en ru


ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ

29 Ἰανουαρίου 2006
Κυριακή ΙΕ΄ Λουκᾶ
(Λουκ. ιθ΄, 1-10)




«Ζακχαῖε, κατέβα γρήγορα, γιατὶ σήμερα ἐγὼ πρέπει νὰ μείνω στὸι σπίτι σου!» Αὐτὰ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ ἀκούστηκαν στὴ σημερινὴ διήγηση τοῦ Εὐαγγελίου γιὰ τὸν ἀρχιτελώνη καὶ πλούσιο Ζακχαῖο. Λόγια ποὺ ἐκφράζουν μιὰ ἐπιθυμία καὶ μιὰ ἀνάγκη.

Ὁ Χριστὸς ἐπιθυμεῖ νὰ ἐπισκεφθεῖ τὸ σπίτι τοῦ Ζακχαίου, γιατὶ γνωρίζει τὴν μεταστροφὴ ποὺ σὲ λίγο θὰ λάβει χώρα σ’ αὐτὸ τὸ χῶρο. Καὶ γνωρίζει ἀκόμη πὼς ὁ Ζακχαῖος εἶναι ἕτοιμος νὰ ζητήσει συγγνώμη καὶ μὲ πράξη νὰ διορθώσει τὶς ἀδικίες ποὺ εἶχε διαρπάξει στὸ παρελθόν.

Παρατηροῦμε λοιπὸν πὼς ὁ Χριστὸς ἔχει ἕνα διαφορετικὸ τρόπο ἐκτιμήσεως τῶν ἀνθρώπων. Δὲν κινεῖται ἀπὸ ἐξωτερικά, ἐπίπλαστα καὶ φευγαλέα γνωρίσματα. Αὐτὰ τὰ ὁρατὰ στοιχεῖα, ποὺπολλὲς φορὲς θαμπώνουν τοὺς ἀνθρώπους. Τοὺς κάνουν νὰ καμαρώνουν καὶ νὰ ἐπιβάλλονται στοὺς ἄλλους.

Γιὰ τὸν Χριστὸ αὐτὰ μένουν στὸ περιθώριο. Γιατὶ ψάχνει νὰ βρεῖ ἐκεῖνα τὰ ἐσωτερικὰ στοιχεῖα ποὺ χαρακτηρίζουν ποιοτικὰ τοὺς ἀνθρώπους. Ἐνδιαφέρεται δηλαδὴ γιὰ τὴν ποιότητα καὶ ἀδιαφορεῖ γιὰ τὴν ποσότητα.

Γι’ αὐτὸ δὲν πααρασύρεται ἀπὸ ἐγκόσμιες τακτικές, μήτε ἀπὸ φυσικὲς ἱκανότητες καὶ τυπικὲς ἑρμηνεῖες τοῦ νόμου. Δὲν στέκεται μονάχα στὸ παρελθόν, γιατὶ δὲν τὸ θεωρεῖ ἐμπόδιο γιὰ τὴν πορεία σὲ ἕνα καλύτερο αὔριο. Μὰ ἀνοίγει δρόμους γιὰ τὴν ἀναγέννηση τοῦ ἀνθρώπου μέσα ἀπὸ τὴ συγγνώμη, τὴν μετάνοια καὶ ἐπιστροφὴ στὸ Θεό.

Ἡ παρουσία δὲ τοῦ Χριστοῦ στὸ σπίτι τοῦ Ζακχαίου εἶναι ἕνα αἴνοιγμα πρὸς τὴν συγγνώμη, τὴν μετάνοια, τὴν ἐπιστροφή. Ὁ Ζακχαῖος ἁρπάζει τὴν εὐκαιρία ποὺ τοῦ δίνεται. Ξεπερνάει τὶς ἀνθρώπινες ἀδυναμίεςτου· ἀντιλαμβάνεται τὸ λάθος του· ἀποτινάζει ἀπὸ ἐπάνω του τὴν ἄδικη νοοτροπία. Καὶ βλέπει μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο τοὺς ἄλλους, ὄχι ὡς εὐκαιρίες ἐκμετάλλευσης , μὰ ὡς εὐκαιρίες ἐλέους καὶ παροχῆς ἀγάπης. Γιατὶ αὐτοὶ πλέον εἶναι οἱ ἀδελφοί του.

«Στάθηκε ὁ Ζακχαῖος ἐμπρὸς στὸν Κύριο καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν· Ἰδοὺ τὰ μισὰ ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά μου Κύριε, τὰ δίνω ἐλεημοσύνη στοὺς πτωχούς. Καὶ ἐὰν τυχὸν ὡς τελώνης μεταχειρίστηκα συκοφαντία καὶ ψεύτικες καταγγελίες καὶ ἀναφορὲς γιὰ νὰ ἀδικήσω καὶ καταχραστῶ κάποιον, τοῦ τὸ γυρίζω πίσω τετραπλάσια».

Γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγο ἡ ἐπίσκεψη τοῦ Χριστοῦ στὸ σπίτι τοῦ Ζακχαίου ἦταν καὶ ἀναγκαία. Ἐπειδὴ καὶ μόνη ἡ παρουσία Του ἦταν ἀρκετὴ γιὰ τὴν μεταστροφὴ καὶ τὴν μετάνοια τοῦ Ζακχαίου. Ἦταν δηλαδὴ τὸ αἴτιο γιὰ ν’ ἀνάψει μέσα του ἡ φωτιὰ στὴν ἀναζήτηση καὶ ὑλοποίηση τῆς δικαιοσύνης. Γιατὶ ὁ Ζακχαῖος ξαναθυμήθηκε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ πὼς «δικαιοσύνην μάθετε οἱ ἐνοικοῦντες ἐπὶ τῆς γῆς».

Ἔτσι ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ μὲ ἐπίσημο τρόπο καὶ ἀπὶ ἐλεύθερη βούληση, ἀναλαμβάνει καὶ ἀνάλογη ὑποχρέωση. Προβαίνει σ’ αὐτὴ τὴν ἐξαγγελία τῆς μετάνοιάς του ἐνώπιον καὶ ἐν ὀνόματι τοῦ Χριστοῦ. Νὰ μοιράσει ὡς ἐλεημοσύνη τὰ μισὰ ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά του καὶ σ’ ἐκείνους ποὺ ἔχει ἀδικήσει, νὰ τὰ ἐπιστρέψει τετραπλάσια.

Ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος, ἑρμηνεύοντας τὰ συναισθήματα τοῦ Ζακχαίου, θὰ γράψει: «Βλέπεις ἄνθρωπε ποιὰ θερμότητα ὑπάρχει; Γιατὶ ἐτοῦτος δίχως τσιγκουνιὰ ἄρχισε νὰ σπέρνει καὶ δὲν ἔδωσε λίγα πράγματα, μὰ ὁλόληρο τὸ βιός του. Ἔδωσε τὰ μισὰ ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά του, στοὺς πτωχοὺς καὶ ἀπὸ τὰ ἄλλα μισὰ ποὺ τοῦ ἔμειναν, ἀπέδωσε τετραπλάσια σ’ αὐτοὺς ποὺ ὁ ἴδιος εἶχε ἀδικήσει...»

Καὶ ἡ ἐξαγγελία αὐτὴ τοῦ Ζακχαίου ὑλοποιεῖται ἀμέσως. Δὲν εἶπε δηλαδὴ πὼς θὰ τ’ ἀφήσω στοὺς πτωχοὺς μετὰ τὸ θάνατό μου, ἀλλὰ τώρα, ἀμέσως. Γι’ αὐτὸ καὶ χρησιμοποιεῖ τὸ ρῆμα «δίδωμι». Μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο ὑπογραμμίζεται τὸ γεγονὸς πὼς ἡ μετάνοια καὶ ἡ συγγνώμη δὲν μποροῦν νὰ περιμένουν. Δὲν παραπέμπονται στὸ μέλλον. Ἀπαιτεῖται τώρα, ἀμέσως νὰ γίνεται πράξη. Τώρα νὰ γίνει ἡ ἐπανόρθωση ὅλων τῶν κακῶς καὶ ἀδίκως διαπραχθέντων.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ὁ Χριστὸς μᾶς προτρέπει μὲ τὸν λόγο Του. «Ἔλα κατέβα τώρα, γιατὶ θέλω νὰ ἔλθω στὸ σπίτι σου!» Ὑπάρχει μεγαλύτερη τιμὴ ἀπ’ αὐτή; Ὁ Χριστὸς θέλει νὰ ἔλθει σπίτι μας! Καὶ νὰ μείνει συνεχῶς δίπλα μας! Δίχως νὰ παρέχει ἐνόχληση, παρὰ εὐλογία. Μήτε νὰ δημιουργεῖ ἐμπόδια, παρὰ μὲ τὴ χάρη Του ν’ ἀνοίγει πλατεῖς ὁρίζοντες.

Μονάχα εὐλογία, ἀγάπη καὶ σωτηρία, ὅπως τότε στὸν Ζακχαῖο. «Σήμερα ἦλθε ἡ σωτηρία στὸ σπίτι αὐτό». Τὰ οὐράνια λόγια Του... Καὶ ὕστερα περιμένει τὴ δική μας ἀπάντηση.

Ὁ Ζακχαῖος ἀπάντώντας, ἄνοιξε τὸ σπίτι του, πῆρε τὴν εὐλογία καὶ καρπώθηκε τὴν σωτηρία του. Ἐμεῖς θ’ ἀνοίξουμε τὸ σπίτι, τὴν καρδιά μας στὸν ἐπισκέπτη Χριστό, ποὺ ἐπιθυμεῖ νὰ μείνει γιὰ πάντα μαζί μας;

Ἀρχιμ. Ν.Π.





ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ

22 Ἰανουαρίου 2006
Κυριακή ΙΔ΄ Λουκᾶ
(Λουκ. ιη΄, 35-43)



Ἐκεῖνο ποὺ διαφοροποιεῖ τὸν σημερινὸ τυφλὸ τοῦ Εὐαγγελίου τῆς πόλεως Ἱεριχὼ ἀπὸ τὸ πλῆθος ποὺ ἀκολουθεῖ τὸ Χριστὸ, δὲν εἶναι μόνο τὸ γεγονὸς πὼς αὐτὸς δὲν βλέπει, ἐνῶ ὅλοι οἱ ἄλλοι βλέπουν. Μὰ κυρίως τὸ γεγονὸς πὼς ὁ τυφλὸς πληροφορηθεὶς γιὰ τὸν Χριστὸ «φώναξε, λέγοντας, Ἰησοῦ, τέκνο τοῦ Δαυΐδ, ἐλέησέ με». Ἐνῶ οἱ ἄλλοι μένουν σὲ ἕνα ἐπιπόλαιο καὶ ἐπιφανειακὸ θαυμασμό.

Σητωκραυγάζουν, χειροκροτοῦν, θορυβοῦν ἀναίτια γιὰ τὸ Διδάσκαλο, δίχως νὰ μπαίνουν στὴν οὐσία τῆς παρουσίας Του. Στέκονται μονάχα στὰ ἐξωτερικὰ γεγονότα, δηλαδὴ στὴνἐξωτερικὴ ὄψη τῶν πραγμάτων καὶ μένουν ἀνυποψίαστοι γιὰ τὴν οὐσία. Ζοῦνε καὶ κινοῦνται γιὰ «τὸ θεαθῆναι», ἔχοντας ρηχὸ ἐνθουσιασμό, γι’ αὐτὸ μὲ ἐκπληκτικὴ εὐκολία μεταπηδοῦν ἀπὸ τὶς ἐπιθυμίες καὶ δοξολογίες, σὲ ἀναθεματισμοὺς καὶ κατάρες.

Ὅλοι ἐτοῦτοι οἱ ἄνθρωποι νοιάζονται γιὰ τὶς ἐξωτερικὲς ἐντυπώσεις καὶ νομίζουν πὼς ὅλο τὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ ἐξαντλεῖται σὲ ἕνα θέαμα ποὺ προξενεῖ θαυμασμό. Εἶναι οἱ ἄνθρωποι τοῦ τύπου καὶ λατρεύουν τὸν τύπο. Κωλυμένοι στὶς ἐγκόμσιες συνήθειες. Ἔτσι ἀδύναμοι, ἀδυνατοῦν νὰ ξεπεράσουν ὅλα αὐτὰ ποὺ τοὺς ἐγκλωβίζουν σὲ πρόσκαιρα σχήματα καὶ «νὰ ζήσουν στὸ κλῖμα τῆς ἐλευθερίας».

Πορεύονται στὴν ζωὴ δίχως νὰ ἔχουν κάποια ἀνησυχία γιὰ τὰ αἰώνια ζητήματα τῆς ὑπάρξεώς τους. Ἐνῶ ἐνοχλοῦνται καὶ παραξενεύονται ὅταν βλέπουν ἢ ἀκοῦνε τοὺς ἄλλους νὰ ἀνησυχοῦν. Ὅπως ἀκριβῶς γίνεται μὲ τὶς φωνὲς καὶ ἐπικλήσεις τοῦ σημερινοῦ τυφλοῦ. Λέγει τὸ Εὐαγγέλιο: «Αὐτοὶ ποὺ προπορεόνταν τὸν μάλωναν γιὰ νὰ σωπάση». Νὰ σωπάσει γιατὶ δῆθεν ἐνοχλοῦσε καὶ κούραζε τὸ Διδάσκαλο καὶ διετάραττε τὴν ἐπιβλητικὴ πορεία Του!

Γιατὶ ὅλοι αὐτοὶ δὲν μποροῦν νὰ κατανοήσουν τὴν ἐπιθυμία αὐτῶν ποὺ ἀποζητοῦν τὸ φῶς καὶ τὴν ἀλήθεια. Αὐτῶν ποὺ διψοῦν ν’ ἀκούσουν τὸν Εὐαγγελικὸ λόγοκαὶ νὰ τὸν κάνουν κανόνα τῆς ζωῆς τους. Αὐτῶν ποὺ ἀποζητοῦν καὶ ἐπιδιώκουν νᾶ γίνουν ὄχι ὁπαδοὶ καὶ χειροκροτητὲς τοῦ Χριστοῦ, μὰ πιστοὶ ἀκόλουθοί Του. Ποὺ εἶναι ἕτοιμοι μαζί Του ν’ ἀνεβοῦν στὸ Γολγοθᾶ καὶ νὰ πιοῦν τὸ πικρὸ ποτήρι Του.

Ὅλους αὐτοὺς ὅμως τοὺς «προάγοντες», τοὺς θαυμάζοντες ἐξωτερικὰ καὶ χειροκροτοῦντες ἐνθουσιαστικά, ὁ Χριστὸς τοὺς παραμερίζει. Σ’ ἐκεῖνον ποὺ Τὸν ἀναζητεῖ στρέφεται. Στὸν τυφλό! Σ’ αὐτὸν ποὺ δὲν βλέπει αὶ ὅμως γνωρίζει! Σ’ αὐτόν, ποὺ δὲν εἶναι ὁπαδός Του, ἐνῶ ἐπιθυμεῖ νὰ γίνει ἀκόλουθός Του. Σ’ αὐτὸν ποὺ δὲν προσπαθεῖ μονάχα νὰ τὸν ἰδεῖ ἐξωτερικά, μὰ νὰ τὸν αἰσθανθεῖ ἐσωτερικὰ καὶ οὐσιαστικά.

Καὶ ὸν καλεῖ κοντά Του! Αὐτὸν τὸν ἕνα! Τὸν τυφλό! Ἐνῶ γύρο Του ὑπάρχουν οἱ πολλοί! Κι αὐτοὶ βλέπουν! Μὰ ἐτοῦτος, ὁ ἕνας, ἔχει αὐτὸ ποὺ λείπει ἀπὸ τοὺς πολλοὺς. Τὴ βαθειὰ καὶ συγκλονιστικὴ πίστη! Αὐτὸ τὸ ὄχημα, ποὺ ὁδηγεῖ πρὸς τὸ σταθερὸ καὶ σίγουρο χῶρο. Γι’ αὐτὸ ὁ Χριστὸς ἐκεῖνον κάλεσε γιὰ νὰ δείξει πὼς ἀξίζει πολὺ περισσότερο ἀπὸ τοὺς ἄλλους.

Ὅπως ἄλλοτε μέσα στὸ πλῆθος ἀναζήτησε τὴν αἱμορροοῦσα γυναίκα ποὺ τὸν ἄγγιξε. Ἔτσι καὶ ἐδῶ καλεῖ κοντά Του τὸν τυφλό. Γιατὶ ὁ Χριστὸς δὲν ἐνθουσιάζεται ἀπὸ τὶς ἰαχὲς καὶ τὶς ἐπιθυμίες τοῦ πλήθους. Μήτε παρασύρεται ἀπὸ ζητωκραυγὲς καὶ χειροκροτήματα.

Γιατὶ ὅλ’ αὐτὰ εἶναι ἐξάρσεις τῆς στιγμῆς, ἐπιφανειακὲς καὶ ἐπιπόλαιες. Ἔτσι σὲ λίγο μποροῦν νὰ μετατραποῦν σὲ ἀπευθυμίες, κατάρες καὶ ἀποδοκιμασίες, θλιβερὸ φαινόμενο! Καὶ ἐπιπόλαιο καὶ πρόχειρο! Γιὰ τὸ πλῆθος, ποὺ παρασύρεται καὶ εὐκόλως μεταβάλλεται.

Ὁ Χριστὸς δὲν δέχεται μιὰ τέτοια συμπεριφορὰ καὶ δὲ μπορεῖ νὰ ταυτιστεῖ μ’ αὐτὴ τὴ νοοτροπία τοῦ πλήθους. Καὶ δὲν ἐπιθυμεῖ νὰ περιβάλλεται ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ παρασύρονται, μεταβάλλοντας συνεχῶς στάση καὶ πορεία. Ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ μένουν ἀνυποψίαστοι ἀπὸ τὴν παρουσία Του, στεκόμενοι στον ἐξωτερικὸ θαυμασμὸ καὶ δὲν εἰσέρχονται στὸν ἐσωτερικὸ φωτισμὸ καὶ ἀνακαινισμό.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ὁ Χριστὸς καθημερινὰ βρίσκεται δίπλα μας. Μᾶς ἀναζητεῖ. Ἐπιθυμεῖ νὰ πᾶμε κοντά Του! Γι’ αὐτὸ ὲν πρέπει νὰ διστάζουμε. Ἐμεῖς οἱ ἀνάξιοι καὶ ἁμαρτωλοί! Μὰ νὰ προσευχόμαστε μὲ πίστη: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησέ μας».

Καὶ νὰ ὑποσχεθοῦμε πὼς ἐπιθυμοῦμε νὰ τὸν ἰδοῦμε ὄχι μόνο μὲ τὰ μάτια τοῦ σώματός μας, ἀλλὰ καὶ μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς. Νὰ γνωρίσουμε τὸν οὐράνιο λόγο Του. Καὶ νὰ τὸν βάλουμε κανόνα καὶ ὁδηγὸ τῆς ζωῆς μας.

Τότε εἴμαστε οἱ φωτισμένοι καὶ καθαρμένοι, ἐπειδὴ τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ σκόρπισε τὰ σκοτάδια μας καὶ ἀνακαίνισε τὴν ὕπαρξή μας. Ἐπειδὴ ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχει τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ, δὲν μπορεῖ νὰ παραμείνει τὸ σκοτάδι τοῦ πονηροῦ.

Ἀρχιμ. Ν.Π.





ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ

15 Ἰανουαρίου 2006
Κυριακή ΙΒ΄ Λουκᾶ
(Λουκ. ιζ΄, 12-19)




Ἄσχημο πρᾶγμα ἡ ἀχαριστία. Καὶ θλιβερὸ τὸ φαινόμενο, ὁ εὐεργετηθεὶς νὰ γυρνάει τὴν πλάτη στὸν εὐεργέτη. Νὰ τὸν χαρακτηρίζει ἡ ἔλλειψη εὐαισθησίας ἔκφρασης εὐγνωμοσύνης! Καὶ εὐχαριστίας! Νὰ λαμβάνει τὰ δῶρα, νὰ εὐεργετεῖται πλουσιοπάροχα καὶ νὰ ἀποδίδει ἀχαριστία!

Αὐτὴ τὴ στάση τήρησαν οἱ ἐννέα ἀπὸ τοὺς δέκα θεραπευθέντες λεπροὺς τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου. Ἐνῶ καὶ οἱ δέκα δέχθηκαν τὴν εὐεργεσία τῆς θεραπείας τους ἀπὸ τὸν Χριστό, μόνο ὁ ἕνας αἰσθάνθηκε τὴν ἀνάγκη νὰ εὐχαριστήσει. Καὶ αὐτὸς ἦταν Σαμαρείτης.

«Ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ, μὲ τὸ πρόσωπο κατὰ γῆς καὶ τὸν εὐχαριστοῦσε». Καὶ ὁ Χριστὸς βλέποντάς τον μόνον αὐτὸν αἰσθάνθηκε πικρία. Ὄχι γιατὶ ἐπιζητοῦσε τιμὲς καὶ προσκυνήματα. Δὲν τὰ ἔχει ἄλλωστε ἀνάγκη αὐτὰ. Μὰ λυπήθηκε ἐπειδὴ οἱ ἐννέα, μέσα στὴν χαρὰ τῆς θεραπείας ἀπὸ τὴνλέπρα, δὲν ἔννοιωσαν τὴν ἀνάγκη νὰ εὐχαριστήσουν τὸν εὐεργέτη τους, τὸν Θεό.

Ἐτούτοι οἱ ἐννέα ἀγνώμονες, μετὰ τὴν θεράπεια τους, λησμόνησαν τὴν πρώτη τους κατάσταση. Λησμόνησαν τὶς παρακλητικὲς κραυγές τους, «Ἰησοῦ προστάτη, ἐλέησέ μας». Λησμόνησαν πὼς ὁ Χριστὸς ἦταν ἡ μόνη τους ἐλπίδα. Ὅλα τὰ λησμόνησαν. Τώρα σὰν γίνανε καλά! Καὶ ξαναμπαίνουν «στὸ θανατερὸ κύκλο τῆς ψευτιᾶς καὶ τῆς ἀλαζονείας, ποὺ στὸ πρῶτο της γνώρισμα εἶναι ἡ λησμονιὰ τῆς πηγῆς τῆς ζωῆς», ποὺ εἶναι ὁ Χριστός.

Ἔτσι παρατηρεῖται τὸ παράδοξο φαινόμενο, ὁ μὲν Σαμαρείτης νὰ ἐκδηλώνει τὴν εὐγνωμοσύνη του πρὸς τὸν Χριστό, ἐνῶ οἱ Ἰουδαῖοι νὰ δείχνουν ἀχαριστία. Αὐτοὶ ποὺ ἦσαν περισσότερο φωτισμένοι καὶ διδαχθέντες ἀπὸ ποικίλους διδασκάλους, νὰ ντροπιάζονται ἀπὸ ἄλλους «οἱ ὁποῖοι ὁδηγοῦντια μόνο ἀπὸ τὸ φωτισμὸ τῆς συνειδήσεώς τους καὶ τοῦ ἀγράφου νόμου ἐντός των».

Κι αὐτὸ φυσικὰ ἀποτελεῖ ἐπιβαρυντικὸ στοιχεῖο τῆς ἀχαριστίας τῶν Ἰουδαίων. Ἐπειδὴ ἐτοῦτοι ὡς φωτισθέντες ἀπὸ τὸ νόμο, ἀπὸ τοὺς Προφῆτες, θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι περισσότερο εὐγνώμονες πρὸς τὸν Θεό.

Ὅμως ὁ Χριστὸς ἀποδεικνύεται πλούσιος καὶ συνεχὴς εὐεργέτης τῶν ἀνθρώπων. Ἀποστέλει τὰ δῶρα Του, τὴν εὐλογία Του καὶ τὴν ἀγάπη Του σ’ ὅλους. Καὶ στοὺς εὐγνώμονες, ποὺ εἶναι οἱ λιγότεροι καὶ τοὺς ἀγνώμονε, ποὺ εἶναι οἱ περισσότεροι. Γι’ αὐτὸ καὶ ἐδῶστὴ θεραπεία τῶν δέκα λεπρῶν, ἐνῶ ἐγνώριζε τὴν ἀχαριστία τῶν ἐννέα, ἐντούτοις παρέχει τὴν χάρη Του σ’ ὅλους. Ἔτσι ἡ ἀγνωμοσύνη τῶν ἐννέα, «δὲν ἐκώλυσε τὸν Ἰησοῦν καὶ τοὺς ἀναξίους εὐεργετῆσαι».

Ὁ Χριστὸς λοιπὸν εὐεργετεῖ τοὺς ἀνθρώπους γιατὶ σκοπός Του εἶναι «ἵνα σωθῇ ὁ κόσμος δι’ Αὐτοῦ». Νὰ τοὺς κάνει παιδιὰ τοῦ Θεοῦ «ἵνα τὴν υἱοθεσίαν ἀπολάβωμεν». Δίχως διακρίσεις καὶ δίχως διαχωρισμούς, κατὰ τὸν λόγο τῆς Ἁγίας Γραφῆς ὅτι, διῆλθεν εὐεργετῶν καὶ ἰώμενος πάντας».

Ἄρα ὁ Θεὸς θέλει διακαῶς νὰ μᾶς εὐεργετήσει καὶ διασώσει. Ἐμεῖς δὲ οἱ ἄνθρωποι βρισκόμενοι κάτω ἀπὸ τὸ «θέλει» τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὁλόκληρη ἡ ὕπαρξή μας κρεμιέται ἀπ’ αὐτὸ τὸ «θέλει». Ἐπειδὴ «ὁ Θεὸς εἶναι ἕνα θέλημα στὸν οὐρανὸ κι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕνα θέλημα στὴ γῆ. Κι ἐκεῖνο ποὺ συνδέει αὐτὴν τὴν ἀπόσταση, εἶναι τὸ αἴτημα τῆς προευχῆς μας, «γεννηθήτω τὸ θέλημά Σου!»

Μπροστὰ σ’ αὐτὴ τὴν πλούσια καὶ καθολικὴ εὐεργεσία τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἀγωνιᾶ γιὰ τὴ δική μας σωτηρία. Ποὺ μᾶς «καταδιώκει» λὲς γιὰ νὰ μᾶς διασώσει, ὅπως ἄλλωστε καὶ ὁ Ψαλμικὸς στίχος ὑπογραμμίζει· «τὸ ἔλεος Σου Κύριε καταδιώξει με πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς μου», ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ αἰσθάνεται συγκλονισμένος.

Ἐπειδὴ ὁ Θεὸς τὸν νοιάζεται καὶ καταθέτει καθημερινῶς ἡ βοήθειά Του γι’ αὐτὸν. Τότε μέσα στὸν ἄνθρωπο γεννιέται τὸ αἴσθημα τῆς εὐγνωμοσύνης. Σκιρτάει ἡ ὕπαρξή του ἀπὸ ἐπιθυμία εὐχαριστίας πρὸς τὸ Θεό, γιατὶ ὡς Πατέρας, εἶναι ὁ πολύτιμος εὐεργέτης του.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, κάθε ἡμέρα καὶ κάθε στιγμὴ ὁ Χριστὸς μᾶς ἐγγίζει περνώντας δίπλα μας μήπως ἰδεῖ καὶ ἀκούσει ἐὰν κάποιος Τὸν ἀναζητεῖ καὶ Τὸν ἐπικαλεῖται. Ἐπειδὴ «ἕνα πράγμα τὸν ξεκουράζει, νὰ παίρνει ἐπάνω του τὰ βάρη τῶν ἀνθρώπων». Καὶ μιὰ χαρὰ ἔχει, νὰ δίνει χαρά. Καὶ μιὰ προσδοκία ὑπάρχει νὰ ἰδεῖ τὸν ἄνθρωπο νὰ τὸν ἀναζητεῖ. Γιατὶ «ὅλοι οι ἄνθρωποι θέλει νὰ σωθοῦν» καὶ ὁ Ἴδιος διαβεβαιώνει πὼς «μπορεῖ νὰ σώζει συνεχως, εἰς τὸ παντελές».

Σὰν παιδιὰ δὲ τοῦ Θεοῦ εἴμαστε κάτω ἀπὸ τὸ «θέλει» τοῦ Θεοῦ. Τοῦ εὐεργέτου Πατέρας μας. Καὶ ὅταν προσφέρει τὸ καλὸ καὶ ὅταν ἐπιτρέπει τὸ κακό. Καὶ ὅταν τρέχει νὰ μᾶς ἀκούσει «κι ὅταν μακροθυμῇ σάμπως νὰ μὴν ἀκούῃ καὶ νὰ μὴ βλέπῃ, μὲ ὅλ’ αὐτὰ κατεργάζεται τὴν σωτηρία μας». Γι’ αὐτὸ γιὰ ὅλ’ αὐτὰ ὀφείλουμε εὐγνωμοσύνη καὶ εὐχαριστία στὸν Θεὸ -Πατέρα, ποὺ εἴμαστε πάντα μέσα στὴ σκέψη Του!

Ἀρχιμ. Ν.Π.





ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ

8 Ἰανουαρίου 2006
Κυριακή μετά τά Φῶτα
(Ματθ. δ΄, 12-17)




Τρία συγκλονιστικὰ καὶ συνταρακτικὰ γεγονότα μᾶς παρουσιάζει στὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιό του ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος. Γεγονότα ποὺ συνέβησαν μετὰ τὴ βάπτιση τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ἡ φυλάκιση τοῦ Προδρόμου, ἡ φυγὴ τοῦ Χριστοῦ στὴν Καπερναοὺμ καὶ ἡ ἔναρξη τῆς διδασκαλίας Του.

Γιὰ τὸ πρῶτο, σημειώνει ὁ Εὐαγγελιστὴς πὼς ὁ Χριστὸς πληροφορήθηκε τὴν σύλληψη καὶ φυλάκιση τοῦ Ἰωάννου. Ἡ πράξη δὲ αὐτὴ ἐκφράζει τὴν προσπάθεια τῆς ἐγκόσμιας ἐξουσίας νὰ φιμώσειτὴν φωνὴ τῆς ἀλήθειας καὶ νὰ σβήσει τοὺς ἐλέγχους γιὰ τὴν ἔλλειψη τῆς δικαιοσύνης. Νὰ ἀκυρώσει τὴ δυναμικὴ τοῦ φωτὸς καὶ νὰ ἀπαξιώσει τὸν λόγο τῆς καθαρότητας καὶ γνησιότητας.

Κι αὐτὸ ἀκριβῶς ἦταν τὸ βαθύτερο αἴτιο τῆς συλλήψεως καὶ σφαγῆς τοῦ Προδρόμου. Ὅλα τ’ ἄλλα ἐγκόσμια αἴτια μποροῦν νὰ χαρακτηρισθοῦν ὡς δευτερογενῆ. Ἐπειδὴ ὁ Ἰωάννης δὲν ἔπαυε νὰ στηλιτεύει τὴν παρανομία καὶ τὴν ἀνηθικότητα τοῦ Ἡρώδη. Δηλαδὴ τὸ γεγονὸς ὅτι συζοῦσε μὲ τὴν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ του, τὴν Ἡρωδιάδα.

Μὰ ὁ ἀποκεφαλισμὸς τοῦ προφήτου Ἰωάννη ὄχι μόνο δὲν ἔκλεισε τὸ στόμα τῆς ἀλήθειας. Ὄχι μόνο δὲν ἔσβησε τὴ δυναμικὴ τοῦ ἐλέγχου, ἀλλὰ ἔγινε ἕνας συνεχὴς καὶ ἀτελείωτος ἔλεγχος καὶ ἕνα δυνατὸ σφυροκόπημα τῆς ἔνοχης συνειδήσεώς του. Ἐπειδὴ τὴν ἀλήθεια δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ δαμάσει, μήτε νὰ τὴν κάνει νὰ σιγήσει.

Γιὰ τὸ δεύτερο, δηλαδὴ τὴ φυγὴ τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὴν Καπερναούμ. Ἡ φυγὴ αὐτὴ ἀποτελεῖ μονάχα μιὰ κίνηση γιὰ τὴν ἀσφάλεια τοῦ Διδασκάλου. Ἀλλ’ ἔχει μιὰ βαθύτερη δικαιολογία καὶ μιὰ διαφορετιὴ ἑρμηνεία. Ἐκφράζει τὸ γεγονὸς πὼς ὁ μέχρι τώρα ἐκλεκτὸς λαὸς τοῦ Θεοῦ, τὸ Ἱσραήλ, χάνει αὐτὸ τὸ προνόμιο. Καὸ τὸ ἔχει χάσει, δι΄τοι ἔπαυσε νὰ ἔχει τὴν ἰκανότητα γιὰ ἀναέωση τῆς συμφωνίας του μὲ τὸ Θεό. Ὅπως ἀκριβῶς ἔγινε μὲ τὸν Ἀβραὰμ καὶ τὸν Μωϋσὴ στὸ Σινᾶ.

Ἔτσι αὐτὸς ὁ λαὸς ἀδυνατεῖ νὰ κατανοήσει καὶ νὰ ἀποδεχθεῖ τὴ νέα πραγματικότητα ποὺ εὐαγγελίζεται ὁ Χριστὸς. Καὶ ἀπορρίπτει τὴ δυναμικὴ τοῦ Εὐαγγελικοῦ λόγου γιὰ τὴ σωτηρία ὅλων τῶν ἐθνῶν, δίχως διακρίσεις.

Γι’ αὐτὸ ὁ Χριστὸς φεύγει γιὰ τὴν Καπερναούμ, τὴν περιοχὴ ποὺ ζοῦσαν οἱ Ἐθνικοί, δηλαδὴ οἱ Ἕλληνες καὶ οἱ λοιποὶ μὴ Ἰουδαϊκοὶ λαοί, γιὰ νὰ ρίξει «τὴ νέα σπορὰ, ὄχι μόνο στὰ τέκνα τοῦ Ἱσραήλ, ἀλλὰ σ’ ὅλους τοὺς ἄλλους, ποὺ κοντολογὶςλέγονταν εθνικοί».

Καὶ μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο «ὁ λαὸς ὁ βυθισμένος στὸ σκοτάδι εἶδε μέγα φῶς καὶ ὅσοι κάθονταν στὴν περιοχὴ, ποὺ τοὺς σκίαζε ὁ θάνατος, φῶς ἀνέτειλε σ’ αὐτοὺς». Τώρα λοιπὸν ἐκλεκτοὶ τοῦ Θεοῦ εἶναι ὅλα τὰ ἔθνη, ἀφοῦ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶναι παιδιά Του.

Γιὰ τὸ τρίτο δέ, τὴν ἔναρξη τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ, αὐτὴ ξεκινάει ἀμέσως μετὰ τὸν τερματισμὸ τοῦ κηρύγματος τοῦ Ἰωάννου. Καὶ εἶναι κήρυγμα ἀποκαλυπτικὸ καὶ σωτήριο. Ἀποκαλύπτει τὴ θεϊκὴ πατρότητα, ποὺ ἐκφράζεται μέσω τῆς ἀγάπης Του πρὸς τὰ παιδιά Του, τοὺς ἀνθρώπους. Καὶ ἐπεξηγεῖ τὸ θέλημά Του, τὸ σωτήριο γιὰ ὅλους.

Ὁ Χριστὸς, ὁ ἀπεσταλμένος τοῦ Πατρός, ἦλθε γιὰ νὰ λυτρώσει τὴν ἀνθρὠπινη ὕπαρξη ἀπὸ τὶς πτώσεις τῆς ἁμαρτίας. Νὰ τὴν ἀπεγκλωβίσει ἀπὸ τὸ σφιχταγκάλιασμα τῶν δαιμονικῶν ἐνοχλήσεων. Νὰ διασώσει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴ φθορὰ καὶ τὸ θάνατο διὰ τῆς δικῆς Του Ἀναστάσεως.

Καὶ «ἀπὸ τότε ἄρχισε ὁ Χριστὸς νὰ κηρύττει καὶ νὰ νὰ λέγει: Μετανοεῖτε, γιατὶ ζύγωσε ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν». Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, αὐτὸ τὸ μέγιστο καὶ σωτήριο γεγονὸς γιὰ τὸν ἄνθρωπο, εἶναι κοντά μας. Γιὰ νὰ γίνουμε οἱ μόνιμοι κάτοικοί της καὶ νὰ ἀπολαύσουμε τὰ πλούσια πνευματικὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ.

Πρέπει ὅμως νὰ προηγηθεῖ ἡ δική μας μετάνοια Ἡ δική μας εἰλικρινὴς αἴτηση συγγνώμης ἀπὸ τὸ Θεό. Γι’ αὐτὰ ποὺ καθημερινὰ πράτονται καὶ λέγονται. Αὐτὰ ποὺ ἀποτελοῦν τὶς ντροπές μας καὶ μᾶς ὁδηγοῦν στὶς πτώσεις. Γι’ αὐτὰ τέλος ποὺ χαίρεται ὁ διάβολος καὶ λυπεῖται ὁ Θεός.

Ζητώντας ὅμως συγγνώμη καὶ μετανοώντας γιὰ τὰ λάθη καὶ ἁμαρτήματά μας, ἀποφασίζουμε νὰ φιλιώσουμε μὲ τὸ Θεό. Νὰ γυρίσουμε κοντά Του. Κι Ἐκεῖνος, ποὺ μᾶς περιμένει, ὄχι μόνο θὰ χαρεῖ, μὰ θὰ μᾶς ἐνδύσει ἐνδύσει στὴν στολὴ τὴν πρώτη, τῆς καθαρότητας καὶ τῆς σωτηρίας. Καὶ ἐμεῖς στὴ Βασιλεία Του, ποὺ εἶναι ἐγγύς, θὰ γίνουμε οἱ μέτοχοι καὶ οἱ ἐκλεκτοί.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ ἄρχισε μὲ τὴν ὑπενθύμιση τοῦ «μετανοεῖτε γιατὶ ζύγωσε ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν». Καὶ ἀπευθύνεται σ’ ὅλους, στὴν «Γαλιλαία τῶν ἐθνῶν» καὶ ἀποκαλύπτει τὴν καθ’ ὅλου ἀλήθεια, ποὺ φωτίζει αὐτοὺς ποὺ βρίσκονται στὸ σκοτάδι.

Ἐμείς, ἀκούγοντας τὸν λόγο Του, μὴ διστάσουμε νὰ πάρουμε τὸ δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς. Νὰ ζητήσουμε συγγνώμη. Γιατὶ ὁ Θεὸς ὡς Πατέρας μᾶς περιμένει. Εἶναι ἕτοιμος νὰ παρέσει τὴν ἄφεση, τὴν εὐλογία καὶ τὴν ἀγάπη Του. Καὶ δὲν ὑπάρχει εὐτυχέστερο γεγονὸς τὸ νὰ ζοῦμε κάτω ἀπὸ τὴν εὐλογία καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.

Ἀρχιμ. Ν.Π.





ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ

1 Ἰανουαρίου 2006
Περιτομή τοῦ Ἰησοῦ
Τοῦ ἐν ῾Αγίοις πατρός ἡμῶν Βασιλείου τοῦ Μεγάλου



Ἀρχίζοντας τόν λόγο γιά τόν μεγάλο Πατέρα καί ἱεροφάντορα Βασίλειο, ἐπισημαίνουμε δύο σημαντικές ἀναφορές γι᾿ αὐτόν. Εἶναι τοῦ ᾿Ιωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, πού γράφει καί τόν κανόνα τῆς ἑορτῆς τοῦ ῾Αγίου καί τοῦ Μεγάλου Φωτίου.

῾Ο μέν πρῶτος τόν ὑμνεῖ ὡς «παιδείας γεγονός ἁπάσης ἔμπλεος», ὁ δεύτερος δέ ἀναφέρει ὅτι ἦταν «ἄριστος ἐν πᾶσι τῆς αὐτοῦ λόγοις».

᾿Αλλά γιά ἐκεῖνον πού θά θελήσει νά περιγράψει τή μεγάλη προσωπικότητα τοῦ ἁγίου Βασιλείου, θά βρεθεῖ μπροστά σέ μία τεράστια δυσκολία, ἡ ὁποία εἶναι σχεδόν ἀξεπέραστη. Γιατί ἡ προσωπικότητα τοῦ Μεγάλου Βασιλείου εἶναι ἀσύγκριτη. Καί καθετί πού εἶναι ἀσύγκριτο εἶναι καί ἀνέγγιχτο. ῎Αρα λοιπόν δέν μπορεῖ νά ὁριστεῖ. Γιατί μέ ποιά προσωπικότητα μπορεῖ νά συγκριθεῖ καί νά ἀξιολογηθεῖ ὁριζομένη καί περιεζομένη; ῞Ο,τι εἶναι πάνω καί πέρα ἀπό σύγκριση εἶναι τό τέλειο. ῾Επομένως ἐπαινώντας τό Μέγα Βασίλειο εἶναι ὡσάν νά ἐπαινοῦμε περιγράφοντας τό τέλειο, τό ἄριστο.

Αὐτήν τήν αἴσθηση δέν ἔχει μονάχα ὁ σημερινός μελετητής τοῦ ῾Αγίου, μά καί οἱ σύγχρονοί του ἄνθρωποι, πού ἀντιλαμβανόμενοι τήν ἀσύγκριτη προσωπικότητά του, τόν ἀπεκάλεσαν, «ὁ ἀληθής μέγας ἀνήρ», «ὁ τῆς οἰκουμένης φωστήρ», «ὁ τῆς ἀληθείας στύλος». Σ᾿ αὐτόν τόν τῆς ᾿Εκκλησίας Πατέρα βρίσκεται ὁλόκληρο τό ἄθροισμα τῶν ἀρετῶν γιατί στό πρόσωπό του, «ἐδείχθη ὁ οἶκος τοῦ ὄντως Θεοῦ».

«῎Ηθροισας τῷ τῆς μελίσσης, Βασίλειε φιλοπόνῳ ἀρετῆς ἁπάσης τό ἄνθος· καί περιδέξιος γινόμενος ἐν αὐταῖς, μακαρίζῃ» (ὠδή ς´).

Εἶναι ἀλήθεια πώς ἡ πολύφωτος προσωπικότητα τοῦ ῾Αγίου ξεφεύγει ἀπό τά ἀνθρώπινα μέτρα καί τά κριτήρια τοῦ κόσμου δέν ἀντέχουν σέ μιά τέτοια κριτική. Γιατί ἡ σοφία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου γεννιέται καί ἀναδεικνύεται μέσα ἀπό τή βύθιση στά βάθη τοῦ Θεοῦ. «Καί συλλεξάμενος τόν πολύτιμον μαργαρίτην τῆς γνώσεως, ἐπλούτισας τόν κόσμον σοφίᾳ».

Γνώστης τῆς «θύραθεν» σοφίας καί παιδείας, σπουδάζοντάς τες στήν Καισάρεια, στό Βυζάντιο καί στήν ᾿Αθήνα, «ἔδωσε τόν ἑαυτόν του στήν ᾿Εκκλησία» μεταβάλοντάς τες σέ θεραπαινίδες τῆς Χριστιανικῆς ἀποκαλύψεως.

῾Ο ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος θά περιγράφει μ᾿ αὐτά τά λόγια τήν εἴσοδό του στήν ᾿Εκκλησία καί τήν ἀνάληψη τοῦ ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος. «Τάς γάρ ἱεράς πρότερον ὑπαναγινώσκων τῷ λαῷ βίβλους, ὁ τούτων ἐξηγητής καί ταύτην οὐκ ἀπαξιώσας τήν τάξιν τοῦ βήματος, οὕτως ἐν καθέδρα πρεσβυτέρων, οὕτως ἐν ἐπισκόπῳ αἰνεῖ τόν Κύριον».

῾Η γνώση αὐτή καί ἡ ἐπιστήμη του, μέσα στό λατρευτικό χῶρο τῆς ῾Εκκλησίας, μεταβλήθηκαν σέ λειτουργία καί μυσταγωγία. «῾Ο χαρισάμενος ἡμῖν οὐρανίων μυστηρίων ἀποκάλυψιν, σύ εἶ ὁ θέμενος ὑμᾶς εἰς τήν διακονίαν ταύτην ἐν τῇ δυνάμει τοῦ Πνεύματός σου τοῦ ῾Αγίου» (Λειτ. Μεγάλου Βασιλείου). ῎Ετσι στό μυστήριο τῆς ᾿Εκκλησίας ὁ λόγος ὑπηρετεῖ τό λατρευτικό τρόπο τῆς Εὐχαριστίας, μεταβάλλοντάς το σέ ὄχημα γιά νά περάσει ἡ θεία χάρη στίς ψυχές τῶν πιστῶν.

῾Ο Μέγας Βασίλειος εἶναι κατ᾿ ἐξοχήν ὁ ἱερέας τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ, ὁ κήρυκας τῆς ἀποκαλύψεώς Του καί ὁ ποιμένας τοῦ λαοῦ Του. Δέεται ὁ Ποιμένας στήν Εὐχαριστιακή σύναξη γιά τόν λαό τοῦ Θεοῦ μ᾿ αὐτά τά λόγια· «Μνήσθητι Κύριε, τοῦ περιεστῶτος λαοῦ καί τῶν δι᾿ εὐλόγους αἰτίας ἀπολειφθέντων καί ἐλέησον αὐτούς καί ἡμᾶς κατά τό πλῆθος τοῦ ἐλέους σου». Τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ εἶναι πλούσιο καί αὐτό τό γνωρίζει καλῶς ὁ ῞Αγιός μας. Γι᾿ αὐτό καί παρακαλεῖ νά ἐπισκιάσει ἡ χάρη Του τούς πιστούς πού μετέχουν στή Θεία Εὐχαριστία καί νά μή ἐγκαταλείψει τούς δικαιολογημένους ἀπόντες.

Διδάσκει ὁ σοφός Πατήρ τόν λαό. Αὐτός ὁ ᾿Εκκλησιαστικός ρήτορας, ὁ δογματικός καί πολέμιος θεολόγος, ὁ ἄφθαστος ἑρμηνευτής τῆς θείας Γραφῆς, ὁ μεγάλος παιδαγωγός καί διδάσκαλος τῆς εὐσεβείας. ᾿Εξακτινώνει τό λόγο του μέ θεολογική δυναμική καί φωτιστική προοπτική, ὁδηγώντας σταθερά καί γνήσια πρός τήν πραγματική ἀλήθεια τόν πιστό ἄνθρωπο. «Τάς ἀκτῖνας τῶν λόγων, ἐξαπέστειλας Βασίλειε τῷ κόσμῳ, φωταγωγούσας μίαν σέβειν Τριάδος φύσιν» (ὠδή η´).

Ποιμαίνει ὁ ἅγιος Βασίλειος τούς ἀνθρώπους ὡς ὁ πατέρας πού φροντίζει τά παιδιά του. Φροντίζει καί ἐνεργεῖ. Προσπαθεῖ νά καλύψει τίς ἀνάγκες τους, ἀποκαλύπτοντας τή δυναμική τοῦ κοινωνικοῦ ἐργάτη καί ᾿Εκκλησιαστικοῦ ποιμένα. Εἶναι ἕνας μεγάλος κοινωνικός ἐργάτης καί ἀσύγκριτος ᾿Εκκλησιαστικός ποιμένας.

῾Ο ἱερός Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός περιγράφοντας τό κοινωνικό ἔργο τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ἀποκαλύπτει τή φιλοσοφία τοῦ ἱεροῦ Πατρός μ᾿ αὐτά τά λόγια· «᾿Εκεῖνος γε μάλιστα πάντων ἔπεισεν ἀνθρώπους ὄντας, ἀνθρώπων μή καταφρονεῖν, μήδ᾿ ἀτιμάζειν Χριστόν τήν μίαν πάντων κεφαλήν διά τῆς εἰς ἐκείνους ἀπανθρωπίας» (Ε.Π.Ε. 36, 577-580).

Καί ὁ ἱερός ὑμνογράφος τῆς ἑορτῆς του θά συνοψίζει στόν ἀκόλουθο ὕμνο του τήν πολυσχιδῆ δραστηριότητα του, τό τεράστιο καί πολύπλευρο ἔργο του· «Πατήρ ὀρφανῶν καί χηρῶν προασπιστής καί πλοῦτος πένητος, τῶν ἀσθενούντων ἡ παράκλησις καί τῶν ἐν πλούτῳ κυβέρνησις, γήρως βακτηρία ἐδείχθης, παιδαγωγία νεότητος καί Μοναζόντων ἀρετῆς κανών Βασίλειε» (ὠδή ζ´).

῾Ο μέγας Βασίλειος εἶναι γιά τήν ᾿Εκκλησία μας τό βασιλικό σκολίδι πού λάμπει πάντα. Ταυτόχρονα χαρακτηρίζεται ὡς «θεία καί ἱερά τῆς Χριστοῦ ᾿Εκκλησίας μέλισσα». Μέλισσα ἐργατική καί φιλόπονη προσφέρει ὡς μέλι τό λόγο τοῦ Θεοῦ γιά νά γλυκάνει τίς ψυχές. ᾿Αδιάκοπα διακονεῖ καί λυώνει σιγά - σιγά σάν τό κερί τῆς μέλισσας δαπανώντας τίς ἀνθρώπινες δυνάμεις καί καταθέτοντας τό ἔργο του ὡς δεῖγμα Χριστιανικῆς προσφορᾶς.

Περαίνοντας τόν λόγο γιά τόν Μέγα Βασίλειο, ἔχουμε τήν αἴσθηση πώς δέν ἀγγίξαμε κάν τήν ἀρχή. Δέν καλύψαμε σχεδόν τίποτε. Δέν εἴπαμε παρά ἐλάχιστα. Γιατί ὁ ἅγιος Βασίλειος εἶναι ὁ ἀσύγκριτος Πατέρας τῆς ᾿Εκκλησίας καί αὐτό τά λέει ὅλα. Εἶναι τό θαυμαστό πρόσωπο ἀπ᾿ αὐτά πού ἐλάχιστα παρουσιάζονται μέσα στήν ἱστορία. Δέν γεννιῶνται πολλοί τέτοιοι ἄνθρωποι. ῾Ωστόσο ὅμως εἶναι οἱ μοναδικοί, οἱ φωτεινοί, οἱ μεγάλοι. Σέ μᾶς δέ μένουν ὡς φῶτα καί σημεῖα πού ὁδηγοῦν ἐκεῖ πρός τήν ἀνατολή πού χαράζει ἡ ἐλπίδα καί ἀχνοφέγγει ἡ πίστη γιά τήν καινούργια ζωή.

Ἀρχιμ. Ν.Π.





ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ

26 Φεβρουαρίου 2006
Κυριακή τῆς Ἀπόκρεω
(Ματθ. κε΄, 31-46)



Ὁλόκληρη ἡ προβληματικὴ τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου, τῆς Κυριακῆς τῆς κρίσεως, ἑστιάζεται ἐπάνω σὲ μιὰ κατάφαση καὶ σὲ μιὰ ἄρνηση. «Ἐδώκατε» ἀπὸ τὴν μιὰ μεριὰ καὶ «οὐκ ἐδώκατε» ἀπὸ τὴν ἄλλη. Καὶ ἐκεῖνο ποὺ βαραίνει τὴ θετικὴ πλευρά, εἶναι ἡ ἀγάπη. Γιατὶ ἡ ἀγάπη στὴν πραγματική της ὄψη εἶναι μιὰ «δόσις».

Ὅπου ὑπάρχει αὐτὴ ἡ «δόσις», ἐκεῖ καὶ ἡ ἀγάπη. Κι ὅπου ὑπάρχει ἀγάπη πρὸς τοὺς συνανθρώπους, ἐκεῖ ὑπάρχει καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτὸ «εὐλογημένοι» ὅσοι ἀγαποῦν, «κατηραμένοι» ὅσοι δὲν ἔχουν ἀγάπη καὶ ἔλεος πρὸς τοὺς ἀδελφούς.

Αὐτὴ ἡ «δόσις», ἡ οὐσία τῆς ἀγάπης, δὲν ἔχει ὅρια, μήτε μπορεῖ νὰ μπεῖ στὴ λογικὴ τῆς ἀριθμητικῆς. Δηλαδὴ δὲν μετριέται εἴτε αὐξανόμενη εἴτε ἐλαττώμενη. Γιατὶ ἔτσι ἀπὸ γεγονὸς ποιότητας, μετατρέπεται σὲ κατάσταση ποσότητας. Ἡ «δόσις» λοιπὸν δὲν ἔχει κανένα ὅριο, μήτε πρὸς τὰ ἐπάνω, μήτε πρὸς τὰ κάτω. Ἔτσι καὶ ἐκεῖνος ποὺ ἔχει, δίνει τὰ πολλὰ κι ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἔχει, τὰ λίγα.

Μὰ ἐκεῖνο ποὺ διακρίνει κι αὐτὸν μὲ τὰ πολλὰ κι αὐτὸν μὲ τὰ λίγα, εἶναι ἡ ἀγαθὴ προαίρεση, ἡ ἐλεύθερη βούληση καὶ ἡ ἀνιδιοτελὴς ἀγάπη. Γι᾿ αὐτὸ ἀξίζει περισσότερο ἡ «δόσις» ποὺ γίνεται μὲ κόπο καὶ ὑστέρημα, ἀπὸ τὴ «δόσι»τῶν πλουσίων, ποὺ πραγματώνεται μὲ εὐκαιρία καὶ ἐκ τοῦ περισσεύματος.

Ἄλλωστε ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς ἐπαινεῖ καὶ συγχαίρει τὴν χήρα τὴν φτωχή, ποὺ ἔβαλε τὸ δίλεπτο ὡς προσφορὰ στὸ Ναό. «Αὐτὴ ἡ χήρα ἡ φτωχὴ ἔβαλε τὸ περισσότερο ὅλων» λέγει τὸ Εὐαγγέλιο. Γιατὶ ἡ γυναίκα αὐτὴ στερήθηκε καὶ κόπιασε γιὰ τὴ μικρὴ προσφορά της. Ποὺ ὅμως στὰ μάτια τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ μεγαλύτερη. Ἐπειδὴ ὁ Χριστὸς λογαριάζει τὴ «δόσι» τῆς ἀγάπης ὡς πράξη ποιότητας καὶ ὄχι ποσότητας.

Στὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο τῆς κρίσεως, ὁ Χριστὸς μὲ τὸ «ἐδώκατε» καὶ τὸ «οὐκ ἐδώκατε», χωρίζει τοὺς ἀνθρώπους σὲ δύο ὁμάδες. Στοὺς ἀγαθοὺς, ἐλεήμονες καὶ σπλαγχνικοὺς καὶ τοὺς κακούς, ἀνελεήμονες καὶ ἄσπλαγχνους. Σ᾿ αὐτοὺς δηλαδὴ ποὺ τρέχουν νὰ ταΐσουν τοὺς πεινασμένους, νὰ ποτίσουν τοὺς διψασμένους, νὰ φιλοξενήσουν τοὺς ξένους, νὰ ἐνδύσουν τοὺς γυμνοὺς, νὰ ἐπισκεφθοῦν τοὺς ἀρρώστους καὶ τοὺς εὑρισκομένους στὶς φυλακές, νὰ ...

Κι ὅλοι αὐτοὶ εἶναι «οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατρὸς» καὶ οἱ κληρονόμοι τῆς Βασιλείας Του. Γιατὶ ἐτοῦτοι «οἱ εὐλογημένοι» μὲ τὴ «δόσι» τῆς ἀγάπης, γίνηκαν καὶ οἱ κληρονόμοι. Ἔδειξαν εὐσπλαγχνία στὸν ἀνύμπορο, τὸν φτωχὸ καὶ ἀδύναμο, στὸν ἄρρωστο καὶ φυλακισμένο ἀδελφὸ καὶ μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο ὑπηρέτησαν τὸν ἴδιο τὸν Χριστό, κατὰ τὸν λόγον Του: «Ἐφ’ ὅσον κάνατε τὴν φιλανθρωπία σὲ κάθε ἕνα ἀπ᾿ αὐτοὺς τοὺς ἀδελφούς μου τοὺς ἐλαχίστους, εἶναι ὡσὰν νὰ τὸ κάνατε σὲ ἐμένα...».

Οἱ ἄνθρωποι τοῦ ἐλέους μὲ τὸ «ἐδώκατε» αἰσθάνονται εὐτυχεῖς, γιατὶ μπόρεσαν μέσα ἀπὸ τὸ ὑστέρημα ἢ τὸ περίσσευμά τους, νὰ σταθοῦν βοηθοὶ στοὺς ἐλαχίστους ἀδελφοὺς τοῦ Χριστοῦ. Νὰ δείξουν πὼς ἀγαποῦν καὶ προσφέρουν δίχως νὰ προσμένουν ἀνταμοιβή. Καὶ δίχως νὰ ὑπολογίζουν ἂν αὐτὸ κοστίζει ἢ ὄχι.

Οἱ ἀνελεήμονες δὲ καὶ οἱ ἄσπλαγχνοι ἔμειναν χωρὶς τὴ «δόσι» τῆς ἀγάπης καὶ ἄκουσαν ἀπὸ τὸ Χριστὸ τὸ «οὐκ ἐδώκατε». Δὲν ἔδωσαν γιατὶ φοβήθηκαν μὴν χάσουν, μὴν ἐλαττώσουν τὰ ἀγαθά τους. Μὴ τὰ στερηθοῦν. Ἐπειδὴ ἔχουν στηρίξει ὁλόκληρη τὴν ζωή τους ἐπάνω σ᾿ αὐτά. Καὶ νομίζουν πὼς μόνο τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ ἐξασφαλίζουν τὴν ζωή.

Αὐτοὶ βεβαίως δὲν κατάλαβαν τίποτε γιὰ τὴν ποιότητα καὶ ἔμειναν προσκολλημένοι στὴν ποσότητα. Τὰ πολλὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ. Τὶς μεγάλες καὶ πανάκριβες περιουσίες. Τὰ μεγάλα καὶ πλούσια σπίτια. Τὰ καλὰ καὶ ἀκριβὰ αὐτοκίνητα. Τὴν σπουδαία καὶ ὑψηλὴ θέση. Καὶ ἕνα σωρὸ ἄλλα ἐγκόσμια πράγματα, ποὺ μᾶλλον φουσκώνουν τὸν ἄνθρωπο μὲ ἔπαρση καὶ καύχηση. Εἶναι δὲ τόση ἡ σύνδεσή του καὶ ἡ ἐξάρτηση, ποὺ μόλις τὰ χάσει, χάνει κάθε νόημα γιὰ τὴ ζωή.

Εἶναι πράγματι τραγικό, ὄχι φυσικὰ γιατὶ αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀγαθὰ, μὰ γιατὶ δὲν βλέπει τὴ ζωὴ πέραν ἀπ᾿ αὐτὰ. Γιατὶ γύρω του μπορεῖ νὰ ὑπάρχουν οἱ ἀδύναμοι ἀδελφοί τοῦ Χριστοῦ ποὺ περιμένουν νὰ τοὺς θυμηθεῖ. Νὰ κάνει τὴ «δόσι» τῆς ἀγάπης καὶ νὰ αἰσθανθεῖ πὼς ἡ χαρὰ δὲν εἶναι μόνο στὸ νὰ ἀπολαμβάνει ὁ ἴδιος τὰ ἀγαθά του, μὰ κι ὅταν κάνει τοὺς ἄλλους νὰ χαίρονται γιατὶ ἔκανε τὸ καθῆκον του πρὸς αὐτοὺς.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἐπάνω σὲ μιὰ «δόσι» στηρίζεται ὁλόκληρο τὸ νόημα τῆς ἀγάπης. Γιατὶ ἀπεγκλωβίζει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸ καβούκι του. Γιατὶ αἰσθάνεται πὼς γύρω του ὑπάρχουν ἀδελφοί του, οἱ ἀδελφοὶ τοῦ Χριστοῦ, ποὺ περιμένουν νὰ τὸν δοῦν νὰ δίνει. Καὶ νὰ σκορπάει τὸ χαμόγελο στὸν πεινασμένο, τὸν ἄρρωστο, τὸν ξένο...

Ἐὰν πιστεύουμε, καὶ πρέπει νὰ πιστεύουμε, στὸν ἄνθρωπο, τότε ἔχουμε ἀγάπη. Γιατὶ ἐκεῖ ποὺ δὲν ὑπάρχει πίστη, μὰ δυσπιστία, φόβος καὶ ἔλλειψη ἐμπιστοσύνης, ἐκεῖ δὲν ὑπάρχει ἀγάπη. Γι᾿ αὐτὸ «γιὰ κείνους ποὺ πιστεύουν κι ἀγαποῦν δὲν ὑπάρχουν προβλήματα». Παρὰ μονάχα ἡ εὐλογία καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ.

Ἀρχιμ. Ν.Π.





ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ

19 Φεβρουαρίου 2006
Κυριακή τοῦ Ἂσώτου
(Λουκ. ιε΄11-32)



Ἡ φυγὴ τοῦ ἀσώτου υἱοῦ τῆς παραβολῆς τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου, σηματοδοτεῖ τὴν ἐπιθυμία τῆς ἀλλαγῆς καὶ τῆς μεταβολῆς. Καὶ ἡ ἐπιστροφή του στὸν Πατέρα ὑπογραμμίζει τὸ γεγονὸς τῆς ἀποτυχίας.

Ἐτοῦτος λοιπὸν ὁ νέος ἄνθρωπος ἐπιζητεῖ τὴν ἀλλαγή. Τὴν ἀλλαγὴ ἀπὸ τὴ ζωὴ τῆς προστασίας καὶ ἀσφάλειας, στὴ ζωὴ τῆς ἀποστασίας καὶ τοῦ κινδύνου. Διαθέτει τὸν ἐαυτόν του πρὸς κατανάλωση σὲ χώρους καὶ τρόπους φθορᾶς καὶ πτώσεως. Καὶ τελικὰ τὸ προνόμιο τῆς ἐλευθερίας του, γίνεται ἐχέγγυο τῆς δουλείας του.

Ὁ ἄσωτος υἱὸς ἐπιθυμεῖ νὰ «γνωρίσει» τὴν ζωὴ καὶ νὰ γευτεῖ τοὺς χυμούς της. Δίχως πυξίδα καὶ τιμόνι. Νὰ ὁρμήσει καὶ ὅπου φτάσει κι ὅπου βγεῖ. Τὰ ἀναγκαία ὑλικὰ μέσα ἄλλωστε τὰ διαθέτει. Τὴν πατρικὴ περιουσία ποὺ κληρονόμησε. Γι᾿ αὐτὸ δὲν τὸν κρατάει κανεὶς νὰ ἀπολαύσει τὶς χάρες. Νὰ νοιώσει ὅτι ζεῖ μακριὰ ἀπὸ τὴν πατρικὴ φροντίδα καὶ προστασία.

Δὲν τὴ χρειάζεται πιὰ τὴν πατρικὴ προστασία. Φτάνει ποὺ ἔχει τοὺς φίλους του, ποὺ τὸν συντροφεύουν καθημερινὰ στὰ γλέντια καὶ τὰ ξεφαντώματα. Αὐτοὶ εἶναι τώρα οἱ ἄνθρωποί του. Μ᾿ αὐτοὺς μοιράζεται τὰ ἀγαθά του. Σ᾿ αὐτοὺς ἐκμυστηρεύεται τὰ μυστικά του. Αὐτοὺς συμβουλεύεται κι αὐτοὺς ἀκολουθεῖ.

Ἐπειδὴ αὐτὴ ἦταν ἡ ἐπιθυμία του, γι᾿ αὐτὸ φεύγει ἀπὸ τὴν πατρικὴ ἑστία ὅσο τὸ δυνατὸν πιὸ μακριά. «Ἐταξίδευσεν εἰς μέρος μακρινόν...» κατὰ τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο. Ποὺ σημαίνει πὼς ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὸ Θεό-Πατέρα καὶ ὁ Θεὸς ἀπὸ αὐτόν. Κατὰ δὲ τὸν ἱερὸν Αὐγουστίνο, «ἡ μακρινὴ χώρα σημαίνει ἐπιλησμοσύνην πλήρη του Θεοῦ».

Λησμόνησε τὸ Θεό-Πατέρα. Ἄφησε πίσω του κενὴ τὴν πατρικὴ ἀγκαλιά. Πέταξε στὴν ἄκρη τὴν ἀγάπη Του. Μάζεψε γρήγορα-γρήγορα τὰ ἀγαθά τοῦ πατέρα καὶ ἔφυγε ὡσὰν κυνηγημένος. Τὸν κυνηγάει τὸ σύνδρομο τῆς ἀσωτίας. Οἱ κακὲς σειρῆνες ἄλλωστε τὸν κωφεύουν μὲ τὰ γλυκὰ λόγια τους καὶ τοῦ κλείνουν τὰ μάτια νὰ μὴν ἰδεῖ τὴν ὀδύνη ποὺ κρύβεται στὸ τέλος αὐτῆς τῆς διαδρομῆς.

Καὶ τὸ τέλος δὲν ἄργησε νὰ ἔλθει. Οἱ χαρές, τὰ γλέντια καὶ οἱ ἀσωτεῖες τελείωσαν ὅταν τὰ ἀγαθά του στέρεψαν. Οἱ φίλοι, μὲ τοὺς ὁποίους σπατάλησε τὴ ζωή του, τώρα κι αὐτοὶ ἐξαφανίστηκαν. Δὲν εἶχαν πιὰ λόγο νὰ μείνουν μὲ ἕναν ἀπένταρο. Τὸν ἐγκατέλειψαν δίχως πολλὰ λόγια.

Μόνος, φτωχὸς καὶ πεινασμένος βρέθηκε ὁ νέος μας. Γιατί ἀκριβῶς, ὅπου δὲν καλλιεργεῖται τὸ σιτάρι τοῦ θείου φόβου, ἐκεῖ ὑπάρχει δυνατὸς λιμός, ὄχι τοῦ ἄρτου, μὰ τῆς κάθε ἀρετῆς. Ὅπου λοιπὸν ὑπάρχει εὐφορία κάθε κακοῦ, ἐκεῖ ὑπάρχει φτώχεια παντὸς καλοῦ, κατὰ τὸν σχολιαστὴ Ζιγαβηνό.

Ἐτοῦτος λοιπὸν ὁ ἄρχοντας, ὁ πλούσιος, ὁ ἀγαπημένος τοῦ Πατέρα, κατάντησε ὁ δοῦλος τῆς ἀσωτείας του. Ἀτίμασε τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο του. Ἐξευτέλισε τὴν ἀγάπη τοῦ πατέρα καὶ ξέντυσε τὴ ζωή του ἀπὸ τὴ στολὴ τῆς λαμπρότητάς Του. Τώρα βόσκει χοίρους. «Κατάπτωσις τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἐσχάτη», γιατί τὸ ἔργο αὐτὸ γιὰ ἕναν Ἰουδαῖο εἶναι βδελυρὸ καὶ βέβηλο.

Μὰ μέσα στὴν κατάπτωση, μέσα στὸ χάος καὶ τὴ μέθη τῆς ἁμαρτίας, ἐπέρχεται ἡ ἀνάνηψη. Ἐπειδή, πράττοντας τὰ ἔργα τῆς ἁμαρτίας ἦταν πάντα ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, ὡς ἄλογος καὶ ἀσύδοτος. Ἐνῶ ὅταν ἀναλογίζεται ποιὸς εἶναι καὶ ποὺ πορεύεται, «τότε γίνεται ἐν ἐαυτῷ».

Ἀφυπνίζεται καὶ ἀμέσως ἐγείρεται. Νὰ ἐπιστρέψει στὸν Πατέρα. Ἀπέτυχε στὴν φυγή του καὶ τώρα ἐπιθυμεῖ νὰ πετύχει στὴν ἐπιστροφή του. Ἐπειδὴ ἡ φυγὴ εἶναι εὔκολη, μὰ καταντάει ὀδυνηρὴ καὶ καταστροφικὴ στὸ τέλος. Ἐνῶ ἡ ἐπιστροφὴ δείχνει στὴν ἀρχὴ δύσκολη, μὰ τελικὰ γίνεται γεγονὸς εὐτυχίας καὶ μακαριότητας.

Ἡ ἐπιστροφὴ γίνεται ἐλκυστικότερη, γιατί ὑπάρχει ὁ Πατέρας ποὺ περιμένει. Θὰ τὸν συγχωρήσει καὶ θὰ τὸν τιμήσει, ἀφοῦ ἐτοῦτος ὁ ἄσωτος νέος ἦταν νεκρὸς καὶ ξανάζησε καὶ ἦταν χαμένος καὶ βρέθηκε. Ἐπειδὴ ἐκεῖνος ποὺ ζεῖ δυστυχῶς στὴν ἁμαρτία, βιώνει τὸ θάνατο καθημερινά, γιατί ἡ ἁμαρτία νεκρώνει κάθε προσπάθεια γιὰ πνευματικὴ ζωή.

Τελικὰ δὲ ἐκεῖνο τοῦ συμφιλιώνει τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸ Θεό-Πατέρα, ἐκεῖνο ποὺ μηδενίζει τὴν ἀπόσταση ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη ἁμαρτωλότητα μὲ τὴ Θεϊκὴ ἁγιότητα, εἶναι τό, «Πατέρα, ἁμάρτησα στὸν οὐρανὸ κι ἐνώπιόν σου». Εἶναι ἡ ἔκφραση τῆς συγνώμης γιὰ τὴν ἀτίμωση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ μετάνοια γιὰ τὴν ἀποτυχία τῆς ἐπιλογῆς.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, τὸ ἐγχείρημα τοῦ ἀσώτου της παραβολῆς τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου, ἀπέτυχε. Ἡ φυγὴ του πρὸς τὴν ἐλευθερία, μετατράπηκε σὲ ἐγκλωβισμὸ καὶ δουλεία ἐσχάτη. Ἡ ἀπώλεια δὲ τῆς πατρικῆς ἀγάπης, λειτούργησε καταλυτικά, ἀφήνοντας ἔκθετο τὸ νέο μας. Δίχως αὐτὴν τὴν ἀσφάλεια καὶ τὴν ἀσπίδα κατάντησε ἕρμαιο τῆς σφοδρῆς πολεμικῆς τοῦ διαβόλου.

Δὲν θὰ ἦταν λοιπὸν φρόνιμο καὶ ὠφέλιμο ἐμεῖς σήμερα νὰ ἐπαναλάβουμε αὐτὸ τὸ πείραμα τοῦ ἀσώτου. Μήτε νὰ δεχθοῦμε νὰ βιώσουμε τὴ δική του ὀδύνη καὶ καταστροφή. Μᾶς ἀρκεῖ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ μᾶς γεμίζει σιγουριὰ τὸ γεγονὸς ὅσο ζοῦμε κάτω ἀπὸ τὴ δική του προστασία.

Ἀρχιμ. Ν.Π.





ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ

12 Φεβρουαρίου 2006
Κυριακή Τελώνου καί Φαρισαίου
(Λουκ. ιη΄10-14)



Τὸ κεντρικὸ σημεῖο τῆς σημερινῆς παραβολῆς, βρίσκεται ἀφ᾿ ἑνὸς στὴν ἐγωϊστικὴ καὶ ἐγωπαθῆ προβολὴ τῆς ὑπάρξεως τοῦ Φαρισαίου. Καὶ ἀφ᾿ ἑτέρου στὴν κατάθεση τῆς ταπεινώσεως τοῦ Τελώνου, ὡς σημείου ἑνότητας τῆς κοινωνίας καὶ ἰσορροπίας.

Ὁ Φαρισαῖος μὲ τὴν ὑψηλόφρονη στάση του θεμελιώνει τὴ διαχωριστικὴ γραμμὴ μεταξὺ τῶν ἁγίων καὶ δικαίων, τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ ἀδίκων. Ὁ λόγος του ἄλλωστε διατυπώνεται μὲ ξεκάθαρο τρόπο. «Δὲν μοιάζω μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, ποὖναι ἅρπαγες, ἄδικοι ἢ σὰν αὐτὸν τὸν τελώνη!»

Ὁ «δίκαιος» καὶ «φιλάνθρωπος» Φαρισαῖος ἀπὸ τὴν μιὰ μεριὰ καὶ οἱ ἄλλοι, οἱ ἄδικοι καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη. Αὐτὸς εἶναι ὁ ἐκτελεστὴς τοῦ ἀγαθοῦ, ὑλοποιώντας κατὰ γράμμα τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἔτσι λογίζεται ὡς ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ καὶ ἐκφραστὴς τοῦ δικαίου καὶ τοῦ ἀγαθοῦ. Συνεπῶς ὡς «ἅγιος» δὲν μπορεῖ πλέον νὰ συσχετίζεται μὲ τοὺς ἁμαρτωλούς. Μήτε νὰ συνομιλεῖ μαζί τους.

Κομπάζει καὶ καμαρώνει ποὺ δὲν συγκαταλέγεται μεταξὺ τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ δὲν ἐπιθυμεῖ νὰ ὑπάρχει μετ᾿ αὐτῶν, γιὰ νὰ μὴ μολυνθεῖ. Ὅλοι ἐτοῦτοι ἄλλωστε εἶναι οἱ ἄλλοι, ποὺ ὁ Θεὸς ὀφείλει νὰ βδελύσσεται καὶ ν᾿ ἀπορρίπτει. Αὐτὸς μονάχα ἔχει θέση περίοπτη κοντὰ στὸ Θεό, ποὺ τὸν θεωρεῖ δικό του καὶ δὲν ἐννοεῖ νὰ Τὸν μοιραστεῖ μέ τοὺς ἄλλους.

Κινούμενος δὲ ἀπὸ ὑπεροψία καὶ ἐγωπάθεια, ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπαξιώνοντας τὴν παρουσία τοῦ Τελώνου, ἀπαριθμεῖ τὶς πράξεις του. Σὰν νὰ βρίσκεται στὸ παζάρι καὶ προβάλλει τὴν πραγμάτεια του ὡς τὴν καλύτερη. Ζητώντας δὲ νὰ πουλήσει τὸ ἐμπορεύμα του σὲ καλὴ τιμή. Καὶ συναλλασσόμενος στὴν συγκεκριμένη περίπτωση μὲ τὸ Θεό, προσπαθεῖ νὰ Τὸν πείσει πὼς οἱ πράξεις του εἶναι θεάρεστες. Ἆρα λοιπὸν ἀξίζουν πολλὰ καὶ ὀφείλει ὁ Θεὸς νὰ τὰ δώσει!

Μὰ οἱ πράξεις του, ποὺ ἐξωτερικὰ φαίνονται ἀγαθές, στὴν οὐσία εἶναι ἀντίθετες, ἐπειδὴ δὲν πράττονται μὲ ἀγαθὴ προαίρεση. Ἡ βούλησή του εἶναι ὄχι νὰ πράξει τὸ ἀγαθὸ ἐπειδὴ αὐτὸ ἐπιτάσσει ὁ Θεὸς ὡς ἐνέργεια ἀγάπης, μὰ γιὰ νὰ προβληθεῖ ὁ ἴδιος. Ἔτσι διὰ τοῦ τρόπου αύτοῦ, διασπάει τὴν ἑνότητα τῶν ἀνθρώπων, ἐπειδὴ διαχωρίζει τὴν κοινωνία σὲ δικαίους καὶ ἀδίκους. Σὲ παιδιὰ τοῦ Θεοῦ καὶ σὲ ἀποπαίδια του.

Κι αὐτὸ τὸ οὐσιαστικὸ σημεῖο τῶν πράξεών του, ὁ Φαρισαῖος τὸ ἁγνοεῖ ἢ δὲν ἐπιθυμεῖ νὰ συνυπολογίσει. Γι’ αὐτὸ δὲν αἰσθάνεται τὸ γεγονός, πὼς ὅ,τι καὶ νὰ πράξει, δίχως τὴν ἀγάπη εἶναι ὡς μὴ γενόμενο. Μήτε ὁ Θεὸς προσέχει τὶς πράξεις του, ἐπειδὴ δὲν ἀντέχουν στὸ δικό Του κριτήριο. Τὸ κριτήριο τῆς ἀγάπης.

Ὁ Τελώνης δέ, ὁ ἁμαρτωλός, μὲ ταπεινὸ φρόνημα καὶ συναίσθηση τῆς ἐλεεινότητάς του, στέκεται παράμερα. Δὲν ζητάει νὰ προσευχηθεῖ καυχώμενος. Δὲν τολμάει νὰ σηκώσει τὰ μάτια του πρὸς τὸ Θεό, μήτε προσπαθεῖ νὰ προβάλλει τὸν ἑαυτόν του. Ὅλ᾿ αὐτὰ τὰ θεωρεῖ θρασύτητα καὶ ἀνέδεια ἐνώπιον τῆς ἀγαθότητος τοῦ Θεοῦ. Γιατὶ γνωρίζει, πὼς ἀδικώντας τοὺς ἄλλους, πὼς ἁμαρτάνοντας καθημερινά, εἶναι ὡσὰν νὰ βλασφημεῖ καὶ νὰ ντροπιάζει τὸ Θεό.

Γι᾿ αὐτὸ φτάνει στὸ Ναὸ γιὰ νὰ ταπεινώσει τὸν ἑαυτόν του καὶ νὰ ζητήσει εἰλικρινῶς συγγνώμη ἀπὸ τὸ Θεό, λέγοντας «Θεέ μου σπλαγχνίσου με τὸν ἁμαρτωλό». Καὶ αὐτὸ τοῦ εἶναι ἀρκετό. Ἔτσι γαληνεύει μὲ τὸν ἑαυτόν του. Ἀνακαλύπτει πὼς ἡ ὕπαρξή του μπορεῖ νὰ ζήσει ἀνασηκωμένη ἀπὸ τὴν πτώση καὶ νὰ ἀναγεννηθεῖ. Τώρα μπορεῖ μέσα στὴ δική του εἰρήνη ν᾿ ἀγαπήσει τοὺς ἄλλους καὶ νὰ συμφιλιώσει τὴν ὕπαρξή του μ᾿ αὐτούς.

Ξαναβρίσκει τὸ δρόμο κοινωνίας μὲ τὸ Θεό, γιατὶ γνωρίζει, πὼς παρ᾿ ὅλες τὶς ἀδιικίες καὶ ἁμαρτίες του, ὁ Θεὸς τὸν ἔχει ἤδη συγχωρέσει, γιατὶ τὸν ἀγαπᾶ. Καὶ τότε μὲ συνείδηση ἀναπαυμένη καὶ καθαρή· μὲ θέληση θερμὴ καὶ μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ πλούσια καὶ διαρκή, ἀποκαθιστᾶ τὴν ἑνότητα τῆς κοινωνίας τῶν ἀδελφῶν του, τῶν ἀνθρώπων.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, καταλάβαμε ποιὰ εἶναι ἡ διαφορὰ μεταξὺ τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου; Εἶναι τὸ γεγονὸς πὼς ὁ μὲν Τελώνης ἔχει συνείδηση τῆς ἁμαρτολότητάς του, ἐνῶ ὁ Φαρισαῖος δὲν ἔχει. Ὁ μὲν γνωρίζει πὼς ἔχει πράξει τὸ κακό, τὸ ἄδικο, τὸ ἁμαρτωλό, γι’ αὐτὸ μὲ ταπείνωση ζητάει τὸ ἔλεος καὶ τὴ συγχώρηση τοῦ Θεοῦ. Καὶ τελικά, «ὁ Τελώνης ἔφυγε δικαιωμένος ἀπ᾿ τὸ Ἱερὸ» κατὰ τὸ Εὐαγγέλιο.

Ὁ Φαρισαῖος δὲν γνωρίζει ἢ δὲν θέλει νὰ γνωρίσει, πὼς ἔχει πράξει ἄδικες καὶ ἁμαρτωλὲς πράξεις. Καὶ ζώντας στὴν ψευδαίσθηση πὼς εἶναι ὁ δίκαιος καὶ ἀναμάρτητος, παρασύρεται στὸ χῶρο τῆς ἀλαζονείας. Καὶ τελικὰ φεύγει ἀπὸ τὸ Ναὸ δίχως δικαίωση, μήτε συγχώρηση. Γιατὶ ὁ Θεὸς «ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δὲ δίδωσι χάριν».

Ἔτσι τὸ θέμα δὲν εἶναι ἂν εἴμαστε ἁμαρτωλοὶ ἢ ὄχι. Γιατὶ ὅλοι μας, ποιὸς λίγο ποιὸς πολὺ εἴμαστε στὸ ἴδιο κλῖμα. Τὸ θέμα εἶναιἂν ἔχουμε συνείδηση τῆς καταστάσεώς μας. Ἂν ἔχουμε καταλάβει ποῦ βρισκόμαστε. Καὶ ἂν ζητοῦμε τὴν εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ συγχώρησή Του, ἐπαναλαμβάνοντας τὰ λόγια τοῦ Τελώνου: «Θεέ μας σπλαγχνίσου μας τοὺς ἁμαρτωλούς!»

Ἀρχιμ. Ν.Π.





ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ

5 Φεβρουαρίου 2006
Κυριακή ΙΖ΄ Ματθαίου
(Ματθ. ιε΄, 21-28)



Ἡ Χαναναία τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου, ἔχει μιὰ βαθειὰ καὶ ἀκλόνητη πίστη, ποὺ ἀντέχει στὶς δοκιμασίες τοῦ διαβόλου καὶ στὴ δοκιμασία τοῦ χρόνου. Μένει ἄσβεστη. Πάντοτε παρηγορεῖ, κατευθύνουσα τὰ βήματα πρὸς τὴ βεβαία ἐκπλήρωση τῶν αἰτημάτων της. Ἐμφορεῖται ἀπὸ καρτερία κι ὑπομονή, ἔχουσα σταθερὸ προσανατολισμὸ πρὸς τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς καὶ τῆς σωτηρίας. Τὸν Χριστό.

Αὐτὴ δὲ τὴν πίστη ὁ Χριστὸς δοκιμάζει καὶ δυσκολεύει. Ὄχι βέβαια γιὰ νὰ ταλαιπωρήσει τὴν γυναίκα, μήτε νὰ τὴν τιμωρήσει. Δὲν τὴν ἀγνοεῖ ἄλλωστε, μὰ ἐπιθυμεῖ νὰ καταδείξει περίτρανα τὴ μεγάλη ἀξία τῆς πίστεώς της, ποὺ ἄντεξε τὶς δοκιμασίες καὶ ἔμεινε ἀκλόνητη. Γιατὶ μιὰ τέτοια πίστη ἀξίζει ὅσο ὁ κόσμος ὅλος. Ἐνῶ μιὰ ἀδύναμη καὶ λυμφατικὴ σὲ τέτοια δοκιμασία καὶ ἀδοαφορία, θὰ εἶχε λυγίσει καὶ θὰ εἶχε ἀφανιστεῖ.

Ἡ Χαναναία ὅμως καθοδηγούμενη ἀπὸ τὴ βαθειὰ πίστη της, δὲν ἀμφιβάλλει στὸ ἐλάχιστο πὼς ὁ Χριστὸς εἶναι «ὁ μόνος καὶ ὁ μεγάλος θεραπευτὴς τοῦ κόσμου». Μπροστὰ σ᾿ αὐτὴ τὴν πεποίθηση, οἱ δοκιμασίες τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ βραδύτητά Του ν᾿ ἀπαντήσει στὸ αἴτημά της, δὲν τὴν ἀποθαρρύνουν, δὲν τὴν ἀπογοητεύουν. Συνεχίζει νὰ ζητεῖ καὶ νὰ ἱκετεύει, γιατὶ πιστεύει στὸ ἔλεος τοῦ Χριστοῦ.

Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Χριστὸς ἐκφράζει τὸ θαύμασμό Του! Ἐπειδὴ κι Αὐτὸς θαυμάζει κάποιες φορὲς γιὰ τὰ κατορθώματα τῶν ἀνθρώπων. Τὰ κατορθώματα ὄχι τῆς δυνάμεώς τους, μήτε τῆς σοφίας ἢ τῆς ἐπιστημοσύνης τους μὰ γιὰ τὰ κατορθώματα τῆς πίστεως ἢ καὶ τῆς ἀπιστίας τους.

Εἶναι δὲ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ κομβικὸ σημεῖο, ποὺ φανερώνει τὴν ἀξία τοῦ ἀνθρώπου ὡς πνευματικὴ καὶ ἠθικὴ προσωπικότητα. Αὐτὸ ἄλλωστε εἶναι τὸ «διαφορετικὸ» τὸ «ἄλλο», ποὺ κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ κυριαρχεῖ ἐπάνω στὸν κόσμο. Μὰ καὶ τὸ οὐσιαστικὸ στοιχεῖο «ποὺ ὁρίζει τὴν προσωπικὴ σχέση μὲ τὸ Θεό». Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ προσεύχεται στὸ Θεὸ καὶ νὰ διαλέγεται μαζί Του.

«Ὦ γυναίκα, ἡ πίστη σου εἶναι μεγάλη· ἂς γίνῃ τὸ θέλημά σου». Τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ. Σφραγίζουν τὴν πορεία τῆς δοκιμαζόμενης πίστεως, ποὺ τελικὰ βγαίνει νικήτρια! Νικάει γιατὶ γνωρίζει νὰ ὑπομένει. Καὶ ὑπομένει γιατὶ ἐλπίζει. Ἐλπίζει δὲ γιατὶ στηρίζεται στέραια καὶ ἀκλόνητα στὴν σωτήρια ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ὑπάρχει γιὰ ὅλους.

Μ᾿ αὐτὸ τὸν τρόπο ὑπογραμμίζεται τὸ γεγονὸς πὼς ὁ Θεὸς δὲν ἀναπαύεται καὶ δὲν ἀρκεῖται σὲ μιὰ ἰσχνὴ καὶ λυμφατικὴ πίστη. Μιὰ τέτοια πίστη, ποὺ στὸ παραμικρὸ ἐμπόδιο τρεμοσβήνει καὶ χάνεται, ἔχει ἐλάχιστη σημασία ἢ καθόλου. Καὶ δὲν μπορεῖ νὰ λογαριαστεῖ ὡς γεγονὸς ἄξιο τιμῆς γιὰ τὸν ἄνθρωπο.

Ἀπεναντίας ὁ Χριστὸς ἱκανοποιεῖται ἀπὸ τὴν πίστη ποὺ πέρασε δύσκολο δρόμο δοκιμασιῶν καὶ πολεμικῆς. Ποὺ ὅμως στάθηκε ὄρθια καὶ διάβηκε μὲ κουράγιο καὶ ἐλπίδα γιὰ τὴν τελικὴ νίκη. Ἐπειδὴ δὲν μπορεῖ ὁ ἀγώνας γιὰ τὴν πνευματικὴ ἀναγέννηση νὰ ἐγκλωβίζεται ἀπὸ τὰ ἐμπόδια τοῦ διαβόλου καὶ τελικὰ νὰ ἀπαξιώνεται.

Μιὰ τέτοια πίστη ποὺ νίκησε τὶς ποικίλες δοκιμασίες καὶ ξεπέρασε τὰ πολλὰ ἐμπόδια τοῦ ἀντιδίκου, ἐπιδοκιμάζει καὶ εὐογεῖ ὁ Χριστός. Μιὰ πίστη σὰν τοῦ Ἀβραάμ, ποὺ ἐμπιστεύθηκε τὴν ὕπαρξή του καὶ τοὺς ἀνθρώπους του στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ. Τὴν πίστη τοῦ πολλαπλῶς δοκιμαζομένου Ἰώβ, ποὺ ἀφέθηκε κυριολεκτικῶς στὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ.

Τὴν πίστη τοῦ Μωϋσῆ ποὺ δοκιμάστηκε γιὰ σαράντα χρόνια στὴν ἔρημο δίχως γογγυσμὸ, μὰ δοξάζοντας τὸ Θεό. Τὴν πίστη τῶν Μαρτύρων, τῶν Ἁγίων, τῶν Ὁσίων τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ μὲ καρτερία, ἀγώνα, θυσία, μαρτύρια, θάνατο, ἐπιβεβαιώνουν κάθε ἡμέρα καὶ κάθε στιγμὴ τὴν ἐμπιστοσύνη τους στὸ Θεό.

Τέλος δὲν ἔχει ὁ μακρὺς κατάλογος τῶν ἀνθρώπων τοῦ Θεοῦ, τῶν ὁποίων ἡ πίστη δοκιμάστηκε, δυσκολεύτηκε, ἐμποδίστηκε, μὰ τελικὰ ἄντεξε καὶ νίκησε. Ὅπως τῆς Χαναναίας τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου. Ποὺ ἡ πίστη της πρὸς καιρὸ ἀγνοήθηκε καὶ ὑποτιμήθηκε. Ὅμως ἄντεξε, γιατὶ γνώριζε πὼς ἀπευθύνεται πρὸς τὸν μοναδικὸ Σωτήρα ποὺ θὰ τὴν ἀκούσει τελικὰ καὶ θὰ παράσχει τὴ θεραπεία στὴ δαιμονιζόμενη κόρη της. Τὸν πίστεψε καὶ ἀνταμείφθηκε· «ἂς γίνει τὸ θέλημά σου. Καὶ ἀπὸ ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἡ θυγατέρα της γιατρεύτηκε».

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἂν ἐρχόταν σήμερα ὁ Χριστὸς στὴ γῆ μας, θὰ εὕρισκε ἆρα γε μιὰ τέτοια πίστη σὰν τῆς Χαναναίας; Φοβούμαστε πὼς ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος στέκεται ἀδύναμος καὶ στὸ νὰ πιστεύσει καὶ στὸ νὰ μὴ πιστεύσει. Μένει μετέωρος καὶ ἕτοιμος νὰ γήρει στὴν πλευρὰ ποὺ θὰ ταυτιστεῖ μὲ τὰ συμφέροντά του. Ἕτοιμος νὰ πιστεύσει στοὺς ἐπικίνδυνους σωτῆρες, ποὺ τὸν κυκλώνουν. Καὶ ἕτοιμος νὰ ἀπορρίψει ὅ,τι φαίνεται δύσκολο καὶ δύσβατο.

Ἕτοιμος νὰ καμφθεῖ ἀπὸ τὶς δοκιμασίες καὶ ἕτοιμος νὰ παραιτηθεῖ ἀπὸ κάθε εἶδος ἀγώνα καὶ προσπάθεια. Γι᾿ αὐτὸ ὁ Χριστὸς θὰ τὸν προσπεράσει καὶ ἔτσι θὰ χαθεῖ μιὰ εὐκαιρία σωτηρίας καὶ λύτρωσης. Καὶ τὸ σπουδαιότερο καὶ τὸ τραγικό, πὼς ὑπεύθυνος θὰ εἶναι ὁ ἄνθρωπος.

Ἀρχιμ. Ν.Π.





ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΜΑΡΤΙΟΥ

26 Μαρτίου 2006
Κυριακή Γ΄ Νηστειῶν
(Μαρκ. η΄34 – θ΄1)



Βρισκόμαστε ἤδη στὸ μέσο τῆς περιόδου τῆς μεγάλης Σαρακοστῆς. Σ᾿ αὐτὸ τὸ πνευματικὸ στάδιο, ἀγωνιστές! Στὸν χῶρο τῆς νηστείας, ὁδοιπόροι! Στὴν προσευχή, γρηγοροῦντες! Στὶς καλὲς καὶ φιλάνθρωπες πράξεις, ἐνεργοῦντες! Στὸ κακὸ καὶ ἁμαρτωλό, ἀπέχοντες...!

Ἐτούτη κυρίως ἡ περίοδος, εἶναι χῶρος ἀγώνων πνευματικῶν. Ὄχι βέβαια ὡς τόπος, μὰ ὡς τρόπος ἐνεργείας. Καὶ ἐπιβεβαιώνει τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ, ἔτσι ὅπως στὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο ἀναφέρεται: «Ἐκεῖνος ποὺ θέλει νὰ γίνῃ ὀπαδός μου, ἂς ἀρνηθῇ τὸν ἑαυτόν του, ἂς σηκώσῃ τὸ σταυρό του κι ἂς μ᾿ ἀκολουθήσῃ...».

Συνεπῶς, γιὰ νὰ εἴμαστε μὲ τὸν Χριστό, μήτε εὔκολο πρᾶγμα εἶναι, μήτε σύντομο. Καὶ δὲν εἶναι εὔκολο, ἐπειδὴ ζητεῖται μιὰ ἀπάρνηση τοῦ ἑαυτοῦ μας, μιὰ ἄρση τοῦ σταυροῦ μας καὶ μιὰ ἀκολουθία τοῦ Χριστοῦ. Ὅλ᾿ αὐτὰ ὅμως εἶναι καὶ δύσκολα, μὰ καὶ μακροχρόνια.

Ἀπαιτεῖται ἀγώνας καὶ προσπάθεια νὰ πείσουμε τὸν ἑαυτόν μας. Νὰ τὸν ἀρνηθοῦμε. Νὰ σηκώσουμε ὕστερα τὸ δικό μας σταυρό, ἀναζητώντας τὸν ἄλλον τὸν ἀδελφό. Καὶ μαζὶ μ᾿ αὐτὸν νὰ ἀκολουθήσουμε τὸν Χριστό.

Γιατὶ δὲν μποροῦμε νὰ διασωθοῦμε μόνον ἐμεῖς. Δηλαδὴ δὲν εἶναι ἐπιτρεπτὸ νὰ ἐπιδιώκουμε τὴ δική μας σωτηρία πέρα καὶ ἔξω ἀπὸ τὴν σωτηρία τοῦ ἄλλου. Δὲν μποροῦμε νὰ ἀδιαφορῦμε γιὰ τὸ τί θὰ ἀπογίνουν οἱ ἄλλοι. Εἴμαστε μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀδελφοί Του κατὰ χάρη, γι᾿ αὐτὸ ἐργαζόμενοι τὸ καλὸ ἢ τὸ κακὸ ἔχει ἀντίκτυπο στοὺς ἄλλους. Δὲν εἴμαστε συνεπῶς μονάδα, ὡσὰν τὸν ἕνα κόκκο σιταριοῦ μέσα στοὺς χιλιάδους κόκκους στὸ σακί. Μὰ εἴμαστε πρόσωπο μὲ συνείδηση τῆς ὑπάρξεώς μας, ποὺ συνδεόμαστε μὲ τοὺς ἄλλους, τοὺς ἀδελφοὺς μὲ τὸ σύνδεσμο τῆς ἀγάπης. Δὲν εἴμαστε λοιπὸν ἄτομο, γιατὶ τὸ ἄτομο εἶναι καὶ μένει ἀνώνυμο καὶ ξεχωριστό. Εἴμαστε πρόσωπο ποὺ εἶναι καὶ ἀνώνυμο καὶ ἑνωμένο μὲ ἄλλο πρόσωπο.

Ὅταν δὲ ὁ Χριστὸς μᾶς καλεῖ ν᾿ ἀρνηθοῦμε τὸν ἑαυτόν μας, δὲν μᾶς καλεῖ νὰ τὸν ἀπαξιώσουμε. Ἐννοεῖ νὰ ξεπεράσουμε τὶς ὅποιες ἀναστολὲς ἢ ἐμπόδια ποὺ μᾶς ἐγκλωβίζουν σ᾿ αὐτό. Ν᾿ ἀνοίξουμε τοὺς ὁρίζοντες τῆς ὑπάρξεώς μας γιὰ νὰ χωρέσουν μέσα ὅλοι οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι - ἀδελφοί.

Καὶ ὅταν ὁ Χριστὸς μᾶς τονίζει πὼς πρέπει νὰ σηκώσουμε τὸ δικό μας σταυρό, θέλει νὰ τονίσει πὼς ὁ δρόμος μας, ὁ βίος μας, θὰ πορεύεται μέσα ἀπὸ ἀγῶνες ἐνάντια στὸ κακό. Στὸ κακό, ποὺ μᾶς ὁδηγεῖ πρὸς τὴν πίστη. Καὶ ἐμεῖς θὰ κάνουμε τὸν ἀγώνα μας μὲ τὴ δική Του βοήθεια, γιὰ νὰ σηκωθοῦμε. Αὐτὴ δὲ ἡ προσπάθεια δὲν ἔχει ἀνάπαυλα μήτε διακοπή, ἐπειδὴ ὁ διάβολος δὲν κάνει ἀπεργία. Νυχθημερὸν ἐργάζεται καὶ συνεχῶς μᾶς παρενοχλεῖ καὶ μᾶς διαβάλλει.

Ἐὰν λοιπὸν ἀποφασίσουμε νὰ εἴμαστε μὲ τὸν Χριστό, ὀφείλουμε νὰ εἴμαστε μαζί Του συνέχεια. Δὲν μποροῦμε νὰ εἴμαστε μαζί Του καὶ κάπου ἀλλοῦ. Νὰ λέμε πὼς ἀκολουθοῦμε τὸν Χριστό, καὶ ταυτόχρονα νὰ μὴν ἐγκαταλείπουμε τὸ διάβολο. Σὲ δύο κυρίους νὰ δουλεύουμε δὲν μποροῦμε, κατὰ τὸν λόγον Του.

Ἔχουμε στὴν ἱστορία πολλοὺς ἀνθρώπους νὰ ἀπαρνιοῦνται τὸν ἑαυτόν τους θυσιάζοντάς τον, γιὰ τὴν πατρίδα, τὴν οἰκογένεια, τὰ ἀγαθά. Καὶ τοὺς θαυμάζουμε. Τοὺς θεωροῦμε ἥρωες. Τοὺς στεφανώνουμε καὶ τοὺς χαρίζουμε τὴν ὑστεροφημία.

Ὅλ᾿ αὐτὰ ὅμως δὲν εἶναι ἀρκετά. Ἐπειδὴ ὁ σκοπὸς ποὺ γίνονται δὲν εἶναι ὁ Χριστὸς καὶ τὸ Εὐαγγέλιό Του. Γι᾿ αὐτὸ ὁ Ἴδιος εἶπε πὼς ἡ ἀπάρνηση τοῦ ἑαυτοῦ μας, δὲν εἶναι ἀόριστη καὶ δίχως ἕνα πνευματικὸ σκοπό. Μήτε ἡ ἄρση τοῦ σταυροῦ μπορεῖ νὰ λογιστεῖ δίχως συγκεκριμένο πνευματικὸ στόχο. Ἀλλὰ ὅλ᾿ αὐτὰ ὀφείλουν νὰ γίνονται μὲ συγκεκριμένο σκοπό, ποὺ εἶναι ἡ ἀκολουθία Του. Νὰ ἀκολουθήσουμε τὸ Χριστό.

Τελικὰ δὲ ὁ Χριστὸς μὲ τὴ σημερινὴ Εὐαγγελικὴ περικοπή, ἀποκλείει «κάθε συμβιβασμό, κάθε παρέκκλιση καὶ κάθε παρεξήγηση». Γιατὶ δὲν φτάνει ἡ ἄρνηση τοῦ ἑαυτοῦ μας, οὔτε ἡ ἄρση τοῦ σταυροῦ μας, «ποὺ μπορεῖ καὶ τὰ δύο νὰ γίνονται ἀπὸ ἐγωϊστικὲς ψυχικὲς παρορμήσεις, ἀλλ᾿ ἡ προσήλωση στὸν λόγο Του».

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, μόνο ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀπαρνιέται τὸν ἑαυτό του γιὰ τὸν ἄλλον, τὸν ἀδελφό· μόνο ἐκεῖνος ποὺ θυσιάζεται προσφέροντας τὸ καλό, κινούμενος ὄχι ἀπὸ παρορμήσεις ἐγωϊστικές, ἀλλὰ ἀπὸ ἀγάπη στὸν Χριστό· μονάχα αὐτὸς ἔχει ἐξασφαλίσει τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς του.

Καὶ ἔχει τεράστια ἀξία. Ἔτσι, ὥστε ἀκόμη καὶ ὁλόκληρος ὁ κόσμος, ἂν ἦταν κατορθωτὸ νὰ κατακτηθεῖ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἀντισταθμιστεῖ μὲ τὴν ἀξία τῆς ψυχῆς. Ἂν βέβαια τὸ ἔχουμε καταλάβει, τότε δὲν μπορεῖ νὰ δικαιολογηθεῖ ἡ προσπάθεια ποὺ καταβάλουμε γιὰ νὰ ἀποκτήσουμε τὸ ἔλαττον, ἐνῶ μᾶς διαφεύγει τὸ μεῖζον.

Γιατὶ τὸ μεῖζον εἶναι ἡ ψυχή μας καὶ τὸ ἔλαττον ἡ ἀπόκτηση τῶν ἀγαθῶν. Τί νὰ τὸ κάνεις ὅμως, ἐὰν ἀποκτήσεις τὰ ἀγαθά, δηλαδὴ τὸ ἔλαττον καὶ χάσεις τὴν ψυχή, δηλαδὴ τὸ μεῖζον; Ἔχει ἆρα γε κάποια ἀξία; Καμμία!

Ἀρχιμ. Ν.Π.





ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΜΑΡΤΙΟΥ

19 Μαρτίου 2006
Κυριακή Β΄ Νηστειῶν
(Μαρκ. β΄, 1-12)



Στὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο ὁ παραλυτικὸς προσκομίζεται στὸν Χριστὸ κατὰ ἕνα παράδοξο τρόπο. Ἐπειδὴ ὑπῆρχε πολὺς κόσμος καὶ ἦταν ἀδύνατο νὰ προσεγγίσουν, γι᾿ αὐτὸ ἀνέβηκαν στὴν στέγη τοῦ σπιτιοῦ ποὺ βρισκόταν ὁ Χριστός, ξηλώνουν ἕνα μέρος ἀπ᾿ αὐτὴ καὶ κατεβάζουν τὸ κρεβάτι μὲ τὸν παραλυτικὸ μπροστὰ στὸν Χριστό.

Ὅμως τὰ παράδοξα αὐτῆς τῆς Εὐαγγελικῆς περιοκῆς, δὲν σταματοῦν ἐδῶ. Τὸ ἕνα διαδέχεται τὸ ἄλλο. Ποιό ἄλλο δηλαδή; Τὸ πῶς ἀντιμετωπίζεται τὸ πρόβλημα τοῦ παραλυτικοῦ; Ὁ Χριστὸς ἀντικρύζοντας τὸν ασθενή, δὲν ἀναφέρεται στὴν σωματική του ἀσθένεια, ὥσαν νὰ μὴν ὑπάρχει. Ἀλλὰ ἀπαευθυνόμενος πρὸς αὐτὸν τοῦ λέγει πὼς οἱ ἁμαρτίες του εἶναι συγχωρεμένες.

Πόσο παράξενα καὶ παράδοξα ἐνεργεῖ ὁ Χριστός! Ἐπειδὴ ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ τὸ κατανοήσει. Ἀφοῦ δὲν ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ ἑρμηνεύσει τὸν τρόπο ἐνεργείας Του. Εἶναι ἄλλος ὁ δρόμος καὶ ὁ τρόπος λειτουργίας τοῦ Θεοῦ καὶ ἄλλος τοῦ ἀνθρώπου.

Καὶ συγκεκριμένα ἐδῶ στὸν παραλυτικό, ὁ Χριστὸς ἐνεργεῖ μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο, γιατὶ ἐπιθυμεῖ νὰ καταδείξει τὸ στενὸ δεσμὸ ποὺ ὑπάρχει μεταξὺ τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς ἀσθένειας. Γνωρίζει δὲ πὼς ἐτοῦτος ὁ ἄνθρωπος, ὅπως ἄλλωστε συμβαίνει σὲ κάθε ἄνθρωπο, ἔχει διαπράξει ἁμαρτωλὲς καὶ ἄδικες πράξεις.

Ἐπιθυμώντας νὰ ἀποκαθάρει τὸν ψυχικὸ κόσμο του μὲ τὴν συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν του, ὑπογραμμίζει τὸ γεγονὸς τῆς ἐπιδράσεως τῆς ψυχῆς, στὸ σῶμα. Καὶ τὸ ἀντίθετο. Ἐπειδὴ ὅμως τὰ πάντα ἐκπορεύονται ἀπὸ τὴν ψυχή· καὶ ἐπειδὴ ἐκεῖ ὅλα προγραμματίζονται καὶ σχεδιάζονται, γι᾿ αὐτὸ εἶναι ἀπαραίτητο νὰ εἶναι χῶρος καθαρότητας καὶ ἁγιότητας.

Ὕστερα ἔρχεται τὸ σῶμα, ὡς ὑπηρετικὸ ὄργανο τῆς ψυχῆς καὶ ἐκτελεῖ ὅσα ἤδη ἔχουν σχεδιαστεῖ καὶ ἀποφασιστεῖ. Ἡ ψυχὴ λοιπόν, ὡς κυρίαρχο ὄργανο καθοδηγεῖ τὸ σῶμα νὰ πράξει τὸ καλὸ ἢ τὸ κακό.

Ὁ Χριστὸς ἀναφερόμενος στὶς ἁμαρτίες καὶ ὄχι στὴν ἀσθένεια τοῦ σώματος, ‘

Αποδεικνύει μὲ παρρησία πὼς ἔχει ἐξουσία Θεϊκή. Καὶ μπορεῖ νὰ συγχωρεῖ. Γιατὶ τὶς ἀσθένειες τοῦ σώματος ὁ ἄνθρωπος πολλὲς φορὲς μπορεῖ νὰ θεραπεύσει καὶ κάποτε ἀποτελεσματικὰ. Ὅμως τὶς ἀσθένειες τῆς ψυχῆς «εἶν᾿ ἀνήμπορος νὰ τὶς γιατρέψει».

Καὶ ἐπειδὴ ἡ εὐθύνη τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὶς πράξεις ποὺ διαπράττει καθημερινὰ εἶναι καθοριστική, ἕνας μονάχα τρόπος ὑπάρχει γιὰ νὰ τὸν ἀπαλλάξει ἀπὸ τὸ βάρος τους. Ἡ συγχώρηση. Μὲ τὴν συγχώρηση, ὅπως καὶ πιὸ πάνω ἀναφέραμε, μόνο ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ τὴ δώσει.

Ὁ Θεὸς δὲ παρέχοντας τὴν συγχώρηση, ξεπερνάει ἀκόμη καὶ τὰ ὅρια τῆς δημιουργίας Του. Γιατὶ δίνοντας ἄφεση καὶ διαγράφοντας πράξεις καὶ ἔργα ἁμαρτωλά, «δὲν ἐπιτελεῖ μονάχα ἔργο δικαιοσύνης, ἀλλὰ... πραγματώνει ἔργο ἀγάπης, ποὺ δὲν εἶναι πιὰ δημιουργία, ἀλλ᾿ ὑπερδημιουργία».

Οἱ γραματεὶς ποὺ κατηγόρησαν τὸν Χριστὸ πὼς ξεστόμισε βλασφημία μὲ τὸ λόγο Του ὅτι συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες τοῦ παραλυτικοῦ, κρίνουν μὲ ἀνθρώπινα μέτρα. Καὶ στέκονται ἀδύναμοι μπροστὰ στὴ Θεϊκὴ βούληση. Γι᾿ αὐτὸ ὁ Χριστὸς, ξεπερνώντας τὰ ἀνθρώπινα μέτρα, ἐπιθυμώντας νὰ δείξει ποιὸς εἶναι, τοὺς ἀπευθύνει τὸ ἐρώτημα: «Τί εἶναι εὐκολότερο νὰ πῶ στὸν παραλυτικό, ἂς εἶναι συγχωρεμένες οἱ ἁμαρτίες σου ἢ νὰ τοῦ πῶ, σήκω καὶ πάρε τὸ κρεβάτι σου καὶ περπάτα;»

Γιατὶ καὶ τὰ δύο φαντάζουν ἀδύναμα γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Μήτε νὰ συγχωρεῖ ἁμαρτίες μπορεῖ καὶ μήτε νὰ γιατρέψει τὸν παραλυτικό. Μὰ ὁ Χριστὸς ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ πράξει καὶ τὰ δύο, γιατὶ εἶναι Θεὸς καὶ ἀγαπᾶ τὰ πλάσματά Του.

Ἐκφράζοντας τὸ Θεϊκὸ κύρος καὶ τὴ Θεϊκὴ ἀγάπη, προστάζει τὸν παραλυτικό: «Σοὺ λέγω, σήκω καὶ πάρε τὸ κρεβάτι σου καὶ πήγαινε στὸ σπίτι σου». Ὁ Χριστὸς ὡς ὁ ἰατρὸς τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος, θεραπεύει καὶ τὰ δύο.

Καὶ ἔτσι ὁ παραλυτικὸς ἐξῆλθε μπροστὰ σὲ ὅλους θεραπευμένος ψυχικὰ καὶ σωματικά. Διπλὴ ἡ θεραπεία του καὶ διπλὸ τὸ δῶρο τοῦ Χριστοῦ σ᾿ αὐτόν.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, δὲν πρέπει ποτὲ νὰ περάσει ἀπὸ τὸ μυαλό μας, πὼς εἴμαστε ἔξω ἀπὸ τὸ χῶρο τῆς ἁμαρτίας. Δηλαδὴ πὼς δὲν ἔχουμε διαπράξει ἁμαρτίες. Γιατὶ κάτι τέτοιο δὲν εἶναι ἀλήθεια. Ἀντίθετα μάλιστα, ἡ ἀλήθεια εἶναι πὼς ζοῦμε μέσα στὸ χῶρο τῆς ἁμαρτίας καὶ διαπράττουμε ποιὸς λίγες καὶ ποιὸς πολλὲς καθημερινά.

Ὁ Χριστὸς ὅμως ἦλθε στὸν κόσμο γιὰ νὰ σηκώσει στοὺς ὤμους Του τὰ δικά μας ἀτοπήματα καὶ ἁμαρτήματα. Αὐτὸς ἄλλωστε ἔχυσε τὸ αἷμα Του ἐπάνω στὸ Σταυρό, γιὰ νὰ μποροῦμε ἐμεῖς νὰ γευμόμαστε τὴ δική Του ζωή.

Γιὰ νὰ πάρουμε τελικὰ τὸ διπλὸ δῶρο Του, ὅπως ὁ παραλυτικὸς τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου. Τὴν συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν μας καὶ τὴ θεραπεία τῶν σωματικῶν ἀσθενειῶν μας. Καὶ νὰ ἐγερθοῦμε, παίρνοντας τὸ κρεβάτι τοῦ πόνου καὶ τῆς ἀρρώστιας, γιὰ νὰ τὸ κάνουμε χῶρο χαρᾶς καὶ μακαριότητας, πορευόμενοι νὰ ζήσουμε τὴν ἀγάπη Του στὴ βασιλεία Του.

Ἀρχιμ. Ν.Π.





ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΜΑΡΤΙΟΥ

12 Μαρτίου 2006
Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας
(Ἰω. α΄, 44-52)



Λαμπρὴ ἡ σημερινὴ ἡμέρα καὶ μεγάλη ἡ ἑορτή! Ἑορτάζει ἡ Ἐκκλησία τὴν Ὀρθοδοξία. Ποὺ εἶναι ἡ Ἐκκλησία τῶν Πατέρων καὶ τῶν Ἁγίων. Τῶν Μαρτύρων καὶ τῶν Ὁσίων.

Ἑορτάζει καὶ τιμάει αὐτὰ ποὺ οἱ Προφῆτες εἶδαν καὶ γνώρισαν. Αὐτὰ ποὺ οἱ Ἀπόστολοι δίδαξαν καὶ τὴ διδαχή του παρέλαβε ἡ Ἐκκλησία. Αὐτὰ ποὺ οἱ διδάσκαλοι δογμάτισαν καὶ ἡ οἰκουμένη συμφώνησε. Αὐτὰ τέλος ποὺ ἔκαναν τὴν χάρη νὰ λάμψει καὶ νὰ παρουσιαστεῖ ἡ ἀλήθεια. Ὅλ᾿ αὐτὰ ποὺ βραβεύθηκαν ἀπὸ τὸ Χριστό.

Στὸ Συνοδικὸ τῆς Ζ΄ης Οἰκουμενικῆς Συνόδου μὲ εὐγλωτο τρόπο καὶ ξεκάθαρη ἔκφραση, καταγράφεται αὐτὸ ποὺ θὰ μπορούσαμε νὰ ὀνομάσουμε βίωμα καὶ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Ἐπειδὴ ἡ Ἐκκλησία βιώνει τὴν Ὀρθοδοξία ὡς φρόνημα, ὡς λαλιὰ καὶ κήρυγμα τοῦ Χριστοῦ.

Καὶ μέσα ἀπὸ τὸν λόγο-κήρυγμα, εἴτε ὡς γραφὴ καὶ συγγραφή, εἴτε ὡς προφορικὴ διδαχή. Μέσα ἀπὸ τὴ θεία Εὐχαριστία, ὡς θυσία καὶ λατρεία, ὡς μυσταγωγία καὶ κοινωνία. Ἡ Ἐκκλησία προβάλλει μὲ τιμὴ καὶ σεβασμὸ τὴν Ὀρθοδοξία.

Κρατώντας ἡ Ἐκκλησία ὡς πολύτιμο θησαυρὸ τὴν Παράδοσή της, στηριζόμενη στὴν πίστη τῶν Ἀποστόλων, τῶν Πατέρων, τῶν Ὀρθοδόξων πιστῶν, διατρανώνει πὼς κατέχει τὴν καθ᾿ ὅλου ἀποκαλυμμένη ἀλήθεια. Καὶ διακηρύσσει μὲ σθένος καὶ παρρησία τὸν Χριστὸ ὡς τὸν ἀλληθινὸ Θεό, Τὸν ὁποῖο προσκυνάει καὶ λατρεύει.

Καὶ κηρύσσει τὴ τιμὴ πρὸς τοὺς Ἁγίους, μὲ τὸ λόγο, τὶς συγγραφές, τὶς θυσίες στοὺς Ναούς, τὶς εἰκόνες τους. Διὰ δὲ τῆς τιμῆς πρὸς αὐτούς, ἀπονέμει τὴν προσκύνηση πρὸς τὸν Χριστό. Ἐπειδὴ ὅλοι ἐτοῦτοι οἱ Ἅγιοι βίωσαν τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ καὶ ἔδωσαν ὅ,τι πολύτιμο εἶχαν, δηλαδὴ τὴν ὕπαρξή τους σ’ Αὑτόν.

Διὰ τοῦ τρόπου δὲ αὐτοῦ ἡ Ἐκκλησία, παίρνει ἐπάνω της ὁλόκληρη τὴν εὐθύνη συνειδητὰ ἀπέναντι στὸ Θεὸ καὶ τὴν ἱστορία. Διαβεβαιώνει, ἔχοντας ὑπόψη γιὰ τὸ δικαίωμα καὶ τὴν ἐξουσία ποὺ ἔχει μόνο αὐτή, πὼς ἡ π΄σιτη της στὴν Εὐαγγελικὴ ἀλήθεια εἶναι ἡ «πίστις τῶν Ἀποστόλων... ἡ π΄σιτις τῶν Πατέρων... ἡ πίστις τῶν Ὀρθοδόξων...»

Ὁ λόγος τῆς Ἐκκλησία εἶναι προφητικὸς καὶ ἱερατικός. Διατρανώνει τὴν Ὀρθοδοξία της μὲ εὐθύνη «ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων». Γιατὶ ἀκριβῶς ἐδῶ μιλάει αὐτὴ καὶ ὄχι κάποιο μεμονωμένο ἄτομο. Ἡ Ἐκκλησία ποὺ «εἶναι καθεστὼς πνευματικῆς ἀρχῆς καὶ ἐξουσία θείου δικαίου».

Μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο καὶ ἐκφράζοντας τὴ θεϊκὴ αὐθεντία ἡ Ἐκκλησία, διδάσκει τὴν ὀρθὴ πίστη καὶ βιώνει τὴ θεία χάρη, ποὺ χορηγεῖ αὐτὸ ποὺ λείπει καὶ ἀναπληρώνει κάθε κενό. Καὶ ταυτόχρονα «κρατεῖ μέσα της τὶς ὀράσεις τῶν Προφητῶν καὶ τὴν Παράδοση τῶν Ἀποστόλων». Ὅλ᾿ αὐτὰ δὲ τὰ καταχωρεῖ καὶ τὰ κατακυρώνει στοὺς λεγόμενους συνοδικοὺς ὄρους τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων.

Ἡ σημερινὴ ἡμέρα μπορεῖ νὰ λογιστεῖ ὡς ἡμέρα θριάμβου. Ἡ Ἐκκλησία χαίρεται καὶ ἑορτάζει τὸ θρίαμβό της ἐνάντια στὸ ψέμα καὶ τὸ σκοτάδι. Διακηρύσει τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ὡς καθημερινὸ βίωμα. Ἔτσι ὅ,τι γίνεται καὶ ὅ,τι ἑορτάζεται, πρῶτα πραγματώνεται ὡς γεγονὸς στὶς καρδιὲς τῶν Χριστιανῶν.

Τὴ δύναμη καὶ τὸ θρίαμβο τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος θὰ περιγράφει εὔγλωτα στὴν ὁμιλία του, ποὺ ἐξεφώνησε πρὸ τῆς ἐξορίας του. Λέγει μεταξὺ τῶν ἄλλων ὁ ἱερὸς Πατέρας: «Τίποτε δὲν εἶναι δυνατώτερον ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ἄνθρωπε... Ἐὰν ἔχεις πόλεμον μὲ ἕνα ἄνθρωπον ἢ ἐνίκησες ἢ ἐνικήθῃς. Ἀλλ᾿ ἐὰν ἔχῃς πόλεμον μὲ τὴν Ἐκκλησίαν, εἶναι ἀδύνατον νὰ νικήσῃς... Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἰσχυροτέρα τοῦ οὐρανοῦ· “ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ θὰ παρέλθουν, οἱ δὲ λόγοι μου δὲν θὰ παρέλθουν”. Ποιοί λόγοι; “Σὺ εἶσαι Πέτρος καὶ ἐπάνω εἰς τὸν βράχον αὐτὸν τῆς ἀληθινῆς πίστεως καὶ ὁμολογίας, θὰ οἰκοδομήσω τὴν Ἐκκλησίαν μου, ὁ θάνατος δὲ καὶ αἱ ὠργανωμέναι δυνάμεις τοῦ κακοῦ δὲν θὰ ὑπερισχύσουν καὶ δὲν θὰ τὴν κατανικήσουν... ”» (Ε.Π. 52, 428-429).

Γι᾿ αὐτὸ ὅλοι οἱ ἐχθροί, ποὺ πολέμησαν καὶ πολεμοῦν ἀκόμη τὴν Ἐκκλησία, αὐτοὶ ποὺ ρίχνουν χολὴ ἐναντίον της καὶ μὲ μανία καταδιώκουν τὴν πίστη καὶ τὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ, ποὺ σκόρπισαν καὶ σκορποῦν θάνατο καὶ βάφουν μὲ αἵματα τὸν χιτῶνα τῆς Ἐκκλησίας, ὅλοι αὐτοὶ χάθηκαν καὶ διαλύθηκαν ὡς καπνὸς. Ὅπως θὰ χαθοῦν καὶ θὰ διαλυθοῦν καὶ οἱ τωρινοί.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, σήμερα εἶναι ἡ ἡμέρα τῆς Ὀρθοδοξίας, τῆς καθ᾿ ὅλου ἀλήθειας καὶ τοῦ γνήσιου Θεϊκοῦ λόγου. Σήμερα ὅλοι μας βιώνουμε αὐτὸ τὸ ἀληθινό. Τὴν ἀποκάλυψη τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἐναπέθεσε στὸ ἵδρυμά Του τὴν Ἐκκλησία, ὥστε νὰ κατέχει τὴ Θεϊκὴ αὐθεντία, νὰ τὴ διδάσκει, νὰ τὴ λειτουργεῖ, νὰ τὴ βιώνει...

Ἐκφράζοντας δὲ τὴν ἀγάπη καὶ τὸν σεβασμό μας πρὸς τὴν Ὀρθοδοξία, ξαναδιατυπώνουμε τὸν ὕμνο τοῦ Ἰωσὴφ Βρυενίου: «Δὲν θὰ σὲ ἀρνηθοῦμε φίλη Ὀρθοδοξία. Δὲν θὰ σὲ διαψεύσουμε μὲ τὸν πατροπαράδοτο σεβασμό μας. Γιατὶ μέσα στὸν κόλπο σου γεννηθήκαμε καὶ μαζί σου ζοῦμε. Καὶ τέλος μὲ τὴν εὐλογία καὶ εὐχή σου θὰ πορευτοῦμε στὴν αἰωνιότητα. Ὅποτε δὲ μᾶς καλέσει ὁ καιρός, οἱ περιστάσεις θὰ δώσουμε καὶ τὴν ζωή μας γιὰ σένα».

Ἀρχιμ. Ν.Π.





ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΜΑΡΤΙΟΥ

5 Μαρτίου 2006
Κυριακή τῆς Τυρινῆς
(Ματθ. στ΄, 14-21)



Ἄν στερέψει μέσα μας ἡ πηγὴ τῆς συγγνώμης καὶ τῆς συγχώρησης, τότε ὁ Θεὸς θὰ μᾶς ἔχει ἐγκαταλείψει. Καὶ ἔτσι, ἐμεῖς οἱ δικοί Του, δηλαδὴ τὰ παιδιά Του, θὰ γίνουμε ξένοι. Γιατὶ ἀγνοήσαμε τὸ θέλημά Του, τὴν ἐντολή Του. Νὰ γυγχωρᾶμε τὰ κρίματα τῶν ἄλλων καὶ νὰ δίνουμε συγγνώμη καὶ ἄφεση.

Νὰ τὶ λέγει τὸ Εὐαγγέλιό Του: «Ἂν συγχωρέσετε στοὺς ἀνθρώπους τὰ κρίματά τους, θὰ συγχωρέσει καὶ σὲ σᾶς τὰ δικά σας ὁ οὐράνιος Πατέρας».

Ξεκάθαρα λόγια! Ὁ Θεὸς προειδοποιεῖ πὼς γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ ζητοῦμε ἀπ᾿ Αὐτὸν συγγνώμη καὶ ἄφεση γιὰ τὰ πολλά μας ἁμαρτήματα καὶ ἀνομήματα, πρέπει πρῶτα νὰ ἔχουμε διάθεση καὶ τὴ βούληση νὰ συγχωρᾶμε ἐκείνους ποὺ μᾶς βλάπτουν καθημερινά.

Γιατὶ εἶναι τουλάχιστον προπέτεια καὶ ἀναίδεια νὰ ἁμαρτάνουμε, προσβάλλοντας τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ τοῦ ζητοῦμε τὴ συγχώρηση. Καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ στὰ σφάλματα καὶ στὰ κρίματα τῶν ἄλλων νὰ φερόμαστε μὲ σκληρότητα καὶ ν᾿ ἀρνούμαστε νὰ τοὺς συγχωρέσουμε.

Πόσες ἆρα γε φορὲς ζητήσαμε ἀπὸ τὸ Θεὸ συγχώρηση; Ἀμέτρητες! Ὅπως ἀμέτρητο εἶναι καὶ τὸ ἔλεός Του καὶ ἡ ἀγαθότητά Του. Γι᾿ αὐτὸ μᾶς συγχωράει. Καὶ πόσες φορὲς ἐμεῖς συγχωρέσαμε τοὺς ἀνθρώπους ποὺ μᾶς ἔφταιξαν, ζημίωσαν, πίκραναν, πρόσβαλαν, πρόδοσαν; Πόσες; Πολὺ λίγες ἢ καθόλου!

Ὅμως ὁ ἀπόστολος Πέτρος, ὅταν ρώτησε τὸν Χριστὸ πόσες φορὲς πρέπει νὰ συγχωρέσει τὸν ἄλλο ἄνθρωπο, τὸν ἀδελφό του· ἑπτὰ φορές; Πῆρε τὴν ἀπάντηση πὼς πρέπει νὰ τὸν συγχωρέσει ἕως ἑβδομήντα ἑπτά, δηλαδὴ συνέχεια. Δίχως νὰ μετράει τὸ πόσες φορές, ἀλλὰ νὰ ζυγιάζει τὴ διάθεσή του. Γιὰ τὸν πιστὸ ἄνθρωπο θὰ ἦταν φρόνιμο νὰ διαρωτηθεῖ, ὄχι πόσο ἢ πότε συγχωράει, ἀλλὰ πῶς. Γιατὶ τὸ πόσο καὶ τὸ πότε ὡς ποσότητες, μετατρέπουν τὴν ὑποχρέωση καὶ τὸ καθῆκον, σὲ ἀνάγκη καὶ συμφέρον. Ἐνῶ ὁ Χριστὸς ἐνδιαφέρεται ἰδιαιτέρως στὸ πῶς ὁ ἄνθρωπος συγχωράει.

Κατ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο ἡ συγγνώμη δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ γίνει πράξη ἐπίδειξης ἢ πιὸ πολὺ ἀπαξίωσης τοῦ ἄλλου. Γιατὶ τότε δὲν θὰ ἔχει σχέση μὲ τὴν ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλὰ μιὰ πράξη ποὺ προσφέρει ἀγάπη, τιμώντας τὸν ἄλλο. Καὶ ὡς γεγονὸς ἑνότητας καὶ κοινωνίας ἀνθρώπων.

Ὅταν λοιπὸν συγχωρῶ καὶ δίνω ἄφεση, τότε εἶναι ὡσὰν νὰ ὑποδέχομε τὸν ἄλλο σὲ κοινωνία μαζί μου. Συμφιλιώνομαι μαζί του καὶ τὸν τοποθετῶ στὴ θέση τοῦ ἀδελφοῦ. Καὶ ὁ ἄλλος, αὐτὸς ποὺ μὲ τὶς πράξεις του διετάραξε τὴν ἑνότητα καὶ τὴν κοινότητα, τώρα συγχωρεμένος ἐπανεντάσσεται στὸ χῶρο τῆς ἁγάπης. Ἔτσι ἀποκαθιστάται ἡ διαταραχθεῖσα εἰρήνη καὶ ἠρεμία.

Ἡ παροχὴ ὅμως τῆς συγγνώμης πρὸς τὸν ἄλλον καὶ ἄρα ἡ ἐκδήλωση τῆς ἀγάπης πρὸς αὐτόν, δὲν μπορεῖ νὰ ἑρμηνευτεῖ ὡς παραίτηση τοῦ ἑαυτοῦ μας. Δηλαδὴ δὲν ἀφήνουμε ἀνυπεράσπιστο τὸν ἑαυτό μας ἀπέναντι «στὴν κακία, τὴ δολιότητα, τὴν ἀνηθικότητα, τὴν ἀπιστία τῶν διπλανῶν μας». Ἀπεναντίας, στὶς περιπτώσεις αὐτὲς ἔχουμε ὑποχρέωση νὰ προστατέψουμε τὸν ἑαυτόν μας, παίρνοντας τὰ ἀναγκαῖα καὶ κατάλληλα μέτρα.

Ἡ ὑπεράσπιση δὲ αὐτὴ ὑπογραμμίζει τὸ γεγνὸς πὼς ἔχουμε τὴν ὑποχρέωση νὰ προστατεύσουμε τὴν πίστη μας, τὴν τιμὴ καὶ τὴν ἀξιοπρέπειά μας. Ὅλα ὅμως αὐτὰ δὲν πρέπει νὰ γίνονται ἀπὸ μίσος ἢ ἐκδίκηση πρὸς τὸν ἄλλο. Γιατὶ τότε θὰ εἴμαστε ἐνάντιοι πρὸς τὴν φιλανθρωπία καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.

Ὅπως συμβαίνει πολλὲς φορὲς στὴ ζωή. Ἀντιμετωπίσουμε τὶς καιρικὲς μεταβολές. Τὴ βροχὴ καὶ τὸ κρύο. Τὴ ζέστη καὶ τὴ φωτιά. Τὶς πλημμύρες καὶ τοὺς κεραυνούς. Τὶς καταιγίδες καὶ τοὺς σεισμούς. Καιρικὰ φαινόμενα, ποὺ δὲν καταφερόμαστε κατ᾿ ἀυτῶν μὲ μένος καὶ ἐκδίκηση. Δὲν ἔχει ἄλλωστε νόημα μιὰ τέτοια συμπεριφορά! Μάλλον θὰ ἦταν γελοία! Μὰ τὰ ἀντιμετωπίζουμε μὲ τὰ διάφορα μέτρα ποὺ παίρνουμε γιὰ νὰ προφυλαχθοῦμε.

Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο ὀφείλουμε νὰ ἀντιμετωπίσουμε κάθε εἶδος καταστροφῆς «ποὺ πηγή της δὲν εἶναι τὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως, ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος, ὁ διπλανός μας». Καὶ ὅπως ἀγαποῦμε καὶ φροντίζουμε τὴ φύση, πολὺ περισσότερο ὀφείλουμε νὰ ἀγαπᾶμε, νὰ συγχωροῦμε καὶ νὰ φροντίζουμε τὸν ἄνθρωπο.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἐτοῦτον τὸν ξεκάθαρο θεϊκὸ λόγο γιὰ τὴν ὑποχρέωση ποὺ ἔχουμε νὰ συγχωροῦμε τοὺς ἄλλους, τὸ ἔχουμε ἀσφλῶς ἀκούσει. Τὸν γνωρίζουμε ἄλλωστε. Καὶ μέχρι ἐδῶ καλά! Προσπαθοῦμε ὅμως νὰ τὸ πράττουμε καθημερινά; Τὸ οὐσιαστικὸ ἐρώτημα! Γιατὶ ἐμεῖς κάθε ἡμέρα ὑποσχόμαστε στὸ Θεὸ τὸ «ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν...».

Δὲν λέμε λοιπὸν τὴν ἀλήθεια! Καὶ ὁ Θεὸς τὸ γνωρίζει. Καὶ τὸ ἀποδοκιμάζει. Γι᾿ αὐτό, γιὰ νὰ ἔχουμε τὴ συνείδησή μας ἤσυχη, ὑπακούοντας στὸ λόγο τοῦ Χριστοῦ, νὰ εἴμαστε Ἕτοιμοι νὰ συγχωρᾶμε αὐτοὺς ποὺ μᾶς ἀδίκησαν γιὰ τὰ λίγα.

Γιὰ νὰ μποροῦμε καὶ ἐμεῖς νὰ ζητοῦμε τὴ συγχώρηση ἀπὸ τὸ Θεὸ γιὰ τὰ πολλὰ κακὰ ποὺ καθημερινὰ διαπράττουμε προσβάλλοντας τὸ ὄνομά Του.

Ἀρχιμ. Ν.Π.





ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΑΠΡΙΛΙΟΥ

30 Ἀπριλίου 2006
Κυριακή τοῦ Θωμᾶ
(Ἰω. κ΄ 19-31)



Ζοῦμε ἐντὸς τῆς Ἀναστάσιμης περιόδου. Ἑορτάζουμε τὴν Λαμπρὴ καὶ γινόμαστε δέκτες τοῦ φωτός της. Γευόμαστε τὴν μεγάλη χαρά, ποὺ δωρεῖται στοὺς ἀνθρώπους καὶ βιώνουμε μέσα μας τὴ ζωή, ποὺ παρέχεται μὲ πλουσιότητα καὶ ἀφθονία.

Ἡ Ἀνάσταση εἶναι ἡ πεμπτουσία τῶν ἑορτῶν τῆς Ἐκκλησίας μας. Γιατὶ δίχως αὐτή, δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρχει οἱανδήποτε ἄλλη ἑορτή. Καὶ ὄχι μόνο· μὰ δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρχει ἡ ἴδια ἡ πίστη μας. Συνεπῶς δὲ καὶ ἡ Ἐκκλησία παύει νὰ ὑφίσταται καὶ τὰ πάντα καταντοῦν μάταια καὶ ψευδῆ.

Μὰ ἡ Ἀνάσταση εἶναι πιὰ γεγονὸς ἱστορικό. Ἔτσι ἄλλωστε παραδόθηκε καὶ ἔτσι βιώνεται μέσα στὴν Ἐκκλησία. Ὁ ἴδιος δὲ ὁ Χριστὸς δὲν ἄφησε ἐτοῦτο τὸ γένος μετέωρο καὶ θολό. Οἱ ἀλλεπάληλες ἐμφανίσεις Του αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγο ἐξυπηρετοῦν. Νὰ βεβαιώσουν τὸ γεγονὸς καὶ νὰ πείσουν τοὺς ἀνθρώπους, ἰδιαιτέρως δὲ τοὺς Μαθητές, γιὰ τὴν πραγμάτωσή του.

Ἡ ἐμφάνιση τοῦ Χριστοῦ στοὺς Μαθητὲς γίνεται σὲ δύο φάσεις. Ἡ μία δίχως τὸν ἀπόστολο Θωμᾶ καὶ ἡ δεύτερη μ᾿ αὐτόν. Ἐπειδὴ ὁ Χριστὸς ἐπιθυμεῖ νὰ μὴν ἀφήσει κάποιον μέσα στὴν ἀμφιβολία καὶ τὴ σύγχυση. Ἐπιθυμεῖ νὰ ξεκαθαρίσει τὰ πράγματα.

Γι᾿ αὐτὴ τὴ δεύτερη ἐμφάνιση τοῦ Χριστοῦ στοὺς Μαθητὲς καὶ τὸν Θωμᾶ, ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης θὰ σημειώνει στὸ σημερινὸ Εὐάγγελιό του, τὰ ἀκόλουθα: «Καὶ ὕστερα ἀπὸ ὀκτὼ ἡμέρες, ποὺ ἦταν πάλι οἱ μαθητὲς μέσα στὸ σπίτι καὶ μαζί τους κι ὁ Θωμᾶς, ξαναμπῆκε ὁ Χριστὸς, ἐνῶ οἱ πόρτες ἦταν κλειστὲς καὶ στάθηκε ἀνάμεσά τους κι εἶπε· Εἰρήνη ὑμῖν. Καὶ ὕστερα λέγει στὸ Θωμᾶ· Ἀκούμπησε ἐδῶ τὸ δάκτυλό σου καὶ δὲς τὰ χέρια μου καὶ φέρε τὸ χέρι σου στὸ πλευρό μου καὶ μὴ γίνεσαι ἄπιστος ἀλλὰ πιστός».

Μιὰ παρουσία θεϊκῆς συγκαταβάσεως. Καὶ μιὰ πράξη ἀγάπης πρὸς τὸν Μαθητή, ποὺ ζητεῖ νὰ ἰδεῖ καὶ νὰ ψηλαφήσει τὸ Διδάσκαλο. Ἐπειδὴ ὁ Χριστὸς ἀγαπᾶ τὸν Μαθητή του, ὅπως ἄλλωστε καὶ ὅλους τοὺς ἄλλους, καὶ θέλει νὰ τὸν διασώσει ἀπὸ τὶς ἀμφιβολίες του. Γιατὶ ὁ Χριστὸς δὲν ἀξιώνει ἀγάπη, ἀλλὰ τὴ δωρίζει ὁ ἴδιος σὲ κάθε ἄνθρωπο ποὺ θὰ τὸν ἀναζητήσει.

Ὁ ἀπόστολος Θωμᾶς ἀναζητεῖ καὶ ἐπιδιώκει νὰ ἰδεῖ, ὅσα καὶ οἱ ἄλλοι Μαθητὲς εἶδαν. Γι᾿ αὐτὸ ἐνσαρκώνει τὴν καλοπροαίρετη ἀναζήτηση κι ὑπογραμμίζει τὴν ἀνάγκη τῆς ἀνθρώπινης ἱκανοποίησης. Νὰ ἰδεῖ, ν᾿ ἀκούσει καὶ ἴσως νὰ ψηλαφίσει τὸ Διδάσκαλο.

Καὶ ὁ Χριστὸς ἱκανοποιεῖ τὶς ἐπιθυμίες του, ἀποδεικνύοντας σ᾿ αὐτόν, πὼς δὲν ὑστερεῖ τῶν ἄλλων. Μήτε ἐκλαμβάνεται ὡς κατώτερος, μὰ εἶναι κι αὐτὸς Ἀπόστολος καὶ Μαθητής Του. Γι᾿ σὐτὸ πρέπει νὰ εἶναι εὐτυχὴς καὶ νὰ αἰσθάνεται τὸν ἑαυτόν του ὡς τὸν εὐλογημένο τοῦ Θεοῦ.

Ἡ ἀντίδραση δὲ τοῦ ἀποστόλου Θωμᾶ σηματοδοτεῖ ἕναν ἐσωτερικὸ συγκλονισμό. Ἕνα ξέσπασμα πίστεως καὶ ἀγάπης πρὸς τὸ Διδάσκαλο καὶ μιὰ ὁμολογία τῆς θεότητας τοῦ Χριστοῦ. «Καὶ ἀποκρίθηκεν ὁ Θωμᾶς καὶ τοῦ εἶπε· Σὺ εἶσαι ὁ Κύριος μου καὶ ὁ Θεός μου».

Σχετικὰ μ᾿ αὐτὴ τὴν ὁμολογία, ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, θὰ γράφει: «Γιατὶ ὄχι ἁπλῶς εἶπε ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου... ἀλλὰ ἕνα Κύριο τὸν αὐτὸν καὶ Θεὸ, ποὺ γεννήθηκε κατὰ τὴν αὐτὴ φύση ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ Θεό». Δηλαδὴ, ὄχι ὅμοιον μὲ τὸν Πατέρα, μὰ ὁ αὐτὸς ὡς πρὸς τὴν φύση. Θεὸς ὁ Πατέρας, Θεὸς καὶ ὁ Χριστός. Ἡ αὐτὴ θεϊκὴ φύση στὸν Πατέρα. ἡ αὐτὴ θεϊκὴ φύση καὶ στὸν Υἱό, τὸν Χριστό. Γι᾿ αὐτὸ ἀποκαλοῦμε τὸν Χριστὸ ὁμοούσιο μὲ τὸν Πατέρα, ὅπως ἄλλωστε διατυπώνεται καὶ στὸ Σύμβολο τῆς πίστεώς μας.

Ὁ Χριστὸς δέ, ἀποκαλύπτοντας τὸν ἑαυτόν Του στοὺς καλοπροαίρετους καὶ ἄδολους ἀνθρώπους, τονίζει τὸ γεγονὸς πὼς μιὰ γνήσια, ἁπλὴ καὶ ἀληθινὴ ὕπαρξη, μπορεῖ νὰ μεταβληθεῖ σὲ δοχέα τῆς χάριτός Του.

Νὰ αἰσθανθεῖ τὸν συγκλονισμὸ πὼς ὁ Χριστὸς τὸν ἀποδέχεται καὶ συνομιλεῖ μαζί του. Καὶ βιώνοντας αὐτὸν τὸν συγκλονισμὸ καὶ αἰσθανόμενος τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ δίπλα του, ἀνακράζει μὲ ἱερὸ δέος, ἀλλὰ θερμὴ πίστη: «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου».

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι πιὰ ἕνα ἱστορικὸ γεγονός. Μὲ μάρτυρες τοὺς ἴδιους τοὺς Μαθητὲς, ποὺ βίωσαν ἐπανειλημμένες φορὲς τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ. Μίλησαν μαζί Του· περπάτησαν δίπλα-δίπλα· ἔφαγαν Πῆραν τέλος ὡς δῶρο τὴν εἰρήνη Του.

Ὅπως καὶ ὁ ἀπόστολος Θωμᾶς, ποὺ σήμερα ξαναθυμώμαστε τὴν ἐπιθυμία του νὰ ἰδεῖ τὸν Χριστό. Νὰ συνομιλήσει μαζί Του· νὰ τὸν ἐγγίξει· νὰ τὸν ὁμολογήσει. Καὶ ὁ Χριστὸς τοῦ τὰ ἔδωσε ὅλα. Ἔτσι γιὰ νὰ αἰσθανθεῖ καὶ πάλι ὅπως πρῶτα Μαθητὴς καὶ Ἀπόστολος τοῦ Εὐαγγελίου Του.

Ἐμεῖς σήμερα ζοῦμε μέσα στὴν Ἀναστάσιμη περίοδο, λέμε καὶ ψάλλουμε τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη». Γνωρίζουμε ὅμως πῶς ἀποτελοῦμε τοὺς μάρτυρες καὶ τοὺς ὁμολογητὲς τῆς Ἀναστάσεώς Του. Καὶ καλούμαστε νὰ βιώσουμε ἐτοῦτο τὸ γεγονὸς ὡς ἐσωτερικὸ συγκλονισμὸ καὶ ὡς ὁμολογία στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Μὲ τὴν πίστη πὼς Αὐτὸς εἶναι ὁ Κύριός μας καὶ ὁ Θεός μας.

Ἀρχιμ. Ν.Π.





ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΑΠΡΙΛΙΟΥ

16 Ἀπριλίου 2006
Κυριακή τῶν Βαΐων
(Ἰω. ιβ΄ 1-18)



Κυριακὴ τῶν Βαΐων σήμερα καὶ ὁ Χριστὸς εἰσέρχεται στὴν πόλη τῶν Ἱεροσολύμων μετὰ βαΐων καὶ φοινίκων. Ἐπευφημεῖται ἀπ᾿ αὐτοὺς ποὺ βγῆκαν ἀπὸ τὴν πόλη γιὰ νὰ τὸν ὑποδεχθοῦν.

Ποιοί ἦταν ὅμως αὐτοί; Μήπως οἱ ἄρχοντες καὶ οἱ τῆς ἀνωτέρας τάξεως κάτοικοι τῆς πόλεως; Μήπως οἱ μεγάλοι καὶ οἱ τρανοὶ τῆς ἐποχῆς αὐτῆς; Ποιοί ἦσαν; Μὰ ὁ ἴδιος ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης θὰ μᾶς δώσει τὴν ἀπάντηση: «ὁ πολὺς λαός, ὁ ὁποῖος εἶχεν ἔλθει εἰς τὴν ἑορτήν». Καὶ αὐτὸς ὁ λαός, κρατώντας στὰ «χέρια τους κλαδιὰ ἀπὸ χουρμαδιές, ποὺ ἦσαν κατὰ μῆκος τοῦ δρόμου, ἐβγῆκε ἀπὸ τὴν πόλη διὰ νὰ ὑποδεχθεῖ καὶ φώναζε δυνατά. Δόξα καὶ τιμὴ εἰς αὐτὸν ποὺ ὑποδεχόμαστε...»

Οἱ φοίνικες δὲ ποὺ κρατοῦσε ὁ λαός, συμβολίζουν τὴν νίκη τοῦ Χριστοῦ ἐνάντια στὸ θάνατο καὶ προμηνύουν τὴν Ἀνάστασή Του. Θὰ σημειώνει σχετικὰ ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, «εὐπειθέστεροι λοιπὸν οἱ ἄλλοι καὶ ὑπακούοντες στὸ μεγάλο σημεῖο, προϋπάντησαν τὸν Χριστὸ ὑμνοῦντες Αὐτὸν ὡς τὸν νικητὴν τοῦ θανάτου μετὰ βαΐων».

Ἔτσι μὲ τὸν ἁπλὸ καὶ πρόχειρο αὐτὸ τρόπο, ὁ λαὸς ἐκδήλωσε τὸν σεβασμὸ καὶ τὴν ἀναγνώρισή του πρὸς τὸν Χριστό. Μὲ θερμότητα καὶ ἐνθουσιασμὸ ἀποτελοῦσαν τὴν συνοδεία τοῦ Χριστοῦ πρὸς τὴ θυσία Του. Μὰ καὶ συνοδεία νίκης καὶ θριάμβου γιὰ τὴν Ἀνάστασή Του.

«Δόξα καὶ τιμὴ σ᾿ αὐτὸν ποὺ ὑποδεχόμαστε· εὐλογημένος καὶ δοξασμένος νὰ εἶναι αὐτὸς ποὺ ἔρχεται ἀπεσταλμένος ἀπὸ τὸν Κύριο ὡς ἀντιπρόσωπός του...» θὰ τονίζει ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης καὶ θὰ περιγράφει μέσα σ᾿ αὐτὲς τὶς γραμμὲς τὸν ἐνθουσιασμὸ τοῦ πλήθους.

Ἐτοῦτος ὁ λαὸς μὲ θερμότητα καὶ ἐνθουσιασμὸ ἐπευφημεῖ σήμερα τὸ Διδάσκαλο. Ζητωκραυγάζει τὸν Χριστὸ ὡς βασιλέα ἐπίγειο καὶ ἄρχοντά του. Τὸν ἀποκαλεῖ εὐλογημένο καὶ ἀπεσταλμένο τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ τὸν Μεσσία. «Καὶ τῷ εἰπεῖν δὲ ἐν ὀνόματι Κυρίου, ταὐτὸ τοῦτο ἐμφαίνουσι, τὸν ἀληθινὸν Θεὸν αὐτὸν εἶναι». Καὶ στρώνει τὰ ἱμάτιά του γιὰ νὰ διαβεῖ.

Καὶ ὅλ᾿ αὐτὰ ἴσαμε ἐδῶ καλά. Καὶ ἐπαινετὰ καὶ πρεπούμενα. Γιατὶ αὔριο, σὲ λίγες ἡμέρες, ὁ ἴδιος ὁ λαὸς θὰ ἀποδοκιμάζει τὸ Διδάσκαλο. Θὰ τὸν ἀποδιώχνει ἀπὸ τὴ ζωή του καὶ θὰ τὸν παραδίδει στὸ θάνατο. Αὐτὸν τὸν εὐεργέτη, τὸν τίμιο καὶ ἀληθινό! Τὸν σωτῆρα!

Πῶς μεταβάλλεται καὶ πόσο ἀλλάζει ὁ λαός; Κατευθύνεται ἐπιπόλαια καὶ ἀξιολογεῖ ἐπιφανειακὰ τὰ πρόσωπα καὶ τὰ πράγματα. Θαυμάζει καὶ ἐνθουσιάζεται ἀπὸ θαυμαστὰ γεγονότα. Καὶ σύρεται πίσω ἀπὸ τὸ φόβο καὶ τὴ δύναμη τῶν πραγμάτων.

Γι᾿ αὐτὸ παρασυρόμενος ζητεῖ τὸ θάνατο τοῦ Χριστοῦ καὶ κράζει «σταυρωθήτω». Ἡ πρώτη ἐπευφημία ξεχάστηκε. Οἱ ζητωκραυγὲς γιὰ τὸν εὐλογημένο, πετάχθηκαν στὴν ἄκρη. Τώρα «σταυρωθήτω».

Καὶ ὅλ᾿ αὐτὰ γιατί; Διότι ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ γιὰ κάποιους εἶναι ἐνοχλητική. Εἶναι οἱ ἄρχοντες, οἱ μεγάλοι καὶ οἱ ἰσχυροί. Καὶ ἀμέσως ἔβαλαν σὲ ἐνέργεια τὸ πονηρὸ σχεδιό τους. Μὲ δημαγωγικὸ καὶ ὑποκριτικὸ τρόπο ἔπεισαν τὸν λαὸ γιὰ τὸν «κίνδυνο» τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ.

Ὁ λαὸς δὲ «ὁ μὴ γνωρίζων» παρασύρεται ἀπ᾿ αὐτούς. Ἀπεμπολεῖ τὰ θαυμαστὰ ἔργα τοῦ Χριστοῦ. Ξεχνάει τὸν σωτήριο λόγο τοῦ Διδασκάλου. Κλείνει τὰ μάτια του στὰ θαύματα καὶ τὶς ἰατρικὲς ἐπεμβάσεις Του. Καὶ δὲν ἀκούει πλέον τὶς δικὲς του ζητωκραυγές.

Καὶ τελικά, αὐτὸ ποὺ προκύπτει εἶναι ὅτι οἱ περισσότεροι στέκονται ἐνάντια στὸν Χριστό. Καὶ οἱ λιγότεροι κοντά Του. Οἱ περισσότεροι, συνειδητὰ ἢ ἀσυνείδητα ζητοῦν τὴ θανάτωσή Του. Δίχως καλὰ-καλὰ νὰ γνωρίζουν τὸ γιατί. Ἔτσι ἁπλά, ἐπειδὴ τοὺς τὸ εἶπαν οἱ ἄρχοντες καὶ οἱ διδάσκαλοί τους.

Ὁ λαὸς, ποὺ αἰσθάνεται ἀδύναμος καὶ ἀπροστάτευτος, ἀκολουθεῖ τοὺς ἄρχοντες καὶ ἰσχυρούς. Ἐπιθυμεῖ νὰ τἄχει καλὰ μαζί τους. Γιατὶ ποθεῖ μὲν τὸ δίκαιο καὶ τὴν ἀλήθεια, μὰ δὲν γνωρίζει δὲ πῶς καὶ ποῦ θὰ τὰ βρεῖ.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἂν εἴμαστε μ᾿ αὐτούς, δηλαδὴ τοὺς πολλοὺς, ποὺ ζητωκραυγάζουν καὶ ἐπευφημοῦν. Ἂν μόνο κραδένουμε τὰ βαΐα καὶ τὰ σύουμε θριαμβευτικά. Δὲν ἔχουμε καταλάβει πὼς ὁ Χριστὸς δὲν ψάχνει νὰ βρεῖ κειροκροτητὲς καὶ φωνασκοῦντες τῆς στιγμῆς. Θορυβοῦντες ἐπιπολαίως καὶ παρασυρομένους ἀνοήτως.

Ψάχνει νὰ βρεῖ αὐτοὺς ποὺ μὲ θέληση, θὰ Τὸν ἀκολουθήσουν πιστὰ καὶ στὶς χαρές, μὰ καὶ στὸ πάθος Του. Αὐτοὺς ποὺ θὰ συνταυτιστοῦν μὲ τὸ θάνατό Του καὶ θὰ γευτοῦν τὶς χαρὲς τῆς Ἀνάστασεώς Του.

Ἐκείνους, ποὺ θὰ ὁμολογήσουν μαζὶ μὲ τὸν ἀπόστολο Πέτρο, «Κύριε πρὸς ποῖον ἄλλον διδάσκαλο νὰ ἀπέλθουμε . Ἐσὺ ἔχεις λόγια ποὺ μεταδίδουν ζωὴ τὴν αἰώνιο!»

Ἀρχιμ. Ν.Π.





ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΑΠΡΙΛΙΟΥ

9 Ἀπριλίου 2006
Κυριακή Ε΄ Νηστειῶν
(Μάρκ. ι΄ 32-45)



Θὰ μπορέσουν ποτὲ οἱ ἄνθρωποι νὰ συνεννοηθοῦν μὲ τὸν Χριστό; Θὰ μπορέσουν νὰ καταλάβουν τὶ ὁ Χριστὸς τοὺς λέγει καὶ τὶ τοὺς ζητεῖ; Γιατὶ ἄλλα λέγει Αὐτός, ἄλλα πράγματα ζητεῖ καὶ ἄλλα καταλαβαίνουν οἱ ἄνθρωποι.

Ἐπειδὴ ὁ Χριστὸς ζητεῖ νὰ ἀνυψώσει τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὰ γήϊνα καὶ ἐγκόσμια. Νὰ τοὺς δώσει τὴν εὐκαιρία συνειδητοποιήσης τῆς πεμπτουσίας τοῦ λόγου Του. Καὶ ἐκεῖνοι χάνονται στὸ ἐπίγειο περιβάλλον καὶ μετροῦν τὰ πράγματα μὲ τὰ συνηθισμένα γήϊνα μέτρα.

Αὐτὴ τὴν ἀδυναμία νὰ καταλάβουν οἱ ἄνθρωποι τὸν Χριστό, παρουσιάζει σήμερα στὸ Εὐαγγέλιο του ὁ εὐαγγελιστὴς Μάρκος. Ἐνῶ δηλαδὴ ὁ Χριστὸς προετοιμάζει τοὺς Μαθητές Του γιὰ τὰ ὀδυνηρὰ καὶ σκληρὰ γεγονότα ποὺ θὰ συμβοῦν ἐντὸς ὀλίγου χρόνου. Ἐνῶ τοὺς ὑποδεικνύει ἕνα δρόμο δυσκολιῶν καὶ παθῶν. Ἐκεῖνοι ζητοῦν πρωτεῖα καὶ «προνομιακὴ»χαριστικὴ τοποθέτηση στὰ δεξιά Του καὶ στ᾿ ἀριστερά».

«Διδάσκαλε, θέλουμε νὰ μᾶς κάνῃς ἐκεῖνο ποὺ θὰ σοῦ γυρέψουμε». Καὶ νὰ τὶ γυρεύουν οἱ Μαθητές. «Κάμε ὥστε ὁ καθένας ἀπὸ ἐμᾶς νὰ καθήσῃ στὰ δεξιὰ καὶ στ᾿ ἀριστερά Σου, ὅταν ἀνεβῆς στὴν δόξα Σου!» Δηλαδὴ οἱ Μαθητὲς Ἰάκωβος καὶ Ἰωάννης, ζητοῦν προνόμια καὶ χαριστικὲς τοποθετήσεις. Ζητοῦν δόξες καὶ τιμὲς, ὄχι ὅμως «τὴν ὥρα τοῦ πόνου, ἀλλὰ τῆς δόξης».

Ἐδῶ ξεκάθαρα προβάλλει τὸ δρᾶμα τῆς ἀσυνεννοησίας τῶν Μαθητῶν μὲ τὸν Χριστό. Καὶ δὲν ἦταν ἡ μοναδικὴ φορά. Στὰ Εὐαγγέλια πολλὲς φορὲς περιγράφεται αὐτὴ ἡ ἀσυνεννοησία. Ἐκτὸς βέβαια ἀπὸ τὰ πρωτεῖα, ἄλλοτε ἀναβάλλουν τὴν προσήλωσή τους στὸ Διδάσκαλο, προκειμένου νὰ θάψουν τοὺς νεκρούς τους. Κάποιες φορὲς ἐκφράζουν τὴν ἀπορία τους γιατὶ δὲν μποροῦν νὰ κάνουν θαύματα. Καὶ ἄλλοτε ἄλλα αἰτήματα προνομιακὰ καὶ χαριστικά.

Μπροστὰ σ᾿ αὐτὸ τὸ δρᾶμα τῆς ἀσυνεννοησίας, μιὰ λύση ὑπάρχει. Αὐτὴ ποὺ ἐπιλέγει ὁ Χριστός. Νὰ κηρύξει τὸν λόγον Του. Νὰ ἰατρεύσει τοὺς πάσχοντες. Νὰ καλέσει τοὺς ἀνθρώπους ν᾿ ἀφήσουν τὸν κόσμο τῆς φθορᾶς καὶ τῆς πτώσεως. Νὰ συνειδητοποιήσουν τὸ ἀδιέξοδο τῆς πορείας τους καὶ ν᾿ ἀλλάξουν νοοτροπία.

Γι᾿ αὐτό, ἀπευθυνόμενος πρὸς τοὺς ἀνθρώπους, αὐτοὺς ποὺ δὲν καταλαβαίνουν πολλὰ πράγματα. Ποὺ ἐξακολουθοῦν νὰ κουβαλοῦν «μαζί τους ὅλο τὸ ἁμαρτωλὸ φορτίο τῆς ἐγκόσμιας ματαιοδοξίας καὶ τῆς ἐκτυφλωτικῆς ἐγωπάθειας». Τοὺς καλεῖ νὰ ξεφορτωθοῦν τὸ ἐγκόσμιο φορτίο τῆς ἁμαρτωλῆς διαγωγῆς καὶ τὴν νοοτροπία τῆς ἐγωϊστικῆς κατεύθυνσης τῆς ζωῆς. Τότε ἡ χάρη τοῦ Χριστοῦ θὰ ἔλθει «τὰ ἀσθενῆ νὰ θεραπεύση καὶ τὰ ἐλλείποντα νὰ ἀναπληρώση».

Γιατὶ δίχως τὴ δική Του χάρη, οἱ καρδιὲς μένουν κλειστὲς καὶ ἀνύμπορες νὰ κατανοήσουν τὸν λόγον Του. Καὶ ἡ ἀσθενικὴ πίστη στὴν λαϊκής της μορφή, μένει ἀπροσδιόριστη. Δὲν ἔχει ξεκαθαρίσει, ἀφοῦ ἡ χάρη τοῦ Χριστοῦ δὲν ἔχει ἀκόμη ἀνοίξει τὸ χῶρο γιὰ νὰ εἰσέλθει τὸ φῶς τῆς ἀλήθειας. Νὰ φωτίσει καὶ νὰ λαμπρύνει τὶς καρδιές.

Μὰ σὰν εἰσέλθει στὶς καρδιὲς ἡ χάρη τοῦ Χριστοῦ, σὰν φωτίσει τὸν κόσμο τους, θ᾿ ἀνάψει τέτοια φωτιά, ποὺ θὰ εἶναι ἕτοιμη νὰ καύσει τὸ κακὸ καὶ νὰ ἀποκαθάρει τὸ τοπίο. Κι αὐτὸ εἶναι μιὰ καινούρια γέννηση, δηλαδὴ μιὰ ἀναγέννηση.

Μόνο τότε καὶ μέσω αὐτοῦ τοῦ τρόπου, μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ κατανοήσει τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ. Νὰ ἀντιληφθεῖ τὶ ὁ Χριστὸς τοῦ ζητεὶ καὶ ποιὲς εἶναι οἱ προτεραιότητες ποὺ θέτει στὴ ζωή. Καὶ ὕστερα, φωτιζόμενος ὁ ἄνθρωπος καὶ ἀναγεννημένος διὰ τῆς χάριτος τοῦ Χριστοῦ, θὰ ἀκολουθήσει τὸν κανόνα ποὺ θέτει γιὰ τὴ ζωή. «Πὼς ὅποιος θέλει μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων νὰ εἶναι πρῶτος, αὐτὸς πρέπει νὰ εἶναι ὁλονῶν δοῦλος».

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ὅποιος ἀπὸ ἐμᾶς ζητεῖ προνόμια καὶ χαριστικὲς λύσεις ἀπὸ τὸν Χριστό· ὅποιος ζητεῖ θέσεις καὶ ἀξιώματα ἐγκόσμια· ὅποιος ταύτισε τὴ ζωή του μὲ ἐπιδιώξεις γιὰ δόξες καὶ τιμές καὶ ὅποιος τέλος ἐπιθυμεῖ νὰ ὑπηρετηθεῖ ἀπὸ τοὺς ἄλλους, αὐτὸς ἔχει κάνει ἕνα σοβαρὸ λάθος. Αἰτεῖται ὅλ᾿ αὐτὰ τὰ προνόμια ἀπὸ λάθος πρόσωπο καὶ σὲ λάθος ὥρα.

Γιατὶ ὁ Χριστὸς δὲν ἦλθε γιὰ νὰ κάνει τοὺς ἀνθρώπους μεγάλους καὶ τρανούς, κατὰ πὼς ὁ κόσμος ἀξιολογεῖ. Μήτε νὰ μοιράσει θέσεις καὶ προνόμια, ὅπως ἄλλωστε ὁ κόσμος δίνει. Δὲν ἦρθε γιὰ νὰ ὑπηρετηθεῖ, ὅπως εἶχε τὸ δικαίωμα, μὰ νὰ ὑπηρετήσει. Νὰ δώσει καὶ τὴν ἴδια τὴν ζωή Του γιὰ τὸν ἄνθρωπο.

Γι᾿ αὐτὸ, ἐκεῖνος ποὺ δὲν κατάλαβε τὸν λόγον Του ὅτι, «δὲν ἦλθε γιὰ νὰ τον ὑπηρετήσουν, ἀλλὰ νὰ ὑπηρετήση καὶ νὰ δώση τὴν ψυχή του λύτρο γιὰ χάρη τῶν πολλῶν». Ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἔννοιωσε ἐτοῦτον τὸν βαρυσήμαντο λόγο Του, αὐτὸς ἔχει μείνει μακριὰ τοῦ Χριστοῦ, ὅσο μεγάλος καὶ ἰσχυρὸς καὶ ἂν εἶναι στὸν κόσμο αὐτό.

Ἀρχιμ. Ν.Π.





ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΑΠΡΙΛΙΟΥ

2 Ἀπριλίου 2006
Κυριακή Δ΄ Νηστειῶν
(Μάρκ. θ΄ 17-31)



Ὁ πατέρας τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου μὲ πόνο, πατρικὸ πόνο, φέρνει τὸν υἱόν του, ποὺ ταλαιπωρεῖται ἀπὸ δαιμονικὸ πνεῦμα στὸν Χριστό. Ἀκουμπάει ὅμως μὲ δισταγμὸ τὴν ἐλπίδα του σ᾿ Αὐτόν, ἀφοῦ μήτε οἱ μαθητές Του μπόρεσαν νὰ τὸν βοηθήσουν. Θὰ μπορέσει λοιπὸν ὁ Διδάσκαλος νὰ τὸν βοηθήσει;

Γι᾿ αὐτὸ ἀμφιβάλλοντας, ἐκφράζει τὴν παράκλησή του: «Ἂν μπορεῖς νὰ κάνεις κάτι γι᾿ αὐτόν, λυπήσου μας καὶ βοήθησέ μας». Ἐτοῦτος ὁ πατέρας βρίσκεται σὲ δύσκολη κατάσταση. Ἔχει ἀνάγκη νὰ βοηθηθεῖ καὶ νὰ στηριχθεῖ.

Ἔτσι, νὰ ἐκδιώξει ἀπὸ μέσα του τὴν ἀμφιβολία καὶ τοὺς δισταγμούς του. Νὰ γεμίσει κατόπιν τὴν ὕπαρξή του μὲ πεποίθηση καὶ νὰ πιστεύσει πὼς ὁ Χριστὸς βρίσκεται ἐκεῖ γιὰ νὰ τὸν βοηθήσει καὶ νὰ τοῦ δώσει αὐτὸ ποὺ ζητεῖ.
«Καὶ ὁ Χριστὸς τοῦ εἶπε τοῦτο. Ἂν μπορεῖς νὰ πιστέψεις, ὅλα εἶναι δυνατὰ σὲ ἐκεῖνον ποὺ πιστεύει».

Ὁ πατέρας θέλει νὰ πιστεύσει· μὰ πῶς; Μὲ ποιό τρόπο; Πῶς μπορεῖ μιὰ ἀμφιβολία ἢ τὸ χειρότερο, μιὰ ἀπιστία, νὰ μεταβληθεῖ σὲ θερμὴ πίστη; Πῶς ἐτοῦτο τὸ γεγονὸς γίνεται κατορθωτό; Φθάνει μονάχα ἡ καλὴ πρόθεση καὶ ἡ βούληση τοῦ ἀνθρώπου; Γιατὶ αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν ἔχει ὁ πατέρας. Ὁ ἴδιος ἄλλωστε τὸ ὁμολογεῖ. «Πιστεύω Κύριε, βοήθησέ με νὰ νικήσω τὴν ἀπιστία μου».

Καὶ τότε τὴν καλὴ πρόθεση καὶ τὴ βούληση τοῦ ἀνθρώπου νὰ πιστεύσει, ἔρχεται ἡ χάρη τοῦ Χριστοῦ καὶ δίνει τὸ ἀποτέλεσμα. Ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχει ἀνθρώπινη ἀδυναμία καὶ μικρότητα, ἡ χάρη τοῦ Χριστοῦ, τὸ μετατρέπει σὲ δυνατότητα καὶ μεγαλειότητα.

Ἔτσι, αὐτὴ ἡ χορηγία τῆς Χάριτος τοῦ Χριστοῦ, ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα νὰ μεταβάλει τὰ πράγματα. Τὴν θλίψη καὶ τὸν πόνο, σὲ χαρὰ καὶ ἐγκαρτέρηση. Τὴν ἀδυναμία καὶ ἁμαρτολότητα, σὲ δύναμη καὶ ἁγιότητα. Τὴν ἀγριότητα καὶ τὴν ἐχθρότητα, σὲ γαλήνη καὶ φιλικὴ κατάσταση. Τὸν φόβο καὶ τὴν ντροπή, σὲ οἰκειότητα καὶ παρρησία.

Γι᾿ αὐτὸ καὶ στὴν ὁμολογία τοῦ πατέρα ὅτι πιστεύει καὶ ζητεῖ τὴ θεϊκὴ προστασία καὶ βοήθεια, ὁ Χριστὸς φέρνει τὸ θαυμαστὸ ἀποτέλεσμα. ἔρχεται νὰ δώσει τὴ βέβαιη ἐλπίδα καὶ νὰ ἀποδιώξει τὶς ἀμφιβολίες του.

«Ὁ Χριστὸς τότε κράτησε ἀπὸ τὸ χέρι τὸν υἱὸ τοῦ πατέρα, τὸν σήκωσε καὶ ἐκεῖνος στάθηκε ὄρθιος». Αὐτὰ καταγράφονται στὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Μάρκου. Καὶ ἀποτελοῦν τὴν ἀπάντηση τοῦ Χριστοῦ.

Θεϊκὴ ἀπάντηση! Σωτήρια γιὰ τὸν ἄνθρωπο! Καὶ μοναδική! Ἐπειδὴ ὁ Χριστὸς ἐνεργεῖ πάντοτε πρὸς τὸ ἀνθρώπινο συμφέρον. Καὶ ποτὲ ἐνάντια. Γι᾿ αὐτὸ ὁ ἄνθρωπος ὀφείλει νὰ Τοῦ ἔχει ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη.

Καὶ ὀφείλει νὰ ἐναποθέτει ὅλα του τὰ προβλήματα σ᾿ Αὐτόν. Ὁ Χριστὸς γνωρίζει ἄλλωστε ποιὲς εἶναι οἱ ἀνάγκες μας καὶ τὶ χρειαζόμαστε στὴ ζωή. Γνωρίζει δὲ ἰδιαιτέρως ποιὲς προτεραιότητες πρέπει νὰ βάζουμε στὴν καθημερινότητά μας καὶ πὼς ἀξιολογοῦνται. Δηλαδὴ ποιὰ πηγαίνει πρώτη καὶ ποιὰ δεύτερη. Καὶ γνωρίζει ἀκόμη ποὺ πρέπει νὰ πέσει τὸ μεγαλύτεροπ βάρος καὶ ποιὰ ἀνάγκη μας ἀξίζει περισσότερο.

Ἐμεῖς στὴν καθημερινότητά μας μπερδεύουμε ἐτοῦτα τὰ πράγματα. Δὲν κυριαρχοῦμε, μήτε ἀξιολογοῦμε τὶς ἀνάγκες καὶ ἀξίες τῆς ζωῆς ὅπως πρέπει, γι᾿ αὐτὸ καὶ δὲν βρίσκουμε τὴν ἰσορροπία ἐντός μας. Ἡ ἔλλειψη δὲ τῆς ἰσορροπίας, φέρνει ἀναστάτωση ὑπαρξιακή.

Ἐνῶ ἡ ὕπαρξη τῆς ἰσορροπίας στὴ ζωή, ἐκφράζει τὸ γεγονὸς τῆς σωστῆς ἀξιολόγησης τῶν ἀναγκῶν καὶ ἀξιῶν. Πρῶτον τῶν πνευματικῶν καὶ ὅ,τι συγκροτεῖ τὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη σὲ σχέση μὲ τὸ Θεό. Καὶ τὸ δεύτερο τῶν ὑλικῶν, ποὺ συνθέτουν τὰ ἐγκόσμια πράγματα τοῦ βίου μας.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ὁ πατέρας τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου, ζεῖ τὸ δρᾶμα του. Καὶ ὅλοι τὸν συμπονοῦμε. Γι᾿ αὐτὸ μᾶς εἶνα πολὺ συμπαθής. Μέσα δὲ στὸν πόνο του, ποὺ τὸν ὁδηγεῖ στὴν ἀμφιβολία καὶ τὴν ἀπιστία, ὑπάρχει ἐλπίδα. Καὶ θέλει νὰ πιστεύσει σ᾿ αὐτήν. Ζητεῖ τὴ θεϊκὴ βοήθεια γιὰ νὰ στηρίξει τὴν ἐλπίδα του. Καὶ τὴν βρίσκει στὸν Χριστὸ μαζὶ μὲ τὴ θεραπεία τοῦ υἱοῦ του.

Ὁ καθένας μας, ποὺ περνάει μέσα ἀπὸ τὸν πόνο καὶ τὴ θλίψη, τὸ θάνατο καὶ τὴ δυστυχία, τὴν φτώχεια καὶ τὴν ἐγκατάλειψη, τὸν παραγκωνισμὸ καὶ τὴν ἀπαξίωση. Ποὺ ζητεῖ τὴν ἐλπίδα! Καὶ θέλει νὰ πιστεύσει στὸ Θεὸ καὶ νὰ ἐμπιστευθεῖ τοὺς ἀνθρώπους. Ποὺ θέλει νὰ στηριχθεῖ σὲ στέραιο στήριγμα καὶ ν᾿ ἀκουμπήσει μὲ σιγουριὰ ἐπάνω του.

Αὐτὸς, ἕνα μονάχα τρόπο ἔχει, νὰ ἐμπιστευθεῖ τὸν ἑαυτόν του καὶ νὰ πιστέψει στὸν Χριστό. Ἔτσι, τὸ «θέλει» τὸ δικό του, θὰ ἀνταμωθεῖ μὲ τὸ «θέλει» τοῦ Χριστοῦ. Ἀφοῦ καὶ ὁ Ἕνας καὶ ὁ ἄλλος ἐπιθυμοῦν αὐτὴ τὴν συνύπαρξη.

Γιατὶ μόνο αὐτὸ εὐχαριστεῖ τὸν Χριστό, τὸ «θέλει» Του, τὸ νὰ δίνει, νὰ προσφέρει. Καὶ μόνο αὐτὸ ἱκανοποιεῖ τὸν ἄνθρωπο, τὸ «θέλει» του, τὸ νὰ παίρνει καὶ νὰ ἀποδέχεται.

Ἀρχιμ. Ν.Π.





ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΜΑΪΟΥ

28 Μαΐου 2006
Κυριακή τοῦ Τυφλοῦ
(Ἰω. θ΄ 1-38)



Ὁ Χριστὸς στὴ θεραπεία τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου, ἐπιδιώκει μὲ τὴν ἐπέμβαση αὐτὴ νὰ ἐπικεντρώσει τὴν προσοχὴ τῶν ἀνθρώπων, ὄχι τόσο στὴ μυστηριώδη αἰτία τῆς τυφλώσεως, μὰ στὴν σκοπιμότητά της. Πῶς καὶ γιατί ἐπετράπει αὐτὴ ἡ ἀσθένεια στὸν ἄνθρωπο; Ἀσφαλῶς πρέπει νὰ ὑπάρχει κάποιος σκοπός. Καὶ ὁ σκοπὸς αὐτὸς νὰ ἀποκομίζει σωτηριώδη ἀποτελέσματα.

Σὲ ὅλα τὰ ἔργα τοῦ Χριστοῦ βρίσκουμε ἕναν σκοπό. Ποιὸς εἶναι αὐτὸς ὁ σκοπός; Μὰ ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἡ διάσωση τῆς ὑπάρξεώς του. Γιατὶ τὰ ἔργα αὐτοῦ εἶναι «ἐγκεκρυμένα μόνο στὴ θεία καὶ ἄφραστη βουλή Του».
«Γιατὶ εἶναι δυνατὸν καὶ ἀπὸ αὐτὸ τὸ πάθημα νὰ δοξάζεται ὁ Θεός. Ὅταν λοιπὸν ὁ ἀσθενὴς μὲ τὶς ἐνέργειες τοῦ ἰατροῦ θεραπευθεῖ ἀπὸ τὴν ἀσθένεια ποὺ ἐνέκυψε πάνω του, τότε ποιὸς δὲ θὰ θαυμάσει τὸν ἰατρό;», κατὰ τὸν ἅγιο Κύριλλο Ἀλεξανδρείας.

Ἡ θεραπεία λοιπὸν τοῦ τυφλοῦ εἶναι ἡ ὀρατὴ φανέρωση τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ. Πραγματώνεται δὲ μὲ τὴν ἐγκόσμια παρουσία τοῦ Χριστοῦ, «ὁ ὁποῖος ἀπεστάλη γιὰ νὰ φωτίσει τὸν κόσμο, ποὺ κατέκειτο σκεπασμένος νεκρὸς στὰ σκοτάδια τῆς πλάνης καὶ τῆς ἁμαρτίας».

Τὰ ἔργα τοῦ Χριστοῦ ἔχουν ἕνα διπλὸ σκοπό. Πρῶτο, περιλαμβάνουν τὴ θεραπεία τοῦ τυφλοῦ, μὰ καὶ κάθε ἀσθενοῦς ἢ ἔχοντος ἀνάγκη, ὁ ὁποῖος προστρέχει στὸ Χριστό. Καὶ δεύτερο, περιλαμβάνουν τὸν πνευματικὸ φωτισμὸ καὶ τὴν σωτηρία τοῦ τυφλοῦ μὰ καὶ κάθε ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος θὰ ἀναζητεῖ τὴ διάσωση τῆς ὑπάρξεώς του.

Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ δὲ ὁ πόνος, ἡ ἀσθένεια, ὁ θάνατος, ἔχουν καὶ παιδαγωγικὸ σκοπὸ γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Γίνονται πρόξενοι αὐτογνωσίας καὶ αἴτησης συγγνώμης. Καὶ μέσω ἀυτῶν τῶν σωτηρίων καταστάσεων, ὁ ἄνθρωπος συναντᾶ τὸ Θεό. Φωτίζεται πνευματικά, ἐνδυναμώνεται μὲ ὑπομονὴ καὶ ἐγκαρτέρηση καὶ τελικὰ ἀναγεννᾶται.

Ὁ τυφλὸς τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου, μὲ τὴν πρόσκαιρη τύφλωσή του, γίνεται δέκτης τοῦ ὑλικοῦ καὶ πνευματικοῦ φωτός. Ὑποδέχθηκε τὴ θεία φώτιση καὶ φωτίστηκε ὁλόκληρη ἡ ὕπαρξή του. Φθάνοντας τελικὰ στὴν ὁλόθερμη, μὲ παρρησία, ὁμολογία του: «Πιστεύω Κύριε, καὶ τὸν προσκύνησε ὡς Υἱὸ τοῦ Θεοῦ καὶ Κύριο».

Γι᾿ αὐτὸ ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος θὰ διερωτᾶται ἂν πράγματι ὁ τυφλὸς ἔπαθε κάτι ἄδικο. Στερήθηκε βεβαίως τὴν ὄρασή του, μὰ ὁ Χριστὸς ὄχι μόνο τοῦ δίδει τὸ φῶς γιὰ νὰ ἰδεῖ τὸν κόσμο καὶ νὰ συναναστρέφεται μὲ τοὺς ἀνθρώπους. Μὰ κυρίως τοῦ δίδει τὸ φῶς τῆς ψυχῆς γιατὶ ἔτσι γνώρισε τὸν Χριστὸ καὶ Τὸν ὁμολόγησε.

«Ἀδικήθηκε δηλαδὴ ὁ ἄνθρωπος στερούμενος τοῦ φωτὸς γιὰ νὰ φανερωθοῦν τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ; Ἀλλὰ ποιά ἀδικία ἔπαθε ἄνθρωπε; Τὴν στέρηση τοῦ φωτός. Καὶ ποιὰ βλάβη προέκυψε ἀπὸ τὴν στέρηση τοῦ φωτός; Τοὐναντίον γιατὶ μᾶλλον εὐεργετήθηκε. Πῶς εὐεργετήθηκε;Διότι μὲ τὴ σωματικὴ ὅραση φωτίσθηκαν καὶ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς του. Ὥστε ἦταν πρὸς τὸ καλό του αὐτὴ ἡ τύφλωση. Γιατί μὲ τὴν γιατρειά του ἦλθε καὶ ἡ ἐπίγνωση τοῦ ἀληθινοῦ Ἠλίου, τοῦ Χριστοῦ».

Ὁ Θεὸς λοιπὸν ἔχει ἀπεριόριστη κυριαρχία ἐπάνω σ᾿ ὅλα τὰ πλάσματά του καὶ μπορεῖ νὰ τὰ χρησιμοποιεῖ κατὰ πὼς Αὐτὸς κρίνει μὲ τὴ σοφία, τὴν ἀγαθότητά, τὴν ἀγάπη Του. Καλεῖ δὲ τοὺς ἀνθρώπους νὰ δοξολογοῦν τὸ ὄνομά Του, ὄχι φυσικὰ γιατὶ τὸ ἔχει ἀνάγκη, ἀλλά «ἐὰν ὁ Θεὸς δοξάζεται εἴτε δι᾿ ἡμῶν εἴτε ἐν ἡμῖν, δὲν δημιουργηθήκαμε, μήτε ὑπάρχουμε ἐπὶ ματαίῳ».

Ἔτσι, ἐτοῦτος ὁ τυφλός, ποὺ δὲν ἁμάρτησε οὔτε αὐτὸς, οὔτε οἱ γονεῖς του, φανερώνεται ὡς ὅργανο τοῦ σκοποῦ τοῦ Θεοῦ. Προορίζεται νὰ δείξει στὸν κόσμο τὰ θαυμαστὰ ἔργα τοῦ Δημιουργοῦ. Νὰ τοὺς πεῖ μὲ ἁπλὰ λόγια τὶ εἶναι καὶ τὶ δὲν εἶναι τὸ γεγονὸς νὰ βλέπεις.

Κι ἀκόμη ποιοὶ εἶναι αὐτοὶ ποὺ βλέπουν ἢ κάνουν πὼς βλέπουν κι αὐτοὶ ποὺ δὲν βλέπουν, ἐνῶ μπορεῖ νὰ βλέπουν καλύτερα ἀπὸ τοὺς ἄλλους. «Καὶ νὰ ὑψώση τὸ θαῦμα στὴν ἀνώτερη στάθμη τῆς κρίσεως, ποὺ ἀληθινὰ χωρίζει τοὺς ἀνθρώπους σ᾿ ἀνθρώπους μ᾿ ἀνοιχτὰ τὰ μάτια καὶ σ᾿ ἀνθρώπους μὲ κλειστὰ τὰ μάτια».

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ὁ τυφλὸς ἀποτελεῖ τὸ ὄργανο τοῦ Θεοῦ, ὅπως καὶ πιὸ πάνω τονίσαμε. Γιὰ νὰ φανοῦν τὰ θαυμαστὰ ἔργα Του. Καὶ τελικὰ αὐτὸς ὁ τυφλὸς γίνεται διδάσκαλος τοῦ δικαίου, τοῦ ἀληθινοῦ. Διακηρύσσει τὴν ἀλήθεια, ὑποστηρίζει τὸ δίκαιο, ἐκφράζει μὲ παρρησία τὴν ὁμολογία του πρὸς τὸν Χριστὸ ὡς Κύριο του καὶ Τὸν προσκυνάει ὡς Θεό.

Ἐμεῖς σήμερα, ποὺ λέμε πὼς βλέπουμε· ἐμεῖς οἱ ἀνοιχτομάτηδες αὐτοῦ τοῦ κόσμου, μήπως πρέπει νὰ προσέξουμε ἰδιαιτέρως τὸν τυφλὸ τοῦ Εὐαγγελίου; Μήπως πρέπει νὰ στρέψουμε γιὰ νὰ δοῦμε τὴν πραγματικὴ ἀλήθεια τῶν πραγμάτων; Αὐτὴν τὴν ἀλήθεια, ποὺ ἔβλεπε ὁ τυφλός, ἐνῶ οἱ ἄλλοι τὴν ἀγνοοῦσαν;

Πράγματι ἔφθασε ἡ ὥρα νὰ γνωρίσουμε τὴν ἀλήθεια, ποὺ εἶναι ὁ Χριστός. Εἶναι ἡ ὥρα ν᾿ ἀνοίξουμε τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μας γιὰ νὰ φωτίσουμε τὴν ὕπαρξή μας. Καὶ νὰ ὁμολογήσουμε πὼς πιστεύουμε στὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ, ποὺ παρέχει τὴν πραγματικὴ ἀναγέννηση.

Ἀρχιμ. Ν.Π.





ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΜΑΪΟΥ

21 Μαΐου 2006
Κυριακή τῆς Σαμαρείτιδος
(Ἰω. δ΄ 5-42)




Εἶναι ἀπὸ τὶς ἐλάχιστες φορὲς ποὺ ὁ Χριστὸς ζητεῖ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο κάποιο ὑλικὸ ἀγαθό. Ὅπως σ᾿ αὐτὴ τὴν συνάντησή Του μὲ τὴν Σαμαρείτιδα στὸ πηγάδι τοῦ Ἰακώβ, κατὰ τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννη. Τῆς ζητεῖ νὰ τοῦ προσφέρει τὸ νερό· «δός μου νὰ πιῶ». Ζητεῖ τὴ βοήθειά της μὲ τὴν προσφορὰ τοῦ νεροῦ γιὰ νὰ ξεδιψάσει.

Ἐτούτη ἡ συμπεριφορὰ τοῦ Χριστοῦ ἔχει μιὰν ἰδιαίτερη σημασία καὶ ἐκφράζει ἕνα σοβαρότατο λόγο. Ἡ ζήτηση τοῦ νεροῦ ἀπὸ τὸν Χριστό, δὲν σημαίνει πὼς ἔχει ἀνάγκη αὐτοῦ τοῦ ὑλικοῦ ἀγαθοῦ, ἀλλὰ γίνεται γιὰ νὰ δώσει τὴν εὐκαιρία στοὺς ἀνθρώπους νὰ Τοῦ προσφέρουν ἀπ᾿ αὐτὰ τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ ποὺ ἔχουν ἀνάγκη στὴν καθημερινότητά τους.

Ὁ Χριστὸς μὲ τὴν ἐνέργειά Του αὐτὴ ζητεῖ «τὸ ἔλασσον» τὸ λιγότερο, γιὰ νὰ προσφέρει τὸ «μεῖζον», τὸ μεγαλύτερο, δηλαδὴ τὰ δῶρα Του, τὰ ὁποῖα συγκροτοῦν τὴν ζωὴ καὶ τὴν διατηροῦν. Γιατὶ Αὐτὸς μονάχα μπορεῖ νὰ δώσει, νὰ προσφέρει αὐτὰ τὰ οὐράνια δῶρα. Ζητεῖ τὸ γήϊνο νερὸ γιὰ νὰ ξεδιψάσει τὴν ἀνθρώπινη δίψα καὶ προσφέρει «τὸ ζωντανὸ νερό, ποὺ εἶναι ἱκανὸ νὰ κατασιγάση γιὰ πάντα τὴ δίψα τῶν ἀνθρώπων». Ἔτσι στὴν προσφορὰ τοῦ νεροῦ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ὁ Χριστὸς ἀντιπροσφέρει «τὸ μέγιστο, τὸ αἰώνιο νερὸ, ποὺ δὲν στερεύει ποτέ». Τὰ οὐράνια δῶρα Του, «ποὺ ἔχουν τὶς διαστάσεις στὶς ἀσύλληπτες κι ἀπίθανες, ποὺ μονάχα ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ συλάββη...».

Ἡ πράξη αὐτὴ τοῦ Χριστοῦ ἔχει ἀκόμη χαρακτῆρα ἀντιεγωϊστικό. Ὁ Χριστὸς δὲν ἐμφορεῖται ἀπὸ ἐγωϊσμὸ ὅτι δηλαδὴ μόνον Αὐτὸς μπορεῖ νὰ δίδει. Δὲν ἐπιθυμεῖ νὰ φαίνεται πὼς Αὐτὸς μόνο εἶναι ἱκανός. Γιατὶ τότε ταπεινώνει τοὺς ἀνθρώπους, ἐπειδὴ αὐτοὶ δὲν μποροῦν νὰ δώσουν, νὰ προσφέρουν. Καὶ δὲν μποροῦν νὰ δώσουν, ἀφοῦ δὲν ἔχουν κάτι δικό τους. Τὰ πάντα ἀνήκουν στὸ Θεό.

Μὰ καὶ σ᾿ αὐτὴ τὴν περίπτωση οἱ ἄνθρωποι ἔχουν τὴν εὐκαιρία νὰ δώσουν στὸ Χριστὸ κάτι ἀπὸ τὰ ὑλικὰ ἀγαθά. Κι αὐτὸ τοὺς δίδει μεγάλη χαρὰ καὶ ἱκανοποίηση, ὅτι κι αὐτοὶ μποροῦν νὰ δίδουν στὸν Χριστὸ ἔστω καὶ ἂν αὐτὰ εἶναι ἀπὸ τὰ δικά Του.

Ἄλλωστε στὴ θεία Εὐαχριστία τὸ λἐμε ξεκάθαρα. Λέμε λοιπὸν πὼς προσφέρουμε τὰ δικά Του ἀπὸ τὰ δικά Του. «Τὰ σὰ ἐκ τῶν σῶν Σὺ προσφέρομεν...» Κι αὐτὸ εὐχαριστεῖ τὸν Χριστὸ γιατὶ δίδει τὴν εὐκαιρία στοὺς ἄνθρώπους νὰ Τοῦ προσφέρουν ὡς ἀδελφοί Του, πλασμένοι κατ᾿ εἰκόνα καὶ καθ᾿ ὁμοίωση δική Του.

Ὁ Χριστὸς λοιπὸν δέχεται τ᾿ ἀνθρώπινα δῶρα, ποὺ προσφέρονται μὲ ἀγάπη. Ἔστω αὐτὰ τὰ μικρὰ καὶ ἀσήμαντα. Ἔτσι δὲν νοιώθουν ταπεινωμένοι, ἀντίθετα εἶναι εὐτυχεῖς γιατὶ μποροῦν νὰ προσφέρουν αὐτὸ τὸ λίγο καὶ τὸ μικρό. Κι᾿ αὐτὸ τὸ λίγο καὶ τὸ μικρό, ποὺ προσφέρεται μὲ ἀγάπη, ὁ Χριστὸς τὸ κάνει μεγάλο καὶ πολύ.

«Μονάχα ὁ ἄκρατος ἐγωϊσμὸς ἔχει τὴν ἀποκρουστικὴ ἀπαίτηση νἆναι μονάχα δότης». Ὁ Χριστὸς ὅμως, ποὺ λειτουργεῖ ὁλωσδιόλου ἀντίθετα, ὄχι «μονάχα δέχεται τ᾿ ἀσήμαντα δῶρα τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ καὶ ζητεῖ τὸ ἐφήμερο, γιὰ νὰ ἀντιδωρίση τὸ αἰώνιο». Ὅπως ἔκανε μὲ τὴν Σαμαρείτιδα· ζητεῖ νερὸ καὶ προσφέρει τὸ νερὸ τὸ αἰώνιο.

Αὐτὸ εἶναι τὸ μεγαλεῖο τοῦ Χριστοῦ! Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀγάπη καὶ ὁ σεβασμός Του πρὸς τοὺς ἀνθρώπους. Γιατὶ ὁ Χριστὸς δὲν μονολογεῖ στὴν αγάπη, μὰ διαλέγεται μὲ τοὺς ἀδελφούς Του, σ᾿ ἕνα διάλογο «ὑψηλοῦ τόνου καὶ ὑψηλῆς πνοῆς». Δηλαδὴ δίδει τὴν ἀγάπη Του καὶ παρέχει τὴν εὐκαιρία στοὺς ἀνθρώπους ν᾿ ἀπαντήσουν μὲ τὴν δική τους ἀγάπη.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, βλάπουμε σήμερα στὸ εὐαγγέλιο ὁ Χριστὸς στὸ πηγάδι τοῦ Ἰακώβ νὰ ζητεὶ νερὸ ἀπὸ τὴν Σαμαρείτιδα. Νὰ «ζητιανεύει» τὴ βοήθειά της καὶ νὰ ζητεῖ τὴν παροχὴ ἑνὸς ὑλικοῦ ἀγαθοῦ. Ἐνῶ Αὐτὸς ὡς Θεός, τὰ ἔχει ὅλα καὶ τὰ ὁρίζει ὅλα. Ἂν κινήσει τὸ χέρι Του τὰ πάντα ὑπακούουν. Ὁ ἱερὸς ψαλμωδὸς Δαυΐδ θὰ ἀναφέρει σχετικά: «Ὅταν Ἐσὺ ἀνοίξης τὴν χεῖρα σου, θὰ σκορπίσης τόσα ἀγαθά, ὥστε τὰ σύμπαντα θὰ γεμίσουν ἀπὸ τὸ πλῆθος τὼν εὐεργεσιῶν καὶ δωρεῶν σου». Ἐνῶ ὁ εὐαγγελιστὴς Μάρκος θὰ περιγράφει τὸ γεγονὸς τῆς ἐπιπλήξεως τῆς θαλάσσης: «Σώπα, βουβάθητι! Καὶ κατέπεσεν ὁ ἄνεμος καὶ ἔγινε μεγάλη γαλήνη στὴν θάλασσαν».

Αὐτὸς λοιπὸν ποὺ ὁρίζει τὰ πάντα καὶ τὰ κατευθύνει, καταδέχεται νὰ ζητεῖ νερὸ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο καὶ τοῦ παρέχει τὴν εὐκαιρία νὰ Τοῦ τὸ προσφέρει. Ἔτσι, αἰσθάνεται τιμημένος καὶ εὐλογημένος. Ὅτι μπορεῖ κι αὐτὸς νὰ ζεῖ τὴ χαρὰ νὰ προσφέρει τὸ πιὸ μικρὸ καὶ ἀσήμαντο.

Ὁ Χριστὸς μᾶς ἀγαπᾶ καὶ μᾶς τιμᾶ. Καὶ μᾶς δέδει ὅλα τ᾿ ἀγαθά Του πλουσιοπάροχα. Ὅλα τὰ δῶρα Του γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Καὶ ταυτόχρονα δίδει εὐκαιρίες σὲ ἑμᾶς νὰ Τοῦ ἀντιπροσφέρουμε τὰ δικά Του πάλι μὲ ἀγάπη, τιμὴ καὶ σεβασμό. Καὶ εἶναι ὅ,τι καλύτερο καὶ ὡραιότερο, νὰ μάθουμε ὄχι μόνο νὰ ζητοῦμε ἀπὸ τὸν Χριστό, μὰ καὶ νὰ Τοῦ προσφέρουμε τὸ καλύτερο, τὴν καρδιά μας.

Ἀρχιμ. Ν.Π.





ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΜΑΪΟΥ

14 Μαΐου 2006
Κυριακή τοῦ Παραλύτου
(Ἰω. ε΄1-15)





Ἐτοῦτος ὁ παραλυτικὸς τοῦ σημερινοῦ Εὑαγγελίου, ἐκφράζει ἕνα βασικὸ παράπονο. Δὲν ἔχει κάποιον δικό του ἄνθρωπο γιὰ νὰ τὸν βάλει μέσα στὰ ταραγμένα νερὰ τῆς μικρῆς λίμνης. Εἶναι μόνος καὶ μέσα στὴν μοναξιά του, ὑπομένει γιὰ τριάντα ὀκτὼ χρόνια τὴν ἀσθένεια του, ποὺ τὸν κάνει δυστυχισμένο καὶ ξεχασμένο.

Σ᾿ αὐτὴ τὴ θλιβερὴ εἰκόνα ποὺ περιγράφεται ἀπὸ τὸν Εὐαγγελιστὴ Ιωάννη, ἐκτὸς βεβαίως τοῦ βασικοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἀποτελεῖ τὸ κέντρο καὶ φυσικὰ τοῦ παραλυτικοῦ, ὑπάρχει καὶ τὸ στοιχεῖο τοῦ νεροῦ, τὸ ὁποῖο παίζει ἕναν πρωταρχικὸ ρόλο, ἀφοῦ ἀποτελεῖ τὸ ἰαματικὸ μέσο ποὺ καθαρίζει καὶ ἰατρεύει τὶς παθήσεις.

Θὰ προσθέταμε ὅμως, πὼς ὅλοι αὐτοὶ οἱ ἀσθενεῖς, προσμένουν μοιρολατρικὰ ἀπὸ τὸ ταραγμένο νερό, νὰ τοὺς χαρίσει τὴν ἴαση, νὰ τοὺς λυτρώσει ἀπὸ τὰ δεινά. Τοὺς διαφεύγει ὅμως τὸ γεγονός, ὅτι αὐτὸ καθ᾿ ἑαυτὸ τὸ στοιχεῖο τοῦ νεροῦ εἶναι ἀνύμπορο γιὰ μιὰ τέτοια ἐνέργεια. Τὴν ἰαματική του ἰδιότητα τὴν λαμβάνει ἀπὸ τὴν στιγμή ποὺ ὁ Ἄγγελος θὰ ταράξει τὴν ἠρεμία του.

Συνεπῶς, ἡ ἰαματικὴ ἐνέργεια τοῦ νεροῦ, ἐξαρτᾶται ἀπὸ ἕναν ἐξωτερικὸ παράγοντα· κι αὐτὸς εἶναι ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, ποὺ γίγεται γιὰ τῆς παρουσίας τοῦ Ἀγγέλου. Δίχως αὐτὴν τὸ νερὸ μένει νερό, ὅπως ἄλλωστε ὅλα τ᾿ ἄλλα νερά. Ἐνῶ μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ μεταβάλλεται σὲ ἰαματικὸ γιὰ τὶς ἄνθρώπινες ἀσθένειες.

Τὸ στοιχεῖο τοῦ νεροῦ μέσα στὴν Ἐκκλησία μας, κατέχει ἐξέχουσα θέση. Ἀποτελεῖ τὸ μέσο ἀπολυτρώσεως, ἁγιασμοῦ, καθάρσεως σωματικῆς καὶ πνευματικῆς· ἕνα καινούργιο ἔνδυμα. Γιατί, διὰ μέσου τοῦ νεροῦ, καὶ συγκεκριμένα στὸ μυστήριο τοῦ ἁγίου βαπτίσματος, συντελεῖται μιὰ ταύτιση μὲ τὸ θάνατο τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν Ἀνάστασή Του. Στὸ θάνατο γίεται ἡ ἔκδυση τοῦ παλαιοῦ καὶ φθαρτοῦ καὶ στὴν Ἀνάστασή ἡ ἔνδυση τοῦ νέου καὶ ἄφθαρτου.

Ἀκολουθοῦσα ἡ Ἐκκλησία τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ, πὼς πρέπει «νὰ γαννηθοῦμε πνευματικὰ ἀπὸ τὸ νερὸ τοῦ ἁγίου βαπτίσματος καὶ ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὸ ὁποῖον ἀοράτως διὰ τοῦ νεροῦ τούτου ἐπενεργεῖ τὴν ἀναγέννηση τοῦ ἀνθρώπου»· ἁγιάζει μὲ εἰδικὲς εὐχὲς τὸ νερό.

Νὰ τὶ λέγει ἀκριβῶς: «Ἀλλὰ σὺ Δέσποτα τῶν ἀπάντων, ν᾿ ἀναδείξεις τὸ νερὸ αὐτό, νερό ἀπολυτρώσεως, νερό ἁγιασμοῦ, ποὺ νὰ καθαρίζει τὸ σῶμα καὶ τὸ πνεῦμα. Νὰ ἀναδείξεις τὸ νερὸ αὐτό, μέσο χαλάρωσης τῶν δεσμῶν τῆς ἁμαρτίας καὶ ἄφεση παραπτωμάτων... Μὰ κυρίως ν᾿ ἀναδείξεις τὸ νερὸ αὐτὸ παροχέα ζωῆς».

Ὁ παραλυτικὸς τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου, βρίσκεται μεταξὺ δύο βασικῶν πόλων. Ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ τὸ νερὸ τῆς λίμνης, ποὺ ἀποτελεῖ τὸ στοιχεῖο γιατρειᾶς του καὶ ἄρα στηρίζει σ᾿ αὐτὸ κάθε του ἐλπίδα, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ποὺ τοῦ εἶναι ἄγνωστο, ὅσο ἄγνωστη μένει σ᾿ αὐτὸν ἡ Θεϊκή Του δύναμη γιὰ ἀποτελεσματικὴ προσφορὰ καὶ θεραπεία.

Ἀφήνει λοιπὸν ὁλόκληρη τὴν ὕπαρξή του ἐπάνω στὸ στοιχεῖο τοῦ νεροῦ, ποὺ εἶναι ὅμως ὅπως ὅλα τ᾿ ἄλλαμέσα στὴ φύση, καὶ τοῦ διαφεύγει Αὐτὸς ποὺ τὰ ζωογονεῖ καὶ τὰ μεταβάλλει σὲ ἰαματικὰ καὶ θεραπευτικά.

Γι᾿ αὐτὸ ὁ Χριστὸς μὲ τὴν παρουσία Του ἐδῶ καὶ τὴν ἐρώτησή Του πρὸς τὸν παραλυτικό· «θέλεις νὰ γιατρευτεῖς;», ἐπιθυμεῖ νὰ στρέψει τὴν προσοχή του στὸ πρόσωπό Του, ποὺ εἶναι ἡ πραγματικὴ πηγὴ τῆς σωτηρίας. Νὰ πεῖ ἁπλὰ στὸν παραλυτικὸ πὼς τὸ νερὸ δὲν τοῦ παρέχει αὐτὸ ποὺ ζητεῖ. Μόνο ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ποὺ εἶναι ὁ ἰατρὸς τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων.

Γιατὶ ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ ζωή μας καὶ ἡ ζωὴ ὁλόκληρης τῆς δημιουργίας. Ἀφοῦ μέσα στὸν Χριστὸ, ποὺ ζοῦμε καὶ κινούμαστε καὶ ὑπάρχουμε, καθὼς ὁ ἀπόστολος Παῦλος θὰ διακηρύσσει πρὸς τοὺς Ἀθηναίους ἐπάνω στὴν Πνύκα, κατὰ τὴν ἐπίσκεψη του στὴν Ἀθήνα.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ὁ παραλυτικὸς τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου, δὲν θὰ εὕρισκε τὴ γιατρειά του μέσα στὴ μικρὴ λίμνη. Γιατὶ ἂν ἦταν ἔτσι, τότε θὰ μποροῦσε νὰ τὸ κάνει σἐ οἱονδήποτε χῶρο ποὺ ὑπῆρχε νερό. Μὰ στὸ ταρασσόμενο νερὸ τῆς λίμνης ἀπὸ τὴ παρουσία τοῦ Ἀγγέλου. Δηλαδὴ ἀπὸ τὸ κατάλληλο ὄργανο τῆς Θεϊκῆς ἐπεμβάσεως. Καὶ ἡ ἐπέμβαση αὐτὴ εἶναι ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, ποὺ δίδει ἰαματικὲς καὶ θεραπευτικὲς ἰδιότητες στὸ νερό
.
Ἔτσι ὁ Χριστὸς μπορεῖ σ᾿ αὐτὰ τὰ φυσικὰ στοιχεῖα νὰ δίδει πνευματικὲς προεκτάσεις. Νὰ τὰ μεταβάλλει σὲ πνευματικὰ μεγέθη. Νὰ τοὺς δίδει ὑπερφυσικὲς ἰδιότητες. Νὰ τὰ κάνει θεραπευτικὰ καὶ ἰαματικὰ γιὰ τὸν ἄνθρωπο.

Ἐμεῖς ὀφείλουμε μέσα ἀπὸ τὰ φυσικὰ πράγματα, αὐτὰ ποὺ βρίσκονται γύρω καὶ δίπλα μας καὶ τὰ χρησιμοποιοῦμε καθημερινά, νὰ βλέπουμε τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ. Γιατὶ Αὐτὸς μᾶς τὰ χορηγεῖ πλούσια καὶ τὰ εὐλογεῖ γιὰ νὰ μᾶς βοηθοῦν καὶ νὰ στηρίζουν τὴν ζωή μας. Καὶ σὰν δημιουργός Τους, τοὺς παρέχει τὴ χάρη Του γιατὶ τὰ μεταβάλλει σὲ ἰαματικὰ καὶ θεραπευτικὰ σ᾿ ἐκείνους ποὺ γνωρίζουν νὰ τὰ σέβονται, νὰ τὰ διακονοῦν καὶ νὰ Τὸν εὐχαριστοῦν γιὰ τὰ εὐλογημένα δῶρα Του.

Ἀρχιμ. Ν.Π.





ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΜΑΪΟΥ

7 Μαΐου 2006
Κυριακή τῶν Μυροφόρων
(Μάρκ. ιε΄ 25-27, ιστ΄ 24-25)



Πόσα σημαντικὰ καὶ πόσα θαυμαστὰ γεγονότα δὲν πραγματώθηκαν κατὰ τὴν ἡμέρα «τῆς μιᾶς τῶν σαββάτων», δηλαδὴ τὴν Κυριακή. Τὸ ἱερὸ κείμενο τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου, μᾶς παρουσιάζει μιὰ πληθώρα γεγονότων σημαντικῶν καὶ θαυμαστῶν.

Ὁμιλεῖ γιὰ τὶς τρεῖς γυναικείες μορφὲς ποὺ πορεύθηκαν πολὺ πρωῒ στὸ μνῆμα τοῦ Χριστοῦ. Γιὰ τὴν ἀποκύληση τοῦ μεγάλου βράχου, ποὺ ἔκλεινε τὸν τάφο καὶ γιὰ τὸ κενὸ μνημεῖο. Γιὰ τὴν ὀπτασία τοῦ Ἀγγέλου καὶ γιὰ τὴν παράδοξη ἀγγελία του πὼς ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε.

Ὅλ᾿ αὐτὰ τὰ παράδοξα καὶ θαυμαστά, ἔλαβαν χώρα κατὰ τὴν ἡμέρα «τῆς μιᾶς σαββάτων». Αὐτὴ τὴν ἡμέρα, ποὺ σηματοδοτεῖ τὴν ἀρχὴ τοῦ καινούργιου κόσμου. Αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ποὺ φωτίζεται ἀπὸ τὸ φῶς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Τὴν Κυριακή, τὴν ἡμέρα τοῦ Κυρίου· αὐτὴν, ποὺ ἀποτελεῖ τὸ κέντρο τοῦ ἑβδομαδιαίου κύκλου ὡς πρώτη καὶ ἁγία.

«Αὕτη ἡ κλητὴ καὶ ἁγία ἡμέρα, ἡ μία τῶν Σαββάτων, ἡ βασιλὶς καὶ κυρία...»

Καὶ ἔτσι, ὡς κέντρο καὶ βάση τῆς ἑβδομάδος ἡ ἡμέρα αὐτή, ἀποτέλεσε τὸν κατάλληλο χρόνο σύναξης τῆς πρώτης Ἐκκλησίας γιὰ τὴν τέλεση τοῦ μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας. Τότε ἄκουγαν τὸ κήρυγμα τῶν Ἀποστόλων ὡς αὐτηκόων καὶ αὐτοπτῶν μαρτύρων τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ. Καὶ τότε εὕρισκαν τὸν χρόνο ν᾿ ἀσκήσουν τὴν ἀγάπη μεταξύ τους, προσφέροντας βοήθεια στοὺς ἀδύναμους καὶ ἔχοντας ἀνάγκη ἀδελφούς.

Μὰ τὰ θαυμαστὰ καὶ παράδοξα γεγονότα ποὺ συμβαίνουν κατὰ τὴν Κυριακή, δὲν ἔχουν τελειωμό. Διαβάζουμε στὸ βιβλίο τῶν πράξεων τῶν Ἀποστόλων πὼς ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴν Τρωάδα «μιὰ Κυριακὴ παρατείνει τὸν λόγο ὡς τὰ μεσάνυχτα». Καὶ ὁ ἴδιος γράφοντας πρὸς τοὺς Κορινθίους, τοὺς λέγει: «νὰ μὴν ξεχνοῦν τὸ χρέος τῆς ἀγάπης καὶ κάθε Κυριακὴ στὴ θεία Λειτουργία, νὰ συνάζουν χρήματα γιὰ τοὺς ἐνδεεῖς». Ἀκόμη κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Κυριακῆς ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης δέχθηκε στὴν Πάτμο τὴν Ἀποκάλυψη τοῦ Χριστοῦ.

Καὶ ἔρχεται ἀργότερα, τὸν 4ο μ.Χ. αἰῶνα ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος μὲ αὐτοκρατορικὸ διάταγμα, νὰ κάνει τὴν ἡμέρα τῆς Κυριακῆς, ἀργία. Ἔτσι ἡ ἡμέρα αὐτὴ συνδέθηκε «μὲ τὴν καινούργια ἐποχὴ τοῦ κόσμου, μὲ τὴν ἵδρυση τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας, μὲ τὴ ζωὴ καὶ τὶς παραδόσεις τοῦ λαοῦ».

Ἔτοῦτα ἆρα γε τὰ σημαντικὰ γεγονότα ἀπὸ μόνα τους, δὲν ὁμιλοῦν γιὰ τὴν Ἀνάσταση καὶ δὲν ἀποτελοῦν μιὰ τρανὴ ἀπόδειξη γι᾿ αὐτήν;

Αὐτὴ ἡ Κυριακή, ἡ ἡμέρα «τῆς μιᾶς σσαββάτων», εἶναι βαθειὰ τοποθετμένη μέσα στὴν συνείδηση τοῦ λαοῦ. Εἶναι ζυμωμένη μὲ τὴν ἴδια τὴ ζωή του καὶ νοηματοδοτεῖ τὴν πίστη του. Ἀφοῦ ἀποτελεῖ τὴν ἡμέρα ποὺ ἐξ ὁλοκλήρου ἀφιερώνεται στὸν Χριστό.

Τὸ ἐρώτημα ποὺ θὰ μπορούσαμε νὰ θέσουμε ἐδῶ εἶναι αὐτὸ ποὺ ἐκφράζει ἕνα βασικὸ προβληματισμό. Ποιό εἶναι αὐτὸ τό ἐρώτημα; Ἆρα γε εἴμαστε σήμερα ἐμεῖς οἱ Χριστιανοὶ εὐχαριστημένοι ἀπὸ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο οἱ ἄνθρωποι στὸν καιρό μας αἰσθάνονται καὶ τιμοῦν τήν «μίαν τῶν σαββάτων;».

Οἱ σημερινοὶ ἄνθρωποι κατὰ ποικίλο καὶ διάφορο τρόπο αἰσθάνονται τὴν Κυριακή. Γιὰ μερικοὺς ἴσως δὲν διαφέρει σὲ τίποτε ἀπ᾿ ὅλες τὶς ἄλλες ἡμέρες τῆς ἑβδομάδος, ἀφοῦ κι αὐτὴ τὴν ἡμέρα θὰ ἐργαστοῦν. Θὰ ἐργαστοῦν δὲ ὄχι ἐπειδὴ τὸ ἐπάγγελμά τους τὸ ἐπιβάλλει, μὰ γιατὶ εἶναι ἰδική τους ἐπιλογή.

Ἄλλοι θὰ ἐπιλέξουν αὐτὴ τὴν ἡμέρα τῆς Κυριακῆς γιὰ νὰ κάνουν ἐκδρομή. Καὶ ἡ συνήθεια αὐτή, «πάει νὰ διασπάση τὴν πατροπαράδοτη οἰκογενειακὴ συνοχὴ τοῦ λαοῦ μας».

Ἄλλοι αὐτὴ τὴν ἡμέρα λένε νὰ ξεκουραστοῦν καὶ νὰ ἀπολαύσουν τὸν ὕπνο. Καὶ ὅταν ἡ καμπάνα τῆς Ἐκκλησίας μᾶς καλεῖ στὴν Εὐχαριστηριακὴ σύναξη, ποὺ εἶναι ἡ χαρὰ τῆς Ἀναστάσεως, ἐκεῖνοι γυρνοῦν ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ ἢ τὸ χειρότερο ἐνοχλοῦνται.

Καὶ οἱ λιγότεροι θὰ αἰσθανθοῦν αὐτὴ τὴν ἡμέρα, πὼς ἀνήκει στὸ Θεό, θ᾿ ἀκούσουν τὴ φωνή Του, θὰ ἀνταποκριθοῦν στὴν πρόσκλησή Του. Ἐκεῖ δὲ στὴν Ἐκκλησία, θὰ δεχθοῦν τὴ χάρη Του· θὰ Τὸν εὐχαριστήσουν γιὰ τὰ οὐράνια δῶρα Του καὶ θὰ πάρουν δύναμη γιὰ τὸν ἀγῶνα τῆς ζωῆς.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, οἱ Μυροφόρες ξεκίνησαν πρωῒ «τῆς μιᾶς Σαββάτων» γιὰ νἄρθουν νὰ βροῦν τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ξεπέρασαν ὅλα τὰ ἐμπόδια καὶ πέταξαν ἀπὸ ἐπάνω τους τὸν φόβο. Αὐτὲς ἀποδείχθηκαν γενναῖες γιατὶ ἀγάπησαν πολύ. Ἔτσι ἀνταμείφθηκαν. Πῆραν πρῶτες τὸ μήνυμα τῆς Ἀναστάσεως καὶ γίνηκαν ἀγγελιοφόροι του.

Ἐμεῖς ὅμως κάθε Κυριακὴ ἔχουμε νὰ κάνουμε ἕνα οὐσιαστικὸ ἔργο. Νὰ ἔλθουμε στὴν Ἐκκλησία ν᾿ ἀνταμώσουμε τὸν Χριστό. Ν᾿ ἀκούσουμε τὸν λόγον Του· νὰ δεχθοῦμε τὴν εὐλογία καὶ νὰ βιώσουμε τὴν Ἀνάστασή Του. Καὶ τότε νὰ πάρουμε τὴν εὐλογία Του μέσα ἀπὸ τὸ Εὐαγγελικό λόγο τῆς Ἀναστάσεως καὶ νὰ τὸ φέρουμε στὴν καθημερινότητά μας.

Ἀρχιμ. Ν.Π.





ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΙΟΥΛΙΟΥ

30 Ἰουλίου 2006
Κυριακή Ζ΄ Ματθαίου
(Ματθ. θ΄ 27-35)


Δύο τάσεις βρίσκουμε στοὺς ἀνθρώπους, ποὺ ὡς αὐτόπτες μάρτυρες παρακολουθοῦν τὰ θαύματα τοῦ Χριστοῦ στοὺς τυφλούς, τοὺς κωφούς καὶ δαιμονισμένους τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου. Δύο θέσεις καὶ δύο ἀντιδράσεις σ᾿ αὐτὰ ποὺ ἔβλεπαν καὶ ἄκουγαν ἐτοῦτοι οἱ ἄνθρωποι.

Ἀπὸ τὴν μιὰ μεριὰ αὐτοὶ ποὺ διαλαλοῦσαν πὼς «οὐδέποτε ἐφάνησαν τέτοια θαύματα στὸ ἔθνος μας» καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλοι αὐτοὶ, ἔτοιμοι πάντα νὰ κατηγορήσουν, ἔλεγαν πώς «μὲ τὴ βοήθεια καὶ συνεργία τοῦ ἄρχοντα τῶν διαμονίων, βγάζει ἀπὸ τοὺς πάσχοντες τὰ δαιμόνια».

Ἔλειψαν ἆραγε αὐτὲς οἱ δύο φωνὲς τῶν ἀνθρώπων; Ποτέ! Καὶ τότε στὴν ἐποχὴ τοῦ Χριστοῦ, μὰ καὶ τώρα τὸ ἴδιο πράττουν. Ἄλλοι νὰ δοξολογοῦν, νὰ εὐχαριστοῦν τὸ Θεὸ, καὶ ἄλλοι νὰ βλέπουν μὲ καχυποψία τὰ θαύματά Του καὶ νὰ ἀπιστοῦν καὶ νὰ κατηγοροῦν.

Γιατὶ οἱ ἄνθρωποι πορεύονται καὶ λειτουργοῦν ὅπως τὸ ἐπιτάσσει ἡ καρδιά. Ἐὰν ἡ καρδιὰ εἶναι καθαρὴ, τότε καὶ τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι τὸ ἴδιο. Ἐὰν ἡ καρδιὰ εἶναι πονηρή, ὁ λόγος καὶ οἱ πράξεις θὰ ἐμφοροῦνται ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ πνεῦμα. Ἐνῶ ὁ ἁπλὸς λαὸς μὲ τὴν ἀφοπλιστικὴ εἰλικρίνεια του δὲν μπορεῖ νὰ ἀποσιωπήσει αὐτὰ τὰ θαύματα ποὺ βλέπει. Καὶ ὄχι μόνο αὐτό· μὰ ἀβίαστα καὶ φυσικὰ ἐξάγει τὸ συμπέρασμα πὼς ἐτοῦτος ὁ ἄνθρωπος, ποὺ κάνει αὐτὰ τὰ θαυμάσια, πρέπει τουλάχιστον νὰ εἶναι κάτι περισσότερο ἀπ᾿ ὅλους τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους.

Ἀντιθέτως οἱ Φαρισαῖοι, οἱ γνωρίζοντες τὶς Γραφὲς καὶ ἀποτελοῦντες τοὺς αὐστηροὺς τηρητές των, βλέπουν τὰ θαυμάσια τοῦ Χριστοῦ ὡς αὐτόπτες μάρτυρές τους. Αὐτὸ τουλάχιστον δὲν μποροῦν νὰ τὸ ἀμφισβητήσουν. Μὰ ὡς πονηροὶ καὶ ἔχοντες ὄχι καθαρὴ καρδιά, μήτε εἰλικρίνεια, ψάχνουν νὰ βροῦν κάτι, γιὰ νὰ κατηγορήσουν. Καὶ φυσικὰ βρίσκουν πὼς ὁ Χριστός «μὲ τὴ βοήθεια καὶ συνεργία τοῦ ἄρχοντος τῶν διαμονίων βγάζει ἀπὸ τοὺς πάσχοντες τὰ διαμόνια».

Τὸ μῖσος ὅμως ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ κακότητά τους, τοὺς ὁδηγοῦν σὲ ἐσφαλμένες διαπιστώσεις. Δηλαδή, διαπιστώνουν πὼς ὁ Χριστὸς θεραπεύει τοὺς πάσχοντες ἀπὸ τὰ δαιμόνια, μὲ τὴ βοήθεια τῶν δαιμόνων. Μὰ ἐτούτη ἡ συσχέτιση εἶναι ὁλωσδιόλου παράλογη. Γιατὶ ἁπλά, τὸ ἔργο τοῦ διαβόλου εἶναι νὰ βλάπτει τοὺς ἀνθρώπους καὶ νὰ τοὺς ὁδηγεῖ στὴν ἁμαρτία καὶ παρανομία. Πῶς εἶναι λοιπὸν δυνατὸν ὁ διάβολος νὰ συνεργαστεῖ μετὰ τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὸ καλὸ τῶν ἀνθρώπων;

Πόσο χαρακτηριστικὰ τὸ περιγράφει αὐτὸ τὸ θέμα ὁ σχολιαστὴς Ζιγαβηνός. Νὰ τὶ λέγει μεταξὺ ἄλλων: «Προσφιλὲς δὲ ἔργο στὸ διάβολο εἶναι νὰ βλάπτει ἐσαεὶ τοὺς ἀνθρώπους, νὰ τοὺς ὁδηγεῖ πρὸς κάθε ἁμαρτία, νὰ τοὺς ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸ Θεό. Ἐνῶ ἔργο τοῦ Χριστοῦ εἶναι τὸ ἀκριβῶς ἀντίθετο· νὰ εὐεργετεῖ πάντα τοὺς ἀνθρώπους, διδάσκοντας αὐτοὺς πᾶσαν ἀρετὴ καὶ νὰ τοὺς ὁδηγεῖ πρὸς τὸ Θεό».

Μπορεῖ λοιπὸν νὰ ἔχει κάποια σχέση ὁ Χριστὸς μὲ τὸ διάβολο; Καὶ ὡς ἐπακόλουθο αὐτῆς τῆς σχέσεως, νὰ προκύπτει συνεργασία μετ᾿ αὐτοῦ; Ἐτοῦτο τουλάχιστον εἶναι βλάσφημο καὶ ἑωσφορικό. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἐκεῖνοι ποὺ τὸ ἐπενόησαν ἦταν πονηροὶ καὶ φορεῖς διαβολικῶν θέσεων.

Ὁ Χριστὸς ἔχει ἕνα συγκεκριμένο ἔργο νὰ ἐπιτελέσει. Νὰ διδάξει τοὺς ἀνθρώπους τὸ Εὐαγγέλιο τῆς Βασιλείας Του καὶ νὰ θεραπεύει κάθε ἀσθένεια τοῦ λαοῦ. Γι᾿ αὐτὸ ἔρχεται ὡς εὐεργέτης τῶν ἀνθρώπων, ἐπιδιώκοντας τὴν σωτηρία τους καὶ ὄχι τὴν ἀπώλειά τους.

Χαρακτηριστικὰ ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος στὸ Εὐαγγέλιο του τονίζει τὰ ἀκόλουθα: «καὶ περιήρχετο ὁ Χριστὸς ὅλες τὶς πόλεις καὶ τὰ χωριά, διδάσκων ... καὶ κηρύττων τὸ χαρμόσυνο κήρυγμα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ καὶ θεραπεύων κάθε ἀσθένεια καὶ ἀδιαθεσία μεταξὺ τοῦ λαοῦ».

Ὁ Χριστὸς εὐεργετεῖ, γιατὶ ἀγαπᾶ καὶ ἰδιαιτέρως ἐκείνους τοὺς παραμελημένους ἀπὸ κάθε φροντίδα πνευματικῆς διδασκαλίας· τοὺς ἐγκατελειμμένους καὶ καταβεβλημένους ἀπὸ τοὺς κόπους τῆς ἡμέρας. Αὐτὰ τὰ λογικὰ πρόβατα, τὰ δίχως ποιμένα, ποὺ ἀναζητοῦν τόπο πνευματικῆς βοσκῆς καὶ διδασκαλίας Εὐαγγελικῆς.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, τὸ νὰ πολεμοῦμε τὴν ἀλήθεια, νὰ κατηγοροῦμε τὸ σωστό, νὰ διαστρεβλώνουμε τὰ θαυμαστὰ γεγονότα, νὰ μειώνουμε τὸ καλὸ καὶ σωτήριο γιὰ τὸν ἄνθρωπο ἔργο τοῦ Χριστοῦ, εἶναι βλάσφημο καὶ διαβολικό. Ὅπως ἔκαναν οἱ Φαρισαῖοι στὰ θαύματα τοῦ Χριστοῦ τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου. Γι᾿ αὐτὸ καὶ μᾶς εἶναι ἀσυμπαθεῖς, ἀποκρουστικοί, ὡς φορεῖς διαβολικῶν σκέψεων καὶ θέσεων.

Ἐνῶ, ἂν εἴμαστε μὲ τὴν ἀλήθεια, ἂν στηρίζουμε τὸ σωστό, ἂν διαλαλοῦμε τὸ εὐεργετικὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ, αὐτὸ εἶναι καὶ εὐλογημένο καὶ θεϊκό. Γιατὶ ὅ,τι ἀφορᾶ στὴν ἀλήθεια, ἀφορᾶ στὸν ἴδιο τὸ Θεό. Ὁ Θεὸς εἶναι ἀλήθεια, διδάσκει τὴν ἀλήθεια καὶ ζητεῖ νὰ ἀγωνιζόμαστε γι᾿ αὐτήν.

Νὰ τί λέγει τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ στὸ βιβλίο τῆς Σοφίας Σειρὰχ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη: «ἕως τοῦ θανάτου νὰ ἀγωνίζεσαι ἄνθρωπε γιὰ τὴν ἀλήθεια καὶ ὁ Κύριος ὁ Θεὸς θὰ εἶναι μαζί σου καὶ θὰ πολεμήσει ὑπέρ σου!».

Ἀρχιμ. Ν.Π.





ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΙΟΥΛΙΟΥ

23 Ἰουλίου 2006
Κυριακή Στ΄ Ματθαίου
(Ματθ. θ΄ 1-8)


Πολλὰ τὰ ἀνθρώπινα λάθη· καὶ μεγάλα. Κάποτε καὶ ὀδυνηρά. Ἕνα ὅμως ἀπ᾿ αὐτά, ποὺ ἔχει τραγικὲς προεκτάσεις, εἶναι ἡ ἀδυναμία τοῦ ἀνθρώπου ὅτι δὲν καταφέρνει νὰ συλλάβει καὶ νὰ ἑρμηνεύσει «τὴ βαθειὰ σχέση ποὺ ὑπάρχει μεταξὺ τοῦ σωματικοῦ καὶ ψυχικοῦ πάθους». Κι ἀκόμη δὲν κατορθώνει «νὰ ξεχωρίσει τὴ θεϊκὴ ἀπ᾿ τὴν ἀνθρώπινη συγγνώμη».

Ἐπειδή, μένοντας στὰ γήϊνα πλαίσια καὶ συναναστρεφόμενος τὰ ἐγκόσμια, φθαρτὰ πράγματα, ἐξηγεῖ τὴν ὕπαρξη τῆς ἀσθένειας, τοῦ θανάτου καὶ τῆς ἁμαρτίας «σὰν ξεχωριστὲς κι αὐτόνομες πραγματικότητες». Δὲν μπορεῖ δηλαδὴ νὰ διακρίνει τὸ βαθὺ σύνδεσμο ποὺ ἑνώνει αὐτὲς τὶς καταστάσεις καὶ πραγματικότητες, «σὲ μιὰν ἀπίθανη τραγικὴ ἑνότητα». Μιλώντας φερ᾿ εἰπεῖν γιὰ τὶς σωματικὲς ἀσθένειες, ἀπὸ ἐπιστημονικὴ τἄχατες μεριά, αὐτὸ ποὺ κατορθώνει «εἶναι νὰ σταθεῖ στὸν περίγυρό τους». Ἔτσι ἀδυνατεῖ νὰ εἰσέλθει στὶς πραγματικές τους διαστάσεις καὶ νὰ τὶς δεῖ ὡς γεγονότα, ποὺ μᾶς ὁδηγοῦν στὰ ἔσχατα.

Μ᾿ αὐτὸ τὸν τρόπο, ὅταν κοιτάζουμε αὐτὲς τὶς πραγματικὲς καταστάσεις, περιορίζομε τὴν ἑρμηνεία τους σὲ μιὰ τυπικὴ φαινομενολογία, ἕνα κοίταγμα ὡς κάποια φαινόμενα. Καὶ ταυτόχρονα παραγνωρίζουμε τὸ οὐσιαστικότερο, ποὺ εἶναι ἡ πνοὴ τῆς ζωῆς, «αὐτὸ ποὺ ξεχωρίζει τὸν ζωντανὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸ πνεῦμα» καὶ δὲν ἀποτελεῖ ἕνα ἀντικείμενο περίεργο γιὰ τὸ μικροσκόπιο.

Ὁ Χριστὸς στὸ σημερινὸ θαῦμα τοῦ παραλυτικοῦ τοῦ Εὐαγγελίου, γνωρίζοντας ὅλες αὐτὲς τὶς ἀνθρώπινες ἀδυναμίες καὶ ἐπιθυμώντας νὰ τονίσει τὸ βαθὺ καὶ οὐσιαστικὸ σύνδεσμο τῆς σωματικῆς ἀσθένειας μὲ τὰ ψυχικὰ πάθη, λέγει στὸν παραλυτικό: «ἔχε θάρρος παιδί μου, συγχωρέθηκαν οἱ ἁμαρτίες σου...».

Ἔτσι, τὸ πρῶτο καὶ κύριο βάρος τοῦ παραλυτικοῦ ἔφυγε ἀπὸ ἐπάνω του. Ἄφεση καὶ συγγνώμη γι᾿ αὐτὸν καὶ κάθαρση ψυχική. Ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὸ αἴτιο τοῦ κακοῦ καὶ διάνοιξη δρόμου θεραπείας, γιὰ νὰ ἔλθει τὸ δεύτερο. Ἡ θεραπεία τοῦ σώματος καὶ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὴ θλιβερὴ κατάσταση ποὺ τὸν ταλαιπωροῦσε γιὰ χρόνια.

Ὁ λόγος δὲ τοῦ Χριστοῦ ξεκάθαρος, μὲ θεϊκὴ βαρύτητα καὶ δύναμη ἐπάνω στ᾿ ἀνθρώπινα πράγματα. Γιατὶ ἐνεργεῖ ὡς ἔχων ἐξουσία νὰ συγχωράει τὶς ἁμαρτίες καὶ τὰ σφάλματα· νὰ γιατρεύει ἀπὸ τὸν ἀνθρώπινο πόνο ποὺ προξενοῦν οἱ διάφορες ἀσθένειες.

Νὰ πῶς τὸ διασώζει στὸ Εὐαγγέλιό του ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ σημεῖο: «καὶ γιὰ νὰ δῆτε, πὼς ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔχει ἐξουσία ἐπάνω στὴ γῆ νὰ συγχωράει τὶς ἁμαρτίες, λέγει στὸν παραλυτικό. Σήκω καὶ πᾶρε στοὺς ὥμους σου τὸ κρεββάτι σου καὶ γύρισε στὸ σπίτι σου».

Αὐτὰ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ, λόγια ὄχι ἁπλῶς παρηγορητικά, μὰ σωστικὰ καὶ λυτρωτικά, ἔρχονται νὰ σταλάξουν στὴν ψυχὴ τοῦ παραλυτικοῦ, ἀλλὰ καὶ ὅλων τῶν ἀνθρώπων, τὴν σιγουριὰ πὼς ἡ ἀνθρώπινη ὕπαρξη διασώζεται καὶ ἔχει ἀνοικτὸ τὸ δρόμο γιὰ τὴ Βασιλεία Του.

Γι᾿ αὐτὸ ὁ ἄνθρωπος, ξεπερνώντας τὸ λάθος τοῦ κατακερματισμοῦ τῆς ὑπάρξεώς του, μπορεῖ νὰ συλλάβει τὴ σωματικὴ εὐφορία, ποὺ προκαλεῖ ἡ ἠθικὴ ὑγεία στὸν ἄνθρωπο». Νὰ προσεγγίσει τὸ μυστήριο, ποὺ κρύβει αὐτὴ ἡ στενὴ σχέση μεταξὺ τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς. Καὶ τότε θὰ μπορέσει νὰ κατανοήσει «πὼς μπορεῖ τὸ πνεῦμα νὰ ἐμφυσήσει ζωή ἐκεῖ ποὺ ὅλα φαίνονται ἀνίσχυρα νὰ ξαναδώσουν ζωή».

Ἂς τὸ καταλάβουμε λοιπὸν καὶ ἂς τὸ ξεκαθαρίσουμε πὼς δὲν μπορεῖ νὰ ὐπάρξει αὐτονόμηση στὴ ζωή. Μήτε μιὰ ζωή «μπορεῖ νὰ ἀπομονωθεῖ σὲ τέτοιο βαθμό, ποὺ νὰ μὴν ἔχει μεταδοτικὸ ἀντίκτυπο στοὺς ἄλλους ἀνθρώπους».
Καὶ κατ᾿ ἐπέκταση καμιὰ ἀνθρώπινη πράξη δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀποξενωθεῖ ἀπ᾿ ὅλη τὴν ἄλλη ζωή. Εἰδεμὴ ἡ ἑνιαία ἀνθρώπινη ὕπαρξη κατακερματίζεται καὶ χωρίζεται.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, μὴν κάνουμε καὶ ἐμεῖς τὸ τραγικὸ λάθος νὰ ἀποξενώσουμε τὸ σωματικὸ ἀπὸ τὸ ψυχικὸ πάθος. Αὐτὸ, ὅπως ἀντιλαμβανόμαστε, εἶναι ἄστοχο. Ἄλλωστε ὁ Χριστὸς στὸ σημερινὸ θαῦμα Του στὸν παραλυτικό, ἀπέδειξε τὴ βαθειὰ σχέση σώματος καὶ ψυχῆς. Ἔτσι γιάτρεψε καὶ τὰ δύο· καὶ τὸ ψυχικὸ πάθος καὶ τὴν σωματικὴ ἀσθένεια.

Καὶ γνωρίζοντας αὐτὴ τὴ βαθειὰ σχέση, ἀντιλαμβανόμαστε πόση σημασία ἔχει ἡ καθαρότητα καὶ ἡ λαμπρότητα καὶ τῶν δύο. Νὰ ἔχουμε δηλαδὴ καθαρὴ καὶ λαμπρὴ ψυχή, γιὰ νὰ ἔχουμε καθαρὸ καὶ λαμπρὸ σῶμα. Γιατί, ὅταν ἡ ψυχὴ εἶναι καθαρὴ καὶ ἁγνή, τότε καὶ τὸ σῶμα, ποὺ φιλοξενεῖ τὴν ψυχή, δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι κι αὐτὸ καθαρὸ καὶ ἁγνό.

Ἔγνοια μας λοιπὸν εἶναι νὰ διαφυλάξουμε τὴν ὕπαρξή μας ἀπὸ κάθε κακὸ καὶ πάθος καὶ ἁμαρτία, γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ ἐπαναλάβουμε τὰ λόγια τοῦ ἀποστόλου Παύλου πὼς: «ἐξαγορατήκαμε μὲ τίμημα βαρύ, μὲ τὸ τὸ ἀτίμητο αἷμα τοῦ Χριστοῦ... ὥστε τὸ σῶμα μας νὰ εἶναι ναὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὸ ὁποῖο κατοικεῖ μέσα μας, ποὺ λάβαμε ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ συνεπῶς δὲν ἀνήκει στὸν ἑαυτό μας».

Ἀρχιμ. Ν.Π.





ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΙΟΥΛΙΟΥ

16 Ἰουλίου 2006
Κυριακή τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου
(Ματθ. ε΄ 14-19)


Ἐμεῖς λέγει ὁ Χριστὸς, εἴμαστε τὸ φῶς τοῦ κόσμου! Μεγάλη τιμὴ καὶ σπουδαῖο προνόμιο! Τεράστια ἡ ἀξία, μὰ καὶ μεγάλη ἡ εὐθύνη. Καὶ γιατὶ ὅλα αὐτά; Διότι ἔχουμε προορισμό, μὲ τὸ φωτεινὸ παράδειγμά μας, νὰ φωτίζουμε τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ βρίσκονται στὸ σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας ἢ τῆς πλάνης.

Εἴμαστε τὰ ἠθικὰ φῶτα, γιατὶ μεταδίδουμε στοὺς ἀνθρώπους τὴν ἀλήθεια, ὅπως αὐτὴ ἀποκαλύφθηκε στὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ. Νὰ πῶς σχολιάζει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος αὐτὸ τὸ σημεῖο: «Διότι ἐγώ (ὁ Χριστός) ἄναψα μὲν τὸ φῶς (τῆς ἀποκαλυμμένης ἀλήθειας), τὸ νὰ μείνει δὲ καιόμενο εἶναι ἔργο τῆς δικῆς σας δουλειᾶς».

Ὥστε δικό μας ἔργο εἶναι τὸ φῶς τοῦ Εὐαγγελίου ὄχι μόνο νὰ μένει πάντα ἀναμμένο καὶ φωτεινό, μὰ νὰ διαδοθεῖ παντοῦ. Καὶ ἐκεῖ ποὺ πρῶτα ἦταν σκοτάδι καὶ ἀπελπισία, νὰ λάμψει τὸ φῶς καὶ νὰ σκορπίσει τὴν βεβαιότητα πὼς ἡ βασιλεία τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἐγγύς.

Αὐτὸ τὸ κείμενο τοῦ εὐαγγελιστοῦ Ματθαίου διάλεξε ἡ Ἐκκλησία νὰ ἀκουστεῖ σήμερα στὴν Κυριακάτικη θεία Λειτουργία της, καθὼς προβάλλει τὶς μορφὲς τῶν ἱερῶν Πατέρων ποὺ συγκρότησαν τὴν Δ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τὸ 451 μ.Χ. Ἐπειδὴ εἶχε ὡς σκοπὸ νὰ ἀποφανθεῖ γιὰ τὴν ἀλήθεια. Καὶ ὅποιος κατέχει τὴν ἀλήθεια εἶναι μὲ τὸ μέρος τοῦ φωτός. Ἐνῶ ἐκεῖνος ποὺ κατέχει τὸ ψεῦδος, βρίσκεται στὸ σκοτάδι.

Τὸν 4ο αἰώνα ἡ Ἐκκλησία βρέθηκε μπροστὰ σὲ αἱρετικὲς διδασκαλίες πλάνης καὶ ψεύδους. Ὁ Εὐτυχής, ὑπέρμαχος τοῦ μονοφυσιτισμοῦ, δίδασκε πὼς ὁ Χριστὸς εἶχε μονάχα μία φύση, τὴ θεία. Ἡ ἀνθρώπινη φύση ἀπορροφήθηκε ἀπὸ τὴ θεία καὶ ἑπομένως ὁ Χριστὸς ὑπῆρξε μόνο Θεὸς καὶ φαινομενικῶς ἄνθρωπος. Δηλαδὴ ἦταν κατ᾿ ἐπίφαση ἄνθρωπος ἢ ἁπλῶς ἕνα φάντασμα!

Ἔτσι συγκλήθηκε ἡ Δ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος στὴν Χαλκηδόνα τὸ 451 μ.Χ., κατεδίκασε τὶς αἱρετικὲς δοξασίες τοῦ Εὐτυχοῦς καὶ ἀπεφάνθη «ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ», συμφώνως μὲ τὴ διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος ἄνθρωπος καὶ οἱ δύο αὐτὲς φύσεις εἶναι ἑνωμένες στὸ πρόσωπό Του ἀδιαιρέτως καὶ ἁρμονικῶς.

Διατυπώνοντας τὴν ἀλήθεια καὶ ξεκαθαρίζοντας τὶς πλάνες, ἡ Ἐκκλησία παρέχει στοὺς ἀνθρώπους τὸ πραγματικὸ φῶς. Καὶ τοὺς καλεῖ ἐτοῦτο τὸ φῶς, τὸ φῶς τῆς ἀληθείας, νὰ λάμπει παντοῦ. Νὰ μὴν κρύβεται, γιατὶ εἶναι προορισμένο νὰ λάμψει στὸν κόσμο δίχως διακρίσεις καὶ διαχωρισμούς.

Μὰ γιὰ νὰ φωτίζει ἐτοῦτο τὸ φῶς, πρέπει νὰ βγαίνει μέσα ἀπὸ τὴν καθαρότητα τοῦ βίου μας καὶ τῶν λόγων μας. Συνεπῶς δὲν εἶναι γιὰ τὸ «θεαθῆναι τοῖς ἀνθρώποις», μήτε νὰ προβάλλεται ἀπὸ ἀνθρωπαρέσκεια καὶ ἐπίδειξη, ἀλλἀ ὡς φῶς δοξολογίας τοῦ Θεοῦ.

Νὰ τί ἀκριβῶς λέγει ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ στὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο: «Ἔτσι ἀκριβῶς σὰν ἄλλος λύχνος... ἂς λάμψη τὸ φῶς τῆς ἀρετῆς σας ἐμπρὸς στοὺς ἀνθρώπους, γιὰ νὰ ἴδουν τὰ καλά σας ἔργα καὶ νὰ δοξάσουν τὸν Πατέρα σας ποὺ εἶναι μὲν πανταχοῦ παρὼν, ἀλλὰ ἐξαιρετικὰ φανερώνει τὴν παρουσία του στὸν οὐρανό».

Ἐὰν λοιπὸν ὁ λύχνος ἔχει ὡς προορισμό του νὰ σκορπίζει τὸ φῶς σ᾿ ὅλο τὸν χῶρο, τὸ ἴδιο εἶναι καὶ ὁ προορισμὸς τῶν Μαθητῶν, μὰ καὶ ὅλων μας, νὰ φέρουμε αὐτὸ τὸ φῶς στὸν κόσμο. Ἔτσι οἱ ἄνθρωποι φωτιζόμενοι, γίνονται μέτοχοι τῆς ἀληθείας τῶν λόγων τοῦ Χριστοῦ καὶ λαμπρύνονται καὶ καθαίρονται. Εἰδεμὴ, ἐὰν παραλειφθεῖ αὐτὸ τὸ οὐσιαστικὸ καθῆκον καὶ παύσουμε νὰ εἴμαστε λύχνος, τότε τὸ φῶς του δὲν ὠφελεῖ κανένα.

«Οὐδ᾿ ἐγώ (ὁ Χριστός) ποὺ σᾶς ἄναψα τὸ φῶς τῆς θεογνωσίας, θέλω νὰ κρύπτεσθε, ἀλλὰ ἰδοὺ σᾶς τοποθετῶ ἐπὶ τὴν λυχνία, δηλαδὴ ἐπὶ τοῦ ὑψηλοῦ τόπου τῆς διδασκαλίας, ὥστε νὰ φωτίζετε ὅλους ὅσους βρίσκονται στὴν οἰκουμένη», αὐτὰ ἐπισημαίνει ὁ σχολιαστὴς Ζιγαβηνός.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἔργο καθοριστικὸ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων εἶναι ἡ κάθαρση ἀπὸ τὶς αἱρετικὲς διδασκαλίες· ὁ φωτισμὸς μὲ τὴν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου· τὸ σκόρπισμα τοῦ σκότους καὶ τοῦ ψεύδους. Καὶ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ διαφύλαξη αὐτῶν τῶν βασικῶν ἀληθειῶν· ἡ ἀνάλογη διδασκαλία καὶ ἡ ὀρθὴ πράξη ἀναλόγως. Ἔτσι κρατάει πάντα ἀναμμένο τὸν λύχνο μὲ τὸ ἀληθινὸ φῶς.

Ἔργο δικό μας, ὡς μελῶν τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἡ γνώση τῆς ἀλήθειας, ἡ βίωση αὐτῆς καὶ ἡ πράξη ἀγαθῶν καὶ καλῶν ἔργων. Μέσῳ δὲ αὐτῶν δοξάζεται τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ καὶ ὑμνεῖται ἡ μεγαλοσύνη του.
Ἐὰν ἔτσι πορεύομαστε, ἡ χάρη τοῦ Χριστοῦ θὰ εἶναι μαζί μας, παντοτινὸς βοηθός μας. Ἐὰν δὲ ἀλλιῶς πράττουμε, ζώντας δηλαδὴ στὴν πλάνη καὶ ὁδοιπορώντας στὸ σκοτάδι, τότε ἂς προσέξουμε μήπως πέσουμε μέσα σὲ βαθὺ λάκκο. Γιατὶ ὁ Χριστὸς τὸ εἶπε: «περπατᾶτε τὴν ἡμέρα ποὺ ὑπάρχει τὸ φῶς καὶ βλέπετε, γιατί, σὰν θἄρθει νύκτα καὶ πέσει τὸ σκοτάδι, δὲν μπορεῖτε νὰ περπατᾶτε καὶ δὲν γνωρίζετε ποῦ πηγαίνετε».

Ἀρχιμ. Ν.Π.





ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΙΟΥΛΙΟΥ

9 Ἰουλίου 2006
Κυριακή Δ΄ Ματθαίου
(Ματθ. η΄ 5-13)


Ὅταν ἡ ἀνθρώπινη πίστη φθάνει σὲ θαυμαστὰ ὕψη, ὅταν ἐκφράζεται ὡς σταθερὴ πεποίθηση στὶς θεϊκὲς δυνάμεις τοῦ Χριστοῦ, τότε καὶ ὁ ἴδιος ὁ Θεός θαυμάζει. Αὐτὸ ἀκριβῶς συνέβη στὴν περίπτωση τοῦ ἑκατοντάρχου τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου. Ἐτοῦτος ὁ ἄνθρωπος, ὄχι μόνο ἔχει ἐμπιστοσύνη στὸν Χριστό ἀλλὰ ἀκόμη ἀκλόνητη πίστη σ᾿ Αὐτὸν ὅτι μπορεῖ νὰ θεραπεύσει καὶ μόνο διὰ τοῦ λόγου Του.

Καὶ τὸ σπουδαῖο εἶναι πὼς ὁ ἑκατόνταρχος δὲν εἶναι Ἰουδαῖος ἀλλὰ ἐθνικός. Εἶναι ὅμως ἀληθές, ὅπως προκύπτει ἀπὸ τὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια, πὼς μιὰ τέτοια πίστη μονάχα στοὺς ἐθνικοὺς ὑπῆρχε. Καὶ αὐτὸ δὲν εἶναι δίχως σημασία. Ὁ δὲ Ζιγαβηνὸς σχολιάζοντας τὸ σημεῖο αὐτὸ ἀναφέρει σχετικά: «Ἐθαύμασε (ὁ Χριστὸς) γιὰ τὸ γεγονὸς πὼς ἐτοῦτος ὁ ἄνθρωπος (ὁ ἑκατόνταρχος), ἂν καὶ δὲν ἦταν Ἰουδαῖος μήτε γνώριζε τὶς σχετικὲς γραφές, ἐντούτοις πολὺ γρήγορα καὶ εὔκολα ἐπίστευσε».

Ἀκούγοντας τὸν λόγο τοῦ ἑκατοντάρχου ὁ Χριστός, ποὺ ἐξέφραζε τὴν ἀναξιότητά του νὰ τὸν δεχθεῖ στὸ σπίτι του, καὶ ὅτι, ὅπως αὐτὸς ἐξουσιάζει κάποιους ἄλλους καὶ τοὺς δίνει ἐντολὲς καὶ ἐκτελοῦνται, τὸ ἴδιο θὰ μποροῦσε νὰ κάνει κι ὁ Χριστός. Θαυμάζει γιὰ τὴν ὁλοκληρωμένη καὶ ὑψηλοῦ ἐπιπέδου πίστη του.

«Ὅταν δὲ ἄκουσε τοὺς λόγους ὁ Χριστὸς ἐθαύμασε καὶ εἶπε σ᾿ ἐκείνους ποὺ τὸν ἀκολουθοῦσαν. Ἀληθινὰ σᾶς λέγω, ὅτι οὔτε μεταξὺ τοῦ ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ βρῆκα τόσο μεγάλη πίστη».

Ὁ Χριστὸς λοιπὸν θαυμάζει μιὰ τέτοια πίστη, ὅπου καὶ ἂν τὴ βρεῖ, ὅπως ὅμως θαυμάζει καὶ τὴν ἀπιστία. Ὅταν ἦλθε στὴν πατρίδα Του, ἡ ἀπιστία τῶν κατοίκων «ἐμπόδιζε τὴν ἐνέργεια τῆς θαυματουργικῆς Του δυνάμεως ... καὶ δὲν μποροῦσε νὰ κάνει κανένα ἀπὸ τὰ μεγάλα θαύματά Του».

Ἀντιλαμβανόμαστε ὅμως πὼς ὁ Χριστὸς δὲν θαυμάζει γιὰ κάποιο ἐπίτευγμα ἢ μεγάλο ἔργο, γιὰ τὴν ἐπιστήμη ἢ τὴν τέχνη, τὸ σπινθηροβόλο πνεῦμα ἢ τὰ δυνατὰ χέρια. Μὰ θαυμάζει γιὰ τὸ γεγονὸς τῆς πίστεως, ποὺ ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ μᾶς ἀνεβάζει στὸν οὐρανὸ ἢ νὰ μᾶς κατεβάζει στὸν Ἅδη.

Ἐτοῦτο δὲ τὸ γεγονὸς τῆς πίστεως δὲν μαντρώνεται σὲ τείχη ἀνθρώπινα, μήτε μπαίνει σὲ σχεδιασμοὺς ἐγκοσμίους, ἐπειδὴ εἶναι δρόμος μὲ οὐράνια προοπτική. Δὲν ἀποκλείει κάποιους, ἐνῶ δῆθεν ἄλλους εὐνοεῖ, ἀφοῦ ἡ πίστη γεννιέται, ἀναπτύσσεται καὶ ὑπάρχει σὲ χώρους ἐλευθερίας καὶ προσωπικῆς βούλησης. Καὶ ὅ,τι βρίσκεται ἔξω ἀπ᾿ αὐτὰ τὰ πλαίσια εἶναι δίχως ἠθικὴ ἀξία.

Γι᾿ αὐτὸ ὁ Χριστὸς καλεῖ νὰ τὸν ἀκολουθήσουν ὅλοι, δίχως διαχωρισμοὺς ἐθνικοὺς, φυλετικοὺς, κοινωνικούς. Καὶ στέλνει τὸ μήνυμά Του πρὸς πᾶσαν κατεύθυνση, κατὰ τὸν λόγο τοῦ προφήτου Μαλαχίου: «ἀπὸ ἀνατολῶν ἡλίου μέχρι δυσμῶν τὸ ὄνομά μου θὰ δοξάζεται μέσα στὰ ἔθνη. Καὶ σὲ κάθε τόπο θὰ προσφέρεται θυμίαμα εἰς τὸ ὄνομά μου καὶ θυσία καθαρά, γιατί εἶναι μεγάλο τὸ ὄνομά μου μέσα στὰ ἔθνη, λέγει Κύριος Παντοκράτωρ».

Καὶ ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος στὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο, τονίζει ὅτι ὁ Χριστὸς διαβεβαιώνει τοὺς Μαθητές Του καὶ ὅλον τὸν κόσμο πώς, «πολλοὶ σὰν τὸν ἑκατόνταρχο θὰ ἔλθουν ἀπὸ ἀνατολὴ καὶ δύση, ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη τοῦ κόσμου καὶ θὰ παρακαθήσουν ... μαζὶ μὲ τὸν Ἀβραὰμ καὶ τὸν Ἰσαὰκ καὶ τὸν Ἰακὼβ στὴν βασιλεία Του».

Θὰ γίνουν δεκτοὶ ὅσοι ἀναγνωρίζουν καὶ πιστεύουν στὴ θεότητα τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν ἐξουσία Του ἐπάνω στοὺς ἀνθρώπους καὶ τὸν κόσμο. Θὰ κριθοῦν ἄξιοι τῆς δικῆς Του ἐμπιστοσύνης καὶ ἀγάπης, προηγούμενοι ἐκείνων ποὺ θεωροῦσαν τοὺς ἑαυτούς τους ὡς ἐκλεκτούς.

Ἔτσι, ὁ Χριστὸς θὰ οἰκοδομήσει τὴν Ἐκκλησία Του ἐπάνω στὴν ἀκλόνητη πίστη τῶν ἀνθρώπων. Ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ὅποιοι κι ἂν εἶναι αὐτοὶ καὶ ὅπου κι ἂν βρίσκονται. Γιατὶ ἐκεῖνο ποὺ τοὺς ἐνώνει δὲν εἶναι ἐγκόσμιο, παροδικό. Εἶναι τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ποὺ μένει ἀναλλοίωτο, τὸ ἴδιο, ἐπειδὴ σήμερα καὶ στοὺς αἰῶνες ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ αὐτός.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, θαυμάζουμε τὴν πίστη τοῦ ἑκατοντάρχου τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου· καὶ τὸν σταθερὸ βηματισμό του πρὸς τὸν Χριστό. Δὲν ἀμφινταλαντεύεται, μήτε ἀμφιβάλλει ὅπως κάποιοι ἄλλοι. Ἀλλὰ ἐκφράζει ἀπόλυτη καὶ εἰλικρινῆ ἐμπιστοσύνη σ᾿ Αὐτόν· καὶ δικαιώνεται καὶ ἀνταμείβεται. «Πήγαινε στὸ σπίτι σου, τοῦ λέγει, καὶ ὅπως ἐπίστευσες, ἔτσι ἂς γίνει σὲ σένα».

Ἐμεῖς ὅμως στὴν ἐποχή μας, βιώνουμε τὴν στέρηση τῆς ἐμπιστοσύνης στὸν ἑαυτόν μας καὶ τὸν συνάνθρωπο. Βιώνουμε πρὸ πάντων τὴν ἔλλειψη πίστεως πρὸς τὸ Θεό. Καὶ ἔτσι προσφέρουμε τοὺς ἑαυτούς μας ξένους καὶ ἀνέστιους, ἔξω ἀπὸ τὸν φυσικὸ χῶρο, ποὺ εἶναι ἡ κοινωνία μὲ τὸ Θεό.

Θὰ καταλάβουμε κάποια στιγμὴ τὸ λάθος μας; Θὰ διορθώσουμε τὸν βηματισμό μας; Θὰ ἀνοίξουμε διάπλατα τὶς ὑπάρξεις μας στὸ χῶρο τῆς πίστεως στὸ Χριστό; Ἂν τὸ κάνουμε, ἔχουμε διασφαλίσει τὴν σωτηρία μας. Γιατὶ ὁ Χριστὸς τὸ διαβεβαιώνει συνεχῶς: «πήγαινε στὸ δρόμο σου μὲ εἰρήνη, γιατὶ ἡ πίστη σου σὲ ἔσωσε!».

Ἀρχιμ. Ν.Π.





ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΙΟΥΛΙΟΥ

2 Ἰουλίου 2006
Κυριακή Γ΄ Ματθαίου
(Ματθ. ς΄ 22-33)


Ἐὰν ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν μιὰ μεριὰ κόψει τὴν ρίζα τῆς πλεονεξίας του καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ἐμπιστευθεῖ τὸν ἑαυτόν του στὸ Θεό, ἔχει ἤδη ἰσορροπήσει ἐντός του. Ἀλλιῶς πέφτει σὲ ἕνα φαῦλο κύκλο δίχως διέξοδο καὶ δίχως λύση. Τὸ μόνο δὲ ποὺ κερδίζει εἶναι μιὰ συνεχὴς ἀγωνία, μιὰ στενοχώρια ποὺ πλακώνει τὴν ψυχή του, ἕνα ἄγχος.

Ἀκόμη, κι αὐτὸ ἀποτελεῖ ἕναν παραλογισμὸ· ἀγωνιᾶ καὶ ἀγχώνεται γιὰ τὴν αὐριανὴ ἡμέρα, ποὺ ὅμως δὲν τοῦ ἀνήκει, ἀφοῦ δὲν γνωρίζει ἂν θὰ βρίσκεται στὴ ζωή· ἂν θὰ ὑπάρχει τὴν ἑπόμενη στιγμὴ καὶ ὥρα.

Ἀλήθεια, αὐτὸ δὲν τὸ σκεπτόμαστε; Μήπως ἔχουμε κάνει συμφωνία γιὰ τὸ πόσο θὰ ζήσουμε; Ξεχνοῦμε τὸν πλούσιο τοῦ Εὐαγγελίου μὲ τὴν ἀγωνία τῆς ἀποθήκευσης τοῦ πλούτου του; Ὅμως αὐτὴ τὴ νύχτα ἔρχεται ὁ θάνατος καὶ ὅλ᾿ αὐτὰ τ᾿ ἀφήνει καὶ ἐκεῖνος φεύγει...

Μήπως μεριμνώντας γιὰ τὴ ζωή μας καὶ πασχίζοντες καθημερινά, μπορέσαμε νὰ προσθέσουμε κάτι ἐπάνω στὸν ἑαυτό μας; Μήπως μεγαλώσαμε περισσότερο ἢ ἐπιμηκύναμε τὴ ζωή μας; Τίποτε ἀπ᾿ ὅλα αὐτά. Ὁ δὲ λόγος τοῦ Χριστοῦ θὰ ἐπισημαίνει: «Ποιὸς ἀπὸ σᾶς, ὁσονδήποτε καὶ ἂν φροντίση, ἠμπορεῖ νὰ προσθέση εἰς τὸ ἀνάστημά του ἕνα πήχη;». Κανείς!

Ὅμως ὁ ἄνθρωπος ἀναλίσκεται καὶ δαπανᾶται σὲ πράγματα παροδικὰ καὶ φευγαλέα. Καὶ ἐνῶ γνωρίζει πὼς δὲν μπορεῖ τίποτε νὰ ὁρίσει, ζεῖ μὲ τὴν ψευδαίσθηση πὼς μπορεῖ νὰ τὰ κατέχει. Καὶ ματαιπονεῖ. Παράλληλα δὲ χάνει τὴν ἐμπιστοσύνη στὸν ἑαυτόν του καὶ σὲ ὅ,τι βρίσκεται ἔξω καὶ πέραν ἀπ᾿ αὐτόν. Χάνοντας δὲ τὴν ἐμπιστοσύνη του, συρρικνώνει τὶς δυνάμεις του. Ἀποθαρρύνεται καὶ χάνεται στὸ χῶρο τῆς ἀπελπισίας καὶ τῆς ἀπαισιοδοξίας.

Μὰ ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ στὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο εἶναι σαφὴς καὶ θέτει τὰ πράγματα στὴν πραγματική τους θέση. «Διὰ τοῦτο σᾶς λέγω, κόψατε τὴν ρίζα τῆς πλεονεξίας καὶ μὴ φροντίζετε μὲ ἀγωνία καὶ στενοχώρια διὰ τὴν ζωή σας, τί θὰ φάγετε καὶ τί θὰ πίετε, οὔτε διὰ τὸ σῶμα σας τί θὰ ἐνδυθῆτε. Δὲν ἀξίζει ἡ ζωὴ περισσότερο ἀπὸ τὴν τροφὴ καὶ τὸ σῶμα πιὸ πολὺ ἀπὸ τὸ ἔνδυμα;».

Πόσοι ἆρα γε ἀπὸ ἐμᾶς ἔχουμε καταλάβει τὴν ἀξία αὐτῶν τῶν λόγων; Καὶ πόσοι προσπαθοῦν νὰ συμμορφωθοῦν; Γιατὶ σήμερα ἀντικρύζουμε τοὺς ἀνθρώπους νὰ πορεύονται δίχως ἐμπιστοσύνη, δίχως σιγουριά. Μονάχα τρέχουν. Ἀλλὰ γιατὶ τρέχουν οἱ ἄνθρωποι σήμερα; Γιὰ νὰ προλάβουν, ἐπειδὴ ὁ χρόνος δὲν τοὺς φτάνει. Τί ὅμως νὰ προλάβουν; Οὔτε κι αὐτοὶ καλὰ - καλὰ γνωρίζουν.

Ὁ Χριστὸς ὅμως σ᾿ αὐτοὺς ποὺ τρέχουν, μπαίνει μπροστὰ καὶ προσπαθεῖ νὰ τοὺς βάλει ἕνα φρένο. Προσπαθεῖ νὰ τοὺς ἐπιστρέψει στὴν πραγματικότητα καὶ νὰ τοὺς κάνει νὰ Τὸν έμπιστευθοῦν. «Κοιτάζετε, λέγει, τὰ πουλιὰ τοῦ οὐρανοῦ· αὐτὰ δὲν σπέρνουν, μήτε θερίζουν, μήτε μαζεύουν ἀγαθὰ στὶς ἀποθῆκες καὶ ὁ Πατέρας σας ὁ οὐράνιος τὰ τρέφει· ἐσεῖς δὲν ἀξίζετε πολὺ περισσότερο ἀπ᾿ αὐτά; Ἂν ὁ Θεὸς τρέφει τὰ πουλιὰ καὶ ντύνει μὲ χρώματα καὶ ἀρώματα τὰ λουλούδια τοῦ ἀγροῦ, δίχως κόπο δικό τους, πόσο μᾶλλον θὰ φροντίσει γιὰ τοὺς ἀνθρώπους. Γι᾿ αὐτὸ τοὺς καλεῖ νὰ μὴν χάνουν τὴν πίστη τους σ᾿ Αὑτόν, ἀλλὰ νὰ τὸν ἐμπιστεύονται ὡς Πατέρα ἀγαθὸ καὶ στοργικό».

Θέτοντας ὁ Χριστὸς ὡς βάση τὴν ἐμπιστοσύνη καὶ τὴν πίστη στὸ Θεὸ - Πατέρα, τοὺς πληροφορεῖ πὼς ὁ Πατέρας γνωρίζει τί ἔχουμε ἀνάγκη καὶ θὰ μᾶς τὰ παρέχει. Ἐμεῖς ὅμως ὀφείλουμε «νὰ ζητοῦμε τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ πρῶτα ἀπ᾿ ὅλα καὶ ὕστερα τὰ ἐπίγεια ἀγαθά».

Γι᾿ αὐτὴ ἄλλωστε τὴν ἀγαθότητα καὶ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ - Πατέρα, ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος σημειώνει τὰ ἀκόλουθα: «ὁ Χριστὸς δὲν εἶπε γνωρίζει ὁ Θεός, μὰ γνωρίζει ὁ Πατέρας, γιὰ νὰ φέρει μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ περισσότερη ἐλπίδα στοὺς ἀνθρώπους. Γιατὶ τέτοιος εἶναι ὁ Πατέρας, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ παραβλέψει τὶς ἀνάγκες τῶν υἱῶν Του, ποὺ βρίσκονται σὲ κακὴ κατάσταση· ἀφοῦ καὶ αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι αὐτὸ ἀκριβῶς κάνουν».

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἂν ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι, ποὺ εἴμαστε ἀτελεῖς καὶ ἁμαρτωλοί, γνωρίζουμε τί πρέπει νὰ προσφέρουμε στὰ παιδιά μας καὶ πῶς νὰ τὰ φροντίζουμε, πόσο μᾶλλον ὁ οὐράνιος Πατέρας μας, ποὺ εἶναι γεμᾶτος ἀγαθότητα. Ἀφοῦ γιὰ μᾶς θυσίασε τὸν ἴδιο τὸν Υἱό Του. Τί ἄλλο καλύτερο καὶ σπουδαιότερο ὑπάρχει ἀπ᾿ αὐτό;

Μπορεῖ λοιπόν, ὅταν ἐμεῖς τοῦ ζητοῦμε ψωμὶ νὰ μᾶς δίνει πέτρα, ἢ ψάρι νὰ μᾶς δίνει φίδι; Μπορεῖ νὰ κωφεύει στὶς παρακλήσεις μας καὶ νὰ κλείνει τὰ μάτια Του στὴ δυστυχία μας; Μπορεῖ ν᾿ ἀποστρέφει τὸ πρόσωπό Του ἀπὸ τὴ δική μας ἁμαρτωλότητα καὶ πτώση καὶ ν᾿ ἀρνιέται νὰ μᾶς παρέχει τὴν ἀρωγή Του;

Ἀσφαλῶς ὄχι, γιατὶ εἶναι ὁ Πατέρας καὶ ὡς Πατέρας στοργικὸς συμπεριφέρεται. Γι᾿ αὐτὸ στὴν Κυριακὴ προσευχή, ποὺ Τὸν ἀποκαλοῦμε Πατέρα μας, Τὸν παρακαλοῦμε νὰ μᾶς παρέχει τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ γιὰ τὴ ζωή· νὰ μᾶς συγχωρεῖ γι᾿ αὐτὰ ποὺ καθημερινὰ κακῶς πράττουμε καὶ νὰ μᾶς κρατάει μακριὰ ἀπὸ τὶς διαβολικὲς ἐνέργειες.

Ἀρχιμ. Ν.Π.





ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ

27 Αὐγούστου 2006
Κυριακή ΙΑ´ Ματθαίου
(Ματθ. ιη΄ 23-35)


Ἡ ὅλη προβληματικὴ τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου ἑστιάζεται στὴ διαφορετικὴ λειτουργία τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὸ ἴδιο πρᾶγμα. Ὁ Θεὸς ἀπὸ τὴν μιὰ μεριὰ τὸν ὀφειλέτη ὑπάλληλό του «μυρίων ταλάντων» -ἑξήκοντα ἑκατομμύρια χρυσὲς δραχμές- «σπλαγχνισθείς, τὸν ἄφησε ἐλεύθερο καὶ χάρισε τὸ δάνειο».

Ἀπὸ τὴν ἄλλη ὁ ἄνθρωπος, ποὺ πρὸ ὀλίγου ἐλεήθηκε ἀπὸ τὸν Κύριο, τὸν συνάδελφό του, ποὺ τοῦ ὄφειλε ἑκατὸ δηνάρια ἕνα εὐτελὲς ποσό δὲν ἤθελε νὰ τὸν ἀφήσει, δείχνοντας ὑπομονὴ γιὰ τὴν ἐξόφληση τοῦ μικροῦ δανείου.

Δύο διαφορετικοὶ τρόποι λειτουργίας καὶ φυσικὰ δύο ἀντίθετα ἀποτελέσματα. Τὸ ἕνα ὑπάρχει ὡς μέτρο εὐσπλαγχνίας καὶ χάριτος γιὰ τὰ ὀφειλόμενα. Καὶ τὸ ἄλλο ὡς μέτρο ἀσπλαγχνίας καὶ ἀπαιτήσεως τοῦ δανείου.

Γιὰ τὸ πρῶτο ὁ σχολιαστὴς Ζιγαβηνὸς σημειώνει πὼς «ένῶ ζήτησε μόνο προθεσμία γιὰ ἐξόφληση τοῦ χρέους, ὁ Κύριος τοῦ χάρισε τὴν ὀφειλή. Ἔτσι ὁ χρεώστης πῆρε περισσότερα ἀπ᾿ ὅ,τι ζήτησε. Παρεκάλεσε δηλαδὴ γιὰ μιὰ χάρη καὶ ἔλαβε ἀντ᾿ αὐτῆς, δύο».

Γιὰ τὸν δεύτερο δέ, ἐνῶ ζητεῖ προθεσμία ἐξόφλησης τοῦ μικροῦ χρέους· ἐνῶ τὸν παρακαλεῖ πέφτοντας στὰ πόδια του νὰ δείξει ὑπομονὴ καὶ εὐσπλαγχνία, ἐκεῖνος «ἀπελθὼν στοὺς κριτὲς γιὰ τὴν ὀφειλή, τὸν ἔρριξε στὴ φυλακὴ ἕως ὅτου πληρώσει ὅ,τι χρεωστοῦσε».

Εἶναι πάντως γνωστό πὼς ὁ Κύριος τῆς παραβολῆς αὐτῆς εἶναι ὁ Θεὸς καὶ ὁ δοῦλος, ὁ ἄνθρωπος. Καὶ ἡ συνομιλία ποὺ γίνεται, ἔχει σκοπὸ νὰ ἀναδείξει τὴν εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν συγγνώμη, οἱ ὁποῖες ἀποτελοῦν τὶς βασικὲς προϋποθέσεις εἰσόδου στὴ Βασιλεία Του.

Τὸ ὅτι ὁ Θεὸς εἶνα οἰκτίρμων καὶ εὔσπλαγχνος, εὔκολα γίνεται ἀντιληπτό, ἀφοῦ τὰ ἴδια τὰ ἱερὰ κείμενα τῆς Ἁγίας Γραφῆς μαρτυροῦν γι᾿ αὐτό. Στὸν ἑκατοστὸ δεύτερο Ψάλμο τοῦ Δαυΐδ, ποὺ ἐνδεικτικὰ ἀναφερόμαστε, διαβάζουμε τὰ ἀκόλουθα: «Εἶναι οἰκτίρμων καὶ ἐλεήμων ὁ Κύριος, μακρόθυμος καὶ πολυέλεος. Δὲν παρατείνεται διηνεκῶς καὶ ἀπαύστως ἡ κατὰ τῶν ἁμαρτιῶν μας ὀργή του, οὔτε μνησικακεῖ κατὰ τῶν παρεκτροπῶν μας αἰωνίως».

Γι᾿ αὐτὸ ὁ λόγος Του εἶναι πάντοτε παρακλητικὸς πρὸς τοὺς ἀνθρώπους· νὰ στέργουν πρὸς εὐσπλαγχνία καὶ συγγνώμη πάντα. «Τέκνον μου μὴ στερήσης τὸν πτωχὸν ἀπὸ τὰ ἀναγκαῖα διὰ τὴν ζωήν του καὶ νὰ μὴν ἀναβάλης τὴν βοήθειάν σου πρὸς ἐκεῖνον, τοῦ ὁποίου οἱ ὀφθαλμοί σὲ κοιτοῦν παρακλητικά».

Τὸ ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι τὶς περισσότερες φορὲς ἄσπλαγχνος καὶ ἀδιάφορος στὸν πόνο, τὴ δυστυχία καὶ τὴν ἀρρώστια τοῦ ἄλλου, δὲν εἶναι ἀνάγκη ἐμεῖς σήμερα νὰ τὸ ποῦμε. Ὅλοι γνωρίζουμε σὲ τί κόσμο ζοῦμε καὶ ὅλοι καθημερινὰ εἰσπράττουμε τὴν ἀδιαφορία καὶ τὴν κακότητα τῶν ἀνθρώπων.

Πόσο πολὺ ἐμεῖς στὸ σημερινὸ κόσμο μας ἀπέχουμε ἀπὸ τὸν λόγο τοῦ Ἰώβ, ποὺ ἐκφράζει μιὰ στάση εὐσπλαγχνίας καὶ συμπόνιας πρὸς τὸν συνάνθρωπο! Νὰ τὶ λέγει χαρακτηριστικὰ ὁ πολύπαθος Ἰώβ: «Ἐγὼ, ὁ Ἰώβ, ἔκλαυσα γιὰ κάθε ἀδύναμο καὶ ἀπροστάτευτο ἄνθρωπο καὶ στέναξα ἀπὸ συμπόνια βλέποντας κάθε ἄνθρωπο ποὺ βρισκόταν σὲ ἀνάγκες καὶ δυσκολίες».

Τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο κλείνει μὲ μιὰ οὐσιαστικὴ διαπίστωση, τὴν ὁποία κάνει ὁ Χριστός, δηλαδὴ γιὰ τὴν ἀξία τῆς εὐσπλαγχνίας καὶ τῆς συγχώρησης. Νὰ τί ἀκριβῶς λέγει: «Ἔτσι καὶ ὁ Οὐράνιος Πατέρας μου, πρὸς τὸν ὁποῖο λόγω τῶν ἀναρίθμητων ἁμαρτιῶν σας εἶσθε χρεῶσται ἀναρίθμητου χρέους, θὰ κάνη σὲ σᾶς, ἐὰν δὲν συγχωρέσετε καθένας σας τὸν ἀδελφόν του ὄχι μὲ τὸ στόμα σας μόνο, ἀλλ᾿ ἀπὸ τὴν καρδιά σας».

Καλούμαστε λοιπὸν ὅλοι ἐμεῖς νὰ γίνουμε εὔσπλαγχνοι καὶ ἐλεήμονες πρὸς τοὺς ἄλλους. Ν᾿ ἀκολουθήσουμε τὰ παράδειγμα τοῦ Θεοῦ Πατέρα καὶ νὰ τὸ κάνουμε ὄχι τυπικὰ καὶ ἐπιπόλαια, ἀλλὰ μὲ τὴν καρδιά μας. Δηλαδὴ δὲν θὰ ὁμιλεῖ μονάχα τὸ στόμα, μὰ πρὸ πάντων ἡ καρδιά.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, τὸ ὅτι ὁ Θεὸς μᾶς συγχωράει εἶναι δεδομένο. Τὸ ὅτι μᾶς ἀγαπᾶ κι αὐτὸ εἶναι ξεκάθαρο. Συνεπῶς κάθε τί ποὺ λέγεται καὶ εἶναι ἔξω ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ πνεῦμα, εἶναι μὴ ἀληθινό, καὶ ὡς ἐκ τούτου δὲν μποροῦμε νὰ τὸ δεχθοῦμε.

Ἕνας Θεὸς μὲ κακοῦργα ἔνστικτα, κακότητα καὶ ἐκδίκηση, δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι Πατέρας, νὰ λειτουργεῖ ὡς Πατέρας. Καὶ ἕνας Θεὸς δίχως τὴν πατρότητα εἶναι ἐπικίνδυνος.

Τὸ ὅτι ἐμεῖς στεκόμαστε εὔσπλαγχνοι καὶ συγχωρετικοὶ γιὰ τοὺς ἄλλους, δὲν εἶναι μήτε δεδομένο, μήτε ξεκάθαρο. Μᾶλλον εἶναι ζητούμενο. Ἀλλιῶς δὲν θὰ εἶχαν θέση τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ ποὺ μᾶς ὑπενθυμίζει πὼς, ἂν δὲν συγχωροῦμε τοὺς ἄλλους μὲ τὴν καρδιά μας, θὰ μᾶς παραδώσει ὁ Θεὸς στὴν σκληρότητα τῆς φυλακῆς.

Τί μένει λοιπὸν σὲ μᾶς; Νὰ μιμηθοῦμε τὸ Θεό – Πατέρα καὶ νὰ κάνουμε τὴν εὐσπλαγχνία καὶ τὴν συγχώρηση βίωμα καθημερινό, μετατρέποντάς τις ἀπὸ ζητούμενα σὲ δεδομένα. Ἔτσι μονάχα θὰ μπορέσουμε νὰ κατανοήσουμε τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιὰ ἐμᾶς.

Ἀρχιμ. Ν.Π.





ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ

20 Αὐγούστου 2006
Κυριακή Ι´ Ματθαίου
(Ματθ. ιζ΄ 14-23)


Ἡ ἀδυναμία τῶν Μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ νὰ θεραπεύσουν τὸν νέο τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου, ποὺ ταλαιπωρεῖται ἀπὸ τὴν ἐπίδραση τοῦ διαβόλου ἐπάνω του, κρύβεται στὴν ἔλλειψη δύο βασικῶν παραγόντων· τῆς προσευχῆς καὶ τῆς νηστείας, κατὰ τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ.

Ἐτοῦτοι οἱ παράγοντες εἶναι καθοριστικοὶ τῆς πνευματικῆς ζωῆς καὶ πιστοποιοῦν τὴν ὕπαρξη τοῦ ἀγῶνος γιὰ ἀναγέννηση. Ὁ ἕνας παράγων στηρίζεται στὸν ἄλλο καὶ ἡ σύνδεσή τους εἶναι τόσον ἀρραγής, ὥστε ἡ ἔλλειψη τοῦ ἑνὸς ἀδυνατίζει τὴν παρουσία τοῦ ἄλλου.

Γιατί, δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρχει ζῶσα καὶ διαρκὴς προσευχή, ὅταν λείπει ἡ νηστεία. Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ προσευχηθεῖ ὁ ἄνθρωπος, ὅταν αἰσθάνεται βάρος ἀπὸ τὰ φαγητὰ καὶ τὰ ποτὰ; Εἶναι δυνατὸν νὰ σηκωθεῖ γιὰ προσευχὴ καὶ νὰ συμμετέχει στὸν προσευχητικὸ λόγο, ὅταν δὲν ἔχει προηγηθεῖ ἡ νηστεία;

Ὁ Ζιγαβηνός, σχολιάζοντας, ἀναφέρει σχετικά πὼς «ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου ἐνεργεῖ ἀπερίσπαστα, ὅταν δὲν βαρύνεται ἀπὸ τὸ φορτίο τοῦ στομάχου, βιαιότερα ὅμως ἀπὸ τὸ πῦρ καὶ φοβερώτερο παντὸς ἀνέρχεται ἡ προσευχή, γι᾿ αὐτὸ πρέπει νὰ συνυπάρχουν καὶ οἱ δύο πάντοτε».

Καὶ πάλι, ὅταν λέμε νηστεία, δὲν ἐννοοῦμε μόνο τὴν ἐναλλαγὴ τῶν τροφίμων, μήτε πάλι τὴν ποσότητά τους ἀλλὰ τὴν ἐγκράτεια τοῦ ἀνθρώπου ἔναντι τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν. Νὰ μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ κρατᾶ τὸν ἑαυτόν του, νὰ γίνεται δηλαδὴ αὐτοκράτοράς του καὶ νὰ τὸν ὁδηγεῖ ἐκεῖ ποὺ πρέπει καὶ ὅσο πρέπει.

Ἔτσι, ἡ ἐγκράτεια εἶναι μιὰ βασικὴ ἀρχὴ πνευματικῆς ὡριμότητας καὶ ἐκφράζει μιὰ ποιότητα τῆς ἀνθρώπινης ὑπάρξεως. Μέσα σ᾿ αὐτὴ τὴν ποιότητα ὁ ἄνθρωπος, ξεπερνώντας κάθε εἴδους ποσότητες καὶ τὶς ἐναλλαγὲς τῶν τροφίμων, αἰσθάνεται καὶ ἐλεύθερος καὶ αὐτεξούσιος. Μπορεῖ μὲ τὴν ἐλευθερία του καὶ τὴν αὐτοκυριαρχία νὰ καθοδηγεῖ τὴν ὕπαρξή του στὸ δρόμο τῆς ὑπέρβασης, πλησιάζοντας βῆμα μὲ βῆμα καθημερινῶς πρὸς τὴν τελειότητα καὶ τὴ θέωση μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ.

Ὅλη αὐτὴ ἡ διαδρομὴ, ποὺ ἐκφράζει μιὰ προσπάθεια καὶ ἕναν ἀγώνα πνευματικῆς συγκρότησης, ἔχει ὡς βοηθὸ καὶ στήριγμα τὴν προσευχή. Ἀλλιῶς θὰ ἔμενε ἀνεκπλήρωτη καὶ στὴ διαδρομὴ ὁ ἄνθρωπος θὰ ἐκάμπτετο.
Τώρα ὅμως μπορεῖ νὰ εἶναι σίγουρος πὼς τίποτε δὲ θὰ μείνει στὴ μέση, δίχως νὰ ἐκπληρωθεῖ. Ἐπειδὴ γνωρίζει πὼς «αὐτὸ τὸ γένος τῶν δαιμόνων δὲν ἀντιμετωπίζεται ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο... παρὰ μὲ προσευχὴ καὶ νηστεία».

Προτάσσοντας δὲ ὁ Χριστὸς τὴν προσευχή, δηλώνει πώς ἀποτελεῖ φοβερὸ ὅπλο ἐναντίον τοῦ διαβόλου καὶ παίρνει δύναμη ἀπὸ τὴ νηστεία. Στὸ σημεῖο αὐτὸ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος προσθέτει τὰ ἀκόλουθα: «ὄχι μόνο ἡ νηστεία, ἀλλὰ πρέπει νὰ ὑπάρχει καὶ ἡ προσευχὴ καὶ μάλιστα πρωταρχικά». Ὁ δὲ ἱερὸς ὑμνωδὸς τοῦ βιβλίου τοῦ Τριωδίου, μεταξὺ τῶν ὑπέροχων ὕμνων του, γράφει γιὰ τὴ νηστεία: «σὲ ὅλη τὴ διάρκεια τοῦ χρόνου ἡ νηστεία εἶναι ὠφέλιμη σ᾿ αὐτοὺς βεβαίως ποὺ τὴν προτιμοῦν καὶ σηκώνουν τὸ βάρος της. Καὶ ἔτσι στὸ νηστεύοντα δὲν τολμάει νὰ ἐπιδράσει ὁ διάβολος, ἀλλὰ ἀντιθέτως οἱ φύλακες τῆς ζωῆς μας Ἄγγελοι μοχθοῦν καὶ κοπιάζουν γι᾿ αὐτόν».

Ὥστε ἡ ἀξία καὶ ἡ σημασία τῆς νηστείας εἶναι πολὺ μεγάλη γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Ὠφέλιμη καὶ ὑποβοηθητικὴ τῆς πνευματικῆς ζωῆς· ἐπειδὴ δὲν μπορεῖ νὰ ταυτιστεῖ μὲ τὴν οἰνοποσία ἢ τὴν πολυφαγία, μήτε συμβαδίζει μὲ τὴν ἀκράτεια καὶ τὴν ἀχαλίνωτη ζωή.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, μὴ νομίσουμε πὼς μιλώντας σήμερα γι᾿ αὐτὰ τὰ θέματα, μπορέσαμε νὰ τὰ ἐξαντλήσουμε. Κάθε ἄλλο, γιατί τὰ θέματα αὐτὰ εἶναι καὶ μεγάλα καὶ πλούσια. Μόνο λίγα λόγια εἴπαμε καὶ ἐκεῖνα ἀδύναμα.
Ὅμως, ἀξίζει τελειώνοντας γιὰ σήμερα, ν᾿ ἀκούσουμε τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ τὶ λέγει διὰ τοῦ προφήτου Ἡσαΐα ἰδιαίτερα γιὰ τὴ νηστεία: «Ἐγώ, λέγει ὁ Θεός, δὲν ἐπεθύμησα τέτοιου εἴδους νηστεία, νὰ διέρχεται δηλαδὴ ὁ ἄνθρωπος τὴν ἡμέρα του ταλαιπωρημένος... Ἐκεῖνο ποὺ διέταξα, συνεχίζει ὁ Θεός, εἶναι νὰ σπάσεις τὰ δεσμὰ τῆς βίας καὶ τῆς καταπίεσης, νὰ ἐλευθερώνεις ἀνθρώπους συντετριμμένους, ἕνεκα τῆς καταπιέσεως καὶ ἐκμεταλλεύσεως. Νὰ κόβεις ἀπὸ ἐσένα τὸν ἄρτο σου καὶ νὰ τὸ δίνεις στοὺς πεινώντας πτωχούς. Νὰ εἰσάγεις στὸ σπίτι σου τοὺς ἀστέγους. Ἂν δεῖς κάποιο δίχως ἐνδύματα, νὰ τὸν ἐνδύσεις. Μὴν παραβλέψεις αὐτοὺς ποὺ πονοῦν καὶ δυστυχοῦν...».

Σ᾿ αὐτὸν λοιπὸν ποὺ βλέπει τὴ νηστεία ὡς τύπο καὶ ἀποφυγὴ κάποιων τροφίμων καὶ τίποτε ἄλλο, τί θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε; Ἆραγε ἀρκεῖ μονάχα αὐτό; Καὶ αὐτὸ εἶναι ποὺ ζητεῖ ὁ Θεὸς ἀπὸ ἐμᾶς; Βεβαίως, οὔτε τὸ ἕνα οὔτε τὸ ἄλλο ἀπ᾿ αὐτὰ ἰσχύει. Γιατὶ καὶ τὸ ἕνα καὶ τὸ ἄλλο βρίσκονται ἔξω καὶ πέραν τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας.

Ἀρχιμ. Ν.Π.





ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ

13 Αὐγούστου 2006
Κυριακή Θ´ Ματθαίου
(Ματθ. ιζ΄ 22-34)


Στὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο τοῦ εὐαγγελιστοῦ Ματθαίου, πλὴν τῶν ἄλλων θεμάτων, ποὺ θὰ μποροῦσαν ν᾿ ἀποτελέσουν τὴ βάση γιὰ ἀνάλυση καὶ διδαχή, ὑπάρχει καὶ τὸ θέμα τῆς προσευχῆς. Ὁ Χριστὸς, λέγει τὸ ἱερὸ κείμενο, «ἀφοῦ διέλυσε τὰ πλήθη ἀνέβηκε στὸ βουνὸ γιὰ νὰ προσευχηθεῖ μόνος Του».

Μὲ τὴν κίνηση αὐτὴ ὁ Χριστὸς ἐπιθυμεῖ νὰ τονίσει ὄχι τόσο τὸν τόπο, μὰ τὸν τρόπο τῆς προσευχῆς. Κι αὐτὸς ὁ τρόπος ὑπογραμμίζεται στὶς δύο μικρὲς λέξεις· «μόνος Του».

Τί σημαίνει ἆραγε τὸ «μόνος Του»; Μήπως ὅτι πῆγε μακριὰ ἀπὸ τοὺς Μαθητές καὶ τὸν κόσμο καὶ ἔμεινε μόνος; Ἢ μήπως ἡ προσευχὴ εἶναι μιὰ πράξη προσωπικὴ καὶ τοποθετεῖται στὴν προσωπικὴ σχέση τοῦ προσευχομένου μὲ τὸ Θεό;

Ὅπως ἀντιλαμβανόμαστε, πρόκειται γιὰ τὸ δεύτερο. Δηλαδὴ ἡ προσευχὴ εἶναι προσωπικὸς λόγος καὶ προσωπικὴ ἐνατένιση πρὸς τὸ Θεό. Αὐτὴ δὲ ἡ προσωπικὴ στάση δὲν ὁρίζεται, μήτε ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸν τόπο, ἂν δηλαδὴ αὐτὸς εἶναι τὸ βουνὸ καὶ ἡ ἐρημιὰ ἢ ἡ πόλη ἢ ἡ πολυκοσμία.

Γιατὶ καὶ στὴ μιὰ περίπτωση καὶ στὴν ἄλλη, ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ προσευχηθεῖ κλεινόμενος «στὸ ταμιεῖον» τῆς ὑπάρξεώς του. Καὶ ἐκεῖ βρίσκοντας τὸν ἑαυτόν του, τὸν τοποθετεῖ ἔναντι τοῦ Θεοῦ καὶ διαλέγεται μαζί Του. Ἔτσι, τίποτε δὲν μπορεῖ νὰ ἐμποδίσει τὸν ἄνθρωπο νὰ προσευχηθεῖ καὶ στὴν ἡσυχία του ἀλλὰ καὶ στὴ δουλειά του· στὸ σπίτι του κλεισμένος ἢ περπατώντας στὸ δρόμο.

Γιατί μόνο μ᾿ αὐτὸ τὸν τρόπο μπορεῖ νὰ κατανοηθεῖ ὁ λόγος τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ὅταν τονίζει «συνεχῶς νὰ προσεύχεσθε». Πῶς ὅμως συνεχῶς; Νὰ στεκόμαστε διαβάζοντας συνεχῶς προσευχὲς ἢ νὰ ψελλίζουμε ὕμνους καὶ παρακλήσεις; Ἁπλά, κάθε ὥρα καὶ κάθε στιγμή, ὅπου κι ἂν βρισκόμαστε καὶ ὅ,τι κι ἂν κάνουμε, νὰ ἔχουμε τὴν ἐνθύμηση τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὅταν θυμούμαστε συνεχῶς τὸ Θεό, τότε θὰ κάνουμε λιγότερα σφάλματα καὶ θἄχουμε πιὸ λίγες πτώσεις καὶ ἀστοχίες.

Καὶ γιὰ βεβαιωθοῦμε καλύτερα γιὰ τὴν μεγάλη σημασία τοῦ τρόπου τῆς προσευχῆς καὶ ὄχι τοῦ τόπου, ὁ Χριστός «συχνάκις προσηύχετο καὶ μάλιστα ἐκτενῶς ἐνώπιον τῶν μαθητῶν Του». Γι᾿ αὐτό, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν προσευχή Του στὸ χῶρο τῆς Γεθσημανῆ ἐκεῖνο τὸ δραματικὸ βράδυ, εἶναι ἡ μόνη περίπτωση ποὺ ὁ Χριστὸς προσεύχεται κατὰ μόνας.

Ὁ δὲ ἱερὸς Χρυσόστομος σχολιάζει αὐτὴ τὴν τακτικὴ τοῦ Χριστοῦ μ᾿ αὐτὰ τὰ λόγια: «τὸ ἔκανε αὐτὸ ὁ Χριστὸς γιὰ παιδαγωγικοὺς λόγους, διδάσκοντάς μας νὰ μὴν ἀναμιγνυόμαστε συνεχῶς μέσα στὸ πλῆθος, μήτε νὰ ἀποφεύγουμε τὸ πλῆθος πάντοτε, ἀλλὰ νὰ χρησιμοποιοῦμε καὶ τὰ δύο, ἐναλλάσσοντας τὸ ἕνα μὲ τὸ ἄλλο πρὸς τὸ πρεπούμενο».

Ὥστε ἡ προσευχὴ ἀποτελεῖ καθαρῶς προσωπικὸ γεγονὸς καὶ εἶναι ἕνας διάλογος μεταξὺ ἀνθρώπου καὶ Θεοῦ. Βάση δὲ αὐτοῦ τοῦ διαλόγου εἶναι ἡ ἀγάπη. Κι ὅπως ἀκριβῶς συμβαίνει μεταξὺ δύο ἀγαπωμένων ἀνθρώπων, ποὺ ἀναπτύσσεται μιὰ διαλεκτικὴ ἀγάπη καὶ ἀλληλοεμπιστοσύνη, ἔτσι γίνεται καὶ μὲ τὸ Θεό. Ἀγαπᾶμε τὸ Θεὸ καὶ Τὸν ἐμπιστευόμαστε. Γι᾿ αὐτὸ ἐπιθυμοῦμε, ὄχι μόνο νὰ εἴμαστε πάντα μαζί, ἀλλὰ καὶ νὰ διαλεγόμαστε μετ᾿ Αὐτοῦ. Τότε ἡ προσευχή μας ἀνακουφίζει τὴν ὕπαρξή μας καὶ αὐτὸ ἀποτελεῖ τὴν ἀπάντηση τοῦ Θεοῦ στὰ δικά μας αἰτήματα.

Γιατὶ ὁ Θεὸς μᾶς ἀπαντᾶ κατὰ μυστικὸ καὶ θαυμαστὸ τρόπο, ἔτσι ὥστε ἡ ψυχὴ τοῦ προσευχομένου νὰ ἀγάλλεται καὶ νὰ γεμίζει αἰσιοδοξία καὶ χαρά. Μιὰ χαρά, ὄχι ὅπως οἱ ἄλλες, ποὺ παρέχουν τὰ ἐγκόσμια πράγματα, ἀλλὰ μιὰ χαρὰ ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ ἐκφρασθεῖ, ἐπειδὴ εἶναι μεγάλη καὶ βαθειά.

Ὁ Χριστὸς ἀνεβαίνοντας στὸ ὄρος νὰ προσευχηθεῖ ὑπογραμμίζει ἀκόμη τὸ γεγονὸς πὼς ἐκεῖνος ποὺ θὰ ἀποφασίσει νὰ προσευχηθεῖ, πρέπει ν᾿ ἀφήσει πίσω του κάθε ἐγκόσμια φροντίδα καὶ κάθε γήϊνο βάρος. Μόνος καὶ ἔξω ἀπ᾿ ὅλ᾿ αὐτὰ θὰ πρέπει νὰ προσευχηθεῖ, γιὰ νὰ ἐλπίζει πὼς θὰ εἰσακουστεῖ ἀπὸ τὸ Θεό. Εἰδεμή, ἐὰν ἔλθει στὴν προσευχὴ μὲ τὰ βάρη, τὰ ἄγχη καὶ τὶς φροντίδες τοῦ κόσμου, μάταια θὰ τὸ κάνει, γιατὶ ὅλ᾿ αὐτὰ δὲν θὰ τὸν ἀφήσουν ν᾿ ἀπολαύσει αὐτὴ τὴν συγκλονιστικὴ σχέση του μὲ τὸ Θεό.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, μὴ νομίσουμε πὼς μποροῦμε νὰ προσευχόμαστε στὸ Θεὸ κολλημένοι στὰ γήϊνα πράγματα καὶ φορτωμένοι τὰ ἐγκόσμια βάρη. Μήτε μποροῦμε νὰ τὸ πράξουμε δίχως νὰ ἔχουμε γνωρίσει τὸν ἑαυτόν μας καὶ νὰ ἔχουμε μείνει μόνοι.

Ὅταν σκορπίζουμε τὶς ὑπάρξεις μας στὰ καθημερινά· ὅταν χανόμαστε μέσα στὸ πλῆθος τῶν ἀνθρώπων· ὅταν ἔχουμε χάσει τὴν ἰσορροπία ἐντός μας, τότε σὲ ποιὰ βάση καὶ μὲ ποιὸν νὰ μιλήσει ὁ Θεός; Ποῦ θὰ μᾶς βρεῖ; Καὶ πῶς θὰ ἀνοίξει τὴν καρδιά μας, ὅταν ἐμεῖς γιὰ ἄλλα πασχίζουμε;

Νὰ θυμηθοῦμε τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ, πώς, ὅταν προσευχόμαστε, πρέπει νὰ κλειστοῦμε στὸν ἑαυτόν μας· νὰ βροῦμε τὸ χαμένο ἑαυτόν μας· νὰ ἀγαπήσουμε καὶ νὰ ἐμπιστευθοῦμε τὸ Θεό. Ὅπου κι ἂν βρισκόμαστε, εἴτε στὴν ἐρημιὰ εἴτε στὸν κόσμο. Καὶ τότε ὁ Θεὸς θ᾿ ἀνοίξει ἕνα παράθυρο μέσα μας, γιὰ νὰ ἁπλώσει τὸ φῶς Του, νὰ γλυκάνει τὶς καρδιές μας καὶ νὰ στηρίξει τὶς ὑπάρξεις μας.

Ἀρχιμ. Ν.Π.





ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ

6 Αὐγούστου 2006
Κυριακή τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Χριστοῦ
(Ματθ. ιζ΄ 1-9)


Ἕξι Αὐγούστου σήμερα καὶ ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει τὴν Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Προβάλλοντας δὲ αὐτὸ τὸ γεγονός, ἐπιθυμεῖ νὰ ἀποκαλύψει στὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων τὴν πραγματικὴ δόξα τοῦ Χριστοῦ. Δόξα, ἡ ὁποία ἀποκαλύπτεται στὰ ἀνθρώπινα μέτρα καὶ γίνεται γνωστὴ μὲ τὴν ἀνθρώπινη δυνατότητα.

Ἄρα λοιπόν, ἡ θεία Μεταμόρφωση στὸ Θαβώριο ὄρος ἦταν μερική, γιατὶ ἀπευθυνόταν στοὺς ἀνθρώπους. Γι᾿ αὐτὸ ὁ ἱερὸς ὑμνωδὸς στὸ ἀπολυτίκιο τῆς ἡμέρας τονίζει πὼς ἡ δόξα τοῦ Χριστοῦ στὴ Μεταμόρφωση ἔγινε στὸ μέτρο ποὺ θὰ μποροῦσαν οἱ Μαθητὲς νὰ κατανοήσουν.

«Ἔδειξες», λέγει ὁ ὑμνωδός, «τὴ δόξα Σου στοὺς Μαθητές, καθὼς μποροῦσαν νὰ τὴν καταλάβουν». Ὄχι περισσότερο. Γιατὶ περισσότερο θὰ ἦταν περιττό, ἀφοῦ θὰ ἔμενε ἀπροσέγγιστο καὶ ἀκατανόητο.

Στὸ Εὐαγγέλιό του ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος, περιγράφοντας τὸ γεγονὸς τῆς Μεταμορφώσεως, σημειώνει πώς, «μεταμορφώθηκε μπροστά τους (στοὺς Μαθητὲς) καὶ ἔλαμψε τὸ πρόσωπό Του σὰν τὸν ἥλιο, τὰ δὲ ἐνδύματά Του ἔγιναν λευκὰ σὰν τὸ φῶς».

Γίνεται ἀντιληπτὸ πὼς ὁ ἱερὸς Εὐαγγελιστής βρίσκεται μπροστὰ σὲ μιὰ δυσκολία. Δυσκολία, ἡ ὁποία προκύπτει ἀπὸ τὸ γεγονὸς τῆς ἀδυναμίας περιγραφῆς τοῦ γεγονότος. Ἡ λάμψη τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ λευκὸ χρῶμα τῶν ἐνδυμάτων Του εἶναι κάτι πολὺ περισσότερο καὶ πλουσιότερο ἀπὸ τὴ σχετικὴ διηγήση. Εἶναι κάτι παρὰ πάνω.

Ὁ ἱερὸς Εὐαγγελιστὴς ὅμως χρησιμοποιεῖ αὐτὲς τὶς ἀνθρώπινες έκφράσεις, γιατὶ ἀκριβῶς ὁ ἥλιος εἶναι τὸ μόνο γνωστὸ ἄστρο μ᾿ αὐτὸ τὸ λαμπρὸ φωτισμό. Δὲν ὑπάρχει ἄλλο δυνατότερο καὶ λαμπρότερο. Τὸ ὅτι ὅμως ἦταν κάτι πολὺ ἀνώτερο καὶ περισσότερο, γίνεται ἀντιληπτὸ ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι «οἱ Μαθητὲς ἔπεσαν μὲ τὸ πρόσωπο στὸ χῶμα».

Ἔπεσαν στὸ ἔδαφος οἱ Μαθητὲς μπροστὰ σ᾿ αὐτὴ τὴ λάμψη καὶ τὸ φῶς. Ὅμως κάθε μέρα ἀντικρύζουμε τὸ φῶς τοῦ ἡλίου καὶ δὲν πέφτουμε στὸ ἔδαφος. Γι᾿ αὐτὸ ὁ ἱερὸς Δαμασκηνὸς σημειώνει μὲ νόημα: «Ἐὰν λοιπὸν, γράφει, δὲν ἦταν ἐκεῖνο τὸ φῶς κάτι τὸ ὑπερβολικό, ἀλλὰ στὰ μέτρα τοῦ φωτὸς τοῦ ἡλίου, οἱ Μαθητὲς δὲν θὰ ἔπεφταν στὸ ἔδαφος». Ἀντιλαμβανόμαστε τὸ μέγεθος τοῦ γεγονότος τῆς Μεταμορφώσεως καὶ τὴν ἀδυναμία περιγραφῆς του. Καὶ ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι καὶ ὡς πρὸς τὸ μέτρο ποὺ ἔγινε καὶ ὡς πρὸς τὸ μέτρο ποὺ κατανοεῖται, μένει ἀκόμη χῶρος ἀνέγγιχτος καὶ ἀκατανόητος.

Μὰ ὁ Χριστὸς ὅ,τι πράττει, ὅ,τι διδάσκει, δὲν τὸ κάνει γιὰ ἐπίδειξη ἢ ἐντυπωσιασμὸ τῶν ἀνθρώπων. Πολὺ δὲ περισσότερο δὲν ἐπιθυμεῖ νὰ ἐκφοβήσει. Γιατὶ μιὰ τέτοια ἐνέργεια καθιστᾶ τὸν ἄνθρωπο ἀνελεύθερο καὶ ἐγκλωβισμένο μέσα στὸν φόβο καὶ τὴ σύγχυση.

Ὅμως, μήτε ὁ φόβος μπορεῖ νὰ γεννήσει μιὰ ὁλοκληρωμένη καὶ ἐλεύθερη πίστη· μήτε ἡ σύγχυση ἀποτελεῖ στέρεο ἔδαφος, ποὺ μπορεῖ νὰ εὐδοκιμήσει μιὰ τέτοια κατάσταση. Ἄλλη πρέπει νὰ εἶναι ἡ προϋπόθεση, ποὺ ἀναδεικνύει τὸν πιστὸ ἄνθρωπο καὶ γνώστη τῶν θείων ἀληθειῶν.

Κι αὐτὴ ἡ προϋπόθεση εἶναι ἡ ἐλεύθερη βούληση τοῦ ἀνθρώπου. Μόνο ἔτσι ὁ ἄνθρωπος, διὰ τῆς προσωπικῆς ἐλευθερίας καὶ τοῦ δικοῦ του ἀγώνα, μέσα στὴ χάρη τοῦ Χριστοῦ, γίνεται μύστης τῆς πίστεως. Καὶ μόνο τότε ἡ πίστη μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ πὼς στηρίζεται σὲ στέρεη βάση καὶ μένει ἀκλόνητη καὶ σταθερή.

Κάθε ἄλλη πίστη ποὺ δημιουργεῖται ἀπὸ φόβο, ἔχει πρόσκαιρο χαρακτήρα καὶ λυμφατικὸ περιεχόμενο. Μόλις τὸ γεγονὸς ποὺ προξένησε τὸ φόβο έκλείψει, τότε ἡ πίστη ἐξαφανίζεται. Ἐξαφανίζεται ὡς ἐπιπόλαιο καὶ δίχως ἠθικὸ ὑπόβαθρο γεγονός.

Γι᾿ αὐτό, δὲν ἔχει σημασία ἂν μποροῦμε νὰ κατανοήσουμε τὰ θεῖα γεγονότα καὶ μάλιστα στὴν ὁλότητά τους. Δὲν εἶναι ἀρνητικὸ τὸ γεγονὸς πὼς πολλὰ ἀπ᾿ αὐτὰ μένουν μακριὰ ἀπὸ τὶς ἀνθρώπινες δυνατότητες καὶ δὲν ἀποκαλύφθησαν ὅλα στὸν ἄνθρωπο.

Γιατὶ ἐκεῖνο ποὺ θὰ πρέπει νὰ μᾶς ἐνδιαφέρει εἶναι πὼς ὁ Χριστὸς ἀποκάλυψε ὅλα ὅσα εἶναι ἀρκετὰ γιὰ τὴ δική μας σωτηρία. Δὲν ἀπέκρυψε τίποτε· δὲν παρέλειψε ὅλ᾿ αὐτὰ ποὺ θὰ μᾶς βοηθήσουν καὶ θὰ διευκολύνουν τὴν πορεία μας γιὰ τὴ Βασιλεία Του.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἡ σημερινὴ ἑορτὴ τῆς θείας Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, ἀποτελεῖ μιὰ γλυκειὰ πρόγευση τῆς δόξας καὶ τῆς μεγαλειότητάς Του. Τὸ φῶς καὶ ἡ λάμψη της εἶναι προάγγελος τοῦ φωτὸς τῆς αἰωνιότητας. Εἶναι τὸ γεγονὸς πὼς ἐμεῖς ἀξιωνόμαστε νὰ γίνουμε μέτοχοι τῆς δικῆς του λαμπρότητας.

Μὰ πρωτίστως, ἐφ᾿ ὅσον ζοῦμε σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο, ἀποτελεῖ μιὰ οὐσιαστικὴ καὶ βασικὴ ἐπίκληση καὶ προσευχὴ πρὸς τὸν Χριστό, νὰ λάμψει μὲ τὸ δικό Του φῶς στὶς ὑπάρξεις μας. Γι᾿ αὐτό, μαζὶ μὲ τὸν ἱερὸ ὑμνωδὸ θὰ ψάλλουμε σήμερα μεταξὺ τῶν ἄλλων, ζητώντας «νὰ λάμψει καὶ σὲ ἐμᾶς τοὺς ἁμαρτωλοὺς τὸ φῶς Του τὸ αἰώνιο», γιὰ νὰ μᾶς φωτίσει τὸ δρόμο πρὸς τὴ Βασιλεία Του.

Ἀρχιμ. Ν.Π.





ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ

24 Σεπτεμβρίου 2006
Κυριακή Α΄ Λουκᾶ
(Λουκ. ε΄ 1-11)


Στὸ ἀγαπημένο Του χῶρο, τὴ λίμνη τῆς Γεννησαρέτ, βρίσκουμε τὸν Χριστὸ νὰ διδάσκει τὸ λαὸ καὶ νὰ ἐξαγγέλει τὸ Εὐαγγέλιό Του. Καὶ ὅταν τελειώνει τὴ διδαχή, ἀπευθυνόμενος στὸν Ἀπόστολο Πέτρο, δίνει τὴν ἐντολὴ νὰ ρίξει τὸ δίχτυ, γιὰ νὰ πιάσουν ψάρια. Ἔτσι ἀρχίζει καὶ αὐτὰ διηγεῖται ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς στὸ Εὐαγγέλιό του, ποὺ σήμερα διαβάστηκε στὴν Κυριακάτικη θεία Λειτουργία.

Στὴν συνέχεια, καθὼς ἐξελίσσεται ἡ διήγηση, ὁ ἀπόστολος Πέτρος ἐκφράζει τὴ δυσκολία τοῦ ἐγχειρήματος μετὰ καὶ τὴν ὁλονύκτια ἀποτυχία τους. Μὰ τελικὰ ὑπακούει στὸ λόγο τοῦ Χριστοῦ λέγοντας, «ἀφοῦ ὅμως τὸ διατάζεις, μὲ τέλεια πεποίθηση καὶ ὑπακοή, θὰ ρίξω τὸ δίκτυο πάλι στὴ λίμνη».

Τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν πλούσιο, γιατὶ ἦταν εὐλογημένο. Τόσα πολλὰ ψάρια δὲν εἶχαν ποτὲ ψαρέψει, μήτε εἶχαν δεῖ. Τώρα τὸ δίχτυ κοντεύει νὰ σπάσει ἀπὸ τὸ βάρος τῶν ψαριῶν. Γι᾿ αὐτὸ προσκάλεσαν καὶ τοὺς ἄλλους ψαράδες ἀπὸ τὸ ἄλλο πλοιάριο νἄρθουν νὰ βοηθήσουν. Ἐπειδὴ ἡ εὐλογία τοῦ Χριστοῦ, ποὺ φέρνει τὸν πλοῦτο εἶναι τέτοια, ποὺ ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ σηκώσει.

Ὁ ἀπόστολος Πέτρος, ψαρὰς ἐπὶ σειρὰ ἐτῶν στὴ λίμνη Γεννησαρὲτ, γνωρίζει πὼς μιὰ τέτοια ἐπιτυχία στὸ ψάρεμα οὐδέποτε εἶχε συμβεῖ. Ἄρα λοιπὸν ὁ πλοῦτος αὐτῶν τῶν ψαριῶν ὀφειλόταν στὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ καὶ στὸ λόγο Του πρὸς τὸν Πέτρο καὶ τοὺς ἄλλους.

Ὁ ἀπόστολος Πέτρος αἰσθάνθηκε τὴ δύναμη τῶν λόγων τοῦ Διδασκάλου καὶ ἐπέδειξε ἐμπιστοσύνη καὶ ὑπακοὴ σ᾿ Αὐτόν. Τὸ πλῆθος δὲ τῶν ψαριῶν ἦταν ἡ ἀμοιβὴ στὴν ὑπακοή τους, τοῦ Πέτρου, τοῦ Ἰακώβου καὶ τοῦ Ἰωάννου. Γιατί ὅποιος ἐλπίζει καὶ ἀκολουθεῖ τὸν Χριστό, ἀκουμπώντας μὲ σιγουριὰ ἐπάνω Του, ποτὲ δὲν ντροπιάζεται, μήτε φεύγει ἀπογοητευμένος. Καὶ τελικὰ δὲν βγαίνει χαμένος, ἐκεῖνος ποὺ ἐμπιστεύεται τὸν Χριστό.

Ὁ ἀπόστολος Πέτρος, βρισκόμενος μπροστὰ στὸ θαῦμα τοῦ πλήθους τῶν ψαριῶν, αἰσθάνεται τὴν μικρότητα καὶ ἁμαρτωλότητά του καὶ παρακαλεῖ τὸν Χριστὸ νὰ βγεῖ ἀπὸ τὸ πλοιάριο.

«Ὅταν δὲ εἶδε ὁ Σίμων Πέτρος τὸ καταπληκτικὸ αὐτὸ πλῆθος τῶν ψαριῶν, ἔπεσε κάτω στὰ γόνατα τοῦ Χριστοῦ καὶ εἶπε· Ἔβγα ἀπὸ τὸ πλοῖο καὶ φύγε ἀπὸ ἐμένα Κύριε, γιατί εἶμαι ἄνθρωπος ἁμαρτωλὸς καὶ εἶμαι ἀνάξιος νὰ Σὲ δεχθῶ στὸ πλοῖο μου». Πόσο ταιριάζουν τὰ λόγια τοῦ πολυπαθοῦς Ἰὼβ ποὺ μιλώντας στὸ Θεὸ αἰσθάνεται τὴ μηδαμινότητά του καὶ τὴν ἐκφράζει μὲ ἐτοῦτα τὰ λόγια: «Μέχρι τώρα μόνο μὲ τὰ αὐτιά μου ἄκουγα γιὰ Σένα, τώρα ὅμως Σὲ εἶδαν τὰ μάτια μου. Γι᾿ αὐτὸ ἐλεεινολόγησα τὸν ἑαυτόν μου, ἔλειωσα ἀπὸ ψυχικὴ συντριβὴ, αἰσθάνομαι ὅτι εἶμαι χῶμα καὶ στάχτη».

Συνεπῶς ἡ παρουσία καὶ ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ καθίσταται ἀποκαλυπτικὸς γιὰ τὴν γνωριμία τοῦ ἑαυτοῦ μας. Ἔτσι ἄλλωστε αἰσθάνθηκε ὁ ἀπόστολος Πέτρος. Τὸ φῶς τῆς θεότητος τοῦ Χριστοῦ «ἀντανακλᾶ συγχρόνως καὶ στὴν καρδιά του καὶ ἀποκαλύπτει τὸν ἑαυτό του, ὅσο οὐδέποτε ἄλλοτε τὸν ἔχει γνωρίσει».

Θὰ συνεχίσει φυσικὰ τὴν ἐργασία του ὁ Πέτρος, ἀλλὰ μιὰ ἐργασία ὄχι μόνο μὲ τὰ χέρια. Τώρα περισσότερο θὰ ἐργαζέται μὲ τὴν καρδιά. Δηλαδὴ «ἐργασία ὄχι μόνο ἐξωτερική, ἀλλὰ καὶ ἐσωτερική». Ἐργασία βιοποριστικὴ γιὰ τὴν καθημερινὴ τροφή, ἀλλὰ καὶ ἐργασία πνευματικῆς ἀναγέννησης.

Ἐπειδὴ ὁ Χριστὸς θέλει ὄχι μόνο νὰ μᾶς παρέχει πλούσια τὰ δῶρα Του γιὰ τὶς καθημερινὲς ἀνάγκες μας ἀλλὰ διὰ τοῦ λόγου τοῦ Εὐαγγελίου Του νὰ παρέχει πνευματικὴ τροφὴ γιὰ τὶς ἀνάγκες τῆς ψυχῆς.

Ἔτσι, ὁ ἄνθρωπος ἀπολαμβάνοντας τὰ πλούσια δῶρα Του, τρέφεται καὶ ἱκανοποιεῖ τὶς ἀνάγκες τῆς ζωῆς. Καὶ μεταλαμβάνοντας τῆς γλυκύτητος τῶν λόγων Του, αἰσθάνεται τὴν ἐνδόμυχη ἀνάγκη νὰ Τὸν εὐχαριστήσει καὶ νὰ δοξολογήσει καθημερινῶς τὸ μεγάλο ὄνομά Του.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, δὲν εἶναι μικρὸ πρᾶγμα ἐκεῖ ποὺ βρίσκουμε ἀδιέξοδα, ἀδυναμίες καὶ ἀποτυχίες, αἴφνης μὲ τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ ἢ μὲ τὴν ἐπίκληση τοῦ ὀνόματός Του, τὰ πάντα νὰ ἀνατρέπονται. Καὶ ἐκεῖ ποὺ πρῶτα ὑπῆρχεν ἀδιέξοδο, τώρα νὰ ἀνοίγονται δρόμοι μὲ λύσεις. Ἐκεῖ ποὺ δείχναμε ἀδυναμίες γιὰ ἕνα ἔργο, τώρα νὰ βρίσκουμε δυνάμεις καὶ κουράγιο, γιὰ νὰ προχωρήσουμε. Καὶ ἐκεῖ ποὺ ἐμεῖς ἀποτυχαίνουμε καὶ ἀπογοητεύομαστε, νὰ γεμίζουμε τὶς ὑπάρξεις μας μὲ ἐλπίδα καὶ σιγουριὰ πὼς θὰ πετύχουμε.

Ὅλ᾿ αὐτὰ ἢ κάποια ἀπ᾿ αὐτὰ, τὰ ἔχουμε ζήσει, τὰ ἔχουμε ἀντιμετωπίσει. Νὰ λοιπὸν πὼς δὲν εἴμαστε μόνοι· δὲν βαδίζουμε ξεχασμένοι. Γιατί δίπλα μας συμπαραστέκεται μὲ διάκριση ὁ Χριστός. Ἀρκεῖ ἐμεῖς νὰ ζητήσουμε τὴ δική Του ἀρωγὴ καὶ ν᾿ ἀφήσουμε τὴν πόρτα τῆς καρδιᾶς μας, γιὰ νὰ διαβεῖ καὶ νὰ ἀναδομήσει τὶς ὑπάρξεις μας.

Ἀρχιμ. Ν.Π.





ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ

17 Σεπτεμβρίου 2006
Κυριακή μετά τήν Ὕψωσιν
(Μάρκ. η΄ 34 – θ΄ 1)


Ἡ σημερινὴ Κυριακὴ ὀνομάζεται Κυριακὴ μετὰ τὴν Ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Στὸ Εὐαγγέλιο δὲ τοῦ εὐαγγελιστοῦ Μάρκου, ποὺ διαβάστηκε, ἀκούστηκε ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ περὶ αὐταπαρνήσεως. Νὰ τί λέγει ἀκριβῶς ὁ Χριστὸς στοὺς ἀνθρώπους· «Ἐκεῖνος ποὺ θέλει νὰ γίνει ὁπαδός μου καὶ νὰ μὲ ἀκολουθήσει ὡς μαθητής μου, ἂς διακόψει κάθε σχέση μὲ τὸν κακὸ ἑαυτόν του, ἂς λάβει τὴν ἀπόφαση νὰ ὑποστεῖ δι᾿ ἐμὲ κάθε θλίψη καὶ δοκιμασία μὰ καὶ θάνατο καὶ τότε ἂς μὲ ἀκολουθήσει...».

Μὲ τὴν πρόσκληση αὐτὴ ὁ Χριστὸς δηλώνει πὼς ὁ ἄνθρωπος καλεῖται νὰ Τὸν ἀκολουθήσει μὲ ἐλεύθερη διάθεση καὶ καθαρὴ προθυμία. Μὲ ἀπόφαση σταθερή, γιατὶ μόνο μὲ τὶς προϋποθέσεις αὐτὲς μπορεῖ νὰ κάνει τὴν ἐκλογή του. Ἐπειδὴ συμβαίνει κάποτε νὰ γίνει κάποιος μαθητὴς ἄλλου κατὰ τύχη ἢ ἀπὸ θέληση ἑνὸς τρίτου. Δηλαδὴ νὰ μὴν εἶναι δική του ἐπιλογὴ παρμένει ἀπὸ ἐλεύθερη βούληση.

Στὴν κλήση τῶν Μαθητῶν Του ὁ Χριστὸς νὰ θυμηθοῦμε πὼς χρησιμοποίησε τὸ ἴδιο προκσλητήριο· «Ἀκολούθησέ με!». Ἐτοῦτο δὲ τὸ «ἀκολούθησέ με» ἐκφράζει τὴν πρόσκληση γιὰ ἀληθινὴ μαθητεία. Δηλαδὴ συνακολουθία Χριστοῦ στὸ καθῆκον, στὸν ἀγῶνα καὶ τὴ θυσία, γιὰ νὰ καταλήξει στὴ συνέχεια συνακολουθία καὶ στὴ δόξα Του.

Ἡ μαθητεία ὅμως τοῦ Χριστοῦ ξεκινάει ἀπὸ τὴν ἀπάρνηση τοῦ ἑαυτοῦ μας γιὰ τὸ θέλημά Του καὶ τὴ δόξα Του. Ὕστερα ὀφείλουμε νὰ ἀπαρνηθοῦμε τὸν ἑαυτόν μας γιὰ τοὺς ἄλλους, τοὺς ἀδελφούς μας. Καὶ τέλος ν᾿ ἀπαρνηθοῦμε ἕναν κακὸ ἑαυτό, ποὺ μᾶς ὁδηγεῖ πρὸς τὰ κάτω καὶ νὰ ἐνστερνιστοῦμε τὸν καλό, ποὺ κατευθύνει τὴν ὕπαρξη μας πρὸς τὰ ἐπάνω.

Ἡ ἀπάντηση ὅμως καὶ ἡ ἄρση τοῦ σταυροῦ εἶναι πρωτίστως συνακολουθία τοῦ Χριστοῦ μέχρι τὸ θάνατο καὶ μάλιστα ὀδυνηρό. Αὐτὸ λοιπὸν τὸ μποροῦμε; Νὰ εἴμαστε δηλαδὴ μαζί του ὄχι μόνο στὶς χαρὲς καὶ τὶς δόξες, μὰ καὶ στὶς θλίψεις καὶ στὸν πόνο; Κι ἀκόμη, ὄχι ὡς ἕνα γεγονὸς ἅπαξ γενόμενο «ἀλλὰ διὰ παντὸς τοῦ βίου τοῦτο δεῖ ποιεῖν».

Αὐτὸ ὅμως τὸ σημεῖο τῆς ἐντολῆς τοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ τὸν ὕψιστο βαθμὸ αὐταπαρνήσεως, «νὰ ἀρνηθεῖ κάποιος τὸν ἑαυτόν του μέχρι τὸν θάνατο». Μὲ ἄλλα λόγια ὁ πιστὸς ἄνθρωπος ὀφείλει νὰ διακόψει ὁριστικὰ κάθε σχέση μὲ τὸν κακὸ ἑαυτόν του καὶ νὰ θάψει κάθε ἁμαρτωλὴ σκέψη, ἀπόφαση, ἐνέργεια, πράξη. Δηλαδὴ νὰ πεθάνει μέσα μας ὁ παλαιὸς ἄνθρωπος καὶ νὰ ζήσει ὁ καινούργιος, αὐτὸς ποὺ εἶναι σύμφυτος μὲ τὸν Χριστὸ, κατὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο.

Μ᾿ αὐτὸ τὸν τρόπο ἐπιτυγχάνεται πλήρης συμμόρφωση πρὸς τὸ ὑπόδειγμα τοῦ ἐσταυρωμένου Χριστοῦ καὶ ἐλεύθερη ὑπόταξη στὸ θέλημά Του. Ταυτόχρονα ἀποδεχόμαστε κάθε θλίψη ποὺ ὁ κόσμος παρέχει μὲ τὶς ποικίλες ἐνέργειές του. Ἐπειδὴ ἡ ἐκτέλεση τοῦ καλοῦ καὶ ἡ ἀποφυγὴ τοῦ κακοῦ πολλὲς φορὲς κοστίζει, κάποτε καὶ ἐπώδυνα.

Ἕκαστος δὲ ἄνθρωπος ἔχει τὸ δικό του σταυρό «καὶ ἐπ᾿ αὐτοῦ πρέπει νὰ ὑπολογίζει». Αὐτὸν ποὺ ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς μᾶς ἔδωσε καὶ προσαρμόζεται στὰ μέτρα μας καὶ στὶς δυνάμεις μας. Συνεπῶς δὲν πρέπει ἐμεῖς νὰ δημιουργοῦμε δικούς μας σταυρούς, ὑπερεκτιμώντας ἢ ὑποτιμώντας τὶς δυνάμεις μας, γιατὶ ἔτσι ἀντιβαίνουμε στὸ θέλημα τοῦ Χριστοῦ.

Ἡ ἄρση δὲ τοῦ σταυροῦ, δὲν πρέπει νὰ γίνεται μὲ γογγυσμό, ἀντίδραση ἢ μοιρολατρία. Ὅλ᾿ αὐτὰ δὲν ἔχουν θέση στὸ χῶρο τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλὰ ἀντίθετα νὰ γίνεται μὲ διάθεση ἀγωνιστική, μὲ ἐσωτερικὴ χαρὰ καὶ γνήσια ταπείνωση, γνωρίζοντας πὼς ἐξ αὐτῆς τῆς ἐνέργειας θὰ προκύψει βέβαιη ὠφέλεια γιὰ ἐμᾶς.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἡ ἀκολουθία τοῦ Χριστοῦ εἶναι σπουδαῖο καὶ βασικὸ ἔργο ὅλων μας. Ἡ ἀκολουθία αὐτή, ποὺ προϋποθέτει τὴν ἀπάρνηση τοῦ κακοῦ ἑαυτοῦ μας καὶ τὴν ἄρση τοῦ σταυροῦ γιὰ ἀγῶνα τοῦ καλοῦ, ταυτίζεται μὲ τὴν ὁμολογία τοῦ ἀποστόλου Παύλου ποὺ ἀναφέρεται στὴν πρὸς Γαλάτας ἐπιστολή του: «Ἔχω σταυρωθεῖ καὶ πεθάνει μαζὶ μὲ τὸν Χριστό, ...δὲν ζῶ πλέον ἐγὼ, ὁ παλαιὸς δηλαδὴ ἄνθρωπος, ἀλλὰ ζεῖ μέσα μου ὁ Χριστός. Τὴν φυσικὴ δὲ ζωή ποὺ ζῶ μέσα στὸ σῶμα μου τώρα..., ζῶ ἐμπνεόμενος καὶ κυριαρχούμενος ἀπὸ τὴν πίστη στὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, ποὺ μ᾿ ἀγάπησε καὶ παρέδωσε τὸν ἑαυτόν του γιὰ τὴν σωτηρία μου».

Βρισκόμενοι ἐμεῖς μπροστὰ σ᾿ αὐτὰ τὰ πνευματικὰ ἀναστήματα μ᾿ αὐτὴ τὴν αὐταπάρνηση καὶ τὴ θυσιαστικὴ προσφορά, αἰσθανόμαστε μικροὶ καὶ ἀδύναμοι. Εἴμαστε πολὺ λίγοι. Μὰ κι αὐτὸ τὸ λίγο, λυμφατικὸ καὶ ἀδύναμο, προσφερόμενο μὲ στέρεη θέληση, βαθειὰ ἀγάπη καὶ γνήσια ταπείνωση, στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ γίνεται μεγάλο καὶ σπουδαῖο καὶ πλούσιο. Γιατί ἐμεῖς οἱ μικροὶ αὐτὸ ἔχουμε νὰ δώσουμε, τὸ λίγο, ποὺ μὲ τὴ δική Του χάρη πολλαπλασιάζεται καὶ πλουτίζεται.

Γι᾿ αὐτό, ἀκολουθώντας τὸ παράδειγμα τοῦ Χριστοῦ, τῶν Μαθητῶν, τῶν Ἁγίων, τῶν ἀνθρώπων μὲ πνευματικὴ ἀκτινοβολία καὶ θυσιαστικὴ προσφορά, ἀκουμπᾶμε στὰ πόδια Του τὸ δικό μας λίγο καὶ εἴμαστε σίγουροι πὼς θὰ τὸ κάνει πολύ, εὐλογώντας το.

Τότε, πόσο ὄμορφα καὶ ἐλπιδοφόρα ἀκούγονται τὰ λόγια τοῦ ἀποστόλου Παύλου, γράφοντας πρὸς τοὺς Ρωμαίους: «Πόσο ὡραῖα εἶναι τὰ πόδια ἐκείνων ποὺ ἀναγγέλλουν τὸ χαρμόσυνο ἄγγελμα τῆς εἰρήνης... τὰ πόδια ἐκείνων ποὺ εὐαγγελίζονται τὰ ἀγαθὰ καὶ τὶς εὐλογίες ποὺ μᾶς ἐξασφάλισε ὁ Λυτρωτής»!

Ἀρχιμ. Ν.Π.





ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ

10 Σεπτεμβρίου 2006
Κυριακή πρό τῆς Ὑψώσεως
(Ἰω. γ΄, 13-17)


Ὁ Χριστὸς δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ὄργανο κρίσεως καὶ κατακρίσεως τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ ὄργανο σωτηρίας καὶ λυτρώσεως. Ὁ λόγος ἄλλωστε τοῦ εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου ἀναφέρει μὲ ἔμφαση στὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο πώς «ὁ Θεὸς δὲν ἀπέστειλε τὸν Υἱόν Του, τὸν Χριστό, γιὰ νὰ κατακρίνει καὶ καταδικάσει τὸν κόσμο, ἀλλὰ γιὰ νὰ σωθεῖ ὁλόκληρος ὁ κόσμος δι᾿ αὐτοῦ».

Ἄρα, ἐκεῖνο ποὺ διακρίνει τὴν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ τέλεια καὶ ἀληθινὴ ἀγάπη Του πρὸς τοὺς ἀνθρώπους. Τόσο δὲ τέλεια καὶ ἀληθινή, ὥστε δὲν δίστασε οὔτε τὸν μονογενῆ Υἱό Του νὰ θυσιάσει γι᾿ αὐτούς.

Ἐτούτη ἡ μοναδικὴ καὶ ἀνεπανάληπτη Θεϊκὴ προσφορὰ καταγράφεται στὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο. Νὰ τί λέγει ἀκριβῶς· «Ἔτσι ἀγάπησε ὁ Θεὸς τὸν κόσμο τῶν ἀνθρώπων, ποὺ ζοῦσε στὴν ἁμαρτία, ὥστε παρέδωσε σὲ θάνατο τὸν μονάκριβο Υἱόν Του διὰ νὰ μὴ χαθεῖ σὲ αἰώνιο θάνατο καθένας ποὺ πιστεύει σ᾿ Αὐτόν, ἀλλὰ νὰ ἔχει ζωὴν αἰώνιο».

Ὥστε ὁ Θεὸς ἀγάπησε καὶ ἀγαπᾶ ὁλόκληρο τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων. Ὅλους αὐτοὺς ποὺ διατελοῦν ὑπὸ τὸ βάρος τῆς ἁμαρτίας καὶ ἀπεγνωσμένα διαβαίνουν τὸ βίο τους. Καὶ ὅπως σημειώνει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ὁ Θεός «ὁ ἀθάνατος, ὁ ἄναρχος, ἡ μεγαλωσύνη ἡ ἀπέραντος, αὐτοὺς ποὺ γεννήθηκαν ἀπὸ τὸ χῶμα καὶ τὴ στάχτη, τοὺς γεμάτους ἀπὸ μύρια ἁμαρτήματα... αὐτοὺς ἀγάπησε».

Γι᾿ αὐτὸ, πρέπει νὰ τονιστεῖ πὼς ὁ Χριστιανισμός «δὲν εἶναι μία ἀπὸ τὶς ἄλλες θρησκεῖες, οἱ ὁποῖες ἀποσκοποῦν στὴν ἀτομικὴ λύτρωση. Εἶναι ἡ μία καὶ μόνη θρησκεία, ποὺ ἀποβλέπει στὴν λύτρωση τοῦ κόσμου».

Ὁ Χριστὸς λοιπὸν ἦρθε, γιὰ νὰ σηκώσει στοὺς δικούς Του ὤμους τὴν ἁμαρτία ὁλοκλήρου τοῦ κόσμου, ὅπως ἀκριβῶς ὑπογραμμίζεται ἀπὸ τὸν εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη. Εἶναι ἡ ὁμολογία τοῦ προφήτου Ἰωάννου, ὅταν βλέπει τὸν Χριστὸ νὰ πλησιάζει πρὸς τὸ μέρος του· «Νὰ λοιπὸν ἐκεῖνος ποὺ προφήτευσε ὁ Ἡσαΐας, ποὺ μᾶς ἀπέστειλεν ὁ Θεὸς γιὰ νὰ θυσιαστεῖ ὡς ἀρνίο καὶ νὰ σηκώσει ὁλόκληρη τὴν ἁμαρτία καὶ ἐνοχὴ τοῦ κόσμου, ἐξάλειφοντάς την».

Συνεπῶς ὁ Χριστὸς ἀποτελεῖ τὸ μοναδικὸ ὄργανο γιὰ τὴν σωτηρία καὶ τὴ λύτρωσή μας. Κι αὐτὸ τὸ σωτήριο ἔργο γιὰ τὸν ἄνθρωπο, πραγματώθηκε κατὰ τὴν πρώτη ἔλευση στὸν κόσμο τοῦ σωτῆρος Χριστοῦ.

Ἔτσι, ἡ πρώτη ἔλευσή Του ἦταν ἀκριβῶς, γιὰ νὰ διδάξει καὶ νὰ ἀποκαλύψει τὴ Βασιλεία Του· νὰ ἑτοιμάσει τὶς ἀνθρώπινες ὑπάρξεις γι᾿ αὐτὴ τὴ συμμετοχὴ καὶ νὰ συγχωρήσει τὰ λάθη καὶ τὰ παραπτώματα.

Ἡ δεύτερη ἔλευσή Του στὰ ἔσχατα τοῦ χρόνου, θὰ εἶναι ὄχι γιὰ τὴ διδαχὴ καὶ τὴν ἄφεση τῶν ἀνθρωπίνων ἀνομιῶν, μὰ γιὰ νὰ ἐξετάσει τὰ δικά μας πεπραγμένα. Νὰ ἐξετάσει ἐὰν ἐμεῖς ἐφαρμόσαμε τὸν λόγον Του, ἂν πράξαμε κατὰ πῶς Αὐτὸς μᾶς ἔδωσε τὶς ἐντολές Του.

Νὰ μὲ πόσο εὔγλωττο καὶ σαφῆ τρόπο περιγράφει τὸ θέμα αὐτὸ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος. Λέγει μεταξὺ ἄλλων· «δύο λοιπὸν εἶναι οἱ παρουσίες τοῦ Χριστοῦ· ἡ μιὰ ποὺ ἤδη ἔχει γίνει καὶ ἡ ἄλλη ποὺ εἶναι μελλούμενη. Ὅμως δὲν εἶναι τὸ ἴδιο πρᾶγμα καὶ οἱ δύο. Ἡ μὲν πρώτη ἔγινε ὄχι γιὰ νὰ ἐξετάσει τὰ πεπραγμένα, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὰ συγχωρήσει. Ἡ δὲ δεύτερη θὰ γίνει ὄχι γιὰ νὰ συγχωρήσει τὰ πεπραγμένα, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὰ ἐξετάσει».

Γιατὶ ὁ Χριστὸς προσφέρει πρῶτα τὶς οὐράνιες δωρεές Του, προσφέρει τὴν σωτηρία στοὺς ἀνθρώπους, καὶ ὕστερα ἐξετάζει μὲ ἀκρίβεια τὸν τρόπο κατὰ τὸν ὁποῖο ἡ προσφορά Του αὐτὴ ἔγινε ἀποδεκτὴ ἀπ᾿ αὐτούς.

Μεταφέροντας δὲ αὐτὸ τὸ πνεῦμα τῆς λειτουργίας τοῦ Χριστοῦ, ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης περιγράφει στὴ συνάντησή Του μὲ τὴν ἁμαρτωλή γυναίκα τὰ ἀκόλουθα· Ὁ Χριστὸς κατ᾿ ἀρχὰς ἀποτρέπει τὸν λιθοβολισμό της μὲ τὸν λόγο Του ὁ ἀναμάρτητος ἂς ρίψει πρῶτος τὸν λίθο. Καὶ ἔφυγαν ὅλοι, γιατὶ κανένας τους δὲν ἦταν δίχως ἁμαρτήματα ἢ παραπτώματα. Καὶ ἐκεῖ ἀκριβῶς ὁ Χριστὸς ἀπευθυνόμενος σ᾿ αὐτήν, τῆς λέγει «οὔτε ἐγὼ ποὺ εἶμαι ἀναμάρτητος σὲ κατακρίνω. Πήγαινε καὶ ἀπὸ τώρα καὶ στὸ ἑξῆς μὴν ἁμαρτάνεις πλέον».

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἂν ἦταν νἄρθει ὁ Χριστὸς ὡς δικαστής, κανένας μας δὲν θ᾿ ἀπέφευγε τὴ τιμωρία καὶ τὴν καταδίκη. Ἐπειδὴ ὅλοι μας ἔχουμε βαρύνει τὸ σακκίδιο ποὺ φέρουμε μὲ ἁμαρτωλὲς καὶ παράνομες πράξεις. Πολλὲς φορὲς κάνουμε λάθη καὶ ἔχουμε πέσει... Καὶ συνεχίζουμε...

Μὰ ὁ Χριστὸς θἄρθει γιὰ νὰ ἐξετάσει κατὰ πῶς ἐμεῖς κάναμε ἀποδεκτὴ τὴν προσφορά Του. Ἂν ἐργαστήκαμε ἐπάνω σ᾿ αὐτὴ καὶ τὴν πολλαπλασιάσαμε ἢ τὴν ἀφήσαμε ἀνενεργὸ καὶ ἀνεκμετάλλευτη. Πράξαμε δηλαδὴ τὰ διατεταγμένα, σύμφωνα μὲ τὸν λόγο Του καὶ ἀπορίψαμε τὸ κακὸ καὶ ἁμαρτωλό;

Τότε, πόσο ὄμορφα καὶ ἐλπιδοφόρα ἀκούγονται τὰ λόγια τοῦ ἀποστόλου Παύλου, γράφοντας πρὸς τοὺς Ρωμαίους: «Πόσο ὡραῖα εἶναι τὰ πόδια ἐκείνων ποὺ ἀναγγέλλουν τὸ χαρμόσυνο ἄγγελμα τῆς εἰρήνης... τὰ πόδια ἐκείνων ποὺ εὐαγγελίζονται τὰ ἀγαθὰ καὶ τὶς εὐλογίες ποὺ μᾶς ἐξασφάλισε ὁ Λυτρωτής»!

Ἀρχιμ. Ν.Π.





ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ

3 Σεπτεμβρίου 2006
Κυριακή ΙΒ΄ Ματθαίου
(Ματθ. ιθ΄, 16-26)


Ὁ νέος τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου, ποὺ ἀναζητεῖ τὸν τρόπο νὰ γίνει μέτοχος τῆς αἰωνίου ζωῆς, μένει προσκολλημένος στὴν ἄποψη τοῦ τί ὀφείλει νὰ πράξει καὶ ὄχι τοῦ τί ὀφείλει νὰ εἶναι. Εἶναι βεβαίως μεγάλη ἡ διαφορὰ μεταξὺ τοῦ τὶ πρέπει νὰ πράξει, ἐπειδὴ λογίζεται ὡς μία ἐνέργεια τύπου καὶ ἀνάγκης, καὶ τοῦ τί ἔχει ὑποχρέωση νὰ εἶναι, ποὺ ἀποκαλύπτει τὴν οὐσία τῆς ἐνέργειας.

Ὁ Χριστὸς ὅμως δὲν ἦλθε γιὰ νὰ ἀποδείξει ἕνα σχέδιο, ἢ νὰ κατασκευάσει ἕνα καλούπι πράξεων ἀγαθῶν. Μήτε νὰ πεῖ ὅτι ἔτσι ἢ ἄλλιῶς πρέπει νὰ πραγματωθοῦν. Δὲν ἐνδιαφέρεται γιὰ μιὰ τυπικὴ ἐκτέλεση ἀγαθῶν καὶ καλῶν πράξεων. Ἄλλωστε δὲν θὰ εἶχε θέση ὁ λόγος Του, ποὺ ἀπευθύνεται στὸ νέο ἄνθρωπο πώς, «ἐὰν θέλει νὰ εἶναι τέλειος νὰ πάει νὰ πουλήσει τὰ ὑπάρχοντά του, νὰ τὰ μοιράσει στοὺς πτωχοὺς καὶ νὰ τὸν ἀκολουθήσει».

Ὁ νέος μας δέ, ἐνῶ μένει σ᾿ αὐτὸ τὸ πνεῦμα, τοῦ τί πρέπει νὰ πράξει, καὶ ἐνῶ στηρίζει αὐτὴ τὴν ἄποψη, ἐντούτοις ἔχει κάνει κάποια βήματα πρὸς τὸ ὀρθρό καὶ σωστό. Ἔχει δηλαδὴ ἀναγνωρίσει πὼς δὲν εἶναι ἀρκετὸ τὸ νὰ ἀπέχει ἀπὸ τὶς κακὲς πράξεις· νὰ μὴν ἔχει διαπράξει παρανομίες. Γιατὶ μιὰ τέτοια ἄποψη ὁμιλεῖ γιὰ ἀποχὴ μὲν ἀπὸ τὸ κακό, ἔχει δὲ ἀπραξία τοῦ καλοῦ.

Ὁ Χριστὸς στὸ Εὐαγγέλιό Του δὲν θέτει ἀπαγορευτικὰ καὶ δὲν βάζει ἐμπόδια καὶ «μὴ» στὸν ἀνθρώπινο βίο. Δὲν σταματάει μὲ κατασταλτικὰ μέσα τὴν κακὴ καὶ παράνομη πορεία τοῦ ἀνθρώπου. Δὲν διατάζει γιὰ τὸ πρακτέο καὶ φευκτέο. Ἂν τὸ ἔκανε αὐτό, τότε ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἐπιλέγει καὶ ν᾿ ἀποφασίζει ἐκεῖνος μόνος θὰ ἔσβηνε. Τέτοια ὅμως πρόθεση δὲν ἔχει ὁ Χριστός. Ἄλλωστε ὅλο τὸ οἰκοδόμημα τοῦ Χριστιανισμοῦ στηρίχθηκε ἐπάνω στὸ μεγάλο προνόμιο τοῦ ἀνθρώπου νὰ εἶναι ἐλεύθερος. Δὲν θὰ πρέπει βεβαίως νὰ λησμονοῦμε τὸ δικό Του λόγο «ὅποιος θέλει ἂς ἀκολουθήσει πίσω μου»· ποὺ πάει νὰ πεῖ ἁπλά, ὅποιος τὸ θελήσει μόνος του καὶ ἐλεύθερα, νὰ πάει κοντά Του καὶ νὰ τὸν ἀκολουθήσει.

Γι᾿ αὐτὸ οὐσιαστικὴ σημασία ἔχει τὸ τί εἴμαστε. Ἀπ᾿ αὐτὸ ἐξαρτᾶται καὶ τὸ τί πράττουμε ἢ τί ὀφείλουμε νὰ πράττουμε. Ὅταν λοιπὸν γνωρίζουμε καλὰ τὸν ἑαυτό μας· ὅταν γνωρίζουμε τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ ποὺ ἀπευθύνεται στὸν ἑαυτόν μας καὶ ὅταν ταυτίσουμε μὲ τὸν Χριστὸ τὸν ἑαυτό μας, τότε γνωρίζουμε νὰ πράττουμε τὸ καλό.

Ἔτσι, ὁ νέος τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου γνώριζε μὲν τὶς ἐντολὲς καὶ τὶς φύλαγε. Ἄρα ἤξερε τί ἔπρεπε νὰ πράττει. Ὅμως ἐκεῖνο ποὺ τοῦ ἔλειπε ἦταν ἡ γνώση τοῦ ἑαυτοῦ του. Κι αὐτὸ συμπεραίνεται ἀπὸ τὸ γεγονὸς τῆς τυπικῆς ἐφαρμογῆς τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Ἔμεινε στὸ γράμμα τους καὶ τοῦ διέφυγε ἡ οὐσία.

Γι᾿ αὐτό, παρ᾿ ὅτι ὑπάρχει σ᾿ αὐτὸν ἡ ἐπιθυμία γιὰ μείζονα ἀρετή, ὅπως ἐκφράζεται μὲ τὸ ἐρώτημά του «τί μοῦ λείπει ἀκόμη;», ἐντούτοις φαίνεται πὼς ἀνέμενε μὲ τὴν ἀπάντηση τοῦ Χριστοῦ, «νὰ τοῦ λεχθεῖ κάποιο δύσκολο ἔργο, τὸ ὁποῖο ὅμως μὲ τὰ μεγάλα του πλούτη, θὰ μποροῦσε νὰ τὸ φέρει  εἰς πέρας».

Νὰ λοιπὸν, ποὺ διὰ τῆς προσδοκίας του αὐτῆς, μένει συνεχῶς προσηλωμένος στὴν ἐφαρμογὴ ἑνὸς τύπου, μιᾶς ἐντολῆς γιὰ κάτι σπουδαῖο καὶ μεγάλο. Μονάχα ποὺ τὸ σπουδαῖο καὶ τὸ μεγάλο δὲν διατάσσεται μήτε ἐπιτάσσεται, ἀλλὰ πραγματώνεται μέσα στὴν ἐλεύθερη βούληση τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ ἔρχεται ἡ θεία χάρη νὰ πλουτίσει εὐλογώντας το.

Καὶ τελικὰ ὁ νέος μας ἀπῆλθε λυπημένος, ὅταν ἄκουσε ἀπὸ τὸν Χριστὸ πὼς πρέπει ν᾿ ἀποχωριστεῖ τὰ ὑπάρχοντά του. Γιατί, ὅπως ἀκριβῶς σχολιάζει ὁ Ζιγαβηνός, «εἶναι ἀτελεῖς ἐκεῖνοι ποὺ γνωρίζουν καὶ ἐφαρμόζουν τὶς ἐντολές, ἐπειδὴ καὶ αὐτές εἶναι ἀτελεῖς διὰ τὴν ἀσθένεια τῶν ἀνθρώπων».

Θὰ προσθέταμε δὲ, ὅτι ἡ τυπικὴ τήρηση τῶν ἐντολῶν δὲν φτάνει, γιατὶ λογίζεται ὡς μία ἐνέργεια ἀνάγκης, κοινωνικῆς συμπεριφορᾶς καὶ προβολῆς. Πρέπει νὰ γίνονται μὲ ἐλεύθερη καὶ ἀγαθὴ προαίρεση καὶ ἀγάπη καὶ τέλος νὰ ἔχουν ὡς σκοπὸ τὴ δοξολογία τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι τὴν δόξα τοῦ ἀνθρώπου.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ὁ νέος τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου, γνωρίζει τί πρέπει νὰ πράττει· καὶ τὸ κάνει. Δὲν γνωρίζει ὅμως τί ὀφείλει νὰ εἶναι· καὶ πελαγώνει, γι᾿ αὐτὸ καὶ ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸν Χριστό. Γιατὶ εἶναι δύσκολο νὰ ἐγκαταλείψει τὸν τυπικὸ τρόπο πράξεως τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἐνστερνιστεῖ τὴν προσωπικὴ μετοχὴ σ᾿ αὐτές.

Ἐμεῖς νὰ μὴν ἀποθαρρύνθουμε ἀπὸ τὴν στάση τοῦ νέου τοῦ Εὐαγγελίου. Καὶ νὰ μὴν ὑπολογίσουμε τὶς ἀδυναμίες μας, μὰ νὰ καταλάβουμε τὸ τίμημα τῆς προσωπικῆς συμμετοχῆς. Νὰ προσφέρουμε τὸν ἑαυτόν μας μὲ τὴ θέλησή μας καὶ νὰ ἐνθυμούμαστε πάντα τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ πώς, «ἐὰν στοὺς ἀνθρώπους αὐτὸ εἶναι ἀδύνατο, στὸ Θεὸ ὅμως ὅλα εἶναι δυνατά. Γι᾿ αὐτὸ ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ, αὐτὸ τὸ δικό μας ἀδύνατο, τὸ κάνει δικό Του δυνατό».

Ἀρχιμ. Ν.Π.





ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ

29 Ὀκτωβρίου 2006
Κυριακή Z΄ Λουκᾶ
(Λουκ. 8, 41-56)


Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ ἰατρὸς τῆς ἀνθρώπινης ὑπάρξεως· καὶ στὴν ψυχὴ καὶ στὸ σῶμα. Καὶ στὰ δύο θαύματα τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου, δηλαδὴ τὴ θεραπεία τῆς γυναικὸς μὲ τὸ μακροχρόνιο πρόβλημα καὶ τὴν ἀνάσταση τοῦ κοριτσιοῦ, περιγράφεται ἡ ἐπέμβασή Του μὲ τὴν ἰδιότητα τὴν ἰατρική.

Προσεγγίζοντας αὐτὴν τὴν ἰδιότητα τοῦ Χριστοῦ, εἰσπράττουμε τὰ δύο βασικὰ προσόντα Του. Πρῶτο τὴν ἀπεριόριστη ἀγάπη Του, ποὺ ὁ ἀνθρώπινος νοῦς δὲν μπορεῖ νὰ κατανοήσει. Γιατὶ ὁ Χριστὸς «μᾶς ἀγαπάει ὅσο δὲν τὸ βάζει ὁ νοῦς μας» καὶ ἐνδιαφέρεται γιὰ μᾶς ὅσο δὲν τὸ ἔχουμε φανταστεῖ.

Ὁ Χριστὸς ὡς ἄνθρωπος ἔχει ἐμπειρία τοῦ πόνου καὶ ἀντιμετώπισε καθημερινὰ τὴν ἀρρώστια. Καὶ ὡς Θεὸς «εἶναι ὁ ἐπίσημα ἐξουσιοδοτημένος μὲ τὴν ἀποστολὴ νὰ μᾶς λυτρώσει ἀπὸ τὸν πόνο». Νὰ μᾶς γιατρέψει ὡς ὁ μοναδικὸς ἰατρός. Ἐνῶ ἡ Ἐκκλησία παίρνει τὰ λόγια τοῦ ἀποστόλου Ἰωάννου ὅτι «Αὐτὸς» δηλαδὴ ὁ Χριστός, «εἶναι θῦμα, ποὺ μὲ τὸ αἷμα Του ἐξιλεώνει τὸ Θεὸ γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὶς ἁμαρτίες ὅλου τοῦ κόσμου...». Καὶ τὰ μετατρέπει σὲ ὕμνο δοξολογίας, ποὺ ψάλλει καθημερινὰ στὸ Ναό. «Ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου· ἐλέησον ἡμᾶς, ὁ αἵρων τὰς ἁμαρτίας τοῦ κόσμου».

Δεύτερον προσὸν τοῦ Χριστοῦ ὡς ἰατροῦ εἶναι ἡ δύναμη νὰ μπορεῖ νὰ κάνει τὰ πάντα. Ἔτσι, δὲν ὑπάρχει κάτι ποὺ νὰ μὴν μπορεῖ καὶ τίποτε δὲν στέκεται ἐμπόδιο στὴ δική Του δύναμη. Γιατὶ λειτουργεῖ ὡς Θεός, μὲ ὅ,τι συνεπάγεται αὐτό, γι᾿ αὐτὸ μπροστὰ στὴ θεϊκὴ βούληση τὰ πάντα ὑποχωροῦν καὶ σβήνουν.

Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη καὶ ἰδιαιτέρως στὸ βιβλίο τοῦ πολυάθλου Ἰώβ, ὁ Θεὸς παρουσιάζεται ὡς ὁ δυνατὸς ποὺ μπορεῖ νὰ πράξει τὰ πάντα. Τίποτε δὲν ἀντιστέκεται στὴ δύναμή Του. «Γνωρίζω» λέγει τὸ κείμενο «ὅτι δύνασαι νὰ πράξεις τὰ πάντα καὶ δὲν ὑπάρχει γιὰ Σένα τίποτε ποὺ νὰ μὴν μπορεῖς νὰ τὸ κάνεις...».

Μὲ τὰ δύο αὐτὰ προσόντα, τοῦ ἰατροῦ ποὺ ἀγαπάει καὶ τοῦ ἰατροῦ ποὺ μπορεῖ νὰ κάνει τὰ πάντα, ὁ Χριστὸς πορεύεται στὴν ἐγκόσμια ζωή Του.Ὅ,τι καὶ ἂν κάνει, ἐκφράζει ὄχι μόνο τὴν παντοδυναμία Του, μὰ κυρίως τὴν ἀγάπη Του. «Μᾶς ἀγαπάει κι ἐπειδὴ μᾶς ἀγαπάει, γι᾿ αὐτὸ δείχνει τὴ δύναμή Του στὸν κόσμο».

Ἄρα λοιπὸν ὁ Χριστὸς ἔρχεται ὡς ὁ ἰατρὸς τῆς ἀγάπης καὶ τῆς εὐσπλαγχνίας. Αὐτὸς δὲ «δὲν κάνει διαγνώσεις, δὲν γράφει συνταγές, δὲν ὀρίζει θεραπεῖες». Κάνει κάτι πολὺ σπουδαιότερο καὶ ὠφελιμότερο· δίδει στὸν ἄρρωστο τὴ δική Του δύναμη. Τὸν ἑαυτόν Του! Τὸ καταγράφει ἄλλωστε στὸ Εὐαγγέλιό του ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς στὴ θεραπεία τῆς αἱμορροούσης γυναικός. Νὰ τὶ λέγει, ἀναφέροντας τὰ ἴδια λόγια τοῦ Χριστοῦ: «Ἐγὼ κατάλαβα πὼς βγῆκε δύναμη ἀπὸ πάνω μου!».

Εἶναι συγκλονιστικὸ τὸ γεγονὸς πὼς ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς γίνεται ὁ ἰατρὸς γιὰ τὶς ψυχὲς καὶ τὰ σώματά μας. Καὶ ἀκόμη περισσότερο, γίνεται ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς μας. Ἀπὸ τὴ δική Του ζωὴ παίρνουμε τὶς ἀναγκαῖες δυνάμεις καὶ τὰ ἀπαραίτητα στηρίγματα, γιὰ νὰ οἰκοδομήσουμε τὴ δική μας.

Ὁ Χριστὸς πρὸ πάντων γνωρίζει ἄριστα πὼς στὸν ἄνθρωπο κεντρικότατο καὶ καθοριστικὸ ρόλο παίζει ὁ ψυχικὸς κόσμος του. Γι᾿ αὐτὸ πάντα ἀπευθύνεται σ᾿ αὐτὸν καὶ κατόπιν στὸ σῶμα. Δίδει πρῶτα τὴν γιατρειὰ στὴν ἄρρωστη ψυχὴ καὶ ὕστερα στὸ ἄρρωστο σῶμα.

Ἡ ψυχὴ λοιπὸν ποὺ κινεῖ τὸ σῶμα καὶ τὸ καθοδηγεῖ, πρέπει νὰ στέκει ζωντανὴ καὶ ὑγιής. Ἐὰν εἶναι ἄρρωστη ἢ πεθαμένη, τότε καὶ τὸ σῶμα θὰ εἶναι τὸ ἴδιο. Μπορεῖ τὸ σῶμα νὰ φαίνεται ὑγιὲς καὶ ζωντανό, νὰ τρώει, νὰ πίνει, νὰ κινεῖται, μὰ στὴν οὐσία συμβαίνει τὸ ἀντίθετο, ἀφοῦ ἡ ψυχὴ εἶναι ἄρρωστη ἢ νεκρή.

Ποιὸς θὰ παράσχει τὴ ζωὴ καὶ θὰ κάνει ὑγιῆ τὴν ψυχή; Μὰ «ὁ Χριστὸς ποὺ εἶναι ἡ ζωὴ καὶ ἡ Ἀνάσταση». Κι᾿ αὐτὸ δὲν πρέπει νὰ τὸ ξεχνοῦμε. Ἔτσι δὲν παρατᾶμε τὴν ψυχή μας σὲ κακὴ κατάσταση· δὲν θ᾿ ἀφήνουμε νὰ φεύγει ἀπ᾿ αὐτὴ τὴ ζωὴ ἄρρωστη ἢ νεκρή. Γιατί τότε δὲν θὰ προσδοκοῦμε «Ἀνάστασιν ζωῆς» ἀλλὰ «Ἀνάστασιν κρίσεως».

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ὅταν εἴμαστε ἄρρωστοι, φυσικὰ θὰ ἀπευθυνθοῦμε στὸν ἰατρό, στὴν ἐπιστήμη. Ἀλλ᾿ ὅμως μὴν ξεχνοῦμε πρῶτα ἀπ᾿ ὅλα νὰ ζητοῦμε τὴ δύναμη καὶ τὴν χάρη τοῦ μεγάλου μας ἰατροῦ, τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ δικός μας ἰατρός, ποὺ μᾶς ἀγαπάει καὶ δίνει τὴ δική Του δύναμη γιὰ τὴ δική μας ἐνδυνάμωση καὶ γιατρειά. Καὶ τὴν ὥρα τοῦ πόνου, τῆς ἀρρώστιας, ἡ δική Του παρουσία εἶναι καθοριστική. Αὐτὸ δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ τὸ ἀμφισβητήσει.

Ἂν λοιπὸν ἀρρωστήσουμε, ἔχουμε τὸν Χριστό. Ἂν μᾶς βρεῖ ὁ θάνατος καὶ φεύγουμε γιὰ τὴν αἰωνιότητα, «ἔχουμε ζωή μας τὸν Χριστό». Ἂν φοβόμαστε τὶς σωματικὲς ἀρρώστιες, καλύτερα νὰ φροντίζουμε, ὥστε νὰ μὴν ἀρρωστήσουμε τὴν ψυχή μας. Μὴν πεθάνει καὶ νεκρωθεῖ!

Καὶ τέλος ὅταν ἔλθει ἡ ὥρα μας ν᾿ ἀναχωρήσουμε ἀπ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο, νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι μὲ μετάνοια καὶ κάθαρση ἐσωτερικὴ γιὰ «νὰ ᾿ναι ἡ ψυχή μας ζωντανή». Γιατὶ τελικὰ ὅλοι μας ἐπιθυμοῦμε ἐκεῖ ποὺ θὰ πᾶμε, νὰ βροῦμε ἀνάπαυση καὶ νὰ περιμένουμε Ἀνάσταση καὶ ζωή.

Ἀρχιμ. Ν.Π.





ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ

22 Ὀκτωβρίου 2006
Κυριακή ΣΤ΄ Λουκᾶ
(Λουκ. 8, 27-39)


Πολλὲς φορὲς στὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια περιγράφονται οἱ ἐπεμβάσεις τοῦ Χριστοῦ στοὺς δαιμονιζόμενους, ὅπως στὸ σημερινὸ δαιμονιζόμενο τῶν Γαδαρηνῶν. Ὁ Χριστὸς ἐπεμβαίνοντας, ἀπαλλάσσει τοὺς δυστυχισμένους καὶ ταλαιπωρημένους ἀνθρώπους ποὺ βρίσκονται κάτω ἀπὸ τὴν ἐπήρεια τῶν δαιμόνων.

Πέραν ὅμως τῆς θεϊκῆς δυνάμεως καὶ ἐξουσίας τοῦ Χριστοῦ ἐπάνω στοὺς ἀνθρώπους καὶ τὰ πράγματα· πέραν τῆς εὐσπλαγχνίας καὶ φιλανθρωπίας Του, ὑπάρχει καὶ τὸ πνευματικὸ μέρος. Ἡ Ἐκκλησία μὲ τὴν παρουσίαση αὐτῶν τῶν ἐπεμβάσεων τοῦ Χριστοῦ, ἐπιθυμεῖ νὰ τονίσει ὅτι ὁ μοναδικός μας ἐχθρὸς εἶναι ὁ διάβολος.

Αὐτὸ βεβαίως δὲν πρέπει νὰ τὸ ξεχνοῦμε. Νὰ μὴν ξεχνοῦμε δηλαδὴ τὸν κίνδυνο ποὺ διατρέχουμε κάθε στιγμὴ ἀπὸ τὴν κακότητα καὶ διαστροφὴ τοῦ διαβόλου, ποὺ πάντα παραμονεύει νὰ βρεῖ τὴν κατάλληλη στιγμή.

Γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος· «πραγματικὰ δὲν ἔχουμε νὰ παλαίψουμε πρὸς ἀντιπάλους ὅμοιους μὲ ἐμᾶς μὲ αἷμα καὶ σάρκα σὰν τὴν δική μας. Ἀλλ᾿ ἡ πάλη καὶ ὁ πόλεμος εἶναι πρὸς τὶς ἐξουσίες, πρὸς τὰ διαβολικὰ αὐτὰ πράγματα, πρὸς τοὺς κοσμοκράτορες τῶν βυθισμένων στὸ ἠθικὸ σκοτάδι, τὸ ὁποῖο ἐπικρατεῖ στὸν αἰῶνα τοῦτο».

Ἐπειδὴ δὲ ἡ πάλη ἡ δική μας εἶναι ἐναντίον τῶν διαβολικῶν ἐνεργειῶν, γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ Ἐκκλησία δὲν σταματᾶ τὸ ἔργο της, «νὰ μορφώσῃ κοινωνικῶς εὐπρεπεῖς καὶ πολιτικῶς χρηστοὺς τύπους ἀνθρώπων». Πάει πιὸ πέρα καὶ ζητεῖ νὰ μορφώσει τὸν Χριστὸ στὶς καρδιὲς τῶν πιστῶν· νὰ κάνει ἁγίους ἀνθρώπους, ποὺ θὰ ἔχουν τὴ δυνατότητα γιὰ τὴν πάλη μὲ τὸ κακὸ καὶ συνεπῶς νὰ διασώζουν τὴν ὕπαρξή τους.

Ἔτσι, ὅπως γίνεται ἀντιληπτό, ὁ κίνδυνος ποὺ διατρέχουμε δὲν εἶναι φυσικός, δηλαδὴ κάποια καταστροφή ἢ πείνα ἢ ἀρρώστια ἢ θάνατος, μήτε ὅ,τι συνήθως λέγεται «ἠθικός», μὰ εἶναι κίνδυνος «πνευματικός».

Καὶ ἀκόμη καλύτερα, κίνδυνος ὑπερφυσικός· κίνδυνος ποὺ προέρχεται ὄχι ἀπὸ τὴν γῆ, ἀλλὰ ἀπ᾿ τὸν οὐρανό. Τὸ λέγει ξεκάθαρα ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὅταν ὑπογραμμίζει μὲ νόημα· «ἐν τοῖς ἐπουρανίοις».

Γιὰ τὸν λόγο αὐτό, παλεύοντας μὲ ἕναν τέτοιο πνευματικὸ - ὑπερφυσικὸ ἐχθρό, τὸν διάβολο, δὲν εἶναι ἀρκετὴ ἡ καταπολέμηση «διὰ μόνης τῆς ἒπιβολῆς τῆς θελήσεως καὶ τοῦ ὀρθοῦ λόγου». Αὐτὰ μόνα τους δὲν φθάνουν, χαρακτηριζόμενα ἄλλωστε ὡς ἀνεπαρκῆ καὶ ἀδύναμα.

Χρειάζεται πρωτίστως ἡ Θεία Χάρη, πού «ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται». Αὐτὴ «καθαίρει, φωτίζει καὶ ἐνισχύει» τοὺς ἀνθρώπους. Καθιστᾶ τὶς ἀνθρώπινες ὑπάρξεις ἄτρωτες καὶ φρούρια ἀπόρθητα. Ἔτσι αἰσθάνονται ἀσφαλεῖς καὶ ἐνδυναμώνουν τὴν πίστη τους στὸν Χριστό.

Πρέπει δὲ νὰ ποῦμε πὼς ἐτοῦτος ὁ πόλεμος τοῦ διαβόλου ἐνάντια στὸν ἄνθρωπο, εἶναι πολὺ παλιός, ὅσο καὶ αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος. Γνωστὴ εἶναι ἡ παρακοὴ τοῦ θεϊκοῦ θελήματος καὶ ἡ παράβαση τῆς ἐντολῆς Του.

Καὶ ἀπὸ τότε ἀρχίζουν τὰ βάσανα γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ὡς κληρονομιὰ τῆς παρακοῆς καὶ τῆς παράβασης τῆς θεϊκῆς ἐντολῆς. Ἡ τότε παρακοὴ καὶ παράβαση γέννησε στὸν ἄνθρωπο τὴν ἀρρώστια, τὴν ἐξαθλίωση, τὴν ἐγκατάλειψη, τὸν πόνο καὶ τέλος τὸν θάνατο. Μπροστὰ σ᾿ αὐτὰ τὰ δεινὰ ὁ ἄνθρωπος εὐτυχῶς δὲν ἔμεινε μόνος.

Γιατὶ ἀπὸ τότε ἀκριβῶς ξεκινάει τὸ σωτήριο ἔργο τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι ὁ Χριστὸς ἐρχόμενος ὡς σωτήρας τοῦ ἀνθρώπου, ὑποσχέθηκε πὼς θὰ εἶναι μαζί του καὶ τελικὰ ἡ νίκη θὰ εἶναι δική του.

Ἐνῶ λοιπὸν οἱ ἄνθρωποι, πρὶν ἔλθει ὁ Χριστός, βρισκόντουσαν στὰ χέρια τοῦ διαβόλου, τώρα μὲ τὴν ἔλευσή Του, εἶναι στὰ δικά Του χέρια. Αὐτὸ βεβαίως δὲν σημαίνει πὼς ὁ διάβολος καταργήθηκε. Ὄχι, γιατὶ δὲν ἦλθε ἀκόμη ἡ ὥρα του. Ὑπάρχει καὶ συνεχίζει νὰ πειράζει καὶ νὰ διαστρεβλώνει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.

Ὅμως ὑπάρχει ἡ χάρη τοῦ Χριστοῦ, ἡ πρεσβεία τῆς Θεοτόκου καὶ ὅλων τῶν Ἁγίων μας, μαζὶ μὲ τὴ δική μας ἀγωνιστικότητα, ποὺ μᾶς φυλάει καὶ μᾶς προστατεύει ἀπὸ τὴν κακότητα τοῦ διαβόλου.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ὁ Χριστός μᾶς ἔμαθε νὰ προσευχόμαστε καὶ νὰ ζητοῦμε τὸ «ἀλλὰ ρῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ», δηλαδὴ νὰ μᾶς γλυτώνει ἀπὸ τὴν κακότητα τοῦ διαβόλου.

Καὶ ἡ Ἐκκλησία προβάλλοντας τὶς θαυματουργικὲς ἐπεμβάσεις τοῦ Χριστοῦ στοὺς δαιμονιζόμενος, μᾶς ὑπενθυμίζει ὅτι ὀφείλουμε νὰ βρισκόμαστε πάντα ἄγρυπνοι καὶ ἑτοιμοπόλεμοι γιὰ τὸν πνευματικὸ ἀγῶνα. Ἐπειδὴ ὁ διάβολος ποτὲ δὲν κοιμᾶται· ποτὲ δὲν ἡσυχάζει καὶ ποτὲ δὲν παρατάει τὰ ὀδυνηρὰ βέλη του.

Γιατί αὐτός, ποὺ πάντα πονηρὰ πορεύεται καὶ μισεῖ τὸν ἄνθρωπο, θέλει τὸ κακό του, τὸν ἐξευτελισμό, τὴν ἀπαξίωση, τὴ χλεύη, τὴν ἀπογοήτευση, τὴν καταστροφή.

Ἐνῶ ὁ Χριστὸς ἐπιθυμεῖ καὶ ἐργάζεται γιὰ τὴν σωτηρία, τὸ ὠφέλιμο, τὸ δίκαιο, τὸ ἅγιο. Τιμάει τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν περιβάλλει μὲ τὴν ἀγάπη Του. Ἐπιθυμεῖ νὰ προσφέρει τὴ δική Του ζωὴ μὲ μιὰ μονάχα προϋπόθεση· νὰ τὸ θέλουμε καὶ ἐμεῖς οἱ ἴδιοι.

Τὸ νὰ ἀπορρίπτουμε δὲ αὐτὴ τὴν βασικὴ βοήθεια, ποὺ μᾶς χαρίζει ἀσφάλεια, σωτηρία, εἰρήνη καὶ τὴν χάρη του Χριστοῦ εἶναι τοὐλάχιστον μιὰ ἐπιπόλαιη καὶ ἐπικίνδυνη ἐπιλογὴ μὲ πολὺ βαρὺ κόστος.

Ἀρχιμ. Ν.Π.





ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ

15 Ὀκτωβρίου 2006
Κυριακή Δ΄ Λουκᾶ
(Λουκ. 8, 5-15)


Ὅλα σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο περνοῦν καὶ φεύγουν. Ὅλα ἔρχονται καὶ παρέρχονται· ὕστερα χάνονται καὶ σβήνουν καὶ κανένας δὲν τὰ θυμᾶται. Καὶ οἱ ὀμορφιὲς τοῦ κόσμου καὶ οἱ ἀσχήμιες του· ἡ σοφία καὶ ἡ ἐξυπνάδα· ἡ ἐξουσία καὶ ἡ δύναμη· ὁ πλοῦτος καὶ ἡ αἴγλη... Καὶ μαζὶ μ᾿ ὅλα αὐτὰ ὁ ἄνθρωπος περνάει καὶ φεύγει σὰν τὸν διαβάτη ποὺ χάνεται στὸ βάθος τοῦ δρόμου...

Ἕνα μονάχα ἀντιστέκεται στὴ φθορά· ἕνα μόνο μένει ἀμετακίνητο στὴ φυγὴ καὶ στὸ πέρασμα· κι αὐτὸ εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ! Αὐτὸς ὁ λόγος μένει πέρα ἀπὸ τὸν χρόνο μὲ τὸν ἄνθρωπο, ποὺ ἔχει τὴ βούληση νὰ τὸν ἀκούει καὶ νὰ τὸν φυλάει μέσα του ὡς τὸν πιὸ πολύτιμο καὶ ἀνεκτίμητο θησαυρό.

Ἔτσι, μιλώντας τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο γιὰ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, Τὸν ὡμοιάζει ὡς τὸν γεωργὸ ποὺ σπέρνει. Καὶ ἡ σπορά Του εἶναι ὁ λόγος. Ἐμεῖς δὲ ὅλοι εἴμαστε τὸ χωράφι Του· τὸ γόνιμο καὶ τὸ ἄγονο· τὸ καλλιεργημένο καὶ τὸ ἀκαλλιέργητο. Αὐτὸ τὸ χωράφι, ποὺ δὲχεται μὲ θαλπωρὴ τὸν σπόρο, τὸν λόγο Του ἢ ποὺ ἀπορρίπτει τὴ σπορὰ καὶ μένει δίχως καρπό.

Ὁ Χριστὸς ἄλλωστε τὸ εἶπε μὲ σαφήνεια· «ὁ Πατέρας μου εἶναι ὁ γεωργὸς». Ὁ δὲ ἀπόστολος Παῦλος πὼς ἐμεῖς «εἴμαστε χωράφι τοῦ Θεοῦ». Σ᾿ αὐτὸ τὸ χωράφι, τὸν λαό Του, ὁ Θεὸς μέσα στοὺς αἰῶνες τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας ἔστειλε τοὺς Προφῆτες γιὰ μὲν τὸ Ἰουδαϊκὸ ἔθνος καὶ τοὺς φιλοσόφους γιὰ τὰ ἄλλα ἔθνη. Κι αὐτοὶ μὲ τὸν προφητικὸ λόγο ὴ τὶς φιλοσοφίες, ἄμεσα ἢ ἔμμεσα ἀποκάλυψαν ἀλήθειες θεϊκές. Δίδαξαν τοὺς λαοὺς γιὰ τὸ θέλημα καὶ τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ καὶ ἑρμήνευσαν μὲ διάφορους τρόπους τὸ θεϊκὸ λόγο. Ἔγιναν μὲ ἄλλα λόγια καὶ οἱ ἴδιοι γεωργοὶ καὶ σποριάδες ποὺ ἔσπειραν τὸ θεϊκὸ λόγο.

Ὕστερα ἔρχεται ὁ Χριστός, γιὰ νὰ ἀποκαλύψει τὶς οὐράνιες ἀλήθειες, νὰ φανερώσει τὸν Πατέρα Του. Νὰ καλέσει κατόπιν τοὺς ἀνθρώπους νὰ Τὸν ἀκούσουν καὶ νὰ κρύψουν κατάβαθα στὶς ψυχές τους ἐτοῦτον τὸν οὐράνιο θησαυρό.

Ὁ Χριστὸς λοιπὸν ἦλθε «γιὰ νὰ κηρύξει τὸ χαρμόσυνο μήνυμα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ» καὶ στὴ συνέχεια «γιὰ νὰ γιατρεύσει κάθε ἀρρώστια καὶ κάθε ἀδιαθεσία ἀνάμεσα στὸ λαό». Καὶ ἀποτελεῖ τὸν μεγάλο καὶ μοναδικὸ σπορέα τοῦ θεϊκοῦ λόγου. Σπέρνει ἀδιάκοπα καὶ ἀφειδώλευτα πρὸς κάθε κατεύθυνση. Πλούσια παρέχει τὸν λόγο καὶ μὲ ἀφθονία δωρίζει τὰ οὐράνια δῶρα Του.

Ὁ λόγος Του φέρει τὸ θεϊκὸ κῦρος· ἡ δυναμικὴ καὶ βαρύτητά Του καταγράφεται ὡς μοναδικὴ ἀπὸ τὸν λαό. Γιατὶ αὐτὸς ὁ λαὸς τονίζει πὼς «οὐδέποτε μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο λάλησεν ἄνθρωπος, ὅπως ἀκριβῶς αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος», δηλαδὴ ὁ Χριστός.

Στὴ συνέχεια, τέλος, ἦλθαν οἱ Ἀπόστολοι, οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας μέχρι τὰ σημερινὰ χρόνια. Διάκονοι τοῦ θεϊκοῦ λόγου, γεωργοὶ στὸ χωράφι τοῦ Θεοῦ. Σπέρνουν δίχως διακοπὴ καὶ δίχως τσιγκουνιά. Γι᾿ αὐτὸ «ἡ φωνὴ τῶν κηρύκων τοῦ Εὐαγγελίου... ἐβγῆκεν εἰς ὅλην τὴν γῆν καὶ οἱ λόγοι τους ἀκούσθηκαν εἰς τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης» κατὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο. Μὲ ἁπλοχεριὰ λοιπόν, πλούσια καὶ ἄφθονα παρέχουν τὸν καρποφόρο σπόρο στὸ χωράφι καὶ ὁ Θεὸς τελικὰ θὰ εὐλογήσει γιὰ τὴν καρποφορία του.

Άκριβῶς ὅπως ὁ γεωργὸς σὰν σπέρνει, δὲν μετράει τοὺς σπόρους, μήτε ὁρίζει τὸν τόπο ποὺ θὰ πέσει, ἔτσι καὶ οἱ διάκονοι τοῦ θεϊκοῦ λόγου, δὲν μετροῦν τὸ πόσο, μὰ τὸ πῶς θὰ σπείρουν. Γιατὶ σ᾿ αὐτὴ τὴν πλούσια σπορά, ἄλλοι σπόροι θὰ πᾶνε χαμένοι καὶ ἄλλοι θὰ πιάσουν τόπο· θὰ ριζοβολήσουν καὶ θὰ καρποφορήσουν.

Τελικὰ δὲ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ πῶς ριζώνει, πῶς αὐξάνει, πῶς καρποφορεῖ, εἶναι ἕνα μυστήριο ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ ἐξηγηθεῖ μὲ τὰ ἀνθρώπινα μέτρα. Πῶς κάνει δηλαδὴ τὸν ἄνθρωπο νὰ τὸν ἀκούσει, νὰ τὸν φέρει σὲ κατάνυξη! Πῶς πιάνει στὴ σαγήνη του τὸν κάθε ἕνα μας καὶ παρέχει νάματα σωτήρια! Πῶς ριζοβολάει ἐντός μας καὶ ρίχνει ρίζες στέρεες καὶ βαθειές, ποὺ δὲν μποροῦν νὰ ξεριζώσουν τὰ διάφορα χτυπήματα. Πῶς ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο στὴ μετάνοια καὶ τὴν συγγνώμη. Πῶς; Μὲ ποιὸ τρόπο; Ποιὸς μπορεῖ νὰ τὸ πεῖ; Ποιὸς μπορεῖ νὰ τὸ ἑρμηνεύσει; Μονάχα ὁ Θεὸς γνωρίζει κι Αὐτὸς τὸν καθοδηγεῖ!

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, τὸ Εὐαγγέλιο, ἔχει μιὰ μυστηριακὴ ἐσωτερικὴ δυναμική. Γι᾿ αὐτό, ἐκεῖ ποὺ ὁ ἀνθρώπινος λόγος στέκεται ἀνήμπορος καὶ ἀδυνατεῖ νὰ πράξει κάθε τὶ ἢ νὰ φέρει κάποια ἀλλαγή, ὁ θεϊκὸς λόγος λειτουργεῖ μὲ ἄνεση καὶ εὐκολία περισσή.

Ὁ ἀνθρώπινος λόγος εἶναι γνωστὸ πὼς μπορεῖ νὰ μᾶς ὁμιλήσει γιὰ τὴ σοφία καὶ τὴν ἐπιστημοσύνη· γιὰ τὴ τέχνη καὶ τὶς μηχανὲς ποὺ μποροῦν ἀκόμη νὰ μᾶς πᾶνε στ᾿ ἄστρα καὶ τόσα ἄλλα. Δὲν μπορεῖ ὅμως νὰ μᾶς πεῖ τίποτε γιὰ τὸ πῶς μποροῦμε ν᾿ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες καὶ τὶς πτώσεις μας. Πῶς μποροῦμε νὰ κατακτήσουμε τὴν σωτηρία τῆς ὑπάρξεώς μας. Γιατὶ αὐτὸ μονάχα ὁ θεϊκὸς λόγος μπορεῖ νὰ μᾶς τὸ πεῖ. Ἑπομένως ὀφείλουμε νὰ Τὸν ἀκοῦμε. Μιλάει ὁ Ἴδιος ὁ Θεός!

Καὶ ὀφείλουμε νὰ τὸν διαφυλάττουμε ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ. Ὕστερα δὲ νὰ πράττουμε κατὰ πὼς αὐτὸς ὁ θεϊκὸς λόγος μᾶς καθοδηγεῖ. Ἔτσι μόνο εἴμαστε τὰ δικά Του παιδιά, ποὺ Τὸν ἀκοῦμε καὶ Τὸν ἀκολουθοῦμε, ἐπειδὴ αὐτὸ εἶναι τὸ πνευματικὸ καὶ ὑπαρξιακό μας συμφέρον. Κι αὐτὸ δὲν πρέπει νὰ τὸ ξεχνοῦμε ποτέ.

Ἀρχιμ. Ν.Π.





ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ

8 Ὀκτωβρίου 2006
Κυριακή Γ΄ Λουκᾶ
(Λουκ. 7, 11-16)


Μέσα στὰ πολλὰ θαυμαστὰ γεγονότα ποὺ ἐτέλεσε ὁ Χριστὸς στοὺς ἀνθρώπους, ἐξέχουσα θέση κατέχουν οἱ ἀναστάσεις τῶν νεκρῶν. Εἶναι ὁ υἱὸς τῆς χήρας τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου, ἡ κόρη τοῦ Ἰαείρου, ὁ φίλος Του Λάζαρος, οἱ νεκροὶ κατὰ τὴν σταύρωση τοῦ Χριστοῦ, ὅταν «πολλὰ σώματα τῶν κεκοιμημένων, μετὰ τὴν ἔγερσιν αὐτοῦ εἰσῆλθον εἰς τὴν ἁγίαν πόλιν καὶ ἐνεφανίσθησαν πολλοῖς» καὶ τέλος ἡ ἀνάσταση τοῦ Ἰδίου τοῦ ἑαυτοῦ Του.

Καὶ εἶναι σημαντικὲς αὐτὲς οἱ ἀναστάσεις, γιατὶ ἀκριβῶς ἐκφράζουν τὴν ἐξουσία τοῦ Χριστοῦ ὡς Θεοῦ, ἐπάνω στὴ ζωὴ καὶ τὸ θάνατο. Αὐτὸς ἄλλωστε ἔχει στὰ χέρια Του τὴν ζωή μας καὶ Αὐτὸς ἔχει τὴν ἐξουσία νὰ τὴν δίνει καὶ νὰ τὴν παίρνει.

Μιλώντας δὲ γιὰ τὸ γεγονὸς τοῦ θανάτου, ἔτσι καθὼς τὸν ἀντικρύζουμε στὸν υἱὸ τῆς χήρας στὴν πόλη Ναΐν, κατανοοῦμε πὼς πρόκειται γιὰ ἕνα μεγάλο μυστήριο. Ὁ θάνατος εἶναι τὸ μεγάλο μυστήριο! Μονάχα ποὺ αὐτὸ μᾶς φοβίζει καὶ, σὰν κάποιες φορὲς τὸ σκεπτόμαστε, μᾶς παγώνει τὸ αἷμα καὶ νεκρώνει τὴν ὕπαρξή μας.

Καὶ παρ᾿ ὅτι καθημερινὰ τονίζουμε στὸ σύμβολο τῆς πίστεώς μας «προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν», ἐντούτοις μοιάζουμε μ᾿ αὐτοὺς ποὺ πέραν τοῦ θανάτου καὶ τῆς πλάκας τοῦ τάφου, «δὲν ἐλπίζουμε πιὰ σὲ τίποτε».

Νομίζουμε πὼς ὅλα τελειώνουν ἐδῶ καὶ δὲν περιμένουμε τίποτε. Γι᾿ αὐτὸ «πολλοὶ κλαῖνε καὶ σκοτώνονται καὶ χάνουν τὰ λογικά τους κι ἀκόμη τὰ βάζουν μὲ τὸ Θεό». Ὅλη αὐτὴ ἡ συμπεριφορὰ ἁπλᾶ μᾶς λέγει πὼς ἐτοῦτοι οἱ ἄνθρωποι δὲν ἔχουν σχέση μὲ τὸ χριστιανισμό, καὶ ἂς λέγουν πὼς πιστεύουν.

Στὸ θάνατο ἑνὸς ἀνθρώπου βέβαια καὶ θὰ λυπηθοῦμε καὶ θὰ κλαύσουμε, γιατὶ αὐτὸ εἶναι καὶ ἀνθρώπινο καὶ φυσικό. «Μὰ δὲν ἀφίνουμε νὰ μᾶς πνίξῃ ὁ πόνος καὶ νὰ μᾶς θολώσῃ τὰ λογικά μας ἡ λύπη». Γιατὶ οἱ νεκροί μας φεύγουν μέν, ἀλλὰ δὲν χάνονται. Αὐτοὶ πηγαίνουν μπροστὰ καὶ ἐμεῖς τοὺς ἀκολουθοῦμε, γιὰ νὰ τοὺ ξαναβροῦμε.

Ὁ Χριστὸς δὲ μὲ τὶς ἀναστάσεις αὐτὲς, καὶ κυρίως μὲ τὴ δική Του ἀνάσταση, ἐπιθυμεῖ νὰ τονίσει πὼς δὲν ὑπάρχουν νεκροί. Ναί! ἀκριβῶς ἔτσι! Τὸ λέγει ἄλλωστε ὁ Ἴδιος πώς «ὁ Θεὸς δὲν εἶναι Θεὸς νεκρῶν, ἀλλὰ ζώντων». Ἔτσι, κάθε φορὰ ποὺ ὁ Χριστὸς μιλάει γιὰ θάνατο, μιλάει γιὰ ὕπνο καὶ βεβαιώνει πὼς ὅσοι φεύγουν ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν ζωή, δὲν πεθαίνουν, ἀλλὰ κοιμοῦνται.
Μ᾿ αὐτὸ τὸν τρόπο καὶ σ᾿ αὐτὴ τὴ βάση ὁ Χριστὸς σήκωσε τὸν πεθαμένο υἱὸ τῆς χήρας λέγοντάς του: «νεανίσκε, σὲ σένα μιλῶ, σήκω ἐπάνω!». Εἶναι ὡσὰν νὰ κοιμᾶται καὶ τὸν ξυπνάει. Τοῦ μιλάει καὶ ἐκεῖνος ἀκούει καὶ σηκώνεται ἀπ᾿ τὸν βαθὺ ὕπνο του!
Ὅλα ἐτοῦτα τὰ θαυμαστὰ γεγονότα, δύσκολα τ᾿ ἀκούει ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος καὶ λιγότερο τὰ πιστεύει. Ἀκούγοντας γιὰ τὸ θάνατο καὶ τὴν Ἀνάσταση ἀποφεύγει καὶ νὰ τὰ ὀνομάσει, τὸν μὲν πρῶτο, γιατὶ τὸν φοβᾶται καὶ τὸν τρέμει, τὴν δὲ δεύτερη, γιατὶ δὲν τὴν πιστεύει.

Ἀφοῦ εἶναι σημεῖο τῶν καιρῶν οἱ ἄνθρωποι ν᾿ ἀρνοῦνται ὅ,τι δὲν ἐννοοῦν καὶ νὰ κάνουν ἀρνητικὴ κριτικὴ σὲ κάθε σέβασμα τῆς Ἐκκλησίας ποὺ τοὺς φαίνεται ἐνοχλητικό.

Μὰ ἐδῶ μᾶς μιλάει ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Σ᾿ αὐτὰ δὲ τὰ λόγια Του δὲν καθόμαστε νὰ ρωτήσουμε ἢ νὰ ἐρευνήσουμε τὸ πῶς αὐτὰ μποροῦν νὰ πραγματωθοῦν. Μήτε τὸ γιατί πρέπει νὰ γίνουν. Ἐμεῖς ὀφείλουμε νὰ ἀκοῦμε τὸ λόγο τοῦ Πατέρα μας, ποὺ γνωρίζει τὸ πῶς καὶ τὸ γιατί, νὰ τὸν δεχόμαστε καὶ νὰ τὸν ἐμπιστεύομαστε.

Ἄλλωστε ὁ Χριστός, ποὺ γνώρισε τὸν ἄλλο κόσμο μὲ τὸ θάνατό Του, γυρνώντας πάλι στὴ ζωὴ μὲ τὴν Ἀνάστασή Του, μᾶς ἀποκάλυψε στὸ Εὐαγγέλιό Του πὼς γιὰ τοὺς πιστοὺς ἀνθρώπους δὲν ὑπάρχει θάνατος. Ἀντιθέτως μάλιστα μᾶς μιλάει γιὰ τὴ ζωὴ καὶ φέρνει τὸ χαρμόσυνο μήνυμα τῆς σωτηρίας καὶ τῆς διάσωσης γιὰ ὅλους μας.

Ἐμεῖς δὲ οἱ χριστιανοὶ ἔχουμε ὑποχρέωση νὰ πιστεύουμε ὅ,τι ἡ Ἐκκλησία, ὄχι ὡς πρόσωπα ἀλλὰ ὡς σύνολο, μᾶς διδάσκει. Αὐτὴ γνωρίζει καὶ κατέχει ὁλόκληρη τὴν ἀλήθεια τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Χριστοῦ. Γιατὶ τελικὰ ἡ Ἐκκλησία εἶναι «κήρυγμα γεγονότων, ἀναποσπάστως συνδεδεμένων πρὸς τὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ».

Ὁ θάνατος λοιπόν, κατὰ τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ, εἶναι μιὰ μετάβαση πρὸς τὴ ζωή, γι᾿ αὐτὸ ἀπὸ τέλος γίνεται τελείωση· ἀπὸ σιωπὴ γίνεται ζωή· ἀπὸ νέκρωση γίνεται ἀνάσταση! «Τὸ θάνατον εἰς τὸ σημεῖον τοῦτο ἢ τὸν νικῶμεν ἢ μᾶς νικᾷ». Τὸν νικοῦμε τελικὰ καὶ ἡ νίκη αὐτὴ ἐπιτυγχάνεται μόνο διὰ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἀναστάσεώς Του.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, τὸ νὰ φοβούμαστε καὶ νὰ λυπούμαστε, ὅταν ἀντικρύζουμε τὸ θάνατο, εἶναι καὶ ἀνθρώπινο καὶ φυσικό. Ἀπὸ τὸ σημεῖο ὅμως αὐτό, μέχρι τοῦ σημείου νὰ κυριεύομαστε ἀπὸ τὸν τρόμο καὶ τὴν ἀπελπισία, νὰ τὰ χάνουμε καὶ νὰ θολώνει ἡ ὕπαρξή μας, εἶναι τεράστια ἡ ἀπόσταση. Καὶ δὲν εἶναι σωστὴ μήτε χριστιανική. Εἰδεμὴ πορεύομαστε ὡς μὴ ἔχοντες ἐλπίδα, κατὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο.

Πρὸ πάντων ὅμως, ὀφείλουμε νὰ μὴν ἀπομακρυνόμαστε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ὅπως συνηθίζουν μερικοὶ, ὅταν ἔχουν πένθος, νὰ σταματοῦνε νὰ πηγαίνουν στὸ Ναό.

Ἂν εἶναι ἀνάγκη γιὰ ὅλους μας νὰ βρισκόμαστε στὴν Ἐκκλησία, πολὺ περισσότερο ὅταν ἔχουμε πένθος. Γιατὶ στὴν Ἐκκλησία ἠρεμεῖ ἡ ψυχή, γαληνεύει ἡ ὕπαρξή μας, ἀφοῦ εἶναι τὸ ὑπήνεμο λιμάνι· ἡ παρηγοριὰ καὶ τὸ στήριγμά μας· θερμαίνει μὲ τὴ ζεστασιά της καὶ μᾶς φωτίζει τὸ νοῦ. Μέσα δὲ στὸ φωτισμὸ τῆς ψυχῆς καὶ στὴ θερμότητα τῆς καρδιᾶς, κρύβεται ὁλόκληρη ἡ πίστη, ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ἐλπίδα μας· ὅτι δὲν ὑπάρχει πιὰ θάνατος, παρὰ μόνο ἡ ζωὴ ἡ αἰώνιος, ἔτσι καθὼς μᾶς τὴ δώρησε ὁ Χριστός.

Ἀρχιμ. Ν.Π.





ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ

1 Ὀκτωβρίου 2006
Κυριακή Β΄ Λουκᾶ
(Λουκ. 6, 31-36)


Στεκόμενοι στὶς τελευταῖες λέξεις τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου τοῦ εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ, ἀντιλαμβανόμαστε πὼς ὁ Χριστὸς μᾶς προσκαλεῖ νὰ γίνουμε εὐσπλαγχνικοὶ καὶ πονετικοί. Νὰ τί λέγει ἀκριβῶς στὸ σημεῖο αὐτό.
«Νὰ γίνετε λοιπὸν σπλαχνικοὶ πρὸς τὸν πλησίον καὶ συμπονετικοὶ στὶς δυστυχίες του καὶ στὶς ἀνάγκες του, ὅπως ἀκριβῶς καὶ ὁ οὐράνιος Πατέρας σας εἶναι εὐσπλαγχνικὸς πρὸς ὅλους».

Πρέπει δὲ νὰ ποῦμε πὼς τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Χριστοῦ εἰπώθηκαν σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ ὁ οἶκτος καὶ ἡ εὐσπλαγχνία ἦσαν σὲ πολὺ μικρὴ ἐκτίμηση. Βρισκόμαστε βέβαια στὴν ἐποχὴ τῆς δουλείας, ὅπου ἡ ἀνθρώπινη ἀξία εἶναι φοβερὰ ὑποτιμημένη. Οἱ ἀρετὲς τοῦ ἐλέους καὶ τοῦ οἴκτου ἔχουν ἀσήμαντη ἀξία καὶ θὰ λέγαμε ἀκόμη πὼς θεωροῦνται ὡς ἀδυναμίες.

Διαβάζοντας δὲ τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη καὶ ἰδιαιτέρως στὸν 102 Ψαλμὸ τοῦ Δαυΐδ, βλέπουμε πὼς ἡ εὐσπλαγχνία καὶ τὸ ἔλεός Του εἶναι βασικὲς ἐνέργειές Του. Γιατὶ μονάχα μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ὁ Θεὸς λειτουργεῖ, καὶ ἔτσι θεμελιώνει τὶς σχέσεις Του μὲ τοὺς ἀνθρώπους.

«Εἶναι οἰκτίρμων καὶ ἐλεήμων ὁ Κύριος» γράφει ὁ Ψαλμός, «μακρόθυμος καὶ πολυέλεος. Δὲν παρατείνεται διηνεκῶς καὶ ἀπαύστως ἡ κατὰ τῶν ἁμαρτιῶν μας ὀργή Του, οὔτε μνησικακεῖ κατὰ τῶν παρεκτοπῶν μας αἰωνίως».

Καὶ στὴν Καινὴ Διαθήκη καὶ συγκεκριμένα στὴν ἐπιστολὴ τοῦ ἀποστόλου καὶ ἀδελφοθέου Ἰακώβου ὑπογραμμίζονται μὲ σαφήνεια τὰ ἀκόλουθα: «ὁ Κύριος εἶναι πολυεύσπλαγχνος καὶ οἰκτίρμων καὶ μὲ συμπάθεια πολλὴ δοκιμάζει τὰ παιδιά του».

Ἡ Ἐκκλησία δὲ παίρνοντας τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ, ὅτι ὀφείλουμε νὰ γίνουμε εὐσπλαγχνικοὶ ὅπως ὁ οὐράνιος Πατέρας μας, τὸ κάνει κανόνα ζωῆς καὶ ζητεῖ οἱ Χριστιανοὶ νὰ κατανοήσουν τὴν ἀξία του. Ἔτσι ἡ εὐσπλαγχνία καὶ τὸ ἔλεος ἀνοίγουν νέους ὁρίζοντες καὶ καταγράφουν νέες προοπτικὲς ἤθους καὶ πνεύματος.

Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, μιλώντας γι᾿ αὐτὸ τὸ γεγονός, ὑπογραμμίζει τὴν εὐθύνη τοῦ ἀνθρώπου, μὰ καὶ τὸ καθῆκον του νὰ εἶναι εὔσπλαγχνος καὶ οἰκτίρμονας· ἔτσι θὰ μοιάζει μὲ τὸ Θεό.

«Τοῦτο εἶναι ἀκριβῶς αὐτὸ ποὺ ἀξιοῦται ὁ ἄνθρωπος, νὰ ὁμοιάσῃ στὸ Θεὸ εἰς τὸ νὰ ἐλεῇ καὶ νὰ οἰκτείρῃ... Γιατὶ ὁ Θεὸς δὲν εἶπε, ἐὰν νηστεύετε, θὰ εἶστε ὅμοιοι μὲ τὸν Πατέρας σας· δὲν εἶπε, ἐὰν ζεῖτε ἐν παρθενία, δὲν εἶπε ἐὰν προσεύχεσθε, ὅμοιοι θὰ γίνετε μὲ τὸν Πατέρα σας. Ἀλλὰ τί ἀκριβῶς; Νὰ γίνετε οἰκτίρμονες!...».

Δηλαδὴ καλεῖται ὁ ἄνθρωπος νὰ μοιάσει στὸ Θεό ὡς πρὸς τὶς ἐνέργειές Του. Ἐτοῦτο ὅμως τὸ γεγονὸς δὲν τὸ πολυκαταλαβαίνει. Γιατὶ, μπορεῖ νὰ θαυμάζει τὸ Θεὸ γιὰ τὴν σοφία Του· μπορεῖ νὰ ἔχει δέος γιὰ τὴ δύναμή Του, μὰ δὲν μπορεῖ νὰ καταλάβει τὴν καλωσύνη καὶ τὴν εὐσπλαγχνία Του. «Εἶναι τόσο μεγάλη καὶ πλατειὰ ἡ θεία καλωσύνη, ποὺ φαίνεται ἀπίστευτη στὸν ἄνθρωπο».

Αὐτὴ δὲ ἡ καλωσύνη καὶ εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ ἔχει ἕνα μονάχα σκοπό· νὰ φέρει τὸν ἄνθρωπο σὲ μετάνοια. Νὰ κατανικήσει τὴν ἁμαρτωλότητα καὶ τὴν μικρότητά του καὶ νὰ ζητήσει τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Καὶ εἶναι στὸ χέρι του νὰ τὸ κάνει.

Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, ὁ Θεὸς δίδει προθεσμία καὶ πίστωση χρόνου στὸν ἄνθρωπο.. Ἀναβάλλει κάθε καταδίκη, γιατὶ ὁ Ἴδιος τὸ λέει ξεκάθαρα: «δὲν θέλω νὰ πεθάνει ὁ ἁμαρτωλός. Θέλω καὶ περιμένω νὰ μετανοήσει καὶ νὰ ζήσει!».

Ὁ Θεὸς περιμένει καὶ ἐμεῖς ἀργοποροῦμε. Ἐπιθυμεῖ νὰ ζήσουμε, καὶ ἐμεῖς μὲ τὴν πρακτική μας ξεθεμελιώνουμε τὴ ζωή! Δίδει πίστωση χρόνου καὶ ἀναβάλλει κάθε τιμωρία, καὶ ἐμεῖς ξοδεύουμε τὸν χρόνο Του μὲ ἐπιπολαιότητα καὶ ἀβελτηρία!

Μέχρι πότε θὰ μποροῦμε νὰ περπατᾶμε μόνοι στὴν μοναξιά μας; Πότε θὰ νοιώσουμε τὴν ἀνάγκη τῆς κοινωνίας μὲ τὸ Θεό; Καὶ πότε θὰ καταλάβουμε πὼς ἡ εὐσπλαγχνία καὶ τὸ ἔλεός Του εἶναι τόσο πλούσια καὶ μεγάλα, ποὺ μποροῦν νὰ συγχωροῦνε καὶ τὴ δική μας ἀδιαφορία καὶ φυγή;

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, τὸ ἔχουμε ἆραγε σκεφτεῖ πὼς τὸν κόσμο μας δὲν τὸν κρατάει ἡ τυχὸν ἁγιωσύνη μας, ποὺ κι αὐτὴ δὲν ὑπάρχει, μὰ ἡ εὐσπλαχνία καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ; Καὶ τὸ ἔχουμε κατανοήσει πὼς καλούμαστε νὰ μοιάσουμε μὲ τὸ Θεό, ὅπως καὶ πιὸ πάνω εἴπαμε, ὄχι στὴ σοφία, ποὺ δὲν μποροῦμε, μήτε στὴ δύναμη Του, ποὺ μᾶς εἶναι ἀπλησίαστη, μὰ καλούμαστε νὰ τοῦ μοιάσουμε στὴν εὐσπλαγχνία καὶ τὸ ἔλεος;

Ὁ Χριστὸς εἶναι εὔσπλαγχνος, γεμᾶτος ἀπὸ τὸ ἔλεος καὶ τὸν οἰκτιρμὸ γιὰ ὅλους μας. Μὲ τὸ δικό Του οἰκτιρμὸ καὶ τὸ ἔλεος στέκεται, βρίσκεται καὶ πορεύεται ὁ κόσμος.

«Καλοὶ καὶ πονετικοὶ νὰ εἴμαστε κι ἐμεῖς μεταξύ μας, γιὰ νὰ στέκεται καὶ νὰ οἰκοδομῆται ἡ ζωή μας». Καὶ τότε ἡ χάρη τοῦ Χριστοῦ θά ᾿ρθει νὰ συμπληρώσει τὶς δικές μας ἀδυναμίες καὶ νὰ ἀναπληρώσει τὶς δικές μας ἐλλείψεις.

Μὰ πρῶτα πρέπει ἐμεῖς νὰ κάνουμε τὸ πρῶτο βῆμα. Αὐτὸ τὸ δικό μας βῆμα ὁ Χριστὸς ἐνισχύει καὶ στερεώνει.

Ἀρχιμ. Ν.Π.





ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ

26 Νοεμβρίου 2006
Κυρικὴ ΙΓ´ Λουκᾶ
(Λουκ. ιη΄, 18-27)


Ἡ φιλαργυρία καὶ ἡ φιλοχρηματία εἶναι ἕνα μεγάλο ἀνθρώπινο πρόβλημα καὶ μιὰ φοβερὴ καὶ μεταδοτικὴ ἀρρώστια. Μιὰ κατάσταση, ποὺ ἂν δὲν προσέξουμε, μπορεῖ νὰ μεταβληθεῖ σὲ ὑπαρξιακὴ φυλάκιση καὶ ἀσφυκτικὸ ἐγκλωβισμό.

Γι᾿ αὐτὸ στὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο ἡ Ἐκκλησία ἐπιθυμεῖ νὰ μᾶς πεῖ τὴν ἀλήθεια καὶ νὰ μᾶς δείξει τὸν τρόπο ποὺ μποροῦμε νὰ φυλαγόμαστε καὶ νὰ διασώζουμε τὴν ὕπαρξή μας.

Μᾶς καλεῖ νὰ γίνουμε τηρητὲς τοῦ λόγου τοῦ Χριστοῦ πὼς «ὅσα ἔχουμε νὰ τὰ μοιράσουμε στοὺς φτωχοὺς γιὰ νὰ ἀποκτήσουμε θησαυρὸ οὐράνιο», καὶ ὄχι νὰ τραποῦμε σὲ φυγὴ μπροστὰ στὸ βαρὺ καθῆκον μας· νὰ περιπέσουμε σὲ λύπη, ὅπως ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου.

«Ἐκεῖνος, ὅταν ἄκουσε ἐτοῦτα τὰ λόγια, ἔπεσε σὲ μεγάλη λύπη γιατὶ ἦταν πάρα πολὺ πλούσιος», σημειώνει τὸ ἱερὸ κείμενο τοῦ εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ. Καὶ ἔτσι ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς, ἐνῶ εἶχε τὴ δυνατότητα γιὰ τὸ μεγάλο καλό, ἐντούτοις αὐτὴ τὴ δυνατότητα τὴν μετατρέπει σὲ ἀδυναμία.

Ἐνῶ μποροῦσε νὰ εἶχε ἐξασφαλισμένη τὴν εἴσοδό του στὴ Βασιλεία τοῦ Χριστοῦ, μὲ τὴν φιλαργυρία καὶ φιλοχρηματία του κλείνει γιὰ πάντα τὴν πόρτα της καὶ μένει ἀπ᾿ ἔξω.

Γι᾿ αὐτὸ ὁ Χριστὸς γνωρίζοντας ὅλη αὐτὴ τὴν ἀνθρώπινη στάση ἔναντι τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν καὶ τὴν στενότατη σχέση μ᾿ αὐτά, εἶπε τό «πόσο δύσκολο πρᾶγμα εἶναι ὁ πλούσιος νὰ μπεῖ στὴ Βασιλεία τῶν Ουρανῶν».

Ἂν προσέξουμε ὅμως καλύτερα σ᾿ αὐτὰ τὰ λόγια, θὰ παρατηρήσουμε πὼς ὁ Χριστὸς δὲν κλείνει τὴν πόρτα τῆς Βασιλείας Του σὲ κανένα. Ἔτσι δὲν εἶπε πὼς εἶναι ἀδύνατο, μὰ πὼς εἶναι δύσκολο. Τὸ ὅτι δὲ εἶναι δύσκολο διαφαίνεται ἀπὸ τὸ γεγονὸς πὼς ὁ πλοῦτος εἶναι ἕνας δυνατὸς πειρασμός, ποὺ καταντάει μιὰ καθαρὴ λατρεία καὶ ἀγάπη πρὸς τὸ χρῆμα. Εἶναι δηλαδὴ μιὰ εἰδωλολατρεία στὸ Θεὸ μαμωνᾶ, στὸ χρῆμα καὶ τὸν πλοῦτο.

Ἐκεῖνο ὅμως ποὺ μᾶς διαφεύγει ἴσως, εἶναι τὸ γεγονὸς πὼς τὸ εἴδωλό μας, ὁ πλοῦτος, εἶναι ἕνας θεὸς ψεύτικος καὶ ἀπατηλός. Γιατὶ μπορεῖ νὰ ὑπάρχει σήμερα, καὶ αὔριο χάνεται, σβήνει, ἐξαφανίζεται. Ἐνῶ σήμερα χαιρόμαστε γιὰ τὰ πλούτη μας, αὔριο τὰ βλέπουμε νὰ γλιστροῦνε ἀπὸ τὰ χέρια καὶ νὰ μᾶς φεύγουν. Καὶ τὸ σπουδαιότερο, ὅτι τὶς περισσότερες φορὲς ἀδυνατοῦμε νὰ κάνουμε κάτι. Αὐτὸ εἶναι τελικὰ ἡ τραγικότητα καὶ ἡ ἀπογοήτευσή μας!

Ἔτσι ἡ φιλαργυρία καὶ ἡ φιλοχρηματία μας μᾶς ὁδηγοῦν σὲ μιὰ θλιβερὴ κατάσταση ποὺ μᾶς γεμίζει ἀπελπισία. Εἴχαμε ἄλλωστε ἐκεῖ στηρίξει πολλά· τὴν ἴδια τὴ ζωή μας· καὶ βλέπουμε μέσα σὲ ἐλάχιστο χρόνο ὅλα νὰ κρημνίζονται καὶ νὰ διαλύονται.

Γνωρίσαμε σ᾿ αὐτὴ τὴ ζωὴ πολλοὺς μὲ πλούτη καὶ δόξες. Ξαφνικὰ τὰ ἔχασαν ὅλα· τοὺς «ἔφυγε ὁ Θεός τους καὶ ἔμειναν στὸ δρόμο. Γιατὶ ὁ πλοῦτος εἶναι ἕνας ψεύτικος καὶ ἄπιστος Θεός!». Καὶ κάτι ἄλλο ἀκόμη· ὁ Χριστὸς ὅταν μιλοῦσε γιὰ τὸ πόσο δύσκολη εἶναι ἡ εἴσοδος τῶν πλουσίων στὴ Βασιλεία Του, δὲν ἐννοοῦσε μονάχα αὐτὴ στὴν αἰωνιότητα. Μὰ καὶ ἐτούτη, ποὺ διανύουμε σ᾿ αὐτὴ τὴ ζωή, δηλαδὴ τὴν Ἐκκλησία Του.

Σ᾿ αὐτὴ δὲ τὴν Ἐκκλησία, οἱ περισσότεροι Χριστιανοὶ δὲν εἶναι οἱ πλούσιοι καὶ οἱ κατέχοντες. Αὐτοὶ ἔχουν προσκολληθεῖ στὰ πλούτη τους, σ᾿ αὐτὰ ποὺ κατέχουν. Τὰ ἔχουν κάνει θεό τους καὶ ἔτσι ξεγελοῦν τοὺς ἑαυτούς τους.

Ἔτσι δὲν τὴν χρειάζονται ἀσφαλῶς τὴν Ἐκκλησία. Ἔχουν τὴν δική τους βασιλεία, τὸ δικό τους θεό. Γι᾿ αὐτοὺς ἡ Ἐκκλησία εἶναι καλὴ καὶ ἴσως εἶναι ἀνεκτή, γιὰ νὰ παρηγορεῖ τοὺς πτωχοὺς καὶ νὰ τοὺς δίνει ἐλπίδες! Ὅμως ἀντίθετα στὰ ὅσα αὐτοὶ πρεσβεύουν, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι χῶρος ἐξαγνισμοῦ τῶν πάντων καὶ σωτηρία δική μας. Ἐκεῖ μέσα ἔχουν θέση ὅλοι, καὶ οἱ πλούσιοι καὶ οἱ πτωχοί, γιατὶ ὅλοι βρίσκουν τὸ σκοπὸ τῆς ὑπάρξεώς τους καὶ καλοῦνται νὰ τὸν ὑπηρετήσουν μὲ πιστότητα καὶ δικαιοσύνη.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, μὴν κάνουμε καὶ ἐμεῖς τὸ λάθος νὰ νομίζουμε τὸν πλοῦτο εὐτυχία, μήτε ὅμως καὶ δυστυχία. Οὔτε τὸ ἕνα ἰσχύει οὔτε τὸ ἄλλο, γιατὶ τὸ ἴδιο πρᾶγμα στὰ ἀνθρώπινα χέρια γίνεται εἴτε εὐτυχία εἴτε δυστυχία.

Χρειαζόμαστε λοιπὸν προσοχὴ μὴν ὀλισθήσουμε στὸ χῶρο τῆς φιλαργυρίας καὶ φιλοφρηματίας. Γιατὶ ὁ πλοῦτος ἐνέχει κινδύνους πολλοὺς καὶ πρέπει νὰ γνωρίζουμε νὰ τοὺς ξεπερνᾶμε. Νὰ γνωρίζουμε δηλαδὴ τὸν τρόπο ποὺ ἐμεῖς θὰ κουμαντάρουμε τὸν πλοῦτο ὅπως πρέπει καὶ ὄχι αὐτὸς νὰ μᾶς τραβάει ἀπὸ τὴν μύτη.

Ἀλλὰ τελικὰ ὅ,τι καὶ ἂν εἴμαστε, εἴτε πλούσιοι εἴτε πτωχοί, ἕνα εἶναι τὸ ζητούμενο· νὰ ἔχουμε ἀγάπη καὶ πίστη πρὸς τὸ Θεὸ καὶ ἀγάπη πρὸς τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους.

Ἂν ἔτσι πορεύομαστε στὴ ζωὴ αὐτή, τότε θὰ γνωρίσουμε πῶς νὰ χρησιμοποιοῦμε τὸν πλοῦτο μας καὶ πῶς ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ νὰ σηκώνουμε τὴ φτώχεια μας. Γιατὶ καὶ ἡ μιὰ περίπτωση καὶ ἡ ἄλλη εἶναι σύμφωνη μὲ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Καὶ ταυτόχρονα μᾶς ἀνοίγει τὴν πόρτα, γιὰ νὰ μποῦμε καὶ οἱ μὲν καὶ οἱ δὲ στὴ Βασιλεία Του.

Ἀρχιμ. Ν.Π.





ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ

31 Δεκεμβρίου 2006
Κυριακὴ πρό τῶν Φώτων
(Μάρκ. α΄ 1-8)


Ἐτούτη ἡ Κυριακὴ ὀνομάζεται Κυριακὴ μετὰ τὴν Γέννηση τοῦ Χριστοῦ. Σημειώνει δὲ πὼς τὸ γεγονὸς τελέσθηκε· ὁ Χριστὸς γεννήθηκε ὡς ἄνθρωπος· ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ἀποφάσισε νὰ συγκατοικήσει μὲ τοὺς ἀνθρώπους. Ὁ οὐρανὸς ἄνοιξε καὶ ἀποκάλυψε πὼς τὸ μοναδικὸ κίνητρο τοῦ Θεοῦ γιὰ ἐτούτη τὴν ἐπιφάνειά Του εἶναι καὶ θὰ παραμείνει γιὰ πάντα ἡ ἀγάπη Του γιὰ τὸν ἄνθρωπο.

Ἄλλωστε μᾶς τὸ τονίζει στὸ κείμενο του ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, ὅταν λέγει : «ἔτσι ἀκριβῶς ἀγάπησε ὁ Θεὸς τὸν κόσμο, ὥστε ἔδωσε σ᾿ αὐτὸν τὸν μονογενῆ υἱό του ἵνα κάθε ἕνας ποὺ θὰ πιστεύσει σ᾿ αὐτὸν νὰ μὴν ἀπολεστεῖ, ἀλλὰ νὰ ἔχει ζωὴ αἰώνιο».

Λόγια καθαρὰ καὶ ἀληθινά, ἀποκαλύπτοντα τὴ γνησιότητα καὶ αὐθεντικότητα τῆς Θεϊκῆς βουλήσεως. Ἀκόμη δὲ ἐκφράζουν καὶ αἰτιολογοῦν τὴν Θεϊκὴ παρουσία στὸν κόσμο γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴ μετοχή του στὴν αἰωνιότητα.

Γι᾿ αὐτὸ στὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο τοῦ εὐαγγελιστοῦ Μάρκου, καταγράφεται «ἡ ἀρχὴ τοῦ χαροποιοῦ μηνύματος περὶ τῆς ἐλεύσεως στὸν κόσμο τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι ὁ ἐνανθρωπήσας υἱὸς τοῦ Θεοῦ».

Ἀρχίζει ἔτσι μιὰ καινούργια ἡμέρα καὶ ἀνοίγεται ἕνας νέος δρόμος πλημμυρισμένος ἀπὸ τὴ Θεϊκὴ ἀγάπη καὶ εὐλογία. Γιατὶ ἐκεῖνο τὸ βράδυ ξετυλίγεται τὸ Θεϊκὸ θαῦμα καὶ γιεννιέται ἡ οὐράνια ἀλήθεια.

Μονάχα ποὺ αὐτὴ ἡ ἀλήθεια «γεννιέται ἐρήμην τοῦ κόσμου, ἔξω καὶ μακριὰ ἀπὸ τὰ ἰσχυρὰ τείχη τῶν ἀριθμῶν, σὲ μέρος ποὺ κανεὶς δὲν φαντάζεται καὶ μέσα στὴ μυστικότητα τῆς νύχτας». Ἐκείνη τὴ νύχτα τοῦ θαύματος καὶ τοῦ ξαφνιάσματος! Ὅλοι βρίσκονται τυλιγμένοι ἀσφυκτικὰ μὲ τὶς ἐγκόσμιες φροντίδες καὶ μέριμνες. Ὁ κάθε ἕνας προσπαθεῖ νὰ ἱκανοποιήσει τὴν ὕπαρξή του μὲ πράγματα αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Δὲν ὑπάρχει ἄλλη ἀνησυχία, ἐκτὸς τῆς ἀπολαύσεως τῶν ἐγκόσμιων ὑλικῶν ἀγαθῶν.

Ἕνας μόνο ἀνησυχεῖ γιὰ ὅλους αὐτούς· μὴ τυχὸν κάποιος παραστρατήσει καὶ χαθεῖ· μὴ τυχὸν κουραστεῖ ἀπὸ τὸ βάρος τῆς ζωῆς καὶ πέσει· μὴ τυχὸν φύγει σὲ δρόμους ξένους καὶ ἄγνωστους καὶ δὲν γνωρίζει πῶς νὰ γυρίζει πίσω.
Γι᾿ ὅλους αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους, μόνο ὁ Θεὸς φροντίζει, σκέπτεται καὶ βοηθεῖ. Μόνο Αὐτὸς ὡς πατέρας ἀνησυχεῖ καὶ προσμένει τὴ δική μας ἐπιστροφή. Ὄχι γιατὶ μᾶς ἔχει ἀνάγκη ἢ προσδοκᾶ ὀφέλη ἀπὸ ἐμᾶς. Ἐμεῖς ἔχουμε τὴν ἀπόλυτη ἀνάγκη Του. Δίχως τὸ Θεό, δὲν μποροῦμε νὰ ὑπάρχουμε. Καὶ δίχως τὴν παρουσία Του ἡ ζωὴ ἀφυδατώνεται ἀπὸ τὶς δυνάμεις ἐκεῖνες ποὺ τὴν νοηματίζουν.

Ἀκόμη δέ, κι αὐτὸ εἶναι σημαντικό, ἐμεῖς πιστοποιοῦμε τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ. Δηλαδή, ἐπειδὴ ὑπάρχουμε ἐμεῖς, ὑπάρχει ἢ πρέπει νὰ ὑπάρχει καὶ ὁ Θεός. Δίχως τὴ δική μας παρουσία ἡ ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ δὲν ἔχει κανένα σκοπό. Ὁ σκοπός Του ἐκπληρώνεται γιὰ ἐμᾶς.

Ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ γίνεται, λοιπόν, χάρη ἡμῶν τῶν ἀνθρώπων καὶ μέσω ἡμῶν βεβαιώνεται ἡ ἀνθρώπηση Ἐκείνου. Γι᾿ αὐτὸ ἡ σύνδεσή μας μετὰ τοῦ Θεοῦ εἶναι καθοριστικῆς σημασίας γεγονὸς καὶ σηματοδοτεῖ τὴν ἑτερόφωτη καὶ ἑτερότροφη ὕπαρξή μας.

Παίρνουμε τὸ φῶς ἀπὸ τὴν πηγὴ τοῦ φωτός, τὸ Θεό. Καὶ τρεφόμαστε ἀπὸ τὸ δικό Του τραπέζι ποὺ προσφέρεται τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα Του. Δίχως αὐτὰ θὰ μέναμε στὸ σκοτάδι καὶ δὲν θὰ βλέπαμε νὰ βαδίζουμε πρὸς τὴν ἀλήθεια καὶ τὴ ζωή. Καὶ θὰ μέναμε πεινασμένοι καὶ διψασμένοι, δίχως τὴ τροφὴ ποὺ τρέφει τὴν ψυχή μας.

Ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, ὡς ἱστορικὸ γεγονός, ἐπανεορτάζεται καὶ ἐφέτος. Μὲ πολλὰ φῶτα καὶ ποικίλα χρώματα· μὲ στολίδια καὶ λαμπιόνια· μὲ τραπέζια καὶ δεξιώσεις· μέ χοροὺς καὶ γλέντια. Διασκεδάζουμε καὶ χαιρόμαστε· ἑορτάζουμε καὶ ἀγάλλεται ἡ ὕπαρξή μας.

Πόση δύναμη ἔχει ἐτούτη ἡ ἑορτή, ὥστε νὰ παρασύρει ὁλόκληρη τὴ ζωή μας· νὰ ἐπηρεάζει ὁλόκληρο τὸν κόσμο· νὰ ζωντανεύει ὅλες τὶς ἀνθρώπινες δραστηριότητες· νὰ κινεῖ ὁλόκληρο τὸ ἐμπόριο!

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, δὲν πρέπει ὅμως νὰ νομίζουμε πὼς ὅλο κι ὅλο αὐτὸ εἶναι ἡ ἑορτὴ τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ. Εἰδεμὴ θὰ ἔχουμε ὁλωσδιόλου ξεφύγει ἀπὸ τὸ βαθὺ καὶ οὐσιαστικὸ νόημά της. Κι αὐτὸ εἶναι πὼς ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος μὲ ἕνα διακριτικὸ τρόπο καὶ ἐπιθυμεῖ νὰ μᾶς κάνει φίλους καὶ ἀγαπητούς Του!

Ὅμως, ἐπειδὴ σέβεται τὴ δική μας ἐλευθερία καὶ δὲν θέλει νὰ μᾶς ἐπηρεάσει μὲ ἄλλον τρόπο, γι᾿ αὐτὸ στέκει ἀπ᾿ ἄξω καὶ κτυπᾶ μὲ διακριτικότητα.

«Ἰδοὺ ἔχω σταθεῖ στὴ θύρα σου καὶ κρούω», λέγει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, «ἐὰν κάποιος ἀκούσει τὴ φωνή μου καὶ ἀνοίξει τὴ θύρα, θὰ μπῶ μέσα στὸ σπίτι καὶ θὰ δειπνήσω μ᾿ αὐτὸν καὶ αὐτὸς θὰ δειπνήσει μαζί μου, ἀπολαμβάνοντας τὴν εὐφροσύνη καὶ τὴ χαρὰ τῆς μακαρίας ζωῆς».

Γι᾿ αὐτὴ τὴν εὐφροσύνη καὶ τὴ χαρὰ τῆς μακαρίας ζωῆς ἑορτάζουμε τὰ Χριστούγεννα. Καὶ παρακαλοῦμε προσευχόμενοι, νὰ μὴ μᾶς λησμονήσει ὁ Χριστὸς καὶ δὲν κρούσει τὴ θύρα τῆς ψυχῆς μας.

Γιατὶ ἐμεῖς εἴμαστε ἕτοιμοι ν᾿ ἀνοίξουμε ἀμέσως, ἐπειδὴ ἐπιθυμοῦμε νὰ ζήσουμε ἐτοῦτα τὰ Χριστούγεννα μέσα μας, ὑπαρξιακά, μὲ τὴ δική Του χάρη καὶ εὐλογία.

Ἀρχιμ. Ν.Π.





ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ

24 Δεκεμβρίου 2006
Κυριακὴ πρὸ τῆς Χριστοῦ γεννήσεως
(Ματθ. α΄ 1-25)


Βρισκόμαστε στὴν παραμονὴ τῆς μεγάλης καὶ οἰκουμενικῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων. Αὔριο ἑορτάζουμε τὴν ἐγκόσμια παρουσία, τὴ γέννηση στὴ Βηθλεὲμ τοῦ Χριστοῦ, καὶ εἴμαστε μάρτυρες τῆς ἐπιφανείας τοῦ Θεοῦ. Ὁλόκληρη ἡ ἀνθρωπότητα μὲ διάφορους τρόπους, εἴτε ἄμεσα εἴτε ἔμμεσα,  ἑορτάζει τὰ Χριστούγεννα.

Ἀνατρέχοντας στὸ ἱερὸ κείμενο τοῦ εὐαγγελιστοῦ Ματθαίου στὸ σημερινὸ Εὐ­αγγέλιο, στεκόμαστε ἀκριβῶς στὸ σημεῖο ποὺ ὁ ἱερὸς συγγραφέας μᾶς περιγράφει τὸ γεγονὸς τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ. Νὰ τί ἀναφέρει: «Ἡ γέννηση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἔγινε κατὰ τὸν ἀκόλουθο τρόπο».

Ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος ξεκινάει νὰ καταγράφει τὸ γεγονὸς μὲ ἕνα λιτὸ καὶ ἁπλὸ τρόπο. Τόσο λιτὸ καὶ τόσο ἁπλό, λὲς καὶ περιγράφει κάτι συνηθισμένο καὶ καθημερινό, ἀνθρώπινο. Λὲς καὶ τέτοια γεγονότα συμβαίνουν πολλὲς φορές.

Ἐτοῦτος ὅμως ὁ λιτὸς καὶ ἁπλὸς τρόπος ἐκφράζει τὸ γνήσιο καὶ τὸ αὐθεντικό. Δίχως τὴν ἀνθρώπινη ἐπέμβαση καὶ δίχως προσπάθεια ἀλλοιώσεως τῆς ἀλήθειας. Δὲν ἔχει τὰ φτιασιδώματα τὰ ἀνθρώπινα μήτε τὰ παραγεμίσματα καὶ τὰ παχιὰ καὶ ἀνούσια λόγια. Γιατὶ ὅλ᾿ αὐτὰ εἶναι ψεύτικα καὶ ἀπατηλά.

Ἀνεπιτήδευτος ἡ περιγραφή· γνήσια καὶ αὐθεντικὴ ἡ παρουσίαση· ἐλάχιστη ὡς καὶ μηδαμινὴ ἡ ἀνθρώπινη ἐπέμβαση, δίχως ὄχληση καὶ ἀλλοίωση τοῦ περιεχομένου τῶν γεγονότων.

Μά, ἂς παρακολουθήσουμε τὴν περιγραφὴ τοῦ εὐαγγελιστοῦ Ματθαίου παρὰ κάτω: «ὅταν ἡ μητέρα τοῦ Χριστοῦ, ἡ Μαρία, ἀρραβωνιάστηκε μὲ τὸν Ἰωσήφ, προτοῦ συγκατοικήσουν ὡς σύζυγοι, βρέθηκε ἡ Μαρία ἔγκυος μὲ τὴ δημιουργικὴ ἐπενέργεια τοῦ ἁγίου Πνεύματος». Δὲν θὰ μποροῦσε ἴσως πιὸ λιτὰ καὶ πιὸ ἁπλὰ νὰ περιγραφεῖ ἕνα τόσο σημαντικὸ γεγονός, δηλαδὴ ἡ ἐγκόσμια παρουσία τοῦ Χριστοῦ.

Ὁ ἱερὸς εὐαγγελιστὴς τονίζει μὲ σαφήνεια ὅτι ἡ κύηση τῆς Θεοτόκου Μαρίας ἦταν ἀπὸ τὴ δημιουργικὴ ἐπενέργεια τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Δὲν χωρεῖ λοιπὸν καμμία ἀμφιβολία πὼς ὁ Χριστὸς γεννιέται ἀπὸ τὴ Θεοτόκο ὡς ἄνθρωπος καὶ μὲ τὴν ἐπέμβαση τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἀποκαλύπτεται ἡ Θεότητά Του.

Στὸν προβληματισμὸ δὲ τοῦ δικαίου Ἰωσὴφ μπροστὰ στὸ γεγονὸς τῆς κυήσεως τῆς Θεοτόκου, παρεμβαίνει ὁ Ἄγγελος, ποὺ τὸν πληροφορεῖ γιὰ τὴν ἐπέμβαση τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Καὶ τοῦ ἐπισημαίνει τὸν λόγο τοῦ προφήτου Ἠσαΐου ποὺ ἀναφέρει· «ἰδοὺ ἡ παρθένος ποὺ δὲν γνώρισε ἄνδρα, θὰ συλλάβει καὶ θὰ γεννήσει υἱό· καὶ ὅσοι θὰ πιστεύσουν σ᾿ αὐτὸν θὰ τὸν ὀνομάσουν Ἐμμανουήλ, ποὺ σημαίνει ὁ Θεὸς εἶναι μαζί μας».

Ἔτσι ἠρέμησε ὁ δίκαιος Ἰωσήφ. Παρέλαβε στὸ σπίτι του τὴ Θεοτόκο Μαρία καὶ δὲν εἶχε ποτὲ συζυγικὲς σχέσεις μαζί της. Αὐτὴ δὲ ἐγέννησε τὸν μονάκριβο υἱό της καὶ τοῦ δόθηκε τὸ ὄνομα Ἰησοῦς.

Ἀναλογιζόμενοι τὸ μέγιστο καὶ ἀνεπανάληπτο γεγονὸς τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, αἰσθανόμαστε πὼς ἐτοῦτο τὸ φαινόμενο ἀνθρωπίνως εἶναι ἀδύνατο νὰ καταγραφεῖ. Πόσο λίγα καὶ πόσο ἀδύναμα εἶναι τὰ ἀνθρώπινα λόγια, ὅταν καταπιάνονται μέ τέτοια θεϊκὰ γεγονότα! Καὶ πόσο λειψὰ καὶ λυμφατικὰ νὰ περιλάβουν τὰ μεγάλα οὐράνια πράγματα!

Καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, πόσο μεγάλη συγκατάβαση θεϊκὴ νὰ χωρέσει τὸ μέγεθός Της στὰ ἀνθρώπινα μέτρα! Ἀδειάζει ὁ Χριστὸς τὸ μεγαλεῖο Του καὶ κατεβάζει τὴν οὐράνια δόξα Του, γιὰ νὰ συγκατοικήσει μὲ τὴν ἀνθρώπινη μικρότητα. Προετοιμάζει μὲ τὴ δική Του κάθοδο τὴ δική μας ἄνοδο καὶ τὴ συμμετοχή μας στὴν οὐράνια πολιτεία Του!

Ὁ ἱερὸς ὑμνωδὸς τῆς ἑορτῆς τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ ἐκφράζεται ποιητικὰ γιὰ τὸ γεγονὸς καὶ διατυπώνει τὰ ἐρωτήματά του, ποὺ πάντως δὲν μποροῦν ἀνθρωπίνως νὰ ἀπαντηθοῦν. Λέγει λοιπὸν ὁ ὑμνωδός: «Ἐκεῖνος ποὺ δὲν χωράει παντοῦ, πῶς χώρεσε στὴν γαστέρα; Ἐκεῖνος ποὺ βρίσκεται στοὺς κόλπους τοῦ Πατέρα, τώρα πῶς θὰ χωρέσει στοὺς κόλπους τῆς Μητρός; Αὐτὸς ὁ δίχως σάρκα, πῆρε τὴν ἀνθρώπινη σάρκα καὶ ἔγινε γιὰ ἐμᾶς ὁ Ὑπάρχων, ἔχοντας ἐπάνω Του καὶ τὴ θεϊκὴ καὶ τὴν ἀνθρώπινη φύση...».

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἀκούσαμε ὅλοι τὸν εὐαγγελιστὴ Ματθαῖο νὰ μᾶς ἀναφέρει πώς «ἡ γέννηση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἔγινε κατὰ τὸν ἀκόλουθο τρόπο». Καὶ στὴ συνέχεια μᾶς περιγράφει μὲ τὸν ἀνθρώπινο λόγο τὸ κοσμοσωτήριο γεγονὸς τῆς Γεννήσεως. Καὶ ὅλ᾿ αὐτὰ καλὰ καὶ σωστὰ. Μὰ ἆραγε φτάνουν μονάχα ἔτσι, ὡσὰν μιὰ ἱστορία, νὰ μᾶς διασώσουν; Φυσικὰ ὄχι! Τότε, τί χρειάζεται λοιπόν;

Εἶναι ἀναγκαῖο νὰ καταλάβουμε μιὰ γιὰ πάντα πὼς ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι ἕνας φιλόσοφος μήτε σπουδαῖος διδάσκαλος. Δὲν εἶναι ἕνας πολιτικὸς ἡγέτης μήτε ἕνας κοινωνικὸς ἐπαναστάτης. Τίποτε ἀπ᾿ ὅλ᾿ αὐτά. Εἶναι ἀσυγκρίτως κάτι πολὺ περισσότερο, γι᾿ αὐτὸ καὶ δὲν ὑπάρχει μέτρο σύγκρισης. Γιατὶ εἶναι ἐπάνω ἀπ᾿ ὅλ᾿ ἐτοῦτα τὰ ἀνθρώπινα καὶ τὰ ἐγκόσμια. Εἶναι ὁ Ἐμμανουήλ, ὁ Θεὸς μαζί μας. Καὶ ὅταν εἶναι ὁ Θεὸς μαζί μας, τότε ὅλοι ἐμεῖς, ποὺ εἴμαστε τὰ ἀδέλφια Του, μετέχουμε τῆς δικῆς Του δόξας καὶ τιμῆς!

Ἀρχιμ. Ν.Π.





ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ

17 Δεκεμβρίου 2006
Κυριακὴ ΙΑ´ Λουκᾶ
(Λουκ. ιδ΄, 16-24)


Τὸ ὅτι ὁ Χριστὸς μᾶς καλεῖ στὸ βασιλικὸ δεῖπνο Του εἶναι βέβαιο. Τὸ ὅτι αὐτὸ τὸ δεῖπνο τὸ ἔχει ἑτοιμάσει γιὰ ὅλους μας κι αὐτὸ εἶναι βέβαιο. Τὸ ἂν ὅμως θὰ εἴμαστε παρόντες σ᾿ αὐτὸ, αὐτὸ μονάχα δὲν εἶναι βέβαιο. Καὶ δὲν εἶναι βέβαιο, γιατὶ ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴ δική μας διάθεση καὶ βούληση νὰ ἀνταποκριθοῦμε θετικὰ ἢ ἀρνητικὰ στὴν πρόσκλησή Του.

Ὅ,τι φυσικὰ προέρχεται ἀπ᾿ τὸ Θεὸ καὶ ὅ,τι ἐξαρτᾶται ἀπ᾿ Αὐτὸν, αὐτὸ καὶ βέβαιο εἶναι καὶ σίγουρο. Γιατὶ ὁ Θεὸς ὅ,τι ὑπόσχεται καὶ ὅ,τι ἐξαγγέλλει, τὸ ἐκπληρώνει στὸ ἀκέραιο, ἄφθονα καὶ πλούσια. Ὅ,τι δὲ ἐξαρτᾶται ἀπ᾿ ἐμᾶς, αὐτὸ εἶναι καὶ φτωχὸ καὶ μίζερο. Μὰ τὸ σπουδαιότερο εἶναι πὼς χαρακτηρίζεται ἀπὸ ἀβεβαιότητα, ἔλλειψη σιγουριᾶς καὶ ἐπανειλημμένες μεταβλητότητες.

Κάνει ὅμως ἐντύπωση ἡ ἰδιαίτερη ἐπιμονὴ τοῦ Χριστοῦ νὰ μᾶς πείσει νὰ λάβουμε μέρος στὸ δεῖπνο Του. Νὰ ἀκριβῶς τί γράφει στὸ ἱερὸ κείμενο τοῦ Εὐ­αγγελίου τοῦ εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ: «Καὶ εἶπε ὁ Κύριος πρὸς τὸν ὑπηρέτη του· ἔβγα ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, στοὺς δρόμους καὶ στοὺς φράκτες τῶν κτημάτων, ὅπου συνήθως μαζεύονται οἱ περιπλανώμενοι... καὶ παρακίνησε ἐπιμόνως ὅσους βρεῖς ἐκεῖ νὰ ἔλθουν, γιὰ νὰ γεμίσει τὸ σπίτι μου...».

Μένοντας δὲ σ᾿ αὐτὸ τὸ ἱερὸ κείμενο τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου, μποροῦμε νὰ ἐπισημάνουμε τ᾿ ἀκόλουθα σημαντικὰ θέματα:

Πρῶτο. Μπροστά μας ὑπάρχει ἕνα δεῖπνο καὶ ἔχει ἑτοιμαστεῖ ἀποκλειστικὰ γιὰ ἐμᾶς, ὅλους μας. Αὐτὸ τὸ δεῖπνο εἶναι ἡ θεία Εὐχαριστία, ὅπου καλούμαστε νὰ λάβουμε μέρος καὶ νὰ κοινωνήσουμε τοῦ Σώματος καὶ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ αὐτοῦ ποὺ μᾶς προσκαλεῖ.

Δεύτερο. Αὐτὸς ποὺ μᾶς προσκαλεῖ ἐπιμένει νὰ μᾶς εἰσάγει στὸ δεῖπνο Του καὶ νὰ μᾶς κάνει συνδαιτημόνες Του. Ὅσοι δὲ διστάζουν, τὸ κάνουν ἐκφράζοντας δειλία, φοβούμενοι μήπως ἀποπεμφθοῦν ἢ ἀρνούμενοι τὸ βάρος τῆς πράξεως. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ ἀπεσταλμένος τοῦ Χριστοῦ χρησιμοποιεῖ τὴν πειθὼ καὶ μόνο, προκειμένου νὰ πείσει τοὺς ἀνθρώπους.

Τρίτο. Ἡ ἀποστολὴ τοῦ ἀπεσταλμένου, γιὰ νὰ βρεῖ τοὺς περιπλανώμενους ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη τῶν Ἱεροσολύμων, ὑποδηλώνει τὸ γεγονὸς πὼς ὁ Χριστός, ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους, ἀπευθύνεται πρὸς τὰ ἔθνη. Καλεῖ ὅλα τὰ ἔθνη, ὅλους τοὺς ἀνθρώπους νὰ δεχθοῦν τὸ μήνυμά Του, μήνυμα ἀγάπης, γιατὶ αὐτὸ εἶναι πρὸς τὸ συμφέρον τους.

Τέταρτο. Ὁ Χριστὸς ἐπιθυμεῖ νὰ εἰσάγει τοὺς πάντες στὸν ἄπειρο πλοῦτο τῆς ἀγάπης Του. Δίνει σ᾿ ὅλους τὴν εὐκαιρία νὰ γευτοῦν τοῦ πλούτου τοῦ δείπνου Του καὶ νὰ βιώσουν τὴ βαρύτιμη δωρεά Του, ποὺ εἶναι ἡ ἴδια ἡ ζωή Του.

Ὅμως ἡ οἰκία τοῦ Χριστοῦ, ἂν καὶ ἀρκετὰ εὐρύχωρη καὶ μεγάλη, στὸ τέλος θὰ γεμίσει. «Θὰ γίνει δὲ αὐτό, ὅταν ὁ ἀριθμὸς τῶν ἐκλεκτῶν συμπληρωθεῖ καὶ ὅταν πάντες, ὅσοι πῆραν τὴν πρόσκλησή Του, προσαχθοῦν σ᾿ αὐτήν».

Γνωρίζοντας ὅμως ὁ Χριστὸς τὶς διαθέσεις τῶν ἀνθρώπων καὶ πὼς στὴν πρόσκλησή Του βρίσκουν φθηνὲς καὶ ἐπιπόλαιες δικαιολογίες, προκειμένου οἱ περισσότεροι νὰ τὴν ἀρνηθοῦν, λέγει τὰ πιὸ κάτω λόγια, ὅπως μᾶς τὰ διασώζει ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς.

«Σᾶς βεβαιώνω ὅτι κανένας ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ἐκείνους τοὺς προσκαλεσμένους, ὄχι μόνο δὲν θὰ παρακαθίσει, ἀλλ᾿ οὔτε κἂν θὰ γευθεῖ τοῦ δείπνου μου!». Διαβεβαιώνει μὲ τὰ λόγια αὐτὰ ὁ Χριστός πὼς εἶναι σταθερὴ ἡ ἀπόφασή Του, ποὺ δημοσίως τὴ διακηρύσσει, ὅτι αὐτοὶ ποὺ περιφρόνησαν τὴν πρόσκλησή Του δὲν θὰ λάβουν μέρος στὸ δεῖπνο Του.

Συνεπῶς αὐτοὶ ποὺ δὲν περιφρόνησαν τὴν πρόσκλησή Του, αὐτοὶ ποὺ δέχθηκαν νὰ εἰσέλθουν στὸ δεῖπνο Του, εἶναι ἐλεύθεροι νὰ τὸ κάνουν. Δὲν θὰ τοὺς ἐμποδίσει κανείς μήτε θὰ τοὺς ἐλέγξει κανείς.

Ἐκεῖνο ὅμως ποὺ θὰ τοὺς ἐμποδίσει ὁριστικὰ καὶ τελεσίδικα, εἶναι τὸ γεγονὸς πὼς, ἂν μέσα στὸν οἶκο τοῦ Χριστοῦ καὶ μετὰ ἀπὸ τὴν πρόσκλησή Του θελήσουν νὰ σταθοῦν δίπλα Του μὲ ὅλο τὸ φορτίο τῶν ἁμαρτιῶν τους, φέροντας δὲ τὴν ρυπαρότητα τῶν ἐνδυμάτων τους, δὲν θὰ τὰ καταφέρουν, γιατὶ ὁ Χριστὸς παρέχει  τὸ καινούργιο ἔνδυμα τῆς σωτηρίας καὶ τῆς διάσωσης τοῦ ἀνθρώπου καὶ ζητεῖ νὰ τὸ ἀλλάξουμε μὲ τὸ δικό μας τὸ ρυπαρό. Νὰ ἐνδυθοῦμε τὸ ἔνδυμά Του, δηλαδὴ τὴ ζωή Του. Νὰ βαδίσουμε δίπλα Του ὡς νέοι, δίχως ρυπαρότητα καὶ κηλίδα μὰ καθαροὶ καὶ λαμπεροί!

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, τί νόημα μπορεῖ νὰ ἔχει ἕνα ἑτοιμασμένο δεῖπνο καὶ τί νόημα ἔχει ὅτι αὐτὸ ἑτοιμάσθηκε γιὰ ἐμᾶς, ἄν δὲν ὑπάρχει ἡ δική μας συμμετοχή; Μπορεῖ νὰ λειτουργήσει δίχως ἐμᾶς; Καὶ μπορεῖ νὰ γεμίσει ἡ οἰκία δίχως τὴ δική μας παρουσία; Δίχως τὴν ἀνθρώπινη συμμετοχή;

Γι᾿ αὐτὸ, ἂς τὸ καταλάβουμε πὼς εἴμαστε οἱ τιμώμενοι ἀπὸ τὸ Θεό. Μᾶς στέλνει τὴν τιμητική Του πρόσκληση· «ἐλᾶτε εἶναι ὅλα ἕτοιμα!». Καὶ ἐμεῖς ἀπαντᾶμε μὲ φθηνὲς καὶ ἐπιπόλαιες ἀρνήσεις.

Χάνουμε ἔτσι τὴ μοναδικὴ καὶ σωτήρια εὐκαιρία νὰ γευτοῦμε τοῦ δείπνου Του, ποὺ παρέχει τὴ ζωή. Νὰ γίνουμε δηλαδὴ μέτοχοι τῆς ζωῆς Του ποὺ χορηγεῖται, γιατὶ μᾶς ἀγαπάει καὶ θέλει νὰ ζήσουμε στὸ σπίτι Του τρεφόμενοι ἀπὸ δικό Του τραπέζι.

Ἀρχιμ. Ν.Π.





ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ

10 Δεκεμβρίου 2006
Κυριακὴ Ι´ Λουκᾶ
(Λουκ. ιγ΄, 10-17)


Ὁ Χριστὸς, ἐνῶ ἔχει μιὰν ἀγάπη ἀπέραντη γιὰ τὸν ἄνθρωπο, μισεῖ θανάσιμα τὴν ὑποκρισία. Δηλαδή, δὲν μισεῖ τίποτε πιὸ πολὺ ἀπὸ τὴν ὑποκρισία. Κι αὐτὴ τὴν τακτική Του ἔδειξε καθ᾿ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς ἐγκόσμιας ζωῆς Του, ὅπως καταγράφεται στὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια τῆς Καινῆς Διαθήκης.

Στάθηκε ἀπέναντι στὸν ἁμαρτωλὸ καὶ πεσμένο ἄνθρωπο μὲ στοργή, συμπόνια καὶ ἀγάπη. Συγχώρεσε τὰ λάθη του καὶ τὸν βοήθησε νὰ ἀνασηκωθεῖ. Μὰ ἔναντι τῆς ὑποκρισίας στάθηκε μὲ σκληρότητα καὶ ἦταν πάντα ἄτεγκτος.

Μιὰ τέτοια ὑποκριτικὴ στάση στηλιτεύει ὁ Χριστὸς στὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο. Ὅταν ἡ συγκύπτουσα γυναίκα θεραπεύεται κατὰ τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου, τῆς ἀργίας τῶν Ἰουδαίων, ὁ ἀρχισυνάγωγος βρίσκει ἀφορμή, γιὰ νὰ κατηγορήσει τὸν Χριστό πὼς θεραπεύει κατὰ τὴν ἡμέρα αὐτὴ τῆς ἀργίας.

Αὐτὴν τὴν ὑποκριτικὴ διάθεση μὲ σκληρὰ λόγια ὁ Χριστὸς ἀποδοκιμάζει καὶ ἀκολούθως θέτει τὴν ἀλήθεια στὴ θεσή της. Νὰ τί λέγει ἀκριβῶς ὁ Εὐαγγελιστὴ Λουκᾶς, μεταφέροντας τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ. «Ὑποκριτή, ὁ καθένας σας τὸ Σάββατο δὲν λύνει τὸ βόδι του καὶ τὸν ὄνο ἀπὸ τὸ παχνὶ καὶ τὰ ποτίζει; Κι αὐτὴ ἐδῶ ποὺ εἶναι κόρη τοῦ Ἀβραὰμ καὶ τὴν ἔδεσε ὁ σατανᾶς δεκαοκτὼ χρόνια, δὲν ἔπρεπε νὰ λυθεῖ ἀπὸ αὐτὸ τὸ δέσιμο τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου;».

Ξεσκεπάζεται ἡ ὑποκρισία τοῦ ἀρχισυναγώγου, ποὺ δῆθεν ἐνδιαφερόταν γιὰ τὴν ἀργία τοῦ Σαββάτου, τὴν ἐντολὴ δηλαδὴ τοῦ Θεοῦ. Γιατὶ ἐτοῦτος ὁ ἄνθρωπος ἦταν γεμᾶτος ἀπὸ φθόνο καὶ κακότητα. Τηροῦσε τὴν ἀργία τοῦ Σαββάτου, μὰ δὲν ἔκανε τὸ καλὸ κατὰ τὴν ἡμέρα αὐτή. Ἔτσι ἄλλα αἰσθανόταν καὶ ἄλλα διακήρυσσε· ἄλλα εἶχε στὸ νοῦ του καὶ ἄλλα ἔδειχνε στοὺς ἀνθρώπους.

Λείπουν ἆραγε τέτοιοι ἄνθρωποι ἀπὸ κάθε ἐποχή; Γεμᾶτος εἶναι ὁ κόσμος μας ἀπ᾿ αὐτούς, ἀφοῦ καὶ ἐμεῖς οἱ ἴδιοι κάποιες φορές περάσαμε ἀπὸ τὰ μονοπάτια τῆς ὑποκρισίας. Γι᾿ αὐτὸ πρέπει νὰ γνωρίζουμε νὰ φυλαγόμαστε ἀπὸ αὐτὴν καὶ τοὺς ὑποκριτὲς πού «ἀπ᾿ ἔξω φαίνονται ἅγιοι καὶ μέσα τους εἶναι γεμᾶτοι μὲ ὅλες τὶς κακίες ποὺ ὑπάρχουν».

Οἱ ὑποκριτὲς εἶναι αὐτοὶ ποὺ φωνάζουν περισσότερο γιὰ τὸ νόμο καὶ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, τοὺς ἱεροὺς κανόνες, τὴν τάξη καὶ τὴν ἀλήθεια. Μὰ δὲν τὰ πιστεύουν. Ἁπλῶς ὑποκρίνονται καὶ παίζουν κακὸ θέατρο. Καὶ «ὅποιοι τὰ πολυφωνάζουν αὐτά, αὐτοὶ μήτε τὰ ξέρουν, μήτε τὰ ἔμαθαν, μήτε τὰ σεβάστηκαν ποτέ τους».

Ἐτοῦτοι δὲ οἱ ἄνθρωποι ποὺ ὑποκρίνονται, εἶναι τεχνῖτες ἄριστοι καὶ μαέστροι σπουδαῖοι. Καλύπτουν τοὺς ἑαυτούς τους μὲ εὐσέβεια δῆθεν, ἐνῶ αὐτοὶ οἱ ἴδιοι μὲ τὸ τίποτε μποροῦν νὰ κάνουν κάθε εἴδους κακό. «Νὰ τοὺς πεῖς λόγο, δὲν ἀκοῦνε· νὰ τοὺς κάμης καλό, δὲ συγκινοῦνται».

Γι᾿ αὐτὸ σ᾿ αὐτοὺς ἀκριβῶς ὁ Χριστὸς εἶπε τὰ φοβερὰ ἐκεῖνα «οὐαί» Του, τὰ «ἀλλοίμονο!». «Ἀλλοίμονό σας γραμματεῖς καὶ φαρισαῖοι ὑποκριτές, γιατὶ μοιάζετε μὲ τάφους ἀσβεστωμένους, οἱ ὁποῖοι ἐξωτερικὰ μὲν φαίνονται ὡραῖοι, ἐσωτερικὰ ὅμως εἶναι γεμᾶτοι ἀπὸ ὀστᾶ νεκρῶν καὶ κάθε εἴδους ἀκαθαρσίας. Ἔτσι καὶ ἐσεῖς, ἐξωτερικὰ μὲν φαίνεσθε στοὺς ἀνθρώπους δίκαιοι, ὅμως ἐσωτερικὰ εἶστε γεμᾶτοι ὑποκρισίας καὶ ἀνομίας».

Ὁ Χριστὸς μὲ τὰ λόγια Του αὐτὰ ὑπαινίσσεται τὰ πολλὰ ἐμπόδια ποὺ βάζει ἡ ὑποκρισία, γιὰ νὰ σταματήσει κάθε καλό. Γιατί ὁ ὑποκριτὴς θέλει νὰ δείχνει αὐτὸ ἀκριβῶς ποὺ δὲν εἶναι. Νὰ διακηρύσσει πὼς ἐνδιαφέρεται καὶ κόπτεται γιὰ τὸ νόμο καὶ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ σκοπὸ του  ἔχει νὰ ματαιώνει τὴν ἐκτέλεση κάθε καλοῦ καὶ σωστοῦ.

Νὰ παριστάνει τὸν μαχητὴ τῆς ἀληθείας· νὰ κάνει ἐπαναστάσεις δῆθεν ἐναντίον τοῦ κατεστημένου· «νὰ βάζει φωτιὲς στὶς περιουσίες τῶν ἄλλων· νὰ ξεθεμελιώνει τὰ πάντα», ἐπειδὴ τὸν πῆρε ὁ πόνος γιὰ ὅλ᾿ αὐτά! «Πῶς χάνονται οἱ ἄνθρωποι! Πῶς γκρεμίζονται ἱεροὶ θεσμοί! Πῶς χαίρουν οἱ ἐχθροί! Πῶς χορεύει ὁ διάβολος!».

Καὶ ὅλ᾿ αὐτὰ ποὺ συμβαίνουν, ἆραγε ὅλους μας δὲν τρομάζουν; Δὲν φοβόμαστε γιὰ τὸ κακὸ ποὺ γίνεται καὶ μὲ τὴ δική μας συνδρομή; Γιὰ τὴν τιμωρία ποὺ μᾶς ἐπιφυλάσσει ὁ Θεός;

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, διαβάζοντας τὰ ἱερὰ Εὑαγγέλια, γνωρίζουμε πὼς ὁ Χριστὸς ἀγάπησε καὶ ἀγαπᾶ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Καὶ τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ τοὺς κουρασμένους, τοὺς ἀρρώστους καὶ ταπεινούς, τοὺς ἁπλοὺς καὶ καλοπροαίρετους· ὅλους δίχως διάκριση μὲ τὴν αὐτὴ δύναμη καὶ πλουσιότητα.

Αὐτοὺς δὲ ποὺ δὲν ἀγάπησε εἶναι οἱ ὑποκριτὲς, γιατὶ τελικὰ αὐτοὶ δὲν τὸ θέλουν. Αὐτοὶ μὲ τὴ στάση τους Τὸν ἀποδιώχνουν ἀπ᾿ τὴ ζωή τους καὶ χαράσσουν δικό τους δρόμο νὰ διαβοῦν. Γιατὶ πῶς νὰ τὸ ποῦμε· ἡ ἀγάπη δὲν συμβαδίζει μήτε μπορεῖ νὰ ὑπάρχει μαζὶ μὲ τὴν ὑποκρισία.

Τελικά, ἂν λέμε πὼς ἀγαποῦμε τὸ Θεὸ καὶ πιστεύουμε σ᾿ Αὐτὸν καὶ δὲν ἀγαποῦμε τοὺς ἀνθρώπους οὔτε τοὺς ἐμπιστεύομαστε, τότε εἴμαστε ὑποκριτὲς καὶ ψεῦτες. Τὸ λέγει ἄλλωστε ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ διὰ στόματος τοῦ ἀποστόλου Ἰωάννου· «ἐὰν κάποιος εἰπεῖ ὅτι ἀγαπᾶ τὸ Θεὸ καὶ τὸν ἀδελφό του μισεῖ, ἐκεῖνος εἶναι ψεύτης!».

Τί νὰ τὸ κάνουμε πὼς φωνάζουμε καὶ κοπτόμαστε μερικὲς φορὲς γιὰ τὸ νόμο καὶ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, δίχως νὰ γνωρίζουμε πὼς ὅλ᾿ αὐτὰ εἶναι ἀγάπη καὶ μόνο μὲ τὴν ἀγάπη ἐφαρμόζονται; Στηρίζονται στὴν ἀγάπη καὶ δίχως αὐτὴν δὲν μποροῦν νὰ ὑπάρχουν.

Μὴ λησμονοῦμε ν᾿ ἀγαποῦμε τὸ Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους. Καὶ τότε ὁ νόμος, οἱ ἐντολές Του θὰ ᾿ρθουν νὰ στερεώσουν τὴν ἀγάπη μας καὶ νὰ ἐνισχύσουν τὴν πίστη μας.

Ἀρχιμ. Ν.Π.





ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ

3 Δεκεμβρίου 2006
Κυριακὴ ΙΔ´Λουκᾶ
(Λουκ. ιη΄, 35-43)


Κάνει ἴσως ἐντύπωση στὸν ἄνθρωπο, ὅταν ἀκούει τὸ ἐρώτημα ποὺ ἀπευθύνει ὁ Χριστὸς στὸν τυφλὸ τῆς πόλεως Ἱεριχοῦς. «Τί θέλεις νὰ σοῦ κάνω;». Μὰ ὁ τυφλὸς τί ἄλλο θὰ μποροῦσε νὰ ζητήσει ἀπὸ τὸν Χριστό παρὰ τὸ φῶς του; Πρὸς τί λοιπὸν ἐτοῦτο τὸ ἐρώτημα, τὸ ὁποῖο τελικὰ φαντάζει ὡς ἀφελές;

Ὁ Χριστὸς μὲ τὸ ἐρώτημά Του αὐτὸ ἐπιθυμεῖ νὰ κάνει σαφὲς στὸ πλῆθος πὼς ὁ τυφλὸς δὲν εἶναι ἕνας συνηθισμένος ἐπαίτης, μὰ πρόκειται «περὶ ἀνθρώπου ἔχοντος πίστη». Αὐτὴ ἄλλωστε ἡ πίστη τὸν ὁδηγοῦσε μὲ ἀσφάλεια πρὸς τὸν μόνο ποὺ μποροῦσε νὰ τοῦ δώσει τὸ φῶς του.

Καὶ ὅλ᾿ αὐτὰ εἶναι γνωστὰ στὸ Χριστὸ καὶ γίνονται γνωστὰ σήμερα στὸ πλῆθος. Ὁ τυφλὸς «ἐβόησε», λέγει τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο, ποὺ σημαίνει· ἐφώναξε μὲ ὅση δύναμη εἶχε. «Ἰησοῦ υἱὲ τοῦ Δαυῒδ ἐλέησόν με». Ἐκφράζοντας τὴ βαθειά του πίστη στὸν Χριστὸ καὶ τὴ βεβαιότητά του πὼς Αὐτὸς θὰ τὸν ἐλεήσει.

Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ σὲ ἐμᾶς· ὁ Χριστὸς γνωρίζει ὅλες μας τὶς ἀνάγκες καὶ ὅλες μας τὶς ἐλλείψεις. Ζητεῖ ὅμως ἐμεῖς οἱ ἴδιοι νὰ τὶς ποῦμε, νὰ τὶς κάνουμε αἰτήματα. Ἔτσι, ὅταν ἐμεῖς ἐκθέτουμε τὶς ἀνάγκες μας, τότε διδάσκουμε τοὺς ἑαυτούς μας νὰ ἐκτιμοῦν τὴν ἀξία τοῦ ἐλέους τοῦ Χριστοῦ. Καὶ τοῦτο ἔχει μεγάλη σημασία καὶ βαρύτητα, γιατὶ ἀλλιῶς εἴμαστε ἀνάξιοι τοῦ ἐλέους καὶ τῆς βοηθείας Του.

Ὁ τυφλὸς τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου εἶχε ἀσφαλῶς ἀκούσει νὰ μιλοῦν γιὰ τὶς θεραπεῖες τοῦ Χριστοῦ· γιὰ τὴν ἀνάσταση τοῦ φίλου Του Λαζάρου, ποὺ εἶχε συντελεσθεῖ πρὸ ὀλίγου χρόνου. Καὶ ὅλες αὐτὲς οἱ πληροφορίες εἶχαν ἐκτιμηθεῖ δεόντως ἀπ᾿ αὐτόν. Εἶχε λοιπὸν ὑπολογίσει στὸ ἔλεος τοῦ Χριστοῦ, γι᾿ αὐτὸ καὶ Τὸν ἀναζητοῦσε συνεχῶς. Ὅσο δὲ οἱ ἄλλοι τοῦ ἔλεγαν νὰ σωπάσει, ἐκεῖνος περισσότερο Τὸν ἀναζητοῦσε· «Ἰησοῦ, ἀπόγονε τοῦ Δαυῒδ ἐλέησόν με».

Σ᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ σημεῖο ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος παρατηρεῖ πὼς «μὲ τὸ νὰ λέγει ὁ τυφλὸς ἐλέησόν με, ἀποκαλύπτει ὅτι εἶχε κάποια ἐντύπωση σχηματίσει ἐντός του περὶ τῆς θεότητος τοῦ Χριστοῦ καὶ ὄχι ὅτι ἦταν ἕνας ἁπλὸς καὶ κοινὸς ἄνθρωπος».

Ὀφείλουμε δὲ νὰ τονίσουμε, παρακινούμενοι ἀπὸ τὴν ἐμμονὴ τοῦ τυφλοῦ, πὼς καὶ ἡ δική μας παράκληση καὶ τὰ διάφορα αἰτήματά μας πρέπει νὰ εἶναι συνεχῆ. Νὰ ἐπιμένουμε ζητοῦντες καὶ στὸ τέλος θὰ εἰσακουστοῦμε, ὅπως ὁ τυφλὸς, ποὺ τελικὰ δικαιώθηκε καὶ ἔλαβε ὡς ἀμοιβὴ τὴ θεραπεία του.

Τιμήθηκε λοιπὸν δεόντως ὁ τυφλός. Ὁ Χριστὸς τὸν κάλεσε νὰ Τὸν πλησιάσει σωματικά. Αὐτὸν ποὺ μὲ τὴν πίστη του εἶχε ἀγγίξει. Τὸ ἱερὸ κείμενο τοῦ Εὐαγγελίου σημειώνει ὅτι «ὁ Χριστὸς διατάσσει νὰ τὸν φέρουν πλησίον Του». Καὶ ἔτσι ὁ τυφλὸς αἰσθάνθηκε τὴν χάρη τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐλεήθηκε.

Ὅλη δὲ αὐτὴ ἡ κατάσταση ἔγινε καὶ ἡ θεραπεία συνετελέσθη, χάρη στὴν πίστη τοῦ τυφλοῦ, ποὺ τελικὰ βραβεύεται. «Ἡ πίστη σου σὲ ἔσωσε», τοῦ λέγει ὁ Χριστός. Ἀκολούθως ἔχουμε τὴ δοξολογία ὄχι μόνο ἀπὸ τὸν τυφλό ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸν λαό. «Καὶ ὅλο τὸ πλῆθος τοῦ λαοῦ, ὅταν εἶδε τὸ θαῦμα, ἐδοξολόγησε καὶ ὕμνησε τὸ Θεό», σημειώνει τὸ ἱερὸ κείμενο τοῦ Εὐαγγελίου.

Ἔτσι στὴ θεραπεία τοῦ τυφλοῦ ἔχουμε νὰ παρατηρήσουμε καὶ ἐτοῦτο τὸ σημαντικὸ, ποὺ γίνεται γιὰ πρώτη φορά· ὅτι ὁ Χριστός, ἐνῶ σὲ ὅλα τὰ θαύματά Του παραγγέλει «μηδενὶ εἰπεῖν τὸ γεγονός», νὰ μὴν τὸ ποῦν σὲ κανένα, ἐδῶ στὸ σημερινὸ τυφλό, ἐπιτρέπει νὰ ἐκδηλώσει δημοσίως τὴν εὐγνωμοσύνη του πρὸς Αὐτόν. Καὶ ἀφήνει τὸ πλῆθος νὰ ἐκφράσει μὲ ζωηρότητα τὸ θαυμασμὸ καὶ τὴν χαρά του. Ὅλ᾿ αὐτὰ γίνονται, ἐπειδὴ ἤδη ὁ καιρὸς τῶν ἐπιφυλάξεων ἔχει παρέλθει καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο χρόνο ὁ Χριστὸς θὰ φθάσει στὸ πάθος Του.

Μὰ τελικὰ ὅλοι ἐμεῖς οἱ σημερινοὶ ἄνθρωποι ὀφείλουμε νὰ δοξολογοῦμε τὸ Θεό ὄχι γιὰ τὰ ἐλέη Του πρὸς ἐμᾶς, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὰ ἐλέη ποὺ παρέχει πρὸς τοὺς ἄλλους.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ὁ τυφλὸς ζήτησε τὸ φῶς του, γιὰ νὰ δεῖ ὄχι μόνο τὸν κόσμο γύρω του, ἀλλὰ γιὰ ν᾿ ἀντικρύσει τὸν Χριστό. Αὐτὸν ποὺ μέσα του γνώριζε καὶ πίστευε καὶ περίμενε νὰ Τὸν συναντήσει. Καὶ ἀξιώθηκε νὰ Τὸν πλησιάσει, νὰ θεραπευτεῖ καὶ νὰ δεῖ μὲ τὰ δικά του πιὰ μάτια τὸ πρόσωπό Του.

Συνεπῶς σήμερα ἐμεῖς ποὺ βλέπουμε καὶ δὲν ἔχουμε τέτοιο πρόβλημα ὅπως ὁ τυφλός, ἔχουμε πόθο νὰ ἰδοῦμε τὸν Χριστό; Ὄχι φυσικὰ μὲ τὰ σωματικὰ μάτια μόνο· αὐτὸ δὲν φθάνει. Μὰ μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μας. Αὐτὰ ποὺ γνωρίζουν νὰ βλέπουν καλύτερα καὶ νὰ μᾶς ἀνοίγουν καινούργιους δρόμους μὲ νέες προοπτικές. Αὐτοὺς τοὺς δρόμους κι αὐτὲς τὶς προοπτικές, ποὺ μᾶς χαρίζουν τὴν ἐσωτερικὴ γαλήνη καὶ ἠρεμία, γιατὶ φωτίζονται ἀπὸ τὴν πηγὴ τοῦ φωτός, τὸν Χριστό.

Ἀρχιμ. Ν.Π.