en ru

ΜΗΝΥΜΑ KΥΡΙΑΚΗΣ TOΥ ΤΥΦΛΟΥ


welcome img

Στὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα τῆς θεραπείας τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ, ὅπως καὶ σὲ αὐτὸ τοῦ παραλύτου τῆς Βηθεσδᾶ, βλέπει κανεὶς μιὰ ἀνεξήγητη ἀντίδραση τῶν Ἰουδαίων. Πῶς εἶναι δυνατὸν οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ νὰ βλέπουν ἕνα τόσο ἐντυπωσιακὸ θαῦμα καὶ ὄχι μόνο νὰ μὴν πιστεύουν, ἀλλὰ τελικὰ μὲ τόση ἐμπάθεια νὰ ἀντιδροῦν; Ὁ Κύριος θαυματουργικὰ δίνει τὸ φῶς στὸν ἐκ γενετῆς τυφλό. Τὸ ὁμολογοῦν αὐτὸ οἱ φίλοι καὶ γνωστοί του, οἱ γονεῖς του καὶ μὲ ἰδιαίτερη σαφήνεια ὁ ἴδιος. Ἐντελῶς ὅμως στενόκαρδα οἱ Ἰουδαῖοι ἀποδίδουν τὴ θαυματουργικὴ δύναμη τοῦ Κυρίου σὲ δαιμονικὴ ἐνέργεια. Τὸ ἴδιο καὶ μὲ τὴν περίπτωση τοῦ παραλύτου. Κάτι ἀνάλογο συναντοῦμε καὶ ἀμέσως μετὰ τὴν ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου.

Ἐκεῖ, ὅπως διαβεβαιώνει ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, ἀμέσως μετὰ «συνήγαγον οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι συνέδριον καὶ ἔλεγον· τί ποιοῦμεν, ὅτι οὗτος ὁ ἄνθρωπος πολλὰ σημεῖα ποιεῖ;» (Ἰω. ια΄ 47). Ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, ἐνῶ οἱ ἴδιοι ἦταν ποὺ Τοῦ ἔλεγαν ἐπὶ τοῦ σταυροῦ: «εἰ υἱὸς εἶ τοῦ Θεοῦ, κατάβηθι ἀπὸ τοῦ σταυροῦ... καὶ πιστεύσομεν ἐπ᾿αὐτῷ» (Ματθ. κζ΄ 40, 42), ὅταν κάποιοι ἐκ τῆς κουστωδίας τοὺς «ἀπήγγειλαν ἅπαντα τὰ γενόμενα», ἐκεῖνοι πάλι «συναχθέντες μετὰ τῶν πρεσβυτέρων συμβούλιόν τε λαβόντες ἀργύρια ἱκανὰ ἔδωκαν τοῖς στρατιώταις» καὶ τοὺς συνέστησαν νὰ ἰσχυριστοῦν ὅτι «οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ νυκτὸς ἐλθόντες ἔκλεψαν αὐτὸν ἡμῶν κοιμωμένων» (Ματθ. κη΄ 11-13).

 Τὶ φοβερὸ πράγμα νὰ διδάσκει ὁ Κύριος οὐράνιες ἀλήθειες καὶ νὰ Τὸν μισοῦν! Νὰ ζεῖ μὲ μοναδικὴ ἁγιότητα καὶ νὰ ἀντιδροῦν! Νὰ θαυματουργεῖ καὶ νὰ ἐξαγριώνονται! Νὰ ἀνασταίνει ἀνθρώπους καὶ νὰ ἀνησυχοῦν! Νὰ ἀνασταίνεται ὁ Ἴδιος καὶ νὰ ἐξαπατοῦν!

Πῶς εἶναι δυνατόν; Τί φταίει καὶ τελικὰ οἱ δικοί τους ὀφθαλμοὶ ποτὲ δὲν διανοίγονται; Ὁ Κύριος θεραπεύει τὴν ἐκ γενετῆς τύφλωση τοῦ τυφλοῦ, ἀδυνατεῖ ὅμως νὰ ἐξαλείψει τὴ συνειδητὴ τύφλωση τῶν Ἰουδαίων. Τί συμβαίνει καὶ κάποιοι ἀρνοῦνται ἐπίμονα τὸν Θεό;

Αὐτὸ εἶναι τὸ πρῶτο ἐρώτημα. Τὸ ρῆμα «ἀνοίγω», ἡ ἔκφραση «ἀνέῳξε τοὺς ὀφθαλμούς», ποὺ στὴν εὐαγγελικὴ περικοπὴ συναντοῦμε ἑπτὰ φορὲς (στίχ. 10, 14, 17, 21, 26, 30 καὶ 32), ἐμφανίζεται στὰ ἀναστάσιμα εὐαγγέλια καὶ ἄλλες δύο φορές· ἐκεῖ ὅμως προσδιορίζει τὴ διάνοιξη τοῦ νοὸς τῶν μαθητῶν μετὰ τὴν Ἀνάσταση (βλ. Λουκ. κδ΄ 31, 45). Ὁ Κύριος ἀνοίγει τοὺς ὀφθαλμοὺς τῶν τυφλῶν, ἀνοίγει καὶ τὸ μυαλὸ τῶν μαθητῶν. Γιατὶ καὶ αὐτῶν ὁ νοῦς ἦταν σκοτισμένος. Οἱ Ἰουδαῖοι δὲν ἤθελαν τὸν Θεό. Οἱ μαθητὲς δὲν Τὸν ἀντιλαμβάνονταν. Ἄλλο αὐτό. Καὶ σὲ αὐτοὺς ὁ Κύριος ἀπεκάλυπτε τὶς αἰώνιες ἀλήθειες, ἀλλὰ δὲν κατανοοῦσαν: τοὺς μιλοῦσε γιὰ τὸν διωγμό τους καὶ τὸν δικό Του, γιὰ τὴ μάχαιρα τοῦ πνεύματος, καὶ αὐτοὶ τοῦ ἔφερναν μαχαίρια (βλ. Λουκ. κβ΄ 36-38). Τοὺς μυοῦσε κατὰ τὸν Μυστικὸ Δεῖπνο στὰ μυστικὰ τῆς θεολογίας καὶ αὐτοὶ διετύπωναν ἀφελῶς ἐντελῶς ἐπίγειες ἐρωτήσεις. Τοὺς ἀπεκάλυπτε τὴν διὰ σταυροῦ σωτηρία καὶ αὐτοὶ προσπαθοῦσαν νὰ Τὸν ἀποτρέψουν (Ματθ. ις΄ 21-22). Τοὺς φανέρωνε τὸ γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεώς Του καὶ αὐτοὶ δὲν κατανοοῦσαν περὶ τίνος μιλοῦσε. Τοὺς ἐμφανιζόταν ἀναστημένος καὶ αὐτοὶ «ἐδόκουν πνεῦμα θεωρεῖν» (Λουκ. κδ΄ 37)· βάδιζε μαζί τους ζῶν μετὰ τὴν Ἀνάσταση καὶ αὐτοὶ ἦταν προσηλωμένοι στὴν ἀνθρώπινη εἰκόνα τῆς σταυρώσεως (πρὸς Ἐμμαούς). Τί τελικὰ ἔφταιγε καὶ δὲν ἔβλεπαν; Τί συνέβαινε καὶ δὲν καταλάβαιναν; Αὐτὸ εἶναι τὸ δεύτερο ἐρώτημα.

Ὑπάρχει μιὰ ὄμορφη λέξη στὴν πατερικὴ γλῶσσα ποὺ περιγράφει τὴ δυνατότητα τῆς ψυχῆς νὰ βλέπει τὰ θεῖα, νὰ ἀναγνωρίζει τὰ γεγονότα, νὰ ὁδηγεῖ σὲ αὐτογνωσία, νὰ μπορεῖ νὰ ἔρχεται σὲ ἐπαφὴ μὲ τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ· εἶναι τὸ «ὀπτικὸν» τῆς ψυχῆς. Οἱ ἅγιοι ἀπόστολοι τὸ εἶχαν ἀδρανοποιημένο· δὲν μποροῦσαν. Οἱ Ἰουδαῖοι κατεστραμμένο· δὲν ἤθελαν. Ἂς δοῦμε λοιπὸν τὶ ἀδρανοποιεῖ καὶ τὶ καταστρέφει τὴ δυνατότητα ὁράσεως τῆς ψυχῆς, διότι ἐμεῖς στὸ πρόσωπο τῶν ἀποστόλων καὶ τῶν Ἰουδαίων, βλέπουμε τοὺς ἑαυτούς μας. Συχνὰ λειτουργοῦμε εἴτε ὡς οἱ ἀπόστολοι εἴτε καὶ ὡς οἱ Ἑβραῖοι. Ἄλλοτε μὲ τὸ βλέμμα παράλυτο, ναρκωμένο, καὶ ἄλλοτε ἐντελῶς ἀνίκανο νὰ δεῖ, νεκρωμένο.

Θὰ ἀναφέρουμε τέσσερα στοιχεῖα ποὺ ἀδρανοποιοῦν τὴ δυνατότητα ὁράσεως –περίπτωση μαθητῶν– καὶ τέσσερα ποὺ τὴν παραλύουν, τὴ νεκρώνουν –περίπτωση Ἰουδαίων.

Τὸ πρῶτο εἶναι ἡ ἐξοικείωση, ἡ συνήθεια, ὁ ἐθισμὸς μὲ τὰ τοῦ Θεοῦ. Δὲν μᾶς εἶναι κάτι τὸ ξεχωριστό, κάτι τὸ μοναδικό, ἀλλὰ εἶναι κάτι τὸ καθημερινὸ ὁ Θεός. Ἡ ψυχή μας χάνει τὴ ζωτικότητά της καὶ ἰσοπεδώνει κάθε τι μεγάλο μὲ τὸν ὁδοστρωτῆρα τοῦ καθημερινοῦ, στὸ ἐπίπεδο τοῦ συνηθισμένου. Αὐτὸς ὁ ἐθισμός, ἡ συνήθεια, μᾶς κάνει νὰ χάνουμε τὴν ἰδιαιτερότητα τῶν μηνυμάτων καὶ τὴ μοναδικότητα τῶν γεγονότων ποὺ μᾶς δίνει ὁ Θεός.

Τὸ δεύτερο εἶναι ἡ κυριαρχία τῶν μικρῶν ἐλαττωμάτων καὶ τῶν ἰδιορρυθμιῶν στὴν καρδιά μας. Ὅταν ὁ Κύριος προανήγγειλε στοὺς μαθητὲς τὸ Πάθος Του, αὐτοὶ ξεδίπλωσαν τὰ πάθη τῆς φιλοπρωτίας τους (Μᾶρκ. ι΄ 32-45). Πολὺ ἀνθρώπινη ἀδυναμία ἡ φιλοδοξία, ἀλλὰ ὅταν κανεὶς τὴν ἀφήσει μέσα του, ἡ ψυχὴ λειτουργεῖ σὰν νὰ σιγοκοιμᾶται. Δὲν μπορεῖ νὰ δεῖ. Ἡ ἐπανάπαυση καὶ ὁ ἐφησυχασμὸς ποὺ δημιουργεῖ ἡ ἀπουσία ἐμφανῶν ἁμαρτιῶν κοιμίζει τὴν ψυχὴ καὶ τῆς ἀποστερεῖ τὸ δικαίωμα καὶ τὴ δυνατότητα νὰ βλέπει. Αὐτὸ ποὺ τὴν εὐαισθητοποιεῖ εἶναι ἡ περιποίησή της στὴ λεπτομέρεια.

Ὑπάρχει ὅμως καὶ κάτι ἄλλο. Εἶναι ἡ παχύτητα τοῦ φρονήματος, ἡ ἐπιγειότητα. Τὸ νὰ μένει κανεὶς σὲ αὐτὰ ποὺ βλέπει καὶ ποὺ συλλαμβάνουν οἱ αἰσθήσεις του μόνο ἢ καὶ σὲ αὐτὰ ποὺ μπορεῖ λογικὰ νὰ κατανοήσει. Νὰ μὴν εἰσχωρεῖ στὰ αἰώνια, στὰ θεολογικά, στὰ οὐράνια. Νὰ ζεῖ κατὰ φύσιν καὶ νὰ ἀγνοεῖ τοὺς χυμοὺς τῆς κατὰ πνεῦμα ζωῆς καὶ τοὺς καρποὺς τῶν κατὰ χάριν ἐμπειριῶν. Αὐτὸ δὲν δείχνει ἡ ἔντονη παρουσία τοῦ φόβου πάνω στοὺς ἀποστόλους; Ὁ φόβος τους, σαφὲς στοιχεῖο τοῦ φυσικοῦ ἀνθρώπου, γέννησε τὴ δυσπιστία καὶ ἔκλεισε τὸν ὁρίζοντα τῆς ψυχῆς τους.

Τέλος, νὰ ἀναφέρουμε καὶ τὴ δυσκινησία τῆς ψυχῆς, τὴ βραδύτητα τῆς καρδίας «τοῦ πιστεύειν ἐπὶ πᾶσιν οἷς ἐλάλησαν οἱ προφῆται» (Λουκ. κδ΄ 25), τὴ διάθεση τῆς ἀνόητης ἀσφάλισης, τὴν ὀλιγάρκεια τῆς πίστεως τοῦ μέσου ὅρου. Ἡ κατάσταση αὐτὴ περιορίζει τὴν ψυχή, παγιδεύει τὸν νοῦ. Ἐνῶ ἀντιλαμβάνεται, δὲν νοιώθει· ἐνῶ θέλει, δὲν μπορεῖ· ζεῖ τὰ λίγα καὶ στερεῖται τὰ πολλά· ἀρκεῖται στὰ μικρὰ καὶ ἀγνοεῖ τὰ μεγάλα.

Ἂς δοῦμε τώρα πῶς νεκρώνεται τὸ ὀπτικὸν τῆς ψυχῆς, πῶς καταργεῖται ἡ δυνατότητα τῆς ὁράσεώς της. Ἐδῶ τὰ πράγματα εἶναι ἐντελῶς κατεστραμμένα καὶ διεστραμμένα. Ὅπως λέγει ὁ Κύριος ἐπαναλαμβάνοντας τὴν προφητεία τοῦ Ἡσαΐα: «τετύφλωκεν [ὁ Θεὸς] αὐτῶν τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ πεπώρωκεν αὐτῶν τὴν καρδίαν» ( Ἰω. ιβ΄ 40, Ἡσ. ς΄ 9, 10). Τὰ μάτια τους ἦταν τυφλωμένα καὶ ἡ καρδιά τους σκοτισμένη καὶ πωρωμένη. Ὁ δὲ πρωτομάρτυς Στέφανος χαρακτηρίζει «ἀπερίτμητον» τὴν καρδιά τους καὶ «σκληροτράχηλον» (Πράξ. ζ΄ 51).

Αὐτὴ ἡ σκληρότητα, ἡ ἀπερίτμητη καὶ μὴ συντετριμμένη διάθεση καὶ ἡ πώρωση γεννᾶ τὴν ὁριστικὴ τύφλωση τῆς καρδιᾶς, ποὺ ἐκδηλώνεται μὲ τέσσερα βασικὰ χαρακτηριστικά:

Τὸ πρῶτο εἶναι ἡ ἄρνηση τῆς ἀλλαγῆς τρόπου ζωῆς, τὸ δεύτερο ἡ ἐξάρτηση ἀπὸ τὰ προσωπικὰ συμφέροντα, τὸ τρίτο ἡ παγίδευση στὸν ἐγωϊσμὸ καὶ τὰ πάθη καὶ τὸ τέταρτο ἡ παράδοση στοὺς λογισμούς. Ἂν δὲν θέλουμε νὰ ἀλλάξουμε ζωή, δὲν μποροῦμε οὔτε νὰ δεχθοῦμε τὸν Θεὸ ἀναστάντα μπροστὰ στὰ μάτια μας. Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου συνεπάγεται διαρκῆ ἀλλαγὴ ζωῆς· στροφὴ ἀπὸ τὸ κακὸ στὸ καλό, ἀπὸ τὸ λίγο καὶ στενὸ στὸ πολὺ καὶ ἐλεύθερο· ἀδιάκοπη μετάβαση ἀπὸ τὸ καλὸ στὸ καλύτερο· συνεχῆ αὐτοαναίρεση μὲ ταπείνωση, εἰλικρίνεια καὶ ἐλπίδα. Ἐὰν οἱ Ἰουδαῖοι ἐδέχοντο τὸν Κύριο, ἔπρεπε νὰ ἐγκαταλείψουν τὴ συναγωγή, τὶς πρωτοκαθεδρίες, τὰ δικαιώματα, τὴν ὑποκρισία τους. Ἔπρεπε νὰ ἀλλάξουν ζωή.

Ἀλλὰ δὲν εἶναι μόνον αὐτό. Ὅπως ἀναφέρει ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, «ὁ Καϊάφας ἀρχιερεὺς ὢν τοῦ ἐνιαυτοῦ» εἶπε: «συμφέρει ἡμῖν ἵνα εἷς ἄνθρωπος ἀποθάνῃ ὑπὲρ τοῦ λαοῦ» (Ἰω. ια΄ 49-50). Ἐδῶ ὁμιλεῖ γιὰ συμφέρον· καὶ δὲν ἐννοεῖ βέβαια τὸ πνευματικὸ συμφέρον ἀλλὰ τὸ στενὸ προσωπικὸ ἢ συλλογικὸ τῶν Ἰουδαίων.

Τὶ θὰ συντηροῦσε τὴ λειτουργία τῆς θρησκευτικῆς ὁμάδας τους. Τὶ θὰ διασφάλιζε τὸ κῦρος καὶ τὴν ἐπιρροὴ τοῦ συνεδρίου. Ἐμπόδιο στὸ νὰ ὁμολογήσουν τὸν Κύριο καὶ νὰ Τὸν δεχθοῦν στὴν καρδιά τους ἀπετέλεσε τὸ στενὸ συμφέρον τους. Ἀλλὰ καὶ ὁ ἐγωϊσμὸς καὶ τὰ πάθη προξενοῦν αὐτὴ τὴ δυσκαμψία τῆς ψυχῆς, τὴ σκληρότητα καὶ τὴν τύφλωσή της. Πῶς νὰ δεχθοῦμε κάτι διαφορετικὸ ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ὣς τώρα δηλώνουμε πὼς πιστεύουμε; πῶς νὰ παραδεχθοῦμε ὅτι κάναμε ὣς τώρα λάθη; Ἡ εἰκόνα τοῦ προσώπου μας γύρω μας εἶναι ἀναγκαιότερη ἀπὸ τὴν εἰκόνα τῆς ἀλήθειας μέσα μας. Ἀλλὰ καὶ ἡ ἐσωτερικὴ ἀνειλικρίνεια γεννᾶ καὶ τὴν ἐξωτερικὴ ἄρνηση τῆς ἀλήθειας.

Τέλος, τύφλωση δημιουργεῖ ἡ ἀγκύλωση τῶν λογισμῶν μας καὶ οἱ προκαταλήψεις μας. Ἴσως δὲν φανταζόμαστε, ἀλλὰ ὁ στραβὸς λογισμὸς ἔχει τέτοιο πεῖσμα, ποὺ καὶ θαῦμα νὰ γίνει αὐτὸς τὸ ἀρνεῖται. Πιὸ εὔκολα βλέπετε οἱ Ἰουδαῖοι ἀπέδωσαν τὸ θαῦμα σὲ δαιμονικὴ ἰσχὺ τοῦ Κυρίου παρὰ στὴ θεότητά Του (βλ. Ἰω. θ΄ 24). Γιὰ ὅλα ὑπάρχουν οἱ ἐξηγήσεις· πάντοτε βρίσκουμε ἐπιχειρήματα πειστικά. Τίποτε ὅμως δὲν ἔχει σχέση μὲ τὴν ἀλήθεια. Ἡ δυσκαμψία τοῦ λογισμοῦ εἶναι ἀπὸ τοὺς πιὸ βαθεῖς ἐγωϊσμοὺς ποὺ καίρια πλήττει τὸ ὀπτικὸ νεῦρο τῆς ψυχῆς. Εἶναι τύφλωση μὲ φρόνημα ὁράσεως· σκοτάδι μὲ ὄνομα φωτός· φαρισαϊκὴ σκληρότητα μὲ ἔνδυμα εὐλαβείας.

Ἡ Ἐκκλησία μας λοιπὸν μᾶς λέγει ξεκάθαρα: Οἱ πραγματικοὶ τυφλοὶ ἦταν οἱ Ἑβραῖοι τῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς, δὲν ἦταν ὁ τυφλός. Αὐτὸς μπόρεσε καὶ εἶδε. Τυφλοὶ μπορεῖ νὰ εἴμαστε καὶ ὅλοι ἐμεῖς, οἱ λεγόμενοι ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας. Ὄχι καλοὶ τυφλοὶ –μακάρι νὰ εἴμαστε σὰν αὐτὸν τὸν ἐκ γενετῆς τυφλὸ ποὺ τελικὰ ἀνέβλεψε!– ἀλλὰ τραγικοὶ τυφλοί, σὰν τοὺς Ἑβραίους, ποὺ εἶχαν ἀνοικτὰ τὰ μάτια τους καὶ ὅμως δὲν ἔβλεπαν. Κι ἐμεῖς βρισκόμαστε στὴ φωτοχυσία τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, μέσα στὶς εὐλογίες τοῦ Ἀναστάντος, μέσα στὸν πλοῦτο τῶν δώρων τῆς θεϊκῆς παρουσίας καὶ ἀγάπης, μέσα στὴν Ἐκκλησία, ποὺ τὴ χτυποῦν αἰῶνες τώρα οἱ ἰσχυροὶ τῆς γῆς, αὐτὴ ὅμως «πολεμουμένη νικᾷ». Κάτι τέτοιο συμβαίνει καὶ στὶς ἡμέρες μας. Θὰ μποροῦσε νὰ βλέπουμε μὲ κοσμικὸ μάτι τοὺς ἐχθροὺς καὶ τὶς ἀπειλές, τὶς συκοφαντίες, τὴν κατασκευασμένη σκανδαλιστικὴ εἰκόνα της καὶ νὰ χάνουμε τὸ μυστήριό της.

Ἂς στρέψουμε λοιπὸν τὰ μάτια μας στὴ λάμψη τοῦ φωτὸς καὶ τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Τότε θὰ ἀναγνωρίσουμε τὰ βήματα τοῦ Θεοῦ στὴ ζωή μας. Τότε θὰ μπορέσουμε νὰ ἀντικρύσουμε στὰ πάντα τὸ χέρι καὶ τὴν εὐλογία Του. Τότε θὰ δοῦμε τὴν εἰκόνα καὶ τὴν ἀλήθεια Του μέσα μας. Τότε θὰ διακρίνουμε μέσα στὸ σκότος τῆς κοινωνίας τὴ φωτοχυσία τῆς θεϊκῆς δυνάμεως καὶ παρουσίας καὶ μέσα στὶς προσβολὲς τῆς Ἐκκλησίας τὴ δόξα της. Εὔχομαι νὰ ἀποκτήσει ἡ ψυχή μας τὴν ὅρασή της, γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ ὁμολογεῖ τὴ λιακάδα τῶν εὐλογιῶν τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἀντιλαμβάνεται τὴν ἀλήθεια τῶν μηνυμάτων Του!__

    
Κυριακὴ τοῦ Τυφλοῦ 2022

Από το βιβλίο του Μητροπολίτου : «ΔΕΥΤΕ ΛΑΒΕΤΕ ΦΩΣ - Ἀπὸ τὸ γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως στὴ θέα τοῦ Ἀναστάντος» - Εκδ. Ιεράς Μητροπόλεως Μεσογαίας & Λαυρεωτικής, Σπάτα 2021


ΜΗΝΥΜΑ KΥΡΙΑΚΗΣ TΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ
«Ἀνέσπερη ἡ ἐλπίδα τῆς Ἀναστάσεως» 


welcome img

Ἡ Ἑκκλησία μας τὴν τέταρτη Κυριακὴ μετὰ τὸ Πάσχα μᾶς διαβάζει μιὰ περικοπὴ πολὺ περιγραφική, πολὺ περιεκτική, πολὺ θεολογικὴ ἀλλὰ ταυτόχρονα καὶ πολὺ ἀνθρώπινη. Στὴν παραβολὴ αὐτήν, ἐμφανίζεται ὁ Κύριος πορευόμενος μὲ τοὺς μαθητές Του στὴ Σαμάρεια, μάλιστα δίπλα σὲ μιὰ πηγή, στὸ φρέαρ τοῦ Ἰακώβ, ὅπου κάθεται νὰ ξεκουραστεῖ ἀπὸ τὴν ὁδοιπορία. Εἶναι μεσημέρι, οἱ μαθητὲς πηγαίνουν νὰ ἀγοράσουν τρόφιμα στὴν πόλη, μένει μόνος Του καὶ ἐκεῖ ἔρχεται μιὰ γυναίκα, Σαμαρείτιδα, ἀλλοεθνής, δηλαδὴ μὴ Ἰσραηλίτισσα, γιὰ νὰ ἀντλήσει ἀπὸ τὸ πηγάδι νερό. Ὁ Κύριος βρίσκει τὴν εὐκαιρία καὶ ἀνοίγει μαζί της διάλογο. Τὸ ἐνδιαφέρον σὲ αὐτὴν τὴν περικοπὴ εἶναι ὅτι ὁ Χριστὸς διαβάζει μὲ ἀκρίβεια τὴν ψυχὴ αὐτῆς τῆς γυναίκας, τολμᾶ νὰ τῆς κάνει κάποιες ἀποκαλύψεις γιὰ τὴν προσωπική της ζωὴ καὶ μέσα ἀπὸ τὸν διάλογο μαζί της νὰ διατυπώσει βαθειὲς θεολογικὲς καὶ πνευματικὲς ἀλήθειες, τέτοιες ποὺ οὔτε ἡ ἴδια μποροῦσε νὰ καταλάβει οὔτε στοὺς μαθητές Του εἶχε προηγουμένως κάνει οὔτε κι ἐμεῖς ποὺ μελετοῦμε τὸ Εὐαγγέλιο μποροῦμε εὔκολα νὰ κατανοήσουμε.

Εἶναι προφανὲς ὅτι ἡ γυναίκα αὐτὴ δὲν εἶχε τὶς κατάλληλες προϋποθέσεις οὔτε εἶχε προηγηθεῖ ἀπὸ μέρους της κάποια προετοιμασία προκειμένου νὰ ζήσει αὐτὲς τὶς ἀποκαλύψεις καὶ νὰ ἐκτεθεῖ σὲ μιὰ τέτοια διδασκαλία. Ἡ ζωή της, ἡ ταυτότητά της, οἱ συνθῆκες δὲν φαίνεται νὰ συνηγοροῦσαν σὲ κάτι τέτοιο. Κατ᾿ ἀρχὰς δὲν ἀνεζήτησε αὐτὴ τὸν Κύριο οὔτε Τὸν ἐγνώριζε οὔτε καὶ Τοῦ ἔθεσε αὐτὴ τὰ πρῶτα ἐρωτήματα. Βρέθηκε κοντά Του, ἀλλὰ δὲν Τὸν πλησίασε αὐτή. Ὁ Κύριος τὴν πλησίασε. Αὐτὴ πῆγε στὸ πηγάδι γιὰ νὰ ἀντλήσει τὸ νερὸ ποὺ χρειαζόταν γιὰ τὶς ἀνάγκες της, ὅπως πιθανὸν θὰ ἔκανε εἴτε καθημερινὰ εἴτε σὲ τακτὰ χρονικὰ διαστήματα. Θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι ἡ συνάντηση ἦταν συγκυριακή, ἡ ἴδια δὲ μᾶλλον ἀνυποψίαστη. Γιὰ ἄλλον λόγο πῆγε στὴν πηγὴ καὶ ἄλλο τῆς προέκυψε.

Τὸ πρῶτο λοιπὸν χαρακτηριστικὸ αὐτῆς τῆς συναντήσεως εἶναι ὅτι ἡ Σαμαρείτιδα πλησιάζει τὸν Κύριο ἐντελῶς ἀνυποψίαστη καὶ ἐπισκέπτεται τὸ φρέαρ γιὰ καθαρὰ πρακτικοὺς λόγους ποὺ δὲν ἔχουν καμμία σχέση μὲ τὸν διάλογο ποὺ ἀκολούθησε. Ὁ τόπος ἦταν μὲν ἱερός, ἀφοῦ κατὰ τὴν παράδοση εἶχε δοθεῖ ἀπὸ τὸν Ἰακὼβ στὸν Ἰωσὴφ τὸν υἱό του, δὲν ἦταν ὅμως ἕνας τόπος λατρείας ἢ κηρύγματος καὶ διδασκαλίας.

Τὸ δεύτερο εἶναι ὅτι ὁ διάλογος γίνεται μεταξὺ τοῦ Κυρίου καὶ μιᾶς γυναίκας. Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ὁ ρόλος καὶ ἡ κοινωνικὴ ἀναγνώριση τῆς γυναίκας δὲν ἄφηναν περιθώρια σὲ ἕναν διδάσκαλο νὰ ἐμπιστεύεται τὴν ὑψηλὴ καὶ ἀποκαλυπτική του διδασκαλία σὲ μιὰ γυναίκα. Δὲν θεωρεῖτο σωστὸ νὰ ξοδέψει κανεὶς τὸν θησαυρό του καταθέτοντάς τον σὲ μιὰ μάλιστα ἄγνωστη γυναίκα. Γι᾿ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγο, ὅταν ἐπέστρεψαν οἱ μαθητές, ἀπόρησαν πῶς ἦταν δυνατὸν ὁ διδάσκαλος νὰ κάθεται καὶ νὰ συνομιλεῖ μὲ μιὰ γυναίκα. Ἀλλὰ καὶ πουθενὰ ἀλλοῦ μέσα στὰ Εὐαγγέλια καὶ μέσα στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας τῶν πρώτων ἐτῶν δὲν ἐμφανίζεται κάτι τέτοιο. Ἔχουμε γυναῖκες μάρτυρες, ἔχουμε τὶς Μυροφόρες, ἔχουμε τὶς μαθήτριες, ἀλλὰ τὶς ἔχουμε ἁπλῶς νὰ ἀκοῦν· ὄχι ὅμως καὶ νὰ διαλέγονται. Δεύτερη λοιπὸν ἀρνητικὴ συνθήκη μετὰ ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Σαμαρείτιδα φαινόταν ἀνυποψίαστη καὶ ἀκατάλληλη, ἦταν τὸ ὅτι ἦταν γυναίκα.

Ὑπάρχει καὶ ἕνα τρίτο στοιχεῖο ποὺ δὲν θὰ συνηγοροῦσε στὸν διάλογο ὅπως ἐξελίχθηκε. Τὸ ὅτι δὲν ἦταν μόνο γυναίκα, ἀλλὰ ἦταν καὶ Σαμαρείτιδα, σὰν νὰ λέγαμε μιᾶς περιφρονημένης φυλῆς καὶ κατηγορίας πρόσωπο. Οὔτε σὲ αὐτὸ θὰ περίμενε κανεὶς νὰ μποροῦσε ὁ Κύριος νὰ ἐμπιστευθεῖ, ὅπως προανέφερα, τὸν λόγο Του.

Τὸ πιὸ ἀρνητικὸ ὅμως στοιχεῖο γιὰ τὸν διάλογο αὐτὸν εἶναι ὅτι ἐπρόκειτο τελικῶς περὶ μιᾶς ἁμαρτωλῆς γυναίκας, μιᾶς μοιχαλίδας, ἡ ὁποία εἶχε πέντε ἄνδρες ποὺ τοὺς παράτησε καὶ ἀπὸ ὅ,τι φαίνεται ἀπὸ τὸν διάλογο καὶ ὁ ἄνδρας μὲ τὸν ὁποῖο συζοῦσε δὲν ἦταν ἄνδρας της κανονικός, νόμιμος, εὐλογημένος κατὰ κάποιον τρόπο.

Βλέπουμε λοιπὸν ὅτι ἔχουμε ἕνα πρόσωπο ποὺ οἱ προϋποθέσεις τῆς ζωῆς του εἶναι ἐντελῶς ἀντίθετες στὸ νὰ καταστεῖ μάρτυρας μοναδικῶν θεολογικῶν ἀποκαλύψεων. Δὲν ἦταν ἕνας Φαρισαῖος ἢ κάποιος γραμματεύς, δὲν ἦταν κάποιος μαθητής, δὲν ἦταν ἕνας μορφωμένος ἄνδρας, μελετητὴς τῶν Γραφῶν. Ἦταν μιὰ ἀνυποψίαστη γυναίκα, Σαμαρείτιδα, γνωστὴ στὸν τόπο τῆς διαμονῆς της γιὰ τὴν προκλητικὴ ἁμαρτωλότητά της, ἠθικὰ στιγματισμένη, ἀπροκάλυπτος παραβάτης τῶν ἰουδαϊκῶν παραδόσεων καὶ βιβλικῶν ἐντολῶν.

Καὶ ὄχι μόνον αὐτό· ἀλλὰ ὅταν ὁ Κύριος τῆς ἀποκαλύπτει τὸν ἔκλυτο βίο της, ἡ γυναίκα αὐτὴ συμπεριφέρεται σὰν νὰ μὴν εἶναι ἕτοιμη νὰ μετανοήσει. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀλλάζει τὴν συζήτηση καὶ τὴν μεταθέτει σὲ πιὸ πνευματικὰ θέματα. Θὰ περίμενε κανείς, μετὰ τὴ θαυμαστὴ ἀποκάλυψη τῆς ἁμαρτίας της, ἂν πραγματικὰ εἶχε μέσα της σπέρματα καλῆς προθέσεως καὶ διάθεση μετανοίας, ἀντὶ νὰ στρέψει τὴ συζήτηση ἀλλοῦ, νὰ ζητήσει ἀμέσως τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ θεραπεία τῆς ψυχῆς της ἀπὸ τὸν Κύριο. Δὲν τὸ κάνει ὅμως αὐτὸ ἡ Σαμαρείτιδα. Οὔτε ὁ Κύριος δείχνει νὰ ἐνοχλεῖται καὶ νὰ τὸ σχολιάζει. Ἀντίθετα, ἡ Σαμαρείτιδα ἐπιμένει στὴν ἀδυναμία της ν᾿ ἀνοίξει τὴν ψυχὴ καὶ τὰ μάτια της καὶ νὰ ἀπελευθερωθεῖ ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς ἁμαρτίας της. Πράγματι, ὅταν στὴν πρόοδο τῆς συνομιλίας ὁ Κύριος τῆς φανερώνει ὅτι Αὐτὸς εἶναι ὁ Χριστὸς καὶ ὁ Μεσσίας, ἐκείνη δὲν τὸ καταλαβαίνει καὶ συνεχίζει νὰ διατηρεῖ τὶς ἀμφιβολίες της. Αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ὅταν πηγαίνει στοὺς συγχωριανούς της καὶ τοὺς ἀναγγέλλει τὸ συμβάν, τοὺς λέγει: «Ἐλᾶτε, συνάντησα ἕναν ἄνθρωπο» –ἔτσι τὸν ἀπεκάλεσε– «ὁ ὁποῖος μοῦ εἶπε ὅλα ὅσα ἔχω κάνει στὴ ζωή μου· μήπως τυχὸν εἶναι ὁ Χριστός;»

Ἡ πρώτη λοιπὸν ματιὰ εἶναι μᾶλλον ἀρνητικὴ ἀλλὰ καὶ συμπαθὴς γι’ αὐτὴ τὴ γυναίκα. Εἶναι συμπαθὴς γιατὶ παρουσιάζει μιὰ ἀθωότητα. Φαίνεται ἀπὸ τὴν ἁπλότητα μὲ τὴν ὁποία συμμετέχει στὸν διάλογο μὲ τὸν Κύριο. Ἂν καὶ δὲν καταλαβαίνει τὶς ἀπαντήσεις ποὺ τῆς δίνει, οἱ ἐρωτήσεις της εἶναι ἁγνές, πνευματικές. Μὲ ἁπλότητα παιδικὴ καὶ ἀφελότητα στὴν οὐσία συμμετέχει σὲ αὐτὸν τὸν διάλογο, τὸν ὁποῖο ἀνοίγει ὁ Κύριος. Εἶναι προφανὲς ὅτι πίσω ἀπὸ αὐτὴν τὴν ψυχὴ ποὺ παρουσιάζει τόσες ἀντίθετες προϋποθέσεις, ποὺ ἔχει τόσα ἀρνητικὰ στοιχεῖα καὶ ποὺ σίγουρα τὴν ἀκολουθεῖ ἕνας δημόσιος στιγματισμός, κρύβεται ἕνας θησαυρός. Ὁ Κύριος δὲν εἶδε μόνο τὴν ἁμαρτωλὴ ζωὴ καὶ τὰ ἀρνητικά της, ἀλλὰ διέκρινε καὶ τὴ βαθύτερη διάθεσή της, τὸν ἄγνωστο θησαυρὸ τῆς ψυχῆς της, τὴν κρυμμένη ἀξία της. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀδιαφορῶντας γιὰ ὅλα τῆς ἐμπιστεύεται τὸν θησαυρὸ τῆς ἀλήθειας Του.

Ἕνα δεύτερο θετικὸ στοιχεῖο εἶναι ὁ αὐθορμητισμός της. Μόλις τῆς λέγει ὁ Κύριος ὅτι εἶναι ὁ Μεσσίας, «ἀφῆκε τὴν ὑδρίαν αὐτῆς» (Ἰω. δ΄ 28)· τὰ ἀφήνει ὅλα, τὴ στάμνα της καὶ τὸν σκοπὸ γιὰ τὸν ὁποῖο βρέθηκε στὸ πηγάδι. Αὐτὸ δείχνει ἕναν συγκινητικὸ αὐθορμητισμό. Δὲν πῆρε τίποτε μαζί της, ἀλλὰ ὅπως οἱ μαθητὲς μόλις συνήντησαν τὸν Κύριο «ἀφέντες ἅπαντα ἠκολούθησαν αὐτῷ» (Λουκ. ε΄ 11), αὐτὴ ἀφήνοντας τὰ πάντα τρέχει νὰ μοιραστεῖ τὴν ἐμπειρία της μὲ τοὺς συγχωριανούς της. Ἡ ψυχή της μᾶς θυμίζει λίγο τὸν Πέτρο. Καὶ αὐτὸς δὲν ὀρθολογιζόταν σὲ ἀντίστοιχες στιγμές, ἀλλὰ μὲ ἕναν ἔντονο ἐσωτερικὸ αὐθορμητισμὸ προχωροῦσε στὶς ἐπιταγὲς τῆς ψυχῆς του; Κάτι ἀνάλογο δὲν ἔκανε καὶ αὐτή; Αὐτὴ ἡ στάση της εἶναι ἐνδεικτικὴ καὶ μιᾶς ἄλλης ὄμορφης πτυχῆς τῆς ψυχῆς της. Αὐτὸν τὸν θησαυρό, αὐτὸ ποὺ ἀνακάλυψε, δὲν κάθησε στενόκαρδα, ἐγωκεντρικὰ καὶ φίλαυτα νὰ τὸν κρατήσει μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό της, ἀλλὰ σὰν νὰ μὴν ἄντεξε οὔτε μιὰ στιγμή, ἀφήνει τὴν ὑδρία καὶ τρέχει νὰ πάει νὰ τὸν μοιραστεῖ μαζὶ μὲ τοὺς συγχωριανούς της, μὲ τοὺς φίλους της, μὲ τοὺς ἀνθρώπους μὲ τοὺς ὁποίους διέμενε. Πολὺ μεγάλο πράγμα αὐτό. Νὰ μὴν μπορεῖ κανεὶς νὰ πάει οὔτε στὸν παράδεισο μόνος του. Νὰ θέλει τὰ πάντα νὰ τὰ μοιράζεται. Εἶναι αὐτὸ ποὺ ἡ Ἐκκλησία μας ὀνομάζει «κοινωνία», εἶναι ἡ δυνατότητα καὶ ἡ ἀνάγκη νὰ μετέχει ὁ ἕνας στὴ ζωὴ τοῦ ἄλλου. Νὰ μοιράζεται τὴ χαρά του, τὴ λύπη του, τὸ πρόβλημά του, νὰ μοιράζεται ἐνδεχομένως τὸν σκανδαλισμό του. Νὰ μοιράζεται τὰ πάντα, τὸ φαγητὸ τὸ πνευματικὸ καὶ τὸ ὑλικό. Νὰ μοιράζεται τὴ σωτηρία του. Ἔζησε τὴν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν τὴν κράτησε γιὰ τὸν ἑαυτό της. Ἀλλὰ αὐτὴ ἡ ἐσωτερικὴ δύναμη ποὺ ἔνοιωσε μέσα της τὴν ὁδήγησε πραγματικὰ σὰν ἄλλος ἀπόστολος νὰ τρέξει στὸ χωριό της, μὲ τὸ γνωστὸ στὴ συνέχεια ἐπακόλουθο τῆς μεταστροφῆς ὅλου αὐτοῦ τοῦ κόσμου.

Σὲ αὐτὴν τὴν ψυχὴ ὁ Κύριος σταδιακὰ κατέθεσε τὸν θησαυρό Του. Στὴν ἀρχὴ μὲν τὴν ὑποψίασε μιλῶντας γιὰ τὸ ζῶν ὕδωρ ποὺ αὐτὴ δὲν καταλάβαινε. Αὐτὸ τὸ νερὸ τῆς ζωῆς τὸ ὁποῖο πίνεις καὶ δὲν διψᾶς. Ἀλλὰ ὄχι μόνον αὐτό· τὸ πίνεις καὶ μεταμορφώνεσαι καὶ γίνεσαι «εἰς πηγὴν ὕδατος ἁλλομένου» (στίχ. 14), γίνεσαι μία πηγὴ μέσα ἀπὸ τὴν ὁποία ἀναπηδάει αὐτὸ τὸ νερό, μεταμορφώνεσαι σὲ πηγὴ ζωῆς. «Ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσιν ὕδατος ζῶντος» ( Ἰω. ζ΄ 38), λέγει ὁ Εὐαγγελιστὴς παρακάτω. Αὐτὸς ὁ ὁποῖος πιστεύει σὲ μένα, μέσα ἀπὸ τὰ σπλάγχνα του ἀναπηδοῦν, πηγάζουν, ρέουν ποταμοὶ ὕδατος ζῶντος· βγαίνει ἡ ἴδια ἡ ζωὴ μέσα ἀπὸ τὴν ὅλη του ὕπαρξη. Γνώρισμα τοῦ χριστιανοῦ εἶναι ὅτι εἶναι γεμάτος ζωὴ καὶ μεταγγίζει αὐτὴ τὴ ζωή. Ἀλλὰ αὐτὴ δὲν καταλάβαινε. Αὐτὴ μιλοῦσε γιὰ τὸ φρέαρ τοῦ Ἰακώβ, μιλοῦσε γιὰ νερὸ ποὺ τὸ πίνεις καὶ ξεδιψᾶς, ὅπως γίνεται συνήθως μὲ τὸ φυσικὸ νερό. Δὲν μποροῦσε, παρὰ τὴ γλύκα καὶ τὸν ἐσωτερικὸ ξεδιψασμὸ ποὺ αἰσθανόταν, νὰ καταλάβει τὸ νόημα αὐτό. Ὁ Κύριος ὅμως ξετυλίγει μὲ ἐμπιστοσύνη τὴ διδασκαλία Του, γιὰ νὰ τῆς προκαλέσει τὴν ἀρχικὴ ὑποψία τοῦ μυστηρίου Του μέσα στὴν καρδιά της. Αὐτὸ ἦταν τὸ πρῶτο βῆμα τῆς προσφορᾶς τοῦ Κυρίου.

Τὸ δεύτερο· τῆς κάνει μιὰ ἀποκάλυψη ἐπίγεια, ποὺ ὅμως ἔχει ἄμεση σχέση μὲ τὴ δική της ζωή. Τῆς ἀποκαλύπτει τὴ ζωή της, χωρὶς φαινομενικὰ νὰ τὴν γνωρίζει. Στὴν οὐσία τὴ γνώριζε. Αὐτὸ τὸ δῶρο τοῦ νὰ γνωρίζει κανεὶς τὴ ζωὴ τοῦ ἄλλου εἶναι ἕνα δῶρο ποὺ καὶ στὶς ἡμέρες μας ὁ Θεὸς τὸ δίνει στὴν Ἐκκλησία. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι καθαροί, ἄνθρωποι παρθενικοὶ στὴν καρδιά τους, ἄνθρωποι φωτισμένοι ἀπὸ τὸν Θεό, πού, ὅταν τοὺς πλησιάζεις, νοιώθεις νὰ σὲ περνοῦν ἀπὸ ἀξονικὴ τομογραφία. Κατανοοῦν τὶς λεπτομέρειες ὄχι μόνον τῆς ζωῆς σου ἀλλὰ καὶ τὶς λεπτομέρειες ἐνίοτε τῶν ἰδιωμάτων τοῦ προσώπου σου, ἁμαρτίες, ἀρετές, χαρίσματα, τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖον ὁ Θεὸς ἐνεργεῖ στὴ ζωή μας. Αὐτοὶ ἔχουν τὴν ἄλλη ὅραση. Ἴσως ἀρκετοὶ νὰ ἔχουμε συναντήσει τέτοιους ἀνθρώπους πού, ὅπως ὁ Χριστός, καὶ αὐτοὶ διαβάζουν τὴν ψυχὴ καὶ τὴ ζωή μας. Αὐτὸ ἀκριβῶς ἔκανε καὶ ὁ Κύριος στὴ Σαμαρείτιδα: τῆς ἀποκαλύπτει τὴν ἁμαρτία της. Ἀλλὰ δὲν μένει σὲ αὐτό. Φαίνεται πὼς ἡ γυναίκα δὲν τὸ καλοκατάλαβε. Ἔμεινε περισσότερο στὸν ἐντυπωσιασμό, στὸ παράξενο τοῦ πράγματος παρὰ στὴν οὐσία. Ἡ οὐσία ἦταν ὅτι ἦταν ἁμαρτωλὴ καὶ ὅτι ἔπρεπε νὰ μετανοήσει. Δὲν ἦταν ὅτι ὁ Κύριος ἐγνώριζε τὰ μύχια τῆς ψυχῆς καὶ τὶς λεπτομέρειες τῆς ζωῆς της. Παρὰ ταῦτα, ὁ Κύριος προχωράει καὶ σὲ ἕνα τρίτο στάδιο. Τῆς ἀποκαλύπτει πλέον καὶ ἀλήθειες περὶ τοῦ Θεοῦ, ὅτι «πνεῦμα ὁ Θεός, καὶ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτὸν ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν» ( Ἰω. δ΄ 24). Ὁ Θεὸς εἶναι πνεῦμα, δὲν ἔχει νὰ κάνει μὲ ὅλους αὐτοὺς τοὺς ἐπίγειους τσακωμούς, τὰ σχήματα καὶ τὶς μορφὲς ποὺ ἐμεῖς Τοῦ δίνουμε καὶ ποὺ Τὸν κάνουμε τόσο ἀνθρώπινο, τόσο ξεφτισμένο στὴν οὐσία. Τὸν μικραίνουμε τὸν Θεὸ καὶ διαπληκτιζόμαστε γιὰ τὸ ἂν θὰ Τὸν λατρεύουμε τελικά, ὅπως ἔλεγαν οἱ Ἑβραῖοι, στὰ Ἱεροσόλυμα ἢ στὸ ὄρος Γαριζὶν οἱ Σαμαρεῖτες. Εἶναι πολὺ διαφορετικὸς ὁ Θεός. Τῆς λέγει λοιπὸν ὅτι εἶναι πνεῦμα καὶ τελικὰ δὲν ἔχει σημασία τὸ ποῦ λατρεύεται ἀλλὰ τὸ πῶς λατρεύεται, τὸ ὁποῖο εἶναι «ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ». Φυσικὰ καὶ αὐτὸ δὲν τὸ κατάλαβε ἡ γυναίκα αὐτή. Ἀφοῦ, λοιπόν, τῆς φανερώνει τὴ ζωή της, ἀφοῦ τῆς ἀποκαλύπτει μιὰ θεολογικὴ ἀλήθεια πολὺ σημαντικὴ πού, ἐνῶ αὐτὴ δὲν τὴν κατανοεῖ, Αὐτὸς τὴν εἰρηνεύει καὶ τὴν τακτοποιεῖ ἐσωτερικά, τῆς ἀποκαλύπτει καὶ τὴ θεότητά Του, τὸ πρόσωπό Του. Τῆς λέγει ὅτι ἐγὼ εἶμαι ὁ Χριστός, ἔτσι ἁπλὰ καὶ μὲ σαφήνεια: «Ἐγώ εἰμι» (στίχ. 26), μὲ δύο λέξεις, χωρὶς περισσότερα λόγια. Τῆς ἐμπιστεύεται τὸ μεῖζον. Τῆς δίνει μιὰ μαρτυρία περὶ τοῦ ἑαυτοῦ Του ποὺ δὲν τὴν εἶχε σὲ ἄλλους ἄμεσα διατυπώσει. Εἶναι ἀλήθεια πὼς ὑπάρχουν συνάνθρωποί μας μὲ ἁμαρτωλὸ μὲν βίο, ποὺ ἴσως νὰ ἔχουν παρασυρθεῖ σὲ μεγάλες ἐκτροπὲς καὶ πτώσεις· ταυτόχρονα ὅμως οἱ ἴδιοι ἄνθρωποι νὰ κρύβουν ἀρετὲς σὰν τὶς ἀρετὲς τῆς Σαμαρείτιδος, τὴν ἀθωότητα, τὸν αὐθορμητισμό, τὴ δίψα τῆς μάθησης, τὴν ἀνάγκη νὰ μοιραστοῦν τὴν ἀγάπη, νὰ μοιραστοῦν τὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ, νὰ μοιραστοῦν τὴ ζωὴ καὶ τὴν ἀλήθεια Του. Συχνὰ κάτι τέτοιο τὸ ζοῦμε στὰ σπίτια μας, ἴσως σὲ συγγενικές μας οἰκογένειες, ἴσως σὲ φιλικές, παιδιὰ πολὺ καλὰ στὴ φύση τους, μὲ εὐαίσθητο ἐσωτερικὸ κόσμο, μὲ καλωσύνη, νὰ ἐκτρέπονται, νὰ πέφτουν στὰ ναρκωτικά, νὰ ἁμαρτάνουν, νὰ ἀκολασταίνουν, νὰ ἐκφυλίζονται πνευματικά, πραγματικὰ νὰ ξεφτίζουν. Καὶ διερωτώμεθα πῶς εἶναι δυνατὸν ἕνα τέτοιο παιδὶ νὰ ζεῖ ἔτσι, νὰ ὁδηγεῖται στὴν καταστροφή; Τὸ κριτήριο ὅμως τοῦ Θεοῦ εἶναι διαφορετικὸ ἀπὸ τὸ δικό μας, εἶναι κριτήριο ἐλέους καὶ οἰκτιρμῶν. Γι’ αὐτὸ πάντα ἐλπίζουμε.

Ἀντίθετα, γράφει ὁ Παῦλος στοὺς Κορινθίους: «ὁ δοκῶν ἑστάναι βλεπέτω μὴ πέσῃ» (Α΄ Κορ. ι΄ 12). Αὐτὸς ὁ ὁποῖος νομίζει ὅτι εἶναι σταθερὸς καὶ ἔχει τὴν ἀσφάλεια τοῦ καλοῦ, ἂς προσέχει νὰ μὴν πέσει. Αὐτὸς ὁ ὁποῖος αἰσθάνεται πὼς ἔχει ἀρετὲς καὶ χαρίσματα ἂς ταπεινώνεται, γιατὶ συχνὰ ἄνθρωποι μὲ τέτοιες ἀρετὲς ἔχουν μεγάλες ἀδυναμίες καὶ πέφτουν, ἡ ἔπαρση τοὺς ὁδηγεῖ στὴν ἀπώλεια. Ἄνθρωποι ταπεινωμένοι ἀπὸ τὴν ἁμαρτία τους τελικὰ εὐαρεστοῦν στὸν Θεό, ἐνῶ ἄλλοι ξεγελασμένοι ἀπὸ τὴν αὐτάρκεια τῶν ἀρετῶν τους, ὑπερηφανεύονται καὶ χάνονται ἀπὸ τὸν ὁρίζοντα τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ ἡ μεγάλη ἀλήθεια γεννᾶ σοφία καὶ ἐλπίδα. Τὴ σοφία τῆς ταπείνωσης καὶ τὴν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας. «Τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ὅπου θέλει πνεῖ» ( Ἰω. γ΄ 8). Ὁ Θεὸς δὲν ἔχει περιορισμοὺς στὸ ποῦ φανερώνεται. Φανερώνεται στὸν Ληστὴ καὶ μάλιστα κατὰ τὴν ὥρα τῆς Σταύρωσής Του. Φανερώνεται στὴν πόρνη γυναίκα λίγο πρὶν ἀπὸ τὸ Πάθος Του. Φανερώνεται στοὺς μαθητές Του ποὺ Τὸν ἐγκατέλειψαν. Φανερώνεται στὸν Νικόδημο, τὸν φοβισμένο μαθητή. Φανερώνεται καὶ στὴ Σαμαρείτιδα. Καὶ ὄχι μόνο τῆς φανερώνεται, ἀλλὰ τὴν ἀξιώνει νὰ γίνει ἱεραπόστολος δική Του, ὅπως ἔγιναν καὶ τὰ πρόσωπα ποὺ προανέφερα. Τὶ ἐλπίδα δὲν γεννᾶ αὐτό! Ἐλπίδα γιὰ ὅλους. Πόσο συχνὰ δὲν χάνουμε αὐτὴ τὴν ἐλπίδα μας καὶ βαρυθυμοῦμε γιὰ τὰ παιδιά μας, γιὰ τὰ μέλη τῆς οἰκογένειάς μας, γιὰ τοὺς φίλους καὶ τοὺς γνωστούς μας! Ἡ ἀπώλεια τῆς ἐλπίδας γιὰ τοὺς ἄλλους ἴσως νὰ εἶναι ἡ μεγάλη δική μας ἁμαρτία. Στὸ μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως προσέρχονται παιδιά, γέροι, μικροί, μεγάλοι, κάθε ἡλικίας μὲ ἀπίστευτα πάθη, μὲ ἀδύνατον νὰ περιγραφοῦν ἐκτροπὲς στὴ ζωή τους, μὲ συνακόλουθα ἀδιέξοδα καὶ δράματα. Γιὰ ὅλους ὅμως ὑπάρχει ἐλπίδα. Τὰ ἐξομολογητήρια κρύβουν μεγάλη πίκρα καὶ πόνο γιὰ τὸ κατάντημα τοῦ ἀνθρώπου, γιὰ τὴν ἀπόδειξη τῆς ἀνθρώπινης ἀδυναμίας, ταυτόχρονα ὅμως σὰν ἄλλες μῆτρες γεννοῦν τὴ μεγάλη ἐλπίδα τῆς μεταστροφῆς τῶν ἀνθρώπων, σὰν ἄλλοι τάφοι πιστοποιοῦν τὴν Ἀνάσταση. Τὰ ἐξομολογητήρια ἀποδεικνύουν τὴ χάρι καὶ τὴ δύναμη τῆς Ἀναστάσεως.

Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἀμέσως μετὰ τὸν διάλογο μὲ τὴ Σαμαρείτιδα, ὅταν εἶδε νὰ ἔρχονται ἀπὸ τὴν πόλη Συχὰρ οἱ συγχωριανοί της, εἶπε στοὺς ἀποστόλους: σηκῶστε τὰ μάτια σας καὶ ρίξτε ἕνα βλέμμα ὅτι «λευκαί εἰσιν αἱ χῶραι πρὸς θερισμὸν» (στίχ. 35), ὅτι τὰ χωράφια εἶναι ἕτοιμα γιὰ θερισμό. Θερίζοντες εἶναι οἱ μαθητές, εἴμαστε ἐμεῖς, εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἐλπίδα μας. Ἂς μὴν ἀπογοητευόμαστε ποτέ. Ὅποια καὶ ἂν εἶναι ἡ ἁμαρτία, ὅποια καὶ ἂν εἶναι ἡ ἀρρώστια, ἀκόμη καὶ ἂν ὑπάρχει διαστροφή, δὲν χάθηκε ἡ ζωή. Δὲν ὑπάρχει πνευματικὴ ἀσθένεια μέσα στὴν Ἐκκλησία ποὺ νὰ μὴ θεραπεύεται οὔτε θάνατος ποὺ νὰ μὴν μπορεῖ νὰ τὸν _διαδεχθεῖ ἡ ἀνάσταση· οὔτε ὁ Κύριος δυσκολεύεται νὰ δείξει καὶ τὴν ἀλήθεια καὶ τὸ θαῦμα Του, καὶ τὴ θεότητά Του καὶ τὸ πρόσωπό Του στὸν κάθε ἄνθρωπο, ἀκόμη καὶ στὸν μεγαλύτερο ἁμαρτωλό, ἀρκεῖ νὰ ὑπάρχουν ἀκόμη οἱ σπίθες αὐτοῦ τοῦ ἁγνοῦ πόθου καὶ τῆς ἐσωτερικῆς ἀθωότητος ποὺ εἶχε ἡ Σαμαρείτιδα. Πηγὴ αὐτῆς τῆς ἐλπίδας εἶναι ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας, αὐτὸ τὸ γεγονὸς ποὺ σαράντα ἡμέρες γιορτάζουμε καὶ ποὺ ἡ Ἐκκλησία κάθε Κυριακὴ μᾶς ξαναθυμίζει καὶ σὲ ὅλη της τὴν πορεία ἐπαναλαμβάνει, ὅτι ὁ Χριστὸς Ἀνέστη. Καὶ ὁ Χριστὸς Ἀνέστη, ὄχι μόνο γιὰ νὰ μείνει ἀναστημένος Ἐκεῖνος, ἀλλὰ γιὰ ν᾿ ἀναστήσει ὅλους μας. Νὰ μᾶς ἀναστήσει, ὄχι ὅταν θὰ πεθάνουμε βιολογικά, ἀλλὰ νὰ μᾶς ἀνασταίνει κάθε στιγμὴ ποὺ πεθαίνουμε ἁμαρτάνοντας, ἀρνούμενοι τὴ θεότητά Του, ἀγνοοῦντες τὸ πρόσωπό Του. Αὐτὴ τὴν ἐλπίδα τῆς Ἀναστάσεως ἂς τὴ διατηρήσουμε ἄσβεστη, ἀνέκλειπτη καὶ ἀνέσπερη, ὅπως τὸ φῶς ποὺ λάβαμε τὴ νύκτα τῆς Ἀναστάσεως, πάντα στὴν καρδιά μας καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.__

    
Κυριακὴ τῆς Σαμαρεὶτιδος 2022

Από το βιβλίο του Μητροπολίτου : «ΔΕΥΤΕ ΛΑΒΕΤΕ ΦΩΣ - Ἀπὸ τὸ γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως στὴ θέα τοῦ Ἀναστάντος» - Εκδ. Ιεράς Μητροπόλεως Μεσογαίας & Λαυρεωτικής, Σπάτα 2021


ΜΗΝΥΜΑ KΥΡΙΑΚΗΣ TOY ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ
«Ὁ Θεὸς ἀργεῖ, ἀλλὰ δὲν λησμονεῖ» 


welcome img

Τὴν τρίτη Κυριακὴ μετὰ τὸ Πάσχα, διαβάζουμε στὴν Ἐκκλησία μας μιὰ εὐαγγελικὴ περικοπὴ ποὺ δείχνει μὲ τὸν πιὸ χαρακτηριστικὸ τρόπο τὸ δράμα τῆς ἀνθρώπινης φύσης. Εἶναι ἡ περιγραφὴ τῆς μικρῆς δεξαμενῆς ποὺ βρίσκεται στὴν Βηθεσδᾶ καὶ στὴν ὁποία γύρω-γύρω περιμένουν μὲ ἀβάστακτα αἰσθήματα πόνου καὶ ταυτόχρονα ἀόριστες ἐλπίδες θεραπείας «πλῆθος πολὺ τῶν ἀσθενούντων, τυφλῶν, χωλῶν, ξηρῶν» (Ἰω. ε΄ 3), ἄρρωστοι, ἀνάπηροι, πονεμένοι καὶ δυστυχισμένοι ἄνθρωποι. Περιμένουν γιὰ τὴ μία σταγόνα τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ –τόσο φαίνεται μόνον νὰ ὑπάρχει. Μιὰ μικρὴ ἐλπίδα μήπως καὶ κάποιος μπορέσει νὰ εἶναι ὁ ἕνας ποὺ θὰ θεραπευθεῖ, καθὼς θὰ προφθάσει πρῶτος νὰ μπεῖ μέσα στὸ νερό, ἐνῶ δὲν ὑπάρχει ἔλεος γιὰ τὸν δεύτερο. Αὐτὴ εἶναι ἡ εἰκόνα. Αὐτὸ ποὺ φαίνεται.

  Ἂς μοῦ ἐπιτραπεῖ νὰ πῶ ὅτι ὅλη μας ἡ ζωὴ μοιάζει μὲ μιὰ τέτοια δεξαμενὴ καὶ γύρω-γύρω εἴμαστε ὅλοι μας, ὁ καθένας μὲ τὶς παραλυσίες τῶν ἁμαρτιῶν του, μὲ τὶς ἀναπηρίες τῆς ζωῆς καὶ τῆς ἀσθενοῦς φύσεώς μας, μὲ τὴ μικρὴ ἐλπίδα ὅτι ἴσως κάποιος ἀπὸ μᾶς θὰ ἔχει τὴν εὐκαιρία τῆς θεραπείας του. Ζοῦμε σ᾿ ἕναν κόσμο ποὺ δὲν φαίνεται νὰ ἔχει τόσο πολλὲς θεραπεῖες, σ᾿ ἕναν κόσμο στὸν ὁποῖο δὲν εἶναι τόσο συχνὰ τὰ θαύματα, αὐτὲς οἱ θεαματικὲς ἱκανοποιήσεις τῶν  λεπτότερων προσδοκιῶν τῆς ψυχῆς μας. Ἀλλὰ ὅμως κάτι συμβαίνει. Καὶ αὐτὸ τὸ πολὺ μικρὸ κάτι εἶναι ποὺ συντηρεῖ μέσα στὶς καρδιές μας τὶς βαθύτερες ἐλπίδες ὅτι κάτι μπορεῖ νὰ συμβεῖ καὶ στὴ δική μας τὴ ζωή, κάτι νὰ συμβεῖ καὶ στὴ δική μας τὴν ἀνάπηρη ψυχή. Ἂς ψάξουμε νὰ βροῦμε δυὸ-τρία χαρακτηριστικὰ τῶν τρόπων, τῶν μορφῶν καὶ τῶν ἐκφράσεων μὲ τὶς ὁποῖες ὁ Θεὸς παρεμβαίνει θεραπευτικὰ στὴ ζωή μας.

  Τὸ πρῶτο εἶναι ὅτι συνήθως ἀργεῖ ὁ Θεός. Δὲν βιάζεται, ἀλλὰ μᾶς ἀφήνει στὴ δοκιμασία καί, κατὰ παράδοξη γιὰ τὴν κοινὴ λογικὴ αἰτία, ἂν καὶ Θεὸς ἐλέους, οἰκτιρμῶν καὶ ἀγάπης, ὅμως δέχεται νὰ παρατείνεται ἡ ταλαιπωρία μας. Κάνουμε τὴν προσευχή μας καὶ λέμε: «Θεέ μου, δὲν μπορῶ ἄλλο, δὲν ἀντέχω. Δὲν ζητῶ καὶ τίποτα. Ἕνα πραγματάκι μικρό, ἀλλὰ ὅμως τόσο ἀναγκαῖο». Καὶ φαίνεται πὼς δέν μᾶς τὸ δίνει. Σὰν νὰ μὴν ἀκούει, σὰν νὰ μὴ βλέπει, σὰν νὰ μὴ συμμετέχει.

  Καὶ μερικὲς φορὲς τὸ δίνει στὸν διπλανό μας, ποὺ ἴσως τὸ ἔχει μικρότερη ἀνάγκη. Στὴ δεξαμενὴ τῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς μπορεῖ νὰ ἦταν πιὸ εὔκολο νὰ βουτήξει πρῶτος ἕνας ποὺ δὲν εἶχε τὸ χέρι του παρὰ ἕνας ποὺ ἦταν παράλυτος στὰ πόδια του. Φυσικὸ δὲν εἶναι; Ἄρα μερικὲς φορὲς πιὸ εὔκολα παίρνουν τὴ θεραπεία αὐτοὶ ποὺ λιγότερο πάσχουν. Αὐτὸ ματώνει περισσότερο τὴν καρδιά μας. Δημιουργεῖ ἕνα αἴσθημα ἀδικίας, προκαλεῖ ἕνα βαθύτερο παράπονο ἀπέναντι στὸν Θεό. Καὶ λέμε: «Γιατί, Θεέ μου; Ἐντάξει, εἶμαι σὲ αὐτὸν τὸν κόσμο ποὺ κυριαρχεῖται ἀπὸ πόνο καὶ βάσανα, ἀλλὰ γιατί νὰ παρατείνεται τόσο ἡ δοκιμασία μου; Καὶ ἐπίσης, γιατί τελικὰ εἶσαι πιὸ ἐλεήμων –ἔτσι τὸ βλέπουν τὰ μάτια μου– σὲ κάποιους ἀνθρώπους ποὺ λιγότερο πάσχουν, καὶ φαίνεσαι σκληρὸς ἀπέναντί μου ποὺ δὲν ἀντέχω ἄλλο;» Πιθανὸν βέβαια νὰ μὴν εἶναι ὁ Θεὸς αὐτὸς ποὺ ἀδικεῖ, ἀλλὰ ἐμεῖς νὰ Τὸν ἀδικοῦμε μὲ τὴ μυωπικὴ κρίση μας.

  Τὸ πρῶτο πράγμα λοιπὸν εἶναι ὅτι ὁ Θεὸς δίνει χρόνο καὶ δὲν βιάζεται. Τὶ εὐλογία ὅμως ποὺ εἶναι αὐτὸς ὁ χρόνος! Τὶ εὐλογία ποὺ εἶναι νὰ ζεῖ κανεὶς τὴν πνευματικὴ ζωὴ οἰκοδομημένη πάνω ὄχι στὴν ἱκανοποίηση τῶν θελημάτων του, ἀλλὰ στὴν καλλιέργεια τῆς ὑπομονῆς. «Ἐν τῇ ὑπομονῇ ὑμῶν κτήσασθε τὰς ψυχὰς ὑμῶν» (Λουκ. κα΄ 19), λέγει ὁ Κύριος στὶς ὑποθῆκες Του πρὸς τοὺς ἀποστόλους. Μὴ σκέφτεσθε ἄλλα πράγματα ἐπίγεια, βασίλεια, δόξες, τιμές. Ὄχι! θὰ μπορέσετε νὰ ἀποκτήσετε τὸν ἔλεγχο τῆς ψυχῆς σας μόνο μὲ τὴν ὑπομονή· «ὁ ὑπομείνας εἰς τέλος, οὗτος σωθήσεται» (Μᾶρκ. ιγ΄ 13).

  Ἀλλὰ τί ἀκριβῶς εἶναι ἡ ὑπομονή; Σίγουρα δὲν εἶναι αὐτὸ ποὺ ἐκφράζει ἡ κοσμικὴ ἀντίληψη, μιὰ ἁπλὴ συμμαχία μὲ τὸν χρόνο, ἐπειδὴ δὲν μποροῦμε νὰ κάνουμε καὶ ἀλλιῶς. Αὐτὸ δὲν εἶναι ἡ χριστιανικὴ ὑπομονή. Ἡ ἐν Χριστῷ ὑπομονὴ εἶναι αὐτὸ ποὺ συνοδεύεται ἀπὸ τὴν ἐλπίδα τῆς προσευχῆς καὶ ἀπὸ τὴ χάρι τῆς πίστεως· εἶναι αὐτὸ ποὺ ὑποτάσσει τὴ σπουδὴ καὶ βιασύνη τῆς φύσεως μας στὸν στηριγμὸ τῆς πίστεως. Ὁ λόγος, ὁ χρόνος καὶ ὁ τρόπος τῆς ἀνακούφισής μας εἶναι ἀποκλειστικὰ στὰ χέρια καὶ στὴν κρίση τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀνάγκη τῆς ψυχῆς μας ὑποτάσσεται στὴν πίστη μας, στὴν ἐμπιστοσύνη μας. Δὲν γίνεται ὑπομονὴ δίχως πίστη καὶ ταπείνωση. Ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀνωτέρα τῆς δοκιμασίας μας. Ἔτσι μόνον περνάει κανεὶς μέσα ἀπὸ τὴ διάλεκτο τῆς ὑπομονῆς στὴ γλῶσσα τοῦ Θεοῦ, στὴ χάρι Του. Ὑπομονὴ δὲν εἶναι τὸ νὰ περιμένω ἀγωνιωδῶς τὴν ἀπολύτρωσή μου, ἀλλὰ τὸ νὰ προσδοκῶ καρτερικὰ τὴ φανέρωση τοῦ θελήματός Του. Τὸ πρῶτο λοιπὸν ποὺ μᾶς δίνει ὁ Θεὸς παρατείνοντας λίγο τὴ δοκιμασία μας εἶναι ἡ ὑπομονή, ποὺ τὴν χρειαζόμαστε περισσότερο ἀπὸ τὴν ἀνακούφιση.

  Ἀλλὰ δὲν εἶναι μόνον αὐτό. Ὑπάρχει καὶ κάτι ἄλλο. Μέσα σὲ ὅλη αὐτὴ τὴ δοκιμασία περνᾶμε καὶ ἀπὸ μιὰ ἄλλη κρίση· τὴν κρίση τῆς πίστεως. Σκεπτόμαστε: «Δὲν μὲ ἀκούει ὁ Θεός. Μήπως καὶ δὲν ὑπάρχει; Μήπως κοιμᾶται; Μήπως τελικὰ ὁ Θεὸς εἶναι ἀποτέλεσμα κοινωνικοψυχολογικῶν φαντασιώσεων;» Ἡ ταλάντωση ἀνάμεσα στὸν σκανδαλισμὸ καὶ στὴν πίστη εἶναι μεγάλη εὐλογία γιὰ τὴν ψυχή μας. Νὰ μὴν τὴ φοβόμαστε. Αὐτὲς οἱ ὡραῖες ἀμφισβητήσεις, αὐτὲς οἱ εὐλογημένες δυσπιστίες, σὰν τοῦ ἀποστόλου Θωμᾶ, εἶναι πολὺ ἀληθινές. Ἂς τὶς ἐπιτρέψουμε στὴν ψυχή μας. Εἶναι ὁ ἑαυτός μας. Ἔτσι διαλέγεται ὁ ἑαυτός μας μὲ τὸν Θεό· ἡ πτώση καὶ ἀδυναμία μας μὲ τὴ χάρι Του, ἡ ἀνθρώπινη φύση μας μὲ τὴν ἐξ ὕψους δύναμή Του. Αὐτὴ ἡ ἐσωτερικὴ δοκιμασία γεννᾶ τὴν ἰσχυρὴ πίστη καὶ τὴ βεβαιότητα τῆς παρουσίας καὶ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ.

  Ὑπάρχει καὶ κάτι ἀκόμη. Ὅταν ὁ Θεὸς ἀργεῖ, ἀρχίζουμε σταδιακὰ νὰ χάνουμε τὶς ἐλπίδες μας ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Συχνὰ περιμένουμε τὴ σωτηρία μας ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Στηριζόμαστε στὴν ἐλπίδα ὅτι κάποιος θὰ βρεθεῖ νὰ μᾶς βοηθήσει. Αὐτὸ περίμενε καὶ ὁ δύστυχος παράλυτος τῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς: «Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω» (στίχ. 7). Τὸ μυαλό του πῆγε ὅτι ἡ θεραπεία περνάει ἀπὸ ἀνθρώπινες δυνάμεις καὶ χαρίσματα. Ὅταν ὅμως ὕστερα ἀπὸ λίγο καιρὸ διαπιστώσουμε ὅτι ἡ ἀνθρώπινη βοήθεια εἶναι ἀνεπαρκής, τότε ἡ στροφὴ τῶν ἐλπίδων μας πρὸς τὸν Θεὸ εἶναι μονόδρομος. Πόσο ἀληθινὸ δὲν εἶναι αὐτό! Ἔχουμε κάποιο οἰκεῖο μας πρόσωπο ἄρρωστο. Μᾶς λένε ὅτι εἶναι ἐπικίνδυνη ἡ ἀρρώστια. Μᾶς τὰ κρύβουν καὶ λιγάκι. Ἡ καρδιά μας χτυπάει. Σφίγγεται τὸ εἶναι μας. Πηγαίνουμε ἀπὸ τὸν ἕνα γιατρὸ στὸν ἄλλον. Ἂν ἔχουμε καὶ κάποιον συγγενῆ στὸ ἐξωτερικό, γράφουμε γράμματα μήπως κάπως βοηθήσει. Μᾶς κλείνουν τὴ μία πόρτα. Μᾶς κλείνουν τὴν ἄλλη. Δεξιά, ἀριστερά, μπρός, πίσω, δὲν ὑπάρχει. Μόνη κατεύθυνση πρὸς τὰ πάνω. Ὅταν ἐξαντλοῦνται τὰ ἀνθρώπινα περιθώρια, τότε λέγει καὶ ὁ γιατρὸς «τώρα ὅ,τι πεῖ ὁ Θεός», ἴσως καὶ χωρὶς νὰ τὸ πιστεύει. Ἐμεῖς ὅμως πιστεύουμε ὅτι πάντοτε ἔχει ὁ Θεός. Καὶ ὅποιος ἀνοίξει λίγο τὰ μάτια του, ἀντικρύζει τὸ θαῦμα. Ὅποιος ἀνοίξει λίγο τὴν ψυχή του, ζεῖ τὸ θαῦμα στὴ ζωή του.

  Συνεπῶς, αὐτὸ ποὺ δίνει ἡ καθυστέρηση τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ στροφὴ τῶν ἐλπίδων μας σὲ Αὐτόν. Εἶναι ἡ στροφή μας ἀπὸ τὸν χρόνο στὴν αἰωνιότητα. Εἶναι ἡ ἐνίσχυση τῆς πίστης μας ὅτι ὁ Θεὸς θὰ δώσει «σὺν τῷ πειρασμῷ καὶ τὴν ἔκβασιν» (Α΄ Κορ. ι΄ 13), μαζὶ μὲ τὸν πειρασμὸ καὶ τὴ λύτρωση. Καὶ ἡ πίστη ὅτι «οὐκ ἐάσει ἡμᾶς πειρασθῆναι ὑπὲρ ὃ δυνάμεθα», δὲν ἐπιτρέπει νὰ δοκιμασθοῦμε παραπάνω ἀπὸ ὅσο ἀντέχουμε. Νά ἕνα ἀκόμη δῶρο.

  Ὑπάρχει ὅμως καὶ κάτι ἐπιπλέον: ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ δὲν χρειάζεται κατ᾿ ἀνάγκην νὰ ἀφορᾶ τὴ δική μας ζωή. Θὰ μποροῦσε νὰ πιστοποιεῖται στὴ ζωὴ τοῦ ἀδελφοῦ μας. Καὶ αὐτὸ ἔχει μεγαλύτερη ἀξία. Ἔρχεται ὁ Θεὸς στὴ ζωὴ τοῦ ἀδελφοῦ μου καὶ δίνει σὲ αὐτὸν τὴ θεραπεία καὶ σὲ μένα τὴν ἀπόδειξη τῆς παρουσίας Του. Γιατί νὰ μὴν Τὸν ὁμολογήσω εὐγνωμόνως γιὰ τὸ δεύτερο καὶ νὰ χαρῶ μὲ ἀνωτερότητα καὶ ἀγάπη γιὰ τὸ πρῶτο; Ἂς μὴν ἔχει δώσει τὴ θεραπεία σὲ μένα, ἔχει ὅμως φανερώσει τὸ σημεῖο. Αὐτὸ ἔχει μεγαλύτερη σημασία, γιατὶ μπορῶ μὲ ἀνιδιοτέλεια νὰ πῶ ὅτι «ζῇ Κύριος» σ τὴ ζωὴ τοῦ ἀδελφοῦ μου. Δὲν πειράζει, θὰ ἔλθει ἴσως ἡ ὥρα καὶ τῆς δικῆς μου ἀνακούφισης. Αὐτὸ θὰ μποροῦσε νὰ συμβαίνει καὶ μὲ τὸν παράλυτο. Γιατί πήγαινε στὴν κολυμβήθρα; Πήγαινε γιατὶ προσδοκοῦσε τὸ δικό του θαῦμα. Τί τὸν στήριζε; Τὸ ὅτι τὸ ἔβλεπε στὴ ζωὴ τῶν ἄλλων, σὲ αὐτὸν ποὺ βουτοῦσε πρῶτος μέσα στὴ δεξαμενή. Ἂν δὲν τὸ ἔβλεπε ἐπαναλαμβανόμενο, δὲν θὰ πήγαινε. Ὅταν ὅμως τὸ ἔβλεπε νὰ συμβαίνει στὸν διπλανό του, αὐτὸ τοῦ γεννοῦσε τὴν ἐλπίδα, τοῦ ἐνίσχυε τὴν ἀπαντοχὴ νὰ περιμένει τὴ δική του σειρά, τὴ δική του στιγμή, τὴ δική του εὐκαιρία.

  Τὶ μεγάλα πράγματα λοιπὸν ποὺ γεννᾶ αὐτὸς ὁ χρόνος ποὺ μᾶς δίνει ὁ Θεός! Γεννᾶ τὴν ὑπομονή, τὴ στροφὴ πρὸς τὴν αἰωνιότητα, τὴν ἀπαγκίστρωση ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα καὶ τὸν προσανατολισμό μας πρὸς τὸν Θεό. Γεννᾶ τὴν ἀναγνώριση τοῦ Θεοῦ στὴ ζωὴ τοῦ ἀδελφοῦ μας. Ὁ Θεὸς λοιπὸν ἀργεῖ. Δίνει χρόνο, γιατὶ δίνει καὶ εὐκαιρίες στὶς ψυχές μας. Ἀλλὰ ὅταν ἐπέμβει, δὲν ἀργεῖ καθόλου. Τὰ κάνει ὅλα εὐθύς. Ἡ λέξη ὑπάρχει καὶ στὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα τῆς ἴδιας Κυριακῆς, ὅπου ἔχουμε τὴ θεραπεία τοῦ Αἰνέα, ὀκτὼ χρόνια παραλύτου, ὁ ὁποῖος «εὐθέως ἀνέστη» (Πράξ. θ΄ 34). Ἡ ἴδια λέξη ὑπάρχει καὶ στὴν περίπτωση τοῦ παραλύτου τοῦ Εὐαγγελίου, ὁ ὁποῖος «εὐθέως ἐγένετο ὑγιὴς» (στίχ. 9) καὶ πῆρε τὸ κρεβάτι του καὶ «περιεπάτει».

  Ὁ Θεὸς συνεπῶς, ὅταν ἔλθει ἡ ὥρα μας, δὲν χρονοτριβεῖ. Ἀμέσως δίνει τὴν εὐκαιρία, φανερώνει τὴ δύναμή Του, ἀποδεικνύει τὸ ἀταλάντευτον τῆς ἀποφάσεώς Του καὶ εὐθὺς ἐνεργεῖ πάνω στὶς καρδιές μας. Καὶ αὐτὸ δίνει τόση παρηγοριά. Τότε καταλαβαίνουμε ὅτι ὁ χρόνος ποὺ μᾶς ἔδινε δὲν ἦταν ταλαιπωρία. Ἦταν εὐκαιρία. Δὲν ἦταν παράταση τῆς βασάνου μας, ἀλλὰ ἦταν ἀφορμὴ μαζὶ μὲ τὸ αἴτημά μας νὰ ἱκανοποιηθεῖ ἡ ἄγνωστη σὲ μᾶς ἀλλὰ βαθειὰ καὶ μεγάλη ἀνάγκη τῆς ψυχῆς μας. Δὲν ἦταν ἄρνηση τοῦ δώρου, ἀλλὰ προετοιμασία γιὰ τὴν μείζονα εὐλογία.

  Καὶ ὄχι μόνον αὐτό. Ὁ Κύριος μᾶς δίνει τὴ δυνατότητα νὰ πάρουμε τὸ βάρος καὶ τῆς εὐθύνης τῆς παρουσίας καὶ τῆς εὐλογίας Του στὴ ζωή μας· «ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει» (στίχ. 8), εἶπε στὸν παράλυτο. Δὲν τὸ σήκωσε ὁ Ἴδιος τὸ κρεβάτι. Τοῦ ἔδωσε τὴν ἀπόδειξη τῆς θεραπείας του μὲ τὸ νὰ τοῦ φορτώσει τὸ κρεβάτι του. Ὁ Θεός, ὅταν μπαίνει στὴ δική μας τὴ ζωὴ καὶ ἱκανοποιεῖ τὸ αἴτημα τῆς ψυχῆς μας, κάνει τὸ αἴτημα αὐτὸ νὰ ἔχει καὶ τὸ βάρος μιᾶς εὐθύνης, μιᾶς ἀνταπόκρισης, μιᾶς συνέπειας ἀπὸ μέρους μας, ἑνὸς φιλότιμου. Ξεκινᾶμε, εἴμαστε μπερδεμένοι, μέσα σὲ σύγχυση, σὲ βαθειὰ ἀναζήτηση, καὶ ὕστερα ἀπὸ κάποιον χρόνο ἀπαντᾶ ὁ Θεὸς καὶ λέμε «θαῦμα μοῦ ἔκανε». Δὲν θέλω ἄλλα πράγματα, ὁ Θεὸς εἶναι μπροστά μου. Καὶ τὸ ξεχνᾶμε μετά. Ὄχι. Νὰ πάρουμε τὸ κρεβάτι μας, ὁλόκληρη τὴ ζωή μας στὸν ὦμο μας καὶ νὰ πορευθοῦμε. Μᾶς εὐλόγησε, μᾶς ἔδωσε τὸ θαῦμα Του, μπῆκε τελικὰ στὴ ζωή μας, ἱκανοποίησε τὴν ἀνάγκη τῆς ψυχῆς μας· ἂς φιλοτιμηθοῦμε λιγάκι κι ἐμεῖς νὰ ἀλλάξουμε ζωή.

  Τὶ ὡραῖος ποὺ εἶναι ὁ Θεὸς καὶ πόσο ἀληθινὰ καὶ βαθιὰ πράγματα δὲν μπορεῖ νὰ βγάλει στὴ ζωή μας ἀπὸ τὶς φαινομενικὲς ἀδικίες καὶ παρατάσεις τῶν δοκιμασιῶν μας! Τὴν εὐτυχία μας πρέπει νὰ τὴν ψάξουμε μέσα στὴν ἀλήθεια καὶ τὴν ἀλήθεια μέσα στὰ βάθη τῶν πραγμάτων, ὄχι στὴν ἐπιδερμίδα τους. Ἂς ψάξουμε κι ἐμεῖς περισσότερο τὶς ἀνάγκες τῆς ψυχῆς μας καὶ ὄχι μόνο τῆς ζωῆς μας. Ἂς καλλιεργηθοῦμε στὴν ὑπομονή, στὴ δοκιμασία τῆς πίστεως, στὴν ἀνιδιοτέλεια τῆς συναντήσεως τοῦ Θεοῦ, ἂς ὁμολογήσουμε μὲ χαρὰ αὐτὴ τὴ συνάντηση, ἀκόμη καὶ ἂν συμβαίνει στὸν ἀδελφό μας, καὶ ἂς ἀρκεστοῦμε σὲ αὐτό. Ἂς παραμείνουμε συνεπεῖς σὲ αὐτὴν τὴν ἀνάγκη νὰ ζήσουμε τὸν Θεὸ καὶ ἂς ἀπαντήσουμε στὶς εὐεργεσίες Του μὲ αἴσθημα εὐθύνης. Τότε καὶ ἡ ζωή μας θὰ τακτοποιηθεῖ, ἀλλὰ καὶ ἡ ψυχή μας θὰ μπορέσει νὰ καταλάβει ἀπὸ αὐτὸν τὸν κόσμο, ἀπὸ τὶς ἀφορμὲς καὶ εὐκαιρίες ποὺ καθημερινὰ ἔχει, πὼς ἴσως πίσω ἀπὸ κάθε δοκιμασία, ἰδίως ἀπὸ τὶς μεγάλες δοκιμασίες, κρύβεται μιὰ μοναδικὴ εὐκαιρία.

  Εὔχομαι νὰ δώσει ὁ Θεὸς αὐτὲς οἱ δοκιμασίες ποὺ ὅλοι ἔχουμε, μικρὲς ἢ μεγάλες, νὰ μεταμορφωθοῦν σὲ μαρτυρία συναντήσεως μαζί Του, μὲ τὸν Χριστό, μὲ τὸν ἀναστάντα Χριστό, ἀπόδειξη τῆς παρουσίας Του, τῆς ἀγάπης Του, τῆς Ἀναστάσεώς Του, τῆς δυνάμεως Του στὴ δική μας τὴ ζωή. Τότε τὸ «ἀνάστασιν Χριστοῦ θεασάμενοι» θὰ ἀποτελεῖ καὶ ἐμπειρία μας καὶ τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη» ἐπισφράγισμα τῆς φανερώσεως τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ καὶ στὴ δική μας τὴν ψυχή!

    
Κυριακὴ τοῦ Παραλύτου 2022

Από το βιβλίο του Μητροπολίτου : «ΔΕΥΤΕ ΛΑΒΕΤΕ ΦΩΣ - Ἀπὸ τὸ γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως στὴ θέα τοῦ Ἀναστάντος» - Εκδ. Ιεράς Μητροπόλεως Μεσογαίας & Λαυρεωτικής, Σπάτα 2021


ΜΗΝΥΜΑ KΥΡΙΑΚΗΣ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ
«Θάμβος, ἔκσταση καὶ φόβος» 


welcome img

Κυριακὴ τῶν Μυροφόρων καὶ μαζὶ μὲ τὸν θαυμασμό μας γι’ αὐτὲς τὶς εὐλογημένες γυναῖκες ὑπάρχει ἕνα ἐρώτημα ποὺ ζητάει ἐπίμονα τὴν ἀπάντησή του: Πῶς καὶ γιατί οἰκονόμησε ἔτσι ὁ Θεὸς τὰ πράγματα, ὥστε αὐτὲς οἱ Μυροφόρες νὰ εἶναι οἱ πρῶτες ποὺ πληροφορήθηκαν τὸ γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως, οἱ πρῶτες ποὺ διέδωσαν τὸ μήνυμά της, οἱ πρῶτες ποὺ ἔζησαν τὴν ἐμπειρία τοῦ Ἀναστάντος; Καὶ ὄχι μόνον αὐτό· ἐνῶ οἱ μαθητὲς πληροφορήθηκαν ἀπὸ ἀνθρώπινα χείλη τὸ μήνυμα τῆς Ἀναστάσεως, αὐτὲς εἶχαν τὴν τιμὴ καὶ τὴν εὐλογία νὰ τὸ δεχθοῦν μέσα ἀπὸ ἀγγελικὲς ὀπτασίες καὶ ἀγγελικὰ χείλη. Τὶ εὐλογία πραγματικά!

  Ἂς δώσουμε λοιπὸν λίγο χρόνο καὶ ἂς κάνουμε μιὰ μικρὴ προσπάθεια κάπως νὰ διερευνήσουμε τὶς κρυμμένες πτυχὲς αὐτοῦ τοῦ ἐρωτήματος. Ἂς μελετήσουμε λίγο βαθύτερα καὶ ἂς ἐντρυφήσουμε μέσα στὸ κήρυγμα τῆς ἁγίας ζωῆς τῶν μυροφόρων γυναικῶν, γιὰ νὰ μπορέσουμε κι ἐμεῖς κάτι νὰ ὀσφρανθοῦμε ἀπὸ τὸ μύρο τοῦ μυστηρίου τῆς ζωῆς τους.

  Κλειδὶ στὴν ὅλη προσπάθειά μας, ἀφορμὴ στὴν ἐμβάθυνσή μας, ἀποτελεῖ μιὰ πολὺ μικρὴ λέξη ποὺ στὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς τῶν Μυροφόρων ἐπαναλαμβάνεται δύο φορές. Εἶναι μία λέξη ποὺ ἐκ πρώτης ὄψεως δὲν ἔχει καμμιὰ ἰδιαίτερη σημασία καὶ θὰ μποροῦσε κάλλιστα νὰ περάσει ἀπαρατήρητη. Τὴ χρησιμοποιοῦμε ὅμως ἐδῶ ὡς μιὰ καλὴ ἀφορμὴ γιὰ νὰ περάσουμε στὸ μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου. Εἶναι ἡ λέξη «γάρ», ποὺ θὰ πεῖ διότι. Λ έγει σὲ κάποιο σ ημεῖο ὁ Εὐαγγελιστής: «ἦν γὰρ (ὁ λίθος) μέγας σφόδρα» (Μᾶρκ. ις΄ 4) –διότι ἦταν πάρα πολὺ μεγάλος ὁ λίθος. Καὶ στὸ τέλος, καθὼς ἔφυγαν οἱ Μυροφόρες ἀπὸ τὸ μνημεῖο, ξαφνιασμένες ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τοῦ γεγονότος, ἐπαναλαμβάνει ὁ Εὐαγγελιστής, ἀνεχώρησαν γρήγορα καὶ σὲ κανένα δὲν εἶπαν τίποτε· «ἐφοβοῦντο γὰρ» (Μᾶρκ. ις΄ 8), διότι εἶχαν ἕναν ἔντονο ἐσωτερικὸ φόβο. Εἶπα ὅτι ἡ λέξη αὐτὴ εἶναι μικρὴ καὶ εὔκολα κανεὶς τὴν ἀντιπαρέρχεται. Ὅμως ἀξίζει ἐμεῖς νὰ τὴν προσέξουμε. Νὰ δοῦμε τὸ πῶς χρησιμοποιήθηκε στὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὶ μεγάλα πράγματα μπορεῖ νὰ μᾶς ἀποκαλύψει. Μᾶς βοηθεῖ νὰ εἰσέλθουμε στὸ μυστήριο τῆς ὑπερβατικῆς λογικῆς καὶ τοῦ ἱεροῦ φόβου τῶν μαθητριῶν.

  Οἱ μυροφόρες γυναῖκες εἶχαν καταφέρει νὰ ξεπεράσουν τρία μεγάλα πράγματα, ποὺ κρύβονται σὲ αὐτὲς τὶς προτάσεις. Τὸ πρῶτο ἦταν αὐτὴ ἡ τόσο κοινή, τόσο συνηθισμένη κατάσταση τῆς ψυχῆς· ὁ φόβος. Ἂς μεταφερθεῖ ὁ καθένας μας πολὺ ἁπλὰ στὰ γεγονότα τῶν ἡμερῶν τοῦ Πάθους, ἂς ζήσει γιὰ λίγο νοερὰ τὴν ἔντασή τους, τὴν ἀγριότητα, τὴ σκληρότητα καὶ κακότητα ποὺ ἐκδηλώθηκε κατὰ τὴν ἐξέλιξή τους. Τότε εὔκολα θὰ διαπιστώσει πόσο ἀπόλυτα δικαιολογημένες ἦταν οἱ Μυροφόρες νὰ ἔχουν τὸν φόβο φυτευμένο στὴν καρδιά τους, τὸν φόβο τῶν Ἰουδαίων ποὺ εἶχαν
οἱ μαθητὲς καὶ ὁ ὁποῖος τοὺς ἔκλεισε μέσα σὲ ἕνα δωμάτιο καὶ τοὺς στέρησε τὴ χαρὰ ποὺ ἐδικαιοῦντο, νὰ ἀπολαύσουν αὐτοὶ πρῶτοι τὸ μήνυμα τῆς Ἀναστάσεως. Βέβαια ὁ Κύριος καὶ σὲ αὐτοὺς ἔδωσε τὴν ἄμεση ἐμπειρία τῆς δικῆς Του παρουσίας, γιατὶ δὲν τιμωρεῖ ὅπως συνήθως νομίζουμε, ἀλλὰ χρησιμοποιεῖ τὰ πάντα, καὶ τὰ οἰκονομεῖ γιὰ τὸ καλό μας. Στὶς γυναῖκες ὅμως ἐμφανίσθηκε «ὄρθρου βαθέος» (Λουκ. κδ΄ 1), τὸ πρωί, τὸ χάραμα, ἐνῶ στοὺς μαθητὲς «οὔσης ὀψίας»
(Ἰω. κ΄ 19), «πρὸς ἑσπέραν» (Λουκ. κδ΄ 29), τὸ βραδάκι. Στὶς γυναῖκες βιάστηκε νὰ ἐμφανισθεῖ, στοὺς μαθητὲς ἄργησε. Οἱ γυναῖκες λοιπὸν αὐτὲς δὲν εἶχαν τὸν φόβο τῶν Ἰουδαίων. Τόσο ἁπλὰ λειτούργησε ἡ σκέψη τους, ὥστε νὰ μὴν ἐπιτρέψουν τὸ φυσικὸ σὲ κάθε ἄνθρωπο συναίσθημα τοῦ φόβου, τοῦ τρόμου θὰ λέγαμε, γιὰ τὸν κίνδυνο ποὺ διέτρεχαν, ἀπὸ τὴ μοναξιὰ τῆς νύχτας, ἀπὸ τὴν ἀγριάδα τοῦ τάφου, νὰ κυριαρχήσει μέσα τους. Ἀψήφησαν τὰ πάντα καὶ «ἦλθον ἐπὶ τὸ μνῆμα» (Λουκ. κδ΄ 1) χωρὶς δεύτερη σκέψη.

  Τὸ δεύτερο στοιχεῖο εἶναι ὅτι δὲν ἐκλογικεύθηκαν,δὲν ὀρθολογίστηκαν. Δὲν ἔβαλαν τὴ σκέψη τους νὰ λειτουργεῖ καὶ νὰ πεῖ: «καὶ τώρα πῶς θὰ μετακινήσουμε ἐμεῖς τὸν λίθο; εἶναι τεράστιος, δὲν μποροῦμε νὰ τὸν μετατοπίσουμε,
ἂς μὴν πᾶμε στὸ μνημεῖο». Ὄχι. Ξεκίνησαν καὶ ἂς ἦταν μεγάλος ὁ λίθος ποὺ σφράγιζε τὴ θύρα τοῦ μνημείου. Καὶ τὸ ἐγνώριζαν πολὺ καλά. Διότι λέγει ὁ Εὐαγγελιστὴς ὅτι κάθονταν ἀπὸ μακρυὰ καὶ κοίταζαν τὴν ταφή. Εἶδαν τὸ σφράγισμα τοῦ τάφου, εἶδαν τὸν ὄγκο τῆς πέτρας καὶ ἔπειτα ἀνεχώρησαν τὸ βράδυ τῆς Παρασκευῆς. Ἤξεραν ὅτι ὁ λίθος δὲν ἀποκυλίεται, δὲν φεύγει εὔκολα. Αὐτὸ ἔλεγε ἡ λογική. Ἀλλὰ δὲν ὑπετάγησαν σὲ αὐτὴν τὴ λογικὴ ποὺ στερεῖ τὴν ψυχὴ ἀπὸ τὴ χάρι καὶ τὴ χαρὰ τῶν ὑπέρλογων καταστάσεων.

  Ὑπάρχει καὶ ἕνα τρίτο πράγμα ποὺ ξεπέρασαν ἐκτὸς ἀπὸ τὸν φυσικὸ φόβο καὶ τὴ φυσικὴ λογική. Ἂν προσέξουμε, θὰ τὸ βροῦμε αὐτὸ νὰ ὑπονοεῖται καὶ σὲ ἄλλους Εὐαγγελιστές. Καὶ τὶ δὲν εἶχαν ἐπενδύσει οἱ μαθητὲς καὶ οἱ μαθήτριες τοῦ Κυρίου στὸ πρόσωπό Του. Στὸ κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιο, στὴν περικοπὴ τῆς πορείας πρὸς Ἐμμαούς, λένε οἱ μαθητὲς πρὸς τὸν Κύριο: «ἡμεῖς δὲ ἠλπίζομεν ὅτι αὐτός ἐστιν ὁ μέλλων λυτροῦσθαι τὸν Ἰσραὴλ» (Λουκ. κδ΄ 21) –ἐμεῖς εἴχαμε τὴν κρυφὴ ἐλπίδα ὅτι αὐτὸς ἐπρόκειτο νὰ λυτρώσει τὸν Ἰσραήλ. Σὰν νὰ λένε: «…ἀλλὰ σταυρώθηκε τελικὰ καὶ μαζὶ μὲ αὐτὸν χάσαμε καὶ τὴν ἐλπίδα μας. Καὶ ἂν δὲν τὴ χάσαμε, κλονίσθηκε πάντως σοβαρά». Οἱ Μυροφόρες ὅμως ἔμειναν πιστὲς καὶ ἀταλάντευτες στὴν ἐλπίδα τους. Κατάφεραν νὰ ξεπεράσουν καὶ κάτι ἄλλο πολὺ φυσικὸ καὶ πολὺ δυνατό: τὸ ὅτι προδόθηκαν ἀπὸ τὰ γεγονότα.

  Δὲν ἔχασαν τὶς ἐλπίδες τους, δὲν ἐκλογικεύτηκαν, δὲν ὀρθολογίστηκαν, δὲν φοβήθηκαν. Ἀγόρασαν τὰ ἀρώματα καὶ μόλις πέρασε τὸ Σάββατο ἔτρεξαν στὸν τάφο. Τί σημαίνει αὐτὸ τὸ πράγμα; Εἶχαν μέσα τους τὴν καλὴ ἀνυπομονησία, τὴ σπουδή, τὴν ἀνάγκη ὅσο τὸ δυνατὸν γρηγορότερα νὰ πᾶνε νὰ ἐκφράσουν τοὺς πόθους τῆς καρδιᾶς τους, τὴν ἀγάπη τους, τὴν προσήλωση καὶ τὴν ἀφοσίωσή τους στὸν Χριστό, χωρὶς ταυτόχρονα νὰ περιμένουν θαύματα ἢ ἄλλα μεγάλα πράγματα· χωρὶς νὰ προσδοκοῦν τὴν Ἀνάσταση –δὲν χωροῦσε στὸ μυαλό τους κάτι τέτοιο. Ἤθελαν ἁπλὰ νὰ πᾶνε νὰ τιμήσουν τὸν Χριστό· τὸν νεκρὸ Χριστὸ τῶν ζωντανῶν ἀναμνήσεών τους, τὸν Χριστὸ τῶν νεκρῶν ὀνείρων τους ἀλλὰ καὶ τῶν μυστικῶν ἐλπίδων τους, τὸν Χριστὸ τῆς ἀγάπης τους.

  Καὶ ξεκίνησαν, ὅπως λέγει ὁ Εὐαγγελιστής, «διαγενομένου τοῦ σαββάτου» (Μᾶρκ. ις΄ 1), μόλις πέρασε τὸ Σάββατο. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι οἱ Μυροφόρες τήρησαν τὴν τάξη τῆς ἐποχῆς ἐκείνης καὶ σεβάσθηκαν τὴ συνήθεια τῶν Ἑβραίων –τὸ Σάββατο δὲν ἔπρεπε νὰ κάνουν τίποτα, δὲν ἔπρεπε νὰ μετακινηθοῦν καθόλου. Σημαίνει ὅμως καὶ ὅτι δὲν κρατιόνταν, δὲν τὶς συγκρατοῦσε τίποτα. Δὲν μποροῦσαν ἄλλο νὰ περιμένουν. Ἤθελαν μόλις ξημερώσει, τρέχοντας νὰ πᾶνε νὰ ἐκφράσουν τὸν πλοῦτο τῆς ἀγάπης καὶ τοῦ σεβασμοῦ τους. Καὶ τοὺς ἀξίωσε ὁ Θεὸς μεγάλων ἐκπλήξεων καὶ μοναδικῶν  λογιῶν καὶ δωρεῶν, ποὺ μποροῦμε εὔκολα νὰ διακρίνουμε, ἂν ρίξουμε μιὰ ματιὰ σὲ τρεῖς ἄλλες λέξεις τοῦ εὐαγγελικοῦ ἀναγνώσματος.

  Ἡ πρώτη λέξη εἶναι «ἐξεθαμβήθησαν» (στίχ. 5). Στὴ θέα τοῦ ἀγγέλου, ἔνοιωσαν θάμβος· σὰν ἕνα φῶς ποὺ τοὺς ἔκλεισε τὰ μάτια. Τοὺς θάμπωσε. Ἔνοιωσαν τέτοιον θαυμασμό, ποὺ δὲν μπόρεσαν καλὰ-καλὰ νὰ καταλάβουν τὶ γίνεται. Θάμβος εἶναι ἡ αἴσθηση τοῦ ἀσύλληπτα καὶ ἐντυπωσιακὰ μεγάλου.

  Τὸ δεύτερο εἶναι ἡ ἔκσταση. «Εἶχε δὲ αὐτὰς τρόμος καὶ ἔκστασις» (στίχ. 8). Τί θὰ πεῖ ἔκσταση; Εἶναι μία κατάσταση τῆς ψυχῆς κατὰ τὴν ὁποία βγαίνει κανεὶς ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτό του. Πόσο δὲν θὰ θέλαμε πολλὲς φορὲς ἐμεῖς, ποὺ νοιώθουμε παγιδευμένοι πραγματικὰ στὴ λογική μας, στὰ φυσικά μας συναισθήματα, στοὺς φόβους μας, στὶς δικαιολογημένες ἀπελπισίες μας, παγιδευμένοι στὴν ἴδια τὴ φύση μας, νὰ μπορούσαμε λίγο νὰ ἐλευθερωθοῦμε ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοῦ ἑαυτοῦ μας, αὐτοῦ ποὺ εἴμαστε! Αὐτὸ θὰ πεῖ ἔκσταση. Αὐτὸ χάρισε ὁ Θεὸς στὶς Μυροφόρες. Καὶ ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ τὶς ἀξίωσε αὐτὴ τὴν ἔκσταση νὰ μποροῦν νὰ τὴν μεταγγίσουν καὶ στοὺς μαθητές. Λέγει πάλι τὸ Εὐαγγέλιο, «καὶ γυναῖκές τινες ἐξέστησαν ἡμᾶς» (Λουκ. κδ΄ 22). Τὸ «ἐξέστησαν» αὐτὸ σημαίνει ὅτι μὲ τὰ ὅσα μᾶς εἶπαν οἱ Μυροφόρες, μὲ τὴν ἀναγγελία τοῦ γεγονότος τῆς Ἀναστάσεως, μᾶς μετέφεραν σὲ αὐτὴ τὴν κατάσταση τοῦ νὰ βγοῦμε ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας, νὰ ἀπεκδυθοῦμε τὸ φορτίο τῆς φύσης μας καὶ ἔτσι νὰ ζήσουμε στὴν ἀτμόσφαιρα αὐτῆς τῆς μυστικῆς χαρᾶς τῆς προσδοκίας τῆς Ἀναστάσεως.

 Καὶ τὸ τρίτο στοιχεῖο, ὁ φόβος. Ὁ καλὸς φόβος τώρα. Ὁ φόβος ποὺ ἔχουμε κι ἐμεῖς μπροστὰ στὸ ἱερὸ θυσιαστήριο. Ὁ φόβος ποὺ ἔχουμε, ὅταν τοποθετοῦμε ταπεινὰ τὸν ἑαυτό μας ἐνώπιον τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ. Ὁ φόβος ποὺ ὁ καθένας μας ζεῖ, ὅταν μέσα στὴν καρδιά του λειτουργεῖ ζωντανὰ ἡ ἐμπειρία τοῦ ἀναστάντος Κυρίου. Ὁ φόβος αὐτὸς ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ, κατὰ τὸν ἀδιάψευστο λόγο τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τὴν ἀρχὴ τῆς πνευματικῆς σοφίας: «ἀρχὴ σοφίας φόβος Κυρίου» (Παρ. α΄ 7). Καὶ αὐτὸς ὁ φόβος εἶναι χάρις. Ἔδωσε, λοιπόν, ὁ Θεὸς σὲ αὐτὲς τὶς εὐλογημένες γυναῖκες, μαζὶ μὲ τὴν εἴδηση τῆς Ἀναστάσεώς Του καὶ ἀργότερα τὴ θέα τοῦ ἀναστάντος προσώπου Του, αὐτὴ τὴν ἀπολαυστική, πνευματικὴ ἐμπειρία, τὸ θάμβος, τὴν ἔκσταση, τὸν ἅγιο δικό Του φόβο. Ὁ ἀναστὰς Κύριος δὲν εἶναι ἕνας Θεὸς νεκρὸς ποὺ βγαίνει μέσα ἀπὸ τὸν τάφο. Οὔτε πάλι εἶναι ἴδιος καὶ ἀπαράλλακτος μὲ αὐτὸν ποὺ ἐγνώριζαν πρὸ τοῦ Πάθους. Δὲν εἶναι ὁ διδάσκαλος. Ἀλλὰ ἐμφανίζεται στὴν Ἐκκλησία μας «ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ» (Μᾶρκ. ις΄ 12), διαφορετικὸς ἀπ᾿ ὅ,τι Τὸν περιμένουμε.  Πόση ἀνάγκη δὲν ἔχουμε ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἀγάπη τῶν Μυροφόρων! Πόσο δὲν πρέπει νὰ ἀνανεώνουμε μέσα στὴν ψυχή μας καὶ τὴ σκέψη μας, τὴ διάθεση νὰ εἴμαστε πιστὰ καὶ μόνιμα ἀφοσιωμένοι σὲ Ἐκεῖνον ὅπως οἱ μαθήτριες! Χρειάζεται ὅμως καὶ ἕνα μικρὸ τίμημα νὰ πληρώσουμε: νὰ βγοῦμε ἀπὸ τὴ φύση μας, νὰ ἀπαγκιστρωθοῦμε ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας, νὰ ἀπαρνηθοῦμε τὸν ἑαυτό μας. Ἂς ἀφήσουμε τοὺς φόβους, ἂς παρατήσουμε τὸν ὀρθολογισμό, ἂς ἐπιτρέψουμε στὴν ψυχή μας νὰ λειτουργεῖ μὲ αὐτὴ τὴν ἐλπίδα τῆς Ἀναστάσεως. Τότε κι ἐμεῖς θὰ ζήσουμε μαζὶ μὲ τὶς μυροφόρες γυναῖκες κάτι ἀπὸ τὸ θάμβος, λίγο ἀπὸ τὴν ἔκσταση, σίγουρα καὶ ἀπὸ τὸν ἅγιο φόβο τους. Τότε θὰ μποροῦμε ὄχι ἁπλῶς νὰ γιορτάζουμε ἔτσι ἐπιφανειακὰ τὴν Ἀνάσταση, ἀλλὰ ὅπως αὐτὲς «εἰσελθοῦσαι εἰς τὸ μνημεῖον εἶδον... καὶ ἐξελθοῦσαι ἔφυγον» (Μᾶρκ. ι ς΄ 5 , 8 ), εἰσῆλθαν μὲ ἀγάπη καὶ ἐξῆλθαν μὲ χαρά, ἔτσι κι ἐμεῖς θὰ ἀξιωθοῦμε νὰ μποῦμε μέσα στὸν τάφο, νὰ τὸν ἀντικρύσουμε κενό, νὰ ζήσουμε τὴ χάρι τῆς Ἀναστάσεως καὶ γεμάτοι ἀπὸ τὴ χαρά της νὰ «ἐξέλθουμε» ταχέως στὸν «ἀγρὸ» τῆς ζωῆς.

Ὅλη μας ἡ ζωὴ θὰ ἀλλάξει. Ὅλη μας ἡ ἐσωτερικὴ κατάσταση θὰ μεταμορφωθεῖ.

Θὰ πάψουμε νὰ εἴμαστε οἱ χριστιανοὶ ποὺ γιορτάζουν τὸ Πάσχα μὲ ἀργίες, διακοπές, ἐκδρομές, ἀρνιά, αὐγά, λαμπάδες, πανηγύρια καὶ στὸ τέλος ζοῦν ἕνα κενό. Ἀλλὰ κατὰ τὸ πρότυπο τῶν μυροφόρων γυναικῶν θὰ γίνουμε κι ἐμεῖς κήρυκες ἀλλὰ καὶ μάρτυρες τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου.

  Ἀμήν!

    
Κυριακὴ τῶν Μυροφόρων 2022

Από το βιβλίο του Μητροπολίτου : «ΔΕΥΤΕ ΛΑΒΕΤΕ ΦΩΣ - Ἀπὸ τὸ γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως στὴ θέα τοῦ Ἀναστάντος» - Εκδ. Ιεράς Μητροπόλεως Μεσογαίας & Λαυρεωτικής, Σπάτα 2021


ΜΗΝΥΜΑ KΥΡΙΑΚΗΣ ΤΟΥ ΘΩΜΑ


welcome img

Στὴν εὐαγγελικὴ περικοπὴ ποὺ διαβάζουμε στὴν Ἐκκλησία τὴν Κυριακὴ τοῦ Θωμᾶ, λέγει ὁ Κύριος ἀπευθυνόμενος στὸν Θωμᾶ: «ὅτι ἑώρακάς με, πεπίστευκας· μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες» (Ἰω. κ΄ 29). Ἐπειδὴ μὲ εἶδες, πίστεψες. Μακάριοι εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἐνῶ δὲν εἶδαν πίστεψαν.

  Ὑπάρχουν τρεῖς κατηγορίες ἀνθρώπων. Ἡ μία κατηγορία εἶναι αὐτοὶ ποὺ βλέπουν καὶ δὲν πιστεύουν. Τέτοιοι εἶναι οἱ σταυρωτὲς τοῦ Κυρίου. Τέτοιοι ἦταν οἱ φύλακες τοῦ τάφου. Τέτοιοι ἦταν οἱ ἡγέτες τῶν Ἑβραίων, οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι, ποὺ ἔδωσαν χρήματα στοὺς φύλακες, γιὰ νὰ μὴν ὁμολογήσουν καὶ νὰ διαψεύσουν τὸ γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως. Αὐτοὶ εἶχαν τὴν εὐλογία νὰ δοῦν, ἀλλὰ δὲν εἶχαν ταυτόχρονα τὴ διάθεση νὰ πιστέψουν.

  Ὑπάρχει μία δεύτερη κατηγορία: εἶναι αὐτοὶ ποὺ γιὰ νὰ πιστέψουν θέλουν νὰ δοῦν. Εἶναι ἡ κατηγορία τῶν ἀποστόλων, ποὺ ἤθελαν ἀποδείξεις, ἁπτὰ στοιχεῖα γιὰ τὶς αἰσθήσεις τους. Ἤθελαν καὶ νὰ δοῦν καὶ νὰ ἀκούσουν καὶ νὰ ψηλαφήσουν ἀκόμη, εἰ δυνατὸν καὶ νὰ γευθοῦν, γιὰ νὰ πιστέψουν. Καὶ ὁ Κύριος ταπείνωσε τόσο τὸν ἑαυτό Του καὶ τοὺς ἔδωσε τὴν εὐλογία νὰ ἱκανοποιήσουν καὶ τὶς πλέον ἀπαιτητικὲς αἰσθήσεις τους, προκειμένου νὰ πιστέψουν στὸ θαῦμα. Ἔτσι λοιπὸν καὶ τὸν ἑαυτό Του φανέρωσε καὶ οἱ ἀπόστολοι Τὸν εἶδαν ἀναστημένο μὲ τὰ μάτια τους. Τοὺς ἔκανε παράλληλα τὴν εἰλικρινῆ παρατήρηση γιὰ τὸ γεγονὸς ὅτι «τοῖς θεασαμένοις αὐτὸν ἐγηγερμένον οὐκ ἐπίστευσαν» (Μᾶρκ. ις΄ 14), ὅτι αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι Τὸν εἶδαν ὅτι ἀναστήθηκε καὶ Τὸν ὁμολόγησαν ἀναστημένο δὲν τοὺς πίστεψαν. Δηλαδὴ πρὶν ἀπὸ τὸ ὀπτικό, τοὺς ἔδωσε καὶ τὸ ἀκουστικὸ μήνυμα τῆς Ἀναστάσεώς Του καὶ αὐτοὶ δὲν τὸ δέχθηκαν. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι τὴ δυσπιστία δὲν τὴν εἶχε μόνον ὁ Θωμᾶς ἀλλὰ καὶ οἱ ὑπόλοιποι ἀπόστολοι. Ὁ Κύριος βέβαια ἱκανοποίησε καὶ τὴν τρίτη αἴσθηση, τὴ γεύση: «ἔχετέ τι βρώσιμον ἐνθάδε;» (Λουκ. κδ΄ 41) τοὺς λέγει, γιὰ νὰ τὸ φάει καὶ νὰ δοῦν ὅτι εἶναι πραγματικὰ ἀναστημένος καὶ ὄχι ὀπτασία. Φανερώνεται στοὺς μαθητές, φανερώνεται καὶ στὸν Θωμᾶ –ἱκανοποιεῖ πάλι τὴν ἀπαίτηση τῆς ὁράσεώς τους. Δέχεται ὅμως καὶ κάτι πολὺ φοβερότερο: νὰ Τὸν ψηλαφήσει, νὰ Τὸν ἀκουμπήσει ὁ Θωμᾶς. Ὑπάρχει βέβαια μία διαφωνία μεταξὺ τῶν ὑμνογράφων καὶ τῶν θεολόγων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ ὑμνογράφοι ὅλοι θέλουν νὰ ἔχει ψηλαφήσει τελικὰ ὁ Θωμᾶς τὸν Κύριο. Ἐνῶ οἱ θεολόγοι Πατέρες λένε ὅτι ὁ Θωμᾶς δὲν τόλμησε νὰ ἀγγίξει τὸ ἁγιασμένο σῶμα τοῦ Κυρίου. Πῶς ἦταν δυνατὸν τὸ ἀνθρώπινο, περίεργο, ἀπαιτητικό του χέρι νὰ ἀκούμπησε τὸ πανάχραντο σῶμα τοῦ Κυρίου; Ἦταν τὸ σῶμα ποὺ ὁ Κύριος δὲν ἐπέτρεψε στὴν ἁγία Μαρία τὴ Μαγδαληνὴ νὰ ἀκουμπήσει, λέγοντάς της «μή μου ἅπτου» ( Ἰω. κ΄ 17) καὶ δίδοντας μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο τὴν αἴσθηση τῆς διαφορᾶς ποὺ προέκυψε ἀπὸ τὴν Ἀνάστασή Του. Ἡ Ἁγία Γραφὴ τὸ κρατάει μυστικό· δὲν μᾶς λέγει τὶ τελικὰ ἔγινε. Ἁπλά, ἀφήνει νὰ διαφανεῖ ἀφ᾿ ἑνὸς μὲν ἡ διάθεση τοῦ Κυρίου νὰ φανερώνεται στοὺς ἀνθρώπους καὶ νὰ ἱκανοποιεῖ ἀκόμη καὶ αὐτὸ τὸ ἀπαιτητικὸ στοιχεῖο τῶν αἰσθήσεων, ἀφ᾿ἑτέρου δὲ ἡ συστολὴ τῶν χοϊκῶν ἀνθρώπων νὰ ψηλαφοῦν τὴν «ἑτέραν μορφὴν» (Μᾶρκ. ις΄ 12) τοῦ Κυρίου. Ἂν λοιπὸν οἱ πρῶτοι εἶναι αὐτοὶ ποὺ βλέπουν καὶ δὲν πιστεύουν, ἡ δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει αὐτούς ποὺ βλέπουν καὶ πιστεύουν, μὲ ἄλλα λόγια αὐτοὺς ποὺ θέλουν νὰ δοῦν γιὰ νὰ πιστεύσουν. Ἀλήθεια! πῶς ξεπήδησε αὐτὴ ἡ ὁμολογία πίστεως ἀπὸ τὰ χείλη καὶ τὴν καρδιὰ τοῦ Θωμᾶ! «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου» (Ἰω. κ΄ 28). Πῶς νὰ τολμήσει νὰ ἀκουμπήσει τότε; Τί τοῦ χρειαζόταν κάτι τέτοιο;

  Ὑπάρχει ὅμως καὶ ἡ εὐλογημένη τρίτη κατηγορία. Εἶναι ἡ κατηγορία ὄχι αὐτῶν ποὺ βλέπουν καὶ πιστεύουν, ἀλλὰ αὐτῶν οἱ ὁποῖοι πιστεύουν καὶ τότε βλέπουν. Καὶ σὲ αὐτὴν τὴν κατηγορία μᾶς καλεῖ νὰ ἐνταχθοῦμε ἡ Ἐκκλησία ὅλους τοὺς μετὰ τοὺς ἁγίους ἀποστόλους πιστούς. Γιατὶ ἡ Ἐκκλησία εἶναι διαρκῶς ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἀναστάσεως.

  Φανερώνεται στὴν καρδιά μας μὲ ἀγάπη ὁ Θεὸς καὶ τότε ἀνακαλύπτουμε νέες αἰσθήσεις, ζωτικὲς αἰσθήσεις. Εἶναι αὐτὲς οἱ αἰσθήσεις ποὺ ἐγγυῶνται τὴν καινὴ ζωή. Ὅλα αὐτὰ τὰ καινούργια πράγματα γιὰ τὰ ὁποῖα μᾶς μιλοῦν οἱ ὕμνοι τῆς Ἐκκλησίας μας. Εἶναι αὐτὲς οἱ αἰσθήσεις ποὺ συγκροτοῦν τὴν «ἀπαρχὴ τῆς ἄλλης βιοτῆς, τῆς αἰωνίου βιοτῆς», τῆς ἀληθινῆς πνευματικῆς ζωῆς. Εἶναι οἱ αἰσθήσεις ποὺ γεννῶνται στὴν ψυχὴ ὡς πνευματικὲς αἰσθήσεις, ὅταν καθαρθοῦν προηγουμένως οἱ φυσικές. Πῶς λέγει τὸ τροπάριο τοῦ κανόνος τοῦ Πάσχα; «Καθαρθῶμεν τὰς αἰσθήσεις καὶ ὀψόμεθα τῷ ἀπροσίτῳ φωτὶ τῆς Ἀναστάσεως». Τί θὰ πεῖ αὐτό; Ἂς καθαρίσουμε τὶς αἰσθήσεις, τὰ μάτια μας, τὴν ἀκοή μας, τὸ στόμα μας, τὰ χέρια μας, ὅλο τὸν φυσικὸ ἑαυτό μας, καὶ τότε θὰ δοῦμε μὲ τὰ ἄλλα μάτια, τὰ πνευματικὰ μάτια, τότε θὰ ἀκούσουμε μὲ τὰ ἄλλα αὐτιά, τὰ πνευματικὰ αὐτιά, τότε θὰ ὀσφρανθοῦμε μὲ τὴν πνευματικὴ ὄσφρηση, τότε θὰ ἀπολαύσουμε μὲ ὅλες τὶς πνευματικές μας αἰσθήσεις τὴν ἐμπειρία τοῦ ἀναστάντος Χριστοῦ. Αὐτὴ εἶναι ἡ κατηγορία στὴν ὁποία μᾶς καλεῖ ὁ Κύριος νὰ ἐνταχθοῦμε: ἡ κατηγορία τῶν ἀνθρώπων ποὺ πρῶτα πιστεύουν καὶ στὴ συνέχεια βλέπουν. Βλέπουν, ἐπειδὴ πιστεύουν. Εἶναι αὐτοὶ γιὰ τοὺς ὁποίους γράφτηκαν καὶ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ οἱ ἐπιστολὲς τοῦ Ἰωάννου, ὅπου διαρκῶς γίνεται ἀναφορὰ στὶς πνευματικὲς αἰσθήσεις: «ὃ ἑωράκαμεν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἡμῶν, ὃ ἐθεασάμεθα καὶ αἱ χεῖρες ἡμῶν ἐψηλάφησαν, περὶ τοῦ λόγου τῆς ζωῆς... ὃ ἀκηκόαμεν, ἀπαγγέλλομεν ὑμῖν» (Α΄ Ἰω. α΄ 1, 3). Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀκοὴ καὶ ἡ ὅραση καὶ οἱ πνευματικὲς αἰσθήσεις στὶς ὁποῖες μᾶς καλεῖ ὅλους ὁ Χριστός. Τὶς ἡμέρες αὐτὲς τοῦ Πάσχα σίγουρα ἀπολαμβάνουμε πολὺ μὲ τὶς αἰσθήσεις αὐτοῦ τοῦ κόσμου καὶ τῆς φυσικῆς ζωῆς. Τρῶμε νόστιμα φαγητά, ἀκοῦμε ὡραίους ὕμνους στὴν ἐκκλησία καὶ βλέπουμε ὄμορφους ἐπιταφίους. Ἄραγε ὅμως, ὅλα αὐτὰ μένουν στοιχεῖα τοῦ φυσικοῦ ἑαυτοῦ ἢ μήπως γίνεται μέσα μας αὐτὴ ἡ μεταμόρφωση στὴν ἄλλη καὶ αἰώνια ζωή, στὸ ἄλλο καὶ καινούργιο φρόνημα, γιὰ τὸ ὁποῖο μᾶς προσκαλεῖ  διαρκῶς ὁ Χριστός;

  Νὰ δώσει ὁ Θεὸς ξεκινῶντας, ἂν δὲν ξεκινήσαμε ἀκόμη, τὸν ἀγῶνα αὐτὸν τὸν εὐλογημένο, νὰ καθαρίζουμε διαρκῶς τὶς φυσικὲς αἰσθήσεις μας, γιὰ νὰ ζωντανέψουν μέσα μας τὰ πνευματικὰ αἰσθητήρια, αὐτὰ τοῦ φωτισμοῦ καὶ τῆς θείας γνώσεως. Καὶ τότε, ὅταν θὰ λέμε μὲ τὰ χείλη μας «Ἀνάστασιν Χριστοῦ θεασάμενοι...», αὐτὸ δὲν θὰ εἶναι μόνον μιὰ φραστικὴ διατύπωση, ἀλλὰ θὰ ἀποτελεῖ μία πνευματικὴ ἐμπειρία καὶ βαθύτερη αἴσθηση τῆς ψυχῆς μας!

    
Κυριακὴ τοῦ Θωμᾶ 2022


ΜΗΝΥΜΑ M.ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ 2022


welcome img

«Ὠσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου»

  Στὴν ἀρχὴ τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος παρατηρούμε νὰ ἐπαναλαμβάνει ἡ Ἐκκλησία μας στὶς ἀκολουθίες της τὴν λέξη «ἐρχόμενος», ὅταν ἀναφέρεται στὸν Κύριο. Τί μήνυμα ἆρα γε κρύβεται πίσω ἀπὸ αὐτὴ τὴν λέξη, ἀπὸ τὸν ἐρχομὸ δηλαδὴ τοῦ Θεοῦ;

  Ἂν ἀνατρέξουμε στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, στὸ βιβλίο τῆς Γενέσεως ποὺ διαβάζουμε στὸ ξεκίνημα τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, θὰ δοῦμε ὅτι στὴν ἀρχὴ δὲν ὑπῆρχε λόγος ὁ Θεὸς νὰ ἔλθει, οὔτε ὁ ἄνθρωπος κάπου νὰ πάει, ἀλλὰ ἦταν μαζί. Ζοῦσαν ὁ Ἀδάμ καὶ ἡ Εὔα μαζὶ μὲ τὸν Θεὸ καὶ ἀπελάμβαναν αὐτὴ τὴν κατάσταση. Μετὰ τὴν πτώση ἔδιωξε ὁ Θεός τὸν Ἀδὰμ ἀπὸ τὸν παράδεισο, «ἐξαπέστειλεν αὐτὸν ὁ Θεὸς» (Γεν. γ΄ 23).

  Ἡ πρώτη βασικὴ σημασία ποὺ ἔχει αὐτὴ ἡ ἔννοια τοῦ ἐρχομοῦ εἶναι ἡ ἐπανασυνάντηση τοῦ Ἀδὰμ μὲ τὸν Θεό• ἡ προσπάθεια νὰ συναντήσει πλέον ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπο, τὴν στιγμὴ ἀκριβῶς ποὺ ὁ κάθε ἕνας ἀπὸ μᾶς, ἡ μόνη ἱκανότητα ποὺ ὡς ἄνθρωπος ἔχει εἶναι νὰ ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸν Θεό. Αὐτὸ εἶναι ἡ συνέπεια τῆς πτώσεως• τὸ «ἀπέρχεσθαι». Τὸ ξέρουμε ἀπὸ τὴν προσωπική μας ἐμπειρία, ὄχι ἐπειδὴ μᾶς τὸ λένε κάποιοι ἄλλοι. Τὸ πρῶτο λοιπόν στοιχεῖο ἦταν ἡ ἀνάγκη νὰ πλησιάσει ὁ Θεός, νὰ ἔλθει ὁ Θεός πρὸς ἐμᾶς. Ἔτσι ἔχουμε τὴν πρώτη ἐπίσκεψη τοῦ Θεοῦ, τὸν ἐρχομό Του στὴ γῆ, στὸν ἄνθρωπο. «Ἐπεσκέψατο ἡμᾶς ἐξ ὕψους ὀ Σωτὴρ ἡμῶν», ψάλλουμε τὰ Χριστούγεννα.

  Ὑπάρχει καὶ ἕνας δεύτερος ἐρχομός γιὰ τὸν ὁποῖο μιλοῦν τὰ τροπάρια καὶ οἱ εὐχές στὴν ἀρχὴ τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος. Εἶναι ὁ ἐρχομὸς τοῦ Κυρίου στὸ ἑκούσιο πάθος.

Ὁ τρίτος εἶναι ὁ ἐρχομὸς ποὺ κρύβεται πίσω ἀπὸ τὶς τελευταῖες λέξεις τῆς Καινῆς Διαθήκης: «Ἀμήν, ναί, ἔρχου Κύριε Ἰησοῦ» (Ἀποκ. κβ΄ 20). Εἶναι ὁ ἐρχομὸς τῆς δευτέρας παρουσίας, τότε ποὺ θὰ ξαναέλθει ὁ Θεὸς πλέον ὁριστικά.

  Καὶ τέλος, ὑπάρχει ὁ ἐρχομὸς τοῦ Κυρίου στὴν καρδιά μας. «Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου». Εἶναι αὐτὸς ὁ ἐρχομὸς ποὺ τὸν ἐπαναλαμβάνει ὁ κάθε ἕνας μας ὡς προσευχή, ἴσως καὶ χωρὶς λέξεις, ἀλλὰ στὸ φρόνημα καὶ στὴ διάθεσή του. Πόσο πόθο δὲν ἔχουμε νὰ ἔλθει ὁ Χριστὸς μέσα μας! Τί σημασία διαφορετικὰ θὰ εἶχε τὸ ὅτι ἦλθε στὴ γῆ, ἢ τὸ ὅτι ἔρχεται στὸ ἑκούσιο πάθος, ἢ τὸ ὅτι θὰ ξαναέλθει νὰ κρίνει ζῶντας καὶ νεκρούς, ἂν δὲν ἔχει ἔλθει μέσα στὴν καρδιά μας;

  Αὐτὸ σημαδεύει τὸ μήνυμα τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος. Καθὼς ὁ Κύριος θὰ ἔρχεται πρὸς τὸ πάθος, εἶναι ἀνάγκη νὰ ἔρχεται καὶ μέσα στὴν δική μας καρδιά. Σ᾿ αὐτὸ μᾶς καλεῖ ὅλους ἀνεξαιρέτως ἡ Ἐκκλησία μας.

  Γιὰ νὰ ἔλθει ὅμως ὁ Χριστὸς στὴν καρδιά μας πρέπει κι ἐμεῖς νὰ ἔλθουμε στὸν Χριστό. Ὑπάρχει μιὰ ἄλλη λέξη ποὺ ἔχει τὴ σημασία τοῦ ἔρχομαι καὶ συχνὰ ἀναφέρεται στὶς ἀκολουθίες. Εἶναι ἡ λέξη «δεῦρο» καὶ «δεῦτε», ποὺ θὰ πεῖ ἔλα καὶ ἐλᾶτε. Εἶναι παράκληση καὶ προτροπὴ τοῦ Χριστοῦ κι ἐμεῖς νὰ κάνουμε μία κίνηση πρὸς Αὐτόν.

  Πῶς λοιπὸν ἐμεῖς μποροῦμε νὰ πᾶμε στὸν Χριστό; Ἡ μία κίνηση εἶναι ἡ φυσικὴ κίνηση, αὐτὴ ποὺ ὅλοι κάνουμε ὅταν πᾶμε στὴν ἐκκλησία. Ξεχνᾶμε κάποιες ἐπισκέψεις, ἀφήνουμε τὴν ἡσυχία μας στὸ σπίτι, τὴν ἄνεση καὶ τὴν εὐκολία μας καὶ λέμε: «θὰ πάω στὴν ἐκκλησία». Ἂς τὸ κάνουμε αὐτὸ ὁλόκληρη τὴν Μεγάλη Ἑβδομάδα. Καὶ μόνο ἡ φυσική μας παρουσία, ποὺ ἀπὸ μόνη της δὲν ἔχει ἀξία, δὲν πάει χαμένη, διότι ὡς διάθεση ἀποκτᾶ ἀξία.

  Τὸ δεύτερο εἶναι τὸ νὰ πᾶμε στὸν Χριστὸ κάνοντας κι ἐμεῖς μία ἐργασία. «Δεῦτε πιστοὶ ἐπεργασώμεθα προθύμως τῷ Δεσπότῃ». Νὰ μὴ μείνουμε στὶς ἐπιθυμίες καὶ στὰ ὄνειρα μόνο, ἀλλὰ νὰ κάνουμε τὴν πνευματικὴ ζωὴ πράξη, ὅσο μποροῦμε, ὅπου τὰ καταφέρνουμε.

  Ὑπάρχει καὶ ἕνα τρίτο «Δεῦτε οὖν καὶ ἡμεῖς κεκαθαρμέναις διανοίαις συμπορευθῶμεν αὐτῷ...» Ἂς τακτοποιήσουμε λίγο τὸν «ἔνδοθεν λογισμόν», λένε οἱ εὐχὲς τῶν προηγιασμένων ἀκολουθιῶν, καὶ νὰ προσανατολισθοῦμε λίγο πρὸς τὰ πνευματικά. Μὲ πόσο ἐνδιαφέρον δὲν ἀσχολούμαστε μὲ τὰ κτήματά μας, οἱ μαθητές μὲ τὶς σπουδές μας, οἱ ἄρρωστοι μὲ τὴν ὑγεία μας, οἱ φτωχοὶ μὲ τὴν ἐξοικονόμηση τῶν ἀγαθῶν μας. Γιὰ ὅλα αὐτὰ ἔχουμε σκέψη νὰ δώσουμε. Ἂς δώσουμε λίγη σκέψη καὶ γιὰ τὰ πνευματικά. Νὰ ἔχει ζεσταθεῖ λίγο ἡ καρδιά μας ὅταν ἐρχόμαστε στὴν ἐκκλησία. Ἀλλιῶς ὥσπου νὰ ζεσταθοῦμε θὰ πεῖ ὁ ἱερέας τὸ «δι᾿ εὐχῶν» καὶ θὰ βρεθοῦμε ξανὰ στὴν κρυάδα τῆς κοσμικῆς κοινωνίας, τῆς ψεύτικης, τῆς ὑλιστικῆς, τῆς ἐφήμερης ζωῆς. Ἂς ἡσυχάσουμε λίγο μέσα μας γιὰ νά φτιάξουν οἱ λογισμοί μας καὶ νὰ μπορεῖ ἕτοιμη ἡ καρδιά μας νὰ δεχτεῖ κάτι πνευματικό.

  Τὸ πρῶτο εἶναι ὁ φυσικὸς ἐρχομός, τὸ δεύτερο εἶναι ὁ πρακτικὸς βίος, νὰ κάνουμε τὴν πίστη μας πράξη καὶ ζωή, τὸ τρίτο εἶναι οἱ σκέψεις μας. Καὶ τὸ τέταρτο τὸ εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς στὸ Εὐαγγέλιο: «Δεῦτε πρὸς με πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς». Ἐλᾶτε κοντά μου ὅλοι ὅσοι κουρασμένοι ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη ἀδυναμία καὶ φορτωμένοι ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα πάθη καὶ ἐγὼ θὰ σᾶς ξεκουράσω. Θὰ σᾶς πάρω καὶ τὸν κόπο, θὰ ἀναλάβω ὅμως στοὺς ὥμους μου καὶ τὸ φορτίο. Αὐτὸ εἶναι ὁ σταυρός.

  Ἂς κάνουμε, λοιπόν, καὶ τὸ τέταρτο ποὺ εἶναι νὰ δώσουμε τὴ διάθεσή μας. Νὰ προκύψει μέσα στὴ καρδιά μας ὡς πνευματικὸς ἀναστεναγμός, αὐτὸ τὸ φρόνημα τῆς ταπεινωμένης ἀποτυχίας, αὐτὴ ἡ ἐσωτερικὴ μετάνοια ὡς ἀναγνώριση τῶν ἀδυναμιῶν μας καὶ τῶν παθῶν μας.

  Ἔτσι καὶ μὲ τὴ φυσικὴ κίνηση καὶ μὲ τὶς πράξεις καὶ μὲ τὶς σκέψεις καὶ μὲ τὴ διάθεση θὰ μπορέσουμε κι ἐμεῖς νὰ ἔλθουμε στὸ Χριστό. Κι ὅταν πᾶμε στὸ Χριστὸ θὰ ἔλθει κι ἐκεῖνος κοντά μας. Καὶ τότε θὰ μπορέσουμε νὰ ζήσουμε ἕνα ἄλλο «δεῦτε», ἕνα ἄλλο «ἔρχεσθε», αὐτὸ τὸ ὁποῖο θὰ ἀκούσουμε τὸ βράδυ τῆς Ἀναστάσεως: «Δεῦτε πόμα πίωμεν καινόν» καὶ «δεῦτε τοῦ καινοῦ τῆς ἀμπέλου γεννήματος κοινωνήσωμεν». Νὰ ζήσουμε ἀπὸ κοντὰ πλέον σὰν πραγματικὸ, σημερινό, προσωπικό, καρδιακὸ γεγονὸς τὴν Ἀνάσταση.

  Ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα ἀπὸ μόνη της εἶναι ἕνας πεθαμένος σταυρός. Ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα μαζὶ μὲ τὴν Ἀνάσταση εἶναι ζωή, εὐλογία καὶ δύναμη γιὰ ὁλόκληρη τὴν ὑπόλοιπη ζωή μας. Εἴμαστε στὴν ἀρχή. Ἔχουμε τὴν εὐκαιρία, ἔχουμε τὴν δυνατότητα. Ἂς διατηρήσουμε αὐτὸ τὸ ἦθος, αὐτὸ τὸ φρόνημα, αὐτὸ τὸ πνεῦμα ποὺ πραγματικὰ θὰ σφραγίσει κάθε κίνηση τῆς ζωῆς μας καὶ θὰ διαμορφώσει κάθε λεπτὴ πτυχὴ τῆς ψυχῆς μας.

  Καλὴ Ἀνάσταση!

    
Μεγάλη Ἑβδομάδα 2022


ΜΗΝΥΜΑ  M. ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ

welcome img

«Ἔδωκας κληρονομίαν τοῖς φοβουμένοις τὸ ὄνομά Σου, Κύριε»

Στοὺς κατανυκτικοὺς ἑσπερινοὺς τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ἀμέσως μετὰ τὴν εἴσοδο, ψάλλουμε δύο μεγάλα, ὅπως ὀνομάζονται, προκείμενα. Τὸ ἕνα ἐξ αὐτῶν εἶναι: «ἔδωκας κληρονομίαν τοῖς φοβουμένοις τὸ ὄνομά Σου, Κύριε». Ὅπως ὅλα τὰ προκείμενα, εἶναι καὶ αὐτὸ δανεισμένο ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Ἀναφέρεται στὴν περίοδο πρὸ τῆς ἐλεύσεως τοῦ Κυρίου καὶ εἶναι ἐμπνευσμένο ἀπὸ τὸν 60ὸ ψαλμό. Ἐμεῖς δὲν θὰ ἀσχοληθοῦμε οὔτε μὲ τὸ ρῆμα «ἔδωκας», οὔτε μὲ τὸ «τοῖς φοβουμένοις», οὔτε μὲ «τὸ ὄνομά Σου». Θὰ μπορούσαμε ὅμως νὰ πάρουμε μιὰ γεύση σχολιάζοντας μιά μόνο λέξη, τὴ λέξη «κληρονομία».

Ὁ Θεὸς μᾶς ἔχει δώσει κάποια κληρονομιά, τὴν ὁποία μποροῦμε καὶ καλού­μεθα νὰ γνωρίσουμε καὶ νὰ ἀξιοποιήσουμε. Κληρονομιὰ σημαίνει δῶρο, ὄχι ἀπόκτημα, κάτι ποὺ μᾶς δόθηκε χωρὶς ἐμεῖς νὰ ἐργαστοῦμε γι’ αὐτό. Καὶ μάλιστα δόθηκε λόγω συγγένειας, λόγω σχέσης με τὸν δωρεοδότη. Ποιά ἄραγε νὰ εἶναι αὐτὴ ἡ πνευματικὴ κληρονομιά; Γιὰ μὲν τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ἦταν ἡ Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας. Ἦταν ἡ ἰδιότητα τοῦ Ἑβραϊκοῦ λαοῦ ὡς περιουσίου λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Ἦταν τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Κύριος τοὺς χάρισε τὴν ἐπίγεια Ἱερουσαλήμ. Τὸ ἐρώτημα ὅμως ἀπευθύνεται σὲ μᾶς τοὺς χριστιανούς, σὲ κάθε ἄνθρωπο ποὺ ζεῖ καὶ τρέφεται ἀπὸ τὴν κολυμβήθρα καὶ τὴν τράπεζα τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας. Ποιά εἶναι ἡ κληρονομιὰ ποὺ ὡς μέλη τῆς Ἐκκλησίας ἔχουμε;

Ἂς κάνουμε μιὰ ἁπλῆ ἀναλογία· τὴν ἀναλογία στὶς δικές μας, τὶς ἀνθρώπινες κληρονομιές. Ὁ κάθε ἄνθρωπος εἶναι φυσικὸς κληρονόμος, κοινωνικός, οἰκονο­μικὸς κληρονόμος κ.λπ. Τί κληρονομεῖ ἀπὸ τοὺς δικούς του; Τί κληρονομήσαμε ἐμεῖς ἀπὸ τοὺς γονεῖς μας; Κληρονομοῦμε πρῶτα τὴ συγγένεια, τὴ σχέση. Ἄλλο εἶναι νὰ φύγει ἀπὸ αὐτὸ τὸν κόσμο ὁ στριφνὸς ἐνδεχομένως δικός μας ἄνθρωπος καὶ ἄλλο εἶναι νὰ χωριστοῦμε ἀπὸ ἕναν πολὺ καλό, ἀλλὰ ὄχι συγγενικό μας ἄνθρωπο. Ὁ πρῶτος, κι ἂς εἶναι δύσκολος, μᾶς πληγώνει παραπάνω. Εἶναι δικός μας. Τὸ λέμε αὐτὸ γιὰ νὰ καταλάβουμε τὶ σημαίνει σχέση αἵματος. Αὐτὸς ποὺ ἔχει τὸ ἴδιο αἷμα μὲ μᾶς, ὁ συγγενής μας, εἶναι πιὸ κολλημένος στὴν ὕπαρξή μας. Ἔχουμε ἄλλου εἴδους σχέση. Τὸ πρῶτο πρᾶγμα, λοιπόν, ποὺ κληρονομοῦμε ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς μας εἶναι μιὰ πολὺ δυνατὴ σχέση.

Τὸ δεύτερο ποὺ κληρονομοῦμε εἶναι τὰ χαρακτηριστικά τους. Ἕνα παιδὶ μοιάζει σὲ ὁρισμένα μὲ τὸν πατέρα του, καὶ σὲ ἄλλα μὲ τὴ μητέρα του. Ἔχει πάρει καὶ τὰ φυσικὰ χαρακτηριστικά, ἀλλὰ ἔχει κληρονομήσει καὶ τὰ χαρακτη-ριστικὰ τῆς προσωπικότητος καὶ τοῦ χαρακτῆρος τῶν γονέων του.

Τρίτο στοιχεῖο εἶναι τὸ ὄνομα. Δὲν διαλέγει ὁ καθένας τὸ ὄνομά του, ἀλλὰ τοῦ δίνεται τὸ ὄνομα. Τὸ κληρονομεῖ αὐτὸ τὸ ὄνομα.

Καὶ ἕνα τέταρτο, αὐτὸ γιὰ τὸ ὁποῖο τόσοι καυγάδες τόσο συχνὰ γίνονται, εἶναι ἡ περιουσία.

Κληρονομοῦμε, λοιπόν, σχέση, κληρονομοῦμε χαρακτηριστικά, ὄνομα, περι­ουσία. Ἂς δοῦμε πῶς αὐτὰ τὰ κληρονομικὰ στοιχεῖα ἀνάγονται σ᾿ αὐτὸ ποὺ λέμε κληρονομοῦμε τὸν Θεό. Τί κληρονομιὰ ἔχει δώσει σ᾿ ἐμᾶς ὡς χριστιανοὺς ὁ Θεός;

Τὸ πρῶτο πρᾶγμα ποὺ μᾶς ἔχει δώσει εἶναι ἡ σχέση μαζί Του. Τί μεγάλο πρᾶγμα! Αὐτὸ εἶναι πραγματικὴ περιουσία. Εἶναι ἡ κληρονομιὰ τῆς υἱοθεσίας. Μιὰ κληρονομιὰ ποὺ διακρίνεται ὡς λαχτάρα, ὡς πόθος, ὡς νοσταλγία, θὰ λέγαμε ὡς ὄνειρο στὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Ἀλλὰ μὲ μιὰ ὁλοκληρωμένη μορφή, ἐμφανίζεται ὡς τελεία σχέση πατρὸς καὶ τέκνων στὴν Καινὴ Διαθήκη. Ἕνα χαρακτηριστικὸ παράδειγμα εἶναι ἡ Κυριακὴ προσευχή, «Τὸ Πάτερ ἡμῶν», ὁ τρόπος αὐτῆς τῆς προσευχῆς. Στὴν περίοδο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὑπάρχουν ἀναφορὲς ὅπου ὁ Θεὸς ἀπευθύνεται σὰν πατέρας σὲ παιδιά. Ἀλλὰ δὲν ὑπάρχει οὔτε μιὰ περίπτωση, ὅπου μὲ κάποιο τρόπο νὰ ὑποδεικνύεται ὡς μέσο ἐπικοινωνίας μιὰ προσευχή, κατὰ τὴν ὁποία μποροῦσε κανεὶς νὰ στραφεῖ στὸν Θεό καὶ νὰ Τὸν ἀποκαλέσει πατέρα. Αὐτό ἰσχύει γιὰ τὴν περίοδο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.

Ἐρχόμαστε ὅμως στὴν Καινὴ Διαθήκη, ὅπου οἱ μαθητὲς ταπεινὰ ζητοῦν ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ τοὺς διδάξει πῶς νὰ προσεύχονται. Ἐκεῖνος τοὺς παραδίδει τὴν Κυριακὴ προσευχή ὡς τὴ μεγαλύτερη κληρονομιὰ καὶ παρακαταθήκη καὶ τοὺς βάζει σὰν πρώτη λέξη, τὴν λέξη «πάτερ». Νὰ λοιπὸν ἡ πρώτη σχέση, ἡ κατὰ χάριν σχέση, ἡ ὁποία προσφέρεται σὲ κάθε πιστό, σὲ κάθε ἄνθρωπο καὶ μέλος τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὸν Θεό. Εἶναι ἡ σχέση τῆς υἱοθεσίας· σχέση δηλαδὴ δική μας μὲ τὸν Θεὸ Πατέρα ὡς τέκνων Του.

Ὑπάρχει καὶ ἄλλη μία σχέση· ἡ σχέση τῆς φύσεώς μας, τῆς ἀνθρώπινης φύσεως μὲ τὴν θεανθρώπινη φύση τοῦ δευτέρου προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος, τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Μία σχέση ποὺ καθαγιάζει τὴν ἴδια τὴν ὑπόσταση τῆς φύσεώς μας. Τί τιμή! Νὰ ἡ δεύτερη περιουσία. Νὰ μιὰ ἄλλη σχέση κληρονομιᾶς. Αὐτὴ ἡ φύση ποὺ φέρουμε, καὶ δὲν ἐννοῶ μόνο τὸ σῶμα ἀλλὰ καὶ τὴν ἴδια τὴν ἀνθρώπινη ὑπόσταση, εἶναι καθαγιασμένη ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ ποὺ ἔχουμε κληρονομήσει εἶναι ἀρχικὰ μὲν ἡ φύση τῆς δημιουργίας μας, στὴ συνέχεια δὲ τῆς ἀναδημιουργίας μας, ἡ θεωμένη ἀνθρώπινη φύση.

Τὸ δεύτερο ποὺ εἴπαμε ὅτι κληρονομοῦμε εἶναι τὰ χαρακτηριστικά. Ὑπάρχει στὴν ἀρχὴ τῆς πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολῆς μιὰ λέξη ποὺ ἐμφανίζεται μόνο μιὰ φορὰ στὴν Ἁγία Γραφή, ποτὲ ἄλλοτε· ἡ λέξη «χαρακτήρας». Ἀναφέρεται στὸν Χριστό, ὅτι εἶναι «ἀπαύγασμα τῆς δόξης καὶ χαρακτὴρ τῆς ὑποστάσεως Αὐτοῦ» (Ἑβρ. α΄ 3). Ὁ Χριστὸς εἶναι χαρακτήρας τῆς ὑποστάσεως τοῦ Θεοῦ Πατρός. Χαρακτήρας θὰ πεῖ ὅτι εἶναι ἀκριβῶς ἴδιος μὲ τὸν Θεὸ Πατέρα, ὅσον ἀφορᾶ τὴν οὐσία, τὴ φύση τῆς ὑποστάσεως· δηλαδή, ἡ ὑπόστασις τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἔχει χάραγμα θεϊκό.

Κάτι ἀντίστοιχο μ᾿ αὐτὸ ὑπάρχει καὶ γιὰ μᾶς. Ἔχουμε κληρονομήσει τέτοιον πνευματικὸ χαρακτήρα. Ὁ καθένας μας, ὄντας πλασμένος «κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ», ἔχει κληρονομήσει ἰδιώματα θεϊκά, δοσμένα ὡς δῶρο σὲ μᾶς ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεό. Κλασσικὸ παράδειγμα αὐτῆς τῆς περιπτώσεως βρίσκουμε στὴν ὑμνογραφία τῆς Ἐκκλησίας μας ποὺ ἀναφέρεται στὰ πρόσωπα τῶν ἁγίων, ὅπως στὸ πρόσωπο τῆς ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας που τιμοῦμε τὴν Ε΄ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν. Σχεδὸν ὅλα τὰ τροπάρια ποὺ ἀνεφέ­ρονται στὴν ἁγία περιλαμβάνουν τὴ λέξη «εἰκόνα» καὶ περιγράφουν πῶς ἡ ἴδια κατέστρεψε τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, καὶ πῶς τελικὰ βλέποντας τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας φρόντισε νὰ ἀναστήσει μέσα της αὐτὸ τὸ στοιχεῖο τῆς πνευματικῆς κληρονομιᾶς καὶ νὰ ἀναμορφώσει τὸ κάλλος γιὰ τὸ ὁποῖο εἶχε πλαστεῖ, τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ.

Ὑπάρχει καὶ τὸ τρίτο στοιχεῖο τὸ ὁποῖο κληρονομοῦμε· τὸ ὄνομα. Τὸ ὄνομα χαρακτηρίζει τὸ πρόσωπο καὶ μὲ αὐτὸ τὸ ὄνομα ἔχουμε πολιτογραφηθεῖ στὸν οὐρανό. Ὁ Κύριος λέει κατ᾿ ἐπανάληψιν στὴν Ἁγία Γραφὴ στοὺς Ἀποστόλους, νὰ χαίρεσθε γιατί τὰ ὀνόματά σας ἐγράφησαν «ἐν βίβλῳ ζωῆς», «ἐν τοῖς οὐρανοῖς» (Φιλ. δ΄ 3, Λουκ. ι΄ 20). Εἶναι αὐτὸ τὸ ὄνομα τὸ ὁποῖο μᾶς τὸ δίνει σὰν κληρονομιὰ ὁ Θεὸς μέσα ἀπὸ τὸ μυστήριο τοῦ βαπτίσματος, τὸ ὁποῖο καλούμεθα νὰ χρησιμοποιήσουμε γιὰ νὰ φθάσουμε ἀπὸ τὸ «κατ᾿ εἰκόνα» στὸ «καθ᾿ ὁμοίωσιν». Εἶναι αὐτὸς ὁ ἀγώνας ποὺ γίνεται γιὰ νὰ ἀναστήσουμε μέσα μας τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, τὴν εἰκόνα τοῦ προσώπου Του.

Ἂς ἔλθουμε στὸ τέταρτο στοιχεῖο, τὴν περιουσία τοῦ Θεοῦ. Ποιά εἶναι ἡ περιουσία τὴν ὁποία μᾶς ἔχει δώσει ὁ Θεός πέραν ἀπὸ τὴ σχέση, πέραν ἀπὸ τὸν χαρακτήρα Του, τὸ «κατ᾿ εἰκόνα», πέραν ἀπὸ τὸ θεϊκό Του ὄνομα, τὸ «καθ᾿ ὁμοίωσιν»; Πολλὰ θὰ μπορούσαμε νὰ ἀναφέρουμε ὡς περιουσία τοῦ Θεοῦ· ἂς ποῦμε μόνο μερικά.

Ἡ πρώτη περιουσία ποὺ μᾶς ἐμπιστεύεται ὁ Θεός εἶναι ἡ χάρις Του, οἱ ἀρετὲς ὡς καρπὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Μᾶς δίνει τὴ δυνατότητα νὰ Τὸν πλησιάσουμε μέσα ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ νὰ προσεγγίσουμε αὐτὸν τὸν πολύτιμο θησαυρὸ ποὺ ὑπάρχει καὶ ὀνομάζεται χάρις. Νὰ μπορέσουν νὰ συμβοῦν στὴ ζωή μας αὐτὰ ποὺ μόνοι μας δὲν μποροῦμε νὰ καταφέρουμε, ὅσο κι ἂν ἀγωνιζόμαστε, καὶ νὰ φθάσουμε ἔτσι στὴν κατάσταση τῆς τελειότητος. Στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ μὴν ὑπάρχει τελειότητα. Κάθε τι πρέπει νὰ εἶναι τέλειο ἐκεῖ. Συμμετέχοντας στὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας, μᾶς δίνει ὁ Θεὸς τὴ χάρι Του, γιὰ νὰ περάσουμε τὴ διαδικασία τῆς τελειώσεως σ᾿ αὐτὴ τὴ ζωὴ καὶ νὰ μεταπηδήσουμε στὴν κατάσταση τῆς τελειότητος στὴν ἄλλη ζωή. Ἕνα λοιπὸν στοιχεῖο περιουσίας εἶναι αὐτὴ ἡ πολύτιμη κληρονομιὰ τῆς χάριτός Του.

Ἕνα ἄλλο εἶναι ὁ θησαυρὸς τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὴ ἡ ἀπέραντη κολυμβήθρα ποὺ καθαίρει τὸν καθένα μας. Αὐτὴ ἡ μεγάλη μήτρα ποὺ μᾶς ἀναγεννᾶ καὶ ἡ ὁποία ἐγκυμονεῖ τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ μέσα στὴν καρδιὰ μας.

Τρίτο δῶρο ποὺ μᾶς ἔχει δώσει σὰν περιουσία ὁ Θεὸς εἶναι τὰ ἰδιώματα τῆς φύσεώς μας. Ὁ κάθε ἕνας μας ἔχει τὸν δικό του φυσικό χαρακτήρα. Μέσα ἀπὸ αὐτὸν τὸν χαρακτήρα, μέσα ἀπὸ τὰ στοιχεῖα τῆς προσωπικότητος ποὺ εἶναι διαφορετικὰ γιὰ ὅλους μας, θὰ βρεῖ τὸν δρόμο του. Καὶ εἶναι περιουσία ποὺ μᾶς τὴ δίνει ὁ Θεὸς, διότι ἔτσι Ἐκεῖνος κρίνει ὅτι εἶναι ὁ καλύτερος τρόπος γιὰ τὴ σωτηρία μας. Νὰ φέρουμε ὁ καθένας χωριστά τὸν δικό του χαρακτήρα. Δὲν θὰ ὑπῆρχε καλύτερος τρόπος νὰ σωθοῦμε παρὰ μέσα ἀπὸ τὴν περιουσία τοῦ δικοῦ μας χαρακτῆρος.

Ἂς περάσουμε καὶ στὸ τέταρτο δῶρο. Εἶναι οἱ συνθῆκες τῆς ζωῆς μας. Οἱ ἀφορμὲς τῆς σωτηρίας μας εἶναι ποικίλες. Ἄλλος μπαίνει στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴ μιὰ πόρτα, ἄλλος ἀπὸ τὴν ἄλλη. Ἄλλοτε μὲ χαρές, ἄλλοτε μὲ λύπες, ἄλλοτε μὲ αἰφνδιαστικὲς ἀφορμές, ἄλλοτε μὲ τιμές, ἄλλοτε μὲ ταπεινώσεις. Αὐτὸ ποὺ ὀνομάζει ὁ κόσμος συμπτώσεις, αὐτὸ ποὺ ὀνομάζει συγκυρίες, δὲν εἶναι γιὰ μᾶς ἄψυχη τύχη. Ὄχι, δὲν εἶναι συγκυρίες, δὲν εἶναι συμπτώσεις, ἀλλὰ τὰ ἴδια τὰ γεγονότα εἶναι ὁ τρόπος τῆς σωτηρίας μας. Αὐτὰ τὰ γεγονότα θὰ συνδυαστοῦν μὲ τὸν χαρακτήρα καὶ μὲ τὴν ἐλευθερία μας, θὰ στάξει ἀπὸ πάνω καὶ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ, κι ἔτσι θὰ γεννηθεῖ ἡ μορφὴ τῆς σωτηρίας γιὰ τὸν καθένα μας.

Ἕνα πέμπτο στοιχεῖο τέτοιας περιουσίας ποὺ μᾶς δίνει ὁ Θεός εἶναι οἱ σταυροί μας. Εἶναι κληρονομιὰ καὶ θεϊκὴ περιουσία οἱ σταυροί μας. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ὁ ἴδιος ὁ Θεός, σταυρὸ ἔφερε. Σὲ σταυρωμένο Θεὸ πιστεύουμε. Ἀπὸ αὐτὸν τὸν σταυρό Του δείχνει σὲ μᾶς, στὸν πεπτωκότα κόσμο στὸν ὁποῖο ζοῦμε, τοὺς δικούς μας σταυρούς. Δὲν εἶναι τιμωρίες, ἀλλὰ εἶναι μέσα σωτηρίας. Εἶναι συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας μας αὐτὸ ἐδῶ καὶ δύο χιλιάδες χρόνια. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὅταν δὲν ὑπῆρχαν σταυροί, ἀγωνίζονταν οἱ ἅγιοι μόνοι τους νὰ ἀνακαλύψουν καὶ νὰ δημιουργήσουν σταυρώσιμες προϋποθέσεις γιὰ τὴ δική τους σωτηρία.

Ἡ μεγάλη περιουσία γιὰ τὸν κάθε χριστιανό, λοιπόν, εἶναι αὐτὴ ἡ θεϊκὴ σχέση, εἶναι τὸ «κατ᾿ εἰκόνα», τὸ ὅτι φέρει μέσα του ὁ καθένας θεϊκὰ στοιχεῖα ὡς χαρακτήρα. Εἶναι τὸ ὄνομα, τὸ «καθ᾿ ὁμοίωσιν». Εἶναι ἡ περιουσία τῆς Ἐκκλησίας, ἡ χάρις, τὰ μυστήρια, οἱ ἀρετές, ἡ φύση τοῦ καθενός μας, οἱ συγκυρίες τῶν γεγονότων. Εἶναι οἱ σταυροί μας καὶ οἱ δοκιμασίες μας. Οἱ Ἑβραῖοι ὡς κληρονομιὰ εἶχαν τὴν ἐλπίδα γιὰ τὴν ἐπίγεια Ἱερουσαλήμ. Ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας, οἱ πιστοὶ χριστιανοί, ὡς κληρονομιὰ ἔχουμε τὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ.

Ἔτσι πρέπει νὰ μεταμορφώνουμε τὶς μέρες μας καὶ μ᾿ αὐτὴ τὴν προοπτικὴ νὰ διερχόμεθα τὸ στάδιο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Νὰ ζήσουμε τὴν Ἀνάσταση καὶ τὸ Πάσχα, ὄχι ἐδῶ ἀνθρώπινα καὶ ἐφήμερα, οὔτε πάλι ὡς δική μας κατάκτηση ἢ ὡς δικό μας ἀπόκτημα, ἀλλὰ ὡς μιὰ πνευματικὴ κληρονομιὰ ποὺ θὰ ἀποτελεῖ ἀπαύγασμα τῆς ἄνω Ἱερουσαλήμ, τῆς οὐράνιας χαρᾶς, τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ.

Καλή καὶ εὐλογημένη Τεσσαρακοστή!


Μ. Τεσσαρακοστή 2022


 pdf


ΜΗΝΥΜΑ ΤΡΙΩΔΙΟΥ

welcome img

Μὲ τὴν Κυριακή τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου, ἡ Ἐκκλησία μας μᾶς εἰσάγει στὴν κατ᾿ ἐξοχὴν πνευματική της περίοδο, τὴν περίοδο τοῦ Τριωδίου. Μιὰ περίοδο πού διαρκεῖ ἑβδομήντα μέρες, δέκα ἑβδομάδες. Οἱ τρεῖς πρῶτες Κυριακὲς καὶ ἑβδομάδες εἶναι εἰσαγωγικές καὶ στὴ συνέχεια ἀκολουθεῖ ἡ περίοδος τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Καθὼς μπαίνουμε σ᾿ αὐτὸν τὸν ὄμορφο ἐκκλησιαστικὸ καὶ πνευματικὸ χῶρο τοῦ Τριωδίου, καὶ ἀνοίγουμε τὸ «Τριώδιο», αὐτὸ τὸ πλούσιο σὲ μηνύματα ἀληθείας καὶ ζωῆς βιβλίο, ποὺ ἀποτελεῖ τὸν κορμὸ τῶν ἀκολουθιῶν τῆς περιόδου ὡς τὸ Μεγάλο Σάββατο, ἡ Ἐκκλησία μας τὴν πρώτη Κυριακὴ μᾶς προσδιορίζει τὸν στόχο μας γιὰ κάτι πολὺ μεγάλο. Προσπαθεῖ νὰ μιλήσει στὴν καρδιά μας, προσφέροντάς μας ὡς ἐκλεκτὸ πνευματικὸ ἔδεσμα τὴν παραβολὴ τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου.

Ἂς ἐπικεντρωθοῦμε ὅμως, ὄχι στὸ περιεχόμενο τῆς παραβολῆς, ἀλλὰ στὸν στίχο ποὺ προηγεῖται καὶ ποὺ ἀποτελεῖ τὴν ἀφορμὴ αὐτῆς τῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς. Λέει ὁ στίχος αὐτὸς ὅτι ὁ Κύριος εἶπε τὴν παραβολή θέλοντας νὰ διδάξει αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι ἦσαν «πεποιθότες ἐφ᾿ ἑαυτοῖς ὅτι εἰσὶ δίκαιοι καὶ ἐξουθενοῦντες τοὺς λοιπούς» (Λουκ. ιη΄ 9), δηλαδὴ αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι ἔχουν τὴν ἐμπιστοσύνη στὸν ἑαυτό τους, καὶ διακατέχονται ἀπὸ τὸ φρόνημα καὶ τὴν ἰδέα ὅτι εἶναι δίκαιοι καὶ ἔτσι ἐξουθενώνουν τοὺς λοιποὺς καὶ τοὺς βλέπουν περιφρονητικά.

Ἀκριβῶς αὐτὸ ἀποτελεῖ καὶ τὴν ἀφορμὴ τοῦ σημερινοῦ μηνύματος καὶ γιὰ μᾶς. Ὁ Φαρισαῖος εἶχε τὴν πεποίθηση ὅτι ἦταν δίκαιος ἀφ᾿ ἑνὸς καὶ ὅτι εἶχε δίκιο ἀφ᾿ ἑτέρου. Δύο πράγματα φοβερὰ καὶ ὕπουλα ποὺ δὲν τὰ καταλαβαίνουμε μὲ τὴν πρώτη ματιά, ἀλλὰ ποὺ στὴν πραγματικότητα μᾶς ἐμποδίζουν ἀπὸ τὸ νὰ δοῦμε τὴν ἀλήθεια ποὺ ταπεινὰ κρύβεται πίσω ἀπὸ τὰ γεγονότα καὶ μέσα στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων. Αὐτὸ τοῦ ἔλεγε ὁ ἀρρωστημένος, ἐγωιστικὸς καὶ ἐμπαθὴς λογισμός του. Καὶ κάτι ἀκόμη. Εἶχε μιὰ αὐτάρκεια. Ἔκανε πέντε πραγματάκια καὶ ἠρκεῖτο σ᾿ αὐτά. Εὐχαριστιόταν ἡ ψυχούλα του μὲ τὰ κατορθώματά του. Εἶχε τόσο περιορισμένη ὅραση ποὺ ἐνῶ ἔλεγε «Θεέ μου, σ᾿ εὐχαριστῶ», στὴν οὐσία τὸν ἑαυτό του εὐχαριστοῦσε• αὐτὸν μόνον ἔβλεπε. Ἀπὸ τὸν ὁρίζοντα τῆς φαρισαϊκῆς προσευχῆς ἀπουσίαζε ὁλότελα ὁ Θεός• Τὸν εἶχε διώξει καὶ τὸν εἶχε ἀντικαταστήσει μὲ τὸ εἴδωλο τοῦ ἑαυτοῦ του. Αὐτὸ θὰ πεῖ «πεποιθώς ἐφ᾿ ἑαυτῷ»• τὸν ἀπελάμβανε τὸν ἑαυτό του. Ἀπόδειξη ἦταν ὅτι γι᾿ αὐτὸν τὸν ἑαυτὸ μιλοῦσε μὲ τόση ἱκανοποίηση. Νήστευε δύο φορὲς τὴν ἑβδομάδα καὶ ἔδινε τὸ ἓν δέκατο ἀπὸ τὰ κτήματα καὶ τὰ ἔσοδά του καὶ αὐτὸ ἦταν ἡ καύχηση καὶ ἡ ἐξόφληση τοῦ χρέους του πρὸς τὸν Θεό.

Αὐτὸ τὸ φρόνημα τὸν ὁδηγεῖ σὲ μιὰ ἄθλια σύγκριση. Κάνει σύγκριση μ᾿ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους καὶ βρίσκει τὸν ἑαυτό του νὰ ὑπερέχει. Δὲν σταματᾶ σὲ γενικεύσεις καὶ ἀοριστίες ἀλλὰ προχωρεῖ ἕνα ἀκόμη βῆμα• προβαίνει σὲ μιὰ θρασεία καὶ ἀνήλεη σύγκριση τοῦ ἑαυτοῦ του καὶ μὲ συγκεκριμένο ἄνθρωπο. Ἄλλο εἶναι νὰ νοιώθεις μιὰ ὑπεροχὴ γενικευμένη -κακὸ καὶ φοβερὸ- καὶ ἄλλο εἶναι -πολὺ περισσότερο κακό- νὰ τὴν συγκεκριμενοποιεῖς στοὺς ἀνθρώπους μὲ τοὺς ὁποίους συναναστρέφεσαι, καὶ νὰ ἰσχυρίζεσαι πὼς εἶσαι καλύτερος ἀπ᾿ ὅλους.

Αὐτὸς εἶναι ὁ φοβερὸς ἐγωισμός, ποὺ ἂν ψάξουμε θὰ δοῦμε ὅτι δὲν εἶναι καὶ πολὺ μακρυὰ ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ καθενός μας. Ἴσως νὰ εἶναι καλοθρονιασμένος μέσα στὴν καρδιά μας. Ὁ καημένος ὁ Φαρισαῖος, αὐτὸς ὁ θρησκευτικὸς ἄνθρωπος, ἔλεγε ὅτι δὲν ἦταν σὰν τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, ἅρπαγας, ἄδικος, μοιχός. Καὶ ὅμως ἦταν πολὺ ἅρπαγας, ἦταν πολὺ ἄδικος καὶ πολὺ μοιχός. Φαίνεται αὐτὸ ἀπὸ τὴν παραβολή. Εἶχε ἁρπάξει τὸ δικαίωμα τοῦ Θεοῦ νὰ κάνει κρίση καὶ νὰ σκορπάει ἔλεος στὸν κάθε ἄνθρωπο. Πόσες φορὲς κι ἐμεῖς δὲν ἁπλώνουμε χέρι, -ὄχι στὶς τσέπες τῶν ἀνθρώπων- ἀλλὰ στὶς συνειδήσεις, στὰ μυστικὰ τῶν καρδιῶν τους. Πόσες φορὲς μ᾿ αὐτὴ τὴν φοβερὴ κατάκριση καὶ τὴν ἐσωτερικὴ σκληρότητα ἑρμηνεύουμε τοὺς ἀνθρώπους, μπαίνουμε μέσα τους καὶ ἀναλύουμε μὲ ἀκρίβεια καὶ τόση ἀστοχία τὰ αἰσθήματά τους -τί νοιώθουν, ποιοί εἶναι-, ἀπὸ τὰ ἐλάχιστα ποὺ ἐπιφανειακὰ βλέπουμε, χωρὶς στὴν πραγματικότητα οὔτε ἴχνος τῆς ἀλήθειας νὰ μποροῦμε νὰ διακρίνουμε. Εἴμαστε ἅρπαγες καὶ αὐτῶν τῶν ἱερῶν μυστικῶν τῶν ἀνθρώπων καὶ τοῦ ἀναφαίρετου δικαιώματος τοῦ Θεοῦ Αὐτὸς καὶ μόνον νὰ τοὺς κρίνει.

Γι᾿ αὐτὸ καὶ εἴμαστε μοιχοὶ στὴν οὐσία. Ἀντὶ ἡ σχέση μας νὰ εἶναι σχέση μὲ τὸν ἑαυτό μας, μὲ τὰ δικά μας πάθη, μὲ τὴν δική μας εἰκόνα, τόσο ἀδιάκριτα ἐμεῖς ἀφήνουμε τὴν ψυχή μας καὶ πηγαίνουμε καὶ εἰσχωροῦμε στὴν ἱερὴ σχέση τῶν ἄλλων ψυχῶν, βάναυσα καὶ ἀσύστολα. Ἦταν μοιχὸς ὁ Φαρισαῖος μὲ τὴν πνευματικὴ ἔννοια, καὶ ἄδικος. Ἡ ἀδικία θὰ φανεῖ εὐθὺς μόλις σχολιάσουμε τὴν πραγματικὰ πνευματικὴ στάση τοῦ τελώνη. Ἀλλὰ οὔτε καὶ νήστευε ὁ ἄνθρωπος αὐτός• νήστευε ἴσως ἀπὸ τροφὲς καὶ ὑποτίθεται ὅτι νήστευε σωστά, ἀλλὰ εἶχε κάνει μιὰ ἄλλη κατάλυση. Ἔτρωγε ἀπολαυστικὰ τὴν ἡδονὴ τοῦ ἑαυτοῦ του.

Αὐτὸ ἂς τὸ προσέξουμε λίγο. Πολλὲς φορὲς ἡ μυστικὴ ὑπόληψη τοῦ ἑαυτοῦ μας εἶναι ἐνήδονος, μιὰ ἀπολαυστικὴ ἡδονή. Ἀπολαμβάνουμε τὶς ἀρετές μας, ὅλοι μας ἴσως, -εἶναι τόσο ἀνθρώπινο κάτι τέτοιο,- κι ἂς ντρεπόμαστε νὰ τὸ ὁμολογήσουμε. Νομίζουμε ὅτι εἴμαστε σπουδαῖοι, ἀκόμη κι ὅταν νηστεύουμε• κι ἔτσι νηστεύοντας, ἀρτευόμεθα. Δὲν τρῶμε ὑλικά, λαίμαργα ὅμως καταβροχθίζουμε τὶς ἁμαρτωλὲς ἐσωτερικὲς ἀπολαύσεις ποὺ ἐκπηγάζουν ἀπὸ τὶς ψευδεῖς εἰκόνες τοῦ ἑαυτοῦ μας ποὺ φιλοξενοῦμε μέσα μας.

Οὔτε λοιπὸν νηστεία πραγματικὴ ἔκανε ὁ Φαρισαῖος τῆς παραβολῆς. Ἐπιπλέον δὲ ἔλεγε καὶ ὅτι ἀποδεκατοῦσε τὰ κτήματά του. Ἕνα κτῆμα ἔχουν αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι• ἕνα κτῆμα ἔχουμε κι ἐμεῖς ὅταν εἴμαστε τέτοιοι. Καὶ τὸ κτῆμα εἶναι ὁ ἑαυτός μας τὸν ὁποῖο δυστυχῶς δὲν ἀποδεκατοῦμε. Ἡ ἐλεημοσύνη αὐτὸν τὸν σκοπὸ ἔχει• τὸν ἀποδεκατισμὸ τοῦ ἑαυτοῦ μας. Ὄχι ἁπλῶς θὰ ἔπρεπε νὰ δίνουμε ἕνα κομματάκι τοῦ ἑαυτοῦ μας καὶ τῆς ὑπάρξεώς μας στὸ περιβάλλον, στοὺς ἀδελφούς μας, ἀλλὰ ἐμεῖς, ἐνῶ ὅλον τὸν ἑαυτό μας μᾶς ζητᾶ τὸ Εὐαγγέλιο νὰ προσφέρουμε, δὲν δίνουμε τίποτα. Καὶ τὸ χειρότερο• ἀκόμη καὶ οἱ προσφορές μας σκοπὸ ἔχουν τὴν τροφοδοσία τοῦ παθολογικοῦ ἐγωισμοῦ μας. Μόνο παίρνουμε συνεχῶς ὡς ἅρπαγες καὶ δὲν σκορπᾶμε κάτι ἀπὸ αἰσθήματα, κάτι ἀπὸ τὸ περιεχόμενο τῆς καρδιᾶς μας, ἴσως γιατί δὲν ἔχουμε.

Δίπλα σ᾿ αὐτὸν τὸν τραγικὸ ἄνθρωπο ποὺ πῆγε νὰ προσευχηθεῖ στὸν Θεό, καὶ ἀντὶ νὰ Τὸν εὐχαριστήσει γιὰ τὰ δῶρά Του, εὐχαριστιόταν ὁ ἴδιος γιὰ τὶς ὑποτιθέμενες καταστάσεις τῆς ψυχῆς του, δίπλα σ᾿ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο ποὺ εἶχε μὲν ἔργα ἀλλὰ δὲν εἶχε ὅραση, γι᾿ αὐτὸ δὲν ἔβλεπε τὸ μεγαλεῖο τοῦ τελώνη, στεκόταν ἀπὸ μακρυά, «μακρόθεν ἑστώς», στὴν ἀκρούλα κρυμμένος ὁ τελώνης καὶ προσηύχετο• καὶ δὲν ἤθελε οὔτε τὰ βλέμματά του νὰ σηκώσει ἐπάνω. Κι ἐνῶ ἦταν μακρυά, χωρὶς κι ὁ ἴδιος νὰ τὸ ἔχει συνειδητοποιήσει, μὴ ἔχοντας καμμιὰ ὑπόληψη στὸν ἑαυτό του, εἶχε μέσα του τὸν Θεό. Κι ἐνῶ δὲν ἄντεχε νὰ σηκώσει τὰ βλέμματά του ἐπάνω, τὰ ἔστρεφε μέσα στὴ λερωμένη ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες καρδιά του καὶ μέσα σ᾿ αὐτὴν τὴν κατάσταση μποροῦσε νὰ ἀντικρύζει πεντακάθαρα τὸν Θεὸ καὶ νὰ προσεύχεται σ᾿ Αὐτόν• «ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ».

Ἀλλὰ καὶ κάτι ἄλλο. Ἐνῶ ὁμολογοῦσε ὅτι ἦταν ἁμαρτωλός, δὲν ἦταν. Ἁμαρτωλὸς δὲν εἶναι κάποιος ποὺ κάνει ἁμαρτίες• τέτοιοι ὅλοι εἴμαστε. Ἁμαρτωλὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ παραμένει στὴν κατάσταση τῆς ἁμαρτίας• αὐτὸς ὁ ὁποῖος δὲν θέλει νὰ βγεῖ ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τὶς ἁμαρτίες του. Ὁ τελώνης μπορεῖ νὰ ἔζησε στὴν κατάσταση τῆς ἁμαρτίας, ἀλλὰ καθὼς μᾶς φανερώνει ἡ συνοπτικὴ αὐτὴ καὶ σύντομη περιγραφὴ τοῦ Εὐαγγελίου μὲ τὶς τρεῖς λεξοῦλες -«ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ»-, ἀπεδείκνυε τὴ συντετριμμένη παράστασή του ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Τὴ στιγμὴ ἐκείνη ἦταν μπροστὰ στὸν Θεό• δὲν ἦταν ἁμαρτωλός• ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ μπροστά του ἔκαιγε τὴν ἁμαρτία μέσα του• εἶχε πράξεις ἁμαρτωλές, ἀλλὰ δὲν ἦταν πλέον ἁμαρτωλός.

Καθὼς λοιπὸν ἡ Ἐκκλησία μας μᾶς προεισάγει στὴν περίοδο αὐτὴ τῆς προσευχῆς, τῆς νηστείας, τῆς πνευματικῆς περισυλλογῆς, τοῦ ἀγῶνα τοῦ πνευματικοῦ, μᾶς παρουσιάζει τὸ παράδειγμα τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου. Ἔτσι θέλει νὰ μᾶς δείξει τὴν ἀληθινὴ νηστεία, τὴν πραγματικὴ προσευχή, τὴ γνήσια πνευματικὴ ζωή.

Ἀρχίζει ἡ νηστεία καὶ σὰν νὰ μᾶς λέει• μὴν ἀρκεσθεῖτε στὴ νηστεία μόνο τῶν τροφῶν• δὲν ὠφελεῖ καὶ πολὺ μιὰ τέτοια νηστεία, ἴσως καὶ νὰ βλάπτει. Ἀλλὰ προσέξτε• νηστέψτε λίγο ἀπὸ τὸν ἑαυτό σας. Καθῖστε μέσα στὴν ἡσυχία τοῦ δωματίου σας καὶ σκεφτεῖτε τὶς ἐκφράσεις τοῦ ἐγωϊσμοῦ σας. Ποιός εἶναι ὁ ἐγωισμός σας; Ἄλλος νομίζει ὅτι ἔχει δικαιώματα στὴ ζωὴ τῶν ἄλλων. Οὔτε στὴ δική σας ζωὴ δὲν ἔχετε δικαίωμα, μᾶς λέει ὁ Θεός. Ἄλλος τὸν πνίγει τὸ δίκιο καὶ τὸ παράπονο. Δὲν ἔχουμε δίκιο ποτέ, κι ἂς πιστεύουμε ὅτι εἴμαστε δίκαιοι. Τελικὰ ὁ δικαιωμένος τοῦ Εὐαγγελίου -ἡ λέξη αὐτὴ εἶναι ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Χριστοῦ- εἶναι «ὁ ἁμαρτωλὸς» τελώνης, ὁ μετανοιωμένος. Ἡ εὐλογημένη αὐτὴ ψυχὴ μᾶς καλεῖ κι ἐμᾶς σ᾿ αὐτὸ τὸ προσκλητήριο τῆς στροφῆς πρὸς τὸν ἑαυτό μας. Ἀντὶ νὰ κοιτᾶμε γύρω μας τί γίνεται, ἂς συμμαζευτοῦμε λίγο. Δὲν εἶναι ἐγωισμὸς αὐτὴ ἡ στροφή• εἶναι μετάνοια.

Πολλὲς φορὲς πνιγόμαστε ἀπὸ τὰ παράπονα καὶ λέμε ὅτι μᾶς ταπεινώνουν τὰ γεγονότα, οἱ ἀδικίες τῆς ζωῆς, οἱ ἄνθρωποι ποὺ μᾶς περιβάλλουν, οἱ δυσκολίες στὶς κοινωνικὲς μας σχέσεις. Δὲν εἶναι ταπείνωση αὐτὸ ποὺ ἔρχεται ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Αὐτό, μὴ μπορώντας νὰ κάνουμε διαφορετικά, ἀναγκαστικὰ τὸ δεχόμαστε. Ταπείνωση εἶναι ἡ περιφρόνηση καὶ ἡ χαμηλὴ εἰκόνα τοῦ ἑαυτοῦ μας ὅταν ἐμεῖς τὰ ἐπιλέγουμε. Ταπείνωση εἶναι αὐτὸ ποὺ ἔκανε ὁ τελώνης.

Ἂς πάρουμε κι ἐμεῖς τὰ πόδια μας καὶ ἂς σταθοῦμε «μακρόθεν». Ἂς χτυπήσουμε μὲ τὰ χέρια μας τὸ στῆθος μας, τὴν καρδιά δηλαδὴ τῆς ὑπάρξεως καὶ τοῦ ἐγωισμοῦ μας. Ἂς στρέψουμε τὰ βλέμματά μας μέσα στὸ ἐσωτερικό μας. Καὶ τότε κι ἐμεῖς θὰ ἀξιωθοῦμε, ὅπως ὁ τελώνης τῆς παραβολῆς ποὺ ἀνέβηκε στὸ ἱερὸ γιὰ νὰ προσευχηθεῖ, νὰ ἀνεβοῦμε πραγματικά, πνευματικά, στὸ ἱερὸ τῆς περιόδου, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὴν κορυφὴ τῆς Ἀναστάσεως.

   Εἴπαμε στὴν ἀρχὴ ὅτι ἔχουμε 70 μέρες στὴ διάθεσή μας γι᾿ αὐτὴν τὴν ἀνάβαση στὸ ὄρος τῆς Ἀναστάσεως. Ἡ ἀνάβαση ὅμως δὲν γίνεται οὔτε μὲ φορτωμένα στομάχια, οὔτε μὲ χορτασμένες ἀπὸ τὸν ἐγωισμὸ ψυχές. Ἂς πετάξουμε τὸ ροῦχο τῆς ἐγωιστικῆς ἐμπαθείας ὁ καθένας μας. Κι ἂν δὲν ξέρουμε τί ἀκριβῶς θέλει ἀπὸ μᾶς ὁ Θεὸς νὰ περιφρονήσουμε, ἂς πᾶμε στὸν πνευματικό μας νὰ τὸν συμβουλευθοῦμε. Ἂς ξεκινήσουμε ἔτσι τὴν περίοδο αὐτήν, ἀρνούμενοι μὲ κάθε τρόπο κι ὅλη τὴ δύναμη τῆς ψυχῆς μας τὴν ἡδονιστικὴ ἀπόλαυση τοῦ ἑαυτοῦ μας.

Εὔχομαι νὰ δώσει ὁ Θεὸς ἡ Ἀνάσταση νὰ εἶναι πραγματικὴ ἀνάβαση• καὶ ἡ ἀπόλαυση νὰ μὴν εἶναι ἀπόλαυση τοῦ ἐμπαθοῦς ἑαυτοῦ μας, ἀλλὰ μυστικὴ ἀπόλαυση τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Ἀμήν.

Τριώδιο 2022


ΜΗΝΥΜΑ YΠΑΠΑΝΤΗΣ


welcome img

Ἡ ἑορτὴ τῆς Ὑπαπαντῆς τοῦ Κυρίου μᾶς δείχνει τὸ μεγαλεῖο τῆς ψυχῆς δύο ἀνθρώπων, τοῦ Συμεὼν καὶ τῆς Ἄννης. Δύο ἡλικιωμένων καὶ γηρασμένων ἀνθρώπων, ποὺ ἔζησαν ὅμως σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο ἀκριβῶς γι᾿ αὐτὴ τὴ στιγμή, τὴ στιγμὴ τῆς συνάντησής τους μὲ τὸν Κύριο ὡς τεσσαρακονθήμερο βρέφος στὸν Ναό. Μιὰ ζωὴ προσδοκῶντας τὴν ἔλευση τοῦ Κυρίου! Μοναδικὴ ἀναφορὰ τῆς Ἁγίας Γραφῆς στὸ πρόσωπο τοῦ ἁγίου Συμεὼν ὑπάρχει στοὺς στίχους 25-35 τοῦ β΄ κεφαλαίου τοῦ κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγελίου⸱ πουθενὰ ἀλλοῦ. Στοὺς λιγοστοὺς αὐτοὺς στίχους, ὁ εὐαγγελιστὴς ἀναφέρει κάτι πολὺ ἐνδιαφέρον· ἀποκαλύπτει τὴ σχέση τοῦ ἁγίου Συμεών μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Στὴν ἀρχὴ λέγει ὅτι ὁ Συμεὼν ζοῦσε ὑπὸ τὴν σκέπη καὶ προστασία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος: «καὶ Πνεῦμα ἦν ἅγιον ἐπ᾿ αὐτόν» (στ. 25).

Στὸν ἑπόμενο στίχο συνεχίζει ὅτι ὁ ἅγιος ἔπαιρνε πληροφορία ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα γιὰ τὰ μελλοντικὰ γεγονότα· αὐτὸ θὰ πεῖ «ἦν κεχρηματισμένος ὑπὸ τοῦ Πνεύματος τοῦ ἁγίου» (στ. 26). Τὸν εἶχε πληροφορήσει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Μιλοῦσε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ αὐτὸς ἄκουγε. Τέλος, ἀναφέρει ὅτι «ἦλθεν ἐν τ Πνεύματι εἰς τὸ ἱερόν» (στ. 27). Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα τὸν ὁδήγησε στὸν ναό, δηλαδὴ τὸν σκέπαζε, τοῦ μιλοῦσε καὶ αὐτὸς ἄκουγε καὶ τοῦ κατηύθυνε τὴ ζωή. Ἦταν πραγματικὰ ἁγιοπνευματικὸς ἄνθρωπος.

Συνήθως θεωροῦμε ὅτι πνευματικὸς ἄνθρωπος εἶναι αὐτὸς ποὺ νηστεύει, αὐτὸς ποὺ ἀκούει τοὺς χριστιανικοὺς ραδιοφωνικοὺς σταθμούς, αὐτὸς ὁ ὁποῖος πηγαίνει στὴν Ἐκκλησία, τηρεῖ τὶς χριστιανικὲς συνήθειες. Ὄχι, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί. Αὐτὰ ἀπὸ μόνα τους δὲν ἀρκοῦν. Αὐτὰ ἀπὸ μόνα τους μπορεῖ νὰ εἶναι καὶ νεκρά. Πνευματικὸς ἄνθρωπος εἶναι ὁ ἁγιοπνευματικὸς ἄνθρωπος. Αὐτὸς ποὺ ἔχει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐνεργοῦν μέσα του. Αὐτὸς ὁ ὁποῖος μπορεῖ νὰ ζεῖ τὴν παρουσία Του καὶ κάνει κάθε βῆμα γιὰ νὰ δέχεται τὴν κατεύθυνσή Του. Αὐτὸς εἶναι ὁ ἄνθρωπος τῆς χάριτος. Αὐτὸ θὰ πεῖ πνευματικὸς ἄνθρωπος. Ὄχι ἄνθρωπος ποὺ τηρεῖ τοὺς πνευματικοὺς τύπους, ἀλλὰ ποὺ μετέχει ἀκριβῶς στὴν οὐσία τῆς πνευματικῆς ζωῆς, δηλαδὴ στὴν ἀλήθεια καὶ τὴ χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τέτοιος ἦταν ὁ Συμεών!

Ἀλλὰ τί παράξενο! Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐδόθη στὴν Ἐκκλησία τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. Πῶς λοιπὸν αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος μποροῦσε νὰ ζεῖ στὰ Ἱεροσόλυμα τῆς τότε κοσμικότητος καὶ ἁμαρτίας αὐτὴν τὴν ἐπικοινωνία καὶ τὴ σχέση μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα πρὶν τὴν ἔλευσή Του; Τί μεγάλη πρόκληση γιὰ τὸν καθένα ἀπὸ μᾶς! Καὶ πόσο μεγαλύτερη, ἂν δοῦμε τοὺς καρποὺς ἀκριβῶς αὐτῆς τῆς ζωῆς!

Ὁ Συμεὼν εἶδε τὸν Κύριο σὲ τέτοια κατάσταση ποὺ κανεὶς δὲν θὰ μποροῦσε νὰ Τὸν ἀναγνωρίσει. Τὸν ἀντίκρυσε ὡς βρέφος καὶ Τὸν αἰσθάνθηκε Θεό. Τὸν ὁμολόγησε Θεὸ στὴν ταπείνωσή Του. Ποιός θὰ μποροῦσε μὲ τὴ νοοτροπία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἢ πολὺ περισσότερο μὲ  τὸν σημερινὸ τρόπο σκέψης, νὰ δεχθεῖ καὶ νὰ ὁμολογήσει ὡς Θεὸ ἕνα ταπεινὸ βρέφος; Καὶ ὄχι μόνον αὐτό. Δὲν εἶδε μόνο μέσα στὸ βρέφος, στὴν ταπείνωσή τοῦ Κυρίου, τὸν Σωτῆρα Χριστό, ἀλλὰ μπόρεσε νὰ δεῖ καὶ νὰ εἰσχωρήσει στὸ μέλλον καὶ στὸ χρόνο Του.

Ἔκανε μιὰ σημαντικὴ προφητεία, μιὰ σκληρὴ  προφητεία, ὅτι ὁ Κύριος θὰ εἶναι «εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστασιν πολλῶν» καὶ «σημεῖον ἀντιλεγόμενον» (στ. 34). Τὸ εἶπε καὶ στὴν Παναγία. Δὲν προσπάθησε νὰ τῆς πεῖ κολακεῖες ἢ λόγια γιὰ νὰ μὴν τὴν στενοχωρήσει. Τῆς ἀπεκάλυψε ἀλήθεια τὴν ὁποία ἴσως ἡ ἴδια δὲν γνώριζε: ὅτι ὁ Χριστὸς γιὰ μερικοὺς θὰ εἶναι ἀνάσταση καὶ γιὰ μερικοὺς θὰ εἶναι ἔλεγχος καὶ πτώση, σημεῖο ἀντιλεγόμενο. Κάποιοι θὰ Τὸν λατρεύουν ὡς Θεὸ καὶ κάποιοι θὰ Τὸν πρσβάλλουν καὶ θὰ Τὸν καθυβρίζουν, ὅπως γίνεται καὶ σήμερα μὲ ποικίλους τρόπους καὶ μὲ ὅλα τὰ μέσα. Θὰ Τὸν ὑβρίζουν μὲ τὸν χειρότερο τρόπο. Καὶ τὸ νὰ βρίζουν ἐμᾶς τοὺς Χριστιανοὺς καὶ νὰ μᾶς προσβάλλουν καὶ νὰ μᾶς χαρακτηρίζουν ὅπως θέλουν, δὲν εἶναι τίποτα. Τὸ νὰ προσβάλλεται ὅμως τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, αὐτὸ τὸ πρᾶγμα εἶναι φοβερὸ γιὰ νὰ τὸ ἀντέχει ὁ κόσμος. Κι ὅμως συμβαίνει. Καὶ γινόταν καὶ τότε καὶ ἐπαναλαμβάνεται στὴν ἱστορία καὶ γίνεται καὶ μὲ χειρότερο ἴσως τρόπο καὶ στὶς μέρες μας.  Ὁ Κύριος εἶναι «σημεῖον ἀντιλεγόμενον».

Ὁ ἅγιος Συμεὼν προχώρησε καὶ σ᾿ ἄλλη προφητεία· προφήτευσε τὸ πάθος τοῦ Κυρίου. Ἔπιασε ἕνα βρέφος στὴν ἀγκαλιά του, ἀλλὰ αἰσθανόταν ὅτι ἔβλεπε τὸν Θεό. Καὶ μέσα ἀπὸ τὸν Θεό, ἔβλεπε τὴν ἱστορία τοῦ Θεοῦ σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο, τὸ πάθος Του. «Καὶ σοῦ δὲ αὐτῆς τὴν ψυχὴν διελεύσεται ρομφαία» (στ. 35), ρομφαία θὰ διέλθει τὴν ψυχή σου, εἶπε στὴν Παναγία. Μαχαίρι θὰ σοῦ τρυπήσει τὴν καρδιά. Αὐτὴ ἡ ρομφαία εἶναι τὸ πάθος τοῦ Κυρίου. Τί φωτισμὸ δὲν εἶχε αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος! Νὰ δεῖ τὸν Θεὸ στὴν ταπείνωσή Του, ἐκεῖ ποὺ κανένας δὲν θὰ Τὸν ὑποψιαζόταν! Νὰ μπορέσει νὰ Τὸν δεῖ καὶ μέσα στὸ χρόνο καὶ στὴν πορεία Του πάνω σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο! Νὰ τὸν ἀναγνωρίσει καὶ στὸ πάθος Του!

Ἀλλὰ καὶ κάτι ἀκόμη. Μπόρεσε νὰ δεῖ καὶ μέσα στὸν ἑαυτό του. Αὐτὸ δείχνει ἡ ἔκρηξη ποὺ ὑπέστη μόλις ἀντίκρυσε τὸν Κύριο: «Νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλον Σου, δέσποτα, κατὰ τὸ ρῆμά Σου ἐν εἰρήνῃ» (στ. 29). Τώρα, Κύριε, ἐλευθέρωσέ με ἀπὸ τὰ δεσμά. Ποιά δεσμά; Τὰ δεσμὰ αὐτῆς τῆς ζωῆς, τὰ δεσμὰ τῆς προσωρινότητος, τοῦ φθαρτοῦ κόσμου, τῆς ἁμαρτίας, τοῦ θανάτου. Πεθαίνω γιὰ νὰ μὴν πεθάνω. «Νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλόν Σου». Τὸ ρῆμα εἶναι μὲν σὲ ὁριστική, στὴν οὐσία ὅμως εἶναι εὐκτική. Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἔβγαζε μιὰ εὐχὴ μέσα ἀπὸ τὰ σπλάγχνα τῆς ψυχῆς του. Σὰν νὰ κοίταζε μέσα του καὶ νὰ ἔβλεπε τὸν ἴδιο τὸν Θεό. Σὰν νὰ ἔλεγε: «τώρα, Θεέ μου, δὲν ἔχω κανένα λόγο νὰ συνεχίζω τὴν ἐπίγεια πορεία μου, πάρε με ἀπ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο. Ἔληξε ὁ προορισμὸς τῆς ζωῆς μου».

Ὑπάρχουν διάφορες ἱστορίες γιὰ τὴν ἡλικία τοῦ Ἁγίου Συμεών. Ἡ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὅτι ἦταν σὲ βαθῦ γῆρας. Ἔζησε, λοιπόν, ὅλη του τὴ ζωὴ γιὰ μιὰ στιγμή· τὴ στιγμὴ ποὺ δέχθηκε τὸν Κύριο στὴν ἀγκαλιά του. Τὸν διέκρινε μέσα ἀπὸ τὴν ταπείνωσή Του. Τὸν εἶδε μέσα στὸ χρόνο, Τὸν αἰσθάνθηκε μὲ τὸν ἐναγκαλισμὸ μαζί Του. Ἀγκάλιασε τὸν Χριστό! Ὑπάρχει μόνο μιὰ φορὰ ἡ λέξη «ἀγκαλιὰ» στὴν Καινὴ Διαθήκη καὶ δύο στὴν Παλαιά. Μιὰ φορὰ εἶναι αὐτή ποὺ ὁ Συμεὼν «ἐδέξατο αὐτὸν εὶς τὰς ἀγκάλας αὐτοῦ» (Λουκ. β΄ 28). Ἡ δεύτερη εἶναι ἐκεῖ ποὺ ὁ Κύριος ἐνηγκαλίσθη τὰ παιδάκια, «ἐνηγκα­λισάμενος αὐτὰ κατηυλόγει» (Μᾶρκ. ι' 16). Τί ζεστὴ λέξη ἡ ἀγκαλιά! Δείχνει ἀκριβῶς τὴν τρυφερότητα τῆς ἀγάπης του, τὸν σεβασμό του, τὴν κίνηση τῆς προσέγγισης πρὸς τὸν Κύριο.

Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ὅλα αὐτὰ δὲν εἶναι ὄμορφες ἱστορίες γιὰ παιδιά, ἀλλὰ στοιχεῖα καὶ ἀφορμὲς γιὰ ἔμπνευση καὶ ἀλλαγὴ στὸ φρόνημα καὶ τῆς δικῆς μας ζωῆς. Μᾶς καλεῖ ἡ Ἐκκλησία μας μὲ τὴν ὄμορφη αὐτὴ γιορτὴ νὰ γίνουμε κι ἐμεῖς ἄνθρωποι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος σὰν τὸν Συμεών. Μποροῦμε καὶ πρέπει νὰ γίνουμε. Ἐκεῖνος ἔζησε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα πρὶν ἀπὸ τὴν Πεντηκοστή. Ἐμεῖς ζοῦμε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μέσα στὴν πλημμύρα τῆς χάριτός Του, μέσα στὴν Ἐκκλησία. Πόσο ἄδικο γιὰ τὸν ἑαυτό μας δὲν θὰ ἦταν νὰ μὴν Τὸ καταλάβουμε; Πόσο μεγάλο δὲν εἶναι νὰ μπορέσουμε κι ἐμεῖς, ὅπως ὁ Συμεών, μὲ τὴ δική Του σκέπη, μὲ τὴ δική Του κατεύθυνση νὰ ἀντικρύσουμε τὸν Χριστὸ μέσα στὴν ταπείνωσή Του, νὰ Τὸν προσεγγίσουμε μέσα στὸ γεγονὸς τοῦ πάθους Του, νὰ μπορέσουμε νὰ Τὸν διακρίνουμε ὁ καθένας μας μέσα στὴ δική μας ἱστορία, στὴ δική μας ζωή!

Νὰ δώσει ὁ Θεὸς νὰ γευθοῦμε αὐτὸ τὸ ἀγκάλιασμα μὲ τὸν Χριστό. Αὐτὸ εἶναι ἡ ἐμπιστοσύνη στὴ χάρι Του, αὐτὸ εἶναι ἡ συμμετοχὴ στὰ μυστήριά Του, αὐτὸ εἶναι ἡ ἁγία ζωὴ καὶ ἡ αἴσθηση τῆς παρουσίας Του καὶ στὴ δική μας τὴ ζωή. Νὰ δώσει νὰ ζήσουμε ὁλόκληρη τὴ ζωή μας σὰν μιὰ στιγμή, τὴ στιγμὴ τῆς αἰωνιότητος, γιὰ νὰ μποροῦμε κάθε ἄλλη στιγμὴ νὰ τὴ ζοῦμε μὲ τὸν πόθο τῆς «ἀπολύσεως».

Ἡ Ὑπαπαντή εἶναι τόσο ὡραία γιορτή! Σημαίνει αὐτὴ τὴν προσδοκία καὶ ὑποδοχὴ τοῦ Κυρίου. Εὐχὴ τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι ἡ ζωή μας νὰ εἶναι μιὰ Ὑπαπαντὴ τοῦ Κυρίου, ὥστε ὅλα αὐτὰ τὰ ὡραῖα λόγια καὶ ὑψηλὰ νοήματα νὰ γίνουν ἀκόμη πλουσιότερα καὶ βαθύτερα βιώματα. Καὶ ἡ πανήγυρη αὐτῆς τῆς γιορτῆς σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο νὰ γίνει γιὰ ὅλους μας πανήγυρη τῆς μιᾶς καὶ μεγάλης γιορτῆς στὴν αἰώνια βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἀμήν.

 


Ὑπαπαντὴ 2022

 pdf


ΜΗΝΥΜΑ IΑΝΟΥΑΡΙΟΥ


welcome img

Ὁ Ἰανουάριος εἶναι ὁ κατ᾿ ἐξοχὴν μήνας τοῦ ἔτους ὅπου γίνεται ἰδιαίτερος λόγος γιὰ τὶς ἐρήμους. Τὰ ἀναγνώσματα τῶν Χριστουγέννων καὶ τῶν Φώτων μιλοῦν γιὰ τὴν πορεία τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ μὲ ἡγέτη τὸν Μωϋσῆ μέσα ἀπὸ τὴν ἔρημο τῆς Αἰγύπτου πρὸς τὴν Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας. Τὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς πρὸ τῶν Φώτων ἀναφέρεται στὴν ζωὴ καὶ τὸ κήρυγμα τοῦ τιμίου Προδρόμου, στὴν ἔρημο τοῦ Ἰορδάνου. Τὸ Σάββατο μετὰ τὰ Φῶτα διαβάζουμε τὸ εὐαγγέλιο ποὺ ἀναφέρεται στοὺς πειρασμοὺς ποὺ δέχθηκε ὁ Κύριος ἀμέσως μετὰ τὸ βάπτισμά Του, στὴν ἔρημο τοῦ Σαρανταρίου ὄρους.

Ὁ ὅσιος Ἀντώνιος ὁ Μέγας (17 Ἰανουαρίου) «ἐγεώργησε τὸ ἄγονον» τῶν Αἰγυπτιακῶν ἐρήμων. Ἡ ζωὴ τῶν ἁγίων Μακαρίων, Αἰγυπτίου καὶ Ἀλεξανδρέως (19 Ἰανουαρίου), ἐξελίσσετο σὲ μιὰν ἄλλη ἔρημο, στὴν ἔρημο τῆς Νιτρίας. Ἡ πνευματικὴ ζωὴ καὶ ὁ ποταμὸς τῆς θεολογίας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου (25 Ἰανουαρίου) ξεκίνησε ἀπὸ τὴν ἔρημο τοῦ Πόντου.

Ὅποιος θέλει νὰ ζήσει πνευματικὰ τὸν Ἰανουάριο καλεῖται σὲ μιὰ πορεία μέσα ἀπὸ τὶς γόνιμες ἐρήμους τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἡ ἔννοια τῆς ἐρήμου εἶναι ποὺ προσδιορίζει τὴν πνευματικὴ ταυτότητα τοῦ Ἰανουαρίου.

Ἐνῶ ὅμως στὴν σκέψη ὅλων μας ἡ ἔρημος ἔχει μιὰν ἀρνητικὴ ἔννοια καὶ σημαίνει μεγάλη ζέστη καὶ πολὺ κρύο, ξηρασία, ἀκαρπία, γενικὴ δυσφορία καὶ δυσκολία, ἡ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας μᾶς παρουσιάζει τὶς ἐρήμους μὲ γλυκειὰ ζεστασιά· ἀντὶ γιὰ κρύο νὰ προσφέρουν δροσιά· ἐνῶ εἶναι ἄγονες νὰ παράγουν τοὺς πλέον εὔχυμους καρπούς· ἐνῶ τὸ περιβάλλον τους εἶναι ἀπαράκλητο νὰ ἀποτελοῦν τόπους βαθειᾶς ἐσωτερικῆς παρακλήσεως· ἐνῶ εἶναι γυμνὲς ἀπὸ συντυχίες καὶ ἐρεθίσματα νὰ εἶναι γεμᾶτες ἀπὸ παρουσία· ἐνῶ εἶναι ἔρημοι νὰ θυμίζουν τὸν παράδεισο.

Ἔρημος στὴν πνευματικὴ ἐμπειρία καὶ διάλεκτο σημαίνει ἡσυχία μέσα στὴν ὁποία κάποιος μπορεῖ νὰ ἀκούει καὶ διαύγεια, ποὺ μπορεῖ κανεὶς μακρυὰ καὶ καθαρὰ νὰ βλέπει.  Στὴν ἔρημο, τὸ φαινόμενο τοῦ ἀντικατοπτρισμοῦ κάνει τὰ μακρινὰ νὰ φαίνονται πολὺ κοντινά καὶ ἡ θολούρα δίνει τὴν θέση της στὴν καθαρότητα. Ἔτσι καὶ στὴν πνευματικὴ ἔρημο μπορεῖ κανεὶς νὰ ἀκούει ἤχους ποὺ δὲν συλλαμβάνονται μέσα στὴν ζάλη τῶν φροντίδων, τῶν πειρασμῶν καὶ τῶν περισπασμῶν. Μπορεῖ νὰ βλέπει πολὺ μακρυὰ καὶ νὰ διακρίνει ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα τὰ θεϊκά, ἀπὸ τὰ παρερχόμενα τὰ αἰώνια, ἀπὸ τὰ ἁμαρτωλὰ καὶ τὰ φθαρτὰ τὰ ἅγια καὶ ἄφθαρτα. Μπορεῖ κανεὶς νὰ βλέπει τὴν ψυχὴ μὲ διαφάνεια καὶ τὸν Θεὸ καὶ καθαρὰ καὶ κοντά Του. Σ᾿ αὐτὸ βοηθάει ὁ τόπος τῆς ἐρήμου, κυρίως ὅμως ὁδηγεῖ ἡ κατάσταση τῆς πνευματικῆς ἐρήμου.

Στὸν «Περὶ τῆς εἰς Πόντον φυγῆς» λόγο του, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἀναφέρεται ἐκτενῶς σ᾿ αὐτὴν τὴν ἄλλη ἔρημο, στὴν ἔρημο ποὺ εἶναι περισσότερο κατάσταση καὶ ζωὴ καὶ λιγότερο τόπος· σ᾿ αὐτὴν ποὺ γέννησε τὸν ποταμὸ τῆς θεολογίας του· σ᾿ αὐτὴν ποὺ γιὰ νὰ γευθεῖς τὴν παγκαρπία της, «ἐρημώνεσαι» καὶ γιὰ νὰ τὴν πλησιάσεις, «ἀναχωρεῖς καὶ ἀπομακρύνεσαι».

Ἡ ἐπίσκεψη σ᾿ αὐτὲς τὶς ἐρήμους δὲν ἀποτελεῖ κλήση μόνον τῶν ἀσκητῶν, ἀλλὰ εἶναι ἡ κλήση κάθε πιστοῦ ποὺ ζεῖ τὸ μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας.  Ἔχουμε στὰ χέρια μας μικρὴ ἴσως δύναμη ἀλλὰ ἀνυπολόγιστες δυνατότητες.  Ἡ δυνατότητα ὅλων μας εἶναι νὰ γίνουμε «ἐρημίτες». Ὁ Μέγας Ἀντώνιος ξεπερνώντας τὴν φύση του, ἀνεχώρησε ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ ταυτόχρονα γύμνωσε τὴν ζωή του ἀπὸ τὸν ἑαυτό του. Ἔγινε «ὅλος ἑαυτῷ ἀφιστάμενος» κατὰ τὸν ὑμνωδό.  Ἀνάλογα, ἐμεῖς καλούμαστε νὰ ἀναχωρήσουμε ἀπὸ τὸν ἐγωισμό μας καὶ ἀπὸ τὸ κοσμικό μας φρόνημα. Ἐκεῖνος ἀνεχώρησε καὶ ἀπὸ τὸν χρόνο, προέβλεπε τὰ μέλλοντα· ἐμεῖς καλούμαστε νὰ ἐγκαταλείψουμε τὴν δέσμευση στὴν χρονικότητα, δηλαδὴ στὸ ἐφήμερο καὶ πρόσκαιρο, καὶ νὰ ζήσουμε τὴν αἰωνιότητα. Ἀνεχώρησε τέλος ἀπὸ τὴν μιζέρια τῆς πολυπραγμοσύνης τῆς ἁμαρτίας στὴν ἔρημο τῆς καταστολῆς τῶν παθῶν.  Σ᾿ αὐτὸ πρέπει ἀπόλυτα νὰ τὸν μιμηθοῦμε.  Ὅλοι καλούμεθα νὰ ζήσουμε μιὰ ζωὴ ἔρημη ἀπὸ ἐγωισμὸ καὶ κοσμικότητα, γυμνὴ ἀπὸ ἐφημερότητα καὶ χρονικότητα, δίχως ἁμαρτία καὶ στενότητα.

Ἡ ἔρημος ἀπὸ τὸν ἐμπαθῆ ἑαυτό μας εἶναι ἡ πρώτη ἔρημος τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Εἶναι ἡ φυγὴ ἀπὸ τὰ θελήματά μας ποὺ ἐμφανίζονται καὶ ἐκφράζονται ὡς ἀπαιτήσεις καὶ ἰδιορρυθμίες. Εἶναι ἡ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τοὺς ἄρρωστους καὶ φορτισμένους λογισμούς μας ποὺ συνήθως φανερώνουν συναισθήματα παθολογικά. Νομίζουμε ὅτι οἱ ἄλλοι εἶναι ἐναντίον μας, ἐνῶ κανεὶς δὲν εἶναι· ὅτι δὲν μᾶς ἔχουν ἐμπιστοσύνη, ἐνῶ ἐμεῖς δὲν τοὺς ἔχουμε· ὅτι μᾶς στραβοκοιτοῦν, ἐνῶ αὐτὸ δὲν συμβαίνει. Δημιουργοῦμε ἱστορίες ἀνυπόστατες ποὺ τὶς πιστεύουμε σὰν πραγματικές. Πνευματικὴ ζωὴ μὲ ἄρρωστους λογισμούς βαθειὰ ριζωμένους μέσα μας δὲν γίνεται, οὔτε μὲ παθολογικὰ θελήματα, οὔτε μὲ προκαταλήψεις, οὔτε μὲ φόβους, οὔτε μὲ μειονεξίες, οὔτε μὲ ζήλειες καὶ ἀνασφάλειες. Ἡ ὄντως ζωὴ εἶναι ἔρημη ἀπὸ φόβους, ἀπὸ ἀνάγκες ποὺ διαρκῶς ἐμεῖς δημιουργοῦμε, ἀπὸ ὑποψίες, ἀπὸ συμπλέγματα καὶ φαντασίες, ἀπὸ δικαιώματα, ἀπὸ παράπονα, ἀπὸ πικρίες, ἀπὸ παθολογικὲς καὶ φορτισμένες σχέσεις, ἀπὸ κακίες καὶ στραβὲς συνήθειες, ἀπὸ ἐξαρτήσεις, ἀπὸ ἄρρωστες ἐλπίδες. Τὰ λάθος ὄνειρά μας, οἱ λάθος προοπτικές μας, οἱ ἐσφαλμένες ἀξιολογήσεις καὶ ἱεραρχήσεις στὴν ζωή μας ἀποτελοῦν τὴν κόλασή μας. Γιατί αὐτὰ εἶναι ἀρρώστεια, εἶναι στοιχεῖα τῆς πτώσεως, εἶναι γεννητικὰ ἁμαρτίας, εἶναι διαβρωτικὰ καὶ στερητικὰ τῆς ἐλευθερίας μας.

Ἡ πνευματικὴ ζωὴ θέλει νὰ ἀφήσουμε τοὺς πολυσύχναστους χώρους τοῦ ἐμπαθοῦς ἐγωισμοῦ μας καὶ νὰ δημιουργήσουμε ὁ καθένας μας τὴν δική του ἔρημο, τὸ περιβάλλον τῆς δικῆς του ἀσκήσεως, τὸν τόπο τῶν δικῶν του ἀγώνων, τὴν ἀτμόσφαιρα τῶν νέων προοπτικῶν. Ἡ ὑπὲρ φύσιν ζωὴ μόνο στὸ θεμέλιο μιᾶς κατὰ φύσιν ἰσορροπίας μπορεῖ νὰ οἰκοδομηθεῖ.

Οἱ ἀληθινοὶ ἐρημίτες εἶχαν ἤδη ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ αὐτὲς τὶς πολύβοες «πόλεις».  Αὐτοὶ ζοῦσαν καὶ τὴν κατάσταση τῆς δεύτερης ἐρήμου, τῆς ἐρήμου ἀπὸ τὸν φυσικὸ ἑαυτό μας. Σηκώνονταν καὶ ἔφευγαν καὶ ἔτρεχαν, προσέτρεχαν στὴν ἔρημο. Ἔτρωγαν βρασμένα λάχανα, ὅπως ὁ ἅγιος Μακάριος, γιὰ ἑπτὰ ὁλόκληρα χρόνια.  Ἠρνοῦντο κάθε ἀνάπαυση, κάθε ἀπόλαυση, κάθε χαμόγελο καὶ χάδι αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Τίποτα ὑλικὸ δὲν εἶχαν ὡς παρηγοριά. Κάθε ἐνδιαφέρον, κάθε ἐλπίδα, ὁλόκληρος ὁ ἑαυτός τους ἦταν προσανατολισμένος πρὸς τὴν βασιλεία, τὸν κόσμο καὶ τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἐρχόταν ὁ Θεὸς μέσα τους. Οἱ ἅγιοι ζοῦν τὸν Θεὸ στὶς καρδιές τους. Γιὰ τὸν ἀληθινὰ ἐξαγιασμένο ἄνθρωπο, ἀνάγκη εἶναι μόνον ὁ Θεὸς καὶ ἡ προσδοκία τοῦ θανάτου.  Ἀνάγκη δὲν εἶναι νὰ ἔχουν οἱ ἄλλοι τὴν δική μας ἀνάγκη.

Ὑπάρχει ὅμως καὶ μιὰ τρίτη ἀνώτερη ἀναχώρηση· εἶναι ἡ ἀναχώρηση ἀπὸ τὴν φυλακὴ τῆς πτώσεώς μας, δηλαδὴ ἀπὸ τὶς ροπές μας.  Ὁ καθένας μας μὲ τὸ ποὺ ἔρχεται σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο φέρνει ἐπάνω του τὴν σφραγίδα τῆς πτώσεως, τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, ποὺ μπορεῖ νὰ τὴν ἐξαλείψει μὲ τὸ ἅγιο βάπτισμα. Ὅταν κάποιος ἀγωνίζεται νὰ ἀπορρίψει ἀπὸ πάνω του τὰ ἄρρωστα στοιχεῖα ποὺ προαναφέραμε, τότε ἐνεργοποιεῖ τὸ βάπτισμα μέσα του καὶ τότε μπορεῖ νὰ ξεπερνάει τὴν ροπή, τὴν φύση, τὴν τάση, τὴν ἀσθένεια τῆς πτώσεώς του. Τότε μπορεῖ νὰ ζήσει μεγάλα καὶ οὐράνια πράγματα. Νὰ ἀντικρύσει τὸν κόσμο γυμνὸ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ γεμᾶτο ἀπὸ τὴν χάρι τῆς ἀρχέγονης δημιουργίας. Ἐδῶ ὁ Θεὸς βιοῦται ὡς παντοδύναμος καὶ πάνσοφος δημιουργός.

Ὁ πνευματικὸς ἀναχωρητὴς ὅμως ἔχει ἀπὸ τὸν Θεὸ τὴν δυνατότητα νὰ ἐξέρχεται καὶ τῆς κτίσεως, νὰ ζεῖ στὴν κατάσταση τῆς ἐρήμου τοῦ ἀκτίστου. Ἡ ἀναχώρηση ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς κτιστότητός μας εἶναι ἡ βαθύτερη ἔρημος, ἡ ἔσω ἔρημος τῆς πνευματικῆς ζωῆς Ὁ χριστιανὸς εἶναι κτιστός, ἀλλὰ ἀναζητεῖ τρόπους νὰ μετέχει τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ.  Κτιστὸς ὢν μπορεῖ νὰ μετέχει τῆς ἄκτιστης θεϊκῆς χάριτος. Στὸν τόπο αὐτῆς τῆς βαθειᾶς ἐρήμου βιοῦται ὁ Θεὸς ὡς Πατέρας καὶ ἡ χάρις Του ὡς ἀγάπη.

Οἱ ἔρημοι γιὰ τὶς ὁποῖες μιλοῦμε, εἶναι ἔρημοι ποὺ γεμίζουν τὴν καρδιὰ μὲ πνευματικὰ δῶρα καὶ ἀληθινοὺς καρπούς. Ἔτσι ἡ πορεία στὴν ἔρημο τῆς Αἰγύπτου ὁδήγησε τοὺς Ἰουδαίους στὴν Γῆ τῆς ἐπαγγελίας. Ἡ ἔρημος τοῦ Ἰορδάνου χάριζε τὴν αἴσθηση τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν μετάνοια.  «Μετανοεῖτε, ἤγγικεν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. γ' 2). Ἡ ἔρημος τῶν πειρασμῶν τοῦ Κυρίου κατέληξε στὴν νίκη κατὰ τοῦ διαβόλου καὶ τὴν ἀπομάκρυνσή του· «τότε ἀφίησιν αὐτὸν ὁ διάβολος» (Ματθ. δ´ 11).  Ἡ ἔρημος τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου ἀπέδειξε τὰ μεγάλα κατορθώματα καὶ τὴν αἴγλη τῆς ἀνθρώπινης φύσεως. Καὶ τέλος ἡ ἔρημος τοῦ Πόντου καὶ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου προκάλεσε τὴν γέννηση τῆς θεολογίας. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἔκλαιγε τὴν ἀναχώρησή του ἀπὸ τὴν δική του ἔρημο. Ἔζησε στὴν ἡσυχία καὶ ἄκουγε αὐτὰ ποὺ δὲν ἀκοῦν τὰ αὐτιά μας. Ζοῦσε στὴν ἔρημο τοῦ πόθου καὶ ἀντίκρυζε τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ ποὺ ἐμεῖς, οὔτε μὲ τὴν φαντασία μας δὲν μποροῦμε νὰ πλησιάσουμε. Καὶ τέλος ἀξιώθηκε ἀπὸ αὐτὴν τὴν ζωή, ὄχι ἁπλὰ νὰ προσεγγίσει τὸν Θεό, ἀλλὰ «τὸν ἄδυτον ὑπελθὼν γνόφον νὰ δεχθῇ τὴν θεοτύπωτον νομοθεσίαν» (α´ τροπάριο Λιτῆς).

Ὅποιος ζεῖ μὲ αὐτὸ τὸ πνεῦμα καὶ τὸν τρόπο καὶ εἶναι προσανατολισμένος πρὸς αὐτὴν τὴν κατεύθυνση, ὅποιος βαδίζει μυστικὰ τὴν ὁδὸ τῆς ζωῆς του μέσα στὴν ἀτμόσφαιρα αὐτῆς τῆς ἐρήμου, τῆς ἐρήμου ἀπὸ τὰ πάθη του, ἀπὸ τὴν φύση του, ἀπὸ τὶς πτωτικὲς ροπές του καὶ ἀπὸ τὴν κτιστότητά του, ὁ Θεὸς ὑπόσχεται νὰ τοῦ χαρίσει τὴν γῆ τῶν οὐρανίων ἐπαγγελιῶν, τὴν νίκη κατὰ τῶν πειρασμῶν, τὴν βίωση τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ διὰ τῆς μετανοίας, τὸ μεγαλεῖο τῆς ἀνθρώπινης φύσεως ποὺ καὶ τὴν πτώση νικᾶ, τὴν αἴσθηση ὅτι ἡ θεολογία δὲν εἶναι κάτι ποὺ ὡς χριστιανοὶ εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νὰ σπουδάσουμε, ἀλλὰ κάτι ποὺ διαρκῶς γεννᾶται μέσα στὴν καρδιὰ κάθε πιστοῦ.  Ἡ χάρις δὲν εἶναι κάτι ποὺ κάποιοι ἀπολαμβάνουν ὡς εὔνοια καὶ δῶρο, ἀλλὰ εἶναι δύναμη ποὺ ὅλοι μας τὴν ἔχουμε ὡς δυνατότητα.

Κάθε χρόνο, κατὰ τὸν μήνα Ἰανουάριο, ἡ Ἐκκλησία μας μᾶς προβάλλει μεγάλους ἁγίους ἀσκητὲς καὶ θεολόγους, ὅπως τοὺς τρεῖς Ἱεράρχες, καὶ μᾶς προτρέπει νὰ ζήσουμε τὴν χάρι τῆς θεολογίας ὥστε καθὼς θὰ ἀντικρύζουμε τὴν ἡμέρα τῆς Ὑπαπαντῆς τὸν πρεσβύτη Συμεὼν νὰ δέχεται στὴν ἀγκαλιά του τὸν Κύριο, νὰ μπορέσουμε νὰ γίνουμε μὲ τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ ὁ καθένας μας καὶ θεοδόχος.

Καθὼς μᾶς προσεγγίζουν μεγάλες γιορτές, πλησιάζουν καὶ μοναδικὲς εὐκαιρίες.  Μὲ λίγη σκέψη καὶ ἀρκετὴ φρόνηση πνευματικὴ μποροῦμε καὶ πρέπει ὅλοι μας νὰ γίνουμε καὶ θεολόγοι καὶ θεοδόχοι· ἡ καρδιά μας νὰ δέχεται τὴν χάρι Του καὶ ὁ νοῦς μας νὰ γεννᾶ τὸν λόγο Του.

 


Ἰανουάριος 2022