en ru


ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ


27 Ἰανουαρίου 2008
Κυριακὴ ΙΕ´ Λουκᾶ - Τοῦ Ζακχαίου
(Λουκ. 19, 1-10)




«Ἐζήτει ἰδεῖν τὸν Ἰησοῦν»

Τὸ συγκλονιστικὸ καὶ σωτήριο περιστατικὸ γιὰ τὸν Ζακχαῖο μᾶς ὑπενθυμίζει σήμερα τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο, εὐσεβεῖς χριστιανοί. Ὁ Ζακχαῖος ἱκανοποιῶντας τὶς μεταφυσικές του ἀναζητήσεις ἐπεδίωξε νὰ συναντήση τὸν Χριστὸ καὶ Ἐκεῖνος τὸν ἐκάλεσε σὲ μιὰ προσωπικὴ συνάντηση. Ὁ Ζακχαῖος «ἐζήτει ἰδεῖν τὸν Ἰησοῦν». Τί ὡραῖος, ὑψηλός, εὐγενικὸς καὶ ἀνώτερος πόθος! Πόθος μιᾶς ψυχῆς ποὺ ἔζησε στὴν ἀδικία καὶ τὴν πλεονεξία. Ἤθελε νὰ δῆ τὸν Ἰησοῦν. Νὰ ἀντικρύση τὸ Μεγάλο Διδάσκαλο τοῦ Ἰσραήλ. Νὰ θαυμάση ὁ ἴδιος προσωπικὰ Ἐκεῖνον ποὺ ἔδειχνε τόση ἀγάπη καὶ συγκατάβαση στοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ τοὺς τελῶνες. Ἦταν καὶ ὁ ἴδιος «Ἀρχιτελώνης», δηλαδὴ ἐπιστάτης τελωνειακοῦ σταθμοῦ, πλούσιος καὶ ἐπίσημος ὑπάλληλος τοῦ ρωμαϊκοῦ κράτους καὶ ὄχι ἕνας κατώτερος τελώνης. «Ἐζήτει ἰδεῖν τὸν Ἰησοῦν», καὶ γιὰ αὐτὸ χωρὶς ἀργοπορία βρέθηκε ἀνάμεσα στὸ πλῆθος. Ἦταν ὅμως τόσος πολὺς κόσμος ποὺ σὰν πανύψηλο τεῖχος τοῦ ἔφραζε τὸν δρόμο. Ἂν δέ λάβουμε ὑπ᾿ ὄψιν μας ὅτι «τῇ ἡλικίᾳ μικρὸς ἦν», ἦταν δηλαδὴ κοντὸς στὸ ἀνάστημα, τότε ἡ δυσκολία γινόταν ἀκόμη πιὸ μεγάλη. Ὁ Ζακχαῖος ὅμως χωρὶς νὰ ἀπογοητευθῆ βρῆκε τρόπο ἔξυπνο καὶ πρωτότυπο. Ἀνέβηκε στὴ συκομουριὰ καὶ ἔστησε ἐκεῖ τὸ θεωρεῖο του. Ὅταν ἔτρεξε καὶ ἀνέβηκε στὸ δένδρο γεμᾶτος λαχτάρα νὰ δῆ τὸν Ἰησοῦ, ἔκανε μία πράξη πολὺ γενναία, γιατί νίκησε πολλὰ ἐμπόδια. Νίκησε τὸ κοντό του ἀνάστημα, ξεπέρασε τὶς εἰρωνεῖες τοῦ πλήθους, ἀγνόησε τὸ μεγάλο πολιτικό του ἀξίωμα καὶ τὴν ὑψηλὴ κοινωνική του θέση. Γιατὶ τὸ μόνο ποὺ προσδοκοῦσε ἦταν νὰ δῆ τὸν Ἰησοῦ, τὸν Μεσσία, τὸν Χριστό, γιὰ αὐτὸ καὶ παραγκώνισε ὅλα τὰ ἄλλα καὶ δικαιώθηκε. Πῆρε γιὰ τὴν πίστη του μεγάλη ἀμοιβή, ὅταν ἄκουσε τὴν θεία φωνὴ τοῦ Διδασκάλου «Ζακχαῖε… σήμερον ἐν τῷ οἴκῳ σου δεῖ με μεῖναι». Στὸ σπίτι σου πρέπει νὰ μείνω σήμερα. Ἡ δίψα γιὰ συνάντηση μὲ τὸν Θεὸ εἶναι σωτήρια. Αὐτὴ μετὰ ξεδιψάει τὰ πάντα.

Ἡ συνάντηση τοῦ Χριστοῦ μὲ τὸν Ζακχαῖο δείχνει τὴν προϋπόθεση μιᾶς προσωπικῆς συναντήσεως, ποὺ εἶναι ἡ ὑπέρβαση τοῦ ἐγώ μας, ὁ ἀφανισμὸς τῆς ψευδαισθήσεως τῆς αὐτάρκειας καὶ τῆς πληρότητας, ἡ ἀδιαφορία γιὰ τὸ τί θὰ πῆ ὁ κόσμος. Ὁ Κύριος κατέβηκε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ στὴν γῆ, γιὰ νὰ συναντήση τὸν ἄνθρωπο προσωπικά, μὲ σκοπὸ τὴ σωτηρία του. Καὶ ὁ Ζακχαῖος ἀνέβηκε ἀπὸ τὴν γῆ στὸ δένδρο, γιὰ νὰ δῆ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ ἀκούση τὸν θεῖο λόγο Του. «Ἐγὼ δὲ χορτασθήσομαι ἐν τῷ ὀφθῆναί μοι τὴν δόξαν Σου» (Ψαλμ. 16, 15). Ἐγὼ Κύριε θὰ χορτασθῶ τότε, ὅταν ἀπαύστως θὰ βλέπω καὶ θὰ ἀπολαμβάνω τὴ δόξα τοῦ θείου προσώπου Σου. Αὐτὴ λοιπὸν ἡ ἀναζήτηση τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἡ συνάντηση μαζί Του, δημιουργεῖ ἕνα βαθύτατο συγκλονισμὸ στὸν Ζακχαῖο, τόσο δυνατὸ ὥστε τὸν ὁδηγεῖ στὴν μετάνοια καὶ αὐτὴ στὴ σωτηρία. Σὲ αὐτὴ τὴν συνάντηση γίνεται ἡ μεταμόρφωση ἑνὸς ἀνθρώπου ποὺ ὅλα τὰ χρόνια του τὰ ἔζησε μέσα στὴν ἀδικία, ποὺ δὲν ἀντέδρασε στὴν ἑλκτικὴ δύναμη τοῦ εὔκολου πλουτισμοῦ καὶ ποὺ μόλις εἶδε τὸν Ἰησοῦ καὶ ἄκουσε ὅτι θὰ μείνη στὸ σπίτι του, ἔλαβε ἀποφάσεις ποὺ εἶναι πιὰ ἐκπληκτικές, γενναῖες καὶ θεάρεστες. Εἶχε λοιπὸν δίκιο ποὺ «ἐζήτει ἰδεῖν τὸν Ἰησοῦν», γιατί ἀπὸ τὴν συνάντηση αὐτὴ ἄρχισε ἡ μετάβαση ἀπὸ τὴν ἁμαρτία στὴν ἀρετή, ἀπὸ τὸν θάνατο στὴ ζωή. Ἀντικρύζοντας τὸ ἐρευνητικὸ βλέμμα τοῦ Κυρίου ἔνοιωσε τὴ χάρι τοῦ Θεοῦ νὰ τὸν περιβάλλη καὶ ἀντελήφθη ὅτι βρίσκεται πλέον στὸ δρόμο γιὰ τὴν σωτηρία του. Ἔκπληκτοι οἱ ἄνθρωποι παρακολουθοῦν τὴν ἐξέλιξη τῆς σωτηρίας ἑνὸς ἀρχιτελώνη. Δὲν πιστεύουν στὰ αὐτιά τους ἀκούοντάς τον νὰ δηλώνη «τὰ μισὰ ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντα μου, τὰ μοιράζω στοὺς φτωχούς. Καὶ ἂν σὲ κάτι κάποιον ἀδίκησα τὸ ἀνταποδίδω τετραπλάσια». Τῆς σωτηρίας προηγεῖται ἡ ἔμπρακτη μετάνοια καὶ ἡ ἀποκατάσταση τῆς ἀδικίας. Ἡ ἔμπρακτη μετάνοια εἶναι προϊὸν βαθειᾶς αὐτομεψίας, εἰλικρινοῦς αὐτοελέγχου καὶ θαρραλέας μὰ καὶ ἀξιοπρεποῦς θλίψεως γιὰ τὴν ἁμαρτωλότητά μας.

Ποιὸς χριστιανὸς δὲν θὰ ἐπιθυμοῦσε νὰ νοιώση τὴ χαρὰ καὶ τὴν ἱκανοποίηση ποὺ παρέχεται μὲ τὴν ἔμπρακτη μετάνοια. Μετανοῶ σημαίνει ὅτι ἀποφασίζω νὰ ἀλλάξω τρόπο σκέψεως, ἐνεργειῶν, τρόπο ζωῆς. Καὶ ἀκόμα μήπως, ναί, ἀποκηρύσσω τὴν ἁμαρτία, ἀλλὰ στὴν πράξη συντηροῦμαι μὲ τὴν ἀδικία; Μήπως ἐνῶ ἀναγνωρίζω ὅτι εἶπα ψέματα, ἀφήνω ἐξαπατημένο τὸν φίλο μου; Μήπως ἐνῶ λυπᾶμαι γιατὶ ἔπεσα στὸ ἁμάρτημα τῆς συκοφαντίας, ἀφήνω συκοφαντημένο τὸ θῦμα μου. Ἂν συμβαίνη κάτι τέτοιο, τότε δὲν ὑπάρχει ἔμπρακτη μετάνοια. Αὐτὸ λέγεται καὶ εἶναι ὑποκριτικὴ ἐξαγόρευση ἁμαρτιῶν ἀπὸ συνήθεια ἢ ἀπὸ ἀόριστο φόβο. Τότε δὲν ἰσχύουν γιὰ μᾶς τὰ λόγια τοῦ Σωτῆρος. «Σωτηρία ἐγένετο…», ὅπως πανηγυρικὰ συνέβη λόγῳ τῆς ἔμπρακτης μετάνοιάς του μὲ τὸν Ζακχαῖο.

Ἀδελφοί, ὁ ἄνθρωπος εἶναι πλασμένος γιὰ νὰ ἀναζητῆ τὸν Θεό. Εἶναι μακάριοι ὅσοι Τὸν ἀναζητοῦν, ἀλλὰ πιὸ εὐτυχισμένοι εἶναι ὅσοι Τὸν ἀνακαλύπτουν.

Ἐμεῖς «θέλουμε ἰδεῖν τὸν Ἰησοῦν»; Τὸν ἀναζητᾶμε; Ξέρουμε τρόπους γιὰ νὰ Τὸν ἀνακαλύψουμε; Ὁ Κύριος ἀγαπᾶ νὰ συναντάει τοὺς ἀνθρώπους, ἰδιαιτέρως ὅμως στοὺς τόπους προσευχῆς. Ἐκεῖ θὰ Τὸν ἀνακαλύψουμε. Προσευχόμενοι θὰ ἀπολαμβάνουμε τὴν γλυκύτητα τοῦ Νυμφίου τῆς Ἐκκλησίας. Μεταλαμβάνοντας τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα Του γευόμαστε τὴν ἀπερίγραπτη χαρὰ τῆς παρουσίας καὶ κοινωνίας Του. Ὁ Ζακχαῖος ἀξιώθηκε «ἰδεῖν τὸν Ἰησοῦν» μὲ τὰ σωματικὰ μάτια. Ἐμεῖς μποροῦμε ὄχι μόνο νὰ Τὸν βλέπουμε καὶ νὰ Τὸν ἀγγίζουμε, ἀλλὰ καὶ νὰ Τὸν κοινωνοῦμε. Ὁ Ζακχαῖος Τὸν δέχθηκε γιὰ λίγες στιγμὲς κάτω ἀπὸ τὴν στέγη τοῦ σπιτιοῦ του. Ἐμεῖς Τὸν δεχόμαστε μόνιμα στὴν ψυχή μας μὲ τὴν Θεία Κοινωνία. «Μεθ᾿ ὑμῶν εἰμὶ πάσας τὰς ἡμέρας» (Ματθ. 28, 20), ἔχει διακηρύξει. Στὴν περίπτωση τοῦ Ζακχαίου ὑπῆρξε συκομουριὰ γιὰ τὴν ἀναρρίχηση. Ἐδῶ ὑπάρχει τὸ δένδρο τῆς πίστης καὶ τὸ θυσιαστήριο τῆς ἀγάπης. Ἀδελφοί μου, τὸ «σήμερον σωτηρία τῷ οἴκῳ τούτῳ γέγονεν» δὲν τὸ εἶπε ὁ Κύριος, οὔτε ὅταν ὁ Ζακχαῖος ἠθέλησε νὰ Τὸν δεῖ οὔτε ὅταν ἀνέβηκε στὴ συκομορέα καὶ τὸν ἔβλεπε οὔτε ὅταν τὸν φιλοξένησε σπίτι του. Ἡ σωτηρία πραγματοποιήθηκε, ὅταν ὁ Ζακχαῖος ἐτέλεσε τὴν ἀρετή, ὅταν δηλαδὴ ἐλέησε καὶ ἐπέστρεψε τὰ κλαπέντα. Ὄχι ὅταν ἄκουγε τὸν Ἰησοῦ, ἀλλὰ ὅταν ἐφάρμοσε τὰ λόγια τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἐπετέλεσε τὸ καλό.

Τὸ καλὸ καὶ τὴν ἀρετὴ ἂς ἐπιτελοῦμε καὶ ἐμεῖς καὶ τότε «Σωτηρία ἡμῶν καὶ τοῦ οἴκου καὶ τῶν οἰκογενειῶν ἡμῶν θὰ γίνει».

Ἀρχιμ. Ν. Κ.





ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ


20 Ἰανουαρίου 2008
Κυριακὴ ΙΒ´ Λουκᾶ - Τῶν 10 Λεπρῶν
(Λουκ. 17, 12-19)




«Καὶ αὐτοὶ ἦραν φωνὴν λέγοντες· Ἰησοῦ ἐπιστάτα ἐλέησον ἡμᾶς»

Πορεύεται πρὸς τὰ Ἱεροσόλυμα, γιὰ νὰ πάθη καὶ σταυρωθῆ «ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς καὶ σωτηρίας» ὁ Κύριος, ἀδελφοί μου, καὶ παρ᾿ ὅτι πορεύεται πρὸς τὸ πάθος, τὸν ὀνειδισμό, τὸ Σταυρὸ καὶ τὸ θάνατο, ἐν τούτοις δὲν παύει νὰ εὐεργετῆ καὶ νὰ θεραπεύη τὶς ἀσθένειες τοῦ λαοῦ. Θεραπεύει καὶ εὐεργετεῖ, γιὰ νὰ εἰσπράξη ἀχαριστία καὶ ἀγνωμοσύνη: Ἐκεῖνος ποὺ «ἀνατέλλει τὸν ἥλιον αὐτοῦ ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθοὺς καὶ βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους» (Ματθ. 5, 45).

Ἡ μεγάλη θεϊκὴ καρδιά Του κάμπτεται, λυγίζει καὶ συμπονεῖ στὸν πόνο τῶν ἀρρωστημάτων καὶ ἁμαρτημάτων τοῦ λαοῦ Του. Γι᾿ αὐτὸ προθύμως θεραπεύει, ἰᾶται, συγχωρεῖ, παρηγορεῖ, ἀνακουφίζει καὶ εὐεργετεῖ. Τὸν βλέπουμε σήμερα νὰ εὐεργετῆ θεραπεύοντας δέκα λεπροὺς ἀνθρώπους, ἀπόκληρους τῆς ζωῆς, δέκα δυστυχεῖς ὑπάρξεις ποὺ ἡ ἀρρώστια ἔχει μεταβάλει τὰ σώματά τους σὲ ἕνα ἕλκος, μιὰ ἀνυπόφορη φρικτὴ πληγή.

Αὐτὰ τὰ δυστυχισμένα πλάσματα, μόλις ἀντίκρυσαν τὸν Χριστό, ἕνωσαν τὸν πόνο τους, τὴν συμφορά τους, ἕνωσαν τὴν φωνή τους «λέγοντες· Ἰησοῦ ἐπίστατα ἐλέησον ἡμᾶς». Κύριε Ἰησοῦ, διδάσκαλε λυπήσου μας. Ἡ μικρὴ αὐτὴ ἱκεσία φανερώνει πὼς οἱ δέκα λεπροὶ ἔχουν γνώση τῆς δυνάμεως τοῦ Χριστοῦ καὶ συνείδηση τῆς δικῆς τους ἀδυναμίας. Ἀκόμα ἡ μικρὴ αὐτὴ ἱκεσία «ἐλέησον ἡμᾶς», ὅπως φαίνεται στὴ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή, ἔχει μεγάλη δύναμη, γιατί, ὅταν λέγεται μὲ πίστη, ἑλκύει τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἀπαλλάσσει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν κακοδαιμονία. «Ἐλέησον ἡμᾶς» φωνάζουν δυνατὰ οἱ ἀσθενεῖς καὶ ἀπόκληροι καὶ «ἔστησαν πόρρωθεν», δηλαδὴ στάθηκαν ἀπὸ μακριά. Δὲν χρειάζεται ὅμως, γιατί οὐδόλως φοβίζει τὸν Κύριον ὁ μολυσμὸς τῆς ἀσθένειας, γιατί εἶναι ἀμόλυντος καὶ καθαρός. Δὲν φοβᾶται τὸν μολυσμὸ ἐκ τῆς ἁμαρτίας, γιατί εἶναι ἄμωμος καὶ ἀναμάρτητος καὶ γιὰ αὐτὸ διακηρύσσει «τίς ἐξ ὑμῶν ἐλέγχει με περὶ ἁμαρτίας» (Ἰωάν. 8,46). Κανένας ἠθικὸς μολυσμὸς καὶ κανένα μεταδοτικὸ νόσημα, ὅσο μεγάλα καὶ νὰ εἶναι, δὲν μποροῦν νὰ κάνουν τὸν Ἰησοῦ νὰ ὀπισθοχωρήση ἀπὸ τὴν ἐπαφὴ καὶ τὴ συναναστροφὴ μὲ τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ ἀσθενεῖς ποὺ ἔρχονται πρὸς Αὐτόν, γιὰ νὰ θεραπευθοῦν καὶ νὰ συγχωρηθοῦν. Ὅμως στοὺς συγκεκριμένους ἀσθενεῖς δὲν «ἐπιθέτει τὰς χεῖρας Του», ἀλλὰ τοὺς ὑποδεικνύει νὰ πᾶνε πρὸς τοὺς ἱερεῖς, γιὰ νὰ ἀποφανθοῦν γιὰ τὴν θεραπεία τους. «Πορευθέντες –εἶπε– ἐπιδείξατε ἑαυτοὺς τοῖς ἱερεῦσι». Ἔτσι προβλεπόταν ἀπὸ τὸν Μωσαϊκὸ Νόμο· ἂν κανεὶς εἶχε ἀπὸ τὴν λέπρα χτυπηθῆ, νὰ παρουσιάζη στοὺς ἱερεῖς τὸ σῶμα του καὶ νὰ πιστοποιεῖται ἔτσι ἡ ἀποθεραπεία του καὶ ἡ ἐλευθεροεπικοινωνία του. Καὶ τὸ ποθούμενο, τὸ θαῦμα, ἡ ἀποθεραπεία καὶ ἡ ἴαση συντελέσθηκε, ὅταν οἱ λεπροὶ πήγαιναν πρὸς τοὺς ἱερεῖς ὑπακούοντας στὸν Χριστὸ καὶ τὴν ὑπόδειξή Του. «Καὶ ἐν τῷ ὑπάγειν αὐτοὺς ἐκαθαρίσθησαν». Μέγα τὸ δῶρο. Μεγάλη ἡ χάρις καὶ ἡ εὐεργεσία τοῦ Ἰησοῦ πρὸς τοὺς δέκα λεπρούς. Ὅμως αὐτὴ ἡ εὐεργεσία δὲν ἐκτιμήθηκε ὅπως ἄξιζε· «ἔτρεξαν πρὸς τοὺς συγγενεῖς, τοὺς γνωστούς, τοὺς φίλους τους καὶ λησμόνησαν τὸν Ἕνα, Ἐκεῖνον μὲ τὸν ὁποῖον ἔπρεπε νὰ μοιρασθοῦν τὴν χαρὰ τῆς θεραπείας τους, ὅπως πρὸ ὀλίγου ἐμοιράσθηκαν τὴν θλίψη, τὸν πόνο καὶ τὴν ἀγωνία τους. Δὲν ἐπέστρεψαν δοῦναι δόξαν τῷ Θεῷ». Δὲν ἐπέστρεψαν νὰ εὐχαριστήσουν τὸν Εὐεργέτη. Γιὰ αὐτὸ καὶ βαθὺ παράπονο ἐκφράζεται ἀπὸ τὸν ἰατρὸ τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων.«Οὐχὶ οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν; οἱ δὲ ἐννέα ποῦ;». Δέκα δὲν γιατρεύθηκαν; Ποῦ εἶναι οἱ ἄλλοι ἐννιά; Μόνον ἕνας, ποὺ δὲν ἦταν καὶ συμπατριώτης, εἶχε ἐπιστρέψει καὶ μὲ εὐγνωμοσύνη καταφιλοῦσε τὰ πόδια τοῦ Ἰησοῦ εὐχαριστῶντας Τον. Καὶ συνεχίζει νὰ ἐκφράζη τὸ παράπονό Του «οὐχ εὑρέθησαν ὑποστρέψαντες δοῦναι δόξαν τῷ Θεῷ». Μέσα στὶς φράσεις αὐτὲς κρύβεται τὸ παράπονο τοῦ Θεοῦ γιὰ μία μερίδα ἀχαρίστων καὶ ἀγνωμόνων ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι παρ᾿ ὅτι πλούσια ἀπολαμβάνουν τὶς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ, τὴν ὑγεία, τὰ ἀγαθά, τὴν εὐφυΐα κ.λπ. πνευματικὰ καὶ ὑλικὰ χαρίσματα καὶ δωρήματα τοῦ οὐρανοῦ καὶ καυχῶνται γι᾿ αὐτά, ἐν τούτοις ποτὲ δὲν εὐχαριστοῦν, ποτὲ δὲν εὐγνωμονοῦν τὸν δοτῆρα καὶ χορηγῶν αὐτῶν, τὸν Ὕψιστον. Τὸ γαϊδουράκι γνωρίζει τὴ φάτνη του, τὸ βόδι τὸν κύριό του, ὁ ἄνθρωπος ὅμως οὔτε τὴν Ἐκκλησία γνωρίζει οὔτε τὸν Χριστὸ παραδέχεται ὡς Κύριο καὶ Θεό του οὔτε Τὸν δοξολογεῖ οὔτε Τὸν εὐχαριστεῖ.

Ἀδελφοί μου, γιὰ δέκα πρόσωπα κάνει λόγο τὸ Εὐαγγέλιο σήμερα. Οἱ ἐννιὰ εἶναι ἀχάριστοι. Ὁ ἕνας εἶναι εὐγνώμων. Ἐμεῖς οἱ σύγχρονοι ἄνθρωποι εἴμαστε χειρότεροι ἀπὸ τοὺς ἐννέα. Ἐκεῖνοι «μόνο νὰ εὐχαριστήσουν ξέχασαν». Ἐμεῖς, ὅμως, ὄχι μόνο ξεχνᾶμε, ἀλλὰ καὶ βλαστημᾶμε τὴν ὥρα ποὺ οἱ ἐκκλησίες λειτουργοῦν, τὴν ὥρα ποὺ στὴν ἱερουργία αὐτὴ ἄγγελοι καὶ χερουβεὶμ καὶ ἀρχάγγελοι ψάλλουν «Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος Κύριος Σαβαώθ» ὑπάρχουν εὐεργετηθέντες ἀδελφοὶ ποὺ βρίζουν, μουτζώνουν καὶ βλαστημᾶνε.

Τὸ παράπονο τοῦ Ἰησοῦ: «οὐχὶ πάντες εὐεργετήθησαν; Οἱ δὲ ἐννέα ποῦ;» ἀποτελεῖ ἔλεγχο γιὰ μᾶς καὶ καταδίκη, γιατί ὡς χριστιανοὶ καὶ ὡς Ἕλληνες καὶ ὡς ἔθνος εἴμαστε εὐεργετημένοι πολλαπλῶς ἀπὸ τὸν Κύριό μας καὶ «ἐν πολέμοις καὶ ἐν εἰρήνῃ», ἀλλὰ καὶ ὁλόκληρος ὁ κόσμος ἀπολαμβάνει τῶν δωρεῶν Του, ἀφοῦ «τὸν ἥλιον Αὐτοῦ ἀνατέλλει ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθοὺς καὶ βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους (Ματθ. 5, 45). Εἴμαστε εὐεργετημένοι ἀπὸ τὸν Ὕψιστο ποὺ «ἐνηνθρώπησεν», γιὰ νὰ σώση καὶ λυτρώση ὅλους. Ἐμπρὸς λοιπόν, ἂς μάθουμε, ἂς ἀρχίσουμε νὰ εὐγνωμονοῦμε τὸν Θεὸ ἐκφράζοντας ἔτσι καὶ τὴν πίστη μας καὶ τὴν ἀγάπη μας πρὸς Αὐτόν. Ὁ «ἀλλογενὴς» Σαμαρείτης ἔνοιωσε τὴν εὐεργεσία καὶ «ὑπέστρεψε μετὰ φωνῆς μεγάλης δοξάζων τὸν Θεόν». Ἡ ψυχή του ἦταν γεμάτη μὲ εὐγνωμοσύνη πρὸς τὸν Χριστὸ καὶ τὸ ἐκδήλωσε τοῦτο, ὅταν «ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ, εὐχαριστῶν Αὐτῷ». Κατάνυξη καὶ εὐγωνμοσύνη εἶναι ἀρετὲς εὐπρόσδεκτες στὸ Θεό. «Θυσία τῷ Θεῷ πνεῦμα συντετριμμένον, καρδίαν συντετριμμένην… ὁ Θεὸς οὐκ ἐξουδενώσει» (Ψαλμ. 50, 19).

Δέχθηκε ὁ Θεάνθρωπος τὰ αἰσθήματα τῆς εὐγνωμοσύνης τοῦ ἀλλοεθνοῦς Σαμαρείτη, τοῦ λεπροῦ, καὶ τὸν διαβεβαίωσε «Ἀναστὰς πορεύου. Ἡ πίστις σου σέσωκέ σε». Ἀδελφοί, καθημερινὰ ἂς εὐχαριστοῦμε τὸν Θεὸ γιὰ ὅλα λέγοντας «εὐλόγει ἡ ψυχή μου τὸν Κύριον καὶ μὴ ἐπιλανθάνου πάσας» τὰς εὐεργεσίας αὐτοῦ (Ψαλμ. 72, 2). «Ἐν παντὶ εὐχαριστεῖτε. Τοῦτο γὰρ θέλημα Θεοῦ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Α´ Θεσσ. 5-18), στὸν ὁποῖον ἀνήκει δόξα, τιμὴ καὶ εὐχαριστία καὶ τώρα καὶ πάντοτε. Ἀμήν.

Ἀρχιμ. Ν. Κ.





ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ


13 Ἰανουαρίου 2008
Κυριακὴ μετὰ τὰ φῶτα
(Ματθ. 4, 12-17)



«Ὁ λαὸς ὁ καθήμενος ἐν σκότει εἶδε φῶς μέγα
καὶ τοῖς καθημένοις ἐν χώρᾳ καὶ σκιᾷ θανάτου φῶς ἀνέτειλεν αὐτοῖς».

Ὁ προφήτης Ἠσαΐας, ἀδελφοί μου, προλέγει ὅτι μέσα στὸ βαθύτατο σκοτάδι τῆς ἐποχῆς πρὸ τοῦ Κυρίου ἔμελλε νὰ ἀνατείλη μεγάλο καὶ θαυμάσιο φῶς. Καὶ πράγματι μὲ τὸν ἐρχομὸ τοῦ Κυρίου ἀνατέλλει μία νέα φωτεινὴ πραγματικότητα, ἕνας χρυσοπόρφυρος ἥλιος, γιατί στὸ πρόσωπό Του καὶ ἡ προφητεία αὐτὴ ἐκπληρώνεται. Ἦλθε στὸν κόσμο καὶ προφητικὰ ἀπὸ τὸν πρεσβύτη Συμεὼν χαρακτηρίσθηκε «φῶς εἰς ἀποκάλυψιν ἐθνῶν». Τὸ σκοτάδι τῆς εἰδωλολατρείας θὰ διαλυθῆ καὶ τὸ ἀποκαλυπτικὸ φῶς θὰ ἐγκατασταθῆ μονίμως στὴ γῆ, γιὰ νὰ φωτίζη κάθε ἄνθρωπο ποὺ θὰ ἤθελε νὰ τὸ ἀντικρύση. Ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης διατυπώνει αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν ἀλήθεια: «Ἡ χάρις καὶ ἡ ἀλήθεια διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐγένετο» (Ἰωάν. 1, 17). Ὁ ἱερὸς Ὑμνωδὸς ἀναφωνεῖ: «ἐπεφάνης σήμερον τῇ οἰκουμένῃ καὶ τὸ φῶς Σου Κύριε ἐσημειώθη ἐφ᾿ ἡμᾶς, ἦλθες,  ἐφάνης τὸ φῶς τὸ ἀπρόσιτον (Κοντάκιον ἑορτῆς Θεοφανείων). Ὁ ἀπόστολος Παῦλος τοῦτο τὸ φῶς τὸ θεωρεῖ χάρη καὶ γιὰ αὐτὸ γράφει «ἐπεφάνη ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἡ σωτήριος πᾶσιν ἀνθρώποις» (Πρὸς Τίτον 2-11). Τοῦτο τὸ φῶς, τούτη ἡ χάρις, ἡ θεία χάρις, εἶναι ἡ εὔσπλαγχνη εὔνοια τοῦ Θεοῦ, μὲ τὴν ὁποία δωρίζει στὸν ἄνθρωπο τὰ χαρίσματά Του. Συνεπῶς τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ, ἡ χάρις Του, εἶναι δωρεὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ παρέχεται «ἐν Τριάδι παρὰ Πατρὸς δι᾿ Υἱοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι (Ι. Καρμίρη, Τὰ δογματικὰ καὶ συμβολικὰ μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου καθολικῆς Ἐκκλησίας Α´, Ἀθήνα, σ. 400). Εἶναι δὲ δῶρον-δωρεά, γιατί δίνεται πλουσιοπάροχα ἀπὸ τὸν Κύριο, ὄχι γιὰ τὴν τυχὸν ἀξιομισθία τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ ἐπειδὴ ὁ δωρεοδότης εἶναι χάρις καὶ φῶς καὶ σωτηρία. Ἃς μὴ λησμονοῦμε δὲ ὅτι ὁ ἄνθρωπος, ἀκόμα καὶ ἂν πράξη «πάντα τὰ διαταχθέντα», δὲν παύει νὰ εἶναι «δοῦλος ἀχρεῖος» καὶ νὰ ἔχη πράξει «ὃ ὤφειλε ποιῆσαι» (Λουκ. 17, 10).

Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, πολλὰ ἀπὸ τὰ μεγάλα πνεύματα τῆς ἀνθρωπότητος πρόβαλλαν τοὺς ἑαυτούς τους ὡς σωτῆρες τοῦ κόσμου. Ὅμως παρῆλθαν καὶ αὐτοὶ καὶ οἱ ἰδέες τους. Τίποτα δὲν μπορεῖ νὰ σταθῆ πλησίον τοῦ Χριστοῦ ἢ νὰ ἀναμετρηθῆ μὲ τὸ αἰώνιο φῶς Του καὶ τὴν διδασκαλία Του. Γιὰ αὐτὸ καὶ ἵδρυσε ἐπὶ γῆς τὴν Ἐκκλησία Του καὶ κατ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο τὸ φῶς τῆς διδασκαλίας Του παραμένει διαρκῶς στὸν κόσμο. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ «Χριστὸς παρατεινόμενος εἰς τοὺς αἰῶνας». Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τὸ δῶρο καὶ τὸ μέσον τῆς σωτηρίας. Ὁ Θεὸς θέλει «πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι» καὶ τοὺς προσφέρει ὡς δῶρο τὸ φῶς τὸ ἀληθινό, ἀλλὰ καὶ τὸ μέσον ποὺ τοὺς χρειάζεται γι᾿αὐτὸ τὸ σκοπό, ποὺ εἶναι τὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας Του. Ὁ Χριστὸς «φῶς εἰς τὸν κόσμον ἐλήλυθε» (Ἰωάν. 12,46). Ἀλλὰ παρὰ ταῦτα ἀπαισιόδοξη εἶναι ἡ εἰκόνα καὶ τῆς ἐποχῆς μας, τόσον ὥστε ὁ Κύριος εἶπεν: «Τὸ φῶς ἐλήλυθεν εἰς τὸν κόσμον καὶ ἠγάπησαν οἱ ἄνθρωποι μᾶλλον τὸ σκότος ἢ τὸ φῶς» (Ἰωάν. 3-19). Ἡ ζωὴ τῆς ἀρνήσεως, ἡ ζωὴ τῆς φαυλότητος καὶ τῆς ἀδικίας, τὸ μῖσος καὶ ἡ ἔχθρα, ἡ πεισματικὴ παραμονὴ μέσα στὴν ἁμαρτία, ἡ ἀπουσία τῆς φιλοθεΐας ὁδηγοῦν τοὺς ἀνθρώπους στὸ σκότος καὶ τὴ σκιὰ τοῦ θανάτου. Καὶ ὁ «περιπατῶν ἐν τῇ σκοτίᾳ οὐκ οἶδε ποῦ ὑπάγει. Ἕως τὸ φῶς ἔχετε, πιστεύετε εἰς τὸ φῶς, ἵνα υἱοὶ φωτὸς γένησθε (Ἰωάν. 12,35).

Ἀγαπητοί μου, τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο ἀναφέρεται ἐπίσης στὴν ἔναρξη τῆς δημόσιας δράσεως τοῦ Θεανθρώπου καὶ τὸ περιεχόμενο τοῦ κηρύγματός Του ποὺ ἦταν καὶ εἶναι «Μετανοεῖτε· ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν». Μὲ τὴν ὑπόδειξη αὐτὴ ὁ Θεὸς κάνει διάλογο, συνεχίζει τὸ διάλογο ποὺ εἶχε μὲ τὸν Ἀδὰμ στὸν Παράδεισο. Μετάνοια κήρυτταν καὶ οἱ προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ὁ Προφητάναξ Δαυὶδ εἶναι ἀνήσυχος καὶ κραυγάζει «διεφθάρησαν καὶ ἐβδελύχθησαν ἐν ἐπιτηδεύμασιν, οὐκ ἐστὶ ποιῶν χρηστότητα ἕως ἑνός· πάντες ἐξέκλινον ἅμα ἠχρειώσθησαν» (ψαλμ. 13, 1-3). Δηλαδή, εἶναι διεφθαρμένοι καὶ μὲ τὴν ἁμαρτωλὴ καὶ ἀδιόρθωτη διαγωγή τους ἔγιναν μισητοὶ ἀπὸ τὸν Θεό. Τόσο πολὺ διαδόθηκε τὸ κακό, ὥστε δὲν ὑπάρχει κανεὶς ποὺ νὰ πράττη τὸ ἀγαθό, δὲν ὑπάρχει οὔτε ἕνας. Ἀλλοίμονο, ὅλοι ἐξετράπησαν ἀπὸ τὴν εὐθεῖα ὁδό, κατήντησαν ἀχρεῖοι καὶ διεφθαρμένοι. Σκοτάδι καὶ σκιὰ θανάτου βλέπει στὴ ζωὴ τῶν συγχρόνων του καὶ ὁ προφήτης Ὠσηὲ καὶ περιγράφοντας τὴν ἀνομία τους λέγει «οὐκ ἔστιν ἀλήθεια οὐδὲ ἔλεος, οὐδὲ ἐπίγνωσις Θεοῦ ἐπὶ τῆς γῆς. Ἄρα καὶ ψεῦδος καὶ φόνος καὶ κλοπὴ καὶ μοιχεία κέχυται ἐπὶ τῆς γῆς καὶ αἵματα ἐφ᾿ αἵμασι σμίγουσι» (Ὠσηὲ 4, 1-2) δηλαδή, ἀκούσατε τὸν λόγο τοῦ Κυρίου, γιατί θὰ δικάση καὶ θὰ τιμωρήση ὁ Κύριος τοὺς κατοίκους τῆς χώρας αὐτῆς, ἐπειδὴ δὲν ὑπάρχει μεταξύ τους ἀλήθεια, οὔτε εὐσπλαγχνία, οὔτε γνώση καὶ σεβασμὸς τοῦ Θεοῦ. Ἀντιθέτως, πλημμύρισε ὁ κόσμος σας ἀπὸ κατάρες καὶ ψεύδη, φόνους, κλοπές, μοιχεῖες καὶ χύνονται συνεχῶς αἵματα καὶ ἀνακατεύονται τὸ ἕνα μὲ τὸ ἄλλο. Ἡ πρόταση καὶ σήμερα λοιπὸν τῆς Ἐκκλησίας εἶναι «Μετανοεῖτε» καὶ μακαρίζει ὅποιον «οὐκ ἐπορεύθη ἐν βουλῇ ἀσεβῶν καὶ ἐν ὀδῷ ἁμαρτωλῶν οὐκ ἔστη καὶ ἐπὶ καθέδρᾳ λοιμῶν οὐκ ἐκάθισεν (ψαλμ. 1). Δηλαδή, εἶναι πανευτυχὴς καὶ μακάριος ἐκεῖνος ποὺ δὲν πῆγε ποτὲ σὲ συνέδριο καὶ σύσκεψη ἀσεβῶν καὶ δὲν στάθηκε σὲ δρόμο ἁμαρτωλῶν καὶ δὲν κάθισε ἐκεῖ ὅπου ἐπιμένουν χωρὶς μετάνοια νὰ παραμένουν διαφθαρμένοι ἄνθρωποι καὶ φθοροποιοί. Ἡ μετάνοια εἶναι ὁ ἀσφαλὴς δρόμος ποὺ ὁδηγεῖ στὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Καὶ ὅταν ἡ Ἁγία Γραφὴ ἀναφέρη τὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ἐννοεῖ τὸν Κύριον καὶ τὴν κοινωνία μαζί Του, διότι ὅπου εἶναι ὁ βασιλεύς, ἐκεῖ εἶναι καὶ ἡ βασιλεία. Ἡ μετάνοια ζωοποιεῖ καὶ χαριτώνει καὶ ποτὲ δὲν τελειώνει. Ἡ μετάνοια εἶναι ὥρα χάριτος, εἶναι δῶρο ποὺ προσφέρεται ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ διατηρεῖ τὴν χάρη καὶ τὸ «φῶς τὸ ἀληθινό» στὴν ψυχή μας. Καὶ λέγοντας μετάνοια δὲν ἐννοοῦμε μία τυπικὴ ἐξομολόγηση ἀλλὰ μία ὁλοκληρωτικὴ ἀλλαγὴ ζωῆς. Θέλεις, ἀδελφέ, νὰ φορέσης τὴν φορεσιὰ τῆς μετανοίας; Μὴν πᾶς σὲ οἴκους μόδας ἢ σὲ καταστήματα ἐνδύσεως. Ἀγάπησε τὴν ταπείνωση, γιατί αὐτὴ εἶναι «στολὴ Θεότητος».

Κύριε, μεταμόρφωσε τὸ σῶμα μου, θεράπευσε τὴν ψυχή μου. Θέωσε μὲ τὴ χάρη Σου «τὴν Σωτήριον πᾶσιν ἀνθρώποις» τὴν ὕπαρξή μου. Ἀμήν.

Ἀρχιμ. Ν. Κ.





ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ


24 Φεβρουαρίου 2008
Κυριακὴ τοῦ Ἀσώτου
(Λουκᾶ 15, 11-32)




«Πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρός μου περισεύσουσιν ἄρτων,
ἐγὼ δὲ λιμῷ ἀπόλλυμαι… Ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα».

Τοῦ ἀσώτου ἐπεκράτησε, ἀδελφοί, νὰ ὀνομάζεται ἡ σημερινὴ Κυριακή. Καὶ τοῦτο ἐπειδὴ διαβάζεται στὶς ἐκκλησίες μας ἡ γνωστὴ εὐαγγελικὴ περικοπή, ποὺ ἀναφέρεται στὴ θλιβερὴ καὶ ὀλέθρια πτώση ἐκείνου τοῦ παιδιοῦ ποὺ ξεστράτησε ἀπὸ τὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ, δρόμο τιμῆς, ἀρετῆς καὶ ἠθικῆς. Καὶ ἔτσι βυθίστηκε στὴν ζωὴ τῆς ἀσωτείας, τῆς αἰσχρῆς ἁμαρτίας. Καὶ κατήντησε ἀπὸ ἀρχοντόπουλο χοιροβοσκὸς πειναλέος, κοκκαλιάρης, καὶ ξυπόλητος, ἀληθινὰ ἀξιοθρήνητος./p>

Δυστυχισμένο παιδί. Ζήτησες τὴν χαρὰ καὶ βρῆκες τὸν πόνο. Ὀνειρευόσουν τὴν εὐτυχία καὶ ἀγκάλιασες τὴ δυστυχία. Πῆρες τὰ χαρίσματα ἀπὸ τὸν πατέρα καὶ τὰ πέταξες στὸ βοῦρκο. Ἤσουνα στὸ σπίτι καὶ ποθοῦσε νὰ φύγεις μακριά. Ἔφυγες μακριὰ καὶ ποθοῦσες νὰ γυρίσεις στὸ σπίτι σου. Ἄλλοτε σὲ ζήλευαν οἱ δοῦλοι. Τώρα ζηλεύεις ἐσὺ τοὺς δούλους. Ἤσουνα ἀρχοντόπουλο κὰ ἔγινες χοιροβοσκός. Ἤσουν πορφυροντυμένος καὶ ἔγινες κουρελιάρης. Ἤσουν γνήσιος γυιὸς καὶ ἔγινες ἀποστάτης. Ἤσουν ἅγιος καὶ ἔγινες ἄσωτος. Ἤσουν χορτᾶτος καὶ τώρα μὲ κόπο ἀναζητεῖς πεινασμένος λίγα ξυλοκέρατα. Κυνήγησες τὴν δόξα καὶ βρῆκες ἀτιμία. Ζήτησες περισσότερα καὶ ἔχασες τὰ πάντα.

Εὐτυχῶς δὲν ἔχασες τὴν ἐλπίδα, τὴν νοσταλγία, τὴν ἐπιστροφὴ καὶ ἔλεγες: Πόσοι ὑπηρέτες τοῦ πατέρα μου τρῶνε καὶ χορταίνουν καὶ ἐγὼ ὁ γυιός του πεθαίνω ἀπὸ τὴν πεῖνα; Ὦ πατέρα «ἐμακρύνθην ἀπὸ σοῦ. Μὴ ἐγκαταλίπῃς με μηδὲ ἀχρεῖον δείξῃς τῆς Βασιλείας Σου. Ἔπεσα μὲ τὴν θέλησή μου, ἀπὸ ἐπιλογή μου, στὴν ἁμαρτία. Τώρα ὅμως ἀφυπνίζομαι ἀπὸ τὸν ἠθικὸ λήθαργο, ἐπιστρέφω κοντά σου καὶ φωνάζω μὲ ὅλη τὴν δύναμη τῆς ταλαιπωρημένης ὑπάρξεώς μου· Πάτερ ἀγαθὲ δὲν εἶμαι πλέον ἄξιος νὰ ὀνομάζωμαι παιδί σου. Δὲν ἔχω τὴν ἀξίωση οὔτε ὡς δοῦλος σου νὰ προσληφθῶ. Γιατί οἱ δοῦλοι σου μένουν στὸ σπίτι, ἐνῶ ἐγὼ εἶμαι ἀνάξιος νὰ μένω σὲ αὐτό. Ἐργάτη σου μισθωτὸ κάνε με, ἂν καὶ δὲν τὸ ἀξίζω. «Ἐξελεξάμην παραριπτεῖσθαι ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ Θεοῦ μου μᾶλλον ἢ οἰκεῖν με ἐν σκηνώμασιν ἁμαρτωλῶν» (Ψαλμ. 83ος, στίχ. 11). Δηλαδὴ προτιμῶ (τώρα) νὰ εἶμαι παραπεταμένος στὸ σπίτι μου καὶ νὰ ἔχω τὴν τελευταία θέση παρὰ νὰ κατοικῶ σὲ σκηνώματα καὶ ἀνάκτορα ἁμαρτωλῶν.

Ἀναστὰς λοιπὸν ἦλθε πρὸς τὸν πατέρα του. Καὶ ἐκεῖνος βλέπει «ἔτι μακρὰν αὐτοῦ ἀπέχοντος» ἕνα πειναλέο, γυμνό, ξυπόλητο ποὺ σέρνει ἀργὰ τὰ βήματά του, καὶ ἀναγνωρίζει σὲ αὐτὸν τὸ παιδί του καὶ «εὐσπλαγχνίσθη καὶ δραμὼν ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλει αὐτόν». Φίλημα ἀγάπης καὶ συγχωρήσεως ἔδωκε ὁ πατέρας στὸ παιδί του καὶ ὄχι μόνο· «ἐξενέγκατε τὴν στολὴν τὴν πρώτην καὶ ἐνδύσατέ τον» παραγγέλλει. «Δότε δακτύλιον εἰς τὴν χεῖρα αὐτοῦ» καὶ ὑποδήματα στὰ πόδια του· «καὶ τὸν μόσχον τὸν σιτευτὸν θύσατε», ἵνα «φαγόντες εὐφρανθῶμεν ὅτι ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, ἀπολωλὸς ἦν καὶ εὑρέθη». Ἀδελφοί, καταλάβατε τὸ μεγαλεῖο τῆς θείας εὐσπλαγχνίας; Εὐθὺς σὰν ὁ ἁμαρτωλὸς υἱὸς ἐπιστρέψη, ὁ Θεὸς Πατέρας πρῶτος σπεύδει πρὸς συνάντησή του, τὸν ἀγκαλιάζει, τὸν φιλάει καὶ τὸν ἀποκαθιστᾶ στὴν πρώτη τιμή. Τοῦ δίνει δακτυλίδι στὸ χέρι καὶ ὑποδήματα στὰ πόδια, γιὰ νὰ βαδίζη πλέον στὸ δρόμο τῆς ἀρετῆς. Τὸν δέχεται χωρὶς ἐπιφυλάξεις, χωρὶς ὅρους, χωρὶς κυρώσεις, χωρὶς ἐπιπλήξεις, ἀλλὰ μὲ χαρὲς καὶ γλέντια καὶ χοροὺς «πάλιν τῆς οἰκείας δόξης χαρίζεται τὰ γνωρίσματα καὶ μυστικὴν τοῖς ἄνω ἐπιτελεῖ εὐφροσύνην» (Στιχηρὸ ἀπὸ τὸν ἑσπερινό της Κυριακῆς τοῦ Ἀσώτου).

Ἀδελφοί, ἀκροατὲς τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Πάντα ὁ ἐρχομὸς τοῦ Τριωδίου καὶ τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς ἀποτελεῖ ἕνα σημαντικὸ γεγονὸς γιὰ τὸν χριστιανό, μιὰ ἀφορμὴ γιὰ ἐπιστροφὴ τοῦ ἀνθρώπου στὸν Θεό, μιὰ πορεία πρὸς συνάντηση μαζί Του. Ἂς φωνάξουμε λοιπὸν τὸ «Ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν Πατέρα» ὅπως ὁ Ἄσωτος, καὶ χωρὶς ἀναβολὴ ἂς πάρουμε τὸ δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς. Καὶ τοῦτο γιατί μέχρι στιγμῆς ἔχουμε μιμηθεῖ τὸν «ἄσωτο» στὸ πρῶτο μέρος τῆς ζωῆς του, δηλαδὴ στὸ ὅτι ἔχουμε ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὸν Θεό. Ζοῦμε στὴν ἐξορία ὅπως ὁ Ἀδάμ. Φορτωμένοι μὲ τὸ βάρος τῶν ἁμαρτιῶν μας, νομίζουμε πὼς δὲν ὑπάρχει σωτηρία καὶ πέφτουμε ἴσως σὲ ἀπόγνωση. Μπροστά μας ὅμως βλέπουμε δυὸ δρόμους νὰ ἀνοίγωνται. Ἂν ἀκολουθήσουμε τὸν δρόμο τῆς ἀπελπισίας, στὸ τέλος τοῦ δρόμου θὰ βροῦμε στὸ δένδρο κρεμασμένο τὸν Ἰούδα. Ἂν ἀκολουθήσουμε τὸν ἄλλο δρόμο, στὸ τέλος του θὰ μᾶς περιμένει μία πατρικὴ ἀγκαλιά. Ἡ ἀγκαλιὰ τοῦ Θεοῦ Πατέρα. Ὅμως δὲν πρέπει νὰ καθυστεροῦμε ἄλλο. Ἡ ζωὴ δὲν περιμένει.

Ἂς ποῦμε ἀποφασιστικά: «Ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν Πατέρα» καὶ ἂς ἀκολουθήσουμε τὸν δρόμο τὰ ἐπιστροφῆς. Ὁ δρόμος βέβαια δὲν θὰ εἶναι εὔκολος. Θὰ χρειασθῆ νὰ κοπιάσουμε, νὰ ματώσουμε. Ἡ πορεία μας θὰ εἶναι ἀνηφορικὴ καὶ θὰ πρέπει νὰ τὴν χαρακτηρίζει ἡ θλίψη γιὰ τὴν ἐξορία μας ἀπὸ τὸν οὐρανό. Γι᾿ αὐτὸ θὰ πρέπη νὰ ἀποχωρισθοῦμε: ἀπὸ τὴν τεμπελιὰ ποὺ μᾶς κρατᾶ σὲ μία ὀδυνηρὴ παθητικότητα, ποὺ ὁδηγεῖ συνεχῶς πρὸς τὰ κάτω· ἀπὸ τὸν ἐγωκεντρισμό, αὐτὴ τὴ λαθεμένη στάση, ποὺ δὲν μᾶς ἀφήνει νὰ ταπεινωθοῦμε καὶ νὰ φτάσουμε μέχρι τὸ πετραχήλι ἑνὸς πνευματικοῦ· ἀπὸ τὴν ἀργολογία, τὰ πολλὰ καὶ ἄχρηστα σχόλια καὶ λόγια, ποὺ δὲν προσφέρουν τίποτα, ἀλλὰ σκοτώνουν, δηλητηριάζουν καὶ φουντώνουν τὴν δειλία, τὴν ἀργία, τὸν ἐγωκεντρισμό· καὶ τέλος θὰ πρέπη νὰ μειώσουμε τὶς ἐπιπόλαιες κοινωνικὲς ψυχαγωγίες καὶ τὰ γλέντια ποὺ ὁδήγησαν τὸν ἄσωτο στὴν ἀνυπόφορη μοναξιὰ καὶ τὴν συντροφιὰ τῶν χοίρων. Αὐτὲς οἱ συνήθειες πρέπει νὰ ἀποβληθοῦν. Ἀντὶ αὐτῶν ἂς ἀποκτήσουμε συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητός μας, αὐτογνωσία καὶ σωφροσύνη, ταπείνωση ὅπως ὁ Τελώνης, μετάνοια ὅπως ὁ Ἄσωτος.

Ἡ περίοδος τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς ποὺ ἀνατέλλει μᾶς προσφέρει τὴν εὐκαιρία νὰ ξαναβροῦμε τὸν ἑαυτό μας καὶ τὸ θεῖο προορισμό μας. Ἀρκεῖ νὰ ποῦμε μὲ ἀποφασιστικότητα ὅπως ὁ Ἄσωτος: «Ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν Πατέρα». «Ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὴν Ἀνάστασιν». «Ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὴν προσωπική μου Ἀνάσταση». Ἀμήν.

Ἀρχιμ. Ν. Κ.





ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ


17 Φεβρουαρίου 2008
Κυριακὴ τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου
(Λουκᾶ ΙΗ´, 10-14)




Κυριακὴ Τελώνου καὶ Φαρισαίου σήμερα, ἀδελφοί μου. Ἀρχίζει ἡ ψυχωφελὴς περίοδος τοῦ Τριωδίου καὶ ἀνοίγει κατανυκτικὸ βιβλίο ἱερῶν ἀκολουθιῶν μὲ ὑπέροχους ὕμνους καὶ προσευχὲς ποὺ ἔχουν στόχο νὰ μᾶς διδάξουν ἔνθεα καὶ μὲ μετάνοια νὰ ἑορτάσουμε τὸ ἀναμενόμενο μεγάλο γεγονός, τὸ Πάσχα, δηλαδὴ τὴν μετάβασή μας ἀπὸ τὰ παρόντα στὰ τοῦ οὐρανοῦ. Δὲν εἶναι ἡ περίοδος τοῦ Τριωδίου περίοδος φαγητῶν, ποτῶν «διασκεδάσεων», κραιπάλης καὶ καρναβαλιῶν. Τριώδιο σημαίνει πνευματικὴ περισυλλογή, μετάνοια, ταπείνωση, κατάνυξη, προσευχή, πνευματικὴ καλλιέργεια.

Τὴν πρώτη Κυριακὴ τοῦ Τριωδίου, δηλαδὴ τὴν σημερινή, διαβάζεται στοὺς ναοὺς ἡ σχετικὴ παραβολὴ τοῦ Τελώνου καὶ Φαρισαίου καὶ ἀπὸ αὐτὴ διδασκόμεθα πῶς πρέπει νὰ συνομιλοῦμε διὰ τῆς προσευχῆς μὲ τὸν Θεὸ καὶ δημιουργό μας. «Μὴ προσευξώμεθα Φαρισαϊκῶς, ἀδελφοί· ὁ γὰρ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται». Ἡ ἀτμόσφαιρα τῆς προσευχῆς εἶναι ἡ πιὸ κατάλληλη, γιὰ νὰ ἀποκαλυφθοῦν οἱ ἐσωτερικὲς διαθέσεις τῶν ἀνθρώπων. Στὴν προσευχὴ παρουσιάζεται ἡ πνευματικὴ κατάσταση τῶν ἀνθρώπων, γι᾿ αὐτὸ δὲν εἶναι τυχαῖο τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Κύριος, γιὰ νὰ ἐκφράση τὴν ἀντίθεση μεταξὺ τοῦ Φαρισαίου καὶ τοῦ Τελώνου τοὺς παρουσίασε στὴν ὥρα τῆς προσευχῆς.

«Δύο ἄνθρωποι ἀνέβησαν εἰς τὸ ἱερὸν προσεύξασθαι». Δύο ἄνθρωποι, δύο κόσμοι. Δύο ἄνθρωποι ἀντιπροσωπευτικοὶ τῶν δύο τάξεων τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν δύο πνευματικῶν κόσμων. Ὁ Φαρισαῖος καὶ ὁ Τελώνης. Ὁ Φαρισαῖος, ποὺ νόμιζε τὸν ἑαυτό του δίκαιο καὶ ἐθεωρεῖτο ἀπὸ τοὺς ἄλλους δίκαιος, γιατί τηροῦσε τὶς ἐντολὲς τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου, γιατί ἔκανε ἔργα νομικῆς δικαιοσύνης, ἀλλὰ ἐστερεῖτο ταπεινώσεως. Μὲ τὸν τρόπο ποὺ προσευχόταν, ἔδειξε πὼς ζοῦσε μία δαιμονιώδη «πνευματικότητα», μιὰ διεστραμμένη πνευματικὴ κατάσταση ποὺ ἦταν χωρὶς λύτρωση. Ἑρμηνεύοντας σχετικὰ ὁ Μ. Βασίλειος λέει γιὰ τὸν Φαρισαῖο καὶ τὴν προσευχὴ του πρὸς τὸν Θεό: «Ἐγώ, Θεέ μου, γιὰ Σένα εἶμαι ὁ μόνος θησαυρὸς τῆς ἀρετῆς. Θὰ ἦταν ἔρημη ἀπὸ δικαιοσύνη ἡ γῆ, ἂν δὲν πατοῦσα ἐγὼ πάνω της». Εἶναι ἀνόητος ὁ ἀθεόφοβος. Δὲν πῆγε στὸν Ναὸ γιὰ προσευχὴ ἀλλὰ μόνο γιὰ ἐπίδειξη. Στάθηκε στὴν πιὸ κεντρικὴ θέση τοῦ Ναοῦ καὶ ἄρχισε νὰ αὐτολιβανίζεται. Νὰ αὐτοεπαινεῖται. Ξεχνᾶ ὅμως πὼς ὅ,τι καλὸ ἔχουμε καὶ ὅ,τι καλὸ κάνουμε, ἀποτελοῦν «καρπὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» (Γαλ. 5, 23). Ἐπίκαιρος ὅσο ποτὲ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέγοντας: «Χάριτι Θεοῦ εἰμὶ ὃ εἰμί» (Α΄ Κορ. 15, 10) καὶ πάλι: «Τὰ πάντα δύναμαι διὰ τοῦ ἐνδυναμοῦντος με Χριστοῦ» (Φιλιπ. 4, 13). Ἀλλὰ καὶ ὁ προφήτης Δαυῒδ ἀποδίδει στὸ Θεὸ τὴν δύναμη καὶ τὴν χάρη μὲ τὰ ὁποῖα ὁ ἄνθρωπος κάμνει τὸ καλὸ καὶ κατορθώνει νὰ οἰκοδομήση τὴν ἀρετή. «Ἐὰν μὴ Κύριος οἰκοδομήσῃ οἶκον εἰς μάτην ἐκοποίασαν οἱ οἰκοδομοῦντες...Ἐὰν μὴ Κύριος φυλάξῃ πόλιν εἰς μάτην ἠγρύπνησεν ὁ φυλάσσσων» (Ψαλμ. 126).

Πόσο διαφορετικὸς ὅμως ἦταν ὁ δεύτερος. Ταπεινὴ ψυχή. Στάθηκε σὲ μία γωνιὰ καὶ ἐκεῖ ὅλο συντριβὴ καὶ μετάνοια γιὰ τὶς ἀπροσεξίες τῆς ζωῆς του παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ καὶ ἔλεγε: «Ὁ Θεὸς ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» δείχνοντας ἔτσι τὴν πνευματική του διαύγεια καὶ ὑγεία γι᾿ αὐτὸ «κατέβη δεδικαιωμένος». Ὅσο κανεὶς ἐπιδιώκει τὴν αὐτοδικαίωση, τόσο καὶ ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὴν λύτρωση. Ὅσο κανεὶς θεωρεῖ, εἰλικρινὰ ὅμως, τὸν ἑαυτό του ἀνάξιο τοῦ θείου ἐλέους, τόσο γίνεται δέκτης τῆς θείας δωρεᾶς. Ἡ αὐτομεμψία εἶναι «ἀφανὴς προκοπή». Αὐτὴ «ἡ ἀφανὴς προκοπή» ἐκφράζεται μὲ τὴν ταπείνωση τοῦ Τελώνη: ὁ ὁποῖος «μακρόθεν ἑστὼς οὐκ ἤθελε, οὐδὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς τὸν οὐρανὸν ἐπάραι ἀλλ᾿ ἔτυπτεν τὸ στῆθος αὐτοῦ λέγων· ὁ Θεὸς ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ».

Ἀδελφοί, «ἄνθρωποι δύο ἀνέβησαν εἰς τὸ Ἱερὸν προσεύξασθαι». Δύο τύποι ἀνθρώπων. Προσωποποιήσεις τῆς ταπείνωσης καὶ τῆς ὑπερηφάνειας, τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς κακίας, τῆς εἰλικρίνειας καὶ τῆς ὑποκρισίας, τῆς αὐτογνωσίας καὶ τῆς ἀγνωσίας, τῆς μετανοίας καὶ τῆς πώρωσης, τῆς εὐσεβείας καὶ τῆς ἀσεβείας. Ὁ ἕνας ταπεινώθηκε, γιατί ὕψωσε τὸν ἑαυτό του. Ὁ ἄλλος ὑψώθηκε, γιατί τὸν ταπείνωσε. Ὁ Φαρισαῖος δικαίωσε τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ τὸν καταδίκασε ὁ Θεός. Ὁ Τελώνης καταδίκασε τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ τὸν δικαίωσε ὁ Θεός. Ὁ πρῶτος εἶπε λόγια πολλά, μὰ δὲν τὰ ἄκουσε ὁ Θεός. Ὁ δεύτερος εἶπε ἐλάχιστες λέξεις, ὁ Θεὸς ὅμως τὶς ἄκουσε καὶ τὶς δέχτηκε. Ἂν ἡ ταπείνωση εἶναι βασίλισσα τῶν ἀρετῶν, ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι βδέλυγμα καὶ κατάρα. Βέβαια σήμερα, ἐποχὴ ἑωσφορικῆς ὑπερηφανείας, ἐποχὴ ὅπου ὁ «ὑπεράνθρωπος εἶναι πρότυπο γιὰ κάποιους, σὲ ἐποχὴ ποὺ ὅλοι θεωροῦμε τοὺς ἑαυτούς μας σὰν ἐκπροσώπους τῆς σοφίας, τοῦ ἀλαθήτου, τῆς παντογνωσίας καὶ μόνο ἡ λέξις «ταπεινοφροσύνη» ἀκούεται σὰν κάτι παράξενο καὶ ἄγνωστο, ἀφοῦ ταπεινοφροσύνη σημαίνει συνεσταλμένο ἦθος, ἐπίγνωση τοῦ τί εἴμεθα. Σημαίνει ταπεινὸ φρόνημα, αὐτογνωσία τῆς ἁμαρτωλότητός μας· εἶναι ἀφανὴς προκοπή».

Ἀρχιμ. Ν. Κ.





ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ


10 Φεβρουαρίου 2008
Κυριακὴ ΙΖ´ Ματθαίου: τῆς Χαναναίας
(Ματθ. 25, 21-28)




«Ἐλέησόν με Κύριε, υἱὲ Δαυΐδ, ἡ θυγάτηρ μου κακῶς δαιμονίζεται».

Τὸ τελευταῖο ἔτος τῆς ἐπὶ γῆς παρουσίας Του διανύει ὁ Κύριος, ἀδελφοί, καὶ τὸ τρίτο ἔτος τῆς ἐπὶ γῆς οὐρανίου διδασκαλίας Του. Ὁλοένα καὶ περισσότερο ἐκδηλώνεται ἡ ἐχθρότητα τῶν Ἰουδαίων ἐναντίον Του, γι᾿ αὐτὸ καὶ Αὐτὸς ἐξέρχεται στὰ βόρεια τῆς Γαλιλαίας «πρὸς τὰ μέρη Τύρου καὶ Σιδῶνος». Ἐδῶ θὰ πραγματοποιηθῆ τὸ ἔλεος τοῦ οὐρανοῦ πρὸς τὴν Συροφοίνισσα Ἰούστα, ὑπὲρ τῆς δαιμονιούσης θυγατέρας της Βερονίκης, διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἐξέρχονται τὰ ἔθνη στὸ πρόσωπο τῆς Χαναναίας πρὸς συνάντηση τοῦ Ἰησοῦ, γιὰ νὰ ἀποτελέσουν μέλη τῆς Ἐκκλησίας Του.

Ἡ πονεμένη μητέρα τῆς σημερινῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς, εὐσεβεῖς χριστιανοί, δοκιμάζεται πολὺ στὴ ζωή της. Ἡ ἀσθένεια τῆς θυγατρός της εἶναι καὶ ἀπερίγραπτη καὶ ἐπικίνδυνη, ἀφοῦ κατὰ τὴν δική της ἔκφραση «κακῶς δαιμονίζεται». Πολὺ καιρὸ ὑποφέρει τὸ κορίτσι. Πολὺ καιρὸ συμπάσχει καὶ ἡ μάνα. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὅταν ἀντικρύζη τὸν Ἰησοῦ, δὲν συνομιλεῖ ἁπλῶς μαζί Του, ἀλλὰ «ἐκραύγασεν» ἀπευθύνοντας θερμὴ καὶ μεγαλόφωνη παράκληση πρὸς τὸν Κύριο. Ἐδίσταζε νὰ Τὸν πλησιάση. Ἦταν εἰδωλολάτρις. Καὶ παρὰ ταῦτα μᾶς δίδαξε μία μικρή, συνοπτικὴ καὶ μὲ ἀπέραντο περιεχόμενο καὶ δύναμη προσευχή: «Ἐλέησον Κύριε, Υἱὲ Δαυΐδ».

Αὐτὴ ἡ προσφώνηση μᾶς βεβαιώνει ὅτι ἡ Χαναναία θεωροῦσε καὶ πίστευε τὸν Ἰησοῦν ὡς Μεσσία, ὡς τὸν ἀπεσταλμένο τοῦ Θεοῦ Σωτῆρα, ὁ ὁποῖος θὰ ἔφερε στὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ «πᾶσαν εὐλογίαν». Καὶ ἱκετεύει: «Κύριε, βοήθει μοι».

Φαντασθεῖτε, ἀδελφοί, τὴ θέση τῆς Χαναναίας, ὅταν ὁ Κύριος τῆς εἶπε «οὐκ ἔστι καλὸν λαβεῖν τὸν ἄρτον τῶν τέκνων καὶ βαλεῖν τοῖς κυναρίοις». Οἱ ἄλλοι εἶναι «τὰ παιδιὰ» καὶ ὁ ἄρτος, τὸ ψωμί, προορίζεται γι᾿ αὐτά. Αὐτὴ καὶ ἡ κόρη της εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ σκυλάκια ποὺ δὲν ἔχουν δικαίωμα νὰ φᾶνε ἀπὸ τὸν ἄρτο. Σκληρὴ ὥρα δοκιμασίας καὶ ἀπογνώσεως. Ὁ Κύριος λέγει «οὐκ ἔστι καλόν», αὐτὴ ἀπαντᾶ «Ναί, Κύριε». Ὁ Χριστὸς ὀνομάζει τοὺς Ἰουδαίους τέκνα, αὐτὴ ὑπερθεματίζει. Ὁ Χριστὸς ὀνομάζει αὐτὴ «κυνάριον» καὶ αὐτὴ ἀποδέχεται τὴν παρομοίωση. Καὶ πάνω σὲ αὐτὴν οἰκοδομεῖ τὸ πλέον καταπληκτικὸ ἐπιχείρημα, τὸ ὁποῖο μόνο μία ψυχὴ ποὺ πιστεύει καὶ εἶναι ταπεινὴ θὰ μποροῦσε νὰ συλλάβη τὴν πιὸ τραγικὴ ὥρα τῆς ζωῆς της. «Ναί, Κύριε· καὶ γὰρ τὰ κυνάρια ἐσθίει ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τῶν κυρίων αὐτῶν».

Μὲ τὴν ὁμολογία αὐτὴ ἐκφράζεται ἡ πίστη καὶ ἡ ταπείνωση, ἡ ἐμπιστοσύνη καὶ ἡ ὑποταγὴ τῆς πονεμένης μάνας, ἀλλὰ συγχρόνως ἐξαγγέλλεται ὁ θρίαμβος τῆς πίστεως ἀπὸ τὸν Κύριο· «ὦ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις, γεννηθήτω σοι ὡς θέλεις». Καὶ θεραπεύθηκε ἡ θυγατέρα της ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκείνης. Εἶναι ἄξια θαυμασμοῦ ἡ Χαναναία. Ἡ Χαναναία ποὺ ἔμεινε ἀνώνυμη· εἶναι πολὺ ἀνώτερο νὰ μείνη κανεὶς χωρὶς ὄνομα μὲ ὅλες τὶς καλές του πράξεις παρὰ ἐπώνυμος μὲ ἱστορία δύσφημη, ἀνέντιμη, ἀπαξιωτική.

Ἡ Χαναναία ζεῖ στὶς συνειδήσεις μας καὶ θαυμάζεται, ἐνῶ ἡ Ἡρωδιὰς ἢ ὁ Πιλᾶτος μᾶς προκαλοῦν ντροπή. Ἡ Χαναναία δὲν ἔφυγε οὔτε ἀπέκαμε παρακαλῶντας, παρ᾿ ὅτι τόσον ἐξουθενώθηκε καὶ ταπεινώθηκε, καὶ αὐτὸ ἀποδεικνύει σταθερὴ πίστη καὶ ἀκλόνητη. Παραδέχεται καὶ ἀποδέχεται τὸν χαρακτηρισμὸ τοῦ «κυναρίου» καὶ ἀποδεικνύει τὴν μεγάλη ταπείνωσή της. Ἐπιμένει νὰ λάβη ψίχουλα ἀπὸ τὸ τραπέζι καὶ ἀποδεικνύει σύνεση θαυμαστή. Πίστευε καὶ ζητοῦσε. Ἱκέτευε καὶ ταπεινοφρονοῦσε. Ἐπέμενε στὸ ζητούμενο ἐκφράζοντας σύνεση καὶ ἄκουσε τὸ «γεννηθήτω σοι ὡς θέλεις».

Ἡ πίστη, ἡ ταπείνωση καὶ ἡ σύνεση τῆς Χαναναίας ἀπέσπασαν τὸ ἔλεος τοῦ Ἰησοῦ.

Ἀδελφοί μου, ὅταν ὁ οὐρανὸς εἶναι μαῦρος, ὅταν σελήνη, ἄστρα δὲν φαίνονται, ὅταν ὅλα γύρω μας μπερδεύονται καὶ μᾶς μπερδεύουν, ὅταν ὅλοι γύρω μας προσπερνοῦν ἀδιάφορα, τότε πρέπει νὰ ζητᾶμε μὲ πίστη, ταπείνωση καὶ σύνεση ψίχουλα ἀπὸ τὶς δωρεὲς τοῦ οὐρανοῦ. Μὲ πίστη, ταπείνωση καὶ σύνεση θὰ φανοῦν ἥλιος, σελήνη, ἄστρα καὶ ὁ δωρεοδότης Κύριος θὰ ἐκπληρώση καὶ θὰ ἱκανοποιήση τὰ αἰτήματά μας καὶ τὶς ἀνάγκες μας λέγοντας: «Ὦ ἄνθρωπε, μεγάλη σου ἡ πίστις, γεννηθήτω σοι ὡς θέλεις».

Ἀρχιμ. Ν. Κ.





ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ


3 Φεβρουαρίου 2008
Κυριακὴ ΙϚ´ Ματθαίου: τῶν ταλάντων
(Ματθ. 25, 14-30)





«Εὖ δοῦλε ἀγαθέ· ἐπὶ ὀλίγα ἦς πιστός, ἐπὶ πολλῶν σε καταστήσω».

Ὁ ὡραῖος σημερινὸς παραβολικὸς θεῖος λόγος, ἀδελφοί, μᾶς ὁμιλεῖ περὶ ἀνθρώπου ποὺ ἀναχωρεῖ γιὰ ταξίδι καὶ λίγο πρὶν φύγη «ἐκάλεσε τοὺς ἴδιους δούλους καὶ παρέδωκεν αὐτοῖς τὰ ὑπάρχοντα αὐτοῦ καὶ ᾧ μὲν ἔδωκε πέντε τάλαντα, ᾧ δὲ δύο, ᾧ δὲ ἓν, ἑκάστῳ κατὰ τὴν ἰδίαν δύναμιν». Ἐμπιστεύτηκε δηλαδὴ ὁ θεάνθρωπος Ἰησοῦς, (γιατί αὐτὸς εἶναι ὁ ἀναχωρήσας τῆς παραβολῆς ἄνθρωπος), ποὺ ἦλθε στὴ γῆ, μᾶς ἔσωσε ἐκ τοῦ θανάτου καὶ τῆς ἁμαρτίας καὶ πρὶν ἀναληφθῆ στοὺς οὐρανούς (μᾶς ἐμπιστεύθηκε) διὰ τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τῆς Ἐκκλησίας Του τὰ ὑπάρχοντά Του, τὰ τάλαντά Του γιὰ τὴν πνευματική μας συντήρηση καὶ αὔξηση καὶ σωτηρία.

Ποιὰ ἀλήθεια εἶναι τὰ τάλαντα τοῦ Θεοῦ ποὺ μᾶς παρέδωσε; Εἶναι οἱ πνευματικὲς καὶ σωματικὲς ἱκανότητες καὶ δυνάμεις, εἶναι οἱ ἀρετές: ἡ πίστη, ἡ ἐλπίδα, ἡ σοφία, ἡ γνώση, ἡ ἐλευθερία, ἡ θέληση, ἡ δύναμη, ἡ ἀγάπη, ἡ πραότητα, τὸ κάλλος, ἡ ὑγεία, ἡ φωνή, ἡ σχέση καὶ ἡ ἐπικοινωνία μετὰ τοῦ Θεοῦ, οἱ φυσικὲς καὶ ἠθικὲς ἱκανότητες, οἱ ἔμφυτες δεξιότητες καὶ τὰ προτερήματα. Αὐτὰ τὰ χαρίσματα, τὰ τάλαντα τοῦ Θεοῦ, πνευματικὰ καὶ σωματικά, μᾶς τὰ ἐμπιστεύτηκε ὡς πνευματικὸ κεφάλαιο καὶ αὐξητικὴ παρακαταθήκη καὶ «ἤλπιζεν» στὴν ἐλεύθερη φιλοτιμία μας, νὰ τὰ καλλιεργήσουμε, νὰ τὰ αὐξήσουμε, νὰ τὰ πολλαπλασιάσουμε καὶ γιὰ τὴν δική μας ὠφέλεια ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν διακονία τοῦ πλησίον, καὶ τέλος γιὰ τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ. Κανένα δὲν ἄφησε ὁ Θεὸς χωρὶς προῖκα, χωρὶς τάλαντα. Ὅλους τοὺς ἐπροίκισε,τοὺς ἐκόσμησε, τοὺς ἐφοδίασε μὲ τὰ τάλαντά Του. Ὁ δωρεοδότης Κύριος «ἐν ἑκάστῳ διαιρεῖ τὰ χαρίσματα» καὶ χορηγεῖ τάλαντα καὶ χαρίσματα στοὺς ἀνθρώπους, τὰ λογικὰ αὐτὰ πλάσματά Του, καὶ δίνει προῖκα τὰ κατὰ δύναμιν στὸν καθένα μας «καὶ χάριν ἀντὶ χάριτος».

Πῶς ὅμως, ἀγαπητοὶ ἀκροατὲς τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, χρησιμοποιοῦμε τοὺς θησαυροὺς καὶ τὰ τάλαντα τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ; Οἱ δυὸ πρῶτοι ἐργάσθηκαν φιλοτίμως ἐπὶ τῶν ταλάντων ποὺ ἔλαβαν, τὰ αὔξησαν καὶ τὰ ἐδιπλασίασαν. Ἐφάνησαν ἄξιοι τοῦ Κυρίου τους καὶ ἐκείνων ποὺ τοὺς ἐμπιστεύθηκε, δηλ. τῶν χαρισμάτων, καὶ μὲ αἴσθηση εὐθύνης Τὸν περίμεναν, γιὰ νὰ τοῦ ἀποδώσουν λογαριασμό. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριός Τους, ὅταν «συναίρῃ λόγον μετ᾿ αὐτῶν», τοὺς ἐπαινεῖ καὶ τοὺς ὑπόσχεται νὰ τοὺς καταστήση κυρίους ἐν τῇ Βασιλεία Του. «Εὖ δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ. Ἐπὶ ὀλίγα ἦς πιστός, ἐπὶ πολλῶν σε καταστήσω». Ὁ τρίτος δὲν ἐργάσθηκε, γιὰ νὰ ἀναδείξη τὸ χάρισμα, τὸ τάλαντό του. Ἔσκαψε στὴ γῆ καὶ τὸ ἔκρυψε. Δὲν τὸ χρησιμοποίησε οὔτε γιὰ τὸν ἑαυτό του, οὔτε γιὰ τὸν διπλανό του. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὅταν ὁ Κύριος τοῦ ζητῆ λογαριασμό, τὸν χαρακτηρίζει «πονηρὸ καὶ ὀκνηρὸ» καὶ διατάσσει νὰ τοῦ ἀφαιρέσουν τὸ τάλαντο καὶ νὰ τὸ δώσουν σὲ αὐτὸν ποὺ ἔχει τὰ ἄλλα, γιατί ἀπεδείχθη ὅτι δὲν εἶχε καμμία πρόθεση καὶ διάθεση οὔτε νὰ δεχθῆ τὸ τάλαντο-χάρισμα οὔτε νὰ τὸ καλλιεργήση, καὶ γι᾿ αὐτὸ περιφρονητικὰ τὸ ἔκρυψε στὴ γῆ καὶ ἐπὶ πλέον βρίζει καὶ συκοφαντεῖ τὸν χορηγό.

Ὅταν ὁ χριστιανὸς διαπιστώση τὰ ἰδιαίτερα χαρίσματά του, τότε ἀρχίζει ἡ ἀξιοποίηση τοῦ ταλάντου καὶ ἡ προσπάθεια τοῦ πολλαπλασιασμοῦ του. Γιατί, ἂν ἀδρανήσουμε, καὶ τὸ τάλαντον θὰ ἀφαιρεθῆ καὶ ἡ θεία δικαιοσύνη θὰ παρέμβη γιὰ τὴν ἀμέλειά μας· «τῷ γὰρ ἔχοντι παντὶ δοθήσεται καὶ περισσευθήσεται, ἀπὸ δὲ τοῦ μὴ ἔχοντος ὃ ἔχει ἀρθήσεται ἀπ᾿ αὐτοῦ». Ἐκεῖνο ποὺ μένει λοιπὸν ὡς καθῆκον χωρὶς διακοπὴ εἶναι ἡ ἀντικειμενικὴ ἀξιολόγηση τῶν χαρισμάτων μας καὶ ἡ κατὰ τὸν καλλίτερο τρόπο ἀξιοποίησή τους. Γιατί αὐτὴ ἡ ἀξιοποίηση μᾶς προετοιμάζει γιὰ τὸν οὐράνιο προορισμό μας. Ἡ θέση μας στὴν αἰωνιότητα βρίσκεται μέσα στὸ θέλημα τοῦ Κυρίου μας. Τὸ τάλαντον πολλαπλασιαζόμενο γίνεται τὸ μέσον, διὰ τοῦ ὁποίου ἀξιούμεθα τῆς μακαρίας φωνῆς «εὖ δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ» καὶ προξενεῖ πολλαπλάσια ἀνταπόδοση· «ἐπὶ ὀλίγα ἧς πιστός, ἐπὶ πολλῶν σε καταστήσω». Ἀδελφοί, ἐπίκαιρος ὁ ἱερὸς ὑμνωδός, ὅταν συνιστᾶ· «τοῦ κρύψαντος τὸ τάλαντον τὴν κατάκρισιν, ἀκούσασα ψυχή, μὴ κρύπτε λόγον καὶ χάρισμα Θεοῦ».

Ἀρχιμ. Ν. Κ.





ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΜΑΡΤΙΟΥ


30 Μαρτίου 2008
Γ´ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν
(Μάρκ. 8-3 καὶ 9-1)




Ἡ Ἐκκλησία μας, ἀδελφοί μου, σήμερα Κυριακὴ τῆς Σταυροπροσκυνήσεως ψάλλει: «Χριστὸς ὁ Βασιλεὺς τῆς δόξης, ἑκουσίως χεῖρας ἐκτείνας ὕψωσεν ἡμᾶς εἰς τὴν ἀρχαίαν μακαριότητα» (ἰδιόμελο Σταυροπροσκυνήσεως), στοχεύοντας νὰ πετύχουμε μία συνάντηση μὲ τὸν ἀναστημένο Ἰησοῦ. Γι᾿ αὐτὸ καὶ προβάλλει τὸν Σταυρό, ὄχι μόνο γιὰ νὰ μᾶς θυμίση ὅτι χωρὶς αὐτὸ τὸ σταύρωμα δὲν θὰ μπορέσουμε νὰ τὸν συναντήσουμε, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ μᾶς ἐνθαρρύνη δείχνοντας ὅτι ἡ Σταύρωση αὐτὴ στὴν πραγματικότητα εἶναι ἕνας ζωηφόρος θάνατος καὶ μία σταυρόμορφη Ἀνάσταση. Ὁ διάβολος κυρίευσε τὸν ἄνθρωπο προσφέροντας τὴν θανατηφόρα ἐγωϊστικὴ ἱκανοποίηση σὰν ἕνα τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο θὰ ἀπολάμβανε πληθώρα ζωῆς, καὶ ἔτσι τὸν ἀπέκοψε ἀπὸ τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς, τὸν Θεό.

Ὁ Χριστός, ὁ ἐνσαρκωμένος Θεός, μᾶς συνδέει καὶ πάλι μὲ τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς, μὲ τὴν ἀγάπη ποὺ σταυρώνεται. Ἔτσι ὅποιος θέλει νὰ Τὸν ἀκολουθήση, νὰ βρεῖ τὸν δρόμο ποὺ θὰ τὸν φέρει σ᾿ Ἐκεῖνον, πρέπει νὰ ἀρνηθῆ τὸν ἑαυτό του καὶ νὰ πάρη τὸ σταυρὸ πάνω στὸν ὁποῖο θὰ σταυρώση τὸν ἐγωισμό του. Ὅποιος θέλει νὰ ζήση πραγματικά, πρέπει νὰ θανατώση τὸν θάνατο, ποὺ εἶναι ὁ ἐγωισμός του. «Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν Σταυρὸ αὐτοῦ καὶ ἀκολουθείτω μοι» (Μάρκ. 8-34). Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δῆ πραγματικὰ τὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ, δὲν θὰ δυσκολευθῆ νὰ διακρίνη τὸ φῶς τῆς Ἀναστάσεως. Γιατί, ὅποιος νοιώση τὴν ἀγάπη ποὺ σταυρώνεται, ξέρει ὅτι γι᾿ αὐτὴ τὴν ἀγάπη δὲν ὑπάρχει θάνατος. Ὁ Σταυρὸς ποὺ ἦταν σύμβολο τοῦ θανάτου, ἔγινε ἡ ἐγγύηση τῆς ζωῆς, γιατὶ ἔδωσε τὴν εὐκαιρία στὴν ἀγάπη νὰ σταυρωθῆ καὶ νὰ γίνη ἔτσι ἀθάνατη. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος σταυρώνη τὸν ἐγωισμό του, γιὰ νὰ δημιουργήση χῶρο μεσὰ τὴν καρδιά του γιὰ νὰ ἀναπτυχθῆ ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν συνάνθρωπο, τότε ζωοποιεῖται, γιατί «σκοτώνει τὴν αἰτία τοῦ θανάτου».

Ἀδελφοί μου, διὰ τοῦ Σταυροῦ ὁ ἄνθρωπος ἐπιστρέφει στὸν Θέο καὶ ἑνώνεται μαζί Του. Ἐνδύεται τὸ φῶς καὶ ἀποκτᾶ τὴν ζωή. Ἀποβάλλει τὸ ἔνδυμα τῆς φθορᾶς καὶ τῆς θνητότητας καὶ ἐνδύεται τὸ ἔνδυμα τῆς ἀφθαρσίας καὶ τῆς ἀθανασίας. Μὲ τὸν Σταυρὸ οἱ ἄνθρωποι ἑνώνονται μεταξύ τους ἀνεξαρτήτως ἐθνότητας, φυλῆς, χρώματος, φύλου κ.λπ. Γίνονται ἀδελφοὶ καὶ μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. «Σωτηρίαν εἰργάσω ἐν μέσῳ τῆς γῆς Χριστὲ ὁ Θεός· ἐπὶ Σταυροῦ τὰς ἀχράντους σου χείρας ἐξέτεινας ἐπισυνάγων πάντα τὰ ἔθνη κράζοντα, Κύριε δόξα σοι». Ὁ Σταυρὸς εἶναι ἡ ἑνότητα ὅλου τοῦ κόσμου, διότι «διὰ τοῦ Σταυροῦ χαρὰ ἐν ὄλῳ τῷ κόσμῳ», καὶ κατάργηση τοῦ μόνου διασπαστικοῦ τῆς ἀνθρώπινης ἑνότητας στοιχείου, ποὺ εἶναι ἡ ἁμαρτία.

Ἀδελφοί μου,

Τὸ σύμβολον τοῦ πάθους τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ καὶ τοῦ θανάτου Αὐτοῦ βλέπομε σήμερα στὸ μέσον τοῦ Ναοῦ ὄχι ὅμως αἱματωμένο ἀλλὰ μὲ ἄνθη στολισμένο καὶ παρέχον χαρά, ἀγαλλίαση καὶ ἐλπίδα γιὰ τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς ἑνὸς ἑκάστου. Καὶ ἡ εὐαγγελικὴ περικοπὴ ποὺ ἀκούσαμε γιὰ τὴν ψυχὴ καὶ τὴν ἀξία αὐτῆς ἔκανε λόγο· «Τί ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐὰν κερδήσῃ τὸν κόσμον ὄλον καὶ ζημιωθῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ;». Εἶναι τόσο σπουδαῖα τὰ λόγια αὐτὰ ὅσο σπουδαία εἶναι καὶ ἡ ψυχή. Μέσα σ᾿ αὐτὲς τὶς λίγες λέξεις κρύβεται ἡ ἱεραρχία τῶν ἀξιῶν τῆς ζωῆς. Συνθέτει ὁ Ἐσταυρωμένος Ἰησοῦς τὸ ὕψιστο ἀγαθὸ καὶ ὑποδεικνύει τὸν ἀληθινὸ σκοπὸ τῆς ζωῆς. Στὶς λέξεις αὐτὲς βρίσκεται τὸ βαθύτερο νόημα τῆς ὕλης καὶ τοῦ πνεύματος, τῆς γῆς καὶ τοῦ οὐρανοῦ, τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς, τοῦ παρόντος καὶ τοῦ μέλλοντος, τοῦ προσωρινοῦ καὶ τοῦ αἰώνιου, τοῦ φθαρτοῦ καὶ τοῦ ἀφθάρτου. Οἱ φράσεις αὐτὲς θαρρῶ πὼς θά ᾿πρεπε νὰ γραφοῦν στὰ μέγαρα τῶν πλουσίων, στὰ γραφεῖα τῶν ἐμπόρων, στοὺς οὐρανοξύστες, στὰ κοινοβούλια, στὶς πρωθυπουργικὲς κατοικίες, στὶς τράπεζες, στὶς αἴθουσες θεαμάτων καὶ ψυχαγωγίας, ἀκόμη καὶ στὶς πλάκες τῶν μνημείων. Νὰ ἀκουστῆ καὶ νὰ διαβαστῆ παντοῦ πὼς ἡ ψυχή μας ἔχει μεγαλύτερη ἀξία ἀπὸ τοὺς θησαυροὺς καὶ τὶς τιμὲς ὁλόκληρου τοῦ κόσμου. Ἐκεῖνος ποὺ χάνει τὴν ψυχὴ του, ἔστω ποὺ ἂν κέρδισε ὅλο τὸν κόσμο, θά ᾿ναι γιὰ πάντα χαμένος.

«Ἀθάνατος ὑπάρχουσα ψυχή μου, τοῖς κύμασι τοῦ βίου μὴ καλύπτου», γιατὶ ἴσως νά ᾿χης «κέρδος στὴ γῆ» καὶ ζημιὰ στὸν οὐρανό. Πολὺ μεγάλο ἀγῶνα κάνουν οἱ ἄνθρωποι γιὰ τὴν κατάκτηση τοῦ ὑλικοῦ κέρδους. Σὰν ἄλλοι ριψοκίνδυνοι ἀργοναῦτες ξεκινοῦν γιὰ τὴν μακρινὴ Κολχίδα ποὺ τοὺς ὑπόσχεται «τὸ χρυσόμαλλο δέρας». Κυνηγητὸ τοῦ πλούτου γίνεται παντοῦ. Γιὰ τὴν ἀπόκτησή του χρησιμοποιοῦνται ὅλοι οἱ τρόποι. Ψεῦδος, ἀπάτη, πλαστογραφία, κλοπή, τυχερὰ παιχνίδια, ληστεῖες, φόνοι, συκοφαντίες, ψευδομαρτυρίες. Τὸ χρῆμα ἐξαγοράζει συνειδήσεις, ρίχνει κυβερνήσεις, κλείνει σπίτια. Ὅλα αὐτὰ δίνουν κέρδος στοὺς ἀνθρώπους ἐδῶ στὴ γῆ. Ζημιὰ στὸν οὐρανό. Ἀλλὰ μήπως καὶ ἡ δόξα εἶναι μικρότερος πειρασμός; Ἂν κάποιοι μίσησαν τὸν πλοῦτο, τὴ δόξα ὅμως κανένας. Εἶναι πανίσχυρος μαγνήτης. Πόσοι ἀνεβαίνοντας δὲν πρόσβαλαν τὴν δικαιοσύνη καὶ τὴν ἀρετή; Ἡ δόξα εἶναι παιδὶ τοῦ ἐγωϊσμοῦ καὶ τῆς ὑπερηφάνειας. Εἶναι κέρδος μιᾶς ἄνομης πάλης. Εἶναι κέρδος στὴν γῆ, ζημιὰ στὸν οὐρανό. Ἐπίκαιρος ἡ Γραφὴ «Πᾶσα δόξα ἀνθρώπου ὡς ἄνθος χάρτου». (Α’ Πέτρ. 1-24)

Ἀδελφοί,

Τί ἔχει νὰ ὠφεληθῆ ὁ ἄνθρωπος, ἂν κερδίση τὸν κόσμο ὅλο μὲ τὰ πλούτη καὶ τὶς δόξες του, χάση ὅμως γιὰ πάντα τὴν ψυχή του; «Τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ;». Προτιμότερη ὑλικὴ ζημιὰ στὴν γῆ καὶ κέρδος στὸν οὐρανό παρὰ τὸ ἀντίθετο. Γιὰ τὸν κίνδυνο τῶν ὑλικῶν θησαυρῶν μᾶς μίλησε ὁ Κύριος μας, ὅταν δίδαξε «μὴ θησαυρίζεται θησαυροὺς ἐπὶ τῆς γῆς».

Γιατὶ «ὁ κόσμος παράγεται καὶ ἡ ἐπιθυμία αὐτοῦ, ὁ δὲ ποιῶν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ μένει εἰς τὸν αἰῶνα.» (Α΄ Ἰωάν. 2-17). Γιατί νὰ θυσιάζουμε τὰ οὐράνια γιὰ τὰ ἐπίγεια;

Γιατί νὰ ἀνταλλάσσουμε τὴν ἀθανασία μὲ τὰ παρόντα;

Γιατί νὰ προτιμᾶμε τὸ λυχνάρι ἀπὸ τὸν ἥλιο;

Γιατί δολοφονοῦμε τὸν ἑαυτό μας ;

Γιατί «μεριμνᾶμε καὶ τυρβάζουμε περὶ πολλά» ἐνῶ «ἑνός ἐστι ἡμῖν χρεία»;

Ἀδελφοί μου, Κυριακὴ τῆς Σταυροπροσκυνήσεως σήμερα. Ἡ Σταύρωση πρὶν τὴν Ἀνάσταση. Μπροστά μας ὑψωμένος ὁ Σωτήρας στὸ Σταυρὸ τοῦ Γολγοθᾶ. Εὐλαβικὰ ἀνεβαίνουμε τὸν Κρανίου τόπο καὶ ταπεινὰ Τὸν προσκυνοῦμε, γιατί μὲ τὴν χάρι Του ξέπλυνε τὶς ἁμαρτίες μας καὶ καθάρισε τὴν ἀθάνατη ψυχή μας. Ἂς ἑτοιμασθοῦμε γιὰ τὸν Οὐρανό. Εἶναι τὸ πιὸ μεγάλο κέρδος.

Ἀρχιμ. Ν. Κ.





ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΜΑΡΤΙΟΥ


23 Μαρτίου 2008
Β´ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν
(Μάρκ. 2, 1-12)





Ἄφησε τὴν χώρα τῶν ἀχαρίστων Γεργεσηνῶν ὁ Κύριος καὶ μέσῳ τῆς λίμνης Γενησαρὲτ ἦλθε στὴν Καπερναούμ. Τρεῖς εἶναι, ἀδελφοί μου, οἱ πόλεις τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. Ἡ Βηθλεὲμ στὴν ὁποία γεννήθηκε ὡς ἄνθρωπος. Ἡ Ναζαρὲτ στὴν ὁποία ἀνατράφηκε καὶ ἀνδρώθηκε, καὶ ἡ Καπερναοὺμ ἡ παραθαλλασία καὶ ὡραία, «ἡ ἰδία πόλις», ἡ ἀγαπητή Του.

Ἡ Ἱερουσαλὴμ ὡς προφητοκτόνος καὶ θεοκτόνος δὲν λογίζεται ὡς πόλη τοῦ Ἰησοῦ. Ἦλθε στὴν Καπερναοὺμ «καὶ ἠκούσθη ὅτι εἰς οἶκόν ἐστι· καὶ εὐθέως συνήχθησαν πολλοὶ….καὶ ἐλάλει αὐτοῖς τὸν λόγον». Παντοῦ δίδασκε ὁ Κύριος. Καὶ στὶς συναγωγὲς καὶ στὶς πεδιάδες καὶ στοὺς δρόμους καὶ στὶς βάρκες καὶ στὶς πλατεῖες καὶ σὲ σπίτια ἰδιωτῶν.

Ἕνα τέτοιο σπίτι χρησιμοποιεῖ σήμερα στὴν Καπερναοὺμ γιὰ ὁμιλητικὸ βῆμα. Πολὺς λαὸς συγκεντρώθηκε, τὸ σπίτι γέμισε ἀσφυκτικά. Ἀνάμεσα στοὺς ἄλλους καταφθάνουν καὶ τέσσερεις ἄνθρωποι ποὺ σηκώνουν στὰ χέρια τους ἕνα παραλυτικό. Τὸ πλῆθος ὅμως τῶν ἀκροατῶν δὲν τοὺς ἀφήνει νὰ πλησιάσουν, ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ δὲν ἀποθαρρύνονται καὶ προκειμένου νὰ πλησιάσουν τὸν «ἰατρὸ τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων» ξεσκέπασαν ἕνα μέρος τῆς στέγης καὶ μὲ προσοχή, σιγά-σιγά, κατέβασαν μὲ σχοινιὰ τὸ ξυλοκρέβατο τοῦ ἀσθενοῦς. Τὸ θαῦμα ἔγινε.

Θαυματουργεῖ καὶ σήμερα ὁ Κύριος καὶ θεραπεύει ἀσθένεια ἀνίατη καὶ ἀθεράπευτη. Θεραπεύει ἀρρώστια σώματος καὶ ἀσθένεια ψυχῆς. Ὁ παραλυτικὸς στάθηκε στὰ πόδια του. Ἡ πίστη του βραβεύτηκε. Ἡ εὐτυχία πλημμύρισε τὴν καρδιά του. Ὁ λαὸς θαύμασε καὶ ἐδόξασε τὸ Θεό. Μὰ πιὸ πολὺ ἀπ᾿ ὅλους τὴν χαρὰ τοῦ παραλυτικοῦ τὴν μοιράστηκαν οἱ τέσσερεις συνοδοί, γιατί δώσανε κόπο καὶ πήρανε χαρά. Κουράστηκαν τὰ χέρια ἀλλὰ ἀνακουφίστηκε ἡ ψυχή τους μὲ τὴν ἴαση. Τὴν γιατρειὰ τοῦ παραλύτου.

Δὲν ξέρουμε, δὲν ἔχουμε καμμία πληροφορία ποιοὶ ἦταν οἱ τέσσερεις αὐτοὶ ἄνδρες. Μποροῦμε ὅμως νὰ συμπεράνουμε πὼς ἦταν φίλοι ἢ γνωστοὶ τοῦ παραλυτικοῦ. Ὅποιοι ὅμως καὶ ἂν ἦταν, ἡ πράξη τους ἦταν τόσο ὑπέροχη. Ἦταν πράξη ἀγάπης καὶ συμπόνιας. Ἦταν ψυχικὴ ἐκδήλωση ἀνωτέρου πνεύματος. Ἦταν ἀληθινοὶ φίλοι, γιατί ἔμειναν πιστοὶ στὸν καιρὸ τῆς δοκιμασίας καὶ τῆς δυστυχίας τοῦ φίλου τους.

Δὲν εἶναι μικρὸ πρᾶγμα νὰ ξέρη κανεὶς νὰ συμπονᾶ. Νὰ πονᾶ στὸν πόνο τοῦ ἄλλου καὶ νὰ λυπᾶται στὴν λύπη του. Νὰ θλίβεται στὴ θλίψη του καὶ νὰ ἀνησυχῆ στὴν ἀνησυχία του. Νὰ ἐφαρμόζη τὴν ὑπόδειξη τοῦ ἀποστόλου Παύλου «κλαίειν μετὰ κλαιόντων» (Ρωμ. 12-15). Ἡ συμπόνια δὲν εἶναι μία ἁπλῆ ἀρετὴ ἀλλὰ μία ἀπέραντη θαυμαστὴ κατάσταση, μ᾿ ἕνα ἐξαίσιο χριστιανικὸ μεγαλεῖο. Συμπόνια σημαίνει: ἀγάπη, καλωσύνη, βοήθεια, ἐξυπηρέτηση, αὐταπάρνηση, κατανόηση, θυσία, καλὴ καρδιά. Εἶναι αὐτὸ ἀκριβῶς ποὺ λείπει σὲ μεγάλο βαθμὸ στὴν σύγχρονη ἐποχή, ἐποχὴ τοῦ ἀτομισμοῦ καὶ τῆς ἀδιαφορίας.

Δὲν ἐνδιαφέρονται οἱ σημερινοὶ ἄνθρωποι γιὰ τὸν συνάνθρωπό τους. Δὲν εἶναι καὶ τόσο πρόθυμοι νὰ ρίξουν μία ματιὰ ἀγάπης καὶ φιλανθρωπίας στοὺς πονεμένους καὶ τσακισμένους ἀπὸ τὰ βάσανα τῆς ζωῆς. Δὲν ἔμαθαν τὴν ἀγάπη, γιατὶ δὲν γνώρισαν τὸν Χριστὸ καὶ δὲν ἔμαθαν τίποτα γιὰ τὸν Χριστό, γιατὶ δὲν γνώρισαν τὴν ἀγάπη. Μόνο ὅσοι ξέρουν ν᾿ ἀγαποῦν μποροῦν ν᾿ ἀνακουφίζουν τὸν πονεμένο.

Ὅμως ὅποιος θέλει νὰ μάθη τί εἶναι ἀγάπη πρέπει νὰ ὁδηγήση τὰ βήματά του στὸ βράχο τοῦ Γολγοθᾶ καὶ νὰ σκύψη εὐλαβικὰ κάτω ἀπὸ τὸν ματωμένο σταυρὸ τοῦ Κυρίου. Ἀλήθεια, ἀδελφοί μου, πόσο συμπονοῦσε Ἐκεῖνος τὸν λαό Του. Πόσες φορὲς δὲν μᾶς φανέρωσαν οἱ ἱεροὶ Εὐαγγελιστὲς τὴν συμπόνια τοῦ Ἰησοῦ.

Ὅταν οἱ χιλιάδες τοῦ λαοῦ πεινοῦν, ἀφοῦ τρεῖς ὁλόκληρες μέρες τὸν ἀκοῦν νὰ διδάσκη, ἐκείνους λέει στοὺς μαθητές Του. «Σπλαγχνίζομαι ἐπὶ τὸν ὄχλον ὅτι … οὐκ ἔχουσι τί φάγωσι» (Ματθ.15-52). Ὅταν ἀντίκρυζε ἀρρώστους ἡ συμπόνια Του μεγάλωνε. Κάποτε εἶδε «πολὺν ὄχλον καὶ εὐσπλαγχνίσθη ἐπ᾿ αὐτοῖς καὶ ἐθεράπευσε τοὺς ἀρρώστους αὐτῶν» (Ματθ. 14-14). Ἄλλοτε πάλι ὅταν ἀντίκρισε τὸ θέαμα τοῦ δυστυχισμένου λεπροῦ, «σπλαχνισθείς, ἐκτείνας τὴν χεῖρα ἥψατο αὐτοῦ» (Μάρκ. 1-41).

Ἐπιβλέπει ἐπὶ τὴν θέλησιν τοῦ ἀνθρώπου. Ὅταν μάλιστα ὁ ἄνθρωπος πράξη ὅσα μπορεῖ, τότε ὁ Θεὸς τοῦ παρέχει καὶ τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν καὶ τὴν ὑγεία τοῦ σώματος καὶ ἐπιχορηγεῖ τὰ ἐπίγεια καὶ οὐράνια ἀγαθά.

Ἀγαπητοί μου, ἡ συμπόνια δὲν εἶναι ἐλεημοσύνη. Εἶναι κάτι παραπάνω. Εἶναι δόσιμο τῆς καρδιᾶς στὴν ὑπηρεσία τῆς ἀγάπης. Εἶναι ἱερὴ προσφορά. Εἶναι καλωσύνη καὶ εὐγένεια ψυχῆς. Εἶναι συμπάθεια, συναίσθημα ἅγιο ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἔμπρακτη ἀγάπη. Ἡ καλωσύνη καὶ ἡ συμπόνια εἶναι παιδιὰ τῆς ἀγάπης. Ὀμορφαίνουν τὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων. Δὲν κοστίζουν τίποτα καὶ ὅμως προσφέρουν τόσα πολλά.

Σήμερα ὅμως, ἀδελφοί, Κυριακὴ Β’ Νηστειῶν, ἡ Ἐκκλησία μας καθόρισε νὰ ἑορτάζεται καὶ ἡ μνήμη τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. Καὶ ἡ γιορτή του αὐτὴ ἀποτελεῖ συνέχεια τῆς Κυριακῆς της Ὀρθοδοξίας, ἀφοῦ ὁ ἅγιος Γρηγόριος, Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, ὡς ἄξιο τέκνο τῆς Ἐκκλησίας συνετέλεσε στὸ θρίαμβο τῆς Ὀρθοδοξίας κατὰ τὸν 14ο αἰῶνα καὶ μὲ τὴν διδασκαλία του περιχαράκωσε τὸν ἀληθινὸ χαρακτῆρα τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καὶ τὴν σωτηριώδη σημασία της γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Κάνει λοιπὸν ὁ ἑορταζόμενος ἅγιος μία διαφορετικὴ προσέγγιση καὶ ἑρμηνεία τῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς ποὺ ἀκούσαμε. Λέγει λοιπὸν ὁ ἅγιος Γρηγόριος γιὰ τὸ θαῦμα στὸ σπίτι τῆς Καπερναούμ· ὅλοι ἄκουγαν τὸν Χριστό. Δὲν τὸν ὑπάκουσαν ὅμως ὅλοι. Ὅλοι εἴμαστε φιλήκοοι καὶ φιλοθεάμονες, ὄχι ὅμως καὶ φιλάρετοι. Ὅλοι ἐπιθυμοῦμε νὰ μάθουμε τὰ σωτήρια καὶ ἀκοῦμε εὐχάριστα τὴν ἱερὴ διδασκαλία καὶ μάλιστα «φιλοκρινοῦμεν τοὺς λόγους», ἀλλὰ καμμία προσπάθεια δὲν κάνουμε νὰ καρποφορήση μέσα μας ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Ἀκοῦμε ἀναλύσεις πατερικῶν κειμένων, μιλᾶμε θεολογικά, ἀλλὰ δυσκολευόμαστε νὰ τηρήσουμε τὶς ἐντολὲς καὶ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ.

Ὁ παραλυτικὸς «αἰρόμενος ὑπὸ τεσσάρων» ἔφθασε στὸ σπίτι ποὺ δίδασκε ὁ Χριστός. Οἱ συνοδοί του «ἀπεστέγασαν τὴν στέγην» καὶ κατέβασαν τὸν παραλυτικὸ μπροστὰ στὸν Χριστό. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος προσαρμόζει αὐτὴ τὴν πράξη στὴν θεραπεία τῆς παράλυτης ψυχῆς. Καθένας ποὺ πρόσκειται στὶς ἡδονὲς εἶναι παράλυτος στὴν ψυχὴ καὶ βρίσκεται καθηλωμένος στὸ κρεβάτι τῆς ἡδυπάθειας καὶ σαρκικῆς μολύνσεως. Ἡ ψυχὴ εἶναι παράλυτη καὶ καθηλωμένη σ᾿ ἕνα σῶμα ποὺ ὑπηρετεῖ τὶς ἡδονές.

Χρειάζεται καὶ πρέπει νὰ ἐπιστρέψη στὸ Χριστὸ αὐτὴ ἡ ψυχὴ γιὰ νὰ θεραπευθῆ. Σ᾿ αὐτὴ τὴν ἐπιστροφὴ θὰ βοηθήσουν τέσσερεις παράγοντες: «ἡ οἰκεία κατάγνωσις», δηλαδὴ ἡ αὐτομεμψία, «ἡ ἐξαγόρευση τῶν προημαρτημένων», δηλαδὴ ἡ ἐξομολόγηση, «ἡ ὑπόσχεσις ἀποχῆς τῶν κακῶν», δηλαδὴ ὑπόσχεση γιὰ διόρθωση καὶ «ἡ δέησις πρὸς Θεόν», δηλάδη ἡ προσευχή. Μένει ὅμως «ν᾿ ἀποστεγάσουμε τὴν στέγη», τὴν ὀροφή. Καὶ ὀροφὴ εἶναι τὸ λογιστικὸ μέρος τῆς ψυχῆς ποὺ εἶναι φορτωμένο ἀπὸ ὑλικὰ προερχόμενα ἀπὸ τὰ γήϊνα πάθη καὶ χωρίζουν τὴν ψυχὴ ἀπὸ τὸν Χριστό. Ἀνάγκη λοιπὸν νὰ καθαρισθῆ ὁ λογισμός μας, γιατὶ τότε ὁ παράλυτος νοῦς θὰ ἀκούση τὴν γλυκύτατη λέξη «τέκνον» καὶ θὰ λάβη ἄφεση ἁμαρτιῶν, θὰ ἀναστηθῆ καὶ θὰ ζῆ τὴν ὄντως ζωή, τὴν ἐν Χριστῷ ζωή.

Ἀρχιμ. Ν. Κ.





ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΜΑΡΤΙΟΥ


16 Μαρτίου 2008
Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας
(Ἰωάν. 1, 44-52)





Σήμερα, ἀγαπητοί μου, ἀνοίγει τὸ στάδιο τῶν πνευματικῶν ἀγώνων. Ἀνοίγει τὸ στάδιο τῶν ἀρετῶν, παλαίστρα ἐναντίον τοῦ σατανᾶ καὶ τοῦ κακοῦ. « Οἱ βουλόμενοι ἀθλῆσαι εἰσέλθετε, ἀναζωσάμενοι τὸν καλὸν τῆς νηστείας ἀγῶνα (Β’ Ἰδιόμελον Στιχηροῦ Τριῳδίου εἰς τοὺς αἴνους Κυριακῆς τῆς Τυρινῆς), ἀναλαμβάνοντες τὴν πανοπλίαν τοῦ Σταυροῦ». Ἂς ἀντιπαραταχθῶμεν κατὰ τοῦ ἐχθροῦ, ἔχοντες ὡς τεῖχος καὶ πρόχωμα τὴν πίστη, ὡς θώρακα τὴν προσευχή, ὡς περικεφαλαία τὴν ἐλεημοσύνη καὶ ἀντὶ μαχαίρας τὴν νηστεία, ἡ ὁποία ἀποκόπτει πᾶσαν κακίαν.

Προηγήθηκαν τῆς σημερινῆς Κυριακῆς ἄλλες τέσσερεις: ἡ Κυριακὴ τοῦ Τελώνου καὶ Φαρισαίου, πού μᾶς δίδαξε τὴν ταπείνωση . Ἡ τοῦ Ἀσώτου πού μᾶς ὑπέδειξε τὴ μετάνοια. Ἡ τῶν Ἀπόκρεω πού μᾶς πληροφόρησε γιὰ τὴν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου στὴ γῆ καὶ τὴν ἡμέρα τῆς Κρίσεως, καὶ τέλος ἡ Κυριακὴ τῆς Τυρινῆς, πού μᾶς περιέγραψε τὸ δρᾶμα καὶ τὴν τραγωδία τῶν πρωτοπλάστων, τὴν πτώση τους καὶ τὴν ἐξορία ἐκ τοῦ Παραδείσου.

Ἡ σημερινὴ Κυριακὴ λέγεται πρώτη Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν καὶ μᾶς προτρέπει γιὰ προσευχὴ καὶ νηστεία, καθαρὴ νηστεία σώματος καὶ ψυχῆς, νηστεία τοῦ στόματος, τῶν χειλέων, τοῦ νοῦ, τῆς καρδιᾶς, τῶν κακῶν ἐπιθυμιῶν, ἀποξένωση ἀπὸ κάθε ὑλικὸ καὶ πνευματικὸ πάθος. Μᾶς προκαλεῖ νὰ ἀγωνιστοῦμε τὸν ἀγῶνα γιὰ τὴν κατάκτηση τῆς ἀρετῆς, νὰ νικήσουμε τὴν κακία. Μᾶς προκαλεῖ νὰ ὁπλιστοῦμε μὲ τὴ δύναμη τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ν᾿ ἀντιπαραταχθοῦμε ἕτοιμοι νὰ δώσουμε τὴ μάχη μὲ τὸν ἀντίπαλο καὶ ἐχθρό μας διάβολο, ἔχοντας ὡς πρόχωμα τὴν ὀρθόδοξη πίστη μας, θώρακα καὶ ἐλπίδα τὴν προσευχή, καὶ περικεφαλαία τὴν ἐλεημοσύνη.

Ἡ νηστεία εἶναι θεῖος θεσμός, ἡ παράβαση τοῦ ὁποίου εἶχε ὡς συνέπεια τὴν ἔξωση τῶν πρωτοπλάστων ἐκ τοῦ Παραδείσου. Ἐπειδὴ δὲν νηστέψαμε, χάσαμε τὸν Παράδεισο. Ἂς νηστέψουμε λοιπόν, γιὰ νὰ ἐπανέλθουμε σ᾿ Αὐτόν. Ἡ νηστεία, μᾶς πληροφορεῖ ὁ Μέγας Βασίλειος, «εἶναι ἀρχαῖον δῶρον οὐ παλαιουμένου ἢ γηράσκον…Πατέρων ἐστὶ κειμήλιον… Νηστεία προφήτας γεννᾷ, νομοθέτας σοφίζει, εἶναι ἀγαθὸν φυλακτήριον τῆς ψυχῆς, σωφροσύνης δημιουργὸς πάντας τοὺς ἁγίους χειραγωγήσασα εἰς τὴν κατὰ Θεοῦ πολιτείαν». Καὶ συνεχίζει ὁ ἱερὸς πατέρας: « Πρόσεχε ὅμως· μόνον τροφῆς νηστεία εἰς οὐδὲν ὠφελεῖ. Νηστεία γὰρ ἀληθὴς ἡ τῶν κακῶν ἀλλοτρίωσις. Κρεῶν οὐκ ἐσθίεις ἀλλ᾿ ἐσθίεις τὸν ἀδελφόν. Οἶνου ἀπέχεις, ἀλλ᾿ ὕβρεων οὐ κρατεῖς».

"Νηστεύοντες λοιπόν, ἀδελφοί, σωματικῶς νηστεύσωμεν καὶ πνευματικῶς», ὅπως μᾶς διδάσκει ἡ Ἐκκλησία μας, καὶ ὁ ἱερὸς ὑμνωδὸς συνεχίζει «τρῶσόν μου τὴν ψυχὴ Κύριε, ἵνα ἐγκρατῶς διανύσω τὴν τῆς νηστείας προθεσμίαν, μὴ μόνον γαστρὸς ἀλλὰ καὶ τῶν ἄλλων εἰσόδων τῆς ἁμαρτίας κρατῶν."
(ἰδιόμελον ἀποστίχων Λυχνικοῦ τῆς τρίτης Β’ Νηστειῶν).

Ἄλλ᾿ ὅμως ἡ σημερινὴ Κυριακὴ λέγεται πρώτη Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν καὶ ἑορτάζεται ὡς Κυριακή της Ὀρθοδοξίας. Αὐτὴ ἡ Κυριακὴ εἶναι ἡ ἑορτὴ καὶ ἡ πανήγυρις τῆς Ὀρθοδόξου πίστεώς μας, ὁ θρίαμβος καὶ ἡ ἐπικράτησή της ἐναντίον ὅλων τῶν αἱρέσεων.

Τί εἶναι ὅμως Ὀρθοδοξία, Ὀρθόδοξη πίστη; Εἶναι ἡ πίστη τῶν Ἀποστόλων, ἡ πίστη τῶν Πατέρων, ἡ πίστη τῶν Ὀρθοδόξων, ἡ πίστη στὴν ἀρχαία θεσμοθεσία τῆς μιᾶς Ἁγίας Καθολικῆς καὶ Ἀδιαιρέτου Ἐκκλησίας. Αὐτὴ ἡ πίστη τὴν Οἰκουμένην ἐστήριξε. Ἡ Ὀρθόδοξη πίστη εἶναι ἡ μέση καὶ βασιλικὴ ὁδὸς ποὺ ἔχει στὰ δεξιά της τὴ φιλοσοφία καὶ στὰ ἀριστερά της τὶς αἱρέσεις.

Γι᾿ αὐτὸ ὁ Μέγας Βασίλειος σὲ λόγο του εἰς τὸ «πρόσεχε σεαυτῷ» προτρέπει «πρόσεχε σεαυτῷ μὴ παρατραπῇς τῆς ὁδοῦ, μὴ ἐκκλίνῃς δεξιὰ ἢ ἀριστερά, ὁδῷ βασιλικῇ πορεύου». Ἡ πίστη τῶν ὀρθοδόξων εἶναι « ὅ,τι ἀκηκόασι, ὅ,τι ἑωράκασι τοῖς ὀφθαλοῖς αὐτῶν, ὃ ἐθεάσαντο καὶ αἱ χεῖρες αὐτῶν ἐψηλάφησον» (Α’ Ἰωάν. 1-1) οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι. Ἡ πίστη τῶν Ὀρθοδόξων εἶναι ὅ,τι οἱ ἅγιες οἰκουμενικὲς Σύνοδοι κατέγραψαν σὲ ὅρους, δηλαδὴ τὴν ἄγραφη παράδοση καὶ πίστη τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὰ ὅσα ὁ Κύριος ἐμπιστεύθηκε στοὺς Ἀποστόλους Αὐτοῦ «κατ᾿ ἰδίαν ἐπιλύων πάντα» (Μάρκ. 4-34).

Γι᾿ αὐτὸ σήμερα ἐμεῖς μποροῦμε καυχώμενοι ἐν Κυρίῳ νὰ ὁμολογοῦμε:

"Οἱ προφῆται ὡς εἶδον, οἱ ἀπόστολοι ὡς ἐδίδαξαν, ἡ Ἐκκλησία ὡς παρέλαβεν, οἱ διδάσκαλοι ὡς ἐδογμάτισαν, ἡ ἀλήθεια ὡς ἀποδέδεικται, τὸ ψεῦδος ὡς ἀπελήλαται, ἡ σοφία ὡς ἐπαρρησιάσατο, ὁ Χριστὸς ὡς ἐβράβευσεν οὕτω φρονοῦμεν, οὕτω λαλοῦμεν, οὕτω κηρύσσομεν Χριστὸν τὸν ἀληθινὸν Θεὸν ἡμῶν."
(Συνοδικὸν Ὀρθοδοξίας).

Ἡ σημερινὴ γιορτή, ἀδελφοί μου, ἔχει διαχρονικὸ χαρακτῆρα καὶ οἰκουμενικὴ διάσταση. Καὶ στὸ χῶρο τῆς Ὀρθοδοξίας εὐφραίνονται σήμερα ὅλοι ὅσοι βλέπουν ἀναστηλωμένη τὴν θεανδρικὴ εἰκόνα τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, τῆς Παναγίας μητέρας Του καὶ ὅλων τῶν ἁγίων. Ἀνέκαθεν οἱ ἐκκλησίες στολίζονται μὲ ἅγιες εἰκόνες καὶ οἱ χριστιανοὶ τὶς ἀσπάζονταν καὶ τὶς προσκυνοῦσαν ἀποδίδοντας τὴν τιμὴ καὶ τὴν προσύνηση στὰ πρωτότυπα. Δυστυχῶς ὑπῆρξε περίοδος κατὰ τὴν ὁποία «μέγας διωγμός» κατὰ τῶν ἱερῶν εἰκόνων ξέσπασε, ποὺ διήρκεσε σχεδὸν ἑκατὸ καὶ περισσότερα χρόνια, χρόνια εἰκονομαχίας, γιατί τάχα θεωρήθηκαν οἱ εὐλαβούμενοι τὰ ἱερὰ εἰκονίσματα ὡς εἰδωλολάτρες ποὺ περιφρονοῦν τὸ Θεό. Ὅμως ξέχασαν τὴν φωνὴ τοῦ Θεοῦ ποὺ διὰ τοῦ προφητάνακτος Δαυὶδ λέγει:

" Ἐμοὶ δὲ λίαν ἐτιμήθησαν οἱ φίλοι σου ὁ θεός»· καὶ ἀκόμη· «τοῖς ἁγίοις τοῖς ἐν τῇ γῇ Αὐτοῦ ἐθαυμάστωσεν ὁ Κύριος."
(Ψαλμ. 15 –στίχος 3).

Ὁ δὲ οὐρανοφάντωρ Μ. Βασίλειος δογματίζει: «ἡ τιμὴ τῆς εἰκόνος ἐπὶ τὸ πρωτότυπον διαβαίνει». Ποιὸς ποτὲ δὲν ἐτίμησε τὴν εἰκόνα τῶν γονέων του ἢ καὶ τῶν φίλων του. Σκληρὸς ἦταν ὁ διωγμὸς κατὰ τῶν ἱερῶν εἰκόνων· ἀπὸ τὰ χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Λέοντα τοῦ Ἰσαύρου ἕως τὴν ἐποχὴ Θεοφίλου, μετὰ τὸν θάνατον τοῦ ὁποίου ἡ μακαρία καὶ ἁγία σύζυγός του Θεοδώρα ἐστερέωσε τὴν Ὀρθοδοξία, κατέπαυσε τὴν εἰκονομαχία, ἀσπάσθηκε τὴν ἁγία εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ δημόσια διακήρυξε «Εἴ τις τὰς ἱερὰς εἰκόνας οὐ προσκυνεῖ καὶ ἀσπάζεται, σχετικῶς οὐ λατρευτικῶς, οὐχ ὡς θεοὺς ἀλλ᾿ ὡς εἰκόνας ἀρχετύπων, διὰ τὸν πόθον, εἴη τὸ ἀνάθεμα».

Καὶ ἀφοῦ ὅλη τὴν πρώτη ἑβδομάδα τῆς Ἁγ. Σαρακοστῆς ἐνήστευσε αὐτὴ καὶ ὁ γιός της Μιχαὴλ καὶ προσεύχονταν μαζὶ μὲ τὸν Πατριάρχη Μεθόδιο καὶ τὸν ἱερὸ κλῆρο καὶ τὸ λαό, λιτάνευσαν καὶ ἀναστήλωσαν τὰ σεβάσμια εἰκονίσματα καὶ ἐστόλισαν πάλι τὶς ἐκκλησίες. Ἔκτοτε ὁ Πατριάρχης, ὁ ἱερὸς Μεθόδιος, καὶ οἱ λοιποὶ ἅγιοι ὁμολογητὲς ὥρισαν κάθε χρόνο κατὰ τὴν πρώτη Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν, νὰ γίνεται ἀνάμνηση τῆς ἀναστηλώσεως τῶν ἱερῶν εἰκόνων, ἔτσι ὥστε νὰ μὴν πλανήση ὁ διάβολος κάποιον καὶ κατακρημνισθῆ στὴν αἵρεση τῆς εἰκονομαχίας.

Αὐτὴν λοιπὸν τὴν ἔνδοξη καὶ σωτήρια ἀνάμνηση μὲ χαρὰ ἑορτάζει ἡ Ἐκκλησία μας καὶ μακαρίζει ὅσους φυλάττουν ἀκέραιη τὴν παράδοση καὶ τὴν ὀρθοδοξία τῆς πίστεως καὶ προβάλλει μέσα ἀπὸ τὴν εὐαγγελικὴ περικοπὴ ποὺ ἀκούσαμε τὸ παράδειγμα τῆς ὀρθῆς πίστεως τοῦ Φιλίππου καὶ τὴν σωτήρια ὁμολογία τοῦ Ναθαναήλ. Γιατὶ δὲν εἶναι καθόλου φιλάνθρωπο νὰ δεχόμαστε τὴν πλάνη τοῦ πλανεμένου, ὅπως ἐπίσης εἶναι ἀπάνθρωπο καὶ ἀντιχριστιανικὸ νὰ πολεμᾶ κανεὶς τὸν πλανεμένο ἀντὶ νὰ πολεμᾶ τὴν πλάνη ἐκείνου.

Τίποτα ἀπ᾿ ὅ,τι μᾶς ἀποκαλύφθηκε γιὰ τὸν Τριαδικὸ Θεὸ δὲν εἶναι θεολογικὴ φιλολογία, ἀλλ᾿ εἶναι θεολογικὴ ἀποκάλυψη ποὺ ἔχει ἀποφασιστικὴ σημασία γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ σωτηριολογικὴ διάσταση. «Λύμης λοιπὸν φθοροποιοῦ φυγόντες κακοδόξων, ὀρθοδοξίας φέγγει καρδίας ἐλλαφθῶμεν» (Ἀπόστιχ. μικροῦ ἑσπερ. Κυριακῆς Ὀρθοδοξίας). Ἀμήν.

Ἀρχιμ. Ν. Κ.





ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΜΑΡΤΙΟΥ


9 Μαρτίου 2008
Κυριακὴ τῆς Τυρινῆς
(Ματθ. 6, 14 - 21)




Σήμερα, ἀδελφοί, «ἀνάμνησιν ποιούμεθα τῆς ἀπὸ τοῦ παραδείσου τῆς τρυφῆς ἐξορίας τοῦ πρωτοπλάστου Ἀδάμ». Δι᾿ ὃ «Κόσμος γενάρχαις, πικρὰ συνθρηνησάτω, βρώσει γλυκεῖα συμπεσὼν πεπτωκότι».

Ἃς θρηνήση καὶ ἂς κλάψη ὁ κόσμος πικρά, μαζὶ μὲ τοὺς γενάρχες, τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔα, διότι ἔπεσε καὶ ἐκρημνίσθη μαζὶ μὲ αὐτούς, ἀφοῦ παρασύρθηκε ἀπὸ τὴν δῆθεν γλυκειὰ τροφή.

Μετὰ τὴν δημιουργία τῶν ἀγγέλων, ὁ δημιουργὸς μὲ μόνο τὸν λόγο Του δημιούργησε τὸν οὐρανό, τ᾿ ἄστρα, τὸν ἥλιο, τὴν γῆ, τὴν θάλασσα καὶ ὅλα τὰ ζῶα καὶ πτηνά. Τελευταῖον ἔπλασεν ἐκ τῆς γῆς τὸν ἄνθρωπο «καὶ ἐνεφύσησεν εἰς αὐτὸν πνοὴν ζωῆς».

Πλάσθηκε λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ σώματος γηΐνου καὶ ψυχῆς, ἀπὸ πνοῆς Θεοῦ. Κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ πλασθεὶς τοποθετήθηκε στὸν Παράδεισο, τόπο καὶ χῶρο χαρᾶς, τρυφῆς καὶ εὐτυχίας. Ὅλα ἦταν σ᾿ αὐτὸν ὑποταγμένα. Ἦταν βασιλιὰς τῆς γῆς καὶ τῆς κτίσεως. Σ᾿ ὅλα τὰ ζῶα καὶ τὰ πτηνὰ ἔδωσε ὄνομα ὁ ἄνθρωπος Ἀδὰμ καὶ ὅλα τὸν πλησίαζαν ἡμερώτατα καὶ τὸν ἀνεγνώριζαν.

Ὁ Ἀδὰμ ἦταν στολισμένος μὲ τὶς ἀρετὲς τῆς ἐλευθερίας, τῆς λογικῆς, τῆς αὐτοκυριαρχίας, τῆς βασιλείας ἐπὶ τοῦ Παραδείσου, ζοῦσε μὲ ἀπόλυτη εὐτυχία καὶ ἁρμονία μετὰ τοῦ Θεοῦ. Πλάσθηκε μεταξὺ ζωῆς καὶ θανάτου, ἀθανασίας καὶ φθορᾶς, ἐλεύθερος νὰ ἐκλέξη ἢ τὸν θάνατον ἢ τὴν ζωήν, δυνάμενος νὰ μὴν ἁμαρτήση. Ἐλεύθερος λοιπὸν ὁ γενάρχης μας Ἀδὰμ νὰ ἐκλέξη μεταξὺ ζωῆς καὶ θανάτου, βασιλείας ἢ δουλείας, παραδείσου τρυφῆς ἢ γῆς τριβόλων καὶ ἀκανθῶν, ἀπετόλμησε τὴν ἁμαρτία καὶ παρέβη τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ. Ἔφαγε ἀπὸ τὸν καρπὸ, ποὺ ἤλπιζε ὅτι θὰ γίνη Θεός, καὶ ἀπέθανε.

Ἀπὸ τὴν στιγμὴ τῆς παρακοῆς εἰσῆλθε στὴν σκιὰ τοῦ θανάτου αὐτὸς καὶ δι᾿ αὐτοῦ ὁλόκληρη ἡ ἀνθρωπότητα. Ἀμέσως γυμνώθηκε τῶν ἀρετῶν τοῦ οὐρανοῦ. Ἔχασε τὸ ἡγεμονικό, τὸ αὐτεξούσιο, τὸ ἐλεύθερο, τὴν δύναμη νὰ μὴν ἁμαρτήση. Εἶδε τὴν γυμνότητά του καὶ ἔκοψε φύλλα συκῆς γιὰ νὰ καλυφθῆ. Ἀπετόλμησε ὁ Ἀδὰμ τὸ ἀτόλμητο. Παρήκουσε τὸν Θεό ἄκουσε τὸν διάβολο, ἐξέπεσε συνεπῶς τῆς βασιλείας τοῦ Παραδείσου, τῆς ἀθανασίας, τῆς αἰωνιότητας, ἐνδύθηκε δερμάτινους χιτῶνες ἐξευτελισμοῦ καὶ ἀτιμίας. Ἐξέπεσε τῆς θείας καταγωγῆς καὶ ἡ φύση ἐναντιώνεται πρὸς αὐτόν. Καὶ τότε κάθησε ὁ Ἀδὰμ ἀπέναντι τοῦ Παραδείσου καὶ θρηνῶντας γιὰ τὴ γύμνωσή του, τὴν ἐγκατάλειψή του, τὴν δυστυχία του ἔλεγε: Οἴμοι, ἀλλοίμονό μου, τί ἔπαθα ὁ ταλαίπωρος ἐγώ. Παρέβηκα τὴν ἐντολὴ τοῦ Δεσπότου καὶ Θεοῦ μου καὶ στεροῦμαι ὅλων τῶν ἀγαθῶν τοῦ Παραδείσου. Ἄχ, Παράδεισε, ἁγνότατε, ὁ δι᾿ ἐμὲ πεφυτευμένος, δὲν θὰ σὲ ἀπολαύσω πλέον. Νοσταλγεῖ ὁ Ἀδὰμ τὸν χαμένο Παράδεισο καὶ ὁ «ποτὲ βασιλεὺς τῶν ἐπιγείων πάντων κτισμάτων Θεοῦ, αἰχμάλωτος φαίνεται».

Ἀδελφοί, ἡ Ἐκκλησία θέλει νὰ ἀνανεώση καὶ σὲ ἐμᾶς τὴν νοσταλγία τοῦ Παραδείσου. Καὶ θέλοντας νὰ μᾶς ποδηγετήση στὴν δύσκολη τέχνη τῆς νηστείας καὶ τῆς μετάνοιας «ποιεῖ μνείαν πάντων τῶν ἐν ἀσκήσει λαμψάντων ἁγίων ἀνδρῶν τε καὶ γυναικῶν».

Οἱ Ἅγιοι εἶναι τὰ πρότυπα ποὺ θὰ ἀκολουθήσουμε στὸν ἀγῶνα ποὺ ἀρχίζει μὲ νοσταλγία τοῦ Παραδείσου. Δι᾿αὐτῶν «γὰρ τὴν τρίβον τὴν ὄντως εὐθεῖαν πορεύεσθαι ἔγνωμεν». Ξέρουμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος πλάσθηκε γιὰ νὰ ζῆ στὸν Παράδεισο γιὰ τὴν γνώση τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν κοινωνία μαζί Του. Ἡ ἁμαρτία, ἡ παρακοὴ ὅμως τὸν ἀπομάκρυνε ἀπὸ τὴν εὐλογημένη ζωὴ καὶ ἔτσι ἡ ὕπαρξή του στὴν γῆ εἶναι μία ἐξορία.

Ὁ Χριστός, ὁ Σωτήρας τοῦ κόσμου ἀνοίγει τὴν πόρτα τοῦ Παραδείσου στὸν καθένα ποὺ τὸν ἀκολουθεῖ καὶ ἡ Ἐκκλησία, μὲ τὸ νὰ μᾶς ἀποκαλύπτη τὴν ὀμορφιὰ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ «ὡς ἐν ἐσόπτρῳ», κάνει τὴν ζωή μας μιὰ προσκυνηματικὴ πορεία πρὸς τὴν οὐράνια πατερικὴ γῆ.

Ἀδελφοί μου, ἡ Μεγάλη Σαρακοστὴ εἶναι ἡ ἀπελευθέρωσή μας ἀπὸ τὴ σκλαβιὰ τῆς ἁμαρτίας, ἀπὸ τὴν φυλακὴ τοῦ κόσμου τούτου. Καὶ ἡ εὐαγγελικὴ περικοπὴ αὐτῆς τῆς Κυριακῆς θέτει τοὺς ὅρους γιὰ μία τέτοια ἀπελευθέρωση. Πρῶτος ὅρος εἶναι «ἡ νηστεία», ἡ ἄρνηση δηλαδὴ νὰ δεχτοῦμε τὶς ἐπιθυμίες καὶ τὶς ἀνάγκες τῆς «πεπτωκυΐας» φύσης μας ὡς ἀπαραίτητες, ἡ προσπάθεια νὰ ἐλευθερωθοῦμε ἀπὸ τὴν πίεση τῆς σάρκας καὶ τῆς ὕλης πάνω στὸ πνεῦμα.

Γιὰ νὰ εἶναι ἀποτελεσματικὴ ἡ νηστεία μας δὲν πρέπει νά ᾿ναι ὑποκριτική, δηλαδὴ «πρὸς τὸ θεαθῆναι». Νὰ μὴ φαινόμαστε «τοῖς ἀνθρώποις νηστεύοντες ἀλλὰ τῷ πατρὶ ἡμῶν τῷ ἐν τῷ κρυπτῷ».

Δεύτερος ὅρος εἶναι ἡ συγγνώμη· «ἐὰν ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, ἀφήσει καὶ ὑμῖν ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος». Ὁ θρίαμβος τῆς ἁμαρτίας, τὸ κύριο γνώρισμα τοῦ ρόλου της πάνω στὸν κόσμο, εἶναι ἡ διαίρεση, ἡ ἀντίθεση, ὁ χωρισμός, τὸ μῖσος. Ἔτσι τὸ πρῶτο μπάσιμο, ἡ πρώτη εἴσοδος σ᾿ αὐτὸ τὸ φρούριο τῆς ἁμαρτίας εἶναι ἡ συγχωρητικότητα, ἡ ἐπιστροφὴ στὴν ἑνότητα, στὴν σύμπνοια, στὴν ἀγάπη.

Τὸ νὰ συγχωρήσω κάποιον σημαίνει νὰ βάζω ἀνάμεσα σὲ μένα καὶ στὸν ἐχθρό μου τὴν ἀκτινοβόλα συγχώρεση τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ. Τὸ νὰ συγχωρήσω εἶναι νὰ ἀγνοήσω τὸ ἀπελπιστικὸ ἀδιέξοδο στὶς διαπροσωπικὲς σχέσεις καὶ νὰ ἀναφερθῶ στὸ Χριστό. Συγχώρεση πραγματικὰ εἶναι ἕνα πέρασμα τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ μέσα στὸν ἁμαρτωλὸ καὶ «πεπτωκότα» κόσμο.

Ἀδελφοὶ ἀκροατὲς τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ· ἁμάρτησαν οἱ πρωτόπλαστοι, ἀλλὰ μὲ τὶς δικαιολογίες τους μεγάλωσαν τὴν ἐνοχή τους. Ὁ Ἀδὰμ εἶπε «Ἡ γυνὴ ἣν ἔδωκας μετ᾿ ἐμοῦ, αὕτη μοι ἔδωκεν ἀπὸ τοῦ ξύλου καὶ ἔφαγον». Καὶ ὅταν ὁ Κύριος ρώτησε τὴν Εὔα «τί τοῦτο ἐποίησας;» ἀπάντησε· «ὁ ὄφις ἠπάτησέ με καὶ ἔφαγον». ¨Ολοι εἶχαν ὑποκριθῆ. Καὶ ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὔα καὶ ὁ διάβολος.

Καὶ ἔτσι μὲ τὴν ὑποκρισία καὶ τὸ δόλο κλείσθηκε ὁ παράδεισος καὶ «ἀπέστρεψεν Κύριος τὸ πρόσωπον Αὐτοῦ ἀπὸ τῶν παίδων του» καὶ ὁ ψαλμωδὸς στὸ μεγάλο προκείμενο τῆς ἡμέρας ποὺ ἀναγγέλει τὴν ἀρχὴ τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς ψάλλει: «Μὴ ἀποστρέψῃς τὸ πρόσωπόν σου ἀπὸ τοῦ παιδός σου ὅτι θλίβομαι».

Τονίζεται τὸ μυστηριῶδες μῖγμα τῆς ἐλπίδας μὲ τὴν ἀπογοήτευση, τοῦ φωτὸς μὲ τὸ σκοτάδι. Στέκομαι μπροστὰ στὸ Θεό, μπροστὰ στὴ δόξα καὶ στὴν ὀμορφιὰ τῆς βασιλείας Του, ἀναγνωρίζω ὅτι ἀνήκω σ᾿ αὐτὴ καὶ δὲν ἔχω ἄλλη κατοικία οὔτε ἄλλη χαρά οὔτε ἄλλο σκοπό. Συναισθάνομαι ὅτι εἶμαι ἐξόριστος καὶ ζῶ στὸ σκοτάδι καὶ στὴν λύπη τῆς ἁμαρτίας γι᾿ αὐτὸ θλίβομαι. Μόνο στὸ Θεὸ μπορῶ νὰ πῶ «πρόσχες τῇ ψυχῇ μου», Κύριε, καὶ σῶσόν με.

Ἀδελφοί, ἀπὸ αὔριο θὰ περιπλανηθοῦμε σαράντα μέρες στὴν ἔρημο τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς· ὅμως ἀπὸ τώρα βλέπουμε νὰ λάμπη στὸ τέλος τὸ φῶς τῆς Ἀνάστασης, τὸ φῶς τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Δριμὺς ὁ χειμών ἀλλὰ γλυκὺς ὁ Παράδεισος! Θάρρος λοιπόν!

Ἀρχιμ. Ν. Κ.





ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΜΑΡΤΙΟΥ


2 Μαρτίου 2008
Κυριακὴ τῆς Ἀποκρέω
(Ματθ. 25, 31 - 46)




«Ὅταν ἔλθῃ ὁ Υἱὸς τοῦ Ἀνθρώπου ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ
 καὶ πάντες ἅγιοι ἄγγελοι μετ᾿αὐτοῦ».
 «Ὢ ποία ὥρα τότε καὶ ἡμέρα φοβερά,
 ὅταν καθίσῃ ὁ Κριτὴς ἐπὶ θρόνου φοβεροῦ.
 Βίβλοι ἀνοίγονται καὶ πράξεις ἐλέγχονται
 καὶ τὰ κρυπτὰ τοῦ σκότους δημοσιεύονται».
(Ἰδιόμελον τῶν αἴνων Κυριακῆς τῶν Ἀπόκρεω)

Αὐτὸ τὸ φοβερὸ κριτήριο ὁ προφήτης Δανιὴλ τὸ εἶδε σὲ ὅραμα, ἀδελφοί, καὶ προφητεύει: «Ἐθεώρουν ἕως ὅτου θρόνοι ἐτέθησαν καὶ ὁ παλαιὸς τῶν ἡμερῶν ἐκάθητο…Ὁ θρόνος αὐτοῦ πῦρ φλέγον· ποταμὸς πυρὸς εἷλκεν ἔμπροσθεν αὐτοῦ… κριτήριον ἐκάθισε καὶ βίβλοι ἠνεώχθησαν» (Δανιὴλ Ζ’ 9).

Τὸ κεντρικὸ θέμα, λοιπόν, τῆς σημερινῆς Κυριακῆς τῶν Ἀπόκρεω καὶ τῆς σχετικῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς εἶναι ἡ Κρίσις.

Ποιὸ ὅμως θὰ εἶναι τὸ κριτήριο τοῦ Κυρίου μας κατὰ τὴν ὥρα τῆς κρίσεως; Ἐμεῖς οἱ χριστιανοὶ θὰ κριθοῦμε γιὰ τὴν φιλάδελφο ἐλεημοσύνη: «Ἐπείνασα, ἐδίψησα, ξένος ἤμην, ἠσθένησα, ἐν φυλακῇ ἤμην, γυμνὸς ἤμην», καὶ ἡ ὁποία φιλάδελφος ἐλεημοσύνη καὶ ἀγάπη ἀναφέρεται στὸν ἴδιο τὸν Κύριο Ἰησοῦ.

Τὴν ἀγάπη ὅμως τὴ χριστιανικὴ τὴν ἐννοοῦμε ὄχι ὡς ἕνα ἁπλὸ ἀνθρωπιστικὸ ἐνδιαφέρον γιὰ μία ἀφηρημένη δικαιοσύνη καὶ γιὰ κάποιους ἀνώνυμους «φτωχούς» ἀλλὰ ὡς συναίσθημα καὶ δόσιμο καὶ προσωπικὴ ἀγάπη γιὰ κάθε ἀνθρώπινο πρόσωπο μὲ τὸ ὁποῖο ὁ Θεὸς μὲ φέρνει σ᾿ ἐπαφή. Εἶναι ἀνάγκη νὰ γίνη αὐτὴ ἡ διάκριση, γιατί σήμερα ὅλο καὶ περισσότεροι χριστιανοὶ ταυτίζουν τὴν χριστιανικὴ ἀγάπη μὲ πολιτικὲς ἢ κοινωνικὲς ἢ καὶ οἰκονομικὲς φροντίδες. Ἔχουν τὴν τάση νὰ μετατοπίζουν τὸ ἐνδιαφέρον ἀπὸ τὸ μοναδικὸ πρόσωπο καὶ τὸν μοναδικὸ προσωπικὸ προορισμό του στὶς ἀνώνυμες ὀντότητες, ὅπως εἶναι οἱ «τάξεις», οἱ «φυλὲς» καὶ λοιπά.

Ὄχι πὼς αὐτὲς οἱ φροντίδες εἶναι καταδικαστέες, (γιατί οἱ χριστιανοὶ μέσα στὴν πορεία τῆς ζωῆς τους, μέσα στὶς εὐθύνες τους ὡς πολῖτες, ὡς ἐπαγγελματίες καλοῦνται νὰ φροντίζουν γιὰ μία δίκαιη, σταθερὴ καὶ ἀνθρώπινη κοινωνία). Ἀλλὰ ἄλλο εἶναι ἡ χριστιανικὴ ἀγάπη, δηλαδὴ «ἡ δυνατὴ ἀδυνατότητα» νὰ βλέπουν στὸ πρόσωπο κάθε ἀνθρώπου, ὁποιοσδήποτε καὶ ἂν εἶναι αὐτός, τὸν Χριστό.

Ἡ χριστιανικὴ ἀγάπη εἶναι ἡ μυστηριώδης δύναμη ποὺ ξεπερνάει τὸ τυχαῖο καὶ τὸ ἐξωτερικὸ στὸν «ἄλλο», ξεπερνάει δηλαδὴ τὴν ἐξωτερικὴ ἐμφάνιση, τὴν κοινωνική του θέση, τὴν ἐθνική του καταγωγή, τὴν διανοητική του ἱκανότητα καὶ φθάνει στὴν ψυχή του ἢ στὸ πρόσωπο· τὸ δῶρο αὐτὸ τῆς θεϊκῆς ἀγάπης σὲ μᾶς.

Δὲν ὑπάρχει ἀπρόσωπη ἀγάπη, γιατί ἀγάπη εἶναι ἡ ἀνακάλυψη τοῦ «προσώπου» στὸν κάθε ἄνθρωπο. Καὶ ἂν ὑπάρχουν ἀκόμα ἄνθρωποι ποὺ βρίσκονται ἐν «φυλακῇ», εἶναι «πεινῶντες καὶ διψῶντες», εἶναι «ξένοι», «γυμνοὶ» καὶ λοιπά, ὑπάρχουν ἀκριβῶς γιατὶ τοὺς λείπει αὐτὴ ἡ προσωπικὴ ἀγάπη, ποὺ τελικὰ εἶναι εὐθύνη μας νὰ κυριαρχήση στὸν κόσμο. Γιατὶ ἂν ἐπικρατήση, τότε, «ἐφ᾿ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτῳ τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων ἐμοὶ ἐποιήσατε».

Τὴν διαβεβαίωση αὐτὴ ἀναλύοντας ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος μᾶς διδάσκει: «ἐσὺ ποὺ κάνεις ἐλεημοσύνη γνώριζε ὅτι τὸ δικό μου χέρι εἶναι τεντωμένο καὶ ὑποδέχομαι τὸν ὀβολόν σου».

Ἂν ντύσης φτωχό, αἰσθάνομαι ἐγὼ τὴν ζεστασιά.

Ἂν ἐπισκεφθῆς φυλακὲς καὶ φυλακισμένους, μὴν παραξενευθῆς, ἂν μὲ δῆς «δεσμοῖς συγκαθήμενον».

Ἂν πάλι σὲ νοσοκομεῖο πᾶς καὶ ἀσθενεῖς παρηγορήσης, «τῆς κλίνης οὐκ ἀπολιμπάνομαι».

Ἂν βάλης στὸ σπίτι σου ἄστεγο, δι᾿ αὐτοῦ «λαμβάνεις με ἐν τῷ οἴκῳ σου».Ἰωάν. Χρυσοσ. Λόγος εἰς τὴν παραβολὴν τῶν 10 παρθένων καὶ περὶ ἐλεημοσύνης

Ἀδελφοί, ὁ Κύριος δὲν θὰ ζητήση λόγο γιὰ τὴν πίστη μας, γιατὶ αὐτὴ προϋποτίθεται. Ἀλλὰ ζητεῖ νὰ τοῦ φανερώνουμε τὴν πίστη μας «ἐκ τῶν ἔργων μας». Καὶ τοῦτο γιατί «ἔρχεται ἡ μέρα Κυρίου Παντοκράτορος» (Ἐξαποστειλάριον Κυριακῆς Ἀπόκρεω). Καὶ ὅπως ἀκριβῶς κανένας δὲν θὰ μείνη ἄγευστος θανάτου, ἔτσι κανεὶς δὲν ὑπάρχει ποὺ θά ᾿ναι ἀμέτοχος κρίσεως.

Τί εἶναι ὅμως ὁ θάνατος; Εἶναι μήπως ὁ τελευταῖος βράχος πάνω στὸν ὁποῖο συντρίβεται καὶ ναυαγεῖ τὸ πλοιάριο τῆς ὑπάρξεώς μας καὶ καταποντίζεται στὴν ἀνυπαρξία;

Ὄχι· ὁ θάνατος εἶναι ἡ μυστική, ἀόρατη καὶ ὑπερκόσμια πύλη, πού μᾶς εἰσάγει σὲ νέα ὡραιότερη, τελειότερη καὶ ἀνώδυνη ζωή. Εἶναι «μετάβασις ἐκ τῶν λυπηροτέρων ἐπὶ τὰ θυμηδέστερα καὶ ὡραιότερα καὶ ἀνάπαυσις καὶ χαρά» (Ἀπὸ τὶς εὐχὲς Γονυκλισίας τῆς Πεντηκοστῆς).

«Ἀπόκειται τοῖς ἀνθρώποις ἅπαξ ἀποθανεῖν μετὰ δὲ ταῦτα κρίσις» (Ἑβραίους 9-27).

Εἶναι ἀναγκαία ἡ μελλοντικὴ κρίση, γιὰ νὰ ἀποδοθῆ τὸ δίκαιο στοὺς ἀδικηθέντες, ὁ ἔπαινος εἰς τοὺς θεοφιλῶς ἐργασθέντες, ἡ ἀνάπαυση σ᾿ αὐτοὺς ποὺ κουράστηκαν γιὰ τὸ ἔργο τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ δοθῆ ἡ ἀμοιβὴ στοὺς ἁγίους, ἡ τιμὴ στοὺς δικαίους καὶ γιὰ νὰ τιμωρηθοῦν οἱ ἀσεβεῖς, οἱ ἄδικοι, οἱ βλάσφημοι, ὅσοι ἐπιμένουν στὴν ἁμαρτία, οἱ ἄσπλαγχνοι.

Εἶναι ἀναγκαία ἡ μελλοντικὴ κρίση, γιατί δὲν πρέπει ὁ Κύριος νὰ ἀφήση ἀνεκδίκητο τὸν πτωχό, τὸν ὀρφανό, τὸν καταθλιβόμενο ἀδελφό, τὸν δυστυχῆ ἄνθρωπο. «Καὶ ἀπελεύσονται ἄλλοι μὲν εἰς κόλασιν αἰώνιον, οἱ δὲ δίκαιοι εἰς ζωὴν αἰώνιον». Γι᾿ αὐτὸ «συναχθήσεται ἔμπροσθεν αὐτοῦ πάντα τὰ ἔθνη» καὶ «πάντες παραστησόμεθα τῷ βήματι τοῦ Χριστοῦ» (Ρώμ. 14-10). Καὶ δίκαιοι καὶ ἁμαρτωλοὶ καὶ καλοὶ καὶ κακοὶ καὶ θεόφιλοι καὶ θεομάχοι καὶ πρόβατα καὶ ἐρίφια. Ἐκεῖ «ἐξαλείψει ὁ Θεὸς πᾶν δάκρυον» (Ἀποκαλ. 7-17).

Γιατί «τὸ πολίτευμα ἡμῶν ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει», ἀφοῦ «οὐχ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν» (Ἑβραίους 13, 14). Ἂν ἐποιήσαμε ἀγάπη καὶ φιλάδελφο ἐλεημοσύνη, «τῷ Κυρίῳ ἐποιήσαμεν» καὶ εἴμεθα οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατρὸς καὶ γι᾿ αὐτὸ θὰ κληρονομήσουμε «τὴν ἡτοιμασμένην ἡμῖν βασιλείαν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου». Ἂν ὅμως δὲν δείξουμε ἀγάπη ἀλλὰ σκληρότητα καὶ βαρβαρότητα καὶ ἀπανθρωπιά, τότε μᾶς περιμένει ὅ,τι καὶ τὸν διάβολο, δηλαδὴ «τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον». Τοῦτο τὸ αἰώνιο πῦρ, ἡ αἰώνια κόλαση ἔχει ἑτοιμασθῆ γιὰ τὸν διάβολο καὶ τοὺς ὑπηρετοῦντες αὐτῶν δαίμονες καὶ ὄχι γιὰ τὸν ἄνθρωπο.

Ὅταν ὅμως ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται μακριὰ ἀπὸ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν φιλάδελφο ἐλεημοσύνη ἀπὸ ἐπιλογή του, τότε ἔχει ἐπιλέξει τὸν διάβολο τὸν πονηρὸ καὶ συνεπῶς ὅ,τι ἔχει ἑτοιμασθῆ γι᾿αὐτόν θὰ τὸ γευθῆ καὶ ὁ ἄνθρωπος.

Ἀδελφοί μου, ὑπάρχει μετὰ θάνατον ζωή. Ὑπάρχει κρίση καὶ δίκαιη ἀνταπόδοση. Τώρα ποὺ ἔχουμεν καιρό, πρὶν νά ᾿ναι ἀργά, γιατὶ ἐν τῷ ᾅδῃ οὐκ ἔστι μετάνοια, ἂς μετανοήσουμε, ἂς πιστεύουμε μὲ εἰλικρίνεια στὸ Θεὸ ἀποδεικνύοντας τὴν πίστη μας μὲ ἔργα ἀγάπης καὶ φιλάδελφης ἐλεημοσύνης, γιὰ νὰ εἰσέλθουμε στὴν αἰώνια ζωή.

Ποιὸς ξέρει ἂν αὐτὸ ποὺ λέμε ζωὴ εἶναι θάνατος, ὁ δὲ θάνατος εἶναι ζωή; Διὰ τοῦ θανάτου εἰσερχόμεθα στὴν ζωή.

Πιστεύσωμεν, ἀγαπήσωμεν ἵνα ζήσωμεν.

Ἀρχιμ. Ν. Κ.





ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΑΠΡΙΛΙΟΥ


13 Ἀπριλίου 2008
Ε´ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν
(Μάρκ. 10, 32-45)





«Ἤρξατο αὐτοῖς λέγειν τὰ μέλλοντα αὐτῷ συμβαίνειν»

Διδάσκαλος καὶ μαθητές, ἀγαπητοί μου, βαδίζουν γιὰ τὰ Ἱεροσόλυμα. Ἀνεβαίνουν στὴν προφητοκτόνο καὶ χριστοκτόνο καὶ θεοκτόνο πόλη. Πορεύεται ὁ Ἰησοῦς πρὸς τὸ πάθος, γιὰ νὰ μᾶς χαρίση ἀπάθεια. Ἡ σκιὰ τοῦ Σταυροῦ Του, τὸν κατασκιάζει. Προγεύεται τὸν πόνο, προβλέπει τὴν προδοσία, προαισθάνεται τοὺς ἐξευτελισμούς, τοὺς ἐμπαιγμούς, τὰ πάθη. Καὶ ὅμως πορεύεται «Ὡς πρόβατον ἐπὶ σφαγήν» καὶ ὁ «ἀμνὸς ὁ ἄμωμος οὐκ ἀνοίγει τὸ στόμα του» (Ἠσαΐας 53,7). Ἑκουσίως δέχεται τὸν θάνατο, τὴν ὀδύνη, πάσχει ἀδίκως, γίνεται «ὑπὲρ ἡμῶν, κατάρα» (Γαλ. 3-10). «Ἐπειράσθη, ἵνα νικήσωμεν. Ἠτιμάσθη ἵνα δοξάσῃ. Ἀπέθανεν ἵνα σώσῃ» (ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος). Προελαύνει ὁ Ἀθάνατος πρὸς τὸν θάνατο. Ἀλλόκοτα εἶναι τὰ συναισθήματα τῶν μαθητῶν. Θέλουν νὰ μιλήσουν, μὰ κρατοῦν τὸ στόμα κλειστό. Διστάζουν νὰ προχωρήσουν, μὰ μὲ βῆμα γοργὸ ἀκολουθοῦν τὸν Διδάσκαλο. Ἀκούοντας τὸν Κύριο νὰ προλέγη «τὰ μέλλοντα αὐτῷ συμβαίνειν» φοβοῦνται.

Ἰδού, λέγει, ἀναβαίνομεν εἰς Ἱεροσόλυμα καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου θὰ παραδοθῆ στοὺς ἀρχιερεῖς καὶ γραμματεῖς, θὰ τὸν καταδικάσουν σὲ θάνατο, θὰ τὸν κοροϊδέψουν, θὰ τὸν μαστιγώσουν, θὰ τὸν φτύσουν καὶ στὸ τέλος θὰ τὸν σκοτώσουν, ἀλλὰ τὴν τρίτη ἡμέρα θὰ ἀναστηθῆ. Προγεύεται τὸν πόνο, ἀλλὰ προβλέπει καὶ τὴν δόξα. Ἀτενίζει τὸν Γολγοθᾶ, ἀλλὰ προφητεύει καὶ τὴν Ἀνάσταση. Προγνωρίζει μὲ κάθε λεπτομέρεια τὰ παθήματα καὶ τὸν μαρτυρικό Του θάνατο, ἀλλὰ προαπολαμβάνει τὴ χαρὰ τῆς νίκης. Ὁ φαινομενικὰ ἡττημένος θὰ κατακτήση πνευματικὰ ὅλο τὸν κόσμο. Ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς δὲν εἶναι μόνο μέγας Διδάσκαλος καὶ μέγας Ἀρχιερέας, ἀλλὰ καὶ μέγας Προφήτης. Προγνωρίζει, προβλέπει, προαναγγέλλει καὶ προλέγει μὲ κάθε ἀκρίβεια γεγονότα κοντινὰ καὶ μακρινά. Προφητεύει τὰ πάθη καὶ τὴν Ἀνάσταση καὶ τῆς Ἐκκλησίας Του τὸν θρίαμβο. Προαναγγέλλει τοῦ Ἰούδα τὴν προδοσία, τοῦ Πέτρου τὴν ἄρνηση, τῆς Ἰερουσαλὴμ τὴν καταστροφή. Προλέγει τὴν κάθοδο τοῦ Ἅγίου Πνεύματος ἀλλὰ καὶ τοὺς διωγμοὺς ποὺ θὰ ὑποστοῦν οἱ μαθητές Του. Γνωρίζει τὰ πάντα «τὰ ἔσχατα καὶ τὰ ἀρχαῖα» (Ψαλμ. 138-5). Εἶναι, ἀδελφοί, μου ὁ Ἰησοῦς «προφήτης δυνατὸς ἐν ἔργῳ καὶ λόγῳ ἐναντίον τοῦ Θεοῦ καὶ παντὸς τοῦ λαοῦ» (Λουκ. 24-19). Εἶναι ἡ «ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή».

Οἱ προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἶχαν προαναγγείλει τοῦ Κυρίου τὴν ἔλευση, κανένας ὅμως δὲν προανήγγειλε αὐτούς. Ὁ Ἰησοῦς ὅμως καὶ προφητεύεται καὶ προφητεύει. Προλέγεται καὶ προλέγει. Ὁ Πέτρος ἀρνεῖται νὰ πιστέψη στὴν πρόρρηση τοῦ Κυρίου πὼς «πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι τρὶς ἀπαρνήση με». Στὸ Μυστικὸ Δεῖπνο ἔκπληκτοι οἱ μαθητὲς ἀκοῦνε τὸν τρομερὸ λόγο ὅτι «εἷς ἐξ ὑμῶν παραδώσει με». Πληροφοροῦνται ἀπ᾿ τὸν Διδάσκαλο ὅτι «Λάζαρος ὁ φίλος ἡμῶν κεκοίμηται» καὶ ἀκούουν μὲ χαρὰ ὅτι «πορεύομαι ἵνα ἐξυπνήσω αὐτόν». Προαναγγέλλει τὰ θεῖα Πάθη καὶ τὴν Ἀνάστασή Του. Ποτὲ κανένας στὴν ἱστορία δὲν ἔχει προβλέψει χρόνο, τόπο καὶ τρόπο καὶ λεπτομέρειες τοῦ θανάτου του.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί μου, ἀκροατὲς τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, εἶναι ὁ Κύριος μας Μέγας Προφήτης. Ἡ γνώση Του δὲν ἔχει ὅρια. Εἶναι ἄπειρη. Εἶναι «Θεὸς γνώσεων». Σ᾿ αὐτὸν βρίσκονται «πάντες οἱ θησαυροὶ τῆς σοφίας καὶ τῆς γνώσεως οἱ ἀπόκρυφοι» (Κολ. Β΄3). Γι᾿αὐτὸ καὶ προγνωρίζει, προβλέπει καὶ προφητεύει τὰ πάντα, ἀφοῦ εἶναι Θεός.

Ὅμως δυὸ μαθητὲς παραποιοῦντες τὰ λεγόμενά Του, παραμερίζουν τὰ θεῖα Πάθη, φθάνουν στὴν δόξα τῆς Ἀναστάσεως καὶ ζητοῦν παρὰ τὸν Ἰησοῦ νὰ καθίσουν ὁ «εἷς ἐκ δεξιῶν καὶ ὁ εἷς ἐξ εὐωνύμων ἐν τῇ δόξῃ Του». Ζητοῦν πρωτοκαθεδρίες καὶ ἀπολαύσεις, ἐνῶ ὁ Ἰησοῦς ὁμιλεῖ περὶ τοῦ πάθους Του. Ζητοῦν ἄνεση χωρὶς κόπο, ἀπόλαυση χωρὶς ἐργασία καὶ μόχθο, δόξα χωρὶς ἀτιμία, δικαίωμα χωρὶς καθῆκον. Καὶ ὁ Κύριος ἐρωτᾶ «Δύνασθε πιεῖν τὸ ποτήριον, ὃ ἐγὼ πίνω καὶ τὸ βάπτισμα ὃ ἐγὼ βαπτίζομαι βαπτισθῆναι;»

Ἀγαπητοί μου, «Τὸ πάθος τοῦ Χριστοῦ, τὸ ποτήριον, εἶναι καὶ ποτήριον καὶ πάθος τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως καὶ ἡ Ἀνάστασίς Του εἶναι πνευματικὴ συνανάσταση ὅλου τοῦ Σώματος τῶν πιστευόντων». Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία πάντα βιώνει «τὸ ποτήριον» τοῦ Χριστοῦ, γιατὶ ἡ ζωὴ της εἶναι Σταυρική, γιατί βιώνει τὸν «Γολγοθᾶ τῆς νοήσεως». Αὐτὸ ποὺ ἰσχύει γιὰ τὴν Ἐκκλησία ἰσχύει καὶ γιὰ τοὺς πραγματικὰ μαθητὲς ἢ εἰλικρινεῖς χριστιανούς. Κριτήριο τῆς γνησιότητάς μας ὡς Ἐκκλησίας μελῶν εἶναι ἡ βίωση τοῦ Σταυροῦ. Ὁ Κύριος τὸ εἶπε: «Τὸ ποτήριον ὃ ἐγὼ πίνω, πίεσθε». Αὐτὸ συνέβη μὲ τοὺς μαθητές. Περιφρονήθηκαν, διώχθηκαν, αἱμορρόησαν. Ὅλοι πρέπει νὰ κατανοήσουμε ὅτι: ὅταν μιλᾶμε γιὰ «ποτήριον», σταυρικὸ θάνατο, δὲν ἐννοοῦμε ἁπλῶς τὰ βάσανα τῆς ζωῆς ἀλλὰ κάτι περισσότερο. Ἐννοοῦμε τὸν ἀγῶνα γιὰ τὴν ἀπαλλαγή μας ἀπὸ τὴν ἐσωτερικὴ τυραννία τῶν παθῶν γιὰ τὴν μεταμόρφωση τοῦ ἐσωτερικοῦ μας κόσμου, ὥστε ὅλες οἱ δυνάμεις μας νὰ ὑπηρετοῦν τὸν Θεό. Δὲν ὑπάρχουν μέσα μας κακὲς δυνάμεις ποὺ πρέπει ν’ ἀποβάλλουμε ἀλλὰ διεστραμμένες ποὺ πρέπει νὰ μεταμορφώσουμε. Λέγει κάπου ὁ ἅγιος Ἰσαάκ· «ἡ ὁδὸς τοῦ Θεοῦ εἶναι καθημερινὸ ποτήριο καὶ Σταυρός. Οὐδεὶς ἀνῆλθεν ἐν τῷ οὐρανῷ μετὰ ἀνέσεως». Τοῦτο τὸ ποτήριο, ὁ Σταυρός, εἶναι κοινὸς κλῆρος ὅλων τῶν Χριστιανῶν. Μὲ τὸν Σταυρὸ ἐξασφαλίζουμε μεγαλύτερη νίκη καὶ θρίαμβο καὶ ὄχι μὲ τὰ κοσμικὰ κριτήρια.

Κύριε, ἀνάβαινε πρὸς τὸ πάθος, τὸν Σταυρὸ καὶ τὸν θάνατο, γιὰ νὰ κερδίσω τὴν ἀνάσταση καὶ τὴν ἀθανασία. Ἀνάβαινε τὸν ἀνηφορικὸ δρόμο τοῦ μαρτυρίου, καὶ ἀπὸ τὸ ὕψος τοῦ Σταυροῦ Σου δεῖξε μας ὅτι προηγεῖται τῆς χαρᾶς τὸ πάθος, τῆς δόξας ὁ Σταυρός, τῆς ἀθανασίας ὁ θάνατος, τῆς θέσεως καὶ τῆς ἀπολαβῆς ἡ προσωπικότης, τῆς τιμῆς ἡ θυσία καὶ τὸ καθῆκον.

Ἀρχιμ. Ν. Κ.





ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΑΠΡΙΛΙΟΥ


6 Ἀπριλίου 2008
Δ´ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν
(Μάρκ. 9, 17 - 31)




«Διδάσκαλε, ἤνεγκα τὸν υἱόν μου πρὸς Σέ, ἔχοντα πνεῦμα ἄλαλον»

Ἡ δραματικὴ κατάσταση παιδιοῦ καὶ γονέα ποὺ παρουσιάζεται στὴν σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή, ἀδελφοί μου, ὁδηγεῖ τὴν σκέψη μας στὸ παράλληλο σύγχρονο δρᾶμα πολλῶν ἀγοριῶν καὶ κοριτσιῶν καὶ δύστυχων γονέων, τῆς τραγικῆς στ᾿ ἀλήθεια ἐποχῆς μας. Πιάνεται ἡ ἀνάσα μας μπροστὰ σ᾿ αὐτὸ τὸ δρᾶμα καὶ ἀπὸ τὴν ἀγωνία καὶ τὸν πόνο γιὰ τοὺς ἀξιολύπητους γονεῖς καὶ τὰ δυστυχισμένα παιδιά, μένουμε ἀμήχανοι – ἄφωνοι καὶ ἕνα «γιατὶ» ἀναπηδάει μέσα μας, ἀξιώνοντας μιὰν ἀπάντηση καὶ μιὰ σωστὴ λύση στὸ δρᾶμα ποὺ δημιουργεῖ τόσο σπαραγμὸ καὶ κλάμα.

Εἶχε «πνεῦμα ἄλαλον» ὁ νέος του εὐαγγελικοῦ ἀναγνώσματος καὶ τάσεις αὐτοκαταστροφῆς ὑπὸ τὴν ἐπήρεια τοῦ δαίμονος. Εὐτύχησε ὅμως νὰ ὁδηγηθῆ ἀπὸ τὸν πατέρα του στὸ Χριστὸ καὶ θεραπεύτηκε. Τοῦτο τὸ θαῦμα, τῆς θεραπείας τοῦ «ἄλαλου καὶ κωφοῦ» νέου, τὸ πραγματοποίησε ὁ Κύριος ἀμέσως μόλις κατέβηκε ἀπὸ τὸ ὄρος τῆς θείας Μεταμορφώσεώς Του, ὅταν ἐμπρὸς στοὺς τρεῖς ἐκ τῶν μαθητῶν Του καὶ ἐν μέσῳ τοῦ Μωυσέως καὶ τοῦ Ἠλία ἔδειξε τὸ μέρος τῆς θεϊκῆς Του δόξας ποὺ κρυβόταν στὴν ἀνθρώπινη φύση Του καὶ ὅταν μαρτυρήθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ Πατέρα ὡς «Υἱὸς Ἀγαπητός». Τότε ποὺ κατῆλθε ἀπὸ τὸ ὄρος τῆς Θεοφανείας στὴν πεδιάδα ὅπου κατοικοῦσε «γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη», τότε τὸ «πνεῦμα τὸ ἄλαλον καὶ κωφὸν» συνετρίβη καὶ μὲ τὴν θεϊκὴ ἐντολὴ καὶ παρέμβαση ἀπαλλάχτηκε τὸ παιδὶ ἀπὸ τὴν δοκιμασία του.

Ὁ διάβολος, ἀγαπητοί, εἶναι ὀντότης, πρόσωπο καὶ τὸ ἔργο του εἶναι καταστρεπτικὸ γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὴν δημιουργία, τὴν φύση. Κάποιοι σήμερα ἰσχυρίζονται ὅτι ὁ διάβολος εἶναι ἁπλῆ προσωποποίηση τοῦ κακοῦ, ψευδαίσθηση τῶν χριστιανῶν, ποὺ ἐπιμένουν νὰ βλέπουν παντοῦ δαιμόνια. Ἡ Ἁγία Γραφὴ ὅμως διδάσκει ὅτι «εἰς τοῦτο ἐφανερώθη ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἵνα λύσῃ τὰ ἔργα τοῦ διαβόλου» (Α’ Ἰωάν. 3-8) καὶ ἀκόμα πὼς σαρκώθηκε καὶ σταυρώθηκε καὶ πέθανε καὶ ἀναστήθηκε «ἵνα διὰ τοῦ θανάτου καταργήσῃ τὸν τὸ κράτος ἔχοντα τοῦ θανάτου, τουτέστιν τὸν διαβόλον» (Ἑβραίους 2-14). Τὸ κακὸ εἶναι ὅτι ἡ παιδεία μας καὶ ὅλος ὁ «πολιτισμός μας» ἀγνοεῖ τὴν περὶ δαιμόνων καὶ διαβόλου πραγματικότητα καὶ ὄχι μόνο δὲν τὴν ἀντιμετωπίζει, ἀλλὰ διστάζει νὰ τὴν ψηλαφίση καὶ νὰ προβληματισθῆ, νὰ μιλήση γιὰ διάβολο καὶ ἁμαρτία. Ἔτσι λοιπὸν μεγιστοποιεῖται ὁ κίνδυνος νὰ μείνη ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος ἀνίσχυρος, ἀδύνατος, ἀλύτρωτος.

Σήμερα ἡ δαιμονικὴ ἐπήρεια ἐκφράζεται στὸν ἄνθρωπο μὲ ποικίλους τρόπους. Ἡ πλέον συνήθης της ἐκδήλωση εἶναι ἡ ἔλλειψη κάθε ἐνδιαφέροντος γιὰ τὶς καθημερινὲς δραστηριότητες τῆς ζωῆς, τὸ αἴσθημα ἀνικανότητας, ἡ ἔμμονη ἰδέα πὼς «δὲν ἀξίζει κανεὶς νὰ ζῆ». Ἀθυμία καὶ πλήρης ἀδιαφορία γιὰ ὅλα. Καὶ ἔτσι μὲ πεσμένο ἠθικό, χωρὶς κανένα κέφι, μὲ πλήρη διαταραχὴ τοῦ ψυχικοῦ συστήματος καὶ ἐγκατάλειψη κάθε πνευματικοῦ καὶ θρησκευτικοῦ μέσου ἐπικοινωνίας μὲ τὸ Θεό, ἐπέρχεται καὶ κατάρρευση τοῦ νευρικοῦ συστήματος, ποὺ ὁδηγεῖ σὲ πλήρη ἀπογοήτευση, μοναξιὰ καὶ συχνὰ ἀπόγνωση.

Ὁ ἅγιος Νεῖλος τονίζει πὼς ἡ δαιμονικὴ αὐτὴ ἐπήρεια εἶναι «σκώληξ καρδίας» ποὺ θίγει καίρια τὴν ψυχὴ καὶ σὰν ἄλλο σκουλήκι κατατρώγει στὴ συνέχεια καὶ διαλύει ὁλόκληρη τὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη. Καὶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης, ὁ συγγραφέας τῆς κλίμακας τῶν ἀρετῶν, ποὺ σήμερα γιορτάζεται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μας, αὐτὴ τὴν δαιμονικὴ ἐπήρεια τὴν ἀποκαλεῖ ἀκηδία. Λέγει λοιπὸν ὁ ὅσιος· «Ἀκηδία εἶναι παράλυσις τῆς ψυχῆς, χαλάρωσις νοῦ, ὀκνηρία, ἀδιαφορία, πρὸς πάντα ἀγῶνα, μῖσος κατὰ τοῦ ἐπαγγέλματος» ποὺ ὅλα αὐτὰ ἀπεργάζονται συστηματικὰ τὸν θάνατο, ὅπως χαρακτηριστικὰ τονίζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος· «ἡ δὲ τοῦ κόσμου λύπη θάνατον κατεργάζεται» (Β’ Κορινθ. 7-10). Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος σημειώνει· ἡ πλέον βλαβερὴ ἀπ᾿ ὅλες τὶς δαιμονικὲς ἐνέργειες εἶναι ἡ ὑπερβολὴ τῆς ἀθυμίας, δηλ. τῆς κατάθλιψης καὶ τῆς ἀπελπισίας.

Ποιὰ ὅμως εἶναι ἡ βασικότερη αἰτία ὅλης αὐτῆς τῆς δραματικῆς καταστάσεως; Χωρὶς ἀμφιβολία ἡ ψυχικὴ ἐρημιὰ ἀπ᾿ τὴ χάρι τοῦ Θεοῦ. Ὁ συγκλονισμὸς ἀπ᾿ τὴν ἀπιστία καὶ τὴν ἀθεΐα ποὺ προκαλεῖ φοβερὸ κενὸ στὸν ψυχικὸ κόσμο τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ἀτομικιστική, ἐγωιστική, ἄνετη ζωή. Ὁ κορεσμός, ἡ ἀπληστία, ἡ τεμπελιὰ καὶ φυσικὰ τὰ ναρκωτικά.

Ἀπ᾿ ὅπου διώχνεται ὁ Θεός, τὸ δίχως ἄλλο, θέτει πόδι τὴν ἴδια κιόλας στιγμὴ ὁ σατανᾶς, ποὺ ἐξωθεῖ τὰ πράγματα πρὸς τὴν ἀπόγνωση, τὴν ἀκηδία, τὴν ἀθυμία, τὴν κατάθλιψη. Εἶναι ὅμως καιρὸς νὰ καταλάβουμε πὼς μόνον ὁ ἰατρὸς τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων, ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς, μπορεῖ νὰ βοηθήση θετικὰ καὶ ἀποτελεσματικά. Τὰ φάρμακα ποὺ προσφέρει εἶναι «ἡ ἀναθέρμανση τῆς πίστεως καὶ τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν Θεόν». Ἡ προσευχή. Ἡ μυστηριακὴ ζωή. Ἡ ἐξομολόγηση γιὰ ψυχικὴ εἰρήνευση· «εἰρήνη ἀφίημι ὑμῖν. Εἰρήνη τὴν ἐμὴν δίδωμι ὑμῖν οὐ καθὼς ὁ κόσμος δίδωσι, δίδωμι ὑμῖν» (Ἰωάν. 14-27) . Προσφέρει τοὺς καρποὺς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ μάλιστα τῆς θεϊκῆς ἀγάπης, ἡ ὁποία «ἔξω βάλλει τὸν φόβον» (Α’ Ἰωάν. 4-18).

Ἡ ἀγωγὴ τῶν παιδιῶν μας εἶναι, καθὼς διαπιστώνεται καθημερινά, ἀπ᾿ τοὺς γονεῖς πρῶτα καὶ ὕστερα ἀπ᾿ ὅλη τὴν δομὴ τῆς σύγχρονης κοινωνίας καὶ παιδείας, ἀντιπαιδαγωγική, ἀφύσικη, ἀντίθεη, ἀντιχριστιανική.

Δημιουργοῦν οἱ πιὸ πολλοὶ γονεῖς ἕνα ἢ δυὸ παιδιὰ καὶ αὐτὰ τύπους καλομαθημένους, ἐγωιστές, στείρους ἀπὸ συναισθήματα καὶ ἰδανικά, μαλθακούς, μὲ ἄδεια ψυχή ἀπὸ Θεὸ καὶ ἀπὸ ζωὴ ἀνώτερη, θρησκευτική. Καὶ ἀφοῦ μετά, στὰ σχολεῖα, γίνεται πλήρης ἀποπροσανατολισμός, πάλι χωρὶς Θεὸ καὶ ἰδανικά, εἶναι δυνατὸν νὰ μὴ βρεθοῦν τὰ παιδιὰ στὸ κενό, νὰ μὴν ἐκδηλώνονται σὰν «ἄλαλα καὶ κωφά»;

Προσοχὴ καὶ ἐγρήγορση λοιπόν. Καὶ ἀναθεώρηση τακτικῆς. Ἀπόφαση σταθερὴ χρειάζεται γιὰ καταφυγὴ στὸν ἀληθινὸ Σωτήρα, τὸν Θεὸ τῆς σωτηρίας, τὸν θεάνθρωπο Κύριο, ποὺ ἐξακολουθητικὰ μᾶς λέει· «Ὢ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη, ἕως πότε ἀνέξομαι ἡμῶν;». Καὶ παροτρύνει στοργικὰ ὅλους μας καὶ τὸν κάθε νέο «Φέρετε αὐτὸν πρός με».

Ἀρχιμ. Ν. Κ.





ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΜΑΪΟΥ


25 Μαΐου 2008
Ε’ Κυριακὴ ἀπὸ τοῦ Πάσχα
«Ἡ τῆς Σαμαρείτιδος ἑορτή
(Ἰωάν. 4, 5-42)




Κατὰ τὴν Ε’ Κυριακὴ τῆς περιόδου ποὺ διανύουμε, δηλ. τοῦ Πεντηκοσταρίου, ἀδελφοί μου, στὴν Ἐκκλησία μας διαβάζεται ἡ περικοπὴ τῆς Σαμαρείτιδος, ποὺ εἶναι & αὐτὴ ἀπὸ τὶς πλέον περίφημες περικοπὲς τῆς Καινῆς Διαθήκης, γιατί ὡς ἀπόφθεγμα διακηρύσσονται ὕψιστες ἀλήθειες τῆς Χριστιανικῆς πίστεως.

«Πνεῦμα ὁ Θεὸς καὶ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτὸν ἐν πνεύματι & ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν». Ὁ Θεὸς & ὅλη ἡ ἀλήθεια περὶ Θεοῦ δὲν εἶναι μία ἀνακάλυψη τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ ἀποκάλυψη τοῦ ἴδιου του Θεοῦ σὲ ὅσους εἶναι ἄξιοι αὐτῆς τῆς ἀποκαλύψεως. Ὁ Θεὸς ἀποκαλυπτόμενος στὸν ἄνθρωπο τοῦ χαρίζει τὴν γνώση & αὐτὴ ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα τὴν σωτηρία. Στὴ Σαμαρείτισσα ὁ Κύριος ἀποκάλυψε τὸν ἑαυτό Του & αὐτὸ εἶχε ὡς συνέπεια τὴ σωτηρία της. Ὁ Χριστὸς ἀποκαλυπτόμενος στὸ «φρέαρ τοῦ Ἰακὼβ» ὁμολογεῖται πρῶτον «Ἰουδαῖος», ἔπειτα «Κύριος», μὲ τὴν ἔννοια τοῦ ἀξιοσέβαστου προσώπου, κατόπιν «μείζων του Πατριάρχου Ἰακώβ», ἔπειτα «Προφήτης», ὕστερα «Μεσσίας Χριστὸς» καὶ τέλος «ὁ σωτὴρ τοῦ κόσμου». Στὴν συζήτηση ποὺ ἔχει ὁ Χριστὸς μὲ τὴν Σαμαρείτισσα γυναῖκα τῆς ἀποκαλύπτει τὸν τρόπο τῆς ἀληθινῆς λατρείας τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς εἶναι πνεῦμα & ἐκεῖνοι ποὺ Τὸν προσκυνοῦν πρέπει νὰ Τὸν προσκυνοῦν «ἐν πνεύματι & ἀληθείᾳ». Ὁ Θεὸς γνωρίζεται & προσκυνεῖται ἐν Χριστῷ ποὺ εἶναι ἡ Ἀλήθεια & ἐν ἁγίῳ Πνεύματι, ποὺ εἶναι τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας & πέμπεται ὑπὸ τοῦ Υἱοῦ.

Ἀδελφοί μου, ὁ λόγος τοῦ Κυρίου στὴν Σαμαρείτιδα εἶναι ἡ πλέον πνευματικὴ διακήρυξη & ὁ πιὸ ὑπέροχος ὁρισμὸς τῆς λατρείας τοῦ Θεοῦ· «Ἔρχεται ὥρα & νῦν ἐστι, ὅτε οἱ ἀληθινοὶ προσκυνηταὶ προσκυνήσουσι τῷ Πατρὶ ἐν πνεύματι & ἀληθείᾳ. Καὶ γὰρ ὁ πατὴρ τοιούτους ζητεῖ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτόν». Ἡ λατρεία πρὸς Αὐτόν, τότε μόνον εἶναι δεκτὴ & εὐάρεστη, ὅταν εἶναι εἰλικρινὴς ἐκδήλωση τοῦ ἐσωτερικοῦ μας κόσμου, ὅταν ἐκφράζη πνεῦμα ἀληθινῆς θεογνωσίας & μιὰ ἅγια, φλογερὴ τῆς ψυχῆς ἀφοσίωση· ὅταν μιλᾶ τὸ πνεῦμα μας στὸ Πνεῦμα, ὅταν συνομιλῆ ὁ μικρὸς μὲ τὸν Μεγάλο, ὅταν μιλᾶ ὁ ἔσω ἄνθρωπος, καὶ ἂς μὴ κινεῖται ἡ γλώσσα, «καὶ σιωπώντων ἀκούει ὁ Θεός».

Ἡ ἀληθινὴ λατρεία δὲν κολλάει στοὺς ἐξωτερικοὺς τύπους, στὶς μορφὲς τοῦ τόπου ἢ τοῦ χρόνου. Ἡ λατρεία τοῦ Θεοῦ δὲν ξέρει ἀπὸ Μητροπολιτικοὺς ναοὺς ἢ παρεκκλήσια, δὲν περιορίζεται σὲ εἰδικὲς ἡμέρες ἢ ὧρες. Δὲν θὰ μᾶς ρωτήση ὁ Θεὸς πότε προσευχηθήκαμε, ἀλλὰ πῶς προσευχηθήκαμε. Δὲν θὰ μᾶς ρωτήση ποῦ προσευχηθήκαμε, ἀλλὰ ἂν τὸν ἀγαπήσαμε & χωρὶς ὑποκρισίες, προλήψεις, δεισιδαιμονίες «ἐν πνεύματι & ἀληθείᾳ» Τὸν προσκυνήσαμε. Ἀληθινὴ λατρεία & θυσία γιὰ τὸν Θεό; Εἶναι «πνεῦμα συντετριμμένον».
Ἔχουν διαπιστωθῆ οἱ ἀποκλίσεις & οἱ ἐκτροπές μας ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ & σωστὴ προσκύνηση τοῦ Θεοῦ & εἶναι ἐπίκαιρος ὁ Προφήτης Ἠσαΐας (Κέφ. 29,13), λέγοντας «ἐγγίζει μοι ὁ λαὸς οὗτος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ καὶ ἐν τοῖς χείλεσιν αὐτῶν τιμῶσί με, ἡ δὲ καρδία αὐτῶν πόρρω ἀπέχει ἀπ᾿ ἐμοῦ».

Καὶ προσθέτει ὁ ὑμνωδός: «Τὴν ὑμνωδίαν ἐνεργῶν συνελήφθην τὴν ἁμαρτίαν ἐκτελῶν. Διὰ μὲν τῆς γλώσσης ἄσματα φθεγγόμενος, διὰ δὲ τῶν λογισμῶν ἄτοπα λογιζόμενος» καὶ ἀκόμα: Ἐνῶ «κέκτημαι πάντα ὅσα μισεῖ ὁ Θεὸς σάρκα & πνεῦμα & νοῦν μολύνας ἀθεμίτοις & αἰσχροῖς λόγοις & ἔργοις & γλώσσῃ κατακρίνω τοὺς ἁμαρτάνοντας, αὐτὸς τὰ χείρω ἐργάζομαι (Δοξ. Ἑσπερινοῦ 29ης Νοεμ.).

Ἀγαπητοὶ ἀκροατές, «Καὶ νῦν ἐστίν». «Ἱδρύεται ἡ πνευματικὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ & πολῖτες της θὰ εἶναι ὅσοι σὲ ὅλο τὸν κόσμο λατρεύουν τὸν Θεὸ ἐν πνεύματι & ἀληθείᾳ· ὄχι ὑλικὰ ἀλλὰ πνευματικά, ὑμνολογοῦν πανταχοῦ παρόντα Θεό. Πίστις δι᾿ ἀγάπης ἐνεργουμένη. Πνευματικοὶ πρέπει νὰ γίνουμε καὶ «ἀσώματοι, σὰν τοὺς ἀγγέλους, καὶ νὰ προσφέρουμε λατρεία διὰ τοῦ ἀσωμάτου μέρους τοῦ ἐαυτοῦ μας τουτέστιν διὰ τῆς ψυχῆς & τῆς τοῦ νοῦ καθαρότητος». Ὁ Θεὸς εἶναι ἀσύλληπτος & ἀνάλογη πρέπει νὰ εἶναι & ἡ λατρεία Του. Ὁ Θεὸς εἶναι πατέρας ὅλων & σώζει ὅλους διὰ τοῦ Μεσσίου. Ὁ Μεσσίας εἶναι ὁ Χριστός. Μόνον δι᾿ Αὐτοῦ μπορεῖ κάποιος νὰ ὁδηγηθῆ σὲ θεογνωσία & σὲ ἀπολύτως ὀρθὴ λατρεία & στὴ σωτηρία.

«Ὁ Μεσσίας, ὁ λεγόμενος Χριστός» διεκήρυξε ὅτι εἶναι τὸ «ὕδωρ τὸ ζῶν». Αὐτὸ ἔκτοτε ὑπάρχει στὴν ἐπὶ γῆς Ἐκκλησία Του. Ἔχουμε καθῆκον νὰ τὸ γευόμαστε· «Δεῦτε & ἀρρύσασθε», γιὰ νὰ γίνουμε ἀληθινοὶ προσκυνητές, κατοικητήρια τῆς Ἁγίας Τριάδος & βλέποντάς μας οἱ πάντες νὰ «καταθέτουν τὴν μαρτυρία»· « Ὄντως ἠγέρθη ὁ Κύριος».

Ἀρχιμ. Ν. Κ.





ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΜΑΪΟΥ


18 Μαΐου 2008
Δ’ Κυριακὴ ἀπὸ τοῦ Πάσχα
Μνεία τῆς τοῦ παραλύτου θεραπείας
(Ἰωάν. 5, 1-15)




Ἀδελφοί μου, «ἄνθρωπον οὐκ ἔχω» βροντοφωνάζει ὁ ἄνθρωπος ὁ παραλυτικός, ὁ πρωταγωνιστὴς στὴν σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ ποὺ ἀκούσαμε. Καὶ τοῦτο ἀποτελεῖ τὸ πικρὸ παράπονο τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὸν συνάνθρωπό του. Ἀποτελεῖ τὴν κραυγὴ τῆς ἀπογνώσεως τοῦ πάσχοντος, τοῦ θλιβομένου, τοῦ περιφρονημένου, τοῦ ἀδυνάτου, τοῦ ξένου, τοῦ ἀρρώστου συνανθρώπου μας & στὴν ἐποχή μας.

Ὁ παράλυτος ζητεῖ συναντιλήπτορα τῆς ἀνάγκης του, τῆς ἀσθενείας του βοηθό, σύντροφο & συνοδοιπόρο στὴν πορεία του γιὰ τὴν ἴαση. Τὰ τριάντα ὀχτὼ χρόνια τῆς ἀσθενείας του εἶναι μία μακρὰ περίοδος τραγικῆς θλίψεως & ὀδύνης. Βέβαια στὴν Κολυμβήθρα «κατέκειτο πλῆθος πολὺ τῶν ἀσθενούντων», ποὺ καὶ αὐτοὶ περίμεναν τὴν κάθοδο τοῦ ἀγγέλου, γιὰ νὰ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ τὴν ἀρρώστια τους. Ἀλλὰ αὐτὸς βίωνε τὴν δική του πικρὴ ἐμπειρία. Ὅμως «Ἀνέβη ὁ Ἰησοῦς εἰς Ἱεροσόλυμα, ἐπὶ τῇ προβατικῇ κολυμβήθρᾳ… & ἰδὼν ὁ Κύριος χρονιοῦντα ἄνθρωπον λέγει πρὸς αὐτόν· διὰ σὲ ἄνθρωπος γέγονα , διὰ σὲ σάρκα περιβέβλημαι & λέγεις ἄνθρωπον οὐκ ἔχω; ἆρόν σου τὸν κράββατον & περιπάτει» (ἀπὸ τὴν Ὑμνολογία τῆς Ἑορτῆς).

Ὁ «Μεγάλης Βουλῆς ἄγγελος», θεράπευσε τὸν κατάκοιτο ποὺ ὑπέφερε τριάντα ὀχτὼ χρόνια. Τότε ποὺ δὲν εἶχε ἄνθρωπο, ἦλθε ὁ Θεάνθρωπος. Τότε ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ μπῆ στὴν κολυμβήθρα μετὰ τὴν κάθοδο τοῦ ἀγγέλου & τὴν «ταραχὴ τοῦ ὕδατος» συναντήθηκε μὲ τὸν Κύριο τῶν ἀγγέλων. Καὶ ὁ Κύριος τὸν ἄμειψε γιὰ τὴν ὑπομονὴ & τὴν ἐλπίδα του. Ἀλήθεια πόση πίστη & δύναμη ψυχῆς χρειάζεται, γιὰ νὰ μείνη ἐκεῖ τόσα πολλὰ χρόνια! Τὸ κρεβάτι του εἶχε γίνει τύμβος & τάφος· εἶχεν «ἰατροῖς καταναλώσει τὸν ἅπαντα βίον του & ἐλέους τυχεῖν οὐκ ἠξιώθη»· καὶ τώρα ἀκούει «ἆρόν σου τὸν κράββατον & περιπάτει». Ὅταν, ἀγαπητοί μου, οἱ συνάνθρωποί μας δὲν πλησιάζουν νὰ μᾶς βοηθήσουν, ὅταν τὰ πάντα γύρω μας εἶναι ἔρημα, ἄφιλα, ἄδικα, σκληρά, ἀπάνθρωπα τότε καταφθάνει ὁ Θεάνθρωπος, γιὰ νὰ παρηγορήση, γιατρεύση & συντροφεύση· καὶ τότε ἂς θυμηθοῦμε τὸν ποιητή: «Ὅταν εἶσαι σὺ κοντά μου, πές μου τί νὰ φοβηθῶ;».

«Ἆρόν σου τὸ κράββατον & περιπάτει» εἶπε ὁ Χριστὸς πρὸς τὸν παράλυτο & ἀμέσως τὰ παράλυτα νεῦρα & τὰ ἀχρηστευμένα γόνατα ἴσχυσαν, ἐνδυναμώθηκαν & τὸ σῶμα ἠγέρθη, ὁ ἴδιος δὲ εὐθυτενής, εὐκίνητος, πλήρης ζωῆς & χάριτος, κουβαλῶντας τὸ κρεβάτι του περπατάει.

Περπατάει & κατευθύνει τὰ πόδια του μὲ σταθερὸ βῆμα, ὄχι πλέον στοὺς δρόμους ποὺ ἤξερε & συνήθως περπατοῦσε. Ὄχι· γιατί αὐτοὶ οἱ δρόμοι τὸν ἔκαμαν παράλυτο & τὸν κράτησαν τριάντα ὀχτὼ ὁλόκληρα χρόνια νεκρὸ & ἄταφο.

Τώρα, ἀδελφοί, χαράσσει νέους δρόμους & ἀνοίγεται σὲ δρόμους χάριτος & ζωῆς & ὑγείας, γιατί ὑπακούει στὸν Χριστὸ ποὺ τοῦ εἶπε· «ἴδε ὑγιειὴς γέγονας· μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μὴ χεῖρόν τί σοι γένηται» καὶ ἀφήνει νὰ ἐννοηθῆ ὅτι ἡ προσωπικὴ ἁμαρτία ἔχει συνέπεια τὴν παραλυσία.

«Ἀπὸ τῶν πολλῶν μου ἁμαρτιῶν ἀσθενεῖ τὸ σῶμα» ψάλλουμε. Βαθύτατη εἶναι ἡ σχέση ἁμαρτίας & σωματικῆς & ψυχικῆς ἀσθενείας. Γι᾿ αὐτὸ & ὁ Θεὸς πρὶν θεραπεύση ἕνα ἁμαρτωλὸ μὲ τὴν μετάνοια, ταράσσει τὴν συνείδησή του μὲ τὶς τύψεις & ὕστερα προσφέρει τὴν ἴαση & τὴν λύτρωση. Ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος σχολιάζει· «ἔγειρε, στρέψον τὴν καρδίαν σου πρὸς τὰ ἄνω, πρὸς τὸν Θεόν, ἀγάπησε τὸν συνάνθρωπόν σου, περίπτυξον τὸν πλησίον σου & ἀγωνίζου κατὰ τῆς ἁμαρτίας & τῶν παθῶν σου».

Ἀδελφοί, Βηθεσδᾶ σημαίνει «σπίτι ἐλέους»· καὶ σπίτι ἐλέους, Βηθεσδᾶ σήμερα εἶναι ἡ Ἐκκλησία μας· οἶκος χάριτος, ἐλέους, ψυχικῆς ὑγείας & σωτηρίας. Ἐδῶ μᾶς περιμένει ὁ Χριστός, ὅπου μὲ τὰ νάματα τῆς Χάριτος Του & διὰ τῶν μυστηρίων Του θὰ μᾶς ἀπολούση, θὰ μᾶς καθαρίση, θὰ μᾶς χαριτώση, θὰ μᾶς δικαιώση & θὰ μᾶς καταστήση ὑγιεῖς & καθαρούς. Ἂς προσέλθουμε πρὸς Αὐτόν, ὁ ὁποῖος μᾶς ὑπόσχεται τὴν πλήρη κάθαρση & τὴν ψυχικὴ & σωματικὴ ὑγεία ὁμολογοῦντες ὅτι ·

Ἀνέστη ἐκ νεκρῶν

Ἀληθῶς ἀνέστη.

Ἀρχιμ. Ν. Κ.





ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΜΑΪΟΥ


11 Μαΐου 2008
Γ’ Κυριακὴ ἀπὸ τοῦ Πάσχα
Τῶν Ἁγίων Μυροφόρων Γυναικῶν
(Μάρκ. 15,43- 16,8)




«Τὰ μύρα τοῖς θνητοῖς ὑπάρχει ἁρμόδια·
Χριστὸς δὲ διαφθορᾶς ἐδείχθη ἀλλότριος·
Ἀλλὰ κραυγάσατε· Ἀνέστη ὁ Κύριος»
(Ἀπὸ τὴν Ὑμνολογία τῆς Ἑορτῆς)

Στὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα, ἀγαπητοί μου, γίνεται λόγος γιὰ τὴν ἐπίσκεψη τῶν Μυροφόρων γυναικῶν «λίαν πρωὶ τῆς μιᾶς Σαββάτων» στὸ μνημεῖο, ὅπου συναντήθηκαν μὲ τὸν Ἄγγελο & ἄκουσαν τὸ χαρμόσυνο ἄγγελμα «ἠγέρθη οὐκ ἔστιν ὧδε». Δικαιολογημένα ὁ ὑμνωδὸς σχολιάζει· «φύσις ἀσθενὴς τὴν ἀνδρείαν ἐνίκησεν ὅτι γνώμη συμπαθὴς τῷ Θεῷ εὐηρέστησε». Οἱ Μυροφόρες γυναῖκες ὄχι μόνον ἀξιώθηκαν τῆς ἀγγελικῆς ὀπτασίας & πληροφορήθηκαν πρῶτες τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ ἀξιώθηκαν πρῶτες νὰ δοῦν τὸν Ἀναστάντα. Γι᾿ αὐτὸ σήμερα, Κυριακὴ τῶν Μυροφόρων, τιμᾶται ἡ γυναικεία φύση & γενικὰ ὅλη ἡ ἀνθρώπινη φύση. Ἀλλὰ συγχρόνως τιμᾶται & ἡ ἀρετὴ τῆς ἀνδρείας. Οἱ μυροφόρες γυναῖκες οὔτε τὰ ὅπλα τῶν στρατιωτῶν «τῆς κουστωδίας» φοβήθηκαν οὔτε τὴν ἔχθρα τῶν Ἰουδαίων ὑπολόγισαν οὔτε ἡ νύχτα τὶς ἀποθάρρυνε. Ἦλθαν στὸ μνημεῖο, γιὰ νὰ προσφέρουν ἀρώματα στὸ Χριστὸ & μύρα γιὰ τὴν ταφή Του. Ἡ ἀνδρεία τους ὑπῆρξε ἀξιοπρόσεχτη καὶ εἶναι ἀπαραίτητο νὰ γίνη ἀξιομίμητη. Οἱ Πατέρες μᾶς πληροφοροῦν ὅτι, γιὰ νὰ συναντηθοῦμε μὲ τὸν Ἀναστάντα Κύριο, πρέπει νὰ καλλιεργήσουμε τὶς πιὸ μεγάλες ἀρετές· φρόνηση, σωφροσύνη, ἀνδρεία & δικαιοσύνη. Ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή, ἡ Μαρία ἡ τοῦ Ἰακώβου & ἡ Σαλώμη τὸν Τάφον τοῦ Κυρίου «κατέλαβον» & ἔλαβαν τὸν μισθὸ τῆς φιλοθεΐας τους & τὴν ἀμοιβὴ τῆς ἀνδρείας τους, ὅταν ἄκουσαν ἀπὸ τὸν Ἄγγελο «ὁ Σωτὴρ ἐξανέστη τοῦ Μνήματος».

«Ἔρραναν μύρα μετὰ δακρύων τὸ μνῆμα τοῦ Σωτῆρος καὶ ἐπλήσθη χαρᾶς τὸ στόμα αὐτῶν ἐν τῷ λέγειν Ἀνέστη ὁ Κύριος» (ἀπὸ τὴν Ὑμνολογία τῆς Ἑορτῆς). Ὁ φόβος μεταβλήθηκε σὲ ἐλπίδα. Ἡ λύπη σὲ χαρά, ὁ λίθος ἀποκυλίσθηκε, ὁ τάφος κενώθηκε, ὁ θνητὸς ἄνθρωπος ἔγινε ἀθάνατος. Ὁ ᾅδης θρηνεῖ, ὁ θάνατος νεκρώθηκε. Οἱ μυροφόρες γυναῖκες, οἱ ἅγιες αὐτὲς ὑπάρξεις, γίνονται οἱ πρῶτες εὐαγγελίστριες· οἱ πρωτοαπόστολοι & πρωτοκήρυκες τῆς χαρᾶς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ· ὁ Ἰησοῦς ἀπέθανεν & Ἀνέστη χαρισάμενος τὴν Ἀνάστασιν.

Ἀδελφοί μου, ὁ ἄγγελος εἶπε στὶς Μυροφόρες. Μὴ ἐκθαμβεῖσθε· μὴ φοβᾶστε· μὴ τρέμετε· ξέρω πολὺ καλὰ ὅτι ἐσεῖς δὲν ἔχετε τὴν καρδιὰ τοῦ Πιλάτου ἢ τοῦ Ἄννα & Καϊάφα· ξέρω πὼς δὲν ἔχετε τὴν καρδιὰ τοῦ Ἰούδα· ξέρω ὅτι μὲ θάρρος & αὐταπάρνηση ἀνεβήκατε ἐδῶ. Ξέρω ὅτι ἀναζητεῖτε ὄχι ἐπίγεια πράγματα ἀλλὰ Ἰησοῦν Χριστὸν & τοῦτον Ἐσταυρωμένον. Λοιπὸν σᾶς πληροφορῶ ὅτι «ἠγέρθη οὐκ ἔστιν ὧδε, ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν Αὐτόν».

Ἀδελφοί, ἡ γενναιότητα δὲν κάνει διάκριση φύλων. Ὅταν ὁ Χριστὸς ἐμπνέη, ἄντρες & γυναῖκες μεταδίδουν θριαμβικὰ σαλπίσματα νίκης & δόξας. Οἱ ἄνδρες ἂς ἀτενίσουν τὸν εὐσχήμονα βουλευτὴ Ἰωσήφ. Οἱ γυναῖκες ἂς ἀτενίσουν τὶς ὑπέροχες ἡρωίδες & Μυροφόρες τοῦ Χριστοῦ. Ἄνδρες & γυναῖκες, νέοι & νέες ἂς ἐμπνευσθοῦν ἀπὸ τὸ ἀπαράμιλλο παράδειγμα & τὴν γενναιοψυχία τῶν ἀγγελόμορφων τούτων ψυχῶν. Ἀτενίζοντας τὸν Ἀναστημένο Κύριό μας προχωροῦμε μπροστὰ ἀτρόμητοι & γενναῖοι & πανηγυρίζουμε διακηρύσσοντας· «Χριστὸς Ἀνέστη, Ἀληθῶς Ἀνέστη» !

Ἀρχιμ. Ν. Κ.





ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΜΑΪΟΥ


4 Μαΐου 2008
Κυριακὴ τοῦ Ἀντίπασχα (τοῦ Θωμᾶ)
Ἡ τοῦ Ἀποστόλου Θωμᾶ σωτήριος ὁμολογία
( Ἰωάν. 20, 19-31 )




«Συνέτισον ἡμᾶς Κύριε ὡς τὸν Θωμᾶν βοᾶν σοι· Ὁ Κύριός μου & ὁ Θεός μου, δόξα σοι».
(Δοξαστ. Ἀποστίχων Μ. Ἑσπερινοῦ Σαββάτου, Κυριακὴ Ἀντίπασχα, τοῦ Θωμᾶ).

Ἀδελφοί, Χριστὸς Ἀνέστη! Ὁ νικητὴς τοῦ Ἅδη & τοῦ θανάτου, κρατῶντας τὰ κλειδιὰ ἀπὸ τὶς πύλες του, μὲ τὴν Ἀνάστασή Του μεταβάλλει τὸν Ἅδη σὲ παράδεισο καὶ τὴν γῆ σὲ οὐρανὸ καὶ ἀναστὰς ἐκ νεκρῶν ἔρχεται νὰ ἐμφανισθῆ πρὸς τοὺς μαθητές Του.

«Οὔσης, λοιπόν, ὀψίας τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ τῇ μιᾷ τῶν Σαββάτων & τῶν θυρῶν κεκλεισμένων, ὅπου ἦσαν οἱ μαθηταὶ συνηγμένοι διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων, ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς & ἔστη εἰς τὸ μέσον & λέγει αὐτοῖς, εἰρήνη ὑμῖν». Ἐμφανίζεται τὴν ἴδια ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεώς Του στοὺς φοβισμένους μαθητές Του «χαροποιῶν αὐτούς», χαρίζοντάς Τους «ἀφοβία & εἰρήνη».
Κεντρικὸ πρόσωπο τῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς ποὺ ἀκούσαμε σήμερα εἶναι ὁ Θωμᾶς, γι᾿ αὐτὸ & ἡ σημερινὴ Κυριακὴ μᾶς εἶναι γνωστὴ ὡς Κυριακὴ τοῦ Θωμᾶ. Ὁ Θωμᾶς εἶναι ὁ μαθητὴς ὁ ὁποῖος «οἰκονομικῶς» δὲν ἦταν μεταξὺ τῶν μαθητῶν, «ὅτε ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς». Ὅταν ἐπέστρεψε στὴ συντροφιὰ τῶν Ἀποστόλων, οἱ λοιποὶ τοῦ ἀνήγγειλαν περιχαρεῖς τὸ γεγονὸς τῆς ἐμφανίσεως τοῦ Ἀναστημένου Διδασκάλου. Αὐτὸς ὅμως ἀρνεῖται νὰ πιστέψη· «Ἐὰν μὴ ἴδω … οὐ μὴ πιστεύσω».

Δὲν πείθεται ἄπ᾿ ὅσες λεπτομέρειες διηγοῦνται οἱ ἄλλοι μαθητές. Ἐπιμένει στὴν ἄρνησή του, ζητεῖ ἀποδείξεις. Ζητεῖ νὰ δῆ ὅ,τι εἶδαν & οἱ ἄλλοι. Ζητεῖ ἀκόμα & νὰ ψηλαφήση τὸν Κύριο. Καλοπροαίρετη εἶναι ἡ ἀπιστία του. Δὲν εἶναι ὁ Θωμᾶς ἀπ᾿ αὐτοὺς ποὺ δὲν θέλουν νὰ πιστέψουν. Εἶναι ἄπιστος, γιατί ὁ νοῦς του δὲν ἔχει τὴ δύναμη νὰ παραδεχθῆ τὸ θαῦμα. Προσδοκᾶ μία νέα ἐπανεμφάνιση τοῦ Ἰησοῦ. Καὶ ὁ Χριστὸς ἱκανοποιεῖ τὴν προσδοκία του. Ἐπανεμφανίζεται σήμερα & μπροστὰ στοὺς λοιποὺς μαθητὲς καλεῖ τὸν Θωμᾶ νὰ Τὸν ψηλαφήση. Ὅμως αὐτὸς δὲν τολμᾶ. Πιστεύει, βεβαιώνεται & ἀναφωνεῖ «ὁ Κύριός μου & ὁ Θεός μου». Μιὰ πρωτότυπη ἀπιστία ποὺ ὁδήγησε «στὴν σωτήριο ὁμολογία».

«Ὁ Θωμᾶς, ἀδελφοί μου, δὲν ἀπορρίφθηκε ἀπὸ τὸν Κύριο. Ἑπομένως, τὸ νὰ ζητάη κάποιος ἀποδείξεις τὸ ἐγκρίνει ὁ Θεός. Καὶ ἐπειδὴ ἀμέσως τὸν ὁμολόγησε Κύριο & Θεό του, ὁ Ἰησοῦς τὸν δέχεται & τὸν εὐλογεῖ. Προσθέτει ὅμως ὅτι θἆναι ἀκόμα πιὸ μακάριοι ὅσοι πίστεψαν πράγματα ποὺ δὲν εἶδαν» (Ἀρχιμ. Τιμόθεος Κιλίφης, Τὰ 4 Εὐαγγέλια Κείμενο-Μετάφραση-Σχόλια, σ. 690). «Μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες & πιστεύσαντες», ἀφοῦ «πίστις ἐστὶ ἐλπιζομένων ὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων» (Ἑβρ. 11-1).

Ἀδελφοί μου, ὁ Ἀπόστολος Θωμᾶς, γιὰ νὰ πιστέψη στὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ζητοῦσε νὰ δῆ, νὰ ψηλαφήση & νὰ ἀποκτήση αἰσθητὴ γνώση τοῦ Θεοῦ. Ὅμως ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι ἐμπειρία τῶν αἰσθήσεων ἀλλὰ ἐσωτερικὴ πληροφορία, ἐσωτερικὴ κοινωνία μὲ τὸν Χριστό, ποὺ διοχετεύεται & στὸ σῶμα. Ἡ καλὴ ἀπιστία τοῦ Θωμᾶ εἶναι μία ἀπόδειξη ἀλλὰ & ὑπόδειξη, γιὰ νὰ βγοῦμε ἀπὸ τὴν φυλακὴ τῆς δυσπιστίας & ἀμφιβολίας μας. Ἡ τοῦ Θωμᾶ ἀπιστία «τὴν κοσμοσώτειρα τοῦ Θεανθρώπου Ἔγερσιν πιστοῦται»· καὶ ὁ Θωμᾶς τῇ ὁράσει τῶν χειρῶν & τῆς πλευρᾶς «Θεὸν ὡμολόγησε τὸν Κυρίον» (ἀπὸ τὴν Ὑμνολογία τῆς Ἑορτῆς).

Ἀγαπητοὶ ἀκροατὲς τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, ὁ Κύριος «οὐ κατέλιπεν βυθιζόμενον βυθῷ ἀπιστίας τὸν Θωμᾶν παλάμας προτείνας εἰς ἔρευναν» (ἀπὸ τὴν Ὑμνολογία τῆς Ἑορτῆς).

Αὐτὸν ἂς παρακαλέσουμε νὰ μᾶς φωτίση, ἀφοῦ μὲ τὴν Ἀνάσταση Του «πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανός τε & γῆ & τὰ καταχθόνια» & ἂς μᾶς συνετίση, ὥστε ὡς ὁ Θωμᾶς νὰ ὁμολογοῦμε· «ὁ Κύριος μου & ὁ Θεός μου»· δόξα σοι.
Χριστὸς Ἀνέστη !

Ἀρχιμ. Ν. Κ.





ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΙΟΥΝΙΟΥ


29 Ἰουνίου 2008
Κυριακὴ Β’ Ματθ.
«Πέτρου καὶ Παύλου τῶν Πρωτοκορυφαίων Ἀποστόλων»
(Ματθ. 16, 13-19)




Σήμερα, ἀδελφοί, ἑορτὴ τῶν ἁγίων ἐνδόξων Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου, τῶν πρώτων καὶ κορυφαίων στὴν ὁμάδα τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, εἶναι ἄξιο καὶ δίκαιο καὶ πρέπον νὰ σταθοῦμε πρῶτον μὲν στὴν διακήρυξη τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου «Σὺ εἶ ὁ Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος» δείχνοντας ἔτσι τὴν ποιότητα καὶ τὴν δύναμη τῆς πίστεώς του καὶ δεύτερον στὴν προτροπὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου «Μιμηταί μου γίνεσθε καθὼς κἀγὼ Χριστοῦ» (Α’ Κορ. 11-1).

Ἡ συνάντηση τοῦ Πέτρου μὲ τὸν Χριστὸ στὴν λίμνη τῆς Γεννησαρὲτ ἦταν γι᾿ αὐτὸν εὐκαιρία, γιὰ νὰ γίνη ἀπὸ ψαρᾶς «ἁλιέας ψυχῶν» καὶ νὰ κερδίση αἰώνια δόξα καὶ αἰώνια ζωή. Ὁ Κύριος βραβεύοντας τὴν πίστη του, «Σὺ εἶ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ», πάνω στὴν ὁποία θὰ στήριζε καὶ θὰ θεμελίωνε τὴν Ἐκκλησία Του, ἔδωσε σ᾿ αὐτὸν πρῶτα ἀπὸ τοὺς ἄλλους Ἀποστόλους τὸ χάρισμα νὰ συγχωρῆ τὶς ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων. Τὶ καὶ ἂν ὑπῆρξαν στιγμὲς πτώσεως, ὅταν βυθίστηκε στῆς ἀρνήσεως τὰ σκοτάδια καὶ τρεῖς φορές, μπροστὰ στοὺς ὑπηρέτες, μὲ ὅρκο ἀρνήθηκε τὸν Διδάσκαλο; Βρῆκε τὸν δρόμο του, «ἔκλαυσε πικρῶς», μετενόησε καὶ μετὰ τὴν Ἀναστάση τοῦ Διδασκάλου ἀνέλαβε τὴν διαποίμανση τῶν προβάτων τοῦ Χριστοῦ καὶ Τὸν ἄκουσε νὰ τοῦ λέγη «βόσκε τὰ ἀρνία μου», «ποίμαινε τὰ πρόβατά μου», «βόσκε τὰ πρόβατά μου» (Ἰωάν. 21, 15-17). Γι᾿ αὐτὸ ὁ Πέτρος μὲ τὶς ὁδοιπορίες του καὶ τὸ ἀκατάπαυστο ἀποστολικὸ κήρυγμά του ἐβόσκησε τὰ ἀρνία τῆς πίστεως. Καὶ μὲ τὸ ὅτι ὄργωσε μὲ τὰ πόδια του ὄχι μόνο τὴν Ἰουδαία γῆ καὶ τὴν Μικρὰ Ἀσία καὶ τὴν Ῥώμη «ἐβόσκησε τὰ ἀρνία τοῦ Θεοῦ». Καὶ ἔγινε «ὁ ἐκλεκτός, ὁ ἐξαίρετος, ὁ πρῶτος τῶν μαθητῶν», ποὺ μὲ τὸ φρικτὸ μαρτύριό του ἐπισφράγισε τὴν πίστη του. Σταυρώθηκε ἀναπόδα καὶ παρέδωσε τὴν ἁγία ψυχή του στὰ χέρια τοῦ ἀγαπημένου Διδασκάλου.

Ἀλλὰ τί νὰ ποῦμε, ἀδελφοί, γιὰ τὸν ἄλλο κορυφαῖο Ἀπόστολο, «τὸν πρῶτον μετὰ τὸν ἕνα», τὸν Παῦλο, ποὺ ἀπὸ διώκτης τῶν Χριστιανῶν, μὲ τὸ θαῦμα τῆς Δαμασκοῦ ἔγινε ὁ πιὸ ἐνθουσιώδης κήρυκας τοῦ Εὐαγγελίου. Πόσο δεν ὑπέφερε τὸ ἀσθενικό του σῶμα γιὰ τὴν δόξα τοῦ Χριστοῦ! Ἔκανε τέσερεις μεγάλες περιοδεῖες· διέσχισε μὲ τὰ πόδια του ἢ καὶ μὲ μικρὰ καὶ ἀνασφαλῆ πλοῖα ξηρὲς καὶ θάλασσες καὶ περιόδευσε ὅλες σχεδὸν τὶς χῶρες τῆς Μεσογείου.

Ἂς τὸν ἀκούσουμε διηγούμενον ὅσα ὑπέστη γιὰ τὸν Ἰησοῦ. «Κόπους πολλούς, μαστιγώσεις σὲ μεγάλο βαθμό. Φυλακίσεις, κινδύνους θάνατον, ῥαβδισμούς, λιθοβολισμό, ναυάγια στὴ θάλασσα, ὁδοιπορίες, κινδύνους ἀπὸ ποταμούς, ἀπὸ ληστές, ἀπὸ ἀλλοεθνεῖς καὶ ἀπὸ ὁμοεθνεῖς συνανθρώπους κ.λπ.» (Β΄ Κορινθ. 11,24-26). Πολλὰ ὑπέφερε τὸ ἀσθενικό του σῶμα στὶς τέσσερεις μεγάλες περιοδεῖες ποὺ ἔκανε καὶ διέδωσε τὸ Εὐαγγέλιο. Καὶ πέρα ἀπὸ τὸ ἀκατάπαυστο κήρυγμα ἔβρισκε τὸν χρόνο νὰ γράφη καὶ ἐπιστολὲς γιὰ νὰ στηρίζη τοὺς χριστιανούς. Τοῦ «ἡγιασμένου, τοῦ μεμαρτυρημένου, τοῦ ἀξιομακαρίστου», Ἀποστόλου Παύλου ἡ καταπληκτικὴ δράση διακόπηκε ἀπὸ τὸν αἱμοχαρῆ αὐτοκράτορα Νέρωνα στὴ Ῥώμη, ὅταν συνελήφθη ὑπ᾿ αὐτοῦ καὶ ἀποκεφαλίσθηκε.

Ἀλλὰ τὸ ἔργο του συνεχίστηκε καὶ συνεχίζεται. Μὲ πολλὴ ἀγάπη μᾶς προτρέπει· «Μιμηταί μου γίνεσθε». Ἂν τὸ ἀποφασίσουμε, θὰ μοιάσουμε μὲ τοὺς «τῆς οἰκουμένης φωστῆρας, τῆς πίστεως τοὺς κήρυκας, τῆς Ἐκκλησίας τοὺς στύλους, τοὺς καθαιρέτας τῆς πλάνης», ὅπως οἱ ἑορταζόμενοι ἅγιοι Ἀπόστολοι Πέτρος καὶ Παῦλος. Καὶ θὰ διακηρύττουμε σὰν τὸν Πέτρο ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ λυτρωτὴς τοῦ κόσμου, καὶ θὰ γίνουμε σὰν τὸν Παῦλο μιμητὲς τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος «ἔπαθε ὑπὲρ ὑμῶν, ὑμῖν ὑπολιμπάνων ὑπογραμμόν, ἵνα ἐπακολουθήσωμεν τοῖς ἴχνεσιν αὐτοῦ» (Α’ Πέτρ. 2-21).

Ἀρχιμ. Ν. Κ.





ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΙΟΥΝΙΟΥ


22 Ἰουνίου 2008
Κυριακὴ Α’ Ματθ.
«Τῶν Ἁγίων Πάντων»
(Ματθ. 10, 32-33 καὶ 37-38, Ματθ. 19, 27-30)




«Μνήμη δικαίων μετ᾿ ἐγκωμίων» καὶ ἔτσι μνήμη καὶ τιμὴ ἁγίων γίνεται μίμηση ἁγίων. Μὲ πολὺ δισταγμό, ἀδελφοί μου, ἀποφασίζει κανεὶς νὰ μιλήση στοὺς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς μας γιὰ τὴν ἁγιότητα. Γιατὶ οἱ ἄνθρωποι σήμερα μποροῦν ν’ ἀκοῦν γιὰ τὸ Θεό, γιὰ τὴν ἀγάπη, γιὰ τὴν χριστιανικὴ χαρά, για τὰ ἔργα τῆς φιλανθρωπίας.

Ἰδιαίτερα στὶς μέρες μας γιὰ πολλοὺς ὁ χριστιανισμὸς ἔγινε μοναχὰ μιὰ κοινωνικὴ δύναμη ἐγκόσμια καὶ τίποτα περισσότερο, ἀλλὰ νὰ ἀκούσουν γιὰ τὴν ἁγιότητα, γιὰ τὸ καθῆκον τῆς ἁγιότητος, γιὰ τὴν ἀνάγκη ποὺ ἔχουν οἱ καιροί μας νὰ ἀποκτήσουν ἁγίους, δὲν τὸ ἀντέχουν. Θὰ τὸ τολμήσουμε ὅμως σήμερα μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς ἑορτῆς «πάντων τῶν Ἁγίων» οἱ ὁποῖοι ἀνεδείχθησαν «κανόνας πίστεως» καί, ἀφοῦ ἔζησαν εὐαγγελικῶς στὸν κόσμο, πέτυχαν τὴν θέωση καὶ μακαριότητα.

Ἀδελφοί, καὶ μέσα ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν γιορτὴ ἡ Ἐκκλησία «τιμᾷ τοὺς προλαβόντας καὶ προτρέπει τοὺς παρόντας» γιὰ μίμηση τῶν ἁγίων, γιατὶ οἱ ἅγιοι παρουσιάζονται ὡς ἐνδιάμεσοι τύποι για τὴν μίμηση τοῦ Χριστοῦ. Οἱ ἅγιοι εἶναι αὐτοὶ ποὺ διατηροῦν σὲ ἐνέργεια, ἀνοιχτό, τὸν δρόμο τῆς θεώσεως καὶ μαρτυροῦν γιὰ τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ μέσα στὸν κόσμο. Οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας, ὡς μιμητὲς τοῦ Χριστοῦ, ὑπάρχουν ὡς πρότυπα καὶ δεῖκτες ποὺ δὲν προβάλλουν τὸ δικό τους ἐγώ, ἀλλὰ τὸ ἀφανίζουν, γιὰ νὰ φανερωθῆ μέσα τους ὁ Χριστός. Οἱ ἅγιοι ζοῦν στὸν κόσμο γιὰ τὸν Θεὸ καὶ διαμορφώνουν τὴν προσωπικότητα τους σύμφωνα μὲ τὸ θέλημά Του· «ἅγιοι, γίνεσθε ὅτι Ἐγὼ ἅγιός εἰμι». Ἀδελφοί, ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἰδιαίτερα τοῦ Χριστιανοῦ, δεν εἶναι στατικὴ ἀλλὰ δυναμική. Δὲν εἶναι δουλικὴ ἀντιγραφὴ ἀλλὰ προσωπικὴ δημιουργία. Κάθε προσωπική, θετικὴ δημιουργία ὅμως προϋποθέτει τὴν ἀντιγραφή. Ἀντιγράφοντας λοιπὸν τοὺς ἁγίους μας βρίσκουμε «τὸ ἴδιον μέγεθος», ἐπανερχόμαστε στὴν κατὰ φύση ζωὴ καὶ μὲ τὴν θρησκευτικὴ γιορτή, ποὺ ἀποτελεῖ σπουδαία πνευματικὴ καὶ πολιτιστικὴ δύναμη, διασώζουμε τὴν ἰδιαίτερη φυσιογνωμία καὶ ταυτότητά μας, στοιχεῖα ποὺ μᾶς διαφοροποιοῦν πνευματικὰ καὶ πολιτιστικὰ μέσα στὴν οἰκογένεια τῶν ἐθνῶν.

Κάθε γιορτὴ ἁγίου τῆς Ἐκκλησίας ἐκπέμπει ἕνα μήνυμα ποὺ εἶναι πάντα ἐπίκαιρο, γιατὶ προέρχεται ἀπὸ τὸν Χριστὸ τοῦ «χθὲς καὶ σήμερον καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τοῦ Αὐτοῦ». Γι᾿ αὐτὸ καὶ μὲ τὴν «πάλιν καὶ πολλάκις» τέλεση τοῦ μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας, τῆς κατ᾿ ἐξοχὴν μεγάλης γιορτῆς, μυσταγωγεῖται ἡ συντήρηση, ἡ πνευματικὴ προκοπὴ τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἡ ἀνάδειξη καὶ προβολὴ τῶν ἁγίων της. Μέσα ἀπὸ τὴν γιορτὴ τοῦ κάθε ἁγίου ἀποδεικνύεται πόσο θαυμαστὸς εἶναι ὁ Θεός, ὅταν «ἐγείρῃ ἀπὸ γῆς πτωχὸν καὶ ἀπὸ κοπρίας ἀνυψοῖ πένητα» καὶ ὅτι «οὔκ ἐστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενὶ ἡ σωτηρία». Κέντρο λοιπὸν τῆς ζωῆς τῶν ἁγίων καὶ τῆς κάθε γιορτῆς τους εἶναι ὁ «φανερωθεὶς ἐν σαρκὶ Θεὸς» καὶ αὐτοὶ μαρτυροῦν ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι κάποια νεκρὴ φυσιογνωμία τοῦ παρελθόντος ἀλλὰ «ὁ ὢν καὶ ὁ ἦν καὶ ὁ ἐρχόμενος, ὁ παντοκράτωρ». Οἱ ἅγιοι ξεπηδοῦν σὰν «τοῦ ποταμοῦ τὰ ὁρμήματα» διασχίζουν τοὺς αἰῶνες, δροσίζουν, ποτίζουν καὶ ξεδιψοῦν τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ καὶ εὐφραίνουν γῆ καὶ οὐρανό. Γιορτὴ ἁγίων καὶ μίμηση ἁγίων σημαίνει τιμὴ ἁγίων καὶ ἀκόμα ὅτι ἡ πνευματικὴ προκοπή μας ὡς μελῶν τῆς Ἐκκλησίας πραγματοποιεῖται στὸ μέτρο ποὺ ἐνεργοποιοῦμε τὴν ἔνταξή μας σ᾿ Αὐτόν. Μίμηση τῶν ἁγίων μας δὲν σημαίνει ἁπλᾶ ἐπιστροφὴ στὸ ἱστορικὸ παρελθὸν τῆς παρουσίας ἐκείνων οὔτε μεταφορά τους ὡς ἀρχαιολογικῶν θησαυρῶν στὸ παρὸν καὶ στὸ μέλλον ἀλλὰ ἀποδοχὴ τῆς παρουσίας τους ὡς μελῶν τοῦ Ἑνιαίου Σώματος τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀποποίηση, ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὴν πολυχρώμη καὶ πολύνυχη καὶ πολύμορφη καὶ πολύτροπη ἁμαρτία. Οἱ χριστιανικὲς γιορτὲς καὶ «οἱ Ἅγιοι Πάντες» εἲναι τὰ γεφύρια ποὺ μᾶς συνδέουν μὲ τὸ χθὲς τῆς πνευματικῆς ζωῆς καὶ ὅσοι ἀπὸ μᾶς λησμονοῦμε καὶ δεν τὸ ἀξιοποιοῦμε δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ στεριώσουμε τὰ γεφύρια ποὺ θὰ μᾶς ὁδοιπορήσουν στὸ μακάριο αὔριο.

Ἡ σημερινὴ γιορτή, γιορτὴ «πάντων τῶν Ἁγίων» ἂς γίνη ἀφετηρία πνευματικοῦ ἀνεφοδιασμοῦ, πράξεως γιὰ ἡρωϊκὲς ἅγιες ἀποφάσεις. Ἂς προσευχηθοῦμε θερμὰ ὅπως μὲ τὶς ἱκεσίες τους ἀναδειχθοῦμε καὶ ἐμεῖς μιμητές τους «κατὰ τὸν καλέσαντα ἡμᾶς ἅγιον» καὶ «τέλειοι ὥσπερ ὁ πατὴρ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς», γιατὶ τότε μόνο δοξάζεται τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ στὴν γῆ ἀπ᾿ τοὺς ἀνθρώπους καὶ ἀποκαλύπτονται οἱ γιορτές τους φάροι ποὺ φωτίζουν καὶ δρόμοι θεώσεως καὶ ὁδοὶ σωτηρίας καὶ λεωφόροι δόξας καὶ ὁδόσημα ποὺ δείχνουν τὸν Θεό.

Ἀρχιμ. Ν. Κ.





ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΙΟΥΝΙΟΥ


15 Ἰουνίου 2008
Η’ Κυριακὴ ἀπὸ τοῦ Πάσχα
«Ἡ ἑορτὴ τῆς Πεντηκοστῆς»
(Ἰωάν. 7, 37-52 καὶ 8,12)




Πεντηκοστὴν ἑορτάζοντες, ἀδελφοί, «Πνεύματος Ἁγίου ἐπιδημίαν» ἀπολαμβάνουμε, γι᾿ αὐτὸ καὶ εὐχαρίστως καὶ δυναμικὰ ψάλλουμε «εἴδομεν τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, ἐλάβομεν πνεῦμα ἐπουράνιον».

Εἶναι δὲ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα « Πρόσωπον» πολὺ ἀνώτερο ἀπὸ τὸ πρόσωπο ἄνθρωπος ἢ τὸ πρόσωπο «ἄγγελος». Εἶναι τὸ τρίτο πρόσωπο τῆς Θεότητος, εἶναι ὁ ἕνας τῆς Τριάδος, ὁμοούσιος, ὁμόθρονος καὶ ἰσότιμος πρὸς τὸν Πατέρα καὶ πρὸς τὸν Υἱό. Καὶ ὅπως ὁ Πατέρας εἶναι Θεὸς ἀληθινὸς καὶ ὁ Υἱὸς ἐπίσης Θεὸς ἀληθινὸς γεννώμενος ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ, ἔτσι καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι Θεὸς ἀληθινός, ἐκπορευόμενος ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ. Τέλειος Θεὸς ὁ Πατέρας, τέλειος Θεὸς ὁ Υἱός, τέλειος Θεὸς καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα· πλὴν δὲν ὑπάρχουν τρεῖς θεοὶ ἀλλὰ ἕνας· μᾶς πληροφορεῖ ὁ ἅγιος Γρηγόριος Θεολόγος «ἕνα τὰ τρία τῇ θεότητι καὶ τὸ ἕνα τρία ταῖς ἰδιότησι». Αὐτὸ εἶναι τὸ μυστήριον τῶν μυστηρίων, τὸ Μυστήριον τῆς Ἁγίας Τριάδος, γνώση καὶ ἀπόλαυση τοῦ ὁποίου εἶναι προνόμιο ὅσων πιστεύουν καὶ «πίστις ἐστὶν ἐλπιζομένων ὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων». (Ἑβρ. 11,1).

Ποιὸ εἶναι τὸ ἔργο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος; Ὁ Πατὴρ δι᾿ Υἱοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ποιεῖ τὰ πάντα. Σὲ ὅλα συνεργεῖ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο. Ἂν ὁ Πατὴρ ὑπόσχεται καὶ προετοιμάζη τὸ ἔργο τῆς ἀπολυτρώσεως τοῦ ἀνθρώπου, ἂν ὁ Υἱὸς διὰ τῆς ἐνανθρωπήσεώς Του καὶ τῆς Σταυρικῆς Του θυσίας τὸ ὑλοποιῆ ἀντικειμενικά, τὸ Ἅγιο Πνεῦμα κάνει τὴν ὑπὸ τοῦ Κυρίου ἐξασφαλεισθεῖσα σωτηρία προσωπικὸ κτῆμα κάθε πιστοῦ.

Ἀπὸ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο παραμένει στὴν Ἐκκλησία, φωτίζοντας, διδάσκοντας καὶ προφυλάσσοντάς την ἀπὸ τὴν πλάνη, ὁδηγῶντας την «εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθεια» «Θεὸς καὶ θεοποιοῦν».

Ἀδελφοί μου, ἡ πρὸ Χριστοῦ ἐποχὴ ἀνήκει κατ᾿ ἐξοχὴν στὸν Πατέρα. Ἡ ἐποχὴ τῆς ἐπὶ γῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ ἀνήκει ἰδιαιτέρως στὸν Υἱό, τὸν Χριστό. Ἡ ἐποχὴ ἀπὸ τῆς Πεντηκοστῆς καὶ μετὰ ταῦτα εἶναι περίοδος ποὺ ἀνήκει κατ᾿ ἐξοχὴν στὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Καὶ εἶναι πολλοὶ σήμερα ποὺ ἀγνοοῦν τὴν προσωπικότητα καὶ θεότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ δὲν τιμοῦν ὅσο πρέπει τὸ τρίτο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος. Εἶναι βέβαια καλὸ καὶ ἅγιο καὶ εὐλογημένο να κηρύττουμε τὸ ἔργο τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, ἀλλὰ δὲν εἶναι ἀσφαλῶς καλὸ νὰ παραλείπουμε τὸ ἔργο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Εἶναι ἅγιο καὶ εὐλογημένο συχνὰ νὰ στρέφουμε τὸ νοῦ πρὸς τὸν Πατέρα, «τὸν νοῦν εἰς οὐρανὸν μεταθέμενοι», ὅμως εἶναι ἔλλειμμα, εἶναι κακὸ να μὴ σκεφτόμαστερτε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὸ τρίτο τοῦτο Θεῖο πρόσωπο, τὸ «ὁμοούσιον καὶ ὁμόθρονον καὶ ἰσότιμον» πρὸς τὰ ἄλλα δύο πρόσωπα. Ἂν λησμονοῦμε ἢ ἀμελοῦμε ἰσάξια να λατρευοῦμε καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τότε ἡ λατρεία μας εἶναι ἀτελὴς καὶ θαρρῶ πὼς αἰτία τῆς φτώχειας μας σὲ πνευματικὰ χαρίσματα εἶναι ἀκριβῶς τὸ ὅτι δεν τιμοῦμε ὅσο πρέπει τὴν πηγὴ τῶν πνευματικῶν χαρισμάτων, τὸ Πανάγιον Πνεῦμα.

Βασιλεῦ οὐράνιε Παράκλητε, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὁ θησαυρὸς τῶν ἀγαθῶν, ὁ ζωῆς χορηγός, ἐλθὲ καὶ σκήνωσον ἐν ἡμῖν, καθάρισον ἡμᾶς ἀπὸ πάσης κηλῖδος καὶ σῶσον ἀγαθὲ τὰ ψυχὰς ἡμῶν. Ἀμήν.

Ἀρχιμ. Ν. Κ.





ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΙΟΥΝΙΟΥ


8 Ἰουνίου 2008
Ζ’ Κυριακὴ ἀπὸ τοῦ Πάσχα
Τῶν ἁγίων 318 θεοφόρων Πατέρων τῆς ἐν Νικαίᾳ Α’ Οἰκουμ. Συνόδου.
(Ἰωάν. 17, 1-13)




Ἀδελφοί μου, οἱ σήμερα ἑορταζόμενοι ἅγιοι Πατέρες ὑπῆρξαν «ἀποστολικῶν παραδόσεων ἀκριβεῖς φύλακες καὶ γὰρ τῆς ἁγίας Τριάδος τὸ ὁμοούσιον ὀρθοδόξως δογματίσαντες» τὴν βλασφημία τοῦ Ἀρείου κατέβαλον. Ἡ δὲ Σύνοδος στὴ Νίκαια ὅπου συγκεντρώθηκαν «ἀνεκήρυξε τὸν Χριστὸν Υἱὸν Θεοῦ, πατρὶ καὶ πνεύματι σύνθρονον». Μὲ τὴν διδασκαλία του ὁ αἱρετικὸς Ἄρειος κατέσχισε τὸν χιτῶνα τοῦ Σωτῆρος, διδάσκοντας μὲ ἕνα ἔργο του ποιητικό, τὴν Θάλεια, ὅτι ὁ Χριστὸς ὑπῆρξε περίοδος ποὺ δὲν ὑπῆρχε καὶ δημιουργήθηκε ἀπὸ τὸν Πατέρα, καὶ μὲ αὐτή του τὴν θέση «τεμὼν τὴν ὁμότιμον ἀρχὴν εἰς διαιρέσεις» ἀστόχησεν θεολογικὰ καὶ δογματικά. Ἐμεῖς λοιπὸν σήμερα «Τὰς μυστικὰς τοῦ Πνεύματος σάλπιγγας, τοὺς θεοφόρους πατέρας, τοὺς μελωδήσαντας ἐν μέσῳ τῆς ἐκκλησίας μέλος ἐναρμόνιον θεολογίας μίαν Τριάδα ἀπαράλλακτον οὐσίαν τε καὶ θεότητα, ἂς ἀνευφημήσωμε», γιατὶ αὐτοὶ ὑπῆρξαν κατ᾿ ἐξοχὴν οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ. Οἱ μεγάλες αὐτὲς ἐκκλησιαστικὲς μορφές, οἱ 318 θεοφόροι Πατέρες ποὺ συγκεντρώθηκαν στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας, ἀγωνίσθηκαν μὲ πολλὴ δύναμη γιὰ τὴν διατήρηση ἀνόθευτης καὶ ἀκέραιας τῆς πίστης στὸν Τριαδικὸ Θεό. Πατέρες μὲ ἔνθεο ζῆλο, μὲ ἱεραποστολικὴ δράση καί μὲ βέβαιη τὴν πίστη καὶ τὴν ἐλπίδα τῆς αἰωνιότητας, ἐδογμάτισαν: «καὶ εἰς ἕνα Κύριον, Ἰησοῦν Χριστόν, τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ, τὸν μονογενῆ, τὸν ἐκ τοῦ Πατρὸς γεννηθέντα, πρὸ πάντων τῶν αἰώνων».

Ἐκτιμῶντας καὶ ἀξιολογῶντας σωστὰ τὴν Ἀρχιερατικὴ προσευχή Του, λίγο πρὶν τὴν θυσία Του στὸ Γολγοθᾶ, κατὰ τὴν ὁποία καὶ εἶχε παρακαλέσει τὸν Πατέρα νὰ χαρίζη σὲ ὅλους τὴν αἰώνια ζωή· «Καὶ αὕτη ἐστὶν ἡ αἰώνιος ζωή· ἵνα γινώσκωσί Σε τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ὃν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστόν»· αὐτὸ σημαίνει ὅτι, ὅταν ὀρθοδόξως προσεγγίζουμε τὸ μυστήριο τῆς Θεότητας, τότε στὴν οὐράνια πατρίδα θὰ βλέπουμε τὸν Θεὸ «πρόσωπον πρὸς πρόσωπον». Θὰ βλέπουμε «Αὐτὸν καθὼς ἐστίν» . Μὲ τὴν δογματικὴ τους ὑποδείξη οἱ ἑορταζόμενοι Πατέρες μᾶς ὑπενθυμίζουν τὸν λόγο τῆς ἀποκαλύψεως, ὅτι ἐκεῖ «καὶ ὁ θάνατος οὐκ ἔσται ἔτι, οὔτε πένθος, οὔτε κραυγή, οὔτε πόνος οὐκ ἔσται ἔτι» καὶ ὅτι ἐκεῖ «οἱ δίκαιοι ἐκλάμψουσιν ὡς ὁ ἥλιος». Μὲ τὸν ἀγῶνα τους οἱ ἑορταζόμενοι Πατέρες βοήθησαν ὅλους ἐμᾶς «εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν»· καὶ ὅσοι γνωρίζουν τὴν ἀλήθεια ἐλευθερώνονται.

Ἀδελφοί μου, πολὺς λόγος γίνεται σήμερα γιὰ τὴν μοναξιὰ τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου. Γιὰ τὴν ἐρημιὰ τῶν πόλεων. Δὲν ὑπάρχει ἐπικοινωνία. Ὅμως ἡ κοινωνία μὲ τὸν Τριαδικὸ Θεὸ ἐξασφαλίζει τὴν γνησιότητα τῆς ἀνθρωπίνης ἑνότητας. Καὶ ἡ ἑνότητα τῶν ἀνθρώπων εἶναι ἀληθινή, ὅταν συνδέεται μὲ τὴν εὐαγγελικὴ ἔκφραση «καθὼς ἡμεῖς», δηλαδὴ «καθὼς σὺ Πάτερ ἐν ἐμοὶ κἀγὼ ἐν σοί». Καὶ ὅπως ὁ Πατέρας ζεῖ μέσα στὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, καὶ ὁ Υἱὸς μέσα στὸν Πατέρα καὶ τὸ ἄγιο Πνεῦμα, καὶ τοῦτο μέσα στὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱό, ἔτσι καὶ ἐμεῖς πρέπει νὰ βροῦμε κανάλια καὶ διαύλους ἐπικοινωνίας «ἵνα πάντες ἓν ἐσμέν».

Ἀδελφοί μου, ὅλοι οἱ ἅγιοι Πατέρες καὶ φυσικὰ οἱ 318 τῆς Α΄Οἰκ. Συνόδου, ποὺ σήμερα ἑορτάζουν καὶ ἐμεῖς τοὺς τιμοῦμε, ἀφοῦ καθαρίστηκαν ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τὶς ἀδυναμίες τους, ἔφθασαν στὴν θεωρία τοῦ Θεοῦ καὶ ἑνώθηκαν μεταξύ τους. Ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ τοὺς περιέλαμψε, τοὺς μεταμόρφωσε καὶ τότε δὲν ἐνεργοῦσαν ὡς ἄτομα ἀλλὰ ὡς πρόσωπα πνευματοφόρα, χαριτωμένοι φορεῖς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ὅ,τι παρέλαβαν ἀπὸ τοὺς ἁγίους Ἀποστόλους αὐτὰ καὶ θωράκισαν καὶ μᾶς παρέδωσαν. Ἡ διδασκαλία τους δεν ἀποτελεῖ φιλοσοφικὸ στοχασμό, ἀλλὰ ἀποκαλύψεις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτὴ εἶναι ἡ βασικὴ διαφορὰ μεταξὺ τῶν αἱρετικῶν καὶ τῶν ἁγίων Πατέρων· οἱ μὲν φιλοσοφοῦν εὐτελῶς, οἱ δὲ θεολογοῦν αὐθεντικῶς.

Ἀδελφοί, ὁ Χριστὸς ζητάει τὴν πίστη μας. Θέλει να πιστέψουμε στὴν λυτρωτικὴ θυσία Του. Στὴ συνομιλία ποὺ εἶχε μὲ τὸν Νικόδημο τοῦ λέγει ὅτι «ἀπέστειλε ὁ Θεὸς τὸν Υἱὸν Αὐτοῦ εἰς τὸν κόσμον ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾿ ἔχει ζωὴν αἰώνιον» καὶ ὅτι «αὕτη ἐστὶν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσί Σε τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ὃν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστόν». Αὐτὸν προσκυνήσωμεν, αὐτὸν δοξολογήσωμεν, αὐτὸν αἰνέσωμεν καὶ τοὺς Ἁγίους ἑορταζομένους Πατέρες ὑμνήσωμεν.

Ἀρχιμ. Ν. Κ.





ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΙΟΥΝΙΟΥ


5 Ἰουνίου 2008
Ἡ Ἀνάληψις τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ
(Λουκ. 24, 36-53)




Ἀγαπητοί μου, ἀφοῦ ἕνεκα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου μας γιορτάσαμε «Θανάτου τὴν νέκρωσιν, ᾅδου τὴν καθαίρεσιν» καὶ βιώνουμε «τὴν ἀπαρχὴν ἄλλης βιοτῆς, τῆς αἰωνίου», σήμερα ἂς εὐφρανθοῦμε, γιατὶ ἡ φθαρτὴ καὶ χοϊκὴ καὶ θνητὴ ἀνθρωπίνη φύση, αὐτή ποὺ γκρεμίστηκε ἀπὸ τὸν Παράδεισο στὰ βάραθρα τοῦ Ἅδου, ἀναλαμβάνεται ὑπεράνω ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων. Τὸ λοιπὸν «Ἄσωμεν τῷ Κυρίῳ τῷ ἐπιβεβηκότι ἐπὶ τῶν οὐρανῶν τοῦ οὐρανοῦ».

Δοξολογία καὶ εὐχαριστία ἀνήκει σ᾿ Ἐκεῖνον ποὺ ἦλθε στὴ γῆ γυμνὸς ἀπὸ σάρκα καί ποὺ τώρα ἀνεβαίνει ἀπὸ τὴν γῆ στὸν Οὐρανό, στοὺς κόλπους τοῦ Ἀνάρχου Πατρός, φέρων τὴν ἀνθρώπινη φύση. «Ἐξῆλθον παρὰ τοῦ πατρὸς καὶ ἐλήλυθα εἰς τὸν κόσμον, πάλιν ἀφίημι τὸν κόσμον καὶ πορεύομαι πρὸς τὸν Πατέρα».

«Και ἐπέβη ἐπὶ χερουβεὶμ καὶ ἐπετάσθη ἐπὶ πτερύγων ἀνέμων» καὶ «ἐκάθισεν ἐν δεξιᾷ τῆς μεγαλωσύνης». «Ἐν δεξιᾷ τοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ ἐκάθισεν». Τὰ τάγματα τῶν ἁγίων ἀγγέλων βλέποντας τὸν Χριστό, τὸν μεσίτη Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου, φέροντα στοὺς οὐρανοὺς ἀνθρώπινη σάρκα, ἐθαύμασαν καὶ ἔψαλλαν νικητήριο παιᾶνα σ᾿ Αὐτόν, γιατὶ συνέτριψε τὸν διάβολο καὶ τὴν ἁμαρτία, τὸν θάνατο καὶ τὸν ᾅδη καὶ ἐδοξολόγησαν τὴν σωτήρια Αὐτοῦ Ἀνάληψη. Καὶ εἶναι σωτηριώδης ἡ Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, γιατί, δυνάμει αὐτῆς, ὅλοι οἱ χριστιανοὶ ποὺ φυλάσσουν τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ ἔχουν ν᾿ ἀναληφθοῦν «ἐν νεφέλαις εἰς ἀπάντησιν τοῦ Κυρίου εἰς ἀέρα». Εἶναι ἐπίσης ἡ Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου μας σωτηριώδης, γιατὶ ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβὰς ἐθέωσε τὸ πρόσλημμα, ἐλάμπρυνε τὴν σάρκα, ὕψωσε στοὺς οὐρανοὺς τὸ γήινο, τὴν ἔκπτωτη ἀνθρώπινη φύση, ἐκάθισε ἐν δεξιᾷ τοῦ πατρικοῦ θρόνου, τοὺς πολέμιους μετέστρεψε σὲ φίλους, ἀγγέλους καὶ ἀνθρώπους σὲ μιὰ Ἐκκλησία ἀνέδειξε· τὸν εὐτελῆ, λόγῳ τῆς ἁμαρτίας, ἄνθρωπο ἀνώτερο καὶ πολύτιμο ὅλων ἀπεκατέστησε· ὅθεν γεμᾶτοι χαρὰ ψάλλουμε «Δόξα Χριστὲ τῇ ἀναλήψει Σου».

Ἀδελφοί· «ὁ Κύριος ἀνελήφθη εἰς τοὺς οὐρανούς, ἵνα πέμψῃ τὸν Παράκλητον τῷ κόσμῳ. Οἱ οὐρανοὶ ἡτοίμασαν τὸν θρόνον αὐτοῦ, νεφέλαι τὴν ἐπίβασιν αὐτοῦ. Ἄγγελοι θαυμάζουσιν ἄνθρωπον ὁρῶντες ὑπεράνω αὐτῶν. Ὁ πατὴρ ἐκδέχεται ὃν ἐν κόλποις ἔχει συναΐδιον». «Πάντα τὰ ἔθνη κρατήσατε χεῖρας». Αὐτὸς ποὺ σήμερα διαπερνᾶ τοὺς οὐρανούς, Αὐτὸς πάλιν ἔρχεται μὲ τὴν αὐτὴ σάρκα «κρῖναι ζῶντας καὶ νεκρούς». Οὗτος ὁ Ἰησοῦς ὁ ἀναληφθεὶς ἀφ᾿ ἡμῶν, ὡς ἄνθρωπος ἀνελαμβάνετο καὶ ὡς Κύριος ἐπορεύετο, ἀνεφέρετο ὡς βροτὸς καὶ ὡς Θεὸς ἀνήρχετο», ὡς Βασιλιὰς ἀνέβη ὑπεράνω πάσης ἀρχῆς καὶ ἐξουσίας καὶ ὡς Ἀρχιερέας εἰσῆλθε εἰς τὰ ἀχειροποίητα ἅγια. «Μεγάλη, Δεσπότα, ἡ φιλανθρωπία Σου».

Κύριε· «Ἄρας ἐπὶ τῶν ὤμων τὴν πλανηθεῖσαν τῶν ἀνθρώπων φύσιν, ἀναληφθεὶς προσήγαγες τῷ Θεῷ καὶ Πατρί». Τὶ μεγάλη ἀλήθεια δωρεά! Τὶ σπουδαία τιμή! Ἐμεῖς, «οἱ τὰ χερουβεὶμ μυστικῶς εἰκονίζοντες», «θεωροῦντές Σου τὰ ὑψώσεις Χριστέ, ἀνυμνοῦμέν Σου τὴν φωτοειδῆ τοῦ προσώπου μορφή, προσκυνοῦμέν Σου τὰ παθήματα, τιμῶμεν τὴν Ἀνάστασιν, δοξάζομεν τὴν ἐνδόξον Σου Ἀναλήψιν» καὶ μαζί με τὸν ἱερὸ ὑμνωδὸ ψάλλουμε· «Δεσπότα, μὴ ἐάσῃς ἡμᾶς ὀρφανούς, ἀλλ᾿ ἀπόστειλον τὸ Πανάγιόν Σου Πνεῦμα φωταγωγοῦν τὰς ψυχὰς ἡμῶν». Μεγαλύνατε τὸν Κύριον σὺν ἐμοί, ἀδελφοί μου. Ἐκεῖνον ποὺ ἐγεννήθη ὡς Αὐτὸς ἠθέλησεν, Ἐκεῖνον ποὺ ἀνέστη ἐκ νεκρῶν πατήσας τὸν θάνατον. Αὐτόν ποὺ σήμερα ἀνελήφθη ἐν δόξῃ, τὸν δυνάστην καὶ κραταιὸν καὶ ἐν πολέμῳ δυνατόν. «Ἀνέβη ὁ Θεὸς ἐν ἀλαλαγμῷ, Κύριος ἐν φωνῇ σάλπιγγος, ἵνα ἀνυψώσῃ τὴν πεσοῦσαν εἰκόνα τοῦ Ἀδὰμ καὶ ἵνα ἀποστείλῃ Πνεῦμα Παράκλητον τοῦ ἁγιάσαι τὰς ψυχὰς ἡμῶν». Γιατὶ μᾶς ἀγαπᾶ καὶ ἐνδιαφέρεται γιὰ μᾶς, ἀφοῦ «οὐ πρέσβυς οὐδὲ ἄγγελος, ἀλλ᾿ αὐτὸς ὁ Κύριος ἔσωσεν ἡμᾶς». Ὅθεν «λατρεύσωμεν αὐτῷ ἐν ὁσιότητι καὶ δικαιοσύνῃ». Ἀκόμη δὲ «ἀγγελικῶς οἱ ἐν τῷ κόσμῳ πανηγυρίσωμεν λέγοντες, ἅγιος εἶ ὁ Πατὴρ ὁ οὐράνιος, ὁ συναΐδιος Λόγος, ἅγιος εἶ καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ Πανάγιον».

Ἐμπρὸς λοιπὸν κεκαθαρμέναις διανοίαις «καθαρίσωμεν ἑαυτοὺς ἀπὸ παντὸς μολυσμοῦ σαρκὸς καὶ πνεύματος, ἐπιτελοῦντες ἁγιωσύνην ἐν φόβῳ Θεοῦ», ἵνα λάβωμεν ἔλεος καὶ πᾶσαν δόσιν ἀγαθὴν καὶ πᾶν δώρημα τέλειον.

Ἀρχιμ. Ν. Κ.





ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΙΟΥΝΙΟΥ


1 Ἰουνίου 2008
ΣΤ’ Κυριακὴ ἀπὸ τοῦ Πάσχα
«Ἡ θεραπεία τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ»
(Ἰωάν. 9-1, 38)




«Ἐμὲ δεῖ ἐργάζεσθαι τὰ ἔργα τοῦ πέμψαντός με ἕως ἡμέρα ἐστί, ἔρχεται νὺξ ὅτε οὐδεὶς δύναται ἐργάζεσθαι» διεκήρυξε ὁ γλυκύτατος Ἰησοῦς, ἀδελφοί μου, καὶ γι᾿ αὐτὸ εὐεργετεῖ ὁ «μόνος ἰατρὸς τῶν ψυχῶν καὶ σωμάτων» καὶ θεραπεύει τοὺς παντοειδεῖς τυφλούς, σωματικῶς καὶ πνευματικῶς τυφλωθέντας. Παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ Ἰουδαῖοι ἐπεδίωκαν να λιθοβολήσουν καὶ να φονεύσουν τὸν Ἰησοῦ ἔξω τοῦ Ναοῦ, Αὐτὸς στέκεται γαλήνιος, γεμᾶτος συμπόνια για τὸ πλάσμα Του, τὸν τυφλό, ἀφοῦ «οὔτε ὁ ἴδιος ἥμαρτεν οὔτε οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἵνα τυφλὸς γεννηθῇ» καὶ χαρίζει σ᾿ αὐτοὺς εὐεργεσία ἠθικὴ καὶ σωματικὴ καὶ δυνατότητα «ἵνα ἀναβλέψουν» πνευματικά. Παρὰ ταῦτα ὅμως δεν θέλουν μερικοὶ να φωτισθοῦν καὶ να διδαχθοῦν τὴν ἀλήθεια· «τὸ φῶς ἐλήλυθεν εἰς τὸν κόσμον καὶ ἠγάπησαν οἱ ἄνθρωποι μᾶλλον τὸ σκότος ἢ τὸ φῶς».

Ἀδελφοί μου, ὁ τυφλὸς τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελικοῦ ἀναγνώσματος δὲν εἶχε ἁπλῶς μία πάθηση στὰ μάτια ποὺ τοῦ στεροῦσε τὴν δυνατότητα νὰ βλέπη τὰ θαυμάσια τῆς φύσεως καὶ τὰ πρόσωπα τῶν συνανθρώπων του, ἀλλὰ ἦταν ἐκ γενετῆς τυφλός, δηλαδὴ ὄχι μόνο δὲν εἶχε τὴν αἴσθηση τῆς ὁράσεως, ἀλλὰ δὲν εἶχε καθόλου μάτια. Καὶ ὁ Κύριός μας ποὺ «ἐργάζεται ἕως ἡμέρα ἐστὶ» δημιούργησε καὶ μάτια σ᾿ αὐτόν, ἀλλὰ τοῦ ἔδωσε καὶ τὴν αἴσθηση τῆς ὁράσεως.

Ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ὁ Κύριος ἐθαυματούργησε σ᾿ ἐκεῖνον ποὺ θρηνοῦσε σκοντάφτοντας στὰ λιθάρια, «Οὐχ ἱκανῷ τοῦ ἐρωτᾶν πότε νὺξ πότε ἡμέρα», ἀποδεικνύει ὅτι ὁ Χριστὸς «ἐστὶν ἀληθῶς ὃν ἔφη Μωυσῆς ἐν τῷ νόμῳ Χριστὸν Μεσσίαν. Ἐστὶν ἀληθῶς Σωτὴρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν», καὶ ὄχι μόνον. Ἐπιβεβαιώνεται ἡ θεόπνευστη διδασκαλία - διήγηση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, κατὰ τὴν ὁποία «ἔπλασεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον, χοῦν ἀπὸ τῆς γῆς, καὶ ἐνεφύσησεν εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ πνοὴν ζωῆς καὶ ἐγένετο εἰς ψυχὴν ζῶσαν». Αὐτὸ συμβαίνει καὶ σήμερα· «ἔφτυσε χάμω καί μὲ τὸ σάλιο Του ἔκαμε λάσπη, τὴν ὁποία ἔβαλε στις ἀδειανὲς περιοχὲς τῶν ματιῶν τοῦ τυφλοῦ». Αὐτὸς ὁ δημιουργικὸς λόγος τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἔπλασε τὸν Ἀδάμ, «τὸ ὁρᾶν ἐχαρίσατο» «τῷ ποτὲ τυφλῷ».

Ὁ Κύριος, ἀγαπητοὶ ἀκροατὲς τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, ἦλθε στὸν κόσμο μας, γιὰ νὰ ἀναδημιουργήση καὶ ἀναπλάση τὸ ἀνθρώπινο. Μὲ τὴν σάρκωσή Του δὲν ἦλθε μόνο τὸ φῶς τὸ ἀληθινὸ στὸν κόσμο· ἀλλὰ καὶ «ὀφθαλμὸν κατασκεύασε», γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ δοῦμε «τὸν νοητὸν ἥλιον τῆς δικαιοσύνης» καὶ μαζὶ μὲ τὸν τυφλὸν τοῦ Εὐαγγελίου νὰ ὁμολογοῦμε· Σὺ Κύριε εἶσαι «τῶν ἐν σκότει τὸ φῶς τὸ ὑπέρλαμπρον».

Δὲν εἶδε ὁ τυφλὸς τὸν Ἰησοῦ, ἀλλὰ ὁ Ἰησοῦς τὸν τυφλὸ καὶ τὴν ἀνάγκη καὶ τὸν θρῆνο του καὶ ἐπιμελεῖται τῆς θεραπείας του. Δὲν ἀναβάλλει τὴν θεραπεία, ἐπειδὴ ὁ ἥλιος βασίλευε καὶ ὁ κίνδυνος νὰ Τὸν συλλάβουν ἢ καὶ νὸ Τὸν λιθοβολήσουν οἱ Ἰουδαῖοι μεγάλωνε, ἀλλὰ ἔκαμε ἔλεος καὶ χάρισε τὸ φῶς στὸν τυφλό. Ὑπέροχο παράδειγμα καὶ παρακαταθήκη καὶ διαθήκη μᾶς ἄφησε· νὰ κάνουμε ἔλεος καὶ ἀγαθοεργίες, πρὶν ὁ ἥλιος βασιλέψη, «ἕως ἡμέρα ἐστίν». Διότι ἔρχεται νύξ, «ὅτε οὐδεὶς δύναται ἐργάζεσθαι». Ὅσο ἔχουμε τὴν ζωὴ μπροστά μας, πρὶν νὰ ἔλθη ὁ θάνατος, ἂς ἐργαζόμαστε τὸ καλό, γιατί, ὅταν θὰ ἔλθη ἡ νύχτα τοῦ θανάτου, τότε κανείς μας δὲν μπορεῖ νὰ ἐργασθῆ τὸ καλό οὔτε νὰ μετανοιώση, γιατὶ δὲν ἔκανε τὸ καλό.

Ὁ τυφλὸς πῆγε, ἀδελφοί, μὲ τὴν ὑπόδειξη τοῦ Χριστοῦ στὴν κολυμπήθρα τοῦ Σιλωάμ, ποὺ σημαίνει «ἀπεσταλμένος», καὶ «ἐνίψατο καὶ ἦλθε βλέπων». Ἡ πρώτη δὲ ἐπαφή του μὲ Αὐτόν τοῦ ἀποκάλυψε τὴν ἀλήθεια καὶ τὸν ὁδήγησε στὴν σωτήρια διακήρυξη· «Πιστεύω Κύριε· καὶ προσεκύνησεν αὐτῷ». Αὐτὸ ὅμως καθόλου δὲν ἄρεσε στοὺς Ἰουδαίους, γι᾿ αὐτὸ καὶ μὲ κάθε τρόπο, ὅπως προκύπτει ἀπὸ τὴν εὐαγγελικὴ περικοπή, προσπαθοῦν νὰ μειώσουν τὴ λάμψη καὶ τὴν ἀκτινοβολία τοῦ θαύματος, γι᾿ αὐτὸ λένε γιὰ τὸν Ἰησοῦ: «Οὗτος ὁ ἄνθρωπος οὔκ ἐστι παρὰ τοῦ Θεοῦ, ὅτι τὸ Σάββατον οὐ τηρεῖ»,«ὁ ἄνθρωπος οὗτος ἁμαρτωλός ἐστιν», «οὐκ οἴδαμεν πόθεν ἔστι» κ.λπ. ἀπαξιωτικά, γιατὶ τὸ «φῶς τοῦ κόσμου» μὲ τὴν ἀκτινοβολία Του φανέρωνε, ἀπεκάλυπτε τὴν γυμνότητα τῆς ὑποκριτικῆς διαγωγῆς τους. Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ σήμερα οἱ ἐχθροὶ τῆς πίστεως καὶ οἱ ὑπέρμαχοι τῆς ἀδικίας μάχονται τὴν πίστη πρὸς Ἐκεῖνον καὶ λοιδοροῦν αὐτοὺς ποὺ πιστεύουν. Ἀλλὰ ἡ πίστη μας εἶναι αὐτάρκης καὶ αὐτοδύναμη, εἶναι ζῶσα, ἀποκαλυπτική, εἶναι μυστήριο καὶ θαῦμα, εἶναι λύτρωση καὶ ζωή, ἐλπίδα καὶ προσδοκία, δόξα καὶ ἔπαινος καὶ τιμή.

Ὁ Ἰησοῦς εἶναι τὸ φῶς καὶ ἡ ζωή. Μόνο «ὁ ποιῶν τὴν ἀλήθειαν ἔρχεται πρὸς τὸ φῶς, ἵνα φανερωθῇ αὐτοῦ τὰ ἔργα, ὅτι ἐν θεῷ ἐστιν εἰργασμένα».

«Δικαιοσύνης Ἥλιε νοητέ, τὰ ὄμματα τῶν ψυχῶν ἡμῶν αὐγάσας υἱοὺς ἡμέρας δεῖξον». Ἀμήν.

Χριστὸς Ἀνέστη! Ἀληθῶς Ἀνέστη!

Ἀρχιμ. Ν. Κ.





ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΙΟΥΛΙΟΥ


27 Ἰουλίου 2008
Κυριακὴ ΣΤ´ Ματθαίου
Παντελεήμονος μεγαλομάρτυρος καὶ ἰαματικοῦ
(Ἀπόστολος: Β΄Τιμόθ. 2,1-10)





Συστάσεις, συμβουλές, παραγγελίες καὶ ὁδηγίες, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, δίνει ὁ θεῖος Ἀπόστολος Παῦλος, ὅπως ἀκούσαμε σήμερα στὴν Ἀποστολικὴ περικοπὴ πρὸς τὸν Τιμόθεον, ἐπειδὴ καὶ νέος στὴν ἡλικία ἦταν καὶ σπουδαῖο ἀξίωμα εἶχε στὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ καὶ πολλοὺς κινδύνους διέτρεχε. Τοῦ γράφει λοιπὸν καὶ τοῦ παραγγέλλει: «Ἐσὺ λοιπὸν παιδί μου, νὰ παίρνης ἐσωτερικὴ δύναμη μὲ τὴ χάρη ποὺ ἔχουμε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. Καὶ ὅσα ἄκουσες ἀπὸ μένα μπροστὰ σὲ πολλοὺς μάρτυρες, αὐτὰ νὰ τὰ ἐμπιστευθῆς, παράδωσέ τα σὲ πιστοὺς ἀνθρώπους ποὺ θὰ φανοῦν ἄξιοι νὰ διδάξουν κι ἄλλους· ἐσὺ λοιπὸν κακοπάθησε σὰν καλὸς τοῦ Χριστοῦ στρατιώτης».

Τρεῖς παραγγελίες, τρεῖς θεοδίδακτες συστάσεις ἀπευθύνει ὁ Παῦλος πρὸς τὸν Τιμόθεο. Ἡ πρώτη εἶναι νὰ ἀντλῆ δυνάμεις καὶ μὲ τὴν προσευχὴ νὰ ἑλκύη τὴ θεία ἐνίσχυση στὸ ἔργο του· «Ἐνδυναμοῦ ἐν χάριτι τῇ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ». Ἡ δεύτερη: τὶς μεγάλες ἀλήθειες τῆς πίστεως, τὰ θεῖα καὶ σωτήρια διδάγματα ποὺ ἄκουσε καὶ παρέλαβε ἀπὸ τὸν διδάσκαλό του τὸν Παῦλο νὰ τὰ ἐμπιστευτῆ σὲ πιστοὺς καὶ ἱκανοὺς ἀνθρώπους, ποὺ θὰ μπορέσουν νὰ κρατήσουν τὴν πίστη ἀνόθευτη-ὄχι μόνο-, ἀλλὰ τὶς ἀλήθειες τῆς πίστεως θὰ τὶς διδάξουν καὶ σὲ ἄλλους. Καὶ ἡ τρίτη παραγγελία καὶ ὑπόδειξη εἶναι νὰ ἔχη ἀγωνιστικὴ διάθεση καὶ πρόθεση καὶ νὰ κακοπαθήση ἀκόμη γιὰ τὸν Χριστὸ σὰν καλὸς καὶ φιλότιμος στρατιώτης ποὺ προσέχει νὰ ἀθλῆται καὶ ν᾿ ἀγωνίζεται μὲ πίστη, μὲ σταθερότητα, μὲ ταπείνωση, μὲ ὑπομονή, γιατὶ «οὐ στεφανοῦταί τις ἐὰν μὴ νομίμως ἀθλήσῃ».

Ἀδελφοί μου· μὲ αὐτές τις προϋποθέσεις καὶ ὑποδείξεις τοῦ Παύλου ἐργάσθηκε καὶ ἀγωνίσθηκε καὶ ἤθλησε καὶ ὁ ἅγιος ποὺ σήμερα γιορτάζουμε, ὁ ἅγιος ἰαματικὸς Παντελεήμων· ὁ μεγαλομάρτυς, ὁ ὁποῖος καταγόταν ἀπὸ τὴν Νικομήδεια τῆς Μ. Ἀσίας. Ὁ πατέρας του ἦτο εἰδωλολάτρης, ἐνῶ ἡ μάνα του ἦταν χριστιανὴ μὲ θερμὴ πίστη στὸν Χριστὸ καὶ βαθειὰ εὐσέβεια. Αὐτὴ ἀκριβῶς τὴν πίστη καὶ εὐσέβεια πέτυχε νὰ φυτέψη στὸν γιό της, ὁ ὁποῖος, ὅταν ἐνηλικιώθηκε, σπούδασε τὴν ἰατρικὴ ἐπιστήμη καὶ μὲ τὴ βοήθεια τῆς ἐπιστήμης, ὡς ἰατρός, καὶ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, ὡς πιστὸς χριστιανὸς ἁγιασμένος καὶ εὐλαβής, θεράπευε τοὺς ἀσθενεῖς.

Παντολέων ὀνομαζόταν πρὶν βαπτισθῆ ἢ μᾶλλον πρὶν παρουσιάση τὴ μεγάλη ἱεραποστολικὴ καὶ φιλανθρωπικὴ δράση του. Μόλις βαπτίσθηκε καὶ κλήθηκε Παντελεήμων, δικαίωσε τὸ ὄνομά του, προσφέροντας εὐεργετικὸ καὶ φιλάνθρωπο ἔργο ὡς ἰατρὸς καὶ χριστιανὸς στοὺς συνανθρώπους του. Θεράπευε τὰ σώματα ἀπὸ ἀρρώστιες φοβερὲς καὶ ἀνίατες, ἀλλὰ δὲν παρέλειπε νὰ ἐπιμελῆται καὶ τὶς ψυχὲς.

Ἔδειχνε πρὸς τοὺς ἀσθενεῖς καὶ τοὺς πάσχοντες πολλὴ εὐσπλαγχνία, ἀγάπη καὶ στοργὴ καὶ πολὺ ἔλεος ἐκδήλωνε πρὸς αὐτοὺς· καὶ ὅλα αὐτὰ χωρὶς ἀμοιβή, χωρὶς «ἀργύρια». Ἀναγνωρίσθηκε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ὡς ἀθληφόρος «ἀθληφόρε ἅγιε καὶ ἰαματικὲ Παντελεῆμον» ψάλλουμε. Ἄθλησε νομίμως καὶ στεφανώθηκε· αὐτῆς τῆς τιμῆς ἀπολαμβάνουν ὅσοι ἐπιθυμοῦν «ἵνα τῷ στρατολογήσαντι» ἀρέσουν.

Μὲ μαρτυρικὸ τρόπο, μὲ φρικτὰ βασανιστήρια καὶ κατόπιν μὲ ἀποκεφαλισμὸ ποὺ διέταξε ὁ φοβερὸς διώκτης τῶν χριστιανῶν Διοκλητιανὸς στερήθηκαν οἱ σύγχρονοι τοῦ ἁγίου ἄνθρωποι καὶ ἀσθενεῖς τὸν ἰαματικὸ καὶ ἰατρὸ Παντελεήμονα καὶ κέρδος γιὰ τὸν οὐρανὸ ἢ μᾶλλον γιὰ τὸν ἴδιο ὑπῆρξε ἡ ἐκδημία του.

Ἀδελφοί μου· τιμῶντες τὸν ἅγιον, τὸ φιλάνθρωπον αὐτοῦ μιμησώμεθα. Ἀμήν.

Ἀρχιμ. Ν. Κ.





ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΙΟΥΛΙΟΥ


20 Ἰουλίου 2008
Κυριακὴ Ε´ Ματθαίου
Προφήτου Ἠλιοὺ τοῦ Θεσβίτου
(Ἀπόστολος: Ἰακώβ. 5,10-20)



Ἑορτάζει σήμερα, ἀγαπητοί μου, «ὁ ἔνσαρκος Ἄγγελος τῶν προφητῶν ἡ κρηπίς, ὁ δεύτερος πρόδρομος τῆς παρουσίας Χριστοῦ, Ἠλίας ὁ ἔνδοξος». Τὸ ὄνομά του ἑρμηνεύεται Θεὸς Κύριος ἢ Θεὸς ἰσχυρός. Ὁ προφήτης Ἠλίας «ἦν ἄνθρωπος ὁμοιοπαθὴς ἡμῖν», ἀλλὰ διακρινόταν γιὰ τὸν ζῆλο του ὑπὲρ τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, ζῆλο ποὺ ἔμοιαζε μὲ «τὸ πῦρ», γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ λόγος του, ἡ διδασκαλία του καὶ ὁ ἔλεγχός του ἀποτελοῦσε «λαμπάδα καιομένη» καὶ ἐπιτυχῶς ὀνομάσθηκε «ζηλωτής». Δὲν ἔμενε συνήθως στὶς πόλεις ὅπου βασίλευε ἡ ἀσέβεια, τὸ κακὸ καὶ ἡ ἁμαρτία, ἀλλὰ ἀποσυρόταν στὶς κοιλάδες καὶ τὰ βουνά, στὶς χαραμάδες καὶ στὶς ἀκροποταμιές. Ἐδῶ ἡ ἁγία παρουσία τοῦ Θεοῦ γίνεται περισσότερο αἰσθητὴ καὶ ζωντανὴ καὶ ἡ προσευχὴ ἐκτενὴς καὶ θερμή. Ἐδῶ μόνος, κατάμονος, ὕψωνε τὸν νοῦ καὶ τὴν ψυχὴ καὶ τὰ χέρια του νὰ προσευχηθῆ καὶ προσευχόμενος νὰ δοξάζη τὸν μόνον ἅγιο καὶ ἐν ἁγίοις ἀναπαυόμενο ἀληθινὸ Θεό. «Ζηλῶν ἐζήλωσα Κυρίῳ Παντοκράτορι». Ἤθελε ἀπὸ ὅλους νὰ λατρεύεται ὁ Θεός, νὰ δοξάζεται τὸ ἅγιο Ὄνομά Του, νὰ ἐκτελῆται τὸ Θεῖο θέλημά Του. Ἐδίδασκε τὴν ἀληθινὴ εὐσέβεια καὶ πίστη, ἐκήρρυτε τὴν μετάνοια, ἔλεγχε ἄρχοντες, βασιλιὰ καὶ βασίλισσα, γιατὶ ἐγκατέλειψαν «τὸν ζῶντα καὶ ἀληθινὸν Θεὸν» καὶ «ἠκολούθησαν ὀπίσω εἰδώλων». Ἔλεγχε γιατὶ ὁ λαὸς τοῦ Ἰσραὴλ ἐγκατέλειψε τὸ Θεὸ τῶν πατέρων του, τὴν δικαιοσύνη, τὴν εὐσέβεια, τὴν πίστη.

Αὐτὸς ἀκριβῶς, ἀδελφοί μου, ὁ ζῆλος, αὐτὴ ἡ ἁγιότητα, αὐτὴ ἡ τόσο θερμὴ καὶ ζῶσα πίστη, δὲν ἔμεινε ἄνευ ἀμοιβῆς καὶ θείων χαρισμάτων. Ὁ Θεὸς ἔδωσε στὸν προφήτη μας τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας. Καὶ τὰ θαύματα τοῦ προφήτη πολλὰ καὶ μεγάλα· κυρίως τὸ κλείσιμο καὶ τὸ ἄνοιγμα τῶν οὐρανῶν· «Προσευχὴ προσηύξατο τοῦ μὴ βρέξαι καὶ οὐκ ἔβρεξεν ἐπὶ τῆς γῆς ἐνιαυτοὺς τρεῖς καὶ μῆνας ἕξ. Καὶ πάλιν προσηύξατο καὶ ὁ οὐρανὸς ὑετὸν ἔδωκε καὶ ἡ γῆ ἐβλάστησε ( Ἰ 5-17-18).

Γιὰ νὰ ἐλέγξη ὁ προφήτης Ἠλίας τὴν ἀσέβεια τῶν «υἱῶν Ἰσραὴλ» καὶ γιὰ νὰ φανερώση ὅτι μόνος ἀληθινὸς Θεὸς εἶναι ἐκεῖνος τὸν ὁποῖο κηρύττει, ἔκλεισε τὸν οὐρανὸ καὶ δὲν ἔβρεξε γιὰ τρισήμισυ χρόνια, μὲ ὄλες τὶς συνέπειες καὶ μετά, πάλι μὲ τὴν προσευχή του, ἔδωσε ὁ οὐρανὸς ὑετὸν=βροχή. Ἀλλ᾿ οἱ ἀσεβεῖς καὶ παράνομοι βασιλεῖς Ἀχαὰβ καὶ Ἰεζάβελ «οὐκ ἠβουλήθησαν συνιέναι». Ἀλλὰ καὶ φωτιὰ κατέβασε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ὁ πύρινος καὶ ζηλωτὴς προφήτης μας καὶ κατέκαψε τὸ θυσιαστήριο καὶ τὰ σφάγια τῶν ἱερέων τοῦ Βάαλ.

Ἀδελφοί μου, ὁ προφήτης Ἠλίας ἦταν ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, μὲ ζῆλο Θεοῦ· μὲ ἀγάπη Θεοῦ, ὡπλισμένος μὲ τὴν δύναμη τῆς προσευχῆς.Ἡ πίστη, ἡ ἀγάπη πρὸς τὸ Θεό, ὁ φλογερὸς καὶ ἅγιος ζῆλος, ἡ θερμὴ δέηση καὶ προσευχὴ κάνουν θαύματα· θαυματουργεῖ ἡ πίστη καὶ ἡ θερμὴ προσευχὴ καὶ ἔτσι δοξάζεται τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ.

Ἐμεῖς προφῆτες δὲν πρόκειται νὰ γίνουμε· μποροῦμε ὅμως νὰ γίνουμε ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ· ν᾿ ἀναπτύξουμε ζῆλο «κατ᾿ ἐπίγνωση» ὑπὲρ τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ. Νὰ προσευχώμεθα συνεχῶς, ὥστε νὰ ἐπικρατήση στὴ γῆ τὸ ἅγιο θέλημά Του καὶ νὰ ἐξαλειφθῆ κάθε ἀνομία ἀπὸ γῆς· νὰ βρέξη ὁ οὐρανὸς χάριτες καὶ εὐλογίες, δηλ. τὴν εἰρήνη τοῦ κόσμου καὶ τὸν ἐπανευαγγελισμὸ τῶν ἀνθρώπων·

Χριστιανοί, ὁ προφήτης Ἠλίας ὑπῆρξε ὁ κατ᾿ ἐξοχὴν δραστήριος· ὁ ἰσχυρός, μία ψυχὴ φλογερή, μία καρδιὰ τολμηρή, ἕνα στιβαρὸ χέρι, ἕνα στόμα ἐλεύθερο, ἕνας ἄξιος ἀντιπρόσωπος τοῦ Θεοῦ. Ἂς τὸν μιμηθοῦμε.

Ἀρχιμ. Ν. Κ.





ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΙΟΥΛΙΟΥ


13 Ἰουλίου 2008
Κυριακὴ τῶν Ἁγίων Θεοφόρων Πατέρων
τῆς ἐν Χαλκηδόνι Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ( 451 μ.Χ.)
(Ἀπόστολος: Τίτον 3, 8-15)




«Πιστὸς ὁ λόγος καὶ περὶ τούτων βούλομαί σε διαβεβαιοῦσθαι, ἵνα φροντίζωσι καλῶν
ἔργων προΐστασθαι οἱ πεπιστευκότες Θεῷ. Ταῦτά ἐστι τὰ καλὰ καὶ ὠφέλιμα τοῖς ἀνθρώποις»

Εἶναι «ἀξιόπιστος ὁ λόγος καὶ θέλω νὰ δίδης ἀκλόνητο μαρτυρία περὶ τούτων, ὥστε νὰ φροντίζουν νὰ πρωτοστατοῦν σὲ καλὰ ἔργα ὅσοι ἔχουν πιστέψει στὸ Θεό. Γιατὶ αὐτὰ εἶναι καλὰ καὶ ὠφέλιμα στοὺς ἀνθρώπους».

Κάθε φορά, ἀγαπητοὶ ἀκροατές, ποὺ ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ τὴν μνήμη τῶν Ἁγίων Θεοφόρων Πατέρων, στὶς ἐκκλησίες μας διαβάζεται ἡ ἀποστολικὴ περικοπὴ ἐκ τῆς ἐπιστολῆς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου πρὸς τὸν ἅγιο Τίτο, ὅπου γίνεται λόγος περὶ τῶν καλῶν ἔργων ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὴν πίστη στὸν Σωτῆρα Χριστὸ καὶ τὰ ὁποῖα ὀφείλουν νὰ ἐκτελοῦν «πάντες οἱ πεπιστευκότες τῷ Θεῷ». Σ᾿ αὐτὴ τὴν περικοπὴ ἡ δογματικὴ θεμελίωση τῶν ὁδηγιῶν τοῦ Παύλου γιὰ τὴν κοινωνικὴ συμπεριφορὰ κατακλείεται μὲ τὴν προοπτικὴ τῶν καλῶν ἔργων.

Ἔτσι ἡ πράξη καὶ τὸ δόγμα ἐμφανίζονται ν᾿ ἀποτελοῦν ἀδιάσπαστη ἑνότητα. Ἡ πράξη εἶναι θεμελιωμένη στὸ δόγμα καὶ τοῦτο καταλήγει στὴν πράξη. Καὶ δὲν σωθήκαμε «ἐξ ἔργων τῶν ἐν δικαιοσύνῃ ὧν ἐποιήσαμεν ἡμεῖς», τὰ καλὰ ὅμως ἔργα εἶναι ἀπαραίτητα γιὰ ὅσους πιστεύουν στὸν Θεό. Τονίζεται, ἀγαπητοί μου, ἀπὸ τὸν πρῶτο μετὰ τὸν Ἕνα, τὸν Παῦλο, ὁ ἀδιάσπαστος σύνδεσμος θεωρίας καὶ πράξεως. Τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου καταλήγει «εἰς τὰ καλὰ ἔργα», ποὺ εἶναι καρπὸς τοῦ δόγματος.

Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἑρμηνεύοντας τὴν περικοπὴ προσδιορίζει ἀναλυτικὰ τὰ καλὰ ἔργα ὡς τὰ ἔργα εὐσπλαγχνίας καὶ ἀγαθοποιΐας, δηλαδὴ «ἀδικουμένοις βοηθεῖν μὴ χρήμασι μόνον ἀλλὰ καὶ προστασίαις· καὶ χήραις ἐπαμύνειν καὶ ὀρφανοῖς καὶ πάντας τοὺς κακῶς πάσχοντας ἐν ἀσφαλείᾳ καθιστᾶν». Καὶ συνδυάζων «τὸ προΐστασθαι» μετὰ τοῦ «ἵνα φροντίζωσι» προτρέπει: «Μὴ περιμένωσι τοὺς δεομένους ἐλθεῖν πρὸς αὐτοὺς ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ περιεργάζωνται τοὺς δεομένους τῆς αὐτῶν βοηθείας».

Τὰ καλὰ ἔργα, ἀδελφοί, εἶναι καρπὸς τῆς χριστιανικῆς πίστεως. Ἀπὸ αὐτὴν πηγάζουν καὶ σ᾿ αὐτὴν στηρίζονται. Χωρὶς αὐτὰ ἡ πίστη εἶναι νεκρά: «Ἡ πίστις ἐπὶ μὴ ἔχῃ ἔργα νεκρά ἐστι καθ᾿ ἑαυτὴν … δεῖξόν μου τὴν πίστιν σου ἐκ τῶν ἔργων σου». (Ἰακώβ. 2 - 17,20). Μὲ τὰ καλὰ ἔργα ἀποδεικνύεται ἡ πίστη στὸν Σωτῆρα Χριστό. Τὴν ἀξία τῶν καλῶν ἔργων ἐδίδαξε ὁ Κύριος μὲ τὶς παραβολὲς τῆς ἀκάρπου συκῆς, τῶν μυρίων ταλάντων κ.λπ. Ὁ ἴδιος δὲ ὑπῆρξε πρότυπο ἐργάτου καλῶν ἔργων «Ἐμὲ δεῖ ἐργάζεσθαι τὰ ἔργα τοῦ πέμψαντός με ἕως ἡμέρα ἐστίν· ἔρχεται νὺξ ὅτε οὐδεὶς δύναται ἐργάζεσθαι». (Ἰωάν.9,4). Τὰ καλὰ ἔργα εἶναι ἐκδήλωση ἀγάπης πρὸς τὸν πλησίον, δηλ. ἡ ἐλεημοσύνη, φιλοπτωχία καὶ κοινωνικὴ ἀλληλεγγύη -ὄχι μόνο-, ἀλλὰ καὶ «ὅσα ἐστὶν ἀληθῆ, ὅσα προσφιλῆ, ὅσα εὔφημα, εἴ τις ἀρετὴ καὶ εἴ τις ἔπαινος, ταῦτα λογίσθεσθε … ταῦτα πράσσετε».(Φιλιπ.4-8,9). Ἀμήν.

Ἀρχιμ. Ν. Κ.





ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΙΟΥΛΙΟΥ


6 Ἰουλίου 2008
Κυριακὴ Γ’ Ματθαίου
(Ἀπόστ. Ρωμ. 5, 1-11)




«Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐκκέχυται ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν διὰ Πνεύματος Ἁγίου», δηλ. «ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἔχει ξεχυθεῖ μέσα στὶς καρδιές μας διὰ μέσου τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ μᾶς δόθηκε.

Ποιὸς ἀλήθεια, ἀδελφοί, δὲν συγκινεῖται μπροστὰ στὴν ἀπέραντη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ; Ποιὸς ἆραγε μπροστὰ στὴν μεγάλη τοῦ Πατέρα συγκατάβαση δὲν ἐκ-πλήσσεται; Ὀνομάζει παιδιά Του ἐμᾶς τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ ἀχρείους, τοὺς τιποτέ-νιους καὶ ἀναξίους, τὰ σκουλήκια τῆς γῆς· τιμᾶ κι ἀγαπᾶ ἀκόμα κι αὐτοὺς ποὺ δὲν Τὸν τιμοῦν οὔτε Τὸν ἀγαποῦν. Δέχεται ἐκείνους ποὺ Τὸν διώχνουν· ἀγκαλιάζει ἐκείνους ποὺ Τὸν ἀποστρέφονται· γιατί;

Γιατὶ εἶναι αὐτὸ ποὺ διακηρύσσεται στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεώς μας· «Πι-στεύω εἰς ἕνα Θεόν, Πατέρα, Παντοκράτορα», δημιουργὸ καὶ ποιητὴ ὁρατῶν καὶ ἀοράτων. Καὶ ὡς δημιουργός μας εἶναι Πατέρας μας καὶ ἐμεῖς παιδία Του· «Αὐτοῦ ἐσμὲν ποίημα» (Ἐφεσ. 2΄ 10). Αὐτὴ ἀκριβῶς τὴν ἀλήθεια τονίζει καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὅταν γράφη: «Πάντες υἱοὶ Θεοῦ ἐστε διὰ τῆς πίστεως ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ».

Ὁ δὲ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ὁ Θεὸς Πατέρας «ἔδωκεν ἡμῖν ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι» (Ἰωάν.1-12) καὶ πάλιν: «Ἴδετε ποταπὴν ἀγάπην δέδωκεν ἡμῖν ὁ πατὴρ ἵνα τέκνα Θεοῦ κληθῶμεν». (Α´ Ἰωάν.3-1)

Ὁ Θεός μας, ἀδελφοί μου, εἶναι Πατέρας· μοναδικὸς Πατέρας· πάντοτε Πατέρας· Πατέρας, καὶ ὅταν θρηνοῦμε καὶ ὅταν τραγουδᾶμε ἀμέριμνοι. Πατέρας, καὶ ὅταν εὐτυχοῦμε καὶ ὅταν δυστυχοῦμε· Πατέρας, καὶ ὅταν εἴμαστε γεροὶ στὴν ὑγεία καὶ ὅταν ἀρρωσταίνουμε·

Πατέρας, καὶ ὅταν τηροῦμε τὸ ἅγιο θέλημά Του, ἀλλὰ καὶ τότε ποὺ ἁμαρτάνουμε· δὲν εἶναι Πατέρας μόνο γιὰ τοὺς δικαίους, ἀλλὰ καὶ γιὰ τοὺς ἁμαρτωλούς· μὲ τὴν πατρικὴ στοργή Του τὰ ἀγκαλιάζει ὅλα· μὲ τὴν προστασία Του ὅλα τὰ σκεπάζει.

Ἂν θυμηθοῦμε στὴν παραβολὴ τοῦ «Ἀσώτου» τὴν συμπεριφορὰ τοῦ νέου ὅπου μὲ θράσος καὶ ἀναίδεια ζητεῖ τὸ μερίδιό του ἀπὸ τὴν πατρικὴ περιουσία· πληγώνει τὴν πατρικὴ καρδιά, προσβάλλει τὴν οἰκογενειακὴ τιμὴ καί, ἂν θυμηθοῦμε ἐπίσης τὴ θερμὴ καὶ συγκινητικὴ συμπεριφορὰ τοῦ πατέρα του, ὅταν γύρισε, τότε μόνο προσεγγίζουμε σωστὰ τὸν «Πατέρα τὸν Παντοκράτορα» καὶ νοιώθουμε τὴν στοργή Του τὴν πατρική.

Κάποτε, ἀδελφοί, ὁ Θεὸς Πατέρας πλένει, νίβει τὰ μάτια μας μὲ δάκρυα· ἀφήνει κάποιο μαχαίρι νὰ τρυπήσει τὴν καρδιά μας, ἀλλὰ καὶ τότε παραμένει Πατέρας· «Εἰ παιδείαν ὑπομένετε ὡς υἱοῖς ὑμῖν προσφέρεται ὁ Θεὸς» (Ἑβρ.12-7). Σ᾿ αὐτούς ποὺ παιδαγωγοῦνται μὲ τὶς δοκιμασίες ὁ Θεὸς συμπεριφέρεται σὰν σὲ παιδιά Του. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὅποιος θελήσει νὰ νοιώση τὴν ἀγάπη τοῦ Πατέρα δὲν γκρινιάζει, δὲν παραπονεῖται· δὲν γίνεται παράξενος καὶ μεμψίμοιρος, κακόμοιρος καὶ μικρόψυχος. Καὶ τότε, ἀγαπητοί μου, ὁ Θεὸς σὰν Πατέρας στοργικὸς ποὺ ἀγαπᾶ, γιατὶ εἶναι πατέρας, καὶ εἶναι πατέρας, γιατὶ ἀγαπᾶ, παρηγορεῖ στὶς στιγμὲς τοῦ πόνου καὶ τῆς θλίψεως καὶ τονώνει τοὺς υἱοὺς αὐτοῦ, ἐμψυχώνει τὶς ὧρες τῆς ἀβεβαιότητος καὶ τῶν κλονισμῶν, κρατύνει τὴν ἐλπίδα «ἐπὶ τὸν ἰσχυρὸν βραχίονα», μᾶς μεταμορφώνει σὲ θαρρετοὺς καὶ ἀνδρείους καὶ κυρίως κανένα δὲν καταισχύνει, γιατὶ «ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ Πατέρα ἔχει χυθῆ μὲ ἀφθονία στὶς καρδιές μας διὰ μέσου τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ μᾶς ἔχει δοθῆ».

Ἀδελφοί· μακάριος ὁ ἄνθρωπος ὁ ἐλπίζων ἐπὶ τὸν Θεὸ Πατέρα.

Ἀρχιμ. Ν. Κ.





ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ


31 Αὐγούστου 2008
Κυριακὴ ΙΑ’ Ματθαίου
(Ἀπόστ. Ἑβρ. 9, 1-7)




Ἀδελφοί μου, σήμερα ποὺ ἡ Ἐκκλησία μας ἑορτάζει γιά τὴν ἰδιαίτερη εὐλογία ποὺ ἀποτελεῖ ἡ κατάθεση τῆς Τιμίας ζώνης τῆς Θεοτόκου στὸ Ναό της στὴν Κωνσταντινούπολη, εἶναι ἀνάγκη νὰ ὑπευθυμίσουμε στὴν ἀγάπη σας τὴν ἀπόφαση τῆς Θεομήτορος «ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου γένοιτό μοι κατά τὸ ρῆμα σου», καὶ ὅτι καὶ ἡ παροῦσα ἑορτὴ τῆς Παναγίας μας θεωρεῖται κατάλληλη, γιὰ νὰ προβληθῆ ἡ μεγάλη ἀλήθεια, πὼς πρέπει δηλ. νὰ δεχόμαστε μὲ εὐχαρίστηση τὶς ἐντολὲς καὶ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ὡς «ζώνη ἀσφαλείας» καὶ νὰ νομίζουμε τὸν Θεῖο Νόμο ὡς κλοιὸ ποὺ περισφίγγει καὶ προστατεύει τὴ ζωή μας.

Ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, ἀγαπητοί μου, εἶναι ἀφ᾿ ἑνός μὲν ἡ «Κεχαριτωμένη», τῆς ὁποίας ἡ ὡραιότητα καὶ τὸ κάλλος ἑλκύει τὶς ψυχές μας καὶ σαγηνεύει τὶς καρδιές μας καὶ αἰχμαλωτίζει τὴν εὐλάβειά μας, ἀφ᾿ ἑτέρου δὲ προβάλλει ἐνώπιόν μας ὡς μιὰ δυνατὴ καὶ ἀνεπανάληπτη προσωπικότητα. Περιζώννυται ὡς ρομφαία τὴν Τιμία Ζώνη της, ὅπως ἁρμόζει σὲ κάθε σεμνὴ γυναικεία ἐμφάνιση· καὶ εἶναι καθῆκον κάθε χριστινὸς νὰ περιζώνεται μὲ δύναμη καὶ θέληση ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἀγωνίζεται «ἕνεκεν ἀληθείας καὶ πραότητας καὶ δικαιοσύνης». Καὶ περὶ ἀληθείας μέν, γιατί, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ προφήτης Ἠσαΐας, «ἄνθρωπος τῇ ὁδῷ αὐτοῦ ἐπλανήθη» (Ἠσαΐας 53, 6) καὶ ἐπὶ πλέον «πονηροὶ ἄνθρωποι καὶ γόητες προκόβουσιν ἐπὶ τὸ χεῖρον πλανῶντες καὶ πλανώμενοι» (Β’ Τιμ. 3-13) καὶ ἔχουν λαθεμένη ἰδέα γιὰ τὴν ἀξία τῆς πίστεως καὶ τῆς ἀρετῆς. Τότε ἐπιστρατεύεται ἡ ἀνθρώπινη πονηρία, τὸ ψέμα καὶ ἡ ἀπάτη, καὶ ὁ κόσμος «παραμορφώνεται», μεταβάλλεται σὲ κοινωνία πλανώντων καὶ πλανωμένων.

Ἡ Κυρία Θεοτόκος προβάλλουσα ὡς ἔμβλημα τὴν τιμία Ζώνη της, τὸ ἱερὸ αὐτὸ κειμήλιο ποὺ ἀποτελοῦσε μικρὸ ἐξάρτημα τῆς ἐνδυμασίας της καὶ ἀνῆκε στὰ ἀτομικὰ εἴδη τῆς προσωπικῆς της χρήσεως, προτρέπει ὅλους τοὺς χριστιανοὺς νὰ περιζωσθοῦν μὲ πίστη καὶ ζῆλο καὶ ἀποφασιστικότητα καὶ νὰ ἀγωνισθοῦν «ἕνεκεν ἀληθείας», γιὰ νὰ διαλυθοῦν οἱ πλάνες ποὺ ὑπάρχουν. Καὶ νὰ μάθη ὁ κόσμος ὄχι μὲ λόγια ἀλλὰ μὲ τὸ φωτεινὸ παράδειγμα τῶν χριστιανῶν τὴν ἀξία τῆς χριστιανικῆς ζωῆς καὶ νὰ ἑλκύουν «τῇ ὡραιότητι καὶ τῷ κάλλει». Συνιστᾶ ἐπίσης ἡ Μητέρα τοῦ Φωτὸς νὰ ἀγωνιστοῦμε ἕνεκεν τῆς ἀληθείας ἀλλὰ μετὰ πραότητος, γιατὶ ἡ εἰρήνη μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, αὐτὴ ποὺ ἐπιτυγχάνεται μετὰ «πραότητος», εἶναι χριστιανικὴ ἐπιδίωξη, εἶναι καρπὸς ἀρετῆς καὶ ἐπιδίωξη ἁγία.

Ὁ θυμός, ἡ διαμάχη καὶ ἡ φιλόνεικη διεκδίκηση πρέπει νὰ ἀποβληθοῦν ἀπὸ τὴ ζωή μας, γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ λέμε «εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ὁ περιζωννύων με δύναμιν καὶ ἔθετο ἄμωμον τὴν ὁδόν μου» (ψαλμ. 17, 32) καὶ περιζωσμένοι τὴ ρομφαία τῆς χάριτος νὰ ἀγωνιζόμαστε ἕνεκεν ἀληθείας μετὰ πραότητος. Ὅμως γιὰ νὰ ὑπάρξη εἰρήνη καὶ ἁρμονία στὶς διαπροσωπικές μας σχέσεις, πρέπει νὰ ὑπάρχη δικαιοσύνη καὶ ἀναγνώριση τοῦ δικαίου τοῦ ἄλλου κατὰ τὸ Δαυιτικὸν «Ἔλεος καὶ ἀλήθεια συνήντησαν, δικαιοσύνη καὶ εἰρήνη κατεφίλησαν». Ἡ ἀλήθεια προϋποθέτει ἀγάπη, ἡ ἀγάπη γεννᾶ τὴν πραότητα καὶ τὴν εἰρήνη καὶ πάντα ταῦτα, ἀλήθεια, ἀγάπη, εἰρήνη, πραότης προϋποθέτουν τὴν δικαιοσύνη. Ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος, ἀδελφοί μου, ἀπευθύνει πρὸς τὴν Θεοτόκον τὴν δέηση· «περίζωσον δύναμιν ἡμᾶς Παρθένε, τῇ Ζώνῃ Σου, κατ᾿ ἐχθρῶν ἐνισχύουσα ἡμᾶς», γιὰ νὰ ἀναδειχθοῦμε ἄξιοι καὶ πρόθυμοι γιὰ ἀγῶνες «ἕνεκεν ἀληθείας καὶ πραότητος καὶ δικαιοσύνης». Ἀμήν.

Ἀρχιμ. Ν. Κ.





ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ


24 Αὐγούστου 2008
Κυριακὴ Ι’ Ματθαίου
(Ἀπόστ. Α’ Κορινθ. 4, 9-16)




Εἰς τὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα, ἀγαπητοί μου, ὁ ἀγωνιστὴς τῆς ἀληθείας, ὁ ἀπόστολος Παῦλος, μᾶς προτρέπει: «Παρακαλῶ ὑμᾶς, μιμηταί μου γίνεσθε». Αὐτὸ βέβαια ἀκούγεται σὰν παράδοξο, ὅταν μάλιστα ὁ ἄλλος πρῶτος καὶ κορυφαῖος, ὁ ἀπόστολος Πέτρος, μᾶς προβάλλει τὸ αἰώνιο πρότυπο πρὸς μίμηση, τὸν Ἰησοῦ, ὁ ὁποῖος «ἔπαθε ὑπὲρ ὑμῶν, ὑμῖν ὑπολιμπάνων ὑπογραμμόν, ἵνα ἐπακολουθήσητε τοῖς ἴχνεσιν αὐτοῦ» (Α’ Πέτρ. 2-11). Δὲν ὑπάρχει ὅμως καμμιὰ διαφωνία ἀνάμεσα στοὺς Ἀποστόλους, ἀδελφοί μου· οὔτε ὁ ἀπόστολος Παῦλος παρασιωπᾶ τὸν Ἰησοῦ. Καὶ αὐτὸ γίνεται κατανοητό, ὅταν ἀκούσουμε καί μελετήσουμε τὴν συνέχεια τῆς προτροπῆς καὶ ὑποδείξεώς του· «καθὼς κἀγὼ Χριστοῦ». Καὶ μὲ μεγάλη εἰλικρίνεια καὶ ἁπλότητα ἀναφέρει τοὺς ἐξευτελισμούς, τὶς περιπέτειες, τὶς ἀντιδράσεις ποὺ ὑπέστησαν οἱ Ἀπόστολοι, ἰδιαιτέρως ὁ ἴδιος, ἀπὸ τοὺς ἀρνητὲς τῆς χριστιανικῆς πίστεως καὶ ζητεῖ, μὲ ὅλο το δικαίωμα ποὺ ἔχει ὡς πνευματικὸς πατέρας τῶν Κορινθίων, νὰ τὸν μιμηθοῦν ὅσοι φωτίσθηκαν ἀπ᾿ αὐτὸν καὶ νὰ ἀντιγράψουν τὸ παράδειγμά του.

Ὅμως ἡ προτροπὴ καὶ ἐντολή του ἀφορᾶ καὶ μᾶς. Ἂς ἐρευνήσουμε σὲ τί μᾶς καλεῖ νὰ τὸν μιμηθοῦμε: καὶ πρῶτα-πρῶτα: στὶς θυσίες χάριν τῶν ἄλλων, ὅπως ἀκριβῶς οἱ Ἀπόστολοι, ποὺ ἀπὸ τότε ποὺ ἐβγῆκαν στὸ κήρυγμα καὶ περιέρχονταν πόλεις καὶ χωριά, γιὰ νὰ διαδώσουν τὴν νέα πίστη, ὑπέφεραν ἀπὸ ἀφάνταστες ταλαιπωρίες καὶ περιπέτειες· «ἄχρι τῆς ἄρτι ὥρας καὶ πεινῶμεν καὶ διψῶμεν καὶ γυμνητεύομεν καὶ κολαφιζόμεθα καὶ ἀστατοῦμεν καὶ κοπιῶμεν ἐργαζόμενοι ταῖς ἰδίαις χερσί». Καὶ ὅμως χάριν τῆς σωτηρίας καὶ τοῦ εὐαγγελισμοῦ τῶν ἀνθρώπων, ὅλα τὰ ὑπομένουν καὶ τὰ ὑφίστανται ἀδιαμαρτύρητα, γιὰ νὰ ἁπλωθῆ τὸ σωτήριο μήνυμα τοῦ Θεοῦ παντοῦ! Νὰ σημεῖο ἄξιο προσοχῆς καί μιμήσεως. Ἐμεῖς πόσες θυσίες κάνουμε γιὰ τὴν εὐτυχία ἢ τὴν προκοπὴ τῶν γύρω μας; Θυσιάζουμε κάτι ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας, γιὰ νὰ τοὺς ἀνακουφίσουμε;

Δεύτερον μᾶς καλεῖ νὰ τὸν μιμηθοῦμε στὴν ἀνοχή: Οἱ θεῖοι Ἀπόστολοι δὲν ὑπέμειναν ἁπλᾶ τὶς ὅποιες περιπέτειες καὶ δυσκολίες· κυρίως τὶς ἀντιμετώπισαν μὲ ὑπομονὴ καὶ ἀνοχή: «Λοιδορούμενοι εὐλογοῦμεν, διωκόμενοι ἀνεχόμεθα, βλασφημούμενοι παρακαλοῦμεν». Μᾶς βρίζουν, λέγει ὁ θεῖος Παῦλος, καὶ ἐμεῖς εὐχόμαστε ἀγαθὰ ὑπὲρ αὐτῶν· μᾶς καταδιώκουν, καὶ ἐμεῖς δείχνουμε ἀνοχὴ καὶ ὑπομονή· μᾶς συκοφαντοῦν καὶ ἐμεῖς ἀπευθύνουμε λόγια καλωσύνης. Αὐτὰ εἶναι τὰ γνωρίσματα τοῦ ἀνώτερου ἀνθρώπου, τοῦ ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ ἡ ἀνοχὴ καὶ ἡ ὑπομονὴ ἀποδεικνύεται ὡς ὁ καλλίτερος τρόπος συμπεριφορᾶς, γιατὶ ἔτσι καὶ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ γίνεται καὶ τὴν ψυχική μας γαλήνη ἐξασφαλίζουμε.

Τρίτον, ἀδελφοί, μᾶς προτρέπει ὁ θεῖος Παῦλος νὰ περιφρονοῦμε τὶς εἰρωνεῖες. Ὑπάρχουν γύρω μας ἄνθρωποι πρόθυμοι νὰ εἰρωνευθοῦν Ἐκκλησία, κλῆρο καὶ πιστούς. Ὅπως τότε, τὴν ἐποχὴ τῶν Ἀποστόλων, ποὺ ἐθεωροῦντο περίγελως καὶ καθάρματα καὶ περίψημα. Ὅμως ἐκεῖνοι δὲν ἐγκατέλειψαν τὸν ἀγῶνα. Περιφρόνησαν τὶς εἰρωνεῖες. Ἐκράτησαν γερὰ τὸν θησαυρό τους «μὲ καύχησιν ἐν Κυρίῳ».

Ἀδελφοί μου, ἐπειδὴ ἕνα εἶδος παραφροσύνης βασιλεύει παντοῦ σήμερα «στῶμεν καλῶς, στῶμεν μετὰ φόβου». Εἶναι ἐνδεχόμενο νὰ χαρακτηρισθοῦμε ὀπισθοδρομικοί, καθυστερημένοι, ἀκοινώνητοι, ἀνόητοι κ.λπ., ἐπειδὴ δὲν συμπορευόμαστε μὲ τὸ νέο πνεῦμα, ἐπειδὴ ἐκκλησιαζόμαστε, κοινωνοῦμε, ἐξομολογούμαστε, πιστεύουμε, ζητᾶμε τὸ ἔλεος καὶ τὴν φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ. Ἐμεῖς ἂς μείνουμε σταθεροὶ στὴ πίστη καὶ τὴν χριστιανικὴ ζωὴ καὶ θὰ λάβωμε τὸν «στέφανον τῆς αἰωνίου ζωῆς». Ἀμήν.

Ἀρχιμ. Ν. Κ.





ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ


17 Αὐγούστου 2008
Κυριακὴ Θ’ Ματθαίου
(Ἀπόστολος: Α’ Κορινθ. 3, 9-17)




«Θεμέλιον ἄλλον οὐδείς δύναται θεῖναι, παρά τὸν κείμενον, ὅς ἔστιν Ἰησοῦς Χριστός».
Ἄλλο θεμέλιο κανείς δὲν μπορεῖ νὰ βάλη, παρὰ ἐκεῖνο ποὺ ἔχει τεθῆ, τὸ ὁποῖο εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός.

Ὁ Χριστός, ἀδελφοί μου, εἶναι ἡ ἀσάλευτη καὶ σίγουρη βάση τοῦ πνευματικοῦ οἰκοδομήματος τῆς πίστεώς μας. Εἶναι ὁ αἰώνιος καὶ ἀμετακίνητος θεμέλιος λίθος. Ἡ πηγὴ τῆς σωτηρίας, τῆς ἀλήθειας, τοῦ ἁγιασμοῦ. Ὁ Βασιλιάς τῶν ψυχῶν, ἡ ἐλπίδα τῆς ἐπιτυχίας. Ἡ προϋπόθεση τῆς νίκης. Τὸ μυστικό τῆς εὐτυχίας· εἶναι τὸ Α καὶ τὸ Ω, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος. Ὅσα κτίζονται στὸν Ἰησοῦ δὲν κινδυνεύουν νὰ πέσουν.

Ἡ δική μας ζωὴ ἆραγε εἶναι θεμελιωμένη στὸν ἀσάλευτο τοῦτον πνευματικὸ λίθο τοῦ Ἰησοῦ ἤ μήπως Τὸν ἔχουμε ἀγνοήσει καὶ παραθεωρήσει;

Ἀδελφοί, ἕνας εἶναι ὁ Σωτήρας καὶ Λυτρωτής, ὁ ἀκρογωνιαῖος λίθος τοῦ οἰκοδομήματος· «εἷς Θεός, μία πίστις, ἓν βάπτισμα»· ὁ Ἰησοῦς ποὺ συνθέτει τὸ θεμέλιο τῆς πίστεως καὶ τῆς σωτηρίας. Αὐτὸς ποὺ ἀποτελεῖ τὴν πηγὴ τῆς χάριτος καὶ τοῦ ἁγιασμοῦ. Αὐτὸς ποὺ εἶναι «σοφία ἀπὸ Θεοῦ δικαιοσύνη τε καὶ ἁγιασμὸς καὶ ἀπολύτρωσις»· εἶναι ὁ σαρκωμένος Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ «ὁμοούσιος τῷ Πατρὶ δι᾿ οὗ τὰ πάντα ἐγένετο». Τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος ἄνθρωπος «χωρίς ἁμαρτίες». Σ᾿ Αὐτόν, σὰν ἄλλοι λίθοι, καὶ ἐμεῖς οἰκοδομούμαστε· στὸν Ἕνα, τὸν μοναδικό, τὸν ἀσάλευτο «προσερχόμενοι... ὡς λίθοι ζῶντες οἰκοδομεῖσθε». (Α’ Πέτρ. 2, 5). Ἡ πεῖρα τῶν αἰώνων ἔχει καταγράψει πὼς ὅσοι χτίζουν δίχως τὸν Χριστό, τὰ ἔργα τους γκρεμίζονται καὶ πέφτουν. Ἔχει ἐπίσης διαπιστωθῆ πὼς ὅσοι δὲν «θεμελίωσαν ἐπὶ τὴν πέτραν» τὴν προσωπική τους οἰκοδομή, «κατέβη ἡ βροχὴ καὶ ἦλθον οἱ ποταμοὶ καὶ ἔπνευσαν οἱ ἄνεμοι καὶ προσέκαψαν τῇ οἰκίᾳ ἐκείνῃ καὶ ἔπεσεν καὶ ἦν ἡ πτῶσις αὐτὴ μεγάλη» (Ματθ. 7 - 27).

Ἀγαπητοὶ ἀκροατὲς τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ· πολλὲς ὑποσχέσεις ἀπὸ πολλούς ἀκούσαμε στὸν αἰῶνα μας γιὰ εὐτυχία καὶ εὐημερία, εἰρήνη καὶ κοινωνικὴ δικαιοσύνη. Μᾶς εἶπαν πὼς θὰ στέρευαν τὰ δάκρυα, θὰ σταματοῦσαν οἱ πόλεμοι, θὰ βασίλευε μιὰ καινούργια ἐποχή. Καὶ τοὺς πιστέψαμε. Καὶ δυστυχῶς ἦλθε ἡ τραγικὴ διάψευση, ποὺ εἶναι:

Ὑπάρχει πουθενὰ κοινωνικὴ δικαιοσύνη; Σὲ ποιὰ χώρα ὑπάρχουν ἀδάκρυτα μάτια; Σὲ ποιὸ τόπο ἔσβησε ἡ φτώχεια, ἡ δυστυχία, ἡ ἀδικία; Ἑκατομμύρια εἶναι ἀκόμα οἱ πεινασμένοι. Οἱ πόλεμοι θερίζουν. Ἐλπίδες καὶ ὑποσχέσεις χωρὶς Χριστὸ μοιάζουν μὲ σαπουνόφουσκες. Περιφρόνησαν οἱ ἄνθρωποι τὸν Χριστὸ καὶ θέρισαν φρίκη καὶ θάνατο. Ἐπίκαιρος ὁ Εὐαγγελικὸς λόγος «Ὁ πεσὼν ἐπὶ τὸν λίθον τοῦτον συνθλασθήσεται· ἐφ᾿ οὗ δ᾿ ἂν πέσῃ λικμήσει αὐτὸν» (Ματθ. 21 - 44)· ὅποιος μὲ ἐχθρικὲς διαθέσεις πέση πάνω στὸν Ἰησοῦ, θὰ συντριβῆ· σ᾿ ὅποιον δὲ πέση ὁ πελώριος λίθος, θὰ τὸν κάνη κυριολεκτικὰ σκόνη.

Σήμερα ποὺ ὁ κόσμος ξεχείλισε ἀπὸ σωτῆρες καὶ πολλὰ ὑποσχόμενους ἡγέτες, εἶναι ἀνάγκη ὁ πολιτισμός μας νὰ ἀποκτήση τὴν σφραγῖδα «τοῦ ὡραίου, τοῦ μεγάλου καὶ τ’ ἀληθινοῦ» ἄλλα καὶ τοῦ αἰώνιου, καὶ νὰ προσεγγίση τὴν μεγάλη ἀλήθεια «ὅτι οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενὶ ἡ σωτηρία», δηλ. μόνον ἐν Ἰησοῦ Χριστῷ, γιατὶ «οὗτός ἐστιν ὁ λίθος ὁ ἐξουθενωθεὶς ὑφ᾿ ὑμῶν τῶν οἰκοδομούντων, ὁ γενόμενος εἰς κεφαλὴν γωνίας» (Πράξ. 4-11).

Ἀρχιμ. Ν. Κ.





ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ


10 Αὐγούστου 2008
Κυριακὴ Η’ Ματθαίου
(Ἀπόστολος: Α’ Κορινθ. 1, 10-17)




Μετά τὴν ἑορτὴν τῆς Θείας Μεταμορφώσεως.

Ἀδελφοὶ ἀκροατὲς τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴν περικοπὴ ποὺ ἀκούσαμε λέγει πρὸς τοὺς Κορινθίους «παρακαλῶ... ἵνα τὸ αὐτὸ λέγητε πάντες καί μὴ ᾗ ἐν ὑμῖν σχίσματα». Παρακαλεῖ δηλαδὴ καὶ συνιστᾶ καὶ προτρέπει στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ νὰ δίδουν ὅλοι τὴν ἴδια ὁμολογία πίστεως καὶ νὰ μὴν ὑπάρχουν ἀνάμεσά τους σχίσματα καὶ διαιρέσεις. Συνιστᾶ ἑνότητα καὶ ὁμοφροσύνη, γιατὶ ἔχει πληροφορηθῆ «ὅτι ἔριδες» ὑπάρχουν στοὺς Κορινθίους χριστιανούς. Τοὺς προτρέπει λοιπὸν καὶ τοὺς συμβουλεύει νὰ εἶναι «κατηρτισμένοι ἐν τῷ αὐτῷ ὑοὶ καὶ ἐν τῇ αὐτῇ γνώμῃ». Νὰ ἔχουν ὅλοι τα ἴδια φρονήματα, τὴν ἴδια γνώμη, νὰ εἶναι ὅλοι σύμφωνοι καὶ «ἐν πᾶσιν πράγμασιν ὁμονοοῦντες», γιατὶ εἶναι εὐλογημένη κατάσταση καὶ ἀρετή· ἡ ὁμόνοια εἶναι θεῖο δῶρο ποὺ μεταγγίζει χαρά, εὐτυχία καὶ εἰρήνη στοὺς ἀνθρώπους.

Ἡ ὁμόνοια εἶναι ἀδελφὴ τῆς ὁμοφροσύνης. Τέκνα δέ; τὰ κοινὰ φρονήματα, ἡ κοινὴ πίστη, οἱ κοινὲς ἰδέες, ἡ ὁμοφωνία στίς σκέψεις καὶ τὶς ἀποφάσεις, στὰ σχέδια καὶ τὶς ἐπιδιώξεις, στὰ σοβαρὰ προβλήματα τῆς ζωῆς. Ἀκόμα ὁμοφωνία στὰ χριστιανικὰ δόγματα καὶ τὶς εὐαγγελικὲς ἀλήθειες. Τὴν ὁμοφροσύνη ἀγαπᾶ ὁ Θεὸς καὶ ὁ νόμος Του τὴν διδάσκει· «Τὸ αὐτὸ εἰς ἀλλήλους φρονοῦντες». Ὁ ἀπόστολος Παῦλος παρακαλεῖ καὶ εὔχεται ἵνα «ὁ Θεὸς τῆς ὑπομονῆς καὶ τῆς παρακλήσεως» δώσει «τὸ αὐτὸ φρονεῖν ἐν ἀλλήλοις κατὰ Χριστὸν Ἰησοῦν» (Ρωμ. 15-5), δηλ. νὰ διατηροῦνται οἱ χριστιανοὶ στὴν ὁμόνοια σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, ὁ ὁποῖος τὸ ζήτησε ἀπὸ τὸν Οὐράνιο Πατέρα στὴν Ἀρχιερατικὴ προσευχή Του·

«Ἁγίασον αὐτοὺς ἐν τῇ ἀληθείᾳ σου... ἵνα πάντες ἓν ὦσιν».

Πόθος θεϊκὸς εἶναι νὰ ὑπάρχουν ὅλοι οἱ εἰς Αὐτὸν πιστοὶ ὄντες κάτω ἀπὸ τὴν σημαία τῆς ἑνότητος. Νὰ εἶναι πάντες ὁμόθυμοι καὶ ὁμόγνωμοι, ὁμόφρονες καὶ ὁμοϊδεάτες. Ὁμόφρονες στὰ δόγματα τῆς πίστεως ἀλλὰ καὶ σὲ θέματα καθημερινῆς ζωῆς. Ὁμοφροσύνη νὰ κυριαρχῆ ἀνάμεσα στὰ ἀδέλφια, τοὺς συζύγους, τοὺς συνεργάτες, στὸ σπίτι καὶ στὴ δουλειά· παντοῦ. Δύσκολο βέβαια τοῦτο, γιατὶ ἡ ὁμοφροσύνη δηλητηριάζεται ἀπὸ ἀνθρώπινα πάθη καὶ κακίες.

Δυστυχῶς στὴν ζωή μας κυριαρχοῦν καχυποψίες, φθόνοι, φιλαυτίες, ἐγωϊσμοί, φατριασμοὶ καὶ ἄλλα τέτοια ζιζάνια καὶ δημιουργοῦνται ἔριδες, διχόνοιες καὶ σχίσματα, ποὺ ξερριζώνουν τὰ ὡραιότερα λουλούδια τῶν καλῶν σχέσεων. Καὶ γιὰ μιὰ ἀκόμη φορὰ ἐπιβεβαιώνεται ἡ ὑποψία ὅτι τὸ ὡραῖο καὶ τὸ μεγάλο τὸ κυνηγοῦν πολλοὶ ἐχθροί. Ὁ διάβολος, ἀδελφοί μου, μὲ μανία πολεμᾶ τὴν ἑνότητα στὸ σπίτι, στὴν οἰκογένεια, στὴν δουλειά, στὴν κοινότητα, στὸν σύλλογο· θέλει νὰ διασπάση τὴν συνεργασία, νὰ χωρίση, νὰ γκρεμίση, νὰ πληγώση, νὰ δημιουργήση χάσματα, ἐρείπια καὶ διαιρέσεις.

Ἐμεῖς θὰ τὸν ἀφήσουμε; θὰ τοῦ προσφέρουμε «γῆ καὶ ὕδωρ;» Ὄχι! Ἐμεῖς βαθιὰ ἑνωμένοι καὶ πιστοὶ θὰ προχωρήσουμε ἀδελφωμένοι στὸ δρόμο τοῦ Χριστοῦ «ἀδελφὸς ὑπὸ ἀδελφοῦ βοηθούμενος». Θὰ ἀνέβουμε στὶς πανώριες κορφὲς τοῦ φωτός. Σὰν στρατιῶτες, μὲ ἕνα στόχο καὶ ἕνα σκοπό, θὰ βαδίσουμε ὁμόγνωμοι καὶ ὁμόφρονες, μὲ πειθαρχία καὶ ὁμόνοια, στοῦ Θαβώρ τὶς κορφὲς ν᾿ ἀνεβοῦμε καί, ἐκεῖ ἀφοῦ μεταμορφωθοῦμε μὲ τὴν χάρι τοῦ Μεταμορφωθέντος, θὰ μεταμορφώσουμε τὸν κόσμο μας· γένοιτο!

Ἀρχιμ. Ν. Κ.





ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ


6 Αὐγούστου 2008
Ἡ Μεταμόρφωσις τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ




Ἡ σημερινὴ Δεσποτικὴ γιορτή, ἀδελφοί, μᾶς προκαλεῖ καί μᾶς προσκαλεῖ νὰ ἀνεβοῦμε στὸ ὄρος Κυρίου καὶ νὰ δοῦμε τὴν δόξα τοῦ Ἰησοῦ, νὰ δοῦμε τὴν λαμπρότητα τοῦ προσώπου Αὐτοῦ καὶ «νὰ εὑρεθῶμεν φωτοφανεῖς», «ἀλλοιωθέντες τὴν καλὴν ἀλλοίωσιν ἐκ τῆς τοῦ Χριστοῦ Μεταμορφώσεως».

Δὲν ὑπάρχει τροπάριο τῆς γιορτῆς ποὺ νὰ μὴν ἀντανακλᾶ τὸ Θεῖο φῶς μὲ τὸ ὁποῖο ἔλουσε ὁ Κύριος τοὺς τρεῖς ἐκ τῶν προκρίτων μαθητῶν· «Φῶς ἀναλλοίωτον Λόγε, Φωτὸς Πατρὸς ἀγεννήτου, ἐν τῷ φανέντι φωτί σου σήμερον ἐν Θαβωρίῳ. Φῶς εἴδομεν τὸν Πατέρα, φῶς καὶ τὸ Πνεῦμα, φωταγωγοῦν πᾶσαν κτίσιν».

Γιατί μεταμορφώθηκε ὁ Ἰησοῦς, ἀδελφοί; Τὸ Συναξάριο τῆς ἡμέρας μᾶς πληροφορεῖ σχετικά. Ὁ Κύριός μας πρὶν τὸ πάθος Του ἔλεγε στοὺς μαθητές Του γιά τὴν σύλληψή Του, τὰ πάθη καὶ τὴν Σταύρωσή Του, ἀκόμη δὲ καὶ γιὰ τοὺς διωγμοὺς κατὰ τῶν μαθητῶν Του καὶ τὸ μῖσος ποὺ θὰ εἰσέπρατταν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Γιὰ νὰ μὴν ἀπογοητευθοῦν λοιπόν, βλέποντας ὅλα αὐτὰ νὰ ἐπαληθεύωνται, καὶ ἐγκαταλείψουν τὸ ἔργο τους, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ κρατήσουν βέβαιη καὶ σταθερὴ τὴν ἐλπίδα σ᾿ ὅσα οὐράνια τοὺς ὑποσχέθηκε, μεταμορφώθηκε καὶ τοὺς ἔδειξε τὴν δόξα Του, ὅση βέβαια μποροῦσαν νὰ δοῦν, καὶ ἐπείσθηκαν. Βεβαιώθηκαν ὅτι ἡ δόξα Του δὲν θὰ Τὸν ἐγκαταλείψη, ἀλλὰ μὲ αὐτὴν καὶ πάλι θὰ ἔλθη «κρῖναι ζῶντας καὶ νεκρούς».

Παρέλαβε λοιπὸν ὁ Ἰησοῦς τοὺς τρεῖς ἐκ τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, τὸν Πέτρο, τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν Ἰωάννη καὶ «μετεμορφώθη ἐμπρόσθεν αὐτῶν καὶ ἔλαμψε τὸ πρόσωπον Αὐτοῦ ὡς ὁ ἥλιος, τὰ δὲ ἱμάτια Αὐτοῦ ἐγένοντο λευκὰ ὡς τὸ φῶς». Δεξιὰ δὲ καὶ ἀριστερὰ Αὐτοῦ φάνηκαν ὁ Προφήτης Ἠλίας καὶ ὁ Θεόπτης Μωυσῆς, ποὺ συνομιλοῦσαν μαζί Του γιὰ ὅσα ἐπρόκειτο νὰ γίνουν. Γιατὶ ὅμως ὁ Κύριος ἐκ τῶν δώδεκα διάλεξε τρεῖς; Καὶ ἄλλες φορὲς τὸ ἔπραξε· κατά τὴν ἀνάσταση τῆς θυγατρὸς τοῦ Ἰαείρου, κατά τὴν Ἀρχιερατικὴ προσευχὴ στὸν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ· γιατὶ ὁ Πέτρος ἀγαποῦσε περισσότερο ἀπὸ ὅλους τὸν Κύριο· ὁ Ἰωάννης, ὁ πιὸ ἁγνός, ἠγαπᾶτο περισσότερο ἀπὸ τὸν Κύριο· ὁ Ἰάκωβος πρῶτος θὰ γευόταν τὸ πικρὸ τοῦ μαρτυρίου ποτήριο σὰν τὸν ἴδιο τὸν Ἰησοῦ.

Καὶ γιατὶ ἀπὸ τὰ ἱερὰ πρόσωπα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης διάλεξε δύο μόνο, τὸν Μωυσῆ καὶ τὸν Ἠλία; Ἕνα μέν, γιὰ νὰ ἀποδειχθῆ ὅτι ἄλλος εἶναι ὁ Ἠλίας καὶ ἄλλος εἶναι ὁ Χριστός· γιὰ νὰ διαλύση τῶν Φαρισαίων τὶς διαδόσεις ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς προφῆτες. Ἔδειξε μὲ τὴν Μεταμόρφωσή Του ὁ Χριστὸς στοὺς μαθητές Του καὶ τὸν κόσμο ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ Δεσπότης καὶ Κύριος καὶ οἱ ἅγιοι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἶναι ταπεινοὶ ὑπηρέτες καὶ δοῦλοι. Καὶ δεύτερο, γιὰ νὰ διδάξη μὲ τὴν παρουσία τῶν δύο μεγάλων προφητῶν ὅτι Αὐτὸς εἶναι ὁ ἀρχηγὸς τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου, ἀφοῦ ἐκ τῶν νεκρῶν ἐπέλεξε τὸν Μωυσῆ καὶ ἀπὸ τοὺς ζωντανοὺς τὸν Ἠλία «ὡς ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, ὅπου ἔτι ζῶν ἀνελήφθη».

Ἀδελφοί, ὁ Χριστός μεταμορφώθηκε σαράντα ἡμέρες πρὶν ἀπὸ τὴν Σταύρωσή Του, ἀλλὰ γιορτάζεται στίς 6 Αὐγούστου, δηλ. σαράντα ἡμέρες πρὶν ἀπὸ τὴν Ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Καὶ ὅπως ἀκριβῶς μεταμορφώθηκε σαράντα ἡμέρες πρὶν τὴν Σταύρωση, ἔτσι καὶ γιορτάζεται σαράντα ἡμέρες πρὶν ἀπὸ τὴν γιορτὴ τοῦ Σταυροῦ, ποὺ «ἐπέχει τὰ δίκαια τῆς σταυρώσεως καὶ τοῦ πάθους». Τοῦτο δὲ γίνεται, γιατὶ δὲν εἶναι ἐπιτρεπτὸ κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς νὰ γίνεται ἑορτασμός, λόγῳ τῆς περιόδου ποὺ θεωρεῖται πένθιμη.

Ἐμπρὸς λοιπόν, στὸ Θαβώρ νὰ ἀνεβοῦμε καὶ ἂς μεταμορφωθοῦμε ἐκεῖ καθαρίζοντας ἀπὸ τὰ ψυχοφθόρα πάθη τὴν ψυχὴ καὶ τὴν καρδιά μας καὶ ἂς «μεθύσουμε» ἀπὸ τὸ πνευματικὸ κρασὶ τῆς Ἀμπέλου, ποὺ εἶναι ὁ Μεταμορφωμένος Κυριός μας. Ἀμήν.

Ἀρχιμ. Ν. Κ.



ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ


3 Αὐγούστου 2008
Κυριακὴ Ζ’ Ματθαίου
(Ἀπόστολoς: Ρωμ. 15, 1-7)




«Ὀφείλομεν ἡμεῖς οἱ δυνατοὶ ἵνα ἀρέσωμεν τῷ πλησίον ἡμῶν εἰς τὸ ἀγαθόν, πρὸς οἰκοδομήν».

Ἀδελφοί μου, τὰ πιὸ θαυμάσια πράγματα καὶ κτίσματα, ἄψυχα καί μή, γίνονται μὲ τὴν τέχνη τῆς ἀγάπης, ποὺ μόνο χτίζει καὶ ποτὲ δὲν γκρεμίζει. Τὴν ἀγάπη ποὺ ἐμπνέει καὶ καθοδηγεῖ, φωτίζει καὶ ἀνυψώνει, ποὺ «μακροθυμεῖ καὶ χρηστεύεται», ποὺ «οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς». Μὲ αὐτὴν τὴν προοπτικὴ δικαιώνεται ὁ λόγος τοῦ ἀποστόλου Παύλου, σύμφωνα μὲ τὸν ὁποῖο ὁ καθένας ἀπὸ μᾶς πρέπει νὰ εἶναι ἀρεστὸς στὸν ἄλλο καὶ νὰ συντελῆ στὸ καλό του καὶ νά τὸν οἰκοδομῆ στὴν ἀρετή.

Ὁ ἄνθρωπος εἶναι, ἀγαπητοί μου, ἕνα κρᾶμα ἀπὸ ἱκανότητες καὶ ἀδυναμίες, ἀπὸ πλεονεκτήματα καί μειονεκτήματα. Ἄλλοτε νοιώθει δυνατὸς καὶ γενναῖος, ἄλλοτε πάλι ὄχι· ἄλλοτε εἶναι δύναμη, ἄλλοτε πάλι ἀδυναμία, ἅγιος καὶ ἁμαρτωλός, στρατιώτης καὶ λιποτάκτης, μεγάλος καί μικρός. Ὅσο εἶναι ἰσχυρὸς καὶ δυνατὸς πρέπει νὰ οἰκοδομῆ καὶ νὰ ἐνισχύη τοὺς ἀδύνατους στὴν πίστη. Ὡς ἁμαρτωλὸς ποὺ συναισθάνεται τίς ἀτέλειές του ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τὴν ἠθικὴ ἐνίσχυση τῶν ἄλλων. Στὴν πρώτη περίπτωση «ὀφείλομεν ἡμεῖς οἱ δυνατοὶ τὰ ἀσθενήματα τῶν ἀδυνάτων βαστάζειν». Στὴν δεύτερη περίπτωση «ἀδελφὸς ὑπὸ ἀδελφοῦ βοηθούμενος, ὡς πόλις ὀχυρὰ καὶ ὑψηλὴ» (Παρ. 18-19).

Ἡ χριστιανικὴ οἰκοδομὴ εἶναι ὑποχρέωση ὅλων μας, ὑποχρέωση τοῦ κάθε χριστιανοῦ. Νὰ οἰκοδομῆ καὶ νὰ οἰκοδομῆται, νὰ προσφέρη καὶ νὰ παίρνη· νὰ διδάσκη καὶ νὰ διδάσκεται, νὰ συμβουλεύη καὶ νὰ συμβουλεύεται. «Πάντα πρὸς οἰκοδομὴν γινέσθω» (Α’ Κορινθ.- 14-26). Ὅποιος ἀγαπᾶ ξέρει νὰ προσφέρεται, δὲν εἶναι φίλαυτος, γιατὶ ἡ φιλαυτία σκοτώνει τὴν ἀγάπη. Τέλειο παράδειγμα ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς, ὁ ὁποῖος «οὐχ ἑαυτῷ ἤρεσεν, ἀλλὰ καθώς γέγραπται, οἱ ὀνειδισμοὶ τῶν ὀνειδιζόντων σε, ἐπέπεσον ἐπ᾿ ἐμὲ» (Ρωμ. 15-3).

Ὅμως γιά τὸ ἔργο τῆς οἰκοδομῆς χρειάζονται ὑλικά, χρειάζεται τέχνη καὶ ἐπιστήμη, γνώση καὶ ἐπιμονή. Δὲν πρέπει νὰ κάνουμε ὅσα ἀρέσουν μόνο σ᾿ ἐμᾶς, ἀλλ᾿ ὅσα ἀρέσουν στοὺς ἀδελφούς μας· «Ἕκαστος ὑμῶν τῷ πλησίον ἀρεσκέτω εἰς τὸ ἀγαθὸν πρὸς οἰκοδομήν». Ὅμως ὑπάρχουν καὶ περιπτώσεις, ποὺ πρέπει ἀνοχὴ καί μακροθυμία νὰ ἐπιδείξουμε. Καὶ τότε· ἂς μὴ διστάσουμε «μετά, πάσης ταπεινοφροσύνης καὶ πραότητος καί μακροθυμίας, ἀνεχόμενοι ἀλλήλων ἐν ἀγάπῃ» (Ἐφεσ. 4, 2-3) νὰ βαστάζουμε τὰ ἀσθενήματα αὐτῶν. Ἐπίκαιρος καὶ ἐδῶ ἡ Παύλεια ὑπόδειξη καὶ προτροπὴ «νουθετεῖτε τοὺς ἀτάκτους, παραμυθεῖσθε τοὺς ὀλιγοψύχους, ἀντέχεσθε τῶν ἀσθενῶν, μακροθυμεῖτε πρὸς πάντας» (Α΄ Θεσ. 5, 14 - 15), μιμούμενοι τὸν Οὐράνιο Πατέρα ποὺ «ἀνατέλλει τὸν ἥλιον Αὐτοῦ ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθοὺς καὶ βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους» (Ματθ. 5 - 45).

Ἡ ἀνοχή, ἡ μακροθυμία καὶ ἡ ἀνεξικακία πρὸς τοὺς ἀδυνάτους στὴν πίστη, πρὸς ἀδιαφόρους γιά τὴν ἀρετή, πρὸς τοὺς ἀπαθεῖς γιὰ ὅσα συμβαίνουν γύρω τους προβάλλεται ὡς καθῆκον χριστιανικό. Καθῆκον καθημερινὸ καὶ διαρκὲς «μέχρι καταντήσωμεν οἱ πάντες εἰς τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ» (Ἐφεσ. 4, 13) «ἀλλὰ καὶ συμπολῖται τῶν ἁγίων... ἐπικοδομηθέντες ἐπὶ τῷ θεμελίῳ τῶν ἀποστόλων καὶ προφητῶν» (Ἐφεσ. 2-20). Ἀδελφοί, προσοχή· «ἕκαστος ἐξ ἡμῶν βλεπέτω πῶς ἐπικοδομεῖ».

Ἀρχιμ. Ν. Κ.