en ru

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΙΟΥΝΙΟΥ


1 Ἰουνίου 2008
ΣΤ’ Κυριακὴ ἀπὸ τοῦ Πάσχα
«Ἡ θεραπεία τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ»
(Ἰωάν. 9-1, 38)




«Ἐμὲ δεῖ ἐργάζεσθαι τὰ ἔργα τοῦ πέμψαντός με ἕως ἡμέρα ἐστί, ἔρχεται νὺξ ὅτε οὐδεὶς δύναται ἐργάζεσθαι» διεκήρυξε ὁ γλυκύτατος Ἰησοῦς, ἀδελφοί μου, καὶ γι᾿ αὐτὸ εὐεργετεῖ ὁ «μόνος ἰατρὸς τῶν ψυχῶν καὶ σωμάτων» καὶ θεραπεύει τοὺς παντοειδεῖς τυφλούς, σωματικῶς καὶ πνευματικῶς τυφλωθέντας. Παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ Ἰουδαῖοι ἐπεδίωκαν να λιθοβολήσουν καὶ να φονεύσουν τὸν Ἰησοῦ ἔξω τοῦ Ναοῦ, Αὐτὸς στέκεται γαλήνιος, γεμᾶτος συμπόνια για τὸ πλάσμα Του, τὸν τυφλό, ἀφοῦ «οὔτε ὁ ἴδιος ἥμαρτεν οὔτε οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἵνα τυφλὸς γεννηθῇ» καὶ χαρίζει σ᾿ αὐτοὺς εὐεργεσία ἠθικὴ καὶ σωματικὴ καὶ δυνατότητα «ἵνα ἀναβλέψουν» πνευματικά. Παρὰ ταῦτα ὅμως δεν θέλουν μερικοὶ να φωτισθοῦν καὶ να διδαχθοῦν τὴν ἀλήθεια· «τὸ φῶς ἐλήλυθεν εἰς τὸν κόσμον καὶ ἠγάπησαν οἱ ἄνθρωποι μᾶλλον τὸ σκότος ἢ τὸ φῶς».

Ἀδελφοί μου, ὁ τυφλὸς τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελικοῦ ἀναγνώσματος δὲν εἶχε ἁπλῶς μία πάθηση στὰ μάτια ποὺ τοῦ στεροῦσε τὴν δυνατότητα νὰ βλέπη τὰ θαυμάσια τῆς φύσεως καὶ τὰ πρόσωπα τῶν συνανθρώπων του, ἀλλὰ ἦταν ἐκ γενετῆς τυφλός, δηλαδὴ ὄχι μόνο δὲν εἶχε τὴν αἴσθηση τῆς ὁράσεως, ἀλλὰ δὲν εἶχε καθόλου μάτια. Καὶ ὁ Κύριός μας ποὺ «ἐργάζεται ἕως ἡμέρα ἐστὶ» δημιούργησε καὶ μάτια σ᾿ αὐτόν, ἀλλὰ τοῦ ἔδωσε καὶ τὴν αἴσθηση τῆς ὁράσεως.

Ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ὁ Κύριος ἐθαυματούργησε σ᾿ ἐκεῖνον ποὺ θρηνοῦσε σκοντάφτοντας στὰ λιθάρια, «Οὐχ ἱκανῷ τοῦ ἐρωτᾶν πότε νὺξ πότε ἡμέρα», ἀποδεικνύει ὅτι ὁ Χριστὸς «ἐστὶν ἀληθῶς ὃν ἔφη Μωυσῆς ἐν τῷ νόμῳ Χριστὸν Μεσσίαν. Ἐστὶν ἀληθῶς Σωτὴρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν», καὶ ὄχι μόνον. Ἐπιβεβαιώνεται ἡ θεόπνευστη διδασκαλία - διήγηση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, κατὰ τὴν ὁποία «ἔπλασεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον, χοῦν ἀπὸ τῆς γῆς, καὶ ἐνεφύσησεν εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ πνοὴν ζωῆς καὶ ἐγένετο εἰς ψυχὴν ζῶσαν». Αὐτὸ συμβαίνει καὶ σήμερα· «ἔφτυσε χάμω καί μὲ τὸ σάλιο Του ἔκαμε λάσπη, τὴν ὁποία ἔβαλε στις ἀδειανὲς περιοχὲς τῶν ματιῶν τοῦ τυφλοῦ». Αὐτὸς ὁ δημιουργικὸς λόγος τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἔπλασε τὸν Ἀδάμ, «τὸ ὁρᾶν ἐχαρίσατο» «τῷ ποτὲ τυφλῷ».

Ὁ Κύριος, ἀγαπητοὶ ἀκροατὲς τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, ἦλθε στὸν κόσμο μας, γιὰ νὰ ἀναδημιουργήση καὶ ἀναπλάση τὸ ἀνθρώπινο. Μὲ τὴν σάρκωσή Του δὲν ἦλθε μόνο τὸ φῶς τὸ ἀληθινὸ στὸν κόσμο· ἀλλὰ καὶ «ὀφθαλμὸν κατασκεύασε», γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ δοῦμε «τὸν νοητὸν ἥλιον τῆς δικαιοσύνης» καὶ μαζὶ μὲ τὸν τυφλὸν τοῦ Εὐαγγελίου νὰ ὁμολογοῦμε· Σὺ Κύριε εἶσαι «τῶν ἐν σκότει τὸ φῶς τὸ ὑπέρλαμπρον».

Δὲν εἶδε ὁ τυφλὸς τὸν Ἰησοῦ, ἀλλὰ ὁ Ἰησοῦς τὸν τυφλὸ καὶ τὴν ἀνάγκη καὶ τὸν θρῆνο του καὶ ἐπιμελεῖται τῆς θεραπείας του. Δὲν ἀναβάλλει τὴν θεραπεία, ἐπειδὴ ὁ ἥλιος βασίλευε καὶ ὁ κίνδυνος νὰ Τὸν συλλάβουν ἢ καὶ νὸ Τὸν λιθοβολήσουν οἱ Ἰουδαῖοι μεγάλωνε, ἀλλὰ ἔκαμε ἔλεος καὶ χάρισε τὸ φῶς στὸν τυφλό. Ὑπέροχο παράδειγμα καὶ παρακαταθήκη καὶ διαθήκη μᾶς ἄφησε· νὰ κάνουμε ἔλεος καὶ ἀγαθοεργίες, πρὶν ὁ ἥλιος βασιλέψη, «ἕως ἡμέρα ἐστίν». Διότι ἔρχεται νύξ, «ὅτε οὐδεὶς δύναται ἐργάζεσθαι». Ὅσο ἔχουμε τὴν ζωὴ μπροστά μας, πρὶν νὰ ἔλθη ὁ θάνατος, ἂς ἐργαζόμαστε τὸ καλό, γιατί, ὅταν θὰ ἔλθη ἡ νύχτα τοῦ θανάτου, τότε κανείς μας δὲν μπορεῖ νὰ ἐργασθῆ τὸ καλό οὔτε νὰ μετανοιώση, γιατὶ δὲν ἔκανε τὸ καλό.

Ὁ τυφλὸς πῆγε, ἀδελφοί, μὲ τὴν ὑπόδειξη τοῦ Χριστοῦ στὴν κολυμπήθρα τοῦ Σιλωάμ, ποὺ σημαίνει «ἀπεσταλμένος», καὶ «ἐνίψατο καὶ ἦλθε βλέπων». Ἡ πρώτη δὲ ἐπαφή του μὲ Αὐτόν τοῦ ἀποκάλυψε τὴν ἀλήθεια καὶ τὸν ὁδήγησε στὴν σωτήρια διακήρυξη· «Πιστεύω Κύριε· καὶ προσεκύνησεν αὐτῷ». Αὐτὸ ὅμως καθόλου δὲν ἄρεσε στοὺς Ἰουδαίους, γι᾿ αὐτὸ καὶ μὲ κάθε τρόπο, ὅπως προκύπτει ἀπὸ τὴν εὐαγγελικὴ περικοπή, προσπαθοῦν νὰ μειώσουν τὴ λάμψη καὶ τὴν ἀκτινοβολία τοῦ θαύματος, γι᾿ αὐτὸ λένε γιὰ τὸν Ἰησοῦ: «Οὗτος ὁ ἄνθρωπος οὔκ ἐστι παρὰ τοῦ Θεοῦ, ὅτι τὸ Σάββατον οὐ τηρεῖ»,«ὁ ἄνθρωπος οὗτος ἁμαρτωλός ἐστιν», «οὐκ οἴδαμεν πόθεν ἔστι» κ.λπ. ἀπαξιωτικά, γιατὶ τὸ «φῶς τοῦ κόσμου» μὲ τὴν ἀκτινοβολία Του φανέρωνε, ἀπεκάλυπτε τὴν γυμνότητα τῆς ὑποκριτικῆς διαγωγῆς τους. Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ σήμερα οἱ ἐχθροὶ τῆς πίστεως καὶ οἱ ὑπέρμαχοι τῆς ἀδικίας μάχονται τὴν πίστη πρὸς Ἐκεῖνον καὶ λοιδοροῦν αὐτοὺς ποὺ πιστεύουν. Ἀλλὰ ἡ πίστη μας εἶναι αὐτάρκης καὶ αὐτοδύναμη, εἶναι ζῶσα, ἀποκαλυπτική, εἶναι μυστήριο καὶ θαῦμα, εἶναι λύτρωση καὶ ζωή, ἐλπίδα καὶ προσδοκία, δόξα καὶ ἔπαινος καὶ τιμή.

Ὁ Ἰησοῦς εἶναι τὸ φῶς καὶ ἡ ζωή. Μόνο «ὁ ποιῶν τὴν ἀλήθειαν ἔρχεται πρὸς τὸ φῶς, ἵνα φανερωθῇ αὐτοῦ τὰ ἔργα, ὅτι ἐν θεῷ ἐστιν εἰργασμένα».

«Δικαιοσύνης Ἥλιε νοητέ, τὰ ὄμματα τῶν ψυχῶν ἡμῶν αὐγάσας υἱοὺς ἡμέρας δεῖξον». Ἀμήν.

Χριστὸς Ἀνέστη! Ἀληθῶς Ἀνέστη!

Ἀρχιμ. Ν. Κ.