ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2018
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ (Ἰωάν. α΄ 29 ‐ 34)
7 Ἰανουαρίου 2018
Ἡ σημερινὴ ἑορτὴ τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου ἀποτελεῖ τὴ συνέχεια τῆς χθεσινῆς μεγάλης ἑορτῆς τῆς Βαπτίσεως τοῦ Χριστοῦ. Γιατὶ στὴν εἰκόνα αὐτοῦ τοῦ γεγονότος κεντρικὸ πρόσωπο καὶ κεντρικὸ ρόλο ἔχει καὶ τὸ πρόσωπο τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου.
Ἐκεῖ, στὴ Βάπτιση, ἑτοιμάζεται νὰ βαπτίσει τὸν Χριστό,·ἐδῶ κηρύττει γι’ Αὐτὸν· «Μετανοεῖτε... γιατὶ πλησίασε ἡ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν».
Χθὲς ὁ προφήτης Ἰωάννης βαπτίζει τόν Μεσσία,·ἐδῶ ἑτοιμάζει τὴν ὁδὸ γι’ Αὐτόν. « Ἔρχεται μετὰ ἀπὸ ἐμένα Ἐκεῖνος, ποὺ εἶναι ἰσχυρότερός μου». Στὴ χθεσινὴ ἑορτὴ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ἐγγίζει μὲ δέος τὴν κεφαλὴ τοῦ Χριστοῦ,· στὴ σημερινὴ ἑορτὴ ἀδυνατεῖ νὰ λύσει τὸν ἱμάντα τῶν ὑποδημάτων Του. Ἐκεῖ τέλος, θαυμάζει τὰ ἀνεξήγητα ποὺ λαμβάνουν χώρα μπροστά του, ἐδῶ προσπαθεῖ νὰ ἑρμηνεύσει τὰ ὁρώμενα, καθὼς ἀρχίζουν νὰ ἀποκαλύπτονται μέσα στὴν ἀνθρώπινη ἱστορία.
«Καὶ ἐλάβαμε χάρη ἐπάνω στὴν ἄλλη χάρη καί μετὰ τὴ χάρη τῆς ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν μας, ἐλάβαμε καὶ τὴν χάρη τῆς υἱοθεσίας καὶ τῆς μακαρίας ζωῆς καὶ ὁλονὲν προστίθεται νέα ὑπεράφθονος χάρη σ’ ἐκείνη ποὺ προηγουμένως ἐλάβαμε...», λέγει μὲ ἔμφαση ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Ἔτσι, ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος ἀποτελεῖ κορυφαῖο βιβλικὸ πρόσωπο, τὸ ὁποῖο ἐγκωμιάστηκε ἀπὸ τὸ Θεὸ δύο φορές. Πρῶτα, στὴν ἐμφάνιση τοῦ Ἀγγέλου στὸν πατέρα του Ζαχαρία, ποὺ τοῦ ἀναγγέλλει τὴ γέννησή του καὶ τοῦ ἀποκαλύπτει τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ ὅτι «θὰ εἶναι μεγάλος ἐνώπιον τοῦ Κυρίου». Καὶ ἡ δεύτερη φορὰ στὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ γι᾿ αὐτόν, ὅταν ἦταν στὴ φυλακή·«Μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων ποὺ γεννήθηκαν μέχρι τώρα, μεγαλύτερος κατὰ τὴν ἀξία προφήτης ἀπὸ τὸν Ἰωάννη τὸν βαπτιστὴ δὲν εἶναι κανείς...».
Οἱ δύο αὐτὲς ἐγκωμιαστικὲς ἀναφορές, ἡ μία στὴν ἀρχὴ καὶ ἡ ἄλλη στὸ τέλος τοῦ βίου του, καλύπτουν ὁλόκληρη τῆν ἁγία καὶ ἀσκητικὴ ζωή του. Σ’ αὐτὴ δὲ τὴ ζωὴ ὁ Προφήτης μας ἔρχεται «μὲ τὸ πνεῦμα καὶ τὴ δύναμη τοῦ προφήτου Ἠλία», κατὰ τὸν λόγο τοῦ Ἀγγέλου, γιὰ νὰ κατακαύσει ὅ,τι αἰσχρὸ καὶ ἄδικο καὶ νὰ ἑτοιμάσει «εὐθείας τὰς τρίβους...» τῶν ἀνθρώπων.
Ὁ προφήτης Ἰωάννης εἶναι ὁ μεγάλος καὶ τελευταῖος τῆς σειρᾶς τῶν Προφητῶν, μὲ τὸν ὁποῖο κλείνει ἡ περίοδος τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Αὐτὸς δὲ ὁ ἴδιος εἶναι ἡ ἀρχὴ τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ, ὡς ἀγγελία οὐράνια, πιστοποιῶντας τὴν παγκόσμια ἔλευση τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι, μ’ αὐτὸν ξεκινάει ἡ περίοδος τῆς Καινῆς Διαθήκης. «Ἀρχὴ τοῦ χαροποιοῦ μηνύματος περὶ τῆς ἐλεύσεως εἰς τὸν κόσμο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ... καὶ ἔγινε ὁ Ἰωάννης ἀρχὴ τοῦ Εὐαγγελίου μὲ τὸ νὰ βαπτίζει στὴν ἔρημο καὶ μὲ τὸ νὰ κηρύττει βάπτισμα μετανοίας...».
Λιπόσαρκος, ἐραστὴς τῆς ἀσκήσεως καὶ αὐτάρκης στὴν λιτότητά του, μέσα στὴν ἀπόλυτη ἔνδεια. Βηματίζει συμβολικῶς, ὡς ἄνθρωπος ἄλλου κόσμου, δεικνύει ἔντονα καὶ παραστατικὰ τὸν Χριστό, ὁ ὁποῖος «θὰ βαπτίζει ὅλους μας εἰς τὸ διηνεκὲς μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα».
Προφήτης τῆς πραγματικῆς μετανοίας τῆς καρδιᾶς, ζῶντας καθημερινῶς στὸ χῶρο τῆς ἐρήμου καὶ βιώνοντας καθ’ ὁλοκληρία τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἔχει τὸ δικαίωμα τοῦ ἐλέγχου τῶν ἀνθρωπίνων ἁμαρτωλῶν πράξεων. «Μετανοεῖτε, γιατὶ πλησίασε ἡ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν...».
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ὁ Πρόδρομος Ἰωάννης ἑτοιμάζει τὴν ὁδὸ Κυρίου καὶ ἀποκαλύπτει πὼς ἔρχεται ἀναζητῶντας τὸν πλανώμενο, αὐτὸν ποὺ ἐγκατέλειψε τὴν πατρικὴ ἑστία καὶ ἀνέστιος καὶ ξένος περιφέρεται σὲ χώρους ξένους καὶ ἔρημους.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ βαπτιστὴς ἦλθε στὸν κόσμο καὶ ἔφυγε ἀπ’ αὐτὸν ὡς δῶρο τοῦ Θεοῦ. Ἄνθρωπος τῆς ἐρήμου καὶ τῆς ἀσκήσεως, ζῶντας τὴ σιωπὴ καὶ βιώνοντας τὴν ἐσωτερικὴ προσευχὴ τῆς καρδιᾶς, δώρησε τὸν ἑαυτόν του σ’ ὅλους μας καὶ δίδαξε πὼς μέσα στὴ σιωπὴ καὶ στὴν προσευχὴ ἀποκαλύπτεται ὁ Θεός. Μέσα στήν μετάνοια καὶ τὸν αὐτοέλεγχο βρίσκουμε τὸ ἄνοιγμα τῶν οὐρανῶν. Καὶ μέσα ἀπὸ τὴν καρτερία καὶ τὴν ὑπομονή μας μεγαλύνεται τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ.
Μὲ τὰ χαρακτηριστικὰ μιᾶς τέτοιας προσπάθειας μποροῦμε νὰ αἰσιοδοξοῦμε γιὰ καλὴ καὶ εὐλογημένη χρονιά. Ἀμήν.
14 Ἰανουαρίου 2018
«... Ἀπὸ τότε ἤρξατο ὁ Ἰησοῦς κηρύσσειν καὶ λέγειν· Μετανοεῖτε ἤγγικε γάρ ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν...».
Mὲ αὐτὴ τὴ φράση ἀπὸ τὸ σύντομο σημερινὸ Εὐαγγελικὸ κείμενο τῆς πρώτης Κυριακῆς μετὰ τὰ ἅγια Θεοφάνεια τοῦ Κυρίου, ἡ Ἐκκλησία μᾶς εἰσάγει στὴ πραγματικότητα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία δὲν ἔχει τέλος, δὲν εἶναι ξένη καὶ μακρυνὴ πραγματικότητα γιὰ τοὺς πιστούς, ἀλλὰ ἐσωτερικὴ κατάσταση ποὺ ἐκφράζεται μὲ τὸν ἱερὸ πόθο καὶ τὴν ἀνάγκη τῆς παρουσίας Του στὴ ζωή τους, καλλιεργεῖται στὰ βάθη τῆς καρδιᾶς τους καὶ διαποτίζει τὸν πυρήνα τοῦ εἶναι τους.
Τὶ εἶναι ἆραγε ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ; Εἶναι φαινομενικότητα ἢ πραγματικότητα; Εἶναι ἰδεολογικὴ στάση τοῦ ἀνθρώπου ἢ οὐσιαστικὴ κατάσταση τῆς ψυχῆς του; Εἶναι τόπος ἢ τρόπος γιὰ ὅσους τὴν ἀναζητοῦν;
Σίγουρα ὅσοι ἐπιφανειακὰ ψάχνουν μέσα ἀπὸ τὸν περιορισμὸ τῆς λογικῆς, ἀντιμετωπίζουν τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ὡς ἀφηρημένη καὶ εὐρύτερη χριστιανικὴ ἔννοια. Ὅσοι ὅμως τὴν ἀντικρύζουν μὲ τὰ μάτια τῆς πίστεως, διαπιστώνουν πὼς αὐτὴ ἀπεικονίζεται στὸν τρόπο τῆς δικῆς τους ζωῆς. Στὸ ὕφος καὶ στὸ ἦθος τους, στὴ ποιότητα δηλαδὴ τῆς ζωῆς τους. Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ διαφαίνεται τότε ὡς ἐξωτερικὴ ἔκφραση τῆς ἐσωτερικότητας τῆς ψυχῆς τους. Γι’αυτὸ οἱ συνειδητοὶ πιστοὶ εἶναι ἐπίγειοι ἄνθρωποι ἀλλὰ οὐράνιοι πολῖτες. Ζοῦν καὶ κινοῦνται στὴ γῆ, ἀλλὰ φρονοῦν καὶ συμμορφώνουν τὴν βιοτή τους μὲ τὸ πολίτευμα τοῦ οὐρανοῦ. Ἔχουν τὰ μάτια τους στὴ γῆ, μὰ κρατοῦν πάνω ἀπὸ αὐτὴν τὸ νοῦ καὶ τὴν καρδιά. Ζοῦν τὰ πρόσκαιρα καὶ τὰ παροδικά, ἀλλὰ μαγνητίζονται καὶ κινοῦνται πρὸς τὰ αἰώνια καὶ ἀληθινά. Μοιράζονται τὴν κοινωνία τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά μετέχουν στὴ ζωὴ τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι βιώνουν τὴ Βασιλεία Του «ἐξαγοραζόμενοι τὸν καιρόν» τοῦ μετρητοῦ τους χρόνου μὲ τὴν προσδοκία τῆς αἰωνιοποίησής τους.
Πιστοί, ἔτσι, γίνονται «οἱ ἀτενίζοντες διαπαντὸς ἐν τῷ οὐρανῷ».
Κάθε ἄνθρωπος μέσα ἀπὸ τὴν ἀδυναμία τῆς φθαρτῆς φύσης του καὶ τῆς καθημερινῆς πτώσης του ἔχει μόνον ἕναν τρόπο νὰ ἀτενίζει τὸν οὐρανό. Τὸν ὑπέδειξε μὲ σαφήνεια στὴν σημερινὴ Εὐαγγελικὴ περικοπὴ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μὲ τὴν προτροπὴ «Μετανοεῖτε».
Προτροπὴ γιὰ ἐπιστράτευση τῶν ψυχικῶν δυνάμεων μὲ προθυμία γιὰ συμμόρφωση στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ἔναντι τῆς ἐλεύθερης ἐπιλογῆς τῶν πιεστικῶν ἀναγκῶν τῆς φθαρτῆς φύσεως. Προτροπὴ γιὰ ἀδιάκοπη ἀναγνώριση τῶν σφαλμάτων μας καὶ ἀλλαγὴ τῆς νοοτροπίας μας. Προτροπὴ γιὰ ἀντίσταση στὴν πτωτικὴ πορεία καὶ καλλιέργεια τῆς διαθέσεως μετανοίας.
«Τὸ πίπτειν ἀνθρώπινον, τὸ ἐμμένειν σατανικὸν» μᾶς διευκρινίζουν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας. Δηλαδή, τὸ νὰ πέφτει κανεὶς στὴν ἁμαρτία εἶναι γνώρισμα τῆς κοινῆς μας φύσεως, τὸ νὰ στέκεται ὅμως ἀμετανόητα ἀπὸ προτίμηση στὴν ἁμαρτία, εἶναι πιὰ γνώρισμα τῆς προσωπικῆς διαθέσεως.
Ἔρχεται σήμερα ὁ Χριστὸς καὶ μᾶς ὑποδεικνύει «ξένης βιοτῆς τὴν ἀπαρχὴν» πρὸς τὶς συνήθειές μας. Μᾶς ὑποδεικνύει τὴν ὁδὸ τῆς μετανοίας, δηλαδὴ τῆς μεταστροφῆς τοῦ δικοῦ μας τρόπου.
Μακάρι μέσα στὸ νέο χρόνο ποὺ ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ ἐπέτρεψε νὰ προστεθεῖ στὴ ζωή μας, νὰ ζήσουμε, νὰ βαδίσουμε ὅλοι μας τὴν ὁδὸ τῆς μετανοίας. Δηλαδὴ νὰ ἔχουμε τὴν ἑτοιμότητα νὰ δεχθοῦμε αὐτὸ τό μεγάλο δῶρο τοῦ Θεοῦ, τήν μετάνοια, πού μεταμορφώνει καὶ ἱεροποιεῖ τὴ ζωή μας, σὲ ἕναν κόσμο ποὺ καθημερινά μετέρχεται ὅλα τὰ δυνατὰ μέσα νὰ ἀποϊεροποιήσει τὰ πάντα, καλλιεργῶντας τὴν ἐγωπάθειά μας, μὲ σκοπό τὴν ἀπομόνωσή μας ἀπὸ τὴν κοινωνία τῶν ἀνθρώπων τοῦ Θεοῦ.
Ἡ μετάνοια θά μεταμορφώσει τὴ ζωή μας, θὰ ἰσορροπήσει τὴν ὕπαρξή μας, θὰ ἐξασφαλίσει τὴν σωτηρία μας καὶ θὰ σώσει τὸν κόσμο ὅλο. Ἀμήν.
21 Ἰανουαρίου 2018
Ὁ πλούσιος ἀρχιτελώνης Ζακχαῖος, τῆς σημερινῆς Εὐαγγελικῆς περικοπῆς δὲν ἦταν εὐτυχισμένος. Τὰ πλούτη καὶ τὰ ἀξιώματα, ποὺ διέθετε, ναὶ μὲν τοῦ ἔδιδαν κοινωνικὴ ἐπιφάνεια, ὅμως τὸν ἄφηναν ἐσωτερικὰ ἄδειο, δὲν τὸν γέμιζαν καὶ δὲν τοῦ ἔδιναν τὴν πραγματικὴ χαρά. Κάτι βαθύτερο τοῦ ἔλειπε, κάτι ποὺ θὰ τοῦ ἐπέτρεπε νὰ ἀποδιώξει τὸ βάρος ἀπὸ τὴ συνείδησή του. Βάρος, τὸ ὁποῖο προερχόταν ἀπὸ τὶς ἀδικίες ποὺ ἐκ τῶν πραγμάτων διέπραττε ἀπὸ τὴ θέση τοῦ ἀρχιτελώνη.
Αὐτὸ δὲ ποὺ ἔλειπε ἀπὸ τὸν ἀρχιτελώνη Ζακχαῖο ἦταν ὁ Θεός, γι᾽ αὐτὸ καὶ ἡ ζωή του, ἡ ἐπιφανειακὰ πλήρης καὶ εὐτυχισμένη, ἦταν ἄνευ νοήματος. Ἡ διέλευση ὅμως τοῦ Κυρίου ἀπὸ τὴν Ἱεριχὼ θὰ ἀποτελέσει εὐκαιρία ἐπανόρθωσης τῶν ἀδικιῶν του καὶ ἄρα προοπτικὴ λύτρωσης καὶ δυνατότητα σωτηρίας. Τοῦτο τὸ γνωρίζει ὁ Ζακχαῖος, ὁ ὁποῖος ἂν καὶ ἀδικῶν καὶ ἁμαρτάνων, εἶχε κατὰ βάθος ἀγαθὴ διάθεση ἀλλὰ καὶ πόθο ἐξόδου ἀπὸ τὴν κατάσταση στὴν ὁποία βρισκόταν. Διὰ τοῦτο σπεύδει μπροστὰ καὶ σκαρφαλώνει σὲ μία συκομορέα, ὥστε νὰ πετύχει τὸ ποθούμενο.
Ἡ αὐθόρμητη πράξη τοῦ ἀρχιτελώνη Ζακχαίου, πράξη, ἡ ὁποία οὐσιαστικὰ καταδεικνύει τὴν ἀγαθή του διάθεση, δὲν διαφεύγει τῆς προσοχῆς τοῦ Κυρίου. Τὸν εἶδε ὁ Κύριος καὶ τοῦ ζήτησε νά μείνει καὶ νὰ φιλοξενηθεῖ στὴν οἰκία του. Ἡ τιμὴ ποὺ τοῦ κάνει ὁ Κύριος πυροδοτεῖ τὸ φιλότιμό του Ζακχαίου. Ὄχι μόνο τὸν ὑποδέχθηκε «χαίρων», ἀλλὰ καὶ τὸ σημαντικότερο˙ ἔμπροσθεν πάντων καὶ παρὰ τὴν κοινωνική του θέση, μὲ συντριβὴ καρδίας ἐξομολογεῖται καὶ ἐπιζητεῖ τὴν ἐπανόρθωση τῶν ἀδικιῶν ποὺ διέπραξε: «ἰδοὺ τὰ ἡμίση τῶν ὑπαρχόντων μου, Κύριε, δίδωμι τοῖς πτωχοῖς, καὶ εἰ τινός τι ἐσυκοφάντησα, ἀποδίδωμι τετραπλοῦν». Ἔτσι, ταπεινούμενος ὁ Ζακχαῖος καὶ ἐπανορθώνοντας τὶς ἀδικίες ποὺ ἐπετέλεσε, λαμβάνει τὴ λύτρωση τῆς ψυχῆς του.
Ἡ περίπτωση τοῦ ἀρχιτελώνη Ζακχαίου συνιστᾶ ἕνα ἰδιαίτερα διδακτικὸ παράδειγμα καὶ προσφέρεται ὡς ἠχηρὴ ὑπενθύμιση στὸν κάθε ἕνα ἀπὸ ἐμᾶς. Τάχα ἐμεῖς δὲν ἀδικοῦμε τοὺς ἄλλους; Δὲν σφάλλουμε λίγο ἢ πολύ; Εἴμαστε μήπως ἄμεμπτοι στὶς διάφορες συναναστροφές μας; Ἂς θελήσουμε νὰ ψάξουμε βαθειὰ μέσα μας καὶ θὰ ἀνακαλύψουμε ὅτι καὶ ἐμεῖς ἀδικοῦμε, τόσο τοὺς ἀνθρώπους τῆς οἰκογένειάς μας ὅσο καὶ τοῦ ἐπαγγελματικοῦ καὶ τοῦ κοινωνικοῦ μας χώρου. Ἡ δὲ ἀδικία ποὺ κάνουμε στοὺς ἄλλους εἶναι ποικίλη. Πικραίνουμε, κατακρίνουμε, συκοφαντοῦμε μὲ τὴν ἄκριτη καὶ ἀπρόσεκτη συμπεριφορά μας. Κυριαρχούμενοι ἀπὸ τὸν φθόνο προσβάλουμε καὶ κατηγοροῦμε τοὺς ἄλλους. Ἡ ἀπληστία μᾶς κατακυριεύει καὶ κλέβουμε εἴτε νομίμως εἴτε ἀνόμως. Πάντως κλέβουμε, τὴ στιγμὴ μάλιστα ποὺ μένουμε ἀσυγκίνητοι ἀπὸ τὶς πολλὲς ἀνάγκες τῶν φτωχῶν. Ἀδικοῦμε βέβαια καὶ ὅταν δὲν καταδεχόμαστε νὰ συναναστραφοῦμε μὲ ὅσους εἶναι κοινωνικὰ κατώτεροί μας.
Ἄρα, ἀφοῦ λίγο ἢ πολύ, κατὰ τὸν ἕνα ἢ τὸν ἄλλο τρόπο ἀδικοῦμε, πρέπει νὰ ἐνεργήσουμε κατὰ τὸν τρόπο τοῦ Ζακχαίου. Νά μετανοήσουμε δηλαδὴ εἰλικρινὰ καὶ νὰ διορθώσουμε θαρραλέα τὶς ὅποιες ἀδικίες κάναμε, ὥστε νὰ ἀκούσουμε καὶ ἐμεῖς τὸ «σήμερον σωτηρία τῷ οἴκῳ τούτῳ ἐγένετο». Καμμία ἁμαρτία καὶ κανένας ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἐμποδίσει τὴ φιλανθρωπία τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος «ἦλθε ζητῆσαι καὶ σῶσαι τὸ ἀπολωλός». Ὁ Χριστὸς δὲν θὰ μᾶς ἀποδιώξει οὔτε θὰ μᾶς ἀποστραφεῖ. Ἡ ἀγάπη του ἀναμένει τὴ μετάνοια τοῦ ἀπωλολότος. Πρῶτος αὐτὸς μᾶς προσκαλεῖ νὰ τὸν προσεγγίσουμε, ὥστε νὰ μᾶς ἀπαλλάξει ἀπὸ τὸ φορτίο τῶν ἁμαρτιῶν μας·˙«Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι καγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς», μᾶς λέει. Μᾶς περιμένει νὰ μᾶς ἀνακουφίσει ἀπὸ τὸν καύσωνα τῆς ἀδικίας καὶ ἐν τέλει νὰ θεραπεύσει τὸ κενὸ τῆς ψυχῆς μας.
Ἀπὸ ἐμᾶς ἀπαιτεῖται μόνο ἡ φιλότιμη καὶ ἔμπρακτη ἐπίδειξη τῆς μετάνοιάς μας, ὥστε νὰ ἀνακουφίσουμε τὸ βάρος τῆς ψυχῆς μας καὶ ἡ ζωή μας νὰ χριστοποιηθεῖ.
Ἀμήν.
28 Ἰανουαρίου 2018
Ἡ παραβολὴ τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου, μὲ τὴν ὁποία ἀρχίζει ἡ περίοδος τοῦ Τριωδίου, εἶναι ἕνα μάθημα περὶ προσευχῆς. Δὲν εἶναι τυχαῖο ἄλλωστε ὅτι ἡ παραβολὴ αὐτὴ τοποθετεῖται στὴν ἀρχὴ αὐτῆς τῆς περιόδου. Ἀκριβῶς ἐπειδὴ αὐτὸ τὸ διάστημα ἡ Ἐκκλησία μας μᾶς καλεῖ σὲ περισσότερη καὶ ἐντατικότερη προσευχή, μᾶς διδάσκει ταυτόχρονα καὶ πῶς πρέπει νὰ προσευχόμαστε.
Τὸ πρῶτο ποὺ ὑπογραμμίζει ὁ Κύριος στὴν παραβολὴ εἶναι ἡ σωστὴ στάση κατὰ τὴν προσευχή. Ὁ Φαρισαῖος «σταθεὶς πρὸς ἑαυτὸν ταῦτα προσηύχετο». Στάθηκε ὄρθιος. Σὲ μέρος κεντρικὸ καὶ ἐμφανὲς γιὰ νὰ τὸν βλέπουν ὅλοι. Καὶ ἄρχισε νὰ προσεύχεται «πρὸς ἑαυτόν». Δηλαδὴ ἀπηύθυνε τὴν προσευχὴ στὸν ἑαυτό του καὶ ὄχι στὸν Θεό. Σὰν νὰ ἔστησε μπροστά του ἕνα ἄγαλμα ἢ σὰν νὰ βρισκόταν μπροστὰ σ’ ἕνα καθρέπτη, ἄρχισε νὰ προσκυνᾶ τὸν ἑαυτό του ἢ μᾶλλον τὸ εἴδωλο τοῦ ἑαυτοῦ του. Ὁ Τελώνης ἀντιθέτως πῆρε ἄλλη στάση. Στάθηκε μακριά, παράμερα. Δὲν τολμοῦσε οὔτε τὰ μάτια του νὰ σηκώσει στὸν οὐρανό. Κρυμμένος ἀπὸ τὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων κτυποῦσε τὸ στῆθος του καί, καθὼς προσευχόταν, ἦταν συγκεντρωμένος μέσα του.
Αὐτὴ εἶναι ἡ σωστὴ στάση τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς. Ὁ ἄνθρωπος νὰ στέκεται ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ μὲ βαθύ σεβασμό, μὲ ἅγιο φόβο, μὲ συναίσθηση ἁμαρτωλότητος. Νὰ μὴν ἀφήνει οὔτε τὰ μάτια του οὔτε τὰ αὐτιά του οὔτε τοὺς λογισμούς του νὰ σκορπίσουν γύρω του, ἀλλὰ νὰ εἶναι συγκεντρωμένος μέσα του.
Ὑπάρχουν τρία εἴδη προσευχῆς. Ἡ ἱκετευτική, ἡ εὐχαριστιακὴ καὶ ἡ δοξολογική. Ὁ Τελώνης αἰσθανόμενος ἀνάξιος προσευχήθηκε ἱκετευτικά. Ὁ Φαρισαῖος συναισθανόμενος πὼς δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τίποτε, ἐπειδὴ τὰ εἶχε ὅλα, προσευχήθηκε δοξολογικά. Μόνο ποὺ δὲν ἦταν εὐχαριστία πρὸς τὸν Θεὸ ἡ προσευχή του. Οὐσιαστικὰ ἦταν ἕνας αὐτοέπαινος. Μία ὑποκρισία καὶ μία εὐχαριστία στὸν ἑαυτό του. «Σὲ εὐχαριστῶ, Θεέ μου, ποὺ μὲ ἔκανες τόσο καλὸ καὶ ξεχωριστὸ ἀπὸ τοὺς ἄλλους». Αὐτὸ ἔλεγε. Ἀντίθετα ἡ προσευχὴ τοῦ Τελώνη ἦταν ἁπλῆ καὶ σύντομη. «Ὁ Θεός, ἱλάσθητὶ μοι τῷ ἁμαρτωλῷ». Θεέ μου, λυπήσου με τὸν ἁμαρτωλό, ἔλεγε.
Ἡ εὐπρόσδεκτη στὸν Θεὸ προσευχή, εἴτε ἱκεσία εἶναι εἴτε εὐχαριστία εἴτε δοξολογία, ἔχει ὡς βασικὸ χαρακτηριστικό της τὴ συντριβή, τὴν ταπείνωση, τὴ συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητος, καὶ τὴ συγκέντρωση τῆς προσοχῆς μέσα στὴν καρδιά. Ἀλλιῶς καταντᾶ μία συνήθεια, ἕνας τύπος ἢ ἀκόμη χειρότερα γίνεται ἐπίδειξη.
Ἀθωωμένος καὶ δίκαιος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ἐπέστρεψε ἀπὸ τὸν Ναὸ στὸ σπίτι του ὁ Τελώνης καὶ ὄχι ὁ Φαρισαῖος. Τὸ ἔλεος, τὴν εἰρήνη, τὴν ἀγαλλίαση τῆς συμφιλιώσεως μὲ τὸν Θεὸ πῆρε ὁ Τελώνης καὶ ὄχι ὁ Φαρισαῖος, ἐπειδὴ ἡ προσευχὴ τοῦ Φαρισαίου ἦταν μία αὐτοδικαίωση, ἐνῷ ἡ προσευχὴ τοῦ Τελώνη ἦταν μία αὐτοκαταδίκη.
«Φαρισαίου φύγωμεν ὑψηγορίαν καὶ Τελώνου μάθωμεν τὸ ταπεινὸν ἐν στεναγμοῖς».
Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀληθινὴ προσευχή. Ἡ μόνη ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς δικαιώσει, νὰ μᾶς ἑνώσει λυτρωτικὰ μὲ τὸν Θεὸ καὶ νὰ μᾶς δώσει τὴν ἰσορροπία στὴ ζωὴ καὶ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς μας, Ἀμήν.