ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ
ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ
Κυριακὴ μετὰ τὴν Χριστοῦ Γέννηση (Ματθ. β΄13-23)
(30ὴ Δεκεμβρίου 2012)
Βρισκόμαστε, ἀγαπητοί μου, ἀκόμη μέσα στὴν πνευματικὴ ἀτμόσφαιρα τῆς ἀγαλλιάσεως τῆς μεγάλης Δεσποτικῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων. Δοξολογίες, ὕμνοι καὶ εὐγνωμοσύνη, συναισθήματα ἅγια, βαθιὰ μέσα μας, κυριαρχοῦν ἀπὸ τὸν ἐρχομὸ τοῦ Λυτρωτῆ τοῦ κόσμου στὴ γῆ. Καὶ σήμερα Κυριακὴ μετὰ τὴν Χριστοῦ Γέννηση, ὅπως ὀνομάζεται, ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ τὴ μνήμη τριῶν μεγάλων μορφῶν. Τοῦ Ἰωσὴφ τοῦ Μνήστορος, τοῦ Δαβὶδ τοῦ προφητάνακτος καὶ τοῦ Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου. Καὶ ὁ μὲν δίκαιος Ἰωσὴφ ἀξιώθηκε νὰ γίνει μνήστωρ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας, τῆς Παναγίας μας, ὁ Προφήτης καὶ Βασιλεὺς Δαβὶδ εἶχε τὴν ὕψιστη τιμὴ νὰ ἀνακηρύξει τὸ γεγονὸς τῆς Θείας Ἐπιφανείας στὸν προχριστιανικὸ κόσμο, ὁ δὲ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος βρέθηκε πολὺ κοντὰ στὸν Χριστὸ καὶ ἔζησε τὴν παρουσία Του καὶ ἀναδείχθηκε Ἀπόστολος καὶ πρῶτος Ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων.
Τὰ τρία αὐτὰ πρόσωπα εἶναι ἐκεῖνα ποὺ σηματοδοτοῦν τὸ πέρασμα ἀπὸ τὸν Νόμο στὴ Χάρι. Εἶναι πρόσωπα τὰ ὁποῖα εἶχαν μία στενὴ σχέση μὲ τὸν Χριστό, διότι ἔζησαν ὁ καθένας μ’ ἕνα ἰδιαίτερο τρόπο τὸ ἔλεος, τὴ φιλανθρωπία καὶ τὴ δόξα Του. Τὸν γνώρισαν ὡς «τὸ σωτήριον τοῦ Θεοῦ», «πρότερον μὲν» ὁ Δαβίδ, «ἄσαρκον ὡς Λόγον, ὕστερον δὲ» ὁ Ἰωσήφ, καὶ ὁ Ἰάκωβος «δι’ ἡμᾶς σεσαρκωμένον».
Περάσαμε τὰ ἱερὰ καὶ ἅγια Χριστούγεννα. Γέμισε ἡ ψυχή μας μὲ χαρά, εὐφροσύνη καὶ μὲ εἰρήνη. Ἡ Ἐκκλησία συνεχίζει τὶς ἡμέρες αὐτὲς μέχρι τὴν Πρωτοχρονιὰ νὰ ἑορτάζει καὶ νὰ ἐκμεταλλεύεται πνευματικὰ τὴ μεγάλη αὐτὴ Δεσποτικὴ ἑορτή. Ὁ νοῦς ὅλων μας στρέφεται στὴ Βηθλεέμ. Ξαναζοῦμε μέσα ἀπὸ τὶς Εὐαγγελικὲς περικοπὲς τὰ θαυμαστὰ γεγονότα ποὺ συνέβησαν τότε. Νιώθουμε κι ἐμεῖς προσκυνητὲς σὰν τοὺς ποιμένες, ὁδοιπόροι μὲ τοὺς Μάγους, συνυμνῳδοὶ μὲ τοὺς Ἀγγέλους νὰ ἀναζητοῦμε τὸν γεννηθέντα Κύριο.
«Ποῦ ἐστιν ὁ τεχθεὶς βασιλεύς;». Τὸ ἐρώτημα αὐτὸ ἀπασχολοῦσε ὅλους τὴν ὥρα ἐκείνη. Τοὺς σοφούς της Ἀνατολῆς, τοὺς ποιμένες τῆς Ἰουδαίας, τὸν Ἡρώδη καὶ τοὺς νομοδιδασκάλους. Στὸν καθένα ἀπ’ αὐτοὺς μὲ τρόπο διαφορετικὸ δόθηκε τὸ οὐράνιο μήνυμα. Ἀνάλογα πάντα μὲ τὶς πνευματικὲς καὶ διανοητικές τους δυνατότητες. Στοὺς ποιμένες ποὺ ἀγρυπνοῦσαν μὲ τὸ ὅραμα. Στοὺς Μάγους μὲ τὸν ἀστέρα. Στὸν Ἡρώδη μὲ τὴν πληροφορία τῶν Μάγων. Ἀλλὰ καθένας ποὺ δεχόταν τὸ μήνυμα ἐνεργοῦσε μὲ διαφορετικὴ διάθεση. Οἱ ποιμένες μὲ ταπείνωση, γιὰ νὰ γονατίσουν μπροστὰ στὸν Θεὸ ποὺ κατέβηκε στὴ γῆ, γιὰ νὰ τοὺς σώσει. Οἱ Μάγοι, γιὰ νὰ προσκυνήσουν τὸν Βασιλιὰ ποὺ μὲ τόση λαμπρότητα τὸν ὑπέδειξε ὁ οὐρανός. Ὁ Ἡρώδης ὅμως γιὰ νὰ τὸν ἐξοντώσει, γιὰ νὰ τὸν ἐξαφανίσει.
Στὸ πέρασμα τῶν αἰώνων, ἀγαπητοί μου, οἱ διαθέσεις καὶ οἱ ἀντιδράσεις τῶν ἀνθρώπων παραμένουν ἴδιες. Ὁλόκληρος ὁ κόσμος ἀκούει τὸ μήνυμα τῆς γεννήσεως τοῦ Θεανθρώπου. Πολλοὶ εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἀναζητοῦν τὸν Χριστό. Ὁ καθένας ὅμως μὲ διαφορετικὴ διάθεση καὶ τρόπο.
Πολλοὶ συναντοῦν τὸν Χριστὸ στὴ ζωή τους, ἀλλὰ δὲν Τὸν δέχονται, δὲν Τὸν πιστεύουν ὡς Θεὸ καὶ Σωτῆρα. Ἄλλοι ἀντιπαρέρχονται ἀδιάφοροι καὶ ἄλλοι Τὸν μάχονται. Πολλοὶ εἶναι αὐτοὶ ποὺ Τὸν πιστεύουν καὶ ζητοῦν κοντά Του τὴν ἱκανοποίηση τῶν πόθων καὶ τῶν ἐπιθυμιῶν τους, τὴ λύτρωση καὶ τὴ σωτηρία τους. Ἄλλοι μὲ προκατάληψη καὶ δυσπιστία ἀγωνίζονται νὰ διαστρέψουν τὰ γεγονότα καὶ νὰ ἀπομακρύνουν τὸν Χριστὸ καὶ τὴ διδασκαλία Του ἀπὸ τὴ ζωή τους.
Παρατηρῶντας τὴν ἱστορία, ἔχει νὰ μᾶς παρουσιάσει ἕνα πλῆθος πιστῶν, ποὺ προσκύνησαν τὸν Κύριο καὶ τὸν δέχθηκαν ὡς Θεὸ καὶ Σωτῆρα. Μία στρατιὰ ὁλόκληρη ἀνθρώπων, ποὺ καὶ τὴ ζωή τους θυσίασαν, γιὰ νὰ ὁμολογήσουν τὸν Χριστὸ καὶ νὰ μείνουν σταθεροὶ στὴν πίστη τους. Ὑπῆρξε ὅμως καὶ μία μερίδα ἀνθρώπων ποὺ ἔμειναν ψυχροὶ καὶ ἀδιάφοροι μπροστά Του. Καὶ ἄλλη μία ὁμάδα ἀνθρώπων ποὺ ἐδίωξαν τὸν Χριστὸ καὶ ἐπιχείρησαν μὲ δόλια μέσα νὰ ἀφανίσουν τὸ ὄνομά Του ἀπὸ τὴν ἱστορία. Ἕνας τέτοιος διώκτης τὴν ἐποχὴ ποὺ γεννήθηκε ὁ Χριστὸς ἦταν ὁ Ἡρώδης. Ἐκεῖνος ποὺ ἐπεδίωξε νὰ φονεύσει τὸν Χριστό. Ὑπάρχουν ὅμως καὶ σήμερα ὅμοιοι μὲ τὸν Ἡρώδη ποὺ ἀγωνίζονται νὰ σκοτώσουν τὸν Χριστὸ στὶς καρδιὲς τῶν πιστῶν.
Μέσα σ’ αὐτὴ τὴν ἔντονη ζωή· τὸ θόρυβο καὶ τὸ συναγερμὸ τῶν Χριστουγέννων· ἀνάμεσα στὰ δῶρα καὶ τὶς διασκεδάσεις προβάλλει τὸ αἰώνιο ἐρώτημα: «ποῦ ἐστιν ὁ τεχθεὶς Βασιλεύς;». Ποιὰ θέση ἔχει στὴ ζωή μας; Ποιὰ θέση ἔχει στὴν καρδιά μας ὁ Βασιλεὺς τῶν Οὐρανῶν; Ποιὰ θέση τοῦ παραχωροῦμε στὴ γῆ μας, γιὰ νὰ γεννηθεῖ; Ποιὰ θέση τοῦ δίνουμε στὰ ἐνδιαφέροντα καὶ τὰ προβλήματα, στὶς ἀπασχολήσεις μας καὶ τὶς σκέψεις μας; Τοῦ ἔχουμε δώσει κάποιο τόπο νὰ μείνει; Τί θὰ ἀπαντούσαμε ὡς πρόσωπα, ὡς κοινωνία, ἂν μᾶς ἔθεταν τὸ ἐρώτημα: «ποῦ ἐστιν ὁ τεχθεὶς Βασιλεύς;»
Ἂς διερωτηθοῦμε ὅλοι μας ποιὸ ρόλο ἔχει ὁ Χριστὸς στὴν προσωπική μας ζωή, στὶς σκέψεις, τὶς ἐνέργειες, στὴ συμπεριφορά μας; Τί θέση τοῦ ἔχουμε δώσει στὴν καρδιά μας; Ἂν ναί, μὲ παρρησία μποροῦμε νὰ τὸ ὁμολογοῦμε: νὰ ἐδῶ σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο, σ’ αὐτὴ τὴν ἔκφραση τῆς ζωῆς μας, οἱ ἐκδηλώσεις μᾶς εἶναι χριστιανικές. Ἀποπνέει ἡ νοοτροπία ἢ τὸ βίωμά μας «Χριστοῦ εὐωδία». Ἐδῶ εἶναι ὁ «τεχθεῖς Βασιλεύς».
Ἂν ὅμως δὲν ὑπάρχει χῶρος γιὰ τὸν Χριστό, ἂς τοῦ δώσουμε. Ἂς τοῦ χαρίσουμε τὶς καρδιές μας, ἂς τοῦ χαρίσουμε τὴ ζωή μας. Ἂς ἀναζητήσουμε νὰ Τὸν βροῦμε. Καὶ ποῦ μποροῦμε νὰ Τὸν βροῦμε; Στὴν Ἐκκλησία Του, στὸ Εὐαγγέλιό Του, στὰ ἱερὰ μυστήρια. Ὁ Χριστὸς μᾶς περιμένει. Θὰ τὸν συναντήσουμε στὰ πρόσωπα τῶν φτωχῶν ἀδελφῶν μας, στὶς γεμᾶτες καλοσύνη καὶ ἀγάπη καρδιές, ἀνάμεσα στοὺς ταπεινοὺς καὶ ἁγνοὺς ἀνθρώπους.
Ἡ μεγάλη Δεσποτικὴ ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων, ἀγαπητοί μου, ἂς μᾶς δώσει μία εὐκαιρία νὰ ἀκούσουμε τὸ ἀγγελικὸ χαρμόσυνο μήνυμα: «Ἐτέχθη ἡμῖν σήμερον Σωτήρ». Ὁ Χριστὸς γεννήθηκε, γιὰ νὰ μᾶς λυτρώσει ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, γιὰ νὰ μᾶς δώσει χαρά, νὰ μᾶς χαρίσει τὴν εἰρήνη καὶ τὴν εὐτυχία. Ἀκούγοντας τὸ μήνυμά Του, τὴν ὑπερκόσμια φωνή Του νὰ μᾶς καλεῖ νὰ Τὸν δεχθοῦμε, μὴ σκληρύνουμε τὶς καρδιές μας. Ἂς προσέξουμε νὰ μὴ συναντήσει καὶ πάλι στὶς καρδιές μας τὴν παγωνιὰ καὶ τὴν ἀδιαφορία. Νὰ μὴν συναντήσει τὴν περιφρόνηση καὶ τὴν ἄρνηση.
Ἂς ἀνοίξουμε τὶς καρδιὲς καὶ τὶς ψυχές μας, γιὰ νὰ βρεῖ τόπο ἐκεῖ «ὁ τεχθεὶς Βασιλεύς». Ἔτσι θὰ ζήσουμε πραγματικὰ καὶ αἰώνια Χριστούγεννα. Ἀμήν.
π.Ι.Μ.
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ
ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ
Κυριακὴ πρὸ τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως (Ματθ. α´ 1-25)
(23η Δεκεμβρίου 2012)
«Διὰ πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας... ἔφραξαν στόματα λεόντων,...
ἐνεδυναμώθησαν ἀπὸ ἀσθενείας,...ἐλιθάσθησαν, ...ἐν φόνῳ μαχαίρας ἀπέθανον».
Ἕνας ἀληθινὰ ἐξαιρετικὸς λόγος πρὸς τοὺς δικαίους καὶ γενναίους μάρτυρες τῆς πίστεως τοῦ Χριστοῦ εἶναι τὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα.
Ἂν οἱ πρὸ Χριστοῦ μὲ τὴν πίστη ποὺ εἶχαν κατόρθωσαν τόσο μεγάλα καὶ θαυμαστὰ ἔργα, φαντάζεσθε τί μποροῦμε νὰ κατορθώσουμε ἐμεῖς ποὺ ζοῦμε στὴν ἐποχὴ τῆς Χάριτος τῆς Παρουσίας τοῦ Χριστοῦ, ἀπὸ τὴν ὁποία μποροῦμε νὰ ἀντλήσουμε χάρι καὶ εὐλογία.
Καὶ ἐπειδὴ ζοῦμε σὲ μία περίοδο ὅπου τὰ πάντα κλονίζονται, ἰδανικὰ καὶ ἀρχὲς ἀμφισβητοῦνται, νομίζω ὅτι εἶναι καλὸ νὰ δοῦμε κάποιους ἀπὸ τοὺς καρποὺς τῆς πίστεως.
1ον) Δίνει κουράγιο καὶ ἀντοχὴ στὸν καθημερινὸ ἀγῶνα τῆς ζωῆς μας· μέσα ἀπὸ δυσκολίες ὅπου συναντοῦμε πολλὲς φορὲς πικραινόμαστε, χάνουμε τὸ θάρρος μας, παρηγορίες πουθενά. Τότε παραλύει ἡ ψυχή μας.
Τὴ στιγμὴ ἐκείνη ὅμως ἔρχεται ἡ πίστη νὰ μᾶς στηρίξει. Πιστεύω δὲν σημαίνει ὅτι παραδέχομαι μερικὲς ἀλήθειες τῆς θρησκείας, ὅτι ὑπάρχει Θεός, ψυχή. Αὐτὰ τὰ πιστεύει καὶ ὁ διάβολος. Πιστεύω θὰ πεῖ ἐμπιστεύομαι, παραδίδομαι ὁλόκληρος στὴν Ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν ἀμφιβάλλω γιὰ τὴν προστασία του.
Ὅταν ὅλοι οἱ δρόμοι κλείνουν, ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει πίστη περιμένει τὴν ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ. Τότε ὁ Θεὸς θὰ δώσει τὴν λύση.
2ον) Δίνει νόημα στὴ ζωή μας. Ἡ πίστη εἶναι αὐτὴ ποὺ συνδέει τὴν θεωρία μὲ τὴν πράξη καὶ αὐτὸ βιώνεται μέσα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας. Ὁ Χριστὸς γιὰ μᾶς τοὺς Ὀρθοδόξους δὲν εἶναι ἕνας ἐπιπλέον σοφὸς καὶ καλὸς ἄνθρωπος ποὺ γεννήθηκε πρὶν ἀπὸ δύο καὶ πλέον χιλιετίες. Ἀλλὰ εἶναι ὁ παρὼν Θεὸς ποὺ προσφέρεται μέσα ἀπὸ τὰ Ἅγια Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἡ πίστη σ’ αὐτὸν τὸν Θεὸ δίνει νόημα στὴ ζωή μας καὶ ὄχι ὅλες οἱ ξενόφερτες ἑορταστικὲς συνήθειες τῶν Χριστουγέννων ποὺ εἶναι Χριστούγεννα χωρὶς Χριστό.
3ον) Φωτίζει τὴ ζωή μας. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔχει εἰλικρινῆ πίστη δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ μὴ βλέπει τὸν διπλανό του σὰν τὸν θεό του «ἐφόσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἐλαχίστων ἐμοὶ ἐποιήσατε». Αὐτὴ ἡ ἔμπρακτη ἀπόδειξη τῆς Ἀγάπης θὰ μᾶς ὁδηγήσει σ’ ἔργα γιὰ τὸ κοινὸ καλό. Τὸ φῶς, ποὺ εἶναι ὁ Χριστός, θὰ μᾶς ὁδηγεῖ στὸν ἀγῶνα, γιὰ νὰ ἀνακουφίσουμε τὸν ἀδύναμο καὶ νὰ στηρίξουμε τὸν κλονισμένο ἀδελφό μας. Μὲ σύμμαχο τὴν πίστη θὰ γίνουμε ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλο τὸ φωτεινὸ ἀστέρι ποὺ θὰ μᾶς ὁδηγεῖ στὴ φάτνη τῆς Γεννήσεως.
4ον) Εἶναι ἡ βάση, γιὰ νὰ οἰκοδομήσουμε τὴν πνευματική μας ζωή. Εἶναι αὐτὴ ποὺ μᾶς δίνει τὴ δύναμη νὰ παλέψουμε μὲ τὸν παλαιὸ ἄνθρωπο καὶ νὰ νικήσουμε τὸ ἀρωστημένο πολλὲς φορὲς ἐγώ μας. Νὰ θυσιαστοῦμε γιὰ τὴν Ἀγάπη πρὸς τὸν συνάνθρωπο. Ἡ Ὀρθόδοξη πίστη μας θεμελιώθηκε πάνω στὴ θυσία τοῦ Χριστοῦ, στὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν μαρτύρων ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν. Χωρὶς πίστη τίποτα μεγάλο δὲν μπορεῖ νὰ γίνει.
καὶ 5ον) Τὸ μεγαλύτερο κατόρθωμα τῆς πίστης στὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι νὰ μπορεῖ νὰ ἀποκτήσει τὴν ἁγία ζωή, τὴν ἀρετή, τὴν ἕνωσή του μὲ τὸν Θεὸ μέσα ἀπὸ τὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας. Σ’ αὐτὸν τὸν ἀγῶνα δὲν ἔχουμε νὰ κάνουμε μόνο μὲ τὸν ἑαυτό μας καὶ τὶς συνήθειές μας, ἔχουμε νὰ ἀντιμετωπίσουμε τὸν διάβολο, τὸ ἁμαρτωλὸ περιβάλλον, ὥστε ἡ ψυχὴ νὰ λυγίζει μπροστὰ σ’ αὐτα τὰ ἐμπόδια. Μόνο ἡ πίστη ὅμως μπορεῖ νὰ ἔχει τὴ δύναμη νὰ δώσει στὴν ψυχή μας τὸ κουράγιο νὰ παλέψει μὲ ὅλα αὐτὰ καὶ μὲ τὴ Χάρι τοῦ Θεοῦ νὰ τὰ νικήσει.
Ἀδελφοί μου, εὔχομαι ἡ χαρὰ τῶν Χριστουγέννων νὰ εἶναι μιὰ προσωπικὴ ἐπαφὴ καὶ ἀρχὴ τῆς πιστῆς σχέσεώς μας μὲ τὸν Χριστό, ποὺ θὰ κρατήσει αἰώνια, διότι αἰώνιος εἶναι καὶ ὁ Θεός μας. Ἀμήν.
π.Γ.Σ.
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ
ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ
ΙΑ´ Κυριακὴ τοῦ Λουκᾶ (Λουκ. ιδ΄16 -24)
(16η Δεκεμβρίου 2012)
Τὸ Μεγάλο Δεῖπνο
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί,
Μὲ τὴ χάρι τοῦ Θεοῦ διανύουμε τὴν περίοδο τῆς Τεσσαρακοστῆς τῶν Χριστουγέννων καὶ σὲ δέκα ἡμέρες θὰ ἑορτάσουμε τὴ μεγάλη ἑορτὴ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ.
Ἡ Ἐκκλησία μας καθόρισε νὰ ἀναγινώσκεται δύο Κυριακὲς πρὶν τὰ Χριστούγεννα ἀπὸ τὸ κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιο ἡ παραβολὴ τοῦ Μεγάλου Δείπνου.
Ὁ Κύριος ἔλαβε τὴν ἀφορμὴ νὰ πεῖ αὐτὴ τὴν παραβολή, ὅταν ἦταν καλεσμένος γιὰ δεῖπνο στὸ σπίτι ἑνὸς Φαρισαίου κάποιο Σάββατο. Ἔλεγε δὲ στὸν οἰκοδεσπότη ποὺ τὸν εἶχε προσκαλέσει τὰ ἑξῆς: «Ὅταν παραθέτεις κάποιο γεῦμα ἢ δεῖπνο μὴ προσκαλεῖς σ’ αὐτὸ τοὺς ἀδελφούς σου ἢ τοὺς συγγενεῖς σου ἢ τοὺς φίλους σου ἢ τοὺς πλουσίους γείτονές σου, ποὺ μποροῦν ὁμοίως νὰ σοῦ ἀνταποδώσουν καὶ νὰ σὲ προσκαλέσουν σὲ γεῦμα, ἀλλὰ νὰ καλεῖς φτωχούς, ἀναπήρους, τυφλούς, καὶ τότε θὰ εἶσαι μακάριος, διότι αὐτοὶ δὲν θὰ μποροῦν νὰ σοῦ ἀνταποδώσουν τὸ καλὸ ποὺ ἔκανες, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο θὰ ἀνταποδώσει ὁ Θεὸς στὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν» κατὰ τὴν Δευτέρα Παρουσία του. Ὅταν ἄκουσε τὰ λόγια τοῦ Κυρίου κάποιος ἀπὸ τοὺς καλεσμένους Φαρισαίους, εἶπε: «μακάριος ἐκεῖνος ποὺ θὰ καθίσει στὸ γεῦμα τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ»(δ΄ 12 -15).
Οἱ Φαρισαῖοι πίστευαν στὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, ἀλλὰ νόμιζαν ὅτι μετὰ τὴν ἀνάσταση οἱ ἄνθρωποι θὰ ζοῦν μὲ τὸ ὑλικό τους σῶμα καὶ ὅτι θὰ τρῶνε καὶ θὰ πίνουν. Ὁ Κύριος, λοιπόν, μὲ ἀφορμὴ τὰ ἀνωτέρω, τοὺς λέει τὴν παραβολὴ ποὺ ἀκούσαμε σήμερα, τοῦ Μεγάλου Δείπνου.
Γιατὶ εἶναι μεγάλο τὸ Δεῖπνο; Διότι αὐτὸς ποὺ καλεῖ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ μεγάλος Θεός, εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Ὅπως λέμε στὴ Θεία Λειτουργία ὁ Κύριος εἶναι «ὁ προσφέρων καὶ προσφερόμενος, ὁ προσδεχόμενος καὶ διαδιδόμενος». Ὁ Χριστὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ προσφέρει καὶ ταὐτόχρονα προσφέρεται στοὺς πιστούς. Εἶναι ἐκεῖνος ποὺ προσδέχεται καὶ διαδίδεται. Ἀκόμη εἶναι μεγάλο τὸ Δεῖπνο, διότι τὰ παρατιθέμενα στὸ τραπέζι εἶναι μεγίστης πνευματικῆς ἀξίας. Δηλαδὴ δὲν πρόκειται ἐδῶ περὶ ὑλικῆς τροφῆς ἀλλὰ οὐράνιας τροφῆς ποὺ εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Λέει ὁ ἀπ. Παῦλος στὴν ἐπιστολή του πρὸς τοὺς Ρωμαίους: «Οὐ γάρ ἐστιν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ βρῶσις καὶ πόσις, ἀλλὰ δικαιοσύνη καὶ χαρὰ ἐν πνεύματι Ἁγίῳ» (Ρωμ. ιδ΄17). Δηλαδή, ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι θέμα φαγητοῦ καὶ ποτοῦ, ἀλλὰ εἶναι δικαιοσύνη καὶ εἰρήνη καὶ χαρά, ποὺ χαρίζει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα.
Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἀγαπητοί μου, δὲν εἶναι μόνο ἕνα γεγονὸς τοῦ μέλλοντος, εἶναι ταὐτόχρονα καὶ μιὰ ἐπίγεια πραγματικότητα. Εἶναι ἡ Ἐκκλησία ποὺ ἵδρυσε ὁ Κύριος μὲ τὴν παρουσία του ὡς Θεάνθρωπος ἐπάνω στὴ γῆ, εἶναι ἡ ἐν Χριστῷ ζωὴ τῶν πιστῶν. Ὁ Ἴδιος εἶπε: «ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ὑμῶν ἐστι», εἶναι μέσα μας. Ὅποιος ζεῖ ἐν Χριστῷ γεύεται τὴ Βασιλεία Του ἀπὸ τὴ ζωὴ αὐτὴ ἐν μέρει, γιὰ νὰ τὴν ἀπολαύσει ὁλόκληρη στὸν οὐρανό, ὅπου θὰ βλέπει τὸν Κύριο «πρόσωπον πρὸς πρόσωπον». Γράφει ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ νέος Θεολόγος: «ὅποιος δὲν δεῖ τὸν Χριστὸ ἐδῶ στὴ γῆ, δὲν θὰ τὸν δεῖ οὔτε στὸν οὐρανό».
Λέει ἀκόμη ὁ Κύριος στὴν παραβολὴ ὅτι ὁ οἰκοδεσπότης ἔστειλε τὸν δοῦλο του νὰ εἰδοποιήσει τοὺς καλεσμένους. Ὑπῆρχε, λοιπόν, κάποια συγκεκριμένη ὥρα γιὰ τὴ συμμετοχὴ στὸ δεῖπνο. Ποιὰ εἶναι αὐτὴ ἡ ὥρα; Αὐτὴ ἡ ὥρα ἀρχίζει μὲ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ Λόγου. Ἡ ἀνθρωπότητα ὁλόκληρη περίμενε μέσα στοὺς αἰῶνες νὰ ἔρθει ὁ Μεσσίας, ὁ Λυτρωτὴς τοῦ κόσμου, περίμενε αὐτὸ τὸ μεγάλο Δεῖπνο τοῦ Θεοῦ. Ὅταν μᾶς καλέσει κάποιο σπουδαῖο καὶ μεγάλο πρόσωπο στὸ σπίτι του, γιὰ νὰ μᾶς προσφέρει ἕνα δεῖπνο μαζί του, περιμένουμε μὲ ἀνυπομονησία πότε θὰ ἔρθει ἐκείνη ἡ ἡμέρα καὶ ἡ ὥρα νὰ πᾶμε στὸ σπίτι του, διότι αὐτὴ ἡ πρόσκληση μᾶς περιποιεῖ μεγάλη τιμή. Κάλεσε ὁ Θεὸς τοὺς ἀνθρώπους σὲ ἕνα παγκόσμιο Δεῖπνο ἁπλωμένο σ’ὅλη τὴ γῆ καὶ σὲ ὅλους τοὺς αἰῶνες μέχρι τὴ συντέλεια τοῦ κόσμου. Γιὰ τοὺς Ἑβραίους ἡ Γέννηση τοῦ Μεσσία ἦταν ἡ ὥρα ποὺ προσκλήθηκαν στὸ Δεῖπνο. Ἀλλὰ αὐτοὶ ἀρνήθηκαν τὴν πρόσκληση καὶ ἄφησαν τὴν ὥρα αὐτὴ νὰ χαθεῖ. Αὐτὸ ἦταν τὸ πιὸ τραγικὸ λάθος τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ. Καὶ ὄχι μόνο τὴν ἄφησαν νὰ πάει χαμένη, ἀλλὰ καὶ ἔγιναν ἐχθροὶ καὶ πολέμιοι τοῦ ἰδίου τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Ἦρθε ὅμως μετὰ ἡ ὥρα τῶν ἐθνῶν. Ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες ἀνήκαμε στὸν ἐθνικὸ κόσμο, στοὺς εἰδωλολάτρες, καὶ δεχθήκαμε ἀπὸ τὸν ἀπόστολο Παῦλο τὴν πρόσκληση στὸ Μεγάλο Δεῖπνο.
Καὶ ποιὰ εἶναι, ἀγαπητοί μου, ἐκεῖνα ποὺ ἑτοίμασε ὁ Χριστός; Εἶναι ὅσα ἔφερε πάνω στὴ γῆ μὲ τὴ Γέννηση, τὴ Σταύρωση, τὴν Ἀνάσταση καὶ Ἀνάληψή του. α) Εἶναι ἡ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν ὅλων τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα καὶ ἐν συνεχείᾳ ἡ συγχώρηση ὅλων τῶν ἁμαρτιῶν μας, ὅσο βαριὲς καὶ ὅσο πολλὲς κι’ ἂν εἶναι αὐτές, μὲ τὴν μετάνοια καὶ τὴν ἐξομολόγησή μας. Ἐλευθερώνεται ὁριστικὰ ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς ἁμαρτίας. β) Ἕνα ἀκόμη ἀγαθὸ ἀπὸ τὰ προσφερόμενα στὸ Τραπέζι τοῦ Θεοῦ εἶναι τὸ μεγάλο δῶρο τῆς υἱοθεσίας. Οἱ ἄνθρωποι ἀποποιήθηκαν τὸν Θεὸ σὰν Πατέρα τους, ἔπαψαν νὰ θεωροῦν τοὺς ἑαυτούς τους παιδιὰ τοῦ Θεοῦ καὶ θέλησαν νὰ υἱοθετηθοῦν ἀπὸ τὸν Διάβολο. Μὲ τὴν ἐνσάρκωση τοῦ Θεοῦ Λόγου ἔρχεται ἡ ἀπελευθέρωσή μας καὶ γινόμαστε πάλι παιδιὰ τοῦ Θεοῦ, μελλοντικοὶ πολῖτες τῆς Βασιλείας ποὺ μᾶς προσφέρει ὁ Θεός. γ) Κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς ὁ Κύριος ἔστειλε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα στοὺς μαθητές Του, τὸ ὁποῖο ἔκτοτε μένει στὸν κόσμο καὶ ἔτσι μπορεῖ ὁ κάθε ἄνθρωπος μὲ τὸ Βάπτισμα καὶ τὸ Χρῖσμα νὰ γίνεται μέτοχος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Δηλαδὴ ὁ ἄνθρωπος γίνεται πνευματοφόρος. Εἶναι ἀκόμη ἕνα δῶρο ποὺ προσφέρει στὸ Δεῖπνο Του ὁ Κύριος. Αὐτὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ποὺ δόθηκε πλουσιοπάροχα στοὺς μαθητές, συνεχίζει νὰ προσφέρεται καὶ σήμερα στοὺς πιστούς. Ἔτσι ὁ πνευματοφόρος ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ ἀπολαμβάνει ἤδη ἀπὸ τὴ ζωὴ αὐτὴ τὰ ἀγαθὰ τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Ἀγαπητοί μου, τὸ τραπέζι τοῦ Δείπνου εἶναι πάντοτε στρωμένο μὲ τὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ. Ὅσο ζοῦμε ἡ πρόσκληση ἰσχύει. Ἂς τὴν δεχθοῦμε, γιατὶ ἀφορᾷ στὴ σωτηρία μας. Ἀμήν.
π.Α.Μ.
ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ
Ι´ Κυριακὴ τοῦ Λουκᾶ (Λουκ. ιγ΄10-17)
(9η Δεκεμβρίου 2012)
Τὸ φοβερὸ πάθος τῆς ὑποκρισίας ποὺ εἶναι γέννημα τοῦ ἐγωισμοῦ, καρπὸς τοῦ φθόνου καὶ ἀποτέλεσμα τῆς κενοδοξίας τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεται νὰ στιγματίσει ἡ σημερινὴ Εὐαγγελικὴ περικοπή.
Προσερχόμενος ὁ Κύριος στὴν ἑβραϊκὴ συναγωγή, μὲ πόνο ψυχῆς βλέπει μία γυναῖκα, ἡ ὁποία κυρτωμένη δεκαοκτὼ ὁλόκληρα χρόνια δὲν μποροῦσε νὰ δεῖ οὔτε τὸ πρόσωπό Του. Ὁ Ἰησοῦς θεραπεύει τὴν ταλαίπωρη γυναῖκα ἀπὸ τὴν βασανιστική της ἀσθένεια, σκορπίζοντας χαρὰ καὶ δοξολογία σὲ ὅσους ἀντίκρυσαν τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ.
Ἕνας μόνον δὲν ἄντεξε τὸ θαυμαστὸ γεγονός. Δὲν μπόρεσε νὰ νικήσει τὸν φθόνο του πρὸς τὸν θεάνθρωπο Ἰησοῦ, ὥστε νὰ ἐκφράσει καὶ ἐκεῖνος ὅπως ὅλοι τὴν εὐχαριστία του στὸ Θεό. Πάτησε πάνω στὸ νόμο, γιὰ νὰ διδάξει τὸν ἴδιο τὸν Νομοθέτη καὶ θέλησε νὰ ὑπερυψώσει τὴν ἀργία τοῦ Σαββάτου σὲ Αὐτὸν ποὺ τὴν θέσπισε. Δὲν εἶναι τυχαῖο τὸ πρόσωπο οὔτε ἄγευστο τοῦ νόμου καὶ τῆς τάξεως. Εἶναι ὁ ἀρχισυνάγωγος, ὁ προεστὼς θὰ λέγαμε, τῆς Συναγωγῆς. Τὰ κίνητρά του ὅμως δὲν ἦταν ἄδολα. Κινούμενος ἀπὸ φθόνο καὶ ὑποκρισία, προφασιζόμενος ὅτι ἐκεῖνος μόνο ἐνδιαφέρεται γιὰ τὴν ἀκριβῆ τήρηση τοῦ Σαββάτου, προσπάθησε νὰ ἀκυρώσει τὸ θαῦμα.
Συχνὰ καὶ ἐμεῖς, μὲ τὸν ἕνα ἤ τὸν ἄλλο τρόπο, ἀπενεργοποιοῦμε ἐν τοῖς πράγμασι τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ, ὅταν αὐτὸ ἱκανοποιεῖ τὸν ἐγωισμό μας, ὅταν ἐξυπηρετεῖ τὴν ἄμετρη κενοδοξία μας καὶ ὅταν τροφοδοτεῖται ἀπὸ τὸν φθόνο ποὺ κυριεύει τὴν ψυχή μας πρὸς τὸ καλό. Ὁ ἀνεπίγνωστος ζῆλος εἶναι ἡ παθογένεια τῆς χριστιανικῆς μας ζωῆς.
Ἡ ὑποκρισία, ἀπετέλεσε συχνὰ γιὰ τὸν Κύριο πεδίο ἀντιπαράθεσης μὲ τοὺς Γραμματεῖς καὶ τοὺς Φαρισαίους. Πολλὲς φορὲς οἱ ἐκφραστὲς τοῦ ἑβραϊκοῦ νόμου θέλησαν νὰ ἀντιπαραθέσουν τὴν ἀκριβῆ τήρησή του μὲ τὸ μεγαλεῖο τῆς Θεότητός Του. Καὶ ὁ Ἰησοῦς ὅμως θέλησε μὲ θαυμαστὰ γεγονότα νὰ ἀνατρέψει τὴν ἄκριτη τήρησή του, ὄχι γιὰ νὰ τὸν ἀκυρώσει, ὅπως ἐκεῖνοι φανατικὰ ὑποστήριζαν, ἀλλὰ γιὰ νὰ καταδείξει σ’ αὐτοὺς καὶ σὲ ὅλους ἐμᾶς ὅτι ὁ ὑπέρτατος νόμος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἀγάπη Του γιὰ τὸν ἄνθρωπο.
Μέσα ἀπὸ τὸ προσωπεῖο τῆς θεοσέβειας ἀπέκρυπτε ὁ ἀρχισυνάγωγος τὸ τρομερὸ πάθος του. Καὶ ἐμεῖς προφασιζόμενοι τὸν ζῆλο μας στὴν χριστιανικὴ ζωή, ἀφαρπάζουμε τὸ δικαίωμα τοῦ Θεοῦ νὰ κρίνει τὸν κόσμο καὶ νὰ σώσει τὸν ἄνθρωπο. Νομίζουμε ἐσφαλμένα ὅτι ὁ προορισμὸς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι νὰ φαίνεται τηρητὴς τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ στοὺς ἄλλους καὶ ὄχι νὰ τηρεῖ τὶς ἐντολές Του ἐμπνεόμενος ἀπὸ τὴν ἀγάπη Του. Βλέπουμε τὴν ἀκίδα στὸ μάτι τοῦ ἀδελφοῦ μας καὶ δὲν διακρίνουμε τὸ δοκάρι στὸν ὀφθαλμό μας.
Στὶς μέρες μας, ὅλο καὶ ἐντονώτερα, παρουσιάζεται τὸ φαινόμενο νὰ εἶναι ἡ πίστη μας λιγότερο καρδιακή. Νὰ ἀκολουθεῖ κανόνες καὶ πρότυπα ποὺ καθιέρωσε ἕνας δυτικότροπος ἠθικισμός. Νὰ μεταμορφώνει τὴν ὀρθὴ πίστη σὲ ἠθικιστικὴ συμπεριφορὰ ἀνταλλάσοντας τὴν αὐθεντικότητα τοῦ ὀρθοδόξου φρονήματος μὲ τὴν ὑποκριτικὴ τακτικὴ νὰ δείχνουμε εὐσεβεῖς καὶ ἐνάρετοι στοὺς ἄλλους.
Ὅλα αὐτὰ ὁδήγησαν τὸν ἄνθρωπο νὰ χάσει τὴν ἀληθινὴ σχέση του μὲ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία. Ἡ συμμετοχή του στὰ μυστήρια ἔγινε ἐθιμικὴ. Ὁ Ἐκκλησιασμὸς ἀπὸ προσμονὴ συνάντησης μαζί Του, καθῆκον ἤ τυπικὴ ὑποχρέωση. Ἀκόμη καὶ τὸ μυστήριο τῆς Ἐξομολογήσεως, ὁ κατ’ ἐξοχὴν ὀρθόδοξος τρόπος προσέγγισης καὶ συμφιλίωσης τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό, ἀλλοιώθηκε ἀπὸ πολλοὺς καὶ μετετράπη σὲ τυπικὴ παράθεση ἁμαρτιῶν ἤ σὲ μέθοδο ψυχοθεραπείας μὲ θρησκευτικὸ περίβλημα. Ἡ ἐκκοσμίκευση ποὺ εἰσέβαλε στὴν Ἐκκλησία προκάλεσε δυστυχῶς πολλὲς ἀλλοιώσεις διατηρῶντας τὸν ἐξωτερικὸ τύπο, καταρρακώνοντας ὅμως τὸ εὐσεβὲς φρόνημα.
Ὅλα τὰ παραπάνω συνετέλεσαν, ὥστε ἡ μετοχή μας στὸ μυστήριο τοῦ Θεοῦ νὰ περιορίζεται μερικὲς φορὲς σὲ μιὰ ὑποκριτικὴ τακτικὴ τύπων καὶ τρόπων συμπεριφορᾶς ποὺ δὲν προδιαγράφουν τὴν σωτηρία μας. Ἕνας ἐκκλησιαστικὸς συγγραφέας γράφει σχετικά: «Τὸ μεγάλο ἁμάρτημα τῶν ὑποκριτῶν εἶναι ἡ ἔχθρα τους ἐναντίον τοῦ πνεύματος. Ἡ προσβολὴ τῆς ἀλήθειας καὶ ἡ προδοσία της. Οἱ κλέφτες ἁρπάζουν τὰ ἀναλώσιμα ἀγαθά, οἱ δολοφόνοι σκοτώνουν τὸ θνητὸ σῶμα, οἱ πόρνες μολύνουν τὴν σάρκα ποὺ προορίζεται νὰ λειώσει. Οἱ ὑποκριτὲς ὅμως κλέβουν τὶς ὑποσχέσεις γιὰ τὴν αἰωνιότητα, δολοφονοῦν τὶς ψυχές, μολύνουν τὶς συνειδήσεις. Ὁ λόγος τους ἀνατρέπεται ἀπὸ τὶς πράξεις, ὁ ἐσωτερικὸς ἄνθρωπος δὲν ἀνταποκρίνεται στὸν ἐξωτερικό, ἡ μυστικὴ βρωμιά τους διαψεύδει καὶ σβήνει κάθε τους φαινομενικὸ καλό».
Ἀδελφοί μου,
Ἂς ἐπανέλθουμε στὸ ἁγνὸ καὶ ἀνόθευτο φρόνημα τῶν πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἂς ἐπιστρέψουμε στὴν ἀστείρευτη πηγὴ τῶν ναμάτων τῆς πίστεώς μας. Ἂς προσέξουμε τὴν ὑποκρισία, ὅπως μᾶς συμβουλεύει ὁ Μέγας Βασίλειος, γιατὶ οἱ ὑποκριτὲς ἔχουν στὸ βάθος τῆς καρδιᾶς τους τὸ μῖσος, ἐνῷ τὸ πρόσωπό τους εἶναι χρωματισμένο μὲ ἀγάπη. Ἡ ὑποκρισία μοιάζει μὲ τοὺς ὑφάλους ποὺ καλύπτονται ἀπὸ λίγο νερό, γι’ αὐτὸ καὶ ἀποβαίνουν ἀπρόβλεπτο κακὸ σ’ αὐτοὺς ποὺ δὲν τοὺς ἀποφεύγουν.
Ἱ.Σ.
ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ
ΙΔ´ Κυριακὴ τοῦ Λουκᾶ (Λουκ. ιη΄35-43)
(2α Δεκεμβρίου 2012)
«Κύριε, ἵνα ἀναβλέψω»
Στὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ὁ Χριστὸς βρίσκεται γιὰ τελευταία φορὰ στὴν Ἱεριχὼ λίγες ἡμέρες πρὶν τὴν Σταύρωσή Του. ῾Ετοιμάζεται νὰ ἀναχωρήσει.῞Ενα μεγάλο πλῆθος ἀκολουθεῖ τὸν Κύριο. Μὲ μεγάλο ἐνδιαφέρον οἱ ἄνθρωποι ἀκούουν τὴ διδασκαλία Του. Τὴν ὡραία ἀτμόσφαιρα διαταράσσουν οἱ δυνατὲς κραυγές ἑνὸς τυφλοῦ. ῾Ο ἄνθρωπος αὐτὸς στεκόταν στὴν ἄκρη τοῦ δρόμου καὶ ζητιάνευε. Ἡ σωματικὴ τύφλωση τὸν εἶχε ὁδηγήσει στὸ κοινωνικὸ περιθώριο. Εἶχε πληροφορηθεῖ ὅτι ἐκεῖνες τὶς ἡμέρες βρισκόταν στὴν Ἱεριχὼ ὁ Ἱησοῦς Χριστός, γνώριζε ὅτι εἶχε ἐπιτελέσει πολλὰ θαύματα, ἰδιαιτέρως θεραπεῖες σὲ ἀρρώστους. Ὁ τυφλὸς Βαρτίμαιος (αὐτὸ ἦταν τὸ ὄνομά του) θεώρησε ὅτι εἶχε μπροστά του τὴν μοναδικὴ εὐκαιρία νὰ γιατρευθεῖ καὶ ὅτι δὲν ἔπρεπε νὰ τὴν ἀφήσει νὰ φύγει ἀνεκμετάλλευτη. Τὸ πλῆθος τοῦ κόσμου, ἡ ἱερότητα τῆς ὥρας τῆς διδασκαλίας, τὸ κῦρος τοῦ Διδασκάλου καὶ ἡ δική του κοινωνικὴ θέση τὸν ἐμπόδιζαν νὰ προσεγγίσει τὸν Χριστό. Δὲν θὰ γινόταν ἀντιληπτός, ἂν δὲν φώναζε μὲ δυνατὲς φωνές. Ἀναγνωρίζει τὴν μεσσιανικὴ ἰδιότητα καὶ ζητεῖ τὸ ἔλεος τοῦ Χριστοῦ. ῾Η ἄμεση καὶ ἐπείγουσα ἀνάγκη τῆς ὑγείας του καὶ ἡ ἔντονη ἐπιθυμία του νὰ γιατρευθεῖ τὸν σπρώχνουν σὲ αὐτὴν τὴν θερμὴ ἱκεσία.
Οἱ ἄνθρωποι ὅμως ποὺ προπορεύονταν, ποὺ βρίσκονταν γύρω ἀπ’ τὸν Χριστὸ καὶ θαύμαζαν τὴν διδασκαλία Του, ἐνοχλήθηκαν ἀπ’ τὶς φωνὲς τοῦ τυφλοῦ καὶ τὸν ἐπέπληξαν μὲ αὐστηρότητα. Ἀπαίτησαν ἀπ’ τὸν τυφλὸ νὰ σιωπήσει καὶ νὰ μὴ διακόπτει μὲ τὶς φωνές του τὴν ὡραία διδασκαλία. Ἀκόμη ἕνα ἐμπόδιο παρεμβάλλεται μεταξὺ τοῦ ἀνθρώπου ποὺ βρίσκεται σὲ ἀνάγκη καὶ τοῦ Θεανθρώπου. Πολλὲς φορὲς ἀρκετοὶ ἄνθρωποι ἐκφράζουν τὴν ἐπιθυμία νὰ γνωρίσουν τὸν Θεὸ καὶ νὰ ζήσουν μέσα στὴν Ἐκκλησία. Τὶς περισσότερες φορὲς ὅμως ἡ ἀναζήτηση αὐτὴ δὲν ὁλοκληρώνεται. Δὲν κατορθώνουν οἱ ἄνθρωποι νὰ ὑπερνικήσουν τὶς ἐσωτερικὲς ἀμφιβολίες τους. ῾Η ὑπερβολικὴ ἐμπιστοσύνη στὴν λογικὴ δὲν τοὺς ἀφήνει νὰ πιστεύσουν. Τὰ πάθη καὶ οἱ ποκίλες ἐξαρτήσεις τῆς ἁμαρτίας τοὺς κρατοῦν αἰχμαλώτους. Καὶ δυστυχῶς δὲν εἶναι μόνο ἡ περιρρέουσα κοινωνικὴ ἀτμόσφαιρα, ὁ κόσμος ποὺ ζῆ μακριὰ ἀπ’ τὸν Θεό. Εἶναι ἀναμενόμενο ὅτι ὅλοι αὐτοὶ θέλουν νὰ ἀποτρέψουν τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους ἀπ’ τὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. ῾Υπάρχουν καὶ ἄνθρωποι στὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας ποὺ δηλώνουν ὅτι εἶναι καὶ λέγονται Χριστιανοί, οἱ ὁποῖοι ὅμως σκανδαλίζουν μὲ τὴν συμπεριφορά τους, τὴν ἀσυνέπεια στὴ ζωή τους καὶ τὴν τυπολατρεία τους στὴ σχέση τους μὲ τὸν Θεό. Ἀντὶ νὰ προσκαλοῦν καὶ νὰ προσελκύουν στὴν ζωὴ τῆς πίστεως μέσα στὴν Ἐκκλησία, αὐτοὶ ἀπωθοῦν καὶ σκανδαλίζουν. ῾Ο τυφλὸς ὅμως δὲν ἀπογοητεύεται καὶ δὲν ἀποθαρρύνεται. Ἐξακολουθεῖ νὰ φωνάζει μὲ μεγαλύτερη ἔνταση. Ἐπιμένει καὶ παρακάμπτει τὰ ἐμπόδια. ῾Η στάση αὐτὴ μᾶς διδάσκει ὅτι ἐκεῖνος ποὺ μὲ εἰλικρίνεια καὶ πραγματικὸ ἐνδιαφέρον ἀναζητεῖ τὸν Θεό, θὰ ὑπερνικήσει ὅλες τὶς δυσκολίες.
Καὶ τὸ σπουδαιότερο ἀπ’ ὅλα εἶναι ὅτι ὁ Ἴδιος ὁ Χριστὸς ἐπιβραβεύει τὴν ἐπιμονὴ τοῦ τυφλοῦ καὶ ανταποκρίνεται στὶς ἱκεσίες του. Διέκοψε γιὰ λίγο τὴν διδασκαλία Του, γιὰ νὰ ἀπευθύνει στὸν τυφλὸ τὴν ἐρώτηση τί ἀκριβῶς θὰ περίμενε ἀπ’ Αὐτόν. Μία ἐρώτηση ποὺ σὲ μᾶς ἴσως φαίνεται περιττή, ἐπειδὴ εἶναι φυσικὸ ἕνας ἄρρωστος νὰ ἐπιθυμεῖ νὰ ἀποκτήσει τὴν ὑγεία του.῾Η ἀπάντηση τοῦ τυφλοῦ ὅτι θέλει νὰ δεῖ ἀποδεικνύει ὅτι ἡ ἀνάγκη τῆς ὑγείας τὸν ὠθεῖ σὲ αὐτὴν τὴν ἔντονη ἱκεσία. Μία ἀνάγκη ἄμεση καὶ ἐπείγουσα, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ περιμένει, ἐπειδὴ ἡ ὅραση εἶναι ἡ πιὸ σημαντικὴ ἀπ’ τὶς σωματικὲς αἰσθήσεις. Οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι ποὺ παρευρίσκονταν ἐκεῖ καὶ θαύμαζαν τὴ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, εἶχαν θεωρητικὸ ἐνδιαφέρον, θρησκευτικὴ περιέργεια μᾶλλον, παρὰ ἀληθινὴ ἀναζήτηση.῞Οπως ὁ πλούσιος νεανίσκος τῆς προηγούμενης Κυριακῆς ἤθελε νὰ ἀνοίξει μία θεωρητικὴ συζήτηση μὲ τὸν Χριστὸ γιὰ τὴν αἰώνια ζωή. Αὐτὴ ἦταν μία ἐρώτηση ποὺ ὑπῆρχε μόνο μέσα στὴν σκέψη του, τὸν ἀπασχολοῦσε ἀπ’ τὴν νεανική του ἡλικία, μποροῦσε νὰ ἀναβάλει γιὰ ἀργότερα τὴν συζήτηση καὶ τελικὰ ἀπέτυχε νὰ συναντήσει τὸν Χριστό. ῾Ο Χριστὸς ἔστρεψε τὴν προσοχή Του στὸν τυφλό, τὸ θαῦμα πραγματοποιήθηκε ἀμέσως καὶ ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου ἄλλαξε. Μέσα σὲ συγκεντρωμένο πλῆθος ἐκτὸς ἀπ’ τὸν τυφλὸ Βαρτίμαιο βρέθηκαν τόσο ὁ ἀρχιτελώνης Ζακχαῖος λίγο πρὶν στὴν ἴδια πόλη (τὴν Ἱεριχώ) ὅσο καὶ ἡ αἱμορροοῦσα στὴν Καπερναούμ. Σ’ αὐτὲς τὶς τρεῖς περιπτώσεις, μέσα στὸ πλῆθος μόνο αὐτοὶ οἱ συγκεκριμένοι ἄνθρωποι κρίθηκαν κατάλληλοι νὰ λάβουν τὴ εὐεργεσία ἀπ’ τὸν Χριστό.
Ἡ Ἐκκλησία μας, ἀδελφοί μου, ἀναγινώσκει αὐτὴν τὴν περικοπὴ εἴτε λίγο πρὶν τὴν ἔναρξη τοῦ Τριῳδίου εἴτε λίγες ἑβδομάδες πρὶν τὰ Χριστούγεννα. ῾Ο Χριστὸς ἦλθε στὸν κόσμο, γιὰ νὰ ἐγκαινιάσει μία νέα ζωὴ γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Ὄχι γιὰ νὰ διατυπώσει ἁπλῶς ὡραῖες ἰδέες. Καὶ ἄλλοι ἔχουν διακηρύξει σοφὲς σκέψεις. Καὶ σήμερα ἐμεῖς διανύουμε μία περίοδο κρίσεως, ἀλλὰ δὲν μετανοοῦμε. Δὲν ζητοῦμε ἀπ’ τὸν Χριστὸ τὶς λύσεις στὸ ἀδιέξοδο. Μόνο ἀκατάσχετες συζητήσεις γίνονται, ἀλλὰ κανένα οὐσιαστικὸ ἀποτέλεσμα δὲν ἐπιτυγχάνεται. ῾Ο τυφλὸς τῆς Ἱεριχοῦς ἀξιοποίησε τὴν εὐκαιρία τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ, παρέκαμψε μὲ θάρρος ὅλα τὰ ἐμπόδια καὶ ἀξιώθηκε νὰ ζήσει τὸ θαῦμα.
π. Ν.Η.
ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ
ΙΓ´ Κυριακὴ τοῦ Λουκᾶ (Λουκ. ιη´ 18-27)
(25η Νοεμβρίου 2012)
Τοῦ πλουσίου νεανίσκου
Ἡ σημερινὴ Εὐαγγελικὴ περικοπὴ ἀναφέρεται στὸν διάλογο ποὺ εἶχε ο Κύριος μὲ κάποιο νέον ἄρχοντα, ὁ ὁποῖος Τὸν πλησίασε ἐνδιαφερόμενος νὰ μάθει τὸν τρόπο, μὲ τὸν ὁποῖο θα μποροῦσε να κληρονομήσει τὴν αἰώνιο ζωή. Τὸ ἐρώτημα τοῦ ἄρχοντος ἦταν ἁπλὸ καὶ οὐσιαστικό, καὶ κατ’ ἀρχὴν ἐπαινετό: «διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;». Τί τὸ μεμπτὸ θὰ μποροῦσε να κρύβει ἡ φαινομενικὴ ἀγωνία ἑνὸς νέου καὶ εὐσεβοῦς ἀνθρώπου γιὰ τὴν σωτηρία του; Ὁ παντογνώστης Κύριος, ὄμως, βλέποντας ἀπ’ εὐθείας στὴν καρδιὰ τοῦ ἄρχοντος καὶ μὴ μένοντας στὴν ἐπιφάνεια τῶν λόγων του, ξεκόβει ἀμέσως μὲ τὴν ἀπάντησή του τὴν περιττὴ διάθεση περιποιητικῆς φιλοφροσύνης: «τί με λέγεις ἀγαθόν; Οὐδεὶς ἀγαθὸς εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός». Σὰν νὰ τοῦ λέει, δηλαδή: «ἀφοῦ δὲν πιστεύεις στὴν θεία φύση μου, δἐν πιστεύεις ὅτι εἶμαι Θεός, τί μὲ λὲς ἀγαθό; Ἀγαθὸς ἀπὸ τὴν φύση Του εἶναι μόνον ἕνας, ὁ Θεός. Κανεὶς ἄλλος!». Καὶ συνεχίζει ὁ Κύριος: «τὰς ἐντολὰς οἶδας· μὴ μοιχεύσῃς, μὴ φονεύσῃς, μὴ κλέψῃς, μὴ ψευδομαρτυρήσῃς, τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου».
Ἡ ἀπάντηση τοῦ Κυρίου ἴσως να ξάφνιασε τὸν νέο, ἴσως καὶ νὰ τὸν ἀπογοήτευσε λίγο. Ἦταν τηρητὴς τοῦ Νόμου ἀπὸ τὰ μικρά του χρόνια καὶ τὶς ἐντολὲς τὶς γνώριζε καλά. Κάτι τοῦ ἔλειπε, ὅμως. Αἰσθανόταν, ἴσως, ὅτι ἡ ἁπλῆ τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου δὲν θὰ τοῦ ἔδινε τὸ ποθούμενο τέλος, δηλαδὴ τὸ νὰ κληρονομήσει τὴν αἰώνιο ζωή. Καὶ πλησίασε τὸν Ἰησοῦ ἔχοντας ἀκούσει τὴν δημόσια διδασκαλία Του καὶ διερωτώμενος ἂν Αὐτὸς μποροῦσε νὰ δώσει λύση στὸ ἐσωτερικό του ἀδιέξοδο. Ἀπαντᾶ, λοιπόν, συνοπτικά: «ταῦτα πάντα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου». Ὁ Κύριος ἀσφαλῶς προγνώριζε τὴν ζωὴ τοῦ ἄρχοντος, ὅπως γνώριζε πολὺ καλὰ καὶ τί ἦταν αὐτὸ ποὺ τὸν ἐμπόδιζε να βαδίσει πρὸς τὴν τελειότητα. Γι’ αὐτὸ ξεκίνησε ἀπὸ τὰ βασικὰ τοῦ Νόμου καὶ θέλησε ὁ νέος νὰ Τὸν διαβεβαιώσει δημόσια γιὰ τὴν τήρησή τους, πρὶν προχωρήσει στὰ λεπτότερα καὶ ἀνώτερα. Καὶ ὄπως πολὺ ὡραῖα λέει ὁ Μ. Βασίλειος γιὰ τὸ σημεῖο αὐτό, εἶναι σὰν νὰ ρωτάει ὁ δάσκαλος τὸν μαθητὴ ἐὰν ἔμαθε τὰ γράμματα τῆς ἀλφαβήτου καὶ ἐὰν διδάχθηκε τὶς συλλαβές, γιὰ νὰ προχωρήσει στὴν τέλεια ἀνάγνωση. Διότι, πῶς θα μποροῦσε ὁ μαθητὴς νὰ προχωρήσει στὴν ἀνάγνωση, ἐὰν πρῶτα δὲν ἔχει μάθει νὰ συλλαβίζει;
Στὸ σημεῖο αὐτό, ἀκριβῶς, ὁ Κύριος δίνει τὴν οὐσιαστικὴ ἀπάντηση στὴν ἀναζήτηση τοῦ νέου ἄρχοντος, μιὰ ἀπάντηση ὅμως, ποὺ ἀντὶ νὰ τὸν ἀναπαύσει καὶ νὰ τὸν βγάλει ἀπὸ τὸ ἀδιέξοδό του ἔμελλε νὰ τὸν βυθίσει στὴν θλίψη: «ἔτι ἕν σοι λείπει· πάντα ὅσα ἔχεις πώλησον καὶ διάδος πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι», δηλαδή, «ἀκόμα ἕνα πρᾶγμα σοῦ λείπει γιὰ να εἶσαι τέλειος, ἐὰν ἔχεις τηρήσει, ὄπως λές, ὅλες τὶς ἐντολές· πούλα ὅλα τα ὑπάρχοντά σου καὶ μοίρασέ τα μὲ σύνεση στοὺς φτωχοὺς καὶ θὰ ἀποκτήσεις ἔτσι θησαυρὸ οὐράνιο καὶ αἰώνιο, ἀπαλλασσόμενος ἀπὸ τὸν ἐπίγειο ποὺ ἔχεις τώρα καὶ ποὺ θὰ χαθεῖ, ὅταν πεθάνεις, καὶ ἐν συνεχείᾳ ἀκολούθησέ με, δηλαδή, γίνε μαθητής μου ὄχι μόνο στὴν ἀκτημοσύνη ἀλλὰ καὶ σὲ ὅλη τὴν νέα διδασκαλία μου, ποὺ συμπληρώνει καὶ τελειοποιεῖ τὸν Νόμο ποὺ ἀπὸ μικρὸς ἔμαθες». Ὁ κόσμος τοῦ νέου ἄρχοντος κατέρρευσε ὁλοκληρωτικὰ μὲ τὸ ἄκουσμα αὐτῆς τῆς ἀπαντήσεως καί, ὅπως συνεχίζει ἡ περικοπή: «περίλυπος ἐγένετο· ἦν γὰρ πλούσιος σφόδρα».
Αὐτὸ ἦταν τελικὰ τό μεγάλο βάρος στὴν ψυχὴ τοῦ νέου ποὺ διεῖδε ἐξ ἀρχῆς ὁ Ἰησοῦς καὶ ποὺ ἐμπόδιζε τὸν δρόμο του πρὸς τὴν πνευματικὴ τελειότητα. Ἡ ἀγάπη στὰ κοσμικὰ πλούτη καὶ τὰ χρήματα ποὺ τὰ εἶχε ἄφθονα, «ἦν γὰρ πλούσιος σφόδρα». Καὶ στὸ σημεῖο αὐτό, ὁ «ἐτάζων καρδίας καὶ νεφροὺς» Κύριος διατυπώνει ἐμφαντικὰ μιά μεγάλη ἀλήθεια: «πῶς δυσκόλως οἱ τὰ χρήματα ἔχοντες εἰσελεύσονται εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ! εὐκοπώτερον γάρ ἐστι κάμηλον διὰ τρυμαλιᾶς ῥαφίδος εἰσελθεῖν ἢ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν», δηλαδή, εἶναι εὐκολότερο νὰ περάσει ἀπὸ τὴν ὀπὴ μιᾶς βελόνας τὸ χοντρὸ σκοινὶ ποὺ χρησιμοποιεῖται στὰ πλοῖα παρὰ να μπεῖ πλούσιος στὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Δὲν εἶναι ἀδύνατον να σωθεῖ ἕνας πλούσιος, λέει ὁ Κύριος, ἀλλὰ εἶναι τόσο δύσκολο ποὺ μοιάζει ἀδύνατον. Καὶ ἐὰν ὁ Κύριος ζητεῖ τέτοια ὁλοκληρωτικὴ ἀφιέρωση στὴν διδασκαλία Του καὶ τέτοια περιφρόνηση τῶν ἐπιγείων ἀγαθῶν, στὰ ὁποῖα ὅλοι μας λίγο ἢ πολὺ εἴμαστε προσκολλημένοι, τότε ποιὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ πραγματικὰ μπορεῖ να σωθεῖ;
Αὐτὴ ἦταν καὶ ἡ εὔλογη ἀπορία τῶν μαθητῶν Του καὶ τῶν ὑπολοίπων παρευρισκομένων: «καὶ τὶς δύναται σωθῆναι;». Καὶ ὁ Κύριος ἀπαντᾶ μὲ μιὰ ἀκόμα μεγάλη ἀλήθεια ποὺ ἀποτελεῖ διαχρονικὴ πυξίδα τῶν ἀγωνιζομένων Χριστιανῶν: «τὰ ἀδύνατα παρὰ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστιν». Ἡ ὑπέρβαση τῶν ἐμποδίων στὸν δρόμο πρὸς τὴν αἰώνιο ζωὴ εἶναι ἔργο τῆς χάριτος καὶ ὄχι ἁπλὸ ἀποτέλεσμα ἀνθρώπινης προσπάθειας καὶ ἀρετῆς. Ἐμεῖς πρέπει νὰ τὸ θελήσουμε, νὰ τὸ ποθήσουμε καὶ νὰ κάνουμε τὸ κατὰ δύναμιν, καὶ τὰ ὑπόλοιπα εἶναι τοῦ Θεοῦ. «Ἡμῶν μὲν γάρ ἐστι τὸ θελῆσαι τὸ ἀγαθόν, Θεοῦ δὲ τὸ τελειῶσαι», λέει ο ἅγιος Θεοφύλακτος.
Εἶναι πράγματι «στενὴ καὶ τεθλιμμένη ἡ ὁδὸς ἡ ἀπάγουσα εἰς τὴν ζωήν», καὶ φαντάζει ἀκατόρθωτη, ἀλλὰ μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ τίποτα δὲν εἶναι ἀκατόρθωτο. «Ἄνευ ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν» προειδοποιεῖ ὁ Κύριος, ἀλλὰ ὁ ἀπ. Παῦλος μᾶς καθησυχάζει λέγοντας ὅτι «πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντί με Χριστῷ». Ὁ δρόμος τῆς τελειότητος εἶναι δύσκολος καὶ λίγοι τελικὰ θὰ τὸν κατορθώσουν. Ἀλλὰ δὲν θὰ σωθοῦν μόνον οἱ τέλειοι. Θὰ σωθοῦν καὶ ὅσοι προσπαθήσουν μὲ ὅλη τὴν δύναμη τῆς προαιρέσεώς τους. Καὶ ὁ ἀγωνοθέτης Χριστὸς θὰ κρίνει δίκαια καὶ τὸν ἐλάχιστο ἀπὸ ἐμᾶς. Δὲν εἴμαστε ὅλοι πρωταθλητὲς τῆς πίστεως, ἀλλὰ ὅλοι μποροῦμε νὰ γίνουμε τίμιοι ἀγωνιστές. Ἂς μὴ βγοῦμε πρῶτοι στὸν «προκείμενον ἡμῖν» ἀγῶνα, πρέπει ὅμως να προσπαθήσουμε μὲ φιλότιμο τοὐλάχιστον νὰ τερματίσουμε. Ἀκόμη κι ἂν δὲν μποροῦμε νὰ τηρήσουμε κι ἐμεῖς τὴν προτροπὴ τοῦ Κυρίου πρὸς τὸν πλούσιο ἄρχοντα νὰ τὰ πουλήσει ὅλα καὶ νὰ ἀφιερωθεῖ τελείως στὸ ἔργο τῆς σωτηρίας, μποροῦμε τοὐλάχιστον να προσπαθήσουμε μὲ προσευχὴ καὶ ἐξάσκηση τῶν ἀρετῶν νὰ μὴ προσκολληθοῦμε στὰ ἐπίγεια ἀγαθὰ καὶ νὰ διαχειριστοῦμε ὅσα μᾶς ἔδωσε ὁ Κύριος ἐπ’ ἀγαθῷ τῶν συνανθρώπων μας.
Κάποτε, ὁ Μ. Ἀντώνιος ἀκούγοντας τὴν ἴδια διήγηση ἀπὸ τὸ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιο στὴν Ἐκκλησία, ἐφήρμοσε ἐπ’ ἀκριβῶς τὰ λόγια τοῦ Κυρίου στὴν ζωή του, πουλῶντας ὅλα τα ὑπάρχοντά του. Καὶ ἀκολουθῶντας τὴν ζωὴ τῆς τελειότητος, πράγματι, ἔγινε Μέγας! Ἐμεῖς, βλέποντας τὸ παράδειγμα τέτοιων ἁγίων ποὺ ἐπιβεβαιώνουν μὲ τὴν ζωή τους τὸν λόγο τοῦ Κυρίου ὅτι «τὰ ἀδύνατα παρὰ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστιν», ἂς φιλοτιμηθοῦμε τοὐλάχιστον νὰ ξεκινήσουμε ἀπὸ τὴν πνευματικὴ ἀλφάβητο, ἐλπίζοντας ὅτι ὁ Κύριός μας θὰ ἀναπληρώσει τὰ ἐλλείποντα. Ἀμήν!
π. Ν.Μ.
ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ
Θ´ Κυριακὴ τοῦ Λουκᾶ (Λουκ. ιβ´ 16-21)
(18η Νοεμβρίου 2012)
ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΑΦΡΟΝΟΣ ΠΛΟΥΣΙΟΥ
Στὸ σημερινὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἀκούσαμε τὴν Παραβολὴ ποὺ εἶπε ὁ Χριστὸς γιὰ τὸν ἄφρονα πλούσιο.
Πρόκειται γιὰ τὸν ἄνθρωπο ἐκεῖνο τοῦ ὁποίου ὅλα τὰ κτήματα τὴν χρονιὰ ἐκείνη ἦταν καρποφόρα. Μπροστὰ στὴν ἀναμενόμενη πλούσια συγκομιδὴ ἄρχισε νὰ σκέπτεται καὶ νὰ στενοχωρεῖται τί θὰ ἦταν καλύτερο νὰ κάνει.
Ἀποφάσισε λοιπὸν νὰ γκρεμίσει τὶς ἀποθῆκες του, νὰ οἰκοδομήσει μεγαλύτερες, νὰ συγκεντρώσει ἐκεῖ ὅλο τὸν ὄγκο τῶν ἀγαθῶν τῆς χρονιᾶς, ὥστε νὰ εἶναι ἥσυχος γιὰ τὸ μέλλον, ἔχοντας ἐξασφαλισμένα τὰ εἰσοδήματά του. Καὶ ἐνῷ σκεφτόταν ὅλα αὐτά, τὸ ἵδιο βράδυ ἄκουσε τὴν φωνὴ τοῦ Θεοῦ νὰ τοῦ λέγει: «Ἀνόητε, ἀπόψε θὰ παραδώσεις τὴν ζωὴ σου. Αὐτὰ ποὺ ἑτοίμασες σὲ ποιὸν θὰ ἀνήκουν;»
Εἶναι ὅμως καλὸ νὰ γνωρίζουμε τὴν ἀφορμὴ ποὺ ἔδωσε στὸν Κύριο τὴν εὐκαιρία νὰ διηγηθεῖ τὴν Παραβολὴ αὐτή. Κάποιος ἀπὸ τοὺς ἀκροατές του ποὺ εἶχε κληρονομικὲς διαφορὲς μὲ τὸν ἀδελφό του σχετικὰ μὲ τὴν διανομὴ τῆς πατρικῆς περιουσίας, ζήτησε τὴν συμπαράσταση τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος ὅμως ἀρνήθηκε νὰ ἀναμειχθεῖ σ’ ἕνα τέτοιο ζήτημα τὸ ὁποῖο θεωροῦσε ξένο πρὸς τὴν ἀποστολή Του καὶ γι’ αὐτὸ τοῦ ἀπάντησε: «Ἄνθρωπε, ποιὸς μὲ ἔβαλε δικαστή, γιὰ νὰ χωρίσω τὴν περιουσία σας;». Γνωρίζοντας ὅμως ὅτι καὶ οἱ δύο ἔπασχαν ἀπὸ τὴν πλεονεξία συμπλήρωσε: «Προσέχετε ἀπὸ κάθε εἶδος πλεονεξίας, διότι ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρχει καὶ νὰ ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὰ πλούτη ποὺ περισσεύουν». Στὴ συνέχεια, γιὰ νὰ στηρίξει τὴν διαπίστωσή του αὐτή, διηγήθηκε τὴν παραβολὴ ποὺ γνωρίζουμε.
Ἂς ἔλθουμε τώρα πιὸ κοντὰ στὴν Παραβολή. Σ’ αὐτὴν ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς δὲν ὁμιλεῖ γιὰ τὸν πλοῦτο ἀλλὰ γιὰ τὴν πλεονεξία καὶ τὴν ἀφροσύνη ἑνὸς πλουσίου. Περιγράφοντας τοὺς λογισμοὺς ποὺ τὸν βασάνιζαν, μᾶς παρέχει κάποια κριτήρια, γιὰ νὰ καταλάβουμε τί εἶναι ἡ πλεονεξία, πῶς μποροῦμε νὰ τὴν διαγνώσουμε στὸν ἑαυτό μας καὶ παράλληλα μᾶς ὑποδεικνύει καὶ τρόπο θεραπείας ἀπὸ τὴ μεγάλη αὐτὴ ἀρρώστια.
Ἕνα πρῶτο κριτήριο εἶναι ὅτι πλεονεξία εἶναι νὰ θέλει νὰ αὐξάνει κανεὶς συνεχῶς τὴν περιουσία του, ἀκόμη κι ἂν δὲν ὑπάρχει λόγος. Εἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι στὴν Παραβολὴ ποὺ ἀκούσαμε δὲν γίνεται καμμία ἀναφορὰ σὲ ἄλλους ἀνθρώπους. Ὁ ἄφρων πλούσιος σκέπτεται μόνο τὸν ἑαυτό του καί, ὅπως εἶπε ὁ Χριστός, θησαυρίζει γιὰ τὸν ἑαυτό του. Ὅλη ἡ μέριμνα γιὰ τὴν ἐπέκταση τῶν ἀποθηκῶν του θὰ εἶχε τακτοποιηθεῖ, ἂν εἶχε καταλάβει πὼς ὁ Θεὸς τοῦ ἔδωσε τόσα ἀγαθά, ὄχι γιὰ νὰ τὰ ἀπολαμβάνει μόνος του, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὰ μοιράζεται μ’ αὐτοὺς ποὺ εἶχαν ἀνάγκη.
Ἕνα δεύτερο κριτήριο εἶναι ὅτι πλεονεξία εἶναι νὰ προσκολλᾶται κανεὶς καὶ νὰ γίνεται ἕνα μὲ αὐτὰ τὰ ὁποῖα ἔχει. Εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ συνεχὴς ἐπανάληψη τῆς κτητικῆς ἀντωνυμίας «μου». Οἱ ἀποθῆκες μου, οἱ καρποί μου, τὰ ἀγαθά μου, τὰ γεννήματά μου, λέγει ὁ πλούσιος τῆς Παραβολῆς, καὶ τὰ σχετίζει μὲ τὴν ψυχή του καὶ τὰ ταυτίζει μὲ τὸν ἑαυτό του⋅ αὐτὸς καὶ τὰ γεννήματά του εἶναι τὸ ἴδιο. Ὁ Μ. Βασίλειος στὴν περίφημη ὁμιλία του στὸν ἄφρονα πλούσιο σὲ μιὰ στιγμὴ ρωτάει: «Εἰ δὲ χοιρείαν εἶχες ψυχὴν τί ἂν ἄλλο ἢ τοῦτο αὐτῇ εὐηγγελίσω», δηλαδὴ ἂν ἤσουν χοῖρος, τί ἄλλο τάχα θὰ ἔλεγες στὴν ψυχὴ σου.
Ἕνα τρίτο κριτήριο εἶναι ὅτι ἡ πλεονεξία διαταράσσει τὶς σχέσεις μας μὲ τὸν Θεὸ καὶ τὸν νόμο Του. Κάθε φορὰ ποὺ τοποθετοῦμε τὴν περιουσία μας, τὰ ὑπάρχοντά μας, τὰ προσόντα μας σὲ πιὸ ψηλὴ θέση ἀπὸ τὴν θέση ποὺ ἔχουμε τὸν Θεό, τότε φαίνεται πὼς τὸ πάθος αὐτὸ φωλιάζει στὴν καρδιά μας καὶ ἐπαναλαμβάνεται δυστυχῶς καὶ γιὰ μᾶς ὁ λόγος τοῦ Κυρίου «ἔσωθεν ἐκ τῆς καρδίας τῶν ἀνθρώπων οἱ διαλογισμοὶ οἱ κακοὶ ἐκπορεύονται μοιχεῖαι, πορνεῖαι, φόνοι, κλοπαί, πλεονεξίαι, πονηρίαι κ.λπ.» (Μάρκ. ζ΄ 21,22).
Κάθε φορὰ ποὺ βρισκόμαστε μπροστὰ στὸ δίλημμα τῆς τηρήσεως τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ καὶ εἴτε διστάζουμε νὰ τὶς τηρήσουμε εἴτε ἀναβάλλουμε τὴν τήρησή τους γιὰ κάποια ἄλλη φορά, τότε ὁ Θεὸς εἶναι χαμηλότερα στὴν καρδιά μας ἀπὸ τὴν θέση ποὺ ἔχουν ἄλλες ἀξίες σ’ αὐτήν.
Κάθε φορὰ ποὺ ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας χρησιμοποιοῦμε τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ ὡς μέσο ἐπιδίωξης τῆς πλεονεξίας μας, ὅταν λόγου χάριν προσευχόμαστε, γιὰ νὰ αὐξηθεῖ ἡ περιουσία μας ἢ νὰ ἀποκατασταθεῖ τὸ δίκαιό μας, ἢ καταφεύγουμε στοὺς πνευματικούς, γιὰ νά μεσολαβήσουν στὶς κληρονομικὲς διαφορὲς μὲ τοὺς συγγενεῖς μας, τότε ὁ Θεὸς ὑποβιβάζεται σὲ παράγοντα καὶ μέρος τῆς κρίσης ποὺ διέπει τὴν ζωή μας καὶ φυσικὰ ἀρνεῖται νὰ βοηθήσει, ὅπως ἀκούσαμε καὶ στὴν Εὐαγγελικὴ διήγηση.
Πῶς ὅμως ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ θεραπευθεῖ ἀπὸ τὸ τυραννικὸ πάθος τῆς ἀπληστίας; Μπορεῖ νὰ θεραπευθεῖ, ἂν ἔχει πρὸ ὀφθαλμῶν του πάντοτε τὴν πραγματικό-τητα τοῦ θανάτου καὶ τὴν σπουδαιότητα τῆς μέλλουσας κρίσης. Ὅσο περισσότερο συνειδητοποιοῦμε τὴν παροδικότητα τῆς ἐπίγειας ζωῆς μας καὶ μαθαίνουμε νὰ ἐναποθέ-τουμε αὐτὴν στὴν ἀγαθὴ πρόνοια τοῦ Θεοῦ καὶ συγχρόνως κρατᾶμε τὴν καρδιά μας ἀνοικτὴ στὴν προοπτικὴ τῆς μέλλουσας ζωῆς τόσο καλύτερα μποροῦμε νὰ διαχειρισθοῦμε τὸ θέμα τοῦ πλούτου.
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ὅπως ἀκούσαμε σήμερα στὸ Εὐαγγέλιο, ἡ πλεονεξία διαφθείρει τὸν ἄνθρωπο καὶ καταστρέφει τὴν σχέση του μὲ τὸν Θεό. Στὸ τέλος τῆς Παραβολῆς ὁ Κύριος μίλησε γιὰ τὸν «κατὰ Θεὸν πλουτισμό».
Δηλαδὴ γιὰ ἕνα πλοῦτο ποὺ θὰ μπορούσαμε νὰ ἀπαιτήσουμε, ὅταν μάθουμε νὰ βλέπουμε τὸν κόσμο ὡς δῶρο τοῦ Θεοῦ καὶ τὰ ἀγαθά του τὰ ἀποδίδουμε σὲ Ἐκεῖνον σύμφωνα μὲ τὴν λειτουργικὴ διατύπωση «Τὰ σὰ ἐκ τῶν σῶν σοὶ προσφέρομεν» καί, ὅταν σκεπτόμαστε τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, βάζουμε τὸν ἑαυτό μας στὴν θέση τους καὶ μοιραζόμαστε τὸν πόνο τους.
Τότε πράγματι, καθὼς ἡ ζωή μας θὰ εἶναι προσανατολισμένη στὴν μόνιμη κατοίκησή της, θὰ ἔχουμε κάνει τὴν καλύτερη ἐπένδυση τῶν χρημάτων καὶ τῶν ἀγαθῶν μας ποὺ θὰ μᾶς ἐξασφαλίσει «θησαυρὸν ἀνέκλειπτον ἐν τοῖς οὐρανοῖς» (Λουκ. ιβ΄ 33), οὐράνιο μισθὸ ποὺ θὰ μᾶς χαρίσει ὁ Κύριος στὴν Βασιλεία Του.
π. Μ.Μ.
ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ
Η´ Κυριακὴ τοῦ Λουκᾶ (ι´ 25–37)
(11η Νοεμβρίου 2012)
Ἡ παραβολὴ τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτη
«Θέλεις νὰ συναντηθεῖς μὲ τὸν Χριστό; Πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως»
Ἀδελφοί μου·
Ἕνα ἐρώτημα ἀπευθύνει πρὸς κάθε χριστιανό, κάθε ἄνθρωπο, ἡ Ἐκκλησία μας, σχολιάζοντας καὶ ἑρμηνεύοντας τὴν Εὐαγγελικὴ περικοπὴ ποὺ ἀκούσαμε στὴν σημερινὴ Θεία Λειτουργία, τὴν περικοπὴ ποὺ ἐπιτυχῶς ἔχει ὀνομασθεῖ παραβολὴ τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτη. Καὶ τὸ ἐρώτημα εἶναι: Θέλεις, ἄνθρωπε, νὰ συναντηθεῖς μὲ τὸν Χριστό; Ἄν ναί, ἔλα νὰ σοῦ δείξω τὸν δρόμο.
Ταξίδευε ἀνώνυμος Ἰουδαῖος ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα στὴν Ἱεριχώ, ἀλλὰ κατὰ τὸ ταξίδι του ἀτύχησε, ἀφοῦ ἔπεσε σ’ ἐνέδρα ληστῶν πού, ἀφοῦ τὸν γύμνωσαν, τὸν κακοποίησαν καὶ τὸν πλήγωσαν, τὸν ἄφησαν ἐκεῖ μισοπεθαμένο καὶ ἀπελπισμένο.
Τὸν ἴδιο δρόμο ἀκολούθησαν καὶ δύο συμπατριῶτες του Ἰουδαῖοι, ἕνας ἱερέας καὶ ἀκόμα ἕνας ἐκ τῆς φυλῆς τοῦ Λευΐ, ποὺ εἴτε ἀπὸ τὸν φόβο τῶν ληστῶν εἴτε γιατὶ εἶχαν κρύα-ψυχρὴ καρδιὰ ὑπῆρξαν ἀδιάφοροι γιὰ τὴν συμφορά του καὶ ἀπομακρύνθηκαν σύντομα.
Ὅμως τὴν ἀγωνία του διαδέχεται ἡ ἐλπίδα· καθὼς ἀκούει βήματα, νοιώθει, διαισθάνεται ὅτι κάποιος ἔρχεται πρὸς τὸ μέρος του. Ἀνοίγει μὲ κόπο τὰ μάτια του, κοιτᾶ πρὸς τὸ σημεῖο ποὺ ξεπεζεύει κάποιος πολὺ κοντά του καὶ ἀπο-γοητεύεται. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ τὸν πλησιάζει εἶναι ἕνας Σαμαρείτης. Ταράσσεται. Θλίβεται. Σταματᾶ νὰ ζητεῖ βοήθεια. Ἡ ταραχή του εἶναι μεγάλη. Τὸ στόμα του στεγνό. «Οὐ γάρ συγχρῶνται Ἰουδαῖοι, Σαμαρείταις», καὶ ἐπειδὴ οἱ Ἰουδαῖοι ἀποφεύγουν κάθε ἐπικοινωνία μὲ τοὺς Σαμαρεῖτες (Ἰωαν. Δ΄-9) φοβᾶται νὰ ἐλπίζει. Ὅμως σὲ λίγο νοιώθει σὰν νὰ ὀνειρεύεται. Ἀκούει λόγια παρηγοριᾶς. Πολὺ ἐνθαρρυντικὸ θεωρεῖ ὅτι ὁ Σαμαρείτης πλένει τὶς πληγές του καὶ τὶς ἀπολυμαίνει μὲ τὸ κρασὶ ποὺ κουβαλᾶ μαζί του καὶ τὶς ἀλείφει μὲ λάδι, γιὰ ν’ ἀπαλύνει τοὺς πόνους.
Ξαφνιάζεται, ὅταν τὸν σηκώνει στὰ χέρια του καὶ τὸν τοποθετεῖ μὲ πολλὴ προσοχὴ στὸ ὑποζύγιο του, τὸ ζῶο του. Πλημυρίζει ἡ καρδιά του ἀπὸ χαρά, ὅταν διαπιστώνει ὅτι ὁ ἐχθρός του, ὁ Σαμαρείτης, τὸν ὁδηγεῖ σὲ πανδοχεῖο, ἐκεῖ ὅπου ἄνθρωποι καὶ ζῶα ξαποσταίνουν, ζητεῖ ἀπὸ τὸν ξενοδόχο νὰ τὸν φροντίσει, νὰ τὸν περιποιηθεῖ, νὰ τὸν βοηθήσει νὰ γίνει καλὰ χωρὶς νὰ λυπηθεῖ χρήματα καὶ ὑπόσχεται ὅτι θὰ ξανάρθει. Ἀνασαίνει. Δακρύζει. Εὐχαριστεῖ ὁ Ἰουδαῖος γιὰ τὴν ἀνέλπιστη ἐξέλιξη τῆς περιπέτείας του.
Ἀδελφοί μου· καὶ σ’ αὐτὴν τὴν Παραβολὴ τὸ Εὐαγγέλιο μᾶς δίνει τὸ μέτρο τῆς ἔμπρακτης ἀγάπης, μιᾶς ἀγάπης ποὺ δὲν γνωρίζει περιορισμούς, φόβους, διακρίσεις, διαιρέσεις, ἐθνότητες κ.λπ. Μιᾶς ἀγάπης γεμάτης εὐσπλαγχνία, ἐλέος, προσφορά, θυσία· μιᾶς ἀγάπης ριψοκίνδυνης καὶ ἐφευρετικῆς.
Ἀγαπητοί μου· αὐτὴ εἶναι μὲ λίγα λόγια ἡ Παραβολή. Σὲ κάθε ὅμως παραβολὴ κρύβονται - ὑποφώσκουν ἄλλες ἀλήθειες, γιατὶ δὲν εἶναι ὅλοι πρόθυμοι νὰ δοῦν, ν’ ἀκούσουν, νὰ συνετισθοῦν. Ἔτσι πίσω ἀπὸ τὰ πρόσωπα τῆς Παραβολῆς κρύβονται ἄλλα πρόσωπα. Στὸν ὁδοιπόρο ποὺ ἔπεσε στὰ χέρια τῶν ληστῶν κρύβεται κάθε ἄνθρωπος πονεμένος καὶ κακοποιημένος ἀπὸ τὸν διάβολο – τὴν ἁμαρτία. Πίσω ἀπὸ τὸν ἱερέα καὶ τὸν Λευΐτη κρύβονται οἱ ἄσπλαγχνοι καὶ ἀδιάφοροι γιὰ τὸν πόνο τοῦ ἄλλου ἄνθρωποι, στὸ πρόσωπο τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτη εὔκολα ἀναγνωρίζει κάποιος τὸν Κύριο μας Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ στὸ Πανδοχεῖο γνωρίζεται ἡ Ἐκκλησία Του, ποὺ ἀποτελεῖ τὸ «δῶρο καὶ τὸ μέσο τῆς σωτηρίας».
«Πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως» εἶναι ἡ ὑπόδειξη τοῦ Ἰησοῦ πρὸς τὸν νομικό, ποὺ γιὰ νὰ τὸν πειράξει τὸν ἐρωτᾶ: «Τίς ἐστιν πλησίον;» Ὁ θεῖος Διδάσκαλος δίνει στὸν διαβασμένο-μορφωμένο νομικὸ νὰ καταλάβει πὼς ἄλλο νὰ εἶναι κανεὶς διαβασμένος ἢ σοφὸς καὶ ἄλλο νὰ εἶναι καλὸς καὶ χρήσιμος ἄνθρω-πος. Ἐκεῖνος ρωτᾶ νὰ μάθει ποιὸς εἶναι ὁ πλησίον καὶ ὁ Ἰησοῦς τοῦ ἀπαντᾶ τί κάνει ὁ πλησίον.
Ἀδελφοί μου· οἱ σχέσεις τῶν ἀνθρώπων εἶναι ἀμοιβαῖες. Ὁ καθένας γιὰ μένα εἶναι ὅ,τι εἶμαι ἐγὼ γιὰ ’κεῖνον. Ὅ,τι εἶσαι σὺ γιὰ μένα εἶμαι καὶ ἐγὼ γιὰ σένα. Ἐσὺ πλησίον μου καὶ ἐγὼ πλησίον σου. Ὁ Σαμαρείτης μᾶς δίνει τὸ μέτρο, τὸν πῆχυ τῆς χρηστότητας. Εἶναι ὁδοδείκτης σωστὸς καὶ ἀληθινὸς γιὰ τὸν δρόμο τῆς συναντήσεως μας μὲ τὸν Χριστό.
Ἀλήθεια· θέλεις νὰ συναντηθεῖς μὲ τὸν Χριστό; Πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως..
π. Ν.Κ.
ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ
Ε´ Κυριακὴ τοῦ Λουκᾶ (Λουκ. ιϚ΄19-31)
(4η Νοεμβρίου 2012)
Λόγος εἰς τὴν Παραβολὴν τοῦ πλουσίου καὶ τοῦ πτωχοῦ Λαζάρου
«Νῦν δὲ (Λάζαρος) ὧδε παρακαλεῖται, σὺ δὲ ὀδυνᾶσαι»
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι πολλοὶ ἄνθρωποι προσκολλημένοι στὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ καὶ τὶς ἐπίγειες ἀπολαύσεις δὲν πιστεύουν στὴ ζωὴ μετὰ θάνατον. «Ἐδῶ εἶναι ἡ κόλαση, ἐδῶ κι ὁ παράδεισος», φωνάζουν σαρκαστικά, κλείνοντας τὸν ὁρίζοντα τῆς ψυχῆς τους σὲ μιὰ ἐγκόσμια προοπτική. «Ἂς περάσουμε καλὰ σ’ αὐτὴν ἐδῶ τὴ ζωή, καί μετά... βλέπουμε» λένε ἐπιπόλαια. Πόσο ἀδικοῦν τὸν ἑαυτό τους...!
Ὡστόσο τὸ σημερινὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο μᾶς καλεῖ νὰ δοῦμε τὴ ζωή μας μέσα ἀπὸ μιὰ ἄλλη προοπτική. Τὴν προοπτικὴ τῆς αἰωνιότητος. Ἡ παραβολὴ τοῦ πλουσίου καὶ τοῦ πτωχοῦ Λαζάρου ποὺ μᾶς παρουσίασε ὁ Κύριος, μᾶς δίνει τὴν ἀφορμὴ νὰ ὑπογραμμίσουμε δύο σημεῖα: Πρῶτον, ὅτι ὑπάρχει κόλαση καὶ παράδεισος, καὶ δεύτερον, ὅτι τὸ ποῦ θὰ ὁδηγηθεῖ κάθε ἄνθρωπος ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν ἐπίγεια πορεία του.
***
1. ΚΟΛΑΣΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ
Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς χρησιμοποιῶντας αὐτὴν τὴν πρωτότυπη καὶ πολὺ διδακτικὴ Παραβολὴ μᾶς ἀποκάλυψε σαφῶς ὅτι ὑπάρχει ζωὴ μετὰ θάνατον. Ὑπάρχει καὶ Παράδεισος καὶ Κόλαση. Διότι καὶ ὁ πλούσιος καὶ ὁ πτωχὸς Λάζαρος κάποτε πέθαναν. Καὶ ὁ μὲν πλούσιος κατέληξε στὸν ᾍδη, ὅπου ὑπέφερε τοὺς πόνους καὶ τὶς ὀδύνες τῆς κολάσεως, ἐνῷ ὁ πτωχὸς Λάζαρος μεταφέρθηκε ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Ἀβραάμ, γιὰ νὰ ἀπολαμβάνει ἐκεῖ τὴν αἰώνια μακαριότητα τοῦ παραδείσου.
Ὁ Λάζαρος «παρακαλεῖται» καὶ ὁ πλούσιος «ὀδυνᾶται». Ὁ ἕνας ἀπολαμβάνει παρηγορία καὶ ἀνακούφιση, ἀνέκφραστη χαρὰ καὶ εὐφροσύνη. Ὁ ἄλλος δοκιμάζει ἀφόρητη θλίψη καὶ ὀδύνη, τρόμο καὶ φρίκη. Αὐτὲς οἱ δύο ἀντιθετικὲς καταστάσεις ἀντικατοπτρίζουν τὴν πραγματικότητα τῆς μετὰ θάνατον ζωῆς.
Παράδεισος καὶ κόλαση, λοιπόν. Ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος εἶναι ἡ κόλαση, τόπος ὀδύνης ψυχικῆς καὶ μαρτυρίου αἰωνίου. Αὐτὴ εἶναι ἡ «γέεννα», «τὸ πῦρ τὸ ἄσβεστον, ὅπου ὁ σκώληξ οὐ τελευτᾷ καὶ τὸ πῦρ οὐ σβέννυται» (Μάρκ. θ΄ 43-44). Μέσα σ’ αὐτὸ τὸ «ἄσβεστο πῦρ» βρισκόταν ὁ πλούσιος καὶ ζητοῦσε ἔστω μία σταγόνα νεράκι, γιὰ νὰ δροσίσει τὴ γλῶσσα του, ἀλλὰ οὔτε αὐτὸ δὲν μποροῦσε νὰ βρεῖ. Μέσα σ’ αὐτὴν τὴν κατάσταση τῆς ἀφόρητης ὀδύνης ὁ ἀμετανόητος ἁμαρτωλὸς βασανίζεται αἰωνίως ἀπὸ τὴν ἔνοχη συνείδησή του, ἡ ὁποία τὸν πλημμυρίζει μὲ τύψεις γιὰ τὶς ἁμαρτίες του. Παράλληλα ὑποφέρει κι ἀπὸ τὰ πάθη του ποὺ μένουν ἀνικανοποίητα, ἐπιτείνοντας τὰ αἰώνια βάσανά του.
Ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος εἶναι ὁ παράδεισος, δηλαδὴ ἡ αἰώνια ζωὴ μέσα στὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ, τοῦ Ὁποίου οἱ δίκαιοι «ὄψονται τὸ πρόσωπον» (Ἀποκ. κβ΄ 4). Ἐκεῖ δηλαδὴ ὅπου θὰ βλέπουν τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ γεμᾶτο δόξα καὶ λαμπρότητα καὶ ἡ δόξα αὐτὴ θὰ ἀντικατοπτρίζεται στοὺς ἴδιους, ὥστε νὰ λάμπουν «ὡς ὁ ἥλιος» (Ματθ. ιγ΄ 43). Στὸν παράδεισο οἱ δίκαιοι θὰ ζοῦν συντροφιὰ μὲ τοὺς ἀγγέλους καὶ τοὺς ἁγίους καὶ αὐτὸ θὰ τοὺς χαρίζει ἀνάπαυση, χαρὰ καὶ εὐτυχία. Αὐτὸ δηλώνει ἡ ἔκφραση «εἰς τοὺς κόλπους Ἀβραάμ». Μέσα στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Ἀβραάμ, ποὺ ἦταν φίλος τοῦ Θεοῦ, πατέρας ὅλων τῶν πιστῶν στὸν Θεὸ ἀνθρώπων, ὑπάρχει ἡ ἀπέραντη εὐτυχία καὶ μακαριότητα.
2. ΕΙΝΑΙ ΘΕΜΑ ΕΠΙΛΟΓΗΣ
Πῶς ὅμως καθορίζεται ἡ κατάσταση στὴν ὁποία θὰ βρεθοῦμε μετὰ θάνατον; Τί εἶναι ἐκεῖνο ποὺ θὰ μᾶς ὁδηγήσει εἴτε στὴν αἰώνια κόλαση εἴτε στὴν αἰώνια εὐτυχία; Εἶναι ὁ τρόπος τῆς ζωῆς μας στὸν κόσμο αὐτό. Ἂν ζοῦμε μιὰ ζωὴ ἀτομιστικὴ καὶ ὑλιστικὴ ἀδιαφορῶντας γιὰ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, καὶ δὲν μετανοοῦμε, τότε στὴν ἄλλη ζωὴ θὰ ἔχουμε τὴν ἴδια τύχη μὲ τὸν πλούσιο τῆς Παραβολῆς. Ἂν ὅμως ἀγωνιζόμαστε νὰ ζοῦμε ὅπως θέλει ὁ Θεός, ζητοῦμε ταπεινὰ τὸ ἔλεός Του καὶ ὑπομένουμε μὲ πίστη τὶς δοκιμασίες αὐτῆς τῆς ζωῆς, ὅπως ὁ πτωχὸς Λάζαρος, τότε μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ θὰ ἀξιωθοῦμε νὰ ἀπολαύσουμε τὴν αἰώνια χαρὰ καὶ εὐτυχία στοὺς κόλπους τοῦ Ἀβραάμ.
Τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ παροῦσα ζωὴ θὰ κρίνει τὸ αἰώνιο μέλλον μας φαίνεται ξεκάθαρα καὶ ἀπὸ τὴν διδασκαλία τοῦ Κυρίου περὶ τῆς ἡμέρας τῆς Κρίσεως. Ἐκεῖ ὁ δικαιοκρίτης Κύριος θὰ ἀνταμείψει τοὺς «εὐλογημένους τοῦ Πατρὸς» γιὰ τὴν ἀγάπη ποὺ ἔδειχναν ἐνόσῳ ζοῦσαν, ἐνῷ ἀντίθετα θὰ καταδικάσει «εἰς κόλασιν αἰώνιον» αὐτοὺς ποὺ ἔζησαν ἐγωιστικά, ἀδιαφορῶντας γιὰ τὸν συνάνθρωπό τους, καὶ παρέμειναν ἀμετανόητοι. (Ματθ. κε’ 31-46).
Ἄρα λοιπὸν ἀπὸ τὴν ἐπίγεια ζωή μας κρίνεται τὸ αἰώνιο μέλλον μας. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος μᾶς προειδοποιεῖ αὐστηρά: «Μὴ πλανᾶσθε, Θεὸς οὐ μυκτηρίζεται· ὃ γὰρ ἐὰν σπείρῃ ἄνθρωπος, τοῦτο καὶ θερίσει» (Γαλ. ς΄ 7). Κανένας δὲν μπορεῖ νὰ ἐξαπατήσει τὸν Θεὸ κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Κρίσεως. Ἐκεῖνο ποὺ θὰ σπείρει κάθε ἄνθρωπος, αὐτὸ καὶ θὰ θερίσει. Καὶ συνεχίζει: «Ἄρα οὖν ὡς καιρὸν ἔχομεν, ἐργαζώμεθα τὸ ἀγαθὸν πρὸς πάντας» (στίχ. 10). Συνεπῶς, ὅσο ζοῦμε ἀκόμη καὶ ἔχουμε καιρό, ἂς κάνουμε πρὸς ὅλους τὸ καλό.
***
Ἡ σημερινὴ Παραβολὴ πρέπει νὰ μᾶς συγκλονίσει. Τὸ τραγικὸ κατάντημα τοῦ πλουσίου ἀποτελεῖ ἕνα μήνυμα πρὸς ὅλους ὅσοι ζοῦν ἐπιπόλαια, ἀδιαφορῶντας γιὰ τὸ αἰώνιο μέλλον τους. Εἶναι καιρὸς λοιπὸν νά μετανοήσουμε! Νὰ ἐργαστοῦμε γιὰ τὴν αἰώνια σωτηρία μας. Τώρα! Πρὶν περάσουμε τὰ σύνορα αὐτοῦ τοῦ κόσμου∙ διότι τότε θὰ εἶναι πλέον πολὺ-πολὺ ἀργά...
π. Γ.Κ
Αὐτοῦ ποὺ κατέχεται ἀπὸ λεγεῶνα δαιμόνων (περίπου 5.000) καὶ περιφέρεται γυμνὸς καὶ ἐξαθλιωμένος ἀνάμεσα στὰ μνήματα.
Τὸ δεύτερος μέρος τῆς τραγωδίας εἶναι τὸ ὅτι οἱ Γεργεσηνοὶ παρανομοῦν ἀσύστολα καὶ ἀδιάντροπα ὡς πρὸς τὸ Μωσαϊκὸ νόμο. Τρέφουν χοίρους καὶ τοὺς ἐμπορεύονται, περιφρονῶντας τὶς διατάξεις τῶν θεϊκῶν ἐντολῶν.
Τὸ τρίτο μέρος εἶναι ἡ ὁλοκληρωτικὴ οἰκονομικὴ καταστροφὴ ποὺ τοὺς χτυπάει ἀλύπητα. Τὸ κοπάδι τῶν χοίρων πνίγεται στὴ λίμνη «οἰστρηλατημένο» ἀπὸ τὰ δαιμόνια ποὺ μπαίνουν μέσα τους.
Τὸ τέταρτο μέρος ἀποτελεῖ λύση τῆς τραγωδίας, δυστυχῶς μόνο γιὰ τὸν δαιμονισμένο ἄνθρωπο. Ὁ Κύριος τὸν ἐλευθερώνει ἀπ’ τὰ δαιμόνια καὶ αὐτὸς «ἱματισμένος καὶ σώφρων» κάθεται στὰ πόδια τοῦ Ἰησοῦ.
Τὸ πέμπτο μέρος εἶναι ἡ σκληρὴ καὶ ἀμετανόητη συμπεριφορὰ τῶν Γεργεσηνῶν. Ὅλο τὸ πλῆθος τῆς πόλεως καὶ τῆς περιφερείας παρεκάλεσαν τὸν Χριστὸ νὰ φύγει ἀπὸ ἐκεῖ, γιὰ ποιὸ λόγο νομίζετε; Ὄχι διότι μετενόησαν, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν φόβο καὶ τὸν τρόμο τῆς δικαίας τιμωρίας τοῦ Θεοῦ ποὺ ἔπεσε στὰ κεφάλια τους.
Ἀγαπητοί μου. Μιὰ μικρὴ ἀλλὰ ψυχωφελὴς δαιμονολογία εἶναι ἡ σημερινή. Ἡ Ἁγία Γραφὴ μᾶς ὁμιλεῖ ὑπεύθυνα καὶ μᾶς προτρέπει νὰ ἐννοήσουμε πὼς τὰ πονηρὰ πνεύματα δὲν εἶναι μιὰ πλανεμένη πίστη τῶν ἀφελῶν. Εἶναι προσωπικὲς ὑπάρξεις, μὲ γνώση τοῦ ἑαυτοῦ τους, μὲ νοῦ καὶ θέληση.
Πόλεμοι σκληροὶ καὶ ἀνελέητοι, γίνονται ὄχι μόνον στὴ γῆ ἀλλὰ καὶ στὸν οὐρανό. Ἔγινε ἐκεῖ μιὰ ἀνταρσία, μιὰ ἐπανάσταση ἀπ’ τὸν ἀρχηγὸ τοῦ δεκάτου ἀγγελικοῦ τάγματος, τὸν Ἑωσφόρο.
Φρίξετε, ἀγαπητοί. Ἐζήτησε νὰ γίνει ὄχι μόνον Θεὸς ἀλλὰ καὶ «ὑπέρθεος», νὰ ὑποτάξει κάτω ἀπ’ τὰ πόδια του τὸν Παντοκράτορα Κύριο. Καὶ κατόρθωσε νὰ παρασύρει ἀγγέλους ὄχι μόνο ἀπὸ τὸ τάγμα του ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὰ ὑπόλοιπα ἐννέα τάγματα.
Ἔπεσε, ἔγινε συντρίμια· ἀπὸ φωτεινοὶ ἄγγελοι καὶ ἀγαθὰ πνεύματα, ὁ πρωταίτιος Ἑωσφόρος καὶ ὅσοι τὸν ἀκολούθησαν, ἔγιναν πονηροί, σκοτεινοὶ καὶ «μισάνθρωποι» δαίμονες.
Ἂς ποῦμε μερικὰ σημεῖα τῆς περικοπῆς:
1. Φόβο καὶ τρόμο αἰσθάνονται τὰ δαιμόνια μπροστὰ στὸ Χριστό. Μὲ τὴ γλώσσα τοῦ ἀρρώστου Γεργεσηνοῦ τὰ δαιμόνια παρακαλοῦν: Ἰησοῦ, γιὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου, μὴ μὲ βασανίσεις ἀπὸ τώρα καὶ μὲ κλείσεις στὰ σκοτεινὰ «πέταυρα τοῦ Ἄδου».
Τί ψάλλουμε τὴν ἡμέρα τῆς παγκόσμιας ὕψωσης τοῦ Τιμίου καὶ Ζωοποιοῦ Σταυροῦ; «Φρίττει καὶ τρέμει (ὁ διάβολος), μὴ φέρων (μὴ ἀντέχοντας) καθορᾶν (δηλ. νὰ ἀτενίζει) τοῦ Σταυροῦ τὴν δύναμιν».
2. Εἶναι χαιρέκακος καὶ μοχθηρός. Μισεῖ ὅλον τὸν κόσμο. Ἀφοῦ πῆρε ἐντολὴ νὰ βγεῖ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, παρακαλεῖ, ἱκετεύει τὸν Κύριο νὰ μπεῖ μέσα στὸ κοπάδι τῶν χοίρων, γιὰ νὰ τὸ καταστρέψει.
Αὐτὸ σημαίνει πὼς δὲν ἔχει καμμία δύναμη. Εἶναι ἁπλᾶ ἕνας «ξεδοντιασμένος» λύκος. Ἐὰν δὲν μπορεῖ νὰ βλάψει τὰ ζῶα, πολὺ περισσότερο τὸν ἄνθρωπο⋅ ἐκτὸς ἐὰν τοῦ παραδώσουμε τὴ θέλησή μας, ποὺ εἶναι ἀπαραβίαστη στὴν οὐσία της.
Τί λέγει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ἂν δεῖς κάποιον ἄνθρωπο νὰ ταράζεται ἀπ’ τὸν δαίμονα, προσκύνησε τὸν Δεσπότη Χριστό, μάθε τὴν κακία τῶν δαιμόνων. Τὴν κακία τὴν βλέπεις, ὅταν ἀναστατώνει τὴν ψυχὴ τοῦ δαιμονισμένου. Καὶ τὴν φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ τὴν βλέπεις, ὅταν ἕνα ἄγριο καὶ τόσο δυνατὸ δαίμονα ποὺ κατοικεῖ μέσα του τὸν συγκρατεῖ καὶ τὸν ἐμποδίζει νὰ ρίξει τὸν ἄρρωστο στὸ νερὸ ἢ στὴ φωτιά, ὅπως συνέβη σὲ ἄλλη περίπτωση.
Τὸ ζήτημα τοῦ σημερινοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου εἶναι σοβαρὸ καὶ πολὺ μεγάλο⋅ δυστυχῶς δὲν ἐπιτρέπει ὁ χρόνος νὰ τὸ ἐξαντλήσουμε. Ἂς γνωρίζουμε ὅμως τί λένε οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας: «Τὰ πάθη ἡμῶν δαίμονες γεγόνασι» μὲ ἄλλα λόγια, ὅταν «δουλεύουμε» στὰ πάθη καὶ τὶς κακίες μας, ὑπακούομε στὶς ὑποδείξεις καὶ τοὺς δόλιους λογισμοὺς τῶν δαιμόνων.
Καὶ ὅταν πέφτουμε ἐξακολουθητικὰ σὲ μεγάλα καὶ θανάσιμα ἁμαρτήματα κινδυνεύουμε ἀπὸ τὴ «σκουριά» τῆς ψυχῆς, τὴν ἀπελπισία, τὴν ἀπόγνωση. Τὸ λέγει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Δὲν εὐχαριστοῦμε τὸν πονηρὸ τόσο πολὺ ὅταν ἁμαρτάνουμε, ὅσο ὅταν κυριευόμαστε ἀπ’ τὴν ἀπελπισία».
Καὶ συνεχίζει: «Ἂς προσέχουμε τὰ τεχνάσματα καὶ τὶς «μεθοδεῖες» τοῦ διαβόλου. Καὶ τοῦτο, γιατὶ δὲν παρουσιάζει φανερὰ τὰ ἁμαρτήματα. Δυστυχῶς, δὲν ἀντιλαμβανόμαστε τὴν κακουργία του, ὁ ὁποῖος μὲ τὰ μικρὰ καὶ τὰ πρόσκαιρα κατορθώνει νὰ μᾶς ἀφαιρέσει τὰ μεγάλα, μᾶς χαρίζει πηλὸ (δηλαδὴ λάσπη), γιὰ νὰ μᾶς ἁρπάξει τὸν οὐρανό».
Ὁ ἀπόστολος Πέτρος στὴν πρώτη του Καθολικὴ Ἐπιστολὴ κεφ. 5, 8-9 γράφει: «Νὰ εἶσθε ἐγκρατεῖς⋅ νὰ εἶσθε ἄγρυπνοι.
Ὁ ἀντίδικός σας ὁ διάβολος, σὰν λιοντάρι ποὺ βρυχᾶται, τριγυρίζει γιὰ νὰ βρεῖ κάποιον νὰ τὸν καταπιῆ. Ἀντισταθῆτε σ’ αὐτόν, μὲ στέρεη καὶ ἀκλόνητη τὴν πίστη πρὸς τὸν Χριστόν.
Νὰ δώσει ὁ Θεός, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί. Ἀμήν.
Ἡ σημερινὴ παραβολή, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, μᾶς παρουσιάζει ἕνα γεωργό, ποὺ πῆγε στὸ χωράφι του, γιὰ νὰ σπείρει. Καθὼς ἔσπερνε, ἕνα μέρος τοῦ σπόρου ἔπεσε κοντὰ στὸ δρόμο τοῦ χωραφιοῦ· ἄλλο σὲ πετρώδη γῆ, ἄλλο σὲ ἔδαφος ποὺ ἦταν γεμᾶτο ἀπὸ σπόρους ἀγκαθιῶν. Τέλος, τὸ τέταρτο μέρος τοῦ σπόρου ἔπεσε μέσα στὴν εὔφορη γῆ, κι ὅταν φύτρωσε, ἔκανε καρπὸ ἑκατὸ φορὲς περισσότερο ἀπὸ τὸν σπόρο. Ἡ παραστατικὴ αὐτὴ παραβολὴ ἔκανε ἰδιαίτερη ἐντύπωση στοὺς μαθητές, οἱ ὁποῖοι ἦρθαν ἰδιαιτέρως καὶ ρώτησαν τὸν Διδάσκαλό τους ποιὰ ἦταν ἡ βαθύτερη σημασία τῆς παραβολῆς. Καὶ ὁ θεῖος Διδάσκαλος ἐξηγῶντας τὴ βαθύτερη σημασία τῆς παραβολῆς εἶπε ὅτι «ὁ σπόρος ἐστὶν ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ», τὸν ὁποῖο ὁ θεῖος Γεωργὸς σπέρνει στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων καὶ παράγει μὲ δύναμη ἀκατανίκητη «καρπὸν ἑκατονταπλασίονα».
Ἂς δοῦμε λοιπὸν γιατὶ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἔχει τόσο μεγάλη δύναμη καὶ πῶς ἐνεργεῖ στὶς ψυχές μας.
Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ποὺ ὁ ἴδιος ὁ Θεός, ὁ θεῖος Γεωργός, σπέρνει στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων, ἔχει δύναμη μυστηριώδη. ῾Ο ὑλικὸς σπόρος ἐκτινάζει τὸ χῶμα καὶ γίνεται δένδρο! Ὁ πνευματικὸς σπόρος εἶναι ἀσυγκρίτως ἰσχυρότερος! Διασπᾶ βράχους μέσα στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν ἀνασταίνει. Διότι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι νεκρὸ γράμμα· εἶναι δραστικὸς καὶ φορτισμένος μὲ Θεία Χάρι, ἡ ὁποία μεταμορφώνει τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων λέει ὅτι καθὼς ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, τὸ εὐαγγελικὸ καὶ σωτήριο κήρυγμα, σπείρεται στὶς ψυχές μας, κατέρχεται ταυτόχρονα σὲ μᾶς ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ἡ Θεία Χάρι. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μ’ ἕνα τρόπο ἀκατάληπτο κατέρχεται στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων καὶ ἐνεργεῖ ἀδιάκοπα· ἀποκαλύπτει τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ, σοφίζει τοὺς ἀγραμμάτους. Μεταδίδει ἄφθονη τὴ Θεία Χάρι.
Κι ἂν ἀκόμη ὁ νοῦς μας δὲν κατανοεῖ, ὅταν ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ σπαρεῖ στὴν ψυχή μας, δὲν χάνεται. Ἀλλὰ βαθμιαῖα, ἀπαρατήρητα σχεδόν, περνάει στὸ βάθος τῆς ψυχῆς μας. Καὶ ἐκπληρώνεται ἔτσι ὁ λόγος τοῦ Κυρίου γιὰ τὸν ἄνθρωπο ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος «βάλει τὸν σπόρον ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ καθεύδει καὶ ἐγείρεται νύκτα καὶ ἡμέραν, καὶ ὁ σπόρος βλαστάνει καὶ μηκύνεται ὡς οὐκ οἶδεν αὐτὸς» (Μάρκ. Δ΄27).
Διότι εἶναι «ζῶν ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ ἐνεργὴς καὶ τομώτερος ὑπέρ πᾶσαν μάχαιραν δίστομον» (῾Εβρ. δ΄ 12). Δηλαδὴ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι νεκρὸ γράμμα· εἶναι ζωντανὸς καὶ δραστικὸς καὶ πιὸ κοφτερὸς ἀπὸ κάθε δίκοπο μαχαίρι καὶ εἰσχωρεῖ καὶ σ’ αὐτὰ τὰ ἀδιασπάστως ἑνωμένα βάθη τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ ἔχει τὴ δύναμη νὰ ἐρευνᾶ καὶ νὰ κρίνει καὶ αὐτὲς τὶς ἀφανεῖς σκέψεις καὶ ἰδέες τοῦ νοῦ μας.
Πῶς ἐνεργεῖ ὅμως αὐτὴ ἡ μυστικὴ δύναμη τοῦ θείου λόγου στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων;
Κατ’ ἀρχὰς ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἐνεργεῖ καθαρτικά. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καθαρίζει τὸ νοῦ καὶ τὴν καρδιά μας ἀπὸ κάθε ἀκαθαρσία. Χειρουργεῖ τὶς πληγές. Μᾶς καθαρίζει καὶ ἐσωτερικὰ καὶ ἐξωτερικά. Κάθε λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι φωτιὰ ποὺ κατακαίει, ἀλλὰ καὶ τσεκούρι ποὺ κόβει πέτρες, ὅπως μᾶς λέει ὁ προφήτης Ἱερεμίας: «ἰδοὺ οἱ λόγοι μου ὥσπερ πῦρ φλέγον καὶ ὡς πέλυξ κόπτων πέτραν» (Ἱερεμ. κγ΄ 29). Καὶ καθὼς διεισδύει στὸ ἐσωτερικό μας, καθὼς εἰσέρχεται στὴν ψυχή μας, στὶς σκοτεινές της γωνιές, στὰ πληγωμένα της μέρη, συγκλονίζει τὸν ἄνθρωπο, χύνει ἄπλετο φῶς στὸ σκοτάδι. Ἀναμοχλεύει ἀκαθάρτους λογισμούς, δυσώδεις ἐνθυμήσεις καὶ ἐπιθυμίες ἐλεεινές. Καὶ σιγά-σιγὰ χειρουργεῖ τὶς πληγές, καθαρίζει κάθε ρύπο καὶ ἁμαρτία, πετάει κάθε ἁμαρτωλό· δένει τὰ τραύματα καὶ θεραπεύει τὴν ψυχή. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριός μας στὸ Μυστικὸ Δεῖπνο εἶπε στοὺς μαθητές Του· «ἤδη ὑμεῖς καθαροί ἐστε διὰ τὸν λόγον ὃν λελάληκα ὑμῖν» (Ἰω. ιε΄3).
Ταυτοχρόνως μὲ τὴν ἐνέργεια τοῦ θείου λόγου μέσα μας γινόμαστε νέοι ἄνθρωποι «ἀναγεγεννημένοι οὐκ ἐκ σπορᾶς φθαρτῆς, ἀλλὰ ἀφθάρτου, διὰ λόγου ζῶντος Θεοῦ καὶ μένοντος εἰς τὸν αἰῶνα» (Α΄ Πέτρ. α΄ 23). Μελετοῦμε ἕνα κομμάτι ἀπὸ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, τὴν Ἁγία Γραφή, καὶ αἰσθανόμαστε ὅτι ἡ καρδιά μας ἀναγεννᾶται, ὁ νοῦς θέλγεται ἀπὸ τὰ θεῖα νοήματα καί μεταφέρεται σὲ πνευματικὸ χῶρο ὅπου σαγηνεύεται ἀπὸ τὰ οὐράνια καὶ περιφρονεῖ τὰ ἁμαρτωλὰ καὶ ἐπίγεια. Μᾶς ἀνεβάζει σὲ ἀνώτερα ἐπίπεδα, «ἀπεργάζεται τὸν ἁγιασμό μας»· καὶ ἔχει ὡς ἀπώτερο σκοπὸ νὰ μᾶς καταστήσει ἁγίους λουσμένους στὸ θεῖο φῶς, νὰ μᾶς κάνει κατὰ χάρι θεούς.
Ἀδελφοί, ἂς ἀφήνουμε τὶς καρδιές μας ἀνοιχτὲς στὸ φῶς τοῦ θείου λόγου καὶ τότε ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης θὰ σκορπίζει τὶς φεγγοβόλους ἀκτῖνες του στὶς σκοτισμένες καρδιές μας καὶ θὰ μᾶς μεταμορφώνει καθημερινὰ σὲ υἱοὺς φωτὸς καὶ δόξης αἰωνίου. Αὐτὸ τὸ παράδειγμα ἄλλωστε μᾶς κληροδότησαν καὶ οἱ ἅγιοι Πατέρες ποὺ συνεκρότησαν τὴν Ἑβδόμη ἐν Νικαίᾳ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, τῶν ὁποίων τὴ μνήμη ἑορτάζουμε σήμερα. Ἐπραγματοποίησαν αὐτὴ τὴ θαυμαστὴ καρποφορία στὴ ζωή τους. Ὑπῆρξαν Χριστοειδεῖς, διότι μέσα τους ζοῦσε μόνον ὁ Χριστός. Ἡ δική Του παρουσία τοὺς φώτιζε. Γι’ αὐτὸ καὶ μπόρεσαν σὲ ἐκείνη τὴ θυελλώδη ἐποχὴ νὰ ὑπερασπίσουν τὴ μορφὴ τοῦ Χριστοῦ στὶς ἱερὲς καὶ ἅγιες εἰκόνες, ποὺ οἱ αἱρετικοὶ Εἰκονομάχοι μὲ μανία πολεμοῦσαν. Εἴθε τὸ παράδειγμά τους νὰ ἐμπνέει ὅλους μας. Ἀμήν.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Τῆς Χαναναίας
Ἡ σημερινὴ Εὐαγγελικὴ διήγηση, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, περιγράφει τὴν ἀποκαλυπτικὴ συνάντηση τοῦ Κυρίου μὲ μιὰ ἄγνωστη Χαναναία γυναῖκα. Ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος στὴν περικοπὴ αὐτὴ ἀναφέρεται σ’ ἕνα ἔργο τοῦ Ἰησοῦ ἐκτὸς τῶν ὁρίων τῆς Παλαιστίνης, θέλοντας νὰ τονίσει μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ὅτι ὅλα τὰ ἔθνη καὶ οἱ λαοὶ τῆς γῆς βρίσκονται στὸ σχέδιο τῆς θείας Οἰκονομίας γιὰ τὴ σωτηρία.
Ὁ Εὐαγγελιστὴς Μᾶρκος, ποὺ περιγράφει καὶ αὐτὸς τὸ ἐπεισόδιο, μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ἡ γυναῖκα αὐτὴ ἦταν «Ἑλληνὶς Συροφινίκισσα τῷ γένει». Δηλαδὴ ἐπρόκειτο γιὰ μιὰ γηγενῆ εἰδωλο-λάτρισσα, ἡ ὁποία εἶχε ἀκούσει γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ ἔσπευσε νὰ Τὸν συναντήσει ἐκμεταλλευόμενη τὴ ἐπίσκεψή Του στὰ μέρη της.
Δοκίμαζε μεγάλη συμφορὰ καὶ ὁ πόνος συνέτριβε τὴν καρδιὰ της, γιατὶ ἡ θυγατέρα της ἦταν σὲ πολὺ ἄσχημη κατάσταση ὑποφέροντας ἀπὸ τὶς δαιμονικὲς δυνάμεις. Θὰ ἦταν πολὺ ἐνδια-φέρον καὶ συγχρόνως πολὺ ὠφέλιμο νὰ παρακολουθήσουμε τὸν διάλογο τοῦ Κυρίου μὲ τὴν Χαναναία καὶ νὰ περιγράψουμε, κατὰ δύναμιν, τὰ στάδια ἀπὸ τὰ ὁποῖα πέρασε ἡ προσωπικὴ σχέση της μαζὶ Του, ὥσπου νὰ φθάσει νὰ λάβει τὸ ποθούμενο, δηλ. τὴν θεραπεία τοῦ παιδιοῦ της.
Ἀρχικὰ παρατηροῦμε ὅτι ὁ Εὐαγγελιστὴς χρησιμοποιεῖ τὸ ρῆμα «ἐξέρχομαι» τόσο γιὰ τὸν Ἰησοῦ ὅσο καὶ γιὰ τὴν δύστυχη γυναῖκα. Βλέπουμε δηλαδὴ πὼς γιὰ νὰ συναντηθοῦν ὁ Θεὸς καὶ ὁ ἄνθρωπος σὲ μιὰ κοινωνία προσωπικὴ εἶναι ἀπαραίτητη ἡ «ἔξοδος» καὶ τῶν δύο. Ποιὰ εἶναι ὅμως ἡ «ἔξοδος» τοῦ Θεοῦ καὶ ποιὰ τοῦ ἀνθρώπου; Ἡ «ἔξοδος» τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὴν ἐνανθρώπησή Του. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ὀλίγον πρὸ τοῦ πάθους μᾶς διαβεβαίωσε «ὅτι ἐγὼ παρά τοῦ Θεοῦ ἐξῆλθον. ἐξῆλθον παρὰ τοῦ πατρὸς καὶ ἐλήλυθα εἰς τὸν κόσμον» (Ἰω ιστ΄27-28). Καὶ ἡ ἔξοδος τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὴν τελεία ἀπάρνηση τοῦ ἑαυτοῦ του, τὴν ἔλλειψη ἐμπιστοσύνης στὶς δικές του ἀσθενεῖς δυνάμεις καὶ ἱκανότητες καὶ τὴν ὁλοκληρωτικὴ ἐγκατάλειψή του στὴν ἀγαθὴ καὶ φιλάνθρωπη πρόνοια τοῦ Θεοῦ.
Στὴν συνέχεια τῆς περικοπῆς ἀκούγεται ἡ θερμὴ ἱκεσία της. Κραυγάζει στὸν Κύριο λέγοντας: «Ἐλέησόν με Κύριε, Υἱὲ Δαβίδ, ἡ θυγάτηρ μου κακῶς δαιμονίζεται.» Πρόκειται γιὰ ὁμολογία ποὺ μόνο τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ μποροῦσε νὰ ἀποκαλύψει στὴν καρδιά της. Ὁμολογεῑ τὴν θεότητα τοῦ Χριστοῦ ἀποκαλῶντας Τον Κύριο, ὁμολογεῖ τὴν μεσσιανικότητά Του ὀνομάζοντάς Τον Υἱὸ Δαβίδ, τὴν στιγμὴ ποὺ οἱ συμπατριῶτες Του Ἰουδαῖοι Τοῦ ἀρνοῦνται τὴν ἰδότητα αὐτὴ καὶ τέλος ζητεῖ τὸ ἔλεός Του γιὰ τὴν ἴδια καὶ ὄχι ἄμεσα γιὰ τὴν κόρη της.
Ἀπὸ ἐδῶ καὶ πέρα ἀρχίζει ἡ σκληρὴ δοκιμασία της. Τὸ πρῶτο σκαλοπάτι ποὺ καλεῖται νὰ ἀνεβεῖ εἶναι αὐτὸ τῆς σιωπῆς τοῦ Θεοῦ. «Ὁ δὲ οὐκ ἀπεκρίθη αὐτῇ λόγον». Μερικὲς φορὲς μοιάζει ὁ οὐρανὸς νὰ εἶναι κλειστός. Μερικὲς φορὲς ὁ ἐλεήμων καὶ εὔσπλαγχνος Θεὸς μοιάζει νὰ μὴν ἀκούει, σὰν νὰ μὴν Τὸν ἀγγίζουν τὰ προβλήματά μας, σὰν νὰ μὴν βλέπει ὅτι πονάει ἡ ψυχή, ὅτι ὑποφέρει, ὅτι ἔχει μεγάλη ἀνάγκη.
Ἀκολουθεῖ ἕνα δεύτερο στάδιο. Μετὰ τὴν παρέμβαση τῶν μαθητῶν καὶ τὴν παράκλησή τους νὰ τὴν ἀπολύσει, ὁ Κύριος λύει τὴν σιωπή Του καὶ λέει κάτι ἀλλὰ κατὰ τρόπο ποὺ ἀποκλείει ὁποιαδήποτε βοήθεια πρὸς αὐτὴν τὴν ταλαίπωρη γυναῖκα «Οὐκ ἀπεστάλην εἰ μὴ εἰς τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἴκου Ἰσραήλ». Ἐγὼ δὲν ἦλθα στὸν κόσμο παρὰ μόνο γιὰ τοὺς Ἑβραίους καὶ αὐτὴ εἶναι ξένη καὶ ἀλλόθρησκη. Ἐδῶ πλέον καλεῖται ἡ Χαναναία νὰ ἀνέβει ἕνα ἀκόμα σκαλοπάτι πιὸ δύσκολο ἀπὸ τὸ πρῶτο, αὐτὸ τῆς ἀπορρίψεως. Ἔρχονται στιγμὲς ποὺ αἰσθάνεται κανεὶς βαθιὰ μέσα του τὴν στιγμὴ ποὺ προσεύχεται καὶ προσπαθεῖ καὶ παρακαλεῖ σὰν νὰ ἀπορρίπτεται, σὰν νὰ μὴν εἶναι ἀπὸ τοὺς εὐνοημένους, σὰν νὰ μὴν εἶναι ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ ἀγαπᾶ ὁ Θεός, ὅτι εἶναι ἕνας κάποιος ἄλλος, καὶ ὁ Θεὸς δὲν εἶναι γι’ αὐτὸν εἶναι γιὰ τοὺς ἄλλους.
Μεγάλος πειρασμὸς καὶ μεγάλη δυσκολία. Τί κάνει ὅμως ἡ Χαναναία;
Ἐπιμένει στὴν προσωπικὴ κοινωνία της μὲ τὸν Χριστό. Δηλαδὴ ἐνῶ μέχρι τώρα πήγαινε πίσω ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ, τώρα ἔρχεται μπροστά Του, πέφτει στὰ πόδια Του καὶ τοῦ λέγει: «Κύριε, βοήθει μοι».
Καὶ ἡ ἀπάντηση τοῦ Κυρίου ποὺ φαίνεται καθοριστικὴ γιὰ τὴν σωτηρία καὶ τὴν ὑπερύψωση τῆς Χαναναίας, τὴν ἀνεβάζει στὸ τρίτο σκαλοπάτι τῆς δοκιμασίας της. Ἀπὸ τὰ χείλη τοῦ Χριστοῦ ἐξέρχεται ἕνας λόγος σκληρὸς καὶ προσβλητικός, ἀταίριαστος μὲ τὴν γνωστὴ ἤπια καὶ φιλάνθρωπη φρασεολογία Του: «Οὐκ ἔστιν καλὸν λαβεῖν τὸν ἄρτον τῶν τέκνων καὶ βαλεῖν τοῖς κυναρίοις». Ὁ Κύριος κάνει μιὰ φοβερὴ διάκριση. Μιλεῖ γιὰ «τέκνα» καὶ γιὰ «κυνάρια». «Τέκνα» εἶναι ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ καὶ «κυνάρια» ὁ κόσμος τῶν Ἐθνικῶν. Ἄρτος, οἱ δωρεὲς τοῦ Θεοῦ. Ἐδῶ θὰ περίμενε κανεὶς νὰ σηκωθεῖ καὶ νὰ φύγει κατασκανδαλισμένη μὲ πολλὴ ἀντίδραση καὶ παράπονο, ὅπως συνήθως ἐνεργοῦμε οἱ ἄνθρωποι. Ἡ Χαναναία οὔτε θίγεται οὔτε ἀποθαρρύνεται, ἀλλά ἀντιστρέφει τὸ παράδειγμα τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀπαντᾶ μὲ τρόπο ποὺ φανερώνει τὸ ἐπίπεδο τῆς πνευματικῆς πορείας καὶ ζωῆς της.
«Ναί, Κύριε, καὶ γὰρ τὰ κυνάρια ἐσθίει ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τῶν κυρίων αὐτῶν». Καὶ μόλις ὁ Κύριος ἄκουσε αὐτὸν τὸν λόγον ἀνεφώνησε μὲ θαυμασμό: « Ὦ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις! Γεννηθήτω σοι ὡς θέλεις». Καὶ ἡ δαιμονισμένη θυγατέρα τῆς Χαναναίας θεραπεύθηκε ἀμέσως.
Καθὼς ἐδῶ σταματᾶ ἡ διήγηση τοῦ Εὐαγγελιστοῦ, ἐμεῖς μένουμε κατάπληκτοι μὲ τὴν ἀπόλυτη καὶ ἰσχυρὴ πίστη τῆς Ἑλλη-νίδας γυναίκας ἀπὸ τὴν Χαναάν, ποὺ ξέρει καὶ ἔχει τὴν δύναμη νὰ ταπεινώνεται, νὰ παρακαλεῖ κραυγάζουσα πρὸς τὸν Θεό, νὰ ἐπιμένει καὶ νὰ ὑπομένει, μέχρις ὅτου λάβει τὸ ζητούμενο.
Παρουσιάζεται μπροστὰ στὸν Ἰησοῦ ταπεινὰ χωρὶς θράσος καὶ ἀπαιτητικότητα, χωρὶς ἐγωϊστικὸ θέλημα γιὰ τὴν ἱκανο-ποίηση τοῦ ἀνθρωπίνου αἰτήματός της. Αἰσθανόταν ἀσήμαντη μπροστὰ στὴν ἁγιότητα τοῦ Κυρίου, ἄξια ἀπόρριψης καὶ περιφρόνησης μὰ μὲ ἀκλόνητη τὴν πίστη ὅτι ὁ λόγος Του, ὅποιος καὶ νὰ ἦταν, ἦταν γι’ αὐτὴν λόγος ζωοποιός. Ἔτσι γίνεται ἄξια νὰ τελεσθεῖ τὸ θαῦμα στὴ ζωὴ τὴν δικιά της καὶ τῆς πάσχουσας θυγατέρας της.
Ἄν θλελουμε καὶ ἐμεῖς, ἀδελφοί μου, στὰ σοβαρὰ νὰ βροῦμε τὸν Θεὸ καὶ νὰ ἔχουμε μιὰ λυτρωτικὴ συνάντηση μαζί Του, νὰ εἴμαστε ἀποφασισμένοι ὅτι ἡ ψυχή μας λίγο–πολὺ θὰ περάσει τὰ στάδια αὐτὰ «τῆς σιωπῆς», «τῆς περιφρονήσεως», καὶ «τῆς προσβολῆς» ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ.
Στὴν δύσκολη αὐτὴ ὥρα θὰ χρειασθεῖ νὰ ὁπλισθοῦμε μὲ τὰ πνευματικὰ ἐφόδια τῆς Χαναναίας γυναίκας, τὴν ἀληθινὴ πίστη καὶ τὴν βαθειὰ ταπείνωση. Ἔτσι θὰ ἐπιτύχουμε νὰ συναντήσουμε τὸν Κύριο, νὰ ἔχουμε αἴσθηση τῆς χάριτος καὶ παρουσίας Του στὴ ζωή μας καὶ ἡ καρδιά μας θὰ ἀρχίσει νὰ γίνεται τόπος τῆς ἐμφανείας τοῦ Θεοῦ.
π. Μ.Μ.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Ἡ μεταστροφὴ τοῦ Ζακχαῖου
Ἡ σημερινὴ Εὐαγγελικὴ περικοπή, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἀναφέρεται στὴ συνάντηση τοῦ Ζακχαίου μὲ τὸ Χριστό. Ἡ περικοπὴ αὐτὴ ἀπαντᾶ στὴν ἀρχὴ τοῦ δεκάτου ἐνάτου κεφαλαίου τοῦ κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγελίου. Στὸ προηγούμενο, τὸ δέκατο ὄγδοο κεφάλαιο, καταγράφονται τρία ἐξίσου σημαντικὰ περιστατικά. Πρῶτον, ὁ διάλογος τοῦ Χριστοῦ μὲ τὸν πλούσιο ἄρχοντα, ὁ ὁποῖος ἀρνεῖται νὰ μοιράσει τὸν πλοῦτο του στοὺς πτωχοὺς καὶ νὰ ἀκολουθήσει τὸ Χριστό. Στὴ συνέχεια βλέπουμε τὸ Χριστὸ νὰ προλέγει τὸ πάθος Του καὶ νὰ ξεκινᾶ τὴν πορεία Του πρὸς τὴν Ἱερουσαλήμ. Τρίτον, βλέπουμε τὸ Χριστὸ νὰ εἰσέρχεται στὴν Ἱεριχώ, μία πόλη ποὺ ἀπέχει μόλις εἴκοσι χιλιόμετρα ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα, ὅπου καὶ θεραπεύει ἕνα τυφλό, δίνοντάς του ἔτσι τὴ δυνατότητα νὰ δεῖ καὶ νὰ δοξάσει τὸ Θεό.
Ἀμέσως μετά, στὴν ἴδια πόλη, τὴν Ἱεριχώ, λαμβάνει χώρα ἡ συνάντηση τοῦ Χριστοῦ μὲ τὸ Ζακχαῖο. Ὁ Ζακχαῖος εἶναι πλούσιος, ὅπως καὶ ὁ ἄρχοντας τῆς συναγωγῆς, καὶ θέλει κι αὐτὸς νὰ δεῖ, ὅπως ὁ τυφλός. Ὅπως ὅμως θὰ δοῦμε στὴ συνέχεια, δὲν θέλει ἁπλῶς νὰ ἀνακτήσει τὴ φυσική του ὅραση, ἀλλὰ νὰ δεῖ τὸ Χριστό, μέσα δὲ ἀπὸ τὴ θέα τοῦ Χριστοῦ θὰ ὁδηγηθεῖ, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν πλούσιο ἄρχοντα, στὴν ἀπόφαση νὰ μοιράσει τὸν πλοῦτο του στοὺς συνανθρώπους του καὶ νὰ βρεῖ τὴ σωτηρία.
Ὁ Ζακχαῖος ἦταν ἀρχιτελώνης. Οἱ τελῶνες ἐκείνη τὴν ἐποχὴ προπλήρωναν τοὺς φόρους στοὺς Ρωμαίους κατακτητὲς καὶ στὴ συνέχεια ἀνελάμβαναν νὰ τοὺς εἰσπράξουν οἱ ἴδιοι ἀπὸ τὸ λαό, ἐπιβαρύνοντας ὅμως τοὺς φορολογούμενους μὲ ἐπιπλέον ποσὰ ἀποσκοπῶντας στὸν δικό τους πλουτισμό. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ οἱ τελῶνες θεωροῦνταν ἐξ ὁρισμοῦ ἁμαρτωλοὶ καὶ ἦταν ἀποκλεισμένοι ἀπὸ τὴν κοινότητα τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Ζακχαῖος, ὡστόσο, ἂν καὶ τελώνης, εἶχε μία ἀγαθὴ ἐπιθυμία: ἤθελε νὰ δεῖ τὸν Ἰησοῦ. Ἐπειδὴ ὅμως ἦταν κοντός, τὸ πλῆθος ποὺ περιέβαλε τὸ Χριστὸ δὲν τοῦ ἐπέτρεπε νὰ τὸν ἀντικρύσει. Γιὰ νὰ μπορέσει λοιπὸν νὰ Τὸν δεῖ σκαρφάλωσε σ’ ἕνα δέντρο.
Ἡ πράξη αὐτὴ τοῦ Ζακχαίου ἦταν πράξη ταπεινωτική. Πρῶτον, διότι ἕνας πλούσιος ἀξιωματοῦχος τῆς ἐποχῆς σκαρφάλωνε σὰν μικρὸ παιδὶ πάνω σ’ ἕνα δέντρο. Δεύτερον, διότι, ἀνεβαίνοντας στὸ δέντρο, ἐξέθετε ἀκόμη περισσότερο τὸ χαρακτηριστικὸ τοῦ μικροῦ του ἀναστήματος, πρᾶγμα ποὺ θὰ τὸν ἐξέθετε ἀκόμα πιὸ πολὺ στὰ ἀρνητικὰ καὶ ἐνδεχομένως εἰρωνικὰ σχόλια τοῦ πλήθους. Ὁ Ζακχαῖος ὅμως ταπεινώνεται ἑκουσίως, ἐπειδὴ θέλει νὰ δεῖ τὸν Χριστό. Θέλει νὰ δεῖ τὸν Χριστό, ὁ ὁποῖος ἐπίσης πρόκειται σὲ λίγο νὰ ταπεινωθεῖ, ἀνεβαίνοντας κι Ἐκεῖνος σ’ ἕνα ξύλο, στὸ ξύλο τοῦ σταυροῦ. Ἡ ταπείνωση τοῦ Ζακχαίου συγκροτεῖ σημεῖο ἐπαφῆς μὲ τὸ Χριστό, ποὺ βαδίζει τὸ δρόμο πρὸς τὰ Ἱεροσόλυμα, τὸ δρόμο δηλαδὴ τῆς ταπείνωσης καὶ τοῦ μαρτυρίου.
Γι’ αὐτὸ λοιπόν, ὅταν ὁ Ζακχαῖος βλέπει τὸ Χριστό, ὁ Χριστὸς ἐπίσης στρέφεται καὶ βλέπει καὶ ἐκεῖνος τὸ Ζακχαῖο. Τὸν βλέπει καὶ τοῦ ζητεῖ νὰ κατεβεῖ ἀπὸ τὸ δέντρο, διότι ἐκεῖνο τὸ βράδυ πρόκειται νὰ μείνει στὸ σπίτι του. Ὁ Ζακχαῖος κατεβαίνει καὶ τὸν ὑποδέχεται μὲ χαρά, ἐνῷ τὸ πλῆθος, ἀνίκανο νὰ κατανοήσει τὸ μήνυμα καὶ τὴν ἀποστολὴ τοῦ Χριστοῦ, γογγύζει καὶ ἐναντίον τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ὅπως τὸν χαρακτηρίζει, Ζακχαίου, ἀλλὰ καὶ ἐναντίον τοῦ ἴδιου του Χριστοῦ, ποὺ ἐπέλεξε νὰ καταλύσει στὸ σπίτι του. Ἀντίθετα ὁ Ζακχαῖος, ἀλλοιωμένος ἀπὸ τὴν ἀπρόσμενη ἀποδοχὴ καὶ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, δηλώνει ὅτι θὰ δώσει τὴ μισή του περιουσία στοὺς φτωχοὺς καὶ ὅτι, ἐὰν ἀδίκησε κάποιον, θὰ τοῦ ἐπιστρέψει τὰ τετραπλάσια. Σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν πλούσιο ἄρχοντα ποὺ ἀρνήθηκε νὰ μοιράσει τὸν πλοῦτο του, ὁ Ζακχαῖος ἑκουσίως καὶ αὐτοβούλως ἀποφασίζει νὰ τὸ κάνει. Ἔχοντας ταπεινωθεῖ καὶ διαπιστώσει πόσο πολὺ ἀποδέχεται καὶ ἀγαπᾶ τὸν ἄνθρωπο ὁ Χριστός, ἐμφανίζεται πρόθυμος νὰ ἀνταποκριθεῖ ἔμπρακτα στὴν ἀγάπη Του, υἱοθετῶντας μία ἀντίστοιχη στάση ἀγάπης πρὸς τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους.
Μετὰ τὴ γνωστοποίηση τῆς ἀπόφασης τοῦ Ζακχαίου νὰ διανείμει τὴν περιουσία του, ὁ Χριστὸς ὁμολογεῖ ὅτι ἡ σωτηρία ἦρθε σ’ ἐκεῖνο τὸ σπίτι. Διότι καὶ ὁ Ζακχαῖος εἶναι παιδὶ τοῦ Ἀβραάμ. Εἶναι, καὶ ἐκεῖνος, τὸ χαμένο πρόβατο ποὺ ἦλθε νὰ ζητήσει καὶ νὰ σώσει ὁ καλὸς ποιμένας. Ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἦρθε νὰ ζητήσει τὴ σωτηρία τοῦ Ζακχαίου ἤδη πρὶν ὁ ἴδιος ὁ Ζακχαῖος ζητήσει νὰ δεῖ ποιὸς εἶναι ὁ Χριστός. Ἡ σωτηρία αὐτὴ περιλαμβάνει τὴν ἀποκατάσταση τῆς σχέσης τοῦ Ζακχαίου τόσο μὲ τὸν ἴδιο τὸ Θεό, ὅσο καὶ μὲ τὴν κοινότητα τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ τὴν ὁποία τὸν εἶχε ἀποκλείσει ἡ προγενέστερη ἁμαρτωλὴ ζωή του.
Ἡ παραπάνω περικοπὴ μᾶς φανερώνει, μεταξὺ ἄλλων, τὰ στάδια μέσα ἀπὸ τὰ ὁποῖα συχνὰ διέρχεται ἡ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ Θεό. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἁμαρτωλὸς καὶ ἄδικος. Ὁ Χριστὸς ὅμως ἐπιζητεῖ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Πολλὲς φορὲς ἡ σωτηρία αὐτή, ἡ συνάντηση δηλαδὴ μὲ τὸ Χριστό, παρεμποδίζεται ἀπὸ ἄλλους ἀνθρώπους, ἀκόμα καὶ ἀπὸ πλήθη ποὺ περιστοιχίζουν τὸ Χριστό, χωρὶς στὴν πραγματικότητα νὰ κατανοοῦν καὶ νὰ ἐνστερνίζονται τὸ μήνυμα καὶ τὴν ἀποστολή Του. Γιὰ νὰ συναντήσει κανεὶς τὸ Χριστὸ θὰ πρέπει πρῶτα νὰ τὸ θέλει καὶ νὰ τὸ προσπαθήσει. Στὴ συνέχεια θὰ πρέπει νὰ ταπεινωθεῖ, ὥστε νὰ ὁμοιάσει ἐσωτερικὰ πρὸς ἐκεῖνον ποὺ ταπεινώθηκε πάνω στὸ σταυρὸ γιὰ τὴ σωτηρία μας. Μὲ τὴν ταπείνωση ἀνοίγει ὁ δρόμος τῆς συνάντησης μὲ τὸν Χριστό. Ἡ συνάντηση ὅμως αὐτὴ δὲν ἐξαντλεῖται σὲ ἐσωτερικὰ βιώματα καὶ εὐσεβεῖς σκέψεις. Ἐὰν εἶναι γνήσια, μετουσιώνεται σὲ συγκεκριμένες πράξεις. Ὁδηγεῖ στὴν ἔμπρακτη ἀλλαγὴ τῆς στάσης τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τοὺς συνανθρώπους του. Καὶ καταλήγει ὄχι στὴν τυπική, ἀλλὰ στὴν οὐσιαστικὴ καὶ πλήρη ἔνταξή του στὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ, στὴν Ἐκκλησία, στὴν κοινότητα δηλαδὴ τῶν ἀνθρώπων ποὺ ἀγωνίζονται νὰ ἀγαπήσουν τὸ Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο, καὶ ποὺ βιώνουν καθημερινὰ τὴ θυσία ἀλλὰ καὶ τὴ χαρὰ τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ ἀνθρώπου στὴ ζωή τους.
π. Δ. Μ.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
(Λουκ. ιζ´ 12-19)
Τὸ Εὐαγγέλιο ποὺ ἀκούσαμε σήμερα, ἀγαπητοί μου, μιλάει γιὰ ἕνα θαῦμα ποὺ ἔκανε ὁ Χριστὸς βρισκόμενος κοντὰ σὲ ἕνα χωριὸ μεταξὺ τῶν συνόρων τῆς Σαμάρειας καὶ τῆς Γαλιλαίας. Τὸ θαῦμα αὐτὸ κατέγραψε μόνο ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς ποὺ ὡς γιατρὸς συγ-κράτησε στὴ μνήμη του, καὶ εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ τελευταῖα θαύματα ποὺ ἔκανε ὁ Κύριος λίγο πρὶν μπεῖ στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ὑποστεῖ τὸ «ἐκούσιον πάθος»
Τὸν Χριστὸ συναντοῦν δέκα ἄνθρωποι ποὺ ἄπασχαν ἀπὸ τὴ φοβερὴ τότε ἀσθένεια τῆς λέπρας. Τί ἦταν ἡ λέπρα; Πρόκειται γιὰ μία βασανιστικὴ ἀρρώστια ποὺ ἀλλοίωνε τὸ σῶμα, κοκκίνιζε τὸ δέρμα τοῦ ἀνθρώπου καὶ γέμιζε μὲ λέπια. Δημιουργοῦσε κνισμὸ (φαγούρα) καὶ ἀνησυχία. Καὶ ἦταν ὄχι μόνο βασανιστικὴ γιὰ τὸν ἴδιο ἀλλὰ καὶ ἀποκρουστικὴ γιὰ τοὺς γύρω. Ἄλλαζε καὶ παραμόρφωνε τὸ πρόσωπο. Καὶ τὸ χειρότερο, ἦταν μεταδοτική. Γι’ αὐτό, μόλις κάποιος παρουσίαζε τέτοια συμπτώματα, τὸν ἀπομόνωναν καὶ τὸν ὁδηγοῦσαν σὲ τόπο ἐξορίας καὶ μακριὰ ἀπὸ τοὺς ὑγιεῖς ἀνθρώπους.
Αὐτὸς ἦταν καὶ ὁ λόγος ποὺ οἱ δέκα αὐτοὶ ἄνθρωποι στάθηκαν «πόρρωθεν», δηλαδὴ μακριὰ ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ καὶ τὸν παρακαλοῦσαν μὲ ὅλη τὴν δύναμη τῆς φωνῆς τους· «Ἰησοῦ ἐπιστάτα, ἐλέησον ἡμᾶς».
Οἱ φωνὲς καὶ οἱ ἱκεσίες τους βρῆκαν ἀπὸ τὸν Χριστὸ ἀνταπόκριση. Τοὺς καλεῖ νὰ πορευθοῦν πρὸς τοὺς ἱερεῖς τους καὶ νὰ δείξουν τὰ σώματά τους. Γιατί, ὅπως ὅριζε ὁ Μωσαϊκὸς νόμος, ἐκεῖνοι ἔπρεπε νὰ βεβαιώσουν ὅτι πραγματικὰ θεραπεύθηκαν ἀπὸ τὴν λέπρα. Καὶ οἱ δέκα λεπροὶ ὑπακούουν στὴν ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ καί, πρὶν παρουσιαστοῦν στοὺς ἱερεῖς, ἔχουν ἤδη θεραπευτεῖ.
Τὴν εὐεργεσία ὅμως αὐτὴ τοῦ Θεοῦ τὴν ἐκτίμησε μόνο ὁ ἕνας καὶ γύρισε καὶ Τὸν εὐχαρίστησε. Καὶ μάλιστα αὐτὸς ὁ ἕνας δὲν ἦταν Ἰουδαῖος ὅπως οἱ ὑπόλοιποι ἐννέα, δηλ. ἀπόγονος τοῦ Ἀβραὰμ καὶ πιστὸς τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ Σαμαρείτης, φυλετικὰ ἀπὸ ἕνα γένος ποὺ ἦταν θρησκευτικὸ μεῖγμα Ἰουδαϊσμοῦ καὶ εἰδωλολατρίας. Καὶ ὅμως αὐτὸς μόνο γύρισε νὰ εὐχαριστήσει τὸ Θεό. Καὶ ἐκείνη τὴ στιγμὴ ὁ Χριστὸς ἐξέφρασε τὸ παράπονό Του: «οὐχὶ οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν; οἱ δὲ ἐννέα ποῦ;». Δέκα ἄνθρωποι εὐεργετήθηκαν καὶ σώθηκαν σωματικά, ἀπ’ αὐτοὺς μόνο ἕνας εἶναι ἐκεῖνος ποὺ γυρίζει γιὰ νὰ εὐχαριστήσει τὸ Χριστὸ καὶ τελικὰ νὰ λάβει καὶ τὴν πνευματικὴ σωτηρία, «ἀναστὰς πορεύου ἡ πίστις σου σέσωκέ σε».
Ἡ πίστη τῶν ἐννέα λεπρῶν, ὅπως φάνηκε ἐκ τῶν ὑστέρων, ἦταν ἐπιφανειακή, ρηχή, χωρὶς ρίζες καὶ περιεχόμενο. Ἡ ἀχαριστία καὶ ἡ ἀγνωμοσύνη ἦταν τὰ βασικότερα χαρακτηριστικὰ τῆς συμπεριφορᾶς τους· τί εἶναι ὅμως ἡ ἀχαριστία καὶ πῶς φαίνεται μέσα ἀπὸ τὴν συμπεριφορά μας;
Ἡ ἀχαριστία πηγάζει ἀπὸ μία ψυχὴ ἐγωϊστικὴ. Ὁ ἄνθρωπος ὅταν ἔχει συνηθίσει νὰ γίνεται τὸ κέντρο τῶν ἄλλων ἀνθρώπων, ποτὲ δὲν αἰσθάνεται ὅτι οἱ εὐεργετικὲς ἐνέργειες τῶν ἄλλων ἀποτελοῦν εὐεργεσία, ἀλλὰ τὶς θεωρεῖ ἁπλῶς καθῆκον. Ἔτσι λοιπόν, φτάνει ὁ ἄνθρωπος στὸ ὁδυνηρὸ σημεῖο νὰ μὴν εὐχαριστεῖ οὔτε τὸν ἴδιο τὸ Θεό, ἀλλὰ πολλὲς φορὲς καὶ νὰ τὸν ὑβρίζει, ξεχνῶντας τὶς ποικίλες καὶ σωτήριες εὐεργεσίες Του.
Ἡ ρίζα λοιπὸν τῆς ἀγνωμοσύνης εἶναι ὁ ἐγωισμός. Ὁ ἐγωιστὴς ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ ἐρευνήσει τὸν ἐσωτερικὸ του κόσμο, δὲν μπορεῖ νὰ ἔρθρει σὲ αὐτογνωσία καὶ νὰ δεῖ ποιὸς εἶναι. Ἔχει φτιάξει ἕνα ψεύτικο εἴδωλο καὶ ὅλους τοὺς ἄλλους τοὺς θεωρεῖ ὑποχρεωμένους νὰ τὸν ὑπηρετοῦν. Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ αἰσθάνεται εὐγνωμοσύνη ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος;
Ὁ ἀχάριστος ἄνθρωπος ἔχει γιὰ θεὸ τὸν ἑαυτό του καὶ ζητεῖ ἀπὸ τοὺς συνανθρώπους του συνέχεια νὰ παίρνει. Πάνω ἀπ’ ὅλα καὶ ἀπ’ ὅλους εἶναι τὸ ἀτομικὸ-προσωπικό του συμφέρον. Ὁ ἀχάριστος ἄνθρωπος εἶναι ὑπερόπτης, ἀχόρταγος, ἀνυπόστατος, ἀπαιτητικός, ἄνθρωπος χωρὶς χάρη. Γι’ αὐτὸ ἀκόμα καὶ στὶς μέρες μας αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος λόγῳ τῆς συμπεριφορᾶς του ἀπομονώνεται ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν κοινωνία. Πολὺ σωστὰ λέει ὁ λαός μας ὅτι δὲν ὑπάρχει ἀσφαλέστερος ἐχθρὸς ἀπὸ τὸν ἀχάριστο εὐεργετηθέντα.
Ἄς ἔρθουμε ὅμως ἀγαπητοὶ μου καὶ στὸν Σαμαρείτη τῆς σημερινῆς Εὐαγγελικῆς περικοπῆς. Ἐκεῖνος εὐχαρίστησε τὸν Χριστὸ γιὰ τὴν θεραπεία του καὶ ὁ Θεὸς δὲν τὸν θεράπευσε μόνο ἀπὸ τὴν σωματικὴ ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν ψυχικὴ λέπρα, ποὺ εἶναι ἡ ἁμαρτία.
Κάθε ἄνθρωπος ποὺ εἶναι εὐγνώμων, εὐχαριστεῖ καθημερινὰ τὸν Θεὸ γιὰ τὶς πολλαπλὲς εὐεργεσίες Του. Δὲν ξεχνᾶ τὴν εὐεργεσία καὶ προσπαθεῖ νὰ τὴν ἀνταποδώσει μὲ ὅποιο τρόπο μπορεῖ. Ὁ εὐγνώμων εἶναι ὁ καλλιεργημένος ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, μὲ τὴν ἄδολη καὶ ἁπλῆ καρδιά, μὲ τὰ αὐθόρμητα συναισθήματα. Εἶναι ὁ πιστὸς καὶ γνήσιος μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἔχει τὴ δύναμη νὰ ἀναγνωρίζει καὶ νὰ τιμᾶ τὸν εὐεργέτη του.
Ἡ ἀναγνώριση ὅλων κατὰ τὸ δυνατόν τῶν εὐεργεσιῶν τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο ἀποτελεῖ τὴν πηγὴ τῆς εὐγνωμοσύνης. Ὅταν λοιπὸν στρέψουμε τὸ βλέμμα μας καὶ δοῦμε τὸν γύρω κόσμο, θὰ πρέπει νὰ ἀναφωνήσουμε: «ὡς ἐμεγαλύνθη τὰ ἔργα Σου, Κύριε, πάν-τα ἐν σοφίᾳ ἐποίησας». Πόσα καὶ πόσα, ἀλήθεια, δὲν ἔχουμε μπροστά μας γιὰ νὰ εὐγνωμονοῦμε μέρα καὶ νύκτα τὸν Θεό; Ἐμεῖς ποὺ δεχόμαστε καθημερινὰ τὶς εὐεργεσίες Του Τὸν εὐχαριστοῦμε; Ἀναγνωρίζουμε τὸ ὅτι καὶ ποὺ ζοῦμε εἶναι ἔργο τῆς πρόνοιας καὶ τῆς ἀγάπης Του;
Ἔχουμε χρέος νὰ εὐχαριστοῦμε τὸν Θεὸ ἀπὸ τὸν ὁποῖο «πᾶσα δόσις ἀγαθὴ καὶ πᾶν δώρημα τέλειον ἄνωθεν ἐστὶ καταβαῖνον». Τὸ καθῆκον αὐτὸ ὑπογραμμίζει καὶ ὁ ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν Παῦλος γράφοντας: «Εὐχαριστοῦντες πάντοτε καὶ ὑπὲρ πάν-των τῷ Θεῷ καὶ πατρὶ» (Ἐφεσ. 5,20).
Ἄν θέλουμε νὰ ἀκολουθήσουμε αὐτὸ ποὺ ἔκανε ὁ Χριστὸς καὶ οἱ Ἅγιοί μας θὰ πρέπει νὰ εὐχαριστοῦμε τὸν Θεὸ ὄχι μόνο γιὰ τὶς εὐεργεσίες Του, ἀλλὰ καὶ γι’ αὐτὰ ποὺ μᾶς φαίνονται ὡς δοκιμασίες. Οἱ θλίψεις, οἱ πόνοι, οἱ ἀσθένειες εἶναι εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ, ἐπισκέψεις τῆς ἀγάπης Του ποὺ μᾶς παιδαγωγοῦν καὶ μᾶς ὁδηγοῦν στὴν σωτηρία. Ἄς ἀναφωνοῦμε καὶ ἐμεῖς ἐκεῖνο ποὺ στὶς δύσκολες στιγμές του ἔλεγε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἔνεκεν».
Ἀγαπητοί μου,
Ἀπὸ τοὺς δέκα θεραπευθέντες λεπροὺς τῆς σημερινῆς περικοπῆς, μόνο ἕνας γύρισε καὶ εὐχαρίστησε τὸν Χριστό. Αὐτὸ μᾶς δείχνει πόσο δύσκολο πρᾶγμα εἶναι ἡ εὐγνωμοσύνη. Ἐκεῖνο ποὺ μᾶς ἐμποδίζει νὰ δοῦμε τὸ καλὸ ποὺ μᾶς ἔκανε ὁ ἄλλος εἶναι ὁ ἐγωισμός. Γιὰ νὰ ἐκφράσουμε τὴν εὐγνωμοσύνη μας πρέπει νὰ ταπεινωθοῦμε.
Ἄς εἴμαστε πάντοτε ταπεινοὶ καὶ εὐγνώμονες πρὸς τὸν Θεὸ καὶ πατέρα μας ἀλλὰ καὶ στοὺς συνανθρώπους μας.
π. Ι.Μ.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
«Ὁ λαὸς ὁ καθήμενος ἐν σκότει εἶδε φῶς μέγα καὶ τοῖς καθημένοις ἐν χῶρᾳ καὶ σικᾷ θανάτου φῶς ἀνέτειλεν αὐτοῖς» (Ματθ. ιδ´ 16)
Εἶναι γνωστὸ πόσο ἔμφυτη εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸ φῶς. Ἂν ὑποθέσουμε ὅτι κάποια στιγμὴ καὶ γιὰ λίγο χρόνο ἐπικρατοῦσε ἕνα πυκνὸ σκοτάδι, τότε ὁ ἄνθρωπος θὰ τρόμαζε, θὰ τὸν περιέλουζε ἕνας φόβος. Γι’ αὐτὸ ὅλοι οἱ λαοὶ ἐλάτρευσαν τὸ φῶς καὶ τὴν φωτιά. Τόσο πολὺ τὸ λάτρευσαν, ὥστε νὰ νομίσουν ὅτι εἶναι θεός.
Μὲ τὴν πάροδο τῶν αἰώνων ὁ ἄνθρωπος προσπάθησε νὰ βρεῖ στὸ ὑλικὸ φῶς ἕνα ἄλλο φῶς, ἕνα πνευματικὸ φῶς, μιὰ ἰδέα φωτεινή, τὴν ὁποία καὶ λάτρευσε.
Ἔτσι πέρασε ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴ λατρεία τοῦ φυσικοῦ φωτὸς στὴ λατρεία τοῦ νοητοῦ φωτός, τῶν ἰδεῶν δηλαδή, ἀλλὰ καὶ πάλι βρισκόταν σὲ μιὰ εἰδωλολατρεία. Διότι οὔτε τὸ αἰσθητὸ φῶς, ὁ ἥλιος, οὔτε τὸ νοητὸ φῶς, οἱ ἰδέες, εἶναι θεός. Ὥστόσο, τὴν εἰκόνα τοῦ ἀληθινοῦ φωτὸς τὴν προανήγγειλε ὁ Προφήτης Ἠσαΐας 800 χρόνια πρὶν ἔρθει στὸν κόσμο τὸ ἀληθινὸ φῶς, ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Προφήτη (κεφ. θ´) τὰ ἐπαναλαμβάνει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος: «Ὁ λαὸς ποὺ καθόταν στὸ σκοτάδι εἶδε φῶς μέγα καὶ σ’ αὐτοὺς ποὺ βρισκόντουσαν στὴ χώρα ποὺ τὴν σκίαζε ὁ θάνατος ἀνέτειλε τὸ φῶς, ὁ Ἰησοῦς Χριστός». Εἶναι ὁ ἀνέσπερος Ἥλιος, τὸ ἀληθινὸ φῶς, ὁ δημιουργὸς τοῦ αἰσθητοῦ φωτός, ὁ κτίστης καὶ δημιουργὸς ὅλων ἐκείνων ποὺ θεοποίησε ὁ ἄνθρωπος.
Οἱ ἄνθρωποι εἶδαν αὐτὸ τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ, πῆγαν γιὰ μιὰ στιγμὴ κοντά του, γρήγορα ὅμως ἔκαναν πίσω καὶ ἀπομακρύνθηκαν. Καὶ θὰ γράψει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης: «...τὸ φῶς ἐλήλυθε εἰς τὸν κόσμον καὶ ἠγάπησαν οἱ ἄνθρωποι μᾶλλον τὸ σκότος ἢ τὸ φῶς» (γ´,19). Τὸ φῶς ἦρθε στὸν κόσμο, ἀλλὰ οἱ ἄνθρωποι ἀγάπησαν περισσότερο τὸ σκοτάδι ἀπὸ τὸ φῶς.
Περίεργη ἡ κίνηση αὐτὴ τῶν ἀνθρώπων! Ἐνῶ ἀγαποῦν τὸ φῶς, ἀναζητοῦν τὸ φῶς καὶ περιμένουν τὸ φῶς, ὅταν ἔρχεται τὸ ἀληθινὸ φῶς νὰ τὸ πλησιάζουν γιὰ λίγο καὶ νὰ φεύγουν. Μήπως κάτι φταίει στὸ φῶς; Μήπως κάτι φταίει στοὺς ἀνθρώπους; Ἀναμφισβήτητα, στὸ φῶς δὲν ὑπάρχει «τροπῆς ἀποσκίασμα», λέει ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος. Δὲν ὑπάρχει ἴχνος σκιᾶς στὸ φῶς. Τότε τί συμβαίνει μὲ τοὺς ἀνθρώπους;
Οἱ βασικὲς αἰτίες εἶναι τρεῖς: Πρώτη αἰτία εἶναι μιὰ ὑποκειμενικὴ ἀντίληψη τῆς ἀλήθειας. Δηλαδὴ ὁ ἄνθρωπος ἑρμηνεύει καὶ καταλαβαίνει τὰ πράγματα ὅπως αὐτὸς θέλει νὰ πιστέψει, ὄχι ὅπως εἶναι στὴν πραγματικότητα. Ἂς θυμηθοῦμε τὸ θαῦμα τοῦ χορτασμοῦ τῶν πέντε χιλιάδων ποὺ χόρτασε ὁ Κύριος. Μόλις ἔγινε τὸ θαῦμα, οἱ μαθητὲς μπῆκαν στὸ πλοῖο καὶ πέρασαν στὴν ἀπέναντι ὄχθη τῆς λίμνης μετὰ τὴ νυχτερινὴ δοκιμασία τους , ὅπου ὁ Κύριος τοὺς ἔσωσε. Ὁ ὄχλος ἔχασε τὸν Ἰησοῦ καὶ ὅταν τὸν ξαναβρῆκαν εἶπαν: «Κύριε ἐδῶ εἶσαι;» Τοὺς ἀπαντᾶ: «Μὲ ἀναζητεῖτε, γιατὶ σᾶς ἔδωσα ψωμὶ, ποὺ ὅποιος τὸ φάει ξαναπεινᾶ. Νὰ φᾶτε τὴν τροφὴ ποὺ δὲν χάνεται “τὴν μὴ ἀπολλυμένην, ἀλλὰ τὴν μένουσαν” (στ´,27). Εἶναι ἡ σάρκα μου καὶ τὸ αἷμα μου.» Ὁ λόγος αὐτὸς φάνηκε ἀκατανόητος στὸ πλῆθος καὶ πολλοὶ γύρισαν τὴν πλάτη τους καὶ ἔφυγαν. Γιατί; Διότι μέσα στὸ μυαλό τους εἶχαν σχηματίσει μιὰ ἰδέα, ὅτι ὁ Μεσσίας θὰ εἶναι ἕνα πρόσωπο ἔνδοξο, ποὺ θὰ τοὺς δώσει νὰ φᾶνε καὶ νὰ πιοῦν. Ἑπομένως εἶχαν λάθος ἀντίληψη γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ Μεσσία. Δὲν μποροῦσαν νὰ καταλάβουν ὅτι ἡ ἀποστολὴ τοῦ Μεσσία εἶναι νὰ σώσει τὸν κόσμο ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, νὰ δώσει ὀντολογικὴ πραγματικὴ σωτηρία, νὰ ἀναστήσει τοὺς ἀνθρώπους ποὺ πεθαίνουν καὶ νὰ τοὺς ὁδηγήσει μὲ σῶμα καὶ ψυχὴ στὴ Βασιλεία Του. Αὐτὸ δὲν μποροῦσαν, ἀλλὰ καὶ δὲν ἤθελαν νὰ τὸ καταλάβουν. Κατὰ βάθος ὁ ἄνθρωπος ἀρέσκεται καὶ ἀγαπᾶ νὰ μένει σ’ αὐτὴ τὴν ἀντίληψη, γιατὶ ἐπιθυμεῖ ἕνα Εὐαγγέλιο, ἕνα Χριστὸ ποὺ νὰ ταιριάζει στὰ μέτρα του, ὅπως θὰ ἤθελε ὁ καθένας νὰ εἶναι κομμένο.
Ἡ δεύτερη αἰτία εἶναι ἡ ἁμαρτία ποὺ στέκεται μιὰ τροχοπέδη καὶ δὲν ἀφήνει τὸν ἄνθρωπο νὰ πλησιάσει πρὸς τὸ φῶς, ἀλλὰ ταὐτόχρονα γίνεται καὶ μιὰ δύναμη ποὺ ἀπωθεῖ τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸ φῶς. Γιατί; Λέει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης πάλι: «ἦν γὰρ πονηρὰ τὰ ἔργα αὐτῶν» (γ´19), γιατὶ εἶναι πονηρὰ τὰ ἔργα τους καὶ συνεχίζει· «πᾶς ὁ φαῦλα πράσσων οὐκ ἔρχεται πρὸς τὸ φῶς, ἵνα μὴ ἐλεγχθῇ αὐτοῦ τὰ ἔργα». Ὁ ἀμαρτωλὸς φεύγει μακριὰ ἀπὸ τὸ φῶς καὶ κρύβεται γιὰ νὰ μὴ ἐλεγχθεῖ γιὰ τὶς ἁμαρτίες του.
Ἀδελφοί μου, ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἔχει λόγους νὰ μὴ θέλει τὸ φῶς καὶ νὰ ἀρνεῖται τὴν ἀλήθεια, τὸν Χριστό. Ἡ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι βρώμικη. Αὐτὴ ἐπιθυμεῖ τὰ πονηρὰ καὶ τὴν ἁμαρτία καὶ αἰχμαλωτίζει τὸ νοῦ μας, γιὰ νὰ μὴ μποροῦμε νὰ πλησιάσουμε πρὸς τὴν ἀλήθεια. Συμβάλλουμε ὅμως καὶ ἐμεῖς, γιατὶ δὲν θέλουμε νὰ ἀρνηθοῦμε τὸν ἁμαρτωλὸ ἑαυτό μας.
Ὑπάρχει καὶ μιὰ τρίτη αἰτία, μιὰ μεταφυσικὴ αἰτία ποὺ εἶναι ἔξω ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, χωρὶς βεβαίως νὰ εἶναι καὶ ἀμέτοχος. Εἶναι ὁ Διάβολος ποὺ προσπαθεῖ νὰ ἐπηρεάσει τὸν ἄνθρωπο νὰ μὴ δεχθεῖ τὴν ἀλήθεια, τὸν Χριστὸ, τὸ φῶς τὸ ἀληθινό. Ὁ Προφήτης Ἠσαΐας λέει ὅτι ὁ Διάβολος εἶναι ὁ «ἄρχοντας τοῦ σκότους», καὶ ἐπειδὴ ξέπεσε ἀπὸ τὸν οὐρανό, ἀπὸ μῖσος πρὸς τὸν Θεὸ καὶ ἀπὸ φθόνο πρὸς τὸν ἄνθρωπο, θέλει καὶ ἄλλα λογικὰ ὄντα καὶ κτίσματα νὰ γίνουν ὅμοια μὲ αὐτόν. Βρίσκει, λοιπόν, εἴσοδο, ποὺ τοὺ τὴν ἀνοίγει ὁ ἄνθρωπος μὲ τὶς ἁμαρτίες του, μπαίνει μέσα του καὶ κάνει τὴν πνευματικὴ ζημιά. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος καὶ μὲ τὴ ζωή του καὶ τὰ ἔργα του, ὄχι ἴσως μὲ τὸν νοῦ του, ἀρνεῖται τὸν Χριστὸ καὶ φεύγει.
Ἀδελφοί μου, τὸ φῶς ἦρθε στὸν κόσμο. Ἂν ἀπομακρυνόμαστε ἀπὸ τὸν Χριστὸ γιὰ τοὺς λόγους ποὺ ἀναφέραμε, ἂς ἐπιστρέψουμε μὲ τὴν μετάνοιά μας πρὸς αὐτόν.
Ὁ κάθε χριστιανὸς ἂς τοποθετήσει τὸν ἑαυτό του στὰ μέτρα τοῦ Εὐαγγελίου καὶ ὄχι τὸ Εὐαγγέλιο στὰ ἀνθρώπινα μέτρα καὶ γοῦστα του. Αὐτὸ ζητάει ἀπὸ ἐμᾶς ὁ Θεός. Ἂς μὴ διώχνουμε τὸ Εὐαγγέλιο ἀπὸ τὴ ζωή μας καὶ ὡς ἄνθρωποι χριστιανοὶ ὀρθόδοξοι ἀλλὰ καὶ ὡς ἔθνος. Αὐτὸ ἂς εἶναι ἡ δόξα μας καὶ ἡ τιμή μας καὶ τότε θὰ λάβουμε τὴ χάρη καὶ τὴ δόξα ποὺ θὰ μᾶς προσφέρει ὁ Θεὸς καὶ στὴν παροῦσα ἀλλὰ καὶ στὴν αἰώνια ζωή. Ἀμήν.
π. Α.Μ.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Βρισκόμαστε, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, στὸ κατώφλι τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία μᾶς ἀνοίγει τὶς νοητὲς πύλες τῆς μετανοίας.
Γι’αὐτὸ καὶ τὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα εἶναι ἕνα ἐγερτήριο σάλπισμα ποὺ μᾶς καλεῖ σὲ μετάνοια ἔμπρακτη καὶ ἀληθινή.
Εἶναι πλέον καιρὸς μετανοίας, μᾶς λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος· καιρὸς νὰ σηκωθοῦμε ἀπὸ τὸν ὕπνο τῆς ἀμέλειας. Διότι ἡ ἡμέρα τῆς Δευτέρας Παρουσίας εἶναι πλησιέστερη σὲ ἐμᾶς παρὰ τότε, τὸν πρῶτο καιρὸ ποὺ γνωρίσαμε τὴν πίστη. Ἐὰν λοιπὸν τότε δείξαμε ζῆλο, πολὺ περισσότερο πρέπει νὰ δείξουμε τώρα.
Διότι ἡ ζωή μας αὐτή, ποὺ μοιάζει μὲ σκοτεινὴ νύχτα, προχώρησε καὶ ἡ ἡμέρα τῆς μελλούσης ζωῆς πλησιάζει. Καὶ ἐὰν ἀκόμη ὁ Κύριος δὲν ἔλθει σύντομα μὲ τὴν Δευτέρα Παρουσία του, ἔρχεται ὅμως γιὰ τὸν καθένα μας μὲ τὸν θάνατό μας, ὁ ὁποῖος ὅλο καὶ πλησιάζει. «Ἀποθώμεθα οὖν τὰ ἔργα τοῦ σκότους». Ἂς ἀποθέσουμε λοιπὸν σὰν ἄλλα ἀκάθαρτα ἐνδύματα τὰ ἔργα τῆς ἁμαρτίας ποὺ γίνονται στὸ σκοτάδι. Ὅπως συμπεριφέρεται κανεὶς τὴν ἡμέρα, ποὺ τὰ βλέμματα πολλῶν τὸν παρακολουθοῦν, ἔτσι καὶ ἐμεῖς ἂς συμπεριφερθοῦμε μὲ εὐπρέπεια· ὄχι μὲ ἄσεμνα φαγοπότια καὶ μέθες οὔτε μὲ πράξεις αἰσχρότητος καὶ ἀσέλγειας οὔτε μὲ φιλονεικίες καὶ ζηλοτυπίες.
Τὸ πρῶτο βῆμα λοιπὸν τῆς μετανοίας, στὸ ὁποῖο μᾶς καλεῖ σήμερα ὁ ἀπόστολος Παῦλος, εἶναι νὰ πετάξουμε ἀπὸ πάνω μας τὰ ἔργα τοῦ σκότους, τὰ ἔργα τῆς ἁμαρτίας. Καὶ μὴν νομίσουμε ὅτι ἡ προτροπή του ἀνεφέρεται μόνο σὲ ἀνθρώπους ποὺ βρίσκονται μακριὰ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Ἀναφέρεται σὲ ὅλους μας. Διότι ἔργα τοῦ σκότους δὲν εἶναι μόνον τὰ βαριὰ ἁμαρτήματα καὶ οἱ ἐξωτερικὲς πράξεις. Εἶναι ἀκόμη καὶ οἱ ἐσωτερικὲς καταστάσεις τῆς ψυχῆς. Εἶναι καὶ οἱ ἁμαρτωλὲς σκέψεις καὶ διαθέσεις. Εἶναι ἀκόμη καὶ αὐτὴ ἡ ἕλξη πρὸς τὴν ἁμαρτία. Πόσες φορὲς συλλαμβάνουμε κι ἐμεῖς τὸν ἑαυτό μας νὰ σκέπτεται, νὰ ἐπιθυμεῖ ἢ νὰ ἐνεργεῖ ἀντίθετα ἀπὸ τὸ θεῖο θέλημα; Ἔχουμε λοιπὸν ὅλοι μας ἀνάγκη μετανοίας, μετανοίας ἔμπρακτης καὶ ἀληθινῆς.
Καὶ μετάνοια ἔμπρακτη θὰ πεῖ νὰ μισήσουμε τὰ ἁμαρτήματά μας καὶ νὰ τὰ ρίξουμε στὴ ἀπέραντη θάλασσα τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ. Νὰ πετάξουμε ἀπὸ ἐπάνω μας κάθε βάρος ποὺ μᾶς κρατάει προσηλωμένους στὴ γῆ καὶ μᾶς ἐμποδίζει νὰ ἀνέλθουμε ψηλὰ στὸν οὐρανό. Κάι νὰ προσέλθουμε στὸ μυστήριο τῆς ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως μὲ συντριβὴ καὶ ἀποφάσεις. Αὐτὴ εἶναι ἡ πρώτη κίνηση τῆς μετανοίας. Δὲν ἀρκεῖ ὅμως μόνον αὐτή. Θὰ πρέπει νὰ ὁλοκληρώσουμε τὴν μετάνοιά μας καὶ μὲ κάτι ἄλλο, ὅπως μᾶς λέει στὴ συνέχεια τὸ ἀποστολικό μας ἀνάγνωσμα:
«Ἐνδυσώμεθα τὰ ὅπλα τοῦ φωτός». Νὰ ντυθοῦμε σὰν ἄλλα ὅπλα τὰ φωτεινὰ ἔργα τῆς ἀρετῆς. Οὐσιαστικὰ δηλαδὴ νὰ φορέσουμε σὰν ἔνδυμα τῆς ψυχῆς μας τὸν ἴδιο τὸν Κύριό μας, ὥστε ὅλη μας ἡ ζωὴ νὰ μοιάζει τέλεια σ’Αὐτόν.
Ἀλλὰ καὶ ἡ συμπεριφορά σας ἀπέναντι στοὺς ἄλλους χριστιανοὺς μᾶς λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος πρέπει νὰ εἶναι συνετή. Διότι ὑπάρχουν καὶ μερικοὶ Χριστιανοὶ ἀδύνατοι στὴν πίστη. Σ’ αὐτοὺς λοιπὸν θὰ πρέπει νὰ δείχνετε εἰδικὴ συμπεριφορά. «Τὸν δὲ ἀσθενοῦντα τῇ πίστει προσλαμβάνεσθε». Σ’ αὐτὸν ποὺ εἶναι ἀσθενικὸς στὴν πίστη του, καὶ πιστεύει πὼς ἡ σωτηρία του ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν διάκριση τῶν φαγητῶν καὶ ἡμερῶν, νὰ τὸν δέχεσθε μὲ καλωσύνη, χωρὶς νὰ ἐπικρίνετε τὶς ἰδέες του. Ἄλλος πιστεύει ὅτι δὲν ἀπαγορεύεται νὰ φάει ἀπ’ ὅλα τὰ φαγητά. Ὁ ἀσθενὴς ὅμως στὴν πίστη τρώει λαχανικὰ καὶ ἀποφεύγει ἄλλα φαγητὰ ἀπὸ φόβο μήπως μολυνθεῖ ἀπὸ αὐτά.
«Ὁ ἐσθίων τὸν μὴ ἐσθίοντα μὴ ἐξουθενείτω», ἐκεῖνος ποὺ τρώει ἀπ’ ὅλα τὰ φαγητὰ ἂς μὴν περιφρονεῖ τὸν στενοκέφαλο ἐκεῖνο ποὺ δὲν τρώει ἀπ’ ὅλα. Καὶ ἐκεῖνος ποὺ δὲν τρώει ἀπ’ ὅλα, ἂς μὴ κατακρίνει ἐκεῖνον ποὺ τρώει. Διότι κι ἐκεῖνον ποὺ τρώει ἀπ’ ὅλα ὁ Θεὸς τὸν προσέλαβε στὴν Ἐκκλησία του. Αὐτὸς δὲν ἔχει ἐσένα ἀφεντικό του ἀλλὰ τὸν Θεὸ ἔχει Κύριό του. Γιὰ τὸν Κύριό του λοιπὸν στέκεται ἢ πέφτει πνευματικῶς. «Σὺ τὶς εἶ ὁ κρίνων ἀλλότριον οἰκέτην», ποιὸς εἶσαι ἐσὺ ποὺ κατακρίνεις ξένο δοῦλο; Μάθε λοιπὸν ὅτι αὐτὸς θὰ σταθεῖ στερεὸς στὴν πίστη. Διότι ὁ Θεὸς εἶναι δυνατὸς νὰ τὸν ἀνορθώσει καὶ νὰ τὸν στερεώσει.
Βέβαια τὸ δεύτερο αὐτὸ μέρος τοῦ ἀποστολικοῦ ἀναγνώσματος περιέχει πολλὰ σημαντικὰ στοιχεῖα ποὺ ἀναφέρονται στὸ θέμα τῆς διακρίσεως καὶ τῆς νηστείας. Ἐμεῖς ὅμως ἂς σταθοῦμε στὸ σημεῖο ἐκεῖνο ποὺ συγκεφαλαιώνει τὸ μεγάλο θέμα τῆς μετανοίας. Τί μᾶς λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος; Ὅτι τὸ ἔργο τῆς μετανοίας εἶναι διπλό. Δὲν εἶναι μόνο ἄρνησι τοῦ κακοῦ ἀλλὰ καὶ ἀποδοχὴ τοῦ καλοῦ. Δὲν ἀρκεῖ μόνον νὰ πετάξουμε ἀπὸ πάνω μας τὰ βάρη τῆς ἁμαρτίας. Γιὰ νὰ ὁλοκληρωθεῖ ἡ μετάνοιά μας, θὰ πρέπει νὰ κάνουμε κι ἕνα δεύτερο βῆμα, νὰ ντυθοῦμε τὰ ὅπλα τοῦ φωτός.
Ποιὰ εἶναι ὅμως αὐτὰ τὰ ὅπλα τοῦ φωτός; Εἶναι οἱ ἀρετές· τὰ ἀγαθὰ ἔργα· τὰ ἔργα τῆς ἀγάπης καὶ φιλανθρωπίας πρὸς τὸν συνάνθρωπο, ὁ ἀγώνας γιὰ τὴν κατάκτηση τῶν ἀρετῶν, ἡ δυνατὴ καὶ βιωματικὴ προσευχή, ἡ τακτικὴ μελέτη τοῦ θείου λόγου, ἡ συνειδητὴ μυστηριακὴ ζωή. Ὅλα αὐτὰ εἶναι ὅπλα φωτεινὰ ἐναντίον τοῦ σατανᾶ καὶ τῆς ἁμαρτίας. Μόνον αὐτὰ πλέον θὰ πρέπει νὰ στολίζουν τὴν ψυχή μας.
Νὰ ἀποστραφοῦμε λοιπὸν τὴν ἁμαρτία καὶ νὰ ἀγαπήσουμε μὲ ὅλη μας τὴν δύναμη τὴν ἀρετή. Δηλαδὴ σὲ τελικὴ ἀνάλυσι νὰ ἀγαπήσουμε τὸν Χριστὸ καὶ τὸ θέλημά του. Χωρὶς καὶ τὰ δύο αὐτὰ στοιχεῖα πραγματικὴ μετάνοια δὲν ὑπάρχει. Διότι ἡ μετάνοια δὲν εἶναι μιὰ νωχελικὴ διάθεση πρὸς τὸ καλό χωρὶς κοπιώδη ἀγῶνα. Εἶναι δρόμος ζωῆς. Γι’ αὐτὸ χρειάζεται διαρκὴς ἀγώνας μέχρι τελευταίας μας ἀναπνοῆς, ὥστε μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ νὰ κερδίσουμε τὴν αἰωνιότητα. Ἀμήν.
π. Χ.Μ
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Τὴν θεμελιώδη ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας μας ποὺ προσδοκᾶ τὸν Θεὸ « ...Καὶ πάλιν ἐρχόμενον μετὰ δόξης κρῖναι ζῶντας καὶ νεκρούς, οὗ τῆς βασιλείας οὐκ ἔσται τέλος...» ὑπογραμμίζει μὲ σαφήνεια ἡ σημερινὴ Εὐαγγελικὴ περικοπή, ἔχοντας ἀποτυπώσει στὸ σύμβολο τῆς πίστεως, μὲ θεοπνευστία καὶ θεολογικὴ ἀκρίβεια, τὰ ὅσα πρόκειται νὰ συμβοῦν στὴν κτίση καὶ στὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.
Ὁ Κύριος μὲ τὸν σημερινό Του λόγο ὁδηγεῖ τὸ δημιούργημά Του στὸ τέλος τῆς ἱστορίας του καὶ ἀποκαλύπτει στὸ πλάσμα Του γεγονότα ποὺ θὰ ἐκτυλιχθοῦν μὲ τὴν ἐρχόμενη δευτέρα παρουσία Του. Παρουσία ποὺ ἔρχεται νὰ διοχετεύσει σὲ ζῶντας καὶ κεκοιμημένους τὴν αἰωνιότητα τῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ.
Τό θεμέλιο, τὸ κριτήριο καὶ ἡ προϋπόθεση αὐτῆς τῆς αἰωνιότητας καθορίζε- ται ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Χριστό καὶ εἶναι ἡ ἀγάπη. Ἡ ἔμπρακτη ἀγάπη τὴν ὁποία ὁ Ἴδιος προσέφερε στὸν ἄνθρωπο, μὲ τὴ θυσία τῆς ζωῆς Του, γιὰ νὰ τὸν βοηθήσει νὰ ξεπεράσει τὴν ἁμαρτία καὶ τὸν θάνατο. Ἡ μίμησή της κληρονομεῖ στὸν ἄνθρωπο «τὴν ἡτοιμασμένην Βασιλείαν τῶν οὐρανῶν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου».
Ἡ Εὐαγγελικὴ περικοπὴ ποὺ ἀναγνώσαμε ἀπὸ τὴ συνείδηση τοῦ λαοῦ εὐστοχώτατα χαρακτηρίζεται ὡς τὸ Εὐαγγέλιο τῆς Κρίσεως καὶ ἀφορᾶ στὴ φοβερὴ περιγραφὴ τῆς δευτέρας Παρουσίας, κατὰ τὴν ὁποία ὁ Χριστὸς ἐρχόμενος ὡς Κριτὴς μετὰ δόξης θὰ κρίνει μὲ τὸ κριτήριο τῆς ἔμπρακτης ἀγάπης πάντα τὰ ἔθνη καὶ θὰ διαχωρίσει τὰ πρόβατα ἀπὸ τὰ ἐρίφια.
Ἀπὸ τὸν διαχωρισμὸ αὐτὸν προκύπτει μὲ σαφήνεια τὸ συμπέρασμα ὅτι, ἐνῶ στὸν παρόντα κόσμο κρινόμαστε οἱ ἄνθρωποι γιὰ τὸ μεῖζον ποὺ καταφέραμε ὡς σκοπὸ τῆς ζωῆς μας, στὸν μέλλοντα αἰῶνα θὰ κριθοῦμε ἀντίστροφα ἀπὸ τὸ ἐλάχιστο, ποὺ ἦταν καθημερινὸ καὶ προσιτό.
Ἀκολουθοῦν καὶ ἐκτυλίσσονται στὴν Εὐαγγελικὴ περικοπὴ οἱ γνωστοὶ διάλο-γοι μεταξὺ τοῦ Μεγάλου Κριτοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων, τοὺς ὁποίους διαχωρίζει σὲ δύο ὁμάδες. Μία ὡς πρόβατα στὰ δεξιά Του καὶ ἄλλη ὡς ἐρίφια στὰ ἀριστερά Του. Ὅλοι τους ἐναγόμενοι στὸ πνευματικὸ Δικαστήριο, μὲ μιὰ οὐσιαστικὴ διαφορο-ποίηση. Τὴν τήρηση τῆς Θεϊκῆς ἐντολῆς «ἀγαπᾶτε ἀλλήλλους» καὶ τὸν τρόπο διαχειρίσεώς της.
Ὁ Χριστὸς μὲ τὸν σημερινό Του λόγο ἀνατρέπει τὴν ἀνθρώπινη λογικὴ καὶ μὲ τὸν τρόπο τῆς κρίσεώς Του δημιουργεῖ στὸν κρινόμενο ἄνθρωπο τὴν ἀπορία «Κύριε, πότε σὲ εἴδαμε»; Ἂν ὅμως ὁ προβληματισμὸς αὐτὸς κυοφορεῖται ἀδιάκοπα στὴν καρδιὰ καὶ στὴ σκέψη κάθε ἀνθρώπου στὴν παροῦσα ζωή, τότε οὐσιαστικὰ θὰ φωτίζονται τὰ μυστικὰ κίνητρα τῶν πράξεών του καὶ θὰ ἀπαντᾶται ἡ ἀπορία του.
Ταυτόχρονα θὰ κατανοεῖται ξεκάθαρα τὸ κριτήριο τῆς κρίσεως τοῦ Κυρίου, ποὺ εἶναι ἡ μετάγγιση τῆς ἀγάπης Του στὰ πρόσωπα τῶν ἐλαχίστων.
Εἶναι συγκλονιστικὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Θεὸς ταυτίζει τὸν ἑαυτό Του μὲ τὸν ἐμπερίστατο, τὸν ἐλάχιστο καὶ τὸν ἀδύναμο ἄνθρωπο. Μὲ τὸν ἄνθρωπο ποὺ στερεῖται, ποὺ ὑποφέρει, ποὺ διώκεται, ποὺ τελικὰ βασανίζεται στὴ μοναξιὰ ποὺ τοῦ δημιούργησε ἡ ἀδιαφορία τῶν ἄλλων. Μὲ τὸν πάσχοντα ἄνθρωπο ποὺ συναντοῦμε καθημερινὰ καὶ εἶναι ἀπὸ τὴν ἀνάγκη του προσιτός.
Φαίνεται, ὅμως, ὅτι τὰ κριτήρια αὐτὰ ξαφνιάζουν, ἐπειδὴ ὑπερβαίνουν τὴν τυπικὴ ἐκτέλεση τῶν θρησκευτικῶν μας καθηκόντων κι ἀκόμη περισσότερο ἐπειδὴ δὲν ἐξαντλοῦνται μὲ τὴν αὐτόνοητη ἐκδήλωση τῆς εὐσέβειάς μας καὶ τῆς μονόδρομης σχέσεώς μας μὲ τὸ Θεό.
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὁ ἄνθρωπος, ὅταν θέλει νὰ γνωρίσει στὴ ζωή του τὸ Θεό, νὰ ἀναγνωρίσει τὸ πρόσωπό Του, νὰ ἐντοπίσει μέσα ἀπὸ τὰ ποικίλα γεγονότα τὴν κρυπτόμενη παρουσία Του, νὰ προσδιορίσει τὰ ἐπίπεδα τῆς παρεμβάσεώς Του, νὰ νοιώσει τὴ δύναμη τῆς ἐπέμβασεώς Του, τὶς περισσότερες φορὲς ἐκεῖνο ποὺ καταφέρνει εἶναι νὰ ἀποπροσανατολίζεται, νὰ σκοτίζεται καὶ νὰ κουράζεται στὴν προσπάθεια συναντήσεως μαζί Του, ἐπειδὴ λησμονεῖ ὅτι ὁ δρόμος ποὺ ὁδηγεῖ στὴ χαρὰ τῆς παρουσίας Του καὶ δημιουργεῖ οὐσιαστικὴ σχέση μαζί Του, περνᾶ ἀπὸ τὴ συνέπεια στὸ Θέλημά Του. Συνέπεια ποὺ δὲν συμπληρώνει ἁπλῶς τὴν ἀνάγκη τῆς γνώσης, ἀλλὰ ὑπερπληρώνει οὐσιαστικὰ τὸν δυνατὸ πόθο τῆς ψυχῆς.
Τέλος, ἡ δικαιοσύνη τῆς κρίσεως τοῦ Θεοῦ διασπιστώνουμε νὰ ἔγκειται στὴ διευκρίνιση ὅτι ἡ Βασιλεία Του εἶναι ἤδη ἑτοιμασμένη γιὰ ὅσους συμπεριφέρονται πηγαῖα καὶ ἀγαποῦν χωρὶς προσπάθεια. Σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν κατάσταση τοῦ αἰωνίου πυρός, τὸ ὁποῖο δὲν δημιουργήθηκε γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ἀλλὰ γιὰ τὸ διάβολο καὶ τοὺς ἀγγέλους του ποὺ ἀντιμάχονται τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, καὶ τελικὰ γιὰ ὅσους συμμαχοῦν μαζί τους.
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,
πρὸ τοῦ πνευματικοῦ σταδίου τῆς ἁγίας καὶ μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ἡ Ἐκκλησία γιὰ νὰ μᾶς χειραγωγήσει στὴν ἔμπρακτη μετάνοια, μᾶς ὑπενθυμίζει τὸν προσωρινὸ χαρακτῆρα τῆς φαινομενικότητας, τὴ σχετικὴ ἀξία τῆς δικῆς μας πραγ-ματικότητας, ἐνῶ παράλληλα μᾶς ὑπογραμμίζει τὴν ἀξία, τὸ εὖρος καὶ τὴ βαθύτητα τοῦ μυστηρίου τῆς ἀγάπης, ἡ ὁποῖα ἐκχέεται ἀπὸ τὸ Θεό, ἀλλοιώνει τὸν ἄνθρωπο, προσφέρει στὸν συνάνθρωπο καὶ γίνεται γέφυρα πρὸς τὴν αἰωνιότητά μας.
Γένοιτο.
π. Ἱ. Κ.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Ἡ παραβολὴ τοῦ Ἀσώτου ποὺ διαβάσαμε σήμερα, ἀγαπητοί μου χριστιανοί, ἔχει χαρακτηριστεῖ ὡς τὸ Εὐαγγέλιο τῶν Εὐαγγελίων. Καὶ τοῦτο διότι, ἂν ὑποθέσουμε ὅτι χάνονταν τὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια, αὐτὴ ἡ περικοπὴ θὰ ἀρκοῦσε νὰ μᾶς φανερώσει τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο καὶ τὴ δύναμη τῆς μετανοίας.
Σὲ πολλοὺς ἑρμηνευτὲς ὀνομάζεται «Παραβολὴ τῶν δύο υἱῶν» ἢ «Παραβολὴ τοῦ φιλεύσπλαχνου πατέρα».
Ἐπειδὴ ἡ σημερινὴ περικοπὴ εἶναι πασίγνωστη, θὰ προσπαθήσουμε νὰ στρέψουμε τὴν προσοχή μας σὲ τρία σημεῖα:
1. Στὶς συνέπειες γενικὰ τῆς ἁμαρτίας.
Ὁ νεώτερος γιὸς θέλει νὰ χαρεῖ τὴν ἀπόλυτη ἐλευθερία του. Αἰσθάνεται νὰ τὸν πνίγει ἡ ἐξουσία τοῦ πατέρα καὶ ζητεῖ μὲ πεῖσμα νὰ πάρει ὅ,τι τοῦ ἀνήκει. Δὲν παραβαίνει ἁπλᾶ κάποιο νόμο, ἀλλὰ ἐπαναστατεῖ ἐναντίον τοῦ πατέρα καὶ γίνεται ἀντάρτης.
Ὁ ἄσωτος φεύγει σὲ μακρινὴ χώρα καὶ ἐκεῖ σπαταλᾶ ὅ,τι ἔχει καὶ δὲν ἔχει: ὑποστατικά, χρήματα, πνευματικὰ χαρίσματα. Φθάνει στὸ τραγικὸ κατάντημα νὰ γίνει χοιροβοσκός.
Ἀπὸ ἀγαπητὸς γίνεται δοῦλος. Ἀπὸ πρίγκηπας, ψωμοζήτης. Ἀπὸ χορτασμένος, τώρα πεινασμένος. Αὐτὸς ποὺ πρὶν φοροῦσε πολυτελῆ ἐνδύματα, τώρα εἶναι βρώμικος καὶ κουρελιάρης.
Ἐζήτησε τὸ πολὺ καὶ δὲν ἔχει οὔτε τὸ λίγο. Τώρα νοιώθει ὅτι ἡ ἁμαρτία εἶναι μιὰ τραγικὴ αὐτοκαταστροφή.
2. Στὰ ἀγαθὰ τῆς μετανοίας.
Συνεπαρμένος ἀπ’ τὸν «οἶστρο τῆς ἀκολασίας» δὲν εἶχε καταλάβει ποῦ πήγαινε. Φθάνοντας τὸ τελευταῖο σκαλοπάτι τῆς δυστυχίας «ἔρχεται εἰς ἑαυτόν». Ἀναλογίζεται τί εἶχε καὶ τί ἔχασε. Ἡ θαλπωρὴ τοῦ σπιτιοῦ καὶ πρὸ πάντων ἡ ἀγαθότητα τοῦ πατέρα τὸν συγκλονίζει συθέμελα.
Παίρνει τὴν ἡρωϊκὴ ἀπόφαση νὰ ἐπιστρέψει στὸ πατρικό του σπίτι. Αὐτὴ ἡ μεταμέλειά του γίνεται ἡρωϊκότερη, διότι τὴν πραγματοποιεῖ χωρὶς ἀναβολή, χωρὶς δισταγμό.
3. Στὴν ἀπέραντη ἀγάπη τοῦ ἀγαθοῦ πατέρα.
Ἐκεῖνο ποὺ ὤθησε τὸν ἄσωτο νὰ ἐπιστρέψει ἦταν ἡ ἀπέραντη θλίψη γιὰ τὸ κατάντημά του ἀλλὰ καὶ ἡ στοργὴ τοῦ πατέρα του. Δὲν ἄκουσε ὁ ἄσωτος οὔτε μιὰ διαμαρτυρία, ποὺ θὰ ἦταν ἄλλωστε δικαιολογημένη.
Ὁ ἀγαθὸς πατέρας τοῦ ἔδωσε τὴν ἐντύπωση ὅτι δὲν τὸν ἀποκληρώνει. Ὅτι θὰ ἐξακολουθεῖ νὰ τὸν βλέπει ὡς γνήσιο παιδί του. Ἡ ἀγκαλιά του θὰ εἶναι ἀνοιχτὴ νὰ τὸν δεχθεῖ, παρ’ ὅλη τὴν ἀμυαλιὰ καὶ τὴν ἀγνωμοσύνη του.
Εἶναι συγκλονιστικὴ ἡ σκηνὴ τῆς ὑποδοχῆς ποὺ ἐπιφυλάσσει ὁ πατέρας στὸν ἄσωτο γιό. Ἐνῶ ἀπέχει πολὺ ἀπ’ τὸ σπίτι, τρέχει τὸν ἀγκαλιάζει καὶ τὸν ἀσπάζεται. Δὲν σιχαίνεται τὴν κατάστασή του.
Ἡ συντριβὴ τοῦ ἀσώτου καὶ ἡ πηγαία ἐξομολόγησή του τοῦ ἔχουν δώσει τὴν συγχώρηση.
Ὁ πατέρας τὸν ἀποκαθιστᾶ ὄχι σὰν δοῦλο, ὅπως ὁ ἄσωτος παρακαλεῖ, ἀλλὰ ὡς υἱὸ ἀγαπητό. Τοῦ δίνει τὸ δακτυλίδι τῆς υἱοθεσίας καὶ ἑτοιμάζει πλούσιο καὶ γιορταστικὸ τραπέζι, γιὰ νὰ χαρεῖ τὴν ἐπιστροφή του.
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί!
Ὁ Ρῶσος Θεολόγος π. Ἀλέξανδρος Σμέμαν γράφει ὅτι ὅλες οἱ ἁμαρτίες συνοψίζονται σὲ μιὰ βασικὴ ἁμαρτία: στὴν ἔλλειψη ἀγάπης πρὸς τὸν Θεό, πίστεως σ’ Αὐτὸν καὶ ἀκράδαντης ἐλπίδας στὴν πρόνοιά Του.
Ποιὸς μπορεῖ νὰ ἰσχυρισθεῖ ὅτι δὲν εἶναι ἁμαρτωλός; ἡ ἁγία Γραφὴ λέει ὅτι καὶ μιὰ ἡμέρα νὰ εἶναι ἡ ζωή μας καὶ πάλι ἔχουμε ἁμαρτίες. Καὶ πάλι «ἐὰν ποῦμε ὅτι δὲν ἔχουμε ἁμαρτίες, ἐξαπατᾶμε τὸν ἑαυτό μας καὶ δὲν λέμε τὴν ἀλήθεια».
Ἂς ἀναρωτηθοῦμε: α) Ἔχουμε πίστη στὸ Θεὸ καὶ τὴν πρόνοιά Του; β) Προ-σευχόμαστε; νηστεύουμε; ἐκκλησιαζόμαστε; ἐξομολογούμεθα; κοινωνοῦμε συχνὰ καὶ μὲ προετοιμασία; γ) Μήπως τρέχουμε σὲ μάγους σὲ ξόρκια καὶ ἀστρολόγους; δ) Ἀγαπᾶμε τὸν πλησίον μας καὶ ὄχι μόνο τοὺς συγγενεῖς μας; ε) Μήπως ἔχουμε ζήλεια, φθόνο, σκληρότητα, μνησικακία; στ) Πῶς συμπεριφερόμαστε στὴ σύζυγο ἢ στὸ σύζυγο καὶ τὰ παιδιά μας; ζ) Μήπως εἴμαστε εὐγενεῖς καὶ εὐπροσήγοροι στοὺς ξένους καὶ ἀπεναντίας σκληροὶ καὶ ἀνάλγητοι στοὺς οἰκείους μας; η) Στὸ ἐπάγγελμά μας εἴμαστε ἐργατικοὶ καὶ εἰλικρινεῖς ἢ εἴμαστε ἐριστικοί, ἀδιάφοροι καὶ συκοφάντες πρὸς τοὺς συναδέλφους μας;
Ἁμαρτία δὲν εἶναι μόνον ἡ διάπραξη κάποιας κακῆς πράξεως ἀλλὰ καὶ ἡ ἀδιαφορία καὶ ἀμέλεια γιὰ τὴν ἐξάσκηση τῆς ἀρετῆς.
Δὲν ἀρκεῖ τὰ χέρια μας νὰ εἶναι μόνον καθαρὰ ἀπὸ ἀδικίες, ἀλλὰ νὰ εἶναι καὶ γεμᾶτα ἀπὸ ἀγαθοεργίες.
Ἡ αὐτογνωσία εἶναι ἐπώδυνη ἀλλὰ ἀπαραίτητη, προτοῦ πλησιάσουμε τὸν πνευματικό. Ἡ ἀπελπισία εἶναι σκουριὰ τῆς ψυχῆς. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος τονίζει: «Ἁμάρτησες; Μετανόησε. Χιλιάδες φορὲς ἁμάρτησες; Χιλιάδες φορὲς μετανόησε».
Ἀγαπητοί μου!
Ρωτήθηκε ὁ ἀββᾶς Μιὼς ἀπὸ κάποιον στρατιωτικὸ ἐὰν δέχεται ὁ Θεὸς τὴ μετάνοια. Κι ἐκεῖνος, ἀφοῦ τὸν κατήχησε μὲ θερμὰ λόγια, τὸν ἐρώτησε: «Πές μου, ἀγαπητέ, ἂν σοῦ σχισθεῖ ἡ χλαμύδα σου τὴν πετᾶς;» Τοῦ ἀπαντᾶ: «Ὄχι, ἀλλὰ τὴ ράβω καὶ τὴ χρησιμοποιῶ ξανά». Τοῦ λέγει τότε ὁ Γέροντας: «Ἂν λοιπὸν σὺ τὸ ροῦχο σου τὸ λυπᾶσαι, ὁ Θεὸς τὸ πλάσμα Του δὲν θὰ τὸ λυπηθεῖ;»
Ἂς θυμόμαστε αὐτὸ ποὺ μᾶς συμβουλεύει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος: «Κἂν δάκρυον στάξῃς, ἰσοδυναμεῖ τῷ λουτρῷ τοῦ Βαπτίσματος». Δηλαδή, «Ἕνα δάκρυ μετανοίας ἰσοδυναμεῖ μὲ τὸ ὕδωρ τῆς Βάπτισής μας...».
π. Π.Κ.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Ἀπὸ σήμερα, Κυριακὴ τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου, ἀρχίζει μία περίοδος ποὺ διαρκεῖ δέκα ἑβδομάδες καὶ ποὺ σκοπὸ ἔχει νὰ προετοιμάσει ὅλους μας, ὡς μέλη τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, γιὰ τὸ μεγάλο γεγονὸς τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι, ἢ πρέπει νὰ εἶναι, τὸ κέντρο τῆς ζωῆς κάθε Χριστιανοῦ. Εἶναι τὸ γεγονὸς τὸ ὁποῖο ἑορτάζεται μία φορὰ τὸ χρόνο, ὡστόσο, βιώνεται καθημερινά, καὶ κυρίως μέσα ἀπὸ κάθε Θεία Λειτουργία. Ὅπως ἀναφέρεται καὶ στὴν τελευταία εὐχὴ τῆς Λειτουργίας τοῦ Μ. Βασιλείου: «ἔσχομεν τοῦ θανάτου σου τὴν μνήμην, εἴδομεν τῆς Ἀναστάσεώς σου τὸν τύπον, ἐνεπλήσθημεν τῆς ἀτελευτήτου σου ζωῆς». Ἄρα, ἡ Ἀνάσταση δὲν εἶναι – ἁπλῶς – μία ἐτήσια ἑορτὴ ἀλλὰ – κυρίως – ἡ ἐνσάρκωση τῆς προσδοκίας καὶ τὸ ἐπιστέγασμα τοῦ βιώματος ὅσων λαχταροῦν νὰ κοινωνοῦν τὸν Θεό: τόσο ἀπὸ τὸ ἅγιο Ποτήριο, ὅσο καὶ μέσα ἀπὸ τὸ πρόσωπο κάθε ἀδελφοῦ, συγγενοῦς ἢ ἄγνωστου, συμπατριώτη ἢ ἀλλοδαποῦ, δίκαιου ἢ ἁμαρτωλοῦ.
Συνεπῶς, «προσδοκῶ τὴν Ἀνάσταση» δὲ σημαίνει ὅτι περιμένω νὰ ἀνακουφιστῶ ἀπὸ τὴ νηστεία οὔτε, πάλι, νὰ χαϊδέψω τὸν ἐγωισμό μου ὅτι τὰ κατάφερα στὴν τήρηση μερικῶν τύπων, ἐνῷ ἄλλοι σκόνταψαν. Ἀντίθετα! Σημαίνει ὅτι ἐπιθυμῶ νὰ ἐκδηλώσω τὴν ἑνότητά μου ὡς μέλος τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ κοινωνῶντας μαζί Του, καί, ἐξίσου, μὲ τοὺς ἀδελφούς Του καὶ ἀδελφούς μου. Νὰ ἑνωθῶ μαζί τους ὄχι συμβολικὰ ἢ ρητορικά, ἀλλὰ ὑποστατικὰ καὶ οὐσιαστικά. Ὅπως τονίζει κι ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὸ προοίμιο τοῦ ὕμνου τῆς ἀγάπης στοὺς Κορινθίους: ἀδελφοὶ «Ὑμεῖς ἐστε σῶμα Χριστοῦ καὶ μέλη ἐκ μέρους».
Αὐτὴν τὴν ἑνότητα καλούμαστε ὅλοι ποὺ γίναμε ἀδέλφια μέσα ἀπὸ τὴ μήτρα τῆς κολυμβήθρας, νὰ ἐπιδιώκουμε καὶ νὰ βιώνουμε κάθε μέρα καὶ κατ’ ἐξοχὴν τὴν περίοδο τῆς προετοιμασίας μας γιὰ τὸ Πάσχα. Ὡστόσο, ἐπειδή, ὡς ἄνθρωποι «σάρκα φοροῦντες καὶ τὸν κόσμον οἰκοῦντες», σκοντάφτουμε στὴ σκέψη, τὰ λόγια καὶ τὴν πράξη, ἔρχεται ἡ Ἐκκλησία νὰ μᾶς βοηθήσει στὸν ἀγῶνα μας. Πῶς; Προβάλλοντάς μας πρότυπα καὶ ἀντιπρότυπα συμπεριφορᾶς καὶ ζωῆς, ὥστε μιμούμενοι τὰ πρῶτα καὶ ἀποστρεφόμενοι τὰ δεύτερα νὰ καλλιεργοῦμε τὴ μεταξὺ μας ἑνότητα - ὄχι ὡς ἀτομικὴ ἀρετὴ ἀλλὰ ὡς οὐσία τῆς ἴδιας της ὕπαρξής μας.
Σήμερα, ποὺ ξεκινᾶ αὐτὴ ἡ πορεία τῶν δέκα ἑβδομάδων, τὸ ζευγάρι πρότυπου-ἀντιπρότυπου εἶναι ὁ ταπεινὸς Τελώνης καὶ ὁ ὑπερήφανος Φαρισαῖος. Μία πρώτη ἀνάγνωση τῆς περικοπῆς καταλήγει καὶ στὸ αὐτονόητο ἠθικὸ δίδαγμα, ποὺ καταγράφεται στὸ τέλος της: «πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, ὁ δὲ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται». Μὲ ἄλλα λόγια, μὴ λὲς πολλὰ γιὰ τὸν ἑαυτό σου, γιατί σύντομα θὰ προσγειωθεῖς στὴν πραγματικότητα τῆς ρηχότητάς σου. Ἀντιθέτως, θέλεις νὰ ὑψωθεῖς πνευματικά; Ταπεινώσου, στέναξε ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς σου, δεῖξε συντριβὴ γιὰ τὰ ἁμαρτήματά σου, ζήτα συγχώρεση ἀπὸ τὸ Θεό. Ἀλλά, γιὰ νὰ γίνει πράξη τὸ συμπέρασμα, καλὸ εἶναι νὰ δοῦμε καὶ πῶς ὁδηγούμαστε σὲ αὐτό.
Ὁ Φαρισαῖος, ὅπως λέει καὶ ἡ περικοπή, δὲν ἐπέστρεψε στὸ σπίτι τοῦ «δικαιωμένος», δηλαδή, καθαρισμένος ἀπὸ ἁμαρτίες καὶ εἰρηνικός. Ὄχι γιατί ψευδόταν γιὰ ὅσα καλὰ ἀπαριθμοῦσε, ἀλλὰ γιατί τὰ μόλυνε συγκρίνοντας τὸν ἑαυτό του μὲ ὅσους δὲν ἔκαναν ὅ,τι καὶ ἐκεῖνος. Ἔβρισκε, μάλιστα, εὔκολο παράδειγμα τὸν Τελώνη, ποὺ προσευχόταν πιὸ πίσω. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἔδειχνε σὲ ἕναν ὁμοεθνῆ καὶ ὁμόθρησκο ἀδελφό του, καὶ μάλιστα δημόσια καὶ ἀπροκάλυπτα, ὅτι τὸν ἀπέρριπτε, τὸν ἀπέκοπτε ἀπὸ κάθε σχέση καὶ κοινωνία μαζί του. Τὸν θεωροῦσε ὡς ἕνα ξένο σῶμα, τοῦ ὁποίου ἡ συνύπαρξη στὸ σῶμα τῆς ἑβραϊκῆς συναγωγῆς ἦταν ἀπαράδεκτη καὶ ἐνοχλητική. Γεμᾶτος ἀπὸ τὸν ἑαυτό του καὶ τὴν ὑποτιθέμενη ἀρετή του δὲ μποροῦσε νὰ δεῖ καὶ νὰ ἀναγνωρίσει ὅτι ὁ Τελώνης, ἂν καὶ βουτηγμένος στὴν ἁμαρτία, τὶς ἀδικίες καί, ἴσως, τὰ ἐγκλήματα, ἔβρισκε τὴ δύναμη νὰ τὰ παραδεχτεῖ καὶ νὰ ζητήσει συγχώρεση δημόσια καὶ ταπεινά. Δὲ μποροῦσε νὰ ἀποδεχθεῖ, ἔστω καὶ ὑποθετικά, ὅτι ἴσως κάποτε κι αὐτὸς νὰ βρεθεῖ στὴ θέση τοῦ Τελώνη κι ὁ Τελώνης στὴ δική του. Ἦταν πεπεισμένος ὅτι, ἤδη, εἶχε κερδίσει μία θέση στὸν Παράδεισο, ἐνῶ ὁ Τελώνης μία στὴν Κόλαση.
Ὡστόσο, εἶναι ὁ Τελώνης ποὺ ἐπιστρέφει σπίτι τοῦ «δικαιωμένος», δηλαδή, ἐξαγνισμένος καὶ εἰρηνικός. Γνωρίζει τί τὸν ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸν Θεό: οἱ πολλὲς καὶ σοβαρὲς ἁμαρτίες του! Καὶ σπεύδει νὰ τὶς καταγγείλει καὶ νὰ ἀναλάβει τὴν εὐθύνη! Στὴν προσευχή του ξεγυμνώνεται ἐξομολογητικὰ καὶ χωρὶς περιστροφές: εἶναι «ἁμαρτωλός»! Καὶ μὲ τὸ «ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι» δέεται, ὥστε ὁ Θεὸς νὰ τὸν ἐλεήσει, δηλαδή, νὰ τοῦ συγχωρέσει τὶς ἁμαρτίες του καὶ νὰ τὸν ἀγκαλιάσει καὶ πάλι ὡς παιδί Του. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, δὲ δίνει σημασία στὰ λεγόμενα τοῦ Φαρισαίου γιὰ αὐτόν. Οὔτε ὁ ἴδιος θίγεται οὔτε ἡ προσευχή του κάμπτεται. Ξέρει ὅτι εἶναι ὅπως τὸν περιγράφει ὁ Φαρισαῖος. Ἐπιπλέον, ἡ περιφρόνηση τοῦ Φαρισαίου γίνεται κίνητρο γιὰ θερμότερη προσευχή. Κατ’ οὐσίαν, ἐνδόμυχα, εὐχαριστεῖ τὸν Φαρισαῖο ποὺ τὸν ἐξουθενώνει, χωρὶς νὰ ἐξοργιστεῖ ἢ νὰ τὸν κατακρίνει. Τὸν θεωρεῖ ἕναν καλὸ ἀδελφὸ ποὺ τὸν φέρνει, ἔστω ἄκομψα, ἐνώπιον τῶν λαθῶν καὶ τῶν ἁμαρτιῶν του. Ἡ μετανοημένη καρδιά του κλείνει μέσα της καὶ τὸν Φαρισαῖο καὶ βιώνει τὶς εὐλογίες τῆς χαρᾶς καὶ τῆς εἰρήνευσης πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸν ἀδελφό. Ἀντίθετα μὲ τὸν Φαρισαῖο, εἶναι πεπεισμένος ὅτι, ἤδη, ἔχει «κλειδωθεῖ» μία θέση στὴν Κόλαση γιὰ αὐτὸν καὶ μία στὸν Παράδεισο γιὰ ὅλους τους ἄλλους, συμπεριλαμβανομένου καὶ τοῦ Φαρισαίου. Ὡστόσο, ἐλπίζει ὅτι, τελικά, ὁ ἐλεήμων Θεὸς θὰ τὸν σώσει.
Ἡ ἀντιπαραβολὴ τῆς πνευματικῆς κατάστασης Φαρισαίου καὶ Τελώνη φανερώνει, σὲ ἠθικὸ ἐπίπεδο, τὴν ὑπερηφάνεια ὡς ἀντιπαράδειγμα καὶ τὴν ταπείνωση ὡς παράδειγμα. Ὡστόσο, καὶ τὸ σημαντικότερο, σὲ ἐπίπεδο ἐκκλησιαστικοῦ βιώματος ὑποδηλώνει, ἀφ’ ἑνὸς τὰ τραγικὰ ἀποτελέσματα τῆς ὑποτιθέμενης πνευματικότητας, ἀφ’ ἑτέρου τὶς λυτρωτικὲς συνέπειες τῆς ὑποχώρησης τοῦ «ἐγὼ» στὸ «ἐμεῖς» μέσα ἀπὸ εἰλικρινῆ ἀγώνα κάθαρσης, ὁ ὁποῖος, χωρὶς νὰ γίνεται αὐτοσκοπός, πληροῖ τὶς προϋποθέσεις τῆς ἀληθινῆς κοινωνίας μὲ Θεὸ καὶ ἀδελφό. Ὁ Φαρισαῖος στάθηκε «καθ’ ἑαυτὸν»-μιλοῦσε μὲ τὸν ἑαυτό του καὶ γιὰ τὸν ἑαυτό του: δὲν προσευχόταν στὸν ἀληθινὸ Θεὸ ἀλλὰ στὸ δικό του θεό, τὸ «ἐγώ» του. Ὁ Τελώνης, ἀντίθετα, στάθηκε «μακρόθεν». Τοποθέτησε τὸν ἑαυτό του ὡς τὸν τελευταῖο τῆς σύναξης, ὥστε νὰ ἀγκαλιάζει μὲ τὴ ματιά του καὶ τὴν καρδιά του ὅλους ὅσοι ἦταν μπροστά του, ἀφοῦ τοὺς θεωροῦσε πολὺ πιὸ ἄξιους τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν ἀπὸ ὅ,τι τὴν ἁμαρτωλότητά του.
Ὁ Χριστὸς ἀφηγήθηκε τὴν παραβολὴ τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου λίγες ἡμέρες πρὶν τὸ πάθος Του, βαδίζοντας πρὸς τὰ Ἱεροσόλυμα, καὶ ἔχοντας ἤδη πικρὴ ἐμπειρία τῆς μοχθηρίας τῶν δῆθεν δίκαιων Φαρισαίων καὶ Γραμματέων. Κάνει, ὡστόσο, μία ὕστατη προσπάθεια νὰ τοὺς συνετίσει, μήπως καὶ ἀναρωτηθοῦν ἂν πράγματι εἶναι δίκαιοι, ὅπως νομίζουν, ἢ ἁπλῶς ὑπερήφανοι, ἐγωκεντρικοὶ καὶ ἄδειοι ἀπὸ ἀληθινὴ ἀρετή. Βαδίζοντας καὶ ἐμεῖς πρὸς τὴ νοητὴ Ἱερουσαλὴμ τοῦ φετινοῦ Πάσχα, ἂς ἐλέγξουμε τὸν ἑαυτό μας μὲ εἰλικρίνεια, ὥστε νὰ δοῦμε σὲ ποιὸν μοιάζουμε περισσότερο, τὸν Τελώνη ἢ τὸν Φαρισαῖο, καὶ – κυρίως – πόσο στοχεύουμε καὶ καλλιεργοῦμε τὴν ἑνότητά μας μὲ τοὺς ἐν Χριστῷ ἀδελφούς μας, τοὺς «ἐγγὺς» καὶ τοὺς «μακράν». Καὶ ἂς ἔχουμε μόνιμα σὲ νοῦ καὶ καρδιὰ τὸν ὕμνο ποὺ σήμερα ψάλλαμε: «Φαρισαίου φύγωμεν ὑψηγορίαν, καὶ Τελώνου μάθωμεν, τὸ ταπεινὸν ἐν στεναγμοῖς, πρὸς τὸν Σωτῆρα κραυγάζοντες·· Ἵλαθι μόνε ἡμῖν εὐδιάλλακτε».
π.Στ.Μπ.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
(Μαρκ. η΄ 34- θ΄1)
Τὸν ζωοδώρητον Σταυρὸν τοῦ Κυρίου, μετ’ εὐλαβείας προσκυνήσωμεν πάντες, καὶ πρὸς αὐτὸν ἀπὸ ψυχῆς βοήσωμεν. Ξύλον παμμακάριστον, τῶν βροτῶν σωτηρία, σκέπε καὶ διάσωζε, ἀπὸ πάσης ἀνάγκης, καὶ προσβολῆς ἁπάσης τοῦ ἐχθροῦ, τοὺς προσιόντας πιστῶς τῇ σῇ χάριτι. (Ἑβδομαδάριον, Γερασίμου Μοναχοῦ Μικραγιαννανίτου, Ἅγιον Ὄρος 1987)
Ἀδελφοί μου ἀγαπητοί,
Ἐλᾶτε τὴν πανέορτη σημερινὴ ἡμέρα ὅλοι νὰ προσκυνήσουμε μὲ εὐλάβεια τὸν τίμιο καὶ ζωοποιὸ καὶ ζωηφόρο Σταυρὸ τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ πρὸς τὸ ἅγιο καὶ πανσέβαστο τοῦτο Ξύλο, ποὺ δωρίζει ζωή, ἂς φωνάξουμε μέ μεγάλη φωνὴ μέσα ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μας· παμμακάριστο Ξύλο ποὺ εἶσαι σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, σκέπαζε καὶ διάσωζε ἀπὸ κάθε ἀνάγκη καὶ ἀπὸ ἀπὸ κάθε προσβολὴ τοῦ παμπόνηρου ἐχθροῦ μας, τοῦ διαβόλου, τὸν καθένα ἀπὸ ἐμᾶς, οἱ ὁποῖοι προσήλθαμε μὲ πίστη στὴ χάρη Σου.
Διανύοντας τὴν περίοδο αὐτὴ τῆς φιλόθεης νηστείας ἀλλὰ καὶ τὴν ἐπίπονη ὁδὸ τῆς χρεωκοπίας καὶ τὸν στενὸ δίαυλο τῆς πτωχεύσεως, φυτεύσαμε ἀναμεσά μας σήμερα, κατὰ τὴν θεόσοφη προτροπὴ τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας, τὸ ἀειθαλὲς δέντρο, ποὺ βλαστάνει γιὰ ὅλο τὸν κόσμο καρποὺς ἀθανασίας, τὸ ξύλον τῆς ἀφθαρσίας, ποὺ μᾶς στολίζει μὲ τὰ ἄνθη τῆς ἀπολαύσεως αἰώνιας δόξας, ὥστε, ὅπως ἀκριβῶς ὅσοι μὲ τὰ πόδια διανύοντας τραχειὰ καὶ μακρυνὴ ὁδὸ καὶ ἀποκάμοντας ἀπὸ τὴν ὑπερβολικὴ κούραση καὶ τὸν κάματο, ὅπου βροῦν δέντρο ποὺ προσφέρει μεγάλη σκιά, ἀφοῦ κάτσουν γιὰ λίγο, ξεκουράζονται καὶ ἀναπαύονται πάρα πολὺ καὶ ξανανιώνοντας διανύουν τὸ ὑπόλοιπο τῆς ὁδοῦ, ἔτσι καὶ τοῦτο τὸ τρισμακάριστο Ξύλο τῆς Ζωῆς μᾶς χορηγεῖ ἄνεση, δηλαδὴ ὕφεση, μείωση καὶ ἐλάττωση τῶν κακῶν καὶ τῆς λύπης, μᾶς χορηγεῖ ἀναψυχή, δηλαδὴ δροσιὰ πνοῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ μᾶς ἐμψυχώνει πλουσιοπάροχα, καὶ παρασκευάζει ὅλους ὅσοι ἔχουμε κουρασθεῖ ψυχικὰ καὶ σωματικὰ νὰ γίνουμε ἀγαθοὶ στὸ ἦθος καὶ τοὺς τρόπους, λαμπροὶ κατὰ τὴν στολὴ τῆς ψυχῆς, ἀπαλλαγμένοι ἀπὸ τὸ βάρος τῆς ἁμαρτίας καὶ τῶν παθῶν καὶ ἀνακουφισμένοι ἀπὸ κάθε βιωτικὴ μέριμνα καὶ ἐνασχόληση.
Καὶ «φυτεύσαμε» ἀναμεσά μας αὐτὸ τὸ ζωομύριστο Ξύλο, τὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ, ποὺ μυρίζει τὰ μύρα τῆς θείας μυροθήκης, ὥστε μὲ πίστη προσκυνοῦντες αὐτόν, νὰ ὀσφρανθοῦμε τὴν θεόπνευστη εὐωδία του.
Ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ θέσαμε στὸ μέσον τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ τὸ χριστο-φόρο καὶ θεοβράβευτο Ξύλο, στρατιὲς Ἀγγέλων τὸ δορυφοροῦν, εὐλαβῶς τὸ περικυκλοῦν, καὶ ὅλους ἐμᾶς τοὺς πιστοὺς συγκαλοῦν σὲ προσκύνηση λέγοντας: Ἐλᾶτε λοιπὸν ὅλοι ὅσοι ἔχετε καθαρισθεῖ καὶ λαμπρυνθεῖ μὲ τὴν νηστεία νὰ προσπέσετε σ’ αὐτὸ μὲ χαρὰ καὶ φόβο Θεοῦ, κράζοντας μὲ πίστη· Χαῖρε ὁ τίμιος Σταυρός, τοῦ κόσμου ἀσφάλεια.
Καὶ εἶναι ὄντως ὁ Σταυρὸς ἀσφάλεια τοῦ κόσμου, διότι δι’ αὐτοῦ ἀντιπαλεύονται καὶ ἀποδιώκονται φάλαγγες δαιμόνων καὶ στρατιὲς ὁρατῶν καὶ ἀοράτων ἐχθρῶν, διότι αὐτὸς εἶναι ἀδιάρρηκτος φύλακας, εἶναι ἰσχυρὴ δύναμη, εἶναι ὅπλο ἀκαταγώνιστο καὶ ἀκαταμάχητο, εἶναι αὐτὸς ποὺ μᾶς διασώζει ἀπὸ παντὸς εἴδους βλάβες τῶν ἐχθρῶν μας, εἶναι τὸ ἀήττητο τρόπαιο τῆς εὐσέβειας, ἡ θύρα τοῦ Παράδεισου, τὸ στήριγμα τῶν πιστῶν, τὸ περιτείχισμα τῆς Ἐκκλησίας.
Πάνω σ’ αὐτὸν ἑκούσια σταυρώθηκε καὶ ἀπέθανε ὁ ὑπεράγαθος Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ μὲ τὰ αἱματωμένα δακτυλά Του ὑπέγραψε ὡς φιλάνθρωπος Βασιλέας καὶ Κύριος καὶ Θεὸς τὴν σωτηρία καὶ τὴν ἀνάπλαση ὅλου τοῦ κόσμου. Καὶ ἀφότου ἀναστήθηκε ἐκ τῶν νεκρῶν καὶ ἀναλήφθηκε στοὺς οὐρανοὺς καὶ κάθησε στὰ δεξιὰ τοῦ Πατρός, πολεμᾶ ὅσους μᾶς πολεμοῦν, ὑποτάσσει τοὺς ἀλλόφυλους καὶ καταβάλλει μὲ τὸ ὅπλο τοῦ Σταυροῦ τοὺς ἐχθρούς μας, ὡς Παντοδύναμος Θεὸς ποὺ εἶναι. Μᾶς φυλάσσει νυχθημερὸν καὶ μᾶς δίδει ὡς βραβεῖο τὴν εἰρήνη, ὅταν ἐμεῖς Τὸν ἀγαπᾶμε μὲ ὅλο μας τὸ εἶναι, ὅταν Τὸν πιστεύουμε ἀκράδαντα καὶ στερεώνουμε τὴν πίστη μας πάνω στὴ πέτρα ποὺ εἶναι ὁ ἴδιος Ἐκεῖνος, δηλαδὴ Τὸν ἐμπιστευόμαστε χωρὶς νὰ ταλαντευόμαστε καὶ νὰ σαλευόμαστε στὸ νοῦ μας ἀπὸ τὶς προσβολὲς τῶν δυσμενῶν ἐχθρῶν μας, καθὼς ἐπίσης καὶ ὅταν ἐλπίζουμε σ’ Αὐτὸν μὲ βέβαιη ἐλπίδα ποὺ δὲν χωρεῖ ἀμφισβήτηση.
Ἀδελφοί μου εὐλογημένοι,
Καθὼς ἡ Ἐκκλησία μας, σήμερα, ἀναγνωρίζεται ἐντονώτερα ἀπὸ ὅλους τοὺς πιστοὺς καὶ εὐσεβεῖς ὀρθοδόξους χριστιανοὺς ὡς ἄλλος Παράδεισος ποὺ ἔχει ὡς δέντρο τὸν ζωηφόρο Σταυρὸ τοῦ Κυρίου μας, τὸν ἀνελκυστήρα ποὺ μᾶς ἀνασύρει ἀπὸ τὸ βάθος τῆς φθορᾶς, τὸ ἐργαστήριο ζωῆς καὶ ἀφθαρσίας, καὶ καθώς, σήμερα, προσκυνοῦμε τοῦτον ψάλλοντας καὶ ἄδοντας θεϊκὰ καὶ λυρικὰ ἅσματα καὶ ὠδὲς πνευματικές, ἂς φωτισθεῖ ὁ νοῦς μας, ἂς ἀγαλλιάσει ἡ ψυχή μας καὶ ἂς ὑμνήσει, δοξολογήσει καὶ βροντοφωνάξει ἡ καρδιά μας,
«Λάμψε, Σταυρὲ τοῦ Κυρίου μας, τὶς λαμπρὲς καὶ φωτοβόλες ἀστραπὲς τῆς χάριτός σου στὶς καρδιὲς αὐτῶν, οἱ ὁποῖοι σὲ τιμοῦν καὶ μὲ θεόπνευστη στοργὴ σὲ περικυκλώνουν μέσα στὴν ἀγκαλιά τους, σὺ ποὺ εἶσαι κοσμοπόθητος. Μέσα ἀπὸ τὴν χάρη σου, ἐξαφανίσθηκε ἡ κατήφεια τῶν δακρύων καὶ σωθήκαμε ἀπὸ τὶς παγίδες τοῦ θανάτου, καὶ πλησιάσαμε πρὸς τὴν ἀτέλειωτη εὐφροσύνη. Δεῖξε μας τὴν εὐπρέπεια τῆς ὡραιότητάς σου παρέχοντας τὶς ἀνταμοιβὲς τῆς ἐγκρατείας μας ἀπὸ τὰ πάθη μας, σὲ ἐμᾶς, οἱ ὁποῖοι μὲ πίστη αἰτοῦμε καὶ ζητοῦμε τὴν πλούσια προστασία σου καὶ μέγα ἔλεος.
(Προσόμοιο ἐκ τοῦ Μεγάλου Ἑσπερινοῦ τῆς Ἑορτῆς).
π. Ν.Π.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,
Ἡ σημερινὴ Κυριακὴ εἶναι ἡ Β΄ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν καὶ εἶναι ἀφιερωμένη στὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ (14ος αἰώνας), ἡσυχαστὴ τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ μετὰ Ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὑπερασπίστηκε τοὺς Ἡσυχαστὲς τοῦ Ἁγίου Ὄρους, τοὺς ὁποίους εἰρωνευόταν καὶ πολεμοῦσε ὁ ἐκφραστὴς τοῦ πνεύματος τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας μοναχὸς Βαρλαάμ, ἀπὸ τὴν Καλαβρία τῆς Νότιας Ἰταλίας. Ὁ ἅγ. Γρηγόριος, ὅταν ὑπερασπιζόταν τοὺς ἐν λόγῳ Μοναχούς, διατύπωνε τὴν Ὀρθόδοξη πίστη σχετικὰ μὲ τὸν Θεὸν καὶ τὸν τρόπο προσέγγισής του ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, καθὼς καὶ τὸ τί εἶναι αὐτὸ ποὺ συνιστᾶ τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου.
Εἶναι ὁ θεολόγος τῆς χάριτος, τοῦ ἀκτίστου φωτός. Ξεκίνησε ἀπὸ προσωπικὲς ἐμπειρίες καὶ ἀπέδειξε ὅτι τὸ ἔργο τῆς θεολογίας εἶναι ἀσύγκριτα ἀνώτερο ἀπὸ αὐτὸ τῆς φιλοσοφίας καὶ τῆς ἐπιστήμης. Ἀξιολογεῖ τὴν ἔξω σοφία ὡς περιορισμένη, ἀναφέροντας δύο γνώσεις, τὴν θεία καὶ τὴν ἀνθρώπινη, καὶ δύο θεϊκὰ δῶρα, τὰ φυσικὰ γιὰ ὅλους καὶ τὰ ὑπερφυσικὰ ἢ πνευματικὰ ποὺ δίδονται, ὅποτε θέλει ὁ Θεὸς καὶ μόνο στοὺς καθαροὺς καὶ ἁγίους, στοὺς τελείους.
Οἱ ἀντίπαλοι τοῦ Παλαμᾶ, Βαρλαὰμ καὶ Ἀκίνδυνος, πίστευαν στὸ χωρίο τοῦ Ἰωάννου ὅτι «τὸν Θεὸν οὐδεὶς ἑώρακε πώποτε» (Ἰωάν. 1,18) καὶ κατηγοροῦσαν τοὺς μοναχοὺς ποὺ εἶχαν θεοπτία ὡς ὀμφαλοσκόπους. Ὁ Γρηγόριος ἀντέτεινε ὅτι ὁ Κύριος εἶπε: «οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ τὸν Θεὸν ὄψονται» (Ματθ. 5,8).
Ἀκολουθῶντας τὴν Πατερικὴ γραμμὴ σὲ σύγκριση μὲ τὴν πλατωνικὴ καὶ βαρλααμικὴ ἀνθρωπολογία, θεωρεῖ ὅτι τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶναι πονηρό, ἀλλὰ ἀποτελεῖ κατοικία τοῦ νοῦ, ἀφοῦ μάλιστα καθίσταται καὶ τοῦ Θεοῦ κατοικία, ἔτσι μαζὶ μὲ τὴν ψυχὴ καθιστᾶ τὸν ἄνθρωπο ἑνιαῖο καὶ ἀδιάσπαστο σύνολο. Ἡ ἀναγέννηση τοῦ ἀνθρώπου γίνεται μὲ τὸ βάπτισμα καὶ ἡ ἀνακαίνιση μὲ τὴν Θεία Εὐχαριστία. Εἶναι τὰ δύο θεμελιώδη μυστήρια, τῆς Θείας Οἰκονομίας.
Τὸ οὐσιωδέστερο στοιχεῖο τῆς διδασκαλίας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ συνίσταται στὴν ἀνύψωση τοῦ ἀνθρώπου ὑπεράνω αὐτοῦ τοῦ κόσμου.
Ἀλλὰ καὶ τὸ σημερινὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα τῆς θεραπείας τοῦ παραλύτου στὴν Καπερναούμ, τὴν ἀνύψωση τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴ σωτηρία του ἔχει ὡς κεντρικὴ ἰδέα. Μεταξὺ ἄλλων σημαντικῶν μᾶς διδάσκει ὅτι: «Τὸ θαῦμα δὲν εἶναι θεραπευτικὴ τεχνική. Στοχεύει στὴ λύτρωση καὶ ἀνακαίνιση ὅλου τοῦ ἀνθρώπου». (Γ.Π.Πατρώνου, Ὁμότιμ. Καθηγητοῦ Παν/μίου Ἀθηνῶν)
Ὁ εὐαγγελιστὴς Μᾶρκος μᾶς διηγεῖται τὴ θεραπεία ἑνὸς παραλύτου στὴν Καπερναούμ, ὅπου ὁ Χριστὸς εἶχε πάει γιὰ νὰ διδάξει τὸν λαό. Ὡς συνήθως, στὸ σπίτι ποὺ βρισκόταν ὁ Κύριος ἐπικρατοῦσε τὸ ἀδιαχώρητο, ἀπὸ τὸ πλῆθος ποὺ εἶχε συναχθεῖ γιὰ νὰ Τὸν ἀκούσει, μὲ ἀποτέλεσμα οἱ ἄνθρωποι πού μετέφεραν τὸν παράλυτο νὰ μὴν μποροῦν νὰ προσεγγίσουν. Ἀποφασίζουν λοιπὸν νὰ χαλάσουν τὴν στέγη, νὰ ἀφαιρέσουν δηλαδὴ μέρος αὐτῆς καὶ νὰ κατεβάσουν μὲ σχοινιὰ τὸ κρεβάτι μὲ τὸν παράλυτο μπροστὰ στὰ πόδια τοῦ Ἰησοῦ. Ἐκεῖνος, μόλις εἶδε τὴν πίστη τους, λέει στὸν παράλυτο: «Τέκνον, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου», (Παιδί μου, σοῦ ἔχουν συγχωρεθεῖ οἱ ἁμαρτίες). Ἀγανάκτησαν οἱ Γραμματεῖς, καθὼς σκέφτηκαν ὅτι μόνον ὁ Θεὸς ἔχει τὴν ἐξουσία νὰ συγχωρεῖ ἁμαρτίες, καὶ ὁ καρδιογνώστης Κύριος τοὺς ρωτᾶ “γιατὶ σκέφτεστε πονηρά; τί εἶναι εὐκολότερο, νὰ πῶ ὅτι συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες σου, ποὺ εἶναι δώρημα προσωπικό, τ’οὐρανοῦ καὶ χάρις καὶ Μυστήριο· ἢ σήκω καὶ πάρε τὸ κρεβάτι σου, πράξη ποὺ ψηλαφᾶται, ἐλέγχεται καὶ διαπιστώνεται; Καὶ γιὰ νὰ δείξει σὲ ὅλους τὴ Θεϊκή του ἐξουσία, στρέφεται στὸν παράλυτο καὶ τὸν διατάζει νὰ σηκωθεῖ. Κι ἐκεῖνος σηκώθηκε, πῆρε τὸ κρεβάτι του στοὺς ὤμους καὶ ἐπέστρεψε στὸ σπίτι του, ἀφήνοντας τοὺς πάντες κατάπληκτους νὰ δοξάζουν τὸν Θεὸ καὶ νὰ λένε ὅτι ποτὲ δὲν εἶχαν δεῖ τόσο μεγάλο θαῦμα.
Ἡ φράση τοῦ Κυρίου μας, ἀδελφοί, «ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου», ἀπευθύνεται στὸν παράλυτο. Ἐκεῖνος ἐπιδιώκει νὰ θεραπευθεῖ καὶ ὁ Χριστὸς τοῦ προσφέρει τὴν ἅφεση, τὴν ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες. Ἀναδεικνύεται ἔτσι ἡ σχέση ἁμαρτίας καὶ ἀσθένειας. Βέβαια ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος στέκεται ἀμήχανος μπροστὰ σ’αὐτὴν τὴν σχέση (ἁμαρτίας καὶ ἀσθένειας) καὶ ἀρνεῖται νὰ τὴν ψηλαφήσει.
Ὅσο περισσότερο ὅμως ὑπηρετεῖ τὴν ἁμαρτία, φίλοι μου, τόσο καὶ περισσότερο δένεται μὲ τὶς ἀλυσίδες τοῦ κακοῦ, μέχρι σημείου ὄχι μόνο ν’ ἀσθενήσει ἀλλὰ καὶ νὰ καταντήσει ἀκίνητος καὶ ἄχρηστος στὴ ζωή, τυλιγμένος μὲ τὶς «φασκιές» τῆς ἁμαρτίας «αἰρόμενος – συρόμενος ὑπὸ τεσσάρων».
Ἡ εἴσοδος τῆς ἁμαρτίας στὸν κόσμο μὲ τὴν παρακοὴ τοῦ Ἀδάμ ποὺ σημαίνει τὴν ἐπανάσταση τοῦ δημιουργήματος κατὰ τοῦ δημιουργοῦ, ἔχει ὡς συνέπεια τὴν ἀσθένεια, τὴν φθορὰ καὶ τὸν θάνατο. Ἡ ἀσθένεια λοιπὸν ἀποτελεῖ σύμπτωμα ἁμαρτωλῆς καταστάσεως ὄχι βέβαια μὲ τὴν ἔννοια ὅτι κάθε ἀσθένεια τοῦ ἀνθρώπου ἀποτελεῖ συνέπεια συγκεκριμένου προσωπικοῦ ἁμαρτήματος, ἀλλὰ μὲ τὴν ἔννοια ὅτι γενικῶς ἡ ἀσθένεια ἀποκαλύπτει – φανερώνει τὴν φθορὰ τῆς ἀνθρωπότητος καὶ τὴν ὑποταγή της στὴ δύναμη τοῦ κακοῦ.
Ὁ Μεσσίας ὅμως, «ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου»(Ἰωάν. 1,29) καταλύει τὰ ἔργα τοῦ διαβόλου καὶ σηματοδοτεῖ τὴν ἔναρξη τῆς νέας ἐποχῆς ποὺ εἶναι ἐποχὴ χάριτος καὶ σωτηρίας. Γιατὶ ὁ Ἰησοῦς βλέπει ὡς μία ἑνότητα τὸ αἴτιο καὶ τὸ ἀποτέλεσμα. Καταπολεμᾶ τὸ ὁρατὸ σύμπτωμα, τὴν ἀσθένεια, τὴν παραλυσία ποὺ μπορεῖ νὰ ἐλεγχθεῖ ἀπὸ ὅλους, αἴρων συγχρόνως καὶ τὸ αἴτιο, δηλαδὴ τὴν ἁμαρτία.
Ἀδελφοί μου· δὲν ἔχουμε πληροφορίες ποιοὶ ἦσαν οἱ τέσσαρες ἄνδρες πού μετέφεραν καὶ διευκόλυναν τὸν παραλυτικό. Ἦταν γνωστοί, φίλοι, συγγενεῖς; Ὅποιοι ὅμως καὶ ἂν ἦταν ἡ πράξη τους εἶναι πράξη ἀγάπης καὶ συμπόνοιας, πράξη ὑπέροχη, ψυχική, ἐκδήλωση ἀνωτέρου πνεύματος. Εἶναι ἆραγε μικρὸ πρᾶγμα νὰ συμπονᾶ κάποιος τὸν συνανθρωπό του; Γιατὶ ἡ συμπόνοια δὲν εἶναι ἐλεημοσύνη· εἶναι δόσιμο τῆς καρδιὰς στὴν ὑπηρεσία τῆς ἀγάπης. Εἶναι ἱερὴ προσφορά, καλωσύνη, εὐγένεια ψυχῆς. Θυγατέρες τῆς ἀγάπης ἡ καλωσύνη καὶ ἡ συμπόνοια, δὲν κοστίζουν τίποτα καὶ ὅμως προσφέρουν τόσα πολλά!
Συνοψίζοντας, θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι ἡ σημερινὴ παραβολὴ μᾶς δίνει τὴ διαδικασία ποὺ πρέπει νὰ ἀκολουθήσουμε, γιὰ νὰ φθάσουμε στὸ Θεὸ καὶ νὰ σωθοῦμε.
• Μετάνοια
• Ἐξομολόγηση
• Νηστεία
• Προσευχὴ
Ξεκινῶντας μὲ πίστη καὶ ἀγάπη στὸν Χριστό, θὰ στηριχθοῦμε στὴν αὐτοκριτική, τὴν ἐξομολόγηση, τὴν ἀποχὴ ἀπὸ τὶς κακὲς σκέψεις καὶ συνήθειες καὶ στὴν προσευχή. Μὲ καθαρὴ ψυχὴ θὰ προσεγγίσουμε τὸν Κύριο καὶ θὰ ζητήσουμε νὰ λάβουμε ἀπὸ Αὐτὸν τὴν θεραπεία πρῶτα στὴν ψυχὴ καί μετὰ στὸ σῶμα.
Κι’ ὅπως τὸν παράλυτο ποὺ ἄκουσε τὸ ὄνομα «τέκνο» καὶ υἱοποιήθηκε ἀπὸ τὸν Οὐράνιο Πατέρα καὶ προσκολήθηκε στὸν ἀναμάρτητο Θεό, γενόμενος καὶ αὐτὸς ἀμέσως ἀναμάρτητος διὰ τῆς ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν, ἔτσι κι ἐμᾶς ὁ Φιλεύσπλαχνος Θεὸς θὰ μᾶς ἀποκαλέσει παιδιά Του, θὰ μᾶς συγχωρέσει καὶ θὰ μᾶς δεχθεῖ στὴν ἀγκαλιά Του.
Εἴθε ὁ Θεὸς νὰ εὐλογεῖ τὶς προσπάθειές μας.
Ἀρχιμ. Ν.Κ.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Τῆς Ὀρθοδοξίας
«Μείζω τούτων ὄψει»
Ἔμεινε ἔκπληκτος ὁ Ναθαναὴλ ὅταν ὁ Κύριος τοῦ εἶπε ὅτι τὸν εἶχε δεῖ, ἐνῷ προσευχόταν σὲ ἀθέατο μέρος, κάτω ἀπὸ μία συκιά. Ἐντυπωσιασμένος ἀπὸ τὸ θαυμαστὸ αὐτὸ σημεῖο ἀλλὰ καὶ φωτισμένος ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ὁ ἄδολος Ἰσραηλίτης διακήρυξε τὴν πίστη του στὴν πιὸ μεγάλη ἀλήθεια:
–«Ραββί, σὺ εἶ ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ».
Καὶ ὁ Κύριος ποὺ δέχθηκε τὴ βαρυσήμαντη ὁμολογία του, ἀπάντησε:
–Ἐπειδὴ σοῦ εἶπα ὅτι σὲ εἶδα κάτω ἀπὸ τὴν συκιά, πιστεύεις; «Μείζω τούτων ὄψει». Σὲ διαβεβαιώνω ὅτι ἀπὸ ἐδῶ καὶ πέρα θὰ δεῖς ἀκόμη μεγαλύτερα καὶ περισσότερο θαυμαστὰ ἀπὸ αὐτά. Ποιὰ εἶναι αὐτὰ τὰ μεγάλα καὶ συγκλονιστικὰ θαύματα τὰ ὁποῖα ὑποσχέθηκε ὁ Κύριος στὸν Ναθαναὴλ ἀλλὰ καὶ σὲ κάθε πιστὸ μαθητή Του;
1. ΘΑΥΜΑΤΑ ΣΤΗ ΖΩΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ
«Μείζω τούτων ὄψει». Ὁ προφητικὸς καὶ ἀποκαλυπτικὸς αὐτὸς λόγος τοῦ Κυρίου ἄρχισε πολὺ σύντομα νὰ ἐπαληθεύεται.
Ὁ Ναθαναήλ, ὅπως καὶ οἱ ἄλλοι μαθητές, εἶδαν τὸν Κύριο νὰ ἐπιτελεῖ ἀναρίθμητα καταπληκτικὰ θαύματα, μὲ τὰ ὁποῖα εὐεργετοῦσε τοὺς ἀνθρώπους καὶ φανέρωνε τὴ θεία Του δύναμη. Τὸν ἄκουσαν νὰ τοὺς διδάσκει μοναδικὲς ἀλήθειες καὶ θαύμαζαν τὴ θεϊκή του σοφία. Ὅπως ἀναφέρουν οἱ ἱεροὶ Εὐαγγελιστές, «ἐξεπλήσσοντο οἱ ὄχλοι ἐπὶ τῇ διδαχῇ αὐτοῦ» (Ματθ. ζ΄ 28-29)· ὁ λαὸς ποὺ Τὸν ἄκουγε κυριευόταν ἀπὸ μεγάλη κατάπληξη καὶ κυριολεκτικὰ κρεμόταν ἀπὸ τὸ στόμα Του (Λουκ. ιθ΄ 48).
Τὸ ἀποκορύφωμα ὅμως ὅλων τῶν θαυμαστῶν ποὺ ἔζησε ὁ Ναθαναὴλ καὶ οἱ ἄλλοι μαθητὲς κοντὰ στὸν Κύριο ἦταν τὸ Πάθος καὶ ἡ Ἀνάστασή Του. Ἐκεῖ ἀποκαλύφθηκε ἡ ἄπειρη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος «τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον» (Ἰω. γ΄ 16). Πόση συγκίνηση ἔνιωσαν οἱ μαθητές, ὅταν ὁ Κύριος τοὺς παρέδιδε τὸ Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας στὸ Μυστικὸ Δεῖπνο! Ἀλλὰ καὶ ἦταν ἀδύνατο νὰ περιγράψουν τὰ συναισθήματά τους, ὅταν εἶδαν τὸν Κύριο ἀναστημένο καὶ πάλι κοντά τους! Τὸν εἶδαν ὡς τὸν Νικητὴ τοῦ θανάτου νὰ τοὺς μεταδίδει τὴ δική του χαρὰ καὶ εἰρήνη καὶ τὴν ἀπόλυτη βεβαιότητα ὅτι πλέον καταργήθηκε ἡ ἐξουσία τοῦ διαβόλου καὶ τοῦ θανάτου. Ἀναστήθηκε ὁ Χριστὸς καὶ χάρισε στοὺς ἀνθρώπους τὴν αἰώνια ζωή, τὴ λύτρωση καὶ τὴ σωτηρία! Ὑπάρχει μεγαλύτερη καὶ πιὸ θαυμαστὴ δωρεὰ ἀπὸ αὐτό;
2. ΘΑΥΜΑΤΑ ΣΤΗ ΖΩΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Ὡστόσο, μετὰ τὴν ἔνδοξη Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου στοὺς οὐρανούς, ἕνα ἄλλο μοναδικὸ καὶ ἀνεπανάληπτο θαῦμα ἄρχισε νὰ ξεδιπλώνεται μπροστὰ στὰ μάτια τῶν μαθητῶν. Ἕνα θαῦμα ἀπείρων διαστάσεων! Ποιὸ εἶναι αὐτό; Ἡ Ἐκκλησία!
Ἡ Ἐκκλησία φανερώθηκε στὸν κόσμο ὡς ἡ ἐπὶ τῆς γῆς Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, ὅταν τὸ Πανάγιον Πνεῦμα ἐπιφοίτησε στοὺς ἁγίους Ἀποστόλους. Ἀπὸ τότε οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι ξεκίνησαν τὸ μεγαλειῶδες ἔργο, γιὰ νὰ διαδώσουν τὸ μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου «ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς». Ἡ ὕπαρξη τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἡ θαυμαστὴ ἐξάπλωσή της ἦταν καὶ εἶναι ἕνα συνεχιζόμενο θαῦμα: Τί κι ἂν στὸ διάβα τῶν αἰώνων ἀντιμετώπισε σκληροὺς διωγμούς, ποικίλες αἱρέσεις, λυσσαλέα πολεμικὴ ἀπὸ τὴν ἄθεη καὶ ἀντιχριστιανικὴ προπαγάνδα; Ἡ Ἐκκλησία πολεμουμένη νικᾶ! Θεμελιώθηκε στὴν πίστη τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, ἑδραιώθηκε μὲ τὴ διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων, στολίστηκε μὲ τὰ αἵματα τῶν ἁγίων Μαρτύρων καὶ τοὺς ἀσκητικοὺς ἀγῶνες τῶν Ὁσίων, ἐξαπλώθηκε μὲ τοὺς κόπους καὶ τὶς θυσίες ἁγνῶν ἱεραποστόλων καὶ παραμένει μέσα στοὺς αἰῶνες «στῦλος καὶ ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας» (Α΄ Τιμ. γ΄ 15). Σὰν ἄλλος στῦλος καὶ γερὸ θεμέλιο ὑποβαστάζει τὴν ἀλήθεια.
• • •
Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, 2012 χρόνια μ.Χ. Ἡμέρα ποὺ ἡ Ἐκκλησία μας ἑορτάζει τὸν θρίαμβο κατὰ τῆς Εἰκονομαχίας καὶ τῶν αἱρέσεων. Ἡμέρα ἀφιερωμένη σ’ ἕνα θαῦμα διαχρονικὸ καὶ αἰώνιο: τὴ νίκη τῆς Ὀρθοδοξίας.
Στὴν ἐποχὴ ποὺ ζοῦμε ἡ Ἐκκλησία ἀντιμετωπίζει ἔντονους κινδύνους καὶ πειρασμούς: συγκρητισμός, οἰκουμενισμός, ἐκκοσμίκευση, αἱρέσεις καὶ παραθρησκεῖες, φανεροὶ διῶκτες καὶ ὕπουλοι ἐχθροὶ προσπαθοῦν μὲ κάθε τρόπο νὰ νοθεύσουν τὴν ὀρθόδοξη πίστη καὶ παράδοση καὶ νὰ ἐξαφανίσουν τὰ ἴχνη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἀπὸ τὸ ἱστορικὸ γίγνεσθαι. Ματαιοπονοῦν ὅμως!
Ἡ δισχιλιετὴς ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι γεμάτη ἀπὸ θαύματα ποὺ ἀποδεικνύουν τὴν αἰώνια καὶ ἀκατάλυτη δύναμή της καὶ ἐπαληθεύουν τὸν προφητικὸ λόγο τοῦ Κυρίου «καὶ πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς» (Ματθ. ις΄ 18). Ἂς μὴ φοβόμαστε λοιπὸν τὶς ἐπιθέσεις τῶν ἐχθρῶν τῆς Πίστεως κι ἂς μὴν ἀπογοητευόμαστε. Εἴδαμε τὴν ἔνδοξη ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μας στὸ παρελθόν, ἀλλὰ καὶ «μείζω τούτων ὀψόμεθα»! Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ θὰ ἐπικρατήσει. Ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ χάρις θὰ λάμψουν καὶ τότε θὰ δοῦμε λαμπρότερο τὸν θρίαμβο τῆς Ὀρθοδοξίας!
Ἀρχιμ. Γ.Κ.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Ε´ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν
Τῆς Ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας
Σήμερα, Ε΄ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν, τιμᾶται ἡ μνήμη τῆς ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας, ποὺ ἐφέτος συμπίπτει καὶ μὲ τὴν 1η Ἀπριλίου, ἡμέρα κατὰ τὴν ὁποία ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει τὴν κοίμησή της. Λίγες ἡμέρες πρὶν ἀπὸ τὸ Πάσχα ὁ βίος τῆς Ἁγίας ἔρχεται νὰ συγκλονίσει πραγματικὰ ὅλους ὅσοι εἶναι ράθυμοι, ἀμελεῖς, πνευματικὰ ὀκνηροὶ καὶ ἁμαρτωλοί. Ἡ ἁγία Μαρία ἡ Αἰγυπτία μᾶς δείχνει τὸν δρόμο, γιὰ νὰ εἰσέλθουμε στὸ χῶρο τῆς μετανοίας καὶ νὰ διορθώσουμε τὴν πορεία τῆς ζωῆς μας.
Ἀπὸ τὴν ἡλικία τῶν 12 ἐτῶν εἶχε ἀρχίσει νὰ ζεῖ ἀσώτως. Ὅταν ὅμως στὰ 29 της χρόνια πῆγε στοὺς Ἁγίους Τόπους, γιὰ νὰ προσκυνήσει τὸν Τίμιο Σταυρό, δὲν κατάφερνε νὰ εἰσέλθει στὸ Ναό, ὅπως ὅλοι οἱ ἄλλοι, ἐπειδὴ αἰσθανόταν μιὰ ἀόρατη δύναμη νὰ τὴν ἐμποδίζει.
Τότε συναισθάνθηκε τὴν ἁμαρτωλότητά της καὶ ὑποσχέθηκε ν’ ἀλλάξει ζωή, ἀκολουθῶντας τὴν ὁδὸ τῆς σωφροσύνης καὶ τῆς τιμιότητας. Ἔτσι μὲ τὴν βοήθεια τῆς Παναγίας προσκύνησε τὸν Τίμιο Σταυρὸ καὶ ἀναχώρησε γιὰ τὴν ἔρημο, πέραν τοῦ Ἰορδάνου, ὅπου ἔζησε ἄλλα σαράντα ἑπτὰ χρόνια.
Τὰ πρῶτα δεκαεπτὰ μὲ πολλοὺς πειρασμοὺς καὶ δυσκολίες, ἐνῷ τὰ ὑπόλοιπα τριάντα ὡς ἐπίγειος ἄγγελος, ἀπὸ τὰ λίγα ποὺ κατέστη δυνατὸν νὰ μᾶς πληροφορήσει ὁ ἅγιος Ζωσιμᾶς ὁ ὁποῖος τὴν ἀνακάλυψε κατὰ τὸ τεσσαρακοστὸ ἕκτο ἔτος διαμονῆς της στὴν ἔρημο. Μᾶς ἀναφέρει λοιπὸν ὅτι σ’ ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια δὲν συνάντησε ἄνθρωπο, ὅτι ζοῦσε μὲ τὰ θηρία καὶ ὅτι τὴν κοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων μετὰ τὴν πάροδο ἑνὸς ἔτους.
Ἂν καὶ τελείως ἀγράμματη, ἐγνώριζε πολὺ καλὰ τὴν Ἁγία Γραφή, ἀπέκτησε τὴν ἱκανότητα νὰ γράφει, νὰ περπατᾶ πάνω στὰ ὕδατα, νὰ μετακινεῖται ἀστραπιαῖα σὰν πνεῦμα καὶ προικίσθηκε μὲ τὸ διορατικὸ χάρισμα. Ἕνα χρόνο μετὰ τὴν Θεία Μετάληψή της, ὅταν ὁ ἅγιος Ζωσιμᾶς ἐπανῆλθε γιὰ νὰ τὴν ξανακοινωνήσει, τὴν βρῆκε κοντὰ στὴν σπηλιὰ ὅπου διέμενε νεκρὴ καὶ δίπλα της ἕνα πρόχειρο σημείωμα ποὺ ἔγραφε: «Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ, θάψον ὧδε τὸ σῶμα τῆς ἀθλίας Μαρίας. Ἀπέθανον τὴν αὐτὴν ἡμέραν, καθ’ ἥν ἐκοινώνησα τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Εὔχου ὑπὲρ ἐμοῦ». Αὐτὸ συνέβη τὸ 378 μ.Χ. Ἡ ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία, μαζὶ μὲ τὴν ὁσία Πελαγία, τὸν ὅσιο Μωϋσὴ τὸν Αἰθίοπα, τὸν ἱερὸ Αὐγουστῖνο καὶ τόσους ἄλλους εἶναι ζωντανὰ παραδείγματα τῆς δυνάμεως τῆς μετανοίας.
Ἡ παρουσία ὅλων μας σήμερα καὶ μάλιστα στὸ ἄκουσμα τοῦ βίου τῆς ἑορταζομένης ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας κοσμεῖται καὶ λαμπρύνεται ἀπὸ ἕνα μεγάλο θησαυρὸ ποὺ ἀκούει στὸν ὅρο μετάνοια.
Μιὰ λέξη μὲ ἕνα μεγαλειῶδες περιεχόμενο, γιατὶ σηματοδοτεῖ τὴν κατάκτηση τῆς αἰωνιότητας. Ἐπειδὴ ὅλοι ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι εἴμαστε ἁμαρτωλοὶ μὲ πολλὰ λάθη, ἀστοχίες, πτώσεις, παρεκκλίσεις καὶ ἁμαρτίες, ἔχουμε ἕνα θεϊκὸ δῶρο, τὴν μετάνοια, γιὰ νὰ ἐπανέλθουμε εἰς ἐαυτὸν καὶ νὰ ζοῦμε σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Μετανοοῦμε, ὅταν ἀλλάζουμε τὶς σκέψεις μας, ὅταν αὐτὲς εἶναι κυριευμένες ἀπὸ πάθη, μίση, κακίες, αἰσχροὺς λόγους, θεάματα καὶ ἀκούσματα. Μετανοοῦμε, ὅταν συντρίβουμε τὸν ἐγωϊσμό μας, τὴν ἀλαζονεία μας, τὴν αὐτοθεοποίησή μας. Μετανοοῦμε, ὅταν δὲν θέλουμε νὰ εἴμαστε κυριευμένοι ἀπὸ τὴν προσκόλληση στὰ ὑλικὰ ἀγαθά, τὴν ἀπληστία καὶ τὶς ματαιότητες αὐτῆς τῆς ζωῆς. Ἂν τὰ ἁμαρτήματά μας εἶναι ἕνας σωρὸς ἀναμμένα κάρβουνα, ἡ ἀγάπη καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ εἶναι μιὰ πλατειὰ καὶ βαθειὰ θάλασσα. Ἂν τ’ ἀναμμένα κάρβουνα πέσουν στὴ θάλασσα ποιὸς θὰ ὑπερισχύσει; Μετάνοια εἶναι ἡ ἀνταπόκρισή μας στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Καὶ τότε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ γίνεται ἡ ἀνταπόκρισή Του στὴ δική μας μετάνοια.
Κατὰ πρῶτον πρέπει νὰ περιπατήσουμε στὴν ὁδὸ τῆς ἐπίγνωσης, ὥστε ἀναγνωρίζοντας τὴν ἁμαρτωλότητά μας νὰ τὴν ἐξαγορεύσουμε στὸ ἱερὸ Μυστήριο τῆς Μετανοίας καὶ Ἐξομολογήσεως. Κατὰ δεύτερον λόγον ὀφείλουμε νὰ ἐκζητήσουμε τὴν συγγνώμη μας ἀπὸ τὸν Θεό. Πρέπει νὰ καταλάβουμε ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ παραβαίνουμε τὸ Νόμο τοῦ Θεοῦ. Δὲν μποροῦμε νὰ κρυφτοῦμε κάτω ἀπὸ τὸ μάτι τοῦ παντεπόπτη, καρδιογνώστη καὶ παντογνώστη Θεοῦ.
Μὲ τὴν πάροδο τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ἂς πάρουμε τὴν μεγάλη ἀπόφαση ν’ ἀπομακρυνθοῦμε ἀπ’ ὅ,τι ἔχει σχέση μὲ τὴν ἁμαρτία «ἐν ἔργῳ καὶ λόγῳ», «ἐν γνώσει καὶ ἐν ἀγνοίᾳ», «ἑκουσίως καὶ ἀκουσίως».
Ἡ ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία κατενίκησε τὸν διάβολο, διότι «ἀπεκδύθη» τὴν ἁμαρτία. Ἡ ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία μετενόησε εἰλικρινά, βαθιὰ καὶ ἀληθινὰ καὶ κέρδισε τὴν αἰωνιότητα.
Ἂς τὴν ἀκολουθήσουμε σ’ αὐτὴ τὴν μεγαλειώδη ἀπόφασή της παρακαλῶντας τὸν Θεὸ νὰ μᾶς ἐνισχύσει στὸν πνευματικό μας ἀγῶνα, γιὰ νὰ καταξιωθοῦμε νὰ ὑποδεχθοῦμε μὲ καθαρὴ καρδιὰ τὸν Νυμφίο Χριστό.
π. Κ.Σ.