en ru

ΠΕΡΙ ΕΡΗΜΩΝ


welcome img

Ὁ Ἰανουάριος εἶναι ὁ κατ᾿ ἐξοχὴν μήνας τοῦ ἔτους ὅπου γίνεται ἰδιαίτερος λόγος γιὰ τὶς ἐρήμους.

   Τὰ ἀναγνώσματα τῶν Χριστουγέννων καὶ τῶν Φώτων μιλοῦν γιὰ τὴν πορεία τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ μὲ ἡγέτη τὸν Μωϋσῆ μέσα ἀπὸ τὴν ἔρημο τῆς Αἰγύπτου πρὸς τὴν Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας.

Τὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς πρὸ τῶν Φώτων ἀναφέρεται στὴν ζωὴ καὶ τὸ κήρυγμα τοῦ τιμίου Προδρόμου, στὴν ἔρημο τοῦ Ἰορδάνου. 

Τὸ Σάββατο μετὰ τὰ Φῶτα διαβάζουμε τὸ εὐαγγέλιο ποὺ ἀναφέρεται στοὺς πειρασμοὺς ποὺ δέχθηκε ὁ Κύριος, ἀμέσως μετὰ τὸ βάπτισμά Του, στὴν ἔρημο τοῦ Σαρανταρίου ὄρους.

Ὁ ὅσιος Ἀντώνιος ὁ Μέγας (17 Ἰανουαρίου) «ἐγεώργησε τὸ ἄγονον» τῶν Αἰγυπτιακῶν ἐρήμων.

Ἡ ζωὴ τῶν ἁγίων Μακαρίων, Αἰγυπτίου καὶ Ἀλεξανδρέως (19 Ἰανουαρίου), ἐξελίσσετο σὲ μιὰν ἄλλη ἔρημο, στὴν ἔρημο τῆς Νιτρίας.

Ἡ πνευματικὴ ζωὴ καὶ ὁ ποταμὸς τῆς θεολογίας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου (25 Ἰανουαρίου), ξεκίνησε ἀπὸ τὴν ἔρημο τοῦ Πόντου.

Ὅποιος θέλει νὰ ζήσει πνευματικὰ τὸν Ἰανουάριο καλεῖται σὲ μιὰ πορεία μέσα ἀπὸ τὶς γόνιμες ἐρήμους τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἡ ἔννοια τῆς ἐρήμου εἶναι ποὺ προσδιορίζει τὴν πνευματικὴ ταυτότητα τοῦ Ἰανουαρίου.

   Ἐνῶ ὅμως στὴν σκέψη ὅλων μας ἡ ἔρημος ἔχει μιὰν ἀρνητικὴ ἔννοια καὶ σημαίνει μεγάλη ζέστη καὶ πολὺ κρύο, ξηρασία, ἀκαρπία, γενικὴ δυσφορία καὶ δυσκολία, ἡ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας μᾶς παρουσιάζει τὶς ἐρήμους μὲ γλυκειὰ ζεστασιά• ἀντὶ γιὰ κρύο νὰ προσφέρουν δροσιά• ἐνῶ εἶναι ἄγονες νὰ παράγουν τοὺς πλέον εὔχυμους καρπούς• ἐνῶ τὸ περιβάλλον τους εἶναι ἀπαράκλητο νὰ ἀποτελοῦν τόπους βαθειᾶς ἐσωτερικῆς παρακλήσεως• ἐνῶ εἶναι γυμνὲς ἀπὸ συντυχίες καὶ ἐρεθίσματα νὰ εἶναι γεμᾶτες ἀπὸ παρουσία• ἐνῶ εἶναι ἔρημοι νὰ θυμίζουν τὸν παράδεισο.

   Ἔρημος στὴν πνευματικὴ ἐμπειρία καὶ διάλεκτο σημαίνει ἡσυχία, μέσα στὴν ὁποία κάποιος μπορεῖ νὰ ἀκούει, καὶ διαύγεια, ποὺ μπορεῖ κανεὶς μακρυὰ καὶ καθαρὰ νὰ βλέπει. Στὴν ἔρημο, τὸ φαινόμενο τοῦ ἀντικατοπτρισμοῦ κάνει τὰ μακρινὰ νὰ φαίνονται πολὺ κοντινά καὶ ἡ θολούρα δίνει τὴν θέση της στὴν καθαρότητα. Ἔτσι καὶ στὴν πνευματικὴ ἔρημο μπορεῖ κανεὶς νὰ ἀκούει ἤχους ποὺ δὲν συλλαμβάνονται μέσα στὴν ζάλη τῶν φροντίδων, τῶν πειρασμῶν καὶ τῶν περισπασμῶν. Μπορεῖ νὰ βλέπει πολὺ μακρυὰ καὶ νὰ διακρίνει ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα τὰ θεϊκά, ἀπὸ τὰ παρερχόμενα τὰ αἰώνια, ἀπὸ τὰ ἁμαρτωλὰ καὶ τὰ φθαρτὰ τὰ ἅγια καὶ ἄφθαρτα. Μπορεῖ κανεὶς νὰ βλέπει τὴν ψυχὴ μὲ διαφάνεια καὶ τὸν Θεὸ καὶ καθαρὰ καὶ κοντά Του. Σ᾿ αὐτὸ βοηθάει ὁ τόπος τῆς ἐρήμου, κυρίως ὅμως ὁδηγεῖ ἡ κατάσταση τῆς πνευματικῆς ἐρήμου. Στὸν «Περὶ τῆς εἰς Πόντον φυγῆς» λόγο του, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἀναφέρεται ἐκτενῶς σ᾿ αὐτὴν τὴν ἄλλη ἔρημο, στὴν ἔρημο ποὺ εἶναι περισσότερο κατάσταση καὶ ζωὴ καὶ λιγότερο τόπος• σ᾿ αὐτὴν ποὺ γέννησε τὸν ποταμὸ τῆς θεολογίας του• σ᾿ αὐτὴν ποὺ γιὰ νὰ γευθεῖς τὴν παγκαρπία της «ἐρημώνεσαι» καὶ γιὰ νὰ τὴν πλησιάσεις «ἀναχωρεῖς καὶ ἀπομακρύνεσαι».

   Ἡ ἐπίσκεψη σ᾿ αὐτὲς τὶς ἐρήμους δὲν ἀποτελεῖ κλήση μόνον τῶν ἀσκητῶν, ἀλλὰ εἶναι ἡ κλήση κάθε πιστοῦ ποὺ ζεῖ τὸ μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας. Ἔχουμε στὰ χέρια μας μικρὴ ἴσως δύναμη ἀλλὰ ἀνυπολόγιστες δυνατότητες. Ἡ δυνατότητα ὅλων μας εἶναι νὰ γίνουμε «ἐρημίτες». Ὁ Μέγας Ἀντώνιος ξεπερνώντας τὴν φύση του ἀνεχώρησε ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ γύμνωσε ταυτόχρονα τὴν ζωή του ἀπὸ τὸν ἑαυτό του. Ἔγινε «ὅλος ἑαυτῷ ἀφιστάμενος» κατὰ τὸν ὑμνωδό. Ἀνάλογα, ἐμεῖς καλούμαστε νὰ ἀναχωρήσουμε ἀπὸ τὸν ἐγωισμό μας καὶ ἀπὸ τὸ κοσμικό μας φρόνημα. Ἐκεῖνος ἀνεχώρησε καὶ ἀπὸ τὸν χρόνο, προέβλεπε τὰ μέλλοντα• ἐμεῖς καλούμαστε νὰ ἐγκαταλείψουμε τὴν χρονικότητα, τὴν δέσμευση δηλαδὴ στὸ ἐφήμερο καὶ πρόσκαιρο, καὶ νὰ ζήσουμε τὴν αἰωνιότητα. Ἀνεχώρησε τέλος ἀπὸ τὴν μιζέρια τῆς πολυπραγμοσύνης τῆς ἁμαρτίας στὴν ἔρημο τῆς καταστολῆς τῶν παθῶν. Σ᾿ αὐτὸ πρέπει ἀπόλυτα νὰ τὸν μιμηθοῦμε. Ὅλοι καλούμεθα νὰ ζήσουμε μιὰ ζωὴ ἔρημη ἀπὸ ἐγωισμὸ καὶ κοσμικότητα, γυμνὴ ἀπὸ ἐφημερότητα καὶ χρονικότητα, δίχως ἁμαρτία καὶ στενότητα.

   Ἡ ἔρημος ἀπὸ τὸν ἐμπαθῆ ἑαυτό μας εἶναι ἡ πρώτη ἔρημος τῆς πνευ-ματικῆς ζωῆς. Εἶναι ἡ φυγὴ ἀπὸ τὰ θελήματά μας ποὺ ἐμφανίζονται καὶ ἐκφράζονται ὡς ἀπαιτήσεις καὶ ἰδιορρυθμίες. Εἶναι ἡ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τοὺς ἄρρωστους καὶ φορτισμένους λογισμούς μας ποὺ συνήθως φανερώνουν συναισθήματα παθολογικά. Νομίζουμε ὅτι οἱ ἄλλοι εἶναι ἐναντίον μας, ἐνῶ κανεὶς δὲν εἶναι• ὅτι δὲν μᾶς ἔχουν ἐμπιστοσύνη, ἐνῶ ἐμεῖς δὲν τοὺς ἔχουμε• ὅτι μᾶς στραβοκοιτοῦν, ἐνῶ αὐτὸ δὲν συμβαίνει. Δημιουργοῦμε ἱστορίες ἀνυπόστατες ποὺ τὶς πιστεύουμε σὰν πραγματικές. Πνευματικὴ ζωὴ μὲ ἄρρωστους λογισμούς, βαθειὰ ριζωμένους μέσα μας δὲν γίνεται, οὔτε μὲ παθολογικὰ θελήματα, οὔτε μὲ προκαταλήψεις, οὔτε μὲ φόβους, οὔτε μὲ μειονεξίες, οὔτε μὲ ζήλειες καὶ ἀνασφάλειες. Ἡ ὄντως ζωὴ εἶναι ἔρημη ἀπὸ φόβους, ἀπὸ ἀνάγκες ποὺ διαρκῶς ἐμεῖς δημιουργοῦμε, ἀπὸ ὑποψίες, ἀπὸ συμπλέγματα καὶ φαντασίες, ἀπὸ δικαιώματα, ἀπὸ παράπονα, ἀπὸ πικρίες, ἀπὸ παθολογικὲς καὶ φορτισμένες σχέσεις, ἀπὸ κακίες καὶ στραβὲς συνήθειες, ἀπὸ ἐξαρτήσεις, ἀπὸ ἄρρωστες ἐλπίδες. Τὰ λάθος ὄνειρά μας, οἱ λάθος προοπτικές μας, οἱ ἐσφαλμένες ἀξιολογήσεις καὶ ἱεραρχήσεις στὴν ζωή μας ἀποτελοῦν τὴν κόλασή μας. Γιατί αὐτὰ εἶναι ἀρρώστεια, εἶναι στοιχεῖα τῆς πτώσεως, εἶναι γεννητικὰ ἁμαρτίας, εἶναι διαβρωτικὰ καὶ στερητικὰ τῆς ἐλευθερίας μας.

   Ἡ πνευματικὴ ζωὴ θέλει νὰ ἀφήσουμε τοὺς πολυσύχναστους χώρους τοῦ ἐμπαθοῦς ἐγωισμοῦ μας καὶ νὰ δημιουργήσουμε ὁ καθένας μας τὴν δική του ἔρημο, τὸ περιβάλλον τῆς δικῆς του ἀσκήσεως, τὸν τόπο τῶν δικῶν του ἀγώνων, τὴν ἀτμόσφαιρα τῶν νέων προοπτικῶν. Ἡ ὑπὲρ φύσιν ζωὴ μόνο στὸ θεμέλιο μιᾶς κατὰ φύσιν ἰσορροπίας μπορεῖ νὰ οἰκοδομηθεῖ.

   Οἱ ἀληθινοὶ ἐρημίτες εἶχαν ἤδη ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ αὐτὲς τὶς πολύβοες «πόλεις». Αὐτοὶ ζοῦσαν καὶ τὴν κατάσταση τῆς δεύτερης ἐρήμου, τῆς ἐρήμου ἀπὸ τὸν φυσικὸ ἑαυτό μας. Σηκώνονταν καὶ ἔφευγαν, καὶ ἔτρεχαν, προσέτρεχαν στὴν ἔρημο. Ἔτρωγαν βρασμένα λάχανα, ὅπως ὁ ἅγιος Μακάριος, γιὰ ἑπτὰ ὁλόκληρα χρόνια. Ἠρνοῦντο κάθε ἀνάπαυση, κάθε ἀπόλαυση, κάθε χαμόγελο καὶ χάδι αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Τίποτα ὑλικὸ δὲν εἶχαν ὡς παρηγοριά. Κάθε ἐνδιαφέρον, κάθε ἐλπίδα, ὁλόκληρος ὁ ἑαυτός τους ἦταν προσανατολισμένος πρὸς τὴν βασιλεία, τὸν κόσμο καὶ τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἐρχόταν ὁ Θεὸς μέσα τους. Οἱ ἅγιοι ζοῦν τὸν Θεὸ στὶς καρδιές τους. Γιὰ τὸν ἀληθινὰ ἐξαγιασμένο ἄνθρωπο, ἀνάγκη εἶναι μόνον ὁ Θεὸς καὶ ἡ προσδοκία τοῦ θανάτου. Ἀνάγκη δὲν εἶναι νὰ ἔχουν οἱ ἄλλοι τὴν δική μας ἀνάγκη.

   Ὑπάρχει ὅμως καὶ μιὰ τρίτη ἀνώτερη ἀναχώρηση• εἶναι ἡ ἀναχώρηση ἀπὸ τὴν φυλακὴ τῆς πτώσεώς μας, δηλαδὴ ἀπὸ τὶς ροπές μας. Ὁ καθένας μας μὲ τὸ ποὺ ἔρχεται σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο φέρνει ἐπάνω του τὴν σφραγίδα τῆς πτώσεως, τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, ποὺ μπορεῖ νὰ τὴν ἐξαλείψει μὲ τὸ ἅγιο βάπτισμα. Ὅταν κάποιος ἀγωνίζεται νὰ ἀπορρίψει ἀπὸ πάνω του τὰ ἄρρωστα στοιχεῖα ποὺ προαναφέραμε, τότε ἐνεργοποιεῖ τὸ βάπτισμα μέσα του καὶ τότε μπορεῖ νὰ ξεπερνάει τὴν ροπή, τὴν φύση, τὴν τάση, τὴν ἀσθένεια τῆς πτώσεώς του. Τότε μπορεῖ νὰ ζήσει μεγάλα καὶ οὐράνια πράγματα. Νὰ ἀντικρύσει τὸν κόσμο γυμνὸ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ γεμᾶτο ἀπὸ τὴν χάρι τῆς ἀρχέγονης δημιουργίας. Ἐδῶ ὁ Θεὸς βιοῦται ὡς παντοδύναμος καὶ πάνσοφος δημιουργός.

   Ὁ πνευματικὸς ἀναχωρητὴς ὅμως ἔχει ἀπὸ τὸν Θεὸ τὴν δυνατότητα νὰ ἐξέρχεται καὶ τῆς κτίσεως, νὰ ζεῖ στὴν κατάσταση τῆς ἐρήμου τοῦ ἀκτίστου. Ἡ ἀναχώρηση ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς κτιστότητός μας εἶναι ἡ βαθύτερη ἔρημος, ἡ ἔσω ἔρημος τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Ὁ χριστιανὸς εἶναι κτιστός, ἀλλὰ ἀναζητεῖ τρόπους καὶ παράθυρα νὰ μετέχει τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ. Κτιστὸς ὢν μπορεῖ νὰ μετέχει τῆς ἄκτιστης θεϊκῆς χάριτος. Στὸν τόπο αὐτῆς τῆς βαθειᾶς ἐρήμου βιοῦται ὁ Θεὸς ὡς Πατέρας καὶ ἡ χάρις Του ὡς ἀγάπη.

   Οἱ ἔρημοι γιὰ τὶς ὁποῖες μιλοῦμε, εἶναι ἔρημοι ποὺ γεμίζουν τὴν καρδιὰ μὲ πνευματικὰ δῶρα καὶ ἀληθινοὺς καρπούς. Ἔτσι ἡ πορεία στὴν ἔρημο τῆς Αἰγύπτου ὁδήγησε τοὺς Ἰουδαίους στὴν Γῆ τῆς ἐπαγγελίας. Ἡ ἔρημος τοῦ Ἰορδάνου χάριζε τὴν αἴσθηση τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν μετάνοια. «Μετανοεῖτε, ἤγγικεν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. γ' 2). Ἡ ἔρημος τῶν πειρασμῶν τοῦ Κυρίου κατέληξε στὴν νίκη κατὰ τοῦ διαβόλου καὶ τὴν ἀπομάκρυνσή του• «τότε ἀφίησιν αὐτὸν ὁ διάβολος» (Ματθ. δ΄ 11). Ἡ ἔρημος τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου ἀπέδειξε τὰ μεγάλα κατορθώματα καὶ τὴν αἴγλη τῆς ἀνθρώπινης φύσεως. Καὶ τέλος ἡ ἔρημος τοῦ Πόντου καὶ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου προκάλεσε τὴν γέννηση τῆς θεολογίας. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἔκλαιγε τὴν ἀναχώρησή του ἀπὸ τὴν δική του ἔρημο. Ἔζησε στὴν ἡσυχία καὶ ἄκουγε αὐτὰ ποὺ δὲν ἀκοῦν τὰ αὐτιά μας. Ζοῦσε στὴν ἔρημο τοῦ πόθου καὶ ἀντίκρυζε τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ ποὺ ἐμεῖς, οὔτε μὲ τὴν φαντασία μας δὲν μποροῦμε νὰ πλησιάσουμε. Καὶ τέλος ἀξιώθηκε ἀπὸ αὐτὴν τὴν ζωή, ὄχι ἁπλὰ νὰ προσεγγίσει τὸν Θεό, ἀλλὰ «τὸν ἄδυτον ὑπελθὼν γνόφον νὰ δεχθῇ τὴν θεοτύπωτον νομοθεσίαν» (α΄ τροπάριο Λιτῆς).

   Ὅποιος ζεῖ μ᾿ αὐτὸ τὸ πνεῦμα καὶ τὸν τρόπο καὶ εἶναι προσανατολισμένος πρὸς αὐτὴν τὴν κατεύθυνση, ὅποιος βαδίζει μυστικὰ τὴν ὁδὸ τῆς ζωῆς του μέσα στὴν ἀτμόσφαιρα αὐτῆς τῆς ἐρήμου, τῆς ἐρήμου ἀπὸ τὰ πάθη του, ἀπὸ τὴν φύση του, ἀπὸ τὶς πτωτικὲς ροπές του καὶ ἀπὸ τὴν κτιστότητά του, ὁ Θεὸς ὑπόσχεται νὰ τοῦ χαρίσει τὴν γῆ τῶν οὐρανίων ἐπαγγελιῶν, τὴν νίκη κατὰ τῶν πειρασμῶν, τὴν βίωση τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ διὰ τῆς μετανοίας, τὸ μεγαλεῖο τῆς ἀνθρώπινης φύσεως ποὺ καὶ τὴν πτώση νικᾶ, τὴν αἴσθηση ὅτι ἡ θεολογία δὲν εἶναι κάτι ποὺ ὡς χριστιανοὶ εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νὰ σπουδάσουμε, ἀλλὰ κάτι ποὺ διαρκῶς γεννᾶται μέσα στὴν καρδιὰ κάθε πιστοῦ. Ἡ χάρις δὲν εἶναι κάτι ποὺ κάποιοι ἀπολαμβάνουν ὡς εὔνοια καὶ δῶρο, ἀλλὰ εἶναι δύναμη ποὺ ὅλοι μας τὴν ἔχουμε ὡς δυνατότητα.

   Κάθε χρόνο, κατὰ τὸν μήνα Ἰανουάριο, ἡ Ἐκκλησία μας μᾶς προβάλλει μεγάλους ἁγίους ἀσκητὲς καὶ θεολόγους, ὅπως τοὺς τρεῖς Ἱεράρχες, καὶ μᾶς προτρέπει νὰ ζήσουμε τὴν χάρι τῆς θεολογίας ὥστε καθὼς θὰ ἀντικρύζουμε τὴν ἡμέρα τῆς Ὑπαπαντῆς τὸν πρεσβύτη Συμεὼν νὰ δέχεται στὴν ἀγκαλιά του τὸν Κύριο, νὰ μπορέσουμε νὰ γίνουμε μὲ τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ ὁ καθένας μας καὶ θεοδόχος.

   Καθὼς μᾶς προσεγγίζουν μεγάλες γιορτές, πλησιάζουν καὶ μοναδικὲς εὐκαιρίες. Μὲ λίγη σκέψη καὶ ἀρκετὴ φρόνηση πνευματικὴ μποροῦμε καὶ πρέπει ὅλοι μας νὰ γίνουμε καὶ θεολόγοι καὶ θεοδόχοι• ἡ καρδιά μας νὰ δέχεται τὴν χάρι Του καὶ ὁ νοῦς μας νὰ γεννᾶ τὸν λόγο Του.

    
Ἰανουάριος 2017  


Μήνυμαpdf


ΜΗΝΥΜΑ IΑΝΟΥΑΡΙΟΥ


welcome img

Ἡ ἑορτὴ τῆς Περιτομῆς τοῦ Κυρίου ἀποτελεῖ τὸν μεσαῖο κρίκο μιᾶς ἁλυσσίδας τριῶν ἑορτῶν ποὺ ἐμφανίζουν τὸν Κύριο ταπεινωμένο στὸν ἄνθρωπο καὶ γιὰ τὸν ἄνθρωπο, σὲ τέτοιο βαθμὸ ποὺ θὰ λέγαμε πὼς προκαλεῖ τὴ σκέψη καὶ σκανδαλίζει τὴν πίστη μας.

   Ἡ πρώτη εἶναι ἡ κατὰ σάρκα Γέννησις τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ μόλις πρὸ ἑβδομάδος ἑορτάσαμε, ὅπου ὁ Κύριος ἐνδυόμενος τὴν ἀνθρώπινη φύση «κενοῦται», ταπεινοῦται καὶ «λαμβάνει δούλου μορφήν» (Φιλιπ. β΄ 7). Ἡ τρίτη εἶναι αὐτὴ ποὺ σὲ λίγες μέρες θὰ ἑορτάσουμε, ἡ Βάπτισις τοῦ Κύριου.  Ἐδῶ ἐμφανίζεται νὰ δέχεται ἀκόμη μεγαλύτερη ταπείνωση, ἀφοῦ ὁ Κύριος ἔχοντας ἤδη φορέσει τὴν ἀνθρώπινη φύση, ἀκουμπᾶ ὄχι βέβαια κατὰ τὴν οὐσία ἀλλὰ κατὰ τὸν τύπο, καὶ σ᾿ αὐτὴν τὴ φοβερὴ ἀρρώστεια της, τὴν πτώση.

Ἡ δεύτερη εἶναι ἡ ἑορτὴ τῆς Περιτομῆς, ὅπου ὁ Κύριος δέχεται μιὰ ἐπὶ πλέον ταπείνωση τῆς σαρκός του• εἶναι ἡ ταπείνωση ἐνώπιον τοῦ παλαιοῦ νόμου. Οἱ ὑπόλοιπες δεσποτικὲς ἑορτές, ἡ Μεταμόρφωσις, ἡ Εἴσοδος εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, ἡ Ἀνάστασις καὶ ἡ Ἀνάληψις, μὲ ἐξαίρεση αὐτὲς τοῦ πάθους ποὺ ὅμως ἀκολουθοῦνται ἀμέσως ἀπὸ τὴν Ἀνάσταση, εἶναι ἑορτὲς ποὺ δείχνουν τὴ δόξα τῆς θεότητός Του.

Ἡ ἑορτὴ αὐτὴ εἶναι κάπως δύσκολη στὴν κατανόησή της καὶ κλειστὴ στὸ μήνυμά της. Ἡ περιτομὴ ἀποτελοῦσε παλαιὰ νομικὴ διάταξη τῶν Ἑβραίων.  Αὐτὸν τὸν νόμο τῆς περιτομῆς τῆς σαρκός, ἐν ἄκρᾳ ταπεινώσει, «ἐκπληροῖ» ὁ Κύριος σήμερα. Ἡ περιτομή, ὅμως, τῆς σαρκὸς συνδυάζεται μὲ δύο ἄλλες περιτομές• μία πνευματικὴ καὶ μία συμβολική, ποὺ ὑπαινίσσονται μία τρίτη, τὴν μυστικὴ γιὰ τὴν ὁποία μᾶς ὁμιλεῖ ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὶς πρὸς Ρωμαίους, πρὸς Γαλάτας καὶ πρὸς Κολασσαεῖς ἐπιστολές του.

Ἡ πνευματικὴ περιτομὴ εἶναι ἡ τομή, ἡ κατάργηση τοῦ νόμου καὶ ὁ ἐγκαινιασμὸς τῆς χάριτος. «Χριστοῦ περιτμηθέντος ἐτμήθη νόμος, καὶ νόμου τμηθέντος εἰσήχθη χάρις», μᾶς λέγουν οἱ στίχοι τοῦ συναξαρίου. «Παρῆλθεν ἡ σκιὰ τοῦ νόμου τῆς χάριτος ἐλθούσης» (Δοξαστ. ἑσπερ. β' ἤχου), τονίζει ὁ ὑμνογράφος τῆς Ἐκκλησίας μας.  Ἀποτέμνεται ὁ νόμος, ἀπογυμνώνεται ἀπὸ κάθε τι ἐπουσιῶδες καὶ ἀνελεύθερο καὶ προσφέρεται στοὺς πιστοὺς ἡ ἐλευθερία τῆς χάριτος.

Ὑπάρχει ὅμως καὶ μία τρίτη περιτομὴ ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὴ τῆς σαρκὸς καὶ τοῦ νόμου. Εἶναι ἡ περιτομὴ ποὺ ἀναφέρεται στὰ τροπάρια τοῦ κανόνος ὡς σχολιασμὸς τοῦ ὅτι τὸ γεγονὸς ἔλαβε χώραν τὴν ὀγδόη ἡμέρα ἀπὸ τῆς γεννήσεως. Ἡ ὀγδόη ἡμέρα ἀπὸ τῆς γεννήσεως τοῦ Κυρίου καὶ τῆς ἀναγεννήσεως τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως αὐτὴ ἀναφέρεται στὴν Καινὴ τώρα Διαθήκη, εἶναι σύμβολο τῆς αἰωνιότητος. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ ὄνομα δίδεται τὴν ὀγδόη ἡμέρα. Τὸ ὄνομα εἶναι γιὰ τὸν καθένα μας τὸ πιστοποιητικὸ τῆς αἰωνιότητος: «Χαίρετε ὅτι τὰ ὀνόματα ὑμῶν ἐγράφη ἐν τοῖς οὐρανοῖς» (Λουκ. ι' 20).

Σήμερα, λοιπόν, ποὺ ἀλλάζει ὁ χρόνος ὡς ἔτος καὶ χρονολογία, καλὸ θὰ εἶναι νὰ γνωρίζουμε ὅτι ἀλλάζει ὁ χρόνος καὶ ὡς οὐσία• μπολιάζεται μὲ τὸ πνεῦμα καὶ τὴ χάρι τῆς αἰωνιότητος. Ἡ Περιτομὴ τοῦ Κυρίου σημαδεύει καὶ τὴν περιτομὴ τοῦ χρόνου, τὴ μεταμόρφωσή του σὲ αἰωνιότητα.

Αὐτὲς οἱ τρεῖς περιτομές, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, τῆς σαρκός -ἡ οὐσιαστική-, τοῦ νόμου -ἡ πνευματικὴ- καὶ τοῦ χρόνου -ἡ συμβολική-, προεικονίζουν τὴν τελεία, τὴ μυστικὴ περιτομὴ• εἶναι ἡ «ἀχειροποίητος περιτομὴ» τοῦ σημερινοῦ ἀποστολικοῦ ἀναγνώσματος (Κολ. β' 11), ἡ περιτομὴ τῆς καρδίας «ἐν πνεύματι οὐ γράμματι» (Ρωμ. β' 29) καὶ (Πράξ. ζ' 51).

   Οἱ πρῶτες περιτομὲς στὴν οὐσία σημαίνουν μερικὴ τομή• ὅ,τι μολύνει τὴ σάρκα, ὅ,τι στενεύει τὸ νόμο, ὅ,τι παχαίνει τὸ χρόνο σήμερα κόβεται καὶ ἔτσι μεταμορφώνεται ἡ σάρκα σὲ πνεῦμα, ὁ νόμος σὲ χάρι, ὁ χρόνος σὲ αἰωνιότητα. Ἡ μυστικὴ ὅμως περιτομὴ εἶναι μιὰ ἀπόλυτη ἐκτομὴ τῶν παθῶν καὶ τοῦ φρονήματος τῆς ἁμαρτίας. Εἶναι αὐτὴ ποὺ τὸν ἄνθρωπο τὸν κάνει ὄχι κυνηγό, ἀλλὰ μέτοχο τῆς ζωῆς τοῦ πνεύματος, τῆς χάριτος, τῆς αἰωνιότητος, ἀπὸ τώρα ποὺ φοροῦμε ἀκόμη τὴ σάρκα, ποὺ ζοῦμε ἐν χρόνῳ, ποὺ καλούμεθα νὰ τηροῦμε τὶς ἐντολές. Εἶναι αὐτὴ ποὺ μᾶς μεταμορφώνει σὲ θεϊκοὺς ἀνθρώπους• ποὺ ἐκτέμνει τὰ πάθη μας, περιτέμνει τὴ φύση μας καὶ συντέμνει τὸ χρόνο μας. Μᾶς κάνει νὰ μὴν ζοῦμε ἔντονα τὴ φύση, τὴ σάρκα, τὸν νόμο, τὸν χρόνο.

   Παράξενο αὐτὸ τὸ τελευταῖο. Καὶ ὅμως τὸ ἐπιλέγω γιὰ εὐχή. Ὁ χρόνος μας νὰ εἶναι συντετμημένος φέτος, «συνεσταλμένος» (Α' Κορ. ζ' 29). Ὄχι βέβαια, συντετμημένος στὸ μῆκος. Κάθε ἄλλο. Ἀλλὰ συντετμημένος στὴ φυσικὴ οὐσία του. Ὅσο λιγοστεύει σὲ φυσικὴ οὐσία καὶ κοσμικὴ σημασία, τόσο χάνει τὴν παχύτητά του, λεπτύνεται, μετασχηματίζεται σὲ αἰωνιότητα.

   Σᾶς εὔχομαι «χρόνια πολλά», σᾶς εὔχομαι καὶ «χρόνια αἰώνια»• τὰ πολλὰ αὐτῆς τῆς ζωῆς ἀλλὰ καὶ τὰ αἰώνια ποὺ ἀρχίζουν ἀπὸ σήμερα καὶ δὲν τελειώνουν ποτέ.

   Καλὴ χρονιὰ καὶ εὐλογημένη!

    
Ἰανουάριος 2017  


Μήνυμαpdf


ΜΗΝΥΜΑ 
Τὸ μεγαλεῖο τοῦ «καινοῦ» ἀνθρώπου

welcome img

Τὸ αὐθεντικὸ βίωμα τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ τὸ χρειαζόμαστε, ὅπως καὶ ὁ κάθε χριστιανὸς στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας. Ἁπλὰ στὶς μέρες μας ἡ δυσκολία νὰ τὸ ἀποκτήσουμε φαντάζει μεγαλύτερη.

Αὐτὸ τὸ βίωμα ἀπεργάζεται τὸ μεγαλεῖο τοῦ «καινοῦ» ἀνθρώπου, αὐτοῦ δηλαδὴ ποὺ ἔχει μετέλθει σὲ μιὰ κατάσταση ποὺ παραμένοντας ἄνθρωπος δὲν εἶναι... ἄνθρωπος.  Εἶναι θεοειδής, θεόμορφος, θεανθρώπινος ἄνθρωπος.  ῾Ο θεάνθρωπος Κύριος ἦταν τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος ἄνθρωπος.  ῾Ο θεανθρώπινος ἄνθρωπος χωρὶς νὰ εἶναι θεὸς παύει νὰ εἶναι μόνον ἄνθρωπος. ᾿Απὸ τὸ «ἀνθρώπινον» διατηρεῖ τὴν φύση καὶ ἀρνεῖται τὴν κυριαρχία τοῦ πτωτικοῦ ἰδιώματος· ἀπὸ τὸ «θεῖον» στερεῖται τὴ φύση καὶ προσοικειοῦται ταπεινῶς τὴ χάρι.

Αὐτὰ ὅλα σημαίνουν ὅτι ὁ αὐθεντικὸς χριστιανὸς εἶναι πολὺ ἀνθρώπινος.  Ἀναδεικνύει καὶ τιμᾶ τὴν ἀνθρώπινη φύση του• δὲν τὴν περιφρονεῖ• δὲν ντρέπεται γι’ αὐτήν• δὲν τὴν ἀδικεῖ.  Γι’ αὐτὸ  καὶ κατανοεῖ τὶς ἀδυναμίες τῶν ἄλλων καὶ τὶς δυνατότητες τὶς δικές του.  Ὁ ἄνθρωπος εἶναι μικρός καὶ μεγάλος ταυτόχρονα.  Ἐνῶ εἶναι «βραχύ τι παρ’ ἀγγέλους ἠλαττωμένος»(1)  εἶναι καὶ «ὡσεὶ χόρτος ἔχων τὰς ἡμέρας αὐτοῦ»(2),  διότι «ἐν τιμῇ ὤν, οὐ συνῆκε παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὡμοιώθη αὐτοῖς»(3)

Εἶναι ἄνθρωπος βαθὺς καὶ εὐρὺς ταυτόχρονα.  Εἶναι μυστήριο ἀνεξιχνίαστο ὁ ἴδιος ἀλλὰ καὶ χωρητικὸς ὅλων.  Ἡ ζωή του ἔχει ἀλήθεια καὶ ἀγάπη, τὴν ἐλευθερία τοῦ νὰ δέχεται καὶ τὴν ἐλευθερία τοῦ νὰ προσφέρεται.  Γι’ αὐτὸ εἶναι καὶ πολὺ φιλάνθρωπος καὶ κοινωνικός.  Δὲν σώζεται μόνος, κοινωνεῖ τὴν σωτηρία.  Μπορεῖ νὰ κενώνεται ἀπὸ τὸν ἐγωισμό του, γι’ αὐτὸ καὶ νὰ ἑνώνεται μὲ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀδελφούς του.

Ἐπὶ πλέον ἡ αὐθεντικότητα βοηθεῖ τὸν χριστιανὸ νὰ λειτουργεῖ διαρκῶς στὸ μεθόριο Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου, τῆς λογικῆς καὶ τοῦ μυστηρίου, τῆς θεϊκῆς ἀγάπης καὶ τοῦ ἀνθρώπινου πόνου, τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς ὑπακοῆς.  Αὐτὴ τὸν ἐμπνέει νὰ κινεῖται καὶ στὸ ἐπέκεινα τοῦ προσωπικοῦ χώρου, τοῦ ἀνθρώπινου μέτρου, τοῦ κοσμικοῦ χρόνου, τοῦ ἐγώ.  Σ’ αὐτὰ τὰ μεθόρια εἶναι ποὺ κρύβεται ὁ Θεός• σ’ αὐτὰ τὰ ἐπέκεινα εἶναι ποὺ συναντᾶ κανεὶς τὸν ἀδελφό, τὴν αἰωνιότητα, τὴ χάρι, τὴν ἀλήθεια, τὸν Ἴδιο τὸν Θεό.

Ὅταν προκαλεῖται ἡ λογική μας, γεννᾶται ἡ πίστη.  Ὅταν διακινδυνεύουμε τὸ συναίσθημά μας, προκύπτει ἡ χάρις.  Ὅταν ἀρνούμαστε τὸ θέλημά μας, ζοῦμε τὴν δική Του ἀγάπη σὲ μᾶς.  Ὅταν συστέλλεται ὁ ἑαυτός μας, ἀνασταίνεται ἐν δυνάμει ὁ Θεὸς μέσα μας.

Αὐθεντικὸ βίωμα εἶναι τὸ ὁσιακό, τὸ μαρτυρικό, τὸ ἀποστολικό, τὸ προφητικό.  Αὐτὸ ποὺ ἔχει ἄσκηση, ἱδρώτα, αἷμα, πόνο, μαρτυρία, ταπεινὴ ὁμολογία.  Ὁ αὐθεντικὸς χριστιανὸς ζεῖ τὴ χαρὰ μέσα ἀπὸ τὴν ἄσκηση, τὴ στέρηση, τὴ θυσία.  Ζεῖ τὴν ἐλπίδα μέσα ἀπὸ τὸν πόνο, τὴν ἀσθένεια, τὴ διακριτικὴ ἐπιβεβαίωση τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, τὴ συνεχῆ προσδοκία τοῦ σημείου, ποὺ δὲν τὸ ζητεῖ ἀλλὰ τὸ περιμένει καὶ ὅταν ἔρχεται δὲν τὸν ξαφνιάζει.  Ζεῖ τὴν ταπείνωση μέσα ἀπὸ τὶς εὐλογίες Του καὶ τὶς χαρές.  Αὐτὰ ὅλα στηρίζονται στὴν πίστη.

Στὸ πρόσωπο τοῦ ἀδελφοῦ συναντᾶ τὸν ἴδιο τὸν Χριστό.  Δίπλα του ταπεινώνεται, ὑπομένει, κενώνεται.  Μαζί του μοιράζεται τὴν πτώση, τὴν πίστη, τὴ ζωή, τὴ χάρι, τὴ σωτηρία.  Μαζί του ἑνώνεται.  Οἱ διαφορὲς ὑπογραμμίζουν τὴν ἐλευθερία, ἡ διαφορετικότητα τὴ μοναδικότητα τοῦ κάθε προσώπου ὡς εἰκόνας τοῦ Θεοῦ, οἱ ἀντιθέσεις ταπεινώνουν, τὰ κοινὰ σημεῖα διευκολύνουν τὴ συμπόρευση.  Οἱ ἁμαρτίες, οἱ δοκιμασίες, οἱ ἀρετές, οἱ θεϊκές ἐπεμβάσεις στὴ ζωὴ τοῦ ἑνὸς περιχωροῦνται καὶ στὴ ζωὴ τοῦ ἄλλου.  Ὅλα κοινωνοῦνται.  «Οὐκ ἔστιν ἄλλως σωθῆναι εἰ μὴ διὰ τοῦ πλησίον»(4).   Θεμέλιο αὐτῆς τῆς καταστάσεως εἶναι ἡ ἀγάπη.

Ὁ αὐθεντικὸς ὅμως χριστιανὸς μὲ σαφήνεια διακρίνει καὶ τὴ ματαιότητα τοῦ κόσμου, τὴ ρευστότητα καὶ παροδικότητα τοῦ χρόνου, τὴ φθαρτότητα τῶν ὑλικῶν, τὴν ἀπάτη τοῦ «ἐδῶ» καὶ τοῦ «τώρα», τὴ βαρβαρότητα τῶν ἀνθρώπινων τρόπων, τὴν παχύτητα τῆς ὀρθῆς λογικῆς.  Γι’ αὐτὸ καὶ διαρκῶς λειτουργεῖ στὸ «ἐπέκεινα».  «Ἐν γῇ ζῇ καὶ ἐν οὐρανοῖς πολιτεύεται».  Ἀντὶ γιὰ τὸ τώρα ζεῖ τὰ ἔσχατα καὶ ἀντὶ γιὰ τὸ ἐδῶ τρέφεται ἀπὸ τὰ οὐράνια.  Αὐτὸ τὸ φρόνημά του τροφοδοτεῖται ἀπὸ τὴ θεϊκὴ ἐλπίδα.

«Πίστις, ἐλπίς, ἀγάπη• τὰ τρία ταῦτα»(5).   Αὐτὰ τὰ τρία ἀποτελοῦν καὶ τὸ θεμέλιο τοῦ αὐθεντικοῦ βιώματος τοῦ κάθε χριστιανοῦ. Αὐτὰ τὰ τρία εἶναι ποὺ συνθέτουν τὴν «ἄλλη» λογική.

Αὐτὴ ἡ λογικὴ τὸν κάνει λεπτὸ καὶ εὐγενῆ στὴ φύση, λιτὸ στοὺς τρόπους καὶ λανθάνοντα στὶς ἐπιλογές.  Γίνεται διεισδυτικός, διορατικὸς καὶ διαφανής.  «Πάντα ἀνακρίνει καὶ ὑπ’ οὐδενός ἀνακρίνεται»(6).  Ἀλλὰ στὸ πρόσωπό του κατοπτρίζεται ὁ Θεός,(7)  ἀπὸ μέσα του διαθλᾶται ἡ χάρις Του.  Τὸν βλέπεις καὶ ὁμολογεῖς πὼς «ζεῖ Κύριος».  Ζεῖ ὁ ἀληθινὸς Θεός.  Αὐτὸς ποὺ δὲν ὁρᾶται σωματικά, οὔτε κατανοεῖται στοχαστικά.

Ταυτόχρονα εἶναι πολὺς γιατὶ εἶναι πάντοτε ὅλος, ἀκέραιος καὶ μὲ ὅλους.  Δίπλα του ζεῖς τὴν ἀπόστασή του, ἀλλὰ νοιώθεις μαζί του.  Γιατί τὸ «ἵνα ὦσιν ἓν»(8)  ἀποτελεῖ βίωμα του.  Δὲν εἶναι ποτὲ μόνος.  Οὔτε μόνο μὲ κάποιους.  Οὔτε μὲ λίγους.  Ἔχει χῶρο γιὰ ὅλους.  Μέσα του ἀκτινοβολεῖ ὁ Θεός.

Αὐτὴ ἡ αὐθεντικότητα εἶναι ποὺ κάνει τὸν χριστιανὸ νὰ μὴν εἶναι κοσμικὰ «σύγχρονος»• ἐπιδερμικὸς μιμητὴς καὶ παθητικὸς ἐκφραστὴς τῶν συνηθειῶν τῆς ἐποχῆς ποὺ ζεῖ.  Ἀλλὰ νὰ εἶναι «σύγχρονος» μὲ τὴν ἔννοια τοῦ ἐνσαρκωτοῦ τοῦ αἰωνίου μηνύματος τοῦ Θεοῦ στὸ παρόν. Αὐτὸς ἐνσαρκώνει τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ἀλλὰ καὶ τὴν εἰκόνα τῶν ἐσχάτων της.  Εἶναι ὁ κατ’ ἐξοχὴν ἄνθρωπος ποὺ συνδέει τὸ «ἀρχαῖον κάλλος» μὲ «τὴν μέλλουσαν δόξαν ἡμῖν ἀποκαλυφθῆναι»9.   Ἕνα κάλλος καὶ μία δόξα ποὺ δὲν καταδεικνύουν μόνο τὸ μεγαλεῖο τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ κυρίως παραπέμπουν στὸ «παρὰ πάντας ἀνθρώπους» θεϊκὸ κάλλος καὶ στὴν «ἐνδόξως δεδοξασμένην» Τριαδικὴ θεότητα.

Ἡ αὐθεντικότητα, ἡ ἀληθινότητα, ἀκόμη κι ἄν προδίδει ἀδυναμίες, ἀνεπάρκεια, μὴ πληρότητα τοῦ ἀνθρώπου ἀποτελεῖ τὴν ὁδὸ πρὸς τὴν τελείωση καὶ ἁγιότητα. Ἀπεναντίας τὸ νοθευμένο φρόνημα, ὁ συμβιβασμός, ἡ ψεύτικη ὡραιοποιημένη εἰκόνα πνίγουν τὴν ἐνέργεια τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ καὶ καθιστοῦν τὸν ἄνθρωπο ἀμέτοχο τοῦ μυστηρίου καὶ τῆς θεότητός Του.

Μὲ τὴν ἔννοια αὐτήν, ὁ αὐθεντικὸς ἄνθρωπος δὲν καθίσταται μόνον ἕνα πρότυπο ἠθικῆς τελειώσεως, ἀλλὰ κυρίως μεταμορφώνεται σὲ σκεῦος φανερώσεως τῶν δογματικῶν ἀληθειῶν. Ζεῖ τὴν ψυχοσωματικοτητά του, τὴν ἁρμονία τῆς ἀνθρώπινης φύσης καὶ τοῦ θεϊκοῦ προορισμοῦ του χριστολογικά. Βιώνει τὴ συγκρότηση τοῦ τριμεροῦς τῆς ψυχῆς του καὶ τὴν κοινωνία τῆς ἀγάπης μὲ τοὺς ἀδελφοὺς τριαδικά. Ζεῖ καὶ φανερώνει τὴ θεία οἰκονομία στὸ σύνολό της: τὴ συγκατάβαση τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως, τὴν Τριαδικὴ φανέρωση τῆς Βαπτίσεως, τὴν ἔλλαμψη καὶ «ὀθνείαν ἀλλοίωσιν» τῆς θείας Μεταμορφώσεως, τὸ ἀποκαλυπτικὸ βάθος καὶ τὴ θεϊκὴ δόξα τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου, τὴν κένωση τοῦ πάθους, τὸν ἀνακαινισμό καὶ τὴν ἑτεροποίηση τῶν πάντων διὰ τῆς Ἀναστάσεως, τὴν θέωση τῆς ἀνθρώπινης φύσεως διὰ τῆς Ἀναλήψεως, τὴν ἔκχυση τῶν ἁγιοπνευματικῶν δωρεῶν τῆς Πεντηκοστῆς, τὴ γέννηση καὶ πορεία τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὀλκάδος στὸν ὠκεανὸ τῆς ἱστορίας καὶ τέλος τὴν προσδοκία τῶν ἐσχάτων.

 
Νοέμβριος 2016


(1) Ψαλμ. η΄ 5. (2) Ψαλμ. ρβ΄ 15. (3) Ψαλμ. μη΄ 12, 20. (4) Ὅσιος Μακάριος Αἰγύπτιος. (5) Α΄ Κορ. ιγ΄13. (6) Α΄ Κορ. β΄ 15. (7) Β΄ Κορ. γ΄ 18. (8) Ἰω. ιζ΄ 22. (9) Ρωμ. η΄ 18.

pdf

Ἡ ἴδια Ὀρθόδοξη Ὁμολογία,
ἀπαράλλακτο τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως,
17 αἰῶνες μετὰ

welcome img

Σὲ μία ἐποχὴ καὶ σὲ ἕναν κόσμο ποὺ μὲ μῖσος ἀμφισβητεῖ καὶ μυωπικὰ ἀρνεῖται τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ, ἐμεῖς ὡς Ὀρθόδοξοι χριστιανοὶ ὁμολογοῦμε τὴν ζωντανὴ παρουσία Του στὴ ζωή μας, μάλιστα ὡς Πατρὸς γεμάτου ἀγάπη καὶ ἔτσι ἐν ὁμονοίᾳ ὁμολογεῖ ὁ καθένας μας καὶ ὅλοι μαζί: Πιστεύω εἰς ἕνα Θεόν, Πατέρα.

Σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ ἡ δύναμη τοῦ «κοσμοκράτορος τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου» (Ἐφ. στ΄ 12) φαίνεται νὰ κυριαρχεῖ παντοῦ καὶ νὰ κατευθύνει τὰ πάντα, ἐμεῖς ὁμολογοῦμε τὴν πίστη μας στὸν Θεὸ πατέρα ὡς Παντοκράτορα, ὁ ὁποῖος εἶναι ἰσχυρότερος τοῦ κοσμοκράτορος, ἀφοῦ «μείζων ἐστὶν ὁ ἐν ἡμῖν ἢ ὁ ἐν τῷ κόσμῳ» (Α΄ Ἰω. δ΄ 4).

Σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ ἐπιστρατεύει τὴν ἐπιστήμη, προκειμένου νὰ πείσει ὅτι ὁ κόσμος εἶναι ἀποτέλεσμα τυχαιότητος ἢ αὐτόματης γένεσης καὶ ἀντικαθιστᾶ τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν ἀόριστη ἔννοια τῆς τύχης, ταυτόχρονα δὲ ὑποστηρίζει ὅτι ὑπάρχει μόνον ὅ,τι βλέπουμε καὶ ψηλαφοῦμε καὶ πείσμονα ἀρνεῖται τὴν ὕπαρξη μὴ ὁρατοῦ κόσμου, ἐμεῖς ὁμολογοῦμε Θεὸν δημιουργόν, ποιητὴν οὐρανοῦ καὶ γῆς, ὁρατῶν τε πάντων καὶ ἀοράτων, δηλαδὴ καὶ ὅλου τοῦ ὁρατοῦ καὶ ἀοράτου κόσμου.

Σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ παλινδρομεῖ ἀνάμεσα στὴν ἀσεβῆ ἀπόδοση ἀνθρώπινων ἀδυναμιῶν καὶ παθῶν στὸ θεανδρικὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ στὴν ἀμφισβήτηση τῆς ἱστορικῆς παρουσίας Του, ἐμεῖς διακηρύσσουμε τὴν προαιώνια ἐκ τοῦ Πατρὸς γέννησή Του καὶ τὴν τέλεια θεότητά Του καὶ ὁμολογοῦμε καὶ σήμερα ὅτι πιστεύουμε καὶ εἰς ἕνα Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ τὸν μονογενῆ, τὸν ἐκ τοῦ Πατρὸς γεννηθέντα πρὸ πάντων τῶν αἰώνων. Φῶς ἐκ φωτός, Θεὸν ἀληθινόν, ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ, γεννηθέντα οὐ ποιηθέντα, ὁμοούσιον τῷ Πατρί, δι’ οὗ τὰ πάντα ἐγένετο.

Σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ διερωτᾶται ποῦ εἶναι ὁ Θεός, ποὺ δυσκολεύεται νὰ τὸν διακρίνει καὶ βιάζεται νὰ τὸν ἀπορρίψει, ἐμεῖς ἀναφωνοῦμε ὅτι «μεθ’ ἡμῶν ὁ Θεός», καὶ ὁμολογοῦμε τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν τέλειον Θεὸν καὶ τέλειον ἄνθρωπον, τὸν μόνον ἀναμάρτητον, τὸν δι’ ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν κατελθόντα ἐκ τῶν οὐρανῶν καὶ σαρκωθέντα ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς Παρθένου καὶ ἐνανθρωπήσαντα.

Σὲ μιὰ ἐποχὴ καὶ σὲ ἕναν κόσμο ποὺ «μισεῖ καὶ διώκει, ἀρνεῖται καὶ σταυρώνει τὸν Κύριον», ποὺ θεωρεῖ τὸν λόγο τῆς θυσίας Του «μωρίαν ἢ σκάνδαλον», ἐμεῖς τὸν ἀναγνωρίζουμε ὡς «Θεοῦ δύναμιν καὶ Θεοῦ σοφίαν» (Α΄ Κορ. α΄ 24) καὶ Τὸν ὁμολογοῦμε ὡς ζῶντα Θεὸν σταυρωθέντα τε ὑπὲρ ἡμῶν ἐπὶ Ποντίου Πιλάτου καὶ παθόντα καὶ ταφέντα.

Σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ φοβεῖται τὸν θάνατο καὶ τὸν ἀρνεῖται, ἐπειδὴ ἀγνοεῖ τὴν ζωὴ καὶ τὴν πολεμᾶ υἱοθετῶντας εὐγονικὲς καὶ εὐθανασιακὲς ἀντιλήψεις καὶ πρακτικές, ποὺ στὸν λεγόμενο πολιτισμένο καὶ ἀναπτυγμένο κόσμο γιὰ κάθε παιδὶ ποὺ γεννιέται ἔχει καταστρέψει διπλάσια ἔμβρυα, ἐμεῖς διακηρύσσουμε τὴν πίστη μας στὴ συντριβὴ τοῦ θανάτου διὰ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τὸν ὁποῖο ὁμολογοῦμε καὶ ἀναστάντα τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ κατὰ τὰς Γραφάς. Τὸν ὁμολογοῦμε ὄχι θῦμα τῆς ἱστορίας, οὔτε ὡς θεατὴ τοῦ κόσμου ἢ ἁπλῶς πρότυπο πρὸς μίμησιν, ἀλλὰ ὡς νικητὴν τοῦ θανάτου καὶ Θεὸν «κλώμενον καὶ ἐκχυνόμενον, προσφερόμενον καὶ διαδιδόμενον», κοινωνούμενον, ὅτι δηλαδὴ ὑπάρχει στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας μας γιὰ νὰ μετέχεται καὶ νὰ κοινωνεῖται ἀπὸ τοὺς πιστούς, οἱ ὁποῖοι «γεύονται καὶ βλέπουσιν ὅτι Χριστὸς ὁ Κύριος» (Ψαλμ. λγ΄ 9).

Σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ συνηθίζει μόνον νὰ κρίνει καὶ ὄχι νὰ κρίνεται, ποὺ ἀρνεῖται τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ καὶ περιφρονεῖ τὶς ἐντολές Του, ἐμεῖς ζοῦμε μὲ τὴν προσδοκία τῆς δευτέρας παρουσίας Του, τὸ φρόνημα τῆς ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ ἀπολογίας μας καὶ τὴν πίστη στὴν αἰώνια βασιλεία Του. Γι’ αὐτὸ καὶ Τὸν ὁμολογοῦμε καὶ ἀνελθόντα εἰς τοὺς οὐρανούς, καὶ καθεζόμενον ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός• καὶ πάλιν ἐρχόμενον μετὰ δόξης κρῖναι ζῶντας καὶ νεκρούς, οὗ τῆς βασιλείας οὐκ ἔσται τέλος.

Σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ ὁμιλεῖ γιὰ πνευματικὸ πολιτισμό, ἀλλὰ ἀγνοεῖ τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἀρνεῖται τὴν θεϊκὴ παράκληση καὶ χάρι, ποὺ ζεῖ ἀπαράκλητα μέσα στὴν ὑλιστικότητα καὶ στὴν ἐφημερότητα, ἐμεῖς ὡς Ὀρθόδοξοι πιστεύουμε καὶ εἰς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, τὸ Κύριον, τὸ Ζωοποιόν, τὸ ἐκ τοῦ Πατρὸς ἐκπορευόμενον, τὸ σὺν Πατρὶ καὶ Υἱῷ συμπροσκυνούμενον καὶ συνδοξαζόμενον, τὸ λαλῆσαν διὰ τῶν Προφητῶν, καὶ ὁμολογῶντάς το ὡς Παράκλητον λαλοῦντα διὰ τῶν Πατέρων ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, ζοῦμε μὲ τὴν προσδοκία τῆς χάριτός Του.

Σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ αὐτοχαρακτηρίζεται ὡς μεταχριστιανική, ποὺ μετατρέπει τοὺς ναούς της σὲ ἀγορές καὶ καταστήματα, σὲ χώρους διασκέδασης καὶ γυμναστήρια, ποὺ ἀρνεῖται τὴ γνώση τῆς ἀλήθειας, ποὺ ζεῖ μέσα σὲ διχασμοὺς καὶ διαιρέσεις, ἐμεῖς ζοῦμε τὴν Ἐκκλησίαν ὡς μίαν, ἁγίαν, καθολικὴν καὶ ἀποστολικήν. Ὡς Μία, μόνον αὐτὴ περικλείει μέσα της τὸν Χριστὸ καὶ «πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν» (Ἰω. ιστ΄ 13) ∙ ὡς Ἁγία ζεῖ καὶ κηρύττει αὐθεντικὰ τὴν μετάνοια, τὴν ταπείνωση καὶ τὸν ἁγιασμό, «οὗ χωρὶς οὐδεὶς ὄψεται τὸν Κύριον» (Ἑβρ. ιβ΄ 14)∙ ὡς Καθολικὴ, ἀγκαλιάζει ὅλον τὸν κόσμο καὶ τὴν κτίση, ἔχει ἐπαγγελία «ζωῆς τῆς νῦν καὶ τῆς μελλούσης» (Α΄ Τιμ. δ΄ 8), κατέχει τὸ πλήρωμα τῆς ἀληθείας καὶ ἐπιθυμεῖ «πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α΄ Τιμ. β΄ 4) «μαθητεύουσα πάντα τὰ ἔθνη» (Ματθ. κη΄ 19)∙ ὡς δὲ Ἀποστολικὴ τηρεῖ τὴν διδασκαλία τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ζεῖ κατὰ τὸ πρότυπο τῆς ζωῆς τους καὶ διαφυλάσσει τὴν πίστη τους ἀπαράλλακτη.

Σὲ μία ἐποχὴ ποὺ ἔχει συντρίψει τὸν ἄνθρωπο στὸ ἐπίπεδο τῆς βιολογικῆς ὀντότητος καὶ μόνον, ποὺ τὸν ἀναγνωρίζει μόνον ὡς μηχανὴ ποὺ τεχνολογεῖται ἢ πληροφορία ποὺ προγραμματίζεται ἢ κοινωνικὴ ὀντότητα μὲ συμφέροντα, δικαιώματα καὶ ὑποχρεώσεις, ποὺ μηδενίζει κάθε προοπτική του, ποὺ ἰσοπεδώνει τὴν ἀξία του∙ σὲ ἕναν κόσμο ποὺ ὁ ἄνθρωπος χωρὶς τὸν Θεὸ ἀπεγνωσμένα παλεύει γιὰ τὴ ζωὴ καὶ κληρονομεῖ μονίμως τὸν θάνατο, ποὺ προσπαθώντας μὲ τὴν τεχνολογία του νὰ ἐνδυναμώσει τὴν ἀνθρώπινη φύση (human enhancement, transhumanism), τελικὰ τὴν καταργεῖ, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στὸ πρόσωπο τῶν ἁγίων της καὶ ἐν ὀνόματι τοῦ Χριστοῦ, τὴν ἐλευθερώνει καὶ τὴν ὑπερβαίνει θεώνοντάς την καὶ καθιστῶντάς την μεθεκτικὴν τοῦ Θεοῦ. Οἱ Ὀρθόδοξοι ἀναγνωρίζουμε τὸν ἄνθρωπο ὡς πλασμένον «κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν Θεοῦ» (Γεν. α΄ 26), ὡς «ζῶον θεούμενον», ὡς κεκλημένον νὰ γίνει «θείας κοινωνὸς φύσεως» (Β΄ Πέτρ. α΄ 4), ὡς διὰ τοῦ βαπτίσματος «ἄνωθεν γεγεννημένον» (Ἰω. γ΄ 7) ὡς «μὴ ἔχοντα ᾧδε μένουσαν πόλιν ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦντα» (Ἑβρ. ιγ΄ 14). Γι’ αὐτὸ καὶ ὅλοι μαζὶ καὶ ὁ καθένας μας χωριστὰ ὁμολογοῦμεν ἓν βάπτισμα εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ προσδοκῶμεν ἀνάστασιν νεκρῶν καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Ἀμήν.

 


pdf

ΜΗΝΥΜΑ 
ἐπὶ τῷ Νέῳ Ἐκκλησιαστικῷ Ἔτει (1 Σεπτ 2016)

welcome img

«Ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσιν ὕδατος ζῶντος» (Ἰω. ζ΄ 38)

Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,

Α. Ὅλοι πλέον ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι ἡ Ἐκκλησία μας πορεύεται σὲ μία θάλασσα πρωτοφανοῦς ἀσεβείας, συντονισμένης ὕβρεως, ἰσχυρῶν ἀμφισβητήσεων, ἀθεϊστικῆς μανίας, συστηματικῆς προσπάθειας ἀπόρριψης κάθε ἔννοιας μυστηρίου καὶ ἱερότητος, ὕπουλου διωγμοῦ κατὰ τῆς χριστιανικῆς πίστεως ἀποκαλυπτικοῦ διαμετρήματος, μάλιστα ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ χριστιανικὰ συστήματα.
Ἐκτιμᾶται ὅτι σὲ λίγα χρόνια, σὲ κάποιες μεγάλες Εὐρωπαϊκὲς πόλεις, οἱ μουσουλμάνοι θὰ εἶναι περισσότεροι ἀπὸ τοὺς χριστιανούς. Τὸ πραγματικὸ ὅμως πρόβλημα δὲν εἶναι ὅτι οἱ χριστιανοὶ θὰ εἶναι λιγότεροι, ἀλλὰ ὅτι ἤδη εἶναι λιγότερο χριστιανοὶ καὶ ἀκόμη περισσότερο ὅτι οἱ μεγαλύτεροι ἐχθροὶ τοῦ χριστιανισμοῦ εἶναι οἱ ἴδιοι οἱ χριστιανοί.

Β. Ἐναντίον τῆς πίστεως ἔχει ἐπιστρατευθεῖ ἡ ἐπιστήμη, ἡ τεχνολογικὴ παντοδυναμία, τὰ μέσα πληροφόρησης, οἱ μηχανισμοὶ ψηφιακοῦ ἐλέγχου τῶν λεπτομερειῶν τῆς ζωῆς μας, ἡ πολιτική, ἡ κατευθυνόμενη παιδεία, ὁ ὑλιστικὸς τρόπος ζωῆς κ.λπ.

Γ. Ὁ φιλοσοφικὸς ὀρθολογισμὸς καὶ οἱ ἱστορικὲς καὶ ἀνθρωπολογικὲς ἐπιστῆμες ἐπιστρατεύονται στὸ νὰ γκρεμίσουν τὴν πίστη στὸν Θεὸ καὶ νὰ κατασυκοφαντήσουν τὴν πορεία καὶ τὸν ρόλο τῆς Ἐκκλησίας καὶ γενικότερα τοῦ χριστιανισμοῦ στὸ παρελθὸν καὶ σήμερα.

Δ. Οἱ θεωρίες περὶ τυχαιότητος στὴ γένεση τοῦ ὑλικοῦ κόσμου ἐπιδιώκουν νὰ ἐξαφανίσουν κάθε ἰδέα δημιουργικῆς ἐπεμβάσεως στὴν ἀρχὴ τοῦ σύμπαντος, ἄρα νὰ μηδενίσουν τὴν θεΐκὴ παρουσία καὶ ἀνάγκη. Τύχη εἶναι τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ στὴ διάλεκτο τῆς ἀθεΐας!

Ε. Ἡ ἔμφαση στὴν αὐθαίρετη μονομερῆ ἑρμηνεία τῆς θεωρίας τῆς ἐξελίξεως, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν ἀνάπτυξη τῆς γενετικῆς τεχνολογίας, ὑπερτονίζει τὴ βιολογικότητα καὶ ζωικότητα τοῦ ἀνθρώπου, προκειμένου νὰ μηδενισθεῖ κάθε στοιχεῖο ἱερότητός του.

ΣΤ. Οἱ βιαστικὲς ἐξαγγελίες περὶ κατασκευῆς συνθετικοῦ γονιδιώματος καὶ τεχνητῆς ζωῆς ἢ κλωνοποίησης τοῦ ἀνθρώπου ἢ βιοτεχνολογικῶν θαυμάτων (DNA editing) ἢ στὴν Φυσικὴ περὶ τῆς δῆθεν «θεωρίας τῶν πάντων» ἀποσκοποῦν στὸ νὰ ἀντικαταστήσουν τὸν Θεὸ μὲ τὸν ἄνθρωπο καὶ ἔτσι νὰ κλείσουν τὸν δρόμο καὶ τὴν προοπτικὴ τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῆς κοινωνίας του μὲ τὸν Θεό. Ἡ τύχη ὡς ἑρμηνευτικὸ ἐπινόημα καὶ ὁ ἄνθρωπος ὡς ἡ κεντρικὴ παρουσία στὸν κόσμο ἐξαφανίζουν τὸν Θεὸ καὶ ὡς πρόσωπο καὶ ὡς ἔννοια.

Ζ. Τὸ ἴδιο καὶ οἱ τεχνολογίες τῆς γενετικῆς καὶ ἐγκεφαλικῆς ἐνδυνάμωσης (Gene enhancement καὶ Brain enhancing (pills and boosters), τὰ ἐγκεφαλικὰ ἐμφυτεύματα, ἡ μεταμόσχευση προσώπου, οἱ τολμηρὲς τεχνολογικὲς παρεμβάσεις στὸ νευρικὸ καὶ γενετικὸ κύτταρο, ἡ προσπάθεια νευροβιολογικῆς ἑρμηνείας τῶν ψυχικῶν φαινομένων κ.λπ. ἐπιδιώκουν τὴν τεχνολογικὴ αὐθυπέρβαση τοῦ ἀνθρώπου (transhumanism), ἀγνοῶντας καὶ ἀπορρίπτοντας ταυτοχρόνως τὴν αὐτεξούσια κίνησή του πρὸς τὸν Θεό καὶ τὴν κατὰ χάριν εἴσοδό του στὴν ὑπὲρ φύσιν κατάσταση (θέωσις).

Η. Ἡ ἀλλαγὴ τοῦ φύλου, ὄχι ὡς διόρθωση ὑφιστάμενης ἀνατομικῆς καὶ φυσιολογικῆς δυσαρμονίας, ἀλλὰ ὡς ἐπιλογὴ ἀφύσικης ἀπαίτησης καὶ νοσηροῦ θελήματος, ἡ ἀντικατάσταση τῆς ἀνατομικῆς καὶ φυσιολογικῆς ταυτότητος τοῦ φύλου μὲ τὸν λεγόμενο σεξουαλικὸ προσανατολισμὸ ὡς ἐπιλογή, καὶ ἡ μὲ κάθε τρόπο δικαιολόγησή της, μάλιστα στὴ βάση τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων καὶ τῆς ἀντιρατσιστικῆς ἀντίληψης, συντρίβοντας τὴν ἱερότητα τῆς ψυχοσωματικῆς ὑποστάσεως τοῦ ἀνθρώπου, τὸν ἀπομακρύνουν βάναυσα ἀπὸ τὴν κληρονομιὰ τῆς «κατ’ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσιν Θεοῦ» παρακαταθήκης του.

Θ. Ὁ ἐκφυλισμὸς τῆς Ἐκκλησίας σὲ σύστημα κοινωνικῆς πρόνοιας ἢ πολιτιστικῆς κληρονομιᾶς, παράλληλα μὲ τὴν ἀντικατάσταση τῆς φιλανθρωπίας στὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ ἀπὸ ἕναν ἀποστεωμένο χωρὶς Θεὸ ἀνθρωπισμὸ καὶ ἔννοιες ὅπως ἀλληλεγγύη, ἀλληλοβοήθεια, φιλία, εἰρηνικὴ συνύπαρξη κ.λπ., στὴν οὐσία καταργεῖ τὸν μυστηριακὸ χαρακτήρα τῆς Ἐκκλησίας ὡς πνευματικῆς κοινωνίας τῶν πιστῶν καὶ τὴν μεταμορφώνει σὲ μηχανισμὸ ἐπίλυσης κοινωνικῶν προβλημάτων ἐντελῶς ἐπίγειας προοπτικῆς.

Ι. Ἡ μεθοδευμένη ἐπιδίωξη εἴτε νὰ ἀμφισβητηθεῖ ἡ ἱστορικότητα τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τοὺς αὐτοαποκαλούμενους μυθικιστὲς εἴτε νὰ συκοφαντηθεῖ ἡ ἀκεραιότητα τῆς ζωῆς Του καὶ ἡ αὐθεντικότητα τῶν ἱερῶν κειμένων, καὶ ἡ παράλληλη προσπάθεια ἀποχριστιανοποίησης τῶν κοινωνιῶν μας μὲ τὴν κατάργηση τῶν συμβόλων καὶ τὸν ἀποχριστιανισμὸ τῆς κοινωνικῆς ζωῆς καὶ τῆς παιδείας, τελικὰ ἐπισφραγίζουν τὴν προσπάθεια ἀποδόμησης τῆς πίστεως. Ἡ παγκόσμια ἀνασφάλεια, ἡ μαζικὴ καταστροφὴ ἀρχαιότατων πολιτισμῶν καὶ ἡ βίαιη μετακίνηση ἀπὸ τὶς ἱστορικὲς ρίζες τους καὶ ἀνακάτωμα ὁλόκληρων λαῶν συμπληρώνουν τὸ ὅλο σκηνικό. Ἕνας κόσμος δίχως Θεό! «Οἱ ἄνθρωποι λησμόνησαν τὸν Θεό∙ ἀπὸ ἐκεῖ ἔρχονται ὅλα τὰ κακά» (Ἀλεξάντερ Σολζενίτσιν, 1983).

ΙΑ. Ὁ ὑπερτονισμὸς τῶν λεγομένων ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων, ὅσο καὶ ἂν φαίνεται ἑλκυστικὸς καὶ θεμελιωτικὸς μιᾶς νέας ἠθικῆς περὶ τοῦ ἀνθρώπου, καταργεῖ τὰ «δικαιώματα» τοῦ Θεοῦ καὶ περιθωριοποιεῖ τὴν χάρι Του. Ὁ ἀντιρατσισμὸς καὶ ἡ ἀνεκτικότητα, ἡ πολυπολιτισμικότητα καὶ ἡ πολυθρησκευτικότητα, ἐνῶ στὴν οὐσία τους περιέχουν κάτι τὸ βαθὺ χριστιανικό, ὅπως παρουσιάζονται καὶ ὅπως ὑποστηρίζονται, καίρια προσβάλλουν τὴν ἱερότητα τοῦ ἀνθρώπου καὶ οὐσιαστικὰ ἀλλοιώνουν τὸ πρόσωπο τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Ἡ πολυθρησκευτικότητα μεταμορφώνει τὴν πίστη στὸν Θεὸ σὲ κοινωνικὸ φαινόμενο.

ΙΒ. Ὅλα αὐτὰ ὁδηγοῦν σὲ μιὰ πρωτοφανῆ σύγχυση, σὲ ἀλλεπάλληλα ἀδιέξοδα, πλάνες, αἱρέσες, παγκόσμια ἠθικὴ καὶ πνευματικὴ κατάρρευση, ἀνατροπὴ διαχρονικῶν ἠθικῶν σταθερῶν, πολυμέτωπη προσβολὴ τῆς ἀνθρώπινης ὀντολογίας. Ἐπὶ πλέον, ἀποδυναμώνουν τὴν πίστη, ὑποβαθμίζουν τὴν Ἐκκλησία, ἀποχριστιανοποιοῦν τὸν κόσμο, ἐξαφανίζουν τὸν Θεό καὶ κάνουν τὸν λόγο καὶ τὸ ὄνομά Του ἀρχικὰ μὲν μὴ ἀναγκαῖα, στὴ συνέχεια περιφρονητέα, ὕστερα μὴ ἐπιθυμητὰ καὶ τέλος μισητὰ καὶ ἀποδιοπομπαῖα. Ἔτσι θεμελιώνεται ὁ σύγχρονος ἀθεϊσμός καὶ ὀργανώνεται ὁ σύγχρονος διωγμὸς τῆς πίστεως καὶ τοῦ χριστιανισμοῦ.

ΙΓ. Τελικά, ὁ ἄνθρωπος καταντάει μιὰ ἐπίπεδη, μονοδιάστατη ὀντότητα, μιὰ βιολογικὴ μηχανὴ ποὺ ἡ ζωή της ἐκτυλίσσεται ἀπρόβλεπτα μέσα σὲ μία πολὺ στενὴ ζώνη χρόνου, ὁ δὲ θάνατος προσδιορίζει τὴν ὁριστικὴ ἐπιστροφὴ στὴν ἄβυσσο τῆς ἀνυπαρξίας. Χειρότερη ἀπὸ τὴν ἐφημερότητα εἶναι ἡ συνειδητοποίησή της ὡς περιορισμένης παροδικότητος. Τότε ἡ λογικὴ καὶ ἡ σκέψη ἀποτελοῦν τιμωρία καὶ ὄχι δῶρο. Καὶ ἡ ἐλευθερία τραγικὴ παρακαταθήκη∙ ἀνάμεσα στὸν αἰώνιο καὶ θεωμένο ἄνθρωπο νὰ ἐπιλέγεις τὸν ζωικό καὶ μηδενιστικό.

ΙΔ. Ἡ Ὀρθόδοξη μαρτυρία τῆς κοινωνίας τοῦ Θεοῦ, διατυπωμένη καὶ ἐμπειρικὰ τεκμηριωμένη μέσα στοὺς ναούς μας καὶ τὰ μοναστήρια μας, στὰ μυστήρια καὶ τὴ ζωή μας πρέπει νὰ κατατεθεῖ ὡς στεντόρεια πανορθόδοξη κραυγή στὴν ἐποχή μας. Ἡ Ὀρθόδοξη θεολογία καὶ ἐμπειρία εἶναι ἡ μόνη ποὺ μπορεῖ νὰ φωτίσει τὴ σύγχρονη πραγματικότητα καὶ γι’αὐτὸ ὀφείλει νὰ καταθέσει τὸν λόγο της καὶ πρὸς ἐπιστηριγμὸν τῶν πιστῶν καὶ ὡς μαρτυρία στὸν ὑπόλοιπο χριστιανικὸ κόσμο.

Γιὰ ὅλους τοὺς προαναφερθέντες λόγους, σᾶς καλῶ ὅλους μαζὶ ὡς τοπικὴ Ἐκκλησία, νὰ ξεκινήσουμε τὸ Νέο Ἐκκλησιαστικὸ Ἔτος ἐπαναλαμβάνοντας μὲ τὴ ζωὴ καὶ τὸν λόγο μας τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως, ὅπως αὐτὸ ἔχει ἐγκριθεῖ ἀπὸ τὴν Α΄ καὶ τὴν Β΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο καὶ ὅπως ὁμολογεῖται ἔκτοτε καὶ γιὰ δεκαεπτά αἰῶνες ἀπὸ τὸ σῶμα τῶν Ὀρθοδόξων ἀπαράλλακτο. Ἀνάγκη νὰ τὸ ἐπαναλαμβάνουμε καθημερινὰ μέσα στὸ σύγχρονο πλαίσιο προβλημάτων, τάσεων, νοοτροπιῶν, καὶ ὡς ἔνδειξη τῆς διαχρονικότητος τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὴ ἡ ὁμολογία ἀποτελεῖ καὶ ἀπάντηση στὸν σύγχρονο κόσμο.

Ἡ ἴδια Ὀρθόδοξη Ὁμολογία,
ἀπαράλλακτο τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως,
17 αἰῶνες μετὰ

Σὲ μία ἐποχὴ καὶ σὲ ἕναν κόσμο ποὺ μὲ μῖσος ἀμφισβητεῖ καὶ μυωπικὰ ἀρνεῖται τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ, ἐμεῖς ὡς Ὀρθόδοξοι χριστιανοὶ ὁμολογοῦμε τὴν ζωντανὴ παρουσία Του στὴ ζωή μας, μάλιστα ὡς Πατρὸς γεμάτου ἀγάπη καὶ ἔτσι ἐν ὁμονοίᾳ ὁμολογεῖ ὁ καθένας μας καὶ ὅλοι μαζί: Πιστεύω εἰς ἕνα Θεόν, Πατέρα.

Σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ ἡ δύναμη τοῦ «κοσμοκράτορος τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου» (Ἐφ. στ΄ 12) φαίνεται νὰ κυριαρχεῖ παντοῦ καὶ νὰ κατευθύνει τὰ πάντα, ἐμεῖς ὁμολογοῦμε τὴν πίστη μας στὸν Θεὸ πατέρα ὡς Παντοκράτορα, ὁ ὁποῖος εἶναι ἰσχυρότερος τοῦ κοσμοκράτορος, ἀφοῦ «μείζων ἐστὶν ὁ ἐν ἡμῖν ἢ ὁ ἐν τῷ κόσμῳ» (Α΄ Ἰω. δ΄ 4).

Σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ ἐπιστρατεύει τὴν ἐπιστήμη, προκειμένου νὰ πείσει ὅτι ὁ κόσμος εἶναι ἀποτέλεσμα τυχαιότητος ἢ αὐτόματης γένεσης καὶ ἀντικαθιστᾶ τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν ἀόριστη ἔννοια τῆς τύχης, ταυτόχρονα δὲ ὑποστηρίζει ὅτι ὑπάρχει μόνον ὅ,τι βλέπουμε καὶ ψηλαφοῦμε καὶ πείσμονα ἀρνεῖται τὴν ὕπαρξη μὴ ὁρατοῦ κόσμου, ἐμεῖς ὁμολογοῦμε Θεὸν δημιουργόν, ποιητὴν οὐρανοῦ καὶ γῆς, ὁρατῶν τε πάντων καὶ ἀοράτων, δηλαδὴ καὶ ὅλου τοῦ ὁρατοῦ καὶ ἀοράτου κόσμου.

Σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ παλινδρομεῖ ἀνάμεσα στὴν ἀσεβῆ ἀπόδοση ἀνθρώπινων ἀδυναμιῶν καὶ παθῶν στὸ θεανδρικὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ στὴν ἀμφισβήτηση τῆς ἱστορικῆς παρουσίας Του, ἐμεῖς διακηρύσσουμε τὴν προαιώνια ἐκ τοῦ Πατρὸς γέννησή Του καὶ τὴν τέλεια θεότητά Του καὶ ὁμολογοῦμε καὶ σήμερα ὅτι πιστεύουμε καὶ εἰς ἕνα Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ τὸν μονογενῆ, τὸν ἐκ τοῦ Πατρὸς γεννηθέντα πρὸ πάντων τῶν αἰώνων. Φῶς ἐκ φωτός, Θεὸν ἀληθινόν, ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ, γεννηθέντα οὐ ποιηθέντα, ὁμοούσιον τῷ Πατρί, δι’ οὗ τὰ πάντα ἐγένετο.

Σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ διερωτᾶται ποῦ εἶναι ὁ Θεός, ποὺ δυσκολεύεται νὰ τὸν διακρίνει καὶ βιάζεται νὰ τὸν ἀπορρίψει, ἐμεῖς ἀναφωνοῦμε ὅτι «μεθ’ ἡμῶν ὁ Θεός», καὶ ὁμολογοῦμε τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν τέλειον Θεὸν καὶ τέλειον ἄνθρωπον, τὸν μόνον ἀναμάρτητον, τὸν δι’ ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν κατελθόντα ἐκ τῶν οὐρανῶν καὶ σαρκωθέντα ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς Παρθένου καὶ ἐνανθρωπήσαντα.

Σὲ μιὰ ἐποχὴ καὶ σὲ ἕναν κόσμο ποὺ «μισεῖ καὶ διώκει, ἀρνεῖται καὶ σταυρώνει τὸν Κύριον», ποὺ θεωρεῖ τὸν λόγο τῆς θυσίας Του «μωρίαν ἢ σκάνδαλον», ἐμεῖς τὸν ἀναγνωρίζουμε ὡς «Θεοῦ δύναμιν καὶ Θεοῦ σοφίαν» (Α΄ Κορ. α΄ 24) καὶ Τὸν ὁμολογοῦμε ὡς ζῶντα Θεὸν σταυρωθέντα τε ὑπὲρ ἡμῶν ἐπὶ Ποντίου Πιλάτου καὶ παθόντα καὶ ταφέντα.

Σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ φοβεῖται τὸν θάνατο καὶ τὸν ἀρνεῖται, ἐπειδὴ ἀγνοεῖ τὴν ζωὴ καὶ τὴν πολεμᾶ υἱοθετῶντας εὐγονικὲς καὶ εὐθανασιακὲς ἀντιλήψεις καὶ πρακτικές, ποὺ στὸν λεγόμενο πολιτισμένο καὶ ἀναπτυγμένο κόσμο γιὰ κάθε παιδὶ ποὺ γεννιέται ἔχει καταστρέψει διπλάσια ἔμβρυα, ἐμεῖς διακηρύσσουμε τὴν πίστη μας στὴ συντριβὴ τοῦ θανάτου διὰ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τὸν ὁποῖο ὁμολογοῦμε καὶ ἀναστάντα τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ κατὰ τὰς Γραφάς. Τὸν ὁμολογοῦμε ὄχι θῦμα τῆς ἱστορίας, οὔτε ὡς θεατὴ τοῦ κόσμου ἢ ἁπλῶς πρότυπο πρὸς μίμησιν, ἀλλὰ ὡς νικητὴν τοῦ θανάτου καὶ Θεὸν «κλώμενον καὶ ἐκχυνόμενον, προσφερόμενον καὶ διαδιδόμενον», κοινωνούμενον, ὅτι δηλαδὴ ὑπάρχει στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας μας γιὰ νὰ μετέχεται καὶ νὰ κοινωνεῖται ἀπὸ τοὺς πιστούς, οἱ ὁποῖοι «γεύονται καὶ βλέπουσιν ὅτι Χριστὸς ὁ Κύριος» (Ψαλμ. λγ΄ 9).

Σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ συνηθίζει μόνον νὰ κρίνει καὶ ὄχι νὰ κρίνεται, ποὺ ἀρνεῖται τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ καὶ περιφρονεῖ τὶς ἐντολές Του, ἐμεῖς ζοῦμε μὲ τὴν προσδοκία τῆς δευτέρας παρουσίας Του, τὸ φρόνημα τῆς ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ ἀπολογίας μας καὶ τὴν πίστη στὴν αἰώνια βασιλεία Του. Γι’ αὐτὸ καὶ Τὸν ὁμολογοῦμε καὶ ἀνελθόντα εἰς τοὺς οὐρανούς, καὶ καθεζόμενον ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός• καὶ πάλιν ἐρχόμενον μετὰ δόξης κρῖναι ζῶντας καὶ νεκρούς, οὗ τῆς βασιλείας οὐκ ἔσται τέλος.

Σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ ὁμιλεῖ γιὰ πνευματικὸ πολιτισμό, ἀλλὰ ἀγνοεῖ τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἀρνεῖται τὴν θεϊκὴ παράκληση καὶ χάρι, ποὺ ζεῖ ἀπαράκλητα μέσα στὴν ὑλιστικότητα καὶ στὴν ἐφημερότητα, ἐμεῖς ὡς Ὀρθόδοξοι πιστεύουμε καὶ εἰς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, τὸ Κύριον, τὸ Ζωοποιόν, τὸ ἐκ τοῦ Πατρὸς ἐκπορευόμενον, τὸ σὺν Πατρὶ καὶ Υἱῷ συμπροσκυνούμενον καὶ συνδοξαζόμενον, τὸ λαλῆσαν διὰ τῶν Προφητῶν, καὶ ὁμολογῶντάς το ὡς Παράκλητον λαλοῦντα διὰ τῶν Πατέρων ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, ζοῦμε μὲ τὴν προσδοκία τῆς χάριτός Του.

Σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ αὐτοχαρακτηρίζεται ὡς μεταχριστιανική, ποὺ μετατρέπει τοὺς ναούς της σὲ ἀγορές καὶ καταστήματα, σὲ χώρους διασκέδασης καὶ γυμναστήρια, ποὺ ἀρνεῖται τὴ γνώση τῆς ἀλήθειας, ποὺ ζεῖ μέσα σὲ διχασμοὺς καὶ διαιρέσεις, ἐμεῖς ζοῦμε τὴν Ἐκκλησίαν ὡς μίαν, ἁγίαν, καθολικὴν καὶ ἀποστολικήν. Ὡς Μία, μόνον αὐτὴ περικλείει μέσα της τὸν Χριστὸ καὶ «πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν» (Ἰω. ιστ΄ 13) ∙ ὡς Ἁγία ζεῖ καὶ κηρύττει αὐθεντικὰ τὴν μετάνοια, τὴν ταπείνωση καὶ τὸν ἁγιασμό, «οὗ χωρὶς οὐδεὶς ὄψεται τὸν Κύριον» (Ἑβρ. ιβ΄ 14)∙ ὡς Καθολικὴ, ἀγκαλιάζει ὅλον τὸν κόσμο καὶ τὴν κτίση, ἔχει ἐπαγγελία «ζωῆς τῆς νῦν καὶ τῆς μελλούσης» (Α΄ Τιμ. δ΄ 8), κατέχει τὸ πλήρωμα τῆς ἀληθείας καὶ ἐπιθυμεῖ «πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α΄ Τιμ. β΄ 4) «μαθητεύουσα πάντα τὰ ἔθνη» (Ματθ. κη΄ 19)∙ ὡς δὲ Ἀποστολικὴ τηρεῖ τὴν διδασκαλία τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ζεῖ κατὰ τὸ πρότυπο τῆς ζωῆς τους καὶ διαφυλάσσει τὴν πίστη τους ἀπαράλλακτη.

Σὲ μία ἐποχὴ ποὺ ἔχει συντρίψει τὸν ἄνθρωπο στὸ ἐπίπεδο τῆς βιολογικῆς ὀντότητος καὶ μόνον, ποὺ τὸν ἀναγνωρίζει μόνον ὡς μηχανὴ ποὺ τεχνολογεῖται ἢ πληροφορία ποὺ προγραμματίζεται ἢ κοινωνικὴ ὀντότητα μὲ συμφέροντα, δικαιώματα καὶ ὑποχρεώσεις, ποὺ μηδενίζει κάθε προοπτική του, ποὺ ἰσοπεδώνει τὴν ἀξία του∙ σὲ ἕναν κόσμο ποὺ ὁ ἄνθρωπος χωρὶς τὸν Θεὸ ἀπεγνωσμένα παλεύει γιὰ τὴ ζωὴ καὶ κληρονομεῖ μονίμως τὸν θάνατο, ποὺ προσπαθώντας μὲ τὴν τεχνολογία του νὰ ἐνδυναμώσει τὴν ἀνθρώπινη φύση (human enhancement, transhumanism), τελικὰ τὴν καταργεῖ, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στὸ πρόσωπο τῶν ἁγίων της καὶ ἐν ὀνόματι τοῦ Χριστοῦ, τὴν ἐλευθερώνει καὶ τὴν ὑπερβαίνει θεώνοντάς την καὶ καθιστῶντάς την μεθεκτικὴν τοῦ Θεοῦ. Οἱ Ὀρθόδοξοι ἀναγνωρίζουμε τὸν ἄνθρωπο ὡς πλασμένον «κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν Θεοῦ» (Γεν. α΄ 26), ὡς «ζῶον θεούμενον», ὡς κεκλημένον νὰ γίνει «θείας κοινωνὸς φύσεως» (Β΄ Πέτρ. α΄ 4), ὡς διὰ τοῦ βαπτίσματος «ἄνωθεν γεγεννημένον» (Ἰω. γ΄ 7) ὡς «μὴ ἔχοντα ᾧδε μένουσαν πόλιν ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦντα» (Ἑβρ. ιγ΄ 14). Γι’ αὐτὸ καὶ ὅλοι μαζὶ καὶ ὁ καθένας μας χωριστὰ ὁμολογοῦμεν ἓν βάπτισμα εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ προσδοκῶμεν ἀνάστασιν νεκρῶν καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Ἀμήν.

 

    
Ἴνδικτος 2016

pdf

ΜΗΝΥΜΑ 

welcome img

Μέσα ἀπὸ τὴν ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας μας, ἡ ὁποία δανείζεται ἐκφράσεις καὶ βασίζεται σὲ γεγονότα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, προεικονίζεται καὶ προτυπώνεται τὸ μυστήριο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Μεταξὺ ἄλλων, οἱ ὑμνογράφοι τὶς ἀποδίδουν τέσσερα μοναδικὰ χαρακτηριστικά. Τὴν ἀποκαλοῦν κατοικητήριον τοῦ Θεοῦ, σκηνὴν ἐπουράνιον, ἔμψυχον ναόν τοῦ Θεοῦ καὶ πύλην του οὐρανοῦ.

Κατοικητήριο τοῦ Θεοῦ σημαίνει ὅτι τὸ πρόσωπό της φανερώνει τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ἡ ἴδια τὸν φιλοξένησε στὴ μήτρα της καὶ ὁ Κύριος τὴν ἁγίασε. Ὑπάρχει γιὰ νὰ δείχνει τὶς συνεταγμένες τοῦ Θεοῦ, τὸν τόπο Του, τὴν παρουσία Του, καὶ ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὴ φωτισμένη ὑπόδειξή της στὴν Κανὰ τῆς Γαλιλαίας «ὅ,τι ἂν λέγῃ ὑμῖν ποιήσατε» (Ἰω. β΄ 5), ὑπάρχει γιὰ νὰ μᾶς προτρέπει στὴν ὑπακοὴ τοῦ Υἱοῦ της. Ὅποιος τὴν βλέπει, βλέπει τὸν Θεό.

Ἀποκαλεῖται ὅμως καὶ σκηνὴ τοῦ Θεοῦ, ποὺ σημαίνει ὄχι ἁπλῶς τόπος διαμονῆς ἢ φανέρωσης τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ τόπος ἀναπαύσεώς Του. Τόπος ποὺ πραγματικὰ εὐαρέστησε στὸν Θεό, ἱκανοποίησε τὴν προαιώνια βουλή Του καὶ ἐξέφρασε τὴν ἄπειρη ἀγάπη Του καὶ τὸ αἰώνιο θέλημά Του.

Χαρακτηρίζεται ἐπίσης καὶ ναὸς τοῦ Θεοῦ, ποὺ σημαίνει ὅτι διὰ τῆς Θεοτόκου ὁ Θεὸς ἀποκαλύπτει τὸ μυστήριο, τὰ σημεῖα καὶ τὰ θαύματά Του, αὐτὰ ποὺ ξεπερνοῦν τὴ λογική μας, αὐτὰ ποὺ καταργοῦν τὴν παχύτητα καὶ τὴ μικρότητά μας, αὐτὰ ποὺ φανερώνουν τὴν ἄλλη λογικὴ καὶ ἀποκαλύπτουν τὴν ἄλλη ζωή, καταδεικνύουν ἕναν ἄλλον κόσμο ἀπὸ τὸν κόσμο τῆς πτώσεως, ἕναν ἀληθινὸ κόσμο πέραν ἀπὸ τὸν πραγματικὸ κόσμο, ἕναν κόσμο στὸν ὁποῖο καλεῖται ὁ καθένας μας νὰ μπεῖ μέσα καὶ νὰ ζήσει. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι στὸ πρόσωπό της ἐμπιστεύεται ὁ Θεός τὰ μυστικά του, καὶ αὐτὴ τὰ μοιράζεται μὲ τοὺς ἀνθρώπους.

Ἡ Παναγία λοιπόν δείχνει τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ, ἐκφράζει τὸ θέλημά Του καὶ ἀποκαλύπτει τὸ μυστήριό Του. Αὐτὰ ὅλα δὲν ἀποτελοῦν ὅμως προνόμια ἢ ἔστω δῶρα πρὸς αὐτήν, τὰ ὁποῖα αὐτὴ τὰ κρατάει γιὰ τὸν ἑαυτό της, ἀλλὰ χαρίσματα ποὺ τὰ μοιράζεται μὲ τὴν Ἐκκλησία, δηλαδὴ μὲ τὸν κόσμο ὅλον, ποὺ τῆς δόθηκαν γιὰ νὰ τὰ δίνει. Συνεπῶς κάθε ἕνας ποὺ μπορεῖ νὰ ἀποκαταστήσει μιὰ πνευματικὴ σχέση καὶ ἐπικοινωνία μὲ τὸ πρόσωπο τῆς Θεοτόκου δὲν γνωρίζει μόνον τὴν Παναγία, ἀλλὰ κυρίως εἰσέρχεται στὸν γνόφο τῆς παρουσίας, τοῦ θελήματος καὶ τοῦ μυστηρίου τῆς Τριαδικῆς θεότητος.

Τέλος, ἡ Παναγία εἶναι καὶ πύλη. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι εἶναι πέρασμα πρὸς τὸν οὐρανό. Ὁ πόθος τοῦ κάθε πιστοῦ εἶναι νὰ γίνει οὐράνιος ἄνθρωπος, «ἡμῶν τὸ πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει» (Φιλιπ. γ΄ 20), «τὰ ἄνω ζητοῦμεν, τὰ ἄνω φρονοῦμεν» (Κολ. γ΄ 1,2). Ἡ πύλη διὰ τῆς ὁποίας κανεὶς εἰσέρχεται σὲ αὐτὴν τὴν οὐράνια κατάσταση, στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, εἶναι τὸ πρόσωπο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Ὅπως γιὰ νὰ εἰσέλθουμε σὲ ἕναν χῶρο χρειάζεται ὁπωσδήποτε μία πόρτα, ἔτσι καὶ στὸ μυστήριο τοῦ Θεοῦ δὲν εἰσερχόμεθα ἀπὸ τὸν τοῖχο τῆς λογικῆς, οὔτε ἀπὸ τὴν παγίδα τοῦ ἐμπαθοῦς βίου ἀλλὰ ἀπὸ τὴν κεντρικὴ εἴσοδο τοῦ Θεομητορικοῦ προσώπου. Τὸ ἠθικὸ πρότυπό της, ἡ προσφυγὴ στὴ μητρικὴ προστασία της, οἱ πρεσβεῖες της, ἡ χάρις της, ἡ μυστικὴ σχέση μαζί της διευκολύνουν τὴν ψυχὴ νὰ εἰσέλθει στὸν χῶρο τοῦ Θεοῦ.

Αὐτὴ ἡ σχέση μὲ τὸ πρόσωπο τῆς Θεοτόκου ἐκφράζεται πληθωρικὰ μέσα ἀπὸ τὶς τόσο δημοφιλεῖς στοὺς Ὀρθοδόξους ἀκολουθίες τῶν δύο Παρακλητικῶν Κανόνων καὶ τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου. Οἱ δύο πρῶτες ὑπογραμμίζουν τὴ μετοχὴ τῆς Θεοτόκου στὶς καθημερινὲς ἀνάγκες τῆς ζωῆς, ἐνῶ ἡ ἄλλη ἀποτελεῖ δοξολογικὴ προσευχή ποὺ μᾶς βοηθεῖ νὰ γίνουμε κοινωνοὶ τῆς αἰώνιας δόξας της. Οἱ Παρακλήσεις τὴν φέρνουν κοντά μας, ἐνῶ οἱ Χαιρετισμοὶ μᾶς ἀνεβάζουν κοντά της.

Στοὺς Παρακλητικοὺς Κανόνες ἐκφράζεται ἡ ἀμεσότητα τῆς σχέσης τῶν πιστῶν μὲ τὴν Θεοτόκο καὶ ἡ βαθειά της κατανόηση τῆς ἀνθρώπινης φύσης, ἡ ἀνάγκη τῆς προστασίας της σὲ περιστάσεις κινδύνων, θλίψεων, ἀσθενειῶν, ἀναγκῶν καὶ συμφορῶν. Ἡ παράδοση καὶ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας ἐπιβεβαιώνει τὴ δύναμη τῶν προσευχῶν καὶ τῶν πρεσβειῶν της, καθόσον «πολλά ἰσχύει δέησις Μητρὸς πρὸς εὐμένειαν Δεσπότου». Οἱ πρεσβεῖες της στηρίζουν τὸν ἀγῶνα τῆς σωτηρίας μας ὅσο ἴσως τίποτε ἄλλο, γι' αὐτὸ καὶ στὶς λειτουργίες μας αὐτὲς ἐπικαλούμαστε, ψάλλοντας: «ταῖς πρεσβεῖες τῆς Θεοτόκου, Σῶτερ, σῶσον ἡμᾶς».

Μὲ τὴν άκολουθία τῶν Χαιρετισμῶν, ὁμολογοῦμε τὸ μυστήριο τῆς ἐκ παρθένου γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ὅμως οὔτε νὰ τὸ κατανοήσουμε μποροῦμε οὔτε νὰ τὸ περιγράψουμε οὔτε νὰ τὸ ἐξηγήσουμε• «Ἰλιγγιᾶ δὲ νοῦς ἅπας σοῦ τὸν τόκον νοεῖν». Αὐτὸ ὅμως, ἀντὶ νὰ σκανδαλίζει τὴ σκέψη, ταπεινώνει τὴν καρδιὰ καὶ γεννᾶ θαυμασμὸ καὶ εὐγνωμοσύνη πρὸς τὸν Κύριο γιὰ τὴ σοφία, τὴν ἀγάπη Του καὶ τὴν ἄκρα συγκατάβασή Του. Μὲ ἄλλα λόγια, ζῶντας κανεὶς τὸ μυστήριο τῆς Ὑπεραγίας Παρθένου, ὁμολογεῖ τὸ μυστήριο Τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ.

Εὔχομαι νὰ δώσει ὁ Θεὸς ἡ Παναγία νὰ ἀποτελέσει καὶ τὴν δική μας μητέρα στὴν καθημερινή μας ζωή, τὸν ἀρωγὸ τῆς σωτηρίας μας, τὴν παραμυθία, τὸν συμπαραστάτη καὶ ταυτόχρονα τὸ πρόσωπο αὐτὸ ποὺ θὰ μᾶς ἀποκαλύπτει διαρκῶς τὴν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ.

    
Aὐγουστος 2016


pdf

ΜΗΝΥΜΑ 

welcome img

Ἡ ἐποχή, στὴν ὁποία ἔχουμε τὴ μεγάλη εὐλογία ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ ζοῦμε, εἶναι ἐποχὴ μοναδικῶν εὐκαιριῶν καὶ μεγάλων προσδοκιῶν. Στὴν πρόκληση τῶν διωγμῶν, ἡ Ἐκκλησία χρησιμοποίησε τὸν λόγο ὡς εὐθαρσῆ ὁμολογία καὶ ἔβγαλε ἀπὸ τὴ ζωή της ποταμοὺς μαρτυρικῶν αἱμάτων. Στὴν πρόκληση τῶν αἱρέσεων, ὁ λόγος της ἐκφράσθηκε ὡς δογματικὴ θεολογία καὶ συνοδικὴ ὁμοφωνία. Στὴ σύγχρονη ἀδυσώπητη εἰρωνεία, περιφρόνηση καὶ ἀμφισβήτηση καλεῖται νὰ ἀπαντήσει περισσότερο μὲ σιωπὴ παρὰ μὲ ἐπιχειρήματα, μὲ μυστικὴ ζωὴ παρὰ μὲ λογικὲς ἀπαντήσεις, μὲ εἰρηνικὴ μαρτυρία παρὰ μὲ πολυπράγμονα δράση. Καλεῖται νὰ ξεκουράσει μὲ τὸ ὕφος τῆς ζωῆς της παρὰ μὲ τὸ κήρυγμά της, νὰ ἀντικαταστήσει τὸν συντηρητισμό της μὲ τὴν πειθὼ τοῦ πνευματικὰ ἀνατρεπτικοῦ λόγου της. Ἡ Ἐκκλησία σήμερα καλεῖται νὰ ὁμιλεῖ μὲ βιωμένο «καινό» μήνυμα ποὺ αἰφνιδιάζει, ἐπειδὴ ἀγνοεῖται. Ὁ λόγος τῆς χάριτος καὶ ἡ λογικὴ τοῦ σταυροῦ ἀποτελοῦν ξένη γλῶσσα γιὰ τὶς συνήθειες τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ οἰκεία γιὰ τὴν ἀνάγκη τῆς καρδιᾶς τους. Οἱ κοινωνίες ἀναζητοῦν αὐτὸ ποὺ ἀγνοοῦν∙ καὶ προσδοκοῦν αὐτὸ ποὺ ἐνδεχομένως πολεμοῦν.

  Ἡ Ἐκκλησία προκαλεῖται νὰ προσφέρει ὡς ἀπόδειξη ζωῆς αὐτὸ ποὺ οἱ σύγχρονες κοινωνίες ἀγνοοῦν ὡς ἰδέα καὶ ἀμφισβητοῦν ὡς ἀλήθεια.

    
Ἰούλιος 2016


ΜΗΝΥΜΑ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ 

«Λήψεσθε δύναμιν ἐπελθόντος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» (Πράξ. 1, 8)


welcome img

Ὅπως μᾶς διδάσκουν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀλλὰ καὶ ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία μᾶς κατευθύνει, σκοπός τῆς ζωῆς τοῦ κάθε χριστιανοῦ εἶναι ἡ ἀπόκτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς γιορτάζουμε τὴν ἔκχυση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὴν Ἐκκλησία, σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο καὶ στὴν δική μας τὴν καρδιά, ὥστε νὰ εἶναι δυνατὴ ἡ κοινωνία μας μαζί Του καὶ νὰ ἐνεργεῖ ἡ χάρις Του στὴ ζωή μας. Ἔτσι, θὰ μπορέσουμε νὰ γίνουμε πραγματικὰ ἁγιοπνευματικοὶ ἄνθρωποι, ἄνθρωποι δηλαδὴ ποὺ θὰ κινοῦνται ἀπὸ τὴν χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ θὰ ἐπιβεβαιώνουν τὴν παρουσία Του σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο.

   Πῶς ὅμως πιστοποιεῖται ἡ παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὴ ζωὴ ἑνὸς πιστοῦ;

Τὸ πρῶτο στοιχεῖο ποὺ φανερώνει τὴν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὴ ζωή μας εἶναι ὅτι ἡ αἴσθηση τῆς δυνάμεως. Ὁ τελευταῖος λόγος τοῦ Κυρίου, ἡ τελευταία Του ὑπόσχεση στοὺς ἁγίους Ἀποστόλους, ἦταν: «λήψεσθε δύναμιν ἐπελθόντος τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐφ’ ὑμᾶς» (Πρ. α΄ 8). Ἕνας χριστιανὸς ποὺ εἶναι ἀδύναμος, γεμᾶτος ἀμφιβολίες καὶ ἀσάφεια, ποὺ εἶναι ἀσταθής, αὐτὸς στερεῖται τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ἀντίθετα, αὐτὸς ποὺ μέσα σὲ φοβερὲς δοκιμασίες πορεύεται σὰν νὰ μὴν συμβαίνει τίποτα, ἐνῶ ὅσοι τὸν ἀντικρύζουν κλονίζονται καὶ μόνο στὴ θέα τῶν δοκιμασιῶν του, αὐτὸς δημιουργεῖ τὴν ὑποψία τῆς παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὴ ζωή του καὶ τῆς ἐγκαταστάσεώς Του στὴν ψυχή του. Ἔρχεται τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ τοὺς ἀδύνατους ἀποστόλους, τοὺς φοβισμένους καὶ δειλούς, τοὺς δίνει αὐτὴ τὴ δύναμη, μεταμορφώνονται οἱ ἴδιοι σὲ λέοντες πνευματικοὶ καὶ ἀλλάζουν ὅλον τὸν κόσμο. Πρῶτο στοιχεῖο εἶναι ἡ δύναμις.

Τὸ δεύτερο εἶναι ἡ καθαρότητα, «καὶ καθάρισον ἡμᾶς ἀπὸ πάσης κηλῖδος», προσευχόμαστε στὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ἕνας καθαρὸς χριστιανὸς μόλις ἀνοίγει τὸ στόμα του, εὐωδιάζει ὁ λόγος του. Εἶναι εἰλικρινής, εἶναι σαφής. Ἔχει κριτήριο ἐσωτερικὸ διαυγέστατο. Ἔχει μιὰ ἰσορροπία διακρίσεως. Ἔχει μιὰ πεντακάθαρη καὶ κρυστάλλινη ζωή, χωρὶς νὰ τὴν ἐπιδεικνύει, ἐλεύθερη ὅμως ἀπὸ κηλῖδες ἁμαρτίας καὶ ἐμπαθῶν κινήσεων. Ἀπὸ τὴ ζωή του ἀναδύεται ἕνα πνευματικὸ ἄρωμα. Αὐτὴ ἡ καθαρότητα ἀποτελεῖ μιὰ ἐπιβεβαίωση τῆς παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὴ ζωή τοῦ ἀνθρώπου. Δὲν ἀντέχει ψέμα, δὲν ἀντέχει ἀσάφεια, δὲν ἀντέχει ἀμφιβολία. Ὑπάρχει μέσα του τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Εἶναι πνευματικὸς ἄνθρωπος.

Τρίτο ἰδίωμα εἶναι «ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦν εἰρήνη» (Φιλ. δ΄ 7). Βλέπουμε τὸν ἁγιοπνευνατικὸ ἄνθρωπο νὰ ζεῖ μὲ ἕναν τρόπο ποὺ δὲν μποροῦμε νὰ τὸν ἐξηγήσουμε. Θὰ ἦταν δικαιολογημένος νὰ ἦταν ἀναστατωμένος καὶ δὲν εἶναι. Θὰ ἦταν δικαιολογημένος νὰ εἶχε ἀγωνίες καὶ δὲν ἔχει. Θὰ ἦταν δικαιολογημένος νὰ βρίσκεται σὲ μιὰ κατάσταση πλήρους ἀποσυντονισμοῦ καὶ ταραχῆς, καὶ ἀντ᾿ αὐτοῦ τὸ πρόσωπό του ἀναδίδει τὸ ἄρωμα μιᾶς ὑπερκόσμιας εἰρήνης. Σίγουρα ὅλοι ἔχουμε κάποια ἐμπειρία τέτοιων συνανθρώπων, ἐνδεχομένως κάποιοι ἀπὸ ἐμᾶς νὰ ζοῦμε μία ἀνάλογη κατάσταση. Νὰ βομβαρδιζόμαστε ἀπὸ πειρασμοὺς καὶ ἡ καρδιά μας νὰ διατηρεῖ τὴν ἀτμόσφαιρα τῆς εἰρήνης της. Νὰ βρισκόμαστε ἐνώπιον τῆς δοκιμασίας ἑνὸς θανάτου καὶ νὰ παραμένει ἀδιατάρακτο τὸ στερέωμα τῆς ψυχῆς μας. Νὰ δεχόμαστε προσβολὲς ἢ συκοφαντικὲς ἐπιθέσεις καὶ ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ νὰ φρουρεῖ τὴν ψυχή μας. Αὐτὸ εἶναι ἀπόδειξη τῆς παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Τὸ πρῶτο λοιπόν ποὺ ἀνέφερα εἶναι ἡ δύναμις, τὸ δεύτερο ἡ καθαρότητα, τὸ τρίτο ἡ εἰρηνευμένη κατάσταση.

Ἕνα τέταρτο εἶναι ἡ μεταμορφωτικὴ ἐνέργεια. «Αὔτη ἡ ἀλλοίωσις τῆς δεξιᾶς τοῦ Ὑψίστου» (Ψαλμ. 76, 11), λέγει ὁ Δαβίδ. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἀλλοιώνει, μεταμορφώνει, φτιάχνει ἄλλον ἄνθρωπο ἀπὸ αὐτὸν ποὺ ξέραμε. Καὶ δὲν τὸν φτιάχνει μόνο ἀπὸ τὴν μιὰ στιγμὴ στὴν ἄλλη –γίνεται καὶ αὐτό-, ἀλλὰ κυρίως προκαλεῖ ἀλλοιώσεις πνευματικὲς καὶ μεταφέρει σὲ νέες καταστάσεις καθ’ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς ζωῆς. Ἔχουμε ἀνθρώπους ποὺ κάθε μέρα κάτι καινούργιο ξεδιπλώνουν ἀπὸ τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ ποὺ ἐνοικεῖ στὴν ψυχή τους. Αὐτὸ δὲν εἶναι καρπὸς μόνο τοῦ ἀγῶνα του. Ὁ ἀγώνας εἶναι μία φιλότιμη ἀνταπόκριση στὴν εὐλογία τῆς ἐπισκέψεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα στὴν ψυχὴ καὶ συντηρεῖ αὐτὸς ὁ ἀγώνας τὴν χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Πέμπτο στοιχεῖο ἡ παγκαρπία. Ὅταν ἀναφέρεται ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὸν καρπὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ξεδιπλώνει μιὰ λίστα ὁλόκληρη ἀπὸ δωρεὲς: «ὁ δὲ καρπὸς τοῦ Πνεύματός ἐστιν ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη, πίστις, πραότης, ἐγκράτεια» (Γαλ. ε΄ 22, 23). Σὰν νὰ μὴν χορταίνει ὁ ἀπόστολος, σὰν νὰ μὴν χορταίνει τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἐκφράζεται στὴν Ἁγία Γραφή, νὰ περιγράφει τοὺς καρποὺς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὴ ζωὴ τοῦ κάθε πιστοῦ. Συνοδεύεται λοιπὸν ἀπὸ ἕναν πλοῦτο πνευματικῶν καρπῶν, μιὰ συγκομιδὴ χαρισμάτων καὶ δωρεῶν. Ὁ πνευματικὸς ἄνθρωπος παρουσιάζει τὸ σύνολο τῶν ἀρετῶν στὴ ζωή του.

Ἕκτο στοιχεῖο ἡ κοινωνία.«Ἡ χάρις τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μετὰ πάντων ὑμῶν• ἀμήν», λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος (Β΄ Κορ. ιγ΄ 13). Ὅταν ἦλθε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα στοὺς ἀποστόλους καὶ διὰ τῶν ἀποστόλων μεταφέρθηκε στὸ πλῆθος ποὺ ἦταν συνηγμένο δημιουργήθηκε μιὰ αἴσθηση σχέσεως πνευματικῆς καὶ κοινωνίας. Ἕνας ἄνθρωπος ποὺ φαίνεται ἐξωτερικά εὐλαβής ἀλλὰ δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει σχέση κοινωνίας, ἀδελφικότητος, αἴσθηση ὅτι εἶναι κομμάτι ἀναπόσπαστο τῆς Ἐκκλησίας, αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος πάσχει ὅσον ἀφορᾶ τὴν ἐνέργεια τοῦ Ἁγἰου Πνεύματος στὴν ψυχή του. Ὅταν ἔλθει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μέσα στὴν ψυχή μας, γεννᾶ Ἐκκλησία• δὲν φτιάχνει μεμονωμένους ἁγίους, ἀλλὰ ἑνωμένους ἀνθρώπους τῆς χάριτός Του.

Ἂς ὁλοκληρώσουμε μέ ἕνα ἕβδομο στοιχεῖο• τὸ Ἅγιο Πνεῦμα «ὑπερεντυγχάνει ὑπὲρ ἡμῶν στεναγμοῖς ἀλαλήτοις» (Ρωμ. η΄ 26). Ἔχει μυστικὴ λειτουργία, ὄχι ἐπίδειξη, δὲν διακρίνεται ἀπὸ τὴ βαρβαρότητα τῆς ἀπόδειξης ἢ τῆς πομπώδους παρουσίας Του, ἀλλὰ «ἐνοικεῖ και ἐμπεριπατεῖ» μέσα στὴν ψυχή μυστικῶς, μὲ εὐγένεια καὶ λεπτότητα. Τὸ αἰσθάνεται κανεὶς καὶ διστάζει νὰ τὸ ὁμολογήσει ἀκόμη καὶ στὸν ἑαυτό του. Ἐνεργεῖ μέσα του, «ὑπερεντυγχάνει», καὶ τὸ μόνο ποὺ μπορεῖ νὰ βγάλει, δὲν εἶναι λόγος, ἀλλὰ ἕνας ἀναστεναγμός, μιὰ ἐσωτερικὴ μυστικὴ αἴσθηση, ἡ ταπεινὴ δοξολογία τῆς θεϊκῆς παρουσίας.

Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ὑπάρχει πάντοτε στὴν Ἐκκλησία καὶ περιμένει τὴν κάθε ψυχή. Εἶναι κρῖμα νὰ ἔχει κατεβεῖ ὁ Χριστός, νὰ ἔχει ἀναστηθεῖ, νὰ ἔχει ἀναληφθεῖ, νὰ ἔχει στείλει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα στὴν Ἐκκλησία Του κι ἐμεῖς νὰ εἴμαστε ξένοι πρὸς Αὐτό. Ἡ Ἐκκλησία μας συνεχῶς ἐπαναλαμβάνει τὸ προσκλητήριό της. Τὸ ἐπαναλαμβάνει καὶ σὲ μᾶς.

Νὰ δώσει ὁ Θεὸς νὰ ξεπεράσουμε λίγο τὴν στενότητά μας καὶ νὰ ζήσουμε τὴν δύναμη, τὴν καθαρότητα, τὴν εἰρήνη, τὴν θεϊκὴ ἀλλοίωση, τοὺς καρπούς, τὴν κοινωνία, τὴν μυστική παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἀμήν.

    
Πεντηκοστή 


                         ΜΗΝΥΜΑ ΠΑΣΧΑ 2016


welcome img

Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,

ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!

«Πάσχα ἱερὸν ἡμῖν σήμερον ἀναδέδεικται,
Πάσχα τὸ πύλας ἡμῖν τοῦ παραδείσου ἀνοῖξαν,
Πάσχα πάντας ἁγιάζον πιστούς»

Πάσχα σημαίνει πέρασμα, πέρασμα ἱστορικό, τῶν Ἑβραίων ἀπὸ τὴ δουλεία τῆς Αἰγύπτου στὴ γῆ τῶν θεϊκῶν ἐπαγγελιῶν καὶ ὑποσχέσεων, πέρασμα μυστικό, τῶν χριστιανῶν ἀπὸ τὸ σκότος τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς στὸ φῶς τῆς Ἀναστάσεως, ἀπὸ τὸν θρῆνο τοῦ πάθους στὴ χαρὰ τῆς νίκης, ἀπὸ τὸ ἀδιέξοδο τοῦ «τετέλεσται» στὴν ἔκπληξη τοῦ «ἠγέρθη, οὐκ ἔστιν ὧδε», ἀπὸ τὸν σεισμὸ τοῦ σταυρροῦ στὸν συγκλονισμὸ τοῦ κενοῦ μνημείου, ἀπὸ τὸν φόβο τοῦ νεκροῦ ἐσταυρωμένου Χριστοῦ στὴν ἔκσταση τῆς θέας τοῦ ἀναστημένου Θεοῦ, ἀπὸ τὴν ἀγριότητα τῆς ἀνθρώπινης ἐγκατάλειψης στὴ χαρὰ καὶ τὴν εἰρήνη τῆς θεϊκῆς παρουσίας, ἀπὸ τὴ δύναμη τῆς ἁμαρτίας στὴ συντριβὴ τοῦ διαβόλου, ἀπὸ τὴν κυριαρχία τοῦ θανάτου ποὺ ἀποδεικνύει ὁ σταυρὸς καὶ ὁ τάφος στὴ μεγάλη νίκη ποὺ μαρτυρεῖ τὸ ἄδειο μνῆμα.

Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου γκρεμίζει τὶς θύρες τοῦ ᾍδου καὶ ἀνοίγει διάπλατα τὶς πύλες τοῦ Παραδείσου, δίνοντας ἔτσι τὴ δυνατότητα τοῦ ἁγιασμοῦ σὲ ὅλους μας: «Πάσχα πάντας ἁγιάζον πιστούς»!

Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ πίστη στὸν Ἀναστάντα Κύριο εἶναι ἡ βαθύτερη ἀνάγκη καὶ ἡ οὐσιαστικότερη ἐπιλογὴ στὴ ζωὴ τοῦ κάθε ἀνθρώπου. Πίστη ὅμως ποὺ νὰ συνδυάζεται μὲ τὴν «ἀπαρχὴ ἄλλης βιοτῆς», καινούργιας ζωῆς αἰώνιας προοπτικῆς.

Ἡ Ἐκκλησία μας εἶναι Ἐκκλησία τῆς Ἀναστάσεως, Ἐκκλησία δηλαδὴ ποὺ τρέφεται ἀπὸ τὸ γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου καὶ ζεῖ μὲ τὴν προσδοκία καὶ τῆς δικῆς μας αἰωνίου ἀναστάσεως. Λέγει ὁ Κύριος: «ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ κἂν ἀποθάνῃ ζήσεται», καὶ ἂν πεθάνει, δὲν τελειώνει, ἀλλὰ ζεῖ καὶ μεταβαίνει ἐκ τοῦ θανάτου στὴ ζωή. Ὁ θάνατος ἀποτελεῖ τὴν ἀπαρχὴ τῆς αἰώνιας ζωῆς.

Σὲ ἄλλο πάλι σημεῖο τονίζει τὸ θεϊκὸ στόμα Του: «ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ῥεύσουσιν ὕδατος ζῶντος». Μὲ ἄλλα λόγια αὐτὸς ποὺ πιστεύει στὸν Χριστὸ ὡς Ἀναστάντα καὶ τὸν ὁμολογεῖ ὡς Θεό, αὐτὸς καὶ τὴν ἁμαρτία νικᾶ καὶ τὸν θάνατο δὲν φοβᾶται καὶ μεταμορφώνεται ὁ ἴδιος σὲ πηγὴ ζωῆς.

Δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερη ἐπένδυση ἀπὸ αὐτὴν τῆς πίστεως στὴν θεότητα τοῦ Κυρίου καὶ τῆς ὁμολογίας τῆς Ἀναστάσεώς Του. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερη ἀδικία γιὰ κάποιον ἀπὸ τὸ νὰ μεταμορφώσει αὐτὴ τὴ δυνατότητα τῆς πίστεως σὲ ἀμφιβολία ἢ σὲ νεκρὸ γράμμα.

Ὁ κίνδυνος, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, νὰ πνιγοῦμε κάτω ἀπὸ τὰ ἄγρια κύματα τῶν ὀρθολογιστικῶν ἀμφιβολιῶν καὶ ἢ νὰ παρασυρθοῦμε ἀπὸ τοὺς θυελλώδεις ἀνέμους τῆς σύγχρονης κοσμικῆς ἀντίληψης ἢ ἀκόμη νὰ μείνουμε ἀδιάφοροι κάτω ἀπὸ ρηχότητα τῶν ἑορταστικῶν πανηγυρισμῶν τοῦ λεγόμενου ἑλληνικοῦ Πάσχα εἶναι ὁρατός. Ἡ χαρὰ ποὺ οἱ πασχαλιάτικοι ἑορτασμοὶ προσφέρουν σβήνει μόλις σβήσουν οἱ λαμπάδες, τελειώνει μόλις φᾶμε τὸ ἀρνί, εἶναι εὔθραυστη σὰν τὰ τσόφλια ἀπὸ τὰ κόκκινα αὐγά, ξεχνιέται μόλις τελειώσουν οἱ ἀργίες.

Ἀντίθετα, ὁ πνευματικὸς ἑορτασμὸς τοῦ Πάσχα, ποὺ στηρίζεται πάνω στὴν ἀκλόνητη πίστη στὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου καὶ ἐπιβεβαιώνεται μὲ τὴν πραγματικὰ ἀναστημένη ζωή μας εἶναι αἰώνιος, δίχως τέλος, ἀνέσπερος, οὔτε ἐξαντλεῖται οὔτε ἐξαντλεῖ.

Ἐπιτρέψτε μου λοιπόν, μὲ ἀφορμὴ αὐτὴ τὴν ἐπικοινωνία μου μαζί σας, νὰ προτρέψω ὅλους σας, αὐτὴ τὴ νύχτα τῆς Ἀναστάσεως νὰ μὴν ἐγκαταλείψουμε τὸν Ἀναστημένο Χριστὸ στὸν ναό, νὰ μείνουμε κοντά Του ὅσο μπορεῖ ὁ καθένας, γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ πάρουμε μαζὶ μὲ τὸ ἅγιο φῶς καὶ τὸν Χριστό, τὸ πραγματικὸ φῶς στὰ σπίτια μας, νὰ Τὸν βάλουμε στὴν καθημερινή μας ζωή, νὰ Τὸν ἐγκαταστήσουμε στὸ κέντρο τῆς ψυχῆς μας.

Νὰ εἶστε δὲ βέβαιοι ὅτι ἔτσι Αὐτὸς θὰ διαλύσει τὴ νύχτα καὶ τὴ βαθειὰ θλίψη ποὺ ὡς λαὸς καὶ κοινωνία περνᾶμε. Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καὶ μπορεῖ καὶ θὰ φέρει τὸ Πάσχα καὶ στὴ δική μας ζωή.

Σᾶς εὔχομαι ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ καὶ ΠΟΛΥ ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΑ, γεμᾶτα ἀπὸ τὴ χάρι τοῦ κενοῦ τάφου, φωτισμένα ἀπὸ τὴ λάμψη τοῦ Ἀναστάντος, πραγματικὰ ἀναστημένα, καὶ σᾶς καλῶ ὅλους ἀνεξαιρέτως, μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς πιστοὺς διὰ μέσου τῶν αἰώνων καὶ τοὺς διεσπαρμένους σὲ ὅλο τὸν κόσμο ἀδελφούς μας Ὀρθοδόξους, μὲ ὅση δύναμη ἔχουμε μέσα μας νὰ ἀναφωνήσουμε



ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ! ΑΛΗΘΩΣ ΑΝΕΣΤΗ Ο ΚΥΡΙΟΣ!

Μετὰ πασχαλίων εὐχῶν
καὶ πολλῆς τῆς ἐν Χριστῷ Ἀναστάντι ἀγάπης,

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ



† Ὁ Μεσογαίας καὶ Λαυρεωτικῆς ΝΙΚΟΛΑΟΣ


Πασχάλιος Ἐγκύκλιος 116η pdf


ΜΗΝΥΜΑ
Μεγ. Ἑβδομάδος 2016


welcome img

Τὸ ξεκίνημα τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος εἶναι μιὰ πρόκληση γιὰ τὸν κάθε ἕνα μας• μιᾶς ἐξόδου, μιᾶς εἰσόδου καὶ μιᾶς ἐπιστροφῆς. Νὰ κάνουμε κι ἐμεῖς τὴν ἔξοδο ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο τῶν παθῶν μας, τὴν σκλαβιὰ τῶν ἀδυναμιῶν μας, τῶν θελημάτων μας, τὴν ἔξοδο ἀπὸ κάθε τι ποὺ μᾶς κάνει τὸν Θεὸ τόσο δύσκολο καὶ τόσο ἀπόμακρο. Νὰ περάσουμε μέσα ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἔρημο τῶν δοκιμασιῶν μας, τῶν δυσκολιῶν αὐτῆς τῆς ζωῆς, τοῦ ἀντίθεου καὶ ἀθεϊστικοῦ φρονήματος ποὺ κυριαρχεῖ δυστυχῶς στὸν κόσμο μας καὶ νὰ φθάσουμε κι ἐμεῖς στὴ γῆ τῶν δικῶν μας προσπαθειῶν, στὴ γῆ τῆς ἐπαγγελίας τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι ἡ ἡμέρα ἡ λαμπροφόρος τῆς Ἀναστάσεως. Αὐτὴ εἶναι ἡ πρώτη κίνηση ποὺ μᾶς ζητάει ἡ Ἐκκλησία• νὰ βγοῦμε λίγο ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας. Νὰ κάνουμε αὐτὴ τὴν καλὴ ἔξοδο ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ξέρουμε καὶ στὰ ὁποῖα κακῶς ἔχουμε βολευτεῖ.

  Τὸ δεύτερο εἶναι νὰ μὴν εἶναι μόνο μιὰ ἔξοδος σὲ μιὰ ἔρημο, ἀλλὰ νὰ εἶναι καὶ μιὰ εἴσοδος, ὄχι στὴν ἐπίγειο Ἱερουσαλήμ, ἀλλὰ στὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ. Αὐτὴ εἶναι ἡ Ἱερουσαλὴμ τῶν Μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ. Μοιάζει πολὺ μὲ τὴν Ἱερουσαλήμ τῶν προσδοκιῶν τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ. Καὶ αὐτὴ ἡ Ἱερουσαλὴμ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ Ἱερουσαλὴμ ὅπου κι ἐμεῖς πιστεύουμε ὅτι κατοικεῖ ὁ Θεός, ὅπου ὑπάρχει ἡ ζωὴ καὶ ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ, ὅπου καλλιεργεῖται πραγματικὰ κάθε τι θεϊκὸ ποὺ ἔχει νὰ κάνει μὲ τὴν φανέρωση τοῦ ὀνόματός Του ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν δόξα τοῦ προσώπου Του.

  Ὑπάρχουν ἀκόμη δύο στοιχεῖα τῆς νέας Σιών. Καὶ αὐτὰ εἶναι τὸ πάθος τοῦ Κυρίου καὶ ἡ Ἀνάστασίς Του. Εἶναι τὰ μεγαλύτερα στολίδα καὶ οἱ πλουσιότεροι θησαυροὶ τῆς νέας Ἱερουσαλήμ.

  Μέσα στὴν Ἐκκλησία ὁ καθένας μας προσπαθεῖ τέτοιες μέρες νὰ μπεῖ λίγο σ᾿ αὐτὸ τὸ μυστήριο τῶν παθῶν τοῦ Κυρίου. Νὰ ξεφύγει λίγο ἀπὸ τὰ ἐπίγεια στοιχεῖα τῶν ὄμορφων ἐθίμων καὶ τῶν καλῶν συνηθειῶν ὥστε νὰ ἀξιοποιήσει ἀκριβῶς αὐτοὺς τοὺς θησαυρούς. Νὰ δεῖ πὼς ὁ ἴδιος θὰ μπορέσει νὰ μετάσχει στὸ πάθος τῆς Σταυρώσεως τοῦ Κυρίου καὶ στὴ χαρὰ τῆς Ἀναστάσεως Του. Αὐτὴ ἡ εἴσοδος δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ μιὰ ἐπιστροφή. Ἐπιστροφὴ σ᾿ αὐτὸ ποὺ εἴμαστε, αὐτὸ ποὺ ψάχνουμε, ὄχι κάτι ξένο μὲ τὴ φύση μας, ἀλλὰ αὐτὸ γιὰ τὸ ὁποῖο πλαστήκαμε. Αὐτὸ θέλουμε, αὐτὸ ποθοῦμε, αὐτὸ ὀνειρευόμαστε. Αὐτὸ ἔβαλε ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς μέσα στὴν καρδιά μας.

  Εὐχόμαστε νὰ δώσει ὁ Θεός, μ᾿ αὐτὸ τὸ πνεῦμα τῆς ταπεινῆς ἐπιστροφῆς, τῆς γεμᾶτο πόθο καὶ καλὸ ἔνθεο πάθος ἐξόδου ἀπὸ τὸν ἐαυτό μας, ἀλλὰ καὶ τῆς γεμάτης εὐλογία καὶ ἀγάπη εἰσόδου στὴν Ἱερουσαλὴμ τῆς Ἐκκλησίας, νὰ περάσουμε στὸ σταδιο αὐτῆς τῆς εὐλογημένης ἐβδομάδος.

 

Μ.Ἑβδομάδα 2016  



Μήνυμαpdf