en ru
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Η ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ
ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
Ιωάννου Γενναδίου 14 (115 21)

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΒΙΟΗΘΙΚΗΣ

ΒΑΣΙΚΕΣ ΘΕΣΕΙΣ ΕΠΙ ΤΗΣ ΗΘΙΚΗΣ ΤΗΣ ΕΥΘΑΝΑΣΙΑΣ
(6.11.2002) 

  Α. Θέση τοῦ προβλήματος

1) Στὶς 28 Νοεμβρίου 2000, ἡ ῾Ολλανδικὴ Βουλὴ ἀποφάσισε τὴν νομιμοποίηση τῆς εὐθανασίας. Στὶς 16 Μαΐου 2002, ἡ εὐθανασία ἀποποινικοποιήθηκε καὶ στὸ Βέλγιο. Μὲ τὶς δυὸ αὐτὲς χῶρες συμπορεύεται καὶ ἡ Αὐστραλία καὶ ὁρισμένες πολιτεῖες τῶν ΗΠΑ. Τὰ τελευταῖα χρόνια ὅλο καὶ περισσότερο συζητεῖται τὸ θέμα στὰ νομοθετικὰ σώματα, στὶς ἁρμόδιες ἐπιτροπές, στὰ μέσα μαζικῆς ἐνημερώσεως, σὲ συνέδρια, δημόσιους διαλόγους κ.λπ.

῎Ηδη δημιουργεῖται ἕνα θέμα ποὺ ὡς τώρα δὲν ἀπασχολοῦσε τὴν ἐπικαιρότητα, ἡ κλινικὴ καθημερινότητα τὸ φέρνει διαρκῶς στὸ προσκήνιο καὶ διαγράφεται σαφὴς κίνδυνος ἀμβλύνσεως τῶν συνειδήσεων καὶ ἀλλοιώσεως τῶν ἠθικῶν κριτηρίων. Συχνὰ οἱ εὐαισθησίες τοῦ κόσμου κατευθύνονται σὲ μία λογικὴ καὶ ἀντίληψη ποὺ ἀπαιτεῖ -ἢ στὴν καλύτερη περίπτωση δικαιο­λογεῖ- τὴν νομικὴ κατοχύρωση τῆς εὐθανασίας, ἔστω καὶ ἂν ἐπὶ τοῦ παρόντος οἱ περισσότερες κοινωνίες καὶ συντεταγμένες πολιτεῖες ἀντιδροῦν στὴν καθιέρωσή της.

2) ᾿Επειδὴ εἶναι ἡ πρώτη φορὰ ποὺ μιὰ τέτοια πράξη νομιμοποιεῖται καὶ ἐπειδὴ ἡ σύγχρονη κοινωνικὴ ἀντίληψη, μὲ τὸν νοσηρὸ ὀρθολογισμὸ ποὺ τὴν διακατέχει, εὔκολα θυσιάζει στὸν βωμὸ τοῦ εὐδαιμονισμοῦ καὶ τοῦ στενοῦ συμφέροντος τὸν σεβασμὸ στὴν ζωὴ καὶ στὸν θάνατο, ἡ ἀνάγκη ἐκφορᾶς λόγου ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῆς ᾿Εκκλησίας εἶναι ἐπιτακτική.

3) Μὲ τὸν ὅρο εὐθανασία, ἐννοοῦμε τὴν μὲ τὴ βοήθεια τρίτου, μὲ ἐνέργεια ἢ παράλειψη (ἐνεργητικὴ ἢ παθητική) ἐπίσπευση τοῦ θανάτου ἑνὸς ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος ὑποφέρει ἢ πρόκειται νὰ ὑποφέρει ἀπὸ μία ἀνίατη καὶ ἐπώδυνη ἀσθένεια, διατηρεῖ ἢ ὄχι τὴ συνείδησή του καὶ ἔχει ἐκφράσει ὁ ἴδιος τὴν ἐπίμονη ἐπιθυμία του νὰ διακοπεῖ ἡ ζωή του.

  Β. ῾Η ζωὴ καὶ ὁ θάνατος στὴν ᾿Ορθόδοξη θεολογία καὶ παράδοση

4) ῾Η ζωή μας ἀποτελεῖ ὑπέρτατο δῶρο τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος τοῦ ὁποίου βρίσκονται στὰ χέρια Του καὶ μόνον· «ἐν χειρὶ Θεοῦ πνεῦμα παντὸς ἀνθρώπου» (᾿Ιὼβ ιβ´ 10). ᾿Αποτελεῖ τὸν χῶρο μέσα στὸν ὁποῖο βρίσκει τὴν ἔκφρασή του τὸ αὐτεξούσιο, συναντᾶται ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν ἐλεὐθερη βούληση τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἐπιτελεῖται ἡ σωτηρία του.

Κάθε προσπάθεια νὰ προσδιορίζονται τὰ ὅρια τῆς ζωῆς ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη καὶ μόνον βούληση, σκέψη, ἀπόφαση ἢ ἱκανότητα ἀπογυμνώνει τὴν ζωὴ ἀπὸ τὴν ἱερότητά της.

5) ῾Ο ἄνθρωπος ἐπλάσθη κατὰ χάριν ἀθάνατος. ῾Η ἀθανασία εἶναι ἡ φυσική του κατάσταση. Διὰ τῆς ἁμαρτίας ὅμως εἰσῆλθε στὸν κόσμο ὁ πόνος, ἡ φθορὰ καὶ ὁ θάνατος. Τελικά, ὁ θάνατος ἐπετράπη ἀπὸ τὸν Θεό, «ἵνα μὴ τὸ κακὸν ἀθάνατον γένηται».

6) ῾Η βιολογικὴ ζωὴ δὲν προσδιορίζει ὁλόκληρη τὴν πορεία τοῦ ἀνθρώπου. ῾Ο ἄνθρωπος δημιουργήθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ σῶμα καὶ ψυχὴ ποὺ βρίσκονται σὲ ἀρραγῆ ἑνότητα, τὴν ὁποία ὅμως διασπᾶ τὸ γεγονὸς τοῦ θανάτου. Μὲ τὸν θάνατο, τὸ μὲν σῶμα διαλύεται, ἡ δὲ ψυχὴ διατηρεῖται γιὰ νὰ ἑνωθεῖ ἐκ νέου μὲ τὸ ἀναστημένο πλέον σῶμα.

7) ῾Η μεγάλη σπουδαιότητα τῆς παρούσης ζωῆς κρίνεται σὲ συνάρτηση μὲ τὴ δυνατότητα θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου καὶ λυτρώσεώς του διὰ τῆς μετανοίας. Χωρὶς πνευματικὴ ζωή, ἡ διατήρηση τῆς βιολογικῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώ­που χάνει τὴ σπουδαιότητά της· στερεῖται νοήματος καὶ ἀνακυκλώνει τὸν θάνατο.

8) ῾Ο ἄνθρωπος ἀπὸ τὴ στιγμὴ τῆς συλλήψεώς του ἔρχεται σὲ ἐπαφὴ μὲ τὴν ἐμπειρία τοῦ θανάτου, ἄλλοτε μὲ τὶς μορφολογικὲς ἀλλαγὲς τοῦ σώματος λόγῳ ἡλικίας, ἄλλοτε μὲ τὴν ἀσθένεια, ἄλλοτε μὲ τὴν ἀπώλεια ἀγαπητοῦ προσώπου. ῾Ο θάνατος ὅμως καὶ οἱ συνέπειές του ὑπερβαίνονται διὰ τοῦ Χριστοῦ, ὁ ῾Οποῖος μὲ τὸν θάνατό Του νίκησε τὸν θάνατο («θανάτῳ θάνατον πατήσας»).

9) ῾Ο θάνατος εἶναι ἕνα γεγονὸς ποὺ συνδέεται ὄχι μόνον μὲ τὸ τέλος τῆς βιολογικῆς ζωῆς ἀλλὰ καὶ μὲ ὁλόκληρη τὴν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου. ᾿Επειδὴ δὲ ἡ ζωὴ ἐπεκτείνεται καὶ μετὰ τὸν βιολογικὸ θάνατο, ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο κανεὶς ζεῖ καὶ πεθαίνει ἔχει συνέπεια στὴν αἰώνια κατάστασή του.

10) ῾Η σύγχρονη κοσμικὴ ἀντίληψη προσεγγίζει τὸν θάνατο σὲ σχέση μὲ τὴν εὐθανασία ὡς δικαίωμα καὶ ὄχι ὡς γεγονὸς ποὺ ὑπερβαίνει τὸν ἄνθρωπο· ὡς κάτι ποὺ ὁ χρόνος του μπορεῖ νὰ ἐπιλέγεται καὶ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο καὶ ὄχι ὡς κάτι ποὺ ἀποκλειστικὰ προσδιορίζεται ἀπὸ τὸν Θεό. ῾Ο σεβασμὸς στὸ θεόσδοτο δῶρο τῆς ζωῆς ἀπαιτεῖ καὶ τὴν μὲ κάθε τρόπο προστασία της, πράγμα ποὺ μεταφράζεται ἀφ᾿ ἑνὸς μὲν σὲ προσπάθεια διατη­ρήσεώς τῆς ποιότητός της, ἀφ᾿ ἑτέρου δὲ σὲ ἐπιδίωξη παρατάσεως τῆς διάρκειάς της. Κατὰ τὴ χριστιανικὴ διδασκαλία, ἡ διάρκεια τῆς ζωῆς καὶ ἡ στιγμὴ τοῦ θανάτου μὲ κανέναν τρόπο δὲν προσδιορίζονται ἀπὸ ἀνθρώπινα δικαιώματα.

  Γ. ῾Η σημασία τοῦ πόνου

11) ῾Η ᾿Εκκλησία ἀναγνωρίζει μὲ συμπάθεια τὴν ἀσθένεια τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Γι᾿ αὐτὸ καὶ πάντοτε ἀγκαλιάζει τοὺς ἀσθενεῖς, πάσχοντες καὶ πονεμένους, φιλάνθρωπα ζητεῖ τὴν ἀπαλλαγὴ «ἀπὸ πάσης θλί­ψεως, ὀργῆς, κινδύνου καὶ ἀνάγκης», εὔχεται τὰ τέλη τοῦ ἀνθρώπου νὰ εἶναι «ἀνώδυνα, ἀνεπαίσχυντα, εἰρηνικά», ἐνίοτε δὲ προσεύχεται καὶ γιὰ τὴν ἀνάπαυση τῶν ὀδυνωμένων (εὐχὴ εἰς ψυχορραγοῦντα).

12) Παρὰ ταῦτα, πίσω ἀπὸ τὸν πόνο διακρίνει καὶ μία εὐλογία. ῾Ο πόνος στὴν ἀνθρώπινη ζωή, ὅπως καὶ κάθε δοκιμασία, εἶναι «συνεργὸς πρὸς σωτηρίαν» καὶ ἐνίοτε «κρείττων καὶ αὐτῆς τῆς ὑγείας» κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ (ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 1985, τ. 9. σελ. 264). ῾Ο φυσικός, ὅπως καὶ ὁ ὑπαρξιακὸς πόνος, εἶναι εὐεργετικὸς γιατί ἀνοίγει τὰ ὅρια τῆς ὑπάρξεως· θὰ μποροῦσε νὰ ἀποτελέσει μέσο ἀσκήσεως στὴν ταπείνωση, τὴν ὑπομονὴ καὶ τὴν ἀγάπη, οἱ δὲ προκλήσεις του ἀφορμὲς προετοιμασίας γιὰ τὴν αἰωνιότητα.

13) Τὸν πόνο δὲν τὸν ἐπιδιώκουμε καί, ὅταν μᾶς συμβαίνει, προσπαθοῦμε μὲ κάθε τρόπο νὰ τὸν ἀντιμετωπίσουμε. Στὴν περίπτωση ὅμως ποὺ ἐπιμένει ἢ εἶναι ἀθεράπευτος, ἡ μετὰ πίστεως ὑπομονὴ καὶ ἐγκαρτέρηση ἀποβαίνει ἰδιαίτερα ἐνισχυτικὴ καὶ ὠφέλιμη. ῾Η θετικὴ ἢ ἀρνητικὴ λειτουρ­γία τοῦ πόνου ἐξαρτᾶται σημαντικὰ ἀπὸ τὴν προσωπικὴ τοποθέτηση τοῦ ἀνθρώπου ἀπέναντί του. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ νὰ μάθει κανεὶς νὰ ὑπομένει ἀκόμη καί τὶς δυσκολότερες καταστάσεις τῆς ζωῆς ἀποτελεῖ τὴν καλύτερη προ­ετοιμασία ἀντιμετώπισής του.

  Δ. ᾿Ιατρικὴ ἀντιμετώπιση τοῦ πόνου

14) ῾Η σύγχρονη ἰατρικὴ ἐπιστήμη εἶναι σὲ θέση, μὲ ὀρθὴ ἀναλγητικὴ ἀγωγή, νὰ ἀντιμετωπίσει μὲ ἐπιτυχία καὶ σὲ μεγάλο βαθμὸ τὶς περισσότερες μορφὲς πόνου. Γιὰ τὸν λόγο αὐτόν, ἡ ἐπιστημονικὴ κατάρτιση καὶ ἐνημέρωση τῶν ἰατρῶν εἶναι ἐπιβεβλημένες. Παράλληλα ὅμως, ἡ παρηγορητικὴ φροντίδα τοῦ ἰατρονοσηλευτικοῦ προσωπικοῦ, ὅπως καὶ ἡ συμπαράσταση τῶν συγγενῶν καὶ φίλων, εἶναι ἀνεκτίμητες γιὰ τὴν ἐκ μέρους του ἀσθενοῦς ἀντιμετώπιση τῶν πόνων του.

15) Στὶς περιπτώσεις ποὺ ὁ ἀσθενὴς δὲν ἀνταποκρίνεται στὰ θεραπευτικὰ σχήματα, καλὸ εἶναι νὰ χορηγοῦνται φάρμακα ἠρεμήσεως. ῾Η ἀγάπη ἐπιβάλλει τὴν μὲ κάθε τρόπο ἀνακούφιση τοῦ ἀσθενοῦς, ὁ ὁποῖος δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ταλαιπωρεῖται στερούμενος τὴν ἀπαραίτητη καταστολή. ῎Ισως εἶναι καλύτερα νὰ περάσει ἀπὸ τὸν ὕπνο στὸν θάνατο.

῾Η ᾿Εκκλησία χαιρετίζει καὶ εὐλογεῖ τὶς προσπάθειες τῶν ἰατρῶν, οἱ ὁποῖοι διὰ μέσου τῆς θεραπείας ποὺ ἐφαρμόζουν ἀνακουφίζουν τοὺς πόνους τῶν ἀσθενῶν ἕως τὴν τελευταία στιγμὴ τῆς παρούσης ζωῆς τους.

  Ε. Συνέπειες τῆς σύγχρονης ἰατρικῆς τεχνολογίας

16) ῾Η σύγχρονη ἰατρικὴ τεχνολογία ἔχει καθοριστικὰ συντελέσει στὴν ἀντιμετώπιση τῶν ποικίλων ἀσθενειῶν. Παράλληλα, ὅμως, ἔχει καταστήσει τὴν ἰατρικὴ ἔντονα παρεμβατική, μὲ ἀποτέλεσμα οἱ ἀσθενεῖς συχνὰ νὰ ὁδηγοῦνται σὲ καινοφανεῖς, καθαρῶς ἰατρογενεῖς καταστάσεις, ποὺ ὁδηγοῦν σὲ πρωτόγνωρα διλήμματα καὶ ἀπολήγουν σὲ ἀναπάντητα ἐρωτήματα.

17) Οἱ τραγικὲς καταστάσεις προβληματικῆς ζωῆς ποὺ προκαλοῦν σήμερα οἱ ἐξελίξεις στὸν χῶρο τῆς ἰατρικῆς θέτουν ἀπὸ μόνες τους ἐπὶ τάπητος τὸ ἐρώτημα ὄχι μόνον ἂν ἐπιτρέπεται νὰ συντομεύσουμε κάποιου τὴ ζωή, ἀλλὰ καὶ ἂν εἶναι ὀρθὸ νὰ παρεμποδίζουμε τὸν θάνατό του. ῾Η ἰατρο­φαρμακευτικὴ τεχνολογία δὲν παρατείνει μόνον τὴ ζωή, ἀλλὰ ἐνίοτε καὶ τὴν διαδικασία τοῦ θανάτου.

18) ᾿Απὸ τὴν ἄλλη πλευρά, παρὰ τὴν ἐντυπωσιακὴ πρόοδο τῆς διαγνωστικῆς καὶ προβλεπτικῆς ἰατρικῆς, ποτὲ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἀπόλυτα βέβαιος γιὰ τὸν ἀθεράπευτο χαρακτήρα μιᾶς ἀσθένειας ἢ τὸ ἀνίατο μιᾶς καταστάσεως. ῾Υπάρχουν πάντοτε περιθώρια πιθανοῦ λάθους στὴν ἰατρικὴ ἐκτίμηση ἢ κάποιας ἀπροσδόκητης ἔκβασης τῆς ἀσθένειας ἢ ἀκόμη καὶ κάποιας θαυματουργικῆς ἐξέλιξης.

  ΣΤ. ῾Η ἰατρικὴ ἀποστολὴ

21) ῾Ο βαθύτερος λόγος ποὺ στὶς μέρες μας ἡ εὐθανασία ἀπασχολεῖ τόσο τὴν ἐπικαιρότητα καὶ προκαλεῖ πρωτοφανῆ κινητικότητα εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι ἔχει ἐπικρατήσει μὶα καθαρὰ ὑλιστική, ἐφήμερη καὶ εὐδαιμονιστικὴ ἀντίληψη καὶ πρακτική, ἡ ὑγεία ἔχει ἀποκτήσει ἔντονα οἰκονομικὸ χαρακτήρα καὶ ὁ ἄνθρωπος νοεῖται καθαρῶς μηχανιστικὰ καὶ ἐφήμερα.

22) ῾Η σύγχρονη καταναλωτικὴ κοινωνία βλέπει τὰ ἄτομα ποὺ βρίσκονται σὲ νόσο τελικοῦ σταδίου ὡς ἄσχετα μὲ τὴν παραγωγὴ καὶ τὴν κατανάλωση, ἀσύμφορα στὴν πρόοδο καὶ ἐξέλιξη τοῦ συστήματος καὶ ἐμπόδιο στὴν ἄνεση καὶ εὐδαιμονία των ὑπολοίπων. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν καὶ ἡ προθυμία συμπαραστάσεως ἀπὸ μέρους της εἶναι περιορισμένη.

23) Παράλληλα, δὲν μποροῦμε νὰ ἀγνοήσουμε καὶ τὴν ὕπαρξη ψυχολογικῶν αἰτίων ποὺ ὁδηγοῦν κάποιον στὸ νὰ ζητήσει εὐθανασία. Τέτοια συνήθως εἶναι· ἡ ἀπόγνωση λόγῳ τῆς φυσικῆς δυσφορίας, ἡ δειλία μπροστὰ στὸν φυσικὸ πόνο, ἡ ἀπογοήτευση ἀπὸ τὴν ἐξασθένηση τῶν φυσικῶν δυνάμεων καὶ ὁ φόβος ὅτι ἀποτελεῖ βάρος γιὰ τοὺς οἰκείους του.

24) ῍Αν ὁ ἀσθενὴς διαπίστωνε ὅτι ἕνα ἀπὸ αὐτὰ ἢ καὶ ὅλα ἁπαλύνονται μὲ τὴν ἀγάπη καὶ τὸ ἐνδιαφέρον τοῦ ἰατρονοσηλευτικοῦ προσωπικοῦ καὶ τῶν συγγενῶν καὶ φίλων του, πολὺ δύσκολα θὰ ὁδηγεῖτο στὴν ἐπιλογὴ τῆς εὐθανασίας. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἀποτελεῖ ἔμμεσο ἔλεγχο τῆς σύγχρονης κοινωνίας.

25) Τὸ αἴτημα τῆς εὐθανασίας προέρχεται συνήθως ἀπὸ ἄτομα ποὺ βρίσκονται σὲ κατάσταση καταθλίψεως. Αὐτὸ σημαίνει πρῶτον μὲν ὅτι οἱ συνθῆκες κάτω ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἐκφράζεται ἡ ἐπιθυμία γιὰ εὐθανασία εἶναι τέτοιες ποὺ δὲν ἐγγυῶνται τὴν νηφαλιότητα τοῦ αἰτοῦντος, κατὰ δεύτερο δὲ λόγο ὅτι, μὲ τὴν κατάλληλη ὑποστήριξη, συμπαράσταση καὶ ἐνδεχομένως ψυχοθεραπευτικὴ ἀγωγή, τὰ ἴδια ἄτομα θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ ἐκφράσουν διαφορετικὲς ἐπιλογὲς γιὰ τὸ μέλλον τους.

῾Η ἀνίατη καὶ ἐπώδυνη ἀσθένεια ἐπιδρᾶ ἐπὶ τῆς ψυχικῆς ἰσορροπίας τοῦ ἀσθενοῦς σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε θὰ μπορούσαμε νὰ ἰσχυρισθοῦμε ὅτι εἶναι σχεδὸν ἀδύνατον ὁ ἀσθενὴς νὰ ἐκφράσει τὴ βούλησή του μὲ διαύγεια σκέψεως ἢ εὐθυκρισία.

  Η. Κοινωνικὲς συνέπειες τῆς εὐθανασίας

26) ῾Η ἐφαρμογὴ τῆς εὐθανασίας παρέχει ἐξουσίες στοὺς ἰατροὺς καὶ τοὺς συγγενεῖς πέραν, αὐτῶν ποὺ τοὺς ἀνήκουν, μὲ ἀνεξέλεγκτες συνέπειες. ᾿Απὸ τὸν ἰατρὸ ἐξαρτᾶται ἡ περιγραφή τῆς καταστάσεως τοῦ ἀσθενοῦς. ᾿Απὸ τοὺς συγγενεῖς, τῶν ὁποίων τὰ κίνητρα θὰ μποροῦσε ἐνίοτε νὰ εἶναι ἀμφιβόλου ποιότητος, ἐξαρτᾶται ἡ ἀπόφαση. ῾Ο χαρακτήρας τους, ἡ νοοτροπία, ἡ διάθεση τῆς στιγμῆς, ἡ φιλοσοφικὴ καὶ θρησκευτικὴ τοποθέτησή τους, ἢ ἀκόμη καὶ προσωπικὰ συμφέροντα, θὰ μποροῦσε νὰ παίξουν καθοριστικὸ ρόλο στὴν ἀπόφαση κάποιου νὰ ζητήσει τὴν συντόμευση τῆς ζωῆς του.

27) ῾Ο ρόλος τοῦ ἰατροῦ, ὅπως ὡς τώρα τὸν γνωρίζουν οἱ κοινωνίες μας, εἶναι αὐτὸς τοῦ ἀνεκτίμητου συμπαραστάτη στὸν ἀγῶνα γιὰ ὑγεία καὶ ἐπιβίωση. ῾Η ἐνεργὸς ἀνάμειξή του στὴ διαδικασία ἐπισπεύσεως τοῦ θανάτου, ἀκόμη καὶ ἀπὸ συμπόνοια, καίρια τραυματίζει τὶς σχέσεις ἰατροῦ - ἀσθενοῦς καὶ ἀλλοιώνει τὴν ἀξία τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς ὡς ὕψιστου ἀγαθοῦ.

28) Τὸ λεγόμενο «δικαίωμα στὸν θάνατο», ποὺ ἀποτελεῖ τὴ νομικὴ κατοχύρωση τῆς εὐθανασίας, θὰ μποροῦσε νὰ μετεξελιχθεῖ σὲ ἀπειλή τῆς ζωῆς τῶν ἀσθενῶν ἐκείνων ποὺ ἀδυνατοῦν νὰ ἀνταποκριθοῦν οἰκονομικὰ στὶς ἀπαιτήσεις τῆς θεραπείας καὶ νοσηλείας τους. ῾Η αὐτονομία μας περιορίζεται ἀπὸ τὸ ὅτι εἴμαστε κοινωνικὰ ὄντα.

29) ᾿Ανοίγοντας οὐσιαστικὰ τὴ δίοδο πρὸς τὴν εὐθανασία, ἀφ᾿ ἑνὸς μὲν διευκολύνονται σχέδια ἀνόμων συμφερόντων, ἀφ᾿ ἑτέρου δὲ καλλιεργεῖται μία ρατσιστικὴ καὶ εὐγονικὴ λογική, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία προτιμῶνται οἱ ὑγιεῖς, οἱ νέοι, οἱ εὐκατάστατοι καὶ οἱ πετυχημένοι. ῾Η ἀπὸ τὴν κοινωνία ἀντιμετώπιση τοῦ πλησίον μόνο μὲ τὴ λογικὴ καὶ τὴν ἠθική τῶν ἐπιτροπῶν, τῆς παραγωγῆς καὶ τῶν δικαιωμάτων καὶ χωρὶς τὴν ἐν Χριστῷ ἀγάπη ὁδηγεῖ στὸν εὐτελισμό τοῦ ἀνθρώπου.

30) ῾Η ἐφαρμογὴ τῆς εὐθανασίας σὲ ὁρισμένα κράτη δημιουργεῖ τὸν κίνδυνο ἄμεσων παρενεργειῶν καὶ προβλημάτων σὲ ἄλλα κράτη, ἕνα ἀπὸ τὰ ὁποῖα εἶναι ἡ λεγομένη «ἐμπορία τοῦ θανάτου», μὲ τὴ μεθόδευση παράνομης διακινήσεως ὅσων ἐπιθυμοῦν τὴν εὐθανασία (περίπτωση ῾Ολλανδίας καὶ Ἑλβετίας).

  Θ. Νομικὲς παρατηρήσεις γιὰ τὴν ζωὴ

31) ῾Η ἀξία τοῦ ἀνθρώπου ἔχει ἀπόλυτο χαρακτήρα καὶ ἡ βασικὴ ἔκφρασή της ποὺ εἶναι ἡ ἀνθρώπινη ζωὴ προστατεύεται ἀπόλυτα, δηλαδὴ ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν ποιότητά της καὶ ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν βούληση τοῦ φορέα της. Μὲ ἄλλα λόγια, δικαίωμα αὐτοδιαθέσεως τῆς ἴδιας τῆς ζωῆς δὲν ἀναγνωρίζεται.

Τὸ τεκμηριώνουν αὐτὸ διατάξεις ὅπως αὐτὲς ποὺ τιμωροῦν τὴν συμμετοχὴ (παρακίνηση ἢ βοήθεια) σὲ αὐτοκτονία (ἄρθρο 301 τοῦ Π.Κ.) ἢ τὴν ἀνθρωποκτονία ἐν συναινέσει τοῦ ἀνιάτως πάσχοντος (ἄρθρο 300 Π.Κ.), καθὼς ἐπίσης ἐκ τοῦ ὅτι ἡ συναίνεση τοῦ παθόντος σὲ ἐπικίνδυνη ἢ βαρειὰ σωματικὴ βλάβη δὲν αἴρει τὸ ἀξιόποινο.

32) ῾Η τυχὸν ἀναβάθμιση σὲ ἰσότιμη βάση τοῦ δικαιώματος αὐτο­διαθέσεως ὡς ἐκφράσεως τοῦ δικαιώματος ἐπὶ τῆς προσωπικότητος θὰ προκαλέσει ἐνδεχομένως ρωγμὴ στὸ σύστημα ἀπόλυτης προστασίας τῆς ζωῆς καὶ θὰ ἀνοίξει κάποια θύρα εἰσόδου αὐτοτελῶν δικαιωμάτων καὶ ἄλλων φορέων, ὅπως π.χ. τῶν συγγενῶν (καὶ ποιῶν;) ἢ τοῦ ἰατροῦ, ὅταν τὸ δικαίωμα αὐτοδιαθέσεως δὲν λειτουργεῖ.

33) ῾Η εὐθανασία τοῦ «θνήσκοντος» δηλαδὴ ἡ ἐπίσπευση τοῦ ἀναμενόμενου θανάτου, ἂν νομοθετηθεῖ, θὰ ἀποτελέσει ἐφαλτήριο καὶ γιὰ τὴν νομιμοποίηση τῆς εὐθανασίας τοῦ «ἀνιάτως πάσχοντος», τοῦ ὁποίου τὸ τέλος δὲν εἶναι ἐγγύς. Στὴν περίπτωση αὐτήν, ἡ πολιτεία ἐμπλέκεται σὲ ἀξιολογικὲς κρίσεις καὶ ἐπιλογὲς γιὰ τὴν ἀξία τῆς δεδομένης ζωῆς.

34) ῾Ο ποινικὸς κώδικας τῆς ῾Ελλάδος θεωρεῖται ἀπὸ τοὺς καλύτερους καὶ πληρέστερους στὴν Εὐρώπη. Τὰ ἄρθρα 300 καὶ 301 τοῦ Π.Κ. θὰ μποροῦσαν, ἐπὶ τοῦ παρόντος, νὰ ἀποτελέσουν ἱκανοποιητικὸ ὁδηγὸ γιὰ κάθε περίπτωση εὐθανασίας.

35) ῾Η ἔνσταση συνειδήσεως τοῦ κάθε ἰατροῦ στὸ «ἐπίμονο καὶ σπουδαῖο» αἴτημα τοῦ ἀσθενοῦς γιὰ εὐθανασία εἶναι ἀπαραβίαστη. Τὸ λεγόμενο δικαίωμα στὴ ζωὴ κάποιου δὲν μπορεῖ νὰ ὁδηγεῖ στὴν ἀπαίτηση νὰ φονευθεῖ ἀπὸ τὸν ἰατρό του.

  Ι. ῾Η πρόταση τῆς ᾿Εκκλησίας

36) Βαθύτερα πνευματικὰ αἴτια ποὺ ὁδηγοῦν σὲ μιὰ θετικὴ στάση ἔναντι τῆς εὐθανασίας εἶναι συνήθως ὁ ἄκρατος ὑλισμός, ἡ πνευματικὴ ἀπογύμνωση τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ἔλλειψη πίστεως ἢ ἡ ἄρνηση τοῦ Θεοῦ, ἡ θεώρηση τοῦ πόνου καὶ τῆς ἀσθένειας ὡς ἀτυχίας ἢ ἀδικίας, ἡ ἀποϊεροποίηση τῆς ζωῆς, ἡ διασύνδεσή της μόνο μὲ τὴν ἐξωτερικὴ ὀμορφιὰ καὶ τὴ φυσικὴ καὶ οἰκονομικὴ εὐρωστία καὶ ἡ θεώρηση τοῦ θανάτου ὡς μοιραίου κοινωνικοβιολογικοῦ συμβάντος καὶ ὄχι ὡς ἐνδιάμεσου σταδίου τῆς πορείας τοῦ ἀνθρώ­που.

Σὲ μιὰ τέτοια κοινωνία, οἱ ἔννοιες θυσία, ὑπομονή, ἀπαντοχὴ καὶ ἐγκαρ­τέρηση εἶναι ἄγνωστες, ἐνῶ οἱ ἔννοιες ἔλεος, συμπόνοια καὶ εὐσπλαγχνία εἶναι παρερμηνευμένες.

37) ῾Η εὐθανασία, ἐνῶ δικαιολογεῖται κοσμικῶς ὡς «ἀξιοπρεπὴς θάνατος», στὴν ἐνεργητική της μορφή, ἀποτελεῖ ὑποβοηθούμενη αὐτοκτονία, δηλαδὴ συνδυασμὸ φόνου καὶ αὐτοχειρίας. Γιὰ τὸν λόγο αὐτόν, εἶναι παρακμιακὸ κοινωνικὸ φαινόμενο ἀπαξιώσεως τοῦ ἀνθρώπου.

38) Οἱ στιγμὲς τῆς ζωῆς μας ποὺ συνδέονται μὲ τὴν ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος της, ὅπως καὶ αὐτές τῆς ἀδυναμίας, τοῦ πόνου καὶ τῶν δοκιμασιῶν μας, ἐγκρύπτουν μιὰ μοναδικὴ ἱερότητα καὶ ἀποτελοῦν μυστήριο ποὺ ἀπαιτεῖ ἰδιάζοντα σεβασμὸ ἐκ μέρους τῶν συγγενῶν, τῶν ἰατρῶν, τῶν νοσηλευτῶν καὶ τῆς κοινωνίας ὁλόκληρης. Οἱ στιγμὲς αὐτές, ἂν ἀντιμετωπισθοῦν πνευματικὰ καὶ μὲ προσευχή, διευκολύνουν τὴν ταπείνωση καὶ τὴν ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ καὶ προσφέρουν στὸν ἄνθρωπο τὴν ἐμπειρία τῆς θεϊκῆς χάριτος καὶ τοῦ θαύματος.

39) Οἱ ἴδιες στιγμὲς εὐνοοῦν τὸν σύνδεσμο τῶν ἀνθρώπων, τὴν ἀνάπτυξη κοινωνίας ἀγάπης, τὴν ἐκδήλωση συμπόνοιας καὶ ἐλέους. Τὸ αἴτημα κάποιων ἀσθενῶν γιὰ εὐθανασία στὴν οὐσία ἀποτελεῖ ἐρώτημα τῆς ἀγάπης μας πρὸς αὐτοὺς καὶ τῆς ἐπιθυμίας μας νὰ μείνουν κοντά μας. Στὶς στιγμὲς αὐτὲς μπορεῖ κανεὶς νὰ ζήσει τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἀγάπη τῶν ἀνθρώπων.

40) ῾Η ᾿Εκκλησία ἀναγνωρίζει τὴν ἀσθένεια τῆς ἀνθρώπινης φύσεως καὶ ὅτι «κρείσσων θάνατος ὑπὲρ ζωὴν πικρὰν καὶ ἀνάπαυσις αἰώνιος ἢ ἀρρώστημα ἔμμονον» (Σόφ. Σειρ. λ´ 17). Γι᾿ αὐτὸ καὶ μὲ πολλὴ κατανόηση ἀντικρύζει ὅσους λυγίζουν μπροστὰ στὸν ἀφόρητο πόνο καὶ τὸν θάνατο. ῾Ο λόγος τῆς ἀλήθειάς της εἶναι πάντα φιλάνθρωπος καὶ ἡ φιλανθρωπία της κοσμεῖται ἀπὸ τὴν ἀλήθεια.

41) ῾Η ἀγάπη ἀπὸ τὴν φύση της δὲν εἶναι ἁπλὸ συναίσθημα ἀλλὰ πόνος καὶ μετοχὴ στὸ σταυρό τοῦ πάσχοντος ἀδελφοῦ. ᾿Αγαπῶ δὲν σημαίνει ἀπαλλάσσω τὸν ἄλλον ἀπὸ τὸ βάρος τῆς ζωῆς, ἀλλὰ σηκώνω καὶ ἐγώ τὸ βάρος τοῦ πόνου του ἢ τοῦ προσφέρω τὴ ζωή μου ἢ πολὺ περισσότερο τοῦ προσφέρω τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. ῾Η ἀγάπη νοεῖται μόνον ἐν ἀληθείᾳ.

42) ῾Η ᾿Εκκλησία μας πιστεύει στὴν ἀθανασία τῆς ψυχῆς, στὴν ἀνάσταση τοῦ σώματος, στὴν αἰώνια προοπτικὴ καὶ πραγματικότητα, στοὺς πόνους ὡς «στίγματα τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ ἐν τῷ σώματι ἡμῶν» (Γαλ. στ´ 17), στὶς δοκιμασίες ὡς ἀφορμὲς καὶ εὐκαιρίες σωτηρίας, στὴ δυνατότητα ἀναπτύξεως κοινωνίας ἀγάπης καὶ συμπαραστάσεως μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων. Μὲ βάση αὐτά·

α) διακηρύσσει ὅτι ἡ ζωή μας βρίσκεται στὰ χέρια καὶ μόνον τοῦ Θεοῦ, ὅτι τὸ κάθε τὶ πού μᾶς συμβαίνει εἶναι πρὸς τὸ συμφέρον μας, ὅτι δὲν ἔχουμε τὸ δικαίωμα νὰ διορθώσουμέ τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ καὶ

β) κάθε θάνατο ποὺ ἀποτελεῖ ἀποτέλεσμα ἀνθρώπινων ἐπιλογῶν -ὅσο «καλός» κι ἂν ὀνομάζεται- τὸν ἀπορρίπτει ὡς «ὕβριν» κατὰ τοῦ Θεοῦ. Κάθε δὲ ἰατρικὴ πράξη ποὺ συνειδητὰ ἐπισπεύδει τὴ στιγμὴ τοῦ θανάτου τὴν καταδικάζει ὡς ἀντιδεοντολογικὴ καὶ προσβλητική τοῦ ἰατρικοῦ λειτουργήματος.

Οἱ ἄνθρωποι προσευχόμαστε, δὲν ἀποφασίζουμε γιὰ τὴ ζωὴ καὶ τὸν θάνατο.

43) Στὴ σύγχρονη μορφὴ εὐθανασίας, ὡς ἐπίσπευση καὶ πρόκληση θανάτου, ἡ ᾿Εκκλησία ἀντιπροτείνει τὴν εὐθανασία ὡς ὑπέρβαση τοῦ θανάτου. Εὐζωία καὶ εὐθανασία, γιὰ τὴν ᾿Εκκλησία σημαίνουν ζωὴ καὶ θάνατος μὲ νόημα καὶ προοπτική. ῾Η ἐπιλογή τοῦ θανάτου ὅταν προέρχεται ἀπὸ ἄρνηση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἁμαρτία. ᾿Αντίθετα ὁ πόθος τοῦ θανάτου ὅταν ἐκπηγάζει ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἀποτελεῖ μοναδικὴ εὐλογία, εἰδικὴ χάρι καὶ σπάνια ἀρετὴ («ἐπιθυμίαν ἔχω ἀναλύσαι καὶ σὺν Χριστῷ εἶναι», Φιλιπ. α´ 23).

44) Στὴν παράδοση τῆς ᾿Εκκλησίας ἀναφέρονται πολλὰ παραδείγματα ἁγίων ποὺ δὲν θέλησαν νὰ καταφύγουν σὲ ἰατροὺς ἢ φάρμακα γιὰ τὴν θεραπεία τους, ἀλλὰ ἀφέθηκαν ἐξ ὁλοκλήρου στὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν περαιτέρω ἐξέλιξη τῆς ὑγείας καὶ τῆς ζωῆς τους. ῾Υπάρχουν καὶ περιπτώσεις ἀσκητῶν οἱ ὁποῖοι κατέφυγαν στὴ χρήση φαρμάκων ἢ ἄλλων ἰατρικῶν μέσων καὶ θεώρησαν τὸ ἐγχείρημά τους αὐτὸ ὡς ἀπόκλιση ἀπὸ τὴν ὀδὸ τῆς τελειότητος.

Τὸ γεγονὸς αὐτὸ δὲν ὑπαινίσσεται ἐπαμφοτερίζουσα στάση τῆς ᾿Εκκλησίας, ἀλλὰ καταδεικνύει τὸν ἀπόλυτο σεβασμὸ στὴν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου καὶ στὴν σημασία τῆς ἐσώτερης προαιρέσεώς του.

Γι᾿ αὐτό, πίσω ἀπὸ κάθε λόγο τοῦ ἀσθενοῦς πρέπει νὰ διακρίνουμε τὴ βαθύτερη κατάσταση τῆς ψυχῆς του, ἡ ὁποία καὶ ἑρμηνεύει τὶς ἐπιθυμίες καὶ ἐπιλογές του. ῞Ενας ἀσκητὴς ὅταν ἀρνεῖται τὴν θεραπεία σὲ νοσοκομεῖο καὶ ἐπιλέγει τὸ ἀσκητήριό του δὲν ἐνεργεῖ εὐθανασιακά. ᾿Αντίθετα κάποιος ποὺ χωρὶς ἐλπίδα καὶ ὑπομονὴ ἀρνεῖται τὴν ἰατρικὴ συμπαράσταση καὶ βοήθεια περικόπτει τὸ μῆκος της ζωῆς του ἔνοχα.

45) ῾Η παροχὴ ἰατρικῆς περιθάλψεως καὶ θεραπείας νομικὰ δὲν ἀποτελεῖ αὐτόνομο ἰατρικὸ δικαίωμα ἀλλὰ μόνον ὑποχρέωση, ἐφόσον καὶ στὸ μέτρο ποὺ τὴν ζητεῖ ὁ ἀσθενής. ᾿Επίσης, ἡ ἐπέλευση τοῦ θανάτου «διὰ παραλείψεως» ἐφαρμογῆς τῆς ἐνδεδειγμένης ἀγωγῆς, λόγῳ ἄρνησης τοῦ ἔχοντος πλήρη συνείδηση ἀσθενοῦς νὰ δεχθεῖ τὴν ἰατρικὴ βοήθεια δὲν συνιστᾶ ἀνθρωποκτονία οὔτε συμμετοχὴ σὲ αὐτοκτονία. Παρὰ ταῦτα ὁ ἰατρὸς ἔχει τὴν ἠθικὴ ὑποχρέωση νὰ βοηθήσει τὸν ἀσθενῆ νὰ συναινέσει στὴν προσπάθεια ποὺ γίνεται γιὰ τὴν ἐπιβίωσή του.

46) Στὴν περίπτωση ποὺ ὁ ἀσθενὴς δὲν ἔχει συνείδηση, ἀλλὰ ὑπάρχει ἐλπίδα ἰάσεως, ὁ ἰατρὸς πρέπει νὰ βοηθήσει μὲ κάθε τρόπο στὴν συντήρηση τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς.

47) ῞Οταν ὁ ἀσθενὴς δὲν ἔχει συνείδηση καὶ μετὰ βεβαιότητος δὲν ὑπάρχει ἐλπίδα ἰάσεως, τὸ κενό τῆς ἀπουσίας συνειδήσεως τοῦ ἀσθενοῦς τὸ καλύπτει ἡ συνείδηση τοῦ ἰατροῦ καὶ τῶν συγγενῶν. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὑπογραμμίζεται ἡ ἀνάγκη καλλιεργημένης συνειδήσεως τῶν ἰατρῶν. Στὶς περιπτώσεις ποὺ ὁ ἰατρός, στηριζόμενος στὶς γνώσεις, στὸ αἰσθητήριο, στὴν ἐμπειρία, στὴν ἀγάπη πρὸς στὸν ἀσθενῆ καὶ στὴν πίστη του στὸν Θεό, αἰσθάνεται πὼς πρέπει νὰ ἀποφύγει τὴν χρήση ἐπιθετικῶν μέσων ποὺ περισσότερο ταλαιπωροῦν καὶ καθόλου δὲν θεραπεύουν, αὐτὸ δὲν κηλιδώνει τὴν ἠθική του ἀκεραιότητα.

48) ῾Η χρήση της ἰατρικῆς ἐπεμβάσεως καλὸ εἶναι νὰ ἐκτείνεται μέχρι τοῦ σημείου ποὺ οἱ ἐπιπλοκὲς καὶ τὰ ἐπιπρόσθετα προβλήματα ποὺ δημιουργεῖ δὲν βασανίζουν περισσότερο ἀπ᾿ ὅσο ἀνακουφίζουν. ῾Ο πόνος παραχωρεῖται ἀπὸ τὸν Θεό· δὲν πρέπει νὰ προκαλεῖται οὔτε νὰ ἐπιτείνεται ἀπὸ τὴν ἰατρική. ῾Η παράταση τῆς ζωῆς καὶ ἡ ἀνακούφιση ἀπὸ τὸν πόνο πρέπει νὰ συνεργοῦν στὴ βούληση τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι νὰ ἀποτελοῦν αὐτοσκοπό.

49) Τὸ ἐνδεχόμενο νὰ προκληθεῖ μὲ θεραπευτικὲς ὑπερβολὲς τεχνητὴ παράταση τῶν φυσικῶν ὁρίων τῆς ζωῆς καὶ διατήρηση μιᾶς καταστάσεως ἐπ᾿ ἀόριστον, μὲ ἀποτέλεσμα μέχρι καὶ τὴν καταρράκωση τῆς ἀνθρώπινης ἀξιοπρέπειας τοῦ ἀσθενοῦς (μὲ πλεῖστες ὅσες συνέπειες στὸν περίγυρό του, μιὰ οἰκονομικὴ αἱμορραγία ἢ καταστροφὴ καὶ τὴν πρόκληση συναφῶν ψυχολογικῶν ἀδιεξόδων) εἶναι κάτι στὸ ὁποῖο δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ ὁδηγηθεῖ ὁ ἰατρὸς οὔτε συνειδητὰ νὰ συμπράξει.

50) Στὰ ὅρια μεταξὺ εὐθανασίας μὲ παράλειψη καὶ εὐθανασίας μὲ πράξη κινοῦνται οἱ περιπτώσεις ὅπου·

(α) ἐφαρμόζεται ἤδη μιὰ μέθοδος συντηρήσεως (π.χ. μηχανικὴ ὑποστήριξη) χωρὶς προοπτικὴ ἀνακάμψεως, ὁπότε τὸ ἐρώτημα εἶναι ἂν μὲ θετικὴ πράξη ἐπιτρέπεται νὰ διακοπεῖ ἡ τροφοδοσία καὶ

(β) χορηγοῦνται συνειδητὰ καταπραϋντικὰ καὶ παυσίπονα ποὺ ἐνδεχομένως ἐπισπεύδουν τὸν θάνατο.

Στὴν πρώτη περίπτωση, ἡ θετικὴ πράξη ἐπιφορτίζει τὴ συνείδηση μὲ αἴσθημα ἐνοχῆς γιὰ συμμετοχὴ στὸν θάνατο τοῦ ἀσθενοῦς, ἐνῶ στὴ δεύτερη περίπτωση, ἡ ἀπουσία ἀμεσότητος καὶ βεβαιότητος γιὰ κάτι τέτοιο δὲν ἐπιβαρύνουν τὴ συνείδηση. ᾿Εδῶ τὸ ἄμεσο καὶ βέβαιο εἶναι ἡ ἀνακούφιση τοῦ ἀσθενοῦς ἀπὸ τοὺς πόνους.

51) Στὴν περίπτωση τῆς καθαρῆς μὲ θετικὴ πράξη εὐθανασίας δὲν ὑπάρχει καμιὰ δυνατότητα δικαιολογήσεως καὶ γι᾿ αὐτὸ οὔτε ἡ ὑπὸ προϋποθέσεις νομιμοποιήσή της εἶναι ἠθικὰ ἐπιτρεπτή.

῾Ο πολιτικὸς καὶ κατ᾿ ἐπέκταση ὁ νομοθέτης δὲν μποροῦν νὰ αὐτοαναγορεύονται σὲ ρυθμιστές τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου.

52) ῾Η καλλιέργεια ὑγιῶν σχέσεων ἀγάπης καὶ κοινωνίας καὶ ὅ,τι ἄλλο ἰσχυροποιεῖ τὸν ἄνθρωπο ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ ἀντιμετωπίσει τὸν θάνατο καὶ τὸν πόνο συντελοῦν στὴν ἀντιμετώπιση τῆς δοκιμασίας καὶ στὴν μετατροπή της ἀπὸ προσωπικὴ ἀγωνία σὲ ἀφορμὴ ὑγιοῦς μεθέξεως καὶ κοινωνίας.

53) Στὶς περιπτώσεις ποὺ ὁ ἀσθενὴς βρίσκεται σὲ τέτοιο πανικὸ καὶ διακατέχεται ἀπὸ τὸν πειρασμὸ νὰ ἀποζητεῖ τὴν εὐθανασία, ἡ ᾿Εκκλησία μπορεῖ μὲ τὴν παρουσία της, τὸν παρηγορητικὸ λόγο, τὴν ἀποτελεσματικὴ προσευχή της, τὸ μυστήριο τοῦ ἁγίου εὐχελαίου, τὴν ἀγάπη της νὰ δώσει τόση ἐλπίδα καὶ ἀνακούφιση ποὺ νὰ εἶναι ἐντονότερη ἀπὸ τὸν φόβο τοῦ πόνου καὶ τὴν ἐπιθυμία τοῦ θανάτου. Τότε ἡ εὐθανασία δὲν ἀπουσιάζει μόνον ἀπὸ τὸ φρόνημα τῆς ᾿Εκκλησίας, ἀλλὰ δὲν ἔχει πλέον θέση καὶ στὶς ἐπιλογὲς τοῦ ἀσθενοῦς.

54) ῾Η ᾿Εκκλησία γιὰ νὰ κάνει αἰσθητὴ τὴν παρουσία της στὶς στιγμὲς τῶν κρίσιμων ἀποφάσεων καὶ δοκιμασιῶν δὲν πρέπει νὰ περιμένει τοὺς ἀσθενεῖς, ἀλλὰ καλεῖται ἡ ῎Ιδια νὰ τοὺς συναντᾶ διεισδύοντας διακριτικὰ καὶ ἀποτελεσματικὰ στὰ νοσοκομεῖα. Γιὰ τὸν λόγο αὐτόν, συνιστᾶται ἀφ᾿ ἑνὸς μὲν νὰ ὑποστηρίξει τὸν θεσμὸ τῶν νοσοκομειακῶν ἱερέων, ἀφ᾿ ἑτέρου δὲ νὰ προβεῖ στὴν ὀργάνωση ἐθελοντικῶν ὁμάδων στὰ νοσοκομεῖα, μὲ σκοπὸ τὴν φωτισμένη συμπαράσταση τῶν βαρειὰ ἀσθενῶν. ῍Αν ἡ ἐγκατάλειψη ὁδηγεῖ στὴν εὐθανασία, ἡ ἀγάπη, ἡ συμπαράσταση καὶ ἡ οὐσιαστικὴ ἐλπίδα ἐνισχύουν τὴν ἀγάπη στὴ ζωή.

 


 pdf