en ru

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ

2 Δεκεμβρίου 2007
Κυριακὴ ΙΔ΄ Λουκᾶ
(Λουκ. 18, 35-43)




Στὴν Ἱεριχώ, ἀδελφοί, φέρνει σήμερα τὰ βήματά Του ὁ Χριστός. Ἦταν δὲ ἡ Ἱεριχὼ ἡ μεγαλύτερη καὶ πιὸ φημισμένη πόλη τῆς Παλαιστίνης. Πόλη τῶν ὁραμάτων, πόλη στὴν ὁποία κατέφυγαν οἱ Ἰσραηλῖτες, ὅταν ἐπιστρέψανε ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο, γιὰ νὰ φᾶνε τὸ πρῶτο ψωμί τους, ὅταν ἔπαψε πιὰ ὁ Θεὸς νὰ στέλνη σὲ αὐτοὺς «Μάννα» ἀπὸ τὸν οὐρανό. Ἐδῶ ὁ Χριστὸς συναντιέται μὲ τὸν Ζακχαῖο. Ἐδῶ στὴν Ἱεριχὼ ἕνας τυφλὸς ζητιάνος, ἕνα πλάσμα ἀξιολύπητο καὶ περιφρονημένο, ἕνας κουρασμένος ὁδοιπόρος μὲ συντροφιά του τὸ σκοτάδι καὶ τὴν ἐγκατάλειψη περιμένει καρτερικὰ «ἵνα ἀναβλέψῃ». Εἶναι ὁπλισμένος μὲ πίστη, ἐπιμονή, σταθερότητα καὶ ὑπομονή. Πιστεύει καὶ ἐπιμένει νὰ φωνάζη «Ἰησοῦ, υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με». Τί καὶ ἂν «οἱ προάγοντες ἐπετίμων αὐτῷ ἵνα σιωπήσῃ». Αὐτὸς πίστευε καὶ ἐπέμενε στὸ αἴτημά του. «Ἐλέησόν με, υἱὲ Δαυΐδ». Καὶ ἡ νίκη δὲν ἄργησε. Ἄκουσε τὸν Υἱὸ Δαυῒδ νὰ τοῦ λέγη «ἀνάβλεψον» καὶ παραχρῆμα ἀνάβλεψε.

«Υἱὲ Δαυΐδ». Αὐτὴ ἡ φράση σήμαινε πάρα πολλὰ γιὰ τοὺς Ἰουδαίους· σήμαινε τὸν ἀναμενόμενο Μεσσία καὶ Σωτῆρα τοῦ Ἰσραήλ. Ἐνῶ οἱ Φαρισαῖοι πολεμοῦσαν τὸν Χριστό, πολλοὶ ἀπὸ τὸν λαὸ εἶχαν καταλάβει. Ἡ φωνὴ λοιπὸν τοῦ τυφλοῦ τῆς Ἱεριχοῦς ἀξίζει ὅσο καὶ ἡ ὁμολογία τοῦ Πέτρου.

Ὅλες οἱ ἀσθένειες εἶναι δυνατὸν νὰ θεωρηθοῦν ὑποφερτὲς καὶ νὰ παρηγορηθοῦν. Ἡ τύφλωση ὅμως εἶναι ἀνυπόφορη, τὸ φῶς στὸν τυφλὸ εἶναι σκοτάδι, ὁ δρόμος του ὀλίσθημα καὶ σκόνταμα, ἡ ζωὴ του ἕνα συνεχὲς παράπονο καὶ μία συνεχὴς σκοτεινὴ ἄβυσσος καὶ σκοτάδι χωρὶς τέλος. Ὁ τυφλὸς συνεχῶς σκοντάφτει, πέφτει, γιὰ νὰ σηκωθῆ καὶ νὰ ξαναπέση. Ὁ τυφλὸς δὲν βλέπει τὸν ἥλιο, τὴ σελήνη, τὴ γῆ, τὸν οὐρανό, τὴ φύση, τοὺς ἀνθρώπους, τοὺς συγγενεῖς, τοὺς φίλους. Δὲν γνωρίζουμε ἂν ὁ τυφλὸς τῆς σημερινῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς ἦταν τυφλὸς ἐκ γενετῆς ἢ ὄχι. Γνωρίζουμε ὅμως ὅτι ἡ τύφλωση ἦταν συχνὴ στὴν Παλαιστίνη λόγῳ τοῦ καυστικοῦ ἥλιου καὶ τῆς πολλῆς σκόνης, ποὺ σὰν σύννεφο σηκώνεται καὶ τυφλώνει τοὺς κατοίκους της.

«Ἐκάθητο παρὰ τὴν ὁδὸν προσαιτῶν». Ἐκαθόταν καὶ ἐλάμβανε τὰ «ἐλέη» τῶν διαβατῶν συνανθρώπων του. Τί νὰ τὰ κάνη ὅμως τὰ ἐλέη αὐτά. Τοῦ ἔλειπε «τὸ μέγα ἔλεος», ἡ θεραπεία τῶν ματιῶν του, ἡ ἀνάβλεψη ἡ πνευματική, γιὰ νὰ μπορέση νὰ δῆ καὶ χαρῆ τὶς ὀμορφιὲς τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς. Ποιὸς ξέρει ἆραγε πόσα χρόνια νὰ περίμενε «προσαιτῶν».

Νὰ ὅμως ποὺ ἔφθασε ἡ ποθητὴ ἡμέρα, κατὰ τὴν ὁποία θὰ τοῦ δινόταν ἡ μεγαλύτερη χαρὰ καὶ εὐτυχία στὴ ζωή του, δηλαδὴ τὸ φῶς του. Ἡ ποθητὴ ἡμέρα ἔφθασε, ὅταν ἄκουσε τὴν ὀχλοβοὴ καὶ τὸν θόρυβο σὲ μία ἀπὸ τὶς κεντρικὲς ὁδοὺς τῆς Ἱεριχοῦς. Ἡ ποθητὴ ἡμέρα ἔφθασε, ὅταν «Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος παρέρχεται», ὅταν ὁ Ἰησοῦς ὁ υἱὸς Δαυῒδ ἐλεεῖ καὶ δίνει μὲ ἕνα πρόσταγμά Του τὸ φῶς στὸν τυφλό, ἐπιβραβεύει τὴν πίστη του καὶ τὴν ἐπαινεῖ.

«Ἐπετίμων οἱ προάγοντες (τὸν τυφλὸν) ἵνα σιωπήσῃ». «Αὐτὸς δὲ πολλῷ μᾶλλον ἔκραζεν· Υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησὀν με». Ἔτσι, ἐμπόδια προβάλλει ὁ κόσμος, ὅταν βλέπη ψυχὲς ποὺ ἔχουν τὴν ἐπιθυμία νὰ πλησιάσουν τὸν Χριστό. Τέτοια ἐμπόδια συνάντησαν οἱ μάνες ποὺ ἔφεραν τὰ βρέφη τους νὰ τὰ εὐλογήση ὁ Χριστός. Τέτοια ἐμπόδια γνώρισε ἡ Χαναναία, ὅταν πλησίασε τὸν Χριστὸ ζητῶντας Του νὰ θεραπεύση τὸ κορίτσι της. «Ἀπόλυσον αὐτῷ ὅτι κράζει ὄπισθεν ἡμῶν (Ματθ., 15-23). Παρόμοια ἦταν ἡ ἀντίδραση τοῦ κόσμου γιὰ τὰ παιδιὰ τὴν ἡμέρα τῶν Βαΐων ποὺ φώναζαν «Ὡσαννά». Παρακαλοῦσαν τὸν Χριστὸ νὰ μὴ τὰ δέχεται νὰ Τὸν ἐπευφημοῦν, γιατί τέτοιες φωνὲς τοὺς ἐνοχλοῦν. Ὅμοια ἦταν ἡ συμπεριφορά, συμπεριφορὰ ἐμποδίων, τοῦ κόσμου ποὺ ἔλεγε στοὺς Ἀποστόλους στὸ μεγάλο συνέδριο τῶν Ἰουδαίων νὰ μὴν κηρύττουν Χριστό, γιατὶ αὐτὸ τοὺς ἐνοχλεῖ. Βλέπουμε μὲ πολλὴ λύπη ἀνθρώπους «μοντέρνους» καὶ «προοδευτικοὺς» ποὺ εἰρωνεύονται τοὺς χριστιανούς, ἐπειδὴ κάνουν τὸν σταυρό τους, ἐπειδὴ προσεύχονται. Κοροϊδεύουν ὅσους ἐξομολογοῦνται καὶ κοινωνοῦν τῶν ἀχράντων μυστηρίων, μελετοῦν τὴν Ἁγία Γραφή, ἀναγνωρίζουν τὴν Ἐκκλησία ὡς κιβωτὸ σωτηρίας, τὴν ἐμπιστεύονται ὡς τὸ δῶρο καὶ τὸ μέσον τῆς σωτηρίας. Ἐμπόδια, εἰρωνεῖες, ἀπαξιωτικὰ χαμόγελα ἀλλὰ κατὰ τὰ ἄλλα «δῆθεν πρόοδος καὶ προοδευτισμός».

Ἀδελφοί μου, δὲν εἶναι ὅμως μόνο ἡ εἰρωνεία ἀλλὰ καὶ πολλὰ ἄλλα τὰ ἐμπόδια γιὰ τὴν χριστιανικὴ ζωή. Τὸ περιβάλλον ποὺ ζοῦμε εἶναι ἕνα ἀπέραντο ναρκοπέδιο. Ἀντιδράσεις θὰ βροῦμε καὶ μέσα στὸ σπίτι μας, στὸν τόπο τῆς ἐργασίας μας, πολλὲς δὲ καὶ ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ δὲν τὸ περιμέναμε. Ἐπίκαιρος καὶ ἐδῶ ὁ λόγος τοῦ Κυρίου μας ὅτι «ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ» (Ματθ. 10, 36). Δὲν εἶναι λίγοι οἱ μάρτυρες ποὺ θανατώθηκαν ἀπὸ χέρια συγγενικά. Ἀγαπητοὶ ἀκροατὲς τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, ἂν ὁ σημερινὸς τυφλὸς ἄκουγε τὸν κόσμο καὶ σιωποῦσε, θὰ ἦταν ἀκόμα «τυφλὸς καὶ προσαιτῶν». Ἂν ἡ Χαναναία δὲν ἱκέτευε τὸν Χριστό, δὲν θὰ θεραπευόταν ἡ κόρη της. Ἂν οἱ Ἀπόστολοι σιωποῦσαν, γιατί αὐτὴ ἦταν ἡ ἀπαίτηση τοῦ μεγάλου συνεδρίου τῶν Ἰουδαίων, ὁ Χριστὸς θὰ ἦταν ἄγνωστος. Ἂν οἱ μάρτυρες λύγιζαν καὶ ἄκουγαν τοὺς ἰσχυροὺς ποὺ τοὺς ἔλεγαν νὰ θυσιάσουν στὰ εἴδωλα, γιὰ νὰ σωθοῦν, δὲν θὰ εἴχαμε σήμερα ἁγίους. Ἂν οἱ νέοι μας ἄκουγαν τὶς σειρῆνες τοῦ κόσμου, δὲν θὰ εἴχαμε σήμερα οὔτε κληρικούς, οὔτε θεολόγους. Ἂν ἐσεῖς ὑπολογίζατε τὶς εἰρωνεῖες καὶ τὶς στεῖρες ἀντιθρησκευτικὲς καὶ ἀντιχριστιανικὲς ἀντιλήψεις τοῦ κόσμου, θὰ ἦταν οἱ ἐκκλησίες ἄδειες, ἀδελφοί μου.

«Στὸν δρόμο μας θὰ βροῦμε καταιγίδες, θὰ σπάζουνε μ᾿ ὁρμὴ κι οἱ κεραυνοί». Ἂν εἶναι νὰ πολεμήσουμε γιὰ τὸν Χριστὸ ἢ νὰ ἀμυνθοῦμε γιὰ Αὐτόν, θεία εἶναι ἡ δάφνη καὶ αἰώνια ἡ τιμή. Τὸ στεφάνι ἀμάραντο. Μεγάλη ἡ χαρὰ νὰ προστεθοῦμε στὴν δοξασμένη παράταξη ἐκείνων ποὺ πολεμοῦν καὶ πολεμοῦνται γιὰ τὴν ἰδέα τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Εὐαγγελίου, ἀφοῦ «ὁ ὑπομείνας εἰς τέλος, σωθήσεται» (Ματθ. 10, 22).

Ἀρχιμ. Ν.Κ.