en ru

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ

8 Ὀκτωβρίου 2006
Κυριακή Γ΄ Λουκᾶ
(Λουκ. 7, 11-16)


Μέσα στὰ πολλὰ θαυμαστὰ γεγονότα ποὺ ἐτέλεσε ὁ Χριστὸς στοὺς ἀνθρώπους, ἐξέχουσα θέση κατέχουν οἱ ἀναστάσεις τῶν νεκρῶν. Εἶναι ὁ υἱὸς τῆς χήρας τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου, ἡ κόρη τοῦ Ἰαείρου, ὁ φίλος Του Λάζαρος, οἱ νεκροὶ κατὰ τὴν σταύρωση τοῦ Χριστοῦ, ὅταν «πολλὰ σώματα τῶν κεκοιμημένων, μετὰ τὴν ἔγερσιν αὐτοῦ εἰσῆλθον εἰς τὴν ἁγίαν πόλιν καὶ ἐνεφανίσθησαν πολλοῖς» καὶ τέλος ἡ ἀνάσταση τοῦ Ἰδίου τοῦ ἑαυτοῦ Του.

Καὶ εἶναι σημαντικὲς αὐτὲς οἱ ἀναστάσεις, γιατὶ ἀκριβῶς ἐκφράζουν τὴν ἐξουσία τοῦ Χριστοῦ ὡς Θεοῦ, ἐπάνω στὴ ζωὴ καὶ τὸ θάνατο. Αὐτὸς ἄλλωστε ἔχει στὰ χέρια Του τὴν ζωή μας καὶ Αὐτὸς ἔχει τὴν ἐξουσία νὰ τὴν δίνει καὶ νὰ τὴν παίρνει.

Μιλώντας δὲ γιὰ τὸ γεγονὸς τοῦ θανάτου, ἔτσι καθὼς τὸν ἀντικρύζουμε στὸν υἱὸ τῆς χήρας στὴν πόλη Ναΐν, κατανοοῦμε πὼς πρόκειται γιὰ ἕνα μεγάλο μυστήριο. Ὁ θάνατος εἶναι τὸ μεγάλο μυστήριο! Μονάχα ποὺ αὐτὸ μᾶς φοβίζει καὶ, σὰν κάποιες φορὲς τὸ σκεπτόμαστε, μᾶς παγώνει τὸ αἷμα καὶ νεκρώνει τὴν ὕπαρξή μας.

Καὶ παρ᾿ ὅτι καθημερινὰ τονίζουμε στὸ σύμβολο τῆς πίστεώς μας «προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν», ἐντούτοις μοιάζουμε μ᾿ αὐτοὺς ποὺ πέραν τοῦ θανάτου καὶ τῆς πλάκας τοῦ τάφου, «δὲν ἐλπίζουμε πιὰ σὲ τίποτε».

Νομίζουμε πὼς ὅλα τελειώνουν ἐδῶ καὶ δὲν περιμένουμε τίποτε. Γι᾿ αὐτὸ «πολλοὶ κλαῖνε καὶ σκοτώνονται καὶ χάνουν τὰ λογικά τους κι ἀκόμη τὰ βάζουν μὲ τὸ Θεό». Ὅλη αὐτὴ ἡ συμπεριφορὰ ἁπλᾶ μᾶς λέγει πὼς ἐτοῦτοι οἱ ἄνθρωποι δὲν ἔχουν σχέση μὲ τὸ χριστιανισμό, καὶ ἂς λέγουν πὼς πιστεύουν.

Στὸ θάνατο ἑνὸς ἀνθρώπου βέβαια καὶ θὰ λυπηθοῦμε καὶ θὰ κλαύσουμε, γιατὶ αὐτὸ εἶναι καὶ ἀνθρώπινο καὶ φυσικό. «Μὰ δὲν ἀφίνουμε νὰ μᾶς πνίξῃ ὁ πόνος καὶ νὰ μᾶς θολώσῃ τὰ λογικά μας ἡ λύπη». Γιατὶ οἱ νεκροί μας φεύγουν μέν, ἀλλὰ δὲν χάνονται. Αὐτοὶ πηγαίνουν μπροστὰ καὶ ἐμεῖς τοὺς ἀκολουθοῦμε, γιὰ νὰ τοὺ ξαναβροῦμε.

Ὁ Χριστὸς δὲ μὲ τὶς ἀναστάσεις αὐτὲς, καὶ κυρίως μὲ τὴ δική Του ἀνάσταση, ἐπιθυμεῖ νὰ τονίσει πὼς δὲν ὑπάρχουν νεκροί. Ναί! ἀκριβῶς ἔτσι! Τὸ λέγει ἄλλωστε ὁ Ἴδιος πώς «ὁ Θεὸς δὲν εἶναι Θεὸς νεκρῶν, ἀλλὰ ζώντων». Ἔτσι, κάθε φορὰ ποὺ ὁ Χριστὸς μιλάει γιὰ θάνατο, μιλάει γιὰ ὕπνο καὶ βεβαιώνει πὼς ὅσοι φεύγουν ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν ζωή, δὲν πεθαίνουν, ἀλλὰ κοιμοῦνται.
Μ᾿ αὐτὸ τὸν τρόπο καὶ σ᾿ αὐτὴ τὴ βάση ὁ Χριστὸς σήκωσε τὸν πεθαμένο υἱὸ τῆς χήρας λέγοντάς του: «νεανίσκε, σὲ σένα μιλῶ, σήκω ἐπάνω!». Εἶναι ὡσὰν νὰ κοιμᾶται καὶ τὸν ξυπνάει. Τοῦ μιλάει καὶ ἐκεῖνος ἀκούει καὶ σηκώνεται ἀπ᾿ τὸν βαθὺ ὕπνο του!
Ὅλα ἐτοῦτα τὰ θαυμαστὰ γεγονότα, δύσκολα τ᾿ ἀκούει ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος καὶ λιγότερο τὰ πιστεύει. Ἀκούγοντας γιὰ τὸ θάνατο καὶ τὴν Ἀνάσταση ἀποφεύγει καὶ νὰ τὰ ὀνομάσει, τὸν μὲν πρῶτο, γιατὶ τὸν φοβᾶται καὶ τὸν τρέμει, τὴν δὲ δεύτερη, γιατὶ δὲν τὴν πιστεύει.

Ἀφοῦ εἶναι σημεῖο τῶν καιρῶν οἱ ἄνθρωποι ν᾿ ἀρνοῦνται ὅ,τι δὲν ἐννοοῦν καὶ νὰ κάνουν ἀρνητικὴ κριτικὴ σὲ κάθε σέβασμα τῆς Ἐκκλησίας ποὺ τοὺς φαίνεται ἐνοχλητικό.

Μὰ ἐδῶ μᾶς μιλάει ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Σ᾿ αὐτὰ δὲ τὰ λόγια Του δὲν καθόμαστε νὰ ρωτήσουμε ἢ νὰ ἐρευνήσουμε τὸ πῶς αὐτὰ μποροῦν νὰ πραγματωθοῦν. Μήτε τὸ γιατί πρέπει νὰ γίνουν. Ἐμεῖς ὀφείλουμε νὰ ἀκοῦμε τὸ λόγο τοῦ Πατέρα μας, ποὺ γνωρίζει τὸ πῶς καὶ τὸ γιατί, νὰ τὸν δεχόμαστε καὶ νὰ τὸν ἐμπιστεύομαστε.

Ἄλλωστε ὁ Χριστός, ποὺ γνώρισε τὸν ἄλλο κόσμο μὲ τὸ θάνατό Του, γυρνώντας πάλι στὴ ζωὴ μὲ τὴν Ἀνάστασή Του, μᾶς ἀποκάλυψε στὸ Εὐαγγέλιό Του πὼς γιὰ τοὺς πιστοὺς ἀνθρώπους δὲν ὑπάρχει θάνατος. Ἀντιθέτως μάλιστα μᾶς μιλάει γιὰ τὴ ζωὴ καὶ φέρνει τὸ χαρμόσυνο μήνυμα τῆς σωτηρίας καὶ τῆς διάσωσης γιὰ ὅλους μας.

Ἐμεῖς δὲ οἱ χριστιανοὶ ἔχουμε ὑποχρέωση νὰ πιστεύουμε ὅ,τι ἡ Ἐκκλησία, ὄχι ὡς πρόσωπα ἀλλὰ ὡς σύνολο, μᾶς διδάσκει. Αὐτὴ γνωρίζει καὶ κατέχει ὁλόκληρη τὴν ἀλήθεια τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Χριστοῦ. Γιατὶ τελικὰ ἡ Ἐκκλησία εἶναι «κήρυγμα γεγονότων, ἀναποσπάστως συνδεδεμένων πρὸς τὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ».

Ὁ θάνατος λοιπόν, κατὰ τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ, εἶναι μιὰ μετάβαση πρὸς τὴ ζωή, γι᾿ αὐτὸ ἀπὸ τέλος γίνεται τελείωση· ἀπὸ σιωπὴ γίνεται ζωή· ἀπὸ νέκρωση γίνεται ἀνάσταση! «Τὸ θάνατον εἰς τὸ σημεῖον τοῦτο ἢ τὸν νικῶμεν ἢ μᾶς νικᾷ». Τὸν νικοῦμε τελικὰ καὶ ἡ νίκη αὐτὴ ἐπιτυγχάνεται μόνο διὰ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἀναστάσεώς Του.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, τὸ νὰ φοβούμαστε καὶ νὰ λυπούμαστε, ὅταν ἀντικρύζουμε τὸ θάνατο, εἶναι καὶ ἀνθρώπινο καὶ φυσικό. Ἀπὸ τὸ σημεῖο ὅμως αὐτό, μέχρι τοῦ σημείου νὰ κυριεύομαστε ἀπὸ τὸν τρόμο καὶ τὴν ἀπελπισία, νὰ τὰ χάνουμε καὶ νὰ θολώνει ἡ ὕπαρξή μας, εἶναι τεράστια ἡ ἀπόσταση. Καὶ δὲν εἶναι σωστὴ μήτε χριστιανική. Εἰδεμὴ πορεύομαστε ὡς μὴ ἔχοντες ἐλπίδα, κατὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο.

Πρὸ πάντων ὅμως, ὀφείλουμε νὰ μὴν ἀπομακρυνόμαστε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ὅπως συνηθίζουν μερικοὶ, ὅταν ἔχουν πένθος, νὰ σταματοῦνε νὰ πηγαίνουν στὸ Ναό.

Ἂν εἶναι ἀνάγκη γιὰ ὅλους μας νὰ βρισκόμαστε στὴν Ἐκκλησία, πολὺ περισσότερο ὅταν ἔχουμε πένθος. Γιατὶ στὴν Ἐκκλησία ἠρεμεῖ ἡ ψυχή, γαληνεύει ἡ ὕπαρξή μας, ἀφοῦ εἶναι τὸ ὑπήνεμο λιμάνι· ἡ παρηγοριὰ καὶ τὸ στήριγμά μας· θερμαίνει μὲ τὴ ζεστασιά της καὶ μᾶς φωτίζει τὸ νοῦ. Μέσα δὲ στὸ φωτισμὸ τῆς ψυχῆς καὶ στὴ θερμότητα τῆς καρδιᾶς, κρύβεται ὁλόκληρη ἡ πίστη, ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ἐλπίδα μας· ὅτι δὲν ὑπάρχει πιὰ θάνατος, παρὰ μόνο ἡ ζωὴ ἡ αἰώνιος, ἔτσι καθὼς μᾶς τὴ δώρησε ὁ Χριστός.

Ἀρχιμ. Ν.Π.