en ru

Κυριακὴ τῆς Σαμαρείτιδος 2021*

welcome img

Ἡ Ἐκκλησία μας τὴν τέταρτη Κυριακὴ μετὰ τὸ Πάσχα μᾶς διαβάζει μιὰ περικοπὴ πολὺ περιγραφική, πολὺ περιεκτική, πολὺ θεολογική ἀλλὰ ταυτόχρονα καὶ πολὺ ἀνθρώπινη. Στὴν παραβολὴ αὐτήν, ἐμφανίζεται ὁ Κύριος πορευόμενος μὲ τοὺς μαθητές Του στὴ Σαμάρεια, μάλιστα δίπλα σὲ μιὰ πηγή, στὸ φρέαρ τοῦ Ἰακώβ, ὅπου κάθεται νὰ ξεκουραστεῖ ἀπὸ τὴν ὁδοιπορία. Εἶναι μεσημέρι, οἱ μαθητὲς πηγαίνουν νὰ ἀγοράσουν τρόφιμα στὴν πόλη, μένει μόνος του καὶ ἐκεῖ ἔρχεται μιὰ γυναίκα, Σαμαρείτιδα, ἀλλοεθνής, δηλαδὴ μὴ Ἰσραηλίτισσα, γιὰ νὰ ἀντλήσει ἀπὸ τὸ πηγάδι νερό. Ὁ Κύριος βρίσκει τὴν εὐκαιρία καὶ ἀνοίγει μαζί της διάλογο. Τὸ ἐνδιαφέρον σὲ αὐτὴν τὴν περικοπή εἶναι ὅτι ὁ Χριστὸς διαβάζει μὲ ἀκρίβεια τὴν ψυχὴ αὐτῆς τῆς γυναίκας, τολμᾶ νὰ τῆς κάνει κάποιες ἀποκαλύψεις γιὰ τὴν προσωπική της ζωὴ καὶ μέσα ἀπὸ τὸν διάλογο μαζί της νὰ διατυπώσει βαθιὲς θεολογικὲς καὶ πνευματικὲς ἀλήθειες, τέτοιες ποὺ οὔτε ἡ ἴδια μποροῦσε νὰ καταλάβει οὔτε στοὺς μαθητές του εἶχε προηγουμένως κάνει οὔτε κι ἐμεῖς ποὺ μελετοῦμε τὸ Εὐαγγέλιο μποροῦμε εὔκολα νὰ κατανοήσουμε. 

Εἶναι προφανὲς ὅτι ἡ γυναίκα αὐτὴ δὲν εἶχε τὶς κατάλληλες προϋποθέσεις οὔτε εἶχε προηγηθεῖ ἀπὸ μέρους της κάποια προετοιμασία προκειμένου νὰ ζήσει αὐτὲς τὶς ἀποκαλύψεις καὶ νὰ ἐκτεθεῖ σὲ μιὰ τέτοια διδασκαλία. Ἡ ζωή της, ἡ ταυτότητά της, οἱ συνθῆκες δὲν φαίνεται νὰ συνηγοροῦσαν σὲ κάτι τέτοιο. Κατ᾿ ἀρχὰς δὲν ἀνεζήτησε αὐτὴ τὸν Κύριο οὔτε τὸν ἐγνώριζε οὔτε καὶ τοῦ ἔθεσε αὐτὴ τὰ πρῶτα ἐρωτήματα. Βρέθηκε κοντά Του, ἀλλὰ δὲν Τὸν πλησίασε αὐτή. Ὁ Κύριος τὴν πλησίασε. Αὐτὴ πῆγε στὸ πηγάδι γιὰ νὰ ἀντλήσει τὸ νερὸ ποὺ χρειαζόταν γιὰ τὶς ἀνάγκες της, ὅπως πιθανὸν θὰ ἔκανε εἴτε καθημερινὰ εἴτε σὲ τακτὰ χρονικὰ διαστήματα. Θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι ἡ συνάντηση ἦταν συγκυριακή, ἡ ἴδια δὲ μᾶλλον ἀνυποψίαστη. Γιὰ ἄλλον λόγο πῆγε στὴν πηγὴ καὶ ἄλλο τῆς προέκυψε.

Τὸ πρῶτο λοιπὸν χαρακτηριστικὸ αὐτῆς τῆς συναντήσεως εἶναι ὅτι ἡ Σαμαρείτιδα πλησιάζει τὸν Κύριο ἐντελῶς ἀνυποψίαστη καὶ ἐπισκέπτεται τὸ φρέαρ γιὰ καθαρὰ πρακτικοὺς λόγους ποὺ δὲν ἔχουν καμμία σχέση μὲ τὸν διάλογο ποὺ ἀκολούθησε. Ὁ τόπος ἦταν μὲν ἱερός, ἀφοῦ κατὰ τὴν παράδοση εἶχε δοθεῖ ἀπὸ τὸν Ἰακὼβ στὸν Ἰωσὴφ τὸν υἱό του, δὲν ἦταν ὅμως ἕνας τόπος λατρείας ἢ κηρύγματος καὶ διδασκαλίας.

Τὸ δεύτερο εἶναι ὅτι ὁ διάλογος γίνεται μεταξὺ τοῦ Κυρίου καὶ μιᾶς γυναίκας. Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ὁ ρόλος καὶ ἡ κοινωνικὴ ἀναγνώριση τῆς γυναίκας δὲν ἄφηναν περιθώρια σὲ ἕναν διδάσκαλο νὰ ἐμπιστεύεται τὴν ὑψηλὴ καὶ ἀποκαλυπτική του διδασκαλία σὲ μιὰ γυναίκα. Δὲν θεωρεῖτο σωστὸ νὰ ξοδέψει κανεὶς τὸν θησαυρό του καταθέτοντάς τον σὲ μιὰ μάλιστα ἄγνωστη γυναίκα. Γι᾿ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγο, ὅταν ἐπέστρεψαν οἱ μαθητές, ἀπόρησαν πῶς ἦταν δυνατὸν ὁ διδάσκαλος νὰ κάθεται καὶ νὰ συνομιλεῖ μὲ μιὰ γυναίκα. Ἀλλὰ καὶ πουθενὰ ἀλλοῦ μέσα στὰ Εὐαγγέλια καὶ μέσα στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας τῶν πρώτων ἐτῶν δὲν ἐμφανίζεται κάτι τέτοιο. Ἔχουμε γυναῖκες μάρτυρες, ἔχουμε τὶς Μυροφόρες, ἔχουμε τὶς μαθήτριες, ἀλλὰ τὶς ἔχουμε ἁπλῶς νὰ ἀκοῦν ὄχι ὅμως καὶ νὰ διαλέγονται. Δεύτερη λοιπὸν ἀρνητικὴ συνθήκη μετὰ ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Σαμαρείτιδα φαινόταν ἀνυποψίαστη καὶ ἀκατάλληλη ἦταν τὸ ὅτι ἦταν γυναίκα.

Ὑπάρχει καὶ ἕνα τρίτο στοιχεῖο ποὺ δὲν θὰ συνηγοροῦσε στὸν διάλογο ὅπως ἐξελίχθηκε. Τὸ ὅτι δὲν ἦταν μόνο γυναίκα, ἀλλὰ ἦταν καὶ Σαμαρείτιδα, σὰν νὰ λέγαμε μιᾶς περιφρονημένης φυλῆς καὶ κατηγορίας πρόσωπο. Οὔτε σὲ αὐτὸ θὰ περίμενε κανεὶς νὰ μποροῦσε ὁ Κύριος νὰ ἐμπιστευθεῖ, ὅπως προανέφερα, τὸν λόγο Του.

Τὸ πιὸ ἀρνητικὸ ὅμως στοιχεῖο γιὰ τὸν διάλογο αὐτὸν εἶναι ὅτι ἐπρόκειτο τελικῶς περὶ μιᾶς ἁμαρτωλῆς γυναίκας, μιᾶς μοιχαλίδας, ἡ ὁποία εἶχε πέντε ἄνδρες ποὺ τοὺς παράτησε καὶ ἀπὸ ὅ,τι φαίνεται ἀπὸ τὸν διάλογο καὶ ὁ ἄνδρας μὲ τὸν ὁποῖο συζοῦσε δὲν ἦταν ἄνδρας της κανονικός, νόμιμος, εὐλογημένος κατὰ κάποιον τρόπο.

Βλέπουμε λοιπὸν ὅτι ἔχουμε ἕνα πρόσωπο ποὺ οἱ προϋποθέσεις τῆς ζωῆς του εἶναι ἐντελῶς ἀντίθετες στὸ νὰ καταστεῖ μάρτυρας μοναδικῶν θεολογικῶν ἀποκαλύψεων. Δὲν ἦταν ἕνας Φαρισαῖος ἢ κάποιος γραμματεύς, δὲν ἦταν κάποιος μαθητής, δὲν ἦταν ἕνας μορφωμένος ἄνδρας, μελετητὴς τῶν Γραφῶν. Ἦταν μιὰ ἀνυποψίαστη γυναίκα, Σαμαρείτιδα, γνωστὴ στὸν τόπο τῆς διαμονῆς της γιὰ τὴν προκλητικὴ ἁμαρτωλότητά της, ἠθικὰ στιγματισμένη, ἀπροκάλυπτος παραβάτης τῶν Ἰουδαϊκῶν παραδόσεων καὶ βιβλικῶν ἐντολῶν.

Καὶ ὄχι μόνον αὐτό· ἀλλὰ ὅταν ὁ Κύριος τῆς ἀποκαλύπτει τὸν ἔκλυτο βίο της, ἡ γυναίκα αὐτὴ συμπεριφέρεται σὰν νὰ μὴν εἶναι ἕτοιμη νὰ μετανοήσει. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀλλάζει τὴν συζήτηση καὶ τὴν μεταθέτει σὲ πιὸ πνευματικὰ θέματα. Θὰ περίμενε κανείς, μετὰ τὴ θαυμαστὴ ἀποκάλυψη τῆς ἁμαρτίας της, ἂν πραγματικὰ εἶχε μέσα της σπέρματα καλῆς προθέσεως καὶ διάθεση μετανοίας, ἀντὶ νὰ στρέψει τὴ συζήτηση ἀλλοῦ, νὰ ζητήσει ἀμέσως τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ θεραπεία τῆς ψυχῆς της ἀπὸ τὸν Κύριο. Δὲν τὸ κάνει ὅμως αὐτὸ ἡ Σαμαρείτιδα. Οὔτε ὁ Κύριος δείχνει νὰ ἐνοχλεῖται καὶ νὰ τὸ σχολιάζει.

Ἀντίθετα, ἡ Σαμαρείτιδα ἐπιμένει στὴν ἀδυναμία της νὰ ἀνοίξει τὴν ψυχὴ καὶ τὰ μάτια της καὶ νὰ ἀπελευθερωθεῖ ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς ἁμαρτίας της. Πράγματι, ὅταν στὴν πρόοδο τῆς συνομιλίας ὁ Κύριος τῆς φανερώνει ὅτι Αὐτὸς εἶναι ὁ Χριστὸς καὶ ὁ Μεσσίας, ἐκείνη δὲν τὸ καταλαβαίνει καὶ συνεχίζει νὰ διατηρεῖ τὶς ἀμφιβολίες της. Αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ὅταν πηγαίνει στοὺς συγχωριανούς της καὶ τοὺς ἀναγγέλλει τὸ συμβάν, τοὺς λέγει: «Ἐλᾶτε, συνάντησα ἕναν ἄνθρωπο», ἔτσι τὸν ἀπεκάλεσε, «ὁ ὁποῖος μοῦ εἶπε ὅλα ὅσα ἔχω κάνει στὴ ζωή μου· μήπως τυχὸν εἶναι ὁ Χριστός;»

Ἡ πρώτη λοιπὸν ματιὰ εἶναι μᾶλλον ἀρνητικὴ ἀλλὰ καὶ συμπαθὴς γι’ αὐτὴ τὴ γυναίκα. Εἶναι συμπαθὴς γιατὶ παρουσιάζει μιὰ ἀθωότητα. Φαίνεται ἀπὸ τὴν ἁπλότητα μὲ τὴν ὁποία συμμετέχει στὸν διάλογο μὲ τὸν Κύριο. Ἂν καὶ δὲν καταλαβαίνει τὶς ἀπαν­τήσεις ποὺ τῆς δίνει, οἱ ἐρωτήσεις της εἶναι ἁγνές, πνευματικές. Μὲ ἁπλότητα παιδική καὶ ἀφελότητα στὴν οὐσία συμμετέχει σὲ αὐτὸν τὸν διάλογο, τὸν ὁποῖο ἀνοίγει ὁ Κύριος. Εἶναι προφανὲς ὅτι πίσω ἀπὸ αὐτὴν τὴν ψυχὴ ποὺ παρουσιάζει τόσες ἀντίθετες προϋποθέσεις, ποὺ ἔχει τόσα ἀρνητικὰ στοιχεῖα καὶ ποὺ σίγουρα τὴν ἀκολουθεῖ ἕνας δημόσιος στιγματισμός, κρύβεται ἕνας θησαυρός. Ὁ Κύριος δὲν εἶδε μόνο τὴν ἁμαρτωλὴ ζωὴ καὶ τὰ ἀρνητικά της, ἀλλὰ διέκρινε καὶ τὴ βαθύτερη διάθεσή της, τὸν ἄγνωστο θησαυρὸ τῆς ψυχῆς της, τὴν κρυμμένη ἀξία της. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀδιαφορῶντας γιὰ ὅλα τῆς ἐμπιστεύεται τὸν θησαυρὸ τῆς ἀλήθειας Του.

Ἕνα δεύτερο θετικὸ στοιχεῖο εἶναι ὁ αὐθορμητισμός της. Μόλις τῆς λέγει ὁ Κύριος ὅτι εἶναι ὁ Μεσσίας «ἀφῆκε τὴν ὑδρία αὐτῆς» (Ἰω. δ΄, 28), τὰ ἀφήνει ὅλα, τὴ στάμνα της καὶ τὸν σκοπὸ γιὰ τὸν ὁποῖο βρέθηκε στὸ πηγάδι. Αὐτὸ δείχνει ἕναν συγκινητικὸ αὐθορμητισμό. Δὲν πῆρε τίποτε μαζί της, ἀλλὰ ὅπως οἱ μαθητὲς μόλις συνήντησαν τὸν Κύριο «ἀφέντες ἅπαντα ἠκολούθησαν αὐτῷ» (Λουκ. ε΄ 11), αὐτὴ ἀφήνοντας τὰ πάντα τρέχει νὰ μοιραστεῖ τὴν ἐμπειρία της μὲ τοὺς συγχωριανούς της. Ἡ ψυχή της μᾶς θυμίζει λίγο τὸν Πέτρο. Καὶ αὐτὸς δὲν ὀρθολογιζόταν σὲ ἀντίστοιχες στιγμές, ἀλλὰ μὲ ἕναν ἔντονο ἐσωτερικὸ αὐθορμητισμὸ προχωροῦσε στὶς ἐπιταγὲς τῆς ψυχῆς του; Κάτι ἀνάλογο δὲν ἔκανε καὶ αὐτή;

Αὐτὴ ἡ στάση της εἶναι ἐνδεικτικὴ καὶ μιᾶς ἄλλης ὄμορφης πτυχῆς τῆς ψυχῆς της. Αὐτὸν τὸν θησαυρό, αὐτὸ ποὺ ἀνακάλυψε, δὲν κάθησε στενόκαρδα, ἐγωκεντρικὰ καὶ φίλαυτα νὰ τὸν κρατήσει μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό της, ἀλλὰ σὰν νὰ μὴν ἄντεξε οὔτε μιὰ στιγμή, ἀφήνει τὴν ὑδρία καὶ τρέχει νὰ πάει νὰ τὸν μοιραστεῖ μαζὶ μὲ τοὺς συγχωριανούς της, μὲ τοὺς φίλους της, μὲ τοὺς ἀνθρώπους μὲ τοὺς ὁποίους διέμενε. Πολὺ μεγάλο πράγμα αὐτό. Νὰ μὴν μπορεῖ κανεὶς νὰ πάει οὔτε στὸν παράδεισο μόνος του. Νὰ θέλει τὰ πάντα νὰ τὰ μοιράζεται. Εἶναι αὐτὸ ποὺ ἡ Ἐκκλησία μας ὀνομάζει κοινωνία, εἶναι ἡ δυνατότητα καὶ ἡ ἀνάγκη νὰ μετέχει ὁ ἕνας στὴ ζωὴ τοῦ ἄλλου. Νὰ μοιράζεται τὴ χαρά του, τὴ λύπη του, τὸ πρόβλημά του, νὰ μοιράζεται ἐνδεχομένως τὸν σκανδαλισμό του. Νὰ μοιρά­ζεται τὰ πάντα, τὸ φαγητὸ τὸ πνευματικὸ καὶ τὸ ὑλικό. Νὰ μοιράζεται τὴ σωτηρία του. Ἔζησε τὴν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν τὴν κράτησε γιὰ τὸν ἑαυτό της. Ἀλλὰ αὐτὴ ἡ ἐσωτερικὴ δύναμη ποὺ ἔνοιωσε μέσα της τὴν ὁδήγησε πραγματικὰ σὰν ἄλλος ἀπόστολος νὰ τρέξει στὸ χωριό της, μὲ τὸ γνωστὸ στὴ συνέχεια ἐπακόλουθο τῆς μεταστροφῆς ὅλου αὐτοῦ τοῦ κόσμου.

Σὲ αὐτὴν τὴν ψυχὴ ὁ Κύριος σταδιακὰ κατέθεσε τὸν θησαυρό Του. Στὴν ἀρχὴ μὲν τὴν ὑποψίασε μιλῶντας γιὰ τὸ ζῶν ὕδωρ ποὺ αὐτὴ δὲν καταλάβαινε. Αὐτὸ τὸ νερὸ τῆς ζωῆς τὸ ὁποῖο τὸ πίνεις καὶ δὲν διψᾶς. Ἀλλὰ ὄχι μόνον αὐτό· τὸ πίνεις καὶ μεταμορφώνεσαι καὶ γίνεσαι «εἰς πηγὴν ὕδατος ἁλλομένου» (στ. 14), γίνεσαι μία πηγὴ μέσα ἀπὸ τὴν ὁποία ἀναπηδάει αὐτὸ τὸ νερό, μεταμορφώνεσαι σὲ πηγὴ ζωῆς.

«Ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσιν ὕδατος ζῶντος», (Ἰω. ζ΄, 38) λέγει ὁ Εὐαγγελιστὴς παρακάτω. Αὐτὸς ὁ ὁποῖος πιστεύει σὲ μένα, μέσα ἀπὸ τὰ σπλάγχνα του ἀναπηδοῦν, πηγάζουν, ρέουν ποταμοὶ ὕδατος ζῶντος· βγαίνει ἡ ἴδια ἡ ζωὴ μέσα ἀπὸ τὴν ὅλη του ὕπαρξη. Γνώρισμα τοῦ χριστι­ανοῦ εἶναι ὅτι εἶναι γεμάτος ζωὴ καὶ μεταγγίζει αὐτὴ τὴ ζωή. Ἀλλὰ αὐτὴ δὲν καταλάβαινε. Αὐτὴ μιλοῦσε γιὰ τὸ φρέαρ τοῦ Ἰακὼβ, μιλοῦσε γιὰ νερὸ ποὺ τὸ πίνεις καὶ ξεδιψᾶς, ὅπως γίνεται συνήθως μὲ τὸ φυσικὸ νερό. Δὲν μποροῦσε, παρὰ τὴ γλύκα καὶ τὸν ἐσωτερικὸ ξεδιψασμὸ ποὺ αἰσθανόταν, νὰ καταλάβει τὸ νόημα αὐτό. Ὁ Κύριος ὅμως έκτυλίγει μὲ ἐμπιστοσύνη τὴ διδασκαλία Του, γιὰ νὰ τῆς προκαλέσει τὴν ἀρχικὴ ὑποψία τοῦ μυστηρίου Του μέσα στὴν καρδιά της. Αὐτὸ ἦταν τὸ πρῶτο βῆμα τῆς προσφορᾶς τοῦ Κυρίου.

Τὸ δεύτερο· τῆς κάνει μιὰ ἀποκάλυψη ἐπίγεια, ποὺ ὅμως ἔχει ἄμεση σχέση μὲ τὴ δική της ζωή. Τῆς ἀποκαλύπτει τὴ ζωή της, χωρὶς φαινομενικὰ νὰ τὴν γνωρίζει. Στὴν οὐσία τὴ γνώριζε. Αὐτὸ τὸ δῶρο τοῦ νὰ γνωρίζει κανεὶς τὴ ζωὴ τοῦ ἄλλου εἶναι ἕνα δῶρο ποὺ καὶ στὶς ἡμέρες μας ὁ Θεὸς τὸ δίνει στὴν Ἐκκλησία. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι καθαροί, ἄνθρωποι παρθενικοὶ στὴν καρδιά τους, ἄνθρωποι φωτισμένοι ἀπὸ τὸν Θεό, πού, ὅταν τοὺς πλησιάζεις, νοιώθεις νὰ σὲ περνοῦν ἀπὸ μιὰ ἀξονικὴ τομογραφία. Κατανοοῦν τὶς λεπτομέρειες ὄχι μόνον τῆς ζωῆς σου ἀλλὰ καὶ τὶς λεπτομέρειες ἐνίοτε τῶν ἰδιωμάτων τοῦ προσώπου σου, ἁμαρτίες, ἀρετές, χαρίσματα, τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖον ὁ Θεὸς ἐνεργεῖ στὴ ζωή μας. Αὐτοὶ ἔχουν τὴν ἄλλη ὅραση. Ἴσως ἀρκετοὶ νὰ ἔχουμε συναντήσει τέτοιους ἀνθρώπους πού, ὅπως ὁ Χριστός, καὶ αὐτοὶ διαβάζουν τὴν ψυχὴ καὶ τὴ ζωή μας. Αὐτὸ ἀκριβῶς ἔκανε καὶ ὁ Κύριος στὴ Σαμαρείτιδα· τῆς ἀποκαλύπτει τὴν ἁμαρτία της. Ἀλλὰ δὲν μένει σὲ αὐτό. Φαίνεται πὼς ἡ γυναίκα δὲν τὸ καλοκατάλαβε. Ἔμεινε περισσότερο στὸν ἐντυπωσιασμό, στὸ παράξενο τοῦ πράγματος παρὰ στὴν οὐσία. Ἡ οὐσία ἦταν ὅτι ἦταν ἁμαρτωλή καὶ ὅτι ἔπρεπε νὰ μετανοήσει. Δὲν ἦταν ὅτι ὁ Κύριος ἐγνώριζε τὰ μύχια τῆς ψυχῆς καὶ τὶς λεπτομέρειες τῆς ζωῆς της.

Παρὰ ταῦτα, ὁ Κύριος προχωράει καὶ σὲ ἕνα τρίτο στάδιο. Τῆς ἀποκαλύπτει πλέον καὶ ἀλήθειες περὶ τοῦ Θεοῦ, ὅτι «πνεῦμα ὁ Θεὸς καὶ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτῷ ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν» (Ἰω. δ΄, 24). Ὁ Θεὸς εἶναι πνεῦμα, δὲν ἔχει νὰ κάνει μὲ ὅλους αὐτοὺς τοὺς ἐπίγειους τσακωμούς, τὰ σχήματα καὶ τὶς μορφὲς ποὺ ἐμεῖς Τοῦ δίνουμε καὶ ποὺ Τὸν κάνουμε τόσο ἀνθρώπινο, τόσο ξεφτισμένο στὴν οὐσία. Τὸν μικραίνουμε τὸν Θεὸ καὶ διαπληκτιζόμαστε γιὰ τὸ ἂν θὰ Τὸν λατρεύουμε τελικά, ὅπως ἔλεγαν οἱ Ἑβραῖοι, στὰ Ἱεροσόλυμα ἢ στὸ ὄρος Γαριζὴν οἱ Σαμαρεῖτες. Εἶναι πολὺ διαφορετικὸς ὁ Θεός. Τῆς λέγει λοιπὸν ὅτι εἶναι πνεῦμα καὶ τελικὰ δὲν ἔχει σημασία τὸ ποῦ λατρεύεται ἀλλὰ τὸ πῶς λατρεύεται, τὸ ὁποῖο εἶναι «ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ». Φυσικὰ καὶ αὐτὸ δὲν τὸ κατάλαβε ἡ γυναίκα αὐτή.

Ἀφοῦ, λοιπόν, τῆς φανερώνει τὴ ζωή της, ἀφοῦ τῆς ἀποκαλύπτει μιὰ θεολογικὴ ἀλήθεια πολὺ σημαντικὴ πού, ἐνῶ αὐτὴ δὲν τὴν κατανοεῖ, Αὐτὸς τὴν εἰρηνεύει καὶ τὴν τακτοποιεῖ ἐσωτερικά, τῆς ἀποκαλύπτει καὶ τὴ θεότητά Του, τὸ πρόσωπό Του. Τῆς λέγει ὅτι ἐγὼ εἶμαι ὁ Χριστός, ἔτσι ἁπλᾶ καὶ μὲ σαφήνεια: «Ἐγὼ εἰμὶ» (στ. 26), μὲ δύο λέξεις, χωρὶς περισσότερα λόγια. Τῆς ἐμπιστεύεται τὸ μεῖζον. Τῆς δίνει μιὰ μαρτυρία περὶ τοῦ ἑαυτοῦ Του ποὺ δὲν τὴν εἶχε σὲ ἄλλους ἄμεσα διατυπώσει.

Εἶναι ἀλήθεια πὼς ὑπάρχουν συνάνθρωποί μας μὲ ἁμαρτωλὸ μὲν βίο, ποὺ ἴσως νὰ ἔχουν παρασυρθεῖ σὲ μεγάλες ἐκτροπὲς καὶ πτώσεις, ταυτόχρονα ὅμως, οἱ ἴδιοι ἄνθρωποι νὰ κρύβουν ἀρετές σὰν τὶς ἀρετὲς τῆς Σαμαρείτιδος, τὴν ἀθωότητα, τὸν αὐθορμητισμό, τὴ δίψα τῆς μἀθησης, τὴν ἀνάγκη νὰ μοιραστοῦν τὴν ἀγάπη, νὰ μοιραστοῦν τὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ, νὰ μοιραστοῦν  τὴ ζωὴ καὶ τὴν ἀλήθεια Του. Συχνὰ κάτι τέτοιο τὸ ζοῦμε στὰ σπίτια μας, ἴσως σὲ συγγενικές μας οἰκογένειες, ἴσως σὲ φιλικές, παιδιὰ πολὺ καλὰ στὴ φύση τους, μὲ εὐαίσθητο ἐσωτερικὸ κόσμο, μὲ καλωσύνη, νὰ ἐκτρέπονται, νὰ πέφτουν στὰ ναρκωτικά, νὰ ἁμαρτάνουν, νὰ ἀκολασταίνουν, νὰ ἐκφυλίζονται πνευματικά, πραγματικὰ νὰ ξεφτίζουν. Καὶ διερωτόμαστε πῶς εἶναι δυνατὸν ἕνα τέτοιο παιδὶ νὰ ζεῖ ἔτσι, νὰ ὁδηγεῖται στὴν καταστροφή; Τὸ κριτήριο ὅμως τοῦ Θεοῦ εἶναι διαφορετικὸ ἀπὸ τὸ δικό μας, εἶναι κριτήριο ἐλέους καὶ οἰκτιρμῶν. Γι’ αὐτὸ πάντα ἐλπίζουμε.

Ἀντίθετα, γράφει ὁ Παῦλος στοὺς Κορινθίους: «ὁ δοκῶν ἑστάναι βλεπέτω μὴ πέσῃ» (Α΄ Κορ. ι΄ 12). Αὐτὸς ὁ ὁποῖος νομίζει ὅτι εἶναι σταθερός και ἔχει τὴν ἀσφάλεια τοῦ καλοῦ, ἂς προσέχει νὰ μὴν πέσει. Αὐτὸς ὁ ὁποῖος αἰσθάνεται πὼς ἔχει ἀρετές καὶ χαρίσματα ἂς ταπεινώνεται, γιατὶ συχνὰ ἄνθρωποι μὲ τέτοιες ἀρετὲς ἔχουν μεγάλες ἀδυναμίες καὶ πέφτουν, ἡ ἔπαρση τοὺς ὁδηγεῖ στὴν ἀπώλεια. Ἄνθρωποι ταπεινωμένοι ἀπὸ τὴν ἁμαρτία τους τελικὰ εὐαρεστοῦν στὸν Θεό, ἐνῶ ἄλλοι ξεγελασμένοι ἀπὸ τὴν αὐτάρκεια τῶν ἀρετῶν τους, ὑπερηφανεύονται καὶ χάνονται ἀπὸ τὸν ὁρίζοντα τοῦ Θεοῦ.

Αὐτὴ ἡ μεγάλη ἀλήθεια γεννᾶ σοφία καὶ ἐλπίδα. Τὴ σοφία τῆς ταπείνωσης καὶ τὴν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας. «Τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ὅπου θέλει πνεῖ» (Ἰω. γ΄ 8). Ὁ Θεὸς δὲν ἔχει περιορισμοὺς στὸ ποῦ φανερώνεται. Φανερώνεται στὸν Ληστὴ καὶ μάλιστα κατὰ τὴν ὥρα τῆς Σταύρωσής Του. Φανερώνεται στὴν πόρνη γυναίκα λίγο πρὶν ἀπὸ τὸ Πάθος Του. Φανερώνεται στοὺς μαθητές Του ποὺ Τὸν ἐγκατέλειψαν. Φανερώνεται στὸν Νικόδημο, τὸν φοβισμένο μαθητή. Φανερώνεται καὶ στὴ Σαμαρείτιδα. Καὶ ὄχι μόνο τῆς φανερώνεται, ἀλλὰ τὴν ἀξιώνει νὰ γίνει ἱεραπόστολος δικός Του, ὅπως ἔγιναν καὶ τὰ πρόσωπα ποὺ προανέφερα.

Τὶ ἐλπίδα δὲν γεννᾶ αὐτό! Ἐλπίδα γιὰ ὅλους. Πόσο συχνὰ δὲν χάνουμε αὐτὴ τὴν ἐλπίδα μας καὶ βαρυθυμοῦμε γιὰ τὰ παιδιά μας, γιὰ τὰ μέλη τῆς οἰκογένειας μας, γιὰ τοὺς φίλους καὶ τοὺς γνωστούς μας! Ἡ ἀπώλεια τῆς ἐλπίδας γιὰ τοὺς ἄλλους ἴσως νὰ εἶναι ἡ μεγάλη δική μας ἁμαρτία.

Στὸ μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως προσέρχονται παιδιά, γέροι, μικροί, μεγάλοι, κάθε ἡλικίας μὲ ἀπίστευτα πάθη, μὲ ἀδύνατον νὰ περιγραφοῦν ἐκτροπὲς στὴ ζωή τους, μὲ συνακόλουθα ἀδιέξοδα καὶ δράματα. Γιὰ ὅλους ὅμως ὑπάρχει ἐλπίδα. Τὰ ἐξομολογητήρια κρύβουν μεγάλη πίκρα καὶ πόνο γιὰ τὸ κατάντημα τοῦ ἀνθρώπου, γιὰ τὴν ἀπόδειξη τῆς ἀνθρώπινης ἀδυναμίας, ταυτόχρονα ὅμως σὰν ἄλλες μῆτρες γεννοῦν τὴ μεγάλη ἐλπίδα τῆς μεταστροφῆς τῶν ἀνθρώπων, σὰν ἄλλοι τἀφοι πιστοποιοῦν τὴν Ἀνάσταση. Τὰ ἐξομολογητήρια ἀποδεικνύουν τὴν χάρι καὶ τὴ δύναμη τῆς Ἀναστάσεως.

Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἀμέσως μετὰ τὸν διάλογο μὲ τὴ Σαμαρείτιδα, ὅταν εἶδε νὰ ἔρχονται ἀπὸ τὴν πόλη Συχὰρ οἱ συγχωριανοί της, εἶπε στοὺς ἀποστό­λους· σηκῶστε τὰ μάτια σας καὶ ρίξτε ἕνα βλέμμα ὅτι «λευκαὶ εἰσὶν αἱ χῶραι πρὸς θερισμὸν» (στ. 35), ὅτι τὰ χωράφια εἶναι ἕτοιμα γιὰ θερισμό. Θερίζοντες εἶναι οἱ μαθητές, εἴμαστε ἐμεῖς, εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἐλπίδα μας.

Ἂς μὴν ἀπογοητευόμαστε ποτέ. Ὅποια καὶ ἂν εἶναι ἡ ἁμαρτία, ὅποια καὶ ἂν εἶναι ἡ ἀρρώστια, ἀκόμη καὶ ἂν ὑπάρχει διαστροφή, δὲν χάθηκε ἡ ζωή. Δὲν ὑπάρχει πνευματικὴ ἀσθένεια μέσα στὴν Ἐκκλησία ποὺ νὰ μὴν θεραπεύεται οὔτε θάνατος ποὺ νὰ μὴν μπορεῖ νὰ τὸν διαδεχθεῖ ἡ ἀνάσταση· οὔτε ὁ Κύριος δυσκολεύεται νὰ δείξει καὶ τὴν ἀλήθεια καὶ τὸ θαῦμα Του, καὶ τὴ θεότητά Του καὶ τὸ πρόσωπό Του στὸν κάθε ἄνθρωπο, ἀκόμη καὶ στὸν μεγαλύτερο ἁμαρτωλό, ἀρκεῖ νὰ ὑπάρχουν ἀκόμη οἱ σπίθες αὐτοῦ τοῦ ἁγνοῦ πόθου καὶ τῆς ἐσωτερικῆς ἀθωό­τητος ποὺ εἶχε ἡ Σαμαρείτιδα.

Πηγὴ αὐτῆς τῆς ἐλπίδας εἶναι ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας, αὐτὸ τὸ γεγονὸς ποὺ σαράντα ἡμέρες γιορτάζουμε καὶ ποὺ ἡ Ἐκκλησία κάθε Κυριακὴ μᾶς ξαναθυμίζει καὶ σὲ ὅλη της τὴν πορεία ἐπαναλαμβάνει, ὅτι ὁ Χριστὸς Ἀνέστη. Καὶ ὁ Χριστὸς Ἀνέστη, ὄχι μόνο γιὰ νὰ μείνει ἀναστημένος Ἐκεῖνος, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀναστήσει ὅλους μας. Νὰ μᾶς ἀναστήσει, ὄχι ὅταν θὰ πεθάνουμε βιολογικά, ἀλλὰ νὰ μᾶς ἀνασταίνει κάθε στιγμὴ ποὺ πεθαίνουμε ἁμαρτά­νοντας, ἀρνούμενοι τὴ θεότητά Του, ἀγνοοῦντες τὸ πρόσωπό Του.

Αὐτὴ τὴν ἐλπίδα τῆς Ἀναστάσεως ἂς τὴ διατηρήσουμε ἄσβεστη, ἀνέκ­λειπτη καὶ ἀνέσπερη, ὅπως τὸ φῶς ποὺ λάβαμε τὴ νύκτα τῆς Ἀναστάσεως, πάντα στὴν καρδιά μας καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.


Κυριακὴ τῆς Σαμαρείτιδος 2021

*Απόσπασμα από το βιβλίο "Δεύτε λάβετε Φως" τοῦ Μητροπολίτου Μεσογαίας καῖ Λαυρεωτικῆς κ. Νικολάου, Ἐκδ. Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μεσογαίας & Λαυρεωτικῆς, Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μεσογαίας & Λαυρεωτικῆς, Σπάτα 2021