει ὅτι ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν ἄλλο προέρχεται ἀπὸ τὴν ἀγαθὴ διάθεση καὶ τὴν ὀρθὴ τήρηση τοῦ νόμου τοῦ θεοῦ καὶ ὄχι ἀπὸ συναισθηματισμοὺς καὶ συμφέροντα. Αὐτὸς ποὺ ἀγαπᾶ χωρὶς προϋποθέσεις μιμεῖται τελικὰ τὸν ἀγαθὸ καὶ φιλάνθρωπο Θεό, ὁ Ὁποῖος μὲ τὴν Ἐνανθρώπησή Του ὑπέδειξε στοὺς ἀνθρώπους τὴν καινὴ ἐντολὴ «ἀγαπᾶτε ἀλλήλους».
Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι «προσωπολήπτης», κατὰ τὴ μαρτυρία τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου, ὁ ὁποῖος μετὰ τὸ ἀποκαλυπτικὸ ὅραμα στὴν Ἰόππη κατανόησε τὴν ἰσότητα καὶ τὴν ἴση ἀξία ὅλων τῶν ἀνθρώπων μπροστὰ στὸ Θεό. Δὲν ἀγαπᾶ ὁ Θεὸς πιὸ πολὺ κάποιον ἐπειδὴ ἀνήκει σὲ συγκεκριμένη ἐθνότητα, ἀπορρίπτοντας ἄλλον ἐπειδὴ ἀνήκει σὲ διαφορετικὸ ἔθνος. Τὸ κριτήριο ἀποδοχῆς τῶν ἀνθρώπων εἶναι πάντοτε ἡ ποιότητα τῆς πίστεως στόν Θεὸ καὶ ἡ χρηστότητα, ἡ συμπάθεια καὶ ἡ φιλανθρωπία πρὸς τὸν συν-άνθρωπο, ἀκόμα καὶ ὅταν αὐτὸς εἶναι ἁμαρτωλός, ἢ ἀνήκει σὲ ἄλλη θρησκεία ἢ εἶναι ἐχθρός.
Ἡ γνώση τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἀνώφελη ὅταν δὲν ἐκφράζεται μὲ ἔργα ἀγάπης καὶ ἀφοῦ δὲν βοηθᾶ τὴ σωτηρία τοῦ πλησίον, δὲν ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα οὔτε τὴν δική μας.
Ἀντίθετα ὅταν μὲ ταπείνωση καταφέρουμε νὰ ὑπερβοῦμε τὸν ἀτομοκεντρισμό μας, τότε ἀπελευθερωνόμαστε ἀπὸ τὴν φυλακὴ τοῦ ἑαυτοῦ μας, συναντοῦμε τὸν κάθε ἀδελφὸ ποὺ μᾶς ἔχει ἀνάγκη καὶ γινόμαστε μὲ ἔργα χρήσιμοι γιὰ αὐτόν.
Ἡ παραβολὴ τῶν δέκα λεπρῶν ἀποτελεῖ ἠχηρὸ μήνυμα πρόσληψης καὶ ἀποδοχῆς τοῦ ἄλλου, ἀνεξαρτήτως ἠθικῆς ποιότητας ἢ ἐθνικῆς ἑτερότητας. Ὁ ἄνθρωπος μέσα ἀπὸ τὴ σχέση μὲ τὸν συνάνθρωπό του σὲ μία κοινωνία ἀγάπης, ἀλληλοβοήθειας καὶ προσφορᾶς, μπορεῖ νὰ βιώσει τὴν κοινωνία του μὲ τὸν Θεό, ποὺ εἶναι ὁ στόχος καί τὸ ζητούμενο τῆς ζωῆς.
22 Ἰανουαρίου 2017
Ἡ σημερινὴ Εὐαγγελικὴ περικοπή, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἀναφέρεται στὴ συνάντηση τοῦ Ζακχαίου μὲ τὸ Χριστό. Ὁ Ζακχαῖος ἦταν ἀρχιτελώνης. Οἱ τελῶνες ἐκείνη τὴν ἐποχὴ προπλήρωναν τοὺς φόρους στοὺς Ρωμαίους κατακτητὲς καὶ στὴ συνέχεια ἀνελάμβαναν νὰ τοὺς εἰσπράξουν οἱ ἴδιοι ἀπὸ τὸ λαό, ἐπιβαρύνοντας ὅμως τοὺς φορολογούμενους μὲ ἐπιπλέον ποσὰ ἀποσκοπῶντας στὸν δικό τους πλουτισμό. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ οἱ τελῶνες θεωροῦνταν ἐξ ὁρισμοῦ ἁμαρτωλοὶ καὶ ἦταν ἀποκλεισμένοι ἀπὸ τὴν κοινότητα τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Ζακχαῖος, ὡστόσο, ἂν καὶ τελώνης, εἶχε τὴν ἀγαθὴ ἐπιθυμία νὰ δεῖ τὸν Κύριο. Ἐπειδὴ ὅμως ἦταν κοντός, τὸ πλῆθος ποὺ συνόδευε τὸ Χριστὸ δὲν τοῦ ἐπέτρεπε νὰ Τὸν ἀντικρύσει. Γιὰ νὰ μπορέσει λοιπὸν νὰ Τὸν δεῖ σκαρφάλωσε σ’ ἕνα δέντρο.
Ἡ πράξη αὐτὴ τοῦ Ζακχαίου ἦταν πράξη ταπεινωτική. Πρῶτον, διότι ἕνας πλούσιος ἀξιωματοῦχος τῆς ἐποχῆς σκαρφάλωνε σὰν μικρὸ παιδὶ πάνω σ’ ἕνα δέντρο. Δεύτερον, διότι, ἀνεβαίνοντας στὸ δέντρο, ἐξέθετε ἀκόμη περισσότερο τὸ χαρακτηριστικὸ τοῦ μικροῦ του ἀναστήματος, πρᾶγμα ποὺ τὸν ἐξέθετε ἀκόμα πιὸ πολὺ στὰ εἰρωνικὰ σχόλια τοῦ πλήθους. Ὁ Ζακχαῖος ὅμως ταπεινώνεται ἑκουσίως, ἐπειδὴ θέλει νὰ δεῖ τὸν Χριστό, ὁ ὁποῖος ἐπίσης πρόκειται σὲ λίγο νὰ ταπεινωθεῖ, ἀνεβαίνοντας κι Ἐκεῖνος σ’ ἕνα ξύλο, στὸ ξύλο τοῦ σταυροῦ. Ἡ ταπείνωση τοῦ Ζακχαίου συγκροτεῖ σημεῖο ἐπαφῆς μὲ τὸ Χριστό, ποὺ βαδίζει τὸ δρόμο πρὸς τὰ Ἱεροσόλυμα, τὸ δρόμο δηλαδὴ τῆς ταπείνωσης καὶ τοῦ μαρτυρίου.
Γι’ αὐτὸ λοιπόν, ὅταν ὁ Ζακχαῖος βλέπει τὸ Χριστό, δέχεται τὴν πρόσκληση νὰ κατεβεῖ ἀπὸ τὸ δέντρο, γιὰ νὰ μείνει στὸ σπίτι του. Ὁ Ζακχαῖος κατεβαίνει καὶ Τὸν ὑποδέχεται μὲ χαρά, ἐνῷ τὸ πλῆθος, ἀνίκανο νὰ κατανοήσει τὸ μήνυμα καὶ τὴν ἀποστολὴ τοῦ Χριστοῦ, γογγύζει καὶ ἐναντίον τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ὅπως τὸν χαρακτηρίζει, Ζακχαίου, ἀλλὰ καὶ ἐναντίον τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἐπέλεξε νὰ καταλύσει στὸ σπίτι του.
Ἀντίθετα ὁ Ζακχαῖος, ἀλλοιωμένος ἀπὸ τὴν ἀπρόσμενη ἀποδοχὴ καὶ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, δηλώνει ἑκουσίως καὶ αὐτοβούλως ὅτι θὰ δώσει τὴ μισή του περιουσία στοὺς φτωχοὺς καὶ ὅτι, ἐὰν ἀδίκησε κάποιον, θὰ τοῦ ἐπιστρέψει τὰ τετραπλάσια. Ἔχοντας ταπεινωθεῖ καὶ διαπιστώσει πόσο πολὺ ἀποδέχεται καὶ ἀγαπᾶ τὸν ἄνθρωπο ὁ Χριστός, ἐμφανίζεται πρόθυμος νὰ ἀνταποκριθεῖ ἔμπρακτα στὴν ἀγάπη Του, υἱοθετώντας μία ἀντίστοιχη στάση ἀγάπης πρὸς τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους.
Μετὰ τὴ γνωστοποίηση τῆς ἀπόφασης τοῦ Ζακχαίου νὰ διανείμει τὴν περιουσία του, ὁ Χριστὸς ὁμολογεῖ ὅτι ἡ σωτηρία ἦρθε σ’ ἐκεῖνο τὸ σπίτι. διότι καὶ ὁ Ζακχαῖος εἶναι παιδὶ τοῦ Ἀβραάμ. Εἶναι, καὶ ἐκεῖνος, τὸ χαμένο πρόβατο ποὺ ἦλθε νὰ ζητήσει καὶ νὰ σώσει ὁ καλὸς ποιμένας. Ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἦρθε νὰ ζητήσει τὴ σωτηρία τοῦ Ζακχαίου ἤδη πρὶν ὁ ἴδιος ὁ Ζακχαῖος ζητήσει νὰ δεῖ ποιὸς εἶναι ὁ Χριστός. Ἡ σωτηρία αὐτὴ περιλαμβάνει τὴν ἀποκατάσταση τῆς σχέσης τοῦ Ζακχαίου τόσο μὲ τὸν ἴδιο τὸ Θεό, ὅσο καὶ μὲ τὴν κοινότητα τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ τὴν ὁποία τὸν εἶχε ἀποκλείσει ἡ προγενέστερη ἁμαρτωλὴ ζωή του.
Ἡ σημερινή περικοπὴ μᾶς φανερώνει, μεταξὺ ἄλλων, τὰ στάδια μέσα ἀπὸ τὰ ὁποῖα συχνὰ διέρχεται ἡ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἁμαρτωλὸς καὶ ἄδικος. Ὁ Χριστὸς ὅμως στοχεύει στὴ σωτηρία του. Πολλὲς φορὲς ἡ σωτηρία αὐτή, ἡ συνάντηση δηλαδὴ μὲ τὸ Χριστό, παρεμποδίζεται ἀπὸ ἄλλους ἀνθρώπους, ἀκόμα καὶ ἀπὸ πλήθη ποὺ περιστοιχίζουν τὸ Χριστό, χωρὶς στὴν πραγματικότητα νὰ κατανοοῦν ἤ νὰ ἀποδέχονται τὸ μήνυμα καὶ τὴν ἀποστολή Του.
Γιὰ νὰ συναντήσει κανεὶς τὸ Χριστό, θὰ πρέπει πρῶτα νὰ τὸ θέλει καὶ μετὰ νὰ τὸ προσπαθήσει. Στὴ συνέχεια θὰ πρέπει νὰ ταπεινωθεῖ, ὥστε νὰ ὁμοιάσει ἐσωτερικὰ πρὸς ἐκεῖνον ποὺ ταπεινώθηκε πάνω στὸ Σταυρὸ γιὰ τὴ σωτηρία μας. Μὲ τὴν ταπείνωση ἀνοίγει ὁ δρόμος τῆς συνάντησης μὲ τὸν Χριστό. Ἡ συνάντηση ὅμως αὐτὴ δὲν ἐξαντλεῖται σὲ ἐσωτερικὰ βιώματα καὶ εὐσεβεῖς σκέψεις. Ἐὰν εἶναι γνήσια, μετουσιώνεται σὲ πράξεις. Ὁδηγεῖ στὴν ἀλλαγὴ τῆς στάσης τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τοὺς συνανθρώπους του καὶ καταλήγει στὴν οὐσιαστικὴ καὶ πλήρη ἔνταξή του στὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ, στὴν Ἐκκλησία. Δηλαδὴ στοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἀγωνίζονται καθημερινὰ μὲ θυσία, γιὰ νὰ ἀποκτήσουν τὴ χαρὰ τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ συνανθρώπου στὴ ζωή τους.
Γένοιτο.
29 Ἰανουαρίου 2017
Ἡ σημερινὴ Εὐαγγελικὴ διήγηση, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, περιγράφει τὴν ἀποκαλυπτικὴ συνάντηση τοῦ Κυρίου μὲ μιὰ ἄγνωστη Χαναναία γυναῖκα. Ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος στὴν περικοπὴ αὐτὴ ἀναφέρεται σ’ ἕνα ἔργο τοῦ Ἰησοῦ ἐκτὸς τῶν ὁρίων τῆς Παλαιστίνης, θέλοντας νὰ τονίσει μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ὅτι ὅλα τὰ ἔθνη καὶ οἱ λαοὶ τῆς γῆς βρίσκονται στὸ σχέδιο τῆς θείας Οἰκονομίας γιὰ τὴ σωτηρία.
Ἡ γυναῖκα αὐτὴ εἶχε ἀκούσει γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ ἔσπευσε νὰ Τὸν συναντήσει ἐκμεταλλευόμενη τὴ ἐπίσκεψή Του στὰ μέρη της. Δοκίμαζε μεγάλη συμφορὰ καὶ ὁ πόνος συνέτριβε τὴν καρδιὰ της, γιατὶ ἡ θυγατέρα της ἦταν σὲ πολὺ ἄσχημη κατάσταση ὑποφέροντας ἀπὸ τὶς δαιμονικὲς δυνάμεις. Θὰ ἦταν πολὺ ἐνδιαφέρον καὶ ὠφέλιμο νὰ παρακολουθήσουμε τὸν διάλογο τοῦ Κυρίου μὲ τὴν Χαναναία, γιὰ νὰ περιγράψουμε τὰ στάδια ἀπὸ τὰ ὁποῖα πέρασε ἡ προσωπικὴ σχέση της μαζὶ Του, ὥσπου νὰ λάβει ὅτι ζήτησε, δηλαδὴ τὴ θεραπεία τοῦ παιδιοῦ της.
Ἀρχικὰ ἀκούγεται ἡ θερμὴ ἱκεσία της «Ἐλέησόν με Κύριε, Υἱὲ Δαβίδ, ἡ θυγάτηρ μου κακῶς δαιμονίζεται». Πρόκειται γιὰ ὁμολογία ποὺ μόνο τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ μποροῦσε νὰ ἀποκαλύψει στὴ καρδιά της. Ὁμολογεῑ τὴν θεότητα τοῦ Χριστοῦ καὶ ζητεῖ τὸ ἔλεός Του γιὰ τὴν ἴδια καὶ ὄχι γιὰ τὴν κόρη της.
Ἀπὸ ἐδῶ καὶ πέρα ἀρχίζει ἡ σκληρὴ δοκιμασία της. Τὸ πρῶτο σκαλοπάτι ποὺ καλεῖται νὰ ἀνεβεῖ εἶναι αὐτὸ τῆς σιωπῆς τοῦ Θεοῦ. «Ὁ δὲ οὐκ ἀπεκρίθη αὐτῇ λόγον». Μερικὲς φορὲς μοιάζει ὁ οὐρανὸς νὰ εἶναι κλειστός. Μερικὲς φορὲς εὔσπλαγχνος Θεὸς μοιάζει νὰ μὴν ἀκούει, σὰν νὰ μὴν Τὸν ἀγγίζουν τὰ προβλήματά μας, σὰν νὰ μὴν βλέπει ὅτι πονάει ἡ ψυχή, ὅτι ὑποφέρει, ὅτι ἔχει μεγάλη ἀνάγκη.
Ἀκολουθεῖ ἕνα δεύτερο στάδιο. Μετὰ τὴν παρέμβαση τῶν μαθητῶν καὶ τὴν παράκλησή τους νὰ τὴν ἀπολύσει, ὁ Κύριος λύει τὴν σιωπή Του. «Ἐγὼ δὲν ἦλθα στὸν κόσμο παρὰ μόνο γιὰ τοὺς Ἑβραίους καὶ αὐτὴ εἶναι ξένη καὶ ἀλλόθρησκη». Ἐδῶ πλέον καλεῖται ἡ Χαναναία νὰ ἀνέβει ἕνα ἀκόμα σκαλοπάτι πιὸ δύσκολο ἀπὸ τὸ πρῶτο, αὐτὸ τῆς ἀπορρίψεως. Ἔρχονται στιγμὲς ποὺ αἰσθάνεται κανεὶς βαθιὰ μέσα του τὴν στιγμὴ ποὺ προσεύχεται ἐνῶ παρακαλεῖ, σὰν νὰ ἀπορρίπτεται, σὰν νὰ μὴν εἶναι ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ ἀγαπᾶ ὁ Θεός.
Μεγάλος πειρασμὸς καὶ μεγάλη δυσκολία. Τί κάνει ὅμως ἡ Χαναναία; Ἐπιμένει στὴν προσωπικὴ κοινωνία της μὲ τὸν Χριστό. Δηλαδὴ ἐνῶ μέχρι τώρα πήγαινε πίσω ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ, τώρα ἔρχεται μπροστά Του, πέφτει στὰ πόδια Του καὶ τοῦ λέγει «Κύριε, βοήθει μοι». Καὶ ἡ ἀπάντηση τοῦ Κυρίου ποὺ φαίνεται καθοριστικὴ γιὰ τὴν σωτηρία καὶ τὴν ὑπερύψωση τῆς Χαναναίας, τὴν ἀνεβάζει στὸ τρίτο σκαλοπάτι τῆς δοκιμασίας της. Ὁ Κύριος κάνει μιὰ φοβερὴ διάκριση. Μιλεῖ γιὰ «τέκνα» καὶ γιὰ «κυνάρια». «Τέκνα» εἶναι ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ καὶ «κυνάρια» ὁ κόσμος τῶν Ἐθνικῶν. Ἄρτος, οἱ δωρεὲς τοῦ Θεοῦ. Ἡ Χαναναία οὔτε θίγεται οὔτε ἀποθαρρύνεται, ἀλλά ἀντιστρέφει τὸ παράδειγμα τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀπαντᾶ μὲ τρόπο ποὺ φανερώνει τὸ ἐπίπεδο τῆς πνευματικῆς πορείας καὶ ζωῆς της.
«Ναί, Κύριε, καὶ γὰρ τὰ κυνάρια ἐσθίει ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τῶν κυρίων αὐτῶν». Καὶ μόλις ὁ Κύριος ἄκουσε αὐτὸν τὸν λόγον ἀνεφώνησε μὲ θαυμασμό: «Ὦ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις! Γενηθήτω σοι ὡς θέλεις». Καὶ ἡ δαιμονισμένη θυγατέρα τῆς Χαναναίας θεραπεύθηκε ἀμέσως.
Καθὼς σταματᾶ ἐδῶ ἡ διήγηση τοῦ Εὐαγγελιστοῦ, ἐμεῖς μένουμε κατάπληκτοι μὲ τὴν ἀπόλυτη καὶ ἰσχυρὴ πίστη τῆς γυναίκας ποὺ ξέρει καὶ ἔχει τὴ δύναμη νὰ ταπεινώνεται, νὰ παρακαλεῖ τὸν Θεό, νὰ ἐπιμένει καὶ νὰ ὑπομένει, μέχρις ὅτου λάβει τὸ ζητούμενο.
Παρουσιάζεται μπροστὰ στὸν Ἰησοῦ ταπεινὰ χωρὶς θράσος καὶ ἀπαιτητικότητα, χωρὶς ἐγωϊστικὸ θέλημα. Αἰσθανόταν ἀσήμαντη μπροστὰ στὴν ἁγιότητα τοῦ Κυρίου, ἄξια ἀπόρριψης καὶ περιφρόνησης μὰ μὲ ἀκλόνητη τὴν πίστη ὅτι ὁ λόγος Του, ὅποιος καὶ νὰ ἦταν, ἦταν γι’ αὐτὴν λόγος ζωοποιός. Ἔτσι γίνεται ἄξια νὰ ζήσει τὸ θαῦμα στὴ ζωὴ τὴ δική της καὶ τῆς πάσχουσας θυγατέρας της.
Ἀδελφοί μου, ἄν θέλουμε καὶ ἐμεῖς νὰ βροῦμε τὸν Θεὸ καὶ νὰ ἔχουμε λυτρωτικὴ συνάντηση μαζί Του, νὰ εἴμαστε ἀποφασισμένοι ὅτι ἡ ψυχή μας θὰ περάσει τὰ στάδια τῆς σιωπῆς, τῆς περιφρονήσεως καὶ τῆς προσβολῆς τοῦ Θεοῦ, μὲ τὴν ἔννοια ποὺ τὰ εἰσέπραξε ἡ Χαναναία.
Στὴ δύσκολη αὐτὴ ὥρα πρέπει νὰ ὁπλισθοῦμε μὲ τὰ πνευματικὰ ἐφόδια αὐτῆς τῆς γυναίκας, τὴν ἀληθινὴ πίστη καὶ τὴ βαθειὰ ταπείνωση. Ἔτσι θὰ ἐπιτύχουμε νὰ συναντήσουμε τὸν Κύριο, νὰ ἔχουμε αἴσθηση τῆς Χάριτός Του στὴ ζωή μας καὶ ἡ καρδιά μας νὰ ἀρχίσει νὰ γίνεται τόπος Θεοφανείας.
Ἀμήν.