en ru


ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΕΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΕΙΣ 
ΣΤΗΝ ΟΡΜΗ ΤΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗΣ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Τό τελευταῖο καιρό ὑπάρχουν ἀνησυχίες γιά τά ὅσα κυκλοφοροῦν καί  ἀκούγονται, καί συνεπῶς ἐσωτερικά ἐρωτήματα τά ὁποῖα δημιουρ-γοῦνται. Θά ἤθελα λοιπόν νά δοῦμε γενικότερα αὐτό πού ὀνομάζεται κοσμικό πνεῦμα ἤ πνεῦμα τῆς ἐποχῆς καί τό ὁποῖο ἐμφανίζεται μέ πολύ μεγάλη δύναμη νά ἐπηρεάζει τόν τρόπο τῆς ζωῆς μας, τόν τρόπο τῆς σκέψης μας, τήν καθημερινότητά μας, τόν γενικότερο προσανατολισμό μας. Πῶς θά μποροῦσε ἡ Ἐκκλησία, ἤ μᾶλλον πῶς τό πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας τό βλέπει καί πῶς τό ἀντιμετωπίζει. 
Θά κάνω λοιπόν μία περιγραφή σχετικὰ μὲ τὸ πῶς διαμορφώνεται αὐτό τό κλῖμα μέσα στό ὁποῖο ζοῦμε καὶ ἀποτελεῖ τὴν ἀτμόσφαιρά μας, τό ὀξυγόνο τό ὁποῖο προσλαμβάνουμε καί τό ὁποῖο, ἄν εἶναι μολυσμένο, δημιουργεῖ ἀναπνευστική ἀνεπάρκεια· ἄν εἶναι ὀξυγονωμένο καλά, δίνει ζωή. Καί ἀπ΄ ὅ,τι φαίνεται εἶναι μᾶλλον τό πρῶτο. Πῶς θά μπορούσαμε, λοιπόν, μέσα σέ ὅλο αὐτό τό πλαίσιο ζωῆς κι ἐμεῖς νά τοποθετηθοῦμε καί μέ τόν καλύτερο τρόπο νά ἀντιμετωπίσουμε αὐτήν τήν κατάσταση; 
 
ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΜΑΣ
Ἡ ἐποχή μας αὐτή ἔχει μερικά ἀντικρουόμενα χαρακτηριστικά. Εἶναι μιά ἐποχή πολύ ἐντυπωσιακῶν ὑποσχέσεων, τέτοιων πού βγάζει ἀπό τήν ψυχή ἔντονες ἐπιθυμίες. Καί σάν νά φαίνεται ὅτι μπορεῖ νά ὠθήσει τόν ἄνθρωπο νά θέλει πολλά καί μεγάλα πράγματα ἐδῶ καί τώρα καί τοῦ δείχνει ὅτι αὐτά μπορεῖ νά τοῦ τά προσφέρει μέσα ἀπό τήν διαφήμιση, μέσα ἀπό τήν προβολή ἑνός συγκεκριμένου πνεύματος καί ἤθους· τά μακρινά τοῦ τά κάνει κοντινά, τοῦ τά δίνει σέ εἰκόνα, τά ἐπιθυμεῖ, τά λαχταρᾶ. 
Ἐνῶ εἶναι τέτοια ἡ ἐποχή, μέ ἐντυπωσιακές ὑποσχέσεις, ἐμφανί­ζεται ταυτόχρονα νά εἶναι καί μιά ἐποχή μέ ἀσύλληπτα καί ἀνεπίλυτα προβλήματα πρωτοφανοῦς μεγέθους καί διαμετρήματος· μιά ἐποχή ἡ ὁποία φαίνεται ὅτι φτιάχνει τέτοιον χαρακτῆρα πού δέν μπορεῖ  ἡ ἴδια νά τόν ἀντιμετωπίσει. 
Κλασσικό παράδειγμα ἡ λεγόμενη οἰκονομική κρίση. Ἡ οἰκονομική κρίση φαίνεται ὅτι εἶναι πολύ μεγάλου μεγέθους. Μπορεῖ ἐμεῖς στήν Ἐλλάδα νά τήν βιώνουμε μέ ἕναν συγκεκριμένο τρόπο καί μέ μιά συγκε-κριμένη ἔκφραση, ἀλλά ὅμως φαίνεται ὅτι ἡ λύση της δέν εἶναι λύση πού ἀφορᾶ μόνο τήν Ἐλλάδα. Προσπαθοῦν ὅλοι νά βροῦν τούς τρόπους, ἀλλά ὅλοι φοβοῦνται ὅτι ἀπό τίς συγκεκριμένες ἐπιλογές καί λύσεις θά προκλη-θοῦν μεγαλύτερα προβλήματα στό γενικότερο παγκόσμιο περίγυρο. Αὐτό τό ἀναφέρω σάν ἕνα παράδειγμα πού μᾶλλον δέν εἶναι λάθος στήν ἐκτί-μηση καί στόν προσδιορισμό του. 
Ἕνα δεύτερο χαρακτηριστικό εἶναι ὅτι γιά πολλούς ἀνθρώπους ἔχει πολύ μεγάλους φόβους καί  μεγάλης  κλίμακος ἀνησυχίες καί ἀπει­λές. Ἡ δυνατότητα ἐπικοινωνίας εἶναι τέτοια πού κάνει τίς μάζες νά φοβοῦνται καί ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο ἐπηρεάζονται καί πληροφοροῦνται οἱ ἄνθρωποι εἶναι πολύ μαζικός. Ἄν δέν ὑπῆρχε αὐτή ἡ πληροφόρηση λίγοι θά τά μάθαιναν καί ἡ μετάδοση τῆς ἀρρώστειας, τῆς ἀγωνίας, τῆς ἀνησυχίας, τοῦ φόβου, τοῦ ἄγχους, τῆς αἴσθησης, τῆς ἀπειλῆς θά ἦταν πιό περιορισμένη. Βλέπουμε, λοιπόν, ὅτι τώρα σέ αὐτήν τήν ἐποχή ἀρχίζει ἡ αἴσθηση τῆς ἀπειλῆς, τοῦ φόβου καί τοῦ πανικοῦ νά προσλαμβάνει διαστάσεις ἀρκετά μεγάλες, θά λέγαμε, παγκόσμιες. 
Ἕνα τρίτο χαρακτηριστικό εἶναι ὅτι ὅλο αὐτό παρουσιάζεται μέ ἕνα στοιχεῖο πρωτοφανοῦς ὑλισμοῦ, εὐδαιμονισμοῦ καί ἀθεϊσμοῦ. Ἀκόμη κι ὅταν βουλιάζουμε δέν μᾶς βγαίνει ὁ Θεός. Δέν πάει ὁ νοῦς μας, ἐννοῶ ὄχι ἡμῶν ὡς ἀτόμων ἀλλά γενικότερα τῶν κοινωνιῶν. Φέτος, παρατή­ρησα καί μοῦ ἔκανε πάρα πολύ ἐντύπωση ἀκόμη ἀπό τήν περίοδο πρό τοῦ Πάσχα ἀπό τίς κάρτες πού πῆρα, ἀπό τά ὅσα διάβασα καί μέ τά ὁποῖα ἦρθα σέ ἐπαφή, ὅτι ἔγραφαν πιό πολύ ἀπό ὁποιαδήποτε ἄλλη χρονιά εἴτε «Καλή Ἀνάσταση» εἴτε «Χριστός Ἀνέστη». Καί ξεγελάστηκα, νόμιζα ὅτι ἦταν καλό. Τό γυρίζουν τώρα κάπως πρὸς τὴν θρησκεία νόμισα. Ἀλλά ὅταν μετά εἶδα τά κείμενα κανένα δέν μιλοῦσε γιά Χριστό. Ὅλα μιλοῦσαν γιά Ἀνάσταση ἀπό τήν κρίση, γιά Ἀνάσταση ἀπό τήν μιζέρια, γιά Ἀνάσταση ὡς ἀναζήτηση ἐλπίδων. Θεός πουθενά. Λέξη καλή, δανεισμένη ἀπό ἕνα γεγονός πού εἶναι πολύ σημαντικό γιά μᾶς ὡς Ἐκκλησία καί ὡς χριστιανικό κόσμο ἀλλά χρησιμοποιημένη ἐντελῶς διαφορετικά. Τό ἴδιο καί ὅλος ὁ ἑορτασμός τοῦ Πάσχα· ἐμφανίζει ἕναν χαρακτῆρα περισσότερο λαογραφικό, ὄμορφο, ἀκόμη καί τά ἔθιμα, ἀλλά πουθενά Χριστός, πουθενά ἐλπίδα ἀπό τόν Θεό, προσδοκία ἐλπίδας ἀπό κάπου. Αὐτό εἶναι ἄλλο ἕνα στοιχεῖο. Ἀκόμη καί στίς δικές μας παραδοσιακές κοινωνίες, οἱ ὁποῖες πραγματικά ζοῦσαν μέσα ἀπό τήν ζωή αὐτῶν τῶν γεγονότων, ἀρχίζει νά διαμορφώνεται μιά γλῶσσα ἡ ὁποία μᾶς εἶναι ξένη γλῶσσα γιά νά τήν καταλάβουμε καί πολύ δύσκολη κι ἐμεῖς ὡς Ἐκκλησία νά τήν μιλήσουμε. Καί μᾶς ἀποστερεῖ ἀπό νοήματα καί ἀλήθειες πάρα πολύ βασικές καί οὐσιαστικές. 
Νά πῶ καί ἕνα ἄλλο παράδειγμα. Πιό παλιά οἱ ἄνθρωποι, ὅταν ἐπρόκειτο να χτίσουν μία ἐκκλησία, τό πρῶτο πρᾶγμα πού ἔκαναν εἶναι ὅτι ἔβρισκαν τό καλύτερο οἰκόπεδο καί τό χαρακτήριζαν γιά ἐκκλησία. Καί οἱ ἄνθρωποι κάτω ἀπό οἰκονομικούς ὅρους πολύ χειρότερους καί ἀπό αὐτούς πού σήμερα ἐμεῖς ἔχουμε ἀγωνίζονταν καί ἔφτιαχαν τήν ἐκκλησία τους. Σήμερα ἀκόμα κι ἄν ἔχουμε ἀγορασμένο οἰκόπεδο γιά ἐκκλησία ἤ δωρισμένο, ἐμφανίζεται ἕνας ὁ ὁποῖος κάνει μιά προσφυγή στό Συμ­βούλιο Ἐπικρατείας καί μετά ἀπό καμιά δεκαριά χρόνια ἀποφασίζει τό Συμβούλιο Ἐπικρατείας ἄν πρέπει νά γίνει ἐκκλησία, ἄν αὐτό ἀντίκειται σέ περιβαλλοντικούς ὅρους, σέ ἀρχαιολογίες, ἄν κόβει τήν θέα, ἄν κάνει φασαρία, ἄν δημιουργεῖ ἠχορύπανση ἡ καμπάνα. Ἀκόμη κι ἄν τελε­σι­δι­κήσει, ὅπως κατ΄ ἐπανάληψη συμβαίνει αὐτό, δυσκολεύεται τό σύστημα νά ἀνοίξει τήν πόρτα καί νά δημιουργήσει μιά ἑστία πού νά θυμίζει Θεό καί νά παραπέμπει σ΄ αὐτόν. Ὑπάρχουν συγκεκριμένοι οἰκισμοί πού ἔχουν ὁδούς στό ὄνομα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου ἤ ἄλλων ἁγίων, συνήθιζαν ἐπίσης νά ὀνοματίζουν τήν βάρκα τους στό ὄνομα τοῦ Ἅγίου Νικολάου ἤ τῆς Παναγίας. Τώρα τίς βγάζουν Ροδούλα, Δαφνούλα, Σίσσυ, Νάνσυ. Ἤ γίνονται ἄς ποῦμε καινούργιοι οἰκισμοί, ὅπως Διώνη, Ντράφι ἤ Θρακο­μακεδόνες καί ἔχουν ὁδούς Ρόδων, Γαρυφάλλων, Λεμονιῶν, Λεμονανθῶν.  
Τά λέω ὡς ἐνδεικτικά στοιχεῖα πού καταδεικνύουν ὅτι στήν ἐποχή μας μεταφέρεται ὅλο τό ἐνδιαφέρον ἀπομακρυνόμενο ἀπό τό συγκε-κριμένο κέντρο τῆς πίστεως τό ὁποῖο εἶχαν οἱ πρόγονοί μας γύρω ἀπό τό ὁποῖο καί οἰκοδομοῦσαν τήν ζωή τους. Τέτοιου τύπου πράγματα δείχνουν ὅτι ὁ ἀέρας πού ἀναπνέουμε ἔχει κάπως ἀλλάξει. Ὅτι εἶναι ἐντελῶς διαφο­ρετικός καί πολύ αἰφνιδιαστικά ἐπιβαλλόμενος, διότι οἱ ἀλλαγές πού γίνονται, οἱ καταστάσεις πού εἶχαν κτιστεῖ ἐδῶ καὶ αἰῶνες, τώρα ἀλλάζουν μέσα σέ μερικές δεκαετίες. Ἐπίσης, ἔχει δημιουργηθεῖ μιὰ παγκόσμια ἀτμόσφαιρα, μέ ἰδεολογικές, ψυχολογικές καί πνευματικές συνέπειες στή ζωή τοῦ καθενός μας.
 
ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗΣ 
Ἄν θέλουμε νά δοῦμε πῶς ἔχει συμβεῖ αὐτό, θά βροῦμε μερικές σημαντικές λέξεις, μία ἐκ τῶν ὁποίων πού ἰδιαίτερα ἀκούγεται στίς μέρες μας εἶναι ἡ λέξη παγκοσμιοποίηση. Αὐτή ἡ λέξη δέν ἀκουγόταν ὅταν ἐγώ σπούδαζα στό πανεπιστήμιο. Εἶναι κάτι τό ὁποῖο μᾶλλον γεννήθηκε πρίν ἀπό μερικές δεκαετίες, ἀλλά ἄρχισε νά μπαίνει στή ζωή, νά τήν ἐπηρεάζει καί νά τήν διαμορφώνει τά τελευταῖα χρόνια. 
Θά ἤθελα λίγο νά τό προσδιορίσω ὄχι μέ μεγάλη ἐπιστημονική ἀκρίβεια, ἀλλά γενικά τί εἶναι αὐτό πού ὀνομάζεται παγκοσμιοποίηση. Καί πῶς αὐτό τελικά μπορεῖ νά εἶναι ὑπεύθυνο καί γιά καλά καί γιά ἄσχημα αὐτῆς τῆς ζωῆς· νά εἶναι κάτι καλό, ἀλλά ἐνδεχομένως νά κάνει μιά μεγαλύτερη ζημιά. Κι ἐνῶ μᾶς κατευθύνουν τήν προσοχή πρός τά θετικά ἀποτελέσματα, νά μήν μποροῦμε νά κατανοήσουμε τήν μεγάλη ζημιά τήν ὁποία σέ πνευματικό ἐπίπεδο μπορεῖ νά ὑφιστάμεθα. 
Ἡ παγκοσμιοποίηση εἶναι ἕνας οἰκονομικός ὅρος, ὁ ὁποῖος βασικά σημαίνει τήν σέ παγκόσμιο κλίμακα διακίνηση ἐμπορευμάτων, ὑλικῶν ἀγαθῶν, χρήματος, κεφαλαίων, καί ἐργαζομένων ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι πλέον μποροῦν, ἀντί νά περιορίζονται στήν κλειστή κοινωνία στήν ὁποία γεννήθηκαν καί στήν ὁποία ἐκπαιδεύτηκαν, νά διευρύνεται ὁ ὁρίζοντάς τους καί νά ἀγκαλιάζει ὅλη τήν ὑδρόγειο σφαίρα, ὅλους τούς λαούς. Αὐτό  ἔχει ὡς συνέπεια οἱ ἐπί μέρους οἰκονομίες κάπως εὐκολότερα νά ἐλέγ­χονται καί νά κατευθύνονται ἀπὸ τόν νοῦ μιᾶς παγκόσμιας οἰκονομίας. 
Ἔτσι λοιπόν δημιουργεῖται μιά παγκόσμια ἀγορά, μὲ μεγάλα ἐμπορικά κέντρα, τά ὁποῖα καθορίζουν τίς τιμές τῶν προϊόντων τους ἀνάλογα μέ τίς ἀπαιτήσεις τῆς ἀγορᾶς, μέ τήν ἀνταγωνιστικότητα καί μέ τό συμφέρον τῶν ἀγο­ραστῶν, μέ σκοπό νά εὐνοηθεῖ μιά κατανάλωση χαμηλοτέρων τιμῶν. Τό ἀποτέλεσμα εἶναι μέσα σέ ὅλο αὐτό τό κλῖμα νά μήν μποροῦν νά σταθοῦν οἱ μικροεπιχειρήσεις. Ἔρχεται ἕνας κολοσσός πού λέγεται ΙΚΕΑ, πού λέγεται CARREFOUR, καί ὁ παντοπώλης τῆς γειτονιᾶς, αὐτός πού ἔχει τό μικρό μαγαζάκι δέν ἀντέχει. Φεύγει. Ὁ κατα-ναλωτής μᾶλλον διευκολύνεται γιατί βρίσκει parking, γιατί ἔχει χαμηλές τιμές, γιατί τά βρίσκει ὅλα μαζί. Δημι­ουργοῦνται λοιπόν ἀγοραστικοί ὅροι τέτοιοι πού εὐνοοῦν τά πολύ μεγάλα. Αὐτό εἶναι τό ἕνα. 
Τό δεύτερο εἶναι γιά νά μπορέσει νά λειτουργήσει αὐτή ἡ μεγαλο­αγορά, πρέπει νά πληροφορεῖται ὁ κόσμος. Αὐτὸ ὁδηγεῖ σέ ἕνα σύστημα πληρο­φόρησης εὐρείας ἀπήχησης. Ἡ διάχυση τῆς πληροφορίας, ἡ δια­χείριση καί ἡ διακίνησή της γίνονται μέσα ἀπό τό διαδίκτυο. Αὐτό ὅμως μοιράζει τὴν πληροφορία σὲ ὅλον τόν κόσμο, πράγμα πού διευ­κολύνει τήν ἀνάπτυξη μιᾶς ἄλλης ἰδέας, αὐτῆς τῆς παγκόσμιας διακυβέρνησης. Ὅπως ἕνα μαγαζί μικρό πνίγεται ἀπό ἕνα μεγάλο, ἔτσι κι ἕνας μικρός λαός, μιά μικρή ἀγορά, μιά μικρή κοινωνία παραδίδεται σέ ἕνα ἐνδεχομένως ὑπερ-εθνικό οἰκονομικό κέντρο. 
Καί γιά νά μπορέσει νά λειτουργήσει αὐτό τό ὑπερβολικά μεγάλο σύστημα χρειάζεται ἕνας ψηφιακός ὑψηλῶν δυνατοτήτων μηχανισμός. Ἔτσι ὁδηγούμαστε στήν ἰδέα τῆς παγκόσμιας ἡλεκτρονικῆς διακυβέρ­νησης. Δέν γίνεται διαφορετικά. Εἶναι πράγματι πολύ πρακτικό. Ἔτσι ἐπί παραδείγματι ὅταν σέ ἕνα πολυκατάστημα τοῦ ἀερολιμένα Ἀθηνῶν σὲ ἕνα τριήμερο ἀργίας περνοῦν 18.000 ἄνθρωποι καί μπορεῖ νᾶ δεχθεῖ ταυτόχρονα μέχρι 4.000, ὁ ἔλεγχος τοῦ ἀριθμοῦ τῶν πελατῶν δέν μπορεῖ νά γίνει παρά μόνον κάποιον ψηφιακό κώδικα. Τό ἴδιο καί καί ὁ ἔλεγχος τῶν προϊόντων. 
Ἀντί νά μποῦμε στὴ χρονοβόρα διαδικασία τοῦ νά δίνουμε ρέστα καί χρήματα, χρησιμοποιοῦμε τήν ἡλεκτρονική κάρτα, τήν βάζουμε, περνάει καί στήν ἐφορία καί τελειώσαμε. Εἶναι ὄντως πολύ πρακτικό, καί δέν θά γινόταν ἀλλιῶς. Ἅρα ὁδηγούμαστε ὑποχρεωτικά σέ τέτοιου τύπου μηχανισμούς, οἱ ὁποῖοι ὅμως ἐκτός ἀπό πρακτικοί καί ἐξυπηρετικοί εἶναι ἐντελῶς ἀπρόσωποι καί φοβερά συγκεντρωτικοί. Τί ὅμως θά μποροῦσε νά σημαίνει παραπέρα; 
 Εἶπα προηγουμένως ὅτι δέν γίνεται μόνο διακίνηση κεφαλαίων, ἐμπορευμάτων, γίνεται καί διακίνηση ἐργαζομένων, ἀνθρώπων. Αὐτό ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα νά προκληθεῖ ἕνα ἄλλο μεγάλο πρόβλημα, τό μεταναστευτικό, ὅπου ἄνθρωποι πού δέν χωροῦν σέ ἕναν τόπο, πού ἡ ἀγορά δέν τούς ἐξυπηρετεῖ καί δέν εὐνοεῖ  τήν καθημερινότητα τῆς ζωῆς τους, θέλουν νά φύγουν νά πᾶνε κάπου ἀλλοῦ γιά νά βροῦν μιά καλύτερη τύχη. Αὐτό γινόταν καί στίς ἀρχές τοῦ περασμένου αἰῶνα καί μετά, καί ἔτσι δημιουργήθηκαν τά μεταναστευτικά ρεύματα. Αὐτό πού γίνεται τώρα, ὅπου ἑτοιμάζεται ὅλη ἡ Ἀφρική ἴσως νά ἀνεβεῖ λίγο βορειότερα καί νά μήν ὑπάρχει ἡ ὑποδομή ὑποδοχῆς της, εἶναι ἕνα καινούργιο φαινόμενο πού πλέον ἡ σύγχρονη πραγματικότητα καί τό σύγχρονο σύστημα θά ἔπρεπε νά τό διαχειριστεῖ. 
Καθώς τώρα γίνονται αὐτές οἱ μεγάλες μετακινήσεις τῶν πληθυ­σμῶν καί καθώς ἔχουν βελτιωθεῖ τά μέσα μαζικῆς μεταφορᾶς, ἀρχίζει νά δημιουργεῖται καί ἕνα μεῖγμα καί κρᾶμα πολιτισμῶν. Ἔρχονται ἄνθρωποι μέ δική τους ἱστορία, δικό τους πολιτισμό, δικές τους συνήθειες, δικές τους νοοτροπίες, τίς ὁποῖες πρέπει ὁ χῶρος φιλοξενίας τους νά τίς σεβαστεῖ καί μέ κάποιο τρόπο ἐπίσης νά τίς διαχειριστεῖ. Αὐτό ὅμως γιά νά γίνει προ­ϋποθέτει ἕναν διάλογο πολιτισμῶν πολύ διαφορετικό ἀπό ὅ,τι ἦταν παλαιότερα καί σέ πολύ μικρότερο χρονικό διάστημα. Μέσα στόν πολι­τισμό ὑπάρχει καί αὐτό τό ὁποῖο ὀνομάζεται θρησκεία: οἱ θρησκευτικές παραδόσεις, ἡ πίστη στόν Θεό, οἱ θρησκευτικές συνήθειες, οἱ ἐκφράσεις τῆς λατρείας κ.ο.κ.
Ἀρχίζουμε λοιπόν στήν κοινωνία μας νά μιλοῦμε γιά πολυπολιτι­σμικότητα, γιά πολυθρησκευτικότητα. Γιά νά μπορέσουμε νά συγκρα­τη­θοῦμε καί νά μήν ἀρχίζουμε νά φιλονικοῦμε ἐπειδή ἔχουμε διαφορε­τικές θρησκεῖες, διαφορετικές συνήθειες, διαφορετικές νοοτροπίες, διαφο-ρετικό πολιτισμικό ὑπόβαθρο καί παρελθόν, πρέπει κάπως νά γίνει μιά διαχείριση αὐτοῦ τοῦ πράγματος, ὥστε οἱ φιλοξενοῦσες χῶρες τοῦ λεγό­μενου ἀναπτυγμένου κόσμου νά βροῦν πῶς θά δεχθοῦν τούς ἀνθρώπους πού ἔρχονται γιά νά ζήσουν σέ αὐτήν τήν κοινωνία, γιά νά βγάλουν λίγα χρήματα, νά μπορέσουν νά ἀνασάνουν. 
Ἔτσι πρέπει νά δημιουργηθεῖ κάτι τό ὁποῖο νά εἶναι, ὅπως εἴπαμε, μεγάλου μεγέθους στόν ἔλεγχο καί ἐνδεχομένως σέ παγκόσμιο διαμέ­τρημα. Σέ πρώτη φάση λοιπόν δημιουργοῦνται οἱ παγκόσμιοι ὀργανισμοί στή Νέα Ὑόρκη καί μέ Εὐρωπαϊκή ἕδρα τή Γενεύη καί οἱ Εὐρωπαϊκοί στό Στρασβοῦργο καί στίς Βρυξέλλες. Στή συνέχεια, δημιουργεῖται τό Διεθνές Νομισματικό Ταμεῖο, ἡ Παγκόσμια Τράπεζα κ.ο.κ. Ἕνα παγκόσμιο σύστη-μα σκεπάζει ὅλον τόν κόσμο καί προσπαθεῖ νά τοῦ λύσει τά προβλήματα μέ τήν δύναμη τήν ὁποία συσσωρεύει. Γιά νά μπορέσουν νά τό κάνουν αὐτό οἱ ὀργανισμοί, ἀρχίζει νά ἀναπτύσσεται πλέον μιά παγκόσμια πολι-τική. Ἡ πολιτική θέλει τό κάθε πρόβλημα νά τό ὀργα­νώσει καί νά τό λύσει. Μέ αὐτόν τόν τρόπο δημιουργοῦνται οἱ πολιτικοί ὀργανισμοί, ἡ  Εὐρωπαϊκή Ἕνωση ἤ ὁ ΟΗΕ. 
Ἔτσι, δημιουργεῖται λοιπόν ἕνας χῶρος ὅπου κυοφορεῖται μιά πολι-τική ἀντίληψη, ἐντελῶς ἄλλου μεγέθους ἀπό τήν πολιτική ἀντίληψη τῶν ἐπί μέρους χωρῶν, ἡ ὁποία καί ἐπιβάλλεται. Αὐτό συμβαίνει τώρα καί μέ μᾶς. Καί ἐμεῖς ἀπό τήν μιά μεριά ἔχουμε πάρει ἀπό τήν ἔνταξή μας στήν Εὐρωπαϊκή Ἕνωση, τά ἀγαθά της, τά δάνειά της, ἀλλά ἔχουμε πάρει καί τήν ὑποχρέωση τῆς ἐξόφλησης· καί δέν ἐννοῶ σέ χρῆμα, ἐννοῶ σέ ὅλα τά ἄλλα, σέ πολιτισμό, σέ νοοτροπία, σέ τρόπο ζωῆς κ.ο.κ. Δημιουργεῖται ἐπίσης ἕνα παγκόσμιο σύστημα παιδείας, πῶς ἐκπαιδεύονται οἱ ἄνθρω-ποι. Μᾶς ἔρχονται ὁδηγίες ἀπ΄ ἔξω πῶς θά ὀργανωθεῖ ἡ παιδεία μας, καί ὄχι μόνο ἡ σχολική παιδεία. Τό σύστημα ἐκπαίδευσης στήν χώρα μας συμμορφώνεται πρός τό εὐρωπαϊκό, γιατί δέν μπορεῖς νά σταθεῖς στό ἐξωτερικό ἀλλιῶς. Θά πᾶς νά συναγωνιστεῖς, νά δώσεις ἐξετάσεις μέ ἐντελῶς ἄλλα δεδομένα. Γιά νά ἐνταχθεῖ τό ἐπιστημονικό μας κοινό καί οἱ ἐκπαιδευόμενοι πολῖτες, τά παιδιά μας, θά πρέπει τό σύστημα ἐκπαί­δευσής μας νά εἶναι προσαρμοσμένο σέ μιά παγκόσμια πάλι ἀντίληψη γιά τήν παιδεία, γιά τήν προσφορά τῆς γνώσης, τόν τρόπο καλλιέργειας, τίς πληροφορίες κ.ο.κ. 
Αὐτό σταδιακά ἀλλοιώνει τήν παιδεία. Ἔτσι, ἐνῶ ἡ παραδοσιακή παιδεία στήν Ἑλλάδα εἶχε ὡς στόχο της τήν καλλιέργεια τῆς σοφίας, δηλαδή μιᾶς πολύ βαθειᾶς διεργασίας ἡ ὁποία δένει τήν γνώση, τήν ὅποια πληροφορία μέ τήν ἴδια τήν ζωή καί κάνει τόν ἄνθρωπο νά μπορεῖ νά ἀναπτύσσεται κριτικά, νά τήν ἀξιολογεῖ, νά τήν προσλαμβάνει, νά τήν ἀπορρίπτει, μετά τόν διαφωτισμό καί τήν ἀνάπτυξη τῶν ἐπιστημῶν ἀπομακρυνθήκαμε ἀπό τή σοφία, χάσαμε τόν στόχο τῆς καλλιέργειάς της καί περάσαμε στό ἐπίπεδο τῆς γνώσης. 
Μέ τόν τρόπο αὐτόν, ἡ καρδιακή ὡριμότητα ἀντικαταστάθηκε ἀπὸ τήν διανοητική κατανόηση καί τήν ἀπόκτηση γνώσεων, προκειμένου νά τίς χρησιμοποιήσουμε ὅπως θά ἤθελαν οἱ κοινωνίες γιά τίς καθημερινές μας ἀνάγκες. Ἐπειδή ὅμως αὐτήν τή συσσωρευμένη γνώση δέν μποροῦμε εὔκολα νά τή διαχειριστοῦμε στήν ἐποχή τῆς πληροφορικῆς, πλέον τό κέντρο τῆς παιδείας μετατοπίσθηκε στή συγκέντρωση πληροφορίας. Φύγαμε, λοιπόν, ἀπό τήν σοφία, περάσαμε στήν γνώση καί καταλήξαμε στήν πληροφορία. Ἀπό τήν γενικευμένη καί κριτική ἀξιολόγηση τῆς γνώσης ὁδηγηθήκαμε στήν ἀπομνημόνευση τῆς ἀποκομμένης πληροφο­ρίας, ἡ ἀναζήτηση τῆς ὁποίας μπορεῖ πλέον νά γίνει μέσω τῶν λεγομένων μηχανῶν ἀναζήτησης διαδικτυακά. 
Καί οἱ ἐκκλησιαστικοί ἄνθρωποι εἶναι ὑποδουλωμένοι στή θρη­σκευτική πληροφορία. Φτιάχνουν μιά πίστη πού στηρίζεται σέ θρη­σκευτικές πληροφορίες. Βρίσκουν ὅτι ὁ ἕνας πατέρας τῆς Ἐκκλησίας λέγει αὐτό, ὁ ἄλλος θεολόγος λέγει κάτι διαφορετικό καί προσπαθοῦν να βασισθοῦν σέ πράγματα πού κατανοοῦν. Αὐτό ὅμως δέν ἔχει ζωή. Δημιουργεῖται λοιπόν ἕνα σύστημα παιδείας καί σκέψης πού βασίζεται στήν πληροφορία, ὄχι στήν ἀναλυμένη γνώση καί καθόλου στή σοφία. Καί αὐτό, ὅπως εἶπα προη­γουμένως, ἔχει ἕνα μεγάλο πλεονέκτημα στή διαχείριση, ἔχει ὅμως ἕνα τεράστιο μειονέκτημα στήν ἀνάλυση καί στό ἀποτέλεσμα ἐπί τοῦ συνόλου ἀνθρώπου καί τῆς πνευματικῆς του δια-μόρφωσης. 
Λένε πολλοί ὅτι ἡ οἰκονομική κρίση δέν εἶναι οἰκονομική ἀλλά εἶναι κρίση ἀξιῶν. Ποιές εἶναι αὐτές οἱ ἀξίες, οἱ παγκόσμιες καί παναν­θρώ-πινες ἀξίες; Ποιές εἶναι αὐτές τίς ὁποῖες τελικά μπόρεσε νά ὑπηρετήσει ἡ παγκοσμιοποίηση; Ἡ ἐνότητα, ἡ ἀλληλεγγύη, ἡ συνύπαρξη, τά ἀτομικά δικαιώματα, ἡ ἰσότητα, οἱ ἴσες ἐνδεχομένως εὐκαιρίες, ὁ ἀλληλοσεβασμός, ὁ ἀντιρατσισμός, ἡ ἀντιμισαλλοδοξία, ἡ ἀνεκτικότητα. Γιά νά συνυπάρ-χουμε στίς κοινωνίες ἄνθρωποι διαφόρων παραδόσεων, πολιτισμῶν, θρησκειῶν, συνηθειῶν καί νοοτροπιῶν πρέπει πάνω σέ αὐτά νά στηρι-χτοῦμε. Καί ὄντως αὐτά εἶναι πολύ καλά καί σημαντικά ὡς στοιχεῖα ζωῆς. Ἐάν ὅμως εἶναι μόνον αὐτές οἱ ἀξίες, τότε θά μποροῦσε νά ὁδηγούμασταν σέ ἕναν συγκρητισμό καί μιά σχετικοποίηση. Ὁ καθένας νά ἔχει τόν θεό του, ὅπως τόν καταλαβαίνει. Ἄρα φεύγουμε ἀπό τόν Θεό πού εἶναι ἡ ἀλήθεια, πού εἶναι ὁ Ὤν καί πᾶμε στόν θεό τόν ὁποῖο ἐμεῖς πιστεύουμε. Μᾶς ἀρέσει ἕνας θεός, τόν φτιάχνουμε, καί τόν πιστεύουμε. Ἔτσι, δέν ἀναζητοῦμε τόν ἀληθινό Θεό, ἀλλά ἀρκούμεθα στήν συνύ­παρξη τῶν ἀνθρώπινων θεῶν τοῦ καθενός. Αὐτό τό πρᾶγμα λέγεται σχετικοποίηση ἤ συγκρητισμός. 
Στή βάση αὐτήν στηρίζεται ἡ ἰδέα μιᾶς παγκόσμιας θρησκείας ἤ αὐτή τῆς οἰκουμενικῆς κίνησης. Στόχος της εἶναι νά ἑνωθοῦμε οἱ χριστια-νοί, τηρῶντας τό «ἵνα ὦσιν ἕν», πού προσευχήθηκε ὁ Χριστός. Καί αὐτό εἶναι εὐλογημένο. Στήν πράξη ὅμως πῶς θὰ γίνει; Πῶς θά συνεν­νοηθοῦμε μέ τόν πάπα, ὁ ὁποῖος, κατά τήν πίστη τῶν λατίνων, αὐτός εἶναι ἡ κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, μέ ἀποτέλεσμα  νά προκύπτει ἕνα παπο­κεντρικό σύστημα διοίκησης τῆς Ἐκκλησίας; Ἀντίθετα, ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι ἔχουμε τό συνοδικό σύστημα. Δηλαδή δέν εἶναι ὁ ἀρχιεπίσκοπος πού ἀποφασίζει, ἀλλά εἶναι ἡ Σύνοδος. Αὐτά τά δύο δέν συνδυάζονται. Ἐπίσης, τό ἀλάθητο τοῦ πάπα ἐμεῖς δέν τό καταλαβαίνουμε. Αὐτοί τό ἀγκάλιασαν, τό πίστεψαν, μέ αὐτό μεγάλωσαν. Ἐπειδή δέν μποροῦμε ἀμοιβαίως νά κατανοηθοῦμε, ὁ σκοπός τῆς ἕνωσης ὁδηγεῖ μοιραῖα στήν ἄποψη νά βροῦμε τά κοινά μας σημεῖα, τί μᾶς ἐνώνει καί ὄχι τί μᾶς χωρίζει. Αὐτό ἀκούγεται πάρα πολύ καλό. Ἀντί νά τσακωνόμαστε εἶναι πολύ καλό ἄν ὁ στόχος μας εἶναι, ὄχι νά βροῦμε τήν ἀλήθεια, ἀλλά νά τά βροῦμε μεταξύ μας. Νά φθάσουμε σέ ἕνα concensus,  δηλαδή σέ μιά ἀμοι-βαία ἀνεκτικότητα συνύπαρξης. Ὄντως εἶναι καλό. Ναί, ἀλλά ὑπάρχει ἀλήθεια; 
Ἀρχίζει λοιπόν ἡ ἀνάγκη συνύπαρξης νά ἐπιβάλλει ὑποχρεωτικά ἕνα κοινωνικοῦ ἤ ψυχολογικοῦ τύπου concensus. Νά βροῦμε τρόπο νά καθίσουμε στό ἴδιο τραπέζι. Τώρα τί θά γίνει ἀπό κεῖ καί πέρα, τό τί θά ποῦμε καί ποῦ θά πᾶμε δέν ξέρουμε· ὁ στόχος μας εἶναι νά τά βροῦμε. Ὄχι νά Τόν βροῦμε. Καί αὐτό περνάει ὡς κάτι καλό καί εὐλογημένο. Οἰκουμενισμός,  ἑνότητα, ἀγάπη. Πολύ ὡραία ἰδέα. Κι ἐμεῖς ἄν ἤμασταν γεννημένοι σέ ἕναν ἄλλο χῶρο, αὐτή τήν στιγμή θά εἴχαμε ἐνδεχομένως ἄλλη πίστη. 
Ὅλα αὐτά εἶναι ἀπόρροια αὐτῆς τῆς παγκοσμιοποιητικῆς ἀντίλη­ψης. Ἔτσι δημιουργεῖται κάτι πού ἐπιβάλλεται ὡς δύναμις καί ἐκφράζεται ὡς παγκόσμια οἰκονομία, ὡς παγκόσμιοι ὀργανισμοί, ὡς παγκόσμια πολιτική, ὡς παγκόσμια παιδεία, ὡς παγκόσμιες ἀξίες, ὡς παγκόσμιες συνήθειες, ὡς κοινή μόδα καί γλῶσσες. Δημιουργεῖται μιά παγκόσμια συμπεριφορά, μιά παγκόσμια νοοτροπία, μιά παγκόσμια πληροφόρηση. Ἀνοίγουμε τήν τηλεόραση καί μαθαίνουμε ἀπό μιά εἰκόνα τήν ὁποία τήν παίρνουν οἱ διάφοροι τηλεοπτικοί σταθμοί ὅλοι οἱ λαοί τό ἴδιο πρᾶγμα. Καί δέν μποροῦμε εὔκολα νά τό ἐλέγξουμε. Εἶναι εὔκολη ἡ πληροφόρηση, ἀλλά αὐτό δέν σημαίνει ὅτι κατ’ ἀνάγκην ἡ πληροφόρηση εἶναι καί ἀξιόπιστη. Πιθανόν νά εἶναι ἐλεγχόμενη. Αὐτό ὁδηγεῖ στόν λεγόμενο ἠλεκτρονικό ἔλεγχο. 
Ἕνα ἄλλο πρᾶγμα πού χρησιμοποιεῖται ἀπό τό σύστημα εἶναι ἡ ἀντικατάσταση τῆς θρησκείας τοῦ Θεοῦ μέ μιά θρησκεία ὅπου Θεός εἶναι ἕνας μή Θεός∙ ὄχι ἡμίθεος, ἀλλά μή Θεός. Γιά παράδειγμα θα ποῦμε τό ἑξῆς: Ἐμεῖς ὡς Ἐκκλησία θέλουμε νά ἀποδείξουμε στήν κοινωνία ὅτι εἴμαστε ἀναγκαῖοι, ὅτι κάνουμε κοινωνικό ἔργο -αὐτό εἶναι τό μεγάλο μας ἐπιχείρημα- ταΐζουμε φτωχούς, ἀνοίγουμε νοσοκομεῖα, ἔχουμε τόσα ἱδρύ­ματα. Καί δέν εἶναι λάθος. Εἶναι καί ἀλήθεια καί ἀνάγκη. Ἀλλά τελικά πείθουμε τήν κοινωνία γιά τήν ἀναγκαιότητά μας μόνον στήν βάση τῆς κοινωνικῆς προσφορᾶς πού αὐτή ἐπιθυμεῖ. Αὐτό δέν ἔχει Θεό. Δέν χρειά­ζεται ἕνας Θεός γιά νά δώσουμε ἐμεῖς συσσίτια. Μποροῦμε νά τό κάνουμε καί χωρίς θεό. Ἄν ἐγώ τώρα σᾶς ἔλεγα νά δώσετε ἀπό ἕνα εὐρώ, θά μαζεύαμε τετρακόσια εὐρώ. Δέν εἶναι δύσκολο. Χωρίς νά τό καταλάβει ἡ μονάδα, μαζεύει κάτι ὁ πυρήνας. Καί αὐτό τό μεταφράζει σέ ἔργο. 
Αὐτό ἔχει νά κάνει μέ τήν ὑλική ἀνάγκη τοῦ λαοῦ, ἀλλά ὄχι μέ τήν ἀνάγκη τοῦ λαοῦ γιά Θεό. Μᾶς φτιάχνουν λοιπόν μέ ἀλλοιωμένη τήν ταυτότητα καί μᾶς δέχεται τό σύστημα καί καμαρώνουμε ὅταν μᾶς ἀνα­γνωρίζουν ὡς Ἐκκλησία, ὅταν δέχονται νά διδάσκονται τά θρησκευτικά μας, ὅταν προστατεύονται τά δικαιώματά μας. Δέν λέω ὅτι δέν πρέπει νά διδάσκονται τά θρησκευτικά, ἀλλά σᾶς τό λέω γιά νά δείξω πῶς νοιώ­θουμε. Αὐτό ἀπό μόνο του δέν γεννάει Θεό. Μπορεῖ νά διδάσκεις θρη­σκευτικά καί νά μήν ἀναδύεται ὁ Θεός. Μπορεῖ νά εἶσαι καταπληκτικός στή λατρεία, μέ χορωδίες καί στολισμούς καί αὐτό νά εἶναι ἕνα παχύ ἐπίγειο πρᾶγμα μέ θρησκευτική ἐπίφαση χωρίς Θεό. 
Ἕνα λοιπόν στοιχεῖο πού ἔρχεται ὡς ἀποτέλεσμα τῆς σύγχρονης νοοτροπίας εἶναι ὅτι κάπως μᾶς χάνεται ὁ Θεός καί ἡ ἀνάγκη Του. Ἡ ἀνάγκη ὑπάρχει εἴτε ὡς ψυχολογική, ἔχω  φοβίες, ἀνασφάλειες, θέλω νά τά ἔχω καλά καί μέ τήν συνείδησή μου κ.λπ. Πολλοί μοῦ εἶπαν αὐτές τίς μέρες νά προσευχηθῶ γιά κάποιους νά πετύχουν στίς ἐξετάσεις πού ἀρχί-ζουν αὔριο. Εἶναι λάθος καί δέν θά προσευχηθῶ. Διότι δέν μπορῶ νά σταθῶ μπροστά στήν εἰκόνα καί νά πῶ «Θεέ μου, βοήθησε νά γράψει ἡ Κατερίνα καλά, ὁ Κώστας νά περάσει στό βιολογικό». Εἶναι λάθος. Αἰσθά-νομαι ὅτι ὁ Θεός ἀπό πάνω ἄν μέ βλέπει θά λέει «καλά, τόσο ἀνόητο δεσπότη ἔχω ἐκεῖ κάτω;» Δέν ὑπάρχει τέτοιο πρᾶγμα. Δέν ὑπάρχει. Εἴπαμε νά κάνουμε λειτουργίες. Νά κάνουμε λειτουργίες, ὄχι γιά νά φαίνεται ὅτι κάνουμε λειτουργίες γιά τίς ἐξετάσεις καί ἄρα εἴμαστε κοντά στή νεολαία. Νά κάνουμε μιά ἀγρυπνία, νά κάνουμε μιά ἀκολουθία, περνοῦν μιά δύσκολη κατάσταση τά παιδιά, νά βοηθήσει ὁ Θεός, νά φωτίσει κι ὅ,τι θέλει ἄς κάνει ἀπό ἐκεῖ καί πέρα. Δέν ἔχει καμιά σημασία σέ ποιό τμῆμα θά περάσουμε. Δέν ἔχει καμιά σημασία τί βαθμό θά πάρουμε στά μαθηματικά ἤ στά ἀρχαῖα ἑλληνικά. Μέ αὐτό δέν ἀσχο-λεῖται ὁ Θεός. Αὐτό εἶναι μιά ἐντελῶς κοσμική ἀνθρώπινη κατανοητή ἀνάγκη, ἡ ὁποία ὅμως δέν ρυθμίζεται ἀπό κάπου ἀλλοῦ. Ἡ ἀντίληψη αὐτή δημιουργεῖ λάθος σχέση. Καί δέν νομίζω ὅτι ἀδικῶ τήν ἀλήθεια. Δέν εἶναι αὐτός ὁ Θεός. Οὔτε ὁ ὑπαρκτός, ὁ Ὤν, οὔτε κἄν θά ἔπρεπε νά εἶναι καί ὁ ἐπιθυμητός. Αὐτός εἶναι ὁ φτιαχτός, ὁ ἀνθρωπο­κατα­σκευασμένος, αὐτός πού πεθαίνει. Αὐτός πού διώκεται καί χάνει, εἶναι αὐτός πού ἀπειλεῖται. Δέν εἶναι ὁ Θεός. 
Τό ἑπόμενο πού τό ὑπενίχθην καί προηγουμένως εἶναι ὅτι γιά νά μπορέσει νά ἐλεχθεῖ, νά ρυθμιστεῖ ἤ νά λειτουργήσει αὐτό τό σύστημα συγκεντρώνεται τεράστια δύναμη στά χέρια κάποιων, οἱ ὁποῖοι εἶναι  πρῶτον, ἄγνωστοι, δέν τούς γνωρίζουμε, δεύτερον, ἔχουν μαζέψει πρωτο­φανῶς μεγάλη δύναμη, τέτοια καί τόση πού ποτέ στήν ἱστορία δέν ἦταν συγκεντρωμένη κάπου καί τρίτον, δέν εἶναι ἐλεγχόμενοι. Δέν ὑπάρχει ἕνας μηχανισμός νά δεῖ ποιοί εἶναι αὐτοί. Καί τί κάνουν καί γιατί τό κάνουν καί ποῦ θά λογοδοτήσουν. Καί ἕνα τέταρτο, εἶναι χωρίς Θεό. Εἴμαστε σχεδόν σίγουροι ὅτι ἔτσι εἶναι. 
 
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΕΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΕΙΣ
Αὐτό λοιπόν ὅλο ἔχει ἐπίσης αὐτήν τήν δυναμική μέ τήν ὁποία καταστρέφει τήν ἱστορία, καταστρέφει τούς πολιτισμούς, καταστρέφει τήν ἰδιοπροσωπεία, καταστρέφει τά πρόσωπα, τήν ἐλευθερία. Φτιάχνει φωτο-αντίγραφα. Ἕνα ἀπό αὐτά εἴμαστε κι ἐμεῖς. Κάτω ἀπό αὐτές τίς συνθῆκες πρέπει νά βροῦμε τό δικό μας πρόσωπο ὁ καθένας. Αὐτό λίγο ὡς πολύ ὅλοι τό καταλαβαίνουμε. Μᾶς ἔχει εὐτελίσει τό ἴδιο τό σύστημα ὡς πρόσωπα, ὡς οἰκογένειες, ὡς κοινωνίες, ὡς ἔθνος, ὡς κόσμος. Ἔχουμε εὐτελισθεῖ διεθνῶς. Διερωτώμεθα πόσο χαμηλότερα θά πᾶμε. Καί δέν πηγαίνει παρακάτω. Παρά ταῦτα, καταλαβαίνουμε ὅλοι ὅτι συμπερι­φερό­μαστε ὅπως μᾶς ὑποχρεώνει τό σύστημα. Χάσαμε λίγο τήν ἐλευθερία μας μέ τήν ὁποία ἡ στενότερη σχέση πού ἔχουμε εἶναι ὅτι θά τήν θέλαμε, ὄχι ὅτι τήν ἔχομε. Καί πρέπει κάτι νά κάνουμε. 
Στό μυαλό μας, λοιπόν, στό δικό μου τουλάχιστον τό μυαλό, ἔρχε-ται αὐτό πού εἶναι καταγεγραμμένο στήν Ἀποκάλυψη: «ἐδόθη αὐτῷ» στόν ἀντίχριστο, «ἐξουσία ἐπί πᾶσαν φυλήν καί λαόν καί γλῶσσαν καί ἔθνος» (Ἀποκ. ιγ΄ 7). Ποιός εἶναι αὐτός πού τοῦ δόθηκε ἐξουσία σέ ὅλους τούς λαούς, σέ ὅλες τίς φυλές, σέ ὅλες τίς γλῶσσες, σέ ὅλα τά ἔθνη; Τό διαβά-ζεις, δέν τό ἑρμηνεύεις παραπέρα, ἀλλά λές κάτι σημαίνει αὐτό. Καί ὁδηγεῖσαι ἀναπόφευκτα στήν καλύτερη περίπτωση σέ ἐσχατολογικές συζητήσεις, στή χειρότερη σέ ἐσχατολογικό πανικό. Φόβοι, ἀνασφάλειες, ὑπερβολές, αἴσθηση ὁμαδικοῦ πανικοῦ καί ἀδιεξόδου, ὁ ἀντίχριστος, καταστροφή, παραπομπές στὸ «συνοχή ἐθνῶν ἐν ἀπορίᾳ» (Λουκ. κα΄ 25). Τί κάνουμε λοιπόν; Ὑπάρχει καμμιά ἀντίσταση σέ αὐτό; 
Σέ αὐτό θά ἤθελα λίγο νά ἀφιερώσουμε τό ὑπόλοιπο μέρος τῆς ἀποψινῆς συνάξεως, δίνοντας μερικές κατευθύνσεις πού θεωρῶ πώς ταυ­τόχρονα ρίχνουν φῶς καί δίνουν ἐλπίδα, προοπτική καί σκοπό στόν καθέ­να μας. Μέσα σέ αὐτό τό πλαίσιο, μέσα σέ αὐτήν τήν πραγ­ματικότητα, πῶς θά μποροῦσε κανείς νά πατήσει στά πόδια του πνευματικά. 
Α. Τό πρῶτο. Νομίζω, σίγουρα, ὄχι μέ κοσμικούς τρόπους. Αὐτό πού συνήθως μᾶς ζητοῦν εἶναι, «ξεσηκωθεῖτε, φωνάξετε, ὀργανῶστε συλλα­λητήριο, σηκῶστε πανώ, μοιρᾶστε μηνύματα παντοῦ, ἀπειλεῖστε». Λυποῦμαι ἀλλά αὐτό ἀποτελεῖ ἔκφραση κοσμικῆς ἀντίληψης. Εἶναι ἕνας τρόπος πού στηρίζεται στή δική μας δύναμη. Εἶναι κάτι πού τό χρησι­μοποιοῦν τά σημερινά συστήματα. Κάπου ἀντιδροῦν καί ἀνατρέπουν τήν πορεία τῶν πραγμάτων. Θά μποροῦσε νά μήν εἶναι ἁμαρτωλός τρόπος καί ἴσως δέν εἶναι. Ἀλλά δέν εἶναι ὁ πνευματικός τρόπος. Εἶναι κάτι πού δημιουργεῖ ἐπίσης ταραχή, φανατισμό, ἔνταση, θυμό, ἐσωτερική ἀνα­στάτωση. Δέν εἶμαι τόσο σίγουρος ὅτι αὐτό εἶναι τό καλύτερο πού θά μπορούσαμε νά κάνουμε. Αὐτό σάν μιά πρώτη παρατήρηση. 
Β. Μιά δεύτερη παρατήρηση εἶναι ὅτι ἀναντίρρητα δέν πρέπει νά ἐφησυχάσουμε. Δέν πρέπει νά καθίσουμε ἀδιαφορῶντας, ἀλλά πρέπει πᾶσαν τήν ἐλπίδα καί τήν μέριμνά μας νά τήν ἔχουμε πρός τόν Θεό. Ἀλλά δέν πρέπει ὅμως καί νά λέμε ὅτι εἶναι ὑπερβολές ὅλα αὐτά τά πράγματα. Δέν εἶναι καθόλου ὑπερβολές. Οἱ δυνάμεις τοῦ σκότους τοῦ διαβόλου εἶναι ὑπαρκτές στόν κόσμο μέσα στόν ὁποῖο λειτουργοῦμε. Ἀκόμη καί νά μήν τό ἔλεγε ἡ Ἁγία Γραφή, τό ἐπιβεβαιώνει ἡ ἐμπειρία τῆς ζωῆς. Ἀλλά καί μέσα στήν Ἁγία Γραφή ὑπάρχει σαφῶς μιά διαρκής προτροπή νά διαχωρισθεῖ κανείς ἀπό τόν κόσμο καί νά καταλάβει ὅτι πολε­μεῖται ἀπό τόν διάβολο γιά νά μπορέσει ἀνάλογα κι αὐτός νά διεξα-γάγει τόν ἀόρατο πνευματικό του πόλεμο. Ἅρα λοιπόν δέν ἐφησυχάζουμε, ἀλλά γρηγοροῦμε καί δέν ἀνησυχοῦμε. 
Γ. Κάτι πού λείπει καί πού ἔχει ὑπερβολικά ἀποδυναμωθεῖ στίς μέρες μας καί εἶναι τό πιό βασικό στοιχεῖο, εἶναι ἡ πίστη, ἡ ἀναγκαιότητα τῆς πίστης. Δέν πιστεύουμε μέ τήν ἔννοια τοῦ ἐμπιστευόμαστε. Καί ὅσοι λέμε ὅτι πιστεύουμε, πιστεύουμε μέ τήν ἔννοια τοῦ ὅτι παραδεχόμαστε κάποιες ἰδέες. Ἐπιλέγουν οἱ ἄνθρωποι ἰδέες, ἐπιλέγουμε κι ἐμεῖς. 
Πίστη σημαίνει ἐξάρτηση ἀπό τόν Θεό. «Αὕτη ἐστὶν ἡ νίκη ἡ νική-σασα τὸν κόσμον, ἡ πίστις ἡμῶν» (Α΄ Ἰω, ε΄ 4). Ἡ μεγαλύτερη δύναμη πού μπορεῖ νά ἔχει κανείς ἀπό μέσα του εἶναι αὐτή ἡ ἐμπιστοσύνη στόν Θεό. Νά εἶναι Αὐτός ὁ πρῶτος στηριγμός μου, τό κέντρο τῶν ἐλπίδων μου, ἡ κατεύθυνση τοῦ προορισμοῦ μου, ὁ ἐνεργῶν στή ζωή μου. Αὐτή εἶναι πίστη καί αὐτό θά πεῖ ὅτι ἡ πίστη φαίνεται μέσα ἀπό τά ἔργα, δηλαδή μέσα στήν καθημερινότητα· ἄν ἐγώ πραγματικά ἐλπίζω στόν Θεό, στηρί­ζομαι σέ Αὐτόν καί αἰσθάνομαι τήν ἀνάγκη τῆς σχέσης μου μέ Αὐτόν. Ὄχι, νά ἀποδεχθοῦμε τήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ, ἀλλά νά προσπαθήσουμε νά κοινωνοῦμε μετά τοῦ Θεοῦ. Αὐτό σημαίνει ὅτι μοῦ εἶναι τόσο ζῶν ὁ Θεός, ὥστε τοῦ δίνω τόν δικό μου ἑαυτό καί παίρνω ἀπό τήν δική Του ἐνέργεια, ἡ ὁποία μεταφράζεται σέ φωτισμό, σέ δύναμη καί σέ ἁγιασμό. Αὐτό σημαίνει φωτίζομαι στό σκοτάδι μου, δυναμώνω ἐκεῖ πού λυγίζω καί ἁγιάζομαι μέσα στήν πρόκληση τῶν παθῶν μου. Αὐτό εἶναι πολύ διαφορετικό ἀπό τό παραδέχομαι τό ἕνα καί ἀπορρίπτω τό ἄλλο. Αὐτό φαίνεται πολύ στὶς περιόδους τῶν διωγμῶν καί νομίζω ὅτι θά μποροῦσε νά ἀποτελεῖ γιά ὅλους μας ἕνα θαυμάσιο πρότυπο ἤθους καί ζωῆς. 
Κατά τούς διωγμούς, οἱ χριστιανοί δέν προσπαθοῦσαν νά ἀνατρέ­ψουν τό ρωμαϊκό σύστημα, τό κράτος πού τούς πολεμοῦσε, ἀλλά ἐπι­θυμοῦσαν νά ὁμολογήσουν τόν Χριστό ὡς ἀλήθεια καί στήν δύναμη Αὐτοῦ νά στηριχτοῦν. Καί αὐτό δέν τό πέτυχαν ἀπό τήν μιά μέρα στήν ἄλλη ὡς Ἐκκλησία, ἀλλά χρειάστηκε χρόνος. Ὅταν ὁ πρῶτος διωγμός τοῦ Νέρωνος ἔγινε τό 63 μ.Χ. καί ὁ τελευταῖος τοῦ  Διοκλητιανοῦ τό 306, αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ περίοδος τῶν διωγμῶν κράτησε 250 χρόνια, δυόμισυ αἰῶνες. 
Δ. Θά ἤθελα νά πῶ καί ἕνα τέταρτο. Τί θά πεῖ «οὗτοι ἐν ἅρμασι καί οὗτοι ἐν ἵπποις ἡμεῖς δέ ἐν ὀνόματι Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἡμῶν μεγαλυνθη-σόμεθα;» (Ψαλμ. 19, 8). Τό λέει ὁ Δαυίδ στήν Παλαιά Διαθήκη. Τό ἐπανα-λαμβάνουμε ἐμεῖς στίς ἀκολουθίες μας μέσω τοῦ Ψαλτηρίου. Θά πεῖ ὅτι αὐτοί πού μᾶς πολεμοῦν, ἔρχονται νά μᾶς πολεμήσουν μέ δυνάμεις ἀνθρώπινες, μέ ἅρματα, μέ ὁπλισμούς καί μέ ἄλογα, μέ στρατό, μέ ὅπλα, μέ πυραύλους θά λέγαμε σήμερα, «ἡμεῖς δέ ἐν ὀνόματι  Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἡμῶν μεγαλυνθησόμεθα». Ὅποιος θέλει πραγματικά νά νικήσει διά τοῦ Χριστοῦ, διά τοῦ Θεοῦ, Αὐτόν ἐπικαλεῖται καί νικᾶ καί συντρίβονται οἱ κοσμικές δυνάμεις. Ἔτσι λέει. Καί εἶναι ἀλήθεια πού ἴσως δέν τήν πιστεύ-ουμε ὅτι ἔρχεται ὁ κόσμος, ὁ διάβολος, ὁ ἀντίχριστος, «ἐν ἅρμασι καί ἐν ἵπποις», μέ κοσμική δύναμη νά συντρίψει τήν πίστη, νά συντρίψει τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν χριστιανῶν, ἀλλά ὁ χριστιανός μεγαλύνεται, δοξάζεται, φανερώνει τήν δύναμή του «ἐν ὀνόματι Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἡμῶν», ἄν ἐπικαλεῖται τό ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ. 
Ὑπάρχει κι ἄλλο ἕνα που λέει «τόξον δυνατόν ἠσθένησεν καί οἰ ἀσθενοῦντες περιεζώσαντο δύναμιν» (Βασ. α΄ 4). Τό τόξο τῶν δυνατῶν, τά ὅπλα τῶν δυνατῶν, ἀπεδείχθησαν ὅτι δέν εἶχαν δύναμη. Καί οἱ ἀσθενοῦ-ντες, τά ἀνθρωπάκια, τά ὁποῖα δέν εἶχαν καί καμιά δύναμη «περιεζώ-σαντο δύναμιν», χωρίς ὅπλα ἄρχισαν νά ἐκφράζονται ἐν δυνάμει. Αὐτό δέν ἰσχύει γιά κάποιους, γιά τούς ἑβραίους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Αὐτό ἰσχύει γιά ὅλους, ἄν ζοῦμε τήν Ἐκκλησία ὄχι ὡς σωματεῖο μέ κοσμική ἰσχύ ἀλλά ὡς μυστήριο, τό μυστήριο τοῦ Θεοῦ. 
Καί ἕνα τρίτο· «πλούσιοι ἐπτώχευσαν καί ἐπείνασαν, οἱ δέ ἐκζη-τοῦντες τόν Κύριον οὐκ ἐλαττωθήσονται παντός ἀγαθοῦ». Τί θά πεῖ αὐτό; Ὅτι κάποιοι πού ἦταν πλούσιοι κι εἶχαν ὅλα τά ἀγαθά ξεφούσκωσαν. Ἔπαθαν αὐτό πού ἔπαθε ὁ ἑλληνικός λαός τώρα, «ἐπτώχευσαν καί ἐπείνασαν». Γίναμε ἀλλιῶς ἀπό ὅ,τι ὑπολογίζαμε. Κόβεται τό ἕνα, κόβεται τό ἄλλο, ἀπολύεται ὁ ἕνας ἀπό τήν δουλειά, δέν βρίσκει δουλειά, εἶναι νέος ἄνθρωπος. «Πλούσιοι ἐπτώχευσαν καί ἐπείνασαν οἱ δέ ἐκζητοῦντες τόν Κύριον οὐκ ἐλαττωθήσονται παντός ἀγαθοῦ». Αὐτό τί θά πεῖ; αὐτοί πού ἔχουν τήν ἐλπίδα τους στόν Κύριο δέν θά τούς λείψει τίποτα. 
Αὐτά τά τρία, καί ὑπάρχουν φυσικά πολύ περισσότερα, σέ τί μᾶς ὑποψιάζουν; Ὅτι ἐάν εἶναι ἀλήθεια, ἔτσι πρέπει νά ζοῦμε. Καί εἶναι ἀλήθεια. Ἄν δέν ζοῦμε ἔτσι, μᾶς λείπει κάτι πολύ σημαντικό καί ἡ σχέση μας μέ τόν Θεό εἶναι νοσηρή ἤ ἐλλειπής. Φιλοτιμεῖται κανείς νά πεῖ, λοιπόν, πῶς τό ζῶ ἐγώ αὐτό τό πρᾶγμα; Τό πιστεύω, τό δέχομαι, τί μοῦ λείπει; Πῶς μπορῶ νά τό ἀποκτήσω καί νά ἀρχίσω λίγο νά τό ἀναζητῶ ὡς ἀνάγκη τῆς ψυχῆς μου; 
Θά ἤθελα λοιπόν νά πῶ ὅτι τόν ἀγῶνα μας γενικότερα τόν πνευ-ματικό σ΄ αὐτή τή ζωή, δέν τόν κάνουμε μόνοι μας, ὁ στόχος μας δέν εἶναι νά νικήσουμε. Θά τοῦ δείξουμε ἐμεῖς τοῦ διαβόλου καί τοῦ ἀντιχρίστου, ἤ ὅλοι μαζί θά τόν διαλύσουμε, θά τόν γονατίσουμε, νά σταματήσει αὐτό τό πρᾶγμα πού γίνεται. Θά ἀλλάξουμε τόν κόσμο. Ὄχι. Ὅποιος ἀπό μᾶς τό κάνει εἶναι ἐκτός καί δέν θά τό πετύχει. Ἀλλά τί κάνουμε; Ὁμολογοῦμε τόν Χριστό καί γι΄ αὐτό ἔχει σημασία ποιός εἶναι ὁ Θεός κι ὄχι ποιόν πιστεύει ὁ καθένας ὡς Θεό. Ὁμολογοῦμε τόν Χριστό καί αὐτός εἶναι αὐτός ὁ ὁποῖος «ἐξῆλθεν νικῶν καί ἵνα νικήσει» (Ἀποκ. στ΄ 2). Αὐτός θά νικήσει, ὄχι ἐμεῖς. 
Εἶμαι σχεδόν σίγουρος ὅτι τό πνεῦμα στό ὁποῖο καλλιεργούμαστε καί σᾶς καλλιεργοῦμε καί ἐμεῖς ὡς κληρικοί εἶναι νά εἶσαι ἀγωνιστής καί θά νικήσεις μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Ὄχι. Αὐτός πού θά νικήσει θά εἶναι ὁ Χριστός. Ἐμεῖς καλούμαστε νά Τόν ὁμολογήσουμε καί νά συμμαχή-σουμε μαζί Του, ὄχι νά νικήσουμε κανέναν. Συμμαχῶντας μαζί Του, αὐτός νικάει. Στήν ἱστορία αὐτός εἶναι ὁ νικητής. Αὐτό εἶναι τό τέταρτο πού θά ἤθελα νά πῶ. 
Ε. Ὑπάρχει καί ἄλλο ἕνα στοιχεῖο ἀντιστάσεως. Πάλι θά τό δανει-στῶ ἀπό τήν Ἁγία Γραφή. Λέει κάπου «οὗ δὲ ἐπλεόνασεν ἡ ἁμαρτία ὑπερεπερίσσευσεν ἡ χάρις» (Ρωμ. ε΄ 20). Ὅπου ὑπάρχει πολύ ἁμαρτία, ὑπάρχει πλεόνασμα χάριτος. Παραχωρεῖ ὁ Θεός καί ὑπάρχει πλεο­νά­ζουσα ἡ ἁμαρτία. Ὅποιος θέλει νά ἀγωνισθεῖ μέσα σέ αὐτήν τήν ἀτμό-σφαιρα τῆς ἁμαρτίας θά τοῦ δοθεῖ περίσσευμα χάριτος, φωτισμός στό σκοτάδι του, δύναμη στήν ἀσθένειά του καί δυνατότητα ἁγιασμοῦ, νά νικήσει καί τά πάθη καί τούς πειρασμούς του. Ἔτσι ἐκφράζεται ἡ χάρις. Στήν ἐποχή μας, νά εἶστε σίγουροι, ὑπερπερισσεύει ἡ χάρις. 
Ἐπιτρέψτε μου, στό σημεῖο αὐτό, νά σᾶς πῶ τί σκέπτομαι ὡς ἐπί-σκοπος. Θέλω αὐτό τό πλεόνασμα τῆς χάριτος νά τό βρῶ καί νά τό δώσω στό λαό. Θέλω ἀπό αὐτό πού ὑπάρχει, ἀντί νά βλέπω τήν ἁμαρτία, νά μπορέσω νά βρῶ χάρι πού δέν ὑπῆρχε σέ ἄλλες ἐποχές ποὺ εἶχαν ἴσως λιγότερη ἁμαρτία. Διότι ἐπειδή εἶχαν λιγότερη ἁμαρτία, λιγότερη χάρι ἔδινε ὁ Θεός. Τώρα πού παραχωρεῖ καί ὑπάρχει ὅλος αὐτός ὁ παρα­λογισμός τῆς ἁμαρτίας δίνει καί χάρι. Ποῦ εἶναι ὅμως; Θά τήν ψάξουμε. Κι ὄχι ὁ καθένας μόνος του, ὅλοι μαζί. Αὐτό πρέπει νά κάνουμε. Καί ἔχει χάρι. 
Ὅταν λοιπόν θά πᾶμε σέ ἕναν πνευματικό αὐτό ζητᾶμε. Ὅταν θά πάω ἐγώ στόν πνευματικό μου θά τοῦ πῶ: «πατέρα μου καλέ, βρές μου τίς πηγές τῆς χάριτος νά πάρω καί πές μου πῶς θά πιῶ. Δεῖξε μου τήν πηγή καί δός μου τό ποτῆρι». Γι΄ αὐτό πηγαίνουμε στόν πνευματικό, ὄχι γιά νά μᾶς σβήσει τίς ἁμαρτίες. Ἀλλά νά μᾶς δώσει χάρι καί νά μᾶς ὑποδείξει τρόπους νά τήν προσλάβουμε. Ἔχει πολύ χάρι ἡ ἐποχή μας. Καί ὀφείλω νά τό πῶ καί αὐτό σάν ἕνα πέμπτο στοιχεῖο πολύ σημαντικῆς ἀντιστά­σεως τήν ὁποία εἶναι καλό νά τήν ἀξιοποιήσουμε ὁ καθένας μας.  
ΣΤ. Θά πῶ καί ἕνα ἀκόμη. Λέει πάλι στήν Ἀποκάλυψη «ὁ ἅγιος ἁγιασθήτω ἔτι» (Ἀποκ. κβ΄ 11) Σ΄ αὐτά τά δύσκολα χρόνια ξεχωρίζουν τά πράγματα. Παλεύει κανείς. Ὅποιος θέλει νά ζήσει σέ ρυπαρότητα «ρυπα-ρευθήτω ἔτι», ἄς λερωθεῖ. Κι ὅποιος θέλει νά ζήσει μέ ἁγιότητα, λεβέντικα νά πεῖ θά ἁγιασθῶ ἀκόμα παραπάνω. Στόχος μου ὁ ἁγιασμός μου. 
Σᾶς ἐρωτῶ ὑπάρχει εἰκόνα καί ἔκφραση ἁγιασμοῦ ἤ ἐξαγιασμοῦ, δηλαδή διαδικασίας ἐξαγιασμοῦ στήν σημερινή Ἐκκλησία; Ἤ ὑπάρχει μόνον ἕνας συντηρητισμός, νά ὑποστηρίξουμε ὁρισμένες σωστές ἀπόψεις; Ἀρχίζουν κάποιοι μέ ἀγωνία νά ψάχνουν στούς computers καί στό internet  ἀτέλειωτες ὧρες τίς ἀπειλές τοῦ διαβόλου, τοῦ ἀντιχρίστου, τό ἕνα τό ἄλλο. Πόσο ὀφελεῖ αὐτό; Πόσες ὧρες ξοδεύουν; Τό δίχτυο τῶν ἀνθρώπων μέ τούς ὁποίους κοινωνοῦν μόνο γι΄ αὐτά συζητάει. Ἀφοῦ ἔχετε τόσο κουράγιο νά παίρνετε ὅλη τήν φιλοσοφία τοῦ ἀντιχρίστου -τό δέχομαι ὡς πληροφορία ὄχι ὡς ζωή γιά νά τήν ἀπορρίψετε-, γιατί δέν κάνετε μιά ἄλλη στροφή προσευχῆς, ἄλλου τύπου κοινωνίας, νά πάρετε ἀπό ἀλλοῦ τή δύναμη νά ἀντιμετωπίσετε τό κακό. 
Εἶναι λάθος. Στόχος μας εἶναι ὁ ἁγιασμός μας, ὄχι ἡ συντριβή τοῦ κακοῦ ἀπό μᾶς. Αὐτό δημιουργεῖ πολύ διαφορετική καί κατάσταση σέ μᾶς ἀλλά καί κατάσταση τῆς Ἐκκλησίας. Νά ἤμασταν μιά Ἐκκλησία ἡ ὁποία ἔχει δίψα ἁγιασμοῦ νά γίνουμε ἅγιοι! Καί ὄχι νά λέμε: ἅγιος θά γίνω, πάτερ μου; Γιατί ὄχι; Γιατί νά μήν γίνεις ἅγιος; Δηλαδή ποιοί εἶναι νά γίνουν ἅγιοι; Καί τί κακό εἶναι οἱ ἄλλοι πού ἔγιναν ἅγιοι καί ἐσύ θές νά μήν γίνεις ἅγιος; Πεῖτε μου ἕνα ἐπιχείρημα πού νά δείχνει ὅτι δέν εἶναι τόσο καταπληκτικό, τόσο φοβερό πρᾶγμα τό νά γίνει κανείς ἅγιος. Γιατί νά μήν ἀποτελεῖ τόν στόχο ὅλων μας; «Ὁ ἅγιος ἁγιασθήτω ἔτι». Τί ὡραῖο πρᾶγμα! Αὐτή εἶναι καί ἡ δύναμη πού θά βγάλει τήν πίστη καί τήν ἄμυνά μας, ὁ ἁγιασμός μας. 
Ζ. Θά τελειώσω μέ ἕνα ἄλλο. Εἶναι ὁ σύνδεσμός μας μέ τήν Ἐκκλησία. Αὐτό ἀποτελεῖ μιά ἀρρώστεια τῆς ἐποχῆς μας. Γιά κάποιο λόγο, ἔτσι οἰκονομεῖ ὁ Θεός κι ἔτσι γίνεται, ὑπάρχουν οἱ δομές τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Σύνοδός μας, οἱ ἐπίσκοποί μας, οἱ κληρικοί μας. Τί σημαίνει αὐτό; Θά μποροῦσε ὁ Θεός νά ἐκφράζεται πολύ καλύτερα στό θέλημά Του μέσα ἀπό λάθος ἐπισκόπους. Αὐτο εἶναι ἀλήθεια. Ἀντί νά  εἶμαι ἐγώ ὁ σωστός καί νά προσεύχομαι νά μέ φωτίσει ὁ Θεός τί νά κάνω, ἄς κάνω τήν προσευχή μου καί νά λέω:  «Θεέ μου, φώτισε τούς ἐπισκόπους μας, τήν Σύνοδό μας, νά μᾶς ὁδηγήσουν σέ μιά ἀσφαλῆ ὁδό, ὅπως Ἐσύ ξέρεις, καί ἄν θέλουν καί ἄν δέν θέλουν, καί ἄν γνωρίζουν καί ἄν δέν γνωρίζουν, κι ἄν ἔχουν συμβιβαστεῖ κι ἄν δέν ἔχουν συμβιβαστεῖ. Ἔχεις τρόπους, διότι τό σκάφος τῆς Ἐκκλησίας Ἐσύ τό κυβερνᾶς μέσα ἀπό ἀνθρώπους». Αὐτό τό πνεῦμα δέν ὑπάρχει. Γι΄ αὐτό καί φθάσαμε στό σημεῖο ὁ λαός νά ἔχει χάσει τήν ἐμπιστοσύνη του καί νά μοῦ λένε συχνά: μήν ἔχετε ἐμπι-στοσύνη οὔτε στόν ἀρχιεπίσκοπο καί σέ κανεναν. Γιατί; Ποῦ νά ἔχω ἐμπιστοσύνη, στό μυαλό μου, στή δική μου καλωσύνη; Ἐγώ προσεύχομαι νά φωτίσει αὐτούς ὁ Θεός, ὄχι μόνον ἐμένα. Ὅλους μας. Καί στούς ὑπεύ-θυνους, ἀντί νά τούς ὑποδείξω τί νά κάνουν, νά μοῦ ὑποδεικνύουν αὐτοί τί πρέπει νά κάνω. 
Καταστρέφεται ἡ σχέση μέ τήν Ἐκκλησία μέ αὐτόν τόν τρόπο καί μέ αὐτό τό πνεῦμα πού κυκλοφορεῖ. Ὁ κλονισμός αὐτῆς τῆς ἐμπιστοσύνης εἶναι ὀλέθριο πρᾶγμα διότι πορευόμαστε ὡς Ἐκκλησία, ὄχι ὡς ἄτομα. Ἐγώ ἐμπιστεύομαι τήν Ἐκκλησία, γιατί ἐμπιστεύομαι στόν Θεό ὅτι δέν θά ἀφήσει τήν Ἐκκλησία νά πλανηθεῖ, ἀκόμη καί μέ τούς λάθος ἀνθρώπους. Ἐπιτρέψτε μου νά πῶ ὅτι αὐτό εἶναι σωστό πρᾶγμα, δέν εἶναι γνώμη, εἶναι ἀλήθεια. Γι΄ αὐτό καί προσευ­χόμαστε γιά τήν Ἐκκλησία μας, γιά τήν Σύνοδό μας, γιά τούς ἐπισκόπους μας. Ὄχι ὁ καθένας μας μόνος του νά πάει στόν παράδεισο, οὔτε νά ὑποδείξει στήν ἐκκλησιαστική ἡγεσία ἤ σέ αὐτούς πού σηκώνουν τήν εὐθύνη τί πρέπει νά κάνουν, ἀλλά χρέος του εἶναι νά προσεύχεται καί νά προσευχόμαστε ὅλοι νά φωτίζει ὁ Θεός ὡς Ἐκκλησία νά πορευθοῦμε καί στό δικό της σκάφος νά ἐπιβιβαστοῦμε γιά νά μπορέσουμε νά φθάσουμε ἐκεῖ πού πρέπει. 
Τελειώνοντας θά ἤθελα να πῶ ὅτι ἀνώτερη ἀπό τήν ἠθική ζωή, ἀνώτερη ἀπό τά καλά ἔργα εἶναι ἡ μυστική ζωή. Καί μυστική ζωή σημαί-νει ζωή προσευχῆς, σημαίνει ζωή ἐξάρτησης ἀπό τόν Θεό, σημαίνει ζωή στήν ὁποία ἐνεργῶν εἶναι ὁ Θεός καί ὄχι ἐμεῖς. Ἐμεῖς αὐτό πού κάνουμε εἶναι ὅ,τι καλύτερο μποροῦμε γιά νά ἐπιτρέψουμε στόν Θεό νά ἐνεργεῖ μέσα μας. Δέν θά ἀμυνθοῦμε μέ τό τί θά κάνουμε οὔτε μέ τό τί εἴμαστε, ἀλλά μέ τό τί μποροῦμε καί πρέπει νά γίνουμε. Αὐτό πού γινόμαστε δέν τό καταφέρνουμε μόνοι μας, ἀλλά εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἱερῆς συνεργίας μέ τόν Θεό, τήν ὁποία πρέπει νά τήν ἀνακαλύψουμε, δηλαδή ἐμεῖς βάζου-με τήν βούλησή μας κι Ἐκεῖνος μᾶς δίνει τή χάρι καί τή δύναμή Του. Αὐτό εἶναι Ἐκκλησία. Αὐτό διδάσκει ἡ Ἐκκλησία, αὐτό ζεῖ ἡ Ἐκκλησία, αὐτό ἐμπνέει ἡ Ἐκκλησία, αὐτό ὁμολογεῖ ἡ Ἐκκλησία μέσα στήν ἱστορία, αὐτό γνωρίζει ἡ Ἐκκλησία.
Ἐάν δέν τό ζοῦμε καί νομίζουμε ὅλοι ὅτι Θεός σημαίνει ὅτι ἐγώ εἶμαι ἠθικός ἄνθρωπος καί τελειώσαμε εἶναι πολύ λίγο. Ἀλλά ἀγωνίζομαι νά εἶμαι ὁ καλύτερος πού μπορῶ, καί ἠθικός, ὄχι γιά νά καταφέρω τά ὑπερφυσικά, ἀλλά γιά νά μπορῶ νά δεχθῶ τόν Θεό μέσα μου καί νά προσλάβω τήν δύναμή Του καί μ΄ αὐτήν νά ἐνεργῶ στή ζωή μου. 
Ἐλπίζω ὅτι δέν εἶναι πολύ βαριά αὐτά πού εἴπαμε.  Ξέρω ὅτι συχνά ἀκούγονται ὡς ξένη γλώσσα ἀλλά αὐτή εἶναι ἡ γλώσσα τῆς Ἐκκλησίας. Καί γι΄ αὐτό ἔτσι σκέφθηκα ὅτι καλό θά ἦταν στίς δύσκολες μέρες πού περνοῦμε, τουλάχιστον τώρα νά καταλάβουμε τί μεγάλο πρᾶγμα εἶναι αὐτή ἡ μυστική σχέση μέ τόν Θεό, ἡ συμμαχία μέ τόν Θεό γιά νά μπορεῖ Αὐτός νά συνεκπολεμεῖ, ὅπως λένε οἱ ἅγιοι. Δηλαδή ἐμεῖς νά κάνουμε τόν ἀγῶνα μας, ἀλλά Αὐτός ὁ ὁποῖος θά φέρει εἰς πέρας τόν ἀγῶνα, Αὐτός πού θά δείξει τό σημεῖο Του -καί ἡ Ἐκκλησία ἔχει αὐτά τά σημεῖα τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ γιά τήν ζωή τοῦ καθενός μας- εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. 
Ἐμεῖς, λοιπόν, μέσα σέ ὅλη αὐτή τή λαίλαπα, μπροστά στόν ὁδο-στρωτήρα πού ἔρχεται νά μᾶς πατήσει, πιστεύουμε ὅτι «οὖτοι ἐν ἅρμασι καί οὗτοι ἐν ἵπποις ἡμεῖς δέ ἐν ὀνόματι Χριστοῦ  Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἡμῶν μεγαλυνθησόμεθα».
Ἡ ἐπίκληση τοῦ ὀνόματός Του, ἡ προσδοκία, τῶν σημείων Του δηλαδή τῶν φανερώσεών Του στή ζωή μας, αὐτά μᾶς στηρίζουν, αὐτά μᾶς κατευθύνουν, αὐτά ἀποτελοῦν τήν ὁδό τῆς σωτηρίας μας.