ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2018
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ (Ιωαν. ιβ΄1-18 )
1 Ἀπριλίου
Ὁ Κύριος εἰσέρχεται σήμερα θριαμβευτικά στά Ἱεροσόλυμα. Πλῆθος κόσμου ξεχύθηκε στούς δρόμους, γιά νά τόν ὑποδεχθεῖ μέ κλαδιά ἀπό φοίνικες. Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος, φώναζαν, ἐν ὀνόματι Κυρίου, ὁ βασιλεύς τοῦ Ἰσραήλ.
Τά βαΐα τῶν φοινίκων συμβόλιζαν τήν νίκη τοῦ Χριστοῦ καί προμήνυαν τήν ἀνάστασή του. Ποιοί ἀποτελοῦσαν τά πλήθη; Μήπως οἱ ἄρχοντες καί ἄνθρωποι ἀνωτέρας τάξεως; Μήπως οἱ μεγάλοι καί τρανοί τῆς ἐποχῆς; Ὄχι. Ὁ ἁπλός λαός ἔτρεξε νά Τόν προϋπαντήσει καί μέ τρόπο αὐθόρμητο ἐκδήλωσε τόν σεβασμό του καί τήν ἀναγνώρισή του πρός τόν Χριστό. Τόν ἐπευφημοῦσε ὡς βασιλέα καί ἐπίγειο ἄρχοντά του. Τόν ἀποκαλοῦσε εὐλογημένο καί ἀπεσταλμένο τοῦ Θεοῦ, δηλαδή Μεσσία. Φώναζαν, ὡσαννά ἐν τοῖς ὑψίστοις, πού πάει νά πεῖ, σῶσε μας, σύ ὁ Ὕψιστος. Ἐπάνω σωτηρία, κάτω ἔρχεται φιλανθρωπία.
Στή γῆ πατοῦσαν, μά στόν οὐρανό βρίσκονταν. Σῶμα εἶχαν, ἀλλά μέ τούς ἀγγέλους ἦσαν κοινωνοί. Ἰουδαῖοι στό ὄνομα, χριστιανοί στήν πραγματικότητα. Ὅλο τό πλῆθος ἀπό τόν οὐρανό, ἀπό πάνω ἔλαβε τήν μαρτυρία καί τόν φωτισμό. Πῶς ἀλλιῶς γνώριζε ὁ ὄχλος, ὅτι ὁ Χριστός εἶναι βασιλιάς, ἀφοῦ δέν τόν ἔβλεπαν νά φοράει βασιλικό διάδημα; Δέν φοροῦσε βασιλικά ἐνδύματα, δέν τόν συνόδευε στρατιωτικό ἄγημα, δέν προηγεῖτο ἱππικό καί χρυσοποίκιλτα ἅρματα. Πῶς τό κατάλαβαν; ἀπό ποῦ ἤξεραν, ὅτι εἶναι βασιλιάς; Μελετοῦσαν τήν Ἁγία Γραφή.
Λίγες ὅμως ἡμέρες μετά ὁ ἴδιος ὁ λαός θά ἀποδοκιμάσει τόν Διδά-σκαλο. Θά τόν διώχνει ἀπό τήν ζωή του, θά τόν παραδώσει στό θάνατο. Θά ζητάει τήν σταυρική του καταδίκη.
Ποῦ εἶναι τά ὡσαννά καί οἱ ζητωκραυγές; Αὐτά τώρα λησμονήθη-καν, πετάχθηκαν στήν ἄκρη. Τώρα ὠρύονται καί ἀγριεμένοι φωνάζουν σταυρωθήτω. Γιατί ὅλα αὐτά; Γιατί ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ γιά κάποιους ἦταν καί παραμένει ἐνοχλητική. Οἱ ἄρχοντες, οἱ μεγάλοι καί ἰσχυροί ἔβαλαν σέ ἐνέργεια τό σχέδιό τους. Μέ δημαγωγικό καί ὑποκριτικό τρόπο ἔπεισαν τόν λαό, ὅτι ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος εἶναι ἐπικίνδυνος γιά τόν τόπο.
Καί ὁ λαός παρασύρεται ἀπό αὐτούς. Ξέχασε τά θαύματα. Λησμόνησε τά λόγια του. Ἔκλεισε τά μάτια του στίς θεραπεῖες. Πλέον δέν ἀκούει καί δέν θυμᾶται οὔτε τίς δικές του προηγούμενες ζητωκραυγές. Ὁ ὄχλος συνειδητά ἤ ἀσυνείδητα στέκεται ἀπέναντι στόν Ἰησοῦ καί ζητᾶ τή θανάτωσή του.
Καί νά σκεφθεῖ κανείς, ὅτι ὅλοι αὐτοί ἦσαν θρησκευόμενοι, πού ἦρθαν ἀπό διάφορα μέρη τοῦ Ἰσραήλ, ἀνέβηκαν στά Ἱεροσόλυμα, γιά νά προσκυνήσουν στό ναό τοῦ Σολομῶντος καί νά γιορτάσουν τήν μεγάλη γιορτή τοῦ Ἑβραϊκοῦ Πάσχα. Πῆγαν νά λατρέψουν τόν Θεό, ἀλλ᾿ ἔγιναν θεοκτόνοι. Ἐφόνευσαν τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ.
Ἡ ἱστορική αὐτή πραγματικότητα, ἀγαπητοί μου, πρέπει νά μᾶς προβληματίσει. Εὑρισκόμεθα πρό ἕξ ἡμερῶν τοῦ Πάσχα. Πολλοί χριστιανοί, τώρα τήν Μεγάλη Ἑβδομάδα, θά τρέξουν στούς Ναούς, θά γεμίσουν τίς Ἐκκλησίες. Καταλαβαίνουμε ἄραγε τό βαθύτερο νόημα τῆς σταυρώσεως; Θά συγκινηθοῦμε συναισθηματικά καί θά κλάψουμε γιά τόν Χριστό. Μά δέν εἶναι προτιμότερο νά κλάψουμε γιά τούς ἑαυτούς μας καί τίς ἁμαρτίες μας; Ἔτσι εἶπε ὁ Κύριος στίς γυναῖκες, πού ἔκλαιγαν πίσω του, ὅταν ἀνέβαινε τόν ἀνηφορικό δρόμο τοῦ Γολγοθᾶ φορτωμένος τόν σταυρό. Γυναῖκες τῆς Ἱερουσαλήμ, γιά σᾶς νά κλαῖτε, ὄχι γιά μένα. Γιά τίς συμφορές, πού πρόκειται νά σᾶς βροῦν.
Θά ἀνάψουμε πολλά κεριά αὐτές τίς μέρες, μά δέν θά φωτισθοῦν μέσα μας τά σκοτάδια τῆς δικῆς μας ζωῆς καί ψυχῆς. Θά ἑτοιμάσουμε πλούσια τραπέζια καί θά ἀπολαύσουμε τά ἀγαθά τοῦ Θεοῦ. Θά αἰσθανθοῦμε ὅμως τήν ἀνάγκη νά καθήσουμε στό δικό Του τραπέζι; Στήν Ἁγία Τράπεζα, στή Θεία Κοινωνία;
Ἀγαπητοί μου,
Στήν Μεγάλη Ἑβδομάδα πού ξεκινᾶ ὀφείλουμε νά συμφιλιωθοῦμε πρῶτα μέ τόν ἑαυτό μας καί κατόπιν μέ τούς ἄλλους. Εἶναι ἀνάγκη νά ἀναπαυθοῦμε μέσα ἀπό τή συγχώρηση τοῦ μυστηρίου τῆς ἐξομολογή-σεως. Ἄν δέν κάνουμε ἔτσι, χάνουμε ἄλλη μιά πνευματική εὐκαιρία.
Θά ἦταν σωτήριο ἄν αὐτό τό Πάσχα ἀποδειχθεῖ γιά ὅλους μας διαφορετικό ἀπό ὅλα τά προηγούμενα. Νά εἶναι ὄντως Πάσχα. Ἕνα πέρασμα δηλαδή σέ ὀρθή νοοτροπία καί τρόπο. Σέ πνευματική ζωή. Σύμφωνη μέ τά μέτρα τοῦ Χριστοῦ. Νά ἀγαπήσουμε τούς σταυρούς τῆς ζωῆς μας γιά νά πλησιάσουμε τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ καί νά ἀφήσουμε τό πανάγιο Αἷμα Του νά τρέξει πάνω μας. Νά μᾶς ποτίσει, νά μᾶς χορτάσει, νά μᾶς καθαρίσει, νά μᾶς μεταμορφώσει καί νά μᾶς ἀναστήσει. ΑΜΗΝ.
15 Ἀπριλίου
Ἔχουν ἤδη περάσει ὀκτώ ἡμέρες ἀπό τήν Ἀνάσταση καθώς καί ἀπό τήν πρώτη ἐμφάνιση τοῦ Κυρίου στούς μαθητές Του. Ὅλοι εἶναι χαρούμενοι ἐπειδή παντοῦ φθάνει τό μήνυμα ὅτι «ἠγέρθη ὁ Κύριος ὄντως». Εἶναι γεγονός ποὺ τό ζοῦν ἔντονα. «Ἑωράκαμεν τόν Κύριον» ἀναφωνοῦν γεμᾶτοι ἐνθουσιασμό στόν Θωμᾶ, ὁ ὁποῖος ἀπουσίαζε τή στιγμὴ τῆς ἐμφάνισης τοῦ Κύριου.
Ὁ Θωμᾶς θέλει νά πιστέψει. Ἡ λογική του ὅμως τόν ἐμποδίζει, μέ ἀποτέλεσμα νά ἀποκλείει τό ὑπερφυσικό καί καταπληκτικό γεγονός τῆς Ἀναστάσεως. «Ἐάν δέν δῶ μέ τά μάτια μου τά σημάδια ἀπό τά καρφιά καί ἄν δέν βάλω τό δάκτυλό μου στά σημάδια, καί ἀκόμη ἄν δέν βάλω τό δάκτυλό μου στήν πλευρά Του, τήν τρυπημένη ἀπό τήν λόγχη, δέν πρόκειται νά πιστέψω».
Ἀπό τή φύση του ὁ Θωμᾶς ἦταν καλοπροαίρετος, ὅμως ἦταν καί χαρακτῆρας πού γιά ὅλα ἤθελε ἀποδείξεις. Ἡ ἀλήθεια εἶναι πώς δέν ἀμφέβαλε οὔτε πρός στιγμή στή μαρτυρία τῶν ὑπολοίπων μαθητῶν ὅτι πραγματικά εἶχαν δεῖ τόν Κύριο. Ὅμως ἡ φυσική του ἀδυναμία καί ἡ δυνατή ἀγάπη του γιά τόν Χριστό καί ἡ ἐπιθυμία του νά ξαναδεῖ τόν διδάσκαλο, μετά ἀπό τά ὅσα συνέβησαν τίς τελευταῖες ἡμέρες, τόν κάνουν δύσπιστο, ὄχι ἄπιστο.
Ταυτόχρονα ἡ στάση του κρύβει καί ἕνα καθαρά ἀνθρώπινο παράπονο «Γιατί ὅλοι οἱ μαθητές νά ἔχουν δεῖ τόν ἀναστημένο διδάσκαλο καί αὐτός νά μήν ἔχει ἀκόμη αὐτή τήν ἐμπειρία».
Πρέπει νά ξέρουμε ὅτι ἡ ἀπουσία τοῦ Θωμᾶ ἀπό τήν πρώτη ἐμφάνιση τοῦ Κυρίου, δέν ἦταν καθόλου συμπτωματική. Ἡ θεία Πρόνοια κανόνισε γιά μᾶς ἔτσι τά γεγονότα, ὥστε νά ἔχουμε ἀκόμη μία μαρτυρία τῆς Ἀναστά-σεως, μία μαρτυρία, πού νά προέρχεται ἀπό χείλη ἀνθρώπου πού θέλει σάν καί μᾶς ἀποδείξεις γιά νά πιστέψει.
Αὐτὴ τή δυσπιστία τοῦ μαθητή ἡ Ἐκκλησία μας σήμερα τήν ὀνομάζει «καλή» καί γι’ αὐτό ψάλλει «Ὦ καλή ἀπιστία τοῦ Θωμᾶ ! Τῶν πιστῶν τάς καρδίας εἰς ἐπίγνωσιν ἦξε…» δηλαδή «Ὦ καλοπροαίρετη ἀπιστία τοῦ Θωμᾶ πού ὁδηγεῖ τίς καρδιές τῶν πιστῶν στή διαβεβαίωση καί στή διαπίστωση τῆς Ἀναστάσεως».
Μπορεῖ ὅμως ἡ ἀπιστία νά εἶναι καλή; Πῶς γίνεται νά ἐξυμνεῖται, ὅταν γνωρίζουμε ὅτι ἡ πίστη στό Θεό ἐκδηλώνεται πρίν ἀπ’ ὅλα σάν ἐμπιστοσύνη ἀπέναντί Του; Μήπως ὁ Θωμᾶς δέν εἶχε αὐτή τήν ἐμπιστοσύνη; Μά φυσικά καί τήν εἶχε. Ἡ ἐπιθυμία του ὅμως νά ξαναδεῖ τόν Διδάσκαλο, τόν ἀναγκάζει στήν «καλή ἀπιστία». Δέν περιορίστηκε μόνο νά δεῖ τόν Κύριο, ἀλλά ζητοῦ-σε νά Τόν αἰσθανθεῖ μέ τήν ἁφή του, νά Τόν ψηλαφίσει, γιά νά μήν ἔχει ψευδαισθήσεις.
Ὁ Κύριος στό παράπονο καί στήν ἐπιθυμία τοῦ μαθητοῦ δείχνει συγκατάβαση. Μετά ἀπό ὀκτώ ἡμέρες ξαναεμφανίζεται, «τῶν θυρῶν κεκλεισμένων». Ὅπως στήν πρώτη ἐμφάνιση, ἔτσι καί τώρα. Ἐνῶ οἱ μαθητές ἦταν πάλι συγκεντρωμένοι, μαζί τους καί ὁ Θωμᾶς, ἐμφανίσθηκε καί τούς χαιρέτησε μέ τή φράση: «Εἰρήνη ὑμῖν». Στό χαιρετισμό Του συμπεριλαμβάνει καί τόν Θωμᾶ καί ἀπευθύνεται σ’ αὐτόν ξεχωριστά, γιά νά τοῦ χαρίσει τήν ἐμεπιρία τοῦ θαύματος. Εἰρήνη, εὔχεται ὁ Ἰησοῦς στούς μαθητές, ἀποκαλύπτοντας ὅτι εἶναι «Θεὸς ἰσχυρός, Ἐξουσιαστής, ἄρχων εἰρήνης». Τήν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ πού βιώνουμε οἱ πιστοί κατά τήν τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας. Γευόμαστε τήν εἰρήνη καί τή χαρά τοῦ Κυρίου καί προγευόμαστε τήν Οὐράνια Βασιλεία ἤδη ἀπό τήν παροῦσα ζωή. Ὁ Θωμᾶς μή ἔχοντας μέσα του τήν προϋπόθεση τῆς εἰρήνης, δυσκολεύτηκε νά δεχθεῖ τό γεγονός τῆς Ἀναστάσεως καί τή χαρά πού προσφέρει ὁ Χριστός.
Ἡ συγκατάβαση ὅμως καί ἡ ἀνοχή τοῦ Διδασκάλου, ἀλλά καί ἡ ἀγάπη πού δείχνει στόν ἐγκλωβισμένο στήν ἀνάγκη του μαθητή, εἶναι μοναδική καί ἀσύγκριτη. Τοῦ δείχνει ὅτι γνωρίζει τίς σκέψεις του, ἀκόμη καί πώς τίς καταλαβαίνει. Δέν τόν ἀφήνει νά ζεῖ στήν ἀμφιβολία. «Ἔλα λοιπόν νά δεῖς καί ψηλάφισέ με» τοῦ λέει. Ὁ Θωμᾶς δέν ἤθελε περισσότερα γιά νά βεβαιωθεῖ. Καί μόνο ἡ παρουσία τοῦ Ἰησοῦ, τόν κάνει νά ἀναφωνήσει αὐθόρμητα «ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου».
Ἀφοῦ δηλαδή στερεώθηκε στήν πίστη δέν ἀναγνωρίζει ἁπλῶς τόν Ἰησοῦ σάν Κύριό του, ἀλλά ὁμολογεῖ τή θεότητά Του, μέ τέτοιο τρόπο πού κανείς μέχρι ἐκείνη τή στιγμή δέν τήν εἶχε ἀναγνωρίσει καί ὁμολογήσει ἔτσι.
Ἡ ἀπιστία τοῦ Θωμᾶ, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἐξυμνεῖται ἀπό τήν Ἐκκλησία μας, ὅπως εἴπαμε, ὡς «καλή ἀπιστία», ἐπειδή μᾶς βοηθᾶ νά στηρίξουμε τήν πίστη μας. Μᾶς δείχνει ὅτι ἡ μαρτυρία γιά τήν Ἀνάσταση δέν προέρχεται ἀπό χείλη ἀνθρώπων, ἀλλά ἀπό αὐτόπτες μάρτυρες, οἱ ὁποῖοι παρέμειναν δύσπιστοι μέχρι τή στιγμή πού ἱκανοποιεῖται καί ἡ λογική τους.
Τό πρόσωπο τοῦ προβαλλομένου Ἀποστόλου Θωμᾶ γίνεται γιά μᾶς αἰτία νά ἀφήσουμε τήν καρδιά μας νά μᾶς ὁδηγήσει στόν Ἀναστημένο Χριστό, ἐπειδή ἡ λογική μας θά ἀποτελεῖ πάντοτε τόν ὀγκόλιθο πού θά κρατᾶ ἐμᾶς τούς ἴδιους ἀποκλεισμένους ἀπό τήν ἀλήθεια.
Τό θαῦμα ὅμως τῆς ἀναστημένης παρουσίας Του θά συνεχίζει μέσα στήν ἱστορία νά τό χαρίζει ὁ Ἴδιος, ὅπως καί τότε, ὄχι σέ ὅσους ψάχνουν ἀδιάφορα, ἀλλά σέ ὅσους ποθοῦν νά τόν συναντήσουν ἀκόμη καί μέσα ἀπό τήν ἀνθρώπινη ἀδυναμία τους γιά νά ὁμολογοῦν στόν κόσμο τήν ἀλήθεια «ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου, δόξα σοι».
22 Ἀπριλίου
Πέρασαν ἤδη δύο ἑβδομάδες ἀπὸ τὴν πανεφρόσυνη ἡμέρα τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐμεῖς ὡς μέλη τῆς ἁγίας Ἐκκλησίας συνεχίζουμε νὰ πανηγυρίζουμε καὶ νὰ ζοῦμε μέσα στὴν ἴδια ἀναστάσιμη χαρά. Αὐτὸ τὸ ἀναστάσιμο πανηγύρι εἶναι ἑορτὴ διαρκείας. Δὲν εἶναι μόνον οἱ τρεῖς ἡμέρες. Οὔτε μόνον οἱ σαράντα ἡμέρες μετὰ τὴν Κυριακὴ τὴν Ἀνάσταση. Εἶναι ὁλόκληρο τὸ ἔτος, ἀφοῦ κάθε Κυριακὴ μὲ τὴν τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας ἑορτάζουμε πανηγυρικὰ τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Καὶ μόνον αὐτὸ τὸ λατρευτικὸ τυπικὸ τῆς Ἐκκλησίας ἀρκεῖ γιὰ νὰ δείξει ποιὰ εἶναι ἡ θέση τῆς Ἀναστάσεως στὴ ζωὴ τῶν χριστιανῶν. Εἶναι αὐτὴ ποὺ φωτίζει καὶ νοηματοδοτεῖ τὸν βίο μας. Εἶναι αὐτὴ ποὺ δίνει ἀπαντήσεις καὶ λύσεις στὰ ζωτικὰ προβλήματα ποὺ μᾶς ἀπασχολοῦν, ὅπως τὸ πρόβλημα τοῦ θανάτου καὶ τῆς μετὰ θάνατον ζωῆς.
Ὅπως κάθε ἀναστάσιμη γιορτινὴ ἡμέρα φωτίζει καὶ μία ξεχωριστὴ πτυχὴ τῆς ζωῆς τῶν χριστιανῶν, ἔτσι καὶ ἡ σημερινὴ Κυριακὴ τονίζει ἰδιαίτερα τὴ σχέση τῶν χριστιανῶν γυναικῶν μὲ τὸν ἀναστημένο Χριστό. Κι αὐτὸ τὸ ἐπιτυγχάνει προβάλλοντάς μας τὸ παράδειγμα τῶν μυροφόρων γυναικῶν.
Ποιὲς ἦταν αὐτὲς οἱ μυροφόρες γυναῖκες; Ἦταν μία ὁμάδα γυναικῶν, ποὺ τρία χρόνια ἀκολουθοῦσαν καὶ διακονοῦσαν τόν Ἰησοῦ. Στὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ἀναφέρονται τρεῖς ἀπὸ αὐτές. Μαρία ἡ Μαγδαληνή, ἡ Μαρία τοῦ Ἰακώβου καὶ ἡ Σαλώμη. Ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὲς, ἄλλες γνωστὲς ἦταν ἡ Μαρία, ἡ μητέρα τοῦ Ἰωςὴφ καὶ ἡ Παναγία. Ὅλες αὐτές, μαζὶ καὶ μὲ ἄλλες, εἶχαν μεγάλο πόθο νὰ μαθαίνουν ἀπὸ τὴν διδαχὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ παρακολουθοῦν τὴ δράση του. Ἔβλεπαν τὰ θαύματα ποὺ ἐπιτελοῦσε. Πίστευαν στὸν Χριστὸ καὶ τὸν ἀγαποῦσαν πολύ. Ἔδειχναν τὴν ἀγάπη τους μὲ τὴν θυσία. Δὲν ὑπολόγιζαν τὸν ἑαυτό τους. Δὲν πτοοῦνταν ἀπὸ τὴν περιφρόνηση καὶ τὴν ἐχθρότητα τῶν ἀρχόντων πρὸς τὸν Χριστό. Γιὰ τοὺς ἄρχοντες, τοὺς ἀρχιερεῖς, τοὺς γραμματεῖς καὶ τοὺς φαρισαίους, ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἦταν πρόκληση, γιαυτὸ αἰσθάνονταν ἐχθρικὰ καὶ τὸν περιφρονοῦσαν. Αὐτονόητα περιφρονοῦσαν καὶ ὅσους τὸν ἀκολουθοῦσαν.
Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἀκριβῶς βρίσκεται τὸ μεγαλεῖο τῶν Μυροφόρων γυναικῶν. Αὐτὸν ποὺ οἱ ἄλλοι τὸν χαρακτήριζαν ὡς πλᾶνο, ὡς φίλο τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ τῶν τελώνων, αὐτὸν ποὺ οἱ ἰσχυροὶ τοῦ κόσμου τὸν περιφρονοῦν, τὸν ἐχθρεύονται, τὸν δικάζουν, τὸν καταδικάζουν καὶ τὸν σταυρώνουν, οἱ Μυροφόρες τὸν πιστεύουν ὡς Κύριο καὶ θεό τους. Τὸν ἀγαποῦν, τὸν διακονοῦν καὶ μένουν κοντά του ἀκόμη καὶ στὶς πιὸ κρίσιμες στιγμές. Ὅταν ὁ Κύριος δικάζεται ἀπὸ τὸν Ἄννα καὶ τὸν Καϊάφα, ὅταν ἀποστέλλεται στὸν Ἡρώδη καὶ ὅταν ἀνακρίνεται ἀπὸ τὸν Πιλᾶτο, ἐκεῖνες παρακολουθοῦν ἀπὸ κοντὰ κάθε βῆμα. Ὅταν ἀνεβαίνει στὸν Γολγοθᾶ φορτωμένος τὸν βαρὺ σταυρό, τὸν ἀκολουθοῦν μὲ σφιγμένη τὴν καρδιά. Ὅταν τὰ καρφιὰ τρυποῦν τὰ ἄχραντα χέρια του, ἐκεῖνες σφίγγουν τὰ δικά τους. Ὅταν δέχεται τοὺς χλευασμοὺς καὶ τὶς ὕβρεις κι ὅταν ἡ λόγχη τρυπάει τὴν ἁγία του πλευρά, περνάει δίστομη ρομφαία τὴν δική τους καρδιά. Στέκονται δίπλα στὸν σταυρὸ βουβές, ἀμίλητες, γεμᾶτες ἀπορία καὶ ἀνθρώπινο πόνο.
Καὶ ὅταν ὅλοι ἐγκαταλείπουν τὸν Χριστό, ὅταν καὶ αὐτοὶ οἱ μαθητές του κρύβονται «διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων», οἱ Μυροφόρες ὑπερνικοῦν ὅλα τὰ ἐμπόδια. Ἔρχονται «λίαν πρωῒ, σκοτίας ἔτι οὔσης» στὸ μνημεῖο, γιὰ νὰ περιποιηθοῦν μυρώνοντας τὸ νεκρὸ σῶμα τοῦ Διδασκάλου μὲ σεβασμὸ καὶ συνέπεια στὰ νεκρικὰ ἔθιμα. Δὲν τοὺς σταματᾶ κανένας φόβος. Οὔτε τὸ μῖσος τῶν ἀρχόντων, οὔτε τῶν στρατιωτῶν ἡ σκληρότητα, οὔτε τῆς νύχτας τὸ σκοτάδι. Ὅλα τὰ νικᾶ ἡ ἀληθινὴ ἀγάπη.
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,
τὰ πρόσωπα τῶν Μυροφόρων, ποὺ προβάλλονται σήμερα γίνονται τὰ πρότυπα καὶ τὰ παραδείγματα γιὰ τὶς χριστιανὲς γυναῖκες ὅλων τῶν αἰώνων. Κάθε ἀληθινὴ χριστιανὴ εἶναι καὶ μία μυροφόρα τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὴν ἐποχή της. Κύριο γνώρισμά της εἶναι ἡ γνήσια, ἡ θυσιαστικὴ ἀγάπη τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία.
Ἡ πραγματικὴ χριστιανὴ ὡς μυροφόρα παραμερίζει τὸν ἑαυτό της καὶ φλέγεται ἀπὸ τὸν πόθο νὰ βρίσκεται κοντὰ στὸν Χριστὸ κάτω ἀπὸ ὁποιεσδήποτε συνθῆκες. Στὸν ἱερὸ ναό, στὴ Θεία Λειτουργία, στὸ κήρυγμα, στὴν κατήχηση. Ἡ πραγματικὴ χριστιανὴ γυναίκα ἐπιθυμεῖ καὶ ἀγωνίζεται νὰ κάνει ὅ,τι ἀρέσει στὸν Χριστό. Καὶ τὸ κάνει μὲ ὅλη της τὴν καρδιά. Τὴν θέλει ὁ Χριστὸς ἁπλῆ, ἀνεπητίδευτη, σεμνή, διακριτική; Τὸ κάνει μὲ πολὺ χαρά. Τὴν θέλει ὁ Χριστὸς στὴ διακονία τῶν ἐν ἀνάγκαις ἀδελφῶν; Τὸ κάνει ὁλοπρόθυμα. Μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο οἱ Μυροφόρες τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας σ’ ὅλους τοὺς αἰῶνες καὶ στὶς μέρες μας, μαρτυροῦν τὴν συνεχιζόμενη στὴν ἱστορία ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ἀκυρώνοντας ἔμπρακτα τὴν ἀπιστία τοῦ κόσμου, ποὺ ὁδηγεῖ στὴ φθορὰ καὶ στὸν θάνατο, γιὰ νὰ παρέχουν στὸν καθένα τὴν ἐμπειρία ὅτι «Χριστός Ἀνέστη».
29 Ἀπριλίου
Ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ μᾶς ὁμιλεῖ γιὰ τὴ θαυμαστὴ θεραπεία ἑνὸς ἄνδρα, ὁ ὁποῖος κατέκειτο παράλυτος γιὰ τριάκοντα ὀκτὼ ὁλόκληρα χρόνια.
Στὴν πόλη τῆς Ἱερουσαλὴμ ὑπῆρχε ἕνα ἰδιαίτερος χῶρος, μία δεξαμενὴ μὲ πέντε στοές, ποὺ στὰ ἑβραϊκὰ ὀνομαζόταν Βηθεσδά. Στὸ μέρος ἐκεῖνο συγκεντρωνόταν πλῆθος ἀσθενῶν, τυφλῶν, χωλῶν, ξηρῶν καὶ ἐν γένει ἀνήμπορων ἀνθρώπων. Αὐτοὶ ἀποτελοῦσαν μιὰ ὄντως τραγικὴ εἰκόνα τῆς ἀνθρώπινης δυστυχίας, ἀλλὰ καὶ ἔκφραση τῆς θλίψεως, τῆς ὀδύνης καὶ τοῦ πόνου. Ἐκεῖ ἀκούγονταν ἀπὸ τοὺς ταλαίπωρους αὐτοὺς ἀσθε-νεῖς κραυγὲς πόνου καὶ ἀδημονίας, ἱκεσίες καὶ παρακλήσεις, ὥστε νὰ τύχουν βοηθείας.
Ταυτόχρονα, ὅμως, ὅπως χαρακτηριστικὰ ἐπισημαίνει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ὑπῆρχε στὸ χῶρο ἐκεῖνο ὑπομονὴ καὶ πολλὴ καρτερία. Ὁμιλώντας ὁ ἴδιος εἰδικότερα στὸν ἐπὶ τριάντα ὀκτὼ ἔτη παράλυτο, χαρακτηρίζει «ἔκπληκτη» τὴν καρτερία του, ἐπειδὴ παρέμενε καὶ ὑπέμενε στὸν χῶρο τῆς δεξαμενῆς, χωρὶς συγγενεῖς καὶ φίλους, μόνος καὶ ἀβοήθητος. Τὸ ἴδιο πάντως ἄγρυπνοι καὶ καρτερικοὶ ἦταν καὶ οἱ ἄλλοι ἀσθενεῖς, ἀφοῦ ἦταν ἄδηλος ὁ καιρὸς ταραζόταν τὸ ὕδωρ. Ἑρμηνεύοντας ὁ Εὐθύμιος Ζιγαβηνὸς τὸ «ἄγγελος γὰρ κατὰ καιρὸν κατέβαινεν ἐν τῇ κολυμβήθρᾳ, καὶ ἐταράσσετο τὸ ὕδωρ», λέει πὼς τὸ θαῦμα τῆς θεραπείας δὲν γινόταν βέβαια συνεχῶς, ἀλλὰ ἀπὸ καιρὸ σὲ καιρό. Ὁ χρόνος τέλεσής του ἦταν ἄγνωστος στοὺς ἀνθρώπους. Ἐπειδή, ὅμως, αὐτὸ λάμβανε χώρα πολλὲς φορὲς κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ἔτους, οἱ ἀσθενεῖς εὑρίσκοντο συνεχῶς στὸν χῶρο τῆς δεξαμενῆς, γιὰ νὰ εἶναι ἕτοιμοι νὰ εἰσέλθουν σὲ αὐτή. Ὅλοι δὲ οἱ ἀσθενεῖς εἶχαν καὶ κάποιο δικό τους, ὥστε νὰ τοὺς ὑπηρετεῖ καὶ νὰ τοὺς σπρώξει στὸ νερό. Μόνον ὁ παραλυτικὸς ἦταν μόνος ἐκεῖ. Παρόλα αὐτὰ δὲν δυσανασχετοῦσε. Στὸν διάλογό του μὲ τὸν Κύριο, ἐπιδεικνύει τὴν ἐσωτερική του ποιότητα. Ὅταν ὁ Χριστὸς τὸν ρώτησε ἐὰν θέλει νὰ γίνει καλὰ δὲν ἀντέδρασε μὲ κακότητα καὶ ἀπελπισία. Πολὺ περισσότερο δὲν στενοχωρήθηκε ἀπὸ τὴν ἐρώτηση ποὺ τοῦ ἀπηύθυνε ὁ Κύριος˙ δὲν ἔδειξε νὰ τοῦ φταίει κανείς. Ἀπαντᾶ μὲ πραότητα, ἀλήθεια καὶ πόνο «Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω, ἵνα ὅταν ταραχθῇ τὸ ὕδωρ, βάλῃ με εἰς τὴν κολυμβήθραν˙ ἐν ᾧ δὲ ἔρχομαι ἐγώ, ἄλλος πρὸ ἐμοῦ καταβαίνει».
Τότε ὁ Κύριος τὸν εὐσπλχανίζεται, τὸν θεραπεύει καὶ τοῦ λέει «ἴδε ὑγιὴς γέγονας˙ μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μὴ χεῖρόν σοί τι γένηται», πρᾶγμα ποὺ ὅπως ἑρμηνεύει ὁ ἅγιος Ἀμφιλόχιος ὁ ἐπίσκοπος Ἰκονίου, σημαίνει πὼς ἡ ἁμαρτία του ἦταν ὑπεύθυνη γιὰ τὴ μακροχρόνια ἀσθένειά του.
Ἡ συνομιλία τοῦ παραλυτικοῦ μὲ τὸν Κύριο ἀποδεικνύει καὶ ἀναδεικνύει τὴν πίστη καὶ τὴν ἀνδρεία τοῦ ἀνθρώπου ποὺ μὲ συναίσθηση ὑπομένει. Ἡ πίστη του φαίνεται στὸν τρόπο, μὲ τὸν ὁποῖο δέχθηκε τὴν προσταγή: «ἔγειρε, ἆρον τὸν κράββατόν σου καὶ περιπάτει». Καὶ ἡ ἀνδρεία του ἀποκαλύπτεται ἀμέσως μετὰ τὸ θαῦμα τῆς θεραπείας, ὅταν, παρὰ τὶς κατηγορίες τῶν ἄλλων γιὰ δῆθεν καταπάτηση τῆς ἀργίας τοῦ Σαββάτου, ὄχι μόνο δὲν ἀρνήθηκε τὸν εὐεργέτη του, ἀλλὰ τὸν ὁμολόγησε.
Ἀδελφοί μου,
Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἐπεσήμανε στοὺς μαθητές του αὐτὴ τὴν πραγματικότητα ποὺ ἐπιφυλάσσει αὐτὸς ὁ κόσμος «ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ θλῖψιν ἕξετε». Ἐφόσον κάποιος ζεῖ ἐπὶ τῆς γῆς θὰ συνυφαίνει τὴ ζωή του μὲ τὸν πόνο καὶ τὴ θλίψη καὶ τὴ δυστυχία. Καὶ αὐτὸ ἰσχύει ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸ ἐὰν εἶναι εὐσεβὴς ἢ ἀσεβής, πιστὸς ἢ ἄπιστος. Ὁ τρόπος, ὅμως, ποὺ ἀντιμετωπίζει τὶς θλίψεις, τὴν ἀσθένεια καὶ τὴ δοκιμασία, θὰ φανερώνει τὴν πνευματική του κατάσταση, ἡ ὁποία θὰ προκαλεῖ ἤ ὄχι τὸ θαῦμα στὴ ζωή.
Στὴν ἀγωνία καὶ στὴν ἀναμονὴ τοῦ ποθητοῦ θαύματος, ἄς ἐνισχυόμαστε ἀπὸ τὴν ἀψευδῆ διαβεβαίωση τοῦ ποιοῦντος μεγάλα καὶ θαυμαστὰ Κυρίου, λέγοντος «θαρσεῖτε, ἐγὼ νενίκηκα τὸν κόσμον».