en ru


ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ

4 Φεβρουαρίου 2007
Κυριακή τοῦ Ἂσώτου
(Λουκ. ιε΄,11-32)




Στὸ ἐρώτημα ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ διατυπωθεῖ γιὰ τὸ πῶς ἐπιτυγχάνεται ἡ σωτηρία μας, λαμβάνοντας ὑπ᾿ ὄψη τὴ σημερινὴ Εὐαγγελικὴ παραβολὴ τοῦ ἀσώτου υἱοῦ, θὰ λέγαμε ἁπλᾶ πὼς στηρίζεται ἐπάνω στὴν μετάνοια καὶ τὴν ἀγάπη. Στὴν μετάνοια, ποὺ εἶναι δικό μας ἔργο, καὶ στὴν ἀγάπη, ποὺ εἶναι ἡ κορυφαία ἰδιότητα τοῦ Θεοῦ.

Καὶ γιὰ τὰ δύο ἐτοῦτα σπουδαῖα πράγματα ὁμιλεῖ τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο. Δηλαδὴ γιὰ τὸν νέο ἄνθρωπο, ποὺ ξεκινάει νὰ ζήσει μακριὰ ἀπὸ τὴν πατρικὴ ἑστία· γιὰ τὶς ταλαιπωρίες του, ποὺ ἦλθαν μετὰ τὰ γλέντια καὶ τὰ ξεφαντώματα, καθὼς ἡ περιουσία του εἶχε ἐξανεμιστεῖ· γιὰ τὸ κατάντημά του.

Καὶ ἐκεῖ ἀκριβῶς βρίσκει τὸ κουράγιο νὰ μαζέψει τὰ κομμάτια τῆς ψυχῆς του· νὰ συναισθανθεῖ τὸ λάθος του· ν᾿ ἀναπολήσει τὴν πατρικὴ ἀγκαλιά· νὰ μετανοήσει γιὰ τὸ λάθος του καὶ νὰ ξεκινήσει γιὰ τὸ γυρισμό.

Ἐτοῦτος λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος, συναισθανόμενος τὸ ὀλέθριο σφάλμα του καὶ μετανοώντας, βρῆκε τὴ λύση στὸ γυρισμό. Μ᾿ αὐτὴ δὲ τὴν ἐπιστροφὴ ξανακέρδισε τὴν ἀγάπη τοῦ Πατέρα, ποὺ τοῦ παρέχει τὴ σωτηρία καὶ τὴ διάσωσή του.

Στὸν κόσμο μας σήμερα, συνεχῶς περιπλανῶνται οἱ διάφοροι ἄσωτοι. Κι αὐτοὶ δὲν εἶναι ξένοι καὶ ἄγνωστοι σ᾿ ἐμᾶς. Εἴμαστε ἐμεῖς, ποὺ συνεχῶς προσπαθοῦμε νὰ φεύγουμε μακριὰ ἀπὸ τὴν προστασία καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.
Ποῦ πᾶμε ὅμως, τὸ ξέρουμε; Ὄχι!Μονάχα βλέπουμε τὴ φυγὴ ὡσὰν λύση καὶ μάλιστα εὐχάριστη. Πόσο ἀνόητα καὶ ἐπιπόλαια σκεπτόμαστε, γιατὶ δὲν ὑποπτευόμαστε πὼς πίσω ἀπὸ τὴν παροδικὴ καὶ ἐπίπλαστη εὐχαρίστηση, κρύβεται ἡ ὀδύνη καὶ ἡ πτώση.

Σ᾿ αὐτὸ τὸ σημεῖο δὲ εὑρισκόμενοι, ὑπάρχει κίνδυνος νὰ ἐμφιλοχωρήσει ἡ ἀπόγνωση. Καὶ τότε ἀναστέλλονται οἱ ὑγιεῖς ἠθικὲς δυνάμεις ποὺ ἐσωτερικὰ δημιουργοῦν τὴν ἀπαραίτητη δυναμικὴ γιὰ σωτήριες ἀποφάσεις.

Καὶ τότε προβάλλουν οἱ δῆθεν ἀντιρρήσεις, βουνὰ πελώρια μπροστά μας, ποὺ κρύβουν τὸ φῶς καὶ σκοτεινιάζουν τὴν ἐλπίδα. Ποῦ πᾶς τώρα, γιὰ σένα δὲν ὑπάρχει λύση. Τὸ δικό σου κατάντημα καὶ τὰ βαριὰ παραπτώματά σου ὁ Θεὸς δὲν θὰ σοῦ τὰ συγχωρήσει· θὰ σὲ ἀπορρίψει ὡς ἁμαρτωλό!

Τὸ πόσο λάθος εἶναι ὁλόκληρη αὐτὴ ἡ σκέψη καὶ πόσο ταυτόχρονα ἐπικίνδυνη, τὸ βλέπουμε στὴν παραβολὴ τοῦ ἀσώτου τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου. Ὁ νέος αὐτὸς ἄνθρωπος μέσα στὴν πτώση του, ξεπερνώντας τὰ ἐμπόδια τῆς ἄγονης λογικῆς, βρῆκε τὴ λύση στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ Πατέρα.

Ὁ τρόπος αὐτὸς γιὰ ὅλους μας εἶναι καὶ ἐφικτὸς καὶ ἀνοικτός. Ἀρκεῖ νὰ κάνουμε τὸ πρῶτο δικό μας βῆμα. Ἕνα βῆμα μικρὸ καὶ δειλὸ δικό μας, πολλαπλάσια τὰ βήματα τοῦ Θεοῦ! Ξεκίνημα δικό μας γιὰ τὸ γυρισμό, ἀνοικτὴ ἀγκαλιὰ τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν ἀντάμωση!

Ἐκεῖνο ὅμως ποῦ κάνει αὐτὴ τὴν ἀντάμωση οὐσιαστική, εἶναι ἡ δική μας ὁμολογία τοῦ σφάλματος διὰ τοῦ «ἥμαρτον». Γιὰ ν᾿ ἀκουστεῖ στὴ συνέχεια ὁ θεϊκὸς λόγος τῆς συγγνώμης· «Παιδί μου συγχωροῦνται τὰ λάθη σου!».

Μετὰ ἀπὸ λίγες ἡμέρες εἰσερχόμαστε στὴ μεγάλη Τεσσαρακοστὴ, στὴν περίοδο τῆς νηστείας, τῆς μετανοίας, τῆς ἐπιστροφῆς. Γι᾿ αὐτὸ ἑτοιμάζοντάς μας ἡ Ἐκκλησία, μᾶς προβάλλει αὐτὲς τὶς Κυριακὲς κατάλληλα Εὐαγγελικὰ κείμενα ποὺ ὁμιλοῦν ἀκριβῶς γι᾿ αὐτές.

Ἔχουμε λοιπὸν μπροστά μας ἀρκετὸ χρόνο νὰ σκεφτοῦμε μιλώντας στὸν ἑαυτό μας. Θὰ διαπιστώσουμε τότε τὰ λάθη μας, τὶς ἁμαρτίες μας καὶ τὶς πτώσεις μας. Αὐτὰ ὅλα τὰ κακὰ καὶ ὀλέθρια, ποὺ προσβάλλουν τὸ Θεὸ καὶ ἀπαξιώνουν τὴν ἀγάπη Του.

Τί πρέπει ἐμεῖς νὰ κάνουμε, ὡσὰν παιδιά Του; Ξεκινώντας ἀπὸ τὴν ἀγάπη Του, ποὺ εἶναι ἀπέραντη καὶ ἀξόδευτη, νὰ μετανοιώνουμε, νὰ ζητήσουμε συγγνώμη, καταθέτοντας ὅλο τὸ βάρος τῶν ἁμαρτιῶν μας στὸ μυστήριο τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως μὲ ταπείνωση καὶ βαθειὰ συναίσθηση γιὰ τὸ χάλι μας.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ὁ ἄσωτος υἱὸς εἶναι ὁ δικός μας ἄνθρωπος, ἴσως ὁ ἴδιος ὁ ἑαυτός μας. Ποὺ φεύγει μὲ ἀγωνία νὰ ζήσει τὴ ζωή του· ποὺ βιώνει «τὶς χαρές», οἱ ὁποῖες τελικὰ γίνονται βρόγχος καὶ τὸν πνίγουν. Ποὺ ὅμως συγκλονισμένος καὶ μετανοιωμένος γυρνᾶ στὸν Πατέρα, γιατὶ τελικὰ ἡ ἀγάπη Του τὸν κέρδισε.

Ἐμεῖς, ἂν καθημερινὰ βιώνουμε ὅλη ἐτούτη τὴ διαδρομὴ τοῦ ἀσώτου· ἂν διερχόμαστε μέσα ἀπὸ τὶς ὀδυνηρὲς ἐμπειρίες, τότε μὴ μείνουμε μόνο σ᾿ αὐτές. Νὰ κάνουμε καὶ ἐμεῖς τὸ ἑπόμενο βῆμα, παίρνοντας τὸ δρόμο γιὰ τὸ σωτήριο γυρισμό.

Θὰ δώσουμε χαρὰ στὸ Θεὸ Πατέρα καὶ στὸν ἑαυτό μας τὴν εὐκαιρία νὰ νοιώσει γιὰ πάντα τὴν ἀληθινὴ εὐτυχία.

Ἀρχιμ. Ν.Π.





ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ

28 Ἰανουαρίου 2007
Κυριακή Τελώνου καί Φαρισαίου
(Λουκ. ιη΄ 10-14)



Σήμερα ἀνοίγει τὸ Τριώδιο, ἡ περίοδος αὐτὴ μέχρι τὸ μεγάλο Σάββατο τὸ πρωΐ, ποὺ χαρακτηρίζεται ὡς περίοδος μετανοίας καὶ προσευχῆς. Καὶ σήμερα ἀκριβῶς, ἡ Ἐκκλησία μᾶς προβάλλει τὴν γνωστὴ πραβολὴ τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου, ποὺ προσέρχονται στὸ Ναὸ γιὰ νὰ προσευχηθοῦν.

Πέρσι σ᾿ αὐτὴ τὴν Κυριακὴ εἴχαμε μιλήσει γιὰ τὸν ἄκρατο ἐγωϊσμὸ τοῦ Φαρισαίου, ποὺ ἦταν ἡ καταδίκη του καὶ γιὰ τὴν ἄκρα ταπείνωση τοῦ Τελώνου, ποὺ ἦταν καὶ ἡ ἀθώωσή του.

Σήμερα ὁ λόγος μας θὰ ὁδηγηθεῖ στὸ χῶρο τῆς προσυεχῆς, καὶ στὸν τρόπο ποὺ πρέπει νὰ γίνεται, γιὰ νὰ μὴν μετατρέπεται ἀπὸ εὐλογία καὶ συγχώρηση σὲ καταδίκη.

Ἂν ξεκινήσουμε ἀπὸ τὸ τὶ πρέπει νὰ ἔχει ἡ προσευχή μας, θὰ λέγαμε ὅτι εἶναι ἀνάγκη ν᾿ ἀπεγκλωβιστεῖ ἀπὸ τὸν ἐγωϊσμό μας. Νὰ πετάξει μακριὰ τὸ βαρὺ καὶ ἀνώφελο φορτίο της. Τότε ξεκαθαρίζουμε πὼς ἐμεῖς δὲν εἴμαστε οἱ καλύτεροι ἀπὸ τοὺς ἄλλους, μήτε οἱ ἁγιότεροι, μὰ ἴσιοι μ᾿ αὐτοὺς, ἴσως δὲ καὶ χειρότεροι.

Πρὸ πάντων ὅμως νὰ καταλάβουμε πὼς εἴμαστε ἀδελφοὶ μὲ τοὺς ἄλλους, ποὺ μᾶς συνδέει ὁ δεσμὸ τῆς ἀγάπης. Μονάχα μέσα ἀπὸ τὴν κοινωνία τῆς ἀγάπης, μπορεῖ νὰ γεννηθεῖ καὶ νὰ ὑπάρξει μιὰ γνήσια προσευχή. Καὶ ὁ καθένας, ποὺ εἶναι μονιασμένος μὲ τοὺς ἄλλους, μπορεῖ νὰ προσευχηθεῖ στὸ Θεό.

Τὸ εἶπε ἄλλωστε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Ἂν προσέλθεις στὸ Ναὸ γιὰ νὰ προσευχηθεῖς καὶ ἐκεῖ θυμηθεῖς πὼς κάποιος συνάνθρωπός σου ἔχει κάτι κατὰ σοῦ, τότε ν᾿ ἀφήσεις τὴν προσευχή σου καὶ νὰ πορευτεῖς νὰ συμφιλιωθεῖς μ᾿ αὐτὸν καὶ ὕστερα νὰ ἔλθεις νὰ προσευχηθεῖς.

Ὅπως ἀντιλαμβανόμαστε ἡ προσευχὴ εἶναι ἔκφραση ἀγάπης πρὸς τὸ Θεὸ καὶ προέρχεται ἀπὸ τὴν ἀγαπητικὴ σχέση μας μὲ τοὺς ἄλλους συνανθρώπους μας. Εἰδεμή, ἐκεῖ ποὺ γεννιέται ἕνα ἐγωϊστικὸ «εὐχαριστῶ» πρὸς τὸ Θεό, ἐκεῖ ἀναμένεται μιὰ καταδίκη.

Ὥστε ἡ προσευχὴ δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι χῶρος ἐπαίνου τοῦ ἑαυτοῦ μας μπροστὰ στὸ Θεό, μήτε ἀπαξίωση τῶν ἄλλων. Γιατὶ προπάντων εἶναι ἡ γνώση τῆς ἄσχημης καταστάσεώς μας καὶ τῆς ἀδυναμίας μας. Εἶναι αὐτογνωσία, γι᾿ αὐτὸ ἄλλωστε καὶ ζητοῦμε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ.

Ἀρχιμ. Ν.Π.





ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ

21 Ἰανουαρίου 2007
Κυριακή ΙΕ΄ Λουκᾶ - Τοῦ Ζακχαῖου
(Λουκ. ιθ΄ 1-10)



Ὁ Ζακχαῖος τοῦ σημερινοῦ Εὑαγγελίου μὲ τὴ στάση του ἀποκάλυψε μιὰ βασικὴ ἀλήθεια. Πὼς εἶναι μεγάλη ἐντροπὴ γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ νὰ ἁμαρτάνουμε προσβάλλοντας τὸ ὄνομά Του καὶ μεγάλη εὐτυχία νὰ κοινωνοῦμε μὲ τὸν Χριστό.

Γι᾿ αὐτὸ ὁ ἴδιος ὁ Ζακχαῖος «δὲ φοβήθηκε τοὺς ἀνθρώπους νὰ μὴν γελάσουν μαζί του· δὲν λογάριασε τὴν ἡλικία του καὶ τὴν θέση του, μόνο ἔτρεξε κι ἀνέβηκε στὸ δέντρο». Γιατὶ εἶχε μιὰ καὶ μοναδικὴ ἐπιθυμία, νὰ δεῖ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ κοινωνήσει μαζί Του».

Ἔτσι, ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ δὲν πέρασε ἀπαρατήρητη ἀπ᾿ αὐτόν. Ἀπεναντίας, γίνηκε ἡ αἰτία γιὰ ἔμπρακτη μετάνοια. Σὲ ἀντίθεση μὲ ἐμᾶς τοὺς ἁμαρτωλούς, ὁ Χριστὸς περνάει δίπλα μας καὶ μένει ἀπαρατήρητος. Δὲν Τὸν προσέχουμε, μήτε τοῦ ζητοῦμε νὰ μείνει μαζί μας. Τὸν ἀφήνουμε νὰ προσπεράσει γιατὶ ντρεπόμαστε νὰ Τοῦ ποῦμε πὼς εἴμαστε ἁμαρτωλοὶ καὶ νὰ τοῦ ζητήσουμε συγχώρηση.

Γιατὶ πολλοὶ εἶναι ποὺ ντρέπονται νὰ μετανοήσουν καὶ δὲν ντρέπονται νὰ ἁμαρτάνουν. Ντρέπονται καὶ φοβοῦνται τοὺς ἀνθρώπους μὴν τοὺς ποῦν  πὼς εἶναι μὲ τὸν Χριστὸ καὶ δὲν ντρέπονται καὶ δὲν φοβοῦνται ποὺ εἶναι μὲ τὸ διάβολο.

Καὶ ντρέπονται νὰ πᾶνε στὴν Ἐκκλησία, νὰ ἐξομολογηθοῦν, νὰ κοινωνήσουν καὶ τὸ πιὸ ἁπλό, νὰ κάνουν τὸ σταυρό τους. Τί θὰ πεῖ ὁ κόσμος!  Πῶς θὰ μᾶς κρίνουν οἱ ἄλλοι; Μὴ δείξουμε πὼς δὲν εἴμαστε «σύγχρονοι», δὲν ἀκολουθοῦμε τὸν καιρό μας!

Ἔτσι, κανονίζουμε τὸ βίο μας, τὴν πορεία μας, σύμφωνα μὲ τὴν κρίση τοῦ κόσμου. Καὶ τὸ πιὸ σπουδαῖο καὶ ἀνυσηχητικό, χάνουμε ἢ δὲν ἐπιδιώκουμε τὴ σωτηρία μας γιὰ χάρη τοῦ κόσμου. Εἴμαστε ἕρμαιοι στὴν κριτικὴ τῶν ἄλλων καὶ ἀφήνουμε τὴ ζωὴ καὶ τὴ σωτηρία μας σὲ χέρια ἀκατάλληλα, ἀνάξια καὶ ἐπικίνδυνα.

Ὁ Ζακχαῖος ὅμως μᾶς δίνει ἕνα γερὸ μάθημα. Ποιὸ εἶναι αὐτό; Μὰ τὸ νὰ ἀγνοοῦμε αὐτοὺς ποὺ μᾶς βάζουν ἐμπόδια καὶ μᾶς δημιουργοῦν δυσκολίες. Ἐπειδὴ τὸ θέμα τῆς δικῆς μας σωτηρίας εἶναι προσωπικὸ καὶ μοναδικό.
Καὶ ὅπως αὐτὸς βρῆκε τρόπο νὰ ξεπεράσει τὶς δυσκολίες καὶ νὰ ὑπερνικήσει τὰ ἐμπόδια, μὲ τὸν αὐτὸ τρόπο καὶ ἐμεῖς μποροῦμε νὰ πορευτοῦμε. Ἂς μὴν ἰσχυριστοῦμε λοιπὸν πὼς ἔχουμε ἐμπόδια ἀπὸ τὸ ἐπάγγελμά μας, τὴν κοινωνικὴ θέση, τὴν ἡλικία, τὶς διάφορες καταστάσεις, τὴν κοινὴ γνώμη. Τίποτε ἀπ᾿ ὅλα αὐτά! Τὰ βάζουμε στὴν ἄκρη. Γιατὶ τὸ θέμα τῆς σωτηρίας εἶναι τεράστιο καὶ καθοριστικὸ.

Κάνοντας λοιπὸν αὐτὸ τὸ πρῶτο καὶ οὐσιαστικὸ βῆμα, προχωροῦμε στὸ δεύτερο, ποὺ εἶναι νὰ βροῦμε τοὺς συνανθρώπους μας καὶ νὰ μονιάσουμε μαζί. Γιατὶ ἡ κοινωνία μὲ τὸν Χριστό, σημαίνει καὶ κοινωνία μὲ τὸν πλησίον, ἀφοῦ τὸ ἕνα ὑπάρχει μέσα στὸ ἄλλο.

Γι᾿ αὐτὸ μὴν ποῦμε πὼς τἄχατες τὰ ἔχουμε καλὰ μὲ τὸ Θεό, μὰ δὲν τὰ ἔχουμε καλὰ μὲ τοὺς ἀνθρώπους. Λέμε ψέμματα, ὅπως τονίζει καὶ ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης. Εἶναι δυνατὸ νὰ λέμε πὼς ἀγαπᾶμε τὸ Θεό, ποὺ δὲν τὸν βλέπουμε καὶ δὲν ἀγαπᾶμε τοὺς συνανθρώπους μας, ποὺ καθημερινὰ τοὺς βλέπουμε μπροστά μας;

Καὶ πάλι, ὅποιος δὲν ξέρει τὸ Θεό, μήτε τὸν ἄνθρωπο γνωρίζει κι ὅποιος δὲν συναντήθηκε μέσα του μὲ τὸ Θεό, μήτε καὶ τοὺς ἀνθρώπους συναντάει γύρω του...».

Μέσα σ᾿ αὐτὴ τὴν κοινωνία τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, δὲν μποροῦμε νὰ λειτουργήσουμε διαφορετικά. Εἰδεμὴ διασπᾶμε τὴν ἑνότητά της καὶ τὴν κοινωνία μὲ τὸ Χριστό.

Καὶ διασπᾶμε αὐτὴ τὴν ἑνότητα, ὅταν διαπράττουμε ἄδικες καὶ ἁμαρτωλὲς πράξεις. Τότε βεβαίως πρέπει νὰ ντρεπόμαστε γιατὶ ἀλλοιώνουμε τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ φοβόμαστε γιὰ τὴ δίκαιη κρίση Του.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἂν εἶναι νὰ ντρεπόμαστε γιὰ κάτι, αὐτὸ εἶναι ἡ δική μας ζωὴ ποὺ εἶναι ἀντίθετη πρὸς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἂν εἶναι νὰ φοβόμαστε, αὐτὸ εἶναι ἡ ἄδικη καὶ ἁμαρτωλὴ τακτική μας.

Τὸ ἐρώτημα ποὺ μπαίνει, εἶναι ἂν ἐμεῖς ἐπιθυμοῦμε τὴν ἀλλαγὴ; Ἀναζητοῦμε τὸν τρόπο γιὰ τὴ σωτηρία μας; Προσπαθοῦμε νὰ βροῦμε καὶ νὰ κοινωνήσουμε μὲ τὸν Χριστό;

Γιατὶ ὁ Χριστὸς ἦλθε γιὰ νὰ βρεῖ καὶ νὰ διασώσει τοὺς ἁμαρτωλοὺς. Ὅλους. Καὶ βεβαίως καὶ ἐμᾶς! Καὶ βρίσκει ἐκείνους ποὺ προσπαθοῦν νὰ τὸν συναντήσουν· ποὺ τὸν ἀναζητοῦν. Προσπαθεῖ νὰ διασώσει ἐκείνους ποὺ ἐπιθυμοῦν ὄχι μόνο νὰ ἔχουν μαζί Του μιὰ συνάντηση τυπικὴ καὶ συμβατική, μὰ ἐκείνους ποὺ πῆραν τὴν ἀπόφαση ν᾿ ἀλλάξουν καὶ ν᾿ ἀναγεννηθοῦν, ὅπως τότε ὁ Ζακχαῖος.

Ἐκείνους ποὺ λένε ἀφήνω πίσω τὸν παλαιὸ ἄνθρωπο τῆς φθορᾶς καὶ τῆς πτώσεως καὶ παίρνω τὸν καινούργιο τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς ἀφθαρσίας.

Ἀρχιμ. Ν.Π.





ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ

14 Ἰανουαρίου 2007
Κυριακή μετά τά Φῶτα
(Ματθ. δ΄ 12-17)



Ὅταν ὁμιλοῦμε γιὰ τὴν μετάνοια, εἶναι ὡσὰν νὰ ἀποκαλύπτουμε τὴν οὐσία τοῦ κηρύγματος τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ. Γιατὶ μὲ τὴν μετάνοια ἄρχισε τὸ κήρυγμά Του καὶ μ᾿ αὐτὴν τὸ τελείωσε.

Ὥστε καὶ σήμερα στὸ λόγο μας θὰ ποῦμε γιὰ τὴν μετάνοια καὶ μακάρι νὰ τὸ κάνουμε συχνότερα. Μ᾿ αὐτὸν ἄλλωστε τὸν τρόπο γνωρίζουμε ὅτι καθημερινῶς καὶ σφάλουμε καὶ ἀδικοῦμε καὶ ἁμαρτάνουμε. Συνεπῶς πέφτουμε ὅλο καὶ πιὸ συχνά, ὅλο καὶ πιὸ βαθειά.

Ἔχει λοιπὸν σπουδαία σημασία πὼς τὸ κήρυγμα τοῦ Χριστοῦ ξεκίνησε καὶ τελείωσε μὲ τὴν μετάνοια. Γιατὶ ἔτσι ἀποδεικνύεται πὼς γιὰ νὰ ζήσουμε ὡς πνευματικοὶ ἄνθρωποι, μετέχοντες στὴ Βασιλεία Του, πρέπει νὰ εἴμαστε τέκνα τῆς μετανοίας. Ἐπειδὴ ἡ μετάνοια εἶναι ζωὴ καὶ παρέχει τὴ σωτηρία μας.

Ὁ Χριστός, ὅπως εἴπαμε, ἀρχίζει τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου Του, ἀκολουθώντας τὸν λόγο τοῦ προφήτου Ἰωάννου στὴν ἔρημο, ὅπως μᾶς τὸ διασώζει ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος: «Μετανοεῖτε· γιατὶ πλησιάζει ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν...».

Καὶ μὲ τὸν ἴδιο τρόπο τελειώνει τὸ κήρυγμά Του, ὅταν μετὰ τὴν Ἀνάστασή Του, παραγγέλει στοὺς Ἀποστόλους «νὰ κηρύξουν μετάνοια στ᾿ ὄνομά Του σ᾿ ὅλα τὰ ἔθνη...» Ἔτσι, ἀποκαλύπτεται πὼς ὁ Χριστὸς ἀκολουθεῖ τὸν λόγο τῶν Προφητῶν. Ἐπιβεβαιώνοντας πὼς δὲν ἦλθε νὰ καταργήσει τοὺς νόμους ἢ τοὺς Προφῆτες, ἀλλὰ νὰ τοὺς συμπληρώσει. Τὸν προφητικὸ λόγο νὰ συμπληρώσει μὲ τὸν Εὐαγγελικὸ καὶ ὅλ᾿ αὐτὰ νὰ τὰ ἀνακεφαλαιώσει στό «μετανοεῖτε!».

Τώρα λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἕνα μοναδικὸ τρόπο  νὰ διορθώσει ὅ,τι κακὸ ἔχει κάνει· καὶ ἕνα σωτήριο μέσο νὰ διασφαλίσει τὴ σωτηρία του· δηλαδὴ τὴν μετάνοια.

Κάποιες φορὲς ὅμως αύτὸ τὸ σωτήριο μέσο, τὸ ἀπαξιώνει καὶ ἄλλοτε τὸ ἀγνοεῖ. Καὶ ὅσο ἀπαξιώνεται καὶ ὅσο ἀγνοεῖται, τόσο ὁ ἄνθρωπος ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸν λόγο  τοῦ Εὐαγγελίου. Τέλος δὲ τοῦ εἶναι τελείως ἀνεφάρμοστος, ἀφοῦ δὲν μπορεῖ νὰ τὸν καταλάβει.

Ταυτόχρονα, ἐὰν ἔτσι πορευόμαστε, τόσο καὶ περισσότερο βαθαίνουμε στὴν ἀμετανοησία. Τόσο καὶ περισσότερο πλησιάζουμε πρὸς τὸν ψυχικὸ θάνατο, ἀφοῦ ἔχουμε ἤδη ἀπωλέσει τὴν ὕπαρξή μας.

Συμβαίνει δὲ αὐτό, ἐπειδὴ δὲν κατανοοῦμε τὸ σφάλμα μας, δὲν ἀντιλαμβανόμαστε τὸ πέσιμο, δὲν ἐνοχλούμαστε ἀπὸ τὸ ἄδικο καὶ ἀνήθικο. Καὶ τελικὰ δὲν ζητοῦμε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία μας.

Ὅταν δὲ δὲν ζητοῦμε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, εἶναι ὡσὰν νὰ μὴν γνωρίζουμε τὴν μεγάλη ἀγάπη Του καὶ τὴν εὐσπλαγχνία Του. Γιατὶ γιὰ τὸ Θεὸ δὲν ὑπάρχει ἁμαρτία, ὅσο κι ἂν εἶναι μεγάλη, ποὺ νὰ μὴν τὴ συγχωρεῖ.

Ὁ Θεὸς λοιπὸν συγχωρεῖ καὶ ἐλεεῖ ἐκείνους ποὺ θὰ νοιώσουν τὸ σφάλμα τους, «ποὺ κλαῖνε γιὰ τὶς ἁμαρτίες τους, ποὺ ζητοῦμε τὸ ἔλεός Του». Δηλαδὴ, ἐκείνους ποὺ γνωρίζουν τὸν τρόπο τῆς μετανοίας καὶ τῆς συγγνώμης.
Ἐὰν δὲ νοιώσουμε ἔτσι ἀκριβῶς, ἐὰν δὲν λυπηθοῦμε, ἐὰν δὲν κλάψουμε, ζητώντας τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ δίδοντας τὸ λόγο μας πὼς δὲν τὸ ξανακάνουμε, τότε δὲν μποροῦμε νὰ νοιώσουμε ὡς καινούργιοι καὶ ἀναγεννημένοι ἄνθρωποι. Ὡς παιδιὰ τοῦ Θεοῦ.

Ἐνῶ ἡ ἀμετανοησία εἶναι θόλωση τοῦ μυαλοῦ· τύφλωση ποὺ συσκοτίζει τὸν κόσμο μας καὶ δὲν γνωρίζουμε ποὺ βαδίζουμε. Ἐμεῖς ὅμως νομίζουμε πὼς ὅλα πᾶνε ὄμορφα καὶ καλὰ. Καὶ ἔτσι ζοῦμε μακάριοι καὶ ἀνυποψίαστοι. Γιατὶ στὴν πραγματικότητα ὅλα εἶναι ἄσχημα, ἀνάποδα καὶ κακά.

Κάποιοι τέλος θαρροῦν «πῶς ἡ μετάνοια εἶναι ἀδυναμία καὶ πὼς ἡ ἀμετανοησία εἶναι θέληση. Μακάρι νά ᾿χουμε ὅλοι μας μιὰ τέτοια ἀδυναμία, ποὺ μᾶς ἀνεβάζει καὶ νὰ μᾶς λείπει τέτοια θέληση, ποὺ μᾶς καταστρέφει!».

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἡ μετάνοια εἶναι νόμος τοῦ Θεοῦ καὶ λόγος τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ. «Ὁ Χριστὸς λοιπὸν μᾶς καλεῖ γιὰ νὰ μᾶς κάνει καινούργιους καὶ μᾶς βάζει ἕνα ὅρο καὶ ἕνα νόμο, τὴν μετάνοια...».

Καὶ γνωρίζουμε πὼς τὸ καινούργιο ὑπάρχει μόνο ἐὰν ταυτιστεῖ μὲ τὸ ἀληθινό. Ὅτι λοιπὸν εἶναι ἀληθινό, προέρχεται καὶ εἶναι τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὅ,τι εἶναι τοῦ Θεοῦ, εἶναι πάντα καινούργιο καὶ παρέχει τὴν αἰώνιο ζωή».

Ἐμεῖς λοιπὸν καλούμαστε νὰ γίνουμε μέτοχοι αὐτῆς τῆς αἰώνιας ζωῆς, τῆς Βασιλείας τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ἕνα τρόπο καὶ ἕνα μέσο ἔχουμε γιὰ νὰ πορευτοῦμε πρὸς τὰ ἐκεῖ. Κι αὐτὸ εἶναι ἡ μετάνοια. Γι᾿ αὐτὸ ὁ Χριστὸς τονίζει πάντα μέσα στοὺς αἰῶνες· «μετανοεῖτε· γιατὶ πλησίασε ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν!...».

Ἀρχιμ. Ν.Π.





ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ

7 Ἰανουαρίου 2007
Σύναξις τοῦ Προδρόμου
(Ἰω. α΄ 29-34)



Ἡ σημερινὴ ἑορτὴ τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου ἀποτελεῖ τὴ συνέχεια τῆς χθεσινῆς μεγάλης ἑορτῆς τῆς βαπτίσεως τοῦ Χριστοῦ. Γιατὶ στὴν εἰκόνα αὐτοῦ τοῦ γεγονότος, κεντρικὸ πρόσωπο καὶ κεντρικὸ ρόλο ἔχει καὶ τὸ πρόσωπο τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου.

Ἐκεῖ στὴ βάπτιση ἑτοιμάζεται νὰ βαπτίσει τὸν Χριστό· ἐδῶ κηρύττει γι᾿ Αὐτόν. «Μετανοεῖτε... γιατὶ πλησίασε ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν».

Χθὲς ὁ προφήτης Ἰωάννης βαπτίζει τὸν Μεσσία· ἐδῶ προδρομεῖ γι᾿ Αὐτόν. «Ἔρχεται μετὰ ἀπὸ ἐμένα Ἐκεῖνος, ποὺ εἶναι ἰσχυρότερός μου λόγω ἀξιώματός Του». Στὴ χθεσινὴ ἑορτὴ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ἐγγίζει μὲ δέος τὴν κεφαλὴ τοῦ Χριστοῦ· στὴ σημερινὴ ἑορτὴ ἀδυνατεῖ νὰ λύσει τὸν ἰμάντα τῶν ὑποδημάτων Του. Ἐκεῖ τέλος, θαυμάζει τὰ ἀνεξήγητα, ποὺ λαμβάνουν χώρα μπροστά του· ἐδῶ προσπαθεῖ νὰ ἑρμηνεύσει τὰ ὁρώμενα, καθὼς ἀρχίζουν νὰ ἀποκαλύπτονται μέσα στὴν ἀνθρώπινη ἱστορία.

«Καὶ ἐλάβαμε χάρη ἐπάνω στὴν ἄλλη χάρη· καὶ μετὰ τὴ χάρη τῆς ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν μας, ἐλάβαμε καὶ τὴν χάρη τῆς υἱοθεσίας καὶ τῆς μακαρίας ζωῆς καὶ ὁλονὲν προστίθεται νέα ὑπεράφθονος χάρη σ᾿ ἐκείνη ποὺ προηγουμένως ἐλάβαμε...», λέγει μὲ ἔμφαση ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Ἔτσι, ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος ἀποτελεῖ κορυφαῖο βιβλικὸ πρόσωπο, τὸ ὁποῖο ἐγκωμιάστηκε  ἀπὸ τὸ Θεὸ δύο φορές. Τότε στὴν ἐμφάνιση τοῦ Ἁγγέλου στὸν πατέρα του Ζαχαρία, ἀναγγέλοντας τὴ γέννησή του, ὅταν τοῦ ἀποκαλύπτει τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ ὅτι «θὰ εἶναι μεγάλος ἐνώπιον τοῦ Κυρίου». Καὶ ἡ δεύτερη φορὰ στὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ γι᾿ αὐτόν, ὅταν ἦταν στὴ φυλακή. «Μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων ποὺ ἐγέννησαν μέχρι τώρα γυναῖκες, μεγαλύτερος κατὰ τὴν ἀξία προφήτης ἀπὸ τὸν Ἰωάννη τὸν βαπτιστὴ δὲν εἶναι κανείς...».

Οἱ δύο αὐτὲς ἐγκωμιαστικὲς ἀναφορές, ἡ μία στὴν ἀρχὴ καὶ ἡ ἄλλη στὸ τέλος τοῦ βίου του, καλύπτουν ὁλόκληρη τῆν ἁγία καὶ ἀσκητικὴ ζωή του. Σ᾿ αὐτὴ δὲ τὴ ζωὴ ὁ Προφήτης μας ἔρχεται «μὲ τὸ πνεῦμα καὶ τὴ δύναμη τοῦ προφήτου Ἠλία» κατὰ τὸν λόγο τοῦ Ἀγγέλου, γιὰ νὰ κατακαύσει ὅ,τι αἰσχρὸ καὶ ἄδικο καὶ νὰ ἑτοιμάσει «εὐθείας τὰς τρίβους...» τῶν ἀνθρώπων.

Ὁ προφήτης Ἰωάννης εἶναι ὁ μεγάλος καὶ τελευταῖος τῆς σειρᾶς τῶν Προφητῶν, μὲ τὸν ὁποῖο κλέινει ἡ περίοδος τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Αὐτὸς δὲ ὁ ἴδιος εἶναι ἡ ἀρχὴ τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ, ὡς ἀγγελία οὐράνια, πιστοποιώντας τὴν παγκόσμια ἔλευση τοῦ Χριστοῦ.

Ἔτσι, μ᾿ αὐτὸν ξεκινάει ἡ περίοδος τῆς Καινῆς Διαθήκης. «Ἀρχὴ τοῦ χαροποιοῦ μηνύματος περὶ τῆς ἐλεύσεως εἰς τὸν κόσμο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ... καὶ ἔγινε ὁ Ἰωάννης ἀρχὴ τοῦ Εὐαγγελίου μὲ τὸ νὰ βαπτίζει στὴν ἔρημο καὶ μὲ τὸ νὰ κηρύττει βάπτισμα μετανοίας...».

Λιπόσαρκος, ἐραστὴς τῆς ἀσκήσεως καὶ αὐτάρκης στὴν λιτότητα, μέσα στὴν ἀπόλυτη ἔνδεια. Βηματίζει συμβολικῶς, ὡς ἄνθρωπος ἑνὸς ἄλλου κόσμου, δεικνύει ἐντόνως καὶ παραστατικῶς  τὸν Χριστό, ὁ ὁποῖος «θὰ βαπτίζει ὅλους μας εἰς τὸ διηνεκὲς μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα».

Προφήτης τῆς πραγματικῆς μετανοίας τῆς καρδιᾶς, ζῶντας καθημερινῶς στὸ χῶρο τῆς ἑρήμου καὶ βιώνοντας καθ᾿ ὁλοκληρία τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἔχει τὸ δικαίωμα τοῦ ἐλέγχου τῶν ἀνθρωπίνων ἁμαρτωλῶν πράξεων. «Μετανοεῖται, γιατί πλησίασε ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν...».

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ὁ Πρόδρομος Ἰωάννης προδρομεῖ τὸν Μεσσία Χριστὸ καὶ ἀποκαλύπτει πὼς ἔρχεται ἀναζητώντας τὸν πλανόμενο. Αὐτὸν ποὺ ἐγκατέλειψε τὴν πατρικὴ ἐστία καὶ ἀνέστιος καὶ ξένος περιφέρεται σὲ χώρους ξένους καὶ ἔρημους.

Γι᾿ αὐτὴ τὴν ἀναζήτηση, ὁ ἱερὸς ὑμνωδὸς σημειώνει μὲ νόημα: «Κύριε μέχρι ἐμένα ἔφθασες· ἐμένα ζητώντας τὸν πλανηθέντα. Γι᾿ αὐτὴ τὴν μεγάλη καὶ πλούσια συγκατάβαση, ποὺ ἔκανες σὲ ἐμένα, σὲ δοξάζω Πολυέλεε». Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ βαπτιστὴς ἦλθε στὸν κόσμο καὶ ἔφυγε ἀπ᾿ αὐτὸν ὡς δῶρο τοῦ Θεοῦ. Ἄνθρωπος τῆς ἐρήμου καὶ τῆς ἀσκήσεως, ζώντας τὴ σιωπὴ καὶ βιώνοντας τὴν ἐσωτερικὴ προσευχὴ τῆς καρδιᾶς, δώρησε τὸν ἑαυτόν του σ᾿ ὅλους μας.

Νὰ κατανοήσουμε πὼς μέσα στὴ σιωπὴ καὶ τὴν προσευχὴ, ἀποκαλύπτεται ὁ Θεός. Μέσα στὴν μετάνοια καὶ τὸν αὐτοέλεγχο, βρίσκουμε τὸ ἄνοιγμα τῶν οὐρανῶν. Καὶ μέσα ἀπὸ τὴν καρτερία καὶ τὴν ὑπομονή, μεγαλύνεται τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ.

Ἀρχιμ. Ν.Π.





ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ

25 Φεβρουαρίου 2007
Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας
(Ἰω. α΄, 44-52)



Πρώτη Κυριακὴ σήμερα τῆς μεγάλης Τεσσαρακοστῆς καὶ ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει τὴν Ὀρθοδοξία της. Γιατὶ εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη κατ᾿ ἀνατολὰς Ἐκκλησία καὶ καυχᾶται γι᾿ αὐτὸ ποὺ εἶναι κι αὐτὸ ποὺ κατέχει ἀπὸ αἰῶνες.

Δηλαδὴ τὴν καθόλου ἀποκαλυμμένη ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὴν ἄλλωστε τιμάει σήμερα· αὐτὴν προβάλλει, ἀφοῦ αὐτὴν βέβαια διδάσκει μέσα στοὺς αἰῶνες.

Καὶ ἰδιαιτέρως αὐτὴ τὴν Κυριακὴ ἑορτάζει τὴν νίκη τῆς ἀληθείας καὶ τὴν φυγὴ-διάλυση τοῦ ψεύδους. Αὐτὸ ἀκριβῶς διατυπώνεται στὸ Συνοδικὸ ὅρο, ποὺ τμῆμα του διαβάζεται σήμερα. Νὰ τὶ λέγει ἀκριβῶς ἐτοῦτο τὸ κείμενο: «Οἱ προφῆτες ὅπως εἶδαν-γνώρισαν, οἱ Ἀπόστολοι ὅπως δίδαξαν, ἡ Ἐκκλησία ὅπως παρέλαβε, οἱ διδάσκαλοι ὅπως δογμάτισαν, ἡ οἰκουμένη ὅπως συμφώνησε, ἡ χάρη ὅπως ἔλαμψε, ἡ ἀλήθεια ὅπως ἀποδείχθηκε, τὸ ψεῦδος ὅπως ἐξαφανίστηκε, ἡ σοφία ὅπως παρουσιάσθηκε, ὁ Χριστὸς ὅπως ἐβράβευσε, ἔτσι φρονοῦμε, ἔτσι λαλοῦμε, ἔτσι κηρύσσουμε Χριστὸν τὸν ἀληθινὸ Θεό μας...».

Πόσοι ἆραγε ἀπὸ ἐμᾶς γνωρίζουμε αὐτὴ τὴ βασικὴ αλήθεια τῆς πίστεώς μας καὶ πόσοι τὴν διαφυλάσσουμε καὶ τὴν ὑπερασπιζόμαστε;

Γιατὶ εἶναι πολλοὶ ἐκεῖνοι ποὺ δὲν γνωρίζουν τὶ θὰ πεῖ Ὀρθοδοξία. Αὐτοὶ ἀκριβῶς διατείνονται πὼς δὲν τοὺς χρειάζεται. Καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ξεκινοῦν γιὰ νὰ ποῦν, πὼς ὅταν εἶσαι καλὸς ἄνθρωπος, δὲν χρείαζεσαι τὴν Ἐκκλησία μήτε τοὺς ἱερεῖς της.

Ἀκόμη δὲ ὑποστηρίζουν πὼς, ἂν δὲν κάνεις τὸ κακό, εἶσαι ἐντάξει· αὐτὸ εἶναι ὅλο κι ὅλο. «Μὰ χριστιανὸς καὶ καλὸς ἄνθρωπος δὲν εἶναι ἐκεῖνος ποὺ δὲν κάνει τὸ κακό, μὰ ἐκεῖνος ποὺ κάνει τὸ καλό». Γι᾿ αὐτὸ οἱ καλοὶ ἄνθρωποι γίνονται μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἡ Ἐκκλησία μὲ τὰ ἱερὰ Μυστήριά της χορηγεῖ.

Ἀντιλαμβανόμαστε λοιπὸν πὼς οἱ πρῶτοι ἐχθροὶ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὅλοι αὐτοὶ ποὺ πρεσβεύουν ἐτοῦτα τὰ πράγματα, «κι ἂς λένε πὼς εἶναι Χριστιανοὶ Ὀρθόδοξοι κι ἂς θαρροῦνε πὼς εἶναι καλοὶ ἄνθρωποι».

Εἶναι αὐτοὶ ποὺ στεναχωροῦνται δῆθεν, γιατὶ δὲν μποροῦν νὰ φτιάξουν τὸν κόσμο. Καὶ διατυπώνουν σπουδαίους καὶ πομπώδεις λόγους γιὰ τὸ χάλι του. Ὅμως δὲν στεναχωροῦνται ποὺ δὲν μποροῦν νὰ φτιάξουν τὸν ἑαυτό τους καὶ νὰ διορθώσουν τὸ κακό.

«Οἱ ἄνθρωποι, πρέπει νὰ ποῦμε, φτιάχνονται στὴν Ἐκκλησία μὲ τὸ δικό τους πνευματικὸ ἀγώνα καὶ μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἀναπληρώνει ἐκεῖνα ποὺ μᾶς λείπουν».

Ὕστερα, ἂν ἀνατρέξουμε στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, θὰ βροῦμε μέσα στοὺς αἰῶνες ποὺ κύλησαν, διάφορους ἐχθρούς της· καὶ ἐσωτερικοὺς ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ σπλάγχνα της καὶ ἐξωτερικούς. Ἐχθρούς, ποὺ ἐπεδίωξαν τὸ διχασμό, τὴ διαίρεση, τὸ σχίσμα. Καὶ ἐχθροὺς ποὺ καταβάλλουν προσπάθειες νὰ δηλητηριάσουν, νὰ νοθεύσουν τὴν ἀποκαλυμμένη ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ.

Αἱρέσεις καὶ ψεύδη· διαστρεβλώσεις καὶ παρερμηνεῖες. Ὅλα στὴν πολεμικὴ φαρέτρα, κατὰ τῆς ἀληθείας καὶ τῆς γνησιότητας.

Ἡ Ἐκκλησία ἐκ τῶν πραγμάτων ἀναγκάστηκε νὰ τοὺς ἀντιμετωπίσει μὲ τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους, διατυπώνοντας τὶς ἀλήθειες τῆς πίστεώς μας καὶ κωδικοποιώντας τὶς διδασκαλίες της.

Ἔτσι ἔδωσε ἀποστομοτικὴ ἀπάντηση στὰ φληναφήματα, τὸ ψεῦδος καὶ τὶς αἱρέσεις, διαφυλάσσοντας τοὺς πιστοὺς ἀπὸ τὶς πλάνες τους.

Γιὰ ἐμᾶς λοιπὸν σήμερα, ποὺ κατέχουμε τὴν πραγματικὴ ἀποκαλυμμένη ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ, εἶναι μεγάλο τὸ χρέος νὰ τὴ διαφυλάξουμε καὶ νὰ τὴν ὑπερασπιστοῦμε, ὅταν ὑπάρξει ἀνάγκη.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἑορτάζοντες σήμερα τὴν ἡμέρα τῆς Ὀρθοδοξίας, τὴν νίκη της ἔναντι τοῦ ψεύδους καὶ τῆς αἱρέσεως, νὰ θυμόμαστε πὼς ἔχουμε τὸ προνόμιο νὰ ὑπερασπιζόμαστε Θεϊκὲς ἀλήθειες. Ἀλήθειες ποὺ βιώνονται τελικὰ μὲ προσωπικὸ ἀγώνα καὶ μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ.

Γι᾿ αὐτὸ δὲν ἔχουμε λόγο νὰ κρύβουμε ἐτοῦτον τὸ θησαυρό, μὰ νὰ τὸν ἀποκαλύπτουμε στοὺς ἄλλους, γιὰ νὰ αἰσθανθοῦν κι αὐτοὶ τὴν ἀξία του.

Ἔτσι καλοῦμε πάντες καὶ τοὺς λέμε μὲ παρρησία: «Ἐλᾶτε νὰ δῆτε!». Τὴν ὀρθὴ πίστη, τὴν πραγματικὴ ἀλήθεια, τὴν ἀνόθευτη διδασκαλία, τὸν καθαρὸ βίο. Γιατὶ αὐτὸ ἀκριβῶς θὰ πεῖ Ὀρθοδοξία· δηλαδὴ ὀρθὴ πίστη καὶ καθαρὸς βίος.

Ἀρχιμ. Ν.Π.





ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ

18 Φεβρουαρίου 2007
Κυριακή τῆς Τυρινῆς
(Ματθ.ς΄,14-21)



Ὁ Χριστὸς μὲ τὸν λόγο Του, ὅπως καταγράφεται στὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο τοῦ εὐαγγελιστοῦ Ματθαίου, συνδέει τὴ συγγνώμη καὶ τὴ συγχώρηση μὲ τὴν νηστεία. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ περίοδος τῆς νηστείας, ποὺ ἀπὸ αὔριο εἰσερχόμαστε, εἶναι πρὸ πάντων περίοδος μετανοίας, προσευχῆς καὶ ἀγάπης μεταξύ μας.

Ἐὰν δὲν ὑπάρχει αὐτὴ ἡ σύνδεση, τότε ἡ νηστεία ἀπὸ μόνη της δὲν φθάνει. Ἐὰν εἶναι νὰ νηστεύουμε καὶ νὰ μὴ μετανοοῦμε· «ἐὰν εἶναι νὰ μὴν τρῶμε καὶ νὰ τρωγώμαστε ἀπὸ τὴν κακία μας καὶ νὰ μισοῦμε τὸν ἀδελφό μας, ποιὸ λοιπὸν τὸ ὄφελος ἀπὸ τὴν νηστεία μας;». Ἄρα λοιπὸν ἡ νηστεία βοηθάει τὸν ἄνθρωπο νὰ καταλαγιάσει ἀπὸ τὸ θόρυβο τῆς ζωῆς του· νὰ τὸν προσγειώσει στὴν ἀλήθεια καὶ νὰ τὸν μονοιάσει μὲ τοὺς ἄλλους. Καὶ τέλος νὰ συναισθανθεῖ τὰ λάθη καὶ τὰ πάθη του καταβάλλοντας προσπάθεια ἀπαλλαγῆς.

Σ᾿ αὐτὸ τὸ σημεῖο ἐρχόμενος ὁ ἄνθρωπος εἶναι καιρὸς νὰ θρηνήσει, γιατὶ μὲ τὴ ζωή του προσβάλλει καθημερινὰ τὸ Θεό. Καὶ μετὰ ἀπὸ τὴ συγγνώμη τῶν ἀδελφῶν, νὰ ζητήσει τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
Εἶναι ὅμως κάμποσοι ποὺ πιστεύουν, καὶ ἴσως πράττουν, πὼς ἡ νηστεία εἶναι μονάχα ἀποχὴ ἀπὸ ὁρισμένα φαγητά. Καὶ καθησυχάζουν τοὺς ἑαυτούς τους πὼς ἔτσι ἔχουν τελειώσει. Ὅμως κάτι τέτοιο εἶναι φανερὸ πὼς εἶναι λάθος· εἶναι μιὰ πράξη τυπική, ποὺ τῆς λείπει ἡ οὐσία.

Βεβαίως ἡ νηστεία εἶναι ἀποχὴ ἀπὸ ὁρισμένα φαγητά, μὰ δὲν εἶναι μονάχα αὐτό. Γιατί, ἂν εἶναι μόνον αὐτό, τότε δὲν θὰ εἶχε θέση ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ὅπως περιγράφεται στὸν προφήτη Ἰωήλ.

Νὰ τὶ λέγει ἀκριβῶς: «Τώρα λοιπόν, λέγει Κύριος ὁ Θεός μας, ἐπιστρέψατε σὲ Ἐμένα μὲ ὅλη τὴν καρδιά σας, μὲ νηστεία, θρήνους καὶ κοπετούς». Δηλαδὴ ὁ Θεὸς ζητεῖ ἐσωτερικὴ ἐπιστροφή, μετάνοια καὶ ἀλλαγή, μὰ πρὸ πάντων νηστεία μὲ δάκρυα.

Ἐτούτη ὅμως ἡ μετάνοια καὶ ἡ αἴτηση συγγνώμης ἀπὸ τὸ Θεὸ δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει δίχως τὴ συγγνώμη πρὸς τὸν ἀδελφό. Δίχως τὴν ἐξάλειψη τῶν κακιῶν μας, ποὺ μᾶς διχάζουν ἀπὸ τοὺς ἄλλους καὶ τὶς ὁποῖες ἀκριβῶς ὁ Θεὸς βδελύσσεται.

Προχωρώντας ὅμως πιὸ πέρα, ὁ Χριστὸς μίλησε γιὰ τὴν ἀφιλοχρηματία, ποὺ φυσικὰ συνδέεται μὲ τὴν νηστεία. Ἔτσι, «ὅποιος πασχίζει νὰ ᾿χει τὶς ἀποθῆκες του γεμᾶτες ἀπὸ τὰ ὑλικὰ ἀγαθά, αὐτὸς θὰ πρέπει νὰ ᾿χει τὴν καρδιά του ἀδειανὴ ἀπὸ ἀγάπη. Ὅσο πιὸ πολὺ γεμίζουν οἱ ἀποθῆκες, τόσο πιὸ πολὺ ἀδειάζει ἡ καρδιά». Καὶ ὅσο ἀδειάζει ἡ καρδιὰ τόσο στερεύει ἡ ἀγάπη, καὶ ἂς εἶναι γεμᾶτες οἱ ἀποθῆκες.

Μποροῦμε λοιπὸν νὰ ποῦμε πώς ἡ νηστεία γιὰ τὸν φιλοχρήματο καὶ πλεονέκτη ἔχει κάποια σημασία; Σ᾿ αὐτὸν ποὺ στέρεψε ἡ καρδιά του ἀπὸ ἀγάπη καὶ φιλανθρωπία, τί νόημα ἔχει ἡ νηστεία;

Μποροῦμε νὰ δικαιολογήσουμε τὸ δικό του φαγοπότι, τὴν καλοπέραση, σ᾿ ἕνα κόσμο καταδικασμένο σὲ διαρκῆ νηστεία. Αὐτὸς μὲν νὰ τρώει, νὰ πίνει, νὰ εὐφραίνεται καὶ οἱ ἄλλοι νὰ πεινοῦν, γιατὶ τοὺς καταδικάσαμε σὲ διὰ βίου νηστεία! Ὁ ἕνας νὰ εἶναι χορτᾶτος καὶ οἱ ἄλλοι πεινασμένοι.

Νὰ λοιπὸν πὼς ἡ νηστεία ἀποτελεῖ μιὰ καλὴ εὐκαιρία νὰ δείξουμε τὴν ἀγάπη μας πρὸς τοὺς ἄλλους. Νὰ παρέχουμε τὰ ἀγαθά μας, γιὰ νὰ χορτάσουν οἱ ἄλλοι.

Ἔτσι θησαυρίζουμε ἀγαθὰ γιὰ τὴν αἰωνιότητα, ἀφοῦ ἐμπιστευόμαστε ὅ,τι μᾶς περισσεύει στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ μᾶς τονίζει πὼς ὅποιος δίνει στὸ Θεό, δανείζει στὸ Θεό. Ἔτσι, καλὸν εἶναι ν᾿ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ αὐτὴ τὴν προσκόλληση στὰ ὑλικὰ ἀγαθά. Ν᾿ ἀποτινάξουμε τὸ περιττὸ καὶ τὸ ἐπὶ πλέον. Νὰ κάνουμε τὴν νηστεία μας, καθὼς ὁρίζει ἡ Ἐκκλησία, καὶ ν᾿ ἁπλώσουμε τὸ χέρι μας στὸν ἀδελφὸ ποὺ ᾿χει τὴν ἀνάγκη.

Ἐὰν λοιπὸν δὲν ἀπομακρυνθοῦμε ἀπὸ τὰ ὑλικὰ πράγματα, ποὺ μᾶς ἔχουν ἀπορροφήσει, τότε δὲν θὰ μπορέσουμε νὰ συναντήσουμε τὸ Θεό. Γιατὶ αὐτὰ κλείνουν τὸ δρόμο καὶ μᾶς τραβοῦνε σὲ ἄλλες ἀτραπούς.
Δὲν θὰ μπορέσουμε νὰ ζητήσουμε τὴ σωτηρία μας· δὲν θὰ θρηνήσουμε γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας· δὲν θὰ κληθοῦμε στὴν Βασιλεία Του.

Τρώγοντας καὶ πίνοντας κάθε ἡμέρα εὐφραινόμενοι, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ κατανοήσουμε τὴ σημασία τῆς νηστείας, τῆς ἐγκράτειας, θὰ περάσει ἴσως κι αὐτὴ ἡ περίοδος τῆς μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ποὺ ἀπὸ αὔριο εἰσερχόμαστε, καὶ ἐμεῖς θὰ παλεύουμε πῶς θὰ ἀπολαύσουμε περισσότερα ἀγαθά.

Ἐνῶ ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος μᾶς προτρέπει νὰ ἀρχίσουμε τὴ νηστεία χαρούμενοι· νὰ νηστεύσουμε ἀπὸ κάθε πάθος καὶ νὰ ἐντρυφήσουμε στὶς ἀρετές.

Ἀρχιμ. Ν.Π.





ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ

11 Φεβρουαρίου 2007
Κυριακή τῆς Ἀπόκρεω
(Ματ. ια΄, 31-46)



Πῶς μποροῦμε ἆραγε νὰ κερδίσουμε τὴν αἰωνιότητα; Τὸ ἔχουμε σκεφτεῖ; Γιατὶ ἡ αἰωνιότητα κερδίζεται μὲ ἁπλᾶ πράγματα. Τὸ εἶπε ἄλλωστε σήμερα ὁ Χριστὸς στὸ  κείμενο τοῦ εὐαγγελιστοῦ Ματθαίου.

Ποιὰ λοιπὸν εἶναι αὐτὰ τὰ ἁπλᾶ πράγματα ποὺ θὰ ζητήσει ἀπὸ ἐμᾶς ὁ δίκαιος κριτής; Μὰ, ἂν δώσαμε ψωμὶ καὶ τροφὴ στὸν πεινασμένο· ἕνα ποτήρι νερὸ στὸ διψασμένο· ἕνα ροῦχο στὸν γυμνό, μιὰ φιλοξενία στὸν ξένο. Ἂν κάναμε μιὰ ἐπίσκεψη στὸν ἄρρωστο καὶ στὸν φυλακισμένο...

«Αὐτὸ εἶναι τὸ κατώτερο ὅριο, στὸ ὁποῖο περιορίζεται ὁ κριτής, γιὰ νὰ μὴν ποῦμε πὼς θέλαμε ν᾿ ἀγαποῦμε, μὰ δὲν μπορούσαμε, γιατὶ εἴμαστε φτωχοί. Καὶ γιὰ νὰ μένουμε ἀναπολόγητοι ποὺ θ᾿ ἀκούσουμε τὴν καταδίκη μας...».

Πόσο λίγα καὶ πόσο ἁπλᾶ μᾶς ζητοῦνται! Καὶ πόσο πολλὰ καὶ πόσο πλούσια μᾶς χαρίζονται! Ἡ αἰωνιότητα, ἡ βασιλεία Του! Καὶ ἐμεῖς νὰ ᾿μαστε ἐκεῖ, μαζί Του, τιμημένοι καὶ μακάριοι!  Ὥστε μὲ λίγα πράγματα θὰ κερδίσουμε τὸν παράδεισο καὶ πάλι μὲ λίγα πράγματα θὰ πέσουμε στὴν κόλαση!

Καὶ ὅλα ἐτοῦτα τὰ λίγα καὶ τὰ ἁπλᾶ εἶναι τὸ δίκαιο καὶ τὸ σωστὸ ποὺ πρέπει νὰ πράξουμε. Αὐτὸ ἄλλωστε διάλεξε καὶ ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς καὶ μᾶς ἄφησε ὡς παρακαταθήκη. Νὰ ζήσουμε μὲ δικαιοσύνη, ν᾿ ἀγωνιζόμαστε γι᾿ αὐτὴν καὶ νὰ προσπαθοῦμε γιὰ τὴν ἐπικράτησή της.

Ὅμως ὁ Χριστὸς προχώρησε ἀκόμη πιὸ πέρα καὶ πρόσθεσε ὅτι, γιὰ νὰ ὑπάρχει δικαιοσύνη, πρέπει νὰ ὑπάρχει πρῶτα ἀπ᾿ ὅλα ἀγάπη. Εἰδεμὴ μόνο ἡ δικαιοσύνη μπορεῖ νὰ καταντήσει ἀδικία καὶ σκληρότητα, ὅπως ἀκριβῶς συνέβαινε μὲ τοὺς Φαρισαίους. Αὐτοὶ μπορεῖ νὰ εἶχαν καὶ νὰ γνώριζαν τὸ δίκαιο, ὅμως στεροῦνταν ἀπὸ ἀγάπη καὶ ἔλεος πρὸς τοὺς ἀνθρώπους.

Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ Ἐκκλησία, ἐτοῦτες τὶς Κυριακὲς ποὺ μᾶς πλησιάζουν πρὸς τὴν περίοδο τῆς μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, μᾶς παρουσιάζει τὸ Θεὸ τῆς ἀγάπης καὶ τοῦ ἐλέους.

Φιλάνθρωπος καὶ ἀγαθὸς ὁ Θεός! Ἀκούει μὲ συμπάθεια τὴν προσευχὴ τῶν ταπεινῶν, δέχεται μὲ ἀγάπη καὶ στοργὴ τὴν μετάνοια τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ παρέχει τὴ συγγνώμη καὶ τὸ ἔλεός Του σ᾿ ὅποιον τὸ ζητήσει.

Προχωρώντας δὲ σήμερα, Κυριακὴ τῆς κρίσεως, προβάλλεται ἡ δικαιοσύνη καὶ ἡ κρίση τοῦ Θεοῦ. Γιατὶ ὁ Θεὸς δὲν εἶναι μονάχα φιλάνθρωπος καὶ ἀγαθός, μὰ καὶ κριτής, ποὺ κρίνει μὲ δικαιοσύνη.

Ἔτσι, ἂν στὴν πρώτη Του παρουσία στὴ γῆ, ἔδωσε ὡς παρακαταθήκη τὴν ἐντολὴ τῆς ἀγάπης, τώρα στὴ δεύτερη παρουσία Του, κρίνει μὲ δίκαιο καὶ φιλάνθρωπο τρόπο.

Κρίνοντας λοιπὸν μὲ δικαιοσύνη, ἄλλους τοποθετεῖ δεξιά Του καὶ ἄλλους ἀριστερά, ἀνάλογα πῶς ἔπραξαν καὶ πῶς πορεύτηκαν στὴ ζωή τους μὲ γνώμονα τὴν ἐντολὴ τῆς ἀγάπης. Γιατὶ τελικὰ «ἡ ἀγάπη εἶναι ὅλος ὁ νόμος καὶ οἱ Προφῆτες», ὅπως ἔχει τονίσει μὲ ἔμφαση ὁ ἴδιος ὁ Χριστός.

Καὶ ἐτούτη  ἡ ἀγάπη δὲν εἶναι λόγος μόνο, ποὺ ἐκπορεύεται ἀπὸ τὸ στόμα, σκορπίζει καὶ χάνεται. Μὰ «εἶναι καθαρὸ αἴσθημα στὴν καρδιὰ καὶ πράξη φιλαδελφίας».

Καὶ ὡς τέτοιο γεγονὸς μπορεῖ νὰ ὑλοποιηθεῖ. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ ἀγάπη δὲν εἶναι μονάχα γιὰ τοὺς δυνατοὺς καὶ τοὺς πλουσίους· αὐτοὺς δηλαδὴ ποὺ μποροῦν καὶ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν νὰ δώσουν.

Γιατὶ ὁ Χριστός, δίνοντας τὴν ἐντολὴ τῆς ἀγάπης, δὲν ἔκανε τέτοιο διαχωρισμό, μήτε φόρτωσε τὴν ἀγάπη μὲ δυσβάστακτα βάρη γιὰ τοὺς πολλούς. Ἀλλὰ τὴν ἔδωσε σὲ ὅλους στὸ μέτρο τῶν δυνατότήτων τους. Ἀφοῦ τελικά, ὅλοι μποροῦν νὰ δώσουν τὸ λίγο καὶ τὸ ἁπλό.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ὁ Θεὸς ἀσφαλῶς εἶναι ἀγάπη καὶ φιλανθρωπία· ἀγαθότητα καὶ εὐσπλαγχνία. Μὰ εἶναι ταυτόχρονα καὶ δίκαιος κριτής.

Καὶ ἦλθε μὲ ἀγάπη γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ ἔδωσε τὴ ζωή του ὁλόκληρη γι᾿ αὐτόν. Ἀλλὰ ὡς δίκαιος ὀφείλει νὰ ἀποδώσει καὶ τὸ δίκαιο· νὰ ἀμείψει αὐτὸν ποὺ ἐργάσθηκε σκορπίζοντας ἀγάπη καὶ νὰ δικάσει ἐκεῖνον ποὺ ἔκρυψε τὸ δῶρο Του, τὸ ἀπαξίωσε καὶ τὸ ἔκανε ἄχρηστο.

Ὅμως ἐτούτη ἡ κρίση τοῦ Χριστοῦ εἶναι φιλάνθρωπη. Ἐπειδὴ δὲν πρα-γματώνεται μὲ θεϊκὰ κριτήρια, γιατὶ τότε κανένας μας δὲν θὰ σωζόταν. Ἀλλὰ εἶναι στὰ ἀνθρώπινα μέτρα, γι᾿ αὐτὸ εἶναι σωτήρια.

Ἂν λοιπὸν μᾶς δίνει θάρρος καὶ ἐλπίδα ἡ φιλανθρωπία Του· ἂν μᾶς στηρίζει ἡ ἀγάπη Του καὶ τὸ ἔλεός Του, τότε καλὸ θὰ εἶναι γιὰ μᾶς νὰ μᾶς φοβίζει ἡ θεία δικαιοσύνη Του. Αὐτὸ βέβαια, ὄχι ὡς μιὰ τρομοκρατία, ἀλλὰ ὡς φρένο στὸν κατήφορό μας καὶ χαλινάρι στὶς ἀποκοτιές μας.

Ἀρχιμ. Ν.Π.





ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ

4 Φεβρουαρίου 2007
Κυριακή τοῦ Ἂσώτου
(Λουκ. ιε΄,11-32)



Στὸ ἐρώτημα ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ διατυπωθεῖ γιὰ τὸ πῶς ἐπιτυγχάνεται ἡ σωτηρία μας, λαμβάνοντας ὑπ᾿ ὄψη τὴ σημερινὴ Εὐαγγελικὴ παραβολὴ τοῦ ἀσώτου υἱοῦ, θὰ λέγαμε ἁπλᾶ πὼς στηρίζεται ἐπάνω στὴν μετάνοια καὶ τὴν ἀγάπη. Στὴν μετάνοια, ποὺ εἶναι δικό μας ἔργο, καὶ στὴν ἀγάπη, ποὺ εἶναι ἡ κορυφαία ἰδιότητα τοῦ Θεοῦ.

Καὶ γιὰ τὰ δύο ἐτοῦτα σπουδαῖα πράγματα ὁμιλεῖ τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο. Δηλαδὴ γιὰ τὸν νέο ἄνθρωπο, ποὺ ξεκινάει νὰ ζήσει μακριὰ ἀπὸ τὴν πατρικὴ ἑστία· γιὰ τὶς ταλαιπωρίες του, ποὺ ἦλθαν μετὰ τὰ γλέντια καὶ τὰ ξεφαντώματα, καθὼς ἡ περιουσία του εἶχε ἐξανεμιστεῖ· γιὰ τὸ κατάντημά του.

Καὶ ἐκεῖ ἀκριβῶς βρίσκει τὸ κουράγιο νὰ μαζέψει τὰ κομμάτια τῆς ψυχῆς του· νὰ συναισθανθεῖ τὸ λάθος του· ν᾿ ἀναπολήσει τὴν πατρικὴ ἀγκαλιά· νὰ μετανοήσει γιὰ τὸ λάθος του καὶ νὰ ξεκινήσει γιὰ τὸ γυρισμό.

Ἐτοῦτος λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος, συναισθανόμενος τὸ ὀλέθριο σφάλμα του καὶ μετανοώντας, βρῆκε τὴ λύση στὸ γυρισμό. Μ᾿ αὐτὴ δὲ τὴν ἐπιστροφὴ ξανακέρδισε τὴν ἀγάπη τοῦ Πατέρα, ποὺ τοῦ παρέχει τὴ σωτηρία καὶ τὴ διάσωσή του.

Στὸν κόσμο μας σήμερα, συνεχῶς περιπλανῶνται οἱ διάφοροι ἄσωτοι. Κι αὐτοὶ δὲν εἶναι ξένοι καὶ ἄγνωστοι σ᾿ ἐμᾶς. Εἴμαστε ἐμεῖς, ποὺ συνεχῶς προσπαθοῦμε νὰ φεύγουμε μακριὰ ἀπὸ τὴν προστασία καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.
Ποῦ πᾶμε ὅμως, τὸ ξέρουμε; Ὄχι!Μονάχα βλέπουμε τὴ φυγὴ ὡσὰν λύση καὶ μάλιστα εὐχάριστη. Πόσο ἀνόητα καὶ ἐπιπόλαια σκεπτόμαστε, γιατὶ δὲν ὑποπτευόμαστε πὼς πίσω ἀπὸ τὴν παροδικὴ καὶ ἐπίπλαστη εὐχαρίστηση, κρύβεται ἡ ὀδύνη καὶ ἡ πτώση.

Σ᾿ αὐτὸ τὸ σημεῖο δὲ εὑρισκόμενοι, ὑπάρχει κίνδυνος νὰ ἐμφιλοχωρήσει ἡ ἀπόγνωση. Καὶ τότε ἀναστέλλονται οἱ ὑγιεῖς ἠθικὲς δυνάμεις ποὺ ἐσωτερικὰ δημιουργοῦν τὴν ἀπαραίτητη δυναμικὴ γιὰ σωτήριες ἀποφάσεις.

Καὶ τότε προβάλλουν οἱ δῆθεν ἀντιρρήσεις, βουνὰ πελώρια μπροστά μας, ποὺ κρύβουν τὸ φῶς καὶ σκοτεινιάζουν τὴν ἐλπίδα. Ποῦ πᾶς τώρα, γιὰ σένα δὲν ὑπάρχει λύση. Τὸ δικό σου κατάντημα καὶ τὰ βαριὰ παραπτώματά σου ὁ Θεὸς δὲν θὰ σοῦ τὰ συγχωρήσει· θὰ σὲ ἀπορρίψει ὡς ἁμαρτωλό!

Τὸ πόσο λάθος εἶναι ὁλόκληρη αὐτὴ ἡ σκέψη καὶ πόσο ταυτόχρονα ἐπικίνδυνη, τὸ βλέπουμε στὴν παραβολὴ τοῦ ἀσώτου τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου. Ὁ νέος αὐτὸς ἄνθρωπος μέσα στὴν πτώση του, ξεπερνώντας τὰ ἐμπόδια τῆς ἄγονης λογικῆς, βρῆκε τὴ λύση στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ Πατέρα.

Ὁ τρόπος αὐτὸς γιὰ ὅλους μας εἶναι καὶ ἐφικτὸς καὶ ἀνοικτός. Ἀρκεῖ νὰ κάνουμε τὸ πρῶτο δικό μας βῆμα. Ἕνα βῆμα μικρὸ καὶ δειλὸ δικό μας, πολλαπλάσια τὰ βήματα τοῦ Θεοῦ! Ξεκίνημα δικό μας γιὰ τὸ γυρισμό, ἀνοικτὴ ἀγκαλιὰ τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν ἀντάμωση!

Ἐκεῖνο ὅμως ποῦ κάνει αὐτὴ τὴν ἀντάμωση οὐσιαστική, εἶναι ἡ δική μας ὁμολογία τοῦ σφάλματος διὰ τοῦ «ἥμαρτον». Γιὰ ν᾿ ἀκουστεῖ στὴ συνέχεια ὁ θεϊκὸς λόγος τῆς συγγνώμης· «Παιδί μου συγχωροῦνται τὰ λάθη σου!».

Μετὰ ἀπὸ λίγες ἡμέρες εἰσερχόμαστε στὴ μεγάλη Τεσσαρακοστὴ, στὴν περίοδο τῆς νηστείας, τῆς μετανοίας, τῆς ἐπιστροφῆς. Γι᾿ αὐτὸ ἑτοιμάζοντάς μας ἡ Ἐκκλησία, μᾶς προβάλλει αὐτὲς τὶς Κυριακὲς κατάλληλα Εὐαγγελικὰ κείμενα ποὺ ὁμιλοῦν ἀκριβῶς γι᾿ αὐτές.

Ἔχουμε λοιπὸν μπροστά μας ἀρκετὸ χρόνο νὰ σκεφτοῦμε μιλώντας στὸν ἑαυτό μας. Θὰ διαπιστώσουμε τότε τὰ λάθη μας, τὶς ἁμαρτίες μας καὶ τὶς πτώσεις μας. Αὐτὰ ὅλα τὰ κακὰ καὶ ὀλέθρια, ποὺ προσβάλλουν τὸ Θεὸ καὶ ἀπαξιώνουν τὴν ἀγάπη Του.

Τί πρέπει ἐμεῖς νὰ κάνουμε, ὡσὰν παιδιά Του; Ξεκινώντας ἀπὸ τὴν ἀγάπη Του, ποὺ εἶναι ἀπέραντη καὶ ἀξόδευτη, νὰ μετανοιώνουμε, νὰ ζητήσουμε συγγνώμη, καταθέτοντας ὅλο τὸ βάρος τῶν ἁμαρτιῶν μας στὸ μυστήριο τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως μὲ ταπείνωση καὶ βαθειὰ συναίσθηση γιὰ τὸ χάλι μας.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ὁ ἄσωτος υἱὸς εἶναι ὁ δικός μας ἄνθρωπος, ἴσως ὁ ἴδιος ὁ ἑαυτός μας. Ποὺ φεύγει μὲ ἀγωνία νὰ ζήσει τὴ ζωή του· ποὺ βιώνει «τὶς χαρές», οἱ ὁποῖες τελικὰ γίνονται βρόγχος καὶ τὸν πνίγουν. Ποὺ ὅμως συγκλονισμένος καὶ μετανοιωμένος γυρνᾶ στὸν Πατέρα, γιατὶ τελικὰ ἡ ἀγάπη Του τὸν κέρδισε.

Ἐμεῖς, ἂν καθημερινὰ βιώνουμε ὅλη ἐτούτη τὴ διαδρομὴ τοῦ ἀσώτου· ἂν διερχόμαστε μέσα ἀπὸ τὶς ὀδυνηρὲς ἐμπειρίες, τότε μὴ μείνουμε μόνο σ᾿ αὐτές. Νὰ κάνουμε καὶ ἐμεῖς τὸ ἑπόμενο βῆμα, παίρνοντας τὸ δρόμο γιὰ τὸ σωτήριο γυρισμό.

Θὰ δώσουμε χαρὰ στὸ Θεὸ Πατέρα καὶ στὸν ἑαυτό μας τὴν εὐκαιρία νὰ νοιώσει γιὰ πάντα τὴν ἀληθινὴ εὐτυχία.

Ἀρχιμ. Ν.Π.





ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΜΑΡΤΙΟΥ

25 Μαρτίου 2007
Εὐαγγελισμός τῆς Θεοτόκου
(Λουκ. α΄, 24-38)



Ὁ Εὐαγγελισμὸς τῆς Θεοτόκου, ποὺ σήμερα ἑορτάζουμε, εἶναι τὸ εὐαγγέλιο τῆς χαρᾶς καὶ τῆς ἐλπίδας στὸν κόσμο. Γιατὶ ἡ προσδοκία καὶ ἡ ἀναμονὴ τῶν ἀνθρώπων τόσους αἰῶνες γιὰ τὴν ἔλευση τοῦ Μεσσία, γίνεται πραγματικότητα.

Ἔτσι ἡ ἀνθρώπινη ἱστορία δέχεται τὸ ἀγγελικὸ «χαῖρε» καὶ μένει ἄφωνη μπροστὰ σ᾿ αὐτὸ τὸ μοναδικὸ οὐράνιο γεγονός. Ἀνακαλύπτει τώρα τὴ θεϊκὴ προσφορὰ τῆς θυσίας καὶ ἀπολαμβάνει τὸν ἀσπασμὸ τῆς ἀγάπης.
Ὁ ἀρχάγγελος Γαβριὴλ εὐαγγελίζεται στὴν «Κεχαριτωμένη» Μαρία τὴν χαρά. Εἶναι ἡ χαρὰ τοῦ ἐρχομοῦ τοῦ σωτῆρα Χριστοῦ στὸν κόσμο καὶ ἡ χαρὰ γιὰ τὴ δική μας σωτηρία καὶ λύτρωση.

Ἐπάνω σ᾿ αὐτὰ τὰ δεδομένα θὰ σταθεῖ ὁ ἐκκλησιαστικὸς ποιητής, γιὰ νὰ ἐκφράσει τὴ βεβαιότητα τῆς ἐμφανίσεως τοῦ Χριστοῦ στὸν κόσμο. «Ὁ χρόνος ἔφθασε λοιπόν, κατὰ τὸν ὁποῖον θὰ ἐμφανιστεῖ ἡ ἐλπίδα ὅλων τῶν ἐθνῶν, ὁ Χριστός», λέγει μὲ ἐνθουσιασμό.

Ἔχουμε ἤδη εἰσέλθει στὴν ὑλοποίηση τοῦ θεϊκοῦ σχεδίου καὶ ἀτενίζουμε τὸ Θεὸ νὰ κατεβαίνει στὰ ἐγκόσμια καὶ νὰ ἱστορεῖται μέσα στὰ ἀνθρώπινα πράγματα. Καὶ ἀρχίζουμε ἀπὸ σήμερα, στὸν εὐαγγελισμὸ τῆς Θεοτόκου, νὰ ἑτοιμαζόμαστε νὰ γευτοῦμε τὸ λόγο τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ, ποὺ φέρει τὴν καινούργια καὶ καλὴ ἀγγελία τοῦ οὐρανοῦ πρὸς τὴν ἀνθρωπότητα.

«Εὐαγγελίζου γῆ χαρὰν μεγάλην...».

Ἡ σωτηρία μας προσφέρεται ἀπὸ τὸ Θεὸ ὡς δωρεὰ καὶ χάρη. Γι᾿ αὐτὸ ὁ Θεὸς χαιρετίζει τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸν χαιρετισμὸ τῆς χαρᾶς. Εἶναι ὁ πρῶτος λόγος Του μετὰ τὴν πτώση τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν ἐκδίωξή του σὲ τόπο πόνου, ὀδύνης, φθορᾶς καὶ θανάτου.

Καὶ εἶναι συγκλονιστικὸ γιὰ τὸν χαμένο καὶ ξενιτευμένο ἄνθρωπο, ποὺ τὸν πλακώνει ἡ ἀπελπισία, ν᾿ ἀνοίγεται τὸ παράθυρο τῆς ἐλπίδας καὶ τῆς σωτηρίας. Ὁ Θεὸς τοῦ προσφέρει τὴν ἀγάπη καὶ τὴ στοργή Του, ποὺ εἶναι γιὰ τὸν ἄνθρωπο σιγουριά. Τοῦ προσφέρει τὴν ἀλήθεια τῶν λόγων Του καὶ ἀποκαλύπτει τὸ θέλημά Του. Καὶ ζητεῖ μονάχα τὴν ἀγάπη τοῦ ἀνθρώπου, γιατὶ ὁ Θεὸς εἶναι ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωὴ γι᾿ αὐτόν.

Ὁ Εὐαγγελισμὸς τῆς Θεοτόκου εἶναι τὸ ἄνοιγμα τοῦ Εὐαγγελίου τῆς ἀγάπης καὶ σκοπὸ ἔχει τὴν σύναψη τῶν σκορπισμένων ἀνθρώπων στὴν οἰκογένεια τοῦ Θεοῦ. Εἶναι στὴ συνέχεια ἡ ἀποτίναξη τοῦ ἐφιάλτου τοῦ κακοῦ καὶ ἡ συνταύτιση μὲ τὸ χῶρο τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ ἁγίου.

Γι᾿ αὐτὸ ὁ Θεὸς ξεκινάει πρῶτος καὶ προσκαλεῖ πρῶτος. Ἀποστέλλει τὴν πρόσκλησή Του δίχως χρονολογία λήξεως, γιατὶ σκοπός Του εἶναι νὰ περιμένει τὸν ἄνθρωπο νὰ καταλάβει, νὰ ἀποφασίσει, νὰ ἀνταποκριθεῖ.
Ὁ ἄνθρωπος, ἀποδέκτης τῆς πρόσκλησης αὐτῆς τοῦ Θεοῦ, μὲ τὸ προνόμιο τῆς ἐλευθερίας του καὶ μὲ τὴν μοναδικὴ εὐκαιρία ἐπιλογῆς, κρατάει στὸ χέρι του τὸ κλειδὶ γιὰ τὴν πραγματικὴ εὐτυχία του.

Στὴν ἐποχή μας, ποὺ παρατηρεῖται σύγχυση καὶ ἀποπροσανατολισμὸς τῶν ἀνθρώπων· ὅπου οἱ ἀξίες ἔχουν χάσει τὴν σημασία τους καὶ οἱ ἀσημαντότητες φαντάζουν ὡς σοφία καὶ γνώση, οἱ ἄνθρωποι ψάχνονται νὰ βροῦν τὴν ἀλήθεια ποὺ θὰ τοὺς ὁδηγήσει στὴν εὐτυχία.

Μὰ ἡ πραγματικὴ ἀλήθεια εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, καθὼς ἀποτυπώνεται στὸν χαιρετισμὸ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ. Προσφέρεται μέςῳ αὐτοῦ ἡ εὐκαιρία βίωσης τοῦ μυστηρίου τῆς ἀγάπης. Καὶ ἀποκαλύπτεται ἡ ἐπιθυμία σύναξης σχέσεων τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν ἄνθρωπο.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, μὲ τὸν Εὐαγγελισμὸ τῆς Θεοτόκου ποὺ σήμερα ἑορτάζουμε, ὁ Θεὸς ἀποκαλύπτει ὅτι ἐπιθυμεῖ νὰ διακονήσει τὸν ἄνθρωπο. Καὶ συνάπτει συμφωνία μαζί του. Ζητεῖ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο νὰ μένει μαζί Του καὶ τοῦ ὑπόσχεται τὴ σωτηρία του.

Ἔτσι, ἐὰν ὁ ἄνθρωπος, δηλαδὴ ὁ κάθε ἕνας μας, τοποθετεῖ θετικὰ καὶ ἀνταποκριθεῖ στὴν πρόσκληση τοῦ Θεοῦ, τότε διαγράφει μιὰ τροχιὰ εὐτυχίας καὶ χαρᾶς, ποὺ τὸν ὁδηγεῖ στὴν «περίσσεια τῆς ζωῆς».

Αὐτὴ λοιπὸν ἡ χαρὰ καὶ ἡ ζωή, ποὺ ἄλλωστε εὐαγγελίζεται ὁ ἄγγελος, γίνεται τρόπος ὕπαρξης. Γιατὶ εἶναι ἡ ἴδια ἡ ζωή, ἀφοῦ ζωὴ δίχως Χριστό εἶναι ὡσὰν τὸ σῶμα δίχως πνοή. Ἄρα «ζοῦμε καὶ κινούμαστε καὶ εἴμαστε στὴ ζωή... ἐπειδὴ εἴμαστε στὸ δικό του γένος...».

Ἀρχιμ. Ν.Π.





ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΜΑΡΤΙΟΥ

18 Μαρτίου 2007
Κυριακή Δ΄ Νηστειῶν
(Μάρκ. θ΄, 17-31)



Τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο ἀπὸ τὸν Εὐαγγελιστὴ Μᾶρκο μᾶς θυμίζει μιὰ βασικὴ ἀλήθεια. Αὐτὴ τὴν ἀλήθεια ὀφείλουμε νὰ μὴν ξεχνοῦμε. Ποιὰ εἶναι αὐτή; Μὰ ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ λυτρωτὴς καὶ σωτήρας μας, ἐνῶ ὁ διάβολος εἶναι ὁ ἐχθρὸς τῆς σωτηρίας μας καὶ προσπαθεῖ νὰ ἐμποδίσει κάθε προσπάθεια πρὸς αὐτὴν τὴν κατεύθυνση.

Ἐὰν λοιπὸν αὐτὴν τὴν ἀλήθεια λησμονήσουμε, τότε οἱ πρῶτοι ποὺ θὰ τὴν πληρώσουν εἴμαστε ἐμεῖς. Καὶ τὸ πληρώνουμε ἀκριβά. Γιατὶ ἀψηφώντας ἐτοῦτον τὸν ἐχθρό, δηλαδὴ τὸ διάβολο, ἀφήνουμε ἀνοχύρωτη τὴν ὕπαρξή μας. Καὶ τότε ὁ διάβολος βρίσκει εὔκολη εἴσοδο νὰ θρονιαστεῖ μέσα μας, τραβώντας κυριολεκτικὰ τὸν ἑαυτόν μας σὲ δρόμους σκότους, πτώσεως ποὺ τελικὰ μᾶς ὁδηγοῦν στὴν ἀπώλεια καὶ τὸ θάνατο.

Ὁ σημερινὸς νέος τοῦ Εὐαγγελίου ταλανίζεται ἀπὸ τὸ διάβολο, «τὸν ρίχνει κάτω, κι ἀφρίζει καὶ τρίζει τὰ δόντια του καὶ ξηραίνεται...». Μιὰ ὀδυνηρὴ εἰκόνα ταλαιπωρίας τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἀπαξίωσης καὶ ἐξευτελισμοῦ τῆς εἰκόνας τοῦ Θεοῦ.

Ἐτοῦτος ὁ ἄνθρωπος βεβαίως παύει νὰ ζεῖ κατὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ οὔτε κατὰ τὸ δικό του θέλημα δὲν μπορεῖ νὰ πορευτεῖ. Χάνει κάθε ἔλεγχο τῆς ὑπάρξεώς του καὶ γίνεται ἕρμαιο ἄλλης θελήσεως, καταστροφικῆς καὶ ἐχθρικῆς.

Αὐτὴν τὴν εἰκόνα ἆραγε δὲν διακρίνουμε καὶ στὸ σημερινὸ κόσμο μας; Ἄνθρωποι εἴτε ἄμεσα εἴτε ἔμμεσα, εἴτε μερικῶς εἴτε καθ᾿ ὁλοκληρία ἔδωσαν τὸν ἑαυτόν τους σὲ ἀλλότριες δυνάμεις. Πούλησαν ὅ,τι πολύτιμο εἶχαν στὸ διάβολο καὶ τρέχουν πίσω του, γιὰ νὰ τὸν ὑπηρετήσουν. Κάποιοι ἀκούγοντας ἐτοῦτα τὰ λόγια, θὰ ποῦν πῶς λέμε ὑπερβολές. Ὅμως ἡ ἴδια ἡ ζωὴ, ὅπως καθημερινὰ τὴ βιώνουμε, μαρτυρεῖ γιὰ τὴν ἀλήθεια τοῦ πράγματος.

Θέλετε νὰ γίνουμε πιὸ συγκεκριμένοι; Νά λοιπόν! Ἀσωτεία καὶ ἀλητεία· ξεδιαντροπὴ καὶ ἀνηθικότητα· ἀσέβεια καὶ βλασφημία· ἀσυδοσία καὶ ἀνυπακοή... Ὅλα ἐτοῦτα τὰ φαινόμενα καὶ ἄλλα δυστυχῶς πολλὰ εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα ἔλλειψης ἐλέγχου τοῦ ἑαυτοῦ μας καὶ ἔλλειψης πυξίδας πλεύσεως στὴν ζωή. Λείπει τὸ ἔρεισμα τοῦ ἤθους καὶ τῆς ἀνθρωπιᾶς. Λείπει ὁ νόμος καὶ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ποὺ πρέπει νὰ μᾶς κατευθύνει. Καὶ τότε κυριαρχεῖ καὶ κατευθύνει ὁ ἄρχοντας τοῦ κακοῦ καὶ τῆς ἁμαρτίας, ὁ διάβολος.

Ὅμως, εὐτυχῶς ποὺ ὑπάρχει λύτρωση καὶ σωτηρία. Εὐτυχῶς ποὺ δὲν εἴμαστε μόνοι σὲ ἕνα δρόμο δύσβατο καὶ ἀνηφορικό. Ὑπάρχει ὁ Χριστός, στὸ πρόσωπο τοῦ ὁποίου ἀνακεφαλαιώνεται ὁλόκληρη ἡ θεϊκὴ δύναμη καὶ ἐξουσία ἐπάνω στοὺς ἀνθρώπους καὶ τὸν κόσμο.

Ὑπάρχει ὁ Χριστός, ἔχοντας ἐξουσία ἀκόμη καὶ ἐπάνω στὴ δύναμη τοῦ κακοῦ, τὸ διάβολο, ποὺ τὸν διατάσσει, λέγοντας· «Κλεῖσε τὸ στόμα σου καὶ βγὲς ἀπ᾿ αὐτὸν (τὸν ἄνθρωπο)», ὅπως ἔκανε στὸ δαιμονισμένο τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου. Μπροστὰ στὴ θεϊκὴ δύναμη, ἡ ἰσχὺς τοῦ διαβόλου καταλύεται καὶ σβήνει· κι αὐτὸς κρημνίζεται καὶ ἐξαφανίζεται ταχέως.

Μπροστὰ στὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ ὁ διάβολος ὑποχωρεῖ καὶ ὑποτάσσεται. Ὅπως κάπου ἀλλοῦ στὸ Εὐαγγέλιο, ὁ διάβολος παρακαλεῖ τὸν Χριστὸ νὰ μὴν τὸν βασανίζει.

Ἐὰν λοιπὸν ἔχουμε τέτοιο βοηθὸ μὲ τέτοια δύναμη, θεϊκὴ δύναμη, τί μπορεῖ νὰ μᾶς κάνει ὁ διάβολος; Πῶς μπορεῖ νὰ μᾶς πειράξει καὶ νὰ μᾶς σαγηνεύσει; Μόνο ἂν τὸ θελήσουμε ἐμεῖς. Μόνο ἂν τοῦ ἀνοίξουμε τὴν ψυχή μας καὶ τὸν ἀφήσουμε νὰ περάσει μέσα. Τότε βέβαια πορεύομαστε στὴ ζωὴ ἀπερίσκεπτα, κι αὐτὴ τὴν ἀπερισκεψία μας δυστυχῶς τὴν πληρώνουμε ἀκριβά.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἀκούσαμε στὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο πῶς ὁ Χριστὸς ἐπιτιμᾶ τὸ διάβολο; «Τὸ πνεῦμα τὸ ἄλαλο καὶ κωφό, ἐγὼ σὲ ἐπιτάσσω, ἔξελθε ἀπ᾿ αὐτὸν (τὸν νέο) καὶ ποτὲ πιὰ μὴν εἰσέλθης σ᾿ αὐτόν».

Εἴδαμε τὴ θεϊκὴ δύναμη καὶ ἐξουσία τοῦ Χριστοῦ; Εἴδαμε πῶς μπροστά Του ὅλες οἱ δυνάμεις ὑποτάσσονται καὶ ὑποχωροῦν; Κι αὐτὰ τὰ δαιμόνια ἐξαφανίζονται...

Νὰ γεμίσουμε λοιπὸν τὶς ψυχές μας μὲ θάρρος καὶ αἰσιοδοξία πὼς ὁ ἀρχηγός μας ὁ Χριστὸς εἶναι Αὐτὸς ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς σώσει, νὰ μᾶς λυτρώσει.

Τί καὶ ἂν ὑπάρχει ὁ διάβολος; Τί καὶ ἂν ὑπάρχουν οἱ δυνάμεις τοῦ κακοῦ; Ἐμεῖς ἔχουμε ὑπερτέρα καὶ ἰσχυροτέρα δύναμη μαζί μας, τὸν Χριστό, κι αὐτὸ γιὰ μᾶς εἶναι ἀρκετό. Γιατὶ μὲ τὴ δική μας προσπάθεια καὶ τὴ δική Του θεϊκὴ δύναμη εἴμαστε οἱ νικητὲς ἐνάντια στὸ κακὸ καὶ τὴν ἐπικράτηση τοῦ καλοῦ.

Ἀρχιμ. Ν.Π.





ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΜΑΡΤΙΟΥ

11 Μαρτίου 2007
Κυριακή Γ΄ Νηστειῶν
(Μάρκ. η΄, 31- θ΄, 1)



Τρίτη Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν καὶ καθὼς βρισκόμαστε στὴ μέση τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ἡ Ἐκκλησία μας προβάλλει τὸν τίμιο Σταυρό, γιὰ νὰ ἐνισχυθοῦμε στὸν πνευματικὸ ἀγῶνα ἐτούτης τῆς περιόδου.

Μιλώντας δὲ γιὰ τὸ Σταυρό, ὀφείλουμε νὰ ἑστιάσουμε τὸν λόγο σ᾿ αὐτὸ ποὺ ἀπορρέει ἀπ᾿ αὐτόν. Γιατὶ ὁ Σταυρὸς δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο, παρὰ ἕνα καθῆκον σ᾿ ἐκεῖνο ποὺ μᾶς ἐπιβάλλεται νὰ πράττουμε κάθε φορά.

Μὰ ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος δὲν σκέπτεται, μήτε θέλει νὰ μιλάει γιὰ καθῆκον παρὰ μόνο γιὰ δικαιώματα. Ἐπειδὴ «καθῆκον εἶναι νὰ δώσης, δικαίωμα νὰ πάρης». Καὶ τὸ καθῆκον βεβαίως δὲν μπορεῖς νὰ τὸ παραβεῖς, ἐνῶ τὸ δικαίωμα μπορεῖς καὶ νὰ τ᾿ ἀφήσεις.

Γι᾿ αὐτὸ σήμερα ἀντικρύζεις τὴ νοοτροπία τῶν ἀνθρώπων, ποὺ θέλουν νὰ πάρουν καὶ δὲν εἶναι πρόθυμοι νὰ δώσουν. Κατὰ συνέπεια, ξεχνοῦν νὰ τηροῦν τὰ καθήκοντα, μὰ δὲν παραιτοῦνται ἀπὸ τὰ δικαιώματά τους.

Ἐκεῖνο δὲ ποὺ τελικὰ εἰσπράττουμε ὅλοι γύρω μας εἶναι ὅτι ζοῦμε σ᾿ ἕναν κόσμο ἄνω κάτω. Λείπει ἀπὸ τὴν ζωή μας «ὁ σεβασμὸς καὶ ἡ ὑπακοὴ καὶ ἡ πειθαρχία καὶ ἡ τάξη». Μὲ ἀποτέλεσμα τὰ παιδιὰ καὶ οἱ νεώτεροι νὰ μὴν ὑπακούουν στοὺς γονεῖς καὶ τοὺς μεγαλύτερους. Οἱ μαθητὲς νὰ ἀσεβοῦν καὶ νὰ περιπαίζουν τοὺς διδασκάλους τους. Οἱ ἄνδρες καὶ οἱ γυναῖκες νὰ μὴν συνδέονται μὲ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ἀλληλοκατανόηση, παρὰ νὰ ἐπαναστατοῦν καὶ νὰ διαλύουν μὲ τὸ παραμικρὸ τὸ σπιτικό τους. Ὅλοι μας νὰ παραβαίνουμε τὸν νόμο καὶ τὴν τάξη, νὰ παρανομοῦμε ἀσύστολα καὶ ὅταν μᾶς ἐλέγχουν τὰ ἁρμόδια ὄργανα, νὰ γινόμαστε θηρία καὶ νὰ ἀπειλοῦμε.

Ὅλα αὐτὰ καὶ ἄλλα πολλὰ γίνονται, γιατὶ ὁ καθένας μας δὲν εἶναι πρόθυμος νὰ σηκώσει τὸν σταυρό του, «νὰ συμμορφωθῆ σ᾿ ἐκεῖνο ποὺ θέλει καὶ ὁρίζει ὁ Θεός». Καὶ τελικὰ ἀρνούμενοι αὐτό, σηκώνουμε βαρύτερους σταυρούς, αὐτοῦ τοῦ κόσμου, καὶ ἂς μὴ θέλουμε νὰ τὸ ποῦμε. Αὐτοὶ δὲ οἱ σταυροὶ τοῦ κόσμου μᾶς ταπεινώνουν, μᾶς ἐξευτελίζουν καὶ ἀπαξιώνουν μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο τὴν ὕπαρξή μας.

«Οἱ σταυροὶ λοιπόν, ποὺ ὁ κόσμος φορτώνει σ᾿ ἐκείνους ποὺ δὲν θέλουν νὰ σηκώσουν τὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ζυγοὶ καὶ μέγγενη, ποὺ σκλαβώνουν κι ἐξανδραποδίζουν τοὺς ἀνθρώπους».

Ὁ Χριστὸς βέβαια εἶπε γιὰ τὸ δικό Του Σταυρὸ πὼς εἶναι ζυγὸς χρηστός, μὰ ἐκεῖνος ὁ Σταυρὸς δὲν ντροπιάζει τὸν ἄνθρωπο. Ἀντίθετα μάλιστα τὸν τιμάει. Καὶ «εἶπε ἀκόμη πὼς οἱ ἐντολὲς καὶ τὰ καθήκοντα, ποὺ ἐπιβάλλει στοὺς ἀνθρώπους εἶναι φορτίο ἐλαφρό». Μὰ ὅταν μιλοῦμε γιὰ τὸ καθῆκον τῆς ἄρσης τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ μιλοῦμε γιὰ ἕνα καθῆκον ἐλευθέρας ἐπιλογῆς μας. Τὸ εἶπε ἄλλωστε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ὅταν τονίζει «ὅποιος θέλει νὰ ἔλθει ὀπίσω μου...». Δὲν ὑπάρχει συνεπῶς καμμιὰ πίεση ἢ ἐξαναγκασμός, μὰ μιὰ μονάχα πρόκληση, «δεῦτε πρὸς μὲ πάντες...».

Ἐὰν ὁ καθένας μας ἐξετάσει καλύτερα, θὰ ἀντιληφθεῖ πὼς καὶ τὸ «ὅποιος θέλει νὰ ἔλθει ὁπίσω μου» καὶ τὸ «δεῦτε πρὸς με πάντες» μιλάει γιὰ τὸ ἴδιο πρᾶγμα. Δηλαδὴ γιὰ τὴν ἄρση τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ, «ποὺ εἶναι στ᾿ ἀλήθεια σταυρὸς καὶ καθῆκον», μὰ εἶναι ἐλαφρότερος ἀπ᾿ ὅλους τοὺς σταυροὺς τοῦ κόσμου».

Γιατὶ τελικὰ ὁ Σταυρὸς αὐτὸς μᾶς ὁδηγεῖ στὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καὶ κατ᾿ ἐπέκταση στὴ Βασιλεία Του. Ἐνῶ οἱ σταυροὶ τοῦ κόσμου μᾶς ὁδηγοῦν μὲ μαθηματικὴ ἀκρίβεια στὸ θάνατο, συνεπῶς στὴν ἀπώλεια τῆς Βασιλείας Του.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, φέροντες τὸν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ καθημερινὰ στὴ ζωή μας, ἔχουμε δίπλα μας ἕναν ἄλλο Σίμωνα. Αὐτὸς εἶναι ὁ Χριστός! Μᾶς βοηθάει νὰ πετύχουμε στὸν πνευματικὸ ἀγῶνα, νὰ προσεγγίσουμε τὸ ἅγιο θέλημά Του, νὰ ἐξασφαλίσουμε τὴ σωτηρία μας.

Ἡ σημερινὴ προσκύνηση τοῦ τιμίου Σταυροῦ μᾶς θυμίζει τὸ πάθος τοῦ Χριστοῦ, ὅμως μᾶς ζωντανεύει ταυτόχρονα τὴν ἐλπίδα τῆς Ἀναστάσεως. «Γιατὶ ὅπως ὁ Χριστός, ἔτσι κι ἐμεῖς ἀπὸ τὴ θλίψη τοῦ Σταυροῦ καὶ τοῦ πάθους· ἀπὸ τὸν πόνο καὶ τὸ θάνατο, φθάνουμε στὴ χαρὰ τῆς Ἀναστάσεως» πρὸς τὴν ὁποία καὶ πορεύομαστε μὲ κουράγιο καὶ δύναμη.

Ἀρχιμ. Ν.Π.





ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΜΑΡΤΙΟΥ

4 Μαρτίου 2007
Κυριακή Β΄ Νηστειῶν
(Μάρκ. β΄, 1-12)



Μιὰ ἀπὸ τὶς ἰδιότητες τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ παγνωσία Του. Δηλαδὴ ὁ Θεὸς γνωρίζει τὰ πάντα καὶ ὅλα τὰ ἀποκαλύπτει. Σ᾿ Αὐτὸν δὲν μένει κάτι κρυφό, ἀφοῦ μπροστά Του ἀποκαλύπτονται τὰ πάντα.

Ἐτούτη δὲ ἡ ἰδιότητα τῆς παγνωσίας δὲν ἔχει τοπικοὺς περιορισμούς, μήτε βεβαίως χρονικούς. Ἔτσι, ὅπου κι ἂν βρισκόμαστε, ὅπου καὶ ἂν πᾶμε, Αὐτὸς τὸ γνωρίζει, τὸ βλέπει καὶ τὸ ἀποκαλύπτει. Ὁ Θεὸς γνωρίζει τοὺς συλλογισμούς μας καὶ γνωρίζει τὶς πράξεις μας.

Ὁ ψαλμωδὸς Δαυῒδ στὸν 138 ψαλμό του, μὲ τὸν ποιητικὸ λόγο του, περιγράφει αὐτὴ τὴν ἀλήθεια. Νὰ τί λέγει: «Ποῦ νὰ πάω, ὥστε νὰ εἶμαι μακριὰ ἀπὸ τὸ πνεῦμα σου καὶ ποῦ νὰ φύγω, ὥστε νὰ μὴ παρακολουθοῦμαι ἀπὸ τὸ πρόσωπό σου; Ἐὰν ἀνεβῶ στὸν οὐρανό, σὺ εἶσαι ἐκεῖ· ἐὰν κατεβῶ στὸν Ἅδη, ἡ παρουσία Σου καὶ ἐκεῖ ἐκτείνεται. Ἐὰν ἤθελα νὰ γίνω πτερωτός... ἐκεῖ ποὺ ἀνατέλλει... ὁ ἥλιος καὶ κατασκηνώσω στὰ ἔσχατα τῆς θαλάσσης καὶ ἐκεῖ τὸ χέρι Σου θὰ μὲ ὁδηγήσει καὶ θὰ μὲ κρατάει σφιγκτὰ ἡ δεξιά Σου...».

Στὸ σημερινὸ δὲ Εὐαγγέλιο, κατὰ τὴ θεραπεία τοῦ παραλυτικοῦ, ὁ Χριστὸς ἀποκαλύπτει τοὺς διαλογισμοὺς τῶν γραμματέων. «Τί βάζετε στὸ μυαλό σας τέτοιες σκέψεις;» τοὺς λέγει. Καὶ ποιὲς ἦταν αὐτὲς οἱ σκέψεις; Μὰ ὅτι ὁ Χριστὸς βλασφημεῖ, ἐπειδὴ συγχώρεσε τὶς ἁμαρτίες τοῦ παραλυτικοῦ. Κατ᾿ αὐτοὺς μονάχα ὁ Θεὸς ἔχει τὸ δικαίωμα αὐτό.

Ἀπιστία λοιπὸν στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀμφιβολία γιὰ συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν τοῦ παραλυτικοῦ. Ὁ Χριστὸς ὅμως, ποὺ γνωρίζει τί σκέπτονται, τοὺς ξεσκεπάζει, ἀπαντώντας σ᾿ αὐτοὺς μὲ πράξη ἀγάπης. Συγχωρεῖ τὸν παραλυτικὸ καὶ τὸν γιατρεύει ἀπὸ τὴν παράλυσή του, λέγοντάς του· «Σὲ σένα λέγω, σήκω ἐπάνω, πάρε τὸ κρεβάτι σου στὸν ὦμο καὶ πήγαινε στὸ σπίτι σου!».

Ἐμεῖς δέ, ἀκούοντας τὸν λόγο τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου καὶ ἀφοῦ ἀντιληφθοῦμε πὼς μιλάει γιὰ τὴ δική μας σωτηρία, νὰ σταθοῦμε στὸν ἑαυτό μας ὁ καθένας. Καὶ νὰ κατανοήσουμε ὄχι μόνο πὼς διαπράττουμε ἁμαρτίες καὶ παρανομίες μὰ ἰδιαιτέρως πὼς αὐτὲς τὶς γνωρίζει πολὺ καλὰ ὁ Θεός.

Ἂν κάνουμε πὼς τὶς ἀρνιόμαστε, Αὐτὸς θὰ μᾶς τὶς ἀποκαλύψει. Ἂν τὶς κρύψουμε, θὰ φανοῦμε σὰν τὶς στρουθοκαμήλους ποὺ κρύβουν τὸ κεφάλι τους στὴν ἄμμο καὶ νομίζουν πὼς ἔχουν κρυφθεῖ. Δηλαδὴ θὰ γίνουμε γελοῖοι.
Τί πρέπει λοιπὸν νά κάνουμε; Νὰ ὁμολογήσουμε τὰ λάθη μας καὶ νὰ ζητήσουμε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Εἰδεμὴ θὰ ζοῦμε συνεχῶς μὲ τὸ βάρος τους νὰ πλακώνει τὴν ψυχή μας καὶ σὰν σαράκι νὰ κατατρώγει τὴν ὕπαρξή μας.

Ἔτσι σκεπτόμενοι, φθάνουμε στὸ ἱερὸ μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως, ποὺ εἶναι «βαθειὰ ἀνάγκη τῆς ψυχῆς μας». Ἐπειδὴ ὅμως εἶναι πολλοὶ αὐτοὶ ποὺ δὲν γνωρίζουν τί εἶναι ἐξομολόγηση, ἀνάγκη νὰ ποῦμε δύο λόγια γι᾿ αὐτή.
Ἡ ἐξομολόγηση δὲν εἶναι κατ᾿ ἀρχὰς ἀνάκριση, γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ πνευματικός, ὁ ἐξομολόγος, δὲν ἀνακρίνει καὶ δὲν κατακρίνει. Ἐμεῖς ὅμως ὀφείλουμε νὰ εἴμαστε ἑτοιμασμένοι, δηλαδὴ νὰ ξέρουμε τί θὰ ποῦμε καὶ τί πρέπει νὰ ἐξομολογηθοῦμε.

Δὲν χρειάζεται νὰ φλυαροῦμε καὶ νὰ πλατειάζουμε τὸν λόγο. Μήτε ν᾿ ἀσχολούμαστε μὲ τοὺς ἄλλους παρὰ μονάχα μὲ τὸν ἑαυτό μας. Δὲν εἶναι ἐπιτρεπτὸ νὰ κρύβουμε πράγματα καὶ γεγονότα ἢ νὰ τὰ ἀλλοιώνουμε ἢ νὰ τὰ διαστρέφουμε. Ὁ Θεὸς τὰ γνωρίζει, γι᾿ αὐτὸ καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ξεγελαστεῖ.

Μὰ πρὸ πάντων πρέπει νὰ ἔχουμε πάρει τὴν ἀπόφαση νὰ μετανοήσουμε καὶ νὰ ζητήσουμε συγγνώμη ἀπὸ τὸ Θεό, ποὺ μᾶς τὴν παρέχει μὲ τὴν συγχωρητικὴ εὐχὴ τοῦ ἐξομολόγου.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, στὴν Ἁγία Γραφὴ εἶναι κι ἐτοῦτο γραμμένο· «λέγε σὺ πρῶτος τὰς ἁμαρτίας σου, ἵνα δικαιωθῇς». Μὴν περιμένεις νὰ σὲ ρωτήσουν· ἐσὺ πρέπει νὰ τὰ πεῖς. Ὁ Θεὸς ἄλλωστε δὲν χρειάζεται νὰ ρωτήσει, γιατὶ τὰ ξέρει. Ἐμεῖς πρέπει νὰ τὰ ὁμολογήσουμε, ἐξομολογούμενοι τὶς ἁμαρτίες μας.

«Πές τις ἐσὺ κι ὁμολόγησέ τις πρῶτος· νοιῶσε στὴν ψυχή σου τὴν ἀνάγκη νὰ τὶς ὁμολογήσεις· ἄνοιξε τὴν ψυχή σου, γιὰ νὰ μπῆ ὁ καθαρὸς ἀέρας καὶ τὸ φῶς, ποὺ θὰ σὲ γιατρέψη καὶ θὰ σὲ ξαναγεννήση...». Τότε θὰ νοιώσεις πὼς ὑπάρχει κι ἄλλος τρόπος καὶ ἄλλος δρόμος, γιὰ νὰ διαβεῖς. Εἶναι ἀκριβῶς αὐτὸς ποὺ προβάλλει καθοδηγητικός, ὅταν μέσα σου ἀρχίζει νὰ βιώνεται ἡ μορφὴ τοῦ Χριστοῦ.

Ἀρχιμ. Ν.Π.





ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΑΠΡΙΛΙΟΥ

29 Ἀπριλίου 2007
Κυριακή τοῦ Παραλύτου
(Ἰω. ε΄ 1-15)



Μὲ τὴ σημερινὴ θεραπεία τοῦ παραλυτικοῦ τοῦ Εὐαγγελίου, ὁ Χριστὸς μᾶς πληροφορεῖ πὼς ἡ ἀρρώστια ἀποτελεῖ κληρονομιὰ τῆς ἁμαρτίας. Ἡ ἁμαρτία δηλαδὴ φέρνει τὴν ἀρρώστια καὶ ἡ ἀρρώστια τελικὰ τὸ θάνατο. Τὸ ὅτι ἔτσι ἔχουν τὰ πράγματα, τὸ διαπιστώνουμε καθημερινὰ στὴ ζωή μας.

Ὁ παραλυτικὸς λοιπὸν ἦταν κι αὐτὸς ἕνας ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος, ποὺ ἡ ἁμαρτία τοῦ εἶχε ἀφήσει κληρονομιὰ τὴν ἀρρώστια του. Τὸ διαβεβαιώνει ἄλλωστε καὶ ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ὅταν τοῦ λέγει μετὰ τὴ γιατρειά του: «κοίταξε, ἔγινες καλά, μὴν ἁμαρτάνεις πιά, γιὰ νὰ μὴ σοῦ συμβεῖ τίποτε χειρότερο...».

Ἐτούτη δὲ τὴ στενὴ σχέση τῆς ἁμαρτίας μὲ τὴν ἀρρώστια, μερικοὶ δὲν τὴ δέχονται, ἐνῶ ἄλλοι τὴν χλευάζουν, ὅτι τάχατες αὐτοὶ τὰ γνωρίζουν ὅλα.

Μά, ἂν καλοεξετάσουμε, θὰ διαπιστώσουμε πὼς καὶ ἡ ἁμαρτία εἶναι ἀρρώστια τῆς ψυχῆς. Καὶ σὰν ἀρρωσταίνει ἡ ψυχή, τότε καὶ τὸ σῶμα ὑποφέρει. Μιὰ τέτοια ὅμως κατάσταση δὲν ἔχουμε δικαίωμα νὰ τὴν ἀποδεχθοῦμε. Ἀπεναντίας, ἔχουμε ὑποχρέωση νὰ κάνουμε ὅ,τι μποροῦμε, γιὰ νὰ ἐξασφαλίζουμε τὴν ὑγεία τοῦ σώματός μας.

Γι᾿ αὐτό, κάθε τι ἐνάντιο καὶ ἐπιζήμιο γιὰ τὴν ὑγεία μας, πρέπει νὰ τὸ ἀπορρίπτουμε. Παρεκτροπὲς ἐπικίνδυνες, καταχρήσεις ἄστοχες, ταλαιπωρίες ἄσκοπες, ἐκθέτουν τὸ σῶμα μας στὸν κίνδυνο τῆς ἀρρώστιας. Καὶ τελικὰ ἀρκετὲς φορές, παραδομένο στὴ φθορά, καταλήγει στὸ θάνατο. Μὰ ὁ Θεὸς μᾶς ἔπλασε μὲ τὸ σῶμα μας, αὐτὸ τὸ γήϊνο στοιχεῖο, καὶ μᾶς εἶπε νὰ τὸ φροντίζουμε καὶ νὰ τὸ σεβόμαστε. Ἐτούτη δὲ ἡ φροντίδα δὲν σταματάει στὴν ἐξωτερικὴ ἔνδυση καὶ τὸν στολισμό, ἀλλὰ προεκτείνεται καὶ στὴν καθαρότητα καὶ τὴν εὐρωστία. «Χωρὶς γερὸ σῶμα, χωρὶς ὑγεία, εἴμαστε ἄχρηστοι γιὰ ἐργασία καὶ μισοὶ ἄνθρωποι στὴ ζωή».

Τώρα, ἂν ἔρθει ἡ ἀρρώστια καὶ εἶναι ἀπὸ τὸ Θεό, ἂς εἶναι καλοδεχούμενη, ὅπως ἔλεγε καὶ ὁ δίκαιος Ἰώβ. Ἐὰν ὅμως ἡ ἀρρώστια εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς δικῆς μας ἀσωτείας ἢ καταστροφῆς καὶ μόλυνσης τῆς ζωῆς, «τότε τί λόγο θὰ δώσουμε στὸ Θεὸ καὶ τί δικαιολογία θὰ βροῦμε στὸν ἑαυτό μας;».

Τελικὰ δέ, ἐπειδὴ εἴμαστε ἄνθρωποι, ἄρα θνητοὶ καὶ φθαρτοί, ἡ ἀρρώστια εἶναι ἡ κληρονομιά μας καὶ θά ᾿ρθει ἀργὰ ἢ γρήγορα. Ἔ! Τότε ἂς εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ τὴν ἀντιμετωπίσουμε μὲ ὑπομονή, καρτερία καὶ προπάντων ἐλπίδα πρὸς τὸ Θεό.

Σὰν θά ᾿ρθει λοιπὸν ἡ ἀρρώστια, νὰ μὴ τὰ χάσουμε· νὰ μὴν ἀπελπιστοῦμε. Θὰ καλέσουμε βεβαίως τὸ γιατρό· θὰ πᾶμε ἴσως ἂν χρειασθεῖ καὶ στὸ νοσοκομεῖο, μὰ πρῶτα ἀπ᾿ ὅλα νὰ ἀπευθυνθοῦμε στὸ μεγάλο γιατρό, τὸν Χριστό, καὶ νὰ προσευχηθοῦμε θερμὰ νὰ σταθεῖ κοντά μας καὶ νὰ μᾶς χαρίσει τὴ γιατρειά Του.

Νὰ μοιάσουμε δηλαδὴ τοῦ παραλυτικοῦ μὲ τὴν ὑπομονὴ τῶν τριανταοχτὼ χρόνων, τὴν μνημειώδη καρτερία του καὶ τὴ μεγάλη ἐλπίδα, ὁ ὁποῖος στὸ τέλος κέρδισε. Αὐτὸ ποὺ ἐνδόμυχα ἤλπιζε καὶ πίστευε, τὸ πῆρε καὶ πῆγε πιὰ εὐτυχισμένος στὸ σπίτι του, κουβαλῶντας καὶ τὸ κρεββάτι του.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἐὰν δὲν καταλάβουμε πὼς ἡ ἀρρώστια εἶναι κληρονομιὰ τῆς ἁμαρτίας, δὲν θὰ μπορέσουμε νὰ ἰσορροπήσουμε μὲ τὸν ἑαυτό μας. Δὲν θὰ μπορέσουμε νὰ τὰ βροῦμε μαζί του.

Ἐὰν δὲν πολεμήσουμε τὸ κακὸ ποὺ κρύβουμε μέσα μας, δὲν θὰ βροῦμε ἠρεμία στὴ ζωή μας. Καὶ ἔτσι τὸ φῶς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, δὲν θὰ περάσει μέσα μας, γιὰ νὰ σβήσει τὴ σκοτεινιά μας.

Καὶ ἐὰν περιμένουμε νὰ τακτοποιήσουμε τὰ πράγματα μὲ τὸν ἑαυτό μας αὔριο καὶ ὄχι τώρα, σήμερα, ἔχουμε χάσει καὶ ἔχουμε ἀποτύχει. Γιατὶ ἐτοῦτο τὸ αὔριο καὶ ἀβέβαιο εἶναι, καὶ δὲν μᾶς ἀνήκει, ἀφοῦ ἄλλος τὸ χορηγεῖ. Ἔτσι λοιπόν, γιὰ νὰ ἔχουμε ὑγεία σωματικὴ καὶ ψυχική, ὀφείλουμε νὰ ξεφορτωθοῦμε τὸ βαρὺ φορτίο τῆς ἁμαρτίας. Εἰδεμή, κοροϊδεύουμε τὸν ἑαυτό μας.

Ὅμως ἕνα πρᾶγμα νὰ ἔχουμε ὑπόψη καὶ νὰ μὴ τὸ ξεχνοῦμε ποτέ· ὅτι μπορεῖ τὸν ἑαυτό μας νὰ τὸν ξεγελᾶμε· μπορεῖ καὶ τοὺς ἄλλους· μὰ τὸν Θεὸ δὲν μποροῦμε ποτὲ νὰ Τὸν ξεγελάσουμε.

Ἀρχιμ. Ν.Π.





ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΑΠΡΙΛΙΟΥ

22 Ἀπριλίου 2007
Κυριακή τῶν Μυροφόρων
(Μάρκ. ιε΄ 43- ις΄ 8)



Στὸ σκηνικὸ τῆς ταφῆς τοῦ Χριστοῦ, ἕνα πρόσωπο ποὺ παίζει σπουδαῖο ρόλο εἶναι ὁ συνετὸς καὶ εὐσεβὴς Ἰωσὴφ, ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀριμαθαία.

Ἐτοῦτος λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος, ποὺ ἦταν βουλευτὴς μὲ ὑπόληψη, τόλμησε νὰ παρουσιαστεῖ μπροστὰ στὸν Πιλᾶτο καὶ νὰ ζητήσει καὶ νὰ πάρει τὸ σῶμα τοῦ νεκροῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ τὸ ἐνταφιάσει μὲ τιμή.

Καὶ μόλις πῆρε τὴν ἄδεια, ἀγόρασε σινδόνι – σάβανο· τύλιξε μὲ σεβασμὸ καὶ συγκίνηση τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ ἐνταφίασε «σ᾿ ἕνα μνημεῖο, ποὺ ἦταν σκαμμένο μέσα σὲ βράχο κι ἔσυρε μιὰ μεγάλη πέτρα μπροστὰ στὴ θύρα τοῦ μνημείου».

Ἡ πράξη του αὐτὴ χαρακτηρίζεται ἀφ᾿ ἑνὸς ὡς ἔκφραση ἀγάπης καὶ σεβασμοῦ πρὸς τὸ Διδάσκαλο καὶ ἀφετέρου ὡς γενναία καὶ τολμηρή. Τὴ στιγμὴ ποὺ ὅλοι εἶχαν φύγει, ἀφήνοντας μόνο του τὸν Χριστὸ στὸ σταυρό, κι εἶχαν κουρνιάξει φοβισμένοι, ἐκεῖνος φάνηκε ὡς ὁ μόνος γενναῖος. Ἀψηφῶντας τοὺς οἱουσδήποτε κινδύνους καὶ τὶς ἐπακολουθοῦσες ἴσως συνέπειες, προχωρεῖ μὲ τόλμη.

Ὁ Ἰωσὴφ μὲ τὴν πράξη του αὐτὴ μᾶς λέγει πὼς, ὅταν πρόκειται νὰ πράξουμε τὸ χρέος μας, τότε δὲν θὰ πρέπει νὰ ὑπολογίζουμε «τί μπορεῖ νὰ πεῖ καὶ τί μπορεῖ νὰ κάνει ὁ κόσμος».

Γιατί ὁ κόσμος παραπλανᾶ καὶ παρασύρει, ὅταν δὲ μετατρέπεται σὲ ὄχλο, τότε παύει νὰ λειτουργεῖ μὲ τὴ λογική. Μονάχα τὸ ἔνστικτο τὸν καθοδηγεῖ, γι᾿ αὐτὸ καὶ οἱ διάφοροι δημαγωγοὶ κυρίως σ᾿ αὐτὸ ἀπευθύνονται καὶ αὐτὸ τροφοδοτοῦν μὲ τὰ λόγια καὶ τὶς πράξεις τους.

«Καὶ ὅταν οἱ δημαγωγοὶ κατεβάζουν τὸ λαὸ καὶ τὸν κάνουν ὄχλο, τότε τί καταλαβαίνουν οἱ ἄνθρωποι;». Καταλαβαίνουν ἴσως ὅσα κατάλαβαν, ὅταν ζητοῦσαν ἀπὸ τὸν Πιλᾶτο νὰ ἐλευθερώσει τὸν κατάδικο Βαραβᾶ καὶ νὰ παραδώσει τὸν Χριστὸ στὸ θάνατο διὰ τοῦ Σταυροῦ.

Μέσα σὲ σὲ ἕνα τέτοιο χῶρο, ὅπου διαμορφώνεται ἕνα τέτοιο κλῖμα καὶ κυριαρχεῖ τὸ ἔνστικτο τοῦ μίσους καὶ τοῦ φανατισμοῦ, ποιὸς μπορεῖ νὰ διακρίνει τὸ δίκαιο ἀπὸ τὸ ἄδικο; Ὅταν καλύπτει τὰ πάντα τὸ ψεῦδος καὶ τὸ μένος, τὴν ἀλήθεια συμβαίνει κάμποσες φορές «γιὰ δυστυχία τῶν ἀνθρώπων νὰ μένει ἕνας μόνος του μάρτυρας» γιὰ νὰ τὴν ὑπερασπιστεῖ.

Μόνος μεταξὺ τοῦ μαινόμενου ὄχλου ἔμεινε ὁ Χριστός. Αὐτὸς ποὺ εἶναι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή. Μόνος καὶ στὴν ταφή Του· νεκρὸ καὶ ἐγκατελειμμένο Τὸν συνοδεύουν δύο ἄνδρες καὶ τρεῖς γυναῖκες. Ἐτοῦτοι τοῦ ἔμειναν καὶ εἶναι τώρα ἐκεῖ «γιὰ νὰ προσφέρουν τὶς ἐντάφιες τιμὲς στὸν Διδάσκαλο τους καὶ νὰ σώσουν ἔτσι τὴν τιμὴ τοῦ ἀνθρωπίνου γένους».

Αὐτοὶ ἔμειναν ἀνέπαφοι ἀπὸ τὸ μένος καὶ τὸ μῖσος καὶ δὲν ἐπηρεάστηκαν «ἀπὸ τὴν τυραννία τοῦ ὄχλου». Δὲν φοβήθηκαν τὴν ὀργὴ ἐτούτων τῶν ὡρῶν, μήτε κόμπιασαν μπροστὰ στὴν κατακραυγὴ τοῦ λαοῦ καὶ οὔτε δείλιασαν μπροστὰ στὴν ἀγριότητα τῶν φρουρῶν.

Ὁ Ἰωσὴφ ἀποδείχθηκε ὄχι μόνο συνετὸς καὶ εὐσεβής, κρυφὸς ἄλλωστε μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ, μὰ καὶ θαρραλέος καὶ γενναῖος. Τιμάει τὸν Διδάσκαλο, ἀγαπάει καὶ πιστεύει στὸν Χριστὸ καὶ εἶναι ἀπὸ τοὺς πρώτους ποὺ πληροφορεῖται γιὰ τὴν Ἀνάστασή Του. Ἂν καὶ ἐτοῦτο δὲν καταγράφεται, εἶναι ὅμως πλέον ἢ βέβαιο πὼς ἐτοῦτος ὁ θαρραλέος καὶ γενναῖος ἄνθρωπος γίνεται κήρυκας διαπρύσιος τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, μέσα στὴν ζωή, ἔτσι ὅπως καθημερινὰ τὴ διαβαίνουμε, λίγοι ἄνθρωποι τολμοῦν νὰ μένουν ἀληθινοὶ καὶ ν᾿ ἀγωνίζονται γιὰ τὴν ἀλήθεια μὲ οἱοδήποτε κόστος, μὲ ἀντίξοες συνθῆκες, μὲ πάμπολλα ἐμπόδια. Αὐτοὶ πράγματι εἶναι θαρραλέοι καὶ γενναῖοι.

«Μπορεῖ νὰ τοὺς ἀνατρέψει καὶ νὰ τοὺς πατήσει ὁ ὄχλος, μὰ αὐτοὶ δὲν τοῦ κάνουν τόπο νὰ περάσει». Καὶ ἐνῶ ὁ ὄχλος μπορεῖ ἀκόμη καὶ νὰ τοὺς καταριέται, νὰ τοὺς λοιδωρεῖ, νὰ ἀπαξιώνει τὴν ὕπαρξή τους καὶ νὰ χλευάζει τὶς ἀλήθειες, ἐτοῦτοι ὅμως τοὺς εὐλογοῦν καὶ προσεύχονται γι᾿ αὐτούς.

Ὅπως ἔκαναν οἱ Ἀπόστολοι, οἱ Μάρτυρες, οἱ Ἅγιοι στὸν κόσμο κηρύττοντας τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ὅσο οἱ ἄνθρωποι ξεπερνοῦν τὸ μήνυμα καὶ φεύγουν μακριά του, τόσο ἡ Ἀνάσταση ἑδραιώνεται καὶ γιγαντώνει. Τόσο τὸ φῶς τοῦ τάφου Χριστοῦ γεμίζει τὶς ἀνθρώπινες ὑπάρξεις, χαρίζοντας τὴ ζωή, γιὰ νὰ τὴν μετατρέψει σὲ Λαμπρή.

Ἀρχιμ. Ν.Π.





ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΑΠΡΙΛΙΟΥ

15 Ἀπριλίου 2007
Κυριακή τοῦ Θωμᾶ
(Ἰω. κ΄, 19-31)


Ζοῦμε ἰδιαιτέρως ἐτοῦτες τὶς ἡμέρες τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Ἑορτάζουμε τὴν ἑορτὴ τῶν ἑορτῶν, τὴν Κυριακὴ τοῦ Πάσχα. Τὸ πανσεβάσμιο Πάσχα τῆς χαρᾶς καὶ τῆς ἀγάπης, ὅπου τὰ πάντα συγχωροῦνται καὶ οἱ πάντες μονοιάζουμε καὶ φιλιώνουμε. Ὅπου τὰ πάντα λάμπουν ἀπὸ τὸ φῶς τῆς Ἀναστάσεως καὶ οἱ πάντες ἀγαλλόμενοι κρατοῦν ὡς ἄγκυρα τὴν ἐλπίδα, γιὰ νὰ πορευτοῦν στὴ ζωή. Καὶ μέσα στὸ θάμπος τῆς ἑορτῆς προβάλλουν οἱ παρουσίες τοῦ Χριστοῦ ὡς ἐχέγγυο τῆς ἐκπληρώσεως τῶν ἐξαγελιῶν Του γιὰ τὴν Ἀνάστασή Του.

Ὁ Χριστὸς κάνει ἔντονη τὴν παρουσία Του, «γιὰ νὰ μὴν λέγουν οἱ χριστομάχοι πὼς δὲν ἀναστήθηκε καὶ νὰ μὴν μένουν οἱ Ἀπόστολοι μόνο μέσα στὴ φαντασία τους πὼς δὲν τὸ εἶδαν ἀναστημένο». Ἔτσι, δὲν ἀφήνει καὶ τὸν ἀπόστολο Θωμᾶ στὶς ἀμφιβολίες του, μήτε στὴν ἀδυναμία του νὰ πιστεύσει. Γιατὶ ὁ Ἀπόστολος συγκαταλέγεται σ᾿ αὐτοὺς ποὺ θέλουν νὰ πιστεύσουν μὰ δὲν μποροῦν καὶ ὄχι σ᾿ ἐκείνους ποὺ μποροῦν νὰ πιστεύσουν καὶ δὲν θέλουν.

Γιατὶ ἄλλο πρᾶγμα εἶναι νὰ θέλεις νὰ πιστεύσεις καὶ νὰ μὴ μπορεῖς, ἐπειδὴ ὑπάρχουν οἱ ἀνθρώπινες ἀδυναμίες καὶ ἀτέλειες, καὶ ἄλλο πρᾶγμα νὰ μπορεῖς νὰ πιστεύσεις καὶ νὰ μὴ θέλεις. Ἐτοῦτο εἶναι ἐγωϊσμὸς καὶ καθαρὴ δαιμονικὴ ἐνέργεια.

Μπροστὰ λοιπὸν στὸ θαῦμα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, ἔτσι καθὼς ἐξελίχθηκε στὰ ἀνθρώπινα μάτια, καὶ ἔτσι καθὼς ἑρμηνεύτηκε ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους μὲ τὶς ἐπανειλημμένες παρουσίες τοῦ διδασκάλου, ὑπάρχει ἕνας προβληματισμός. Καὶ ποιὸς εἶναι αὐτὸς ὁ προβληματισμός; Στὴ σημερινὴ ἐμφάνιση τοῦ Χριστοῦ ἐνώπιον ὅλων τῶν Μαθητῶν, ἀκούγεται νὰ λέγει, ἀπευθυνόμενος πρὸς τὸν Ἀπόστολο Θωμᾶ: «Φέρε ἐδῶ τὸ δάκτυλό σου καὶ δὲς τὰ χέρια μου καὶ φέρε τὸ χέρι σου καὶ βάλτο στὴν πλευρά μου...».

Ὅμως, λίγες ἡμέρες νωρίτερα, ὅταν εἶχε συναντήσει τὴ μαθήτρια Μαρία κοντὰ στὸν κενὸ τάφο Του καὶ ἐνῶ αὐτὴ προσπάθησε νὰ Τὸν ἀγγίξει, τῆς εἶπε: «Μὴ μὲ ἀγγίζεις!...».

Γιατὶ λοιπὸν ὁ Χριστὸς στὸν μὲν ἀπόστολο Θωμᾶ τοῦ λέγει νὰ Τὸν ἀγγίξει καὶ στὴ μαθήτρια Μαρία «μὴ μὲ ἀγγίζεις»; Μερικοὶ δὲ ποὺ ἐπιφανειακὰ ἐξετάζουν τὰ πράγματα θὰ ποῦν πὼς ἐδῶ ὑπάρχει μιὰ ἰδιαίτερη μεταχείριση τοῦ ἀποστόλου Θωμᾶ. Στὴν πραγματικότητα ὅμως κάτι τέτοιο δὲν συμβαίνει.

Τί συμβαίνει λοιπόν; Ἡ διαφορετικὴ ἀντιμετώπιση τοῦ Χριστοῦ στὸν ἀπόστολο Θωμᾶ καὶ τὴ μαθήτρια Μαρία ἐξηγεῖται ὄχι ὡς ἐνέργεια ἰδιαίτερης μεταχείρισης τοῦ ἑνός, μὰ ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὶς διάφορες προθέσεις καὶ διαθέσεις τῶν δυό τους.

Δηλαδή, τί σημαίνει αὐτό; «Ἡ Μαρία δὲν ἀμφέβαλλε περὶ τοῦ ὅτι ὁ ὁμιλῶν πρὸς αὐτὴ εἶναι ὁ ἐκ τοῦ τάφου ἐπανελθὼν εἰς τὴν ζωὴ Κύριος». Ὅμως, παρ᾿ ὅτι πίστευε στὴν Ἀνάσταση, ἐντούτοις εἶχε μιὰ πλανεμένη ἀντίληψη. Ὅτι τάχατες ὁ Χριστὸς θὰ ἐξακολουθοῦσε νὰ συζεῖ μὲ τοὺς Μαθητὲς ὅπως πρῶτα.

Ὁ Χριστὸς μὲ τὴν ἀπαγόρευση τῆς Μαρίας ἐπιθυμεῖ νὰ τῆς τονίσει πὼς φυσικὰ θὰ εἶναι μαζί τους συνεχῶς, μὰ ὄχι ὅπως πρίν. Τώρα εἶναι ὁ Ἀναστημένος Χριστός, γι᾿ αὐτὸ καὶ οἱ σχέσεις θὰ εἶναι διαφορετικές.

Ὁ ἀπόστολος Θωμᾶς ἐξ ἄλλου ἀπιστοῦσε στὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καὶ ζητοῦσε πειστήρια «περὶ τοῦ ὅτι ἡ ἐμφάνιση τοῦ Κυρίου ἦταν ἁπτὴ πραγματικότητα καὶ ὄχι πλάνη τῆς φαντασίας». Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Χριστὸς τὸν ἀφήνει νὰ Τὸν ἀγγίξει. Ἔτσι τὸ σφάλμα τοῦ ἀποστόλου Θωμᾶ τελειώνει ἐκεῖ ἀκριβῶς ποὺ ἀρχίζει τὸ σφάλμα τῆς μαθήτριας Μαρίας.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἔχει τὸ χῶρο της στὸν ἄνθρωπο καὶ ἡ καλὴ ἀπιστία. Ὅταν ὅμως αὐτὴ μᾶς ὁδηγεῖ στὴν ὀρθὴ καὶ καθαρὴ πίστη, τότε σκορπίζονται ὅλα τὰ διλήμματα καὶ ὅλες οἱ ἀμφιβολίες· ἀνοίγεται ἕνας καινούργιος ὁρίζοντας στὴ ζωή μας, ποὺ μᾶς συμφιλιώνει μὲ τὸν οὐρανό, ποὺ μένει πάντα ἀνοικτὸς γιὰ ἐμᾶς. Γεννιέται κατόπιν ἀβίαστα ἡ ὁμολογία ὅτι ὁ Χριστὸς ἀνέστη ὄντως, ποὺ εἶναι ἡ πεμπτουσία τῆς ὅλης διδασκαλίας τοῦ Εὐαγγελίου Κι αὐτὴ ἡ ὁμολογία μᾶς ὁδηγεῖ στὴν ταυτόσημη πορεία τοῦ ἀποστόλου Θωμᾶ· δηλαδὴ ἀπὸ τὴν ἀπιστία, στὴν πίστη· ἀπὸ τὴν πίστη στὴν ὁμολογία τοῦ Ἀναστημένου Χριστοῦ πὼς Αὐτὸς εἶναι «ὁ Κύριος μας καὶ ὁ Θεός μας».

Ἀρχιμ. Ν.Π.





ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΑΠΡΙΛΙΟΥ

1 Ἀπριλίου 2007
Κυριακὴ τῶν Βαΐων
(Ἰω. ιβ΄, 1-18)


Σήμερα Κυριακὴ τῶν Βαΐων, παίρνοντας τὰ βάγια στὰ χέρια μας καὶ ἑορτάζοντες τὴν ἔνδοξη καὶ θριαμβευτικὴ εἴσοδο τοῦ Χριστοῦ στὰ Ἱεροσόλυμα, ἔχουμε κατανοήσει τί εἶναι καὶ τί ἔκαμε γιὰ ἐμᾶς ὁ Χριστός; Γιατἰ ἐτούτη ἡ ἡμέρα σηματοδοτεῖ τὸ ἐγκόσμιο τέλος καὶ τὴν κορύφωση τοῦ ἔργου Του, τοῦ σωτηρίου ἔργου Του γιὰ ἐμᾶς.

Ὁ Χριστὸς πορεύεται πρὸς τὸ θάνατο, θυσιάζοντας τὸν ἑαυτό Του καὶ χύνοντας τὸ αἷμα Του. Βιώνοντας δὲ ἐτούτη τὴν πραγματικότητα, ἀναλογιζόμαστε τί θὰ μποροῦσε νὰ κάνει περισσότερο γιὰ ἐμᾶς ἀπ᾿ αὐτὴ τὴ θυσία; Τί ἄλλο τρόπο θὰ εὕρισκε, γιὰ νὰ μᾶς κάνει νὰ πιστέψουμε ὅτι εἶναι ἡ σωτηρία μας;

Γιατί ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ σωτήρας μας καὶ ὁ λυτρωτής μας. Αὐτὸς ποὺ ἔδωσε ὁλόκληρη τὴν ὕπαρξή Του γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Θὰ ἦταν λοιπὸν τοὐλάχιστον ἐπιπόλαιο καὶ ἄστοχο ν᾿ ἀφήσουμε ὅλη αὐτὴ τὴ θυσία νὰ πάει χαμένη.
Μιλώντας δὲ γιὰ τὸ δικό Του Σῶμα, δηλαδὴ γιὰ τὴν ὕπαρξή Του, ἐννοοῦμε τὴ θεία Ευχαριστία, ὅπου ἐκτελεῖται τὸ μυστήριο τῆς μεγάλης δωρεᾶς Του καὶ καλεῖ ὅλους μας νὰ μετέχουμε. Εἶναι ἡ θεία κοινωνία τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματός Του, καὶ παρέχεται γιὰ συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν καὶ γιὰ τὴν αἰώνια ζωή.

Ἔτσι, καθὼς ἀνοίγεται ἡ Mεγάλη Ἑβδομάδα τῶν Παθῶν τοῦ Χριστοῦ, καλούμαστε νὰ πορευτοῦμε μαζί Του μὲ καθαρότητα καὶ ἑτοιμότητα. Κι αὐτὴ εἶναι ἡ ἱερὰ ἐξομολόγηση, δηλαδὴ ἡ ἀπεμπλοκὴ τοῦ ἑαυτοῦ μας ἀπ᾿ ὅ,τι κακὸ καὶ αἰσχρὸ ὑπάρχει ἐντός μας.

Μονάχα ἔτσι καθαροὶ καὶ ἕτοιμοι μποροῦμε νὰ συμπορευτοῦμε μαζί Του στὸ Πάθος καὶ νὰ ἔχουμε κοινωνία Ἀναστάσιμη. Εἰδεμὴ θὰ μοιάζουμε μὲ τὸν Ἰούδα καὶ τοὺς ἄρχοντες τοῦ Ἰσραὴλ καὶ θὰ ξαναπροδίδουμε καὶ θὰ ξανασταυρώνουμε τὸν Χριστό.

Ὅλοι ἐτοῦτοι, ποὺ ἔτσι πορεύονται, «εἶναι τάχα στὴν Ἐκκλησία αὐτὲς τὶς ἡμέρες, μὰ δὲν εἶναι μὲ τὸν Χριστό». Μπορεῖ νὰ κάνουν τὸ σταυρό τους, ὅπως τὸν κάνουν, μὰ δὲν καταλαβαίνουν τὸ νόημα τῆς Σταυρώσεως. Ἀνάβουν κεριά, ἀναστάσιμα μεγάλα καὶ φανταχτερά, μὰ τίποτε μέσα τους δὲν φωτίζει· μένουν στὸ σκοτάδι καὶ στὴν καταχνιὰ τῆς δικῆς τους ζωῆς. Ἀκόμη ἑτοιμάζουν πλούσια τραπέζια καὶ κάθονται νὰ γευτοῦν τ᾿ ἀγαθὰ τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν αἰσθάνονται τὴν ἀνάγκη νὰ μετέχουν στὸ δικό Του τραπέζι, τὴ θεία Κοινωνία.

Μπορεῖ νὰ κρατοῦν βάγια στὸ χέρι σήμερα καὶ νὰ λέγουν τό «ὡσαννά!» καὶ αὔριο δὲν θὰ διστάζουν νὰ ταυτιστοῦν μὲ τοὺς ἄλλους καὶ νὰ φωνάζουν τό «σταυρωθήτω!». «Δὲν θὰ τὸ ποῦνε τάχα στὸ Χριστό, μὰ θὰ τὸ ποῦν στὸν ἀδελφό τους, ὅπου γι᾿ αὐτὸν πέθανε ὁ Χριστός».

Γι᾿ αὐτὸ, ξεκινώντας τὴ Mεγάλη Ἑβδομάδα, ὀφείλουμε νὰ συμφιλιωθοῦμε μὲ τὸν ἑαυτόν μας καὶ μὲ τοὺς ἄλλους, τοὺς ἀδελφούς μας, γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ σηκώνουμε τὸ σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ. Ν᾿ ἀποδιώξουμε τὴ σκοτεινιὰ ποὺ φωλιάζει μέσα μας, γιὰ νὰ μπορεῖ τὸ φῶς τῆς Ἀναστάσεως νὰ λάμψει. Νὰ ξεκουράσουμε τὸν ἑαυτό μας μὲ τὴ συγχώρηση, στὸ ἱερὸ μυστήριο τῆς ἐξομολόγησης, γιὰ νὰ γευτοῦμε τὴν προσφορὰ τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ.
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἐτούτη τὴ Mεγάλη Ἑβδομάδα ὅλοι μας εἴμαστε θλιμμένοι. Τὰ μάτια μας γεμίζουν δάκρυα καὶ τὰ χείλη μας ψελλίζουν τοὺς ὕμνους τῆς Ἐκκλησίας. Κάτω ἀπ᾿ τὸ Σταυρὸ πλακώνεται ἡ ψυχή μας καὶ κλαῖμε. Κλαῖμε γιὰ τὰ πάθη τοῦ Χριστοῦ· γιὰ τὸν πόνο Του· γιὰ τὶς κακουχίες Του. Καὶ θλιβόμαστε γιὰ τ᾿ ἀνθρώπινο ἔγκλημα...

Ὅμως, ἀντὶ νὰ κλαῖμε γι᾿ Αὐτὸν, νὰ κλαῖμε «γιὰ μᾶς καὶ γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας· γιὰ ἐκεῖνες ἄλλωστε ὁ Χριστὸς ἀνέβηκε στὸ Σταυρό!». Καὶ τέλος κρατώντας τὰ βάγια στὸ χέρι, ν᾿ ἀνοίξουμε τὶς καρδιές μας κι ἂς ποῦμε στὸ Χριστὸ, ποὺ ἔρχεται νὰ πάθει καὶ ν᾿ ἀναστηθεῖ γιὰ ἐμᾶς, «Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου!».

Ἀρχιμ. Ν.Π.





ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΜΑΪΟΥ

27 Μαΐου 2007
Κυριακή τῆς Πεντηκοστῆς
(Ἰω. ζ΄ 37-52, η΄ 12)


Κυριακὴ τῆς Πεντηκοστῆς! Μεγάλη ἡ σημερινὴ ἑορτὴ γιὰ τὴν Ἐκκλησία, ἀφοῦ ἀποτελεῖ τὴν ἀρχὴ τῆς πορείας της στὴν ἱστορία γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν κόσμο. Κι αὐτὴ τὴ μεγάλη ἡμέρα παρουσιάζεται ὁ Χριστὸς μέσα ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Εὐαγγελιστοῦ  Ἰωάννου, νὰ καλεῖ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους νὰ ’ρθουν νὰ πιοῦν ἀπὸ τὸ δικό Του νερό, τὸ αἰώνιο, γιὰ νὰ ξεδιψάσουν.
Ὁ Χριστὸς καλεῖ συνεχῶς ὅπως τότε καὶ τώρα καὶ πάντα ἐκείνους ποὺ διψοῦν καὶ πεινοῦν γιὰ τὴ δικαιοσύνη Του καὶ τὴν ἀγάπη Του. «Ἐὰν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρὸς με καὶ πινέτω», ἀφοῦ ἡ πηγὴ εἶναι πάντα ρέουσα καὶ παρέχει τὸ «ὕδωρ τὸ ζῶν».
Καὶ «σ᾿ ἐκείνους, ποὺ κλεισμένοι σὰν μέσα σὲ σκοτεινὸ σπήλαιο -ἔτσι τοὺς φαντάσθηκε ὁ ἀρχαῖος φιλόσοφος στὴ «Πολιτεία του»- ἐναγώνια ζητοῦν νὰ μάθουν τὴν ἀλήθεια ὁ Χριστὸς θὰ διακηρύσσει πὼς «ἐγὼ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου». Ἐνῶ δὲ ὁ Χριστὸς διακηρύσσει ἐτοῦτες τὶς αἰώνιες ἀλήθειες καὶ ἐνῶ ἡ Ἐκκλησία προβάλλει συνεχῶς τὸ πρόσωπό Του, ὑπάρχουν καὶ ἐκεῖνοι ποὺ Τὸν τοποθετοῦν μέσα στὰ ἐγκόσμια πλαίσια. Καὶ οἱ ἄλλοι ποὺ Τὸν ἀμφισβητοῦν καὶ διαλογίζονται πονηρά.
Δὲν ἔλειψαν οὔτε τότε, μὰ οὔτε καὶ τώρα οἱ ἀμφισβητοῦντες καὶ οἱ ἀρνούμενοι. Ὅπως στὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο στὴν περιγραφὴ τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου. Γιὰ τοὺς ἄρχοντες δηλαδή, τοὺς πνευματικούς, κοινωνικοὺς καὶ πολιτικούς. Ὅλοι ἐτοῦτοι βάζουν τὰ πράγματα τῆς ζωῆς σὲ τάξη κατὰ πὼς ὁρίζει καὶ ἐξασφαλίζει ὁ νόμος. Γιατὶ γνωρίζουν μὲ τὸν νόμο, μὰ δὲν γνωρίζουν τὴν πίστη τοῦ λαοῦ, μήτε καταδέχονται ν᾿ ἀσχοληθοῦν μ᾿ αὐτήν.
Ἐὰν ὅμως ἔτσι τοποθετήσουμε τὰ πράγματα καὶ τοὺς δώσουμε αὐτὴ τὴ διάσταση, τότε βεβαίως ὁ νόμος εἶναι ἡ λύση. Γι᾿ αὐτὸ εἶναι πλανεμένος καὶ ἄθλιος, ὅποιος τὸν ἀγνοεῖ. «Ὁ ὄχλος οὗτος, ὁ μὴ γινώσκων τὸν νόμον, ἐπικατάρατοί εἰσιν».
Ὅλ᾿ αὐτὰ ὑπάρχουν καὶ πορεύονται κατὰ τοὺς ἀμφισβητοῦντες ἢ ἀρνουμένους τὴν πραγματικὴ ἀλήθεια, ὅπως ἐκφράζεται ἀπὸ τὸν Χριστό, καταγράφεται στὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια, διαφυλάσσεται καὶ κηρύσσεται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία.
Γι᾿ αὐτὸ ἐκείνοι ποὺ ἀμφισβητοῦν τὸν Χριστὸ καὶ προβάλλουν  τὴν δική τους γνώμη ὡς ἀλήθεια καὶ ἐπειδὴ κάποιες φορὲς ἀδυνατοῦν νὰ τὴν ἐπιβάλουν στὸ λαό, «καταριώνται τοὺς ἀνθρώπους γιὰ τὴν ἄγνοια καὶ τὴν ἀμάθειά τους!»
Μά, ἐὰν προσέξουμε προσέξουμε καλύτερα στὰ χρόνια ποὺ πέρασαν, θὰ παρατηρήσουμε πὼς ὑπάρχουν τὰ ἴδια πράγματα. Δηλαδὴ νὰ ἐπαναλαμβάνεται ἡ πρόσκληση τοῦ Χριστοῦ· «ἐὰν τις διψᾷ ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω»· νὰ ὑπάρχουν ἐκεῖνοι ποὺ Τὸν ὁμολογοῦν δίχως καλά-καλά νὰ Τὸν γνωρίζουν.
Καὶ πιὸ ἐκεῖ αὐτοὶ ποὺ καλοπροαίρετα ἀμφιβάλλουν. Τέλος δὲ ἐκεῖνοι «ποὺ ἥσυχοι σὲ μιὰ «καθεστηκυῖα» τάξη καὶ κατοχυρωμένοι στὴν ἐξουσία, Τὸν ἀρνοῦνται».
Ἀγπητοὶ ἀδελφοί, ὅλες αὐτὲς οἱ περιπτώσεις τῶν ἀνθρώπων, ὑπάρχουν στὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο. Μὰ ὑπάρχουν ἀκόμη καὶ στὴν καθημερινότητά μας. Καὶ συμβαίνει αὐτὸ γιατὶ οἱ ἄνθρωποι εἶναι μοιρασμένοι κατὰ πὼς ὁ καθένας γνωρίζει καὶ βιώνει τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ.
Ἔτσι, ὁ κάθε ἄνθρωπος, ἀκόμη κι αὐτοὶ οἱ λεγόμενοι ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας, θέλει νὰ ἑρμηνεύσει τὸ Εὐαγγέλιο ἀπὸ μόνος του ὡς αὐθεντία. Τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι νὰ πέφτει σὲ λάθη, νὰ κατακερματίζει τὸ οὐράνιο μήνυμα, νὰ δημιουργεῖ, ἔστω καὶ ἄθελά του, αἱρετικὲς διδασκαλίες καὶ πλάνες. Καὶ τέλος, ποὺ εἶναι καὶ τὸ σπουδαιότερο, νὰ ἀχρηστεύει τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ.
Ὀφείλουμε ὅμως νὰ γνωρίζουμε πὼς ἀπὸ μόνοι μας ἀδυνατοῦμε νὰ ἑρμηνεύσουμε σωστὰ τὸ Εὐαγγέλιο, γι᾿ αὐτὸ μᾶς χρειάζεται ἡ παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτὸ ἄλλωστε ἑορτάζουμε σήμερα, δηλαδὴ τὴν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ τὴν ἀπὸ τότε παρουσία του στὸν κόσμο καὶ τὸν ἄνθρωπο. Καὶ μιὰ μονάχα προσευχὴ κάνουμε, νὰ μένει πάντα μαζί μας γιὰ νὰ μᾶς καθοδηγεῖ στὸ σωστὸ καὶ ἀληθινὸ δρόμο· νὰ μᾶς ἐνισχύει στὶς μικρὲς καὶ μεγάλες ἀδυναμίες μας· νὰ μᾶς βοηθάει νὰ σηκωθοῦμε ἀπὸ τὶς πολλὲς πτώσεις μας καὶ νὰ μᾶς ἁγιάζει καθημερινὰ μὲ τὴν χάρη Του.





ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΜΑΪΟΥ

20 Μαΐου 2007
Κυριακή τῶν Ἁγ. Πατέρων τῆς Α΄ Οἰκ. Συνόδου
(Ἰω. ιζ΄ 1-13)



Ἕνα ἐρώτημα θὰ μπορούσαμε νὰ θέσουμε σήμερα στὴν ἑορτὴ τῶν Θεοφόρων Πατέρων τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, γιὰ τὸ πῶς στερεώθηκε ἡ ἀληθινὴ πίστη στὸ Χριστό. Καὶ θὰ παίρναμε τὴν ἀπάντηση, πὼς ἡ ἀληθινὴ πίστη στερεώθηκε μὲ τὸ αἷμα τῶν ἀναρίθμητων Μαρτύρων· μὲ τὴ διδασκαλία τῶν Θεοφόρων Πατέρων καὶ μὲ τὶς ἀδιάλειπτες προσευχὲς τῶν Ἀσκητῶν τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ὅλοι ἐτοῦτοι οἱ ἅγιοι ἄνθρωποι μὲ τὸν ὁσιακὸ βίο τους, ἔβαλαν τὴν σφραγίδα τους στὴν πορεία τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὴν κατάκτηση τῆς ἀληθινῆς πίστεως. Γι’ ἀυτὸ εὐγνωμονοῦσα ἡ Ἐκκλησία, τοὺς τιμάει καὶ καυχᾶται γι’ αὐτούς. Ἀφοῦ πρῶτος ὁ Χριστὸς τοὺς τίμησε καὶ τοὺς στεφάνωσε μὲ τὸ στεφάνι τῆς δόξης γιὰ τὴν μαρτυρία καὶ τὴν ὁμολογία τους.
Μὰ καὶ ἐμεῖς καθημερινὰ τοὺς τιμοῦμε καὶ τοὺς ἑορτάζουμε μὲ ἑορτὲς καὶ πανηγύρια καὶ ἐπιθυμοῦμε νὰ εἶναι συνεχῶς μαζί μας. Νὰ εἶναι οἱ φίλοι, οἱ σύντροφοι καὶ οἱ συνοδοιπόροι στὸν ἀγώνα μας γιὰ τὴν ἀληθινὴ πίστη. Ὡς φίλοι δὲ τοῦ Χριστοῦ οἱ Ἅγιοι ἐπιθυμοῦμε νὰ εἶναι καὶ φίλοι δικοί μας, ἀφοῦ καὶ ἐμεῖς εἴμαστε φίλοι Του.
Ἐτούτοι οἱ Ἅγιοι κατανόησαν ὀρθῶς τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ καὶ ἔτσι τὸν ἑρμήνευσαν. Βίωσαν αὐτὲς τὶς οὐράνιες ἀλήθειες καὶ ἡ ἁγία ζωή τους ἐπιβεβαίωσε καθημερινὰ τὴν ἀληθινὴ πίστη τους. Τέλος οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας σφράγισαν μὲ τὸ αἷμα τους, τὴ θυσία τους, τὰ μαρτύρια καὶ τὸ θάνατο, τὶς ἀλήθειες τοῦ λόγου τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ Ἐκκλησία δὲ ὡς κιβωτὸς τῆς ἀληθείας, εἶναι συνεπῶς καὶ ἡ κιβωτὸς τῆς σωτηρίας μας. Γιατὶ ἐκεῖ μέσα ὅλοι μας σωζόμαστε, ὅπως ἔγινε τότε μὲ τὴν κιβωτὸ τοῦ Νῶε. Περισσότερο ὅμως στοὺς δύσκολους καὶ κατακλυσμιαίους ἀπὸ τὴν κακότητα, τὴ διαφθορὰ καὶ τὴν ἁμαρτία, καιρούς μας, ὀφείλουμε νὰ ζοῦμε μέσα στὸ πνευματικὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας καὶ νὰ ὑπακούουμε στὸ λόγο της. Ὅσοι βρίσκονται μέσα, σώζονται· ὅσοι εἶναι ἀπ’ ἔξω, πᾶνε χαμένοι.
Μὰ λέγοντας πὼς ὀφείλουμε νὰ εἴμαστε μέσα στὴν Ἐκκλησία μας,νὰ διατηροῦμε ἀκέραιη τὴν Ὀρθοδοξία καὶ νὰ διαφυλάσσουμε  τὴν πίστη μας, τὶ ἆρα γε ἐννοοῦμε; Τὶ θέλουμε νὰ ποῦμε;
Θέλουμε νὰ ποῦμε καὶ νὰ ὑπογραμμίσουμε πὼς ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ ὀφείλουμε «νὰ ’χουμε ἀνάμεσά μας ἀγάπη, ἐκείνη τὴν ἀγάπη ποὺ μᾶς διδάσκει ὁ Χριστός. Νὰ μὴ λείπουμε ἀπὸ τὴ θεία Λειτουργία καὶ νὰ ’χουμε σεβασμὸ καὶ ὑπακοὴ στοὺς ἱερεῖς μας. Νὰ ἐξομολογούμαστε καὶ νὰ κοινωνοῦμε. Νὰ μὴν πειράζουμε ξένο πρᾶγμα, νὰ μὴν ζημιώνουμε τὸ γείτονά μας. Νὰ μὴν κακολογοῦμε τοὺς συνανθρώπους μας, ποὺ εἶναι ἀδελφοί μας καὶ νὰ μὴ βλασφημοῦμε τὸ Θεό, ποὺ εἶναι ὁ στοργικὸς καὶ πολυεύσπλαγχνος πατέρας μας».
Μ᾿ ὅλα ἐτοῦτα τὰ μικρὰ καὶ καθημερινὰ πράγματα κερδίζουμε τὴ βασιλεία τοῦ Χριστοῦ. Καὶ μ᾿ ἐτοῦτα τὰ ἁπλᾶ λέμε ὅτι βρισκόμαστε μέσα στὸν πνευματικὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας. Τότε εἴμαστε οἱ πραγματικοὶ ἀδελφοὶ τοῦ Χριστοῦ κι Αὐτὸς θὰ μένει γιὰ πάντα μαζί μας.
Ἐπειδὴ δὲ ἐπιθυμοῦμε νὰ εἴμαστε μὲ τὸν Χριστό, γι᾿ αὐτὸ ἐπιδιώκουμε νὰ εἴμαστε μέσα στὴν Ἐκκλησία Του. Καὶ δὲν ἐπιθυμοῦμε νὰ μένουμε ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας, γιατὶ τότε ἀσφαλῶς θὰ εἴμαστε μὲ τὸ διάβολο.
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἔγνοια μας πάντα πρέπει νὰ εἶναι, νὰ εἴμαστε μέσα στὸν πνευματικὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας γιὰ νὰ διασφαλίζουμε τὴ σωτηρία τῆς ὑπάρξεώς μας. Κι τοῦτο ἀκριβῶς νὰ εἶναι τὸ συνεχὲς αἴτημα τῆς προσευχῆς μας πρὸς τὸ Χριστό.
Καὶ ἐὰν ἐπιθυμοῦμε νὰ ἑορτάζουμε καὶ νὰ τιμοῦμε τοὺς θεοφόρους Πατέρες, ποὺ ἀγωνίσθηκαν γιὰ τὴν ὀρθὴ καὶ ἀληθινὴ πίστη, ὀφείλουμε νὰ εἴμαστε πιστὰ τέκνα τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὅπως ἐκεῖνοι, διέμειναν στὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, βίωσαν τὴν κοινωνία τῆς ἀγάπης της καὶ ἀγωνίσθηκαν γιὰ τὴν ἑνότητά της.
Εἰδεμή, ἀγνοώντας ἐτούτη τὴν πραγματικότητα, κινδυνεύουμε νὰ μοιάσουμε τοῦ Ἰούδα, ποὺ ξέκοψε ἀπὸ τὸν Χριστὸ καὶ Τὸν πρόδωσε· ἔτσι δὲ ἀπωλέσθηκε. Μιὰ τέτοια ὅμως πορεία θὰ εἶναι τὸ δρᾶμα μας· δὲν πρέπει νὰ τὸ ἐπιτρέψουμε γιατὶ δὲν μᾶς ἀξίζει.





ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΜΑΪΟΥ

13 Μαΐου 2007
Κυριακή τοῦ Τυφλοῦ
(Ἰω. θ΄ 1-38)



Στὴ διήγηση τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου γιὰ τὴ γιατρειὰ τοῦ τυφλοῦ, δηλαδὴ τὴν ἀνάκτηση τοῦ φωτός, δὲν ἱστορεῖται μονάχα ἐτοῦτο τὸ γεγονός. Δὲν στέκεται ἡ διήγηση μόνο στὸ φυσικὸ φῶς καὶ τὸ πῶς ὁ τυφλὸς εἶδε. Περιγράφει ἀκόμη κάτι, ποὺ εἶναι καὶ τὸ σπουδαιότερο. Ὅτι ὁ τυφλὸς εἶδε τὸ φῶς μὲ τὰ φυσικὰ μάτια του, ἀλλὰ κυρίως ὅτι «φωτίσθηκε μέσα του, ὥστε νὰ πιστέψη στὸ Χριστὸ καὶ νὰ Τὸν προσκυνήση».
Καὶ ἐνῶ αὐτὸς διακηρύσσει τὴν πίστη του καὶ ἀποδίδει τὴν ὀφειλόμενη τιμὴ στὸ Χριστό, ὑπῆρχαν καὶ οἱ ἄλλοι, ποὺ Τὸν συκοφάντησαν καὶ ταλαιπώρησαν ἀρκετὰ τὸν τυφλό.
Εἶναι οἱ ἐχθροὶ τῆς ἀλήθειας, ὅπως ἐκφράζεται ἀπὸ τὸν θεϊκὸ λόγο τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ἐκεῖνοι, ποὺ σὲ κάθε ἐποχὴ ταλαιπωροῦν τὴν Ἐκκλησία διαστρεβλώνοντας τὴν ἀλήθεια χτυπώντας τὴν ὀρθὴ πίστη. Τέτοιοι βεβαίως βρίσκονται καὶ στὴν ἐποχή μας. Μὲ διάφορα προσχήματα καὶ καλυμμένες προθέσεις, εἴτε μὲ τὴν ἐπιστημοσύνη, εἴτε δῆθεν μὲ τὰ διάφορα εὑρήματα τῆς ἀρχαιολογίας, εἴτε ὡς αὐθεντικοὶ ἑρμηνευτὲς τῶν ἱερῶν Γραφῶν, δημιουργοῦν σύγχιση, περιττὲς καὶ ἀνούσιες συζητήσεις διαφόρων δῆθεν εἰδικῶν.
Ἡ φιλολογία γύρω ἀπὸ τὸ ἀπόκρυφο Εὐαγγέλιο τοῦ Ἰούδα, γύρω ἀπὸ τὸν κώδικα Ντα Βίντσι (Da Vinci) ἢ μὲ τὸν τάφο τοῦ Ἰησοῦ, δίδει τροφὴ στοὺς ἐχθροὺς τοῦ Χριστοῦ νὰ στραφοῦν ἐναντίον Του φτιάχνοντας ἀνιστόρητες καταστάσεις καὶ πλούσια μυθεύματα.
Τὸ σπουδαῖο δὲ εἶναι πὼς ὅλοι αὐτοί, ποὺ παρουσιάζονται ὡς εἰδικοί, γνῶστες τέτοιων θεμάτων τελικὰ καταντοῦν γραφικοί. Καὶ γίνονται γραφικοὶ ἀφοῦ προκαταλαμβάνουν τὴν ἐπιστήμη, ποὺ ἐξετάζει αὐτὰ τὰ θέματα καὶ θεωρεῖ ὅτι πρόκειται γιὰ ψευδεπίγραφα, μυθώδη καὶ ἀνιστόρητα, συνεπῶς ἀναξιόπιστα.
Μέσα σ᾿ αὐτοὺς ποὺ πορεύονται ἐχθρικὰ πρὸς τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία Του εἶναι γνωστοὶ σὲ ὅλους μας Γιεχωβάδες ἢ Μάρτυρες τῶν Γραφῶν ἢ τελευταῖα Χριστιανοὶ Μάρτυρες τῶν Γραφῶν. Ἐτοῦτοι ξαφινκὰ παρουσιάσθηκαν ὡς διδάσκαλοι τοῦ Εὐαγγελίου καὶ γυρνοῦν ἀπὸ σπίτι σὲ σπίτι γιὰ νὰ διδάξουν τὶς αἰρέσεις τους.
Μοιράζουν αἱρετικὰ φυλλάδια, προσπαθοῦν μὲ γλυκόλογα νὰ πλησιάσουν τοὺς ἀνθρώπους καὶ πιπιλίζουν διάφορα τυχαῖα καὶ ἀσύνδετα χωρία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, κατὰ πὼς αὐτοὶ τὰ ἑρμηνεύουν. Ἔτσι, στὴν οὐσία ἐνῶ δὲν πιστεύουν στὴ θεότητα τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ κρύβουν ἐπιδέξια, θέλουν ὅμως νὰ ὀνομάζονται Χριστιανοὶ Μάρτυρες τοῦ Γιεχωβᾶ.
Ὁ σχεδιασμὸς δὲ τοῦ κηρύγματος ἐτούτων τῶν πονηρῶν ἀνθρώπων, ἔχει τοὺς ἑξῆς στόχους. Ἀρχίζουν νὰ κατηγοροῦν τοὺς κληρικοὺς, πὼς δὲν εἶναι ἄξιοι ἢ ἔχουν ἀδυναμίες. Ὕστερα προχωροῦν κατηγορώντας ὅλη τὴν Ἐκκλησία ὡς μία κατάσταση μακριὰ ἀπὸ τὸν κόσμο, ποὺ ἀδιαφορεῖ γιὰ τὰ προβλήματά του. Καὶ τέλος φθάνουν στὴν ἄρνηση τοῦ Χριστοῦ, ὡς Θεοῦ, Τὸν ὁποῖο δέχονται ὡς ἕνα μεγάλο προφήτη.
Ὅλοι ὅμως γνωρίζουμε πὼς ἐτούτοι οἱ ἄνθρωποι δὲν ἔχουν ἀγαθὲς προθέσεις, γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, μήτε ἐνδιαφέρονται γιὰ τὴν ἀλήθεια. Ἀφοῦ ἄλλωστε ὡς πληρωμένοι καθοδηγητές, ὑπακούουν τυφλὰ στὴν ὀργάνωσή τους, ποὺ ἔχει τὴν ἕδρα της στὴν Ἀμερική.
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ὁ τυφλὸς τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου, ὄχι μόνο βλέπει μὲ τὰ σωματικὰ μάτια του, ἀλλὰ τώρα πιστεύει στὸ Χριστὸ καὶ τὸ διακηρύσσει παντοῦ. Ἐμεῖς ποὺ βλέπουμε καὶ μποροῦμε νὰ μελετοῦμε τὸ λόγο τοῦ Εὐαγγελίου καὶ γνωρίζουμε ἔτσι τὴν ἀλήθεια, ἔχουμε μέσα μας αἰσθανθεῖ τὴν οὐράνια χαρὰ τοῦ μηνύματος τοῦ Χριστοῦ καὶ ἔχουμε κατανοήσει τὸν πλοῦτο ποὺ κατέχουμε; Τότε ὀφείλουμε νὰ τὸ διακηρύσσουμε μὲ θάρρος γιὰ ν᾿ ἀκουστεῖ ἡ πραγματικὴ ἀλήθεια· νὰ γίνει κτῆμα καὶ βίωμα σὲ ὅλους. Γιατὶ ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ εἶναι τὸ νερὸ τῆς ζωῆς μας καὶ τὸ Ἀναστάσιμο φῶς στὸ διάβα μας.




ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΜΑΪΟΥ

6 Μαΐου 2007
Κυριακή τῆς Σαμαρείτιδος
(Ἰω. δ΄ 5-42)



Μελετώντας ἢ ἀκούγοντας τὴ διήγηση τοῦ Εὑαγγελιστοῦ Ἰωάννου γιὰ τὴ συνάντηση τῆς Σαμαρείτιδος μὲ τὸν Χριστό, καὶ βλέποντας τὴ μετἀστροφή της, δηλαδὴ τὸν φωτισμὸ τῆς ὑπάρξεώς της, μᾶς διαφεύγει πάντα ἕνα ἐξ ἴσου σημαντικὸ γεγονός. Ποιὸ εἶναι αὐτό; Μὰ τὸ γεγονὸς πὼς ἐκτὸς ἀπ᾿ αὐτήν, πολλοὶ κάτοικοι τῆς πόλεως Συχὰρ τῆς Σαμάρειας πίστευσαν  στὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ.
Νά, ἀκριβῶς πὼς τὸ περιγράφει ὁ ἱερὸς Εὐαγγελιστής. Ἐτούτοι οἱ κάτοικοι ἔλεγαν πρὸς τὴν Σαμαρείτιδα. «Δὲν πιστεύουμε πλέον διὰ τὰ ὅσα μᾶς εἶπες ἐσύ· διότι ἐμεῖς οἱ ἴδιοι ἔχουμε ἀκούσει αὐτὸν καὶ γνωρίζουμε ὅτι αὐτὸς εἶναι ἀληθινὰ ὁ Σωτήρας ὁλοκλήρου τοῦ κόσμου, ὁ ἀναμενόμενος Μεσίας ὁ Χριστός».
Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ συνεπῶς ἀποτελεῖ τὴν καλὴ καὶ σωτήρια σαγήνη γιὰ τὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη. Αὐτή «συλλαμβάνει τὸν κάθε ἄνθρωπο, ποὺ θὰ θελήσει νὰ εἶναι μὲ τὸν Χριστό, καὶ τὸν ἀναγεννᾶ. Φωτίζει τὸν κόσμο τῆς ψυχῆς του μὲ τὸ φῶς τοῦ Εὐαγγελίου Του· γεμίζει ὅλον τὸν ἄνθρωπο μὲ τὴν ἐλπίδα τῆς Ἀναστάσεώς Του καὶ χαρίζει σ᾿ αὐτὸν πλούσια τὰ πνευματικὰ δῶρα Του».
Γιατὶ ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ, ὅπως καταγράφεται στὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια, εἶναι ὁ καθαρὸς καὶ γνήσιος σπόρος. Αὐτὸς εἶναι ἡ ἀποκαλυμμένη ἀλήθεια, ἡ θεϊκὴ ἀλήθεια. Καὶ αὐτὴ τὴν ἀλήθεια παρέλαβε ἡ Ἐκκλησία, τὴν ὁποία διαφυλάσσει μὲ ἱερὸ δέος καὶ τὴν κηρύττει μὲ θέρμη καὶ ἀκλόνητη πίστη στὸν ἀγαπημένο λαὸ τοῦ Θεοῦ.
Ὁ λαὸς δὲ ἀποτελεῖ τὸ γεώργιο καὶ τὴ φυτεία, δηλαδὴ τὸν ἀγρὸ καὶ τὸ περιβόλι ποὺ θὰ φυτευθεῖ ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι κάθε ἄνθρωπος, ποὺ δέχεται τὸν λόγο Του, φυτεύει μέσα του «τὸ θεῖο σπόρο, πίνει τὸ νερὸ τοῦ οὐρανοῦ, ἀναπνέει τὸν ἀέρα τοῦ Θείου Πνεύματος, θάλπεται καὶ ζωογονεῖται κάτω ἀπὸ τὸν ἤλιο τῆς ζωῆς».
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολή του τονίζει πὼς «ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ εἶναι ζωντανὸς καὶ δραστικὸς καὶ κοπτερώτερος ἀπὸ κάθε δίκοπο μαχαίρι...». Αὐτὸς δὲ ὁ λόγος ἔχει τὴ δική του δύναμη ἐνεργώντας πάντα ἀποτελεσματικά, γι᾿ αὐτὸ καὶ δὲν ἐπιστρέφει ἄπρακτος πρὸς τὸ Θεὸ κατὰ τὸν προφήτη. «Οὐ μὴ ἀποστραφῇ ἕως ἂν τελεσθῇ ὅσα ἠθέλησα... Τὸ ρῆμα τοῦ Θεοῦ μένει εἰς τὸν αἰῶνα...».
Ἐτούτη βεβαίως ἡ δυναμικὴ τοῦ λόγου τοῦ Χριστοῦ, δὲν ἀποτελεῖ «τὴ ζωτικὴ ἀρχὴ ποὺ διαμορφώνει καὶ διέπει τὰ ὀργανικὰ ὄντα». Μήτε κἂν δύναμη ἢ ἐνέργεια, ἀλλὰ ἀποτελεῖ γεγονὸς ἔξω ἀπὸ τὰ ὑλικὰ πράγματα, ἐπειδὴ εἶναι δύναμη πνευματική. Γι᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸν λόγο, τὰ ἀποτελέσματά της «δὲν ἐξαρτῶνται ἀπὸ τὴ συνδομὴ φυσικῶν ὅρων καὶ συνθηκῶν».
Μ᾿ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν τρόπο ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ ἐνήργησε καὶ τοὺς κατοίκους τῆς πόλεως Συχάρ. Ὡς μία δύναμη ἢ μάλλον τὴ δύναμη, ποὺ ἀφυπνίζει πνευματικὰ τοὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς παρέχει μιὰ καινούργια καὶ πρωτόγνωρη προοπτικὴ. Τὴν προοπτικὴ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ.
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, πολλοὶ κάτοικοι τῆς πόλεως Συχὰρ ἔτρεξαν, ἄκουσαν καὶ πίστευσαν στὸ Χριστό. Οἱ ἄλλοι κώφευσαν, Τὸν ἀγνόησαν καὶ ἔμειναν ἐγκλωβισμένοι στὰ σχήματα τοῦ κόσμου καὶ στὰ εἴδωλα τῆς καθημερινότητας.
Ὁ σημερινὸς κόσμος μας, ἐμεῖς οἱ ἴδιοι, ἀκοῦμε τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ· τὸν διαβάζουμε ἴσως. Εἴμαστε ὅμως ἕτοιμοι νὰ πιστεύσουμε ἀκλόνητα σ᾿ Αὐτὸν καὶ νὰ Τὸν ἀκολουθήσουμε; Γιατὶ σ᾿ αὐτὴ τῆν περίπτωση, θ᾿ ἀκούγεται ξεκάθαρος ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ· «Ἐκεῖνος ποὺ μὲ παρακούει καὶ δὲν δέχεται τὰ λόγια μου, ἔχει μόνος του δημιουργήσει αὐτὸν ποὺ θὰ τὸν καταδικάση».




ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΙΟΥΝΙΟΥ

26 Ἰουνίου 2007
Τό Γενέσιον τοῦ Τιμίου Προδρόμου
(Λουκ. α΄ 1-25,57-61,76-80)



Ὁ λόγος τοῦ προφήτου Ἠσαΐα, ποὺ ἀκούγεται στὴ σημερινὴ ἑορτὴ τοῦ Γενεσίου τοῦ Προδρόμου Ἰωάννου εἶναι ἀποκαλυπτικός. Ὁ προφήτης ὁραματίζεται τὸν Πρόδρομο νὰ προδρομεῖ μὲ τὸν λόγο του τὴν ἔλευση τοῦ Μεσσία, καταμεσῆς τῆς ἐρήμου.

Νὰ τί λέγει ὁ Προφήτης: «Φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ. Ἑτοιμάσατε τὴν ὁδὸν Κυρίου, εὐθείας ποιεῖτε τὰς τρίβους αὐτοῦ» (Ἠσ. 40, 3). Καλεῖ δηλαδὴ τὸ λαὸ νὰ εἶναι ἕτοιμος, γιὰ νὰ ὑποδεχθεῖ τὸν Μεσσία· νὰ Τοῦ προσφέρει ἴσους δρόμους καὶ τρίβους γιὰ νὰ διαβεῖ, νὰ διδάξει καὶ νὰ περάσει μέσα στὶς ὑπάρξεις τους.

Ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος ἐξ ἀρχῆς εἰσέρχεται στὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἀσκεῖ πρωτεύοντα ρόλο. Προδρομεῖ τὸν ἰσχυρότερό του· ἑτοιμάζει τὶς ἀνθρώπινες ὑπάρξεις, γιὰ νὰ Τὸν ὑποδεχθοῦν, καὶ κλείνει μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο τὸν χρόνο τῆς ἀναμονῆς καὶ τῆς ἀναζήτησής Του.

Ὁ Θεὸς πλέον εἰσέρχεται στὴν ἀνθρώπινη ὑπόσταση καὶ πορεύεται μαζὶ στὸ δρόμο τῆς ἱστορίας. Καὶ ὁ προφήτης Ἠσαΐας ὁραματιζόμενος ὅλ᾿ αὐτὰ τὰ συγκλονιστικὰ γεγονότα ποὺ λαμβάνουν χώρα, γράφει μὲ ἀνακούφιση καὶ χαρά· «Εὐφράνθητι στείρα ἡ οὐκ τίκτουσα, ρῆξον καὶ βόησον ἡ οὐκ ὠδίνουσα, ὅτι πολλὰ τὰ τέκνα τῆς ἐρήμου μᾶλλον ἢ τῆς ἐχούσης τὸν ἄνδρα» (41,1).

Στὸ δὲ Εὐαγγέλιο ποὺ σήμερα διαβάζεται στὴν Ἐκκλησία, περιγράφεται τὸ πῶς ὁ προφήτης Ἰωάννης εἶναι ἐνταγμένος στὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ διάσωση τοῦ ἀνθρώπου. «Ἐφανερώθη δὲ εἰς αὐτὸν (τὸν Ζαχαρία) ἄγγελος Κυρίου... καὶ τοῦ εἶπε μὴ φοβᾶσαι Ζαχαρία... ἡ γυναίκα σου Ἐλισάβετ θὰ σοῦ γεννήσει τέκνο καὶ θὰ καλέσεις τὸ ὄνομά του Ἰωάννη... καὶ θὰ εἶναι πραγματικῶς μέγας ἄνθρωπος ἀπ᾿ αὐτὸν τὸν Κύριο ἀνεγνωρισμένος...».

Ὁ Προφήτης καὶ Πρόδρομος Ἰωάννης εἶναι μιὰ ξεκάθαρη ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ. Ἀπ᾿ αὐτὴ τὴ γέννησή του, ποὺ σήμερα ἑορτάζουμε, μέχρι τὸ δραματικὸ ἀποκεφαλισμό του εἶναι ἕνα διαρκὲς ἐγκόσμιο θαῦμα ἐνταγμένο στὴ θεϊκὴ ἐπέμβαση. Γι᾿ αὐτὸ ὁ προφήτης παρ᾿ ὅτι εἶναι ἕνας ἄνθρωπος γήϊνος, μέσα στὶς ἀνθρώπινες ἀδυναμίες, ὅλη του ἡ πορεία ὡς βίωμα καθημερινότητας καὶ λόγος ἀποκαλύψεως, ὁδηγεῖ ἔξω ἀπὸ τὰ ἐγκόσμια, στὰ οὐράνια.

Ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος εἶναι ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ, ποὺ φέρνει τὴν ἀγγελία πὼς ὁ Μεσσίας ἦλθε, γιὰ νὰ προσφέρει τὸν ἑαυτό Του γιὰ νὰ ζήσουμε. Εἶναι ὁ μάρτυρας τοῦ σχεδίου τοῦ Θεοῦ καὶ διακηρύσσει μὲ τὸν λόγο του τὴν ἀξιοπιστία τῶν ἐπαγγελιῶν τοῦ Θεοῦ.

Εἶναι τέλος ὁ Πρόδρομος τοῦ Χριστοῦ ποὺ «ἅπτεται κορυφῆς τοῦ Δεσπότου», ἐνῶ αὐτὸς αἰσθάνεται καὶ μικρὸς καὶ ἀδύναμος δοῦλος Του.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, στὴ σημερινὴ ἑορτὴ τοῦ Γενεσίου τοῦ Προφήτου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου, ἡ Ἐκκλησία προβάλλει τὸ δυναμικὸ καὶ φλογερὸ Προφήτη τῆς ἐρήμου μὰ καὶ τοῦ κόσμου. Προβάλλει τὴν ἀσκητικὴ μορφή του μὲ τὸν πύρινο προφητικὸ λόγο, ποὺ καθηλώνει τοὺς ἰσχυροὺς καὶ ἐνοχλεῖ τοὺς ἁμαρτωλούς.

Ἐτοῦτος ὅμως στέκεται ὄρθιος, γεμάτος θεϊκὴ δύναμη καὶ μιλάει γιὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι ἡ ἀλήθεια. Ὅλοι οἱ ἄλλοι, εἴτε τὸν ἀκολουθοῦν ὡς μεγάλο Προφήτη ποὺ «οὐκ ἐγήγερται ἐν γεννητοῖς γυναικῶν μείζων...», τὸν ἀποδέχονται ὡς τὸν Πρόδρομο καὶ ἑτοιμάζουν τοὺς ἑαυτούς τους, γιὰ νὰ ὑποδεχθοῦν τὸν Μεσσία Χριστό· εἴτε τὸν ἀποδιώχνουν ἀπὸ τὴν ζωή τους κλείνοντας τὰ αὐτιά τους νὰ μὴν ἀκοῦνε τοὺς λόγους ποὺ τοὺς ἐνοχοποιοῦν καὶ φεύγουν μακριά του.

Ὅλοι ἐμεῖς σήμερα ποὺ ἑορτάζουμε τὸ Γενέσιο τοῦ Προδρόμου Ἰωάννου, ἆραγε τὸν ἀποδεχόμαστε καὶ τὸν ἀκολουθοῦμε; Μεγάλο ἐτοῦτο τὸ ἐρώτημα ποὺ στέκεται μπροστά μας καὶ καθοριστικὸ ἄλλωστε τῆς ἀλήθειας τοῦ Χριστοῦ ποὺ λέμε πὼς ὑπηρετοῦμε. Καὶ μεγάλη ἡ ἀπάντησή μας ποὺ βεβαιώνει πὼς πράγματι διακονοῦμε ἐνσυνείδητα τὴν ἀλήθεια τῆς πίστεώς μας.

Ἀρχιμ. Ν.Π.




ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΙΟΥΝΙΟΥ

17 Ἰουνίου 2007
Κυριακή Γ΄ Ματθαίου
(Ματθ. στ΄ 22-33)




Παρατηρῶντας τὸ σημερινὸ κόσμο μας, ἀναρωτιέται κανεὶς γιατὶ εἶναι ἄνω-κάτω. Γιατὶ ὑπάρχει τέτοιο ἄγχος καὶ γιατὶ ἐπικρατεῖ τόση ἀναστάτωση. Ἀπαντῶντας σ᾿ αὐτὴ τὴν ἐρώτηση, θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε πὼς τρία εἶναι κυρίως τὰ αἴτια αὐτῆς τῆς ἀναστάτωσης κι αὐτοῦ τοῦ ἄγχους.

Τὸ ψωμί, τὸ ροῦχο καὶ τὸ σπίτι. Δηλαδὴ τί θὰ φᾶμε, πῶς θὰ ντυθοῦμε καὶ πῶς θὰ στεγαστοῦμε. Γι᾿ αὐτὰ τὰ τρία πράγματα γίνονται ὅσα γίνονται καὶ ἄγχεται ὁ ἄνθρωπος ποὺ τρέχει καθημερινὰ νὰ προλάβει.

Γι᾿ αὐτὰ τὰ πράγματα ἄλλωστε γίνονται πόλεμοι καὶ κοινωνικὲς ἐπαναστάσεις, διαδηλώσεις καὶ διαμαρτυρίες. Ὕστερα ἐτοῦτα τὰ ἐγκόσμια πράγματα μᾶς κάνουν νὰ ξεθεμελιώνουμε ὅ,τι ὑπάρχει στὴ γῆ μας καὶ νὰ ρημάζουμε τὸν κόσμο.

Καὶ τὸ τραγικὸ εἶναι πὼς ὑπάρχουν ἀγαθὰ γιὰ ὅλους, γιὰ νὰ ζήσουν ὅλοι. Ἐκεῖνο ὅμως ποὺ δὲν ὑπάρχει εἶναι ἡ δικαιοσύνη καὶ ἡ ἀγάπη μεταξύ μας. Ἔτσι, γίνεται ἄνιση καὶ ἄδικη κατανομή, ὥστε ἄλλοι νὰ εὐτυχοῦν χορτᾶτοι καὶ ἄλλοι νὰ δυστυχοῦν πεινασμένοι.

Κυρίως ὅμως λείπει ἡ ἐμπιστοσύνη στὸ Θεό-πατέρα. Τὸ λέγει ἄλλωστε ξεκάθαρα ὁ Χριστὸς στὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο, ὅταν τονίζει πὼς εἴμαστε «ὀλιγόπιστοι». Γι᾿ αὐτὸ ὁ ἄνθρωπος ἀγωνίζεται καὶ ἀγωνιᾶ καὶ τρέχει καὶ δὲν φθάνει γιὰ τὸ τί θὰ φάει, πῶς θὰ ἐνδυθεῖ, πῶς θὰ φτιάξει τὸ σπίτι.

Κανεὶς βεβαίως δὲν ἀμφισβητεῖ πὼς αὐτὰ ἀποτελοῦν φυσικὲς ἀνάγκες μας, ὅμως δὲν εἶναι σωστὸ νὰ λησμονοῦμε πὼς ὁ Θεός, ποὺ λειτουργεῖ ὡς πατέρας, γνωρίζει καλύτερα ὅτι ἔχουμε ἀνάγκη ὅλων αὐτῶν. Καὶ δὲν γνωρίζει μονάχα μήτε μένει μόνο σ᾿ αὐτό, μὰ καὶ φροντίζει. Γιατὶ πρέπει νὰ καταλάβουμε πὼς ὁ Θεὸς «δὲν μᾶς θέλει νηστικοὺς καὶ γυμνούς».

Καὶ ἐπειδὴ τὰ γνωρίζει καλά, γι᾿ αὐτὸ μᾶς λέγει νὰ μὴ μεριμνοῦμε, δηλαδὴ «νὰ μὴν πνιγώμαστε στὴ θάλασσα τῆς ἀπιστίας, νὰ μὴν ξεχνοῦμε πὼς ψηλότερά μας εἶναι ὁ Θεός, ἐκεῖνος ποὺ μᾶς δίνει καὶ τὴ ζωὴ καὶ τὴ τροφὴ καὶ τὰ πάντα».

Ὁ ἀπόστολος Παῦλος θὰ τονίσει στοὺς Ἀθηναίους πώς «ὁ Θεὸς, ὁ ὁποῖος ἐποίησε τὸν κόσμο καὶ ὅλα ὅσα ὑπάρχουν μέσα εἰς τὸν κόσμο... αὐτὸς δίδει εἰς ὅλα τὰ ζῶντα δημιουργήματά του ζωὴ καὶ ἀναπνοὴ καὶ ὅλα ὅσα πρὸς συντήρηση τῆς ζωῆς τοὺς χρειάζονται».

Γι᾿ αὐτὸ μὴ νομίζουμε πὼς ἐργαζόμενοι, καὶ μάλιστα ἐντατικά, κατορθώνουμαι ν᾿ ἀποκτήσουμε μόνοι μας πολλὰ ἀγαθά, γιατὶ Ἐκεῖνος ποὺ μᾶς χαρίζει τὴν ὑγεία γιὰ τὴν ἐργασία εἶναι ὁ Θεός· καὶ ἀκόμη μὴ ξεχνοῦμε πὼς κάθε ἔργο μας γίνετια πλούσιο καὶ μεγάλο μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ.

Στὸ σημερινὸ δὲ Εὐαγγέλιο ὑπάρχει ἡ βούληση, καὶ τονίζεται ἄλλωστε, «νὰ μᾶς ξεκολλήσει ἀπὸ κάθε βιοτικὴ μέριμνα». Νὰ μᾶς γεμίσει ἀπὸ ἐμπιστοσύνη στὸ Θεό, ὥστε ν᾿ ἀποφύγουμε τὴν ἀγωνία καὶ νὰ ξεπεράσουμε τὸ φόβο γιὰ τὸ πῶς θὰ ζήσουμε.

Μὴ νομίσουμε ὅμως πὼς μ᾿ αὐτὴ τὴ προσπάθεια ὁ Χριστὸς θέλει νὰ μᾶς κάνει τεμπέληδες καὶ ἄχρηστους. Ἀπεναντίας θέλει νὰ μᾶς πεῖ νὰ ἔχουμε πίστη καὶ ἐμπιστοσύνη στὸ Θεό. Καὶ τότε μ᾿ αὐτὰ τὰ ἐφόδια, νὰ εἴμαστε βέβαιοι πὼς θὰ ἐργαστοῦμε μὲ περισσότερη θέληση καὶ χαρά. Καὶ ἡ ἐργασία μας θὰ εἶναι καλύτερη καὶ ὁ κόπος μας θὰ πιάσει τόπο.

«Ἡ γῆ δὲ θὰ μᾶς δίνει πιὸ πολλὰ καὶ μὲ τὴ δικαιοσύνη καὶ τὴν ἀγάπη, ποὺ εἶναι καρπὸς τῆς πίστεως, θὰ τὰ μοιράζουμε δίκαια μεταξύ μας. Ἔτσι, δὲν θὰ ὑπάρχουν ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος χορτᾶτοι κι ἀπὸ τὸ ἄλλο πεινασμένοι, ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος χρυσοφορεμένοι κι ἀπὸ τὸ ἄλλο γυμνοί».

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, πρέπει νὰ καταλάβουμε μιὰ γιὰ πάντα πὼς ὁ Θεὸς δὲν πρόκειται νὰ μᾶς ἀφήσει ποτέ, νὰ μᾶς ξεχάσει, ἀρκεῖ βέβαια νὰ μὴν τὸν ἀφήσουμε ἐμεῖς. Ἀρκεῖ νὰ μὴ Τὸν ξεχάσουμε καὶ φύγουμε μακριά Του.
Καὶ μὴ λέμε πὼς δὲν ὑπάρχουν ἀγαθὰ γιὰ ὅλους μήτε πὼς δὲν φθάνουν. Γιατὶ φθάνουν γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, μόνο ποὺ ἐμεῖς δὲν θέλουμε νὰ τὰ μοιράσουμε δίκαια. Καὶ δὲν μοιράζονται σωστά, ἀφοῦ δὲν ὑπάρχει δικαιοσύνη καὶ ἀγάπη. Δὲν ὑπάρχει ἀκλόνητη πίστη καὶ ἐμπιστοσύνη στὸ Θεό.

Αὐτὰ λοιπὸν ὀφείλουμε νὰ ζητοῦμε καὶ νὰ παρακαλοῦμε τὸ Θεὸ νὰ μᾶς τὰ δίνει. Καὶ ὅλα τ᾿ ἄλλα θὰ ᾿ρθουν ἀπὸ μόνα τους. Τὸ λέγει ἄλλωστε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός· «Νὰ ζητᾶτε πρῶτα τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ δικαιοσύνη κι ὅλα τ᾿ ἄλλα θὰ σᾶς δοθοῦν ἀπὸ κοντά».

Ἀρχιμ. Ν.Π.




ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΙΟΥΝΙΟΥ
10 Ἰουνίου 2007
Κυριακή Β΄ Ματθαίου
()


Ἀρχιμ. Ν.Π.




ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΙΟΥΝΙΟΥ

3 Ἰουνίου 2007
Κυριακή τῶν Ἁγ. Πάντων
(Ματθ. ι΄ 32-33, ιθ΄ 27-30)




Τὸ νέφος τῶν Ἁγίων, τῶν Ὁσίων καὶ τῶν Μαρτύρων τῆς Ἐκκλησίας μας ἑορτάζουμε σήμερα. Ὅλοι τους σὲ μιὰ ἑορτή· ὅλοι τους τιμῶνται ἐξ ἴσου καὶ προβάλλονται ὡς ὁ ὡραιότερος στολισμὸς καὶ ἡ μοναδικὴ ὀμορφιὰ τῆς Ἐκκλησίας.

Γιατὶ ὅλοι ἐτοῦτοι οἱ Ἅγιοι, γίνηκαν μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ καὶ σφράγισαν τὴν μαρτυρία τους μὲ τὸν ὁσιακὸ βίο ἢ μὲ τὸ δικό τους αἷμα. Ἡ προσευχὴ τῶν Ἁγίων, τὸ αἷμα τῶν Μαρτύρων καὶ τὸ δάκρυ τῶν Ὁσίων εἶναι ἡ πολύτιμη προσφορά τους πρὸς τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.

Γι᾿ αὐτὸ σήμερα στὴν ἑορτή τους ψάλλεται ἕνας πολὺ χαρακτηριστικὸς ὕμνος: «Τῶν ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ Μαρτύρων σου, ὡς πορφύραν καὶ βύσσον τὰ αἵματα ἡ Ἐκκλησία σου στολισαμένη, δι᾿ αὐτῶν βοᾷ σοι Χριστὲ ὁ Θεός...».

Καὶ ὅταν ἀναφερόμαστε στὸ γεγονὸς τῆς ὁμολογίας καὶ τῆς μαρτυρίας τοῦ Χριστοῦ, ἐννοῦμε πρὸ πάντων τὴν ἀγάπη ποὺ πρέπει νὰ ἔχουμε γι᾿ Αὐτόν· αὐτὴ δὲ τὴν ἀγάπη, ποὺ εἶναι πάνω ἀπ᾿ ὅλα τὰ ἐγκόσμια πρόσωπα καὶ πράγματα.

Μόνο τότε θὰ μποροῦμε νὰ λέμε πὼς εἴμαστε χριστιανοί. Τότε, ὅταν θὰ βάζουμε πιὸ πάνω ἀπὸ τὴν ἀγάπη γιὰ ὅλα τὰ ἀγαπημένα πρόσωπα καὶ πράγματα, τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Ὅμως, παρατηρῶντας τὴν καθημερινότητά μας, εἰσπράτουμε τελείως ἀντίθετες καταστάσεις. Ἔτσι, ὄχι μόνο δὲν μποροῦμε νὰ ποῦμε πὼς ἀγαπᾶμε καὶ ὁμολογοῦμε τὸν Χριστό, ἀλλὰ πὼς μᾶλλον Τὸν ἀρνούμαστε. Ζυγιάζοντας δηλαδὴ τὶς ἐνέργειες καὶ τὶς πράξεις μας ἡ πλειοψηφία τους εἶναι ἀρνήσεις, καὶ μόνο μιὰ ἰσχνὴ μειοψηφία ἀπ᾿ αὐτές μπορεῖ νὰ εἶναι ὁμολογίες καὶ μαρτυρίες Χριστοῦ.

Ἂς ἀναφέρουμε λοιπὸν κάποιες ἀπ᾿ αὐτὲς τὶς πράξεις μας, ποὺ φανερώνουν ἄρνηση τοῦ Χριστοῦ:

Λειτουργεῖ ἡ Ἐκκλησία καὶ ἰδιαιτέρως κάθε Κυριακὴ καὶ μᾶς καλεῖ νὰ μετάσχουμε στὴν Λειτουργία της. Καὶ ἐμεῖς, ἀντὶ νὰ ἀνταποκριθοῦμε στὴν πρόσκληση, ἀδιαφοροῦμε καὶ ἀσχολούμαστε μὲ ἄλλα ἔργα, λὲς καὶ δὲν ὑπάρχουν οἱ ὑπόλοιπες ἡμέρες γι᾿ αὐτά. Ἡ ἐνέργεια αὐτὴ δὲν φανερώνει τὴν ἄρνησή μας γιὰ τὸν Χριστό; Δὲν μᾶς ἀποκαλύπτει πὼς Τὸν ἀγαπᾶμε λιγότερο ἀπ᾿ τὰ ἐγκόσμια πράγματα;

Ὁ καθημερινὸς λόγος μας, ποὺ βγαίνει ἀπ᾿ ἕνα ἀπύλωτο στόμα, εἶναι ὕβρεις καὶ βλασφημίες, κακολογίες καὶ βρωμιά. «Μὰ ἡ βλασφημία εἶναι ὅ,τι καὶ νὰ πῆ κανείς, καὶ ἀμορφοσιὰ καὶ βρωμιὰ τῆς ψυχῆς καὶ ἀσέβεια». Ὁ ὑβριστικὸς καὶ βλάσφημος λόγος δὲν εἶναι ἄρνηση τοῦ Χριστοῦ;

Καθόμαστε στὸ τραπέζι γιὰ νὰ γευτοῦμε τὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ, ποὺ δίνονται μὲ τὸν ἀνθρώπινο κόπο καὶ ἱδρῶτα. Ξεχνᾶμε ὅμως νὰ Τὸν εὐχαριστήσουμε, νὰ κάνουμε τὸ σταυρό μας, καὶ μάλιστα ὅταν βρισκόμαστε σὲ ἑστιατόριο. Γινόμαστε ἔτσι ἀχάριστοι καὶ ἀγνώμονες. Αὐτὸ δὲ δὲν εἶναι ἄρνηση τοῦ Χριστοῦ;

Ἔρχονται στὸ σπίτι μας διάφοροι αἱρετικοὶ καὶ μᾶς ἐνοχλοῦν μὲ τὶς κακοδοξίες καὶ τὰ ψεύδη τους καὶ ἐμεῖς πολλὲς φορὲς διστάζουμε νὰ ὁμολογήσουμε τὴν πίστη μας καὶ νὰ τοὺς δώσουμε μιὰ ἀποστομωτικὴ ἀπάντηση. Ἢ σὲ κάποια συζήτηση, ὅπου ὑβρίζεται ὁ Χριστὸς καὶ ἀπαξιώνεται ὁ λόγος Του, ἐμεῖς μένουμε βουβοὶ καὶ δὲν ὁμολογοῦμε τὴν πίστη μας· ὅλ᾿ αὐτὰ δὲν εἶναι ἄρνηση τοῦ Χριστοῦ;

Ὅμως δὲν ἔχουμε σκοπὸ νὰ ἀπαριθμήσουμε ὅλες τὶς ἐνέργειες ποὺ φανερώνουν τὴν ἄρνησή μας γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν ἔλλειψη τῆς ὁμολογίας μας γι᾿ Αὐτόν. Εἶναι ἄλλωστε καὶ πολλὲς καὶ καθημερινές. Μὰ προσπαθοῦμε μ᾿ αὐτὲς τὶς λίγες περιπτώσεις ποὺ εἴπαμε, νὰ καταλάβουμε τί εἶναι αὐτὸ ποὺ λέμε ἄρνηση τοῦ Χριστοῦ.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, «ἡ ἄρνηση τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶναι μόνο παράλειψη, μὰ καὶ παράβαση τοῦ Εὐαγγελικοῦ νόμου· δὲν εἶναι μόνο πὼς ξεχνοῦμε τὸν Χριστό, μὰ καὶ πὼς Τὸν προδίδουμε». Τὸν προδίδουμε καὶ Τὸν ξανασταυρώνουμε καὶ κάνουμε αὐτὸ ποὺ δὲν ἔκαναν οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας. Γιατί αὐτοὶ ἀντὶ νὰ σταυρώνουν τὸν Χριστό, σταύρωναν τοὺς ἑαυτούς τους καὶ ἀκολουθοῦσαν τὸ δρόμο τοῦ μαρτυρίου, γιὰ νὰ μὴν προδώσουν τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ.

Ἐμεῖς ἀντέχουμε νὰ ξανασταυρώνουμε τὸν Χριστὸ καθημερινά; Νὰ Τὸν προδίδουμε καὶ νὰ Τὸν ἀρνούμαστε; Ἀντέχουμε ν᾿ ἀποδιώχνουμε τὴν ἀγάπη Του καὶ νὰ πορευόμαστε μακριά Του μοναχοὶ καὶ ξένοι; Ἐτοῦτα τὰ ἐρωτήματα δὲν μποροῦν νὰ μένουν συνεχῶς ἀναπάντητα!

Ἀρχιμ. Ν.Π.




ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΙΟΥΛΙΟΥ

29 Ἰουλίου 2007
Κυριακή Θ΄ Ματθαίου



«Θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμι· μὴ φοβεῖσθε»

 Στὴ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή, ἀδελφοί μου, ἀκούσαμε γιὰ τὸ θαῦμα τῆς καταπαύσεως τῆς τρικυμίας τῆς θαλάσσης, καθὼς ἐπίσης βλέπουμε καὶ τὴν εἰρηνικὴ κατάπαυση τῆς τρικυμίας τῶν λογισμῶν τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ ποὺ ἦταν φοβερότερη. Ἔτσι τὴν ἀξιολόγησε ὁ Κύριος, γι᾿ αὐτὸ πρῶτα κατέπαυσε τὴν τρικυμία τῆς ὀλιγοπιστίας τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου λέγοντας: «Ὀλιγόπιστε εἰς τί ἐδίστασας;». Ἔπειτα ἀνέβηκε στὸ πλοῖο καὶ ἀμέσως ἐκόπασε ὁ ἄνεμος.

Ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος ἑρμηνεύοντας τὴν περίπτωση τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου πού, ἐνῶ βάδιζε πάνω στὰ κύματα ὅσο εἶχε τὰ μάτια τοῦ ἐστραμμένα πρὸς τὸν Ἰησοῦ, ἔπειτα βυθιζόταν, λέγει ὅτι «ὁ Κύριος τὴν στιγμὴ ἐκείνη δὲν κατέπαυσε τὸν ἄνεμο ἀλλὰ ἅπλωσε τὸ χέρι Του καὶ τὸν ἔπιασε λέγοντας; «ὀλιγόπιστε εἰς τί ἐδίστασας». Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ὁ Κύριος ἔδειξε ὅτι τὴν μεταβολὴ στὸν Πέτρο δὲν τὴν ἔκανε ἡ δύναμη τοῦ ἀνέμου ἀλλὰ ἡ ὀλιγοπιστία του. Ἂν ἡ πίστη του δὲν ἀσθενοῦσε, τότε εὔκολα θὰ μποροῦσε νὰ ἀντιμετωπίση τὸν ἄνεμο. Γι᾿ αὐτὸ ὁ Κύριος τὸν ἔπιασε ἀπὸ τὸ χέρι καὶ ἀφήνει τὸν ἀέρα νὰ πνέη, δείχνοντας ὅτι ὁ ἄνεμος δὲν μπορεῖ νὰ κάνη κανένα κακό, ὅταν ἡ πίστη εἶναι σταθερή.

Ἀδελφοί μου, τὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως «ἦν γὰρ ἐναντίος ὁ ἄνεμος» σὲ κίνδυνο μεγάλο τὸ πλοῖο καὶ τοὺς ἐπιβαίνοντες μαθητὲς ὑποβάλλουν. Ὁ Χριστὸς ὅμως δὲν ἀφήνει γιὰ πολὺ μόνους τοὺς μαθητὲς καὶ χωρὶς βοήθεια. Ἐμφανίζεται σὲ αὐτοὺς περιπατῶν ἐπὶ τῆς θαλάσσης, διαλύει τὴν ταραχὴ καὶ τὴν ὑποψία τους ὅτι βλέπουν φάντασμα καὶ τοὺς ἐνθαρρύνει λέγοντας «θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμι· μὴ φοβεῖσθε». Ἡ ἐνθαρρυντικὴ αὐτὴ προσφώνηση τοῦ Ἰησοῦ δημιουργεῖ βαθειὰ αἴσθηση καὶ συγκίνηση στοὺς μαθητὲς καὶ τὸ βίωμα αὐτὸ μᾶς ὁδηγεῖ στὴ βεβαιότητα ὅτι ὁ Κύριός μας εὑρίσκεται συνεχῶς στὸ πλευρὸ τοῦ σκάφους ἢ καλύτερα ἐπάνω σὲ αὐτό, τόσο μὲν τῆς Ἐκκλησίας ὅσο καὶ στὸ σκάφος ἑνὸς ἑκάστου μέλους τῆς Ἐκκλησίας, καὶ δὲν πρέπει νὰ φοβούμαστε ἢ νὰ χάνουμε τὸ θάρρος μας, ὅταν τὰ κύματα καὶ οἱ τρικυμίες τῆς ζωῆς μᾶς ταράζουν καὶ θέλουν νὰ μᾶς κλονίσουν.

Ἂν πάλι συμβεῖ νὰ κλονισθοῦμε, νὰ βυθισθοῦμε, μὴ διστάσουμε νὰ ποῦμε: «Κύριε σῶσόν με» καὶ ὅπως, παρ᾿ὅτι ἐχαρακτήρισε «ὀλιγόπιστον» τὸν Πέτρο, ὁ Κύριος τοῦ ἔδωκε χεῖρα βοηθείας, ἔτσι θὰ κάνει καὶ σὲ ἐμᾶς λέγοντας «θαρσεῖτε ἐγώ εἰμι». Μὲ τὸ ἐπεισόδιο αὐτό, ποὺ ὀφείλεται βέβαια στὸν αὐθόρμητο χαρακτῆρα τοῦ Πέτρου καὶ στὴν ἐλλιπῆ πίστη του πρὸ τοῦ φωτισμοῦ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, συνειδητοποιεῖ κανεὶς τὴν παρουσία τοῦ Κυρίου δίπλα του, λαμβάνει ἐνίσχυση καὶ σταθεροποεῖται στὴν πίστη του.

Ἀδελφοί μου, καὶ ἐμεῖς εἴμαστε μέσα στὸ σκάφος, τὸ πλοῖο τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ εἶναι ἐκτεθειμένο στὴν τρικυμία τοῦ παρόντος κόσμου. Ὅποιος πρὸς στιγμὴν τρομοκρατηθῆ ἀπὸ τὸν ἰσχυρὸ ἄνεμο τῶν φθοροποιῶν δυνάμεων τοῦ κόσμου, κινδυνεύει νὰ καταποντισθῆ. Ὅποιος ὅμως βεβαιωθῆ ὅτι μὲ τὴν προσευχὴ «Κύριε σῶσόν με» ὁ Κύριος θὰ σπεύση ἀμέσως ὡς βοηθὸς καὶ σωτήρ, ὡς νικητὴς τῶν ἀντιθέτων δυνάμεων, ὡς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ ἀρχηγὸς τῆς Ἐκκλησίας, αὐτὸς σωθήσεται.

Εἰς τὸ «θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμι· μὴ φοβεῖσθε» τῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς, πρέπει νὰ ἀναγνωρίσουμε τὴ ρητὴ ὑπόσχεση τοῦ Κυρίου μας πρὸς τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας Του, ὅτι ἐν μέσῳ τῶν τρικυμιῶν τοῦ βίου, τῶν διωγμῶν, τῶν θλίψεων, τῶν ἀντιθέτων δυνάμεων καὶ τῶν λοιπῶν ἐμποδίων, Ἐκεῖνος θὰ εὑρίσκεται στὸ πλευρό μας «πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς ἡμῶν, ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος».

Φίλοι μου, ἂν μὲ μεγαλύτερη προσοχὴ μελετήσουμε τὴν εὐαγγελικὴ περικοπή, θὰ διαπιστώσουμε ὅτι οἱ μαθητὲς μαζὶ μὲ τὸν ἀγῶνα τους, διακατέχονται καὶ ἀπὸ τὸ αἴσθημα τῆς ἀγωνίας. Ἔχουν βεβαίως τὴ δικαιολογία τους. Δὲν ἦταν μόνο ὅτι ἡ θύελλα μαινόταν, ἀλλὰ ἀπουσίαζε καὶ ὁ Χριστός, στὸν ὁποῖο εἶχαν στηρίξει τὶς ἐλπίδες τους. Μᾶλλον τὸν εἶχαν λησμονήσει μέσα στὴν ταραχὴ καὶ τὸ φόβο τους. Ὁ Κύριος ὅμως προσευχόταν καὶ σὲ λίγο ἀπῆλθε πρὸς αὐτοὺς περιπατῶν ἐπὶ τῶν κυμάτων. Ὁ Πέτρος, ὅταν εἶδε τὸν ἄνεμο ἰσχυρό, ἐφοβήθη. Νὰ λοιπὸν ἡ ἀγωνία, ὁ φόβος ὡς ἀποτέλεσμα τῆς ὀλιγοπιστίας. Ἡ ἀντιμετώπιση τῆς τρικυμίας συνδέεται μὲ τὸν Χριστό. Ἡ τοῦ ἀνέμου κατάπαυση καὶ εἰρήνευση δὲν εἶναι ἀποτέλεσμα καλῶν καὶ εὐσεβῶν σκέψεων ἀλλὰ προϊόν της θείας χάριτος. Ἐφοβήθη ὁ Πέτρος.

Σὲ μία ἔξαρση λυρισμοῦ καὶ ψυχικῆς ἀνατάσεως πρὸς τὸν Θεὸ ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης διδάσκει «φόβος οὐκ ἔστι ἐν τῇ ἀγάπῃ, ἀλλ᾿ ἡ τελεία ἀγάπη ἔξω βάλλει τὸν φόβον, ὅτι ὁ φόβος κόλασιν ἔχει». Πηγὴ τοῦ φόβου εἶναι ἡ ἐνοχὴ ἡ ὁποία ἀποκλείει τὸ συναίσθημα τῆς πρὸς τὸν Θεὸν ἀγάπης, ἄρα καὶ τῆς ἀσφαλείας. Εἶναι φρόνιμο καὶ ἀπαραίτητο νὰ εἶναι ἡ συνείδησή μας τακτοποιημένη ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ, γιατί μόνο τότε νιώθουμε εἰρήνη καὶ χαρὰ καὶ ἔχουμε τὴν βεβαιότητα ὅτι ὁ Χριστός μας εἶναι ἡ ἰσχύς, τὸ στερέωμα, ἡ καταφυγὴ καὶ ὁ ρύστης μας.

Ἀρχιμ. Ν.Κ.




ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΙΟΥΛΙΟΥ

22 Ἰουλίου 2007
Κυριακή Η΄ Ματθαίου



«Ἔφαγον πάντες καὶ ἐχορτάσθησαν»

 Ὅπου, ἀδελφοί μου, ὁ Χριστός, ἐκεῖ πλημμύρα ἀγαθῶν. Ὅπου ὁ Χριστός, ἐκεῖ ἀσφάλεια, χαρά, εὐτυχία, ἀγαθὰ καὶ χορτασμός, ἐκεῖ εὐλογία καὶ χάρη.

Βλέπω μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μου τὸ πλῆθος τοῦ λαοῦ καθισμένους στὴν πρασινάδα τῆς βουνοπλαγιᾶς τοῦ ἔρημου τόπου καὶ βουνοῦ νὰ εὐφραίνωνται τρώγοντας σὰν σὲ πανηγύρι, ἀλλὰ τοῦτο τὸ συμπόσιο εἶναι θεῖο. Εἶναι μεταξύ τους καὶ ἀνάμεσά τους ἡ αἰώνια ἔκφραση τῆς χαρᾶς καὶ τῆς ἀγαλλιάσεως, ἡ θεία τροφὴ καὶ πλησμονή, ἡ πηγὴ παντὸς ἀγαθοῦ. Εἶναι δίπλα τους ὁ Χριστός.

Ἔχει ἀποσυρθῆ σὲ ἔρημο τόπο ὁ Ἰησοῦς. Θλίψη μεγάλη καὶ ἀθυμία πολὺ κατ᾿ἄνθρωπον διακατέχει τὴν καρδία Του· «ἀκούσας ὅτι Ἰωάννης Πρόδρομος παρεδόθη». Καὶ ὡς γνωστὸν οἱ μεγάλες θλίψεις καὶ δοκιμασίες θέλουν ἡσυχία καὶ γαλήνη, ἐρημία καὶ ἠρεμία, γιὰ νὰ διασκεδασθοῦν. Ἀναχωρεῖ λοιπὸν ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς σὲ ἔρημο τόπο «μόνος μόνῳ Θεῷ κοινωνῶν», γιὰ νὰ ἀμβλύνη τὸν πόνο καὶ τὸ ἄλγος μετὰ τὸ θλιβερὸ ἄγγελμα τῆς συλλήψεως, προφυλακίσεως καὶ τελικὰ τοῦ θανάτου τοῦ Τιμίου Προδρόμου ἀπὸ τὸν Ἡρώδη.

Ἐμβὰς λοιπὸν  στὸ πλοῖο μὲ τοὺς μαθητὲς Του καὶ ἀφοῦ διέπλευσε τὴ θάλασσα τῆς Γαλιλαίας, μετέβη σὲ ἔρημο τόπο ψηλό, συλλογιζόμενος τὴν κακία καὶ τὸ μῖσος τῶν ἀθρώπων κατὰ τοῦ καλοῦ, κατὰ τοῦ δικαίου, κατὰ τοῦ ἁγίου, ποὺ ἡ ἀκολασία ὁδηγεῖ στὴ φυλακή. Ἐδῶ στὸν ἔρημο αὐτὸ τόπο ὁ Ἰησοῦς σκέπεται καὶ προσεύχεται. Δὲν ἔμεινε ὅμως μόνος γιὰ πολύ. Διψασμένοι γιὰ τὸ λόγο Του ἀκροατές, πεινασμένοι γιὰ δικαιοσύνη ἁπλοὶ καὶ ἁγνοὶ ἄνθρωποι, ποὺ ἀπόλαυσαν τὰ κηρύγματά Του, δροσίσθηκαν ἀπὸ τοὺς λόγους Του, εὐεργετήθηκαν ἀπὸ τὰ θαύματά Του, Τὸν ἀναζητοῦν, ἄλλοι μὲ πλοιάρια καὶ ἄλλοι πεζῇ καὶ διαταράσσουν τὴν μοναξιά Του, τὴν προσευχή Του, τὴν ἡσυχία Του. Καὶ ὁ γλυκὺς Ἰησοῦς βγαίνει ἀπὸ τὴν μοναξιά Του, τὴν ἡσυχία Του καὶ θεραπεύει τοὺς ἀρρώστους αὐτούς.

Ἀκολούθησαν τὸν Ἰησοῦ πέντε χιλιάδες ἄνδρες μὲ τὰ παιδιὰ καὶ τὶς γυναῖκες τους, χωρὶς νὰ ὑπολογίσουν τί θὰ πεῖ ἔρημος τόπος καὶ μακρὰ ὁδός. Δὲν στέκεται κανένα ἐμπόδιο ἱκανὸ νὰ ἐμποδίση τὴ συνάντηση μὲ τὸν Ἰησοῦ, ὅταν ἡ καρδιὰ πυρπολῆται ἀπὸ ἀγάπη, κατακαίεται ἀπὸ ἁγία ἐπιθυμία καὶ ἁγνὸ πόθο συναντήσεως μὲ τὸν Ἰησοῦ.

Ναί, ἀγαπητοί μου· κατέλαβαν οἱ καρδιὲς ποὺ ἀγαποῦσαν τὸν Ἰησοῦ τὸν ἔρημο τόπο καὶ νά· ἡ ἔρημος ἔγινε πόλις καὶ τὸ ἄχαρο καὶ ἐρημικὸ ἔλαβε χάρη καὶ νόημα! Ὅλη τὴν ἡμέρα ἔμειναν κοντὰ στὸν Διδάσκαλο καὶ ἀπολάμβαναν τὶς χάριτες καὶ τοὺς λόγους Του, τὰ ρήματα τῆς αἰωνίου ζωῆς, γεύονταν τὶς ἰάσεις καὶ τὴν παρηγοριά. Καὶ ἔφθασε τὸ δείλι. «Ὁ ἥλιος ἔγνω τὴν δύσιν αὐτοῦ». Αὐτὸ θὰ πεῖ «ὀψίας δὲ γενομένης» δηλαδή: ἔφθασεν ὁ μετὰ τὴ δύση τοῦ ἡλίου χρόνος.

Καὶ ὁ λαός, πέντε χιλιάδες ἄνδρες, χωρὶς τὶς γυναῖκες καὶ τὰ παιδιά, ἔχουν ἀνάγκη τροφῆς σωματικῆς. Καὶ ἀνησυχοῦν οἱ μαθητὲς καὶ συνιστοῦν στὸ Χριστό, τὸ Διδάσκαλο νὰ ἀπολύση τὰ πλήθη, γιὰ νὰ ἀγοράσουν τροφὲς ἀπὸ τὶς γύρω πόλεις. Καὶ μένουν ἔκπληκτοι βλέποντας τὸν Κύριό Τους νὰ μὴν ἀνησυχῆ καὶ νὰ τοὺς συνιστᾶ «Δότε αὐτοῖς ὑμεῖς φαγεῖν». Τοῦ δείχνουν αὐτὰ ποὺ ἔχουν γιὰ τὴν διατροφὴ τὴ δική τους συντροφιᾶς· «πέντε ἄρτους καὶ δυὸ ἰχθύας». Καὶ Αὐτός, ἀφοῦ ἔλαβε στὰ ἅγια χέρια Του τὰ πέντε ψωμιὰ σὲ σχῆμα λαγάνας, κατασκευασμένα κατὰ τὸ ἰουδαϊκὸ ἔθιμο, καὶ τὰ δυὸ ψάρια, ὕψωσε τὰ μάτια Του στὸν οὐρανό, ἐπικαλέσθηκε μὲ τὴν προσευχὴ Του τὸ Θεὸ Πατέρα καὶ ἄρχισε νὰ μοιράζη στοὺς μαθητὲς καὶ αὐτοὶ στὰ πλήθη τῶν ἀκροατῶν.

Καὶ μοιράζονται, μοιράζονται, κόβονται, διανέμονται, ἀλλὰ δὲν ἐξαντλοῦνται. «Ἔφαγον πάντες καὶ ἐχορτάσθησαν». Ἐξαίσιο θαῦμα. Καθισμένοι οἱ πεινασμένοι φίλοι τοῦ Χριστοῦ στὴν πρασινάδα τῆς βουνοπλαγιᾶς, στὸν ἔρημο τόπο μετελάμβαναν τροφῆς ἐν ἀγαλλιάσει ἔχοντες ἐν μέσῳ αὐτῶν Ἐκεῖνον ποὺ διατρέφει τὰ σύμπαντα, Ἐκεῖνον ποὺ διεκήρυξε ὅτι «ὁ ἐρχόμενος πρὸς μὲ οὐ μὴ πεινάσῃ καὶ ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ μὴ διψήσῃ πώποτε». Ὁ Ἰησοῦς ἀποδεικνύεται ὡς ὁ Μεσσίας ποὺ τροφοδοτεῖ τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ μὲ τόση μάλιστα ἀφθονία, ὥστε νὰ συλλέγωνται καὶ περισσεύματα.

Ποιὰ ὅμως εἶναι, ἀδελφοί, ἡ βαθύτερη σημασία τοῦ συγκεκριμένου θαύματος; Ὁ Μεσσίας προτυπώνει καὶ προανακρούει τὴν κατ᾿ἐξοχὴν τροφὴ τῆς Ἐκκλησίας, τὴ Θεία Εὐχαριστία. Ἑπομένως, τὸ θαῦμα ἔχει ἐπιπλέον νόημα ἐκκλησιολογικὸ καὶ εὐχαριστιακό. Ὁ Ἰησοῦς, ὁ ὁποῖος εἶναι «ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς», τροφοδοτεῖ τὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ, τὸ λαὸ τῆς Ἐκκλησίας μὲ τροφὴ ὄχι προσωρινὴ ἀλλὰ αἰώνια· τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα Του, δηλαδὴ τὴ Θεία Κοινωνία.

Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, πόσο θέλω νὰ εἶμαι μαζί Σου μακριὰ ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ τὰ τοῦ κόσμου ποὺ δὲν αἰσθάνεται πεῖνα τοῦ Λόγου Σου, δὲν ἐπιθυμεῖ νὰ χορτασθῆ ἐκ τῶν ἄρτων Σου καὶ γιὰ αὐτὸ λιμώττει καὶ ἄρτων καὶ ἐπιγείων ἀγαθῶν.

Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, πόσο θέλω νὰ εἶμαι μαζί Σου σὲ ἔρημο ἀπὸ ἀνθρώπους τοῦ κόσμου τόπο, τὸν ὁποῖον Σὺ μεταβάλλεις σὲ οὐρανούπολη καὶ ἐπιτελεῖς πανήγυρη καὶ συμπόσιο ἁγίων, εὐλογῶν καὶ πληθύνων τὴν τροφὴν ψυχῆς τε καὶ σώματος.

Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Σὲ ποθῶ, γιατὶ τὸ ψωμί Σου, ἡ ἀγάπη Σου, ἡ πρόνοιά Σου, ἡ κηδεμονία Σου εἶναι ἀσφάλεια, θησαύρισμα εὐγενείας, ἁγνότητος, μεγαλείου θείου, οὐρανίου μάννα, πανδαισία ἁγία, ζωὴ αἰώνιος. 

Ἀρχιμ. Ν.Κ.




ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΙΟΥΛΙΟΥ

15 Ἰουλίου 2007
Κυριακή Ζ΄ Ματθαίου - 630 Πατέρων 




«Ὑμεῖς ἐστὲ τὸ φῶς τοῦ κόσμου»

 Ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή, ἀδελφοί μου, μᾶς τοποθετεῖ ἐνώπιον ἑνὸς προβλήματος ποὺ δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὴν ἐν πράξει χριστιανικὴ ζωή. Ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ σήμερα τοὺς ἑξακοσίους τριάκοντα φωτοφόρους πατέρες τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, οἱ ὁποῖοι στὸ εὐαίσθητο αὐτὸ θέμα τῆς χριστανικῆς πράξεως ὑπῆρξαν ἀπολύτως συνεπεῖς πρὸς τὴ θεωρητικὴ πίστη τους. Οἱ γνωστοὶ ἀπὸ τὴν ἱστορία ἀγῶνες τους γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη πίστη ἀλλὰ καὶ ὅλη ἡ ζωὴ καὶ πολιτεία τους τοὺς κατέστησαν φῶς τοῦ κόσμου, πρὸς τὸ ὁποῖο στρέφονται ὅλοι οἱ χριστιανοί. Γι᾿αὐτὸ τὸ φῶς ὁμιλεῖ σήμερα ὁ Κύριος. Ὅλοι ἀνεξαιρέτως οἱ χριστιανοὶ μποροῦν νὰ λάμπουν ὡς δυνατὰ φῶτα, ἐφ᾿ὅσον ἡ καθημερινὴ ζωή τους, οἱ πράξεις καὶ τὰ ἔργα τους εἶναι συνεπῆ πρὸς τὴν χριστιανικὴ πίστη. Ἡ χριστιανικὴ ζωὴ εἶναι ἀναγκαία καὶ εὐλογημένη συνέπεια τῆς ζωντανῆς πίστως τοῦ χριστιανοῦ. Εἶναι δὲ τόσο σημαντικὸς παράγων στὴ ζωή μας, ὥστε καὶ αὐτὴ ἡ δόξα τοῦ Οὐρανίου Πατρὸς ἐκ μέρους τῶν ἀνθρώπων ἐξαρτᾶται ἐξ αὐτοῦ κυρίως, ἀφοῦ ὅταν «ἴδωσιν ὑμῶν τὰ καλὰ ἔργα θὰ δοξάσωσι τὸν Πατέρα ὑμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς».

Οἱ χριστιανοὶ καλοῦνται νὰ στραγγαλίσουν κάθε διάθεση ὑποκρισίας. Ἡ ἀσυνέπεια μεταξὺ ἔργων καὶ λόγων, βίου καὶ πίστεως γίνεται ἀφορμὴ νὰ βλασφημεῖται τὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου Θεοῦ. Οἱ ἐχθροὶ εἶναι ἕτοιμοι νὰ ἐπιτεθοῦν ἐναντίον τῆς πίστεώς μας, ἀρκεῖ νὰ δοῦν κάποιον ἀπό μᾶς νὰ ἐπιτελεῖ ἄνομα ἔργα. Ὁ Χριστιανικὸς βίος ἔχει ἀπαιτήσεις ἀδελφοί μου. Δὲν εἶναι λόγος κενός, ἀλλὰ μεστὴ περιεχομένου πραγματικότητα. Δὲν εἶναι θεωρία, ἀλλὰ ἔργο καὶ πράξη. Ὅταν τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μας στρέφωνται πρὸς τὸν Θεό, γιὰ νὰ ἐκφράσουμε τὴν πίστη μας, συγχρόνως πρέπει νὰ στρέφωνται καὶ πρὸς τὴν καθημερινότητα τοῦ βίου, ὥστε νὰ γίνεται τὸ ἅγιο θέλημά Του. Ἐὰν ἐμεῖς ποὺ ἔχουμε τὴν χριστιανικὴ ἰδιότητα ἄλλα πιστεύουμε καὶ ἄλλα πράττουμε, μᾶς ἀξίζει ὁ ἐπιτιμητικὸς λόγος τοῦ Κυρίου. «Ὑμεῖς ἔξωθεν μὲν φαίνεσθαι τοῖς ἀνθρώποις δίκαιοι, ἔσωθεν δὲ μεστοὶ ὑποκρίσεως καὶ ἀνομίας»( Μάτθ. κγ’ 8).

Οἱ χριστιανοὶ τῆς πίστεως καὶ τῶν ἔργων εἶναι τὸ φωτεινὸ παράδειγμα σὲ ὅλες τὶς ἐκδηλώσεις τῆς ζωῆς. Ἡ πίστη μας εἶναι τόσο τέλεια, τόσο ἄρτια ὅσο καὶ ὁ Κύριός μας, ὁ ὁποῖος μᾶς βεβαιώνει ὅτι ἡ πίστη λυτρώνει, ἀλλὰ πρέπει νὰ συνοδεύεται ἀπὸ τὰ καλὰ ἔργα, ἀλλιῶς εἶναι νεκρά. Ἡ ζῶσα καὶ δι᾿ ἔργων ἐκδηλουμένη πίστη εἶναι φῶς δυνατό. Εἶναι προσκλητήριο σάλπισμα πρὸς ὅσους δὲν τὴν γνώρισαν ἀκόμη. Ἰσχύουν οἱ λόγοι τοῦ Ἀποστόλου Παύλου «ἦτε γὰρ πότε σκότος, νῦν δὲ φῶς ἐν Κυρίῳ ὡς τέκνα φωτὸς περιπατεῖτε· (Ἐφεσ. ε’ 8) καὶ τότε «μέγας κληθήσεται» αὐτὸς ποὺ πρῶτα «ποιεῖ» τὰ ἔργα καὶ ἔπειτα «διδάσκει» τοὺς λόγους.  

«Ὑμεῖς ἐστε τὸ φῶς τοῦ κόσμου». Τὸ «ὑμεῖς» ὑπονοεῖ τὸν ἀληθινὸ μαθητὴ τοῦ Χριστοῦ ποὺ ἔχει ἐγκολπωθεῖ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ μὲ τὰ ἔργα του ἀγωνίζεται γιὰ τὴν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὴν εἰρήνευση τῶν ἀνθρώπων, γιὰ τὴν ἐφαρμογὴ τοῦ νόμου τῆς ἀγάπης, καὶ μεταμορφώνεται σὲ «ἅλας τῆς γῆς». Ἡ χριστιανικὴ ἰδιότης, ἡ φωτισμένη συμπεριφορά, ἡ πίστη δι᾿ ἔργων ἐκδηλουμένη δὲν ἀποτελεῖ προσωπικὴ μόνο ὑπόθεση ἀλλὰ καὶ δημόσιο λειτούργημα. Ὅπως ἀκριβῶς ὁ ἰατρὸς δὲν σπουδάζει τὴν ἰατρικὴ γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἐξασκήση τὸ ἐπάγγελμα πρὸς ὑπηρεσίαν τῶν ἀσθενῶν, ἔτσι καὶ ὁ χριστιανός, ὁ μαθητής, δὲν πρέπει νὰ κρατήση γιὰ τὸν ἑαυτὸ του τὴ δωρεὰ τοῦ Θεοῦ, τὴν πίστη καὶ τὰ καλὰ ἔργα, ἀλλὰ πρέπει νὰ τὴν μεταδώση καὶ στοὺς ἄλλους· «Οὕτω λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων», ὄχι βεβαίως μὲ τὴν αὐτοπροβολὴ καὶ φαρισαϊκὴ διαφήμιση, οὔτε μὲ ἰδιοποίηση καὶ μονοπώληση τῆς χάριτος ἀλλὰ μὲ ἀνιδιοτελῆ καὶ αὐθόρμητη ἱεραποστολή, ἐν πνεύματι θυσία καὶ μὲ δοξολογία τοῦ αὐξάνοντος καὶ δίδοντος καρποφορία Θεοῦ.

Ἀδελφοί μου, ὅποιος ἀδιαφορεῖ γιὰ τὸν νόμο τοῦ Χριστοῦ καὶ ἔμμεσα ἢ ἄμεσα διδάσκει τοὺς ἀνθρώπους νὰ τὸν περιφρονοῦν, θὰ ἀποκλεισθῆ τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ἀντιθέτως «ὁ ποιήσας καὶ διδάξας» εἶναι μέτοχος τῆς Βασιλείας ἀπὸ αὐτὸν ἐδῶ τὸν κόσμο. Σημειώνουμε ὅτι ὁ Ἰησοῦς προτάσσει τὴν ἔμπρακτη ἐφαρμογὴ τῶν ἐντολῶν του ἀπὸ τὴν διδασκαλία μόνον μὲ  τὸ λόγο, διότι τὸ ζωντανὸ παράδειγμα ἀποτελεῖ τὴν πλέον πειστικὴ διδασκαλία. Ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος παρατηρεῖ «ὥσπερ γὰρ τὸ διδάσκειν ἄνευ τοῦ ποιεῖν κρίνει τὸν διδάσκοντα οὕτω τὸ ποιεῖν μέν, ἑτέρους δὲ μὴ ὑφηγεῖσθαι ἐλαττοῖ τοῦ μισθοῦ».

Θέλεις νὰ εἶσαι τὸ φῶς τοῦ κόσμου; Μπορεῖς νὰ ἀποτελεῖς τὸ πνευματικὸ φῶς τοῦ κόσμου μὲ τὴν ζωὴ καὶ τὸ ἦθος σου, μὲ τὰ καλά σου ἔργα, μὲ τὴν μετάνοιά σου, τὴ μυστηριακὴ ζωή. Οἱ ἑορταζόμενοι πατέρες ὑπῆρξαν «φῶς τοῦ κόσμου» μὲ τὴ σοφία καὶ τὴν ἁγιότητά τους.

Ὁ ἀληθὴς μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ δὲν κρύβει τὸ φῶς, ἀλλὰ τὸ μεταδίδει καὶ στοὺς ἄλλους μὲ τὴν ἱεραποστολή, ὅπως ἀκριβῶς συνέβη στὴν ἐποχὴ τῶν πατέρων, ὅταν ἐκχριστιανίσθηκε ὁλόκληρη ἡ Εὐρώπη, μεγάλο μέρος τῆς Ἀσίας καὶ μετεβλήθη ἡ ρωμαϊκὴ αὐτοκρατορία σὲ χριστιανικὴ οἰκουμένη.

Ὁ μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ διατηρεῖ καὶ συγχρόνως τηρεῖ τὸ σύνολο τῶν ἐντολῶν, ὅπως ἀκριβῶς καὶ οἱ πατέρες ποὺ ἀγωνίσθησαν γιὰ τὴ διατήρηση τῆς πίστεως χωρὶς νοθεία καὶ παραχαράξεις, χωρὶς ἀφαιρέσεις ἢ προσθῆκες, ὁπότε καὶ τὴν παρέδωσαν ἀκμαία καὶ ἀνόθευτη στοὺς μεταγενέστερους. Οἱ ἑορταζόμενοι πατέρες «εἶναι τὸ φῶς τοῦ κόσμου» καὶ μὲ τὴν πίστη πού μᾶς παρέδωσαν μᾶς ἀναγεννοῦν, μᾶς ζωογονοῦν, μᾶς φωτίζουν διαρκῶς, καὶ γιὰ αὐτὸ ζητῶντας τὴν εὐχή τους ἄς θέσουμε τὸν ἑαυτό μας κάτω ἀπὸ τὴν σωστικὴ καθοδήγησή τους, γιὰ νὰ σωθοῦμε. Ἀμήν.   

Ἀρχιμ. Ν.Κ.




ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΙΟΥΛΙΟΥ

8 Ἰουλίου 2007
Κυριακή ΣΤ΄ Ματθαίου


 
«Ἀφέωνταί σοι αἳ ἁμαρτίαι σου·»

Μιὰ ἔννοια, μιὰ λέξη, ἀδελφοί, εἶναι πολὺ γνωστὴ σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους· εἶναι ἡ λέξη ἁμαρτία. Καὶ ἡ ἁμαρτία προέρχεται, ὡς γνωστόν, ἐκ τοῦ πονηροῦ, ποὺ ὡς ἄλλος κακὸς γεωπόνος μπολιάζει τὸν ἄνθρωπο μὲ τὰ διάφορα μπόλια τοῦ κακοῦ πού, ὅταν ἀναπτυχθοῦν καὶ ἐξελιχθοῦν σὲ πάθη, κυριαρχοῦν ἐπὶ τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὸν καθιστοῦν ταλαίπωρο, δυστυχῆ «χαλεπὸν λίαν».

Τὰ ἁμαρτήματα εἶναι δυνατὸν νὰ χαρακτηρισθοῦν ὡς τελούμενα ἐν λόγῳ καὶ ἔργῳ, ἑκουσίως ἢ ἀκουσίως, ἐν γνώσει ἢ ἐν ἀγνοίᾳ ἢ ἐν νυκτὶ καὶ ἡμέρᾳ καὶ οἰκοδομοῦν σταθερὰ ροπὴ πρὸς τὸ κακὸ καὶ τελικὰ ἀποσποῦν τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν ἐπικοινωνία του πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τότε «ἀσθενεῖ τὸ σῶμα, ἀσθενεῖ καὶ ἡ ψυχή».

Οἱ φεγγίτες μέσῳ τῶν ὁποίων διέρχεται καὶ προσβάλλει τὸν ἄνθρωπο ἡ ἁμαρτία εἶναι τὰ ποικίλα ψυχοσωματικὰ κέντρα τοῦ ἀνθρώπου. Συνήθως προσβάλλει τὴν διάνοιά του, ἡ ὁποία παιδιόθεν ρέπει ἐπιμελῶς ἐπὶ τὰ πονηρά. Ὕστερα ἐκ τῆς διανοίας, τοῦ νοῦ, ἡ πονηρὴ ἐπιθυμία καὶ σκέψη κατέρχεται στὴν καρδιά, ἐκεῖ κυοφορεῖται, γίνονται διάφορες ἐπεξεργασίες, ὁπότε καὶ ὑλοποιεῖται καὶ τελικὰ ἐκτελεῖται καὶ θανατώνει τὸν ἄνθρωπο, ἀφοῦ τὰ «ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας», τὰ κέρδη καὶ τὰ ὀφέλη εἶναι θάνατος.

Ὅσο περισσότερο ὁ ἄνθρωπος ὑπηρετεῖ τὴν ἁμαρτία τόσο καὶ πιὸ πολὺ δένεται μὲ τὰ λουριά, τοὺς ἱμάντες τοῦ κακοῦ, μέχρι σημείου ὄχι μόνο νὰ ἀσθενήσει, ἀλλὰ καὶ νὰ καταντήσει ἀκίνητος καὶ ἄχρηστος στὴ ζωή, ὅπως συνέβη μὲ τὸν Παραλυτικὸ τῆς Καπερναούμ, ποὺ εἶχε τυλιχθῆ μὲ τὶς φασκιὲς τῆς ἁμαρτίας καὶ ἐσύρετο πρὸς τὸν θάνατο. Εὐτυχῶς ὅμως ποὺ συναντήθηκε μὲ τὸν ἐνσαρκωμένο Λόγο τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος τὸν ἐσπλαγχνίσθη καὶ τὸν ἐλευθέρωσε καὶ ἀνέστειλε τὴν πορεία του πρὸς τὸν θάνατο. «Θάρσει, τέκνον» τοῦ λέγει ὁ γλυκὺς Ἰησοῦς καὶ ἐκφράζεται ἔτσι τὸ μήνυμα τοῦ Μεσσία πρὸς ὅλους τοὺς πάσχοντες ἀπὸ διάφορες ἀσθένειες ἢ αἰχμάλωτους του σατανᾶ ὅτι καταλύεται τὸ κράτος καὶ ἡ ἰσχὺς τοῦ διαβόλου.

«Ἀφέωνταί σοι αἳ ἁμαρτίαι σου» ὁ ἰατρὸς τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων Ἰησοῦς ἀπευθύνει στὸν σωματικῶς ἀσθενῆ παραλυτικό. Καὶ ἀναδεικνύεται ἔτσι ἡ σχέσις ἁμαρτίας καὶ ἀσθενείας, ποὺ κατὰ τὴν διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς εἶναι ἡ ἑξῆς: ἡ εἴσοδος τῆς ἁμαρτίας στὸν κόσμο διὰ τῆς παρακοῆς τοῦ Ἀδὰμ (τῆς ἁμαρτίας ἐννοουμένης ὡς ἐπαναστάσεως τοῦ δημιουργήματος κατὰ τοῦ Δημιουργοῦ) εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τὴν ἀσθένεια, τὴν φθορὰ καὶ τὸν θάνατο. Ἡ ὕπαρξη λοιπὸν τῆς ἀσθενείας στὸν κόσμο ἀποτελεῖ σύμπτωμα τῆς ἁμαρτωλοῦ καταστάσεως, ὄχι βέβαια μὲ τὴν ἔννοια ὅτι κάθε ἀσθένεια τοῦ ἀνθρώπου ἀποτελεῖ συνέπεια συγκεκριμένου προσωπικοῦ ἁμαρτήματος, ἀλλὰ μὲ τὴν ἔννοια ὅτι γενικῶς ἡ ἀσθένεια φανερώνει τὴν φθορὰ τῆς ἀνθρωπότητος καὶ τὴν ὑποταγή της στὴ δύναμη τοῦ κακοῦ. Ὁ Μεσσίας ὅμως «ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου» καὶ καταλύων τὰ ἔργα τοῦ διαβόλου, ἐκφράζει καὶ ἐκπροσωπεῖ τὴ νίκη τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τῶν σατανικῶν δυνάμεων ποὺ κρατοῦν δέσμιους τοὺς ἀνθρώπους, καὶ δηλώνει τὴν ἔναρξη τῆς νέας ἐποχῆς, ποὺ εἶναι ἐποχὴ χάριτος καὶ σωτηρίας.             

Ἡ αὐθεντικὴ ὅμως φράση τοῦ Μεσσία πρὸς τὸν ἀσθενῆ περὶ ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν του νομίζεται ἀπὸ τοὺς παρισταμένους γραμματεῖς ὡς βλασφημία, γιατί αὐτοὶ μὴ δεχόμενοι τὴν μεσσιανικὴ ἰδιότητα καὶ ἐξουσία τοῦ Ἰησοῦ νομίζουν ὅτι οἰκειοποιεῖται κατὰ βλάσφημο τρόπο ἰδιώματα καὶ ἐξουσίες τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Ἰησοῦς ἀντιλαμβανόμενος κατὰ ὑπερφυσικὸ ρόπο τοὺς διαλογισμούς τους, τοὺς ἐλέγχει γιὰ τὶς πονηρὲς σκέψεις ποὺ κάνουν καὶ τοὺς ἐρωτᾶ τί θεωροῦν εὐκολότερο ἔργο, τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν ἢ τὴν θεραπεία τῆς σωματικῆς ἀσθενείας. Ἀσφαλῶς οἱ ἄνθρωποι θεωροῦν πιὸ δύσκολο ἔργο τὴν θεραπεία καὶ εὐκολότερο τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν, ἀφοῦ τὸ πρῶτο γίνεται φανερὸ καὶ ψηλαφᾶται, ἐλέγχεται, διαπιστώνεται, ἐνῶ τὸ δεύτερο εἶναι δώρημα προσωπικὸ τοῦ οὐρανοῦ, εἶναι χάρις καὶ μυστήριο. Ὁ Ἰησοῦς ὅμως, ἀδελφοί μου, βλέπει ὡς μία ἑνότητα τὸ αἴτιο καὶ τὸ ἀποτέλεσμα. Γι᾿ αὐτὸ καὶ καταπολεμεῖ τὸ ὁρατὸ σύμπτωμα, τὴν ἀσθένεια, τὴν παραλυσία, ποὺ μπορεῖ νὰ ἐλεγχθεῖ ἀπὸ ὅλους, αἴρων συγχρόνως καὶ τὸ αἴτιο, δηλαδὴ τὴν ἁμαρτία, καὶ ὡς ἔχων ἐξουσία ἐπὶ τῆς γῆς «ἀφιέναι ἁμαρτίας» διατάσσει τὸν παράλυτο νὰ σηκώση τὴν «κλίνην» του καὶ νὰ μεταβῆ στὸ σπίτι του, στοὺς δικούς του.

Ὁ «Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου» δὲν εἶναι μόνον ὁ μέλλων νὰ ὑποστῆ τὸ πάθος Μεσσίας ἢ ὁ μέλλων νὰ ἐπανέλθη «μετὰ δόξης κρῖναι ζῶντας καὶ νεκρούς», ἀλλὰ εἶναι καὶ ὁ θεμελιῶν τὴν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία μόνη ἔχει ἐξουσία νὰ συγχωρεῖ ἁμαρτίες, ἐξουσία ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸν Ἱδρυτή της, τὸν Ἰησοῦ Χριστό, ὁ ὁποῖος εἶχε τέτοια «ἐξουσίαν ἐκ Θεοῦ».

Ἀδελφοί μου, γιὰ τὴν σωτηρία μας εἶναι ἀπαραίτητη ἡ μετάνοια καὶ ἡ πίστη. Ἡ μετάνοια εἶναι θυγατέρα πρωτότοκη τῆς πίστεως. Ἡ πίστη εἶναι ἀπαραίτητη καὶ γιὰ τὶς κοινωνικὲς προεκτάσεις ποὺ ἔχει, ἀφοῦ ὁ πιστὸς ἄνθρωπος ἀποτελεῖ ἀφορμή, πρόκληση σωτηρίας καὶ γιὰ ἄλλους. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι κατὰ τὴ διήγηση τῆς περικοπῆς μας ὁ Ἰησοῦς ἐπαινεῖ τὴν πίστη τῶν συνοδῶν τοῦ παραλυτικοῦ, πρὶν θεραπεύση τὸν ἀσθενῆ. Ἡ ἀληθινὴ πίστη εἶναι ἐφευρετική. Γι᾿ αὐτὸ ὁ ἄνθρωπος τῆς πίστεως ἀνακαλύπτει τρόπους δράσεως, γιὰ νὰ ἐπιτύχη αὐτὸ ποὺ ἐπιδιώκει ὄχι μόνο γιὰ τὴ δική του ὠφέλεια ἀλλὰ καὶ τὴν ὠφέλεια τοῦ ἀδελφοῦ.

Ἃς προσευχηθοῦμε λοιπόν· «Πρόσθες ἡμῖν πίστιν Κύριε». Ἀμήν. 

Ἀρχιμ. Ν.Κ.




ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΙΟΥΛΙΟΥ

1 Ἰουλίου 2007
Κυριακή Ε΄ Ματθαίου



 
«Ὑπήντησαν αὐτῷ δύο δαιμονιζόμενοι ἐκ τῶν μνημείων
ἐξερχόμενοι, χαλεποὶ λίαν·»

Δυστυχεῖς καὶ ἀξιολύπητοι εἶναι οἱ δύο δαιμονίζομενοι τοῦ Ἱεροῦ Εὐαγγελίου· Ἔχουν κυριευθῆ ἀπὸ τὸν πονηρό, τὸν διάβολο, καὶ γιὰ τοῦτο «τὸ λίαν καλὸν» δημιούργημα τοῦ Θεοῦ μεταμορφώνεται σὲ «χαλεπὸν λίαν». Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ δὲν εἶναι ψυχικὰ ἀσθενεῖς, εἶναι ὅμως ἐπιθετικοί. Δὲν εἶναι νευρασθενεῖς, εἶναι ὅμως ἐπικίνδυνοι. Κρύπτονται στὰ μνήματα, τρέχουν ἐξαγριωμένοι στοὺς δρόμους, εἶναι ἕτοιμοι νὰ κακοποιήσουν ὅποιον συναντήσουν, γιατὶ εἶναι ὑπὸ τὴν πλήρη κυριαρχία τοῦ διαβόλου.

Ἡ συνάντηση τοῦ Χριστοῦ μὲ τοὺς δύο δαιμονιζομένους ἦταν μιὰ ἀποκάλυψη ἀφ᾿ ἑνὸς μὲν τοῦ πραγματικοῦ προσώπου ἀλλὰ καὶ τοῦ ἔργου τοῦ διαβόλου καὶ ἀφ᾿ ἑτέρου τῆς δυνάμεως τῆς χάριτος τοῦ Χριστοῦ. Στὴν χώρα τῶν Γεργεσηνῶν ἀναδεικνύεται τὸ ἀντικοινωνικὸ ἔργο τοῦ διαβόλου καὶ καὶ τὸ κατ᾿ ἐξοχὴν κοινωνικὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ.

Στὸ σημερινὸ θαῦμα φαίνεται καθαρὰ ὅτι ὁ διάβολος εἶναι πρόσωπο, ὀντότης, καὶ τὸ ἔργο του εἶναι καταστρεπτικὸ γιὰ ὅλη τὴν δημιουργία. Τὰ δαιμόνια κατέβαλλαν τὸ σῶμα τῶν ἀνθρώπων ἐκείνων καὶ ὁμιλοῦσαν προσωπικὰ μὲ τὸν Χριστό. Τὸν παρακαλοῦσαν νὰ τοὺς ἐπιτρέψη νὰ εἰσέλθουν εἰς τοὺς χοίρους καί, ὅταν ὁ Χριστὸς τὸ ἐπέτρεψε, τότε ἡ ἀγέλη τῶν χοίρων «ὥρμησε κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν θάλασσαν καὶ ἀπέθανον ἐν τοῖς ὕδασι».

Ἰδοὺ τί εἶναι ὁ διάβολος. Ζημιά, καταστροφή, βλάβη, ἀσχήμια, ἀντικοινωνικότητα. Κάποιοι σήμερα ἐπηρεασμένοι ἀπὸ διάφορα ἰδεολογικὰ ἢ καὶ φιλοσοφικὰ ρεύματα ἰσχυρίζονται ὅτι ὁ διάβολος εἶναι ἁπλῆ προσωποποίηση τοῦ κακοῦ, ψευδαίσθηση φαντασιόπληκτων χριστιανῶν ποὺ ἐπιμένουν νὰ βλέπουν παντοῦ δαιμόνια. Ὁ διάβολος ἔχει, ἀδελφοί μου, κάνει μία πολὺ μεγάλη ἐπιτυχία. Ἔχει κάνει τὸν ἐκτὸς Ἐκκλησίας κόσμο νὰ πιστέψη ὅτι δὲν ὑπάρχει.

Ὅμως κατὰ τὴν Ἁγία Γραφὴ ὁ Κύριος ἐνσαρκώθη «ἵνα διὰ τοῦ θανάτου καταργήσῃ τὸ κράτος ἔχοντα τοῦ θανάτου τουτέστι τὸν διάβολον» (Ἑβραίους β’14) καὶ «εἰς τοῦτο ἐφανερώθη ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἵνα λύσῃ τὰ ἔργα τοῦ διαβόλου· (Ἀ’ Ἰωὰν. γ’8) Ὁ διάβολος δὲν εἶναι προσωποποίηση τῶν παθῶν, ἀλλὰ πρόσωπο ποὺ δημιουργήθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ ὡς ἄγγελος καί, ὅταν ἔχασε τὴν κοινωνία μαζί Του, ἔγινε πνεῦμα σκοτεινό, διάβολος, καὶ διακατέχεται ἀπὸ ὑπερβολικὴ θανατηφόρα μισανθρωπία. Ἐκπνέει σκέψεις ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, ἐναντίον τῶν ἀνθρώπων, ἐπηρεάζει τὴν βούληση, ἡ μανία του ἐκδηλώνεται μὲ τὶς προσβολὲς ἐναντίον τῆς ψυχῆς μας. Ὁ διάβολος, ἐὰν ὁ Χριστὸς ποὺ εἶναι «ὁ ζωοποιῶν τὰ πάντα» δὲν τὸν ἀναχαίτιζε, ἤθελε μὲ μιᾶς νὰ θανατώση ὁλόκληρη τὴν ἀνθρωπότητα.

Στὴν σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ ἐπίσης διαπιστώνουμε ὅτι οἱ δυὸ δυστυχεῖς ὑπάρξεις, ὅταν κατελήφθησαν ἀπὸ τὰ δαιμόνια, βγῆκαν ἔξω ἀπὸ τὶς πόλεις, τὰ σπίτια καὶ τὶς οἰκογένειές τους, κατοικοῦσαν στὰ μνήματα ἦσαν «χαλεποὶ λίαν», ἔγιναν ἀντικοινωνικοί. Ἔτσι γίνεται ἀντιληπτὸ τὸ μισάνθρωπο πρόσωπο τοῦ διαβόλου καὶ τὸ ἀντικοινωνικό του ἔργο. Τὸ κακὸ εἶναι ὅτι ἡ παιδεία μας καὶ ὅλος ὁ πολιτισμός μας θέλει πεισματικὰ νὰ ἀγνοεῖ αὐτὴ τὴν πραγματικότητα. Ὄχι μόνο δὲν τὴν ἀντιμετωπίζει, ἀλλὰ διστάζει νὰ μιλήση γιὰ τὸν διάβολο καὶ τὴν ἁμαρτία. Ἔτσι ὁ κίνδυνος νὰ μείνη ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος ἀνίσχυρος, ἀδύνατος, ἀλύτρωτος, εἶναι φανερός.

Συνέπεια τούτου εἶναι πὼς ὑπάρχουν καὶ στὶς ἡμέρες μας «χαλεποὶ λίαν». Καὶ εἶναι ὅσοι ἀπομακρύνονται ἀπὸ τὸν Χριστὸ καὶ δημιουργοῦν σχέσεις μὲ τὸν διάβολο καὶ ἀλλάσσουν διαθέσεις καὶ φρονήματα. Σύγχρονοι Γεργεσηνοὶ ποὺ «παρακάλεσαν ὅπως μεταβῇ ἀπὸ τῶν ὁρίων αὐτῶν». Ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ στὴν ζωὴ τους εἶναι ἐνοχλητική. Ἔτσι, χωρὶς Χριστὸ γίνονται ἄπιστοι, ὀργίλοι, συκοφάντες, ψεύδορκοι, σαρκολάτρες κλέπτες, καταχραστές, βλάσφημοι, ἀπάτριδες ποὺ ὄχι μόνο δουλεύουν ἀμετανόητοι στὰ πάθη τους, ἀλλὰ «χαλεποὶ λίαν» ὄντες εἶναι ἐπικίνδυνοι γιὰ τοὺς ἄλλους. Εἶναι ἀντικοινωνικοί. Ἔτσι ὁ γλυκὺς Ἰησοῦς, ἀποδιωγμένος μπαίνει στὸ πλοῖο, περνᾶ στὴν ἀπέναντι ὄχθη καὶ φτάνει στὴν ἰδιαίτερη γι᾿ αὐτὸν πόλη, τὴν Καπερναούμ, καὶ περιμένει τὴν προσευχή μας, ἀδελφοί μου.

Ἃς κάνουμε αἴτημα στὴν προσευχή μας πρὸς τὸν Κύριο νὰ σκεπάση μὲ τὴ χάρι Του ὅλους καὶ ὅλες καὶ νὰ φωτίση, ὥστε νὰ ἐκλείψουν ἀπὸ τὴν χριστιανικὴ οἰκογένεια καὶ ἀδελφότητα ὅλοι «οἱ χαλεποί» ἀδελφοί μας καὶ νὰ γίνουμε ὅλοι λογικὰ πρόβατα τοῦ εἰρηνικοῦ ποιμνίου Αὐτοῦ, μέλη τίμια τῆς Ἐκκλησίας Του. Ἀμήν.

Ἀρχιμ. Ν.Κ.




ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ

30 Δεκεμβρίου 2007
Κυριακὴ μετὰ τὴν Χριστοῦ γέννησιν
(Ματθ. 1-1, 25)


 
«Ἐγερθεὶς παράλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ φεῦγε εἰς Αἴγυπτον… μέλλει γὰρ Ἡρώδης ζητεῖν τὸ παιδίον τοῦ ἀπολέσαι αὐτό».

Πρόσφυγες στὴν Αἴγυπτο ἀδελφοί μου· ἡ Θεοτόκος, ὁ Ἰωσὴφ καὶ τὸ θεῖο βρέφος. Ταλαιπωρίες, κόπος, ἀγωνίες, θλίψεις, κίνδυνοι συνοδεύουν τὸν ἐρχομὸ στὸν κόσμο τοῦ Ἰησοῦ. Πολὺ ἐκφραστικὰ ὁ ἅγιος Τιμόθεος, πρεσβύτερος στὴν Ἀντιόχεια, γεμᾶτος δέος μπροστὰ καὶ σὲ αὐτὴ τὴ νέα συγκατάβαση τοῦ Ἐμμανουὴλ ἀναφωνεῖ: «Τὶς μὴ θαυμάσῃ τὴν τοῦ Κυρίου συγκατάβασιν; Ἄνω ἐλεύθερος, κάτω ἐναπόγραφος καὶ πρόσφυγας. Ἄνω Υἱὸς καὶ κάτω δοῦλος. Ἄνω βασιλεὺς καὶ κάτω μισθωτός. Ἄνω πλούσιος καὶ κάτω ἐνδεής. Ἄνω προσκυνούμενος καὶ κάτω φορολογούμενος. Ἄνω θεϊκὸς θρόνος καὶ κάτω ἀγροικικὸν σπήλαιον. Ἄνω ὁ πατρῷος καὶ ἀκατάληπτος κόλπος καὶ κάτω ἀλογοτροφεῖον μικρὸν καὶ φάτνιον. Τὶς μὴ θαυμάσῃ μεγάλα ἄνω πράγματα καὶ μικρὰ κάτω σπάργανα». Ἀλλὰ ἐπειδὴ «λύτρωσιν ἀπέστειλε Κύριος τῷ λαῷ αὐτοῦ» (ἀπὸ τὴν ὑμνολογία τῆς ἑορτῆς) τὸ παιδίον Ἰησοῦς «ἐξῆλθε νικῶν καὶ ἵνα νικήσῃ» (Ἀποκ. 6, 2) Πάρ᾿ὅτι «ἐπεσκέψατο ἡμᾶς ἐξ ὕψους ὁ Σωτὴρ ἡμῶν», γιὰ νὰ βροῦμε τὴν ἀλήθεια ἐμεῖς οἱ ἐν σκότει καὶ σκιᾷ, ἐντούτοις ὁ Ἡρώδης ἀναζητεῖ τὸ παιδίον, τὸν Μεγάλο Ἐπισκέπτη, «τοῦ ἀπολέσαι αὐτό». Ἡ γέννησή Του κατατρόμαξε ἕνα βασιλιά. Ἡ φιλοδοξία του τὸν ὁδηγεῖ στὸ νὰ μισῆ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ θέλη τὸ θάνατό Του. Φοβᾶται μήπως τοῦ πάρει τὴν ἐξουσία. Εἶναι πραγματικὰ ἀνόητος καὶ μικρός, ἀφοῦ δὲν ἔχει τὴν στοιχειώδη λογικὴ νὰ καταλάβη τὴ μεγάλη διαφορὰ ἡλικίας καὶ τὸ ἐνδεχόμενο τοῦ ξαφνικοῦ θανάτου. Ζητεῖ ἀσφάλεια καὶ προχωρεῖ σὲ σφαγές, γιὰ νὰ ἐξαφανίση τὴν ἀνασφάλειά του. Βέβαια γρήγορα «τεθνήκασιν οἱ ζητοῦντες τὴν ψυχὴν τοῦ παιδίου». Ὁ Ἰησοῦς Βασιλεὺς εἰς τοὺς αἰῶνας ἐνῶ ἐκεῖνοι ποὺ ἐπεδίωξαν τὸν θάνατό Του πέθαναν οἱ ἴδιοι. Ἐπιδιώκει ὁ Ἡρώδης τὸ θάνατο Ἐκείνου ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ ἐμᾶς, ποὺ κατέβηκε στὴν γῆ, γιὰ νὰ ἀνεβοῦμε ἐμεῖς στὸν οὐρανό, Ἐκείνου ποὺ φόρεσε τὴν ἀνθρώπινη φύση μας, γιὰ νὰ ἐνδυθοῦμε ἐμεῖς τὴν θεότητά Του. Ἐπιδιώκει ὁ Ἡρώδης τὸν θάνατο Ἐκείνου ποὺ καταδέχθηκε νὰ γίνη «υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου», γιὰ νὰ γίνουμε ἐμεῖς παιδιὰ τοῦ Θεοῦ. Ἐκείνου ποὺ κατέβηκε ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, ὅπου οὔτε ποτάμια παγώνουν οὔτε ἄνεμοι φυσᾶνε οὔτε τὰ ἄνθη μαραίνονται, ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ κανεὶς δὲν ἀρρωσταίνει, ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ὅπου δὲν ὑπάρχουν νεκροταφεῖα, γιατί κανεὶς ἐκεῖ δὲν πεθαίνει. Ζητεῖ «ἀπολέσαι τὸ παιδίον Ἰησοῦ» «ποὺ ζῇ ἐν πτωχείᾳ, ἀνατρέφεται ἐν ἁπλότητι». Ἐκεῖνον ποὺ δωδεκαετὴς θὰ ἀποστομώση τοὺς διδασκάλους τοῦ Νόμου «γράμματα μὴ μεμαθηκὼς» (Ἰωάν. 7, 15). Θέλει νὰ στερήση ἀπὸ τὸν κόσμο Αὐτὸν ποὺ μὲ μόνο τὸν Λόγο Του θὰ ἐπιβάλλεται στὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως, θὰ βαδίζη ἐπὶ τῶν κυμάτων, θὰ θεραπεύη τοὺς ἀνθρώπους χωρὶς φάρμακα καὶ ἀμοιβή. Ἐκείνου πού, ἐνῶ ποτὲ δὲν συνεκρότησε στράτευμα οὔτε ἐξαπέλυσε στρατιῶτες, ὅμως ἔχει πλῆθος ἐθελοντῶν ποὺ Τὸν ἀκολούθησαν. Ἐβουλήθη νὰ ἀπολέση Ἐκεῖνον ποὺ τελικὰ οὔτε αὐτὸς μπόρεσε νὰ βλάψη οὔτε ὁ σατανᾶς νὰ Τὸν πλησιάση οὔτε ὁ θάνατος νὰ Τὸν καταστρέψη οὔτε ὁ τάφος νὰ Τὸν κρατήση.

Ἃς παρακολουθήσουμε, ἀδελφοί, πῶς ὁ Ἰωσὴφ δέχεται τὴν ἐπίσκεψη τοῦ Ἀγγέλου καὶ ὑπηρετεῖ τὸ μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου. Μὲ διακριτικὴ ὑπακοὴ καὶ σιωπή. Κάνει ἰδιαίτερη ἐντύπωση πὼς στὴν Ἁγία Γραφὴ δὲν ὑπάρχει κανένας λόγος τοῦ Ἰωσήφ. Ἀναδεικνύεται ἔτσι ἡ συμβολὴ τῆς σιωπῆς στὴ διακονία τοῦ Λόγου. Τῆς σιωπῆς καὶ τῆς ἡσυχίας. Εἶναι δυνατὸν νὰ ἀκουσθῆ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ἂν δὲν βρισκόμαστε σὲ κατάσταση σιωπῆς καὶ ἡσυχίας; Αὐτὴ εἶναι ἡ πρόταση τῆς Ἐκκλησίας στὴ σημερινὴ ἐποχή, ἐποχὴ δράσεως καὶ κινήσεως ποὺ στοχεύει στὴν ἀτομικὴ καὶ κοινωνικὴ εὐημερία δῆθεν. Σιωπὴ καὶ ἡσυχία μὲ τὸν Χριστό, γιὰ νὰ σταματήση ἡ ἀλλοτρίωσή μας, ποὺ ἔχει γίνει γιατὶ «σκοτώσαμε μέσα μας τὸν Χριστό». Μέσα σὲ ἕνα κλῖμα ἡσυχίας, σιωπῆς καὶ ὑπακοῆς ὁ ἄνθρωπος ἑνοποιεῖται καὶ τότε ἡ δράση του εἶναι ὑγιής. Τὸ παιδίον Ἰησοῦς, ἔτσι ὅπως τὸ βλέπουμε στὴν ἀγκαλιὰ τῆς Παναγίας μας, μᾶς ὁδηγεῖ στὴν σωτήρια σκέψη ὅτι ἀποτελεῖ τὸ κέντρο τῆς Ἐκκλησίας. Συνεπῶς δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀναζητοῦμε τὸν Χριστὸ ἔξω ἀπὸ τὴν Παναγία καὶ τὴν Ἐκκλησία. Ὅπως Ἐκεῖνος κυοφορήθηκε στὴν μήτρα τῆς Παναγίας,ἔτσι καὶ ἐμεῖς πρέπει στὴν μήτρα τῆς Ἐκκλησίας,δηλαδὴ στὴν μυστηριακὴ ζωή, νὰ ἀναγεννηθοῦμε πνευματικά, νὰ κυκλοφορῆ στὶς φλέβες μας Χριστός, νὰ ἔχουμε μέσα μας τὴν ὄντως ζωή. Νὰ λεγόμαστε καὶ νὰ εἴμαστε ἀληθινοὶ χριστιανοί.

Ἀδελφοί, τρεῖς στάσεις καὶ συμπεριφορὲς ἔχουν οἱ ἄνθρωποι ἀπέναντι στὸν Χριστό. Ἄλλοι σὰν τὸν Ἰωσὴφ τὸν ὑπηρετοῦν μὲ διάκριση, ὑπακοή, ἡσυχία καὶ σιωπή. Ἄλλοι σὰν τὴν Θεοτόκο, Τὸν γεννοῦν, ἀφοῦ ἀφήνουν στὴν ψυχὴ καὶ τὴν καρδιά τους νὰ κυοφορεῖται Ἐκεῖνος, ὁ Μεγάλης Βουλῆς Ἄγγελος. Καὶ ἄλλοι σὰν τὸν Ἡρώδη ζητοῦν τὸ θάνατό Του. Ἐμεῖς ἀδελφοί, ποιὰ στάση παίρνουμε;

Ἀρχιμ. Ν.Κ.




ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ

23 Δεκεμβρίου 2007
Κυριακὴ πρὸ Χριστοῦ γεννήσεως
(Ματθ. 1-1, 25)




« Καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦ ».

Ἄγγελος ἀπὸ τὸν θρόνο τοῦ Θεοῦ, ἀγαπητοί μου, φέρνει τὴν εἴδηση, τὸ μήνυμα τοῦ οὐρανοῦ στὸν ἄκακο καὶ δίκαιο Ἰωσὴφ καὶ ἀμέσως οἱ ἀμφιβολίες του σὰν καπνὸς διαλύθηκαν. Εἶχε γὰρ «λάθρα βουληθῆ ἀπολῦσαι αὐτήν». Τοῦ ἀποκαλύπτει «τὸ μυστήριον τὸ ἀποκεκρυμμένον ἀπὸ τὸν αἰώνων καὶ ἀπὸ τῶν γενεῶν» (Κολοσ. 1, 26). Τοῦτο τὸ παιδὶ θὰ «σώσει τὸν λαὸν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν». Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ ὄνομα ποὺ τοῦ δόθηκε πρὶν ἀκόμα γεννηθῆ ἦταν «Ἰησοῦς», ὄνομα ἀντιπροσωπευτικὸ τῆς μεγάλης ἀποστολῆς Του. Ὄνομα ποὺ κλείνει μέσα του τὴν πιὸ ἀπέραντη ἀγάπη· «Διὸ καὶ ὁ Θεὸς αὐτὸν ὑπερύψωσε καὶ ἐχαρίσατο αὐτῷ ὄνομα, τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα» (Φιλιπ. 2-9). «Καὶ ἐν τούτῳ τῷ ὀνόματι τοῦ Ἰησοῦ πᾶν γόνυ κάμψει ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων καὶ καταχθονίων καὶ πᾶσα γλῶσσα ἐξομολογήσεται ὅτι Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς εἰς δόξαν Θεοῦ πατρός» (Φιλιππ. 2-11).

Ἔρχεται στὴ γῆ ὁ «Ἰησοῦς» γιὰ νὰ ὑψώση ἐμᾶς στὸν οὐρανό. Ταπεινώθηκε, γιὰ νὰ μᾶς δοξάση. Ἔγινε πτωχός, γιὰ νὰ μᾶς πλουτίσει. Πῆρε τὴν ἀνθρώπινη μορφὴ «ἵνα ἡμᾶς συμμόρφους ποιήσῃ τῆς εἰκόνος τῆς δόξης αὐτοῦ», ὅπως χαρακτηριστικὰ ἀναφέρεται στὴ Θεία Λειτουργία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. Γεννᾶται στὸ σκοτάδι τοῦ σπηλαίου, γιὰ νὰ μᾶς ὁδηγήση στὸ φῶς τοῦ Παραδείσου. Πρὶν νὰ ἐνανθρωπήσει «Θεὸν ἰδεῖν ἀδύνατον». Τώρα ὅμως ποὺ ἀγγελικὰ στόματα μεταδίδουν τὸ χαρμόσυνο μήνυμα: «ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον Σωτὴρ» ἡ εὐωδία τῆς θείας ἀγάπης κάνει τὴν γῆ νὰ μεθάει ἀπὸ χαρά. Τὸ ὄνομα Ἰησοῦς εἶναι «μύρον ἐκκενωθέν» (Ἆσμα 1, 3).

Ἀδελφοί, ἡ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων ξεκινᾶ ἀπὸ τὴ Φάτνη καὶ καταλήγει στὸ Σταυρό. Ὁ Ἰησοῦς δὲν εἶναι μόνο μὲ τὸ Αἷμα Του Σωτήρας ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν Γέννησή Του. Σωτήρας ἀναδείχθηκε ὄχι μόνο στὸ Γολγοθᾶ μὲ τὸν Σταυρό Του ἀλλὰ καὶ στὴ Βηθλεὲμ μὲ τὴ Γέννησή Του. Ὁ Χριστὸς γεννιέται μέσα στοὺς πιστοὺς μὲ τὴν πίστη καὶ σαρκώνεται μὲ τὶς ἀρετές. Ὅλη ἡ ἐν Χριστῷ ζωή, ἡ πνευματικὴ ζωὴ εἶναι ζωὴ ἀναγεννήσεως, δηλαδὴ γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ μέσα μας καὶ ἀναγεννήσεώς μας ἐν Αὐτῷ. Καὶ πόση ἀξία ἔχει αὐτὸ γιὰ τὸν σημερινὸ ἄνθρωπο ποὺ κινεῖται ἔξω ἀπὸ τὸν χυμὸ τῆς Ὀρθοδόξου παραδόσεως, ἀφοῦ ὅλες του οἱ κινήσεις καὶ συντεταγμένες φανερώνουν κίνηση ἀπὸ τὸν Θεάνθρωπο στὸν ὑπεράνθρωπο, τὸν ἄνθρωπο-Θεό, μόλις ποὺ εἶναι ἀνάγκη νὰ τονισθῆ.

Πανανθρώπινη πρέπει λοιπὸν νὰ εἶναι ἡ δοξολογία μας πρὸς τὸν Τριαδικὸ Θεὸ γιὰ τὴν μεγάλη καὶ ἀκατάληπτη σάρκωση τοῦ Λόγου, μὲ σκοπὸ τὴν ἐπανασύνδεση τῶν σχέσεων Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου. Μάρτυρες τῶν ἐξαιρετικῶν αὐτῶν γιὰ τὴν ἱστορία τοῦ κόσμου γεγονότων εἶναι οἱ ἁπλοῖ ποιμένες ἀπὸ τὰ περίχωρα τῆς Βηθλεὲμ ποὺ ἐκπροσωποῦν ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος· «καὶ ποιμένες ἦσαν εἰς τὴν χώραν… καὶ ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου ἐπέστη αὐτοῖς καὶ δόξα Κυρίου περιέλαμψεν αὐτοὺς» (Λουκ. 2-8). Ἀλλὰ καὶ οἱ μάγοι ἐχάρησαν χαρὰν μεγάλην. «Καὶ ἰδοὺ ὁ ἀστήρ, ὃν εἶδον ἐν τῇ ἀνατολῇ προῆγεν αὐτούς, ἕως ἐλθὼν ἔστη οὗ ἦν τὸ παιδίον». Ἔλαμψε στὸν οὐρανὸ ὁ φωτεινὸς ἀστέρας καὶ στὴ φάτνη ἐφιλοξενεῖτο ὁ Βασιλεὺς τῶν Βασιλέων. Ἡ πίστη τους δικαιώθηκε. Ὁ ἱερὸς πόθος τους πραγματοποιήθηκε. Μετὰ ἀπὸ τόσους κόπους καὶ πολυήμερο ταξίδι ἀξιώνονται τῆς τιμῆς νὰ προσκυνήσουν τὸν «τεχθέντα Βασιλέα» παρ᾿ὅτι στὴ Βηθλεὲμ ὅλα ἦταν ἁπλᾶ, ταπεινά, πτωχά. «Οὔτε ἡ Παρθένος ἐπίσημος ἦν, οὔτε ἡ οἰκία περιφανής, οὔτε ἄλλο τι τῶν ὡρισμένων ἱκανὸν ἐκπλῆξαι» μᾶς πληροφορεῖ ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος. Παρὰ ταῦτα οἱ σοφοὶ μάγοι δὲν ἐπηρεάσθηκαν. Ἔτσι, κάτω ἀπὸ τὴν φτώχεια διέκριναν τὴν ἀξία, κάτω ἀπὸ τὴν ταπείνωση τὴν δόξα, κάτω ἀπὸ τὴν ἀσημότητα τὴν βασιλικὴ μεγαλοπρέπεια καὶ δύναμη. Πίσω ἀπὸ τὸ θέαμα τῆς φτώχειας διέκριναν τὴν δύναμη, τὴν δικαιοσύνη καὶ τὴν ἀλήθεια. Διότι ὁ Ἰησοῦς «ἐγεννήθη ἡμῖν σοφία ἀπὸ Θεοῦ, δικαιοσύνη τε καὶ ἁγιασμὸς καὶ ἀπολύτρωσις» (Α´ Κορινθ. 1-30). Ἂν ἐμεῖς τὸ θελήσουμε, ὁ «Ἰησοῦς» θὰ συμπορεύεται καὶ θὰ προπορεύεται, γιὰ νὰ μᾶς δείχνει τὸ δρόμο τῆς ἀλήθειας, τῆς χαρᾶς, τῆς δικαιοσύνης καὶ τὸ ἔχει διακηρύξει αὐτὸ «ἐγὼ εἰμὶ ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ζωὴ» (Ἰωάν. 14-16).

Ἀδελφοί μου, πρέπει νὰ ἀνέβουμε στὴ Βηθλεὲμ καὶ νὰ γίνουμε πολῖτες της, γιὰ νὰ κατακτήσουμε τὸ πνεῦμα τῆς Βηθλεέμ. Στὴν φτωχικὴ φάτνη ἡ ψυχὴ βρίσκει ἀνάπαυση. Ὁ πρῶτος Ἀδὰμ ἦλθε στὸν κόσμο τέλειος ἄνθρωπος, ὁ δεύτερος Ἀδάμ, ὁ Χριστός, προτίμησε νὰ ἔρθη σὰν νήπιο θέλοντας νὰ μᾶς μάθη ὅτι πρέπει νὰ «νηπιάζουμε στὴν κακία». Προτίμησε νὰ γεννηθῆ μικρὸ παιδί, γιὰ νὰ μᾶς διδάξει πὼς μποροῦμε νὰ γίνουμε «τέλειοι ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ». Φιλοξενήθηκε στὰ ἄχυρα τοῦ σταύλου, γιὰ νὰ μάθουμε κάτι γιὰ τὴν ἁπλότητα καὶ τὴν ταπείνωση. Ἔγινε φτωχὸς «ἵνα ἡμεῖς τῇ Ἐκείνου πτωχείᾳ πλουτήσωμεν». Οἱ προφητεῖες ἐπαληθεύθηκαν· «Παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν, υἱὸς καὶ ἐδόθη ἡμῖν» (Ἠσαΐα 9-6). Ἦλθε ἀπὸ τὸν οὐρανό, γιὰ νὰ καθαρίση τὴν μολυσμένη γῆ μας. «Τὰ σύμπαντα ὅθεν χαρᾶς πληροῦται». Οἱ καρδιὲς γεμίζουν μὲ θεία παρουσία. Μιὰ ἀτελείωτη στρατιὰ ἀνθρώπων Τὸν δέχονται, Τὸν πιστεύουν καὶ γίνονται δικοί Του αἰχμάλωτοι. Αἰχμάλωτοι σὲ μία ἐλεύθερη αἰχμαλωσία, σὲ μιὰ αἰχμαλωσία ποὺ ὄχι μόνο ἐλευθερώνει ἀλλὰ καὶ σώζει. Ὅσοι ἔχουμε πρόθεση νὰ γιορτάσουμε Χριστούγεννα μὲ Χριστὸ καὶ Τὸν δεχθοῦμε στὴν φάτνη τῆς ψυχῆς μας, ἂς γνωρίσουμε ὅτι ἀπὸ τὴν ἀσφυκτικὴ κατάσταση τῆς χαμοζωῆς, θὰ ἀνεβοῦμε στοῦ πάμφωτου οὐρανοῦ τὴ σφαῖρα.

Ἀγαπητοὶ ἀκροατὲς τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, οἱ ἡμέρες ποὺ διερχόμαστε λέγονται καὶ εἶναι «ἅγιες ἡμέρες». Καὶ θὰ εἶναι πράγματι ἅγιες, ἐφόσον θὰ ἀνανεώσουμε τὴν ἐπιθυμία μας νὰ αἰσθανθοῦμε τὴν λυτρωτικὴ παρουσία τοῦ Ἰησοῦ στὴν καρδιά μας. Θὰ εἶναι ἅγιες πράγματι οἱ ἡμέρες ποὺ διερχόμαστε, ἂν δὲν ξεχάσουμε πὼς ἡ ἀγάπη μας γιὰ τὸ θεῖο βρέφος πρέπει νὰ περάση, γιὰ νὰ ὁλοκληρωθῆ ἀπὸ τοὺς «ἐνδεεῖς» ἀδελφούς μας.

Ὅλων τῶν ἀρετῶν κορωνὶς εἶναι ἡ ἐλεημοσύνη. Μαζὶ μὲ αὐτὴν καὶ μὲ ταπείνωση καὶ ἁγνότητα ψυχῆς, μὲ πίστη καὶ ἀγάπη γιὰ τὸν Ἰησοῦ, τὸν Σωτῆρα, «διέλθωμεν δὴ ἕως Βηθλεὲμ καὶ ἴδωμεν τὸ ρῆμα τοῦτο τὸ γεγονός, ὃ ὁ Κύριος ἐγνώρισεν ἡμῖν» (Λουκ. 2-15). Ἂς ἠχοῦν διαρκῶς στὰ αὐτιά μας καὶ σὲ κάθε βῆμα τῆς ζωῆς μας τὰ λόγια τοῦ Ἀγγέλου: «Ἰδοὺ εὐαγγελίζομαι ὑμῖν χαρὰν μεγάλην, ἥτις ἔσται παντὶ τῷ λαῷ ὅτι ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον Σωτὴρ» (Λουκ. 2-10)

« Χριστὸς ἐτέχθη ».

« Ἀληθῶς ἐτέχθη».
 
Ἀρχιμ. Ν.Κ.




ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ

16 Δεκεμβρίου 2007
Κυριακὴ ΙΑ´ Λουκᾶ: τῶν προπατόρων
(Λουκ. 14, 16-24/Ματθ. 22, 14)




Στὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα, ἀδελφοί μου, ἀκούσαμε τὴν παραβολὴ τοῦ μεγάλου δείπνου ποὺ ἐκφράζει «τὴν οἰκονομία τοῦ Σωτῆρος»· εἶναι «τὸ συμπόσιον τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν», ἀποκαλύπτει τὴν «ἐν Χριστῷ πανήγυριν καὶ τὴν ἀνέκφραστον ἀπόλαυσιν τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ».

Εὑρισκόμενος ὁ Κύριος σὲ κάποιο δεῖπνο, ἕνας ἐκ τῶν συνδαιτυμόνων (ἐπειδὴ προφανῶς ἤθελε καὶ ἄλλους λόγους καὶ συμβουλὲς νὰ ἀκούση ἀπὸ Αὐτόν) τοῦ εἶπε· «Μακάριος ὃς φάγεται ἄρτον ἐν τῇ Βασιλείᾳ τοῦ Θεοῦ» (Λουκ. 14-15), δηλαδὴ εἶναι εὐτυχής, μακάριος, ἐκεῖνος ποὺ θὰ ἀξιωθῆ νὰ καθίση μαζὶ μὲ τὸν Μεσσία, τοὺς Πατριάρχες καὶ τοὺς προφῆτες στὴν τράπεζα τοῦ οὐρανοῦ καὶ θὰ ἔχη μετοχὴ στὴν οὐράνια χαρὰ καὶ εὐφροσύνη. Ποιοὶ ὅμως θὰ ἀπολαύσουν αὐτὴ τὴ μακαριότητα καὶ εὐτυχία; Μήπως, ἐνῶ ὅλοι προσκαλοῦνται, ὑπάρχουν μερικοὶ οἱ ὁποῖοι ἀρνοῦνται τὴν συμμετοχή τους καὶ χάνουν τὸν οὐράνιο θησαυρό; Μήπως ὁ οὐράνιος οἰκοδεσπότης γνωστοποιεῖ σὲ ὅλους τὴν πρόσκληση, ἀλλὰ οἱ προσκαλούμενοι στρέφουν τὰ νῶτα καὶ παίρνουν ἄλλες κατευθύνσεις; Ἐκεῖνος (ὁ οὐράνιος δηλαδὴ οἰκοδεσπότης) προσκαλεῖ τὸν ἄνθρωπο συνεχῶς, ἀλλὰ τὴν οὐράνια πρόσκληση ἐμεῖς τὴν περιβάλλουμε μὲ μία θανάσιμη ἄρνηση. Εἴμαστε ἀρνητὲς τῆς μεγάλης κλήσεως. Δὲν ἐπιλέγουμε τὴν ἐπιστροφὴ στὴν προ-πτωτικὴ κατάσταση, τὴν συμμετοχή μας στὴν θεία καὶ ζωοποιὸ χάρη, δὲν θέλουμε νὰ χορτάσουμε ἀπὸ τὸν «ἄρτο τῆς ζωῆς», γι᾿ αὐτὸ καὶ μένουμε νηστικοὶ πνευματικὰ καὶ πεινασμένοι. Τοῦτο τὸ δεῖπνο μᾶς προσφέρει «οὐχὶ κοινὸν ἄρτον οὐδὲ κοινὸν ποτὸν» ἀλλὰ «Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ ζωὴν αἰώνιον». Σὲ τρεῖς κατηγορίες ὁ Κύριος κατέταξε ὅσους ἀρνοῦνται νὰ γευθοῦν τῶν ἀγαθῶν τοῦ δείπνου Του. Πρῶτον εἶναι οἱ δοῦλοι τῶν αἰσθητῶν. «Ἀγρὸν ἠγόρασα καὶ ἔχω ἀνάγκην ἐξελθεῖν καὶ ἰδεῖν αὐτόν». Ἐδῶ ἀνήκουν οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι ποὺ ἀρνοῦνται νὰ θεωθοῦν διὰ τοῦ μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ποὺ ἀρνοῦνται νὰ ἐκκλησιασθοῦν καὶ ἐκκλησιοποιηθοῦν, γιατί εἶναι δοῦλοι τῶν αἰσθητῶν, ὑποδουλωμένοι στὴν ὕλη. Δὲν τὴν βλέπουν σὰν δῶρο Θεοῦ καὶ δὲν τὴν ἀναφέρουν σὲ Αὐτόν. Τί κάνουμε στὴν Θεία Λειτουργία; Προσφέρουμε τοὺς καρπούς μας στὸν Θεὸ ποὺ τοὺς ἁγιάζει καὶ στὴν συνέχεια ἁγιαζόμαστε καὶ ἐμεῖς ἀπὸ αὐτούς. Ὅταν δὲν ζοῦμε «εὐχαριστιακά», ὅταν δὲν θεωροῦμε τὰ ἀγαθά μας ὡς δῶρο Θεοῦ, τότε ὑπηρετοῦμε δουλικὰ τὴ γῆ, ἀφήνοντας ἔρημη τὴν καρδιά μας, πεινασμένη τὴν ψυχή μας. Δεύτερη ὁμάδα ἀρνητῶν καὶ πνευματικῶς πεινασμένων εἶναι οἱ δοῦλοι τῆς ἐργασίας. «Ζεύγη βοῶν ἠγόρασα πέντε καὶ πορεύομαι δοκιμάσαι αὐτά». Ὁμάδα ἀνθρώπων μὲ νοῦ καὶ καρδιὰ προσηλωμένα στὰ γήινα, στὴ δουλειὰ ποὺ γίνεται ἔτσι δουλεία, γιατί ὑποχρεώνει αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους νὰ εἶναι ὑποταγμένοι στὸ χρόνο, νὰ μετρᾶνε τὴ ζωή τους μὲ ὀχτάωρα καὶ ἐργάσιμες μέρες, νὰ δυσκολεύονται νὰ καταλάβουν ὅτι ἐργάζονται γιὰ νὰ ζοῦν καὶ ὄχι ὅτι ζοῦν γιὰ νὰ ἐργάζονται. Ἡ Ἐκκλησία, ὁ Χριστός, ἀδελφοί μου, δὲν ἀρνεῖται τὴν τίμια ἐργασία, ἀλλὰ δὲν τὴν ἀπολυτοποιεῖ. Τὴν θεωρεῖ σὰν ἐργόχειρο στὴ ζωή μας. Ἔτσι κέντρο καὶ στόχος τῶν ἐπιδιώξεών μας πρέπει νὰ εἶναι ἡ ἐν Χριστῷ ζωή, ἡ ἀποδεσμευμένη ἀπὸ τὴν δουλεία τοῦ χρόνου, ἀπὸ τὴν τυραννία τοῦ δοῦναι-λαβεῖν, τοῦ ἰσολογισμοῦ, τοῦ κέρδους.

Κατὰ ἕνα περίεργο τρόπο ἡ τρίτη ὁμάδα ἀρνητῶν καὶ πεινασμένων προβάλλει σὰν δικαιολογία τῆς ἀρνήσεώς τους τὴν οἰκογενειακὴ ζωή. «Γυναῖκα ἔγημα καὶ διὰ τοῦτο οὐ δύναμαι ἐλθεῖν». Ὁ γάμος ἔγινε ἐμπόδιο καὶ δὲν ἔλαβαν μέρος στὸ μεγάλο δεῖπνο. Συμβαίνει καὶ σήμερα αὐτό. Ἀρκετοὶ ἀπὸ ἐμᾶς θεωροῦν τὸ γάμο καὶ τὰ οἰκογενειακὰ βάρη σὰν ἐμπόδιο, γιὰ νὰ ἐκκλησιαστοῦν καὶ νὰ ἐκκλησιοποιηθοῦν. Ὅμως ἡ Ἐκκλησία, ὁ Χριστὸς εὐλογεῖ τὴν συζυγία καὶ τὴν οἰκογενειακὴ ζωή, τὴν ἕνωση ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς ποὺ παύει νὰ εἶναι βιολογικὴ καὶ ἐξωτερικὴ σύναψη καὶ γίνεται μυστηριακὴ ἑνότητα. Δὲν εἶναι ὁ εὐλογημένος γάμος ἐμπόδιο γιὰ τὸν ἐκκλησιασμό μας, γιὰ νὰ κοινωνήσουμε. Οὔτε τὸ βάρος τῆς οἰκογενείας εἶναι ἀφορμή, γιὰ νὰ ἀποφύγουμε τὸν ἐκκλησιασμὸ καὶ τὴν μετάληψη, τὴν Θεία Κοινωνία. Ἀντίθετα ἐλαφρώνει τὸ βάρος καὶ ἀφήνει ἄνοιγμα, γιὰ νὰ περάση ὁ Θεὸς στὴ ζωή μας καὶ νὰ τὴν ἀνακαινίση, ἀδελφοί.

Ἡ πρώτη ὁμάδα, ποὺ ἀρνοῦνται τὴ συμμετοχὴ τοὺς στὸ Μεγάλο Δεῖπνο δεμένοι μὲ τὸν ἀγρὸ καὶ τὴν γῆ, ἀποκηρύσσουν τὴν πρόσκληση γιὰ σωτηρία. Ἄρνηση ὅμως τῆς σωτηρίας σημαίνει ἐπιλογὴ τοῦ θανάτου. Ἡ δεύτερη ὁμάδα εἶναι φορτωμένη ἀπὸ τὸν κόπο καὶ τὴν φροντίδα γιὰ τὰ ἐπαγγελματικά. Γι᾿ αὐτὸ μὲ πεῖσμα φροντίζουν οἱ ἀνήκοντες στὴν ὁμάδα αὐτὴ πάρα πολὺ γιὰ τὶς ἐργασίες τους καὶ ὄχι γιὰ τὴν σωτηρία τους. Ἀδιαφορία ὅμως γιὰ τὴν σωτηρία σημαίνει θάνατο. Ἡ τρίτη ὁμάδα ἀνόητα ὑποστηρίζει πὼς δὲν συμβιβάζεται οἰκογενειακὴ ζωὴ καὶ θρησκευτικότητα.

Ξεχνοῦν τὸν Θεό, ἀρνοῦνται τὸν ἐκκλησιασμό, ἀποφεύγουν τὸν πνευματικὸ ἀνεφοδιασμό, ἀδιαφοροῦν γιὰ τὴ σωτηρία, ἐπιλέγουν τὸν θάνατο. Κοντολογῆς «οὐδεὶς τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων τῶν κεκλημένων γεύσεται» τοῦ οὐρανίου δείπνου, δηλαδὴ τῆς Θείας Εὐχαριστίας, τὴν ὁποία ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ θεοφόρος ὀνομάζει «Φάρμακον Ἀθανασίας, ἀντίδοτον τοῦ μὴ ἀποθανεῖν». Θαρρῶ, ἀδελφοί, πὼς ὅλοι ἔχουμε ἀντιληφθῆ ὅτι ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ περὶ τοῦ Μεγάλου Δείπνου καὶ τῶν προσκεκλημένων ἀφορᾶ στὸ Μεγάλο Δεῖπνο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ὅπου προσφέρεται «ὁ Ἄρτος τῆς ζωῆς ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβὰς» (Ἰωάν. 6-51), ποὺ μεταγγίζει Ζωὴ καὶ Ἀνάσταση, καθὼς καὶ τὴν συμπεριφορά μας ὡς χριστιανῶν, ὡς μελῶν τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ὑποφέρουμε ἀπὸ τὸ μεγάλο ἁμάρτημα τῆς αὐτονομίας. Ὅλα σήμερα αὐτονομοῦνται· ὑλικὰ ἀγαθά, ἐργασία, οἰκογένεια, δεξιότητες, ἱκανότητες, ὅλα χωρίζονται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Ἔτσι, ὁ ἄνθρωπος κυριολεκτικὰ ἀλλοτριώνεται. Γίνεται δοῦλος τοῦ χρόνου καὶ τῆς φθορᾶς. Ἡ ἐνανθρώπηση ὅμως τοῦ Κυρίου μας ἐλευθέρωσε τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν δουλεία τοῦ χρόνου. Αὐτὴ τὴν προοπτική, αὐτὴ τὴ διάσταση τὴ ζοῦμε μόνο στὴ Θεία Εὐχαριστία, γιατί ἐκεῖ ὅλα καὶ ὅλοι μεταμορφώνονται, ὅλα ἀλλάζουν. Τότε τὸ κάθε παρὸν γίνεται αἰώνιο καὶ τὸ αἰώνιο προέκταση τοῦ παρόντος καὶ ἐμεῖς μὲ τὴν χάρι τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ πρίγκηπες καὶ κληρονόμοι τῆς οὐράνιας Βασιλείας Του, συνδαιτυμόνες στὸ οὐράνιο, μεγάλο δεῖπνο Του.

Ἀρχιμ. Ν.Κ.




ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ

9 Δεκεμβρίου 2007
Κυριακὴ Ι´ Λουκᾶ
(Ματ. 18, 23-35)




«Ἓξ ἡμέραι εἰσὶν ἐν αἷς δεῖ ἐργάζεσθαι· ἐν ταύταις οὖν ἐρχόμενοι θεραπεύσεσθαι καὶ μὴ τῇ ἡμέρᾳ τοῦ Σαββάτου».

Ἡ ὑπόμνηση τοῦ ἀρχισυναγώγου πρὸς τὸ λαό, ἀδελφοί μου, τῆς ἀργίας τοῦ Σαββάτου φαίνεται ἐν πρώτης ὄψεως «νόμιμη», ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα εἶναι «ὑποκριτική». Γιατί ὁ τρόπος καὶ ὁ χρόνος τῆς διδασκαλίας δείχνουν ὅτι ὑπῆρχε ἐμπάθεια, ζήλεια, ἔλλειψη ἀγάπης καὶ τελικὰ ἄγνοια τοῦ σκοποῦ τῆς ἀργίας τοῦ Σαββάτου, γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Χριστός, ποὺ εἶναι ἡ ἐνυπόστατη ἀλήθεια, δηλαδὴ Λόγος καὶ πράξη μαζί, ξεσκέπασε τὴν ὑποκρισία του.

Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ὁ «ἄσαρκος Λόγος» «νόμον ἔδωσε εἰς βοήθειαν» τῶν ἀνθρώπων, ὥστε νὰ μποροῦν νὰ διακρίνουν μεταξὺ τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ. Μεταξὺ τῶν ἄλλων νόμων ἔδωσε καὶ τὴν ἀργία τοῦ Σαββάτου «μνήσθητι τὴν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου ἁγιάζειν αὐτήν· ἓξ ἡμέρας ἐργᾶ καὶ ποιήσεις πάντα τὰ ἔργα σου τῇ δὲ ἑβδόμῃ σάββατα Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου» (Ἐξ. 20-8). Ἡ ἀργία τοῦ Σαββάτου, ποὺ σημαίνει ἀνάπαυση, εἶναι μίμηση τοῦ Θεοῦ ποὺ τὴν ἑβδόμη ἡμέρα «κατέπαυσε ἀπὸ πάντων τῶν ἔργων Αὐτοῦ… καὶ εὐλόγησεν ὁ Θεὸς τὴν ἡμέραν τὴν ἑβδόμην» (Γέν. 2, 3). Ὁ Ἰουδαῖος ἔπρεπε νὰ εὐχαριστήση τὸν Θεὸ γιὰ τὴ δωρεὰ τῆς δημιουργίας καὶ νὰ Τὸν δοξολογήση. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου πήγαινε στὸ ναὸ ἢ τὴν συναγωγὴ καὶ ἀφιέρωνε τὸν χρόνο του στὴν μελέτη τοῦ νόμου καὶ τὴν προσευχή.

Τὴν ἡμέρα αὐτὴ σὲ μιὰ γωνιὰ τῆς συναγωγῆς κάτι κινεῖται μὲ τὰ τέσσερα. Πρόκειται γιὰ ἕνα πλάσμα, μιὰ γυναίκα ποὺ ἦταν ἄρρωστη. Ἡ ἀρρώστια της προέρχεται ἀπὸ ἐνέργεια τοῦ σατανᾶ. Τὸ κεφάλι της ἦταν στραμμένο πρὸς τὰ κάτω «μὴ δυναμένη ἀνακῦψαι εἰς τὸ παντελές». Μιὰ ἀξιοθρήνητη καὶ ἀξιολύπητη ὕπαρξη, ποὺ δεκαοκτὼ ὁλόκληρα χρόνια ὑπέμενε τὴν δοκιμασία της χωρὶς νὰ βαρυγκομήση, χωρὶς νὰ δειλιάση χωρὶς νὰ ἀπογοητευθῆ. Ὅμως παρὰ τὶς δυσκολίες λόγῳ τῆς ἀσθένειάς της, μετέβαινε στὸν τόπο τῆς λατρείας τοῦ Θεοῦ, γιατί ἐπιθυμοῦσε νὰ διαθρέψη τὴν ψυχή της μὲ τὴ διδαχὴ τοῦ λόγου Του. Μιὰ τέτοια σακατεμένη γυναίκα θὰ ἦταν δικαιολογημένη νὰ μὴ πήγαινε στὴ συναγωγή, γιὰ νὰ προσευχηθῆ. Ἔτρεφε ὅμως μέσα της ἀκτῖνα πίστεως καὶ ἐλπίδας γιὰ τὴν ἀποκατάσταση τῆς ὑγείας της ὑπὸ τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ τὸ Σάββατο τὴν βλέπει ὁ Χριστός. Ἔρριξε πάνω της ἕνα βλέμμα γεμᾶτο στοργὴ καὶ συμπάθεια. Εἶδε τὴν εὐλάβειά της, εἶδε τὴν ὑπομονή της, μέτρησε τὴν δοκιμασία της, τὴν σπλαγχνίστηκε καὶ ὡς παντοδύναμος προστάζει «Γύναι ἀπολέλυσαι τῆς ἀσθενείας σου». Ἕνας ξερὸς τριγμὸς ἀκούστηκε μέσα ἀπὸ τὰ κόκκαλά της καὶ τὸ κορμί της, ποὺ ἦταν κυρτωμένο, ἔγινε ἴσιο σὰν κυπαρίσσι καὶ τὸ κεφάλι τώρα πιὰ κοίταξε ψηλὰ καὶ ἐδόξασε τὸν Θεό.

Τὴν εὐεργεσία αὐτὴ ὅμως, γιὰ τὴν ὁποία ὅλος ὁ λαὸς χάρηκε, διαβάλλει καὶ συκοφαντεῖ καὶ ὑβρίζει μία ὑποκριτικὴ ψυχή, μιὰ καρδιὰ ποὺ κρύβει μέσα της δόλο καὶ φθόνο: ὁ ἀρχισυνάγωγος. Ἐπειδὴ φθόνησε τὸ μεγάλο αὐτὸ θαῦμα τοῦ Κυρίου ποὺ μὲ ἕνα μόνο λόγο θεράπευσε τὴ γυναῖκα ἀπὸ τὴν πολυχρόνια ἀρρώστια, ὑποκρίνεται πὼς βεβηλώθηκε τὸ Σάββατο. Μὲ μάτια ἀγριεμένα, μὲ χείλη ποὺ τρέμουν ἀπὸ κακία, ὑψώνει τὰ χέρια ποὺ κρατοῦσαν τὸν Νόμο, τὴν Γραφὴ καὶ ἐπιτίθεται κατὰ τοῦ λαοῦ. «Δὲν πρέπει νὰ ἔρχεσθε τὸ Σάββατο νὰ θεραπεύεσθε, ἀλλὰ τὶς ἄλλες μέρες». Δὲν τολμᾶ, ἀδελφοί μου, νὰ ἐπιτεθῆ κατὰ πρόσωπο στὸν Χριστό. Τὰ βάζει μὲ τὸν λαὸ ποὺ ἀπολαμβάνει τὶς θεραπεῖες ἐν ἡμέρᾳ Σαββάτου, ὑποκρινόμενος ὅτι ἐνδιαφέρεται, γιὰ νὰ μὴ καταλυθῆ ἡ ἀργία τοῦ Σαββάτου. Βασκαίνει τὸ θαῦμα, βρίζει τὸ καλό, ὑποβιβάζει τὴν ἀξία τοῦ ἀνθρώπου καὶ προκαλεῖ τὸν Νομοδότη.
Μὰ ἡ ἀγαθοεργία, τοῦ λέει ὁ Κύριος, δὲν εἶναι κατάλυση τῆς ἀργίας τοῦ Σαββάτου οὔτε βεβήλωση αὐτοῦ ἀλλὰ καλὴ χρησιμοποίηση τῆς ἡμέρας. «Τὸ Σάββατον διὰ τὸν ἄνθρωπον ἐγένετο καὶ οὒχ ὁ ἄνθρωπος διὰ τὸ Σάββατον (Μάρ. 2, 27). Μήπως τάχα δὲν λύεις, ὑποκριτὰ ἀρχισυνάγωγε, τὸ βόδι σου κ.λπ. ζῶα τῆς ἰδιοκτησίας σου, δὲν τὰ βγάζεις ἀπὸ τὸ παχνί τους, δὲν τὰ ποτίζεις τὸ Σάββατο; Ὅταν ὁ Θεὸς λύη ὄχι ὑποζύγιο ἀλλὰ «θυγατέρα τοῦ Ἀβραάμ», εἰκόνα Θεοῦ, τὴν ὁποία ὁ σατανᾶς γιὰ δεκαοκτὼ χρόνια τὴν εἶχε κλείσει στὸ σταῦλο τῆς θλίψεως, τοῦ μαρασμοῦ, τῆς παραμορφώσεως, τῆς δίνει χαρά, τὴν ὁδηγεῖ στὴν ἐλευθερία καὶ τὴν πνευματικὴ χαρά, τότε βεβηλώνεται καὶ παραβιάζεται ἡ ἐντολὴ γιὰ τὴν ἀργία τοῦ Σαββάτου; Ὑποκριτά· ὁ φθόνος καὶ ἡ ὑποκρισία σου δὲν ἔχουν ὅρια. Βόδι καὶ ὄνος μποροῦν νὰ ἀπολαμβάνουν φαγητό, νερό, ἔξοδο ἀπὸ τὸ παχνί, τὸν σταῦλο τὸ Σάββατο, ὁ ἄνθρωπος ὅμως, ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, τὸ δημιούργημα τοῦ Θεοῦ ὄχι;

Ἀδελφοί μου, ὁ ἀρχισυνάγωγος προσευχόταν καὶ λάτρευε τὸν Θεό. Τὰ χείλη του, τὸ στόμα του χρησιμοποιοῦσαν λόγια τῆς Γραφῆς. Στὴν καρδιὰ του ὅμως φώλιαζε μῖσος, κακία καὶ ὑποκρισία. Ἦταν εὐσεβοφανὴς ἀλλὰ ὄχι εὐσεβής. Φαινομενικὰ θεοσεβὴς καὶ θρησκεύων. «Θεὸν ὁμολογοῦσιν εἰδέναι, τοῖς δὲ ἔργοις ἀρνοῦνται» (Τίτ. 1-16) ἢ καλλίτερα «ἐν τοῖς χείλεσιν αὐτῶν τιμῶσί με ἡ δὲ καρδία αὐτῶν πόρρω ἀπέχει ἀπ᾿ ἐμοῦ» (Ἠσαΐας 29, 13). Οὐαὶ ὑμῖν, ὑποκριταί.

Ἀγαπητοὶ ἀκροατὲς τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ «πᾶς ὁ ὄχλος ἔχαιρεν» οἱ μορφωμένοι ὁδηγοὶ τοῦ λαοῦ, οἱ ὑπεύθυνοι, γιὰ νὰ τὸν διαφωτίζουν, αὐτοὶ κατηγοροῦν, κλείνουν τὰ μάτια, γιὰ νὰ μὴ δοῦν τὴ θεϊκὴ λάμψη τοῦ προσώπου καὶ τοῦ ἔργου τοῦ Κυρίου. Ὁ ἁπλὸς λαὸς χαίρεται, εὐαγγελίζεται, καταλαβαίνει, πανηγυρίζει, οἱ ὑποκριτές, ἀρχισυνάγωγος κ.λπ., θυμοῦνται μόνο τὴν ἀργία τοῦ Σαββάτου.

Ἀδελφοί, ἡ ἀληθινὴ ἔννοια τῆς ἀργίας τοῦ Σαββάτου εἶναι ὁ θεῖος Σαββατισμός, δηλαδὴ ἡ ἐπιστροφὴ τοῦ νοῦ καὶ τῆς καρδιᾶς «δι᾿ ἐπιμόνου προσευχῆς» εἰς τὸν οὐρανό. Εἶναι ἡ ἀνάπαυση τῆς ψυχῆς ἀπὸ αἰσχροὺς καὶ ρυπαροὺς λογισμοὺς καὶ σκοτεινὰ ἔργα, γιατί τοῦτο εἶναι ἀληθινό, τρυφερό, ἅγιο Σάββατο. Γιὰ μᾶς τοὺς χριστιανοὺς ἡ ἀργία τῆς Κυριακῆς ποὺ ἀντικατέστησε τὴν ἀργία τοῦ Σαββάτου ἔχει νόημα καὶ σκοπὸ σωτηριολογικό. Ἡ Κυριακάτικη ἀργία δὲν προσφέρεται γιὰ μία ἐξωτερικὴ μόνο ἀνάπαυση καὶ μία φυγὴ ἀπὸ τὴν καθημερινότητα ἀλλὰ γιὰ μία ἐσωτερικὴ κατάπαυση, μιὰ προσφορὰ στὸν Θεὸ καὶ στὸν ἄνθρωπο. Ἡ Κυριακὴ ἀργία προσφέρεται, γιὰ νὰ κάνουμε ὅλη μας τὴν ζωὴ «ἕνα θεῖο Σαββατισμό».

Ἀρχιμ. Ν.Κ.




ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ

2 Δεκεμβρίου 2007
Κυριακὴ ΙΔ΄ Λουκᾶ
(Λουκ. 18, 35-43)




Στὴν Ἱεριχώ, ἀδελφοί, φέρνει σήμερα τὰ βήματά Του ὁ Χριστός. Ἦταν δὲ ἡ Ἱεριχὼ ἡ μεγαλύτερη καὶ πιὸ φημισμένη πόλη τῆς Παλαιστίνης. Πόλη τῶν ὁραμάτων, πόλη στὴν ὁποία κατέφυγαν οἱ Ἰσραηλῖτες, ὅταν ἐπιστρέψανε ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο, γιὰ νὰ φᾶνε τὸ πρῶτο ψωμί τους, ὅταν ἔπαψε πιὰ ὁ Θεὸς νὰ στέλνη σὲ αὐτοὺς «Μάννα» ἀπὸ τὸν οὐρανό. Ἐδῶ ὁ Χριστὸς συναντιέται μὲ τὸν Ζακχαῖο. Ἐδῶ στὴν Ἱεριχὼ ἕνας τυφλὸς ζητιάνος, ἕνα πλάσμα ἀξιολύπητο καὶ περιφρονημένο, ἕνας κουρασμένος ὁδοιπόρος μὲ συντροφιά του τὸ σκοτάδι καὶ τὴν ἐγκατάλειψη περιμένει καρτερικὰ «ἵνα ἀναβλέψῃ». Εἶναι ὁπλισμένος μὲ πίστη, ἐπιμονή, σταθερότητα καὶ ὑπομονή. Πιστεύει καὶ ἐπιμένει νὰ φωνάζη «Ἰησοῦ, υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με». Τί καὶ ἂν «οἱ προάγοντες ἐπετίμων αὐτῷ ἵνα σιωπήσῃ». Αὐτὸς πίστευε καὶ ἐπέμενε στὸ αἴτημά του. «Ἐλέησόν με, υἱὲ Δαυΐδ». Καὶ ἡ νίκη δὲν ἄργησε. Ἄκουσε τὸν Υἱὸ Δαυῒδ νὰ τοῦ λέγη «ἀνάβλεψον» καὶ παραχρῆμα ἀνάβλεψε.

«Υἱὲ Δαυΐδ». Αὐτὴ ἡ φράση σήμαινε πάρα πολλὰ γιὰ τοὺς Ἰουδαίους· σήμαινε τὸν ἀναμενόμενο Μεσσία καὶ Σωτῆρα τοῦ Ἰσραήλ. Ἐνῶ οἱ Φαρισαῖοι πολεμοῦσαν τὸν Χριστό, πολλοὶ ἀπὸ τὸν λαὸ εἶχαν καταλάβει. Ἡ φωνὴ λοιπὸν τοῦ τυφλοῦ τῆς Ἱεριχοῦς ἀξίζει ὅσο καὶ ἡ ὁμολογία τοῦ Πέτρου.

Ὅλες οἱ ἀσθένειες εἶναι δυνατὸν νὰ θεωρηθοῦν ὑποφερτὲς καὶ νὰ παρηγορηθοῦν. Ἡ τύφλωση ὅμως εἶναι ἀνυπόφορη, τὸ φῶς στὸν τυφλὸ εἶναι σκοτάδι, ὁ δρόμος του ὀλίσθημα καὶ σκόνταμα, ἡ ζωὴ του ἕνα συνεχὲς παράπονο καὶ μία συνεχὴς σκοτεινὴ ἄβυσσος καὶ σκοτάδι χωρὶς τέλος. Ὁ τυφλὸς συνεχῶς σκοντάφτει, πέφτει, γιὰ νὰ σηκωθῆ καὶ νὰ ξαναπέση. Ὁ τυφλὸς δὲν βλέπει τὸν ἥλιο, τὴ σελήνη, τὴ γῆ, τὸν οὐρανό, τὴ φύση, τοὺς ἀνθρώπους, τοὺς συγγενεῖς, τοὺς φίλους. Δὲν γνωρίζουμε ἂν ὁ τυφλὸς τῆς σημερινῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς ἦταν τυφλὸς ἐκ γενετῆς ἢ ὄχι. Γνωρίζουμε ὅμως ὅτι ἡ τύφλωση ἦταν συχνὴ στὴν Παλαιστίνη λόγῳ τοῦ καυστικοῦ ἥλιου καὶ τῆς πολλῆς σκόνης, ποὺ σὰν σύννεφο σηκώνεται καὶ τυφλώνει τοὺς κατοίκους της.

«Ἐκάθητο παρὰ τὴν ὁδὸν προσαιτῶν». Ἐκαθόταν καὶ ἐλάμβανε τὰ «ἐλέη» τῶν διαβατῶν συνανθρώπων του. Τί νὰ τὰ κάνη ὅμως τὰ ἐλέη αὐτά. Τοῦ ἔλειπε «τὸ μέγα ἔλεος», ἡ θεραπεία τῶν ματιῶν του, ἡ ἀνάβλεψη ἡ πνευματική, γιὰ νὰ μπορέση νὰ δῆ καὶ χαρῆ τὶς ὀμορφιὲς τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς. Ποιὸς ξέρει ἆραγε πόσα χρόνια νὰ περίμενε «προσαιτῶν».

Νὰ ὅμως ποὺ ἔφθασε ἡ ποθητὴ ἡμέρα, κατὰ τὴν ὁποία θὰ τοῦ δινόταν ἡ μεγαλύτερη χαρὰ καὶ εὐτυχία στὴ ζωή του, δηλαδὴ τὸ φῶς του. Ἡ ποθητὴ ἡμέρα ἔφθασε, ὅταν ἄκουσε τὴν ὀχλοβοὴ καὶ τὸν θόρυβο σὲ μία ἀπὸ τὶς κεντρικὲς ὁδοὺς τῆς Ἱεριχοῦς. Ἡ ποθητὴ ἡμέρα ἔφθασε, ὅταν «Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος παρέρχεται», ὅταν ὁ Ἰησοῦς ὁ υἱὸς Δαυῒδ ἐλεεῖ καὶ δίνει μὲ ἕνα πρόσταγμά Του τὸ φῶς στὸν τυφλό, ἐπιβραβεύει τὴν πίστη του καὶ τὴν ἐπαινεῖ.

«Ἐπετίμων οἱ προάγοντες (τὸν τυφλὸν) ἵνα σιωπήσῃ». «Αὐτὸς δὲ πολλῷ μᾶλλον ἔκραζεν· Υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησὀν με». Ἔτσι, ἐμπόδια προβάλλει ὁ κόσμος, ὅταν βλέπη ψυχὲς ποὺ ἔχουν τὴν ἐπιθυμία νὰ πλησιάσουν τὸν Χριστό. Τέτοια ἐμπόδια συνάντησαν οἱ μάνες ποὺ ἔφεραν τὰ βρέφη τους νὰ τὰ εὐλογήση ὁ Χριστός. Τέτοια ἐμπόδια γνώρισε ἡ Χαναναία, ὅταν πλησίασε τὸν Χριστὸ ζητῶντας Του νὰ θεραπεύση τὸ κορίτσι της. «Ἀπόλυσον αὐτῷ ὅτι κράζει ὄπισθεν ἡμῶν (Ματθ., 15-23). Παρόμοια ἦταν ἡ ἀντίδραση τοῦ κόσμου γιὰ τὰ παιδιὰ τὴν ἡμέρα τῶν Βαΐων ποὺ φώναζαν «Ὡσαννά». Παρακαλοῦσαν τὸν Χριστὸ νὰ μὴ τὰ δέχεται νὰ Τὸν ἐπευφημοῦν, γιατί τέτοιες φωνὲς τοὺς ἐνοχλοῦν. Ὅμοια ἦταν ἡ συμπεριφορά, συμπεριφορὰ ἐμποδίων, τοῦ κόσμου ποὺ ἔλεγε στοὺς Ἀποστόλους στὸ μεγάλο συνέδριο τῶν Ἰουδαίων νὰ μὴν κηρύττουν Χριστό, γιατὶ αὐτὸ τοὺς ἐνοχλεῖ. Βλέπουμε μὲ πολλὴ λύπη ἀνθρώπους «μοντέρνους» καὶ «προοδευτικοὺς» ποὺ εἰρωνεύονται τοὺς χριστιανούς, ἐπειδὴ κάνουν τὸν σταυρό τους, ἐπειδὴ προσεύχονται. Κοροϊδεύουν ὅσους ἐξομολογοῦνται καὶ κοινωνοῦν τῶν ἀχράντων μυστηρίων, μελετοῦν τὴν Ἁγία Γραφή, ἀναγνωρίζουν τὴν Ἐκκλησία ὡς κιβωτὸ σωτηρίας, τὴν ἐμπιστεύονται ὡς τὸ δῶρο καὶ τὸ μέσον τῆς σωτηρίας. Ἐμπόδια, εἰρωνεῖες, ἀπαξιωτικὰ χαμόγελα ἀλλὰ κατὰ τὰ ἄλλα «δῆθεν πρόοδος καὶ προοδευτισμός».

Ἀδελφοί μου, δὲν εἶναι ὅμως μόνο ἡ εἰρωνεία ἀλλὰ καὶ πολλὰ ἄλλα τὰ ἐμπόδια γιὰ τὴν χριστιανικὴ ζωή. Τὸ περιβάλλον ποὺ ζοῦμε εἶναι ἕνα ἀπέραντο ναρκοπέδιο. Ἀντιδράσεις θὰ βροῦμε καὶ μέσα στὸ σπίτι μας, στὸν τόπο τῆς ἐργασίας μας, πολλὲς δὲ καὶ ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ δὲν τὸ περιμέναμε. Ἐπίκαιρος καὶ ἐδῶ ὁ λόγος τοῦ Κυρίου μας ὅτι «ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ» (Ματθ. 10, 36). Δὲν εἶναι λίγοι οἱ μάρτυρες ποὺ θανατώθηκαν ἀπὸ χέρια συγγενικά. Ἀγαπητοὶ ἀκροατὲς τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, ἂν ὁ σημερινὸς τυφλὸς ἄκουγε τὸν κόσμο καὶ σιωποῦσε, θὰ ἦταν ἀκόμα «τυφλὸς καὶ προσαιτῶν». Ἂν ἡ Χαναναία δὲν ἱκέτευε τὸν Χριστό, δὲν θὰ θεραπευόταν ἡ κόρη της. Ἂν οἱ Ἀπόστολοι σιωποῦσαν, γιατί αὐτὴ ἦταν ἡ ἀπαίτηση τοῦ μεγάλου συνεδρίου τῶν Ἰουδαίων, ὁ Χριστὸς θὰ ἦταν ἄγνωστος. Ἂν οἱ μάρτυρες λύγιζαν καὶ ἄκουγαν τοὺς ἰσχυροὺς ποὺ τοὺς ἔλεγαν νὰ θυσιάσουν στὰ εἴδωλα, γιὰ νὰ σωθοῦν, δὲν θὰ εἴχαμε σήμερα ἁγίους. Ἂν οἱ νέοι μας ἄκουγαν τὶς σειρῆνες τοῦ κόσμου, δὲν θὰ εἴχαμε σήμερα οὔτε κληρικούς, οὔτε θεολόγους. Ἂν ἐσεῖς ὑπολογίζατε τὶς εἰρωνεῖες καὶ τὶς στεῖρες ἀντιθρησκευτικὲς καὶ ἀντιχριστιανικὲς ἀντιλήψεις τοῦ κόσμου, θὰ ἦταν οἱ ἐκκλησίες ἄδειες, ἀδελφοί μου.

«Στὸν δρόμο μας θὰ βροῦμε καταιγίδες, θὰ σπάζουνε μ᾿ ὁρμὴ κι οἱ κεραυνοί». Ἂν εἶναι νὰ πολεμήσουμε γιὰ τὸν Χριστὸ ἢ νὰ ἀμυνθοῦμε γιὰ Αὐτόν, θεία εἶναι ἡ δάφνη καὶ αἰώνια ἡ τιμή. Τὸ στεφάνι ἀμάραντο. Μεγάλη ἡ χαρὰ νὰ προστεθοῦμε στὴν δοξασμένη παράταξη ἐκείνων ποὺ πολεμοῦν καὶ πολεμοῦνται γιὰ τὴν ἰδέα τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Εὐαγγελίου, ἀφοῦ «ὁ ὑπομείνας εἰς τέλος, σωθήσεται» (Ματθ. 10, 22).

Ἀρχιμ. Ν.Κ.