ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2017
ΚΥΡΙΑΚΗ Β΄ ΛΟΥΚΑ (Λουκ. στ΄, 31–36)
1 Ὀκτωβρίου 2017
Στὴ σημερινὴ Εὐαγγελικὴ περικοπὴ ὁ Κύριος ὁμιλεῖ γιὰ τὴν ἐντολὴ τῆς ἀγάπης, προτρέποντάς μας νὰ συμπεριφερόμαστε στοὺς συνανθρώπους μας ὅπως ἀκριβῶς ἐπιθυμοῦμε νὰ συμπεριφέρονται κι αὐτοὶ σὲ μᾶς. Εἶναι προϋπόθεση, μᾶς λέει, ἂν θέλουμε οἱ ἄνθρωποι νὰ μᾶς ἀγαποῦν, νὰ μᾶς σέβονται καὶ νὰ μᾶς συγχωροῦν, τότε κι ἐμεῖς πρῶτοι νὰ συμπεριφερόμαστε ἔτσι.
Ἄν ἀγαπᾶτε, διευκρινίζει, αὐτοὺς ποὺ σᾶς ἀγαποῦν, ὅπως κάνουν οἱ ἁμαρτωλοί, καὶ κάνετε καλὸ μόνο σὲ ἐκείνους ποὺ σᾶς φέρονται καλά, τότε μέσα σας δὲν ὑπάρχει ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ. Ἂν δανείζετε σ’ ἐκείνους ἀπὸ τοὺς ὁποίους περιμένετε νὰ ἔχετε ἀπολαβές, ὅπως κάνουν οἱ ἁμαρτωλοί, τότε ἡ ἀγάπη γίνεται δοσοληψία καὶ ἡ φιλανθρωπία ἰδιοτέλεια. Γι’ αὐτό, πάλι μᾶς προτρέπει, νὰ ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθρούς σας καὶ νὰ πράττετε τὸ ἀγαθὸ καὶ νὰ δανείζετε χωρὶς νὰ περιμένετε ἀνταπόδοση, καὶ τότε ὁ μισθός σας θὰ εἶναι πολὺς καὶ θὰ εἶσθε γνήσια παιδιὰ τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ὁ ἴδιος εὐεργετεῖ ἀκόμα καὶ τοὺς ἀχάριστους καὶ πονηροὺς ἀνθρώπους.
Μὲ τοὺς λόγους αὐτοὺς ὁ Κύριος ἀναλύει πρακτικὰ τὶ σημαίνει ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον, καὶ τὴν διαστέλλει ἀπὸ κάθε ἐνέργεια ποὺ ἀποβλέπει στὸ συμφέρον μας. Ἡ ἀγάπη δὲν εἶναι γιὰ τὸν Χριστὸ μία κίνηση ποὺ ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴ συμπεριφορὰ τῶν ἄλλων γύρω μας, ἀλλὰ ἀντλεῖ τὴν καταγωγή της καὶ τὴ δύναμή της ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸ Θεό. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ νέα ἐντολή, ἡ μοναδικὴ ἐντολὴ τῆς Καινῆς Διαθήκης, εἶναι τὸ «Ἀγαπᾶτε ἀλλήλους», καθὼς σ’ αὐτὴ στηρίζονται καὶ ὁ Νόμος καὶ οἱ Προφῆτες, καὶ κάθε ἔκφραση τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος δίνει σαφῆ ἐντολὴ θέλοντας νὰ διεγείρει τὴν ψυχή μας πρὸς τὴν πραγμάτωση τῆς ἀληθινῆς κοινωνίας μὲ τὸν πλησίον, μᾶς λέει πὼς σημάδι ὅτι εἴμαστε γνήσιοι μαθητές του εἶναι ὄχι ἡ θαυματουργία ἀλλὰ ἡ ἀγάπη. Δὲν ζήτησε ὁ Χριστὸς ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους νὰ κάνουν σημεῖα καὶ θαύματα, παρόλο ποὺ ὁ ἴδιος τοὺς ἔδωσε αὐτὴ τὴν δωρεὰ καὶ χάρη, ἀλλὰ ταυτίζει τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον μὲ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν ἴδιο τὸν Θεό. Ἐπείνασα, μᾶς λέει, καὶ μοῦ δώσατε νὰ φάω. Καὶ τοῦτο, ἐπειδὴ συνδέεται ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον καὶ ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό.
Δὲν εἶναι σπάνιο φαινόμενο, μέσα στὴν ἀνθρώπινη ἀτέλεια καὶ ἀδυναμία μας, καὶ ἔχοντας ἀνάγκη νὰ εἰσπράξουμε τὴν ἀγάπη τῶν συνανθρώπων μας, νὰ ἀντιλαμβανόμαστε τὴν ἀγάπη ὡς μιὰ κίνηση συναισθηματική, ποὺ περιορίζεται σὲ στενὸ κύκλο ἀνθρώπων γύρω μας, καὶ συχνά μεταβάλλεται ἀνάλογα μὲ τὴ συμπεριφορά τους. Ὅμως γιὰ τὸν Χριστὸ ἡ ἀγάπη εἶναι κοινωνία προσώπων καί, ἐπειδὴ ὡς κοινωνία προσώπων καὶ ὡς σχέση ἑνότητας μὲ τὸν συνάνθρωπο καὶ μὲ τὸν Θεὸ δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει μὲ ὅρους ἰδιοτελεῖς, τὸ χαρακτηριστικό της γνώρισμα δὲν εἶναι ἡ ἀντιπροσφορὰ ἀλλὰ ἡ προσφορὰ δίχως ἀνταλλάγματα. Πιὸ ἁπλᾶ, ἂν περιμένουμε ὅλοι μας πρῶτα οἱ ἄλλοι νὰ μᾶς φερθοῦν μὲ ἀγάπη, ὥστε κι ἐμεῖς νὰ πράξουμε ἀνάλογα, τότε μοιραῖα οἱ ἄνθρωποι ἀποξενωνόμαστε μεταξύ μας, κλεινόμαστε στὴ φυλακὴ τοῦ ἐγώ μας καὶ ζοῦμε ἀπὸ τώρα τὴν ἀπομόνωση, ποὺ εἶναι ἡ Κόλαση.
Ἡ κοινωνία σήμερα χαρακτηρίζεται, ὅσο ποτέ, ἀπρόσωπη, οἱ ἄνθρωποι ὡς μονάδες, ζοῦμε ἀπομονωμένοι, σκυθρωποί, δίχως ἐνδιαφέρον γιὰ τὸν πλησίον, δίχως πραγματικὴ ἀγάπη καὶ χαρὰ μέσα μας.
Ἔξοδο φυγῆς ἀπὸ τὴν κόλαση τῆς καθημερινότητας ἀποτελεῖ ἡ προτροπὴ τοῦ Χριστοῦ, σήμερα, νὰ περάσουμε ἀπὸ τὴν παθητικὴ ἐγωιστικὴ στάση στὴν ἐνεργητικὴ καὶ πραγματικὴ ἔκφραση τῆς ἀγάπης, ποὺ προσφέρει καὶ προσφέρεται καὶ θυσιάζεται χωρὶς ὅρους, ὅπως ἔκανε ὁ Ἴδιος, φωτίζοντας τὴν προοπτικὴ τῆς ὄντως Ζωῆς καὶ τῆς ἀνάστασης ποὺ χρειαζόμαστε. Ἀμήν.
8 Ὀκτωβρίου 2017
Ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς μᾶς διηγήθηκε σήμερα μὲ σύντομο καὶ παραστατικὸ τρόπο τὸ θαῦμα τῆς ἀναστάσεως τοῦ μοναδικοῦ παιδιοῦ μιᾶς γυναίκας χήρας ποὺ ζοῦσε στὴν κωμόπολη τῆς Ναΐν. Ἡ κωμόπολη αὐτὴ βρίσκεται στὰ νότια τοῦ ὄρους Θαβώρ, στὴν Γαλιλαία.
Ἐκεῖ πήγαινε ὁ Κύριος συνοδευόμενος ἀπὸ τοὺς μαθητές του καὶ ἀπὸ πολὺ κόσμο. Μόλις πλησίασε τὴν πύλη, ἀπὸ τὴν ὁποία ἔμπαιναν στὴν πόλη, βρέθηκε μπροστὰ στὴν νεκρικὴ πομπή. Ἡ θλίψη ὅλων καὶ ἰδιαίτερα τῆς μητέρας, ἀβάστακτη.
Τὰ πράγματα ὅμως μὲ τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ ἀλλάζουν τροπή. Ὁ Ἀρχηγὸς τῆς ζωῆς συναντιέται μὲ τὸν θάνατο. Ἐκεῖνος ποὺ εἶναι ἡ ἐλπίδα τοῦ κόσμου, ἔρχεται ἀντιμέτωπος μὲ ἕνα γεγονὸς ποὺ ἔσβηνε κάθε ἀνθρώπινη ἐλπίδα. Εἶναι ὅμως Ἐκεῖνος ποὺ ἀφανίζει τὴν θλίψη καὶ τὸν πόνο καὶ φέρνει στὸν κόσμο τὴν χαρά. Εἶναι ὁ μόνος ποὺ ἔχει ἐξουσία νὰ λέει: «Νεανίσκε, σοὶ λέγω ἐγέρθητι» καὶ ἡ ἐντολὴ τῆς ζωῆς νὰ ἐνεργοποιεῖται αὐτοστιγμεί. Τὸ νεκρὸ παιδὶ σηκώνεται καὶ παραδίδεται ζωντανὸ στὴν ἀπελπισμένη μητέρα.
Μὲ αὐτὸν τὸν θαυματουργικὸ τρόπο ὁ Θεὸς ἐπισκέφθηκε τὸν λαό του. Δὲν ἦταν καθόλου μικρὸ γεγονὸς αὐτὸ ποὺ εἶδαν ὅλοι. Ἕνας νεκρὸς ἀναστήθηκε μὲ τὸ πρόσταγμα τοῦ Χριστοῦ. Ἡ λύπη ποὺ εἶχε κυριεύσει τὴν ψυχή τους ἔφυγε καὶ ἀντικαταστάθηκε ἀπὸ τὴν χαρά.
Ὁ θάνατος, ἀδελφοί μου, εἶναι ἀδιαμφισβήτητα φοβερὸς γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Εἶναι ἕνα ἀφύσικο γεγονὸς ποὺ δὲν ἐπινοήθηκε ἀπὸ τὸν Δημιουργό, ἀλλὰ προέκυψε ὡς συνέπεια τοῦ χωρισμοῦ ἀπὸ τὴν ζωή, ποὺ εἶναι ὁ Ἴδιος. Ὁ Θεὸς μᾶς ἔπλασε γιὰ νὰ ζοῦμε, ὄχι νὰ πεθαίνουμε. Μᾶς ἔδωσε τὴν ζωή, γιὰ νὰ τὴν ἀπολαμβάνουμε καὶ ὄχι γιὰ νὰ τὴν ἀκυρώνουμε.
Ὁ θάνατος ἔρχεται στὴ ζωή μας, ὅταν ἡ ψυχὴ χωρίζεται ἀπὸ τὸ σῶμα. Μόλις ἡ ἀθάνατη ψυχὴ ἐγκαταλείψει τὸ φθαρτό μας σῶμα, αὐτὸ διαλύεται, μαρτυρῶντας ὅτι ἡ ζωὴ εἶχε ἀξία συζευγμένη μόνο μὲ τὴν πνοὴ τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι ἡ ψυχή μέσα μας. Ἡ ἀθάνατη ψυχὴ ὅμως ἐξακολουθεῖ νὰ ζεῖ περιμένοντας τὴν κοινὴ ἀνάσταση. Τὸ σῶμα μετὰ τὴν ἀνάσταση δὲν εἶναι πλέον φθαρτό, ἀλλὰ ἀφθαρτοποιημένο χωρὶς ὑλικὲς ἀνάγκες. Μὲ τὸ σῶμα αὐτὸ ἡ ψυχὴ θὰ ζήσει αἰώνια, χωρὶς τὸν φόβο νὰ τὸ ἀποχωριστεῖ ξανά.
Ἡ ἐπανασύσταση αὐτὴ τῆς ἀνθρώπινης ὀντότητας καὶ ἡ ἐκ νέου ἑνοποίησή της εἶναι τὸ μεγάλο δῶρο τοῦ Νικητοῦ τοῦ θανάτου, Χριστοῦ, καὶ τὸ ἀποτέλεσμα τῆς Ἀναστάσεώς του.
Πολλοὶ ἄνθρωποι δυσκολεύονται νὰ πιστέψουν στὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἑπομένως στὴν ἀνάσταση καὶ τῶν δικῶν μας σωμάτων, ἐπειδὴ παραμένουν δοῦλοι τῆς φθορᾶς καὶ τῶν παθῶν. Ἔτσι χάνεται ἡ προοπτικὴ τῆς αἰωνιότητας, καὶ ἡ ζωή μας κυριεύεται ἀπὸ τὴν ἀγωνία καὶ τὸν τρόμο τοῦ θανάτου.
Τὴν πίστη μας ὅμως στηρίζει ὁ ἄδειος τάφος τοῦ Χριστοῦ. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας ὀνομάζεται καὶ εἶναι Ἐκκλησία τῆς Ἀναστάσεως. Ἡ λειτουργική μας ζωὴ ἔχει ὡς ἐπίκεντρό της τὸ γεγονὸς αὐτό, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἀντλεῖται ἡ ἐλπίδα καὶ προσφέρεται ἡ ζωή.
Οἱ ἅγιοι εἶναι οἱ φίλοι τοῦ Θεοῦ ποὺ γίνονται τὰ πρότυπά μας, ἐπειδὴ ἀπέκτησαν αὐτὴν τὴν πεῖρα τῆς ἀναστάσεως, ἀψηφῶντας τὰ πάντα καὶ θυσιαζόμενοι γιὰ τὸν Χριστὸ μὲ φρικτὰ βασανιστήρια. Δὲν ὑπολόγισαν πλούτη, νειᾶτα οὔτε κι αὐτὴ τὴν ζωή τους, προκειμένου νὰ κερδίσουν τὴν χαρὰ τῆς αἰωνιότητας. Ἔζησαν τὴν χαρὰ τῆς ἀναστάσεως ἀπὸ τὸν παρόντα κόσμο, ἐπειδὴ πίστεψαν ὅτι ὁ θάνατος εἶναι ὕπνος ποὺ θὰ μᾶς ξημερώσει στὴν ποθητὴ ἡμέρα τῆς ὄντως ζωῆς.
«Νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι». Ὁ παντοδύναμος λόγος τοῦ Κυρίου ποὺ ἀνέστησε τὸ νεκρὸ γιὸ τῆς χήρας τῆς Ναῒν ἀντηχεῖ σὲ κάθε χρόνο καὶ ἐποχὴ καὶ διαλαλεῖ τὸ μήνυμα ὅτι πλέον ὁ θάνατος ἔχει νικηθεῖ. Μέσα στὴν Ἐκκλησία δὲν ὑπάρχουν νεκροί. Ὅλοι εἴμαστε ζωντανοί. Ἄλλοι στὴ γῆ κι ἄλλοι στὸν οὐρανό.
Ἂς μὴ λυπόμαστε λοιπὸν ὑπερβολικὰ γιὰ τοὺς ἀγαπημένους μας κεκοιμημένους. Πρέπει νὰ μᾶς παρηγορεῖ ἡ βεβαιότητα ὅτι ζοῦν στὴν φιλάνθρωπη ἀγκαλιὰ τοῦ Θεοῦ. Ἄς προσευχόμαστε γι’ αὐτοὺς καὶ ἂς ἀγωνιζόμαστε νὰ τοὺς συναντήσουμε, γιὰ νὰ ζήσουμε μαζί τους καινὴ καὶ ἀναστημένη ζωή. Ἀμήν.
15 Ὀκτωβρίου 2017
Κατὰ τὴ σημερινὴ ἡμέρα, ἑορτὴ τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἔχει καθορισθεῖ ὡς Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ἡ πολὺ γνωστὴ ἀλλὰ καὶ διδακτικὴ παραβολὴ τοῦ καλοῦ σπορέως. Ἡ παραβολὴ ὅπου ὁ Κύριος Ἰησοῦς παρομοιάζει τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ μὲ τὸ σπόρο. Σὰν τὸ σπόρο καὶ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ σπείρεται πλουσιοπάροχα στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων. Δὲν καρποφορεῖ ὅμως παντοῦ καὶ πάντα. Σύμφωνα μὲ τὴν παραβολή, μόνο ὁ σπόρος ὁ ὁποῖος ἔπεσε σὲ καλὴ γῆ καρποφόρησε.
Γι’ αὐτὴ τὴν καλὴ γῆ θὰ κάνουμε λόγο σήμερα. Γιὰ τὴν ψυχὴ δηλαδὴ τοῦ ἀνθρώπου ὁ ὁποῖος ἀκούει μὲ προσοχὴ καὶ συναίσθηση τὰ θεῖα λόγια καὶ ἀγωνίζεται νὰ τὰ ἐφαρμόσει στὴ ζωή του.
Εἶναι πάρα πολλὲς οἱ εὐκαιρίες μέσα ἀπὸ τὶς ὁποῖες ὁ Οὐράνιος Γεωργὸς ρίχνει τὸ σπόρο τοῦ θείου λόγου στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων. Πολλοὶ δὲν τὸν δέχονται. Ἄλλοι ὅμως ἀντίθετα ἀπολαμβάνουν πλούσιους καρπούς, διότι ἀκοῦν μὲ προσοχὴ καὶ ἱερὴ συναίσθηση τὰ θεῖα λόγια. Γι’ αὐτοὺς ὁ Κύριος εἶπε «οὗτοι εἰσὶν οἵτινες... ἀκούσαντες τὸν λόγον κατέχουσι».
Ἡ λέξη «κατέχουσι» δηλώνει συνειδητὸ ἀκροατὴ ὁ ὁποῖος, ὅταν ἀκούει καί μελετᾶ τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, συναισθάνεται ὅτι πρόκειται γιὰ θεῖα καὶ ἱερὰ λόγια καὶ ἡ συναίσθηση αὐτὴ τοῦ προκαλεῖ δέος. Αἰσθάνεται ὅτι τὴν ὥρα αὐτὴ τοῦ μιλάει ὁ Θεός. Καὶ ἡ σκέψη αὐτὴ δημιουργεῖ μέσα του ἕνα κλῖμα ἱεροπρέπειας καὶ σοβαρότητας. Αὐτὴ ἡ συναίσθηση τὸν κάνει νὰ προσεύχεται, πρὶν ἀκούσει ἢ μελετήσει τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ παρακαλεῖ τὸν Φωτοδότη Κύριο νὰ τὸν φωτίσει νὰ ἐννοήσει τὴ θεία διδασκαλία.
Ἡ ἴδια συναίσθηση τὸν παρακινεῖ κατὰ τὴν ὥρα τῆς θείας διδαχῆς νὰ ἐντείνει τὴν προσοχή του, γιὰ νὰ μὴ χάσει τίποτα ἀπὸ τὴν οὐράνια διδασκαλία. Ἀκολουθεῖ δηλαδὴ τὴ συμβουλὴ τῶν ἁγίων Πατέρων, οἱ ὁποῖοι σημειώνουν: Ὅπως πλησιάζεις μὲ εὐλάβεια νὰ κοινωνήσεις τὰ Ἄχραντα Μυστήρια προσέχοντας νὰ μὴν ἐκπέσει θεῖος μαργαρίτης, μὲ τὸν ἴδιο ἀκριβῶς τρόπο νὰ προσέχεις στὴν ἀκρόαση τοῦ θείου λόγου καὶ στή μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ὥστε νὰ μὴ σοῦ ξεφύγει κανένα ἀπὸ τὰ θεῖα νοήματά της.
Ὑπάρχει ὅμως κι ἕνα δεύτερο βασικὸ χαρακτηριστικὸ τῶν καλλιεργημένων καὶ δεκτικῶν ψυχῶν. Εἶναι ὁ καθημερινὸς ἀγώνας γιὰ τὴν ἐφαρμογὴ τοῦ θείου λόγου. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ τότε μόνο καρποφορεῖ, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀγωνίζεται «ἐν ὑπομονῇ» νὰ τὸν ἐφαρμόζει στὴ ζωή του. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἅγιος ἀδελφόθεος Ἰάκωβος μᾶς προτρέπει: «Γίνεσθε ποιηταὶ λόγου καὶ μὴ μόνον ἀκροαταὶ» (Ἰακ. α΄ 22).
Εἶναι σημαντικὸ λοιπὸν μετὰ τὴ μελέτη ἢ τὴν ἀκρόαση τοῦ θείου λόγου νὰ προσπαθοῦμε νὰ ἐπαναφέρουμε στὴ μνήμη μας ἐκεῖνο ποὺ διαβάσαμε ἢ ὅ,τι ἀκούσαμε καὶ νὰ σκεπτόμαστε πὼς αὐτὸ μποροῦμε νὰ τὸ ἐφαρμόσουμε στὴ ζωή μας. Ἔχουμε καὶ τώρα θέμα προσευχῆς. Ὅπως πρὶν ἀπὸ τή μελέτη ἢ τὴν ἀκρόαση τοῦ θείου λόγου προσευχόμαστε, γιὰ νὰ φωτιστεῖ ὁ νοῦς μας καὶ νὰ ἐννοήσουμε τὸ βάθος τῶν θείων νοημάτων, ἔτσι καί μετὰ ἀπὸ αὐτὴν προσευχόμαστε στὸν Θεὸ νὰ ἐνισχύσει Ἐκεῖνος τὴ θέλησή μας στὸν ἀγῶνα γιὰ τὴν ἐφαρμογὴ τοῦ θελήματός του.
Ἀδελφοί μου, εἶναι πολὺ σημαντικὸ νὰ ζητοῦμε τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, διότι ὑπάρχει τὸ ἐνδεχόμενο νὰ συναντήσουμε θλίψεις καὶ δοκιμασίες, δυσκολίες καὶ ἐμπόδια, τὰ ὁποῖα μπορεῖ νὰ μᾶς κλονίσουν, ἂν δὲν μᾶς ἐνισχύσει Ἐκεῖνος νὰ θέσουμε ὡς γερὴ βάση καὶ στήριγμά μας τὸ θέλημά του.
«Καλὴ γῆ». Ἔτσι μᾶς θέλει καὶ αὐτὴν ψάχνει ὁ Οὐράνιος Γεωργός. Νὰ ἔχουμε ψυχὲς δεκτικὲς ποὺ θὰ ἀκοῦν μὲ προσοχὴ τὰ θεῖα λόγια καὶ θὰ προσπαθοῦν νὰ τὰ ἐφαρμόζουν στὴν καθημερινὴ ζωή.
Ἂς Τὸν παρακαλέσουμε θερμὰ νὰ μᾶς χαρίσει καὶ κατὰ τὴ νέα ἱεραποστολικὴ χρονιὰ πλούσια τὴ σπορὰ τοῦ θείου λόγου καὶ ἀκόμη πλουσιότερη τὴν πνευματικὴ καρποφορία στὶς ψυχὲς ὅλων μας. Ἀμήν.
22 Ὀκτωβρίου 2017
Τὴν τραγικὴ πραγµατικότητα τῆς ἐπιρροῆς τοῦ σατανᾶ στὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου ἀλλὰ καὶ τὴ δυνατότητα ἀπελευθέρωσης ἀπὸ τὸ κακὸ, ποὺ παρέχει πάντα ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ στὴ ζωή µας, ἀποκαλύπτει ἡ σηµερινὴ Εὐαγγελικὴ περικοπὴ.
Ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς ἀναφερόµενος στὸ γεγονὸς τῆς µετάβασης τοῦ Κυρίου στὴ χώρα τῶν Γαδαρηνῶν καὶ τῆς συνάντησεώς του µὲ ἄνδρα «ὃς εἶχε δαιµόνια ἐκ χρόνων ἱκανῶν», διαπιστώνει τὸ διαβρωτικὸ καὶ καταστρεπτικὸ ρόλο τῶν δαιµονικῶν δυνάµεων στὸ ἀνθρώπινο γένος µέσα στοὺς αἰῶνες, ἀλλὰ παράλληλα φανερώνει τὴν καταλυτικὴ ἐξουσία ποὺ ἔχει ὁ Χριστὸς κατὰ τοῦ διαβόλου. Εἶναι ἀνάγκη νὰ ὑπογραµµίσουµε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τὴν ἀλήθεια ὅτι ἡ Ἐκκλησία, ὅταν κάνει λόγο στὸν σύγχρονο κόσµο γιὰ τὸν δαίµονα καὶ τὶς δυνάµεις του, δὲν παραπέµπει τὸν ὀρθολογιστὴ ἄνθρωπο νὰ ψάξει στὶς τερατόµορφες παραστάσεις ἄλλων ἐποχῶν, γιὰ νὰ τὸν ἐκφοβίσει, ἀλλὰ ἀπευθύνεται µὲ σκοπὸ νὰ τὸν βοηθήσει νὰ ἀνιχνεύσει µέσα ἀπὸ τὰ γεγονὸτα τῆς ζωῆς του τὴν κρυπτόµενη παρουσία καὶ ἐπέµβασή του, τονίζοντας παράλληλα τὴν παρήγορη ἀλήθεια ὅτι ὁ Κύριος ἦλθε «ἵνα καταργήσῃ τὸν τὸ κράτος ἔχοντα τοῦ θανάτου, τοῦτ’ ἔστι τὸν διάβολον». Εἶναι ἀδιαµφισβήτητη πραγµατικότητα πὼς ζοῦµε σὲ µιὰ ἐποχή, κατὰ τὴν ὁποία ὁ ἄνθρωπος κοµπάζει γιὰ τὸ ἐπίπεδο τοῦ πολιτισµοῦ του, γιὰ τὴν πολύπλευρη ἐπιστηµοσύνη του, γιὰ τὰ ἐπιτεύγµατα τῆς τεχνολογίας του, γιὰ τὰ κατοχυρωµένα δικαιώµατά του, καὶ ὁπωσδήποτε γιὰ τὴν ἀσύδοτη ἐλευθερία του καὶ τὴν ἀσύλληπτη δυνατότητά του σὲ κάθε τοµέα τῆς ζωῆς. Στὸν κόσµο αὐτὸ ὁ λόγος τῆς Ἐκκλησίας σήµερα περὶ δαιµονίων ξενίζει, προκαλεῖ, ἀµφισβητεῖται, παραπέµποντας σὲ σκοταδιστικὸ παρελθόν.
Ἀπὸ τὴν ἄλλη ὅμως, τὰ σκληρὰ περιστατικὰ τοῦ καθηµερινοῦ ἀβίωτου πλέον βίου µας, δηλαδὴ ἡ ἀπουσία τῆς ἀνθρωπιᾶς, ἡ ἔλλειψη τῆς ἀγάπης, ἡ ἀποκαθήλωση τῶν ἰδεωδῶν, τὸ ἀναποδογύρισµα τῶν ἀξιῶν, τὸ γκρέµισµα τῶν θεσµῶν, ἡ ἀποτυχία τῶν πολιτικοκοινωνικῶν µας συστηµάτων, ἡ διάλυση τῆς οἰκογένειας, ἡ ἐπίµονη ἄρνηση τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν νομιμοποίηση καὶ θεώρηση κάθε ἁμαρτίας καί διαστροφῆς ὡς ἀνθρωπίνου δικαιώματος, µᾶς βοηθοῦν νὰ ἐντοπίσουµε τὴ διαβρωτικὴ παρέµβαση τοῦ προαιώνιου ἐχθροῦ τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῆς ζωῆς, δηλαδὴ τοῦ διαβόλου. Εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ ἀναφορὰ τῆς Εὐαγγελικῆς περικοπῆς στὸ ἀλλοιωµένο ἀνθρώπινο πρόσωπο τοῦ δαιµονισµένου μὲ τὴν διάθεση ἐπίδειξης τῆς γυµνότητας, τὴν ἔλλειψη µέτρου, τὴν ἀπροθυµία κοινωνικότητας, τὸν πόθο παραµονῆς σὲ σκοτεινοὺς καὶ δυσώδεις τόπους, τὴν ἀφηνιασµένη δύναµη, ὥστε νὰ σπάζει ἀκόµη καὶ ἁλυσίδες, τὴν θορυβώδη ἐµφάνιση, τὴν µανιώδη ἐπίθεση καὶ τέλος τὸν φόβο τοῦ δαίµονα νὰ ἀντικρύσει τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ.
Σήµερα ποὺ μὲ σκοπιμότητα πολεμεῖται καί γελιοποιεῖται ἡ πίστη στὴν ὕπαρξη τοῦ σατανᾶ ἀπὸ τοὺς δῆθεν προοδευτικοὺς ποὺ ἀποκλείουν ἐπιστηµονικῶς (!!!) τὴν µεθοδεία τοῦ διαβόλου, ποιὸς ἀμφισβητεῖ ὅτι δὲν ὑφίστανται στὴν πολιτισµένη, κατὰ τὰ ἄλλα, κοινωνία µας τὰ ἴχνη τῶν ἔργων του µὲ κύρια χαρακτηριστικὰ τὶς καθημερινὲς συµπεριφορὲς ἀναρχικῶν, τροµοκρατῶν, δολοφόνων, ἀπατεώνων, βιαστῶν, ἐµπόρων ναρκωτικῶν καὶ ὅλων ὅσοι ἐργάζονται γιὰ τὴν ἐπικράτηση τοῦ κακοῦ καὶ τὴν διάσπαση κάθε δυνατῆς κοινωνίας προσώπων;
Ἡ Θεολογία τῆς Ἐκκλησίας µας, θεµελιωµένη στὴν ἁγιογραφικὴ µαρτυρία καὶ στὴν Πατερικὴ σοφία, δίνει πειστικὲς ἐρµηνεῖες γιὰ ὅσα συµβαίνουν, γνωρίζοντάς µας πὼς τὰ δαιµόνια εἶναι προσωπικὲς ὑπάρξεις τοῦ πνευµατικοῦ κόσµου µὲ συνείδηση καὶ ἐλευθερία. Μᾶς διδάσκει ἐπίσης ὅτι τὸ κακὸ προϋποθέτει ὑπευθυνότητα, ἐπειδὴ δὲν εἶναι αὐθύπαρκτο, δὲν εἶναι δηλαδὴ ἀφηρηµένη πραγµατικότητα ἀλλὰ καρπὸς ἐλεύθερης πράξης καὶ ἀποτέλεσµα συνειδητοῦ σκοποῦ. Γι’αὐτὸ καὶ σκοπός του ἔκτοτε ἔγινε ἡ κυριαρχία τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἔργο του ἡ διάσπαση τῆς κοινωνίας του µὲ τὸν Θεὸ καὶ τὸν συνάνθρωπο.
Τὸ Εὐαγγέλιο τῆς Ἐκκλησίας µας ἀναφέρεται σὲ πολλὲς περιπτώσεις, κατὰ τὶς ὁποῖες ὁ διάβολος ἐπιδιώκει τὴν προσωρινὴ ἢ καὶ τὴν αἰώνια ἐξόντωση τοῦ πλάσµατος τοῦ Θεοῦ. Ἀνέλαβε, ἐπίσης, τόν ρόλο τοῦ ὑποβολέα τοῦ κακοῦ στὴν ἐλεύθερη συνείδηση καὶ διάθεση τοῦ ἀνθρώπου, µισῶντας τὴν ἁρµονία, τὴν ὀµορφιὰ καὶ τὴν τάξη τοῦ φυσικοῦ κόσµου. Ὅµως οἱ ἐνέργειές του, οἱ σκοποί του καὶ οἱ δυνάµεις του καταλύονται ἀπὸ τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν ἁγίων του. Τὸ ἔργο αὐτὸ τοῦ Χριστοῦ κατὰ τῶν δαιµονικῶν δυνάµεων συνεχίζει στὸν κόσµο ἡ Ἐκκλησία, ὡς τὸ παρατεινόµενο στὴν ἱστορία ἀναστηµένο σῶµα του. Μέσα στὸ πνευµατικὸ αὐτὸ ἐργαστήριο ὁ Θεὸς ἐπιστρατεύει τοὺς ἁγίους του, οἱ ὁποῖοι διεξάγουν ἀόρατο πόλεµο κατὰ τοῦ διαβόλου.
Ἀδελφοί µου, ὁ πιστὸς ἄνθρωπος µπορεῖ νὰ διασώσει καὶ νὰ διαφυλάξει τὴν ὕπαρξή του συνειδητὰ καὶ ἐλεύθερα μόνο μέσα στὸ Σῶµα τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ὅπου ὑπερνικᾶται ἡ διάσπαση καὶ βιώνεται ἡ ἑνότητα μέσα στὴν Θεία Λειτουργία μὲ παράλληλη ἄσκηση ἔργων εὐποιΐας καὶ τὴν διακονία τῆς ἀγάπης. Γένοιτο.
29 Ὀκτωβρίου 2017
Σύμφωνα μὲ τὴ διδασκαλία τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἡ ζωὴ τοῦ χριστιανοῦ ἀποτελεῖ πρᾶγμα παράδοξο. Προκαλεῖ τὴν ἀνθρώπινη λογικὴ σήμερα ἡ ἐμπειρία καὶ ὁμολογία του, ὅταν γράφει «Χριστῷ συνεσταύρωμαι, ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός». Ἐσωτερικὸ ὅμως χαρακτηριστικὸ γνώρισμα τῆς ζωῆς τοῦ χριστιανοῦ εἶναι ἡ διὰ τοῦ βαπτίσματος πνευματικὴ ἀναγέννηση καὶ ἐξωτερικὸ χαρακτηριστικό της ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ταπείνωση.
Αὐτὰ ἀκριβῶς τὰ χαρακτηριστικὰ διαπιστώνουμε στὰ ἀναφερόμενα πρόσωπα τῆς σημερινῆς Εὐαγγελικῆς περικοπῆς. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ὡς ἀρχέτυπη εἰκόνα καὶ παράδειγμα τῆς ἀνθρωπότητας, προσφέρει τὸ μέτρο ποὺ ὀφείλουμε νὰ τηροῦμε, ὥστε νὰ δικαιολογεῖται καὶ ἡ προσωνυμία τοῦ χριστιανοῦ στὸ πρόσωπό μας. Ὁ Χριστός, μετὰ τὸ θαῦμα τῆς θεραπείας τοῦ δαιμονισμένου στὴ χώρα τῶν Γαδαρηνῶν, πορευόταν στὸ σπίτι τοῦ ἀρχισυνάγωγου Ἰαείρου, γιὰ νὰ θεραπεύσει τὴ δωδεκάχρονη ἑτοιμοθάνατη θυγατέρα του. Ἐνῷ βρισκόταν καθ᾽ ὁδὸν ἀκολουθούμενος ἀπὸ πλήθη ἀνθρώπων, τὰ ὁποῖα «συνέπνιγον αὐτόν», κάποια γυναίκα, ἡ ὁποία ὑπέφερε ἀπὸ αἱμορραγία ἐπὶ δώδεκα χρόνια, κατάφερε νὰ Τὸν πλησιάσει καὶ διακριτικὰ νὰ ἀγγίξει τὴν ἄκρη τῶν ἐνδυμάτων του. «Καὶ παραχρῆμα ἔστη ἡ ρύσις τοῦ αἵματος αὐτῆς», ὅμως, ἡ ἐνέργειά της δὲν διέλαθε τῆς προσοχῆς τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποῖος ἐρώτησε ποιὸς Τὸν εἶχε ἀγγίξει.
Τὸ ἐρώτημα τοῦ Χριστοῦ αὐθόρμητα προκάλεσε τὴν λογικὴ τῶν γύρω του καὶ τὴν ἀπορία τῶν μαθητῶν του. «Τόσος κόσμος Σὲ περιβάλλει, Κύριε, ἀσφυκτικά. Ὁ ἕνας σπρώχνει τὸν ἄλλο καὶ Σὲ πιέζουν. Σὲ ἀγγίζουν ἀπὸ παντοῦ καὶ Σὺ ρωτᾶς ποιὸς Σὲ ἄγγιξε;»
Στ’ ἀλήθεια παράξενο τὸ ἐρώτημα τοῦ Χριστοῦ. Δὲν τὴν ἄφησε νὰ διαφύγει τῆς προσοχῆς κανενός, ὅπως ἡ ἴδια ἤθελε, ἀλλὰ τὴ φέρνει στὸ κέντρο καὶ τὴ φανερώνει γιὰ πολλὲς αἰτίες. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος δίνει τὴν δική του ἐρμηνεία γιαυτό. Πρῶτα, λέει, διαλύει τὸν φόβο τῆς γυναίκας, γιὰ νὰ μὴν τὴν ἐνοχλεῖ ἡ συνείδησή της, σὰν νὰ ἔχει κλέψει τὴ χάρη καὶ ζεῖ σὲ ἀγωνία. Δεύτερον τὴν βγάζει ἀπὸ τὴν πλάνη της, ποὺ νομίζει ὅτι πέρασε ἀπαραίτητη καὶ τρίτον παρουσιάζει σ’ ὅλους τὴν πίστη της, ὁμολογῶντας τὴν θαυματουργικὴ ἐπέμβαση τῆς φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ, ὥστε νὰ τὴν μιμηθοῦν καὶ οἱ ἄλλοι.
Αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν ταπείνωσή της ἐπαινεῖ καὶ προβάλλει. Δέχεται ἡ γυναίκα ἀδιαμαρτύρητα ὅτι τῆς συμβαίνει, χωρὶς νά μετρᾶ τὸν ἑαυτό της, τὸ θέλημά της, ὑπομένουσα ἀκόμη σχόλια καὶ χαρακτηρισμοὺς ἀλλὰ καὶ ἀμφισβητήσεις τῆς στάσης της.
Δυστυχῶς ἡ σημερινὴ ἐποχὴ διακρίνεται γιὰ τὸ ἀκριβῶς ἀντίθετο. Οἱ ἄνθρωποι δὲν δέχονται κουβέντα ἀπὸ κανένα, δὲν ἀνέχονται οὔτε τὴν καλόπιστη κριτικὴ σὲ ὅ,τι κάνουν καὶ λένε. Ἡ αὐτοπροβολὴ καὶ ἡ ἀνάδειξη τοῦ προσωπικοῦ ἀλάθητου ἔχουν καθιερωθεῖ ὡς τὰ ἰδεώδη τῆς ἐποχῆς. Ὁ καθένας αἰσθάνεται ἀλάνθαστος καὶ ἀλλοίμονο σὲ αὐτὸν ποὺ θὰ τὸν ἐλέγξει. Καὶ ἔτσι πορεύονται οἱ ἄνθρωποι στὴ ζωή τους, μὲ ἐγωισμὸ καὶ αὐτάρκεια, χωρὶς νὰ αἰσθάνονται ὅτι χρειάζονται τὴ συμβουλὴ τῶν πνευματικῶν ἀνθρώπων.
Ἡ ζωὴ τοῦ χριστιανοῦ ὅμως δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι τέτοια. Ἡ θεάρεστη ταπείνωση γίνεται σὲ κάθε ἐποχὴ ὁ μαγνήτης ποὺ μαγνητίζει τὸ ἔλεος καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία «ταπεινοῖς δίδωσι χάριν».
Αὐτὴ ἡ ἀρετὴ θὰ γίνεται πάντοτε ἀπὸ μέρους μας τὸ δυνατότερο καὶ σωτήριο ἄγγιγμα τοῦ ἱματίου τοῦ Θεοῦ, ποὺ θὰ μᾶς κάνει ἀποδέκτες τῶν θεραπευτικῶν του ἐνεργειῶν. Ἀμήν.