en ru
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ
ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2019

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΔ΄ ΛΟΥΚΑ (Λκ. ιη΄, 35–43)
1 Δε­κεμ­βρί­ου 2019

Ὁ Χρι­στός, ἀδελ­φοί μου, εἶ­ναι τὸ φῶς τοῦ κό­σμου, ὄχι μόνο ἐπει­δὴ φω­τί­ζει τὶς καρ­δι­ὲς τῶν ἀν­θρώ­πων, ἀλλὰ καὶ ἐπει­δὴ χα­ρί­ζει καὶ τὸ αἰ­σθη­τὸ φῶς τῶν ὀφθαλ­μῶν. Αὐτὸ βε­βαι­ώ­νε­ται ἀπὸ τὴν ση­με­ρι­νὴ Εὐ­αγ­γε­λι­κὴ πε­ρι­κο­πή.

Ὁ τυ­φλὸς τῆς ση­με­ρι­νῆς Εὐ­αγ­γε­λι­κῆς πε­ρι­κο­πῆς ἦταν πο­νε­μέ­νος καὶ μᾶλ­λον πε­ρι­φρο­νη­μέ­νος ἄν­θρω­πος ἀπ’ τοὺς πολ­λούς. Περ­νοῦ­σε τὴν ἡμέ­ρα του ὡς τα­πει­νὸς ζη­τι­ά­νος στὴν ἄκρη τοῦ δρό­μου, μὲ συν­τρο­φιὰ τὸ σκο­τά­δι καὶ τὴν ἐγ­κα­τά­λει­ψη. Πί­στευ­ε ­ὅ­μως, ὅπως φαί­νε­ται, ὅτι ὁ Χρι­στὸς μπο­ροῦ­σε νὰ τὸν θε­ρα­πεύ­σει. Γι’ αὐτό, μό­λις ἀν­τι­λαμ­βά­νε­ται ὅτι δι­έρ­χε­ται ἀπὸ τὸ ση­μεῖο τοῦ δρό­μου στὸ ὁποῖο στε­κό­ταν, ὑψώ­νει φωνὴ ἱκε­σί­ας «Ἰη­σοῦ, υἱὲ Δαυ­ΐδ, ἐλέ­η­σόν με». Ὅμως ἀντὶ νὰ ἐνι­σχυ­θεῖ στὴν προ­σπά­θειά του νὰ βρεῑ τὸ φῶς, δέχε­ται ἀπροσ­δό­κη­τα τὴν ἐπί­θε­ση ἀπὸ τοὺς ἀν­θρώ­πους ποὺ συ­νό­δευ­αν τὸν Δι­δά­σκα­λο.

Σώπα, τοῦ ἔλε­γαν, δι­ό­τι μὲ τὶς φω­νές σου κου­ρά­ζεις τὸν Δι­δά­σκα­λο. «Ὁ δὲ πολ­λῷ μᾶλ­λον ἔκρα­ζεν· Ἰη­σοῦ, υἱὲ Δαυ­ΐδ, ἐλέ­η­σόν με».

Εἶ­ναι ἀλή­θεια, ἀγα­πη­τοί μου ἀδελ­φοί, ὅτι τό­σους αἰ­ῶ­νες μετά, στὴν προ­σπά­θειά μας νὰ φτά­σου­με κον­τὰ στὸν Χρι­στό, συ­ναν­τοῦ­με κι ἐμεῖς ἐμ­πό­δια ἀκό­μη καὶ ἀπὸ τοὺς ἀν­θρώ­πους ποὺ πε­ρι­μέ­νου­με νὰ μᾶς στη­ρίξουν.

 Ἐμ­πό­δια στὴν κατὰ Χρι­στὸν προ­σπά­θεια καὶ ζωὴ μᾶς βά­ζει πρῶ­τος ὁ δι­ά­βο­λος, ὁ ὁποῖ­ος εἶ­ναι μι­σάν­θρω­πος καὶ ἀν­θρω­πο­κτό­νος. Γνω­ρί­ζει πόσο ὠφε­λού­με­θα, ὅταν συν­δε­ό­μα­στε μὲ τὸν Χρι­στὸ καὶ τὴν Ἐκ­κλη­σία Του, καὶ κά­νει τὸ πᾶν, γιὰ νὰ μᾶς χω­ρί­σει ἀπὸ τὴν ἀγά­πη Του, νὰ μᾶς ὠθή­σει στὴν ἁμαρ­τία, νὰ ψυ­χρά­νει τὸ ζῆλο μας, νὰ μα­ρά­νει τὸν ἐν­θου­σι­α­σμό μας. Ὅπως ἀκρι­βῶς πέ­τυ­χε νὰ βγά­λει τοὺς Πρω­το­πλά­στους ἀπ' τὸν Παράδει­σο, ἔτσι ἐπι­χει­ρεῖ νὰ βγά­λει κι ἐμᾶς ἀπὸ τὴν Ἐκ­κλη­σία καὶ νὰ μᾶς ὁδη­γή­σει στὴν ἀπώ­λεια, δη­λα­δὴ στὴν αἰ­ώ­νια Κό­λα­ση.

Ἐμ­πό­δια στὴν κατὰ Χρι­στὸν ζωὴ συ­ναν­τοῦ­με καὶ ἀπὸ τοὺς ἀν­θρώ­πους τοῦ κό­σμου, οἱ ὁποῖ­οι εἴτε ἐν γνώ­σει τους εἴτε καὶ ἐν ἀγνοίᾳ γί­νον­ται ὄρ­γα­να τοῦ σα­τα­νᾶ καὶ μᾶς ἐπι­τι­μοῦν νὰ σι­ω­πή­σου­με. Ὁ κό­σμος τῆς ἁμαρ­τί­ας ἄλ­λο­τε προ­σπα­θεῖ σὰν μα­γνή­της νὰ μᾶς ἑλ­κύ­σει κον­τά του κι ἄλ­λο­τε γί­νε­ται ἀπει­λη­τι­κός. Ἀρ­χί­ζει τὶς εἰ­ρω­νεῖ­ες, τὰ πι­κρόλογα, τὶς προ­κλή­σεις, τὰ κάθε εἴ­δους σκό­πι­μα τε­χνά­σμα­τα καὶ τὶς πά­σης φύ­σε­ως ἀπει­λές.

 Ἐμ­πό­δια στὴν κατὰ Χρι­στὸν ζωὴ συ­ναν­τοῦ­με καὶ ἀπὸ τοὺς συγ­γε­νεῖς μας, ὅταν δὲν ἔχουν «νοῦν Χρι­στοῦ». Πάλι στὴν ἐκ­κλη­σία θὰ πᾶς; Κι ἄλλο παι­δὶ θὰ κά­νεις; Δὲν σοῦ φτά­νουν αὐτὰ ποὺ ἔχεις; Χρη­σι­μο­ποι­οῦν τέ­τοια δῆ­θεν λο­γι­κὰ ἐπι­χει­ρή­μα­τα ἀνα­φε­ρό­με­νοι σὲ πρα­γμα­τι­κὲς δυ­σκο­λί­ες, γιὰ νὰ κου­ρά­σουν τὴν πί­στη μας καὶ νὰ ἀπο­θαρ­ρυν­θοῦ­με στοὺς στό­χους μας. Ὑπάρ­χουν βέ­βαια πε­ρι­πτώ­σεις, ποὺ οἱ ἴδι­οι οἱ συγ­γε­νεῖς μας γί­νον­ται οἱ με­γα­λύ­τε­ροι ἐχθροί μας, ἐπα­ληθεύ­ον­τας τὸν λόγο τῆς Γρα­φῆς ὅτι «ἐχθροὶ τοῦ ἀν­θρώ­που οἱ οἰ­κι­α­κοὶ αὐ­τοῦ».

 Ἐμ­πό­δια στὴν κατὰ Χρι­στὸν ζωὴ συ­ναν­τοῦ­με καὶ ἀπὸ τοὺς οἰ­κεί­ους τῆς πί­στε­ως, ὅσο κι ἂν αὐτὸ ἀκού­γε­ται πα­ρά­ξε­να. Στὴν Εὐ­αγ­γε­λι­κὴ πε­ρι­κο­πὴ «οἱ προ­ά­γον­τες» δὲν ἦταν ἄπι­στοι. Ἦταν πι­στοὶ καὶ ἀκο­λου­θοῦσαν μὲ καλὴ δι­ά­θε­ση τὸν Χρι­στό. Ἀλλὰ δυ­στυ­χῶς με­σο­λα­βοῦν ἀν­θρώ­πινες μι­κρό­τη­τες. Ζη­λο­τυ­πί­ες, ἀρ­χο­μα­νί­ες, κα­κί­ες κι ἀντὶ νὰ βο­η­θοῦ­με νά με­τα­φέ­ρε­ται ὁ λό­γος τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ δο­ξά­ζε­ται μέσῳ τῶν ἄλ­λων, στο­χεύ­ου­με ἐναν­τί­ον τῶν ἐρ­γα­τῶν τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου μὲ σκο­πὸ νὰ σι­ω­πήσουν.

Τέ­λος, ἐμ­πό­δια στὴν κατὰ Χρι­στὸν ζωὴ συ­ναν­τοῦ­με καὶ ἀπὸ τὸν ἑαυ­τό μας, ποὺ ἔχει ροπὴ καὶ κλί­ση πρὸς τὸ κακό. Ὑπο­κύ­πτου­με στὴ ρα­θυ­μία καὶ στὴ νω­θρό­τη­τα. Ἐφη­συ­χά­ζου­με στὸν νυ­στα­γμὸ τῆς ψυ­χῆς. Μα­γνη­τι­ζό­μα­στε ἀπὸ τὴν ἐξω­στρέ­φεια, ἀπὸ τὶς μέ­ρι­μνες τοῦ βίου καὶ ἀνα­λω­νό­μα­στε στὶς σύγ­χρο­νες ἐπι­κοι­νω­νί­ες, ποὺ δὲν μᾶς ἀφή­νουν χρό­νο γιὰ βα­θύ­τε­ρο καὶ οὐ­σι­α­στι­κὸ σύν­δε­σμο μὲ τὸν Χρι­στὸ καὶ τὴν Ἐκ­κλη­σία Του.

Πολ­λὰ τὰ ἐμ­πό­δια ποὺ ὑπάρ­χουν, λοι­πόν, στὴν κατὰ Χρι­στὸν ζωή. Ἀλλὰ κι ἐμεῖς κα­λού­μα­στε νὰ τὰ ἀν­τι­με­τω­πί­ζου­με καὶ νὰ τὰ ὑπερ­νι­κοῦ­με.

Ὁ Χρι­στι­α­νι­κὸς ἀγώ­νας, ποὺ δι­ε­ξά­γου­με, εἶ­ναι εὐ­λο­γη­μέ­νος ἀγώ­νας, γι­α­τὶ ἔχει ὡς πε­δίο μά­χης τὴν καρ­διὰ τοῦ ἀν­θρώ­που. Ἀγώ­νας δύ­σκο­λος, ἀλλὰ καὶ πο­θη­τός. Ἀγώ­νας ἀπαι­τεῑ νὰ πα­λαί­ψει ὁ ἄν­θρω­πος μὲ αὐτοθυ­σία, νὰ ἱδρώ­σει, νὰ μα­τώ­σει, νὰ δώ­σει τὰ πάν­τα γιὰ τὴ νίκη. Ἀλλ’ εἶ­ναι ἀγώ­νας ποὺ ἐνι­σχύ­ε­ται ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ στε­φα­νώ­νε­ται κατὰ τὴν ἡμέ­ρα τῆς Κρί­σε­ως.

Στὸν ἀγώ­να αὐτὸ μᾶς συ­νι­στᾷ ὁ ἅγι­ος Ἰω­άν­νης τῆς Κλί­μα­κος νὰ χρη­σι­μο­ποι­οῦ­με ὡς ὅπλο τὴν παν­το­δύ­να­μη καὶ ἀπο­τε­λε­σμα­τι­κὴ προσευχὴ «’Ι­η­σοῦ ὀνό­μα­τι μά­στι­ζε πο­λε­μί­ους». Μὲ τό μαςτί­γιο τῆς προ­σευ­χῆς χτυ­ποῦ­με ἀλύ­πη­τα τοὺς δαί­μο­νες. Ὅπως ὁ τυ­φλὸς φώ­να­ζε λέ­γον­τας· «’Ι­η­σοῦ, υἱὲ Δαυ­ΐδ, ἐλέ­η­σόν με», ἔτσι κι ἐμεῖς νὰ ἐπι­μέ­νου­με προ­σευ­χόμε­νοι· νὰ κτυ­ποῦ­με ἀκού­ρα­στα τὴν πόρ­τα τοῦ θεί­ου ἐλέ­ους.

 Ἀδελ­φοί, τὰ λε­γό­με­να ἐμ­πό­δια τῆς κατὰ Χρι­στὸν ζωῆς μπο­ροῦ­με νὰ τὰ δοῦ­με ὡς σκα­λο­πά­τια, ποὺ μᾶς ἀνε­βά­ζουν μὲ κόπο, ἀλλὰ μᾶς ὁδη­γοῦν ἐκεῖ ποὺ θέ­λου­με. Τὰ θε­ω­ρού­με­να ἐμ­πό­δια τῆς κατὰ Χρι­στὸν ζωῆς «καθ’ ὑπερ­βο­λὴν εἰς ὑπερ­βο­λὴν αἰ­ώ­νι­ον βά­ρος δό­ξης κα­τερ­γάζον­ται» γιὰ τὸν κα­θέ­να μας. Δι­ό­τι, ὅπως λέει ὁ Μέ­γας Βα­σί­λει­ος, «πό­νοι γεν­νῶ­σι δό­ξαν, κά­μα­τοι δὲ προ­ξε­νοῦ­σι στε­φά­νους». Ὅσο πε­ρισ­σό­τε­ρο, δη­λα­δή, κο­πι­ά­ζει ὁ ἀγω­νι­στὴς τοῦ κα­λοῦ ἀγῶ­νος, τόσο με­γα­λύ­τε­ρο στε­φά­νι θὰ πά­ρει.

Γέ­νοι­το.


 




ΚΥΡΙΑΚΗ Ι΄ ΛΟΥΚΑ (Λκ. ιγ΄, 10-17)
8 Δε­κεμ­βρί­ου 2019

Μιὰ ξεκάθαρη καὶ σαφέστατη καταδίκη τῆς θρησκευτικῆς τυπολατρίας ἀποτελεῖ ἡ σημερινὴ Εὐαγγελικὴ περικοπή. Ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς μᾶς λέει ὅτι ὁ Χριστὸς θεραπεύει τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου καὶ αὐτὸ γίνεται ἀφορμὴ νὰ συγκρουστεῖ μὲ τὸν Ἰουδαϊσμὸ τῆς ἐποχῆς του, ποὺ εἶχε μετατρέψει τὶς ἐντολὲς τοῦ Δεκαλόγου καὶ τοῦ Νόμου σὲ ἕνα στεῖρο σύστημα ὑποχρεώσεων καὶ περιορισμῶν. Ὁ παραλογισμὸς τῆς ἀντίδρασης τοῦ θρησκευτικοῦ κατεστημένου τραγικός. Ὁ ἀρχισυνάγωγος ἀγανακτεῖ, ἐπειδὴ τὸ θαῦμα τοῦ Χριστοῦ καταργεῖ τὴν ἀργία τοῦ Σαββάτου, ἡ ὁποία προέρχεται ἀπὸ τὸν Θεό. Τὸ μήνυμα, ἑπομένως, τῆς σημερινῆς περικοπῆς μᾶς ἀγγίζει καὶ μᾶς ἀφορᾶ ὅλους, ἀφοῦ συχνά, ἴσως καὶ ἀσυναίσθητα, προτάσσουμε κάποιους θρησκευτικοὺς καὶ τελετου-ργικοὺς τύπους χωρὶς ἀντίκρισμα καρδιᾶς καὶ ζωῆς. Οἱ θεραπεῖες τοῦ Χριστοῦ τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου φανερώνουν τὸ πνεῦμα τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ἐλευθερίας, ποὺ πρέπει νὰ ὑπάρχει πάντοτε στὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Ἄν και ἡ οὐσία ὑπερβαίνει τὸν τύπο, παρόλο αὐτὰ ὁ τύπος χρειάζεται στὸ βαθμὸ καὶ στὸ μέτρο ποὺ περιφρουρεῖ καὶ ἐκφράζει τὴν οὐσία.

            Ἡ τυπολατρία, ὡς ροπὴ τοῦ ἀνθρώπου νὰ προσηλώνεται στοὺς τύπους καὶ νὰ ἀρνεῖται τὴν οὐσία τῶν πραγμάτων, τῶν γεγονότων καὶ τῶν καταστάσεων, ἀποτελεῖ τὴν παθολογία τῆς θρησκευτικῆς μας ζωῆς. Αὐτὴ ἡ ἀνθρώπινη τάση εἶναι μιὰ μορφὴ σκλαβιᾶς τοῦ πνεύματος, ποὺ βάζει, στὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, κανόνες πάνω ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὶς ἀνάγκες του. Βέβαια, δὲν μποροῦμε νὰ διανοηθοῦμε τὴν ὁμαλὴ ὀργάνωση καὶ λειτουργία τῆς κοινωνίας, ἀλλὰ καὶ τὴν δομὴ κάθε θρησκευτικῆς ζωῆς, χωρὶς τυπικὲς διατάξεις, θεσμοὺς καὶ νόμους. Ἐλευθερία δὲν σημαίνει ἀσύδοτη καὶ ἀνεύθυνη παραβίαση τοῦ τύπου, ἀλλὰ προτίμηση τῆς οὐσίας, ὅταν αὐτὴ ἀχρηστεύεται ἀπὸ τὸν τύπο. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸ κήρυγμα τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου πρέπει νὰ εἶναι φτερὰ ποὺ μᾶς ἀνεβάζουν στὴν κατὰ Θεὸν ζωὴ καὶ ὄχι βαρίδια ποὺ μᾶς καταπιέζουν καὶ πνίγουν τὴν ἐλευθερία μας καὶ τὴν ψυχή μας. Πρέπει νά εἶναι σκαλοπάτια, γιὰ νὰ ἀνακαλύπτουμε τὴν οὐσία τῶν πραγμάτων, καὶ ὄχι ἐμπόδια ποὺ μᾶς παγιδεύουν καὶ μᾶς κλειδώνουν στὴν τυπικότητά τους. Γιὰ τὸν θρησκευόμενο ἄνθρωπο κάθε ἐποχῆς, ὁ ἐξωτερικὸς θρησκευτικὸς τύπος εἶναι ἀπαραίτητος ἀλλὰ καὶ κρίσιμος. Εἶναι ἡ λυδία λίθος ποὺ δοκιμάζει τὴν ἐσωτερική μας σχέση μὲ τὸν Θεό, τὸν ἑαυτό μας καὶ τοὺς ἄλλους. Σὲ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ σημεῖο, ὅποιος δὲν θέλει νὰ προχωρήσει στὸν ἀπαιτητικὸ δρόμο τῆς θυσιαστικῆς ἀγάπης ποὺ κοστίζει πολλά, κλείνεται καὶ περιχαρακώνεται στὸν ἐξωτερικὸ τύπο ποὺ δὲν κοστίζει τίποτε. Νά, γιατὶ ἡ τυπολατρία εἶναι ἑλκυστική, ἔστω καὶ ἂν εἶναι ὀλέθρια, ἀφοῦ ἡ στείρα εὐσέβεια εἶναι τὸ ἡμίμετρο τῆς εὔκολης θρησκευτικότητας μας. Ὅποιος διαστρεβλώνει καὶ κακοποιεῖ τὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ μένει τελικά μὲ τὸ ἄδειο κέλυφός της. Ἀλλὰ ἡ ἐμμονὴ στοὺς θρησκευτικοὺς τύπους κρύβει κάτι ἀκόμη πιὸ ἀπειλητικό. Πρόκειται γιὰ μιὰ νέου εἴδους εἰδωλολατρία, ποὺ γίνεται πιὸ τρομακτική, ὅταν ἐμφανίζεται μέσα στὴν ἴδια τὴν Ἐκκλησία. Εἶναι ἡ ἀντικατάσταση τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴν φύλαξη τοῦ Σαββάτου, δηλαδὴ τοῦ κάθε ἐξωτερικοῦ τύπου. Αὐτὸ θὰ πρέπει νὰ μᾶς ἀπασχολεῖ ἰδιαίτερα, γιὰ νὰ προσέχουμε, κάθε φορά ποὺ μπαίνουμε στὸν πειρασμὸ νὰ μένουμε στὴν μορφὴ καὶ στὸν τύπο, ἀλλὰ νὰ χάνουμε τὸ πνεῦμα καὶ τὴν ἀγάπη. Σὲ ἄλλη περίπτωση ὁ Χριστὸς εἶχε πεῖ ὅτι «τὸ Σάββατο ἔγινε γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ ὄχι ὁ ἄνθρωπος γιὰ τὸ Σάββατο» (Μάρκ. 2,27)∙ καὶ δυστυχῶς σήμερα βλέπουμε τὸν θρίαμβο τοῦ «Σαββάτου» πάνω στὸν Υἱὸ τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτός ὁ θρίαμβος τῆς τυπολατρίας ἐκδηλώνεται συχνά μέ τόν φανατισμό καί τήν διάσπαση τῶν πιστῶν σὲ φατρίες, οἱ ὁποῖες καταδικάζουν ὅλους τοὺς ἄλλους ποὺ σκέπτονται διαφορετικὰ ἀπὸ αὐτούς. Συγκρούονται μεταξύ τους καὶ ἐξαντλοῦν τὸν ζῆλο τους στὴν ὀρθότητα τῶν τυπικῶν διατάξεων καὶ κανονισμῶν, στὴν βαρύτητα τῶν περιορισμῶν καὶ τῶν ἀπαγορεύ-σεων, στὴν αὐστηρότητα τοῦ ἀσκητισμοῦ καὶ τῶν κανόνων.  

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἃς ἀναρωτηθοῦμε, ὁ τύπος τῆς εὐσέβειάς μας ἀνταποκρίνεται στὴν ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ γιὰ ἀγάπη στὸν Θεὸ καὶ τὸν συνάνθρωπο; Ποῦ, ἄραγε, μέσα στὴν εὐσέβειά μας βρίσκεται ὁ ἄνθρωπος γιὰ τὸν ὁποῖο ἦρθε ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο; Ἄν, ἴσως, μέσα στοὺς τύπους τῆς εὐσέβειας μας ὑπάρχει ἡ ἀγάπη γιὰ τὸν Θεό, πῶς ἐκδηλώνεται ἡ ἀγάπη γιὰ τὸν ἄνθρωπο; Οἱ γιορτὲς ποὺ ἔρχονται εἶναι μιὰ εὐκαιρία νὰ τὸ ἀνακαλύψουμε καὶ νὰ τὸ ἐπιβεβαιώσουμε. Ἀμήν.

 




ΚΥΡΙΑΚΗ  ΙΑ΄ ΛΟΥΚΑ (Λκ. ιδ΄ 16-24 Μτθ. κβ΄14)
15 Δεκεμβρίου 2019

Ἡ παραβολὴ τοῦ Μεγάλου Δείπνου, ποὺ διαβάζεται σήμερα, Κυριακὴ τῶν ἁγίων Προπατόρων, εἰκονίζει καθαρὰ τὴν Ἐκκλησία, ποὺ ἐκφράζεται στὸ μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Δηλαδὴ ἡ πρόσκληση γιὰ συμμετοχή τῶν ἀνθρώπων στὸ Μεγάλο Δεῖπνο, εἶναι πρόσκληση γιὰ νὰ δεχθοῦν νὰ γίνουν μέλη τῆς Ἐκκλησίας καὶ νὰ κοινωνήσουν τὸ πανάγιο Σῶμα καί τὸ Τίμιο Αἷμα τοῦ Χριστοῦ.

Ἄς μελετήσουμε γιὰ λίγα λεπτὰ τὴν παραβολὴ ποὺ σήμερα ἀκούσαμε.

Κάποιος  ἄνθρωπος προσκάλεσε σὲ δεῖπνο ὅσους φαίνονταν ὅτι εἶναι φίλοι του, γιὰ νὰ περάσουν λίγες ὧρες στὴ δική του χαρά. Καὶ οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ὁ ἕνας μετὰ τὸν ἄλλον περιφρόνησαν τὴν πρόσκλησή του ὁ καθένας γιὰ τὸν δικό του λόγο. Ὁ ἕνας εἶχε ἀγοράσει ἕνα κομμάτι γῆς καὶ δὲν εἶχε τὸν καιρό. Ὁ ἄλλος εἶχε ἀγοράσει πέντε ζευγάρια βόδια καὶ εἶχε δουλειά. Κάποιος τρίτος μόλις εἶχε παντρευτεῖ καὶ δὲν εἶχε διάθεση νὰ ἀνταποκριθεῖ. Ἀφοῦ ὅμως ἀρνήθηκαν νὰ προσέλθουν ὁ οἰκοδεσπότης κάλεσε στό δεῖπνο τοὺς φτωχούς, τοὺς ἀσθενεῖς, τοὺς ἄστεγους, τοὺς κοινωνικὰ παραθεωρημένους.

Ἡ πρόσκληση αὺτὴ γιὰ τὸ μεγάλο δεῖπνο, ποὺ εἶναι τὸ Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας ἀπευθύνεται καὶ στὸν καθένα ἀπὸ ἐμᾶς προσωπικὰ καὶ συνεχίζεται μέσα στὴ Θεία Λειτουργία, ποὺ εἶναι ἡ συγκεφαλαίωση ὅλη τῆς Θείας Οἰκονομίας. Σ’αὐτὴν πραγματοποιεῖται ἡ Ἐκκλησία ὡς Σῶμα Χριστοῦ καὶ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ συγχρόνως ἀποκαλύπτεται ἡ φύση καὶ ὁ χαρακτήρας τοῦ μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας, ὡς μυστηρίου Θεανθρώπινης κοινωνίας.

Ἡ Λειτουργία εἶναι τὸ μυστήριο τῆς συνάξεως. Πρέπει ἀκλόνητα νὰ γνωρίζουμε καὶ νὰ θυμόμαστε ὅτι στὸ Ναὸ δὲν πηγαίνουμε γιὰ προσωπικὲς προσευχές, ἀλλὰ γιὰ νὰ συναχθοῦμε σὲ Ἐκκλησία. Καὶ ὅταν λέμε «πηγαίνω στὴν Ἐκκλησία», αὐτὸ σημαίνει πηγαίνω στὴ σύναξη τῶν πιστῶν, ὥστε μαζὶ μὲ αὐτοὺς νὰ συγκροτήσω τὴν Ἐκκλησία, νὰ ἐνεργοποιήσω αὐτὸ ποὺ ἔγινα τὴν ἡμέρα τῆς βαπτίσεώς μου, δηλαδὴ μέλος τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Πηγαίνω νὰ ὁμολογήσω ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων, τὸ μυστήριο τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.

Δυστυχῶς, ἀκόμη καὶ σήμερα, φαίνεται ὅτι δὲν ἔχουμε ὅλοι ἀκόμη τὴ συνείδηση τῆς βαθύτερης καὶ οὐσιαστικῆς σημασίας τῆς Θείας Λειτουργίας καὶ τῶν Ἁγίων Μυστηρίων ἤ τὰ θεωροῦμε ὡς ἁπλὰ θρησκευτικὰ καθήκοντα, ὡς εὐκαιρίες ἀτομικῆς τελειώσεως καὶ σωτηρίας ἤ ὡς πράξεις ποὺ ἀφήνονται ἀποκλειστικὰ στὴν ἐπιθυμία ἑκάστου τὴν εὐσέβεια καὶ τὴν προετοιμασία. Πόσο θλιβερὸ εἶναι νὰ ἀρνούμεθα τὴν πρόσκληση τοῦ Θεοῦ ἐπειδὴ ἔχουμε ἀπορροφηθεῖ ἀπὸ τὰ ἐπίγεια. Ἤ περισσότερο ὅταν κοινωνοῦμε γιὰ νὰ ἐκπληρώσουμε μιὰ ὑποχρέωση ἤ γιὰ τὸ ἔθιμο ἤ ἀκόμη γιὰ τὸ καλὸ ! Ἄλλοι πάλι δὲν κοινωνοῦν ἐπειδὴ θεωροῦν τὸν ἑαυτό τους ἀνάξιο. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Κασσιανὸς γράφει « Δὲν πρέπει νὰ ἀποφεύγουμε τὴν Θεία Κοινωνία, ἐπειδὴ θεωροῦμε τὸν ἑαυτό μας ἁμαρτωλό. Ἀντίθετα πρέπει νὰ προσερχόμαστε πολὺ πιὸ συχνὰ γιὰ τὴν θεραπεία τῆς ψυχῆς καὶ τὴν καθαρότητα τοῦ Πνεύματος, ἀλλὰ μὲ τόση ταπείνωση καὶ πίστη ποὺ νὰ θεωροῦμε τὸν ἑαυτό μας ἀνάξιο. Καὶ τοῦτο διότι ἡ ἁγιότητα τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἐκείνη ποὺ μᾶς κάνει ἀξίους νά κοινωνοῦμε τὰ δῶρα Του καὶ ὄχι ἡ δική μας».

Ἡ συνεχὴς Κοινωνία εἶναι τὸ ἰδεῶδες τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Δὲν πρόκειται γιὰ καμμιὰ ὑποχρέωση ἀλλὰ γιὰ πράξη ἀγάπης καὶ λατρείας πρὸς τὸν Θεό, ἀρκεῖ νὰ εἴμαστε ἀνέγκλητοι ἀπὸ τὸν πνευματικό μας.

Ἀδελφοί μου, ἄς μὴν ἀρνούμεθα τὴν αἰώνια πρόσκληση στὸ Δεῖπνο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, γιὰ νὰ μὴ στερηθοῦμε τὴ χαρὰ τῆς κοινωνίας μας μὲ τὸν Θεό. Ἀμήν.

 

 


ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΗΣ (Μτθ. α΄ 1-25)
22 Δε­κεμ­βρί­ου 2019

Μόνο τρεῖς ἡμέρες ὑπολείπονται, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἀπὸ τὴν μεγάλη ἡμέρα τῆς Γεννήσεως τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ἡ κοσμοχαρμόσυνη ἑορτὴ γιὰ τὴν ὁποία προετοιμαζόμαστε ἐπὶ σαράντα ἡμέρες, τόσο μὲ τὴν καθιερωμένη νηστεία, ὅσο καὶ μὲ τὴ θεία λατρεία τῆς Ἐκκλησίας μας, τὴν γεμάτη ἀπὸ ἐπίκαιρους ὕμνους καὶ  βοηθητικὰ πρὸς τὸν σκοπό τους ἀναγνώσματα.

Μόνο τρεῖς ἡμέρες ὑπολείπονται, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἀπὸ τὴν μεγάλη ἡμέρα τῆς Γεννήσεως τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ἡ κοσμοχαρμόσυνη ἑορτὴ γιὰ τὴν ὁποία προετοιμαζόμαστε ἐπὶ σαράντα ἡμέρες, τόσο μὲ τὴν καθιερωμένη νηστεία, ὅσο καὶ μὲ τὴ θεία λατρεία τῆς Ἐκκλησίας μας, τὴν γεμάτη ἀπὸ ἐπίκαιρους ὕμνους καὶ  βοηθητικὰ πρὸς τὸν σκοπό τους ἀναγνώσματα.

«Βίβλος γενέσεως Ἰησοῦ Χριστοῦ, υἱοῦ Δαβίδ, υἱοῦ Ἀβραάμ».

 Ὁ γενεαλογικὸς κατάλογος ποὺ ἀκούσαμε,  φανερώνει καὶ ἐπιβεβαιώνει, ὅτι αὐτὸς ποὺ γεννήθηκε στὴ Βηθλεὲμ ἀπὸ τὴν Παναγία Παρθένο, εἶναι πράγματι ὁ Σωτῆρας καὶ Λυτρωτὴς τοῦ κόσμου.

Εἶναι ἀξιοσημείωτη ἡ ἀναφορὰ στὸ πῶς ἔγινε ἡ ἐκπλήρωση τῆς ἐπαγγελίας τοῦ Θεοῦ, ὅπως μᾶς τὴν διηγεῖται ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος στὸ δεύτερο μέρος τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου.

Τὸ ἐλπιδοφόρο καὶ χαρούμενο μήνυμα τῆς συλλήψεως τοῦ Θεανθρώπου ἀνήγγειλε ὁ Ἀρχάγγελος στὴν Ἀειπάρθενο Κόρη τῆς Ναζαρέτ. Ἐκείνη γίνεται Μητέρα τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Ἰωσήφ, ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὸ γένος τοῦ Δαβίδ, δὲν ἐγνώριζε τὸ πέρα ἀπὸ κάθε νοῦ μυστήριο τῆς Θείας Σαρκώσεως. Ἀρραβωνιασμένος μὲ τὴν Παρθένο Μαρία, ἔμεινε ἔκπληκτος ὅταν ἀντελήφθη τὴν κυοφορία Της. Μάλιστα σκέφθηκε νὰ τὴν ἀπομακρύνει κρυφά.

Ἦταν ὅμως οἰκονομία Θεοῦ νὰ μνηστευθεῖ ἡ Παρθένος Μαρία τὸν Ἰωσήφ, γιὰ νὰ προστατευθεῖ ἀπὸ τὶς ὑπόνοιες τῶν ἀνθρώπων καὶ νὰ μείνει δίπλα Της ὡς  φύλακας ἄγγελος, προστάτης καὶ βοηθὸς στὴ γέννα, καὶ ἀργότερα στοὺς κινδύνους, στὶς κακουχίες, στοὺς διωγμοὺς καὶ στὶς θλίψεις. Τὸν χρησιμοποίησε ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ  στὴ διακονία τῆς φανέρωσης τοῦ θελήματός Του. Τὸν διάλεξε  ὡς ἐνάρετο, σώφρωνα καὶ δίκαιο. Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς ἐφάνη στὸν ὕπνο του ἄγγελος Κυρίου: «Ἰωσήφ, ἀπόγονε τοῦ Δαβίδ, μὴ φοβηθεῖς νὰ παραλάβεις Μαριὰμ τὴν μνηστή σου, γιατὶ τὸ παιδὶ ποὺ κρατάει μέσα της  εἶναι ὑπερφυσικὴ καὶ θαυμαστὴ ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἡ Παρθένος Μαρία θὰ γεννήση υἱόν καὶ σύ, ὁ ὁποῖος θεωρεῖσαι καὶ ἀναγνωρίζεσαι στὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων σὰν πατέρας καὶ προστάτης, θὰ τὸν ὀνομάσεις Ἰησοῦν, ποὺ σημαίνει Σωτῆρας. Θὰ πάρει τὸ ὄνομα αὐτό, γιατὶ εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ θὰ σώσει ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες τὸν λαὸν τοῦ Θεοῦ».  Καὶ νά, λάμπει πάλι ἡ ἀρετὴ τοῦ Ἰωσήφ καὶ ἀκτινοβολεῖ ἡ ἁγιότητά του, ἡ πίστη καὶ ἡ ὑπακοή του, ἀφοῦ «...ἐποίησεν ὡς προσέταξεν αὐτῷ ὁ ἄγγελος Κυρίου…..». Παραλαμβάνει τὴν Μαριάμ. Καί ὅταν ἦλθε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου καὶ ἐγέννησε τὸ Θεῖο Βρέφος, τοῦ ἔδωσε τὸ ὄνομα Ἰησοῦς, ποὺ  φανερώνει τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ στὸν κόσμο καὶ εἶναι ἡ σωτηρία καί ἡ λύτρωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν ἁμαρτία καὶ τὸν αἰώνιο θάνατο. Ἦρθε στὴ γῆ, ἔγινε ὅμοιος μὲ ἐμᾶς, χωρὶς ἁμαρτία, γιὰ νὰ μᾶς χαρίσει τὴν υἱοθεσία καὶ νὰ μᾶς ἀποκαταστήσει στὴν αἰώνια βασιλεία.

Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ἀναφερόμενος στὸ γεγονὸς τῆς Θείας Σαρκώσεως, γράφει: «Ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο, ἵνα τόν ἄνθρωπον δεκτικὸν θεότητος ποιήση, ἐπτώχευσεν, ἵνα ἡμεῖς τῇ Ἐκείνου πτωχείᾳ πλουτήσωμεν. Δούλου μορφὴν ἔλαβεν, ἵνα ἡμεῖς τὴν ἐλευθερίαν ἀπολάβωμεν. Κατῆλθεν, ἵνα ἡμεῖς ὑψωθῶμεν.»

Ἀδελφοί μου, σέ λίγο θά ἑορτάσουμε πάλι τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ. Ἄς ἑορτάσουμε κατὰ τρόπο θεϊκὸ καὶ ὑπερκόσμιο, ὄχι κοσμικό, ὅπως προτρέπει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος. Ἐφέτος ἄς μὴ περιορίσουμε τὸν ἑορτασμὸ στοὺς τύπους, μὲ τὴ συνείδηση ὅτι αὐτὴ ἡ γιορτὴ ἕνωσε τὸν οὐρανὸ μὲ τὴ γῆ καὶ μπορεῖ νὰ διώξει τὴν κατάρα καὶ νὰ γεννήσει  ἀνάμεσά μας  τὸν Ἐμμανουὴλ, δηλαδὴ τὴν εὐλογία καὶ τὴ λύτρωση ποὺ ἔχουμε ἀνάγκη ὅσο ποτέ. Ἀμήν.

 

 


ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΙΝ (Μτθ. β΄ 13-23)
29 Δε­κεμ­βρί­ου 2019

Ὅ­λα ὅ­σα ἀ­φο­ροῦν τὸν Δε­σπό­τη Χρι­στὸ εἶ­ναι θαυ­μα­στὰ καὶ πα­ρά­δο­ξα καὶ κα­τα­δει­κνύ­ουν τὴν οὐσιαστική Του κυριότητα. Μό­νο μὲ τὸν λό­γο καὶ τὴ θέ­λη­σή Tου δη­μι­ούρ­γη­σε τὰ πάν­τα ἐκ τοῦ μὴ ὄν­τος, τὸν οὐ­ρα­νὸ καὶ τὴ γῆ καὶ ὅ­λα ὅ­σα πε­ρι­έ­χον­ται στὴ συμ­παν­τι­κὴ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Ἀ­πὸ τοὺς φω­τόμορ­φους ἀγ­γέ­λους, τὸν ἐν­τυ­πω­σι­α­κὸ ὑ­λι­κὸ κό­σμο τῶν πλα­νη­τῶν καὶ τῶν ἀ­στέ­ρων, τὰ πλή­θη τῶν πε­τει­νῶν, τὰ ἐ­φή­με­ρα  καὶ  τα­πει­νὰ ἄν­θη, τὰ ἐ­νάλια καὶ τὰ χερ­σαῖα πλάσματα,  μέχρι τήν κορωνίδα ὅλων, τὸν κατ’ εἰ­κό­να καὶ καθ’ ὁ­μοί­ω­σιν Αὐ­τοῦ  ἄν­θρω­πο. Τὰ πάν­τα λαμ­βά­νουν τὸ εἶ­ναι τους καὶ δι­α­κρα­τοῦν­ται στὴν ὕ­παρ­ξη, χά­ρη στὴ δύ­να­μη καὶ σο­φί­α τοῦ Κτί­στη. Ὅ­λα τοῦ­τα δὲν κά­νουν τί­πο­τε ἄλ­λο ἀ­πὸ τὸ νὰ δι­α­λα­λοῦν τὴν κυριότητα καὶ τὸ με­γα­λεῖ­ο του Θε­οῦ.

Τὸ πλέ­ον θαυ­μα­στὸ ὅ­μως, τὸ ἄ­γνω­στο καὶ κε­κρυμ­μέ­νο μυ­στή­ρι­ο μυ­στη­ρί­ων, εἶ­ναι ἡ Ἐ­ναν­θρώ­πη­ση τοῦ ἴ­διου τοῦ Θε­οῦ. Αὐ­τὴ εἶ­ναι πα­ρά­δο­ξη, δι­ό­τι συν­τε­λεῖ­ται μὲ τέ­τοιο τρό­πο ποὺ οἱ νό­μοι τῆς φύ­σε­ως νι­κῶν­ται. Ὁ Λό­γος τοῦ Θε­οῦ συλ­λαμ­βά­νε­ται στὴν ἄ­σπι­λη καὶ παρ­θε­νι­κὴ γα­στέ­ρα τῆς Πα­να­γί­ας, τὴν ὁ­ποί­α τὸ Ἅ­γι­ο Πνεῦ­μα καθιστᾶ να­ὸ τοῦ Ὑ­ψί­στου Θε­οῦ. Ἡ τα­πει­νὴ κό­ρη Μα­ρι­ὰμ γί­νε­ται μη­τέ­ρα τοῦ Υἱ­οῦ τοῦ Θε­οῦ, ἐνῶ ἡ παρ­θε­νί­α της διατηρεῖται καὶ ἡ ἀ­φθαρ­σί­α της δὲν βλά­πτε­ται. Ἡ ἀ­λό­χευ­τος γα­στήρ της τί­κτει, χω­ρὶς  φυσιολογικὸ στοὺς ἀνθρώπους τρόπο. Ὁ Θε­ὸς τα­πει­νώ­νε­ται, κε­νώ­νον­τας τὸν ἑ­αυ­τό του καὶ οἰ­κο­νο­μών­τας τὸ μυ­στή­ρι­ο τῆς σω­τη­ρί­ας τῶν ἀν­θρώ­πων. Ἡ Ἐ­ναν­θρώ­πη­ση εἶ­ναι ἡ γέν­νη­ση τοῦ Υἱ­οῦ τοῦ Θε­οῦ ἐκ παρ­θέ­νου καὶ ἡ ἐ­πι­δη­μί­α του ἐ­πὶ τῆς γῆς. Ὁ ὑ­περ­φυ­ὴς τό­κος, ὁ ὁ­ποῖ­ος πα­ρα­μέ­νει ἀ­νερ­μή­νευ­το μυ­στή­ρι­ο, δὲν ἐ­λάτ­τω­σε τὴ θε­ό­τη­τα τοῦ Χρι­στοῦ οὔ­τε καὶ ἀλ­λοί­ω­σε τὴν ἄ­κτι­στό του φύ­ση, οὔ­τε μεί­ω­σε τὴ θε­ϊ­κή του δύ­να­μη, οὔ­τε χώ­ρι­σε τὸν Υἱ­ὸ ἀ­πὸ τὴν ὑ­πό­λοι­πη Τρι­ά­δα. Ἀντ’ αὐ­τοῦ ὅ­μως ἡ γέν­νη­ση σχη­μά­τι­σε σὲ κτι­στὴ μορ­φὴ τὸν κτί­στη τῶν ἁ­πάν­των καὶ ἡ σάρ­κω­ση εἶ­χε ὡς ἀ­πο­τέ­λε­σμα ὁ κό­σμος νὰ χω­ρέ­σει τὸν ἀ­χώ­ρη­το. Ὁ ἄ­ναρ­χος ἄρ­χε­ται, χω­ρὶς ἡ Τρι­ά­δα νὰ ὑ­πο­στεῖ ἀλ­λοί­ω­ση. Ὁ Υἱ­ὸς ἑ­νώ­νε­ται ἀ­σύγ­χυ­τα μὲ τὴν ἀν­θρώ­πι­νη σάρ­κα καὶ πα­ρα­μέ­νον­τας Υἱ­ὸς τοῦ Θε­οῦ γί­νε­ται καὶ υἱ­ὸς τοῦ ἀν­θρώ­που. Ὁ Ἐ­ναν­θρω­πή­σας Θε­ὸς γί­νε­ται κα­τὰ πάν­τα ὅ­μοι­ος μὲ ἐ­μᾶς, πλὴν τῆς ἁ­μαρ­τί­ας, γιὰ νὰ λύ­σει τὴν κα­τά­ρα καὶ νὰ μᾶς ἐ­λευ­θε­ρώ­σει ἀ­πὸ τὴν ἁ­μαρ­τί­α καὶ τὸν θά­να­το. Ὁ σαρ­κω­θεὶς Θε­ὸς νέ­κρω­σε τὸν θά­να­το δι­ὰ τοῦ τά­φου του καὶ προ­σέ­φε­ρε στὴν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση δό­ξα μέ­σα ἀ­πὸ τὴν δι­κή του ἀ­τίμωση.

Ὁ Δε­σπό­της Χρι­στὸς ἀ­πο­τε­λεῖ τὸν δεύ­τε­ρο Ἀ­δάμ, δι­ό­τι καὶ ὁ πρῶ­τος Ἀ­δὰμ ἦ­ταν τύ­πος, κα­τὰ σάρ­κα, τοῦ Χρι­στοῦ. Ὁ δοῦ­λος, δη­λα­δὴ ὁ Ἀ­δάμ, ἦ­ταν ἀρ­χὴ τῆς ἀν­θρώ­πι­νης φύ­σης, ὁ Δε­σπό­της ἀρ­χὴ τῆς ἀ­τε­λεύ­τη­της ζω­ῆς. Τὸν Ἀ­δὰμ πλα­στούρ­γη­σαν τά χέρια τοῦ Θε­οῦ, ὁ Υἱ­ὸς σαρ­κώ­θη­κε μὲ τὸν τρό­πο ποὺ μό­νο αὐ­τὸς γνω­ρί­ζει. Ὁ Ἀ­δὰμ ἔ­γι­νε κατ’ εἰ­κό­να Θε­οῦ, ἐ­νῶ ὁ Χρι­στὸς εἶ­ναι ἡ ἄ­κτι­στη εἰ­κό­να τοῦ Θε­οῦ. Ὁ Ἀ­δὰμ ἐμ­ψυ­χώ­θη­κε δι­ὰ τοῦ θεί­ου ἐμ­φυ­σή­μα­τος, ὁ Δε­σπό­της ἐμ­φα­νί­στη­κε ὑ­πὸ μορ­φὴ δού­λου. Ὁ Ἀ­δὰμ εἶ­χε ὡς ἐν­δι­αί­τη­μα τὸν πα­ρά­δει­σο καὶ ὁ Δε­σπό­της ὡς θρό­νο τὸν οὐ­ρα­νό. Ὁ Ἀ­δὰμ ἦ­ταν ἡ κο­ρω­νί­δα τῆς κτί­σε­ως, ὅ­μως ὁ Χρι­στὸς εἶ­ναι ἡ κε­φα­λὴ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Ὁ Ἀ­δὰμ πῆ­ρε καὶ ἔ­φα­γε ἀ­πὸ τὸν ἀ­πα­γο­ρευ­μέ­νο καρ­πὸ καὶ εἰ­σή­γα­γε στὸν κό­σμο τὸν θά­να­το. Ὁ Δε­σπό­της Χρι­στὸς ἅ­πλω­σε τὰ χέ­ρια του στὸν Σταυ­ρὸ καὶ λύ­τρω­σε τὸν κό­σμο. Ὁ Ἀ­δὰμ πα­ρα­κού­ον­τας τὴν ἐν­το­λὴ τοῦ Θε­οῦ ἐκ­πί­πτει τῆς δό­ξας τοῦ πα­ρα­δεί­σου, πα­ρα­σύ­ρον­τας στὴ φθο­ρὰ ὅ­λο τὸ ἀν­θρώ­πι­νο γέ­νος. Ὁ Ἐ­ναν­θρω­πή­σας Υἱ­ός, ὑ­πα­κού­ον­τας στὸν Πα­τέ­ρα γί­νε­ται τὸ ἀρ­χέ­τυ­πο καὶ ἡ νέ­α μή­τρα τῆς ἀν­θρω­πό­τη­τας γιὰ τὴν και­νὴ ζω­ὴ καὶ τὴν ἐ­πα­να­γω­γὴ τῶν πάν­των στὴν ἀρ­χι­κή τους δό­ξα.

Ὁ Δε­σπό­της Χρι­στὸς ἐξ οὐ­ρα­νῶν ἐ­πε­δή­μη­σε στὴ γῆ καὶ σαρ­κω­θεὶς ἐξ ἀ­πει­ράν­δρου κό­ρης προ­σέ­φε­ρε στὸν κό­σμο τὴ σω­τη­ρί­α. Αὐτὸ τό γεγονὸς εἶ­ναι ἀ­φορ­μὴ πα­νη­γύ­ρε­ως. Αὐτὸ ἀ­πο­τε­λεῖ τὸν κό­σμο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Αὐτὸ φαι­δρύ­νει τὴ ζω­ή μας. Αὐτὸ με­τα­βάλ­λει τὸ λυ­πη­ρὸ τῆς ἔ­μπονης  πραγματικότητάς μας. Αὐτὸ φανερώνει τὴν ἀ­να­το­λὴ τῆς ὄντως ζω­ῆς μας. Αὐτὸ εἶ­ναι αἴτι­ο πνευ­μα­τι­κῆς χα­ρᾶς. Τέτοιες ὀ­φεί­λουν νὰ εἶ­ναι οἱ  χρι­στια­νι­κὲς πα­νη­γύ­ρεις μας, θεῖ­ες καὶ πα­ρά­δο­ξες. Ἔτσι γί­νον­ται ἀναζητήσιμες πη­γὲς καὶ θη­σαυ­ροὶ σω­τη­ρί­ας. 


Κηρύγματα Δεκεμβρίου 2019 pdf