en ru

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ


20 Ἰανουαρίου 2008
Κυριακὴ ΙΒ´ Λουκᾶ - Τῶν 10 Λεπρῶν
(Λουκ. 17, 12-19)




«Καὶ αὐτοὶ ἦραν φωνὴν λέγοντες· Ἰησοῦ ἐπιστάτα ἐλέησον ἡμᾶς»

Πορεύεται πρὸς τὰ Ἱεροσόλυμα, γιὰ νὰ πάθη καὶ σταυρωθῆ «ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς καὶ σωτηρίας» ὁ Κύριος, ἀδελφοί μου, καὶ παρ᾿ ὅτι πορεύεται πρὸς τὸ πάθος, τὸν ὀνειδισμό, τὸ Σταυρὸ καὶ τὸ θάνατο, ἐν τούτοις δὲν παύει νὰ εὐεργετῆ καὶ νὰ θεραπεύη τὶς ἀσθένειες τοῦ λαοῦ. Θεραπεύει καὶ εὐεργετεῖ, γιὰ νὰ εἰσπράξη ἀχαριστία καὶ ἀγνωμοσύνη: Ἐκεῖνος ποὺ «ἀνατέλλει τὸν ἥλιον αὐτοῦ ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθοὺς καὶ βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους» (Ματθ. 5, 45).

Ἡ μεγάλη θεϊκὴ καρδιά Του κάμπτεται, λυγίζει καὶ συμπονεῖ στὸν πόνο τῶν ἀρρωστημάτων καὶ ἁμαρτημάτων τοῦ λαοῦ Του. Γι᾿ αὐτὸ προθύμως θεραπεύει, ἰᾶται, συγχωρεῖ, παρηγορεῖ, ἀνακουφίζει καὶ εὐεργετεῖ. Τὸν βλέπουμε σήμερα νὰ εὐεργετῆ θεραπεύοντας δέκα λεπροὺς ἀνθρώπους, ἀπόκληρους τῆς ζωῆς, δέκα δυστυχεῖς ὑπάρξεις ποὺ ἡ ἀρρώστια ἔχει μεταβάλει τὰ σώματά τους σὲ ἕνα ἕλκος, μιὰ ἀνυπόφορη φρικτὴ πληγή.

Αὐτὰ τὰ δυστυχισμένα πλάσματα, μόλις ἀντίκρυσαν τὸν Χριστό, ἕνωσαν τὸν πόνο τους, τὴν συμφορά τους, ἕνωσαν τὴν φωνή τους «λέγοντες· Ἰησοῦ ἐπίστατα ἐλέησον ἡμᾶς». Κύριε Ἰησοῦ, διδάσκαλε λυπήσου μας. Ἡ μικρὴ αὐτὴ ἱκεσία φανερώνει πὼς οἱ δέκα λεπροὶ ἔχουν γνώση τῆς δυνάμεως τοῦ Χριστοῦ καὶ συνείδηση τῆς δικῆς τους ἀδυναμίας. Ἀκόμα ἡ μικρὴ αὐτὴ ἱκεσία «ἐλέησον ἡμᾶς», ὅπως φαίνεται στὴ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή, ἔχει μεγάλη δύναμη, γιατί, ὅταν λέγεται μὲ πίστη, ἑλκύει τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἀπαλλάσσει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν κακοδαιμονία. «Ἐλέησον ἡμᾶς» φωνάζουν δυνατὰ οἱ ἀσθενεῖς καὶ ἀπόκληροι καὶ «ἔστησαν πόρρωθεν», δηλαδὴ στάθηκαν ἀπὸ μακριά. Δὲν χρειάζεται ὅμως, γιατί οὐδόλως φοβίζει τὸν Κύριον ὁ μολυσμὸς τῆς ἀσθένειας, γιατί εἶναι ἀμόλυντος καὶ καθαρός. Δὲν φοβᾶται τὸν μολυσμὸ ἐκ τῆς ἁμαρτίας, γιατί εἶναι ἄμωμος καὶ ἀναμάρτητος καὶ γιὰ αὐτὸ διακηρύσσει «τίς ἐξ ὑμῶν ἐλέγχει με περὶ ἁμαρτίας» (Ἰωάν. 8,46). Κανένας ἠθικὸς μολυσμὸς καὶ κανένα μεταδοτικὸ νόσημα, ὅσο μεγάλα καὶ νὰ εἶναι, δὲν μποροῦν νὰ κάνουν τὸν Ἰησοῦ νὰ ὀπισθοχωρήση ἀπὸ τὴν ἐπαφὴ καὶ τὴ συναναστροφὴ μὲ τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ ἀσθενεῖς ποὺ ἔρχονται πρὸς Αὐτόν, γιὰ νὰ θεραπευθοῦν καὶ νὰ συγχωρηθοῦν. Ὅμως στοὺς συγκεκριμένους ἀσθενεῖς δὲν «ἐπιθέτει τὰς χεῖρας Του», ἀλλὰ τοὺς ὑποδεικνύει νὰ πᾶνε πρὸς τοὺς ἱερεῖς, γιὰ νὰ ἀποφανθοῦν γιὰ τὴν θεραπεία τους. «Πορευθέντες –εἶπε– ἐπιδείξατε ἑαυτοὺς τοῖς ἱερεῦσι». Ἔτσι προβλεπόταν ἀπὸ τὸν Μωσαϊκὸ Νόμο· ἂν κανεὶς εἶχε ἀπὸ τὴν λέπρα χτυπηθῆ, νὰ παρουσιάζη στοὺς ἱερεῖς τὸ σῶμα του καὶ νὰ πιστοποιεῖται ἔτσι ἡ ἀποθεραπεία του καὶ ἡ ἐλευθεροεπικοινωνία του. Καὶ τὸ ποθούμενο, τὸ θαῦμα, ἡ ἀποθεραπεία καὶ ἡ ἴαση συντελέσθηκε, ὅταν οἱ λεπροὶ πήγαιναν πρὸς τοὺς ἱερεῖς ὑπακούοντας στὸν Χριστὸ καὶ τὴν ὑπόδειξή Του. «Καὶ ἐν τῷ ὑπάγειν αὐτοὺς ἐκαθαρίσθησαν». Μέγα τὸ δῶρο. Μεγάλη ἡ χάρις καὶ ἡ εὐεργεσία τοῦ Ἰησοῦ πρὸς τοὺς δέκα λεπρούς. Ὅμως αὐτὴ ἡ εὐεργεσία δὲν ἐκτιμήθηκε ὅπως ἄξιζε· «ἔτρεξαν πρὸς τοὺς συγγενεῖς, τοὺς γνωστούς, τοὺς φίλους τους καὶ λησμόνησαν τὸν Ἕνα, Ἐκεῖνον μὲ τὸν ὁποῖον ἔπρεπε νὰ μοιρασθοῦν τὴν χαρὰ τῆς θεραπείας τους, ὅπως πρὸ ὀλίγου ἐμοιράσθηκαν τὴν θλίψη, τὸν πόνο καὶ τὴν ἀγωνία τους. Δὲν ἐπέστρεψαν δοῦναι δόξαν τῷ Θεῷ». Δὲν ἐπέστρεψαν νὰ εὐχαριστήσουν τὸν Εὐεργέτη. Γιὰ αὐτὸ καὶ βαθὺ παράπονο ἐκφράζεται ἀπὸ τὸν ἰατρὸ τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων.«Οὐχὶ οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν; οἱ δὲ ἐννέα ποῦ;». Δέκα δὲν γιατρεύθηκαν; Ποῦ εἶναι οἱ ἄλλοι ἐννιά; Μόνον ἕνας, ποὺ δὲν ἦταν καὶ συμπατριώτης, εἶχε ἐπιστρέψει καὶ μὲ εὐγνωμοσύνη καταφιλοῦσε τὰ πόδια τοῦ Ἰησοῦ εὐχαριστῶντας Τον. Καὶ συνεχίζει νὰ ἐκφράζη τὸ παράπονό Του «οὐχ εὑρέθησαν ὑποστρέψαντες δοῦναι δόξαν τῷ Θεῷ». Μέσα στὶς φράσεις αὐτὲς κρύβεται τὸ παράπονο τοῦ Θεοῦ γιὰ μία μερίδα ἀχαρίστων καὶ ἀγνωμόνων ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι παρ᾿ ὅτι πλούσια ἀπολαμβάνουν τὶς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ, τὴν ὑγεία, τὰ ἀγαθά, τὴν εὐφυΐα κ.λπ. πνευματικὰ καὶ ὑλικὰ χαρίσματα καὶ δωρήματα τοῦ οὐρανοῦ καὶ καυχῶνται γι᾿ αὐτά, ἐν τούτοις ποτὲ δὲν εὐχαριστοῦν, ποτὲ δὲν εὐγνωμονοῦν τὸν δοτῆρα καὶ χορηγῶν αὐτῶν, τὸν Ὕψιστον. Τὸ γαϊδουράκι γνωρίζει τὴ φάτνη του, τὸ βόδι τὸν κύριό του, ὁ ἄνθρωπος ὅμως οὔτε τὴν Ἐκκλησία γνωρίζει οὔτε τὸν Χριστὸ παραδέχεται ὡς Κύριο καὶ Θεό του οὔτε Τὸν δοξολογεῖ οὔτε Τὸν εὐχαριστεῖ.

Ἀδελφοί μου, γιὰ δέκα πρόσωπα κάνει λόγο τὸ Εὐαγγέλιο σήμερα. Οἱ ἐννιὰ εἶναι ἀχάριστοι. Ὁ ἕνας εἶναι εὐγνώμων. Ἐμεῖς οἱ σύγχρονοι ἄνθρωποι εἴμαστε χειρότεροι ἀπὸ τοὺς ἐννέα. Ἐκεῖνοι «μόνο νὰ εὐχαριστήσουν ξέχασαν». Ἐμεῖς, ὅμως, ὄχι μόνο ξεχνᾶμε, ἀλλὰ καὶ βλαστημᾶμε τὴν ὥρα ποὺ οἱ ἐκκλησίες λειτουργοῦν, τὴν ὥρα ποὺ στὴν ἱερουργία αὐτὴ ἄγγελοι καὶ χερουβεὶμ καὶ ἀρχάγγελοι ψάλλουν «Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος Κύριος Σαβαώθ» ὑπάρχουν εὐεργετηθέντες ἀδελφοὶ ποὺ βρίζουν, μουτζώνουν καὶ βλαστημᾶνε.

Τὸ παράπονο τοῦ Ἰησοῦ: «οὐχὶ πάντες εὐεργετήθησαν; Οἱ δὲ ἐννέα ποῦ;» ἀποτελεῖ ἔλεγχο γιὰ μᾶς καὶ καταδίκη, γιατί ὡς χριστιανοὶ καὶ ὡς Ἕλληνες καὶ ὡς ἔθνος εἴμαστε εὐεργετημένοι πολλαπλῶς ἀπὸ τὸν Κύριό μας καὶ «ἐν πολέμοις καὶ ἐν εἰρήνῃ», ἀλλὰ καὶ ὁλόκληρος ὁ κόσμος ἀπολαμβάνει τῶν δωρεῶν Του, ἀφοῦ «τὸν ἥλιον Αὐτοῦ ἀνατέλλει ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθοὺς καὶ βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους (Ματθ. 5, 45). Εἴμαστε εὐεργετημένοι ἀπὸ τὸν Ὕψιστο ποὺ «ἐνηνθρώπησεν», γιὰ νὰ σώση καὶ λυτρώση ὅλους. Ἐμπρὸς λοιπόν, ἂς μάθουμε, ἂς ἀρχίσουμε νὰ εὐγνωμονοῦμε τὸν Θεὸ ἐκφράζοντας ἔτσι καὶ τὴν πίστη μας καὶ τὴν ἀγάπη μας πρὸς Αὐτόν. Ὁ «ἀλλογενὴς» Σαμαρείτης ἔνοιωσε τὴν εὐεργεσία καὶ «ὑπέστρεψε μετὰ φωνῆς μεγάλης δοξάζων τὸν Θεόν». Ἡ ψυχή του ἦταν γεμάτη μὲ εὐγνωμοσύνη πρὸς τὸν Χριστὸ καὶ τὸ ἐκδήλωσε τοῦτο, ὅταν «ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ, εὐχαριστῶν Αὐτῷ». Κατάνυξη καὶ εὐγωνμοσύνη εἶναι ἀρετὲς εὐπρόσδεκτες στὸ Θεό. «Θυσία τῷ Θεῷ πνεῦμα συντετριμμένον, καρδίαν συντετριμμένην… ὁ Θεὸς οὐκ ἐξουδενώσει» (Ψαλμ. 50, 19).

Δέχθηκε ὁ Θεάνθρωπος τὰ αἰσθήματα τῆς εὐγνωμοσύνης τοῦ ἀλλοεθνοῦς Σαμαρείτη, τοῦ λεπροῦ, καὶ τὸν διαβεβαίωσε «Ἀναστὰς πορεύου. Ἡ πίστις σου σέσωκέ σε». Ἀδελφοί, καθημερινὰ ἂς εὐχαριστοῦμε τὸν Θεὸ γιὰ ὅλα λέγοντας «εὐλόγει ἡ ψυχή μου τὸν Κύριον καὶ μὴ ἐπιλανθάνου πάσας» τὰς εὐεργεσίας αὐτοῦ (Ψαλμ. 72, 2). «Ἐν παντὶ εὐχαριστεῖτε. Τοῦτο γὰρ θέλημα Θεοῦ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Α´ Θεσσ. 5-18), στὸν ὁποῖον ἀνήκει δόξα, τιμὴ καὶ εὐχαριστία καὶ τώρα καὶ πάντοτε. Ἀμήν.

Ἀρχιμ. Ν. Κ.