en ru
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Η ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ
ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
Ιωάννου Γενναδίου 14 (115 21)

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΒΙΟΗΘΙΚΗΣ

  ΔΕΛΤΙΟΝ ΤΥΠΟΥ
14.12.2000

 

ΕΥΘΑΝΑΣΙΑ

Στὶς 28 Νοεμβρίου, ἡ ῾Ολλανδικὴ Βουλὴ ἀπεφάσισε μὲ ψήφους 104 ἔναντι 40 τὴ νομιμοποίηση τῆς εὐθανασίας. ᾿Επειδὴ εἶναι ἡ πρώτη φορὰ στὴν ἱστορία ποὺ μιὰ τέτοια πράξη νομιμοποιεῖται καὶ ἐπειδὴ ἡ σύγχρονη κοινωνικὴ ἀντίληψη μὲ τὸν ὀρθολογισμὸ ποὺ τὴ διακατέχει εὔκολα θυσιάζει στὸν βωμὸ τοῦ εὐδαιμονισμοῦ καὶ τοῦ στενοῦ συμφέροντος τὸν σεβασμὸ στὴν ζωὴ καὶ τὸν ἄνθρωπο, ἡ ᾿Εκκλησία μας καταθέτει στὸ πλήρωμά της τὰ ἑξῆς·

1) ῾Η ζωή μας ἀποτελεῖ ὑπέρτατο δῶρο τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος τοῦ ὁποίου βρίσκονται στὰ χέρια Του καὶ μόνον (᾿Ιὼβ ιβ´ 10). ᾿Αποτελεῖ τὸν χῶρο μέσα στὸν ὁποῖο βρίσκει τὴν ἔκφρασή του τὸ αὐτεξούσιο, συναντᾶται ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν ἐλεύθερη βούληση τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἐπιτελεῖται ἡ σωτηρία του.

2) Οἱ στιγμὲς τῆς ζωῆς μας ποὺ συνδέονται μὲ τὴν ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος της, ὅπως καὶ αὐτὲς τῆς ἀδυναμίας, τοῦ πόνου καὶ τῶν δοκιμασιῶν μας, ἐγκρύπτουν μιὰ μοναδικὴ ἱερότητα καὶ περιποιοῦν μυστήριο ποὺ ἀπαιτεῖ ἰδιάζοντα σεβασμὸ ἐκ μέρους τῶν συγγενῶν, τῶν ἰατρῶν, τῶν νοσηλευτῶν καὶ τῆς κοινωνίας ὁλόκληρης. Οἱ στιγμὲς αὐτὲς διευκολύνουν τὴν ταπείνωση, διανοίγουν τὴν ὁδὸ τῆς θεϊκῆς ἀναζήτησης καὶ προκαλοῦν τὸ θαῦμα καὶ τὸ σημεῖο τῆς θεϊκῆς χάριτος καὶ παρουσίας.

3) Οἱ ἴδιες στιγμὲς εὐνοοῦν τὸν σύνδεσμο τῶν ἀνθρώπων, τὴν ἀνάπτυξη κοινωνίας ἀγάπης, τὴν ἐκδήλωση συμπόνοιας καὶ ἐλέους. Τὸ αἴτημα κάποιων ἀσθενῶν γιὰ εὐθανασία στὴν οὐσία ἀποτελεῖ ἐρώτημα τῆς ἀγάπης μας πρὸς αὐτοὺς καὶ τῆς ἐπιθυμίας μας νὰ παραμείνουν κοντά μας. Στὶς στιγμὲς αὐτὲς μπορεῖ κανεὶς νὰ ζήσει τὴ χάρι τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἀγάπη τῶν ἀνθρώπων.

4) ῾Η ὕπαρξη τοῦ πόνου στὴν ἀνθρώπινη ζωή, ὅπως καὶ κάθε δοκιμασία, εἶναι «συνεργὸς πρὸς σωτηρίαν» καὶ ἐνίοτε «κρείττων καὶ αὐτῆς τῆς ὑγείας» κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ (ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 1985, τ. 9, σ. 264). Παρὰ ταῦτα, ἡ ᾿Εκκλησία ἀναγνωρίζοντας τὴν ἀσθένεια τῆς ἀνθρώπινης φύσεως, πάντοτε φιλάνθρωπα ζητεῖ τὴν ἀπαλλαγὴ «ἀπὸ πάσης θλίψεως, ὀργῆς, κινδύνου καὶ ἀνάγκης», ἐνίοτε δὲ εὔχεται καὶ γιὰ τὴν ἀνάπαυση τῶν ὀδυνομένων (εὐχὴ εἰς ψυχορραγοῦντα). Οἱ ἄνθρωποι προσευχόμαστε, δὲν ἀποφασίζουμε γιὰ τὴ ζωὴ καὶ τὸ θάνατο.

5) Μιὰ κοινωνία ποὺ ἀγνοεῖ νὰ θεραπεύει τὸν πόνο μὲ ὑπομονή, προσευχή, ἀνθρώπινη συμπαράσταση καὶ θεϊκὴ ἐνίσχυση τὸν ἀντιμετωπίζει μόνο μὲ φάρμακα καὶ τώρα μὲ τὸν προκλητὸ θάνατο ποὺ τὸν ὀνομάζει μὲν «καλό» (εὐ-θανασία), τὸν δέχεται ὅμως μόνον ὡς βιολογικο-κοινωνικὸ συμβὰν τῆς ἱστορίας τοῦ κάθε ἀνθρώπου.

6) ῾Η εὐθανασία, ἐνῶ δικαιολογεῖται κοσμικῶς ὡς «ἀξιοπρεπὴς θάνατος», στὴν πραγματικότητα ἀποτελεῖ ὑποβοηθούμενη αὐτοκτονία, δηλαδὴ συνδυασμὸ φόνου καὶ αὐτοχειρίας.

7) Τὸ λεγόμενο «δικαίωμα στὸ θάνατο», ποὺ ἀποτελεῖ τὴ νομικὴ κατοχύρωση τῆς εὐθανασίας, θὰ μποροῦσε νὰ μετεξελιχθεῖ σὲ ἀπειλὴ τῆς ζωῆς τῶν ἀσθενῶν ποὺ ἀδυνατοῦν νὰ ἀνταποκριθοῦν οἰκονομικὰ στὶς ἀπαιτήσεις τῆς θεραπείας καὶ νοσηλείας τους.

8) Γιὰ τοὺς λόγους αὐτούς, ἡ ᾿Εκκλησία μας ποὺ πιστεύει στὴν ἀθανασία τῆς ψυχῆς, στὴν ἀνάσταση τοῦ σώματος, στὴν αἰώνια προοπτικὴ καὶ πραγματικότητα, στοὺς πόνους ὡς «στίγματα τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ ἐν τῷ σώματι ἡμῶν» (Γαλ. στ´ 17), στὶς δοκιμασίες ὡς ἀφορμὲς καὶ εὐκαιρίες σωτηρίας, στὴ δυνατότητα ἀνάπτυξης κοινωνίας ἀγάπης καὶ συμπαραστάσεως μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, κάθε θάνατο ποὺ ἀποτελεῖ ἀποτέλεσμα ἀνθρώπινων ἀποφάσεων καὶ ἐπιλογῶν -ὅσο «καλός» κι ἂν ὀνομάζεται- τὸν ἀπορρίπτει ὡς «ὕβριν» κατὰ τοῦ Θεοῦ. Κάθε δὲ ἰατρικὴ πράξη ποὺ δὲν συντελεῖ στὴν παράταση τῆς ζωῆς, ἀλλὰ προκαλεῖ ἐπίσπευση τῆς στιγμῆς τοῦ θανάτου τὴν καταδικάζει ὡς ἀντιδεοντολογικὴ καὶ προσβλητικὴ τοῦ ἰατρικοῦ λειτουργήματος.