en ru
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ
ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2018

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ (Ἰ­ωάν. α΄ 29 ‐ 34)
7 Ἰ­α­νου­α­ρίου 2018

Ἡ ση­με­ρινὴ ἑ­ορτὴ τοῦ ἁ­γίου Ἰ­ω­άν­νου τοῦ Προ­δρό­μου ἀ­πο­τε­λεῖ τὴ συ­νέ­χεια τῆς χθε­σι­νῆς με­γά­λης ἑ­ορ­τῆς τῆς Βα­πτί­σεως τοῦ Χρι­στοῦ. Γι­ατὶ στὴν εἰ­κόνα αὐ­τοῦ τοῦ γε­γο­νό­τος κεν­τρικὸ πρό­σωπο καὶ κεν­τρικὸ ρόλο ἔ­χει καὶ τὸ πρό­σωπο τοῦ Ἰ­ω­άν­νου τοῦ Προ­δρό­μου.

Ἐ­κεῖ, στὴ Βά­πτιση, ἑ­τοι­μά­ζε­ται νὰ βα­πτί­σει τὸν Χρι­στό,·ἐδῶ κη­ρύτ­τει γι’ Αὐ­τὸν· «Με­τα­νο­εῖτε... γι­ατὶ πλη­σί­ασε ἡ Βα­σι­λεία τῶν οὐ­ρα­νῶν».

Χθὲς ὁ προ­φή­της Ἰ­ω­άν­νης βα­πτί­ζει τόν Μεσ­σία,·ἐδῶ ἑ­τοι­μά­ζει τὴν ὁδὸ γι’ Αὐ­τόν. « Ἔρ­χε­ται μετὰ ἀπὸ ἐ­μένα Ἐ­κεῖ­νος, ποὺ εἶ­ναι ἰ­σχυ­ρό­τε­ρός μου». Στὴ χθε­σινὴ ἑ­ορτὴ ὁ ἅ­γιος Ἰ­ω­άν­νης ἐγ­γί­ζει μὲ δέος τὴν κε­φαλὴ τοῦ Χρι­στοῦ,· στὴ ση­με­ρινὴ ἑ­ορτὴ ἀ­δυ­να­τεῖ νὰ λύ­σει τὸν ἱ­μάντα τῶν ὑ­πο­δη­μά­των Του. Ἐ­κεῖ τέ­λος, θαυ­μά­ζει τὰ ἀ­νε­ξή­γητα ποὺ λαμ­βά­νουν χώρα μπρο­στά του, ἐδῶ προ­σπα­θεῖ νὰ ἑρ­μη­νεύ­σει τὰ ὁ­ρώ­μενα, κα­θὼς ἀρ­χί­ζουν νὰ ἀ­πο­κα­λύ­πτον­ται μέσα στὴν ἀν­θρώ­πινη ἱ­στο­ρία.

«Καὶ ἐ­λά­βαμε χάρη ἐ­πάνω στὴν ἄλλη χάρη καί μετὰ τὴ χάρη τῆς ἀ­φέ­σεως τῶν ἁ­μαρ­τιῶν μας, ἐ­λά­βαμε καὶ τὴν χάρη τῆς υἱ­ο­θε­σίας καὶ τῆς μα­κα­ρίας ζωῆς καὶ ὁ­λο­νὲν προ­στί­θε­ται νέα ὑ­πε­ρά­φθο­νος χάρη σ’ ἐ­κείνη ποὺ προ­η­γου­μέ­νως ἐ­λά­βαμε...», λέ­γει μὲ ἔμ­φαση ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος. Ἔτσι, ὁ Ἰ­ω­άν­νης ὁ Πρό­δρο­μος ἀ­πο­τε­λεῖ κο­ρυ­φαῖο βι­βλικὸ πρό­σωπο, τὸ ὁ­ποῖο ἐγ­κω­μι­ά­στηκε ἀπὸ τὸ Θεὸ δύο φο­ρές. Πρῶτα, στὴν ἐμ­φά­νιση τοῦ Ἀγ­γέ­λου στὸν πα­τέρα του Ζα­χα­ρία, ποὺ τοῦ ἀ­ναγ­γέλ­λει τὴ γέν­νησή του καὶ τοῦ ἀ­πο­κα­λύ­πτει τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ ὅτι «θὰ εἶ­ναι με­γά­λος ἐ­νώ­πιον τοῦ Κυ­ρίου». Καὶ ἡ δεύ­τερη φορὰ στὸν λόγο τοῦ Χρι­στοῦ γι᾿ αὐ­τόν, ὅ­ταν ἦ­ταν στὴ φυ­λακή·«Με­ταξὺ τῶν ἀν­θρώ­πων ποὺ γεννήθηκαν μέ­χρι τώρα, με­γα­λύ­τε­ρος κατὰ τὴν ἀ­ξία προ­φή­της ἀπὸ τὸν Ἰ­ω­άννη τὸν βα­πτι­στὴ δὲν εἶ­ναι κα­νείς...».

Οἱ δύο αὐ­τὲς ἐγ­κω­μι­α­στι­κὲς ἀ­να­φο­ρές, ἡ μία στὴν ἀρχὴ καὶ ἡ ἄλλη στὸ τέ­λος τοῦ βίου του, κα­λύ­πτουν ὁ­λό­κληρη τῆν ἁ­γία καὶ ἀ­σκη­τικὴ ζωή του. Σ’ αὐτὴ δὲ τὴ ζωὴ ὁ Προ­φή­της μας ἔρ­χε­ται «μὲ τὸ πνεῦμα καὶ τὴ δύ­ναμη τοῦ προ­φή­του Ἠ­λία», κατὰ τὸν λόγο τοῦ Ἀγ­γέ­λου, γιὰ νὰ κα­τα­καύ­σει ὅ,τι αἰ­σχρὸ καὶ ἄ­δικο καὶ νὰ ἑ­τοι­μά­σει «εὐ­θείας τὰς τρί­βους...» τῶν ἀν­θρώ­πων.

Ὁ προ­φή­της Ἰ­ω­άν­νης εἶ­ναι ὁ με­γά­λος καὶ τε­λευ­ταῖος τῆς σει­ρᾶς τῶν Προ­φη­τῶν, μὲ τὸν ὁ­ποῖο κλεί­νει ἡ πε­ρί­ο­δος τῆς Πα­λαιᾶς Δι­α­θή­κης. Αὐ­τὸς δὲ ὁ ἴ­διος εἶ­ναι ἡ ἀρχὴ τοῦ Εὐ­αγ­γε­λίου τοῦ Χρι­στοῦ, ὡς ἀγ­γε­λία οὐ­ρά­νια, πι­στο­ποι­ῶν­τας τὴν παγ­κό­σμια ἔ­λευση τοῦ Χρι­στοῦ. Ἔτσι, μ’ αὐ­τὸν ξε­κι­νάει ἡ πε­ρί­ο­δος τῆς Και­νῆς Δι­α­θή­κης. «Ἀρχὴ τοῦ χα­ρο­ποιοῦ μη­νύ­μα­τος περὶ τῆς ἐ­λεύ­σεως εἰς τὸν κό­σμο τοῦ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ... καὶ ἔ­γινε ὁ Ἰ­ω­άν­νης ἀρχὴ τοῦ Εὐ­αγ­γε­λίου μὲ τὸ νὰ βα­πτί­ζει στὴν ἔ­ρημο καὶ μὲ τὸ νὰ κη­ρύτ­τει βά­πτι­σμα με­τα­νοίας...».

Λι­πό­σαρ­κος, ἐ­ρα­στὴς τῆς ἀ­σκή­σεως καὶ αὐ­τάρ­κης στὴν λι­τό­τητά του, μέσα στὴν ἀ­πό­λυτη ἔν­δεια. Βη­μα­τί­ζει συμ­βο­λι­κῶς, ὡς ἄν­θρω­πος ἄλ­λου κό­σμου, δει­κνύει ἔν­τονα καὶ πα­ρα­στα­τικὰ τὸν Χρι­στό, ὁ ὁ­ποῖος «θὰ βα­πτί­ζει ὅ­λους μας εἰς τὸ δι­η­νε­κὲς μὲ τὸ Ἅ­γιο Πνεῦμα».

Προ­φή­της τῆς πρα­γμα­τι­κῆς με­τα­νοίας τῆς καρ­διᾶς, ζῶν­τας κα­θη­με­ρι­νῶς στὸ χῶρο τῆς ἐ­ρή­μου καὶ βι­ώ­νον­τας καθ’ ὁ­λο­κλη­ρία τὴν ἀ­γάπη τοῦ Θεοῦ, ἔ­χει τὸ δι­καί­ωμα τοῦ ἐ­λέγ­χου τῶν ἀν­θρω­πί­νων ἁ­μαρ­τω­λῶν πρά­ξεων. «Με­τα­νο­εῖτε, γι­ατὶ πλη­σί­ασε ἡ Βα­σι­λεία τῶν οὐ­ρα­νῶν...».

Ἀ­γα­πη­τοὶ ἀ­δελ­φοί, ὁ Πρό­δρο­μος Ἰ­ω­άν­νης ἑ­τοι­μά­ζει τὴν ὁδὸ Κυ­ρίου καὶ ἀ­πο­κα­λύ­πτει πὼς ἔρ­χε­ται ἀ­να­ζη­τῶν­τας τὸν πλα­νώ­μενο, αὐ­τὸν ποὺ ἐγ­κα­τέ­λειψε τὴν πα­τρικὴ ἑ­στία καὶ ἀ­νέ­στιος καὶ ξέ­νος πε­ρι­φέ­ρε­ται σὲ χώ­ρους ξέ­νους καὶ ἔ­ρη­μους.

Ὁ ἅ­γιος Ἰ­ω­άν­νης ὁ βα­πτι­στὴς ἦλθε στὸν κό­σμο καὶ ἔ­φυγε ἀπ’ αὐ­τὸν ὡς δῶρο τοῦ Θεοῦ. Ἄν­θρω­πος τῆς ἐ­ρή­μου καὶ τῆς ἀ­σκή­σεως, ζῶν­τας τὴ σι­ωπὴ καὶ βι­ώ­νον­τας τὴν ἐ­σω­τε­ρικὴ προ­σευχὴ τῆς καρ­διᾶς, δώ­ρησε τὸν ἑαυ­τόν του σ’ ὅ­λους μας καὶ δί­δαξε πὼς μέσα στὴ σι­ωπὴ καὶ στὴν προ­σευχὴ ἀ­πο­κα­λύ­πτε­ται ὁ Θεός. Μέσα στήν με­τά­νοια καὶ τὸν αὐ­το­έ­λεγχο βρί­σκουμε τὸ ἄ­νοι­γμα τῶν οὐ­ρα­νῶν. Καὶ μέσα ἀπὸ τὴν καρ­τε­ρία καὶ τὴν ὑ­πο­μονή μας με­γα­λύ­νε­ται τὸ ὄ­νομα τοῦ Θεοῦ.

Μὲ τὰ χα­ρα­κτη­ρι­στικὰ μιᾶς τέ­τοιας προ­σπά­θειας μπο­ροῦμε νὰ αἰ­σι­ο­δο­ξοῦμε γιὰ καλὴ καὶ εὐ­λο­γη­μένη χρο­νιά. Ἀ­μήν.


 




ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΑ ΦΩΤΑ (Μτθ. δ΄12-17)
14 Ἰ­α­νου­α­ρίου 2018

«... Ἀπὸ τότε ἤρ­ξατο ὁ Ἰ­η­σοῦς κη­ρύσ­σειν καὶ λέ­γειν· Με­τα­νο­εῖτε ἤγ­γικε γάρ ἡ Βα­σι­λεία τῶν Οὐ­ρα­νῶν...».

Mὲ αὐτὴ τὴ φράση ἀπὸ τὸ σύν­τομο ση­με­ρινὸ Εὐ­αγ­γε­λικὸ κεί­μενο τῆς πρώ­της Κυ­ρι­α­κῆς μετὰ τὰ ἅ­για Θε­ο­φά­νεια τοῦ Κυ­ρίου, ἡ Ἐκ­κλη­σία μᾶς εἰ­σά­γει στὴ πρα­γμα­τι­κό­τητα τῆς Βα­σι­λείας τοῦ Θεοῦ.

Ἡ Βα­σι­λεία τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁ­ποία δὲν ἔ­χει τέ­λος, δὲν εἶ­ναι ξένη καὶ μα­κρυνὴ πρα­γμα­τι­κό­τητα γιὰ τοὺς πι­στούς, ἀλλὰ ἐ­σω­τε­ρικὴ κα­τά­σταση ποὺ ἐκ­φρά­ζε­ται μὲ τὸν ἱ­ερὸ πόθο καὶ τὴν ἀ­νάγκη τῆς πα­ρου­σίας Του στὴ ζωή τους, καλ­λι­ερ­γεῖ­ται στὰ βάθη τῆς καρ­διᾶς τους καὶ δι­α­πο­τί­ζει τὸν πυ­ρήνα τοῦ εἶ­ναι τους.     

Τὶ εἶ­ναι ἆ­ραγε ἡ Βα­σι­λεία τοῦ Θεοῦ; Εἶ­ναι φαι­νο­με­νι­κό­τητα ἢ πρα­γμα­τι­κό­τητα; Εἶ­ναι ἰ­δε­ο­λο­γικὴ στάση τοῦ ἀν­θρώ­που ἢ οὐ­σι­α­στικὴ κα­τά­σταση τῆς ψυ­χῆς του; Εἶ­ναι τό­πος ἢ τρό­πος γιὰ ὅ­σους τὴν ἀ­να­ζη­τοῦν;

Σί­γουρα ὅ­σοι ἐ­πι­φα­νει­ακὰ ψά­χνουν μέσα ἀπὸ τὸν πε­ρι­ο­ρι­σμὸ τῆς λο­γι­κῆς, ἀν­τι­με­τω­πί­ζουν τὴν Βα­σι­λεία τοῦ Θεοῦ ὡς ἀ­φη­ρη­μένη καὶ εὐ­ρύ­τερη χρι­στι­α­νικὴ ἔν­νοια. Ὅ­σοι ὅ­μως τὴν ἀν­τι­κρύ­ζουν μὲ τὰ μά­τια τῆς πί­στεως, δι­α­πι­στώ­νουν πὼς αὐτὴ ἀ­πει­κο­νί­ζε­ται στὸν τρόπο τῆς δι­κῆς τους ζωῆς. Στὸ ὕ­φος καὶ στὸ ἦ­θος τους, στὴ ποι­ό­τητα δη­λαδὴ τῆς ζωῆς τους. Ἡ Βα­σι­λεία τοῦ Θεοῦ δι­α­φαί­νε­ται τότε ὡς ἐ­ξω­τε­ρικὴ ἔκ­φραση τῆς ἐ­σω­τε­ρι­κό­τη­τας τῆς ψυ­χῆς τους. Γι­’αυτὸ οἱ συ­νει­δη­τοὶ πι­στοὶ εἶ­ναι ἐ­πί­γειοι ἄν­θρω­ποι ἀλλὰ οὐ­ρά­νιοι πο­λῖ­τες. Ζοῦν καὶ κι­νοῦν­ται στὴ γῆ, ἀλλὰ φρο­νοῦν καὶ συμ­μορ­φώ­νουν τὴν βι­οτή τους μὲ τὸ πο­λί­τευμα τοῦ οὐ­ρα­νοῦ. Ἔ­χουν τὰ μά­τια τους στὴ γῆ, μὰ κρα­τοῦν πάνω ἀπὸ αὐ­τὴν τὸ νοῦ καὶ τὴν καρ­διά. Ζοῦν τὰ πρό­σκαιρα καὶ τὰ πα­ρο­δικά, ἀλλὰ μα­γνη­τί­ζον­ται καὶ κι­νοῦν­ται πρὸς τὰ αἰ­ώ­νια καὶ ἀ­λη­θινά. Μοι­ρά­ζον­ται τὴν κοι­νω­νία τῶν ἀν­θρώ­πων, ἀλλά με­τέ­χουν στὴ ζωὴ τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι βι­ώ­νουν τὴ Βα­σι­λεία Του «ἐ­ξα­γο­ρα­ζό­με­νοι τὸν και­ρόν» τοῦ με­τρη­τοῦ τους χρό­νου μὲ τὴν προσ­δο­κία τῆς α­ἰω­νι­ο­ποί­η­σής τους.

Πι­στοί, ἔτσι, γί­νον­ται «οἱ ἀ­τε­νί­ζον­τες δι­α­παν­τὸς ἐν τῷ οὐ­ρανῷ».

Κάθε ἄν­θρω­πος μέσα ἀπὸ τὴν ἀ­δυ­να­μία τῆς φθαρ­τῆς φύ­σης του καὶ τῆς κα­θη­με­ρι­νῆς πτώ­σης του ἔ­χει μό­νον ἕ­ναν τρόπο νὰ ἀ­τε­νί­ζει τὸν οὐ­ρανό. Τὸν ὑ­πέ­δειξε μὲ σα­φή­νεια στὴν ση­με­ρινὴ Εὐ­αγ­γε­λικὴ πε­ρι­κοπὴ ὁ ἴ­διος ὁ Κύ­ριος μὲ τὴν προ­τροπὴ «Με­τα­νο­εῖτε».

Προ­τροπὴ γιὰ ἐ­πι­στρά­τευση τῶν ψυ­χι­κῶν δυ­νά­μεων μὲ προ­θυ­μία γιὰ συμ­μόρ­φωση στὸ θέ­λημα τοῦ Θεοῦ ἔ­ναντι τῆς ἐ­λεύ­θε­ρης ἐ­πι­λο­γῆς τῶν πι­ε­στι­κῶν ἀ­ναγ­κῶν τῆς φθαρ­τῆς φύ­σεως. Προ­τροπὴ γιὰ ἀ­δι­ά­κοπη ἀ­να­γνώ­ριση τῶν σφαλ­μά­των μας καὶ ἀλ­λαγὴ τῆς νο­ο­τρο­πίας μας. Προ­τροπὴ γιὰ ἀν­τί­σταση στὴν πτω­τικὴ πο­ρεία καὶ καλ­λι­έρ­γεια τῆς δι­α­θέ­σεως με­τα­νοίας.

 «Τὸ πί­πτειν ἀν­θρώ­πι­νον, τὸ ἐμ­μέ­νειν σα­τα­νι­κὸν» μᾶς δι­ευ­κρι­νί­ζουν οἱ Πα­τέ­ρες τῆς Ἐκ­κλη­σίας μας. Δη­λαδή, τὸ νὰ πέ­φτει κα­νεὶς στὴν ἁ­μαρ­τία εἶ­ναι γνώ­ρι­σμα τῆς κοι­νῆς μας φύ­σεως, τὸ νὰ στέ­κε­ται ὅ­μως ἀ­με­τα­νό­ητα ἀπὸ προ­τί­μηση στὴν ἁ­μαρ­τία, εἶ­ναι πιὰ γνώ­ρι­σμα τῆς προ­σω­πι­κῆς δι­α­θέ­σεως.

Ἔρ­χε­ται σή­μερα ὁ Χρι­στὸς καὶ μᾶς ὑ­πο­δει­κνύει «ξέ­νης βι­ο­τῆς τὴν ἀ­παρ­χὴν» πρὸς τὶς συ­νή­θειές μας. Μᾶς ὑ­πο­δει­κνύει τὴν ὁδὸ τῆς με­τα­νοίας, δη­λαδὴ τῆς με­τα­στρο­φῆς τοῦ δι­κοῦ μας τρό­που.

Μα­κάρι μέσα στὸ νέο χρόνο ποὺ ἡ πρό­νοια τοῦ Θεοῦ ἐ­πέ­τρεψε νὰ προ­στε­θεῖ στὴ ζωή μας, νὰ ζή­σουμε, νὰ βα­δί­σουμε ὅ­λοι μας τὴν ὁδὸ τῆς με­τα­νοίας. Δη­λαδὴ νὰ ἔ­χουμε τὴν ἑ­τοι­μό­τητα νὰ δε­χθοῦμε αὐτὸ τό με­γάλο δῶρο τοῦ Θεοῦ, τήν με­τά­νοια, πού με­τα­μορ­φώ­νει καὶ ἱ­ε­ρο­ποιεῖ τὴ ζωή μας, σὲ ἕ­ναν κό­σμο ποὺ κα­θη­με­ρινά με­τέρ­χε­ται ὅλα τὰ δυ­νατὰ μέσα νὰ ἀ­πο­ϊ­ε­ρο­ποι­ή­σει τὰ πάντα, καλ­λι­ερ­γῶν­τας τὴν ἐ­γω­πά­θειά μας, μὲ σκο­πό τὴν ἀ­πο­μό­νωσή μας ἀπὸ τὴν κοι­νω­νία τῶν ἀν­θρώ­πων τοῦ Θεοῦ.

Ἡ με­τά­νοια θά με­τα­μορ­φώ­σει τὴ ζωή μας, θὰ ἰ­σορ­ρο­πή­σει τὴν ὕ­παρξή μας, θὰ ἐ­ξα­σφα­λί­σει τὴν σω­τη­ρία μας καὶ θὰ σώ­σει τὸν κό­σμο ὅλο. Ἀ­μήν.

 




ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΖΑΚΧΑΙΟΥ (Λουκ. ιθʹ 1-10)
21 Ἰανουαρίου 2018

Ὁ πλού­σιος ἀρ­χι­τε­λώ­νης Ζακ­χαῖος, τῆς ση­με­ρι­νῆς Εὐ­αγ­γε­λι­κῆς πε­ρι­κο­πῆς δὲν ἦ­ταν εὐ­τυ­χι­σμέ­νος. Τὰ πλούτη καὶ τὰ ἀ­ξι­ώ­ματα, ποὺ δι­έ­θετε, ναὶ μὲν τοῦ ἔ­δι­δαν κοι­νω­νικὴ ἐ­πι­φά­νεια, ὅ­μως τὸν ἄ­φη­ναν ἐ­σω­τε­ρικὰ ἄ­δειο, δὲν τὸν γέ­μι­ζαν καὶ δὲν τοῦ ἔ­δι­ναν τὴν πρα­γμα­τικὴ χαρά. Κάτι βα­θύ­τερο τοῦ ἔ­λειπε, κάτι ποὺ θὰ τοῦ ἐ­πέ­τρεπε νὰ ἀ­πο­δι­ώ­ξει τὸ βά­ρος ἀπὸ τὴ συ­νεί­δησή του. Βά­ρος, τὸ ὁ­ποῖο προ­ερ­χό­ταν ἀπὸ τὶς ἀ­δι­κίες ποὺ ἐκ τῶν πρα­γμά­των δι­έ­πραττε ἀπὸ τὴ θέση τοῦ ἀρ­χι­τε­λώνη.

Αὐτὸ δὲ ποὺ ἔ­λειπε ἀπὸ τὸν ἀρ­χι­τε­λώνη Ζακ­χαῖο ἦ­ταν ὁ Θεός, γι᾽ αὐτὸ καὶ ἡ ζωή του, ἡ ἐ­πι­φα­νει­ακὰ πλή­ρης καὶ εὐ­τυ­χι­σμένη, ἦ­ταν ἄ­νευ νο­ή­μα­τος. Ἡ δι­έ­λευση ὅ­μως τοῦ Κυ­ρίου ἀπὸ τὴν Ἱ­ε­ριχὼ θὰ ἀ­πο­τε­λέ­σει εὐ­και­ρία ἐ­πα­νόρ­θω­σης τῶν ἀ­δι­κιῶν του καὶ ἄρα προ­ο­πτικὴ λύ­τρω­σης καὶ δυ­να­τό­τητα σω­τη­ρίας. Τοῦτο τὸ γνω­ρί­ζει ὁ Ζακ­χαῖος, ὁ ὁ­ποῖος ἂν καὶ ἀ­δι­κῶν καὶ ἁ­μαρ­τά­νων, εἶχε κατὰ βά­θος ἀ­γαθὴ δι­ά­θεση ἀλλὰ καὶ πόθο ἐ­ξό­δου ἀπὸ τὴν κα­τά­σταση στὴν ὁ­ποία βρι­σκό­ταν. Διὰ τοῦτο σπεύ­δει μπρο­στὰ καὶ σκαρ­φα­λώ­νει σὲ μία συ­κο­μο­ρέα, ὥ­στε νὰ πε­τύ­χει τὸ πο­θού­μενο.

Ἡ αὐ­θόρ­μητη πράξη τοῦ ἀρ­χι­τε­λώνη Ζακ­χαίου, πράξη, ἡ ὁ­ποία οὐ­σι­α­στικὰ κα­τα­δει­κνύει τὴν ἀ­γαθή του δι­ά­θεση, δὲν δι­α­φεύ­γει τῆς προ­σο­χῆς τοῦ Κυ­ρίου. Τὸν εἶδε ὁ Κύ­ριος καὶ τοῦ ζή­τησε νά μεί­νει καὶ νὰ φι­λο­ξε­νη­θεῖ στὴν οἰ­κία του. Ἡ τιμὴ ποὺ τοῦ κά­νει ὁ Κύ­ριος πυ­ρο­δο­τεῖ τὸ φι­λό­τιμό του Ζακ­χαίου. Ὄχι μόνο τὸν ὑ­πο­δέ­χθηκε «χαί­ρων», ἀλλὰ καὶ τὸ ση­μαν­τι­κό­τερο˙ ἔμ­προ­σθεν πάν­των καὶ παρὰ τὴν κοι­νω­νική του θέση, μὲ συν­τριβὴ καρ­δίας ἐ­ξο­μο­λο­γεῖ­ται καὶ ἐ­πι­ζη­τεῖ τὴν ἐ­πα­νόρ­θωση τῶν ἀ­δι­κιῶν ποὺ δι­έ­πραξε: «ἰ­δοὺ τὰ ἡ­μίση τῶν ὑ­παρ­χόν­των μου, Κύ­ριε, δί­δωμι τοῖς πτω­χοῖς, καὶ εἰ τι­νός τι ἐ­συ­κο­φάν­τησα, ἀ­πο­δί­δωμι τε­τρα­πλοῦν». Ἔτσι, τα­πει­νού­με­νος ὁ Ζακ­χαῖος καὶ ἐ­πα­νορ­θώ­νον­τας τὶς ἀ­δι­κίες ποὺ ἐ­πε­τέ­λεσε, λαμ­βά­νει τὴ λύ­τρωση τῆς ψυ­χῆς του.

Ἡ πε­ρί­πτωση τοῦ ἀρ­χι­τε­λώνη Ζακ­χαίου συ­νι­στᾶ ἕνα ἰ­δι­αί­τερα δι­δα­κτικὸ πα­ρά­δει­γμα καὶ προ­σφέ­ρε­ται ὡς ἠ­χηρὴ ὑ­πεν­θύ­μιση στὸν κάθε ἕνα ἀπὸ ἐ­μᾶς. Τάχα ἐ­μεῖς δὲν ἀ­δι­κοῦμε τοὺς ἄλ­λους; Δὲν σφάλ­λουμε λίγο ἢ πολύ; Εἴ­μα­στε μή­πως ἄ­μεμ­πτοι στὶς δι­ά­φο­ρες συ­να­να­στρο­φές μας; Ἂς θε­λή­σουμε νὰ ψά­ξουμε βα­θειὰ μέσα μας καὶ θὰ ἀ­να­κα­λύ­ψουμε ὅτι καὶ ἐ­μεῖς ἀ­δι­κοῦμε, τόσο τοὺς ἀν­θρώ­πους τῆς οἰ­κο­γέ­νειάς μας ὅσο καὶ τοῦ ἐ­παγ­γελ­μα­τι­κοῦ καὶ τοῦ κοι­νω­νι­κοῦ μας χώ­ρου. Ἡ δὲ ἀ­δι­κία ποὺ κά­νουμε στοὺς ἄλ­λους εἶ­ναι ποι­κίλη. Πι­κραί­νουμε, κα­τα­κρί­νουμε, συ­κο­φαν­τοῦμε μὲ τὴν ἄ­κριτη καὶ ἀ­πρό­σε­κτη συμ­πε­ρι­φορά μας. Κυ­ρι­αρ­χού­με­νοι ἀπὸ τὸν φθόνο προ­σβά­λουμε καὶ κα­τη­γο­ροῦμε τοὺς ἄλ­λους. Ἡ ἀ­πλη­στία μᾶς κα­τα­κυ­ρι­εύει καὶ κλέ­βουμε εἴτε νο­μί­μως εἴτε ἀ­νό­μως. Πάν­τως κλέ­βουμε, τὴ στι­γμὴ μά­λι­στα ποὺ μέ­νουμε ἀ­συγ­κί­νη­τοι ἀπὸ τὶς πολ­λὲς ἀ­νάγ­κες τῶν φτω­χῶν. Ἀ­δι­κοῦμε βέ­βαια καὶ ὅ­ταν δὲν κα­τα­δε­χό­μα­στε νὰ συ­να­να­στρα­φοῦμε μὲ ὅ­σους εἶ­ναι κοι­νω­νικὰ κα­τώ­τε­ροί μας.

Ἄρα, ἀ­φοῦ λίγο ἢ πολύ, κατὰ τὸν ἕνα ἢ τὸν ἄλλο τρόπο ἀ­δι­κοῦμε, πρέ­πει νὰ ἐ­νερ­γή­σουμε κατὰ τὸν τρόπο τοῦ Ζακ­χαίου. Νά με­τα­νο­ή­σουμε δη­λαδὴ εἰ­λι­κρινὰ καὶ νὰ δι­ορ­θώ­σουμε θαρ­ρα­λέα τὶς ὅ­ποιες ἀ­δι­κίες κά­ναμε, ὥ­στε νὰ ἀ­κού­σουμε καὶ ἐ­μεῖς τὸ «σή­με­ρον σω­τη­ρία τῷ οἴκῳ τούτῳ ἐ­γέ­νετο». Καμμία ἁ­μαρ­τία καὶ κα­νέ­νας ἁ­μαρ­τω­λὸς ἄν­θρω­πος δὲν εἶ­ναι δυ­να­τὸν νὰ ἐμ­πο­δί­σει τὴ φι­λαν­θρω­πία τοῦ Χρι­στοῦ, ὁ ὁ­ποῖος «ἦλθε ζη­τῆ­σαι καὶ σῶ­σαι τὸ ἀ­πο­λω­λός». Ὁ Χρι­στὸς δὲν θὰ μᾶς ἀ­πο­δι­ώ­ξει οὔτε θὰ μᾶς ἀ­πο­στρα­φεῖ. Ἡ ἀ­γάπη του ἀ­να­μέ­νει τὴ με­τά­νοια τοῦ ἀ­πω­λο­λό­τος. Πρῶ­τος αὐ­τὸς μᾶς προ­σκα­λεῖ νὰ τὸν προ­σεγ­γί­σουμε, ὥ­στε νὰ μᾶς ἀ­παλ­λά­ξει ἀπὸ τὸ φορ­τίο τῶν ἁ­μαρ­τιῶν μας·˙«Δεῦτε πρός με πάν­τες οἱ κο­πι­ῶν­τες καὶ πε­φορ­τι­σμέ­νοι καγὼ ἀ­να­παύσω ὑ­μᾶς», μᾶς λέει. Μᾶς πε­ρι­μέ­νει νὰ μᾶς ἀ­να­κου­φί­σει ἀπὸ τὸν καύ­σωνα τῆς ἀ­δι­κίας καὶ ἐν τέ­λει νὰ θε­ρα­πεύ­σει τὸ κενὸ τῆς ψυ­χῆς μας.

Ἀπὸ ἐ­μᾶς ἀ­παι­τεῖ­ται μόνο ἡ φι­λό­τιμη καὶ ἔμ­πρα­κτη ἐ­πί­δειξη τῆς με­τά­νοιάς μας, ὥ­στε νὰ ἀ­να­κου­φί­σουμε τὸ βά­ρος τῆς ψυ­χῆς μας καὶ ἡ ζωή μας νὰ χρι­στο­ποι­η­θεῖ.

Ἀ­μήν.

 

 


ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΕΛΩΝΟΥ ΚΑΙ ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ (Λουκ. ιηʹ 10 ‐ 14)
28 Ἰ­α­νου­α­ρίου 2018

Ἡ πα­ρα­βολὴ τοῦ Τε­λώ­νου καὶ τοῦ Φα­ρι­σαίου, μὲ τὴν ὁ­ποία ἀρ­χί­ζει ἡ πε­ρί­ο­δος τοῦ Τρι­ω­δίου, εἶ­ναι ἕνα μά­θημα περὶ προ­σευ­χῆς. Δὲν εἶ­ναι τυ­χαῖο ἄλ­λω­στε ὅτι ἡ πα­ρα­βολὴ αὐτὴ το­πο­θε­τεῖ­ται στὴν ἀρχὴ αὐ­τῆς τῆς πε­ρι­ό­δου. Ἀ­κρι­βῶς ἐ­πειδὴ αὐτὸ τὸ δι­ά­στημα ἡ Ἐκ­κλη­σία μας μᾶς κα­λεῖ σὲ πε­ρισ­σό­τερη καὶ ἐν­τα­τι­κό­τερη προ­σευχή, μᾶς δι­δά­σκει ταυ­τό­χρονα καὶ πῶς πρέ­πει νὰ προ­σευ­χό­μα­στε.

Τὸ πρῶτο ποὺ ὑ­πο­γραμ­μί­ζει ὁ Κύ­ριος στὴν πα­ρα­βολὴ εἶ­ναι ἡ σω­στὴ στάση κατὰ τὴν προ­σευχή. Ὁ Φα­ρι­σαῖος «στα­θεὶς πρὸς ἑ­αυ­τὸν ταῦτα προ­σηύ­χετο». Στά­θηκε ὄρ­θιος. Σὲ μέ­ρος κεν­τρικὸ καὶ ἐμ­φα­νὲς γιὰ νὰ τὸν βλέ­πουν ὅ­λοι. Καὶ ἄρ­χισε νὰ προ­σεύ­χε­ται «πρὸς ἑ­αυ­τόν». Δη­λαδὴ ἀ­πηύ­θυνε τὴν προ­σευχὴ στὸν ἑ­αυτό του καὶ ὄχι στὸν Θεό. Σὰν νὰ ἔ­στησε μπρο­στά του ἕνα ἄ­γαλμα ἢ σὰν νὰ βρι­σκό­ταν μπρο­στὰ σ’ ἕνα κα­θρέ­πτη, ἄρ­χισε νὰ προ­σκυνᾶ τὸν ἑαυτό του ἢ μᾶλ­λον τὸ εἴ­δωλο τοῦ ἑ­αυ­τοῦ του. Ὁ Τε­λώ­νης ἀν­τι­θέ­τως πῆρε ἄλλη στάση. Στά­θηκε μα­κριά, πα­ρά­μερα. Δὲν τολ­μοῦσε οὔτε τὰ μά­τια του νὰ ση­κώ­σει στὸν οὐ­ρανό. Κρυμ­μέ­νος ἀπὸ τὰ μά­τια τῶν ἀν­θρώ­πων κτυ­ποῦσε τὸ στῆ­θος του καί, κα­θὼς προ­σευ­χό­ταν, ἦ­ταν συγ­κεν­τρω­μέ­νος μέσα του.

Αὐτὴ εἶ­ναι ἡ σω­στὴ στάση τὴν ὥρα τῆς προ­σευ­χῆς. Ὁ ἄν­θρω­πος νὰ στέ­κε­ται ἐ­νώ­πιον τοῦ Θεοῦ μὲ βαθύ σε­βα­σμό, μὲ ἅ­γιο φόβο, μὲ συ­ναί­σθηση ἁ­μαρ­τω­λό­τη­τος. Νὰ μὴν ἀ­φή­νει οὔτε τὰ μά­τια του οὔτε τὰ αὐ­τιά του οὔτε τοὺς λο­γι­σμούς του νὰ σκορ­πί­σουν γύρω του, ἀλλὰ νὰ εἶ­ναι συγ­κεν­τρω­μέ­νος μέσα του.

Ὑ­πάρ­χουν τρία εἴδη προ­σευ­χῆς. Ἡ ἱ­κε­τευ­τική, ἡ εὐ­χα­ρι­στι­ακὴ καὶ ἡ δο­ξο­λο­γική. Ὁ Τε­λώ­νης αἰ­σθα­νό­με­νος ἀ­νά­ξιος προ­σευ­χή­θηκε ἱ­κε­τευ­τικά. Ὁ Φα­ρι­σαῖος συ­ναι­σθα­νό­με­νος πὼς δὲν ἔ­χει ἀ­νάγκη ἀπὸ τί­ποτε, ἐ­πειδὴ τὰ εἶχε ὅλα, προ­σευ­χή­θηκε δο­ξο­λο­γικά. Μόνο ποὺ δὲν ἦ­ταν εὐ­χα­ρι­στία πρὸς τὸν Θεὸ ἡ προ­σευχή του. Οὐ­σι­α­στικὰ ἦ­ταν ἕ­νας αὐ­το­έ­παι­νος. Μία ὑ­πο­κρι­σία καὶ μία εὐ­χα­ρι­στία στὸν ἑ­αυτό του. «Σὲ εὐ­χα­ρι­στῶ, Θεέ μου, ποὺ μὲ ἔ­κα­νες τόσο καλὸ καὶ ξε­χω­ρι­στὸ ἀπὸ τοὺς ἄλ­λους». Αὐτὸ ἔ­λεγε. Ἀν­τί­θετα ἡ προ­σευχὴ τοῦ Τε­λώνη ἦ­ταν ἁ­πλῆ καὶ σύν­τομη. «Ὁ Θεός, ἱ­λά­σθητὶ μοι τῷ ἁ­μαρ­τωλῷ». Θεέ μου, λυ­πή­σου με τὸν ἁ­μαρ­τωλό, ἔ­λεγε.

Ἡ εὐ­πρόσ­δε­κτη στὸν Θεὸ προ­σευχή, εἴτε ἱ­κε­σία εἶ­ναι εἴτε εὐ­χα­ρι­στία εἴτε δο­ξο­λο­γία, ἔ­χει ὡς βα­σικὸ χα­ρα­κτη­ρι­στικό της τὴ συν­τριβή, τὴν τα­πεί­νωση, τὴ συ­ναί­σθηση τῆς ἁ­μαρ­τω­λό­τη­τος, καὶ τὴ συγ­κέν­τρωση τῆς προ­σο­χῆς μέσα στὴν καρ­διά. Ἀλ­λιῶς κα­ταντᾶ μία συ­νή­θεια, ἕ­νας τύ­πος ἢ ἀ­κόμη χει­ρό­τερα γί­νε­ται ἐ­πί­δειξη.

Ἀ­θω­ω­μέ­νος καὶ δί­καιος ἐ­νώ­πιον τοῦ Θεοῦ ἐ­πέ­στρεψε ἀπὸ τὸν Ναὸ στὸ σπίτι του ὁ Τε­λώ­νης καὶ ὄχι ὁ Φα­ρι­σαῖος. Τὸ ἔ­λεος, τὴν εἰ­ρήνη, τὴν ἀ­γαλ­λί­αση τῆς συμ­φι­λι­ώ­σεως μὲ τὸν Θεὸ πῆρε ὁ Τε­λώ­νης καὶ ὄχι ὁ Φα­ρι­σαῖος, ἐ­πειδὴ ἡ προ­σευχὴ τοῦ Φα­ρι­σαίου ἦ­ταν μία αὐ­το­δι­καί­ωση, ἐνῷ ἡ προ­σευχὴ τοῦ Τε­λώνη ἦ­ταν μία αὐ­το­κα­τα­δίκη.

«Φα­ρι­σαίου φύ­γω­μεν ὑ­ψη­γο­ρίαν καὶ Τε­λώ­νου μά­θω­μεν τὸ τα­πει­νὸν ἐν στε­να­γμοῖς».

Αὐτὴ εἶ­ναι ἡ ἀ­λη­θινὴ προ­σευχή. Ἡ μόνη ποὺ μπο­ρεῖ νὰ μᾶς δι­και­ώ­σει, νὰ μᾶς ἑ­νώ­σει λυ­τρω­τικὰ μὲ τὸν Θεὸ καὶ νὰ μᾶς δώ­σει τὴν ἰ­σορ­ρο­πία στὴ ζωὴ καὶ τὴ σω­τη­ρία τῆς ψυ­χῆς μας, Ἀ­μήν.

 

 


 

Κηρύγματα Ιανουαρίου 2018 pdf