en ru
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2017


ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΛΟΥΚΑ (Λουκ. στ΄, 19–31)
5 Νοεμβρίου 2017

Ἡ ση­με­ρι­νὴ Εὐ­αγ­γε­λι­κὴ πε­ρι­κο­πὴ ὑπο­γραμ­μί­ζει τὴν πρα­γμα­τι­κό­τη­τα τῆς κα­θη­με­ρι­νό­τη­τάς μας, σύμ­φω­να μὲ τὴν ὁποία ὁ πλοῦ­τος φαν­τά­ζει στὰ μά­τια τῶν πε­ρισ­σο­τέ­ρων ἀνθρώ­πων ὡς κάτι καλό. Θὰ δοῦ­με ὅμως ὅτι ἀπὸ μό­νος του δὲν εἶ­ναι καλό. Καλὸ γί­νε­ται, μόνο ὅταν χρη­σι­μο­ποι­η­θεῖ σω­στὰ μὲ γνώ­μο­να τὴν ἐν­το­λὴ τῆς ἀγά­πης. Τότε, ὁ πλοῦ­τος μᾶς βο­η­θεῖ νὰ ἔχου­με τὴν ἀνά­παυ­ση τῆς ψυ­χῆς μας, κερ­δί­ζον­τας καὶ τὴ Βα­σι­λεία τῶν οὐ­ρα­νῶν. Σὲ ἀν­τί­θε­τη πε­ρί­πτω­ση με­τα­μορ­φώ­νε­ται στόν με­γα­λύ­τε­ρο τύ­ραν­νο τῆς πα­ρού­σας ζωῆς καὶ τῆς μέλ­λου­σας πρα­γμα­τι­κό­τη­τας.

Δύο πρό­σω­πα προ­βάλ­λον­ται σή­με­ρα, μὲ ἐκ δι­α­μέ­τρου ἀν­τί­θε­τη ζωή. Ὁ ἀνώ­νυ­μος πλού­σι­ος καὶ ὁ πτω­χὸς Λά­ζα­ρος. Αὐ­τὸς ὁ πλού­σι­ος χρη­σι­μο­ποί­η­σε τὸν πλοῦ­το του ἐν­τε­λῶς ἀφι­λάν­θρω­πα. Ζοῦ­σε μὲ συ­νε­χεῖς καὶ κα­θη­με­ρι­νὲς δι­α­σκε­δά­σεις, χω­ρὶς νὰ τὸν ἐν­δι­α­φέ­ρουν οἱ ἀνάγ­κες τῶν ἄλ­λων. Ἔτσι δὲν ἔδει­ξε τὸ πα­ρα­μι­κρὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον γιὰ τὸν Λά­ζα­ρο, ὥστε νὰ τὸν συμ­πο­νέ­σει καὶ νὰ τὸν συν­δρά­μει στὴ φτώ­χεια καὶ στὴν ἀσθέ­νειά του. Οἱ δι­α­σκε­δά­σεις καὶ ἡ πο­λυ­τέ­λεια τῆς ζωῆς του δὲν τοῦ ἐπέ­τρε­ψαν νὰ ση­κώ­σει τὸ βλέμ­μα σὲ αὐ­τὸν ποὺ οὐ­σι­α­στι­κὰ ζοῦ­σε δί­πλα του ἐγ­κα­τα­λε­λειμ­μέ­νος καὶ ξε­χα­σμέ­νος ἀπὸ ὅλους, σὲ ἀπό­λυ­τη ἔν­δεια, ὑπο­σι­τι­σμέ­νος, μὲ πυ­ορ­ρο­οῦ­σες πλη­γές. 

Ὅταν ὅμως ὁ πλού­σι­ος καὶ ὁ Λά­ζα­ρος πε­θαί­νουν, τὰ πρά­γμα­τα ἀλ­λά­ζουν. Ὁ πτω­χὸς Λά­ζα­ρος, ἀπαλ­λα­γμέ­νος ἀπὸ τὸν πόνο καὶ τὶς ἀνάγ­κες ἀγάλ­λε­ται στὸ φῶς καὶ στὴν εὐ­φρο­σύ­νη τοῦ Πα­ρα­δεί­σου, ἐνῷ ὁ πλού­σι­ος ὑπο­φέ­ρει καὶ βα­σα­νί­ζε­ται. Ὁ Λά­ζα­ρος δὲν εἶ­ναι πιὰ μό­νος του, ξε­χα­σμέ­νος καὶ ἐγ­κα­τα­λε­λειμ­μέ­νος, ἀλλὰ βρί­σκε­ται σὲ κοι­νω­νία μὲ ἄλ­λους ἀν­θρώ­πους, ἀνα­παυ­ό­με­νος στοὺς κόλ­πους τοῦ Ἀβρα­άμ, δη­λα­δὴ στὴν πο­θη­τὴ κα­τά­στα­ση τοῦ Πα­ρα­δεί­σου. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ὁ πλού­σι­ος ὀδυ­νᾶ­ται καὶ βι­ώ­νει τὴν ἀπό­λυ­τη μο­να­ξιά. Που­θε­νὰ δὲν φαί­νε­ται νὰ ὑπάρ­χει ἄλ­λος γιὰ νὰ τὸν πα­ρη­γο­ρή­σει, ἔστω καὶ μὲ τὴν πα­ρου­σία του.

Ὁ πλού­σι­ος δὲν τι­μω­ρεῖ­ται, ἐπει­δὴ ἦταν πλού­σι­ος, ἀλλὰ δι­ό­τι δὲν ἀγά­πη­σε καὶ δὲν ἐλέ­η­σε τὸν συ­νάν­θρω­πό του. Δὲν θέ­λη­σε ποτὲ νὰ δεῖ τὴν ἀνάγ­κη αὐ­τοῦ ποὺ ὑπέ­φε­ρε. Προ­τί­μη­σε νὰ ζή­σει εὐ­φραι­νό­με­νος ὀ ἴδι­ος, κλεί­νον­τας τὰ μά­τια στὸν πόνο τοῦ πτω­χοῦ καὶ ἀσθε­νοῦς. Αὐτὴ τὴν ἀλή­θεια ἀπέ­δει­ξε ὁ θά­να­τός του, ὅτι δη­λα­δὴ κα­νεὶς δὲν ἐλε­εῖ­ται, ἐὰν δὲν ἐλε­ή­σει, κα­νεὶς δὲν ἀνα­παύ­ε­ται, ἐὰν δὲν ἀνα­παύ­σει καὶ κα­νεὶς δὲν γεύ­ε­ται τὴ χάρη τοῦ Ἁγί­ου Πνεύ­μα­τος, ἐὰν δὲν κοι­νω­νή­σει τὴν ἀνάγ­κη τοῦ ἄλ­λου.

Ἡ Εὐ­αγ­γε­λι­κὴ πε­ρι­κο­πὴ τοῦ ἀφι­λάν­θρω­που πλου­σί­ου καὶ τοῦ πτω­χοῦ Λα­ζά­ρου ἀπο­κα­λύ­πτει τί εἶ­ναι Πα­ρά­δει­σος καὶ  Κό­λα­ση. Ὁπωσ­δή­πο­τε δὲν εἶ­ναι τό­ποι. Ἀν­τί­θε­τα, ὁ Πα­ρά­δει­σος καὶ ἡ Κό­λα­ση εἶ­ναι τρό­ποι ἀτε­λεύ­τη­της κα­τα­στά­σε­ως τῶν ψυ­χῶν. Ὀνο­μά­ζε­ται ζωή, ὅταν εἶ­ναι συ­νέ­χεια τῆς σχέ­σε­ως μὲ τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς, ποὺ εἶ­ναι ὁ Θεός, καὶ εἶ­ναι θά­να­τος, ὅταν ὁδη­γεῖ σὲ ἀκοι­νω­νη­σία τῶν προ­σώ­πων, ὡς ἐκού­σια ἐπι­λο­γὴ ἀπὸ τὸν χρό­νο τοῦ βίου μας.

Ἀδελ­φοί μου,
ὁ τρό­πος ποὺ βα­δί­ζου­με στὴ ζωή μας καὶ δι­α­χει­ρι­ζό­μα­στε τὶς δυ­να­τό­τη­τές μας νὰ γνω­ρί­ζου­με ὅτι εἶ­ναι ὁ τρό­πος ποὺ θὰ ἀπο­λαύ­σου­με καὶ στὴν αἰ­ώ­νια κα­τά­στα­σή μας, ἐπει­δὴ ὁ Θεὸς θά σε­βα­στεῖ αὐ­τὴν τὴν ἐπι­λο­γή μας.


 




ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ ΛΟΥΚΑ (Λουκ. ι΄ 25-37)
12 Νοεμβρίου 2017

Μὲ ἀφορ­μὴ τὰ ἐρω­τή­μα­τα ποὺ δέ­χθη­κε ἀπὸ ἕνα νο­μο­δι­δάσκα­λο, ὁ Κύ­ρι­ος δι­η­γή­θη­κε τὴ θαυ­μά­σια πα­ρα­βο­λὴ τοῦ Κα­λοῦ Σα­μα­ρεί­του, ποὺ ἀκού­σα­με σή­με­ρα, γιὰ νὰ ὑπο­γραμ­μί­σει πόσο με­γά­λη ση­μα­σία ἔχει νὰ ἐφαρ­μό­ζει κα­νεὶς στὴν πρά­ξη τὴν ἀγά­πη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ πρὸς τὸν πλη­σί­ον του, ἀνε­ξάρ­τη­τα ἀπὸ ὅρια.

Ἂς κά­νου­με λοι­πὸν λί­γες σκέ­ψεις, γιὰ νὰ δοῦ­με τί ση­μαί­νει νὰ περ­νᾶ­με ἀπὸ τὴ θε­ω­ρία στὴν ἔμ­πρα­κτη ἐφαρ­μο­γὴ τῆς ἀγά­πης.

Ὁπωσ­δή­πο­τε εἶ­ναι ἀπα­ραί­τη­το νὰ γνω­ρί­ζου­με τὸ θέ­λη­μα τοῦ Θεοῦ στὴ ζωή μας. Νά με­λε­τοῦ­με τὴν Ἁγία Γρα­φή, γιὰ νὰ βρί­σκου­με κα­θο­δή­γη­ση καὶ λύση στὰ προ­βλή­μα­τά μας. Ὡστό­σο μόνη ἡ γνώ­ση δὲν ἀρ­κεῖ. Ὁ νο­μι­κὸς τοῦ ση­με­ρι­νοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου ἤξε­ρε νὰ ἀπαγ­γέλλει καλὰ, ὡς προ­σευ­χὴ πρωὶ καὶ βρά­δυ, τὴν ἐν­το­λὴ τῆς ἀγά­πης,‧ ἡ πρα­κτι­κή της ὅμως τοῦ ἦταν ἄγνω­στη. Νό­μι­ζε πὼς ὄφει­λε νὰ ἀγα­πᾶ μόνο τοὺς ὁμο­ε­θνεῖς του ἢ τοὺς ὁμο­πί­στους του, θὰ λέ­γα­με. Μιὰ τέ­τοια συ­νεί­δη­ση, ὅμως, κα­ταν­τᾶ ἀνώ­φε­λη φι­λο­σο­φία καὶ εἶ­ναι πί­στη νε­κρή, ἀφοῦ δὲν συ­νο­δεύ­ε­ται ἀπὸ ἔργα ποὺ θὰ ἔπρε­πε νὰ ἔχουν ἀπο­δέ­κτη κάθε ἄν­θρω­πο ἀνάγ­κης.

Ἔτσι κι ἐμεῖς οἱ χρι­στι­α­νοὶ ἐκ­φρά­ζου­με δυ­στυ­χῶς, ἐν πολ­λοῖς, τὴν θρη­σκευ­τι­κό­τη­τά μας. Μι­λᾶ­με μὲ γνώ­ση καὶ ἄνε­ση γιὰ θε­ο­λογικὰ θέ­μα­τα, ἀνα­λύ­ου­με ἁγι­ο­γρα­φι­κὰ χω­ρία, το­νί­ζου­με στοὺς ἄλ­λους τὴν ἀξία τῆς δι­δα­σκα­λί­ας τοῦ Κυ­ρί­ου, ὅμως δὲν ἔχου­με ἐπί­γνω­ση τῶν λό­γων μας, ἀφοῦ δὲν ἀφή­νου­με τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ νὰ ἐπη­ρε­ά­σει δρα­στι­κὰ πρῶ­τα τὴ προ­σω­πι­κή μας ζωή.

Ἀλη­θι­νὰ ὅμως εὐ­τυ­χεῖς καὶ μα­κά­ρι­οι γι­νό­μα­στε, μό­νον ὅταν ἔμ­πρα­κτα ἐφαρ­μό­σου­με τὸ θέ­λη­μά Του στὴ ζωή μας. Ποιὰ εἶ­ναι ἡ κα­τε­ξο­χὴν πρα­κτι­κὴ ἐφαρ­μο­γὴ τοῦ θε­λή­μα­τός Του; Ἡ ἔμ­πρα­κτη τή­ρη­ση τῶν δύο ἐν­το­λῶν ποὺ προ­βάλ­λον­ται ὡς κο­ρυ­φαῖ­ες, ἐπει­δὴ ἐμ­πε­ρι­έ­χουν ὅλες τὶς ἄλ­λες. Πρό­κει­ται γιὰ τὴν ἀγά­πη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὴν ἀγά­πη πρὸς τὸν πλη­σί­ον. Σ’ αὐ­τὲς τὶς δύο ἐν­το­λὲς «ὅλος ὁ νό­μος καὶ οἱ προ­φῆ­ται κρέ­μαν­ται».

Κα­λού­μα­στε ν’ ἀγα­πή­σου­με πρῶ­τα τὸν Θεό, μὲ ὅλη μας τὴν καρ­διὰ καὶ μὲ ὅλες μας τὶς δυ­νά­μεις. Κι ἡ ἀγά­πη αὐτὴ νὰ μὴν εἶ­ναι θε­ω­ρη­τι­κή, ἀλλὰ νὰ ἐκ­δη­λώ­νε­ται «ἔργῳ καὶ ἀλη­θείᾳ» (Α΄ Ἰω. γ΄ 18). Μᾶς τὸ ζή­τη­σε ὁ ἴδι­ος ὁ Κύ­ρι­ος: «Ἐὰν ἀγα­πᾶ­τέ με, τὰς ἐν­το­λὰς τὰς ἐμὰς τη­ρή­σα­τε» (Ἰω. ιδ΄ 15). Μὲ τὴν συ­νέ­πεια αὐτή, ἡ ἀγά­πη κα­τό­πιν πρὸς τὸν πλη­σί­ον θὰ προ­κύ­ψει ὡς καρ­πὸς τῆς ἀνάγ­κης μας καὶ ὄχι ὡς ὀφει­λή μας. Αὐτὴ εἶ­ναι ἀπό­δει­ξη ὅτι ἀγα­ποῦ­με εἰ­λι­κρι­νὰ τὸν Θεό, σύμ­φω­να μὲ τὴ σαφῆ δι­ευ­κρί­νι­ση «ἐμοὶ ἐποι­ή­σα­τε» (Ματθ. κε΄ 40).

Τὸ ση­με­ρι­νὸ ἱερὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο προ­βάλ­λει τὸ ἐξαι­ρε­τι­κὰ πρα­κτικὸ πα­ρά­δει­γμα τῆς ἀνι­δι­ο­τε­λοῦς καὶ θυ­σι­α­στι­κῆς ἀγά­πης καὶ τῆς ἔμ­πρα­κτης ἐφαρ­μο­γῆς της. Τὸν Καλὸ Σα­μα­ρεί­τη. Ἕναν ἄν­θρω­πο ποὺ δὲν λο­γά­ρι­α­σε κόπο καὶ χρό­νο οὔτε ἐπη­ρε­ά­στη­κε ἀπὸ προκα­τα­λή­ψεις καὶ το­πι­κι­σμούς, ἀλλὰ στά­θη­κε μὲ προ­σω­πι­κὸ κίν­δυ­νο δί­πλα στὸν ξένο καὶ πλη­γω­μέ­νο συ­νάν­θρω­πό του ὡς ἄν­θρω­πος, ὡς φί­λος, ὡς ἀδελ­φός. Ποι­ὸς μπο­ρεῖ ἀλή­θεια σή­με­ρα νὰ συγ­κρί­νει αὐτὸ τὸ ἐπί­πε­δο ἀγά­πης μὲ τὴν δική του συμ­πε­ρι­φο­ρά;

Ἀνα­ρί­θμη­τες εἶ­ναι οἱ εὐ­και­ρί­ες ποὺ πα­ρου­σι­ά­ζον­ται στὴ δική μας ζωή, γιὰ νὰ δεί­ξου­με τὴν ἀγά­πη μας σὲ συγ­γε­νεῖς καὶ φί­λους, σὲ γνω­στοὺς καὶ ἀγνώ­στους, ποὺ ἔχουν ἀνάγ­κη. Ἂν ξε­πε­ρά­σου­με τυ­χὸν ἐπι­φυ­λά­ξεις, ἴσως καὶ ἐμ­πά­θει­ες, τότε, μὲ ἐπί­κεν­τρο ἐν­δι­α­φέρον­τος τὸν ἄλ­λον καὶ ὄχι τὸν ἑαυ­τό μας, θὰ ἀπο­κα­λύ­ψου­με τὴν ποι­ό­τη­τα τῆς ἀγά­πης μας καὶ τὴν γνη­σι­ό­τη­τα τῆς πί­στε­ώς μας.

         «Πο­ρεύ­ου καὶ σὺ καὶ ποί­ει ὁμοί­ως».

Αὐτὸ πα­ραγ­γέλ­λει σή­με­ρα, ἀδελ­φοί μου, ὁ Χρι­στὸς στὸν κα­θέ­να ἀπὸ ἐμᾶς. Μὴ μέ­νεις, λέει, στὴ θε­ω­ρία. Ἀκο­λού­θη­σε τὸ πα­ρά­δει­γμα τοῦ Κα­λοῦ Σα­μα­ρεί­του. Ὁ δρό­μος γιὰ νὰ κλη­ρο­νο­μή­σεις τὴν αἰ­ώ­νια ζωὴ ἔχει συγ­κε­κρι­μέ­νο τρό­πο. Τὴν ἔμ­πρα­κτη ἀγά­πη. Ξε­πέ­ρα­σε τὸν ἑαυ­τό σου, γιὰ νὰ συ­ναν­τή­σεις τὸν ἀδελ­φό σου. Κι ὅταν τὸν βρεῖς, ἔχεις συ­ναν­τή­σει Ἐμέ­να, τὴν Ζωή. Ἀμήν.

 




ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ ΛΟΥΚΑ (Λουκ. ιβ΄ 19-21)
19 Νοεμβρίου 2017

Ὁ Χρι­στὸς μὲ μιὰ σύν­το­μη πα­ρα­βο­λή, ἀγα­πη­τοί μου ἀδελ­φοί, μᾶς πα­ρου­σι­ά­ζει σή­με­ρα τὴ ζωὴ ἑνὸς πλου­σί­ου, τὸν ὁποῖο ὁ Ἴδι­ος χα­ρα­κτη­ρί­ζει ἄφρο­να. Καὶ ἦταν πρά­γμα­τι ἄφρων ὁ ἄν­θρω­πος αὐ­τός, ἐπει­δὴ πέ­ρα­σε ὅλη του τὴ ζωὴ προ­σκολ­λη­μέ­νος στὰ πλού­τη του, ἐνῷ τε­λι­κὰ πέ­θα­νε, πρὶν προ­λά­βει νὰ τὰ ἀπο­λαύ­σει.

Ἀξί­ζει λοι­πὸν νὰ δοῦ­με γι­α­τί ἡ ἐπι­δί­ω­ξη ἀπο­κτή­σε­ως ἐπί­γει­ων ἀγα­θῶν καὶ μά­λι­στα πολ­λῶν εἶ­ναι ἀφρο­σύ­νη.

Πρῶ­τον, δι­ό­τι γε­μί­ζει τὸν ἄν­θρω­πο μὲ ἄγ­χος καὶ ἀγω­νία. Αὐ­τοὶ ποὺ ἐν­δι­α­φέ­ρον­ται μόνο γιὰ τὰ ὑλι­κὰ ἀγα­θὰ καὶ τὶς ἀπο­λαύσεις, νο­μί­ζουν ὅτι μὲ τὸν τρό­πο αὐτὸ θὰ χα­ροῦν τὴ ζωή τους. Ἡ ἀλή­θεια ὅμως εἶ­ναι ἐν­τε­λῶς δι­α­φο­ρε­τι­κή.

Ἂς δοῦ­με τὸν πλού­σιο τῆς Πα­ρα­βο­λῆς. Τὴν ἐξαι­ρε­τι­κὴ εὐ­φο­ρία καὶ τὴν πλού­σια σο­δειά του ἀκο­λού­θη­σαν βα­σα­νι­στι­κὲς σκέ­ψεις καὶ ἀγω­νι­ώ­δεις μέ­ρι­μνες, «Τί ποι­ή­σω;» ἔλε­γε. Καὶ στὴ συ­νέ­χεια ἡ πλε­ο­νε­ξία του τὸν ὁδή­γη­σε σὲ μιὰ ἀπό­φα­ση ποὺ τὸν πε­ρι­έ­πλε­ξε σέ με­γα­λύ­τε­ρες πε­ρι­πέ­τει­ες. Ἀπο­φά­σι­σε νὰ γκρε­μί­σει τὶς ἀπο­θῆ­κες του καὶ νὰ κτί­σει με­γα­λύ­τε­ρες, γιὰ νὰ ἐξα­σφα­λί­σει τὰ ὑπάρ­χον­τά του. Στ’ ἀλή­θεια, πό­σες φα­σα­ρί­ες, ἔξο­δα, πο­νο­κε­φά­λους, προ­βλή­μα­τα καὶ ἐν­τά­σεις προ­κά­λε­σε αὐτὴ ἡ ἀπό­φα­σή του; Κάτι πα­ρό­μοιο συμ­βαί­νει μὲ κάθε ἄν­θρω­πο ποὺ μπαί­νει στὴ λο­γι­κὴ τῆς κα­τα­ναλω­τι­κῆς ζωῆς. Ἀρ­χί­ζει ἕνα ἀστα­μά­τη­το κυ­νή­γι χρη­μά­των μὲ ὅλα τὰ μέσα, χω­ρὶς νὰ ἡσυ­χά­ζει. Ἂν μά­λι­στα σὲ αὐτὰ προ­σθέ­σου­με τὴν ἀγω­νία τῆς κλο­πῆς τους, ποὺ τὸν δι­α­κα­τέ­χει, ἢ ἀκό­μη τὴν ἀπώ­λειά τους ἀπὸ οἰ­κο­νο­μι­κὴ κρί­ση, τότε εὐ­κο­λό­τε­ρα κα­τα­λα­βαί­νου­με ὅτι ὁ ἄν­θρω­πος αὐ­τὸς ζεῖ μο­νί­μως στὴν ἀβε­βαι­ό­τη­τα καὶ στὴν ἀγω­νία. Κάτω ἀπὸ αὐ­τὲς τὶς συν­θῆ­κες πῶς εἶ­ναι δυ­να­τὸν κα­νεὶς νὰ ἀπο­λαύ­σει τὰ ἀγα­θά του;

Δεύ­τε­ρον, δι­ό­τι ἠ ψυχὴ ὡς πνεῦ­μα δὲν χορ­ταί­νει μὲ ὑλι­κὰ ἀγα­θά. Οἱ πό­θοι της εἶ­ναι βα­θύ­τε­ροι καὶ ἄπει­ροι καὶ μόνο ὁ ἄπει­ρος καὶ τέ­λει­ος Θεὸς μπο­ρεῖ νὰ τὴν ἱκα­νο­ποι­ή­σει. Γι­’ αὐ­τὸ καὶ αὐτὴ ἐν­στι­κτω­δῶς δι­ψά­ει τὴν ἕνω­σή της μὲ τὸν Θεό. Τί­πο­τα ἄλλο δὲν μπο­ρεῖ νὰ τὴν ἱκα­νο­ποι­ή­σει οὐ­σι­α­στι­κὰ παρὰ μόνο τὸ «ὄν­τως ἐφε­τόν» πρό­σω­πο τοῦ Κυ­ρί­ου.

Τρί­τον, δι­ό­τι ὁ ἄν­θρω­πος λη­σμο­νεῖ τὸν θά­να­το. Τὸ πιὸ δι­α­κριτὸ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὸ τῆς ἀφρο­σύ­νης τῶν ὑλι­στῶν εἶ­ναι ἡ πε­ποί­θη­ση ὅτι τὰ πλού­τη τους θὰ τὰ ἔχουν δι­αρ­κῶς μαζί τους. Τὸν θά­να­το οὔτε ποὺ τὸν σκέ­πτον­ται. Αὐτὸ ἀκρι­βῶς ἔπα­θε κι ὁ δυ­στυ­χὴς πλού­σι­ος τῆς Πα­ρα­βο­λῆς, ὁ ὁποῖ­ος ἐνῷ ὀνει­ρευ­ό­ταν ἀνέ­σεις καὶ ἀπο­λαύ­σεις, τὸν ἐπι­σκέ­φθη­κε ὁ θά­να­τος. Τότε ἄκου­σε ἀπὸ τὸ στό­μα τοῦ Δι­καιοκρί­του Κυ­ρί­ου « Ἀνό­η­τε ἄν­θρω­πε, ὅλα αὐτὰ ποὺ ἑτοί­μα­σες, ποῦ θὰ πᾶνε;».

Ἀδελ­φοί μου,

πολ­λοὶ ἄν­θρω­ποι πέ­φτουν κα­θη­με­ρι­νὰ στὴν ἴδια πα­γί­δα, ἐπει­δὴ πι­στεύ­ουν ὅτι τὰ χρή­μα­τα καὶ τὰ κτή­μα­τα μπο­ροῦν οἱ ἴδι­οι νὰ τὰ δι­α­χει­ρί­ζον­ται, ὡς δικά τους, χω­ρὶς ποτὲ νὰ τὰ ἀπο­χω­ρι­στοῦν. Δὲν σκε­πτό­μα­στε ὅτι, ὅπως ὅταν γεν­νη­θή­κα­με δὲν εἴ­χα­με τί­πο­τα, ἔτσι κι ὅταν φεύ­γου­με δὲν μπο­ροῦ­με νὰ πά­ρου­με μαζί μας τί­πο­τα. Δὲν εἶ­ναι ἀφρο­σύ­νη λοι­πὸν νὰ ἀγω­νι­οῦ­με καὶ νὰ κο­πι­ά­ζου­με γιὰ πρά­γμα­τα ποὺ εἶ­ναι ἐπί­γεια καὶ φθαρ­τά;

Ζοῦ­με σὲ μιὰ κοι­νω­νία ποὺ προ­βάλ­λει τὸ χρῆ­μα καὶ τὴν ὕλη ὡς προ­ϋ­πο­θέ­σεις γιὰ τὴν εὐ­τυ­χία τοῦ ἀν­θρώ­που. Δὲν ὑπάρ­χει ὅμως με­γα­λύ­τε­ρη ἀφρο­σύ­νη ἀπὸ τὸ νὰ στη­ρί­ζε­ται κα­νεὶς στὴν ὕλη.

Κερ­δι­σμέ­νοι ζοῦν σ’ αὐ­τὸν τὸν κό­σμο ὅσοι τὰ δι­α­χει­ρί­ζον­ται πρὸς ὄφε­λος καὶ τῶν ἄλ­λων, ἐξα­σφα­λί­ζον­τας ἔτσι θη­σαυ­ροὺς ποὺ ἀπο­τε­λοῦν γιὰ τοὺς ἴδι­ους τὴν κα­λύ­τε­ρη ἐπέν­δυ­ση καὶ γιὰ τὸ αἰ­ώ­νιο μέλ­λον. Ἀμήν.

 

 


ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ΄ ΛΟΥΚΑ (Λουκ. ιω΄ 18-27)
26 Νοεμβρίου 2017

Δὲν εἶχε εὐ­τυ­χῆ κα­τά­λη­ξη ἡ συ­νάν­τη­ση τοῦ πλού­σι­ου ἐκεί­νου νε­α­νί­σκου μὲ τὸν Κύ­ριο, τὴν ὁποία μᾶς πε­ρι­γρά­φει τὸ ση­με­ρι­νὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο. Ἔφυ­γε λυ­πη­μέ­νος ὁ νέος, ὅταν ὁ Χρι­στὸς τοῦ ζή­τη­σε νὰ ἀπο­χω­ρι­στεῖ τὸ χρῆ­μα ποὺ κρα­τοῦ­σε αἰ­χμά­λω­τη τὴν ψυχή του, γιὰ νὰ γί­νει τέ­λει­ος. Ἡ ὑπέρ­βα­ση γιὰ τὴν τε­λει­ό­τη­τα ἀπο­τε­λεῖ, ἀπὸ τότε, τὴν αἰ­ώ­νια προ­τρο­πὴ τοῦ Κυ­ρί­ου ἀλλὰ καὶ τὸν τε­λι­κὸ στό­χο γιὰ κάθε χρι­στι­α­νό.

        Ἡ αὐ­το­γνω­σία καὶ ὁ ἀγώ­νας προ­βάλ­λουν ὡς ἀναγ­καῖ­ες προϋπο­θέ­σεις γιὰ τὴν ἐπι­τυ­χία αὐ­τοῦ τοῦ σκο­ποῦ.

        Ὁ πλού­σι­ος νέος τοῦ ση­με­ρι­νοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου νό­μι­ζε ὅτι εἶ­ναι κα­λός, ἐπει­δὴ τη­ροῦ­σε τὶς ἐν­το­λὲς τοῦ Θεοῦ. Ὅπως ἀπο­δεί­χθη­κε ὅμως, ἡ θρη­σκευ­τι­κό­τη­τά του ἦταν τυ­πι­κὴ καὶ ἐπι­φα­νει­α­κή. Νό­μι­ζε ὅτι ἡ σχέ­ση του μὲ τὸν Θεὸ κα­θο­ρί­ζε­ται ἀπὸ τυ­πι­κὰ κα­λὲς πρά­ξεις. Ἀπέ­φευ­γε βέ­βαια τὶς σο­βα­ρὲς πα­ρα­βά­σεις τοῦ νό­μου, ἀλλὰ ζη­τοῦ­σε νὰ μά­θει ἂν χρει­ά­ζε­ται νὰ κά­νει καὶ κάτι ἄλλο, γι’ αὐτὸ καὶ ρώ­τη­σε «τί ποι­ή­σας ζωὴν αἰ­ώ­νι­ον κλη­ρο­νο­μή­σω;».

        Ἡ ἔλ­λει­ψη αὐ­το­γνω­σί­ας στε­ρεῖ μέ­χρι καὶ σή­με­ρα ἀπὸ κάθε ἄν­θρω­πο τὴν δυ­να­τό­τη­τα ἀνα­κά­λυ­ψης τῶν ἀγ­κα­θι­ῶν, ὡς ἐμποδίων, ποὺ ὑπάρ­χουν βα­θιὰ μέσα στὴν ψυχή του. Ἀγ­κά­θια, ποὺ ἂν ἐν­το­πί­σει καὶ ξε­ρι­ζώ­σει, θὰ τε­λε­σφο­ρή­σει κάθε καλὴ δι­ά­θε­ση καὶ προ­σπά­θεια. Χρει­ά­ζε­ται πα­ράλ­λη­λα αὐ­το­κρι­τι­κὴ καὶ εἰ­λι­κρί­νεια, γιὰ νὰ ἐν­το­πι­σθεῖ τὸ ζη­τού­με­νο ἀπὸ τὸν Χρι­στὸ «ἓν» ποὺ μᾶς χω­ρί­ζει.

        Τὸ δεύ­τε­ρο ἀπα­ραί­τη­το στοι­χεῖο, γιὰ νὰ γί­νου­με τέ­λει­οι καὶ πι­στοὶ μα­θη­τές Του, εἶ­ναι ἀδι­αμ­φι­σβή­τη­τα ἡ Χά­ρις τοῦ Θεοῦ. Ὁ δρό­μος τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς ζωῆς ὡς πο­ρεία γιὰ τὴν τε­λει­ό­τη­τα δὲν εἶ­ναι εὔ­κο­λος. Ἀπαι­τεῖ θυ­σί­ες καὶ αὐ­τα­πάρ­νη­ση. Γιὰ τὸν πλού­σιο, ὁ Κύ­ρι­ος εἶπε ὅτι εἶ­ναι εὐ­κο­λό­τε­ρο νὰ πε­ρά­σει μία κα­μή­λα ἀπὸ τὴν τρύ­πα μιᾶς βε­λό­νας, παρὰ νὰ εἰ­σέλ­θει ἕνας πλού­σι­ος στὴ Βα­σι­λεία τῶν οὐ­ρα­νῶν. Κι ὅταν οἱ μα­θη­τὲς ρώ­τη­σαν μὲ ἔκ­πλη­ξη «τότε λοι­πὸν ποι­ὸς μπο­ρεῖ νὰ σω­θεῖ;», ὁ Κύ­ρι­ος ἀπάν­τη­σε ὅτι «ὅσα εἶ­ναι ἀδύ­νατον νὰ γί­νουν μὲ τὴν ἀσθε­νι­κὴ ἀν­θρώ­πι­νη δύ­να­μη, εἶ­ναι κα­τορ­θω­τὰ μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ βο­ή­θεια τοῦ Θεοῦ».

        Ἀδελ­φοί μου,
ἡ συμ­με­το­χή μας στὴ μυ­στη­ρι­α­κὴ ζωὴ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἰδι­αί­τε­ρα ὅμως στὸ Μυ­στή­ριο τῆς ἱε­ρᾶς Ἐξο­μο­λο­γή­σε­ως εἶ­ναι ἡ εὐ­και­ρία νὰ ἐκ­δη­λώ­σου­με τὴν εἰ­λι­κρι­νῆ μας με­τά­νοια καὶ νὰ κα­τα­θέ­σου­με ὅ,τι στέ­κε­ται πρό­σκομ­μα στὸ δρό­μο μας γιὰ νὰ Τὸν ἀκο­λου­θή­σου­με. Οἱ συμ­βου­λὲς τοῦ πνευ­μα­τι­κοῦ μας, μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, μπο­ροῦν νὰ στη­ρί­ξουν τὸν πνευ­μα­τι­κό μας ἀγῶ­να γιὰ τὴν τε­λει­ό­τη­τα.

        Ὁ Κύ­ρι­ος δὲν μᾶς θέ­λει ἁπλῶς «κα­λοὺς ἀν­θρώ­πους» ἀλλὰ ἀφο­σι­ω­μέ­νους μι­μη­τές Του. Θέ­λει νὰ γί­νου­με τέ­λει­οι, δι­ό­τι αὐ­τὲς εἶ­ναι οἱ προ­δι­α­γρα­φὲς ποὺ μᾶς ἔδω­σε, ὅταν μᾶς δη­μι­ούρ­γη­σε. Μᾶς ἔπλα­σε «κατ’ εἰ­κό­να» καὶ «καθ’ ὁμοί­ω­σίν» Tου. Ἔχου­με λοι­πὸν τὴ δυ­να­τό­τη­τα γιὰ πολὺ πε­ρισ­σό­τε­ρα ἀπὸ ὅσα νο­μί­ζου­με ὅτι ἀπὸ μό­νοι μας μπο­ροῦ­με νὰ κα­τα­φέ­ρου­με. Ἔχου­με τὶς προ­ϋ­πο­θέ­σεις ν’ ἀνε­βοῦ­με ψη­λό­τε­ρα. Ἀρ­κεῖ νὰ ἀνα­κα­λύ­ψου­με αὐτὸ τὸ «ἓν» ποὺ ζητεῖ σή­με­ρα καὶ μᾶς χω­ρί­ζει ἀπὸ κον­τὰ Tου καὶ νὰ τὸ ξε­πε­ρά­σου­με μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ βο­ή­θειά Tου. Τότε θὰ ἀπο­δει­χθοῦ­με ἄξι­οι μα­θη­τὲς καὶ κλη­ρο­νό­μοι τῆς Βα­σι­λεί­ας Του. Ἀμήν.

 

Κηρύγματα Νοεμβρίου 2017 pdf